Όταν στο Βυζάντιο κυριαρχούσε το ζήτημα της εικονομαχίας, στην Καππαδοκία της Μικράς Ασίας –μια περιοχή όπου έζησαν και μαρτύρησαν εκατοντάδες άγιοι– γεννήθηκε η Oσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου. Το γεγονός ότι ο πατέρας της ήταν ο Φιλάρετος, στρατιωτικός διοικητής της περιοχής και ευνοούμενος του αυτοκράτορα Θεόφιλου και της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία της Ειρήνης, η οποία γεννήθηκε το 825. Ένα άλλο γεγονός –ο γάμος της αδελφής της, Καλλινίκης, με τον νεαρό καίσαρα Βάρδα– άνοιξε για τα καλά τον δρόμο της προς την Κωνσταντινούπολη.
Το 843 η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, ως επίτροπος πια του γιου της, Μιχαήλ του Γ’, αποφάσισε να βάλει τέλος στην εικονομαχία και επιστράτευσε για τον σκοπό αυτό τον πατέρα της Ειρήνης και τον μετέπειτα Πατριάρχη Μάξιμο τον Ομολογητή. Μετά την αναστήλωση των εικόνων, στις 19 Φεβρουαρίου του 843, η Θεοδώρα ζήτησε από τον Φιλάρετο να φέρει στην Κωνσταντινούπολη την κόρη του, με σκοπό να την παντρέψει με το γιο της, Μιχαήλ.
Αν και όλοι –σύμφωνα με την παράδοση– χάρηκαν, η ίδια έμεινε αδιάφορη, αφού από μικρή είχε αποφασίσει να γίνει μοναχή. Λίγο πριν φτάσει στην Κωνσταντινούπολη, ο Μιχαήλ είχε νυμφευτεί την Ευδοκία, οπότε το όλο σχέδιο ναυάγησε.
Ο πατέρας της αναζήτησε αλλού σύζυγο για την Ειρήνη, η οποία διαφώνησε και αποκάλυψε στους δικούς της την απόφασή της να γίνει μοναχή. Η απόφαση προκάλεσε την έντονη σύγκρουση με τον πατέρα της, ο οποίος τελικά συμφώνησε μαζί της και την οδήγησε ο ίδιος στη γυναικεία κοινοβιακή μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ του Χρυσοβαλάντου, η οποία βρισκόταν στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης.
Όταν εκάρη μοναχή ήταν μόλις 15 χρόνων. Έξι χρόνια αργότερα εξελέγη ηγουμένη, με τη φήμη της να απλώνεται σε όλο τον κόσμο, λόγω των θαυμάτων που –όπως αναφέρουν οι συναξαριστές– έκανε μέσα στη μονή.
Τα θαύματα
Η Ειρήνη, σύμφωνα με όσα έχουν γραφτεί γι’ αυτήν, έδινε πολύ μεγάλη σημασία στην εξομολόγηση. Κάθε πρωί καλούσε τις μοναχές της μονής στον Ιερό Ναό των Αρχαγγέλων και τις εξομολογούσε. Το ίδιο έκανε και με τους λαϊκούς, οι οποίοι έσπευδαν να ζητήσουν την καθοδήγησή της. Σύμφωνα με την παράδοση, ζήτησε στην προσευχή της το διορατικό χάρισμα, για να γνωρίζει τι κρύβει ο εξομολογούμενος στην καρδιά του.
Ένα από τα θαύματα που αποδίδονται στην Ειρήνη είναι αυτό με τα κυπαρίσσια: Τις έναστρες νύχτες, στεκόταν έξω από το κελί της και προσευχόταν. Μια από τις βραδιές αυτές, κάποια αδελφή αγρυπνούσε έξω από το κελί της και είδε το εξής παράδοξο: Τα δύο πανύψηλα κυπαρίσσια, τα οποία ορθώνονταν αριστερά και δεξιά στην είσοδο του καθολικού, λύγιζαν μπροστά στην προσευχόμενη αγία, σαν να την προσκυνούσαν, και η ίδια η Ειρήνη δεν πατούσε στη γη, αλλά αιωρούνταν περίπου ένα μέτρο πάνω από το έδαφος. Όταν η οσία ολοκλήρωσε την προσευχή της, σταύρωσε τα δύο κυπαρίσσια και εκείνα επανήλθαν στη φυσιολογική τους θέση. Η μοναχή, κατάπληκτη, με ανάμεικτα συναισθήματα φόβου και θαυμασμού, συγκρατήθηκε και δεν είπε τίποτα στην υπόλοιπη αδελφότητα. Το επόμενο βράδυ παραφύλαξε πάλι έξω από το κελί της και το ίδιο παράδοξο γεγονός επαναλήφθηκε˙ και ξανά το ίδιο, το τρίτο κατά σειρά βράδυ. Την επόμενη νύχτα, η μοναχή, χωρίς να την αντιληφθεί η ηγουμένη της, έτρεξε στα λυγισμένα κυπαρίσσια, έδεσε από ένα λευκό μαντήλι στις κορυφές τους και επέστρεψε στο κελί της.
Το πρωί, η ήρεμη ατμόσφαιρα του κοινοβίου αναστατώθηκε, όταν οι μοναχές είδαν τα δεμένα μαντήλια και κατάπληκτες ρωτούσαν η μια την άλλη ποιος ήταν αυτός που έδεσε τόσο ψηλά δέντρα, για ποιον λόγο το έπραξε και, προπάντων, με ποιον τρόπο. Η αδελφή που υπήρξε μάρτυρας στα θαυμάσια αυτά περιστατικά αποκάλυψε όλη την αλήθεια και τότε όλες έκλαιγαν από χαρά και συγκίνηση και παραπονιούνταν, γιατί δεν τις ξύπνησε να δουν κι εκείνες το θαύμα της ηγουμένης τους. Πάνω στην ώρα κατέφθασε και η Ειρήνη. Όταν κατάλαβε τι συνέβη και πώς μαθεύτηκε ένα μυστικό που εκείνη κρατούσε επτασφράγιστο για χρόνια ολόκληρα, επέπληξε αυστηρά την αδελφή που το μαρτύρησε με τα παρακάτω λόγια: «Αν με έβλεπες να αμαρτάνω σαν άνθρωπος, θα εφανέρωνες την αμαρτία μου;». Έθεσε, λοιπόν, βαρύ επιτίμιο για όποια τολμούσε να φανερώσει οτιδήποτε παράδοξο έβλεπε, όσο ήταν η ίδια εν ζωή. Έτσι, πολλά από τα θαύματα της αγίας εξαφανίστηκαν στη σιωπή της συνοδείας της.
Η προετοιμασία για τον θάνατο
Ειδική αναφορά γίνεται από όσους ασχολήθηκαν με την Οσία Ειρήνη στον θάνατό της, για τον οποίο είχε προετοιμαστεί ανάλογα: Τακτοποίησε τις υποθέσεις του μοναστηριού και υπέδειξε τη διάδοχό της. Μία εβδομάδα πριν από τη μεγάλη ημέρα, νήστεψε τρώγοντας μόνο μήλο και καθημερινά κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων. Ήταν Κυριακή, όταν για τελευταία φορά η Ειρήνη παρακολούθησε τη Θεία Λειτουργία, απάγγειλε το σύμβολο της πίστης (το «Πιστεύω»), κοινώνησε, αγκάλιασε τις αδελφές και τους ζήτησε συγγνώμη. Τέλος, γονάτισε μπροστά στην Ωραία Πύλη, ύψωσε τα χέρια της και προσευχήθηκε για τελευταία φορά με αυτά τα λόγια: «Δέσποτα, Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του Ζώντος. Συ, ο Ποιμήν ο Καλός, που με το πανάγιο και πολύτιμο αίμα Σου μας ελύτρωσες από τα δεσμά της αμαρτίας, άκουσε την τελευταία δέησι της ταπεινής Σου δούλης. Στην κραταιά Σου χείρα παραδίδω σήμερα το μικρό τούτο ποίμνιο. Σκέπασέ το με τη θεία σκέπη Σου και διαφύλαξέ το από τις επιθέσεις του αοράτου εχθρού. Διότι Συ είσαι ο αγιασμός μας και η απολύτρωσις και Σε θα δοξάζουμε αιωνίως. Αμήν».
Στη συνέχεια, αποσύρθηκε στο κελί της και πλάγιασε στην ασκητική της κλίνη. Οι μοναχές στάθηκαν γύρω της και την έβλεπαν να χαμογελά. Λίγο αργότερα, παρέδωσε το πνεύμα της, σε ηλικία 104 χρόνων.
Η έξω από τα συνηθισμένα κοίμησή της διαδόθηκε στην Πόλη, με αποτέλεσμα χιλιάδες κόσμου να φτάσουν στο μοναστήρι για να προσκυνήσουν το ιερό σκήνωμά της. Επικεφαλής ήταν ο πατριάρχης, ο οποίος με το πλήθος του λαού από όλες τις κοινωνικές τάξεις και των αρχιερέων και λοιπών κληρικών συνόδευσαν την οσία στην τελευταία της κατοικία, στο παρεκκλήσι του μεγαλομάρτυρος Αγίου Θεοδώρου.
