Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Η Αγία Υπομονή,



site analysis


ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΥΠΟΜΟΝΗ Η μνήμη της Οσίας και Θεοφόρου μητρός ημών Υπομονής, τελείται τη 13η Μαρτίου και 29η Μαΐου.

Από τις εκδόσεις ‘Ορθόδοξος Κυψέλη', (Πνευματικά Ορθόδοξα Μηνύματα Σωτηρίου Οικοδομής).

Η Αγία Υπομονή, κατά κόσμον Ελένη Δραγάση, και αργότερα, ως σύζυγος του Μανουήλ Β' Παλαιολόγου, «Ελένη η εν Χριστώ τω Θεώ αυγούστα και αυτοκρατόρισσα των Ρωμαίων η Παλαιολογίνα», ήταν θυγατέρα του Κωνσταντίνου Δραγάση, ενός από τους πολλούς ηγεμόνες - κληρονόμους του μεγάλου Σέρβου κράλη (=βασιλιά) Στεφάνου Δουσάν. Καταγόταν από βασιλική και ευλογημένη γενιά. Στους προγόνους της συγκαταλέγονται άνθρωποι που αγίασαν (π.χ. ο Στέφανος Νεμάνια, σέρβος βασιλέας και κτίτορας της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους = όσιος Συμεών ο Μυροβλύτης). Ο Κωνσταντίνος Δραγάσης ανέλαβε την ηγεμονία του σημερινού βουλγαρικού τμήματος της βορειο - ανατολικής Μακεδονίας, στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Στρυμώνος.
Η γέννησή της τοποθετείται στα αμέσως μετά τον θάνατο το Δουσάν χρόνια. Η ανατροφή, η μόρφωση, η αγωγή της, ήταν διαποτισμένα με ό,τι ανώτερο υπαγόρευε το βυζαντινό ιδεώδες, διότι οι Σέρβοι είχαν επηρεαστεί πολύ από τον βυζαντινό πολιτισμό. Ένοιωθε τον εαυτό της περισσότερο ταυτισμένο με τον πολιτισμό και κυρίως με την εθνική συνείδηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Συναισθηματικά και ουσιαστικά έρρεπε μάλλον προς το Βυζάντιο, του οποίου επέπρωτο να γίνει Αυγούστα και Αυτοκρατόρισσα, περά προς την γενέθλιο σερβική πατρίδα.
Κοντά σ' αυτά και πάνω απ' αυτά, γαλουχήθηκε με την πατροπαράδοτη στην οικογένειά της, ακράδαντη ορθόδοξη πίστη στο Θεό. Αυτή η πίστη είναι που θα την οδηγεί, θα την φωτίζει, και θα την εμπνέει στην πολυτάραχη γεμάτη θλίψεις και δοκιμασίες ζωή της. 
Υπολογίζεται νάταν 19 περίπου χρονών όταν παντρεύτηκε τον Μανουήλ Β' Παλαιολόγο (τέλη του 1390), λίγους μήνες πριν γίνει Αυτοκράτορας.
Η καινούργια ζωή της Ελένης - αγίας Υπομονής, από την αρχή της έδειξε ότι θα ήταν Γολγοθάς. Πολλές ήταν οι φορές που χρειάστηκε να πιει το ποτήρι της προσβολής και του εξευτελισμού στο πλευρό του συζύγου της όχι μόνο από τους αλλόθρησκους, αλλά και από τα κατ' όνομα χριστιανικά κράτη της Δύσεως, στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να βρει τρόπους σωτηρίας της ετοιμοθάνατης Αυτοκρατορίας.
Η Ελένη - αγία Υπομονή απεδείχθη εξαιρετικός άνθρωπος που συγκέντρωνε πολλές και μεγάλες αρετές, και ψυχική δύναμη. Έδειξε ότι είχε απόλυτη συναίσθηση τόσο της θέσης της και των περιστάσεων, όσο και του ρόλου που αυτές της υπαγόρευαν, σε όλα τα επίπεδα.
Αγαπούσε το λαό. Ήταν η μεγάλη μάννα που ο καθένας μπορούσε να προστρέξει. Συμμεριζόταν τις αγωνίες του και ανησυχίες του ενώπιον των φοβερών εθνικών κινδύνων και προσπαθούσε πάντοτε με την προσευχή, με την πραότητά της και με γλυκά και παρηγορητικά της λόγια να τον ενισχύσει. Είναι πολύ χαρακτηριστικά και εύγλωττα μέσα στην λακωνικότητά της τα όσα γράφει για την Αυτοκρατόρισσα, ο σύγχρονός της φημισμένος φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός - Πλήθων: «Η Βασιλίς αύτη με πολλήν ταπείνωσιν και καρτερικότητα εφαίνετο να αντιμετωπίζει και τας δύο μορφάς της ζωής. Ούτε κατά τους καιρούς των δοκιμασιών απεγοητεύετο, ούτε όταν ευτυχούσε επανεπαύετο, αλλά εις κάθε περίπτωσιν έκανε το πρέπον. Συνεδύαζε την σύνεσιν με την γενναιότητα, περισσότερον από κάθε άλλην γυναίκα. Διεκρίνετο δια την σωφροσύνην της. Την δε δικαιοσύνην την είχε εις τελειότατον βαθμόν. Δεν εμάθαμε να κάμνει κακόν εις ουδένα, ούτε μεταξύ των ανδρών, ούτε μεταξύ των γυναικών. Αντιθέτως εγνωρίσαμε να κάμνει πολλά καλά και εις πολλούς. Με ποίον άλλον τρόπον δύναται να φανεί εμπράκτως η δικαιοσύνη, εκτός από το γεγονός του να μη κάμνει κανείς ποτέ θεληματικά και σε κανέναν κακό, αλλά μόνον το αγαθόν σε πολλούς;»
Στάθηκε αντάξια του φιλόσοφου και φιλόχριστου συζύγου της Μανουήλ. Στάθηκε άξια δίπλα του για 35 χρόνια, «συνευδοκόντας», σύμφωνα με σύγχρονή τους μαρτυρία, δηλ. όλα γινόντουσαν με συμφωνία, ομόνοια, συναπόφαση, εν πνεύματι Χριστού και αγωνιστική αγιότητα. Κατόρθωναν να τιμούν την αρετή με λόγια και έργα. «Λόγω μεν διδάσκοντας το πρακτέον, έργω δε γενόμενοι πρότυπα και εικόνες εφηρμοσμένης αγάπης».
Στο ευλογημένο ζευγάρι ο Θεός χάρισε οκτώ παιδιά. Έξι αγόρια από τα οποία τα δύο ανέβηκαν στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Ιωάννης Η' και ο Κωνσταντίνος ΙΑ', ο τελευταίος θρυλικός αυτοκράτορας. Ο Θεόδωρος, ο Δημήτριος και ο Θωμάς διετέλεσαν δεσπότες του Μυστρά, και ο Ανδρόνικος της Θεσσαλονίκης. Και δύο κορίτσια, τα οποία όμως πέθαναν σε μικρή ηλικία. Η πολύτεκνη και φιλότεκνη μητέρα γαλούχησε τα παιδιά της με τα νάματα της πίστεως και τη γλυκύτατη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, τα οδηγούσε σε ιερά προσκυνήματα και σεβάσμια Μοναστήρια της Βασιλεύουσας, και επιζητούσε υπέρ αυτών τις ευχές των αγίων ασκητών και Γερόντων. Τα ανέθρεψε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και ποτέ δεν «έπαυσε μετά δακρύων προσευχής και αγάπης να νουθετή ένα έκαστον».Με υπομονή και επιμονή, με προσοχή και προσευχή σμίλεψε τους χαρακτήρες τους, τους έδωσε μαζί με το «ζην»και το «εύ ζην». Έτσι, κατάφερε, μεταξύ άλλων, να θέσει τέρμα στις επί 90 περίπου χρόνια συγκρούσεις μεταξύ των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας για την εξουσία που είχαν εξαντλήσει την αυτοκρατορία. Οι όποιες διαφορές απόψεων η διενέξεις παρουσιάζονταν (μετά το θάνατο του Μανουήλ), ξεπερνιόνταν ήσυχα με το κύρος της μητρικής της παρέμβασης και της προσευχής της.
Ιδιαίτερη ήταν η αγάπη της για τα Μοναστήρια. Εκεί αναπαυόταν, ξεκουραζόταν η ψυχή της, αντλούσε δύναμη και κουράγιο για τη συνέχεια. Αυτό, το ενέπνευσε σε όλη την οικογένειά της. Ο σύζυγός της αφού παρέδωσε τον θρόνο στον πρωτότοκο Ιωάννη, δύο μήνες πριν τον θάνατό του (29 Μαρτίου 1425), απεσύρθη στη Μονή του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Ματθαίος. Η ίδια, μετά το θάνατο του συζύγου της έγινε μοναχή (1425) στη Μονή της κυράς Μάρθας, με το όνομα Υπομονή. Και τρία από τα παιδιά τους επίσης έγιναν μοναχοί, ο Θεόδωρος και ο Ανδρόνικος (μ. Ακάκιος) στη Μονή του Παντοκράτορος, και ο Δημήτριος (μ. Δαυίδ) στο Διδυμότειχο
