Πέμπτη 4 Μαΐου 2017

Η Αγία μεγαλομάρτυς Ειρήνη



site analysis




Την εποχή που βασίλευε ο Μέγας Κωνσταντίνος (306-337 μ.Χ.), ζούσε στην πόλη Μαγεδών της
Περσίας ο Λικίνιος που ήταν ηγεμόνας μιας επαρχίας και η γυναίκα του που λεγόταν Λικινία. Αυτοί ήταν οπαδοί μίας περσικής θρη­σκείας του Ζωροάστρη. Κάποτε απέκτησαν μία χαριτωμένη κορούλα που την ονόμασαν Πηνελόπη κι όσο αυτή μεγάλωνε, τόσο πιο πολύ ξεχώριζε η εξωτερική της ομορφιά αλλά και το χάρισμα της ευστροφίας που διέθετε. Έτσι οι γονείς της, έκτος από τις περιποιή­σεις και τα υλικά αγαθά που της προσέφεραν πλουσιοπάροχα, για να την κάνουν ευτυχι­σμένη, ανέθεσαν και τη μόρφωση της σε έναν σοφό δάσκαλο, τον Απελλιανό. Εκείνος, ανέλαβε τη διαπαιδαγώγηση της Πηνελόπης με μεγάλο ενδιαφέρον και με χαρά έβλεπε την πρόοδό της, στα μαθήματα που της έκανε. Πολλές φορές, συζητώντας μαζί της, καταλάβαινε πως η νεαρή κόρη με τα προτερήματα που είχε και με το χαρακτήρα της, τον βοηθούσε να γίνει περισσότερο σοφός.
Όταν ο καιρός ήταν καλός, η Πηνελόπη περνούσε τις μέρες της με τους γονείς της και τον δάσκαλό της, στον εξοχικό τους πύργο, που ήταν πε­ριτριγυρισμένος από κήπους με ανθισμένα δέντρα και λουλούδια. Μέσα στο αρχοντικό, όλα τα έπιπλα ήταν φτιαγμένα από χρυσάφι, ενώ πολλές δούλες υπηρετούσαν τα αφεντι­κά τους και τις ανάγκες της έπαυλης. Μία όμως από αυτές, διέφερε από τις άλλες γιατί ήταν πρόθυμη και υπάκουη κι έτσι, πολύ γρή­γορα απέκτησε την εκτίμηση του άρχοντα και της γυναίκας του, χωρίς να γνωρίζουν βέβαια ότι ήταν Χριστιανή. Η Πηνελόπη ξεχώρισε τις σπάνιες αρετές της υπηρέτριας και γι' αυτό της άρεζε να κάνει παρέα μαζί της. Στον ελεύθερο χρόνο της συζητούσε με τη Χρι­στιανή δούλη και με ενδιαφέρον προσπα­θούσε να ανακαλύψει το μυστικό της που την έκανε τόσο διαφορετική από τις άλλες υπη­ρέτριες.

Ένα βράδυ, η κόρη του άρχοντα καθώς κοιμόταν, είδε στο όνειρό της ένα λευκό περιστέρι που κρατούσε στο ράμφος του ένα κλαδί ελιάς και το άφησε πάνω στο χρυσό τραπέζι του πύργου. Έπειτα εμφανίστηκε ένας αετός που κρατούσε ένα στεφάνι από λουλούδια και στο τέλος παρουσιάστηκε ένα κοράκι που άφησε από το ράμφος του ένα σκοτωμένο φί­δι. Η Πηνελόπη ξύπνησε τρομαγμένη αλλά όταν ξανακοιμήθηκε, είδε έναν Άγγελο Κυ­ρίου που της είπε:
-Ο αληθινός Θεός σε καλεί να τον ακολουθήσεις. Σε αυτό θα σε βοηθήσει η αγαπη­μένη σου Χριστιανή υπηρέτρια.
Το πρωί η Πηνελόπη ζήτησε από τον δά­σκαλο της, να της εξηγήσει το παράξενο αλλά θεϊκό όνειρο που είδε κι εκείνος της είπε:
-Το περιστέρι συμβολίζει την αγνή ψυχή σου, ο αετός προμηνύει νίκη και δόξα, αλλά το κοράκι σημαίνει ότι στη ζωή σου θα υπο­φέρεις και θα δοκιμαστείς πολύ!

Τότε η νεαρή κόρη πήγε στην υπηρέτρια και της είπε:
-Είσαι Χριστιανή και μου το δια­βεβαίωσε Άγγελος από τον ουρανό, γι' αυτό θέλω να μου μιλήσεις για τον Θεό σου!
Η υπηρέτρια ζήτησε συγγνώμη από την αρχοντοπούλα που της το είχε κρατήσει μυ­στικό και από τότε άρχισε να της μιλά για τη ζωή του Χριστού και για το κήρυγμα Του στη γη. Αργότερα η Πηνελόπη θέλησε να βαπτι­στεί, γι' αυτό κάποιο βράδυ, ένας Χριστιανός ιερέας μπήκε κρυφά στον πύργο και βάπτισε την Αγία, δίνοντας της το όνομα Ειρήνη. Αμέσως η κόρη του ηγεμόνα ομολόγησε τη Χριστιανική Πίστη στους γονείς της και παρ' όλο που εκείνοι προσπάθησαν να τη μεταπεί­σουν, η Ειρήνη τους μίλησε με σύνεση και τους είπε πώς πρέπει να υπακούμε πρώτα στον Θεό κι έπειτα στους ανθρώπους. Έτσι κι εκείνη θα υπάκουε στις γεμάτες αγάπη, εντολές του Θεού και όχι στις εγωιστικές δια­ταγές των ανθρώπων.
Σύντομα μαθεύτηκε στην πόλη ότι  η κόρη του ηγεμόνα έγινε Χριστιανή. Τότε πήγαν οι Πέρσες ιε­ρείς στον Λικίνιο και τον έπεισαν να δικάσει την Ειρήνη. Ο πατέρας της Αγίας μάταια δο­κίμασε να την καλοπιάσει, ούτε κατόρθωσε να την τρομάξει με διάφορες απειλές. Γι' αυτό θύμωσε τόσο πολύ που διέταξε να δέ­σουν τη κόρη του και να την βάλουν ανάμεσα σε αφηνιασμένα άλογα, για να την καταπατήσουν και να την θανατώσουν με κλωτσιές. Όμως συνέβη κάτι φοβερό! Ένα αγριεμένο άλογο, όρμησε ξαφνικά πάνω στον ηγεμόνα, τον κλώτσησε με δύναμη και τον σκότωσε. Τότε έβγαλε ανθρώπινη φωνή και είπε:

Ο λαός που παρακολουθούσε το μαρτύ­ριο της Αγίας, θαύμασε για το ανεξήγητο εκείνο γεγονός και πολλοί από εκείνους πί­στεψαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν, αλλά οι άπιστοι Ιερείς νόμιζαν πως η Αγία έκανε μαγικά και τη μίσησαν ακόμη πιο πολύ.

Όταν η Ειρήνη είδε ότι σκοτώθηκε ο πατέρας της, έτρεξε δίπλα του και ξεχνώντας το κακό που θα της έκανε εκείνος πριν από λίγο, γονάτισε μεγαλόψυχα κι άρχισε να προσεύχεται με δάκρυα στον Θεό. Αμέσως έγινε θαύμα και ο άρχο­ντας Λικίνιος που βρισκόταν ξαπλωμένος στο χώμα, αναστήθηκε και σηκώθηκε όρθιος. Μό­λις κατάλαβε τι είχε συμβεί, ζήτησε μετανοη­μένος συγχώρεση από την κόρη του και απο­φάσισε να βαπτιστεί και να γίνει Χριστιανός μαζί με τη γυναίκα του και τον δάσκαλο Απελλιανό. Έπειτα, παραιτήθηκε από το υψηλό αξίωμά του κι έζησαν ενάρετα στον εξοχικό τους πύργο, κάνοντας ελεημοσύνες, προσευχές, νηστείες και άλλα χριστιανικά έργα. Μαζί με αυτούς, πλήθος κόσμου που είδε το θαύμα, δόξαζε τον αληθινό Θεό και εγκατέλειπε τις ψεύτικες θρησκείες που λα­τρεύονταν μέχρι τότε.