Η έξω από τα συνηθισμένα κοίμησή της διαδόθηκε στην Πόλη, με αποτέλεσμα χιλιάδες κόσμου να φτάσουν στο μοναστήρι για να προσκυνήσουν το ιερό σκήνωμά της
Η ζωή και ο θάνατός της ενέπνευσαν τους αγιογράφους της εποχής, οι οποίοι την απεικόνισαν όπως την κράτησε στη μνήμη του ο απλός λαός: Η αγία απεικονίζεται με το ένδυμα της ηγουμένης, να κρατά στο δεξί χέρι της τα τρία θεόσταλτα μήλα. Ο άγγελος, ο οποίος τη βοηθούσε στο δύσκολο έργο της σωτηρίας των ψυχών, στέκεται μπροστά της κρατώντας ειλητάριο (περγαμηνή) με τμήμα του χαιρετισμού που της απηύθυνε («Χαίρε δούλη του Υψίστου, Ειρήνη…»). Ειλητάριο κρατά και η αγία στο αριστερό της χέρι, το οποίο αναγράφει παραινέσεις της οσίας (συνήθως, διαβάζεται η φράση: «Φως μοναχών, άγγελοι˙ φως κοσμικών, μοναχοί…»). Δίπλα στην αγία αγιογραφείται το κυπαρίσσι που λύγιζε όταν εκείνη προσευχόταν, με δεμένο το λευκό πανί στην κορυφή του, ενώ στο βάθος φαίνεται η μονή του Χρυσοβαλάντου. Συχνά, σε μια από τις θύρες της μονής απεικονίζεται η καλόγρια που είδε την αγία να αιωρείται προσευχόμενη.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη της Οσίας Ειρήνης, της ηγουμένης της Μονής Χρυσοβαλάντου, στις 10 Αυγούστου.
Τα μήλα του Παραδείσου
Η Αγία Ειρήνη συνδέθηκε με το περιστατικό των τριών μήλων, όπως έχει φτάσει σε εμάς: Ένα βράδυ, καθώς προσευχόταν, ήρθε φωνή προς την οσία που της είπε: «Υποδέξου τον ναύτη που σου φέρνει σήμερα τα οπωρικά και να τα φας με χαρά, ώστε η ψυχή σου να νιώσει αγαλλίαση». Στη διάρκεια του Όρθρου έστειλε δύο μοναχές στην πύλη της μονής για να υποδεχτούν έναν ναύτη που ήταν απέξω. Όταν, μετά την Ακολουθία, συναντήθηκαν, εκείνος της είπε ότι είναι ναύτης από την Πάτμο. Καθώς ξεκίνησε το καράβι τους για να πλεύσει στην Κωνσταντινούπολη, ένας σεβάσμιος γέροντας από την ακτή τούς φώναξε, παρακαλώντας να γυρίσουν πίσω για να τους δώσει κάτι. Όμως, το καράβι έπλεε με ανοιγμένα πανιά. Τότε ο γέροντας πρόσταξε το πλοίο να σταματήσει, πράγμα που έγινε, κι εκείνος, περπατώντας στην επιφάνεια της θάλασσας, πήγε κοντά τους. Και βγάζοντας από το στήθος του τρία μήλα, του τα έδωσε λέγοντας: «Όταν φτάσεις στην Πόλη, να τα δώσεις στον Πατριάρχη και να του πεις πως του τα έστειλε ο Θεός και ο δούλος του Ιωάννης από τον Παράδεισο». Στη συνέχεια έβγαλε άλλα τρία μήλα και του είπε: «Αυτά να τα δωρίσεις στην ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου, την Ειρήνη, και να της πεις: «Φάγε από εκείνα που η καλή σου ψυχή επεθύμης. Διότι τώρα έρχομαι από τον Παράδεισο και τα έφερα». Λέγοντάς του αυτά, ο μεν γέροντας έγινε άφαντος, το δε πλοίο ξεκίνησε.
Κατόπιν, ο ναύτης έβγαλε τα τρία μήλα από ένα μεταξωτό μαντήλι και τα έδωσε στην Αγία Ειρήνη. Τα μήλα ήταν εξαιρετικά όμορφα, ευωδιαστά και μεγάλα. «Και τούτο δεν είναι πράγμα απίστευτον, επειδή ήσαν από τον Παράδεισον». Η ηγουμένη νήστεψε επί μία εβδομάδα, ευχαριστώντας τον Κύριο. Έπειτα άρχισε κάθε μέρα και από λίγο να τρώει το ένα μήλο χωρίς επί 40 ημέρες να βάζει στο στόμα της καμιά άλλη τροφή. Τη δε Μεγάλη Πέμπτη, αφού κοινώνησαν όλες οι αδελφές, έκοψε το δεύτερο μήλο και έδωσε σε όλες από ένα κομματάκι. Κι αυτές αισθάνονταν την ευωδία και τη γλυκύτητά του και θαύμαζαν. Το τρίτο μήλο το κράτησε η αγία ως πολύτιμο φυλακτήριο «και καθ’ εκάστην το ωσφραίνετο εις απόλαυσιν της ψυχής της και αγαλλίασιν».
Αγία Μαρκέλλα: Το φρικτό μαρτύριο της προστάτιδας της Χίου
Η Αγία Μαρκέλλα είναι η προστάτιδα της Χίου, μαρτύρησε στο ομώνυμο ακρωτήρι που βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, κοντά στη Βολισσό.
Η Αγία γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βολισσό. Η μητέρα της ήταν χριστιανή ενώ ο πατέρας της ειδωλολάτρης. Όταν έγινε 18 ετών ασπάσθηκε τον χριστιανισμό πράγμα που εξόργισε τον πατέρα της, ο οποίος προσπάθησε να την μεταπείσει. Άλλες φορές με το καλό και άλλες με απειλές προσπαθούσε να την κάνει να αλλάξει απόφαση. Η συμπεριφορά αυτή του πατέρα της ανάγκασε την Αγία να εγκαταλείψει το πατρικό της σπίτι.
Έφυγε στο βουνό και κρύφτηκε σε ένα βάτο. Εκεί την βρήκε ο πατέρας της μετά από υπόδειξη ενός βοσκού. Για να την αναγκάσει να βγει από το βάτο, του έβαλε φωτιά. Η Αγία έτρεξε προς τη θάλασσα προσπαθώντας να σωθεί. Πάνω σε αυτήν την προσπάθεια ο πατέρας της τη σημάδεψε με το τόξο του και την πλήγωσε με ένα βέλος. Το αίμα της Αγίας έβαψε κόκκινα τα βράχια πάνω στα οποία έτρεχε.
Ακόμα και σήμερα φαίνονται τα σημάδια που άφησε πάνω τους το αίμα. Τις τελευταίες στιγμές της ζωής της έκανε προσευχή στο Χριστό και τον παρακάλεσε να ανοίξει έναν βράχο για να κρυφτεί μέσα του. Έτσι και έγινε. Ένας βράχος άνοιξε και έκρυψε όλο το σώμα της Αγίας εκτός από το κεφάλι της το οποίο βρήκε ο πατέρας της και το έκοψε. Μετά από το αποτρόπαιο αυτό έγκλημά του, πέταξε το κεφάλι της κόρης του στη θάλασσα.Από αυτόν τον βράχο αναβλύζει αγίασμα. Στον όρμο της Αγίας Μαρκέλλας ανάμεσα σε πλατάνια είναι χτισμένος ο ναός της. Εκτός από το ναό υπάρχουν κελιά στα οποία μπορούν να φιλοξενηθούν περιηγητές για μια νύχτα. Ο τόπος του μαρτυρίου της Αγίας, βρίσκεται σε απόσταση 20 λεπτών περίπου από τον ναό. Η εικόνα της θεωρείται από πολλούς θαυματουργή.
Οι εκδοχές για την κατάληξη της Κάρας της Αγίας ποικίλουν. Σύμφωνα με αυτήν της Ιεράς Σκήτης των Αγίων Πατέρων, περισυλλέχθη και ετάφη στο σημείο της καμένης βάτου. Από την άλλη, ο Άγιος Νικηφόρος ο Χίος υποστηρίζει πως η Αγία Κάρα πιθανόν να βρίσκεται στην Παλαιά Ρώμη όπου ενδεχομένως να μεταφέρθηκε όταν τη Χίο εξουσίαζαν οι Γενουάτες, στοιχείο όμως το οποίο δεν είναι εξακριβωμένο.Στο βράχο όπου φιλοξενούνται τα λείψανα της Αγίας Μαρκέλλας, όταν γίνεται δέηση για την θεία «χάρη» της στις 22 Ιουλίου, η θάλασσα βράζει, χάνει την αλμυρή ιδιότητα της και αναβλύζει αγίασμα. Επίσης σύμφωνα με την παράδοση την ημέρα εκείνη η θάλασσα, που βρίσκεται πλησίον του προσκυνήματος παίρνει ένα σκούρο, σχεδόν κόκκινο χρώμα, όπως το αίμα της αγίας, που χύθηκε στα νερά αυτά. Την ημέρα αυτή γίνεται μεγάλο πανηγύρι και προσκυνητές έρχονται όχι μόνο από όλο το νησί αλλά και από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Ανάμεσα στους πολυάριθμους Αγίους, που κοσμούν το τοπικό αγιολόγιο και τη μακρόχρονη εκκλησιαστική ιστορία του μυροβόλου νησιού της Χίου είναι και η Αγία παρθενομάρτυς Μαρκέλλα, που αποτελεί το ευλαβικό καύχημα των απανταχού της Γης Χίων και τον πολύτιμο πνευματικό θησαυρό για χιλιάδες προσκυνητές, που συρ- ρέουν στον τόπο του μαρτυρίου της για να αποδώσουν τον οφειλόμενο σεβασμό στο μεγαλείο και τον ηρωισμό της, αλλά και για να ζητήσουν τη θαυματουργική της χάρη για την επίλυση σωματικών και ψυχικών ασθενειών.Η Αγία Μαρκέλλα γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βολισσό, στο ιστορικό αυτό κεφα- λοχώρι της βορειοδυτικής Χίου. Για τον χρόνο της γέννησης, της ζωής και του μαρτυρίου της Αγίας υπάρχει σύγχυση και ασάφεια μεταξύ των βιογράφων. Σύμφωνα με τον βιογράφο της, Όσιο Νικηφόρο τον Χίο, η Αγία Μαρκέλλα έζησε και ήκμασε περί το 1500. Ο πατέρας της ήταν ειδωλολάτρης και η χριστιανή μητέρα της απεβίωσε σε νεαρά ηλικία. Η Μαρκέλλα διακρίθηκε από νωρίς για τη βαθιά της πίστη και αγάπη στον Χριστό, την καλοσύνη και αγνότητά της, τη σεμνότητα και την ευγένεια της ψυχής της. Προικισμένη με θεϊκή σοφία και αμέτρητα ψυχικά χαρίσματα, επικοινωνούσε αδιάκοπα με τον Θεό. Αυτόν τον “επίγειο άγγελο” φθόνησε ο εωσφόρος και θέλησε να την πολεμήσει με κάθε μέσο.