Ακόμα, εν όσω βρισκόταν στην πατρίδα της, μαζί με τον πατέρα της έκτισαν την Ι.Μ. Παναγίας Παμμακαρίστου στο Πογάνοβο της πόλης Δημήτροβγκραντ της Ν.Α. Σερβίας. Στην Κωνσταντινούπολη είχε συνδεθεί με την Ι. Μ. του Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας, όπου φυλαγόταν το ιερό λείψανο του οσίου Παταπίου του θαυματουργού, στον οποίο η αγία Υπομονή έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια. Η Μονή είχε ιδρυθεί από τον συνασκητή του οσίου Παταπίου στην Αίγυπτο, όσιο Βάρα, έξω από την πύλη του Ρωμανού πριν από το 450μ.Χ. Με την συμβολή της αγίας ιδρύθηκε στη Μονή γυναικείο γηροκομείο με την επωνυμία «Η ελπίς των απηλπισμένων». Η ευλάβειά της προς τον όσιο Πατάπιο φαίνεται από το γεγονός ότι ο αγιογράφος του σπηλαίου του οσίου Παταπίου στα Γεράνεια όρη της Κορινθίας θεώρησε απαραίτητο να ιστορήσει την αγία Υπομονή δίπλα από το σκήνωμα του οσίου.
Άνθρωπος φωτεινός και φωτισμένος η αγία Υπομονή, προικισμένη με πολλά τάλαντα, που τα «εμπορεύθηκε» με σύνεση και σωφροσύνη και τα πολλαπλασίασε, κατάφερε με την αρετή, την άσκηση και την καρτερία της να φθάσει σε δυσανάβατα μέτρα αρετής. Μια σημαντική φυσιογνωμία εκείνης της εποχής ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνο ΙΑ', «Επί τη κοιμήσει της μητρός Αυτού αγίας Υπομονής», αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής:
«Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσαν όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγεν κατάπληκτος από την ιδικήν της σοφίαν. Όταν την συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά την συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινομένης προς την αρετήν εκείνης. Όταν την συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εις την ιδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Όταν την συναντούσε κάποιος νομοθέτης, εγινόταν προσεκτικώτερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ότι έχει ενώπιόν του έμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένοιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξιν από την υπομονήν, την σύνεσιν και την ισχυρότητα του χαρακτήρος της. Όταν την επλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονώτερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν την συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεσιν, και, γνωρίζοντας την ταπείνωσιν εις το πρόσωπόν της, μετανοούσε. Όταν την εγνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερον ζήλον. Κάθε πονεμένος με τη συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολικήν του φιλαυτίαν. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθεν εις επικοινωνίαν μαζί της και να μην έγινε καλύτερος».
Ο Θεός ευδόκησε να μην ζήσει τις τελευταίες τραγικές στιγμές της Αυτοκρατορίας. Την κάλεσε κοντά Του στις 13 Μαρτίου 1450, έχοντας διανύσει 35 χρόνια ως Αυτοκρατόρισσα και 25 ως ταπεινή μοναχή. Ο σύγχρονός της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου του Ευγενικού Αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κων/ νον Παλαιολόγον επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής συνοψίζει:
       «Ως προς δε την αοίδιμον, εκείνην Δέσποινα Μητέρα σου, τα πάντα εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος και όλα μαζί ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν».
       Η «Αγία Δέσποινα»,όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. «Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής».
(Από το ημερολόγιο του 2006 της Ιεράς Μητροπόλεως Μονεμβασίας και Σπάρτης).
Σύγχρονο θαύμα της Αγίας
       Είναι αρκετές οι εμφανίσεις της αγίας Υπομονής τα τελευταία χρόνια σε ευσεβείς και μη χριστιανούς. Επιλεκτικά καταχωρούμε ένα συμβάν που περιγράφει την θαυμαστή εμφάνισί της και θεραπεία κάποιου ασθενή.
       «Η αγία Υπομονή εμφανίσθηκε ως μοναχή σε κάτοικο των Αθηνών που εργαζόταν σε ταξί. Το σταμάτησε και ζήτησε να κατευθυνθή προς το Λουτράκι. Ο ταξιτζής είχε καρκίνο του δέρματος στα χέρια του και βρισκόταν σε μεγάλη απελπισία. Καθ' οδόν η μοναχή που φορούσε ένα κουκούλι με κόκκινο σταυρό τον ρώτησε.
       Γιατί είσαι μελαγχολικός;
       Και εκείνος δεν εδίστασε να ομολογήσει όλη την αλήθεια. Μετά τον ρώτησε αν θέλη να τον σταυρώσει για να γίνει καλά και εκείνος δέχθηκε. Σε λίγο όμως τον έπιασε υπνηλία και παρεκάλεσε την μοναχή να σταθούνε λίγο για να μην σκοτωθούνε. Είχαν φθάσει κοντά στα διόδια και εύκολα θα έβρισκαν άλλο ταξί αν εκείνη βιαζόταν. Κάθησε στην άκρη του δρόμου και τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε διαπίστωσε ότι τα χέρια του είχαν γίνει καλά, αλλά η μοναχή είχε εξαφανιστή. Ρώτησε τους ανθρώπους των διοδίων μήπως είδανε καμμιά μοναχή εκεί κοντά, αλλά κανείς δεν την είχε δει. Τότε συγκλονισμένος γύρισε στο ταξί του και κατάλαβε ότι κάποια αγία ήταν κι' έγινε άφαντη. Κατευθύνθηκε μετά στον γιατρό του και του διηγήθηκε το περιστατικό. Την στιγμή εκείνη έπεσε το μάτι του σε μια εικόνα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο του ιατρείου. Πετάχθηκε απ' το κάθισμά του και φώναξε : ‘Αυτή ήταν'.
       Σημειωτέον ότι η εικόνα ήταν της αγίας Υπομονής. Έτσι έμαθε ποια ήταν εκείνη που τον θεράπευσε και τον γλύτωσε και απ' την απελπισία. Το κουκούλι με τον κόκκινο σταυρό έδειχνε την καταγωγή πριν γίνει αυτοκρατόρισσα του Βυζαντίου και με αυτό το μοναχικό σχήμα τελείωσε και την επίγεια ζωή της. Εκ των υστέρων γίνηκε γνωστό ότι η ημέρα που γίνηκε το θαύμα ήταν 13 Μαρτίου, ημέρα που η αγία γιορτάζει».
(Από το βιβλίο εκδόσεως Ι. Μ. Οσίου Παταπίου Λουτρακίου).
Απολυτίκιον.Ήχος πλ. α'.
Τον συνάναρχον Λόγον.
Την κλεινήν βασιλίδα εγκωμιάσωμεν, Υπομονήν την οσίαν, περιστεράν ευλαβή εκ του κόσμου πετασθείσαν της συγχύσεως προς τας σκηνάς του ουρανού, εν αγάπη ακλινεί, ασκήσει και ταπεινώσει βοώντες, θραύσον, λιταίς σου ημών δεσμούς ανόμους, άνασσα.
Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ'. Τη Υπερμάχω.
Υπομονής θεοστηρίκτου την ομώνυμον και βασιλίδων θεοσόφων την υπέρτιμον, την εκλάμψασαν ως άστρον εν Βυζαντίω και χορούς μοναζουσών καταπυρσεύσασαν, ταπεινώσεως βολαίς ανευφημήσωμεν, πόθω κράζοντες. Χαίροις, Μήτερ πανεύφημε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις εκμαγείον υπομονής, στήλη σωφροσύνης, αδιάσειστον αρετών, τείχος και ταμείον, Υπομονή, αγάπης, ενθέων βασιλίδων κέρας περίδοξον.

Μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος Θεοδοσίας της Κωνσταντινουπολιτίσσης.



site analysis


ΤΗ ΚΘ'  ΜΑΪΟΥ
Μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος Θεοδοσίας της Κωνσταντινουπολιτίσσης.

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ
(π. Μελέτιος Συρίγος.)

ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ

Εις το, Κύριε εκέκραξα, ψάλλομεν Στιχηρά Προσόμοια της Εορτής γ' και της Αγίας γ'. Στιχηρά της Αγίας.
Ήχος πλ. δ'. Ω του παραδόξου θαύματος
Αίγλη παρθενίας λάμπουσα, Θεοδοσία σεμνή, και πορφύραν δι' αίματος, μαρτυρίου πάνσοφε, βεβαμμένην λαμπρότατα, περιθεμένη και υπερκόσμιον, Χριστού νυμφώνα κατασκηνώσασα, κόρη πανάμωμε, συγχορεύεις τάξεσιν, Αγγελικαίς, όντως ακατάλυτον, χορείαν ένδοξε.
 Μάρτυς παρθένε πανεύφημε, Θεοδοσία Χριστόν, ολοκλήρως ποθήσασα, των βασάνων ήνεγκας, τας πληγάς καρτερώτατα, αικιζομένη δια τον σον εραστήν, και ξεομένη πλευράς ταις μάστιξιν· Ω των αγώνων σου, καρτεράς ενστάσεως! δι' ης προς γην, όντως καταβέβληκας, τον υπερήφανον.
 Κάλλει ψυχής τε και σώματος, κεκοσμημένη φαιδρώς, τω Χριστώ προσενήνεξαι, τον της δόξης στέφανον, παρ’ αυτού αναδήσασθαι, Θεοδοσία Μάρτυς πανένδοξε, και βασιλείας σαφώς διάδημα, όντως πολύτιμον, επαξίως δέδεξαι, ση κορυφή, νύμφη παναμώμητος, φανείσα πάνσοφε.
Δόξα. Ήχος δ’ .
Τη φερωνύμω σου κλήσει, την πράξιν κατάλληλον έδειξας, ως αληθώς τη παρθενική σου καθαρότητι, νυμφευθείσα τω Χριστώ, ευδοκία του Πατρός, και συνεργεία Πνεύματος. Μαρτυρίου δε παλαίσμασι στερροίς, υπερήστραψας, λαμπρότερον των ηλιακών ακτίνων. Διο ως θυσία καθαρά και άμωμος, τη ουρανίω προσήχθης τραπέζη, των Παρθένων και Μαρτύρων ταις χορείαις, εις αιώνας συνηδομένη. Μεθ’ ων αίτησαι, Θεοδοσία φερώνυμε, δωρηθήναι τοις τιμώσί σε το μέγα έλεος. 
Και νυν. Θεοτοκίον.
Ο δια σε Θεοπάτωρ προφήτης Δαυΐδ, μελωδικώς περί σου προανεφώνησε, τω μεγαλείά σοι ποιήσαντι. Παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών σου. Σε γαρ μητέρα πρόξενον ζωής ανέδειξεν, ο απάτωρ εκ σου ενανθρωπήσαι ευδοκήσας Θεός, ίνα την εαυτού αναπλάση εικόνα, φθαρείσαν τοις πάθεσι, και το πλανηθέν ορειάλωτον ευρών, πρόβατον τοις ώμοις αναλαβών, τω Πατρί προσαγάγη, και τω ιδίω θελήματι, ταις ουρανίαις συνάψη Δυνάμεσι, και σώση Θεοτόκε τον κόσμον, Χριστός ο έχων, το μέγα και πλούσιον έλεος.
Είσοδος. Φως ιλαρόν. Προκείμενον της ημέρας, και τα Αναγνώσματα.
Παροιμιών το Ανάγνωσμα. (Κεφ. λα  10- 26)
Γυναίκα ανδρείαν τις ευρήσει; τιμιωτέρα δε εστι λίθων πολυτελών η τοιαύτη. Μηρυομένη έρια και λίνον, εποίησεν εύχρηστον ταις χερσίν αυτής. Εγένετο ωσεί ναυς εμπορευόμενη μακρόθεν, συνάγει δε αύτη τον βίον. Και ανίσταται εκ νυκτών, και έδωκε βρώματα τω οίκω, και εργατάις θεραπαίναις. Θεωρήσασα γεώργιον επρίατο, από δε καρπών χειρών αυτής, κατεφύτευσε κτήμα. Αναζωσαμένη ισχυρώς την οσφύν αυτής, ήρεισε τους βραχίονας αυτής εις έργον. Εγεύσατο, ότι καλόν εστί το εργάζεσθαι, και ουκ αποσβέννυται όλην την νύκτα ο λύχνος αυτής. Τας χείρας αυτής εκτείνει επί τα συμφέροντα, τους δε πήχεις αυτής ερείδει εις άτρακτον. Χείρας δε αυτής διήνοιξε πένητι, καρπόν δε εξέτεινε πτωχώ. Ισχύν και ευπρέπειαν ενεδύσατο, και ευφράνθη εν ημέραις εσχάταις.
Προφητείας Ησαΐου το Ανάγνωσμα. (Κεφ. Μγ  9-14).
Τάδε λέγει Κύριος· Πάντα τα έθνη συνήχθησαν άμα, και συναχθήσονται άρχοντες εξ αυτών. Τις αναγγελεί ταύτα εν αυτοίς, η τα εξ αρχής τις ακουστά ποιήσει υμίν; Αγαγέτωσαν τους μάρτυρας αυτών και δικαιωθήτωσαν, και ειπάτωσαν αληθή. Γίνεσθέ μοι μάρτυρες, και εγώ μάρτυς Κύριος ο Θεός, και ο παις ον εξελεξάμην· ίνα γνώτε και πιστεύσητε, και συνήτε, ότι εγώ ειμι. Έμπροσθέν μου ουκ εγένετο άλλος Θεός, και μετ  ἐμὲ ουκ έσται. Εγώ ειμι ο Θεός, και ουκ έστι πάρεξ εμού ο σώζων. Εγώ ανήγγειλα και έσωσα, ωνείδισα, και ουκ ην εν υμίν αλλότριος. Υμείς εμοί μάρτυρες, και εγώ Κύριος ο Θεός ότι απ’ αρχής εγώ ειμι, και ουκ έστιν ο εκ των χειρών μου εξαιρούμενος. Ποιήσω, και τις αποστρέψει αυτό; Ούτω λέγει Κύριος ο Θεός, ο λυτρούμενος υμάς, ο Άγιος Ισραήλ.
Σοφίας Σολομώντος το Ανάγνωσμα (γ´ 1-9).
Δικαίων ψυχαί εν χειρί Θεού και ου μη άψηται αυτών βάσανος. Έδοξαν εν οφθαλμοίς αφρόνων τεθνάναι, και ελογίσθη κάκωσις η έξοδος αυτών, και η αφ  ἡμῶν πορεία, σύντριμμα· οι δε εισιν εν ειρήνη. Και γαρ εν όψει ανθρώπων εάν κολασθώσιν, η ελπίς αυτών αθανασίας πλήρης. Και ολίγα παιδευθέντες, μεγάλα ευεργετηθήσονται· ότι ο Θεός επείρασεν αυτούς και εύρεν αυτούς αξίους εαυτού. Ως χρυσόν εν χωνευτηρίω εδοκίμασεν αυτούς και ως ολοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αυτούς. Και εν καιρώ επισκοπής αυτών αναλάμψουσι και ως σπινθήρες εν καλάμη διαδραμούνται. Κρινούσιν έθνη και κρατήσουσι λαών και βασιλεύσει αυτών Κύριος εις τους αιώνας. Οι πεποιθότες επ  αὐτῷ, συνήσουσιν αλήθειαν, και οι πιστοί εν αγάπη προσμενούσιν αυτώ· ότι χάρις και έλεος εν τοις οσίοις αυτού, και επισκοπή εν τοις εκλεκτοίς αυτού.
Εις την Λιτήν. Ήχος πλ. δ .
Ω της του Σταυρού σου ισχύος Παντοδύναμε Κύριε, ότι το πάθημα του θανάτου, εκ της ασθενείας της εμής σαρκός καταδεξάμενος, τη της Θεότητός σου δυνάμει, την ημετέραν ενεδυνάμωσας ασθένειαν. Και γαρ ως ο πάλαι Αδάμ, οστούν κραταιότητος, τω ασθενεστέρω σκεύει δανείσας, σάρκα ταπεινήν εδέξω αντ’ αυτού, διο και απαλή κόρη, κατά του αρχεκάκου δράκοντος ανδριζομένη, και τούτου την αλαζονείαν καταπατήσασα, δοξάζει Σε τον μόνον αγωνοθέτην, και στεφοδότην Κύριον, τον παρέχοντα ταις ψυχαίς ημών, το μέγα έλεος.
Εις τον Στίχον. Ήχος β . Ποίοις ευφημιών.
Ποίοις, πνευματικοίς άσμασιν, επαινέσωμεν Θεοδοσίαν, των μοναζουσών το καλλώπισμα, και το των Μαρτύρων αγλάϊσμα, της Ορθοδοξίας την κρηπίδα, την σπάθην, την εκτεμούσαν τον Κοπρώνυμον, το ξίφος, το κατασφάξαν τον σπαθάριον, της Εκκλησίας το κλέος, ευσεβείας έρεισμα, δι’ ης Χριστός ο Θεός, ειρήνην κατάπεμψον τω κόσμω, και μέγα έλεος.
 Στ.: Θαυμαστός ο Θεός, εν τοις Αγίοις Αυτού.
Τίς σου, τα ανδρικά σκάμματα, διηγήσεται Θεοδοσία, ώσπερ εν διπλοίς αγωνίσμασιν, υπέρ του Χριστού του Νυμφίου σου, έτλης καρτερώς ανδρισαμένη, τα μεν, ως υπερβαλλόντως εξασκήσασα, τα δε, υπέρ της Εικόνος εναθλήσασα, Χριστού και πάντων Αγίων, την σφαγήν του κέρατος, δι’ ης δαιμόνων οφρύν, Χριστός καταβέβληκεν ο έχων, το μέγα έλεος.
 Στ.: Τοις Αγίοις τοις εν τη γη Αυτού, εθαυμάστωσεν ο Κύριος.
Δεύτε, φιλευσεβείς άραντες, επαινέσωμεν Θεοδοσίαν, την κεκοσμημένην τοις θαύμασι, και ηγλαϊσμένην ταις χάρισι, και Οσιομάρτυρα παρθένον, την στήλην, Ορθοδοξίας την υπέρλαμπρον, το κάλλος, των αρετών το ανυπέρβλητον, της Κωνσταντίνου το θρέμμα, οικουμένης στήριγμα, και εδραίωμα των πιστών, δι’ ης ημίν δώρησαι οικτίρμον, το μέγα έλεος.
Δόξα. Ήχος πλ. β’ .
Εκ δεξιών του Σωτήρος, παρέστης παρθένος, και Αθληφόρος και Μάρτυς, περιβεβλημένη ταις αρεταίς το αήττητον, και πεποικιλμένη ελαίω της αγνείας, και τω αίματι της αθλήσεως, και βοώσα προς Αυτόν, εν αγαλλιάσει, την λαμπάδα κατέχουσα· εις οσμήν μύρου Σου έδραμον, Χριστέ ο Θεός, ότι τέτρωμαι της Σης αγάπης εγώ, μη χωρίσης με, Νυμφίε επουράνιε. Αυτής ταις ικεσίαις, κατάπεμψον ημίν, παντοδύναμε Σωτήρ, τα ελέη Σου.
Και νυν. Θεοτοκίον.
Ο ποιητής και λυτρωτής μου Πάναγνε, Χριστός ο Κύριος, εκ της σης νηδύος προελθών, εμέ ενδυσάμενος, της πρώην κατάρας, τον Αδάμ ηλευθέρωσε· διο σοι Πάναγνε, ως του Θεού Μητρί τε και Παρθένω αληθώς, βοώμεν ασιγήτως, το Χαίρε του Αγγέλου. Χαίρε Δέσποινα, προστασία και σκέπη, και σωτηρία των ψυχών ημών.
 Νυν απολύεις. Τρισάγιον.
Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ως δόσιν θεόσδοτον, την παρθενίαν την σην, αγώσιν αθλήσεως, Θεοδοσία σεμνή, τω Λόγω προσήγαγες· όθεν προς αθανάτους, μεταστάσα νυμφώνας, πρέσβευε Αθληφόρε,  τω Δεσπότη των όλων, ρυσθήναι εκ πολυτρόπων, ημάς συμπτώσεων.
Δόξα. Και νυν. Θεοτοκίον.
Το απ' αιώνος απόκρυφον, και Αγγέλοις άγνωστον μυστήριον· δια σου Θεοτόκε τοις επί γης πεφανέρωται, Θεός εν ασυγχύτω ενώσει σαρκούμενος, και Σταυρόν εκουσίως υπέρ ημών καταδεξάμενος, δι' ου αναστήσας τον πρωτόπλαστον, έσωσεν εκ θανάτου τας ψυχάς ημών.
 Απόλυσις.
ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ

Μετά την α' Στιχολογίαν. Κάθισμα της Αγίας.
Ήχος α'. Τον τάφον σου Σωτήρ
Ως πάλαι Ιουδήθ, τον δεινόν Ολοφέρνην, και θεία Ιαήλ, τον αυθάδη Σισάραν, απέκτειναν κράτιστα, εν Θεώ δυναμούμεναι, ούτως ένδοξε, Θεοδοσία και συ γε, επαιρόμενον, κατά Θεού του Υψίστου, καθείλες σπαθάριον.
Δόξα... Και νυν... Θεοτοκίον
Μητέρα σε Θεού, επιστάμεθα πάντες, Παρθένον αληθώς, και μετά τόκον φανείσαν, οι πόθω καταφεύγοντες, προς την σην αγαθότητα· σε γαρ έχομεν, αμαρτωλοί προστασίαν, σε κεκτήμεθα, εν πειρασμοίς σωτηρίαν, την μόνην πανάμωμον.
Μετά την β’  στιχολογίαν, κάθισμα. Ήχος δ . Ταχύ προκατάλαβε.
Την χάριν της πίστεως ενδεδυμένη καλώς, αγώνας ασκήσεως, και εν αθλήσει στερρά, Χριστόν μεγαλύνασα, όθεν Οσιομάρτυς, δεξαμένη το στέφος, άνωθεν εκ του Κτίστου, μη ελλείπης πρεσβεύειν, Θεοδοσία δούναι ημίν, χάριν και έλεος.
Δόξα. Και νυν. Θεοτοκίον.
Τον πάντων δεσπόζοντα και Βασιλέα Χριστόν, τεκούσα Πανύμνητε, δι’ ευσπλαγχνίαν πολλήν, χαράς πάντας έπλησας, Συ γαρ την λύπην πάσαν, της κατάρας αφείλες, Δέσποινα Θεοτόκε, τω ασπόρω Σου Τόκω, διο χαριστηρίους, ωδάς σοι προσάγομεν.
Μετά τον Πολυέλεον, κάθισμα. Όμοιον.
Οσίως ασκήσασα Θεοδοσία σεμνή, τον δρόμον τετέλεκας του Μαρτυρίου διπλούν, και στέφανον είληφας, έλαθες του βελίαρ, πολυπλόκους ενέδρας, έχεας και το αίμα, ένεκα του Χριστού σου, διο σε μακαρίζομεν, ως Αθληφόρον Χριστού
Δόξα. Και νυν. Θεοτοκίον.
Πολλαίς περιστάσεσι και συμφοραίς των δεινών, Παρθένε κυκλούμενοι και προς απόγνωσιν, αεί περιπίπτοντες, μόνην σε σωτηρίαν, και ελπίδα και τείχος, έχομεν Θεοτόκε, και προς σε κατά χρέος, εν πίστει και νυν αιτούμεν· Σώσον τους δούλους σου.
Το α’  ἀντίφωνον του δ’  ἤχου.
Προκείμενον: Υπομένων, υπέμεινα τον Κύριον, και προσέσχε μοι, και εισήκουσε της δεήσεώς μου.
Στ.: Και έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου, και κατεύθυνε τα διαβήματά μου.
Ευαγγέλιον των Δέκα Παρθένων. Ζήτει Σάββατον ΙΖ  ἑβδομάδος Ματθαίου
Ο Ν  ψαλμός.
Δόξα: Ταις της Αθληφόρου...
Και νυν: Ταις της Θεοτόκου...
Ιδιόμελον. Ήχος πλ. α . Στ.: Ελεήμον, ελέησόν με ο Θεός...
Την αγγελικήν πολιτείαν, και προ της αναστάσεως επιποθούσα, Θεοδοσία πανεύφημε, την παρθενίαν αμόλυντον ετήρησας, δι’ ης εν αγνεύοντι νοΐ, και λογισμώ ανεπιθολώτω, Θεώ τω καθαρώ ενουμένη, των ευθέων κατετρύφας χαρίτων εκάστοτε, αλλά και την λαμπάδα των έργων σου, άσβεστον κατέχουσα τω ελαίω της ευποιΐας, κατηξιώθης συνεισελθείν συν ταις φρονίμοις παρθένοις, εις τον Νυμφώνα τον ουράνιον. Ου της χαράς, και ημάς τους υμνούντάς σε, μετόχους γενέσθαι, ταις πρεσβείαις σου αξίωσον.
 Οι Κανόνες· της Θεοτόκου· και της Αγίας β .
Ο α’ Κανών, ου η' Ακροστιχίς: Θεοδοσίας της Μάρτυρος μέλπω κλέος.
Ωδή α'. Ήχος δ'. Θαλάσσης το ερυθραίον
Θεός σοι Θεοδοσία γέγονεν, οδός αθλήσεως, επί Σταυρόν εκούσιον ελθών· καθελών γαρ τον τύραννον, ώσπερ στρουθίον παίζεσθαι, υπό Μαρτύρων απειργάσατο.
Ευτόνως Θεοδοσία πάντιμε, προς γην κατέρραξας, τον αρχηγόν της πλάνης καρτερώς, εναθλούσα πανεύφημε, και τον της νίκης στέφανον, ως νικηφόρος Μάρτυς είληφας.
Ο πάλαι μεγαλαυχία χρώμενος, νυν καταβέβληται, ση καρτερία Μάρτυς προσβαλών· του Σταυρού γαρ την δύναμιν, αναλαβούσα ήσχυνας, άμετρα τούτον φρυαττόμενον.
Θεοτοκίον
Δολίως εξαπατήσας όφις με, είλεν αιχμάλωτον, του θεωθήναι πόθον μοι ενθείς· δια σου δε Πανάχραντε, ανακληθείς τεθέωμαι, αναλλοιώτως αληθέστατα.
 Έτερος Κανών, ου η ακροστιχίς: Θεοδοσία υμνώ ως Θεού δόσιν. Μελέτιος
Ωδή α . Ήχος πλ. α . Ίππον και αναβάτην.
Θείαν χάριν εξ ύψους, Θεοδοσία σεμνή, καταπέμψασα δίδου, αξίως ευφημήσαί σε, ουχ ίνα τη δόξη σου προστιθώμεν, έπαινον, αλλ’ ημείς κοσμηθώμεν σε δοξάζοντες.
Ένδον εν τη καρδία, διατηρούσα το πυρ, της αγάπης Κυρίου, φλεγόμενον ουκ έπτηξας, τυράννων θρασύτητα τω Χριστώ δε, έλεγες, κραταιά ως θάνατος η αγάπη σου.
Όλβον εν τη ψυχή σου, συναγαγούσα πολύν, σωφροσύνην ανδρείαν, πτωχείαν τε εκούσιον, αυτόν εγκαθώρμισας εις λιμένα, εύδιον, σωτηρίας, εν ω επαναπέπαυσαι.
Θεοτοκίον.
Δέσποινα Συ τεκούσα, τον των απάντων Θεόν, εν αγνεία τας πύλας, της παρθενίας ήνοιξας, διο αι νεάνιδες οπίσω Σου έδραμον, Βασιλεί, των αιώνων ευφραινόμενα.
Ωδή γ'. Ευφραίνεται επί σοι.
Ο πόθος ο θεϊκός, Θεοδοσία σε πιστήν έδειξε, νύμφην Χριστού Μάρτυρα, τούτου τον Σταυρόν αγαπήσασαν.
Σαρκός την φθοροποιόν, καταλιπούσα ω σεμνή πρόνοιαν, ζωοποιώ Πνεύματι, ζης Θεοδοσία πανεύφημε.
Ιάτρευσόν μου τον νουν, θεοδωρήτω σου Σεπτή χάριτι, και την ψυχήν πάθεσιν, εκνενευρισμένην θεράπευσον.
Θεοτοκίον
Ανέστησας ω σεμνή, την πεπτωκυίάν μου μορφήν τέξασα, τον αρχηγόν Δέσποινα, της πάντων ημών αναστάσεως.
Έτερος. Ο πήξας επ’ ουδενός.
Οπλίσασα, σεαυτήν τη πίστει πανεύφημε, επελάβου πάντη, ως ήσθα φύσεως, λίαν ασθενούς και τρυφεράς, αλλ’ έδραμες γενναίως, προς τα παλαίσματα μη πτήξασα, των εικονομάχων το φρύαγμα.
Συνέθλασας, κατά γης το κέρας του όφεως, δια τούτο Μάρτυς, εκείνος όπλισε, το κέρας του ταύρου κατά σου, συ δε εν τη δυνάμει, του σου Νυμφίου εκεράτισας, δι’ αυτού εχθρών σου συστήματα.
