Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

Οι γιαγιάδες της Ηπείρου!



site analysis


Μητροπολίτου Χονγκ-Κονγκ π. Νεκταρίου


Η φωτογραφία ανασταίνει γνώριμες εικόνες που βρίσκονται καταχωνιασμένες βαθιά στη θύμηση. Η βάβω (γιαγιά) επιστρέφει από την εκκλησία μια Κυριακή στα Γιάννενα.
Πόσα πρέπει να γραφτούν για αυτές. Κι ό,τι κι αν γραφτεί από τον πιό χαρισματούχο συγγραφέα ή ποιητή δεν θα είναι αρκετό για να περιγράψει και να υμνήσει το μεγαλείο της ψυχής τους και την αρχοντιά τους.


Ντυμένες στα μαύρα. Με μαντήλα περίτεχνα φορεμένη στην κεφαλή. Ασκημένες στην αγροτική ζωή. Δουλευταρούδες. Λιγομίλητες. Μανάδες πρότυπα.
Στους πολέμους δεν φοβήθηκαν να ζαλικωθούν τα πολεμικά εφόδια και να περπατήσουν απάτητα βουνά για να εφοδιάσουν τους στρατιώτες.
Στον καιρό της ειρήνης πήραν τους δρόμους της ξενιτιάς και εργάσθηκαν σε φάμπρικες της Γερμανίας για να ταϊσουν τα παιδιά τους. Να τα σπουδάσουν. Να τους εξασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον.
Με τον τρόπο της ζωής τους δίδασκαν τον εκκλησιαστικό τρόπο ζωής. Αυστηρή τήρηση των νηστειών. Εκκλησιασμός συχνός. Ιστορίες για τις εμφανίσεις των αγίων, για τα πάθη των ανθρώπων, για τα ξωκκλήσια που στέκονται μάρτυρες της μετάνοιας των αμαρτωλών.
Γυναίκες που στάθηκαν με λεβεντιά στους βράχους της Ηπείρου και κράτησαν τον τόπο Ελληνικό κι Ορθόδοξο.


Τι άλλαξε σήμερα; Γιατί άραγε θεωρούνε μερικοί πως αυτές οι γυναίκες είναι κάτι το γραφικό; Ότι εκφράζουν ένα σκοταδιστικό παρελθόν; Φταίνε οι ξένες ιδέες και συνήθειες; Φταίνε τα άθεα γράμματα, όπως έλεγε κι ο μέγας φωτιστής της Ηπείρου, ο Κοσμάς ο Αιτωλός; Φταίει άραγε το γεγονός ότι πολλοί σημερινοί Έλληνες έχουν εικόνες στο μυαλό τους μόνο από τις χώρες που ταξίδεψαν, σπούδασαν ή εργάσθηκαν;


Ένα πράγμα γνωρίζω. Αυτές είναι οι εικόνες με τις οποίες μεγάλωσα. Η βάβω που φέρνει το πρόσφορο και τα κόλλυβα στην εκκλησιά. Η μυρωδιά του βουνού και της χωριάτικης πίττας στο ρούχο της. Τα ροζιασμένα χέρια που δεν φοβήθηκαν την δουλειά. Το περήφανο βλέμμα που έμαθε να περιπλανιέται μονάχα στα ύψη των βουνών και του ουρανού.

Όλοι αυτοί οι σύγχρονοι δήθεν προοδευτικοί ας μάθουν ότι όσο ζούμε εμείς που έχουμε μέσα στην καρδιά και την ψυχή μας ζωντανή αυτή την αρχοντική παράδοση αυτών των Γυναικών, δεν θα συναινέσουμε ποτέ σε ο,τιδήποτε βλάπτει την Ελλάδα και την Ορθοδοξία.

Η παράδοση ζωής μιας Ηπειρώτισσας βάβως αξίζει απείρως περισσότερο από τα δικά τους φληναφήματα.

ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Αυτή είναι η τυφλή Γερόντισσα της Υπομονής με τα κομμένα δάχτυλα…



site analysis

Δεν την έλεγαν πάντα Μαγδαληνή, όπως και δεν ήταν πάντα τυφλή, ούτε είχε κομμένα δάχτυλα.

Ένα κορίτσι σαν όλα τα άλλα λίγο πιο όμορφο, ένα παιδί της Κατοχής που κάνοντας παιχνίδι (όπως πολλά και άλλα παιδιά της εποχής εκείνης) τις παλιές οβίδες που είχαν αφήσει πίσω τους οι Γερμανοί, είδε την λάμψη και ήταν το τελευταίο πράγμα που είδε…

Η έκρηξη της ξερίζωσε και τα δύο μάτια και της έκοψε τα τρία δάχτυλα του δεξιού χεριού! (Άλλοι πάλι λένε πως όλο αυτό δεν συνέβη αλλά έτσι γεννήθηκε).

Εμείς πάντως, έτσι την γνωρίσαμε την Γερόντισσα Μαγδαληνή, στο μοναστηράκι του 1900 που η ίδια έβγαλε από την πολύχρονη εγκατάλειψη και ανακαίνισε -εκ βάθρων-τους χώρους του. Μας γνώριζε από τις φωνές μας και μας σεργιανούσε ανάμεσα στα πολλά λουλούδια του κήπου, λέγοντάς μας με περηφάνια -χαϊδεύοντας τους ανθούς- ποιό λουλούδι είχε ανθίσει εκείνη την μέρα.

Πανέμορφο το μοναστήρι και κείνη με ευκολία βλέποντος ανθρώπου να ανεβοκατεβαίνει τα πολλά σκαλοπάτια, για το ναό, για το παρεκκλήσι, για τις βραγιές, για το αρχονταρίκι, για τον… Θεό (τελικά).

Έμενε μόνη της πάνω από είκοσι χρόνια -εκτός από κάποιο διάστημα που είχε μαζί της μία υπερήλικη καλογριά ( με μόνη την βοήθεια από τις γυναίκες που έρχονταν -τακτικά- από το γειτονικό χωριό). Εντελώς πρόσφατα, ο Κύριος της έστειλε και ανθρώπινη παραμυθία δύο νέες μοναχές.

Τώρα πάλι την επισκέφτηκε με μία σοβαρή ασθένεια -στους πνεύμονες. «Έχω πυρετό, παιδί μου» λέει με ηρεμία και εγκαρτέρηση. Δεν της έχουν πει οι γιατροί αλλά εγώ νομίζω πως ξέρει….Σε μας είπαν πως είναι εξαιρετικά σοβαρή η κατάστασή της αλλά πάλι εγώ νομίζω πως για τον Θεό είναι αλλιώς τα πράγματα, καθώς σήμερα την βρήκα απύρετη και δίχως πόνους.

Το απόγευμα θα κάνει αξονική και θα δούμε. Η κόρη μου λέει πως θα γυρίσει στο μοναστήρι ολόγερη. Άλλωστε δεν θα είναι η πρώτη φορά που θα μας εκπλήξει ο Κύριος!

Το πρωί που ετοιμαζόμουν να κατέβω στην κλινική, άκουγα -αφηρημένα- έναν εκκλησιαστικό σταθμό. Ψαλμωδίες είχαν αλλά δεν πρόσεχα ακριβώς τί, μέχρι που -την στιγμή που προσευχόμουν για την Γερόντισσα- άκουσα να ψάλλουν «Μαγδαληνή Μαρία μαθήτρια του Κυρίου»!

Τυχαίο; Δεν νομίζω! Δόξα Σοι Κύριε! Κράτησε ακόμη λίγο κοντά μας την δούλη Σου Μαγδαληνή για να Σε βλέπουμε μέσα από τα τυφλά της μάτια, για να Σε ψηλαφούμε με τα λειψά της δάχτυλα, για να αναπαυόμαστε από τα κομποσκοίνια των προσευχών της.

Αλλά πάλι όχι όπως εμείς θέλουμε αλλά όπως Εσύ ξέρεις και επιθυμείς Αφέντη Χριστέ….

Καλόν Παράδεισο, Γερόντισσα

Εδώθε

Ανάμεσα στα εκατομμύρια των ανθρώπων που εκείνο το Σάββατο έκλεισαν τα μάτια και τα άνοιξαν στον ουρανό, ήταν και αυτή που γράφαμε στο κείμενο. Η Γερόντισσα Μαγδαληνή της υπομονής.

Ήρεμα, γαλήνια, στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου τα ματάκια της, που χρόνια είχαν να δουν τον ήλιο, πιστεύουμε πως άνοιξαν διάπλατα για να ατενίσουν τους τόπους όπου επισκοπεί το Φως του προσώπου Του…

Κυριακή απομεσήμερο, λιώνοντας στην κάψα του καλοκαιριού, την βλέπαμε πάλι ξαπλωμένη, πάλι ήρεμη, πάλι χαμογελαστή, στο νεκροκρέβατο και δεν είχαμε λύπη. Δεν λυπάσαι αυτούς που έχουν παλέψει μιαν ολόκληρη ζωή για τούτη τη στιγμή…..

Τα δάκρυα μας ήταν γλυκασμένα σαν κούνημα λευκού μαντηλιού σε λευκότητα ψυχής που ανεβαίνει, ανεβαίνει και συ πίσω χαιρετάς μέχρι που δεν ξέρεις πια αν είναι κλάμμα, ιδρώτας ή προσευχή που καίει…. επειδή έτσι καίνε οι προσευχές όταν πιάνει Αύγουστος.

Κάτω από ένα κυπαρίσσι, λίγο χώμα, ένας λυγμός, μια Παναγιά που ερχόταν για την Παράκληση, μια ικεσία που μαζεύτηκε κουβάρι. Tην πήραμε τούτη την ικεσία- και κατεβήκαμε στην ανύποπτη πόλη, δίχως να έχουμε κατανοήσει την έλλειψη κενού από την απουσία της Γερόντισσας.

Στην πραγματικότητα το ψυχανεμιζόμαστε πως δεν θα απουσιάσει ποτέ, καθώς Παράδεισος μοναστήρι είναι μιας ανάσας δρόμος.

Μήπως για να λείψουν οι αποστάσεις δεν μάτωσε Εκείνος στον Σταυρό;

Μήπως πάνω στις καταργημένες αποστάσεις δεν στέριωσε και τούτη η μακάρια όπως όλοι οι μοναχοί τις υπομονές και την ελπίδα της;

Πλησιάζοντας Δεκαπενταύγουστος, πες της Κυράς, Γερόντισσα, όσα είχαμε «συμφωνήσει» πριν φύγεις.

Και αν είναι ευλογημένο έλα στο «Την πάσαν ελπίδα μου εις Σε ανατίθημι» μιας Παράκλησης, για να το πούμε μαζί και να γίνει πιο ισχυρό, πιο σεβαστικό, πιο της Παναγιάς μας αντάξιο…..Όπως το έλεγες πέρισυ, τέτοιον καιρό…

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Η μακαριστή ψυχούλα Θεογνωσία!



site analysis


Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου



Η μακαριστή Θεογνωσία Πατέρες και αδελφοί,
μεταβαίνει σήμερον εκ του θανάτου εις την ζωήν ένας ευλογημένος και ενάρετος άνθρωπος, η δούλη του Θεού Θεογνωσία. Ένας άνθρωπος, ο οποίος ανακάλυψε ενωρίς στη ζωή του το αυθεντικό και αληθές νόημα της ζωής και του θανάτου. Είναι όντως ευλογημένη η Θεογνωσία, όχι μόνον γιατί πήρε στην κολυμβήθρα της βαπτίσεώς της τη γνώση του Θεού, αλλά επειδή αξιώθηκε να επαληθεύσει το όνομά της.

Όντως η προκείμενη νεκρή Θεογνωσία είχε γνώση του Θεού, κι ας μην ήταν θεολόγος. Και επιβεβαίωνε τη γνώση τούτη με τη ζωή της, με την όραση των θείων μυστηρίων, τη γεύση του Θεού, δηλαδή αυτή την εμπειρία, που εμείς διαβάζουμε στα πατερικά και θεολογικά βιβλία μας. Παράδοξο, θα πει κάποιος! Δεν είναι όμως παράδοξο!

  Δόξα τω Θεώ, η Κύπρος έχει ακόμα, ας είναι και μεταλλαγμένη και σκλαβωμένη, αρκετές «Θεογνωσίες»∙ ανθρώπους δηλαδή της λαϊκής ευσέβειας, οι οποίοι πολύ νωρίς αντιλήφθηκαν ποια είναι η αληθινή γεύση, ο πραγματικός σκοπός αυτού του βίου. Κι ότι αυτός ο βίος, αν δεν ενώνεται με την αιώνια ζωή του αιώνιου Θεού, είναι βίος ανεόρταστος, άχαρος, χωρίς τη χάρη του Τριαδικού μας Θεού. Δόξα τω Θεώ, που αξιωθήκαμε να γνωρίσουμε αυτού του είδους τη γνώση του ανθρώπου αυτού.



  Κι εσείς, τα παιδιά της, οι κόρες της, οι γαμπροί, τα εγγόνια της, τα δισέγγονά της, οι επίλοιποι συγγενείς, οι χωριανοί μας Ζωδιάτες και όλοι εσείς, που αξιωθήκατε να έχετε γνώση της Θεογνωσίας, είστε όντως ευλογημένοι.
Κι αν κρίνω από τους δύο επικήδειους λόγους που άκουσα, μπορώ να πω ότι αντιληφθήκατε τον θησαυρό της οικογένειάς σας. Κι έτσι μπορείτε να στηρίζετε τη δική σας οικογένεια, είτε τη τωρινή, είτε τη μελλοντική, στο παράδειγμα αυτής της ευλογημένης γιαγιάς, της Θεογνωσίας.
 Αν είμαι εδώ παρών, δεν είναι γιατί είμαστε χωριανοί με τη Θεογνωσία, ούτε πως είμαστε και μακρινοί συγγενείς, όπως πράγματι είμαστε από την πλευρά της γιαγιάς μου, αλλά γιατί, κατά ένα μυστικό τρόπο, στα ύστερα χρόνια της η Θεογνωσία μού εμπιστεύτηκε πολλά από τον εσωτερικό, πνευματικό της κόσμο, από την εμπειρία του Θεού, που απεκόμισε.


 Θα ήθελα να αναφέρω ενδεικτικά μερικά από αυτά τα εν Χριστώ βιώματά της, προς ωφέλεια και των κληρικών και εσάς των οικείων της. Καταρχάς, η αγαπητή μας Θεογνωσία γεννήθηκε με μια μεγάλη προίκα, όχι όπως νόμιζαν οι Ζωδιάτες τα πολλά περιβόλια και τα πολλά πλούτη, όχι αυτή την προίκα. Αυτή αποδείχτηκε φαντασία, την οποία τώρα νέμονται οι κατακτητές μας. Η προίκα της ήταν η μάνα της, η Παναγιωτού· άνθρωπος του Θεού, με βαθιά απλότητα αλλά και βαθιά πνευματική εσωτερικότητα.


  Η ίδια μας διηγήθηκε το εξής γεγονός, το οποίο είναι καταγραμμένο σε ένα από τα πιο λαοφιλή βιβλία, που σήμερα κυκλοφορούν, και που τιτλοφορείται Ασκητές μέσα στον κόσμο, και έχουν μέχρι σήμερα εκδοθεί δύο τόμοι.   Επιτρέψτε μου εδώ να αναφερθώ και στην προϊστορία του βιβλίου. Τη σειρά αυτή των βιβλίων επιμελήθηκε ο ιερομόναχος π. Ε. της Καψάλας, ένας από τους μεγαλύτερους ασκητές του συγχρόνου Αγίου Όρους και προσωπικός μας φίλος, πνευματικό δε τέκνο του οσίου πατρός ημών Παϊσίου του Αγιορείτου, του οποίου η αγιότητα ανακηρύχθηκε επίσημα μόλις προ ενός μηνός.
Είχε ειπεί λοιπόν ο γερο-Παΐσιος στον π. Ε. να καταγράψει, όχι μόνο τον βίο και τη διδασκαλία συγχρόνων μοναχών και ασκητών του Αγίου Όρους, αλλά και ανθρώπων που έζησαν στις μέρες μας ασκητικά μέσα στον κόσμο, ούτως ώστε και οι έγγαμοι να έχουν πρότυπα βίου, και όχι μόνον οι μοναχοί με τους ασκητές. Έτσι ο καλός μας π. Ε. μπήκε σε αυτή τη διαδικασία, και χάρηκα που στον δεύτερο τόμο της σειράς που αναφέραμε (Ασκητές μέσα στον κόσμο) έχει 
περιλάβει και έξι Κυπρίους λαϊκούς, ανθρώπους ενάρετους και αγιασμένους.


  Μια από τις έξι αυτές βιογραφίες είναι η βιογραφία της Παναγιωτούς, της μάνας της Θεογνωσίας.Ας είναι καλά ο παπα-Θεοδόσης, ο ιερέας εδώ του ναού, που διέσωσε, κατέγραψε και παρέδωσε στον π. Ε. το γεγονός, που τώρα θα σας διηγηθώ.
 Γράφει, λοιπόν, μέσα σ᾽ αυτό το βιβλίο, για όσους δεν το διαβάσατε, το εξής: 

Πήγε η Παναγιωτού μαζί με την κόρη της Θεογνωσία και άλλους στον εξωκκλήσι της Κάτω Ζώδιας -προ της εισβολής, βεβαίως-, στον άγιο Γεώργιο των Ξαλώνων, αλλά ήταν κλειστή η εκκλησία.
Η Παναγιωτού είχε τέτοια απλότητα αλλά και τέτοια φυσική πίστη, που με δυνατή φωνή είπε: 
«Άγιε Γεώργιε, είσαι μέσα; Αν είσαι μέσα, άνοιξέ μας!» Και άκουσε τη φωνή του αγίου Γεωργίου από μέσα, που της απάντησε: «Είμαι μέσα! Ελάτε!»

 Αλλά, για να ακούσει τη φωνή του αγίου, σημαίνει και αυτή είχε καθάρισει τις αισθήσεις τις και μπορούσε, ήταν άξια, να ακούσει αυτή τη φωνή. Γι αυτό, όσοι δεν έχουμε την εμπειρία του Θεού, να εμπιστευόμαστε την εμπειρία των αγίων, την εμπειρία των εναρέτων ανθρώπων του Θεού.

  Η Παναγιωτού, λοιπόν, μεγάλωσε αυτή την κόρη. Μου έλεγε η μακαριστή Θεογνωσία, ότι από τον καιρό που ζοῦσε στη Ζώδια έμαθε να κάνει πολλές μετάνοιες, αλλά κρυφά από τους άλλους. Να μην τη βλέπουν, ούτε τα παιδιά της, ούτε και ο άντρας της ο Γιαννής. Γιατί είχε μάθει και από τη μάνα της και από τη γιαγιά της -δείτε δηλαδή πόσο δυνατή παράδοση ήταν αυτή-, ότι ο Θεός ευλογεί το μυστικό, αυτό που δεν δοξάζουν οι άνθρωποι, αυτό που δεν βλέπουν, δεν ζηλεύουν, δεν φθονούν και δεν επαινούν. Γι᾽ αυτό φρόντιζε η ζωή της η προσωπική και πνευματική να είναι μυστική. 
Μου λέει: «Εν᾽ ναι (δεν είναι) για τούτο, Δεσπότη μου, που τζιαι τούτα που κάμνετε εσείς οι παπάδες μέσα στο ιερό λέγονται μυστήρια;» 

Ναί, πράγματι, γιατί τα Μυστήρια έχουν μια μυστική διάσταση, την οποία δεν μπορούν να δουν πολλοί, αλλά έχουν τη δυνατότητα να τη γευθούν όλοι.

 Είναι και ακόμη λίγα πράγματα, που μπορώ να καταθέσω για τη μακαριστή δούλη του Θεού Θεογνωσία. 
Βρισκόταν κάποτε στον Μουτουλλά, και είδε εκεί για πρώτη φορά τον φύλακά άγγελό της. Τον είδε εν είδει φωτός και φοβήθηκε και πήγε στη μάνα της και της το διηγήθηκε. Η μάνα της, της εξήγησε: 
«Είναι ο άγγελός σου κόρη μου, που πήρες στο Βάπτισμα. Πρόσεξε, να μην τον προσβάλεις.» 

Αργότερα τον είδε πάλιν και πολλάκις. Όταν κάποτε πήγε στον Κύκκο να προσκυνήσει με έναν από τους γαμπρούς της, καθυστέρησαν, και του έλεγε, «κάμε πιο γρήγορα, γυιέ μου, διότι ήδη μπήκαν στην ευλογημένη βασιλεία», δηλαδή είχε αρχίσει η Λειτουργία. Όταν έφτασαν στο μοναστήρι, έφτασαν την ώρα του χερουβικού. Και η ευλογημένη ψυχή της Θεογνωσίας αξιώθηκε να ιδεί πνευματικά το μυστήριο της θείας Λειτουργίας! Ενώ εμείς, που το τελούμε τόσες πολλές φορές δεν το βλέπουμε, απλοί άνθρωποι του Θεού, που έχουν καθαρίσει τα μάτια της ψυχής τους, βλέπουν αυτά που εμείς δεν βλέπουμε. Και η Θεογνωσία ήταν άνθρωπος που είχε όραση του Θεού, γι᾽ αυτό είπα ότι είχε γνώση του Θεού.

 Έβλεπε λοιπόν μέσα στην αγία πόρτα, όπως λέμε στην Κύπρο, δηλαδή στην Ωραία Πύλη, ένα τεράστιο γαλάζιο φως και ο παπάς ήταν από πίσω προς την αγία Τράπεζα. 
Και όποτε περνούσε από την Ωραία Πύλη για να ειπεί το, «ειρήνη πάσι», περνούσε μέσα από το φως και το φως διαχεόταν δια χειρός του ιερέως σε όλους τους πιστούς. Αν και σε μερικούς, καθώς μου είπε, δεν καθόταν το φως, και λυπήθηκε. Σκεφτείτε δηλαδή αυτή τη γυναίκα, πόσο τη χαρίτωσε ο Θεός, για να βλέπει τα μη ορώμενα. 


 Άλλοτε πάλιν, σε ένα από τους ναούς της Κύπρου -όχι αυτόν εδώ της Λευκωσίας-, έβλεπε τον ιερέα την ώρα που θυμίαζε στο χερουβικό τις τέσσερις πλευρές της αγίας Τραπέζης, και έβλεπε ότι κάτω από την αγία Τράπεζα έβγαινε σε κάθε πλευρά και ένας άγιος και έκαμνε υπόκλιση του ιερέως.
Τη ρώτησα: «Από τις πλευρές έβγαιναν οι άγιοι ή από αλλού;» 
Και μου απάντησε: «Όχι, από τις γωνιές. Από τις τέσσερις γωνιές της αγίας Τραπέζης.» 

 Και ξέρετε, αγαπητοί μου πατέρες, ότι η κανονική τάξη είναι να θυμιάζομε όχι από τις πλευρές, αλλά τις τέσσερεις κεραίες, γωνίες της αγίας Τραπέζης. Γιατί; Γιατί εκεί, κατα την τελετή των Εγκαινίων του ναού, τοποθετούμε τις εικόνες των τεσσάρων Ευαγγελιστών. Έβλεπε λοιπόν η Θεογνωσία τους τέσσερεις Ευαγγελιστές, που έκαναν υπόκλιση στον ιερέα, την ώρα που ο ιερέας θυμίαζε την αγία Τράπεζα. Σ᾽ ένα από τα τελευταία της τηλεφωνήματα, είχε την απορία, μήπως είχε αμαρτία που μου έλεγε αυτά τα πράματα.

Διότι η μάνα της, της έλεγε να μην τα λένε, για να μη δοξαστούν. Της είπα και εγώ: 
«Σου υπόσχομαι, αν ζήσω, θα τα πω μόνον στην κηδεία σου. Εκεί δεν μπορεί να σε πειράξει ο πειρασμός, ούτε μπορείς τότε να υπερηφανευτείς.» Είχε, βλέπετε, την αγωνία, μήπως κενοδοξήσει, μήπως περηφανευτεί από τις πολλές οράσεις που είχε στη θεία Λειτουργία. Όταν για κάποιες Κυριακές δεν είδε τίποτε στη Λειτουργία, ανησύχησε. Με πήρε τηλέφωνο. 
«Μήπως είναι επειδή σου είπα ορισμένα πράματα, και δεν άρεσε του Θεού;», με ρώτησε. 
Της λέω: «Όχι, δεν είναι γι᾽ αυτό. Φαίνεται, εσύ θέλεις να βλέπεις αυτά τα πράματα!» 
«Να μην θέλω λοιπόν;», με ρωτάει. 

«Όχι, να μην θέλεις», της απάντησα. «Να αφήνεις τον Θεό, να σού δείχνει ό,τι θέλει να σου δείξει και να Τον δοξάζεις πάντοτε!»

  Λοιπόν αυτά τα ολίγα είχα να μοιραστώ μαζί σας, για να αντιληφθούμε τι άνθρωπο προπέμπομε σήμερα στον παράδεισο. Έχουμε μεγάλη ευθύνη, που από τη γενιά μας, από το χωριό μας γεννήθηκαν και μεγάλωσαν τέτοιοι άνθρωποι. 
Να συνεχίσετε, όχι μόνον τους ωραίους λόγους της Θεογνωσίας και τα ωραία ήθη και έθιμά της, αλλά εξαιρέτως την τακτική της μυστικής άσκησης και προσευχής, τα πολλά μνημονέματα που έκαμε πολλών κεκοιμημένων όλης της Κάτω Ζώδιας. Έτσι η Κάτω Ζώδια, αν και τόσα χρόνια κατεχόμενη, στον νου της Θεογνωσίας ήταν γνωστή και ελεύθερη και την ένωνε με την άνω μνήμη, την αιώνια μνήμη του αιώνιου Θεού. Αυτή ήταν ενδεικτικά η δούλη του Θεού Θεογνωσία.


 Εύχομαι όλοι εμείς, είτε αρχιερείς, είτε ιερείς και διάκονοι, είτε εσείς, ο λαός του Θεού, να έχουμε τέτοια μίμηση αυτής της λαϊκής ευσέβειας. Και, τι είναι νομίζετε η λαϊκή ευσέβεια; Η λαϊκή ευσέβεια είναι η ευσέβεια των αγίων αποστόλων. Οι άγιοι απόστολοι ήταν άνθρωποι απλοί του λαού, οι πιο πολλοί ψαράδες. Και όμως αυτοί πίστεψαν, πως εκείνος ο τριαντάχρονος Διδάσκαλος, ο Ιησούς, ήταν πράγματι ο σαρκωμένος Υιός του Θεού του ζώντος, ο Μεσσίας, ο νικητής του θανάτου. 
Η Θεογνωσία συνεχίζει την πίστη, την εμπειρία των αγίων αποστόλων. Είναι η αποστολική ευσέβεια, η λαϊκή ευσέβεια της Κύπρου. Ο Θεός να αναδείξει και να κρατήσει τέτοιους ανθρώπους ανάμεσά μας σε αυτές τις τόσο δύσκολες ώρες, που περνά ο τόπος, για να μας διδάξουν τη γνώση του Θεού, όπως η δούλη του Θεού Θεογνωσία. Αιωνία της η μνήμη!

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2016

Αναστασία Κτενίδου: Μια αγιασμένη μορφή από την Ίμερα Κοζάνης



site analysis

Αναστασία Κτενίδου: Μια αγιασμένη μορφή από την Ίμερα Κοζάνης – π. Κωνσταντίνου Ι. Κώστα, παπαδάσκαλου.

Η 88χρονη ολιγογράμματη, απλοϊκή και σεβαστή γιαγιά Αναστασία Κτενίδου από την Ίμερα, που έζησε χριστιανικά, κοιμήθηκε ειρηνικά και ανεπαίσχυντα και θάφτηκε (13-10-2016) στο χωριό της, ήταν μια χαρακτηριστική αγιασμένη μορφή, χωρίς παράσημα, τίτλους υπεροχής, τιμητικές κ.ά. χλιδάτες κοσμικές διακρίσεις. Την Αναστασία Κτενίδου (το γένος Χρυσοστομίδου) τη γνώρισα το 2000, απ’ όταν (με το διακόνημα αρχιερατικού και πνευματικού) άρχισα να επισκέπτομαι την Ίμερα (και την Αύρα), ενορία της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης και τοπική κοινότητα του Δήμου Σερβίων-Βελβεντού.
Ήταν μικρόσωμη και αδύνατη, ολιγογράμματη, ωστόσο πανέξυπνη, συμπαθέστατη στα όλα της, με βλέμμα καθαρό, σεβαστικό και σεμνό η Αναστασία. Φορούσε μαύρο μαντίλι στο κεφάλι, όπως όλες οι γιαγιάδες της Ίμερας, σαν να λιτάνευαν το ιστορικό σώμα της Μικρασίας στους ανοιχτούς δρόμους της Ίμερας και το έφερναν στην εκκλησιά τους για να το αναστήσουν μέσα σ’ αυτήν, σαν να υπενθύμιζαν (υπενθυμίζουν) στους νεώτερους τις καταβολές τους. Μου ενίσχυε, κάθε φορά που μιλούσα μαζί της (στις συνάξεις του σαρανταημέρου των Χριστουγέννων, της Σαρακοστής προ του Πάσχα, του Δεκαπενταύγουστου, στα πανηγύρια Πέτρου και Παύλου των Αποστόλων, 29 Ιουν. και του Αγίου Βλασίου 11 Φεβρ.) την πεποίθηση ότι κάπως έτσι πρέπει να είναι οι χαριτωμένοι άνθρωποι που έχουν νου και καρδιά Χριστού.
Ήταν επιβεβλημένη η παρουσία της κάθε φορά στις συνάξεις που προηγούνταν της εξομολόγησης. Την περιμέναμε, όταν αργούσε. Καθόταν μπροστά για να ακούει. Κι άκουγε προσεχτικά. Ήξερα όταν μιλούσα ότι ο λόγος μου περνούσε στα μέσα της. Ήξερε να ακούει. Ήξερε να σέβεται. Είχε την ικανότητα να επεξεργάζεται αυτά που ακούει και να ‘’κρατά σημειώσεις’’. Και στο τέλος πάντα, κάνοντας μια εισαγωγή και τοποθέτηση ταπεινότητας χωρίς εισαγωγικά, και με επίγνωση της αμαρτωλότητάς της, έκανε ερωτήσεις, μια και δυο και τρεις. Ρωτούσε και σου έδινε χαρά. Πολύ της κακοφαινόταν, όταν, όπως έλεγε, στα βαφτίσια μορφωμένοι νονοί δεν απάγγελλαν σωστά το ‘’Πιστεύω’’. ‘’Μα, αυτό, είναι η πίστη μας’’, έλεγε σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, ‘’τόσα χρόνια και σε τόσα σχολεία πήγαν, δεν έμαθαν να λένε σωστά το Πιστεύω;’’ απορούσε. Στο μυαλό της είχε ως εικόνα το σχολείο του αγίου Κοσμά του Αιτωλού.
Τη γιαγιά Αναστασία Κτενίδου την παρομοίαζα με τη γιαγιά που περιέγραφε με θαυμασμό ο Μητροπολίτης μακαριστός Διονύσιος Ψαριανός. Επισκέφτηκε, κάποτε, την Ίμερα. Έξω από την εκκλησιά κόσμος πολύς ήρθε για να δει το δεσπότη. Εκείνος ευλογούσε το λαό. Μια στιγμή ένιωσε κάτι, σαν ενόχληση, κάτω από το πόδι του. Κοίταξε και είδε, μια γιαγιά, σκυμμένη, που έσκαβε με το δάχτυλό της το χώμα κάτω από το πόδι του. Τη ρώτησε έκπληκτος: ‘’Τι κάνεις αυτού;’’. ‘’Δέσποτα, σκάβω για λίγο χώμα, να το έχω στο σπίτι για φυλαχτό!’’ είπε εκείνη. ‘’Τρόμαξα, όταν το άκουσα’’, έλεγε ο μακαριστός Διονύσιος και πρόσθετε: ‘’Βλέπετε πώς μας θέλει ο λαός, κι άμποτε να καταλάβουμε οι ποιμένες ποιον λαό ποιμαίνουμε!’’. (Το περιστατικό το ανέφερε αυτούσιο και ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμος σε ομιλία του στην Κοζάνη στα 10χρονα από την κοίμηση του μακαριστού Διονυσίου).
Την πίστη, το ήθος και την αγνότητα αυτής της παλιάς γιαγιάς (περιστατικό του Μητροπολίτη Διονυσίου) την εντόπιζα στην παρουσία και το λόγο της νέας γιαγιάς Αναστασίας Κτενίδου (Χρυσοστομίδου). Είναι μια πίστη που έρχεται από πολύ μακριά χωρίς διακοπή, είναι μια παράδοση από τις παλαιότερες και μια παραλαβή με επίγνωση από τις νεότερες γενιές της χριστιανικής πίστης μέσα στην εκκλησιαστικότητά της.
Η Αναστασία της Ίμερας ήταν από εκείνες τις εν τω κόσμω ασκητικές υπάρξεις, που ‘’πίστευε ότι όσο περισσότερο στενεύουμε τον φυσικό κόσμο γύρω μας, τόσο πιο πολύ βρισκόμαστε κοντά στο Θεό και στο δρόμο της σωτηρίας μας’’ (Ημερολόγιο 2017, αφιέρωμα στον Άγιο Βαραδάτο, Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης, σελ. 10). Δίπλα στην αγιασμένη μορφή του Επισκόπου Διονυσίου (Ψαριανού) και της γιαγιάς εκείνης, έρχεται να προστεθεί τώρα και η αγιασμένη μορφή της Αναστασίας της Ίμερας, με την ενίσχυση της ελπίδας στην καλή Ανάσταση!

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Τελικά νίκησε η εικόνα της μάνας που προσευχόταν γονατιστή!



site analysis



(απόσπασμα από καταπληκτική ομιλία του π.Αθανασίου μητρ. Λεμεσού- οι ομιλίες του είναι όλες πολύ διδακτικές και μπορείτε να τις βρείτε εύκολα στο διαδίκτυο)
%ce%b3%ce%b9%ce%b1%ce%b3%ce%b9%ce%ac-%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%83%ce%b5%cf%85%cf%87%ce%ae
Μητροπολίτης Λεμεσού κ. Αθανάσιος
Ακόμα κάτι πολύ σημαντικό είναι το να αποκτήσουν τα παιδιά καλές εικόνες μέσα στη νεανική τους ψυχή. Κι εδώ ήθελα να επιμείνω λίγο περισσότερο γιατί φαντάζομαι πάρα πολλοί από εσάς έχετε δικές σας οικογένειες, κατ’ οίκον Eκκλησία, δικά σας παιδιά και σίγουρα αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό πράγμα. Αυτό που έλεγε και ο Όσιος Παΐσιος, να αποκτήσει ο άνθρωπος καλές και αγαθές έγνοιες, καλούς λογισμούς, καλές εικόνες. Να έχει μέσα στη διάνοιά του όχι τραυματικές εμπειρίες και δύσκολες περιστάσεις αλλά να έχει καλές και αγαθές εικόνες οι οποίες θα τον βοηθήσουν στην πορεία της ζωής του.
.
Θα σας πω ένα απλό παράδειγμα από την προσωπική μου εμπειρία για να δείτε τι σημαίνει μια καλή εικόνα.
Όταν ήμουν στο Άγιον Όρος στη Νέα Σκήτη ήταν περίπου τέτοιος μήνας, αρχάς Νοεμβρίου με το δικό μας ημερολόγιο εκεί, όπου ένα βράδυ, περασμένη λίγο η ώρα χτύπησε η πόρτα της καλύβας μας και ανοίξαμε να δούμε ποιος ήταν. Ήταν τρία παιδιά τα οποία χάθηκαν στο δρόμο και δεν μπορούσαν να φιλοξενηθούν βέβαια στο Μοναστήρι γιατί είχε κλείσει, ούτε πουθενά αλλού και έπρεπε να τα φιλοξενήσουμε εμείς στη δική μας καλύβη. Δεν υπήρχε πρόβλημα βέβαια. Προσπαθήσαμε να τους φιλοξενήσουμε, να τους ετοιμάσουμε κάτι να φάνε.
Ένας εξ’ αυτών όμως ήταν πολύ αρνητικός. Εγώ κάθισα λίγο μαζί τους να τους μιλήσω μέχρι να φάνε τα παιδιά, να μην τους αφήσουμε μόνους τους. Eίπαμε κάποια πράγματα. Το ένα το παιδί ήταν αρνητικός, ήταν δύσκολος. Χαμογελούσε ειρωνικά, με έβλεπε έτσι παράξενα. Καταλάβαινα ότι δεν του άρεσα τρόπον τινά, δεν ξέρω.
Αφού φάγανε το φαγητό τους, πήγα να τους δείξω -ήμουν υπεύθυνος αρχοντάρης- τα δωμάτια. Μου λέει ένας.
– Πάτερ, μπορώ να δώσω στο Θεό την τελευταία ευκαιρία να μου μιλήσει;
– Ωραία σκέψη. Και τι θα γίνει τώρα; Δηλαδή πως θα δώσεις του Θεού την τελευταία ευκαιρία να σου μιλήσει;
– Θέλω να μιλήσουμε.
.
Πήρα ευλογία από τον Γέροντα και πήγα κάθισα εκεί σε ένα παρεκκλήσι που είχαμε και μιλούσαμε από η ώρα οκτώ το βράδυ μέχρι ώρα τέσσερις το πρωί που χτύπησε το σήμαντρο για την ακολουθία. Μιλούσε βέβαια ο ίδιος, δεν άφησε το Θεό να του μιλήσει γιατί ήθελε ο ίδιος να πει όλα αυτά που είχε μέσα του. Πανέξυπνος άνθρωπος, πολύ διαβασμένος, πολύ μορφωμένος, ήταν στο πτυχίο της Νομικής τότε.
– Λοιπόν, μου λέει, κοίταξε πάτερ εγώ μεγάλωσα στα κατηχητικά, στις αδελφότητες, κοντά σε πολύ καλούς πνευματικούς. Ξέρω τα πάντα. Όταν σου λέω κάτι ξέρω εκ των προτέρων τι θα μου απαντήσεις.
Και πράγματι, ήξερε πάρα πολλά πράγματα. Δεν είχα κάτι να του απαντήσω διότι όντως τα ήξερα όλα. Κι έτσι όπως ήτανε έξυπνος και λαλίστατος και ευφυής και με επιχειρήματα -δικηγόρος βέβαια ήτανε ο άνθρωπος- εντάξει εγώ αισθανόμουνα στριμωγμένος σ’ εκείνη τη γωνιά του στασιδιού. Τον άκουγα απλώς κι έλεγα: ο Θεός να μας βοηθήσει να βγάλουμε άκρη εδώ απόψε. Τι θα γίνει; Που θα βγούμε με αυτόν τον άνθρωπο;
ΠΗΓΗ. 
Τέλος πάντων, είπε, είπε, είπε κάμποσα .. Πήγαινα κι εγώ να πω καμμιά κουβέντα, δεν με άφηνε. Μου έλεγε,
– Ξέρω τι θα πεις, ξέρω.
Και πράγματι ήξερε δηλαδή, δεν έλεγε ψέματα. Όταν ήρθε η ώρα να τελειώσουμε μου λέει,
.
– Πάτερ μου ξέρεις όλα τα νίκησα μέσα μου. Όλα τα νίκησα. Όλα τα επιχειρήματα της Εκκλησίας, όλη τη διδασκαλία των κατηχητικών, των ομαδαρχών, των κατασκηνώσεων, των ομάδων, των πνευματικών, τα πάντα. Τα έχω διαλύσει, τα έχω νικήσει. Έχω απόψεις, έχω επιχειρήματα, έχω μέσα μου ισχυρά ερείσματα για να μην τα πιστεύω όλα αυτά τα πράγματα αλλά έχω κάτι που δεν μπορώ να το νικήσω. Δεν μπορώ να το νικήσω.
– Τι είναι αυτό που δεν μπορείς να το νικήσεις;
– Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ. Δεν μπορώ να νικήσω τη μάνα μου.
– Δηλαδή; Έχει γλώσσα; Μιλάει πολύ;
– Όχι, δεν μιλάει καθόλου η μάνα μου.
– Ε τότε, τι κάνει;
– Δεν μπορώ πάτερ. Όταν σηκώνομαι το βράδυ και τη βλέπω να είναι γονατιστή και να προσεύχεται, δεν μπορώ να βγάλω αυτήν την εικόνα από μέσα μου. Όλα τα άλλα τα διέλυσα. Και τους πνευματικούς και τις εκκλησίες και τις κατασκηνώσεις και τα πάντα αλλά αυτήν την εικόνα της μάνας μου δεν μπορώ να την νικήσω.
.
Για να μην σας τα πολυλογώ, τελικά τον νίκησε η εικόνα της μάνας του.Πράγματι αυτό το παιδί πάλεψε πολύ με τον εαυτό του στη συνέχεια. Πηγαινοερχόταν στο Άγιον Όρος. Δεν του λέγαμε τίποτα, απλώς ήταν πολύ παρατηρητικός. Έβλεπε, γυρνούσε, έβλεπε πράγματα τα οποία εμείς δεν βλέπαμε τόσα χρόνια. Ερμήνευε διάφορες καταστάσεις όμορφα, ωραία. Μέχρι που σιγά-σιγά πράγματι ενίκησε η εικόνα της μητέρας του, η οποία ήταν μία αγράμματη γυναίκα -σχεδόν αγράμματη δηλαδή με λίγες τάξεις του Δημοτικού- αλλά μια γυναίκα της Εκκλησίας η οποία προσευχόταν πάρα πολύ για το παιδί της.
Και σήμερα, Δόξα τω Θεώ, το παιδί αυτό διαπρέπει. Είναι στέλεχος, όπως κι εσείς, της τοπικής Εκκλησίας στην οποία ανήκει. Και διαπρέπει πραγματικά στην πνευματική ζωή και αυτός και η κατ’ οίκον Εκκλησία του, η οικογένειά του και όλοι όσοι είναι κοντά του. Γιατί από τότε, έγινε στέλεχος και διδάσκαλος της Εκκλησίαςκαι στηρίζει και αυτός με τη σειρά του πολλούς ανθρώπους.
.
Απομαγνητοφώνηση Φαίη/Αβέρωφ

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Οσία Δόμνα η δια Χριστόν Σαλή του Τόμσκ(+16/29 Οκτωβρίου 1872)



site analysis


Αποτέλεσμα εικόνας για Блаженная Домна Томская
 Η Δόμνα Κάρποβνα γεννήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από ευγενείς γονείς σε κάποιο χωριό της ρωσικής πόλης Πολτάβα στην ουκρανική επαρχία Περεγιασλάβ.
 Εκεί φαίνεται ότι η Δόμνα ορφάνεψε από μικρή και την ανέθρεψαν συγγενικά της πρόσωπα,επίσης πλούσιοι.Την σπούδασαν και σαν έφτασε σε ικανή ηλικία θέλησαν να την παντρέψουν.Εκείνη δεν ήθελε και έτσι το έσκασε και τριγυρνούσε στους δρόμους της Πολτάβας,όπου την συνέλαβαν με την κατηγορία της επαιτείας και την έστειλαν στην Σιβηρία.
 Εκεί δεν είχε μόνιμο τόπο διαμονής και άρχισε να προσποιείται την σαλή.Τις περισσότερες νύχτες,είτε ήταν χειμώνας,είτε καλοκαίρι,τις περνούσε στο ύπαιθρο προσευχόμενη.Ντυνόνταν πολύ παράξενα.Αντί για ρούχα είχε περιζώσει το σώμα της με διαφόρων μεγεθών τζόγους,που ήταν δεμένοι μεταξύ τους με σπάγκους.
Μέσα οι μπόγοι περιείχαν σχοινιά,παπούτσια ,σπασμένα γυαλιά,πέτρες,ενώ από πάνω είχαν σακούλια με ψωμί,τσάι,κεριά,ζάχαρη,λιβάνι,γάλα,μπίρα,λαχανικά ακόμα και τουρσιά.Αυτά όλα ήταν το ντύσιμό της,το οποίο συνεχώς μετακινούσε γύρω από το σώμα της ενώ προσευχόνταν.Ήταν ένα είδος κομποσχοίνι.
Αποτέλεσμα εικόνας για Блаженная Домна Томская
 Δεν ακολούθησε το πρότυπο των υπόλοιπων δια Χριστόν σαλών,που ήταν μόνιμα ανυπόδητοι.Η όσια φορούσε παπούτσια ή παντόφλες,αλλά πάντοτε διαλυμένες.Επίσης φορούσε σάλι ενώ πολλές φορές δύο ή τρία καπέλα ταυτοχρόνως.Είχε επίσης και ένα παλτό,το οποίο λόγω των μπόγων δεν μπορούσε να φορέσει κανονικά,ενώ τις βαρυχειμωνιές κατέληγε σε κάποιο δυστυχισμένο.
Κάποτε ο μητροπολίτης της περιοχής,Πορφύριος,που την είδε να κάθεται στο φοβερό κρύο της Σιβηρίας,της έδωσε το δικό του παλτό,το οποίο η Δόμνα,αφού τον ευχαρίστησε,το πήρε και σε δύο ώρες βρισκόνταν στους ώμους κάποιου φτωχού.Όταν το έμαθε ο ιεράρχης είπε:«Η αγαπητή μας μικρή σαλή διδάσκει εμάς τους γνωστικούς...»Οι μπόγοι της που ήταν ιδιαίτερα βαρείς και αποτελούσαν από μόνοι τους ένα είδος άσκησης,δεν μπορούσαν να την προφυλάξουν,διότι ανάμεσά τους υπήρχε αρκετό κενό αρκετό να διαπερνά το κρύο και η βροχή.
Αποτέλεσμα εικόνας για Блаженная Домна Томская
 Συχνά κοιμόνταν στις αυλές κάποιων σπιτιών και μόλις ξυπνούσε το πρωί δε μιλούσε σε κανένα,αλλά τακτοποιούσε τους μπόγους της για μία ολάκερη ώρα.Ήταν η ώρα της εωθινής προσευχής.Μετά χαρετούσε τους ιδιοκτήτες των αυλών που πέρασε το βράδυ με τα εξής:«Καλημέρα.Χρόνια πολλά,χρόνια πολλά».Ακολούθως έκανε το σταυρό της,τους φιλούσε και άρχιζε τις σαλότητές,μέχρι να αρχίσει η Θεία Λειτουργία στον κοντινό ναό.Πολλές φορές,αν υπήρχε πολύς κόσμος στον ναό,συνέχιζε και εκεί τις τρέλες της.


 Αγαπούσε πολύ τα ζώα και ιδιαίτερα τα μαντρόσκυλα.Συχνά τα βράδια πλησίαζε τους χώρους που τα είχαν δεμένα και τα έλυνε.Τα ζώα την αγαπούσαν και πολλές φορές μπορούσε κάποιος να τη δει τις νύχτες να ακολουθείται από ολάκερες αγέλες σκύλων.Καθόντουσαν γύρω της και γρύλιζαν ευχάριστα.

Ανάμεσα στα γρυλητά ακουγόνταν και η γλυκειά φωνή της Δόμνας να σιγομουρμουρίζει:
«Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς.Πάσαι αι ουράνιαι δυνάμεις,τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ,πρεσβεύσατε υπέρ ημών».Πάντοτε προσευχόνταν εαν ήξερε ότι δεν την βλέπει κανείς.Μόλις αντιλαμβάνονταν ότι κάποιος την έβλεπε,άρχιζε τις σαλότητές της.
Αποτέλεσμα εικόνας για в Иоанно-Предтеченском монастыре Томской
Το μοναστήρι του Τόμσκ το 1917

 Λίγο πριν κοιμηθεί απόκτησε το χάρισμα της προορατικότητας.Οι κάτοικοι της πόλης της τήν ευλαβούνταν πολύ και όταν κοιμήθηκε ειρηνικά στις 16/29 Οκτωβρίου 1872 παρευρέθηκαν μαζικά στην κηδεία της που έγινε στο γυναικείο μοναστήρι του Τόμσκ,όπου και θάφτηκε.

Από το βιβλίο του Ικαρου Πετρίδη Εμπαίζοντες''Ημείς μωροί δια Χριστόν''
Μεταφορά στο διαδύκτιο proskynitis.blogspot

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

"Ξαφνιάσματα τῆς Φύσης" οἱ ἡρωΐδες Γυναῖκες τοῦ 1940-41



site analysis



ΙΕΡΑ  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΔΡYΪΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ,  ΠΩΓΩΝΙΑΝΗΣ  &  ΚΟΝΙΤΣΗΣ

Ἀριθ.  Πρωτ.:  76                                                                   
Ἐν Δελβινακίῳ τῇ 10ῃ Ὀκτωβρίου  2016

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ  197η

ΘΕΜΑ: "Ξαφνιάσματα τῆς Φύσης" οἱ ἡρωΐδες Γυναῖκες τοῦ 1940-41.

  
 Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί,
-Α-
    
Στὸ θρυλικὸ Ἔπος τοῦ 1940 - 1941, ἀθόρυβο ἀλλὰ σπουδαῖο ρόλο ἔπαιξαν καὶ οἱ Ἑλληνίδες Γυναῖκες, εἴτε στὶς πόλεις ζοῦσαν, εἴτε στὰ χωριὰ καὶ στὴν ὕπαιθρο. Τὸ πολεμικὸ σάλπισμα, ἐκεῖνο τὸ πρωϊνὸ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940, βρῆκε ὅλο τὸ Ἔθνος στὸ πόδι. Καὶ βέβαια, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ λείψουν καὶ οἱ γυναῖκες ἀπὸ αὐτὸν τὸν γενικὸ ξεσηκωμό. Γιατὶ ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια, ὅταν οἱ μανάδες ξεπροβόδιζαν τὰ παιδιά τους γιὰ τὸν πόλεμο, δίνοντάς τους τὴν ἀσπίδα ἔλεγαν, γενναῖες καὶ ἀλύγιστες : "Ἤ τὰν ἤ ἐπὶ τᾶς", δηλαδὴ ἤ θὰ φέρῃς πίσω τὴν ἀσπίδα νικητὴς ἤ θὰ σὲ φέρουν ἐπάνω της σκοτωμένο γιὰ τὴν Πατρίδα.
-Β-
Πρῶτες στὴν προσφορὰ πρὸς τὸν μαχόμενο Στρατό μας, οἱ ἡρωΐδες γυναῖκες τῆς Πίνδου. Ζαλωμένες στὴν πλάτη κιβώτια μὲ πυρομαχικά, τρόφιμα, πουλόβερ καὶ "τσουράπια"- κάλτσες, ὅλα μάλλινα, πλεγμένα ἀπὸ τὰ χέρια τους, "τὰ κοφτὰ γκρεμνά ... ἀνέβαιναν", θὰ γράψῃ μὲ θαυμασμὸ σ' ἕνα ποίημά του ὁ Νικηφόρος Βρεττάκος. Καὶ θὰ προσθέσῃ, ὅτι ἐνῷ "τὶς ἀεροτραμπάλιαζε ὁ ἄνεμος φορτωμένες κι' ἔλυνε τὰ τσεμπέρια τους κι' ἔπαιρνε τὰ μαλλιά τους" "αὐτὲς ἀντροπατάγανε ψηλὰ πέτρα τὴν πέτρα κι' ἀνηφορίζαν στὴ γραμμή, ὅσου ποὺ μέσ' στὰ σύννεφα χάνονταν ὀρθομέτωπες ἡ μιὰ πίσω ἀπ' τὴν ἄλλη". Γυναῖκες νέες, ἀλλὰ καὶ ἡλικιωμένες, μέχρι καὶ 88 ἐτῶν (!), ἀψηφώντας τὶς θύελλες, τὸ χιόνι, τὸν πάγο καὶ τὸ τρομερὸ κρύο, ἔφταναν ψηλὰ στὶς ἀετοφωλιὲς τῆς Πίνδου, ἐκεῖ ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ φθάσουν τὰ μεταγωγικά, δηλαδὴ τὰ μουλάρια, γιὰ νὰ προσφέρουν στοὺς φαντάρους μας ἀγάπη καὶ ζεστασιὰ μὲ τὴν παρουσία τους, καὶ μὲ τὰ τόσο ἀπαραίτητα πυρομαχικά, τὸ καλοζυμωμένο ψωμί, τὰ μάλλινα, τὴν μικρή, ἀλλὰ τεράστια προσφορὰ τῆς καρδιᾶς τους.
-Γ-
Καὶ νὰ ἦταν μόνο αὐτές ! Ἦταν κι' ἐκεῖνες , ποὺ μπῆκαν στὸ νερὸ ὁρμητικῶν καὶ ἄγριων ποταμῶν, καί, πιασμένες σφιχτὰ ἀπὸ τοὺς ὤμους, σχημάτιζαν πρόχωμα, ποὺ ἀνέκοβε  τὴν ὁρμὴ τῶν νερῶν, κι' εὐκόλυνε τοὺς γεφυροποιοὺς τοῦ Στρατοῦ μας γιὰ νὰ δημιουργοῦν γέφυρες, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ περνᾶνε οἱ πολεμιστὲς καὶ τὰ μεταγωγικά. Στὸν ποταμὸ Βογιοῦσα, στὸν Καλαμᾶ, στὸν Δρῖνο ἐπαναλήφθηκε αὐτὸ τὸ ἐκπληκτικὸ γεγονός. 
Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλες, στὶς πόλεις, πού, νύχτα - μέρα, ἔπλεκαν γάντια, μπλοῦζες, φανέλλες, κασκόλ · ποὺ ἑτοίμαζαν δέματα, ποὺ ἔγραφαν γράμματα στοὺς ἥρωες, ἐκ μέρους τῶν συγγενῶν τους, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀναλφάβητοι · ποὺ ἔτρεχαν στὰ νοσοκομεῖα γιὰ νὰ ἐπισκεφθοῦν τοὺς τραυματίες μας· ποὺ ἐπισκέπτονταν τὰ σπίτια τῶν πολεμιστῶν, γιὰ νὰ τονώσουν καὶ νὰ ἐνισχύσουν τὶς φτωχὲς οἰκογένειές τους, τὶς ὁποῖες ὁ προστάτης τους, στὸ κάλεσμα τῆς Πατρίδος, τὶς ἄφησε στὰ πεντανέμια ... Κι' ἄν πῇ κανεὶς γιὰ τὶς ἀδελφὲς νοσοκόμες, αὐτὲς ἔγιναν κυριολεκτικὰ θυσία στὴν νοσηλεία τῶν τραυματιῶν ἀπὸ τὰ ἐχθρικὰ πυρά, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ φοβερὰ κρυοπαγήματα.
-Δ-
Ἀκόμη, καὶ ὅσες γυναῖκες ὑπηρετοῦσαν τὸ ἆσμα καὶ τὸ θέαμα, ἐτάχθηκαν ἐθελοντικὰ στὴν ψυχαγωγία τοῦ μαχόμενου Στρατοῦ μας. Κορυφαία, "ἡ τραγουδίστρια τῆς νίκης", ὅπως δίκαια τὴν ἀποκάλεσαν, ἡ θρυλικὴ Σοφία Βέμπο. Μὲ τὰ περίφημα πολεμικὰ τραγούδια της ἐμψύχωνε τὰ "παιδιά, τῆς Ἑλλάδος παιδιά", ἐξευτέλιζε τοὺς Ἰταλοὺς κοκορόφτερους καὶ τὸν γελοῖο "Ντοῦτσε", τὸν Μπενῖτο Μουσολίνι, ἀλλὰ καὶ ἐξέφραζε τὸν πόνο τοῦ Ἔθνους γιὰ τὶς παλινωδίες καὶ τὴν ἀχαριστία τῶν Συμμάχων πρὸς τὴν Ἑλλάδα. 
-Ε-
Τέλος, ἀνάμεσα στὶς πολλὲς ἐπώνυμες καὶ ἀνώνυμες Ἑλληνίδες ξεχωρίζουμε δυὸ μανάδες : α) Τὴν μάνα ποὺ ἔγραφε στὸν στρατευμένο γιό της, ὅτι "πρῶτα ἀνήκεις εἰς τὴν Πατρίδα καὶ ὕστερα εἰς ἐμέ · καὶ γενηθήτω τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου". Καὶ β) Τὴν χήρα μάνα μὲ τὰ τρία κορίτσια, ποὺ εἶχαν προστάτη τὸν γιό της τὸν Δημητρό, ὁ ὁποῖος "ἔπεσεν ὑπὲρ Πατρίδος · χαλάλι τῆς Πατρίδος ὁ Δημητρός μου. Ζήτω ἡ Πατρίς". Καὶ οἱ δυό τους πρόσφεραν τὰ βλαστάρια τους στὴν Πατρίδα, χωρὶς κρατούμενα καὶ χωρὶς μικροϋπολογισμούς, ὅπως, ἄλλωστε, ἔπραξαν καὶ πάμπολλες ἄλλες Ἑλληνίδες Μητέρες, κατὰ τὸ Ἔπος 1940-1941.
Ὑποκλινόμαστε μὲ σεβασμὸ καὶ θαυμασμὸ στὴν μνήμη ὅλων αὐτῶν τῶν ἡρωΐδων γυναικῶν. Τὸ Ἔθνος δὲν θὰ πάψῃ ποτὲ νὰ τὶς εὐγνωμονῇ.    

Διάπυρος πρὸς Χριστὸν εὐχέτης
Ο  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
†  Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης  Α Ν Δ Ρ Ε Α Σ

Η ηρωίδα δασκάλα της Μακεδονίας



site analysis


398252_3664686226790_166990261_nΌποτε το απαιτούσε ο Αγώνας, η Βελίκα έπαιρνε τους δρόμους και κάνοντας την μισότρελη Τουρκάλα γυρνώντας από εδώ και από κει, έχοντας κρυμμένα μέσα στα μακριά της φουστάνια ή στις μακριές πλεξούδες της, τα μηνύματα που έπρεπε να μεταφέρει πότε στην Θεσσαλονίκη, πότε στην Καστοριά ή όπου αλλού το απαιτούσαν οι περιστάσεις.
Δεν την υποψιάζονταν κανείς. Άλλες φορές πάλι μεταμφιέζονταν σε Βουλγάρα χωριάτισσα που μάζευε χόρτα ή ραδίκια στο βουνό και έτσι μπορούσε να περιπλανιέται στα βουνά και στους δρόμους χωρίς να κινεί υποψίες. Περπατούσε συνέχεια στα κακοτράχαλα βουνά και στους λασπώδεις δρόμους μόνη της, χωρίς να φοβάται τίποτα. Η ατρόμητη αυτή Ελληνίδα περιδιάβαινε όλη την κεντρική και δυτική Μακεδονία μεταφέροντας τα μηνύματα της λευτεριάς. Η Βελίκα κάνοντας την τρελή άκουγε ό,τι έλεγαν οι Βούλγαροι και οι Τούρκοι, μιας και ήξερε να μιλάει και τις δυο γλώσσες πολύ καλά.
Στις 28 Αυγούστου του 1904, ένας κομιτατζής άπλωσε τα βέβηλα χέρια του στην Βελίκα, της έμπηξε ένα μαχαίρι στο στήθος και την βασάνισε για να ομολογήσει, όμως αυτή συνέχισε να μιλάει τούρκικα και να παριστάνει την Τουρκάλα.Ο Βούλγαρος όμως, δεν την πίστεψε και συνέχισε να την βασανίζει. Αλλά η ατρόμητη δασκάλα δεν ομολόγησε.
Η Βελίκα άφησε την τελευταία της πνοή εκεί στα Γιαννιτσά, ποτίζοντας με το αίμα της το θεόρατο δένδρο της ελευθερίας της Μακεδονίας. Κηδεύτηκε στην Θεσσαλονίκη και μια λαοθάλασσα θρήνησε την δασκάλα που έδωσε και την ζωή της για τον Αγώνα.
Εμμανουέλα Βερούκα
_________________________

Η θυσία της δασκάλας για να σωθούν τα παιδιά από την πείνα της κατοχής



site analysis
syssitio katoxi

. Ένα συγκινητικό μάθημα από ήρωες εκπαιδευτικούς, που δεν έγραψε ποτέ η ιστορία 
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
 Στην καρδιά της Κατοχής άρχισαν τα συσσίτεια του Ερυθρού Σταυρού στα σχολεία, αφού τα παιδιά υπέφεραν από υποσιτισμό και πέθαιναν κατά χιλιάδες. Η διανομή του συσσιτίου ήταν και ένα επιπλέον κίνητρο για την παρουσία στο σχολείο, καθώς όποιος έλειπε έχανε τη μερίδα του και συχνά, αυτό σήμαινε ότι την έχανε και η οικογένειά του. 
Το μενού ήταν φτωχό και τις περισσότερες ημέρες το ίδιο. Όταν υπήρχε κάτι διαφορετικό ή κάτι επιπλέον, η μέρα γινόταν ξεχωριστή. 
Παρά τις κακουχίες η παιδική διάθεση για παιχνίδι δεν έλειπε, όπως μαρτυρά το απόσπασμα από το βιβλίο της Λότης Πέτροβιτς, «Ο καιρός της Σοκολάτας». Μια στάλα γλυκόζη ήταν πολυτέλεια για τα κοκκαλιάρικα παιδιά της κατοχής. Όμως, ήταν και αφορμή για σκανδαλιά από το πειραχτήρι της τάξης, που δεν εκτίμησε την αυτοθυσία της δασκάλας να μοιράσει το μερίδιό της στους μαθητές. Ο μικρός δεν τιμωρήθηκε, αλλά πήρε πικρό μάθημα. Ακολουθεί το απόσπασμα: «Από το δικό μου, κυρία!» «….. Το Δεκέμβρη του 1943, αρχή ενός ακόμα χειμώνα πείνας και παγωνιάς, άχνισε κάτι ζεστό ξαφνικά στην αυλή του σχολείου μας. ‘Ηταν ένα μεγάλο καζάνι και μέσα είχε συσσίτιο για τα παιδιά. Γύρισα στο σπίτι περήφανη, κρατώντας με προσοχή ένα τενεκεδάκι γεμάτο σούπα πηχτή. «Γιατί δεν την έτρωγες στο σχολείο, καρδούλα μου;» λαχτάρισε η μάνα μου. «Αν σου χυνόταν στο δρόμο;» «Θα φάτε λίγη σούπα κι εσείς, αλλιώς δεν τρώω καθόλου», δήλωσα ορθά κοφτά. «Το ίδιο κι εγώ», φώναξε ο Μάνος, ο αδερφός μου. Κι έτσι γινόταν από κείνη τη μέρα σε κάθε συσσίτιο που κουβαλούσαμε οι δυο μας από το σχολείο. Η σούπα ερχόταν τακτικά, πάντα η ίδια, άνοστη και πηχτή. ‘Ωσπου μια μέρα, μας μοίρασαν κάτι ξεχωριστό. Μπήκαμε στη γραμμή και μας έβαλαν στα τενεκεδάκια κάτι σα μέλι, αλλά σκούρο κοκκινωπό. «Γλυκόζη» το είπαν. Βουτούσαν τα παιδιά το δάχτυλο στη γλυκόζη, το έγλειφαν με απόλαυση και γελούσαν ευτυχισμένα, πειράζονταν μεταξύ τους. 
΄Ενα μεσημέρι, γυρίζοντας ο αδερφός μου από το σχολείο, δεν ήθελε να βάλει μπουκιά στο στόμα του – ούτε από τη σούπα ούτε από τη γλυκόζη. Ταραγμένος φαινόταν, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Τι συμβαίνει παιδί μου;» ανησύχησε η μαμά. Εκείνος δεν έβγαζε λέξη. Κι όσο δε μιλούσε, τόσο επέμενε η μάνα μου να μάθει, τόσο μεγάλωνε και η δική μας η περιέργεια. Με τα πολλά, αποφάσισε τελικά να μιλήσει. Κι αυτό που μας είπε γράφτηκε στη μνήμη μου ανεξίτηλα. 
Στην αυλή για το συσσίτιο βρισκόταν με της τάξης του τα παιδιά. «Σκαρώνουμε κάτι;» άκουσε έναν από τους συμμαθητές του- «πειραχτήρης» ήταν το παρατσούκλι του – να ψιθυρίζει στον διπλανό, μόλις πήρε τη γλυκόζη στο τενεκεδάκι του. Ο άλλος έγνεψε «ναι». Τότε ο πειραχτήρης κάτι του είπε στ’ αυτί, κρυφογέλασαν οι δυο τους πονηρά κι εξαφανίστηκαν στη στιγμή. Σε λίγο χτύπησε το κουδούνι να μπούνε στην τάξη. Πρώτα έμπαιναν τα κορίτσια. ‘Υστερα τ’ αγόρια. Τελευταία η δασκάλα, που κόντευε να μην ξεχωρίζει από τα παιδιά, έτσι που είχε απομείνει πετσί και κόκαλο. Καταλάβαινες πως ήταν μεγάλη από τα μάτια της μόνο, που τα σκοτείνιαζαν ολόγυρα δυο μαύροι κύκλοι. ‘Οταν μπαίνανε όλοι στην τάξη, έκλεινε την πόρτα, μετρούσε τα παιδιά σειρά σειρά, έλεγε «εντάξει, φρόνιμα τώρα, μην ακούσω μιλιά» κι αρχίζανε αμέσως το μάθημα. Το «εντάξει, φρόνιμα τώρα, μην ακούσω μιλιά» τη φορά εκείνη δεν το είπε. Ούτε να τους μετρήσει την είδανε. Κοντά στην πόρτα της τάξης στεκόταν σκυφτή, σαν να ψαχούλευε κάτι. «Μα τι κάνει η κυρία εκεί;» ρώτησε παραξενεμένος ο Μάνος που δεν καλόβλεπε, τα περισσότερα παιδιά ήταν όρθια ακόμα. «Πασαλείψαμε το χερούλι με γλυκόζη», χασκογέλασε από δίπλα ο πειραχτήρης, «για να κολλήσουν τα χέρια της να γελάσουμε!» Δε γελάσανε. Καθίσανε τελικά στα θρανία τους και δε μιλούσε κανείς. Βλέπανε τη δασκάλα τους τώρα όλοι βουβοί, σαστισμένοι. Είχε σκύψει κι έγλειφε με λαχτάρα μια το χερούλι της πόρτας, μια την παλάμη της… ‘Υστερα γύρισε και τους κοίταξε με παράπονο. Στα μάγουλά της έτρεχαν δάκρυα. «Μην τη σπαταλάτε τη γλυκόζη, χρυσά μου, για τ’ όνομα του Θεού!», είπε ξέπνοα. «Σας τη δώσαμε όλη, ούτε μια σταγονίτσα δεν κρατήσαμε εμείς οι δάσκαλοι, για να τη φάτε να δυναμώσετε εσείς τα παιδιά. Μην τη σπαταλάτε, σας παρακαλώ, είναι κρίμα! Είν’ αμαρτία!» Την πήραν πάλι τα δάκρυα. Κι έκλαιγε, έκλαιγε… Μαζευτήκαν όλοι τριγύρω της. Μονάχα ο πειραχτήρης έμεινε στο θρανίο του με το κεφάλι κατεβασμένο. Οι άλλοι σπρώχνονταν ποιος πρώτα να την αγκαλιάσει, ποιος να της πρωτοπεί «από το δικό μου, από το δικό μου, κυρία, να πάρετε λίγο!» Ούτ’ ένα τενεκεδάκι δεν άγγιξε η δασκάλα. Μόνο έκλαιγε, έκλαιγε… » Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο «Ο καιρός της σοκολάτας» (2012) της Λότης Πέτροβιτς. Εκδόσεις Πατάκη   Πηγή φωτογραφιών: Βούλα Παπαϊωάνου, μουσείο Μπενάκη...