Έτσι ο ειδωλολάτρης και σκληρόκαρδος πατέρας της άρχισε να επιθυμεί ερωτικά την ίδια του την κόρη και να νιώθει προς αυτή μία αστείρευτη σαρκική επιθυμία. Όταν η Μαρκέλλα διαπίστωσε τον αναίσχυντο χαρακτήρα του σαρκολάτρη πατέρα της, εγκατέλειψε το πατρικό σπίτι και αναζήτησε καταφύγιο στα βουνά της περιοχής.
O πατέρας της κινούμενος από τις κτηνώδεις ορέξεις του και με απερίγραπτη μανία άρχισε να ψάχνει να βρει τη νεαρή και όμορφη Μαρκέλλα. Τότε η δύστυχη και έντρομη κόρη προσπάθησε να προστατευθεί και να σώσει την τιμιότητά της. Μία μεγάλη βάτος αποτέλεσε το ασφαλές καταφύγιο της Αγίας.
Ένας βοσκός όμως αντιλήφθηκε τη Μαρκέλλα και υπέδειξε τη βάτο στον μανιακό πατέρα της. Τότε ο πατέρας έβαλε φωτιά στη βάτο για να την αναγκάσει να βγει έξω από αυτή. Η Μαρκέλλα κατάφερε και βρήκε διέξοδο και έτσι γλίτωσε από τα χέρια του σαρκολάτρη πατέρα της. Στη συνέχεια άρχισε να τρέχει πάνω στις πέτρες και τα βράχια, αλλά ο πατέρας της βλέποντας τη δυσκολία να την φτάσει, αποφάσισε να τη σημαδέψει με το τόξο του και έτσι εκτόξευσε προς αυτή ένα βέλος.
Η Αγία πληγώθηκε και το αγνό της αίμα πότισε τα βράχια. Παρόλα αυτά δεν έχασε την ψυχική της δύναμη και συνέχισε να τρέχει. Οι σωματικές της δυνάμεις άρχισαν όμως να την εγκαταλείπουν και κάποια στιγμή έπεσε κάτω ταλαιπωρημένη και πληγωμένη. Η βαθιά και ακλόνητη πίστη της την βοήθησε να βρει τη σωτήρια λύση. Με τα μάτια στραμμένα στον Ουράνιο Νυμφίο προσευχήθηκε και Του ζήτησε να σχίσει τον βράχο και να την κρύψει μέσα.
Η παράκληση της Αγίας έγινε πραγματικότητα και έτσι ο βράχος σχίστηκε και δέχτηκε το σώμα της ενάρετης Μαρκέλλας μέχρι το στήθος.
Ο πατέρας φτάνοντας στον τόπο και βλέποντας το παράδοξο αυτό θαύμα, οργίστηκε ακόμη περισσότερο και έκοψε με ένα μαχαίρι τους μαστούς της και τους πέταξε στο βουνό. Στη συνέχεια αποκεφάλισε την κόρη του και πέταξε την κεφαλή της στη θάλασσα. Σύμφωνα με την παράδοση, μία ασυνήθιστη λάμψη άρχισε να εκπέμπεται από την κεφαλή της Αγίας, που στέφθηκε με τον ουράνιο και άφθαρτο στέφανο της άθλησης και της θεϊκής δόξας.
Ο σχισμένος βράχος, που δέχτηκε το μαρτυρικό σώμα της Αγίας, αποτελεί μέχρι σήμερα για τους προσκυνητές σημείο ευλαβικής αναφοράς και πηγή ιαμάτων, αφού όσοι προσεύχονται με πίστη, παρατηρούν τον ερυθρό χρωματισμό των βράχων και το νερό να ατμίζει.
Αναρίθμητα είναι τα θαύματα, που με τη χάρη του Θεού, έχει επιτελέσει η Αγία Μαρκέλλα από την εποχή του μαρτυρίου της έως τις ημέρες μας, ενώ μάρτυρες θαυ μαστών σημείων έγιναν λαμπρές πνευματικές φυσιογνωμίες της Εκκλησίας μας, όπως Άγιος Μακάριος ο Νοταράς Επίσκοπος Κορίνθου, ο Άγιος Νεκτάριος Επίσκοπος Πενταπόλεως και ο βιογράφος και συντάκτης της Ακολουθίας της Αγίας, Όσιος Νικηφόρος ο Χίος, οι οποίοι συχνά προσέρχονταν στον τόπο του μαρτυρίου της Αγίας για να προσευχηθούν.
Η μνήμη της Αγίας παρθενομάρτυρος Μαρκέλλας εορτάζεται κάθε χρόνο στις 22 Ιουλίου και λαμπρά πανήγυρις λαμβάνει χώρα στον φερώνυμο ιερό ναό της Αγίας, που βρίσκεται επί της αμμώδους παραλίας στον ομώνυμο όρμο της Βολισσού και αποτελεί παγχιακό, αλλά και πανελλήνιο προσκύνημα.
Κατά το α΄ μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα στην αρχαία κοσμοκράτειρα Ρώμη, ζούσε και το γεμάτο χριστιανική ευσέβεια ζεύγος του Αγάθωνα και της Πολιτείας. Αν και πλούσιοι δεν ζούσαν όπως οι σύγχρονοι τους, με διασκεδάσεις και σπατάλες. Μέριμνα τους καθημερινή ήταν η ελεημοσύνη των φτωχών, η ανακούφιση των ασθενών, η υποστήριξη χηρών και ορφανών.
Ένιωθαν όμως και μια λύπη: Δεν είχαν αποκτήσει παιδιά! Γι’ αυτό και αδιάκοπα προσεύχονταν στον Κύριο να τους χαρίσει έστω και ένα παιδί. Και για να ενισχύσουν το αίτημα τους,πολλαπλασίαζαν τις φιλανθρωπίες τους. Και, ώ του θαύματος η αρμονική και ευσεβής συζυγία τους, με τη χάρη του Θεού που εισακούει τις προσευχές των πιστών, απέκτησε τον καρπό της. Η Πολιτεία έμεινε έγκυος και έφερε στον κόσμο ένα κοριτσάκι. το όποιο, επειδή γεννήθηκε την έκτη ημέρα της εβδομάδας, ονόμασαν Παρασκευή.
Η μητέρα της Πολιτεία την κατηύθυνε σε έργα θεάρεστα, την ανέτρεφε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», της μάθαινε τα ιερά γράμματα, την οδηγούσε στην εκκλησία. Όταν δε έφθασε στην εφηβική και την πρώτη νεανική ηλικία, παρά τη σωματική ωραιότητα της, ελκύσθηκε η ψυχή της από τον παρθενικό βίο και, καθώς αναφέρουν οι βιογράφοι της «όχι μόνον τους οφθαλμούς, οι όποιοι είναι οδός τον έρωτος, εφύλαττεν από θεωρίαν ανδρών», αλλά και καθετί που θα στεκόταν εμπόδιο στην κατά Χριστόν ζωή.
Θάνατος των γονέων, διανομή της περιουσίας
Όταν η Παρασκευή έφθασε στην ηλικία των 20 χρόνων, ο Κύριος της ζωής και του θανάτου κάλεσε κοντά του τους γονείς της. Εκείνη έμεινε μόνη και κάτοχος της μεγάλης πατρικής περιουσίας. Όπως και πριν, πολλαπλασιάστηκαν οι προτάσεις γάμου εκ μέρους πολλών νέων αντρών. Η Παρασκευή όμως δεν συγκινήθηκε απ’ αυτές. Πούλησε όλη την περιουσία της και μοίρασε το αντίτιμο της στους φτωχούς, τους εμπερίστατους, τις χήρες και τα ορφανά, ένα δε μέρος το πρόσφερε «εἰς κοινόν ταμεῖον παρθένων, αἵ ὁποῖαι ἔζων ὁμού, ἀφιερωμέναι εἰς τά ἔργα τοῦ ἐλέους καί εἰς τήν διάδοσιν τοῦ Εὐαγγελίου».
Η ίδια αφιέρωσε ολοκληρωτικά τον εαυτό της στην προσευχή, την ελεημοσύνη, τη διάδοση των αληθειών της χριστιανικής πίστης. Πολλοί από τους ειδωλολάτρες που την άκουγαν προσελκύονταν στην χριστιανική πίστη, απαρνούμενοι τα είδωλα.
Αυτό όμως, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την οργή και το φθόνο των φανατικών εθνικών και των Ιουδαίων. Οι οποίοι έσπευσαν να καταγγείλουν το γεγονός στον αυτοκράτορα Αντωνίνο, λέγοντας του ότι «κάποια γυναίκα, που λέγεται Παρασκευή, κηρύττει τον Ιησού, τον Υιό της Μαρίας» και υποστηρίζει πως «αυτός είναι μόνος Θεός αληθινός.