Ιδούσα, τον δυσσεβή Εικόνων αντίπαλον, την Χριστού Εικόνα, καταβαλλόμενον, άνωθεν κατέρραξας αυτόν, εις πέταυρον του άδου, ειπούσα Λόγε εν τη Πόλει σου, την Εικόνα τούτου εξουδένωσον.
Θεοτοκίον.
Ασπόρως, τον του Θεού Υιόν απεκύησας, τον υιοθετούντα, δια βαπτίσματος, υιούς του Αδάμ τους εξ Εδέμ, ενδίκως εξωσθέντας, και τω Πατρί προσαναφέροντα, όθεν Σε Παρθένε δοξάζομεν.
Κάθισμα. Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε
Θεού δόσις πέφυκας, εικότως Μάρτυς σοφή, αθλήσει εκλάμπουσα, και παρθενίαις φαιδραίς, ακτίσι πυρσεύουσα, πάντων τας διανοίας, των αεί σε τιμώντων, πίστει Θεοδοσία, και την σην φαιδροτάτην, τελούντων επί γης εορτήν θεομακάριστε.
Δόξα... Και νυν... Θεοτοκίον.
Εκαίνισας Άχραντε, τω θείω Τόκω σου, φθαρείσαν τοις πάθεσι, των γηγενών την θνητήν, ουσίαν και ήγειρας, πάντας εκ του θανάτου, προς ζωήν αφθαρσίας· όθεν σε κατά χρέος, μακαρίζομεν πάντες, Παρθένε δεδοξασμένη, ως προεφήτευσας.
Ωδή δ'. Επαρθέντα σε ιδούσα
Σεσοβημένος ο τύραννος ταις αικίαις, καταπτοείν το εύτονον, της σης καρτερίας, ώετο ο δόλιος, αυτή δε Πανεύφημε· Δόξα τω Θεώ ανεκραύγαζες.
Την θεόσδοτον και θείαν προσηγορίαν, προγνωστικώς επλούτησας, Μάρτυς αθληφόρε· δόσις γαρ εγένου Θεώ, ημάς κατευφραίνουσα, πίστει σε και πόθω γεραίροντας.
Ηγλαϊσμένην θεόφρον Θεοδοσία, μαρτυρικού δι' αίματος, σου πεφοινιγμένην, περιβεβλημένη στολήν· Δραμούμαι οπίσω σου, πόθω του νυμφίου μου, έκραζες.
Θεοτοκίον
Σεσαρκωμένον τον Λόγον αγνή Παρθένε, θεοπρεπώς εγέννησας, και μένεις Παρθένος· όθεν ασιγήτοις φωναίς, το Χαίρέ σοι Δέσποινα, πίστει αδιστάκτω κραυγάζομεν.
Έτερος. Την θείαν εννοήσας Σου.
Νοός σου την ανδρείαν εθαύμασαν, και οι πολέμιοι σεμνή, Θεοδοσία ορώντές σου, την ακατάπληκτον γνώμην, μεθ’ ης ανδρειοφρόνως ενήθλησας.
Υπήρξας εν ασκήσει ως πρόβατον, εν ταπεινώσει της ψυχής, των αρετών εν δε πάλη, τη των εικονομάχων ως λέων δεινός.
Μεγάλως εδοξάσθης αείμνηστε, καταβαλούσα των εχθρών, τας μηχανάς και τας κλίμακας, εν τη δυνάμει του πάλαι, τον πύργον της Χαλάνης συγχέαντος.
Θεοτοκίον.
Νοήσαι το μυστήριον άχραντε, το επί Σοι οι γηγενείς, μη εξισχύοντες σέβομεν, αυτό εν πίστει σιγώντες, και δόξαν τω Κυρίω προσάγοντες.
Ωδή ε'. Συ Κύριέ μου φως
Μύρον εκκενωθέν, τον Χριστόν αγαπήσασαι, νεάνιδες θεοφρόνως, ηκολούθησαν τούτω, εν άσμασι δοξάζουσαι.
Αιώνιον ζωήν, χρονικής ανταλλάξασα, ανθ' αίματος βραχυτάτου, ουρανών βασιλείαν, η Μάρτυς εκληρώσατο.
Ρέουσιν ως πηγαί, των Μαρτύρων τα λείψανα, ιάματα τοις νοσούσι, και ψυχών αρρωστίας, τη πίστει θεραπεύουσι.
Θεοτοκίον
Τίς δύναται το σον, ερμηνεύσαι μυστήριον, Πανάμωμε; τον γαρ Κτίστην, μη χωρούμενον πάσιν, εν μήτρα σου εχώρησας.
Έτερος. Ο αναβαλλόμενος.
Ώσπερ ρόδον εύοσμον, συ κατεκάλλυνας, την σην πατρίδα, Οσιομάρτυς, ρείθροις των αιμάτων σου, Σιών δεν την άνω, προσθήκην ση εδόξασας.
Ωρμήσας προς πόλεμον, γυνή η άμαχος, μάχιμον γαρ σε, το θείον Πνεύμα, ειργάσατο όπως αν, δια σου Εικόνων, την άμυναν ποιήσηται.
Σύντριψον ως τάχιστα, το κέρας ένδοξε, των υβριζόντων, σεπταίς Εικόσι, και το κέρας ύψωσον, των ορθοδοξούντων, σαις ικεσίαις πάνσεμνε.
Θεοτοκίον.
Θλίψεσι βαλλόμενος, απείροις πάναγνε, εις Σε προστρέχω, μη μου παρίδης, στεναγμόν και δάκρυα, η παραμυθία, του κόσμου Συ με οίκτειρον.
Ωδή ς'. Θύσω σοι, μετά φωνής
Υπέρ σου, μετά σπουδής τον θάνατον είλετο, Θεοδοσία η Μάρτυς, απειλάς τυράννων μη πτοηθείσα, το σον πάθος, μιμουμένη Χριστέ το εκούσιον.
Ραδίως, τω Σταυρώ σου γυναίκες ρωννύμεναι, τας κεφαλάς των δρακόντων, ώσπερ έφης Σώτερ καταπατούσι, τω σω πόθω, τετρωμέναι και θείω σου έρωτι.
Θεοτοκίον
Όλην σε, περιστεράν τελείαν και άμωμον, και τηλαυγέστατον κρίνον, και κοιλάδων άνθος ω Θεομήτορ, ο νυμφίος, ο νοητός ευρών σοι εσκήνωσεν.
Έτερος. Μαινομένην κλύδωνι.
Έζησας ως άσαρκος, των Αγγέλων βίου αληθώς, το θανείν δε ήλεγξε σε φύσεως, ούσα θνητής, και συν Αγγέλοις ομόσκηνον.
Όλην ανατέθεικας, σεαυτήν τω Πλάστη και Κριτή, δια τούτο κόσμον εγκατέλιπες, και τω Σταυρώ, τω του Χριστού συνεσταύρωσαι.
Ύλην την του σώματος, προσλαβόντα τον Δημιουργόν, προσεκύνεις θείοις εν μορφώμασι, δι’ α δεκτόν, θύμα Αυτώ προσενήνεξαι.
Θεοτοκίον.
Δώρον επουράνιον, ο Θεός Σε δέδωκεν εν γη, τη βροτεία φύσει Μητροπάρθενε, ίνα ημάς, εκ γης ανάξης προς Κύριον.
Κοντάκιον. Ήχος β'. Τα άνω ζητών
Τοις πόνοις ζωήν, την άπονον κεκλήρωσαι, τοις αίμασι δε, τον Λέοντα απέπνιξας, τον εχθρόν τον βέβηλον, Εκκλησίας Χριστού πανεύφημε, και αυτώ συγχαίρουσα νυν, δυσώπει απαύστως υπέρ πάντων ημών.
Ο Οίκος.
Θεοδοσίας τους θείους πόνους, ποία γλώσσα ανθρώπων, εξισχύσει ποτέ, προς έπαινον διηγήσασθαι; Όμως ημείς, οι λόγοις αχρείοι, και ηδονών ατοπίαις δουλεύοντες, κατά δύναμιν υμνήσαι, ταύτην προεθυμήθημεν, ασκήσει γαρ το πρότερον, τα πάθη καταβαλούσα, και ύστερον δια κέρατος, του Μαρτυρίου τον στέφανον κομισάμενη, συν ταις άνω χαίρει στρατιαίς, τους εκτελούντας, την μνήμην αυτής σκέπουσα.
Συναξάριον.
Τη ΚΘ   του αυτού μηνός, μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος Θεοδοσίας, της Κωνσταντινουπολιτίσσης και των συν αυτή.
             Στίχοι: 
    Κέρας κριου κτείνάν σε, Θεοδοσία,
    ώφθη νέον σοι της Αμαλθείας κέρας.