Αργότερα, ηγεμόνας της πόλης έγινε ο Σεδεκίας ο οποίος, όταν έμαθε πως η Ειρήνη ήταν Χρι­στιανή, διέταξε να τη συλλάβουν και να τη φυλακίσουν σε ένα βαθύ λάκκο, όπου μέσα ζούσαν δηλητηριώδη φίδια. Ύστερα από δεκατέσσερις μέρες, ο άρχοντας με πλήθος κό­σμου, πήγαν να παραλάβουν το πτώμα της νεαρής Αγίας αλλά με έκπληξη διαπίστωσαν πως εκείνη ζούσε και τα ερπετά τη σεβόταν και δε την άγγιζαν. Τότε ο Σεδεκίας διέταξε να τη δέσουν σε έναν τροχό με αιχμηρά μα­χαίρια, ο όποιος γύριζε με τη δύναμη ενός ορμητικού χειμάρρου. Όμως μέχρι να τη δέ­σουν, το νερό σταμάτησε και ο τροχός δε γύ­ριζε πια! Εξοργισμένος ο ηγεμόνας, έδωσε εντολή να πριονίσουν τα πόδια της Ειρήνης. Η Αγία υπέμενε το φρικτό βασανιστήριο και γι' αυτό ο Θεός την ενθάρρυνε κάνοντας ακό­μη ένα θαύμα. Μόλις οι δήμιοι τελείωσαν την αποτρόπαια πράξη τους, εκείνη θεραπεύτη­κε εντελώς και όλοι κοιτούσαν άφωνοι, μη μπορώντας να εξηγήσουν ποια δύναμη προ­στάτευε τη Χριστιανή μεγαλομάρτυρα.

Διάδοχος του Σεδεκία ήταν ο γιος του, ο Σαβώρ, ο οποίος έστειλε τον στρατό του να πολεμήσει τους πολιτικούς εχθρούς του. Λίγο πιο έξω από την πόλη, οι απάνθρωποι στρατιώτες συνάντησαν την Αγία και αφού της έμπηξαν καρφιά στις φτέρνες, της φόρτωσαν στην πλάτη ένα βαρύ τσουβάλι με άμμο και τη διέ­ταξαν να το μεταφέρει ως τον βασιλιά. Αλλά την ίδια στιγμή, έγινε σεισμός, η γη άνοιξε στα δύο και πολλοί άπιστοι στρατιώτες έπε­σαν στο γκρεμό και σκοτώθηκαν, ενώ πολύ σύντομα πέθανε κι ο βασιλιάς. Η Αγία ελεύ­θερη πια, κήρυξε το λόγο του Θεού στον λαό κι έκανε πολλά θαύματα, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι Χριστιανοί της Περσίας.
Έπειτα η μάρτυς ταξίδεψε σε διάφορα μέρη και σε ξένους τόπους, διδάσκοντας την Χριστιανική Πί­στη, μέχρι που έφτασε στην πόλη Καλλίνικο, όπου βασίλευε ο άρχοντας Νουμεριανός. Αυτός, όταν άκουσε το Χριστιανικό κήρυγμα της Ειρήνης, διέταξε να την πιάσουν και αφού τη γυμνώσουν, να τη ρίξουν μέσα σε ένα πυρακτωμένο καμίνι που είχε σχήμα βο­διού. Μα η Αγία δεν έπαθε τίποτα και τότε την έβαλαν ξανά σε δεύτερο καμίνι για να την κάψουν ζωντανή. Ο Θεός προστάτεψε και πάλι τη μάρτυρα κι εκείνη αντί να καίγεται και να υποφέρει από τις καυτές φλόγες γύρω της, δόξαζε χαρούμενη τον Θεό. Τότε την έριξαν σε τρίτο καμίνι αλλά εκείνο έσπασε από την πολύ ζέστη, ενώ η Ειρήνη βγήκε ζω­ντανή, κάνοντας πολλούς ανθρώπους που παρευρίσκονταν εκεί, να πιστέψουν στη δύ­ναμη του Χριστού.
Η φήμη της Αγίας έφτασε μέχρι και στον βασιλιά της Περσίας, τον Σαβώριο. Εκείνος την κάλε­σε κοντά του και αφού διαπίστωσε πως δεν μπορούσε να την πείσει να προσκυνήσει τα είδωλα, διέταξε να την αποκεφαλίσουν και να την κλείσουν σ' έναν τάφο. Όμως Άγγελος Κυρίου ανέστησε την μάρτυρα και μόλις ο βασιλιάς την αντίκρυσε ζωντανή, πίστεψε κι εκείνος στον Χριστό. Μετά από αυτά η Ειρή­νη περιόδευσε σε αρκετές πόλεις, διδάσκο­ντας το θέλημα του Θεού και με τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος έκανε θαύματα, ενι­σχύοντας την πίστη των Χριστιανών, οι όποιοι την αποκαλούσαν Ισαπόστολο. Ύστερα από μία μαρτυρική και πολυβασανισμένη ζωή, η Αγία αισθάνθηκε πως πλησίαζε το τέλος της. Έτσι, προετοιμάστηκε και πέθανε ειρηνικά, ευχαριστώντας τον Θεό που την αξίωσε να υποφέρει τόσα πολλά για τη δόξα Του. Η μνήμη της Αγίας μεγαλομάρτυρος Ειρήνης, εορτάζεται από την Εκκλησία μας στις 5 Μαΐου.
Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΑΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ
ΤΕΥΧΟΣ 7
ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"

Εκείνη που δεν πήγε να πάρει φως... ~ πρωτοπρ. Στεφάνου Αναγνωστόπουλου



site analysis



Εκείνη που δεν πήγε να πάρει φως

Πρωτοπρ. Στεφάνου Αναγνωστόπουλου


Από τις προσωπικές σημειώσεις του π. Στεφάνου Αναγνωστόπουλου παραθέτουμε ένα εξαίσιο γεγονός της Χάριτος, το οποίο συνέβη κάποτε στη μακαριστή οσία Γερόντισσα Μακρίνα (Βασσοπούλου· 1921–1995), από το Μοναστήρι της Παναγίας της Οδηγήτριας, στην Πορταριά του Βόλου, μια νύχτα της Αναστάσεως, πριν από πάρα πολλά χρόνια, στα μαύρα και χαλεπά χρόνια της Κατοχής. Τι ακριβώς συνέβη; Ο λόγος ανήκει στον π. Στέφανο:

«Η ίδια ήταν ακόμη λαϊκή την εποχή εκείνη και, λόγω της μεγάλης στέρησης που υπήρχε σε τρόφιμα, μόλις και μετά βίας εξοικονομούσε μια φετούλα ψωμάκι για όλη τη μέρα. Αυτό και τίποτε άλλο! Έτσι, έφτασε και η Μεγάλη Εβδομάδα. Το δε Μεγάλο Σάββατο η κατάστασή της ήταν δραματική...

Το βράδυ πήγε στην εκκλησία και κάθισε σε μια γωνιά, κάνοντας συνέχεια κομποσχοίνι και λέγοντας το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!»...

Όλοι οι χριστιανοί που άρχισαν να καταφθάνουν στην εκκλησία κρατούσαν και από ένα κερί, άλλος μικρό και άλλος μεγάλο. Και στο «Δεύτε λάβετε φως…» εκείνη δεν πήγε να πάρει φως, γιατί δεν είχε ούτε το πιο μικρό κεράκι.