Ενώπιον του αυτοκράτορα
Ακούγοντας την καταγγελία αυτή ο Αντωνίνος θύμωσε πολύ να συλλάβουν την Παρασκευή. Ο Αντωνίνος προσπάθησε με κολακείες και υποσχέσεις να την πείσει ν’ αρνηθεί τη χριστιανική πίστη και να προσέλθει στην εθνική θρησκεία της πολυθείας. Βρέθηκε όμως μπροστά σε μια ψυχή με ανδρείο φρόνημα και ακλόνητη πίστη στο Χριστό. Έβλεπε ότι δεν επηρεάζεται από τα λόγια του. Αλλά στα κολακευτικά του λόγια απάντησε η Παρασκευή: «Μη νομίσεις, βασιλιά, ότι με τις κολακείες αυτές ή με παρόμοιους φοβερισμούς θα αρνηθώ τον γλυκύτατο μου Ιησού Χριστό, διότι δεν υπάρχει κανένας βασανισμός, ούτε τιμωρία, ούτε παιδεμός, που να με χωρίσει από την αγάπη του».
Τα πρώτα μαρτύρια της Αγίας
Ακούγοντας αυτά ο αυτοκράτορας διέταξε τον βασανισμό της. Πύρωσαν μέσα σε δυνατή φωτιά μια σιδερένια περικεφαλαία. Όταν αυτή κοκκίνισε την τοποθέτησαν στο κεφάλι της αθλήτριας του Χριστού. Ο Κύριος όμως έκανε το θαύμα του και την προστάτεψε.
Τότε πολλοί ειδωλολάτρες που είδα το θαύμα αυτό πίστεψαν στο Χριστό και ομολόγησαν την αλλαγή τους αυτή μπροστά στο αυτοκράτορα. Ο οποίος και εξαιρετικά θυμωμένος διέταξε να τους αποκεφαλίσουν. Τη δε Παρασκευή να κλείσουν σε φυλακή.
Ο Συναξαριστής της αναφέρει ότι γύρω στα μεσάνυχτα εμφανίσθηκε μπροστά στην Αγία άγγελος Κυρίου. Κρατούσε στα χέρια του φωτεινό σταυρό, κάλαμο, σπόγγο και στεφάνι και είπε προς αυτήν: «Χαῖρε, Παρασκευή, ἀθληφόρε τοῦ Κυρίου! Μή φοβᾶσαι τά βασανιστήρια τοῦ αὐτοκράτορα. Διότι ὁ Κύριος πού καταδέχθηκε νά σταυρωθεῖ γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, θά εἶναι βοηθός καί θά σέ λυτρώσει ἀπό κάθε μελλοντική δοκιμασία σου». Αυτά της είπε ο άγγελος κι αφού την έλυσε από τα δεσμά πέταξε στους ουρανούς. Η δε Παρασκευή, γεμάτη θάρρος και γαλήνη στην καρδιά της, συνέχισε να υμνεί και να δοξολογεί τον Κύριο και Θεό της.
Την επόμενη μέρα ο αυτοκράτορας δίνει εντολή να κρεμάσουν την Παρασκευή από τα μαλλιά της σ’ ένα όρθιο ξύλο και με λαμπάδες αναμμένες να καίνε τις μασχάλες και άλλα μέλη του σώματος της. Όμως ο Ιησούς Χριστός τη διαφύλαξε σώα και αβλαβή. Εκείνη προσευχόταν, ενώ ελεεινολογούσε τους ψεύτικους θεούς των ειδωλολατρών.
Το θαύμα που την ανέδειξε προστάτιδα των ματιών
Βλέποντας αυτά διέταξε λοιπόν να βράσουν δυνατά σε ένα μεγάλο καζάνι λάδι και πίσσα και να ρίξουν μέσα την Παρασκευή. Και πάλι όμως η παντοδύναμη πρόνοια του Θεού την λύτρωσε. Απορημένος ο αυτοκράτορας δεν πίστευε στα μάτια του. Πλησίασε λοιπόν στο καζάνι και απευθυνόμενος στην μάρτυρα του Χριστού της είπε: «Ράντισε με, με το λάδι αυτό, για να διαπιστώσω αν πραγματικά είναι καυτό, όπως και η πίσσα. Γιατί νομίζω ότι βλέπω κάτι που μοιάζει με φαντασία, αφού δεν κατακαίεσαι».
Η αγία Παρασκευή συμμορφώθηκε. και με τη χούφτα της έριξε στο πρόσωπο του λάδι και πίσσα. Αμέσως ο βασιλιάς έχασε το φως των ματιών του. Πανικοβλημένος φώναξεδυνατά: «Ἐλέησον μέ, δούλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, καί δός μοί τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καί πιστεύσω εἰς τόν Θεόν, ὄν σύ κηρύττεις». Πράγματι, η αγία Παρασκευή προσευχήθηκεστο Σωτήρα Χριστό. Ο Αντωνίνος πίστεψε, ξαναβρήκε το χαμένο φως και μαζί μ’ αυτόν αρκετοί αξιωματούχοι της Ρώμης προσχώρησαν στη χριστιανική πίστη, όπως αναφέρει η Παράδοση. Έκτοτε η μεν αγία Παρασκευή θεωρείται από τους χριστιανούς ως προστάτιδα των ματιών και των τυφλών, ο δε αυτοκράτορας διέταξε να πάψουν οι διωγμοί κατά των χριστιανών και άφησε ελεύθερη την αθλήτρια του Χριστού.
Διαδίδει τη χριστιανική πίστη σε άλλες περιοχές
Ύστερα από το γεγονός τούτο η φλογερή Ιεραπόστολος Παρασκευή επεξέτεινε τη δράση της σε άλλες περιοχές, πέρα της Ρώμης. Στο μεταξύ είχε πεθάνει ο Αντωνίνος και στο θρόνο της κοσμοκράτειρας Ρώμης ανέβηκε ο Μάρκος Αυρήλιος (161-180 μ.Χ.). Νέοι διωγμοί ξέσπασαν κατά των χριστιανών. Έτσι, όταν η Αγία μας βρέθηκε σε κάποια πόλη,στην οποία διοικητής ήταν ο Ασκληπιός, συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του για να δικαστεί, επειδή κήρυττε αντίθετη προς των ειδολολατρών πίστη.
Απαλλάσσει μια πόλη από το φοβερό δράκοντα
Ο Ασκληπιός έδωσε εντολή να μεταφέρουν την ομολογήτρια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στο μεγάλο και φοβερό δράκοντα που έμενε έξω από την πόλη και ήταν ο φόβος και ο τρόμος των κατοίκων. Σ’ αυτόν έριχναν για τροφή τους καταδίκους και τους χριστιανούς.
Όταν η Αγία πλησίασε στο σημείο που έμενε ο δράκοντας, εκείνος βρυχήθηκε άγρια και έβγαλε από τα ρουθούνια του καπνό και φλόγες από το στόμα του, σα να ήθελε να την καταπιεί. Εκείνη όμως του είπε αυστηρά: «Θηρίο πονηρό, ήρθε η ώρα του αφανισμού σου, γιατί πολλούς μέχρι τώρα κατασπάραξες χωρίς λόγο». Και μόλις έκανε το σημείο του σταυρού και φύσηξε προς τον δράκοντα, ώ του παραδόξου θαύματος! Ο τρομερός εκείνος δράκοντας σφύριξε δυνατά στριφογύρισε γύρω από τον εαυτό του και άνοιξε στα δύο!
Το μέγα τούτο θαύμα συγκλόνισε τον Ασκληπιό, τους άλλους αξιωματούχους και το πλήθος που παρακολουθούσε τα γενόμενα. Και συνετέλεσε στο να πιστέψουν στο Θεό της Αγίας Παρασκευής και αργότερα να βαπτισθούν.
Νέα μαρτύρια με εντολή του Ταρασίου
Η Αγία συνέχισε το έργο της και έφθασε σε άλλη περιοχή, διοικητής της οποίας ήταν ο Ταράσιος. Χωρίς να χάνει χρόνο άρχισε να μιλάει για τον Ιησού Χριστό και να προσελκύει κοντά του τους καλοπροαίρετους εθνικούς. Σύντομα το νέο έφτασε στ’ αυτιά και του Ταρασίου έδωσε εντολή να την συλλάβουν. Ο οποίος διέταξε να γεμίσουν ένα μεγάλο χάλκινο δοχείο με λάδι, πίσσα, και μόλυβδο. Να βάλουν από κάτω δυνατή φωτιά και όταν αρχίσει να κοχλάζει το μίγμα, να ρίξουν μέσα την αγία Παρασκευή. Πράγμα που έγινε αμέσως.
Αλλά ο Θεός έκανε και πάλι θαύμα μέγα, έστειλε τον άγγελο του και τη μεν φλόγα έσβησε τελείως, τα δε κοχλάζοντα τρία στοιχεία του μίγματος τα έκανε πιο κρύα από το νερό. Κι ενώ αρκετοί από τους παρόντες ομολογούσαν πίστη στο Θεό της Αγίας, ο σκληρόκαρδος Ταράσιος έδωσε εντολή στους στρατιώτες του να συνεχίσουν με το βασανιστήριο του τανύσματος. Την κάρφωσαν στο δάπεδο με τεντωμένα τα τέσσερα άκρα της και τοποθέτησαν επάνω στο στήθος της βαριά πλάκα!
Κι ενώ η οσιοπαρθενομάρτυς υπέμεινε και προσευχόταν, «φαίνεται προς αυτήν ο Χριστός», καθώς αναφέρει ο Συναξαριστής, δορυφορούμενος από πλήθος αγγέλων και αρχαγγέλων και της είπε: «Χαῖρε, Παρασκευή, καλιπάρθενε. Μή δειλιάσεις στά βασανιστήρια, γιατί ἡ χάρη μου θά εἶναι μαζί σου, γιά νά σέ σώζει ἀπό κάθε πειρασμό. Δεῖξε λίγη ὑπομονή ἀκόμη καί θά ἔρθεις στήν αἰώνια βασιλεία, κοντά μου». Και λέγοντας αυτά, θεράπευσε τις πληγές της και την απελευθέρωσε από τα δεσμά της.