   Αύτη, κατήγετο από γονείς περιβοήτους εις την ευσέβειαν, πλουσίους κατά πολύ. Όθεν και η Αγία, από μικράς ηλικίας επαιδεύθη εν ευσεβεία και εν πάση αρετή. Εις ηλικίαν επτά ετών εστερήθη τον πατέρα της, η μήτηρ της την έκαμε καλογραίαν εις Μοναστήριόν τι της Κωνσταντινουπόλεως. Δεν παρήλθε πολύς καιρός, και απέθανε και η μήτηρ της. Η δε Θεοδοσία τότε, εμοίρασεν όλα τα πλούτη εις τους πτωχούς. Κατά την εποχήν της αιρέσεως των εικονομάχων, η Αγία Θεοδοσία ήτο ηγουμένη του Μοναστηρίου της. Βλέπουσα τον διωγμόν κατά των ιερών Εικόνων και αυτή η ιδία υπερεμάχει της Ορθοδόξου πίστεως ως προς τον σεβασμόν των ιερών εικόνων, και τας άλλας καλογραίας ενεθάρρυνεν εις τούτο. Κάποτε, ο σπαθάριος του εικονομάχου βασιλέως Λέοντος του Ισαύρου, ανέβη εις κλίμακα ίνα καταρρίψη την περίφημον εικόνα Χριστού του Αντιφωνητού, ανηρτημένην εις την Χάλκην Πύλην. Η Αγία, αφού παρέλαβε μεθ’ εαυτής και άλλας μοναχάς, αφήρεσαν ατρόμητοι την κλίμακα και ο υβριστής των ιερών Εικόνων, καταπεσών, εφονεύθη. Το ιερόν τούτο ανδραγάθημα, έφερεν αυτάς και εις το Μαρτύριον. Αι μοναχαί, απεκεφαλίσθησαν αμέσως. Η δε Αγία Θεοδοσία, υποστάσα δεινά βασανιστήρια, επνίγη με εν κέρατον κριου, το οποίον της έχωσαν εις το στόμα της.
 Τη αυτή ημέρα, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Θεοδοσίας, της Τυρίας.
Πνίγει θαλάσσης Θεοδοσίαν ύδωρ, τρέφει δε Χριστός εις αναψυχής ύδωρ. Αύτη η ιερά και Αγία κόρη, Τυρία ην το γένος. Οκτωκαιδέκατον δε άγουσα της ηλικίας έτος, συλλαμβάνεται υπό των ειδωλολατρών, και δεσμείται, μέλλουσα δίκας διδόναι, ως ομολογούσα τον Θεόν. Άρτι γαρ προκαθεζομένων των δικαστών, ήχθη Ουρβανώ τω άρχοντι, ο δε θύειν τοις ειδώλοις αυτή προστάττει. Επεί δε ουκ επείσθη, δεινάς κατά των πλευρών, και κατά των μαζών επιθείς αυτή βασάνους, μέχρις οστέων αυτών τε ήδη και των έσω σπλάγχνων ο ανήλεως εχώρει, επιμόνως την παίδα ορών τιμωρουμένην, και σιγή τας βασάνους δεχομένην. Έτι δε αυτήν εμπνεύουσαν, ηρώτα θύειν παρακελευόμενος. Η δε, διάρασα το στόμα, και τοις οφθαλμοίς ατενίσασα, επιμειδιώντι τω προσώπω: Τί δη πλανάσαι, φησίν, άνθρωπε; Ουκ οίδας, ότι της του Θεού μαρτυρίας κοινωνίας τυχείν ηξιώθην; Ο δε, επεί συνείδεν εαυτόν γελώμενον υπό της κόρης, μείζοσιν η πρώτον αικίζεται ταις βασάνοις. Είθ’ ούτω τοις θαλαττίοις ακοντίζει ρεύμασιν, εν οις το μακάριον τέλος εδέξατο.
 Τη αυτή ημέρα, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Ολβιανού, Επισκόπου πόλεως Ανέου και των μαθητών αυτού.
Τον Ολβιανόν μάλα όλβιον λέγω, υπέρ Θεού θανόντα του πανολβίου. Ος ην επί της βασιλείας Μαξιμιανού, εν υπατεία Αλεξάνδρου και Μαξίμου, και ήχθη επί Ιουλίου και Αιλιανού, ηγεμόνων της Ασίας. Υπό τούτων δε ερωτώμενος, και μη πειθόμενος θύσαι, γυμνούται των ιματίων, και οβελίσκοις πεπυρακτωμένοις τα σπλάγχνα διαπείρεται και κατακαίεται, είτα φρουρείται. Και εις δευτέραν ερώτησιν αχθείς, και μη ενδούς, γυμνούται, και τας σάρκας ξέεται σφοδρώς. Πυράς δε εξαφθείσης μεγίστης, και εις ύψος αρθείσης επί πολύ, εν αυτή ακοντίζεται, και εν αυτή το πνεύμα τω Θεώ παρατίθεται.
 Τη αυτή ημέρα, μνήμη του Οσίου Αλεξάνδρου Πάπα Αλεξανδρείας.
Σεπτήν τελευτήν την Αλεξάνδρου σέβω, ον οίδα σεπτόν της Αλεξάνδρου Πάπαν. Ούτος, ήτο κατά τους χρόνους Κωνσταντίνου του μεγάλου, εν έτει 320, προ της Οικουμενικής πρώτης Συνόδου. Έγινε δε Πατριάρχης Αλεξανδρείας μετά τον Αχιλλάν. Ούτος και τον δυσσεβή και κακόφρονα Άρειον εδίωξε και απέβαλεν από την Εκκλησίαν του Θεού. Διαλάμψας δε εις τον θρόνον χρόνους εικοσιτρείς, αφήκε διάδοχόν του τον Μέγα Αθανάσιον.
 Τη αυτή ημέρα, οι Άγιοι Μάρτυρες· Ανήρ και η τούτου Σύζυγος, ξύλοις τα οστά συντριβέντες, τελειούνται.
Τοις ανδρός οστοίς συγκατεθλάσθης, γύναι, καγώ σον οστούν, προς τον άνδρα φαμένη.
 Τη αυτή ημέρα, ο Άγιος Νεομάρτυς Νάννος, ήτοι Ιωάννης, ο Θεσσαλονικεύς, ο εν Σμύρνη μαρτυρήσας εν έτει 1802, ξίφει τελειούται.
Και ο Νάννος ώφθη χαριτώνυμος νέος, μάρτυς Κυρίου, ω άκρας ευδοξίας.
 Τη αυτή ημέρα, ανάμνησις της θλιβερής αλώσεως της Βασιλίδος των Πόλεων, ήτοι της Κωνσταντινουπόλεως.
 Τη αυτή ημέρα, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων· Σισινίου του διακόνου, Μαρτυρίου και Αλεξάνδρου, των μαρτυρησάντων εν έτει 397 μ.Χ., εν τω Μεδιολάνω της Ιταλίας.
 Τη αυτή ημέρα, μνήμη του Αγίου Μαξιμίνου, επισκόπου Τρεβήρων, πολεμίου του αρειανισμού, και περιθάλψαντος κατά τον διωγμό αυτού τον Μέγα Αθανάσιο.
 Τη αυτή ημέρα, μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος Ανδρέου του Αργέντη, του εκ Χίου και εν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσαντος εν έτει 1465 μ. Χ.
 Τη αυτή ημέρα, μνήμη του Αγίου Νέου Ιερομάρτυρος Ευθυμίου, Επισκόπου Ζήλων, του εκ Παρακοίλων της Λέσβου ορμωμένου, και εν Αμασεία του Πόντου, υπό των Αγαρηνών εν βαρυτάτη ειρκτή εκλεισθέντος, μαρτυρικώς τελειωθέντος, εν έτει 1921ω. Ο Ευθύμιος εν ειρκτή μαρτυρήσας, προσετέθη χορεία Μαρτύρων.
 Τη αυτή ημέρα, μνήμη του Οσίου Ιωάννου του δια Χριστόν σαλλού, του Ρώσσου.
 Τη αυτή ημέρα, μνήμη του Αγίου Εθελμπέρτου του βασιλέως.
 Τη αυτή ημέρα, μνήμη του Οσίου Ιερεμίου του Δαμασκηνού.
 Τη αυτή ημέρα, η Σύναξις της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Εγγύησης των Αμαρτωλών, εν τη Ρωσσία
Ταις αυτών αγίαις πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς.
Ωδή ζ'. Εν τη καμίνω
Σε θεοσδότοις, κεκοσμημένην Μάρτυς κάλλεσι, πίστει θεωρούντες ύμνοις ειλικρινώς, τω νυμφίω σου κραυγάζομεν· Ευλογημένος ει εν τω ναώ, της δόξης σου Κύριε.
Μετά παρθένων, λαμπαδηφόρος εις ουράνιον, Μάρτυς νυν παστάδα χαίρουσα τω Χριστώ, εισελήλυθας κραυγάζουσα· Ευλογημένος ει εν τω ναώ της δόξης σου Κύριε.
Θεοτοκίον
Επί του θρόνου, του επηρμένου ο καθήμενος, θρόνον σε επί γης Παρθένε θεοπρεπή, ευρηκώς επανεπαύσατο· Ευλογημένη συ εν γυναιξί, πανάμωμε Δέσποινα.
Έτερος. Ο υπερυψούμενος.
Ο Πλάστης της κτίσεως, εξ οστέων έπλασε, το θήλυ δεικνύμενος, ως δύναμιν έθηκε, και φύσει ασθενούση, προς τους άθλους προσχωρούση.