–Εσύ, Χριστέ μου, έλεγε μέσα της, αποφάσισες να μην κρατάω ούτε μια μικρή λαμπαδίτσα… Νά ’ναι ευλογημένο!...

Και μέσα στην προσευχή της εξέφραζε την αγωνία της και κάποια μικρά παράπονα στον Χριστό για τις στερήσεις, για την πείνα που τη θέριζε, για τη λαμπάδα που δεν είχε, ενώ συγχρόνως με δάκρυα στα μάτια έλεγε συνεχώς την Ευχή, το: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!» και το «Να ’ναι ευλογημένο!»...

Εν τω μεταξύ, είχε ήδη ειπωθεί το «Χριστός Ανέστη!» και άρχισε η αναστάσιμη ακολουθία του Όρθρου... 

Στη μέση της ακολουθίας λιποθύμησε από την εξάντληση εξαιτίας της πείνας τόσων ημερών, χωρίς όμως να γίνει αντιληπτή από τους γύρω χριστιανούς. Συνήλθε στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα της θείας Πασχαλινής Λειτουργίας: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν καί Θεός ἦν ὁ Λόγος» (Ιωάν. 1, 1).

Τότε, λες και άκουγε από το στόμα του Λειτουργού ιερέως και Πνευματικού της χίλια ουράνια ραδιόφωνα να διαλαλούν αυτή την αλήθεια της Ορθοδόξου Πίστεως, που είναι και ο θρίαμβός της.Αυτά τα λόγια χαράχτηκαν βαθειά μέσα στη ψυχή της, την κατέλαβαν ολόκληρη ψυχοσωματικά και της δημιούργησαν έναν πρωτόγνωρο αξιοθαύμαστο χορτασμό στην καρδιά, στις αισθήσεις και στο σώμα, χορτασμό που αδυνατούσε να τον περιγράψει με λόγια. Ήταν χορτάτη και στη ψυχή και στο σώμα, χορτάτη!...

Και, σύμφωνα με την ομολογία της, άρχισε να αισθάνεται πληρότητα στη ψυχή της, ταυτόχρονα με τούτο τον υπερουράνιο χορτασμό, έχοντας μέσα της μια υπερκόσμια ευωδία και άρρητη γεύση. Σαν να είχε γευθεί τα γλυκύτερα μέλια και όλα τα γλυκά αυτού του κόσμου...


Η ακατάπαυστη αυτή γλυκύτητα και ο πνευματικός αυτός χορτασμός αισθάνθηκε να καταπλημμυρίζουν όλα τα κύτταρα του σώματός της και όλες οι αισθήσεις της ψυχής της να πληρούνται από ουράνιο πλούτο... 

Η καρδιά της νόμιζε ότι θα σπάσει από την πολλή ευτυχία που απολάμβανε, διότι ενώ εκείνη δοξολογούσε τον Θεό με την διπλή Ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!» και με το «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς!», ταυτόχρονα μέσα στην καρδιά της έψαλλε όχι μόνο με το επίγειο πλήθος των χριστιανών, αλλά και μαζί με πλήθος χορών αγίων Αγγέλων το «Χριστός Ανέστη!»...

Γι’ αυτό μετά τη θεία Κοινωνία και πριν τελειώσει η Αναστάσιμη Λειτουργία, έφυγε αμέσως πολύ γρήγορα για το σπίτι της, για να μη χάσει αυτό το ουράνιο μεγαλείο που βίωνε ψυχοσωματικά με τόση μεγαλοπρέπεια...

Κι εκεί πάλι δεν ήθελε να φάει αυτό που τόσο φτωχά της είχε ετοιμάσει η ξαδέλφη της. 

Τίποτε, μα τίποτε, ούτε μια σταγόνα νερό δεν ήθελε!...

Και μου έλεγε:

–Πάτερ Στέφανε, τα χείλη μου δεν μπορούσαν να εξιχνιάσουν την ουράνια γεύση που αισθάνονταν και ήταν –πώς να το πω;– σαν να γεύονταν χίλια μέλια της Χάριτος!...»

Αλλά, ας ακούσουμε πώς μας αφηγείται αυτοπροσώπως τούτο το γεγονός του παράδοξου χορτασμού από την επίσκεψη της θείας Χάριτος, η ίδια η οσία Γερόντισσα Μακρίνα:

«Θα σας πω κάτι που μου συνέβη τότε στην πείνα, στην Κατοχή. Είχα ένα χρέος, που έπρεπε να το δώσω. Είχα εντολή να το εξοφλήσω μέχρι το Πάσχα. Και έκανα μεγάλη οικονομία, για να κλείσω το χρέος. Έτρωγα όλη την Μεγάλη Εβδομάδα λίγο ψωμάκι, πενήντα δράμια ψωμί, που κι αυτό ακόμη δεν μπορούσα να το αγοράσω· έβρεχα το ψωμί μου μέσα στο νερό και το έτρωγα, δεν είχα τίποτε άλλο. Θέλω να σας πω τι κάνει ο Θεός στη στέρηση, στην ανέχεια τη μεγάλη και πώς βοηθάει. Όχι ότι είχα αξία, αλλά με γλύκανε, για να μου δείξει πόσο Δυνατός είναι και πόσο πρέπει να Τον λατρεύουμε...


Ήλθε το Μέγα Σάββατο και πήγα στις οκτώ το βράδυ στην εκκλησία, γιατί ο πνευματικός μας διάβαζε από νωρίς τις “Πράξεις των Αποστόλων”. Όπως γίνεται και στο Άγιον Όρος. Και κάθισα σε μια γωνιά και τραβούσα κομποσχοινάκι. Όλοι κρατούσαν λαμπάδες, εγώ δεν είχα τίποτε, ούτε ένα κεράκι, τίποτε!... 

Τώρα πώς να πήγαινα στο “Δεύτε λάβετε φως”, αφού δεν είχα κερί. Είπα με το νου μου: “Αφού θέλεις, Χριστέ μου, να μην έχω μια λαμπαδούλα να πάρω το άγιο φως, να ’ναι ευλογημένο το θέλημά Σου!”... 

Έλεγα λόγια στον Χριστό, έλεγα παράπονα, έλεγα τον πόνο μου. Θυμήθηκα και τους ασκητάδες και σκεφτόμουν: “Πώς οι ασκητάδες στην έρημο δεν έχουν ψωμάκι, δεν έχουν φαγάκι κι εκείνους ο Θεός τούς φροντίζει, άρα τι στενοχωριέμαι; Κι εμένα ο Θεός θα με φροντίσει. Άμα θελήσει ο Θεός, θα στείλει ανθρώπους να μου φέρουν κι εμένα κάτι, θα φωτίσει να μου φέρουν και μια λαμπαδούλα”.

Είδα λοιπόν μια γυναίκα να έρχεται και να μου λέει:

–Δεν έχεις λαμπάδα;

–Όχι, δεν έχω! της απάντησα.

–Τέτοια μέρα δεν έχεις λαμπάδα; Αναστάσιμη μέρα και να μην έχεις λαμπάδα; Απόρησε η γυναίκα.

–Άμα θέλεις, φέρε μου απ’ το παγκάρι μια λαμπάδα κι εγώ θα σου τα δώσω τα χρήματα. Τώρα δεν έχω, την άλλη εβδομάδα θα σ’ τα δώσω, της είπα.

–Σώπα, παιδάκι μου, που θα μου την πληρώσεις! Θα σου πάρω εγώ μια λαμπαδούλα.

Πήγε και μού ’φερε μια λαμπαδούλα και μ’ έπιασε το παράπονο. Συλλογιζόμουν: “Ας πάω με τους ερημίτες, θα συνεορτάσω εκεί πέρα που είναι μακριά οι εκκλησίες τους, που δεν έχουν κανέναν να τους πάει τίποτε”. Τότε είχε τυπικό ο Πνευματικός μας μετά την Ανάσταση, μόλις μπαίναμε μέσα, να προσκυνάμε την εικόνα της Αναστάσεως. 