Το επόμενο πρωί οδήγησαν και πάλι την Αγία ενώπιον του Ταρασίου. Έκπληκτος εκείνος, όταν την αντίκρυσε υγιή, απέδωσε την επούλωση των πληγών της στους θεούς των Ρωμαίων και την κάλεσε να προσέλθει στο ναό τους, να τους προσκυνήσει και να λάβει μεγάλες δωρεές από τον ίδιο. Η Παρασκευή του απάντησε: «Δεν μου έδωσαν την υγεία οι θεοί σου, οι ψεύτικοι και ανύπαρκτοι, αλλά ο Χριστός, ο μόνος αληθινός Θεός, στον όποιο πιστεύω και αυτόν λατρεύω». Έπειτα δέχθηκε να μεταβούν μαζί στο ναό των ειδώλων.
Τους ακολούθησαν πολλοί αξιωματούχοι και πλήθος εθνικών, νομίζοντας ότι η Παρασκευή θα πρόσφερε θυμίαμα στα είδωλα. Όμως διαψεύσθηκαν!
Πέφτουν και συντρίβονται τα είδωλα
Μόλις μπήκαν στο ναό η Αγία απευθυνόμενη προς το είδωλο του Απόλλωνα, έκανε το σημείο του σταυρού. Το δαιμόνιο που βρισκόταν μέσα στο άγαλμα, φώναξε δυνατά:
«Δεν είμαι εγώ θεός, ούτε και κανένας άλλος από μας. Μόνος αληθινός Θεός είναι αυτός που κηρύττει η Παρασκευή…». Και στη στιγμή όλα τα είδωλα , που βρίσκονταν στο ναό κατέπεσαν και συντρίφτηκαν στο δάπεδο.
Αγανακτισμένοι οι ιερείς των ειδώλων όρμησαν κατά της Αγίας και σπρώχνοντας την, την έβγαλαν έξω από το ναό, ζητώντας από τον Ταράσιο να δώσει τέρμα στη ζωή της, για να μη προξενηθεί μεγαλύτερο κακό στην εθνική θρησκεία. Πράγματι, ο Ταράσιος έβγαλε αμέσως διαταγή για τον αποκεφαλισμό της.
«Ξίφει τελειούται»
Οι στρατιώτες πήραν μαζί τους την καλλιπάρθενο αθλήτρια του Χριστού Παρασκευή και την οδήγησαν έξω από την πόλη για να την αποκεφαλίσουν. Εκείνη, όταν έφτασαν στο καθορισμένο σημείο, ζήτησε να της επιτρέψουν να προσευχηθεί στον ουράνιο Νυμφίο της. Κι ενώ προσευχόταν παραδίδεται ότι ακούστηκε φωνή μυστηριώδης από τους ουρανούς που έλεγε: «Άκουσα την προσευχή σου, Παρασκευή, και θα γίνει αυτό που ζήτησες».
Η οσιομάρτυς έσκυσε το κεφάλι της με πνευματική χαρά και αποκεφαλίστηκε από έναν στρατιώτη. Και η μεν ψυχή της ανήλθε στους ουρανούς, το δε τίμιο και αγιασμένο διά των μαρτυρίων σώμα παρέλαβαν κάποιοι από τους χριστιανούς και το έθαψαν με τιμή και ευλάβεια ο Θεός όμως, βραβεύοντας την οσιομάρτυρα αγία Παρασκευή, έδωσε και γίνονταν θαύματα σε πολλούς που προσέρχονταν στον τάφο της με πίστη και επικαλούνταν τη χάρη της.
Άφθονα είναι τα ιάματα που παρέχει η Αγία πρεσβεύοντας στο νυμφίο της Χριστό. Κυρίως όμως προστατεύει από τις παθήσεις των ματιών. Γι’ αυτό και οι οφθαλμίατροι και οπτικοί της Ελλάδας την τιμούν ως προστάτιδά τους.
Βίος και πολιτεία της Αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος Παρασκευής (Αγίου νέου Οσιομάρτυρος Κοσμά του Αιτωλού)
Δημοσιεύθηκε στις Ιουλίου 26th, 2011
(953 άτομα το έχουν διαβάσει)
…Και πρώτον ας ειπούμεν ποία είναι η καλή γη, που έκαμε τα εκατό. Έχομεν πολλά παραδείγματα να ειπούμεν, μα ας αφήσωμε τα πολλά και ας ειπούμεν ένα. Ας πάρωμεν μίαν γυναίκα παράδειγμα, δια να μη παραπονούνται αι γυναίκες, και λέγουν πως οι άνδρες ημπορούν να κάνούν καλά και σώνονται, και αυτές είναι αδύνατες και δεν ημπορούν. Και ας πάρωμεν παράδειγμα την αγίαν Παρασκευήν.
Η αγία Παρασκευή ήταν δώδεκα χρονών κορίτσι από γένος ευγενικόν. Απέθανεν ο πατέρας της και η μητέρα της. Κάθεται η Αγία και κάνει έναν πύργον υψηλόν και δυνατόν, και έβαλε τα πράγματά της όλα μέσα. Έβαφε τα μάτια της με μαυράδι, έβανε σκουλαρίκια στα αυτιά της, έβαφε το πρόσωπό της και τα χείλη της με κοκκινάδι, έβανε γερδάνια εις τον λαιμόν της, είχε και δακτυλίδια εις τα δάκτυλά της, είχε και ένα ζωνάρι μαλαματένιο εις την μέσην της, βάνει και ένα φόρεμα ωραιότατον και παπούτσια ως μίαν πιθαμήν υψηλότερα από τα άλλα κορίτσια. Με αυτά εστολιζόταν η αγία. Είναι εδώ κανένα κορίτσι που θέλει να στολίζεται; Ας πάρει παράδειγμα να στολίζεται ωσάν την αγιαν Παρασκευήν.
Τώρα να ιδούμεν ποίος είναι ο πύργος ο υψηλός. Ο υψηλός και δυνατός πύργος είναι ο ουρανός, που εμοίρασεν δηλαδή όλα της τα πράγματα ελεημοσύνην, και τα έστειλεν με τους πτωχούς εις τον Παράδεισον. Με τι έβαφε τα μάτια της; Όχι με μαυράδι ωσάν μερικές γυναίκες ανόητες, που το βάνουν δια να φαίνονται εύμορφες εις τους άνδρας, αλλά εσηκωνόταν η Αγία κάθε αυγή, και ενθυμούμενη τις αμαρτίες των χριστιανών, έκλαιε κτυπώντας το πρόσωπόν της και βρέχοντάς το με δάκρυα. Ποία είναι τα σκουλαρίκια; Είχε τα αυτιά της ανοικτά, στέκοντας με ευλάβειαν δια να ακούη το ιερόν και άγιον Ευαγγέλιον. Με τι έβαφε τα χείλη της; Όχι με κοκκινάδι, αλλά λέγοντας το «Κύριε Ιησού Χριστέ», είχε δηλαδή στα χείλη της την ιδίαν την αλήθεια. Ποίον είναι το γερδάνι που είχεν εις τον λαιμόν της; Είναι από τις νηστείες που έκανε, και έλαμπεν ο λαιμός της ωσάν τον ηλιον. Ποία είναι τα δακτυλίδια; Είναι από τις πολλές μετάνοιες που έκαμνε και εγίνοντο κόμποι κόμποι τα δάκτυλά της. Ποίον είναι το ζωνάρι το μαλαματένιο; Είναι η παρθενία που εφύλαγεν εις όλην της την ζωήν. Ποίον είναι το φόρεμα; Είναι η εντροπή που είχεν εις του λόγου της, και ο φόβος του Θεού που την εσκέπαζε. Ποία είναι τα παπούτσια τα υψηλά; Είναι ο νους της, που τον είχεν εις τον ουρανόν, και δεν τον είχεν εις την γην να στοχάζεται τούτα τα μάταια, τα ψεύτικα, τα γήινα ωσάν τα άλλα κορίτσια. Έτσι εστολιζόταν η Αγία. Αν ίσως και είναι κανένα κορίτσι και θέλει να στολίζεται ωσάν την αγίαν Παρασκευήν, να στοχασθεί τι έκαμεν η Αγία, να κάμει και εκείνη δια να σωθεί.
Έτσι αδελφοί μου, η αγία Παρασκευή έμαθε γράμματα και έγινε σοφωτάτη, επούλησε τα πράγματά της και τα έδωκεν ελεημοσύνην, εφύλαξε παρθενίαν εις όλην της την ζωήν. Την αξίωσεν ο Θεός και έκαμε θαύματα, ιάτρευε τυφλούς και κουφούς και λεπρούς και δαιμονισμένους, και νεκρούς ανέσταινε. Δύο Εβραίοι, τέκνα του διαβόλου, βλέποντες την Αγίαν να κάνει θαύματα, την εφθόνησαν και πηγαίνοντες εις τον βασιλέα Αντωνίνον, ο οποίος ήταν από την παλαιάν Ρώμην, του λέγουν πως είναι χριστιανή. Ακούοντας ο βασιλεύς πως η αγία Παρασκευή πιστεύει εις τον Χριστόν, την κράζει ο βασιλεύς και της λέγει: Παρασκευή, αρνήσου τον Χριστόν και έλα να θυσιάσεις εις τους μεγάλους Θεούς να σε κάμω βασίλισσα. Λέγει του η Αγία: εγώ δεν είμαι τρελλή και ανόητη ωσάν εσένα να αρνηθώ τον Χριστόν μου, και να πηγαίνω με τον διάβολον, να αφήσω την Ζωήν, και να πηγαίνω εις τον θάνατον. Άμποτε εσύ να άφηνες το σκότος και να έλθεις εις το φως. Ακούετε, αδελφοί μου, ένα κορίτσι να ομιλεί με τέτοιαν παρρησίαν εμπρός εις τον βασιλέα; Όποιος έχει τον Χριστόν εις την καρδίαν του δεν φοβάται όλον τον κόσμον. Αν ίσως θέλομεν και εμείς, αδελφοί μου, να μη φοβούμεθα μήτε ανθρώπους μήτε δαίμονας, τον Θεόν να έχωμε πάντοτε εις την καρδίαν μας, και έτσι να μη φοβούμεθα τίποτε. Λέγει της αγίας ο βασιλεύς: τρεις ημέρες σου δίδω διορίαν, διότι αν ίσως και δεν έλθεις να προσκυνήσεις τα είδωλα σε τρεις ημέρες, θα σε θανατώσω, θα σε καύσω μέσα εις ένα καζάνι. Του λέγει η Αγία: Βασιλέα, εκείνο που θέλεις να κάμεις εις τρεις ημέρας, κάμε το τώρα, διατί εγώ δεν αρνούμαι τον Χριστόν μου. Τότε προστάζει ο βασιλεύς και ανάφτουνε μίαν φωτιάν μεγάλην και βάνουν ένα καζάνι γεμάτο πίσσα, θειάφι και κατράμι και βράζει καλά. Βλέποντας η Αγία το καζάνι που έβραζε εχαιρόταν, πως έμελλε να αναχωρήσει από τούτον τον ψεύτικον κόσμον δια να υπάγει εις τον Αληθινόν. Προστάζει ο βασιλεύς να βάνουν την Αγίαν μέσα εις το καζάνι δια να καεί. Έκανε τον σταυρόν της η Αγία και εμβαίνει μέσα. Καρτερεί δύο τρεις ώρες ο βασιλεύς, έβλεπε οπού δεν εκαιγόταν η Αγία. Τότε της λέγει ο βασιλεύς: Παρασκευή, διατί δεν καίεσαι; Του λέγει η Αγία: Ο Χριστός μου το εδρόσισε και δεν καίομαι. Της λέγει ο βασιλεύς: Ράντισέ με και εμένα εις το πρόσωπον να ιδώ, καίει; Επήρεν η Αγία με τα δύο της χέρια και του ρίχνει εις το πρόσωπον, και ευθύς –ω του θαύματος- ετυφλώθηκε και εγδάρθηκε το πρόσωπόν του. Φωνάζει ο βασιλεύς: Μέγας ο Θεός των χριστιανών! Πιστεύω και εγώ τον Θεόν που πιστεύεις και εσύ, Παρασκευή, μόνον έβγα γρήγορα να με βαπτίσεις. Εβγήκεν η αγία Παρασκευή και τον εβάπτισε με όλον του το βασίλειον και εκαθαρίσθη. Εβγήκεν η Αγία Παρασκευή και επήγε και εδίδαξε και ένα άλλο βασίλειον και τους εβάπτισε. Ύστερον την έπιασεν άλλος βασιλεύς και την αποκεφάλισε, και επήγεν εις τον Παράδεισον να χαίρεται πάντοτε. Αυτή η αγία έκαμε τα εκατόν και εκέρδισε πέντε στεφάνους: πρώτον στέφανον έχει να λάβει διατί εμοίρασεν όλα της τα υπάρχοντα ελεημοσύνην, δεύτερον διατί έμαθε γράμματα και έγινε σοφωτάτη, τρίτον διατί εφύλαξε παρθενίαν εις όλην της την ζωήν, τέταρτον διατί εδίδαξε δύο βασιλείς και τους έκαμε χριστιανούς, πέμπτον διατί έχυσε το αίμα της δια την αγάπην του Ιησού Χριστού. Αυτή η Αγία έκαμε τα εκατόν.
Είναι εδώ κανένας από λόγου σας που θέλει να γένη τέλειος ωσάν την αγίαν Παρασκευήν; Ας αγωνίζεται δια να σωθεί…
(Απόσπασμα ομιλίας του Αγίου νέου Ιερομάρτυρος και Ισαποστόλου Κοσμά του Αιτωλού, εις την παραβολήν του Σπορέως. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 325 και εξής…)
Η ιάτειρα των οφθαλμών, Αγία Οσιοπαρθενομάρτυς
Παρασκευή η θαυματουργός.
Οι γονείς της ήταν ευλαβείς χριστιανοί και κατήγοντο από την Γαλλία, περιοχή της Β.Δ. Ιταλίας. Μιλούσαν την ελληνική και λατινική γλώσσα. Είχαν ελληνικά ονόματα. Ωνομάζοντο Αγάθων και Ιππολύτη ή Πολιτεία. Συνήλθαν εις γάμου κοινωνίαν σε νεαρά ηλικία άλλ’ όμως η ένωσί τους δεν ευλογήθη από τον Θεό με την γέννησι τέκνων. Η μεγάλη τους πίστι δεν τους επέτρεπε να απελπίζωνται. Οι δακρύβρεκτες προσευχές τους πλήρεις θερμής πίστεως και υποταγής στο θείον θέλημα, ως εύοσμο θυμίαμα ανέβαιναν στον θρόνο Του κάθε στιγμή του χρόνου επί τριάντα πέντε έτη.
Για λόγους ιερού προσκυνήματος στους τάφους των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου μετέβησαν στην Ρώμη και ακολούθως εγκατεστάθησαν στην σημερινή πόλι Acireale της Σικελίας, εννέα μίλια μακριά από την Κατάνη. Εκεί επεδόθησαν στην μελέτη του νόμου του Θεού και την εξάσκησι των αρετών. Και η πίστι τους δεν άργησε να καρποφορήση…
Η ευλογία του Θεού πλημμύρισε το σπιτικό τους καθώς εγεννήθη η μονάκριβη θυγατέρα τους κατά τους χρόνους του Ρωμαίου Αυτοκράτορος Αδριανού (117-138). Επειδή εγεννήθη κατά την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής του Χριστιανικού Πάσχα που ήταν ημέρα ιερή και πένθιμη καθ’ όσον διηγείται το σταυρικό πάθος του Χριστού, της εδόθη κατά το άγιο βάπτισμα το όνομα «Παρασκευή».
Μεγάλωσε με την πρέπουσα χριστιανική αγωγή και αυξήθηκε κατά την πίστι και την αρετή. Εκ της νεαράς της ηλικίας εζήλωσε την ζωή των αφιερωμένων παρθένων. Και όταν ο Θεός εκάλεσε κοντά του τους αγαθούς γονείς της, εκείνη υπακούοντας στην εντολή του Κυρίου επώλησε τα υπάρχοντά της και εμοίρασε τον πλούτο της στα χέρια των πενήτων και των ενδεών. Αμέσως μετά κατετάγη σε αδελφότητα Κοινοβιακού Παρθενώνος της ευρύτερης περιφέρειας της Ρώμης. Η υπακοή της στην Ηγουμένη και η παραμονή της στο Κοινόβιο ήταν ένα στάδιο βαθειάς εσωτερικής προετοιμασίας για όσα έμελλαν να ακολουθήσουν.
Τα χρόνια της κυλούσαν με προσευχή και εξαγιασμό. Επειδή όμως δεν άντεχε να ζη σε μια πόλι όπου εβασίλευε το σκοτάδι της αθεΐας, η πλάνη του δωδεκαθεϊσμού και η σαρκολατρεία, σε ένα τόπο όπου υφίσταντο φρικτά μαρτύρια οι χριστιανοί, με την ευλογία της Ηγουμένης της εξήλθε του Παρθενώνος για ιεραποστολική εργασία.
Κήρυξε το Ευαγγέλιο και την νέα θρησκεία ανάμεσα σε δωδεκαθεϊστές – ειδωλολάτρες και ιουδαϊστές. Ο φλογερός της λόγος συνωδεύετο από θαύματα τα οποία ετελούσε με την ζέουσα πίστι της χάριτι Θεού για να έλκωνται οι ψυχές των ακροατών στην αλήθεια και την θεογνωσία.
Έσπειρε την ευαγγελική αλήθεια πεζοπορώντας ακούραστα σε κάθε γωνιά της Σικελίας και των Συρακουσών. Εφώτισε με την παρουσία της την Μεγάλη Ελλάδα (Magna Grecia), την Καμπανία και ανέβηκε μέχρι τα περίχωρα της Ρώμης. Η δραστηριότητά της να θηρεύη ψυχές και να τις οδηγή στον Χριστό, εκίνησε τον φθόνο του διαβόλου που εχρησιμοποίησε ως όργανό του τους μισοχρίστους Εβραίους που κατοικούσαν στην Ρώμη. Την συκοφάντησαν ότι υποκινεί εξεγέρσεις εναντίον του Ρωμαϊκού κράτους και έτσι συνελήφθη και ωδηγήθη στον τοπάρχη Αντώνιο και μετά στον αυτοκράτορα Αντωνίνο για να απολογηθή. Παρ’ όλο που ο αυτοκράτορας καθηλώθηκε από την εξαίρετη προσωπικότητά της, εν τούτοις διέταξε την φυλάκισι και τον βασανισμό της. Αφού την εκτύπησαν, της εφόρεσαν στο κεφάλι πυρακτωμένη κασίδα (περικεφαλαία). Επειδή όμως το βασανιστήριο αυτό δεν την έβλαψε παντελώς, πλήθος των παρισταμένων επίστευσαν στον Χριστό και εζήτησαν να βαπτισθούν. Η Αγία τότε προσευχήθη και ένα νέφος με βροχή τους περιέλουσε ενώ ταυτόχρονα ακούγοντο οι βαπτισματικοί λόγοι: «βαπτίζονται ούτοι πάντες εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Αμέσως ο κακοπροαίρετος αυτοκράτορας έδωσε εντολή να αποκεφαλισθούν όλοι και τα σώματά τους να πεταχθούν στον Τίβερι. Την δε Αγία που εθεράπευσε Άγγελος Κυρίου έδωσε εντολή να την βασανίσουν σκληρά. Διέταξε τους δημίους της να βράσουν σε ένα χάλκινο καζάνι πίσσα, λάδι και θειάφι και αφού την ρίξουν μέσα να σκεπάσουν το καζάνι για να βρη οδυνηρό θάνατο. Η έκπληξι όμως όλων ήταν μεγάλη καθώς διεπίστωσαν μετά την αποσφράγιση του καζανιού ότι η Αγία παρέμενε σώα και αβλαβής, γεγονός που ο αυτοκράτορας απέδωσε σε μαγεία.