Σε ως προστασίαν μου, εις Θεόν προβάλλομαι, μη παύση πρεσβεύουσα, κινδύνων ρυσθήναί με, και πάσης επηρείας, των εχθρών Θεοδοσία.
Ιατρείον άμισθον, ο ναός σου πάνσεμνε, εδείχθη τοις κάμνουσι, παντοίοις νοσήμασιν, εις ον προσπεφευγότες, ανυμνούμέν σε προθύμως.
Θεοτοκίον.
Νέον βρέφος έτεκες, τον Θεόν τον άναρχον, Παρθένε πανάμωμε, διο με γηράσαντα, παντοίαις αμαρτίαις, ανακαίνισον λιταίς Σου.
Ωδή η'. Χείρας εκπετάσας Δανιήλ.
Λυθείσα δεσμών των της σαρκός, Θεοδοσία σεμνή, ανέπτης χαίρουσα, προς φωτεινόμορφον θάλαμον, νυμφικώς περιχορεύουσα, και μαρτυρίου φοινικώ αίματι στίλβουσα, και βοώσα· Πάντα τα έργα υμνείτε τον Κύριον.
Παστάδα ουράνιον οικείν, κατηξιώθης φαιδρώς, Θεοδοσία σεμνή, διαιωνίζουσαν εύκλειαν, ευραμένη παναοίδιμε, και της ανδρείας σου καρπόν όντως πλουτήσασα· Ευλογείτε, πάντα τα έργα βοώσα τον Κύριον.
Ωράθης φερώνυμος σαφώς, Θεοδοσία σεμνή· Θεού γαρ δόσις ημίν, αρίστη δέδοσαι πάνσοφε, δωρεών των υπέρ έννοιαν, αναδιδούσα ποταμούς τοις πίστει μέλπουσιν· Ευλογείτε, πάντα τα έργα Κυρίου τον Κύριον.
Θεοτοκίον
Κυρίως γεννήσασα Θεόν, κυρίως πάναγνε, Μήτηρ εδείχθης Θεού, επαληθεύουσαν φέρουσα, καταλλήλως τω γεννήματι, θεωνυμίαν, οι πιστοί· όθεν δοξάζομεν, Θεοτόκον, σε θεοφρόνως πανάμωμε Δέσποινα.
Έτερος. Σοι τω Παντουργώ εν τη καμίνω.
Μέλισσα σοφή, Θεοδοσία ώφθης, συλούσα τα εύοσμα, άνθη του μέλιτος, τας εναρέτους πράξεις, πάντων Αγίων, και αποτιθείσα, τω σίμβλω σης καρδίας.
Εύας πτερνιστήν, συ επτερνίσω Μάρτυς, σατάν τον πολέμιον, και γαρ κατέρραξας, εις γην εξ ύψους, ως αστραπήν πεσόντα, συν τοις διακόνοις, αυτού τοις επαράτοις.
Λύχνον σοις ποσί, διακρατούσα Μάρτυς, και φως εν ταις τρίβοις σου, νόμον τον ένθεον, απλανώς ήκες, εις Μονάς ουρανίους, εν αις απολαύεις, τας αμοιβάς των πόνων.
Τριαδικόν.
Ένα εν Τρισί, Θεόν υμνώ προσώποις, αμέριστον σύνθρονον, και συναΐδιον, Πατέρα Λόγον, και Άγιον Πνεύμα, εν μια Ουσία, Θεότητι και δόξη.
Ωδή θ'. Λίθος αχειρότμητος
Λύσον τας σειράς των πταισμάτων, των ευσεβώς σε ανυμνούντων, ταις σαις ικεσίαις θεόφρον, Θεοδοσία Μάρτυς πανεύφημε, Θεώ τω παντοκράτορι, παρισταμένη πανσεβάσμιε.
Εύας της προμήτορος πόθον, επιτηδείως εκομίσω, νεύσει προς Θεόν θεουμένη, και γενομένη θεία μεθέξει Θεός· διο σε παμμακάριστε, Θεοδοσία μακαρίζομεν.
Όλος γλυκασμός χρηματίζει, ο σος νυμφίος αθληφόρε, όλος ψυχική θυμηδία, Θεοδοσία Μάρτυς υπάρχει Χριστός, ούπερ νυν απολαύουσα, ταις σαις πρεσβείαις ημών μέμνησο.
Θεοτοκίον
Σαρκί επιδημήσαι θελήσας, ο διακοσμήσας πάντα Λόγος, εν σοι κατεσκήνωσε μόνην, αγιωτέραν πάντων ευράμενος, και Θεοτόκον έδειξεν, επ' αληθείας Μητροπάρθενε.
Έτερος. Ησαΐα χόρευε.
Τω ελαίου κέρατι, βασιλείς, εχρίοντο το πριν, λαμβάνοντες Θεού, χάριν δαψιλή, εκ τούτου βασίλισσα, συ δε σεμνή κέχρισαι καλώς, ταύρου τω κέρατι, και αιμάτων προσχύσεσι.
Ισχυρώς κατέρραξας, παλαμναίον, δράκοντα εις γην, τοις άθλοις τοις σεπτοίς, και ασκητικοίς, αγώσί σου πάνσεμνε, διο Χριστώ τω Παμβασιλεί, νίκης τω στέμματι, κοσμουμένη νυν παρίστασαι.
Όλην σου την έφεσιν, προς το άκρον, πάντων ορεκτών, ιθύνασα σεμνή τούτω εντρυφάν, ηξίωσαι χαίρουσα, διηνεκώς ω παρεστώσα νυν, καθικέτευε, σωθήναι ημάς.
Θεοτοκίον.
Σωτηρίας ήνεγκας, εις τον κόσμον, τέξασα Θεόν, τον σώζοντα ημάς, εξ αμαρτιών, και πάσης κολάσεως, Ιησούς γαρ όνομα Αυτώ, όθεν κυρίως Σε, Θεοτόκον καταγγέλομεν.
Εξαποστειλάριον. Γυναίκες ακουτίσθητε.
Μαρτύρων σεμνολόγημα, και Αθλοφόρων καύχημα, Θεοδοσία θεόφρον, πρεσβεύουσα μη ελλίπης, Χριστώ τω Αθλοθέτη σου, υπέρ των εκτελούντων νυν, την φωτοφόρον μνήμην σου, και σε τιμώντων εκ πόθου, πανεύφημε Αθλοφόρε.
Θεοτοκίον.
Μαρία καθαρώτατον, χρυσούν θυμιατήριον, της αχωρήτου Τριάδος, δοχείον γεγενημένη, εν ω Πατήρ ηυδόκησεν, ο δε Υιός εσκήνωσε, και Πνεύμα το πανάγιον, επισκιάσαν σοι Κόρη, ενέδειξε Θεοτόκον.
Αίνοι. Ήχος πλ. β’ . Όλην αποθέμενοι.
Ηλίου φαιδρότερον, η πανσεβάσμιος μνήμη, σήμερον εξέλαμψε, της Οσιομάρτυρος, δεύτε δράμωμεν, τα πολλά θαύματα, και τας αριστείας, και τους πόνους της ασκήσεως, εγκωμιάζοντες, και τον δια κέρατος θάνατον, προθύμως ον υπέμεινας, υπέρ της Εικόνος του Κτίσαντος, ταύτην συνελθόντες, υμνήσωμεν εν άσμασι πιστοί, Θεοδοσίαν την ένδοξον, και αειμακάριστον. (Δις)
 Επέλαμψε σήμερον, εαρινή θυμηδία, τας ψυχάς φωτίζουσα, και σωμάτων κάκωσιν, αφανίζουσα, το διπλούν έαρ γαρ, της Θεοδοσίας, νυν η μνήμη εξανέτειλεν, δεύτε συνδράμωμεν, οι κεκακωμένοι ταις θλίψεσι, και νόσοις εκτρυχόμενοι, και εκ της σορού απαντλήσωμεν, ίασιν παντοίαν, δοξάζοντες Χριστόν τον δι’ αυτής, επιτελούντα θαυμάσια, εν πάσι τοις πέρασιν.
 Γλυκύ το ποτήριον, της του Χριστού μαρτυρίας, καν άλλως σκευάζηται, εκ πασών των θλίψεων, και κακώσεων, αλλ’ η ση αίσθησις, ω Θεοδοσία, υπερβάσα τα ορώμενα, και τα κατ’ αίσθησιν, τούτου αισθομένη του έρωτος, ηδέως τούτο έπιες, δια πικροτάτου του κέρατος, όθεν συνελθόντες, την μνήμην σου τελούντες οι πιστοί, και ικετεύομεν πρέσβευε, υπέρ των ψυχών ημών.
Δόξα. Ήχος πλ. δ’ .
Ω της του Σταυρού σου ισχύος Παντοδύναμε Κύριε, ότι το πάθημα του θανάτου, εκ της ασθενείας της εμής σαρκός καταδεξάμενος, τη της Θεότητός σου δυνάμει, την ημετέραν ενεδυνάμωσας ασθένειαν. Και γαρ ως ο πάλαι Αδάμ, οστούν κραταιότητος, τω ασθενεστέρω σκεύει δανείσας, σάρκα ταπεινήν εδέξω αντ’ αυτού, διο και απαλή κόρη, κατά του αρχεκάκου δράκοντος ανδριζομένη, και τούτου την αλαζονείαν καταπατήσασα, δοξάζει Σε τον μόνον αγωνοθέτην, και στεφοδότην Κύριον, τον παρέχοντα ταις ψυχαίς ημών, το μέγα έλεος.
Και νυν. Θεοτοκίον.
Ανύμφευτε Παρθένε, η τον Θεόν αφράστως συλλαβούσα σαρκί, Μήτηρ Θεού του υψίστου, σων οικετών παρακλήσεις δέχου Πανάμωμε, η πάσι χορηγούσα καθαρισμόν των πταισμάτων, νυν τας ημών ικεσίας προσδεχομένη, δυσώπει σωθήναι πάντας ημάς.
 Δοξολογία Μεγάλη και Απόλυσις.
Μεγαλυνάριον
Δόσει λαμπρυνθείσα παρθενική, δόσιν ευσεβείας διαυγάζεις αθλητικώς, ω Θεοδοσία, Χριστού Παρθενομάρτυς: διο καμοί μετάδος, εκ των σων δόσεων