Μόλις προσκύνησα, μου φάνηκε ότι η αγία Ανάσταση ήρθε μέσα στην καρδιά μου και την κατάπια και άκουσα μια φωνή, σαν να είχαν ανοίξει όλα τα ραδιόφωνα του κόσμου, που έλεγε: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν καί Θεός ἦν ὁ Λόγος»

Άκουγα μέσα μου το Πασχαλινό Ευαγγέλιο, χωρίς να το λέει ο παπάς, και λιποθύμησα· δεν κατάλαβα τίποτε, ούτε πώς με σήκωσαν, τίποτε.

Όταν συνήλθα, αυτός ο λόγος ήταν μέσα στα αυτιά μου και μέσα στην καρδιά μου· και μου ήρθε ένας χορτασμός, σαν να είχα φάει αυγά και τυριά, τα κρέατα όλου του κόσμου και αισθανόμουν σαν να μη βρισκόμουν στην εκκλησία. Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν λιποθυμισμένη· πήγαν να με συνεφέρουν, αλλά εμένα αυτά τα λόγια είχαν τυπωθεί μέσα στη ψυχή μου. Άκουγα αυτή την ωραία φωνή σ’ όλη την Πασχαλινή Ακολουθία κι αυτά τα λόγια μού φέρνανε έναν χορτασμό. Πώς τρως κατά κόρον και δεν μπορείς μετά να σταθείς, έτσι ακριβώς αισθανόμουν!...

Κι ύστερα μου ήρθε ο λογισμός: “Να, και οι Πατέρες στην έρημο, που δεν τρώνε, που δεν γεύονται τίποτε, αυτόν τον χορτασμό αισθάνονται!”. Έτσι μια φωνή μου το ’λεγε αυτό το πράγμα και δεν μπορώ να σας περιγράψω, τι άρρητα ρήματα γλύκαιναν μέσα τη ψυχή μου και αισθανόμουν άρρητη ευωδία και άρρητη γεύση, σαν να είχα φάει του κόσμου τα μέλια, του κόσμου τα γλυκά! Κι ενώ τη Μεγάλη Εβδομάδα είχα εξαντληθεί από την αφαγιά και τη στέρηση, μετά έλαβα δυνάμεις. Πώς αισθάνεται ένας πολύ δυνατός άνθρωπος;»

Ύστερα, λοιπόν, έλαβα ισχυρές δυνάμεις και την ώρα που είπε ο Πνευματικός μου «Χριστός Ανέστη!» ήρθε και απλώθηκε πιο πολύ αυτός ο πλούτος μέσα στη ψυχή μου. Όταν κοινώνησα, συμπληρώθηκε αυτός ο κορεσμός και ούτε να φάω ούτε να πιω ήθελα...


Και παίρνω ένα δρόμο και πηγαίνω στο σπίτι, για να μη χάσω αυτό το μεγαλείο. Πήγα σπίτι. Δεν ήθελα να φάω, μα τίποτε, τίποτε! Ούτε νεράκι ούτε ψωμί, τίποτε δεν ήθελα. Με φώναξε η ξαδέλφη μου, που ήταν απέναντι από το σπίτι μου, να πάω να φάω πατσά. Εγώ πού να πω ότι “είχα φάει”; Δεν είπα τίποτε. Πήγα να φάω, ούτε η πρώτη κουταλιά δεν κατέβαινε... 

Το μεσημέρι με είχε καλέσει για φαγητό η κουμπάρα μου, που της είχα βαπτίσει δυο παιδάκια. Ήταν πολύ πλούσια αυτή. Μέχρι το μεσημέρι, δεν είχα φάει τίποτε και σκεφτόμουν “πώς θα πάω σ’ αυτό το σπίτι τώρα;”. Ήταν πνευματικός κόσμος και ντρεπόμουν, γιατί θα με ρωτούσαν το ένα, το άλλο, και δεν ήθελα να καταλάβουν την πνευματική αυτή κατάσταση που μου έδωσε ο Θεός.

Λέω λοιπόν: “Τι κάνει ο Θεός!”.... Αισθανόμουν τη μεγαλοσύνη του Θεού και θαύμαζα πόσο πλουτίζει τον άνθρωπο! Γι’ αυτό, είναι αλήθεια αυτό που λέει στο Ευαγγέλιο ότι, δεν ζουν οι άνθρωποι μόνο με την τροφή, αλλά με τη Χάρη του Θεού (πρβλ. Δευτ. 8, 3 και Ματθ. 4, 4). Εις δόξαν Χριστού σάς το λέω, αισθάνθηκα τη Χάρη του Χριστού, λόγω της πείνας και της κακομοιριάς που είχα και της στέρησης. Μου έδωσε να καταλάβω, ο Θεός, τι δίνει στη στέρηση επάνω. Η εγκράτεια και η προσευχή πόσο καλό κάνουν στον άνθρωπο!... 

Όταν αφήσει κανείς τον εαυτό του στον Θεό ολοκληρωτικά, ο Θεός τον ταΐζει, ο Θεός τον ποτίζει, γεύεται τον Θεό· και όλα αυτά τα μεγαλεία τα αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου, τα δίνει δωρεάν ο Θεός. Δεν μας στερεί τίποτε... 

Εμείς δεν πλησιάζουμε τον Χριστό μας, για να μας δώσει αυτό το ουράνιο μεγαλείο, να το γευόμαστε, να το σκεφτόμαστε και να Τον αγαπάμε. Εκείνος μας καλεί συνέχεια, να μας δώσει το ένα, να μας δώσει το άλλο, ό,τι έχει να μας χαρίσει. 

Άμα δούμε τι μας έχει ετοιμάσει στον ουρανό, θα φρίξουμε. Δεν μπορεί να τα συλλάβει η διάνοια του ανθρώπου τα κάλλη του Παραδείσου. Είναι τρομερά, είναι φοβερά, τόσο όμορφα είναι και τόση αγαλλίαση αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου!... 

Θέλει να ’χουμε αγάπη, να αγαπήσουμε τον Θεό. Αν Τον αγαπήσουμε, θα μας τα δώσει όλα δωρεάν. Μόνο να δώσουμε την καρδιά μας σ’ Εκείνον. “Να ’ναι ευλογημένο!” και“Ευλόγησον!” αυτά χρειάζονται, για να βρει κανείς τη ψυχή του στον Θεό»...

(1) «Λόγια Καρδιάς» Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου (1921-1925)

Μέρος 1ο, Κεφ. 1ο, §4, σελ. 44–45· Μέρος 2ο, Λόγος 35ος, σελ. 333–337,

Έκδοση Ιεράς Μονής Παναγίας Οδηγητρίας, Πορταριά Βόλου, 2013.


(2) Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Κ. Αναγνωστόπουλου: «Η Ευχή μέσα στον κόσμο»,

κεφ. 7ο, σελ. 258–260, Πειραιάς, Οκτώβριος 20165.


Η Αγία Πελαγία της Ταρσού



site analysis


4 Μαΐου 2017


Του Αρχιμ. Νικοδήμου Παυλόπουλου, Καθηγουμένου Ι. Μ. Αγίου Ιγνατίου – Λειμώνος Λέσβου, Από Το Βιβλίο Του «Εορτοδρόμιον»
Σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί, η αγία μας Εκκλησία μέσα στη χαρμόσυνη ατμόσφαιρα της ζωηφόρου του Κυρίου Αναστάσεως πανηγυρίζει και τη γενέθλια ήμερα της ενδόξου και καλλιπαρθένου μάρτυρος Πελαγίας.
Γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας, εκεί οπού και ο «πρώτος μετά τον ένα», ο Απόστολος των εθνών άγιος Παύλος, όχι όμως από γονείς Ιουδαίους στο θρήσκευμα όπως εκείνος, αλλά από ειδωλολάτρες και σκληρούς γονείς.
Όλη της η οικογένεια μετοίκησε και ήλθε και εγκαταστάθηκε στη νέα Βαβυλώνα, στην πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους, τη Ρώμη. Αυτοκράτορας τότε ήταν ο Διοκλητιανός, ο σκληρός και ωμός τύραννος των χριστιανών.
Η ωραιότητα της Πελαγίας ήταν τόσον εντυπωσιακή ώστε παρουσιάστηκε μνηστήρας της ο γυιός του Αυτοκράτορα και εκείνη βέβαια το εθεώρησε τιμή της να γίνη σύζυγος του πρίγκιπα, και ανταποκρίθηκε στην τιμητική πρότασι του μνηστήρα. Άλλα η Πελαγία προοριζόταν από τη θεία πρόνοια να γίνη νύμφη όχι ειδωλολάτρη πρίγκιπα, αλλά του μεγάλου Βασιλέα Κυρίου Ιησού, του «ωραίου κάλλει παρά πάντας βροτούς» νυμφίου Χριστού.
Και να πώς.
Ο επίσκοπος της Ρώμης Λινός εκατηχούσε πολλούς ειδωλολάτρες και τους εβάπτιζε χριστιανούς. Είχε καταστή γνωστός σ’ όλους τους ειδωλολατρικούς κύκλους σαν περίφημος κατηχητής και υποδειγματικός Επίσκοπος των χριστιανών. Ήταν γνωστή η δράσι του και στην Πελαγία και την εντυπωσίαζε μάλιστα.
Γι’ αυτό και είδε ένα όνειρο πολύ διδακτικό και σημαδιακό. Είδε στον ύπνο της τον επίσκοπο Λίνο να την παρακαλή να δεχθή να την βάπτιση χριστιανή. Και όταν εξύπνησε και θυμήθηκε το όνειρο, το εμελέτησε, το ενεβάθυνε και — με το θειο φωτισμό βέβαια — έβγαλε το συμπέρασμα ότι αναγκαίο ήταν και γι’ αυτήν σωτήριο να ασπασθή το χριστιανισμό και να βαπτισθή χριστιανή.
Όθεν πήρε την απόφασι και την εβαλεν αμέσως σε έργο. Πήρε άδεια από τη μητέρα της για να επισκεφθή την παραμάνα της και έτσι βρήκε την ευκαιρία και επισκέφθηκε τον άγιον επίσκοπο της Ρώμης Λίνο. Του εξέθεσε όλα τα μυστικά του εαυτού της και τα σχετικά με τη μνηστεία της και προπάντων το όνειρο της και του αποκάλυψε την επιθυμία της να πολιτογραφηθή μέσα στο σωτηριώδη χριστιανισμό.
Ο Επίσκοπος χάρηκε σαν τους αγγέλους στον ουρανό. Την εκατήχησε λοιπόν και με βαθειά ευγνωμοσύνη προς τον Άγιο Θεό την εβάπτισε στο όνομα της αγίας Τριάδος και της εφόρεσε τον λευκό και φωτεινό του βαπτίσματος χιτώνα, ενώ εκείνη η αρχόντισσα εχάρισε στον άγιο τα πολύτιμα της φορέματα για να τα εκποίηση και να τα προσφέρη στους πτωχούς. Έτσι με τα βαφτιστικά της πήγε στην παραμάνα της.
Άλλα εκείνη δεν την δέχτηκε. Φαντάζεσθε λοιπόν την κατάπληξι της μητέρας της, άλλα και τη θλίψι της όταν την είδε με το ένδυμα νεοφώτιστων χριστιανών
Δεν χρειαζόταν καθώς καταλαβαίνετε να εξιστόρηση η αγνή της και πανέμορφη κόρη τα της προσχωρήσεως της στο Χριστό, γιατί το ένδυμα της και μόνο το φτωχό και ταπεινό μαρτυρούσε την ηρωικήν απόφασί της και το τετελεσμένο γεγονός.
Μάταια επροσπάθησεν η μητέρα της να την πείση να πετάξη τα φορέματα της νεοφώτιστης και να ντυθή άλλα λαμπρά φορέματα αντάξια μιας μνηστής του πρίγκιπα, του γιού του Διοκλητιανού, γιατί η αγνή κόρη Πελαγία είχε πάρει αμετάκλητη, την απόφασί να γίνη νύμφη του ουράνιου νυμφίου της ψυχής της Κυρίου δε ημών. Γι’ αυτό και αναγκάστηκεν η μητέρα της να καταφυγή στή βοήθεια και την επιρροή, που επίστευεν ότι θα ασκούσε επάνω της ο μνηστήρας της.
Άλλα μάταια και εκείνος επροσπάθησε να την απόσπαση από την παράταξι των χριστιανών και όταν διαπίστωσεν ότι καθόλου δεν την συγκινούσεν η παρουσία του ούτε και το μέλλον τους το ρόδινο και ευοίωνο, απογοητευμένος και καταρρακωμένος αυτοχειριάστηκε και έδωσε στον εαυτό του τέλος άδοξο και οικτρό.
Και βέβαια όλη αυτή η υπόθεσι ως εκ της αυτοκτονίας του πρίγκιπα, έγινε λεπτομερέστατα γνωστή στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό ο όποιος και τόσον ωργίστηκε και προσβάλθηκεν ώστε με τα χέρια του έπιασε την αγία και την εμαντράκωσε μέσα σε ένα βόδι χάλκινο και πυρακτωμένο οπού και σαν τον αγίον Αντίππα τον πρώτο επίσκοπο της Περγάμου ηρωικά ετελείωσε τη ζωή της και έλαβε το στέφανο το μαρτυρικό.
Ακούσατε, αδελφοί μου αγαπητοί, αγάπη στο Χριστό; Και όμως πόσες και πόσες κοπέλλες δεν περιφρονούν και γονείς και θρησκεία και πατρίδα για να πάρουν έναν αλλόθρησκο! και αντί να θυσιάσουν το μνηστήρα τους προς χάρι του Χριστού θυσιάζουν το Νυμφίο Χριστό προς χάριν φθαρτού μνηστήρα, μάλιστα δε αντίχριστου και αμαρτωλού.
Η αγία Πελαγία όμως «τον ωραιότατον Νυμφίον Χριστόν αγαπήσασα» απέφυγε την αγάπη του ειδωλολάτρη μνηστήρα της.
Και εσείς λοιπόν όσες υπάρχει κίνδυνος να χάσετε ή να αλλάξετε την πίστι σας από ένα μνηστήρα αλλόθρησκο, μη, σας παρακαλώ, μη, προτιμήσετε τον μνηστήρα από το Χριστό, εάν πάλι βλέπετε ότι θα φωτίσετε τον αλλόπιστο μνηστήρα σας τότε προχωρήσετε στο έργο σας το Ιεραποστολικό για να πλανύνετε την εξουσία και το κράτος του αναστάντος Χριστού στο βασίλειο των ψυχών και να θέσετε το γάμο σας κάτω από την ευλογία και την προστασία του νικητού της πλάνης και της απάτης του σκότους και της αμαρτίας Κυρίου Ιησού Χριστού.

Βιογραφία
Η Αγία Πελαγία γεννήθηκε στην πόλη Ταρσό της Κιλκισίας και έζησε στη Ρώμη στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Μεγάλωσε σε ειδωλολατρικό περιβάλλον, όμως σε νεαρή ηλικία είδε σε όραμα τον Επίσκοπο της Ρώμης, ο οποίος την προέτρεπε να βαπτισθεί. Όταν ξύπνησε και συνήλθε ζήτησε άδεια από τη μητέρα της και με το πρόσχημα ότι θα μεταβεί στην τροφό της, πού ζούσε σε άλλη πόλη, πήγε στον Επίσκοπο, ο οποίος τη βάπτισε χριστιανή. Η χαρά της ήταν μεγάλη. Αφού παρέδωσε τα πολυτελή της ενδύματα στον Επίσκοπο για να τα πουλήσει και να διαθέσει τα χρήματα στους πτωχούς και αδύνατους, ντύθηκε τη στολή του βαπτίσματος και εν συνεχεία πήγε στην τροφό της η οποία όμως όταν την είδε έτσι ντυμένη έγινε έξαλλη από θυμό και την έδιωξε. Αποφάσισε τότε να επιστρέψει στη μητέρα της, ελπίζοντας στη μητρική κατανόηση και στοργή. Όταν όμως και η μητέρα της αντίκρισε αυτή της την ενδυμασία αναστατώθηκε και πέφτοντας στο πόδια της, την ικέτευσε να επανέλθει στην αρχική της πίστη. Η Πελαγία απογοητεύτηκε, στενοχωρήθηκε αλλά της δήλωσε ότι η απόφασή της ήταν οριστική και αμετάκλητη. Όταν όμως πληροφορήθηκε το γεγονός ο γιος του Διοκλητιανού, ο οποίος ήταν αρραβωνιαστικός της Πελαγίας, από τη θλίψη του αυτοκτόνησε. Όταν ο αυτοκράτορας ανακάλυψε την αιτία θανάτου του γιου του κάλεσε την Πελαγία και τη διέταξε να θυσιάσει στο είδωλα. Η Αγία με παρρησία αρνήθηκε, λέγοντάς του ότι γνώρισε τον αληθινό Θεό. Έξαλλος ο Διοκλητιανός, διέταξε να πυρώσουν ένα χάλκινο βόδι και να την τοποθετήσουν εντός του, χαρίζοντάς της την ουράνια δόξα.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὴ ἐπιγνώσει, ζόφον ἔλιπες, τῆς ἀγνωσίας, Πελαγία Χριστοῦ, καλλιπάρθενε. Οὐ τὴν ἀείζωον δρόσον πλουτήσασα, διὰ πυρὸς τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ιερά Λείψανα: Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου της Αγίας φυλάσσονται στις Μονές Μεγ. Λαύρας Αγίου Όρους, Προυσού Ευρυτανίας και Νταού Πεντέλης και στό Ναό του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων Βενετίας.

(Σημείωση: Η Αγία Πελαγία εορτάζει 4 Μαϊου.)
Πηγέςzoiforos.gr–  saint.gr-ΔΙΑΚΟΝΗΜΑ

Αγία Μόνικα:



site analysis

 Τιμάται 4 Μαΐου η μητέρα του Αγίου Αυγουστίνου

  • Από Dogma
  •  
  •  

Η Αγία Μόνικα, τη μνήμη της οποίας η Εκκλησία τιμά στις 4 Μαΐου, ήταν μητέρα του ιερού Αυγουστίνου, γεννήθηκε το 332 μ.Χ. στην πόλη Ταγάστη της βόρειας Αφρικής από γονείς Χριστιανούς, ευσεβείς και φιλόθεους.

Η Αγία Μόνικα νυμφεύθηκε τον εθνικό διοικητή Πατρίκιο, ο οποίος είχε εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα από την Αγία. Αισθανόταν ενοχλημένος από την αδιάλειπτη προσευχή της, έβρισκε την φιλανθρωπική της διάθεση υπερβολική, αδυνατούσε να κατανοήσει την διάθεσή της να επισκέπτεται τους πάσχοντες και τους ασθενείς. Η Αγία Μόνικα αντιμετώπιζε όλη αυτήν την κατάσταση με προσευχή και αγωνιζόταν να αναθρέψει τους δύο υιούς της και τη θυγατέρα της με παιδεία και νουθεσία Κυρίου, παρά το γεγονός ότι ο σύζυγός της δεν συμφωνούσε στην βάπτιση των παιδιών του. Η Αγία δεν αντιστεκόταν στη βίαιη ιδιοσυγκρασία και τις ηθικές παρεκτροπές του Πατρικίου. Γνώριζε ότι αυτά που είναι αδύνατα για τους ανθρώπους, είναι δυνατά από τον Θεό. Γι’ αυτό ήταν πολύ διακριτική και υπομονετική. Η προσευχή της Αγίας εισακούσθηκε και ο Θεός φώτισε την καρδιά του Πατρικίου και μετά από δεκαέξι χρόνια βαπτίσθηκε Χριστιανός, για να κοιμηθεί με ειρήνη το 371 μ.Χ. Λίγα χρόνια αργότερα, την νύχτα του Πάσχα στις 25 Απριλίου του 387 μ.Χ., ο Αυγουστίνος βαπτίσθηκε από τον Άγιο Αμβρόσιο, Επίσκοπο Μεδιολάνων και η Αγία ήταν παρούσα στην βάπτιση του υιού της. Γράφει για την στάση της μητέρας του Μόνικας ο ιερός Αυγουστίνος στις «Εξομολογήσεις» του: «Η μητέρα μου έχυνε για εμένα περισσότερα δάκρυα από όσα χύνουν οι μητέρες επάνω στα νεκρά τέκνα τους. Με την θέρμη της πίστης, η οποία της χάριζε η μεγάλη της ευσέβεια, με έβλεπε ηθικώς νεκρό. Και Συ Κύριε εισάκουσες την δέησή της και δεν περιφρόνησες τα δάκρυά της, με τα οποία πότισε το έδαφος, παντού όπου προσευχόταν. Οι πόνοι της να με αναγεννήσει διά του Πνεύματος ήταν σκληρότεροι από αυτούς τους οποίου υπέφερε να με γεννήσει διά της σαρκός».
Η Αγία Μόνικα, αισθανόμενη ότι είχε αγωνισθεί για την πίστη του Χριστού, επέστρεψε στην Αφρική και κοιμήθηκε με ειρήνη, μετά από σύντομη ασθένεια, στην πόλη Όστια. Πράγματι είχε εκπληρώσει τον ιερό σκοπό της και την μαρτυρία της υπέρ του Χριστού. Ενταφιάσθηκε στην Όστια και το ιερό λείψανό της μετακομίσθηκε μετά από λίγα χρόνια στη Ρώμη, στις 9 Απριλίου.
ΠΗΓΗ.ΔΟΓΜΑ

''Οσία Σοφία η ασκήτισσα''



site analysis
osia klisoura
Εκεί μακριά στη Μαύρη Θάλασσα, σ’ ένα χωριό της Τραπεζούντας του Πόντου, γεννήθηκε το 1883 η Σοφία Χοτοκουρίδου, το γένος Αμανάτιου Σαουλίδη, η μετέπειτα οσία Σοφία.
Μάλλον κοντή στο ανάστημα, με μικρά καστανόμαυρα μάτια, μακρόστενο πρόσωπο και ατέλειωτα ξανθά μαλλιά που τα έπλεκε σε πέντε μακριές πλεξούδες, ήταν μία κόρη σεμνή και εξαιρετικά όμορφη. Από μικρή στην πατρίδα έτρεχε στις εκκλησίες και στα ξωκκλήσια για ν’ ανάψει τα καντήλια και απέφευγε τις παρέες των συνομηλίκων της κοριτσιών.
Για γάμο η Σοφία δεν ήθελε ν’ ακούσει, ωστόσο σε μεγάλη ηλικία για την εποχή, 24 ετών, την πάντρεψαν με τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδη. Στην επτάχρονη συζυγία τους (1907-1914) απέκτησαν ένα παιδί (1910), που δυστυχώς έχασαν με τραγικό τρόπο (1912). Αυτό το πικρότατο ποτήρι του πόνου ήταν ένα καλά φυλαγμένο μυστικό μέσα της.
1914. Κήρυξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου.
Η ζωή άλλαξε ξαφνικά, η εποχή της ειρηνικής συμβίωσης πέρασε. Οι καμπάνες χτυπάνε και προμηνύουν το κακό που έρχεται. Διωγμοί, αιχμαλωσίες, ταπεινωτικά μαρτύρια, ξεριζωμός, γενοκτονία. Ο άνδρας της επιστρατεύεται και χάνονται τα ίχνη του.
Το 1919 φθάνει στην Ελλάδα κουβαλώντας μαζί της βαρύ το φορτίο του πόνου για το θάνατο του παιδιού και την εξαφάνιση του συζύγου της, ζωγραφισμένο στο ασκητικό της βλέμμα. Η ζωή της από εδώ και εμπρός θα ήταν η τεθλιμμένη οδός της μετανοίας, η άσκηση και η σαλότητα. Όταν κάποια πικρή θύμιση ερχόταν μπροστά της, έκλαιγε πικρά και επαναλάμβανε την αγαπημένη της φράση: «Είμαι πολλά αμαρτωλή. Ο Θεός να ελεά με. Είμαι πολλά αμαρτωλή».
Στη Ι. Μονή της Κλεισούρας της Καστοριάς έφτασε με κάλεσμα της ίδιας της Παναγίας, η οποία της παρουσιάστηκε λέγοντάς της: «Να έρθεις στο σπίτι μου». Τότε η Σοφία ρώτησε: «Ποιά είσαι και που είναι το σπίτι σου;» «Είμαι στην Κλεισούρα», ήταν η απάντηση.
Θα περάσουν αρκετά χρόνια για να εγκατασταθεί στο εγκαταλελειμμένο μοναστήρι του Γενεθλίου της Θεοτόκου στην Κλεισούρα. Ήταν 44 ετών το 1927. Η Παναγία γίνεται η αχώριστη σύντροφός της, η φίλη της, η παρηγοριά της, και το μοναστήρι το καταφύγιό της, το σπίτι της.
«Ήτο καταπληκτικόν το θέαμα και εξαίσιον! Αντίκρυζες εξ αρχής την ζωντανήν εικόνα της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας, όπως την εξιστορούν τα ιερά συναξάρια. Η φράσις εξαϋλωμένη μορφή δεν είναι ικανή να περιγράψη την αλήθειαν.
Όπως στην αυστηρή βυζαντινή εικονογραφία συμβαίνει, ήτο σχεδόν αδύνατον να διακρίνεις ίχνος κρέατος στο ταπεινό κορμί της. Ένα κουβάρι οστών στην ψυχρή πλάκα του τζακιού του ανοικτού περιστώου της εσωτερικής αυλής ένθα ξεκούραζε το ταπεινό σαρκίον της, και αυτή η πλάκα ήτο και το μόνιμο στρώμα και προσκέφαλό της, χειμώνα-καλοκαίρι πάντα στον ίδιο τόπο, που συγχρόνως μετεβάλλετο και σε βήμα άμβωνα, του απλού θείου λόγου, μεστού αυστηρώς ορθοδόξου περιεχομένου, ολίγων λέξεων, ως του Ιωάννου του Προδρόμου. Το βλέμμα της αυστηρό αλλά φιλάνθρωπο, μας καθήλωνε και μας αφώπλιζεν….»1.
«Πάντα ήταν ξυπόλυτη. Τον χειμώνα συχνά την έβλεπαν να παίρνει μια παλιοκατσαρόλα που χρησιμοποιούσε, να την γεμίζει νερό και να την αδειάζει αλύπητα στα ξυλιασμένα της πόδια. Σπάνια φορούσε κάτι μάλλινα σκουφούνια, τρύπια και παλιά, και κάτι παλιοπαντόφλες η παλιοπάπουτσα. Για να πάει στην εκκλησία χρησιμοποιούσε ξύλινα τσόκαρα η παντόφλες συνήθως καθαρές.
Άλλοτε μάζευε στο τζάκι φύλλα και κλαδιά από τα δένδρα και τρύπωνε μέσα σ᾽ αυτά σαν ποντίκι. Τύχαινε όμως να αρπάξουν φωτιά, και μόλις που πρόφταινε να ξυπνήσει, για να μην καεί ζωντανή. Τότε τα παλιόρουχά της έμεναν για μέρες καμένα, ώσπου να βρεθεί κάποιο καλύτερο»2.
«Στο κεφάλι της είχε πάντα δεμένη μαύρη μαντήλα. Τα μαλλιά της, από τον Πόντο ακόμα, ούτε τα έλουσε ούτε τα χτένισε. Είχαν κατσιάσει και είχαν γίνει σκληρά σαν κοτσάνι, σαν την ουρά του αλόγου. Το κεφάλι της όμως ευωδίαζε»3.
Ζούσε για τους άλλους. Διακονούσε τους πτωχούς και καταφρονεμένους, τις χήρες και τα ορφανά, φρόντιζε τους πονεμένους που κατέφευγαν στο μοναστήρι για βοήθεια. Στη γερμανική κατοχή έκρυβε με κίνδυνο της ζωής της στην ερημική μονή τους κατοίκους του χωριού που σώθηκαν τελικά από το ολοκαύτωμα της Κλεισούρας.
Τα πουλιά φτερούγιζαν γύρω της και κελαηδούσαν, την ένιωθαν δική τους. Και αυτά τα άγρια ζώα τη σέβονταν. Οι αρκούδες, τις οποίες τάιζε με ο,τι έβρισκε, της έγλειφαν τα χέρια με ευγνωμοσύνη. Και οι ταπεινοί προσκυνητές θαύμαζαν η ακόμη παρεξηγούσαν τη σκληρή ασκητική ζωή της!
Τα υψηλά μέτρα της άσκησής της την οδήγησαν στη φωτεινή κορυφή της αγιότητας.
Κοιμήθηκε οσιακά στις 6 Μαΐου του 1974. Η Μεγάλη Εκκλησία την ενέταξε το 2011 μ.Χ. στις αγιολογικές δέλτους της και την 1η Ιουλίου 2012 μ.Χ., έγινε η επίσημη ανακήρυξή της από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Καστοριά4.
Η μνήμη της τιμάται στις 6 Μαΐου.
Είναι η οσία Σοφία, η ασκήτισσα της Παναγίας.
Φιλοθέη Χ. Τ.
--------------------------------------------------------------------------------------
1 Από το βιβλίο: Σοφία η ασκήτισσα της Παναγίας, Ι. Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου Κλεισούρας Καστοριάς, 2002, σ. 89.
Μαρτυρία του αρχιμ. Γρηγορίου Χατζηνικολάου, ο οποίος μεταξύ άλλων γράφει: «... Ηξιώθην να την γνωρίσω το έτος 1972,
ότε υπηρέτουν ως ιεροκήρυξ εις την Ι. Μητρόπολιν Φλωρίνης, με έδραν την Πτολεμαΐδα... Ήμην όντως εκ των ευεργετηθέντων.
Η γνωριμία μας με την ταπεινή και εκλεκτή δούλη του Θεού Σοφία υπήρξε δι᾽ εμέ σημαντικός σταθμός της ζωής μου…».
2 Όπου παρ. σ. 66.
3 Όπου παρ. σ. 68.
4 Ιστοσελίδα: Ορθόδοξος Συναξαριστής (www.saint.gr).

Τετάρτη 3 Μαΐου 2017

Αγία Μάρτυς Ξένη ή Ξενία η θαυματουργός Προστάτιδα των καρκινωπαθών (3 Μαΐου)



site analysis



Γεννήθηκε στη Καλαμάτα γύρω στο 291 από γονείς, ευσεβείς και φιλόθεους, το Νικόλαο και τη Δέσποινα, μετανάστες από την Ιταλία. Η Αγία Ξένη εκτός της σωματικής της ομορφιάς ήταν γεμάτη από αρετές. Ο διοικητής της περιοχής Δομητιανός συνάντησε μια μέρα την Αγία και θέλησε να την κάνει γυναίκα του σαγηνευμένος από την ομορφιά της. Κατέφυγε σε ένα μάγο για να κάνει την αγία να τον ερωτευθεί. Η Αγία με τη δύναμη του Σταυρού απέκρουσε τις μεθοδείες του διαβόλου. Όταν ο διοικητής την κάλεσε αυτή απόκρουσε τις προτάσεις του λέγοντας ότι η μοναδική αγάπη και πόθος της καρδιάς της ήταν ο Ιησούς Χριστός.
Ο Δομητιανός για να την εξαναγκάσει να τον παντρευτεί την έκλεισε σε μια σκοτεινή φυλακή. Βλέποντας την άρνησή της την παρέδωσε σε βασανιστήρια. Προσευχόμενη μέσα στη φυλακή δέχθηκε την επίσκεψη του Κυρίου Ιησού, ο οποίος θεράπευσε τις πληγές της. Την επόμενη ημέρα συνέτριψε τα είδωλα σε ένα ειδωλολατρικό ναό που την οδήγησαν. Τα βασανιστήρια έγιναν σκληρότερα αλλά η χάρη του Θεού γέμιζε την Αγία.
Ο Χριστός σε νέα επίσκεψή του τις ανάγγειλε το θάνατό της. Στις 3 Μαΐου του 318, καταδικάσθηκε σε θάνατο. Αφού προσευχήθηκε στον Θεό έσκυψε το κεφάλι της στο ξίφος του δημίου. Ο δήμιος έφερε την καρδιά της πάνω σε ένα δίσκο στον διοικητή το δε σώμα της το κομμάτιασε και το έκαψε. Οι στάχτες του σώματός της που τις μάζεψαν οι πιστοί έγιναν πηγή θαυμάτων.

Αγία Ξενία η Μεγαλομάρτυς- προστάτης των καρδιοπαθών (3 Μαΐου)


 ΑΓΙΑ ΞΕΝΙΑ Η ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΗ – ΠΡΟΣΤΑΤΙΣ ΚΑΡΔΙΟΠΑΘΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΜΑΓΕΙΑΣ

Η Αγία Ξενία γεννήθηκε το 291 μΧ στην Καλαμάτα από πιστούς γονείς. Ήταν μοναχοκόρη. Τη γαλούχησαν με τα νήματα της πίστεως. Από μικρή η Ξενία παρουσίαζε μια ιδιαιτερότητα. Ήταν σεμνή, προσεκτική, ειχε μια πρόωρη φρονιμάδα και σωματική ανάπτυξη. έζησε σε εποχή που δεν είχε ακόμα η ειδωλολατρεία εκπνεύσει. Αναφέρεται ιδιαιτερα το σωματικό της κάλλος και όχι τυχαίως. Αυτή όμως την τόση ομορφιά δεν τη χρησιμοποιησε απερίσκεπτα, ως συνήθως για ικανοποίηση των ταπεινών ενστίκτων. φρόντισε για το στολισμό της ψυχής , το μέσα κάλλος, διατήρησε παρθενικό και το σώμα της. Έθεσε τους όντως στόχους και σκοπούς της ζωής που δεν είναι ποτε εφήμεροι και ενδοκόσμιοι, αλλά υπεργήινοι, άπτονται της ατέρμονης αιωνιότητος. Με άλλα λόγια συγκροτήθηκε νωρίς θρησκευτικά – ηθικά. Το σωματικό κάλλος έγινε αιτία και αφορμή να γίνει ότι έγινε, Μεγαλομάρτυρα νύμφη του Χριστού.
Συνέβη τυχαίως να την δει ο έπαρχος της Καλαμάτας Δομετιανός, όργανο της ρωμαϊκής ειδωλολατρικής αυτοκρατορίας, σκληρόκαρδος, εγωιστής και θηριώδης οπαδός του δωδεκάθεου. Εμεινε έκθαμβος από τα κάλλη της, από ένα ανίκητο σατανικό σαρκικό παθιασμένο ερωτισμό και προκειμένου να την αποκτήσει σκέφθηκε να την κάνει ακόμη και γυναίκα του. Αρχικά προσπάθησε με τη μαγική τέχνη – επιρροή- μέσω μάγου, αλλά απέτυχε διότι με τη δύναμη της πίστεως και του Σταυρού, η Ξενία αχρήστευσε τα τεχνάσματά του.
Μετά από αυτό, διέταξε να την φέρουν εμπρός του, οπότε τη ρώτησε και αυτή απάντησε: «Ονομάζομαι Ξενία, είμαι Χριστιανή, κατάγομαι από ΄την πόλη αυτή». Αφού της έκανε τις προτάσεις του για δώρα, πλούτη, τιμές, δοξες, εφόσον προσκυνήσει τους θεούς και αφήσει τον Εσταυρωμένο και άν τυχόν αρνηθεί την περιμένουν σκληρά βασανιστήρια, απάντησε η Ξενία με τόλμη και ηρωισμό στις απαράδεκτες προτάσεις του άρχοντος. Στην άμεση άρνησή της διέταξε να την κλείσουν φυλακή. την άλλη μέρα πήγε ο ίδιος και πυρακτωμένος από τον ερωτισμό του επεχείρησε να τη βιάσει, όμως πείσμωνα αντέδρασε η Αγία για τη βάρβαρη διαγωγή του. Διέταξε τους στρατιώτες να την κρεμάσουν, να της κόψουν τους μαστούν και να κατακαίουν τις πληγές. Αγόγγυστα υπέμεινε το φρικτό μαρτύριο προσευχομενη «ενίκα ο πόθος τη φύσει». Έμφανίστηκε Άγγελος Κυρίου και την ενίσχυσε. Απορρημένος ο Δομετιανός που ήταν παρών διέταξε να φυλακιστεί.
Τη νύχτα εμφανίστηκε ο Χριστός που πάραυτα τη θεράπευσε απόλυτα από τις πληγές και την ενίσχυσε ψυχικά. όταν την επομένη την είδαν δεν πίστευαν στα μάτια τους. Σε πρότασή του δέχθηκε να πάει στο ναό των ειδώλων στην πόλη της Καλαμάτας. Εκεί προσευχήθηκε η Αγία και τα αγάλματα έγιναν κομμάτια. Μπρος στο θαύμα αντί να συνέλθει ο Δομετιανός, διέταξε πιο φρικτά βασανιστήρια. Και πάλι ο Χριστός την θεράπευσε. Επειτα διέταξε να την δέσουν πίσω από ένα άλογο για να την συντρίψει φεύγοντας, όμως το άλογο παρότι το όσο πιεστηκε δεν κινήθηκε παρά μίλησε ανθρώπινα και έλεγξε την βαρβαρότητα του επαρχου. Τέλος, υπέγραψε τον αποκεφαλισμό της, το ξερίζωμα της καρδιάς της για να του τη δώσουν και να τεμαχίσουν και κάψουν το ΄σωμα της. Έτσι και έγινε.
Μεστή περιεχομένη η προσευχή της, ζήτησε όσοι μελετούν το μαρτύριό της να τους χαρίζει πάσαν βοήθειαν και σωτηρίαν ψυχής, ως και για απαλλαγή από μαγείες, βασκανίες και δαιμονικές ενέργειες. Μόλις τελειωσε η προσευχή της, «φωνή ηκούσθη αοράτως ως βροντή λέγουσα :επήκουσα της δεήσεώς σου Ξενία και θέλει γίνει όπως εζήτησας». τούτο σημαίνει ότι ο Ουρανός δεσμεύτηκε να προσφέρει σε πιστούς που θα την επικαλούνται θείες παροχές. Αποκεφαλίσθη στις 3 Μαϊου 318 μΧ σε ηλικία 27 ετών.
Επακολούθησαν θαύματα, προέχουν τα νοσήματα καρδιάς, αφού είναι προστάτις των καρδιοπαθών. Έχει και χάριν κατά της μαγείας. Είναι και προστάτις των παιδιών. Η πλούσια χάρη της Αγίας έρχεται με ένα παροξυσμό αγάπης να προσφέρει όπουν την επικαλούνται και έχουν όντως χριστιανική ζωή