Την διέταξε να του ρίξη υγρό για να δη αν καίη, πράξι που η Αγία έκανε άμεσα με τις παλάμες της. το πρόσωπό του εκάηκε και ετυφλώθη. Ταπεινά της ζήτησε να τον θεραπεύση με αντάλλαγμα την μεταστροφή του στον Χριστιανισμό. Η προσευχή της Αγίας εθεράπευσε τα μάτια του αυτοκράτορος˙ εκείνος επίστευσε στον Χριστό και εβαπτίσθη οικογενειακώς. Από διώκτης των Χριστιανών έγινε ο ένθερμος υποστηρικτής τους σταματώντας τους επί των ημερών του διωγμούς.
Μετά από το μεγάλο αυτό θαύμα η Αγία ανενόχλητη συνέχισε το έργο της με περισσότερο ζήλο. Συμπλήρωσε το έργο της στην Μεγάλη Ελλάδα και μετέβη δια θαλάσσης στο Ρωμαϊκό Δυρράχιο της Αλβανίας, την νήσο Κέρκυρα και όλη την Ήπειρο. Κατόπιν προχώρησε βορειοανατολικά προς την Μακεδονία και ακολούθως την Θράκη, Δυτική και Ανατολική, και ακολούθως ευλόγησε τα εδάφη του Βυζαντίου. Κατά την επιστροφή της στην Ελλάδα, έρχεται στην Θεσσαλία όπου ασκείται στο σπήλαιο του όρους Όσσα (νυν Ομόλιο) και αργότερα στην κοιλάδα των Τεμπών όπου συνελήφθη και εφυλακίσθη.
Επόμενος σταθμός της η Θεσσαλονίκη, η Στερεά Ελλάδα (Φθιώτιδα, Λειβαδιά, πόλι των Αθηνών και χωριά της Αττικής) και η Πελοπόννησος (Μεγαρίδα, Γεράνεια Όρη, Κορινθία). Η πλούσια αυτή δράσι της και η προσφορά της στην πατρίδα μας την καθιστά μέγα ιεραπόστολο του Ελληνισμού.
Και πάλι καλείται άνωθεν να ολοκληρώση την εργασία της στην Μεγάλη Ελλάδα. Εκεί συνελήφθη από τον ειδωλολάτρη έπαρχο Θέμιο ή Θεότιμο και εβασανίσθη ανηλεώς. Αφού απέκοψαν με την πυράγρα τους μαστούς της, την εκτύπησαν και την έριξαν στην φυλακή. Την επεσκέφθη όμως Άγγελος Κυρίου, την εθεράπευσε και με παραμυθητικούς λόγους της έδωσε το κουράγιο να συνεχίση. Βλέποντάς την υγιή ο έπαρχος, διέταξε να την ρίξουν βορά ενός ανθρωποφάγου και τρομερού δράκοντος. Όμως η Αγία με την πίστι της, την προσευχή της και το σημείο του Τιμίου Σταυρού, εξωλόθρευσε τον δράκοντα. Έτσι για άλλη μια φορά ελεύθερη συνέχισε τον δρόμο της με επόμενη στάσι την πόλι Ascoli. Βασιληάς της πόλεως ήταν ο Ασκληπιός ο οποίος ενοχληθείς από την παρουσία και το έργο της φωτισμένης ιεραποστόλου, διέταξε να συλληφθή και να φυλακισθή. Με διάφορα ταξίματα προσπαθούσε να την πείση να υποχωρήση στις θέσεις της και να αρνηθή τον Χριστό. Μάταια όμως πάσχιζε. Γι’ αυτό αφού με την εντολή του την βασάνισαν αλύπητα, την έριξαν αιμόφυρτη και ημιθανή στην φυλακή, όπου Άγγελος Κυρίου την κατέστησε υγιή. Ακολούθως ο βάναυσος Ασκληπιός έδωσε εντολή να ριφθή η μάρτυς σε ένα λέβητα όπου έβραζε πίσσα με λάδι. Η Αγία δεν δείλιασε. Προσευχόμενη κατόρθωσε το ακατόρθωτο˙ έσκασε ο λέβητας και έτσι ελευθερώθηκε. Αυτό το θαύμα έγινε αιτία για να πιστεύσουν ομαδικώς 995 άτομα που ήταν παρόντα στο μαρτύριο της Αγίας και να ζητήσουν να βαπτισθούν.
Ο βασιληάς ταπεινωμένος δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψη τον αγώνα του για την εξολόθρευσι της μοναχής. Για να διαπιστώση αν είναι μάγισσα διέταξε τους δημίους να την ρίξουν στον λάκκο ενός δράκοντα που κατεσπάρασε τους καταδίκους εις θάνατον. Αν έβγαινε αβλαβής και από αυτό το μαρτύριο, υπεσχέθη να βαπτισθή οικογενειακώς. Ατάραχη η Αγία εσημείωσε επάνω στον δράκοντα το σημείο του Τιμίου Σταυρού, τον εφύσηξε τρεις φορές και επρόφερε εξορκιστικούς λόγους. Αμέσως το ανήμερο θηρίο άφησε ένα δυνατό σφύριγμα και αφού εκόπη στα δύο, έγινε άφαντο, ο δε διάβολος που κατοικούσε μέσα του έφυγε αλαλάζοντας. Ο Ασκληπιός εγονάτισε μπροστά στην Αγία μετανιωμένος και κρατώντας την υπόσχεσί του, εβαπτίσθη «πανοικί». Πολλοί δε κάτοικοι της πόλεως κατέστρεψαν τους ειδωλικούς ναούς και στην θέσι τους ανήγειρας χριστιανικούς.
Η ιεραποστολή της Αγίας συνεχίσθηκε με επιτυχία και στην περιφέρεια του ηγεμόνος Ταρασίου ο οποίος της εζήτησε να αρνηθή την πίστι της και να θυσιάση στα είδωλα. Η αγάπη του Χριστού όμως της έδινε την δύναμι να αντισταθή στον νέο κύκλο των βασανιστηρίων της…
Αρχικά ρίχθηκε σε λάκκο με φαρμακερά φίδια και άγρια θηρία. Η Αγία σταύρωσε τον χώρο και τότε έγινε μέγας σεισμός. Άγγελοι δε έβγαλαν την Αγία χαρούμενη για να την δουν όσοι την είχαν διαβάλει και παρακολουθούσαν εκστατικοί αυτό της το μαρτύριο. Άπαντες ωμολόγησαν τον χριστιανισμό ως αληθινή θρησκεία και εζήτησαν να βαπτισθούν. Κατόπιν την εκρέμασαν από τα μαλλιά και με κοφτερά σπαθιά καταξέσχιζαν τις σάρκες της. Όταν την κατέβασαν της ξύρισαν το κεφάλι και έκαψαν το σώμα της με αναμμένα κάρβουνα.
Της απέκοψαν τους μαστούς και την διαπόμπευσαν στην πόλι. Έγδαραν το σώμα της με σιδερένια κτένια, εκρίζωσαν τα νύχια και τα δόντια της και την μαστίγωσαν με βούνευρα. Αιμόφυρτη την έριξαν στην φυλακή. Την ξάπλωσαν ύπτια, την έδεσαν και έβαλαν πάνω στο στήθος της μια βαριά πλάκα που έκοβε την ανάσα και την εγκατέλειψαν στο σκοτάδι. Κατά την διάρκεια του μεσονυκτίου της παρουσιάσθηκε ο Ιησούς Χριστός δορυφορούμενος υπό πλήθους Αρχαγγέλων και Αγγέλων, την απελευθέρωσε από την πλάκα και τα δεσμά, την εθεράπευσε, την ευλόγησε ενισχύοντάς την στο μαρτύριο και έγινε άφαντος.
Ο ηγεμόνας Ταράσιος απέδωσε το γεγονός σε παρέμβασι των ειδωλικών θεών και έτσι συνώδευσε την μάρτυρα στο ειδωλείο για να προσφέρει θυσία ευχαριστίας. Εκεί η Αγία με την προσευχή της συνέτριψε το άγαλμα του ψευδοθεού Απόλλωνος. Ο διάβολος που κατοικούσε εκεί, έφυγε τρομαγμένος προκαλώντας σεισμό και ταραχή με αποτέλεσμα να συντριβούν και όλα τα υπόλοιπα αγάλματα του ναού. Οι εξοργισμένοι ιερείς την προπηλάκισαν και εζήτησαν την θανατική της καταδίκη. Παρ’ όλα ταύτα αρκετοί από αυτούς που είδαν την συντριβή των ειδώλων, επίστευσαν στον Χριστό και εζήτησαν να βαπτισθούν.
Η συντριβή των αγαλμάτων των ψευδοθεών έπεισε τον Ταράσιο να προχωρήση στο ανοσιούργημά του. Η εντολή του, έφερε την Αγία έξω των τειχών της πόλεως, στον τόπο της εκτελέσεώς της. Η Αγία ολόχαρη, πρόφερε την τελευταία της προσευχή:
«Δέσποτα Κύριε ο Θεός ημών, ο ποιήσας τον ουρανόν και την γην, την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτή˙ ο πλάσας τον άνθρωπον κατ’ εικόνα σην και ομοίωσιν˙ επάκουσόν μου της αναξίας δούλης Σου εν τη ώρα ταύτη˙ και δος πάσι τοις δια σε εκτελούσι την μνήμην μου, ειρήνην και έλεος εν ημέρα κρίσεως˙ μηδέ άψοιτο αυτών λοιμική νόσος, μήτε θανατηφόρος όλεθρος, μήτε λιμός απευκτός ή ετέρα τις βαρεία μάστιγξ˙ αλλά πάσι τοις εν πίστει και αληθεία τω εμώ οίκω ή τω ονόματι προσκειμένοις και δοξολογίαν και αίνεσίν σοι Κύριε προσφέρουσι και δι’ εμού σωτηρίαν και έλεος αιτουμένοις, χάρισαι ο Θεός άφθονον περιουσίαν των σων αγαθών και της επουρανίου σου βασιλείας καταξίωσον˙ ότι μόνος ει αγαθός και φιλάνθρωπος και δεδοξασμένον το όνομά σου εις τους αιώνας, Αμήν».1
Η προσευχή αυτή εξηγεί την μεγάλη ιαματική δύναμι της Αγίας Παρασκευής και τον λόγο για τον οποίο κατέστη η πλέον λαοφιλής Αγία. Ο δήμιος εκτέλεσε την εντολή του Ταρασίου και απέτεμε την τιμία της κεφαλή. Τότε αντί αίματος έρρευσε γάλα. Άγγελος Κυρίου παρέλαβε την άγια ψυχή της και την ωδήγησε στους ουρανούς ενώ ταυτοχρόνως ηκούσθη ουράνια φωνή που την καλωσόριζε στην Βασιλεία των Ουρανών. Ήταν τότε 26 Ιουλίου του 143 μ. Χ. (κατ’ άλλους η 9η Νοεμβρίου).
Το σκήνωμα της Αγίας ενεταφιάσθη με μεγάλες τιμές από έναν ευλαβή χριστιανό νέο, τον Άνθιμο. Το πιθανότερο είναι ότι για να τύχη της πρεπούσης τιμής να μετεφέρθη το λείψανο από την πόλι του Ascoli όπου εμαρτύρησε η Αγία στα απέναντι ηπειρωτικά παράλια και στη θέσι Καναλλάκι Πρεβέζης εκεί όπου ευρίσκεται η παλαίφατος Ιερά Γυναικεία Κοινοβιακή Μονή Της. Στο μέρος αυτό δείχνεται από τις μοναχές ο βράχος αποτομής της κεφαλής της Αγίας καθώς και ο τάφος της. Το γεγονός αυτό υποστηρίζει την μεγάλη διάδοσι τιμής της Αγίας στην Δυτική Ελλάδα, την Ήπειρο και την Αλβανία.
Σήμερα πολλά τμήματα του τιμίου σκηνώματος της Αγίας κοσμούν πολλά μοναστήρια και ναούς της πατρίδος μας και του εξωτερικού. Για τέτοιους πολύτιμους θησαυρούς καυχώνται οι Αγιορείτικες Μονές Κουτλουμουσίου, Διονυσίου, Δοχειαρίου, Αγ. Νικολάου Βαρσών Αρκαδίας, Ασωμάτων Πετράκη, Μακρυμάλλης Ευβοίας, Αγ. Παρασκευής Κοινοπιαστών Κερκύρας, Μεταμορφώσεως Μεγάλου Μετεώρου καθώς και οι Ναοί Αγίας Τριάδος Κέας, Παναγίας Κατασυρτής Άνδρου κ.α.
Αρκετοί χειρόγραφοι κώδικες διαφόρου χρονολογήσεως διασώζουν τον βίο και το μαρτύριο με κυριότερη και παλαιότερη πηγή τον κώδικα: GR 24 Bodleian Library, Οξφόρδη, φ. 166v 173r που φέρει τίτλο: «Μηνί Νοεμβρίω Θ’ Μαρτύριον της αγίας οσιομάρτυρος Παρασκευής˙ Συγγραφή Ιωάννου πρεσβυτέρου Ευβοίας» (8ος αι.).
Στις 14 Οκτωβρίου αναφέρεται στο Μηνολόγιο της ημέρας το συγκλονιστικό θαύμα της Αγίας Παρασκευής στην νήσο Χίο την οποία έσωσε η θαυματουργός Αγία από καταποντισμό. Ιδιαιτέρως μάλιστα τιμάται στο μυροβόλο νησί με Ιερά Ακολουθία η οποία συνετέθη ειδικώς βάσει της διηγήσεως του θαύματος όπως το κατέγραψε ο Άγιος Κολλυβάς, Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος.
Προς τιμήν της Αγίας κανόνες συνέθεσαν οι βυζαντινοί μελωδοί Όσιος Θεοφάνης ο Γραπτός (+11 Οκτωβρίου), Επίσκοπος Νικαίας {σε ήχο δ’, ου η αρχή˙ «Υμνούσι την φωτοφόρον μνήμην σου, Μάρτυς πανεύφημε». Ο κανόνας αυτός δημοσιεύεται και στο εν χρήσει Μηναίο του Ιουλίου εκδόσεως της Αποστολικής Διακονίας} και Όσιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος (4 Απριλίου), Σκευοφύλαξ της Μεγάλης Εκκλησίας {σε ήχο πλ. δ’, ου η αρχή˙ «Την σκοτισθείσαν ηδοναίς˙ καρδίαν μου κάθαρον δέομαι»}. Κανόνες και έτερα υμνολογήματα συνέθεσαν και οι Ιεροδιάκονοι Βενέδικτος εκ του Ρωσσικού και Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης και αρκετοί σύγχρονοί μας υμνογράφοι.
Η εικόνα της Αγίας κατέστη πρώτη στην ζήτησι από τους χριστιανούς μετά τις εικόνες του Κυρίου και της Θεοτόκου. Κατά τα πρώτα χρόνια παρουσιαζόταν στην εικονογραφία να κρατά Σταυρό ενώ αργότερα επικράτησε να παρουσιάζεται σε προτομή βαστώντας στον κόρφο της την εικόνα του Χριστού η «Άκρα Ταπείνωσις».
Αυτό συνέβη κατά μίμησι των εικόνων της θρηνούσης Θεοτόκου στην απεικόνισι του σταυρικού πάθους του Χριστού και του πένθους από την Εκκλησία γι’ Αυτόν.
Έτσι η εικόνα αυτή της Αγίας προήλθε από την απεικόνισι της τεθλιμμένης Θεοτόκου που βαστά τον νεκρό Υιό Της και η οποία ήταν προσωποποίηση της πιο πένθιμης ημέρας των Χριστιανών που ονομαζόταν «Η Αγία και Μεγάλη Παρασκευή».
Άλλη παράστασι της Αγίας είναι η κεφαλοφόρος (τέμπλο Μονής Σινά), όπου την βλέπουμε να προσφέρη στον Ιησού Χριστό την κεφαλή της θυσία ευάρεστο.
Κατά τα νεώτερα χρόνια (δεκαετία του 1950) ο εκδοτικός οίκος Απέργη κυκλοφόρησε την εικόνα της Αγίας όπου η Αγία φέρεται να βαστά πινακίδιο με οφθαλμούς (λόγω του θαύματος της ομματώσεως του αυτοκράτορος Αντωνίνου).
Στην παράσταση αυτή ο αγιογράφος «δανείστηκε» το πινακίδιο από τα χέρια της Αγίας Παρθενομάρτυρος Λουκίας της οποίας το κατεξοχήν σύμβολο είναι το πινακίδιο με τους οφθαλμούς της που εξόρυξε ο δήμιός της χρησιμοποιώντας ξιφίδιο.
Εκ της Υμνολογίας για την Αγία Παρασκευή.
Απολυτίκιον. Ήχος α’.
Την σπουδήν σου τη κλήσει κατάλληλον, εργασαμένη φερώνυμε, την ομώνυμόν σου πίστιν εις κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευή αθληφόρε˙ όθεν προχέεις ιάματα, και πρεσβεύεις υπέρ των ψυχών ημών.
Ήχος πλ. δ’. Κοντάκιον. Τη υπερμάχω.
Τη αθληφόρω οι πιστοί το υμνητήριον, Παρασκευή δεύτε συμφώνως αναμέλψωμεν απαστράπτει γαρ τοις θαύμασιν εν τω κόσμω, απελαύνουσα της πλάνης την σκοτόμαιναν, και παρέχουσα πιστοίς την χάριν άφθονον, τοις κραυγάζουσι˙ Χαίρε μάρτυς πολύαθλε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Εκκλησίας η λαμπηδών και των ιαμάτων πολυχεύμων όντως κρουνός, χαίροις προστασία και σκέπη ουρανία, Παρασκευή θεόφρον, Πνεύματος όργανον.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ.
1. Κώδιξ 166, σελ. 354, Ι. Μονή Διονυσίου Αγίου Όρους (17ος αι).
Από το βιβλίο: «Οι Άγιες Ιάτειρες των Οφθαλμών» του Ιερομονάχου π. Δημητρίου Καββαδία. Εκδοσις Αθήναι, 2014.