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Voutsinasilias.blogspot.gr
http://voutsinasilias.blogspot.gr/search?updated-max=2013-05-26T13:41:00%2B03:00&max-results=7&start=1&by-date=false



Τετάρτη 24 Μαΐου 2017

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ-ΔΙΔΑΧΕΣ



site analysis

Θυμάμαι τήν άδελφή Βρυαίνη πού μού κρατούσε τό χέρι καί μού έλεγε: «Πού θά πάς; ’Έχω να διανύσω χάος. Πού θά πάς;». 



Να καταλάβουμε ποιος είναι ό σκοπός μας καί ό προορισμός μας. Διάβαζα προχθές στον άββά Ισαάκ ότι ένας μοναχός σώζει επτά γενεές καί λάμπει επτά φορές σάν τον ήλιο. Σκεφθήτε τί μεγάλη άξια! Τί μάς έχει δώσει ό Θεός! Γι` αύτό θάχουμε καί πειρασμούς, θάχουμε καί λογισμούς. Όλα θά τά πολεμήσουμε γιά τήν άγάπη του Χριστού. Καί λογισμούς θά έχουμε καί σταυρούς καί βάσανα θά έχουμε. «Δόξα σοι, ό Θεος, μέριμνες κλπ., μόνο όταν ύπάρχη ανάγκη μεγάλη. Όταν δεν ύπάρχη άνάγκη, δέν χρειάζεται να ξεφεύγουμε άπό την τάξι μας καί να μάς τραβάη ή μέριμνα ή μεγάλη καί να άφήνουμε τον Θεό.


Υστερα λέμε πώς θάρθή τό δάκρυ, πώς θάρθή ή κατάνυξις, ή έπίγνωσις τού εαυτού μας, γιά να καταλάβουμε ποιο είναι τό θέλημα τού Θεού, πώς πρέπει να εργαστούμε τον Θεόν. Πώς θά περάσουμε τά τελώνια την ήμέρα τής άναχωρήσεώς μας; Έγώ όταν τό βάζω αύτό τό πράγμα στο νου μου, τρέμω, φοβάμαι πάρα πολύ- λέω, πώς θά μέ περικυκλώσουν τήν ώρα πού θά ξεψυχάω; Όλα τά τελώνια θά μαζευτούν εκεί κοντά, θά μέ τραβούν άπό ’δώ, άπό ’κει καί θά μού λένε αύτό έκανες, εκείνο, τό άλλο. Πώς άνεβαίνουν τήν κλίμακα αύτή! Πώς θά τήν άνεβώ, είναι ή πιο φοβερή ώρα- δέν ύπάρχει άλλη χειρότερη ώρα άπό αύτή. Τί θά κάνουμε; Όλα αύτά θά μάς τά καταλογίση ό Χριστός. Αύτή τήν άμέλεια, τήν άδράνεια, τήν χαυνότητα, τήν άδιαφορία, τήν άναισθησία, τήν πολυλογία, τήν κατάκρισι, τήν καταλαλιά, τά διάφορα. Τί λόγο θά δώσουμε; Τί καλογριές, τί τάγμα άγγέλων καί τί τάγμα άρχαγγέλων!



Ή ώρα τού θανάτου είναι ή πιο φρικτή ώρα. Θυμάμαι τήν άδελφή Βρυαίνη πού μού κρατούσε τό χέρι καί μού έλεγε: «Πού θά πάς; ’Έχω να διανύσω χάος. Πού θά πάς;». «Θά πάω γιά δυο μέρες καί θά σου στείλω μία αδελφή». Τής τόλεγα γιά να δώ τί θά πή. Τί καταλάβαινε: «’Έχω να διανύσω χάος, πού πάς, κάτσε έδώ κοντά μου», καί μ’ έπιασε τό χέρι μου καί τό είχε μέσ’ στον κόρφο της καί δεν μέ άφηνε. Ή βρύση ήταν απέναντι καί δέν μέ άφηνε να πάω να πλύνω τα χέρια μου. Είχε στραφή τό πρόσωπό της στο πρόσωπό μου καί τά μάτια της δέν τά σήκωνε άπό πάνω μου. Λοιπόν, αύτό τό πράγμα έχει μείνει μέσα στήν ψυχή μου καί δέν φεύγει.
Προσέξτε τό κρυφό πράγμα, τό ανεξομολόγητο, είτε είστε μεγαλόσχημες είτε είστε μικρόσχημες καί δόκιμες. Είτε μεγαλόσχημος είτε δόκιμος καί μικρόσχημος τήν ώρα τής κρίσεως λογίζεται μεγαλόσχημος. Λοιπόν θέλει πολλή προσοχή καί πολύ φόβο Θεού.


«Γιατί σταμάτησες να μου κάνης κομποσχοίνι; Κάθε μέρα, όσο ζής, θά μου κάνης τό κομποσχοινάκι, γιατί κάθε μέρα λαβαίνω τό δώρο σου». ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ



Θυμάστε, σάς είπα κάποτε γιά ένα άτομο, πού ήρθε και μου είπε ότι δέν πιστεύει πώς ύπάρχει αιώνιος ζωή; Ξαφνικά μιά μέρα πέθανε ό καλύτερός του φίλος, πολύ νέος άνθρωπος. Άπό τον πόνο πού αίσθάνθηκε, ήρθε μιά μέρα, μέ βρήκε, μιλήσαμε καί τού είπα να του κάνη κάθε μέρα ένα κομποσχοινάκι τριαντα- τριάρι κι άς μή πιστεύη. Μετά άπό λίγο καιρό σταμάτησε να κάνη τό κομποσχοίνι.



 Παρουσιάστηκε τότε ό φίλος του καί του λέει: «Γιατί σταμάτησες να μου κάνης κομποσχοίνι; Κάθε μέρα, όσο ζής, θά μου κάνης τό κομποσχοινάκι, γιατί κάθε μέρα λαβαίνω τό δώρο σου». Άς χάσουμε καί λίγο ύπνο. Είναι τέτοιες οί καταστάσεις τώρα, πού πρέπει να χάνουμε λίγο ύπνο, να έγκρατευώμαστε στο φαγητό μας καί σ’ όλα μας. Πρέπει να κάνουμε μιά θυσία γιά τήν άγάπη του Χριστού μας, γιατί οί καιροί έφτασαν, οί μέρες μας έφτασαν. Όλη ή φύσις μιλά, κλαίει καί οδύρεται, γιατί ή άμαρτία είναι μεγάλη κι όπου είναι μεγάλη ή αμαρτία, εκεί έρχεται καί ή οργή του Θεού.



Εκείνη τήν ώρα είδα πού άστραψαν τά δόντια της καί βγήκε ένα φως άπό τό στόμα της ήταν σάν νά ήταν διαμαντένια τά δόντια της, όλα χρυσά. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ.



Όλα νά τά γνωρίζη ό Γέροντας καί ή Γερόντισσα. Ηταν μία ένάρετη ψυχή πού ζούσε μέ πολλή εγκράτεια καί άσκησι. Κάποτε είδε στον ύπνο της κάποιο όραμα, το όποιο πίστεψε καί έπεσε σέ πλάνη. Αύτό ήταν ένα σοβαρό κώλυμα καί ό πνευματικός της πού τή χειροθέτησε λυπόταν πού δέν μπορούσε νά τό καταλάβη και νά τό άποβάλη άπό τή διάνοιά της. Έπέτρεψε ό Θεός νά τό πή σέ μένα: «Κοίταξε, Μαρικάκι, μου είπε, αυτά πού έβλεπα όλα ήταν πλάνη». Στήν τελευταία της ώρα, αφού κοινώνησε, κάθησε, ήρθε γιατρός, τής έκανε τήν ένεσι και είπε ότι ήταν πέντε λεπτά ύπόθεσι. Τότε ήρθε και ό πνευματικός καί τής είπα νά τον φωνάξω καί τήν έξομολόγησε. Είπε αύτό πού δέν τό έλεγε, ότι «έχω πλάνη καί μέ πλανάει αύτό τό πράγμα». Τής τραβούσα άπό προηγουμένως κομποσχοινάκι καί έλεγα «Θεέ μου, βοήθησέ την νά καταλάβη αύτό τό σφάλμα της». Καί τότε μου είπε: «Ότι έβλεπα ήταν πλάνη, σέ παρακαλώ πολύ όπου καταλαβαίνεις ότι είπα, πήγαινε νά τούς πής ότι ήταν πλάνη. Ή Ξένη ήταν σέ πλάνη».




 Εκείνη τήν ώρα είδα πού άστραψαν τά δόντια της καί βγήκε ένα φως άπό τό στόμα της ήταν σάν νά ήταν διαμαντένια τά δόντια της, όλα χρυσά. Είπα στον πνευματικό αύτό πού είδα καί είπε: «Ήταν αύτό πού τήν βάρυνε καί έφυγε καί έλαμψε ή Χάρις τού Θεού καί πάει άγγελος τώρα...», καί άρχισε νά κλαίη. Σκεφθήτε τί φοβερό πράγμα είναι όταν είναι κρυφό κάτι, σκεφθήτε νά μή καταλαβαίνη τό σφάλμα του κανείς. Όταν έχουμε ένα πάθος πού μάς πολεμάει καί δέν μπορούμε νά τό καταλάβουμε, όταν έρθη ή ώρα τού θανάτου, θά δυσκολευθοΰμε. ’Έχουμε νά κάνουμε μέ Κόλασι, δέν έχουμε νά κάνουμε μέ τίποτε άλλο, δέν έχουμε νά κάνουμε μέ παιχνίδια. Σκεφθήτε τό πυρ τό αιώνιον, τό σκότος τό εξώτερον, τό ψηλαφητόν σκότος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ  ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ.ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ.