site analysis
. ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ.
Η Δεββώρα ήταν προφήτισσα και Κριτής του λαού Ισραήλ. Ήταν σύζυγος του Λαφιδώθ (Κριταί 4,4). Κατοικούσε στα όρια του όρους Εφραίμ, μεταξύ Ραμά και Βαιθήλ. Εκεί κάτω από έναν φοίνικα έκρινε και δίκαζε τις διαφορές που είχε ο λαός μεταξύ του (Κριταί 4,5). Σε μια εποχή σύγχυσης και απόγνωσης του λαού υπήρξε "μητέρα για το Ισραήλ" (Κριταί 5,7). Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των χρονολογιών της Παλαιάς Διαθήκης ο Δεββώρα και ο Βαράκ θα πρέπει να κυβέρνησαν τους Ισραηλίτες περίπου το 1261-1222 π.Χ. για 40 χρόνια (Κριταί 5,31).
Όταν πέθανε ο Αώδ, οι Ισραηλίτες δυσαρέστησαν πάλι με τις πράξεις τους τον Κύριο. Και ο Κύριος τους παρέδωσε στον Ιαβίν, έναν Χαναναίο βασιλιά, που βασίλευε στην Ασώρ. Αρχηγός του στρατού των Χαναναίων ήταν ο Σισάρα (Σίσερα), που κατοικούσε στην Αρισώθ, που βρισκόταν στην περιοχή που ονομαζόταν Χώρα των Εθνών. Αυτός είχε εννιακόσιες σιδερένιες άμαξες και καταπίεζε σκληρά τους Ισραηλίτες είκοσι ολόκληρα χρόνια. Έτσι οι Ισραηλίτες επικαλέστηκαν τον Κύριο να τους ελευθερώσει (Κριταί 4,1-3).
Εκείνο τον καιρό Κριτής του Ισραήλ ήταν η προφήτισσα Δεββώρα, γυναίκα του Λαφιδώθ. Αυτή καθόταν συνήθως κάτω από έναν φοίνικα, που αργότερα ονομάστηκε «Φοίνικας της Δεββώρας», μεταξύ των πόλεων Ραμά και Βαιθήλ, στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ, και οι Ισραηλίτες πήγαιναν σ' αυτήν για να κρίνει και να δικάζει τις υποθέσεις τους. Μια μέρα η Δεββώρα έστειλε και κάλεσε το Βαράκ, γιο του Αβινεέμ (Αβινωάμ), από την Κάδης της φυλής Νεφθαλί, και του έδωσε την εντολή να πάρει μαζί του δέκα χιλιάδες άντρες από τις φυλές Νεφθαλί και Ζαβουλών και να πάει στο όρος Θαβώρ, και να επιτεθεί στον Σισάρα, αρχιστράτηγο του Ιαβίν.
Ο Βαράκ αρνήθηκε να πάει χωρίς τη Δεββώρα, η οποία τελικά τον συνόδευσε στη μάχη. Έτσι ο Βαράκ συγκέντρωσε στην Κάδης δέκα χιλιάδες άντρες από τις φυλές Ζαβουλών και Νεφθαλί και μαζί με τη Δεββώρα, ανέβηκαν στο όρος Θαβώρ (Κριταί 4,4-10). Στον ύμνο της Δεββώρας και του Βαράκ αναφέρεται, ότι εκτός από τις φυλές Ζαβουλών και Νεφθαλί, ακολούθησαν κι άλλοι το Βαράκ, όπως οι Ισραηλίτες από την φυλή Εφραίμ που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή των Αμαληκιτών, καθώς επίσης και από τη φυλή Βενιαμίν και η πατριά του Μαχίρ από τη φυλή Μανασσή, οι οποίοι χρησίμευσαν για την ανακάλυψη των εχθρών. Από τη φυλή Ζαβουλών ακολούθησαν όσοι μπορούσαν να γράψουν, για να ιστορήσουν τα γεγονότα. Από τη φυλή Ισσάχαρ ακολούθησαν οι αρχηγοί. Οι υπόλοιπες φυλές δεν έλαβαν μέρος για διάφορους λόγους (Κριταί 5,13-18).
Όταν ανάγγειλαν στον Σισάρα ότι ο Βαράκ, ανέβαινε στο όρος Θαβώρ, αυτός συγκέντρωσε τις εννιακόσιες σιδερένιες άμαξές του, και όλο το στρατό του, και αναχώρησε από την Αρισώθ στρατοπεδεύοντας στον ποταμό Κισών.
Τότε η Δεββώρα είπε στο Βαράκ, ότι ο Κύριος θα του παραδώσει τον Σισάρα. Ο Βαράκ κατέβηκε από το όρος Θαβώρ με τις δέκα χιλιάδες άντρες πίσω του. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν κοντά στη Θαναάχ και στα νερά της Μαγεδδώ. Στο μεταξύ ο Κύριος προκάλεσε σύγχυση στο στρατό του Σισάρα, όταν αντίκρυσε το στρατό του Βαράκ. Ο Σισάρα είχε τρομάξει τόσο, ώστε κατέβηκε από το αμάξι του κι έφυγε πεζός. Αλλά ο Βαράκ καταδίωξε τις άμαξες και το στρατό των εχθρών ως την Αρισώθ. Ακόμη κι όταν τ' άλογα περιεπλάκησαν μεταξύ τους, οι στρατιώτες του Σισάρα έσπευσαν να σωθούν πεζοί. Ο σταρτός του Βαράκ κατέσφαξε όλους τους στρατιώτες του Σισάρα. Δεν έμεινε ούτε ένας ζωντανός. Ο ποταμός Κισών γέμισε από τα πτώματα του στρατού του (Κριταί 4,11-16. 5,19-22).
Ο Σισάρα κατέφυγε τρέχοντας στη σκηνή της Ιαήλ, της γυναίκας του Χαβέρ του Κιναίου, ενός Ισραηλίτη που εκείνο τον καιρό είχε φιλικές σχέσεις με τον Ιαβίν, βασιλιά της Ασώρ. Η Ιαήλ έκρυψε το Σισάρα στη σκηνή της κάτω από ένα σκέπασμα. Ο Σισάρα αφού ξεδίψασε, αποκαμωμένος καθώς ήταν κοιμήθηκε βαθιά. Τότε η Ιαήλ πήρε έναν πάσσαλο από τη σκηνή κι ένα σφυρί, πλησίασε αθόρυβα κι έμπηξε το παλούκι στο μηνίγγι του, έτσι που καρφώθηκε στη γη και ο Σισάρα πέθανε. Τότε έφτασε και ο Βαράκ που καταδίωκε το Σισάρα. Η Ιαήλ τον καλοδέχτηκε και του έδειξε το Σισάρα που ήταν νεκρός μέσα στη σκηνή της (Κριταί 4,17-22).
Από την ημέρα εκείνη οι Ισραηλίτες εξαπέλυαν όλο και πιο ορμητικές επιθέσεις εναντίον του Ιαβίν, ωσότου τον εξουδετέρωσαν (Κριταί 4,23-24). Και η χώρα ησύχασε για σαράντα χρόνια (Κριταί 5,31). Μετά τη μάχη η Δεββώρα και ο Βαράκ τραγούδησαν έναν ύμνο, ο οποίος αναφέρεται στο 5ο κεφάλαιο του βιβλίου των Κριτών (Κριταί 5,1-30). Τα γεγονότα που αφορούν τη Δεββώρα και το Βαράκ αναφέρονται στο 4ο και 5ο κεφάλαιο του βιβλίου των Κριτών. Στον ύμνο της Δεββώρας και του Βαράκ αναφέρεται ότι οι άνθρωποι φοβόντουσαν να πορευτούν από τους μεγάλους δρόμους και πορευόντουσαν από άλλα μονοπάτια, εξαιτίας ληστών. Δεν υπήρχαν ισχυροί άνδρες μεταξύ των Ισραηλιτών, οι οποίοι είχαν παραστρατήσει στην ειδωλολατρεία. Οι πόλεις αντιμάχονταν η μια την άλλη, εξαιτίας των αρχόντων. Οι Ισραηλίτες δεν οπλοφορούσαν (Κριταί 5,6-8).
Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη της Δεββώρας την Κυριακή προ του Χριστού Γεννήσεως (Κυριακή των Προπατόρων) μεταξύ 18 και 24 Δεκεμβρίου εκάστου έτους.
Στο βιβλίο των Ψαλμών ο ποιητής απευθύνεται στον Θεό και του ζητάει να πράξει εναντίον των εχθρών των Ισραηλιτών, όπως έπραξε ενάντια στους Μαδιανίτες και στους αρχηγούς τους Ωρήβ και Ζηβ και στους βασιλιάδες τους Ζεβεέ και Σαλμανά, καθώς και ενάντια στο Χαναναίο στρατηγό Σισάρα και το βασιλιά Ιαβείν στην Αενδώρ, κοντά στο χείμαρρο Κεισών (Ψαλμοί 82,10-12).
Η Δεββώρα ήταν προφήτισσα και Κριτής του λαού Ισραήλ. Ήταν σύζυγος του Λαφιδώθ (Κριταί 4,4). Κατοικούσε στα όρια του όρους Εφραίμ, μεταξύ Ραμά και Βαιθήλ. Εκεί κάτω από έναν φοίνικα έκρινε και δίκαζε τις διαφορές που είχε ο λαός μεταξύ του (Κριταί 4,5). Σε μια εποχή σύγχυσης και απόγνωσης του λαού υπήρξε "μητέρα για το Ισραήλ" (Κριταί 5,7). Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των χρονολογιών της Παλαιάς Διαθήκης ο Δεββώρα και ο Βαράκ θα πρέπει να κυβέρνησαν τους Ισραηλίτες περίπου το 1261-1222 π.Χ. για 40 χρόνια (Κριταί 5,31).
Όταν πέθανε ο Αώδ, οι Ισραηλίτες δυσαρέστησαν πάλι με τις πράξεις τους τον Κύριο. Και ο Κύριος τους παρέδωσε στον Ιαβίν, έναν Χαναναίο βασιλιά, που βασίλευε στην Ασώρ. Αρχηγός του στρατού των Χαναναίων ήταν ο Σισάρα (Σίσερα), που κατοικούσε στην Αρισώθ, που βρισκόταν στην περιοχή που ονομαζόταν Χώρα των Εθνών. Αυτός είχε εννιακόσιες σιδερένιες άμαξες και καταπίεζε σκληρά τους Ισραηλίτες είκοσι ολόκληρα χρόνια. Έτσι οι Ισραηλίτες επικαλέστηκαν τον Κύριο να τους ελευθερώσει (Κριταί 4,1-3).
Εκείνο τον καιρό Κριτής του Ισραήλ ήταν η προφήτισσα Δεββώρα, γυναίκα του Λαφιδώθ. Αυτή καθόταν συνήθως κάτω από έναν φοίνικα, που αργότερα ονομάστηκε «Φοίνικας της Δεββώρας», μεταξύ των πόλεων Ραμά και Βαιθήλ, στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ, και οι Ισραηλίτες πήγαιναν σ' αυτήν για να κρίνει και να δικάζει τις υποθέσεις τους. Μια μέρα η Δεββώρα έστειλε και κάλεσε το Βαράκ, γιο του Αβινεέμ (Αβινωάμ), από την Κάδης της φυλής Νεφθαλί, και του έδωσε την εντολή να πάρει μαζί του δέκα χιλιάδες άντρες από τις φυλές Νεφθαλί και Ζαβουλών και να πάει στο όρος Θαβώρ, και να επιτεθεί στον Σισάρα, αρχιστράτηγο του Ιαβίν.
Ο Βαράκ αρνήθηκε να πάει χωρίς τη Δεββώρα, η οποία τελικά τον συνόδευσε στη μάχη. Έτσι ο Βαράκ συγκέντρωσε στην Κάδης δέκα χιλιάδες άντρες από τις φυλές Ζαβουλών και Νεφθαλί και μαζί με τη Δεββώρα, ανέβηκαν στο όρος Θαβώρ (Κριταί 4,4-10). Στον ύμνο της Δεββώρας και του Βαράκ αναφέρεται, ότι εκτός από τις φυλές Ζαβουλών και Νεφθαλί, ακολούθησαν κι άλλοι το Βαράκ, όπως οι Ισραηλίτες από την φυλή Εφραίμ που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή των Αμαληκιτών, καθώς επίσης και από τη φυλή Βενιαμίν και η πατριά του Μαχίρ από τη φυλή Μανασσή, οι οποίοι χρησίμευσαν για την ανακάλυψη των εχθρών. Από τη φυλή Ζαβουλών ακολούθησαν όσοι μπορούσαν να γράψουν, για να ιστορήσουν τα γεγονότα. Από τη φυλή Ισσάχαρ ακολούθησαν οι αρχηγοί. Οι υπόλοιπες φυλές δεν έλαβαν μέρος για διάφορους λόγους (Κριταί 5,13-18).
Όταν ανάγγειλαν στον Σισάρα ότι ο Βαράκ, ανέβαινε στο όρος Θαβώρ, αυτός συγκέντρωσε τις εννιακόσιες σιδερένιες άμαξές του, και όλο το στρατό του, και αναχώρησε από την Αρισώθ στρατοπεδεύοντας στον ποταμό Κισών.
Τότε η Δεββώρα είπε στο Βαράκ, ότι ο Κύριος θα του παραδώσει τον Σισάρα. Ο Βαράκ κατέβηκε από το όρος Θαβώρ με τις δέκα χιλιάδες άντρες πίσω του. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν κοντά στη Θαναάχ και στα νερά της Μαγεδδώ. Στο μεταξύ ο Κύριος προκάλεσε σύγχυση στο στρατό του Σισάρα, όταν αντίκρυσε το στρατό του Βαράκ. Ο Σισάρα είχε τρομάξει τόσο, ώστε κατέβηκε από το αμάξι του κι έφυγε πεζός. Αλλά ο Βαράκ καταδίωξε τις άμαξες και το στρατό των εχθρών ως την Αρισώθ. Ακόμη κι όταν τ' άλογα περιεπλάκησαν μεταξύ τους, οι στρατιώτες του Σισάρα έσπευσαν να σωθούν πεζοί. Ο σταρτός του Βαράκ κατέσφαξε όλους τους στρατιώτες του Σισάρα. Δεν έμεινε ούτε ένας ζωντανός. Ο ποταμός Κισών γέμισε από τα πτώματα του στρατού του (Κριταί 4,11-16. 5,19-22).
Ο Σισάρα κατέφυγε τρέχοντας στη σκηνή της Ιαήλ, της γυναίκας του Χαβέρ του Κιναίου, ενός Ισραηλίτη που εκείνο τον καιρό είχε φιλικές σχέσεις με τον Ιαβίν, βασιλιά της Ασώρ. Η Ιαήλ έκρυψε το Σισάρα στη σκηνή της κάτω από ένα σκέπασμα. Ο Σισάρα αφού ξεδίψασε, αποκαμωμένος καθώς ήταν κοιμήθηκε βαθιά. Τότε η Ιαήλ πήρε έναν πάσσαλο από τη σκηνή κι ένα σφυρί, πλησίασε αθόρυβα κι έμπηξε το παλούκι στο μηνίγγι του, έτσι που καρφώθηκε στη γη και ο Σισάρα πέθανε. Τότε έφτασε και ο Βαράκ που καταδίωκε το Σισάρα. Η Ιαήλ τον καλοδέχτηκε και του έδειξε το Σισάρα που ήταν νεκρός μέσα στη σκηνή της (Κριταί 4,17-22).
Από την ημέρα εκείνη οι Ισραηλίτες εξαπέλυαν όλο και πιο ορμητικές επιθέσεις εναντίον του Ιαβίν, ωσότου τον εξουδετέρωσαν (Κριταί 4,23-24). Και η χώρα ησύχασε για σαράντα χρόνια (Κριταί 5,31). Μετά τη μάχη η Δεββώρα και ο Βαράκ τραγούδησαν έναν ύμνο, ο οποίος αναφέρεται στο 5ο κεφάλαιο του βιβλίου των Κριτών (Κριταί 5,1-30). Τα γεγονότα που αφορούν τη Δεββώρα και το Βαράκ αναφέρονται στο 4ο και 5ο κεφάλαιο του βιβλίου των Κριτών. Στον ύμνο της Δεββώρας και του Βαράκ αναφέρεται ότι οι άνθρωποι φοβόντουσαν να πορευτούν από τους μεγάλους δρόμους και πορευόντουσαν από άλλα μονοπάτια, εξαιτίας ληστών. Δεν υπήρχαν ισχυροί άνδρες μεταξύ των Ισραηλιτών, οι οποίοι είχαν παραστρατήσει στην ειδωλολατρεία. Οι πόλεις αντιμάχονταν η μια την άλλη, εξαιτίας των αρχόντων. Οι Ισραηλίτες δεν οπλοφορούσαν (Κριταί 5,6-8).
Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη της Δεββώρας την Κυριακή προ του Χριστού Γεννήσεως (Κυριακή των Προπατόρων) μεταξύ 18 και 24 Δεκεμβρίου εκάστου έτους.
Στο βιβλίο των Ψαλμών ο ποιητής απευθύνεται στον Θεό και του ζητάει να πράξει εναντίον των εχθρών των Ισραηλιτών, όπως έπραξε ενάντια στους Μαδιανίτες και στους αρχηγούς τους Ωρήβ και Ζηβ και στους βασιλιάδες τους Ζεβεέ και Σαλμανά, καθώς και ενάντια στο Χαναναίο στρατηγό Σισάρα και το βασιλιά Ιαβείν στην Αενδώρ, κοντά στο χείμαρρο Κεισών (Ψαλμοί 82,10-12).