Μια αγία μουσικοσυνθέτρια και ποιήτρια
Από τα λίγα βιογραφικά στοιχεία που αναφέρουν διάφοροι Βυζαντινοί χρονογράφοι, γνωρίζομε ότι η Κασσιανή είχε ευγενική καταγωγή, με πολύ μόρφωση και αρετή.
Την εικόνα της ζωής και της προσωπικότητάς της την συμπληρώνει το λαμπρό συγγραφικό της έργο. Η ποίησή της μαρτυρεί μια γυναίκα σοφή, με αναπτυγμένο καλλιτεχνικό συναίσθημα, με μεγάλη πνευματική δύναμη, με βαθιά θρησκευτικότητα και θεολογική γνώση της Αγίας Γραφής. Ο Κρουμβάχερ, ο πατέρας της μελέτης της Βυζαντινής λογοτεχνίας, γράφει:
«Η Κασσιανή υπήρξε η μόνη αξιομνημόνευτη βυζαντινή ποιήτρια, προσωπικότητα ενδιαφέρουσα για το άτομο και τη λογοτεχνική της θέση, και συνδύασε τη λαμπρή συναισθηματικότητα, με τη βαθιά θρησκευτικότητα και τη δραστήρια ειλικρίνεια».
Όταν το 830 μ.Χ. στο Τρίκλινο των ανακτόρων κάλεσε ο αυτοκράτορας Θεόφιλος τις ωραιότερες κόρες του Βυζαντίου για να διαλέξει τη πιο καλή για γυναίκα του, δεν άρχιζε για την Κασσιανή μια ζωή ακολασίας, όπως παρουσιάζουν μερικοί αλλά μια ζωή αγιότητας, που της χάρισε το στεφάνι της αιωνιότητας.
Η ομορφιά και η χάρη της Κασσιανής ξεχώριζε μέσα στις τόσες όμορφες της Πόλης και ο Θεόφιλος την πρόσεξε. Και στην απόφασή του να την κάνει βασίλισσα, ίσως για να δοκιμάσει τη σοφία της, είπε το θρυλικό εκείνο «εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα», δηλ. από τη γυναίκα πηγάζουν τα κακά (εννοώντας την Εύα που έφερε το προπατορικό αμάρτημα).
Η ενάρετη και σοφή Κασσιανή, έχοντας κατά νου το μεγαλείο και την αγιότητα της Παναγίας Θεοτόκου, απάντησε: «Αλλά και δια της γυναικός πηγάζει τα κρείττονα, ω Βασιλεύ» [=αλλά από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλύτερα]. Τη σοφή αυτή απάντηση της Κασσιανής ο αλαζονικός αυτοκράτορας τη θεώρησε προσβολή και με θυμό, ίσως και με αόριστο φόβο, της είπε «ω γύναι! Είθε να εσίγας», δηλαδή καλύτερα να σιωπούσες, και έδωσε το μήλο και την εκλογή στη Θεοδώρα.
Θα πρέπει να πιστέψομε, ότι η θεία πρόνοια επενέβη για να γίνει αυτοκράτειρα η Θεοδώρα που με την ορθόδοξη πίστη της και το δυναμικό χαρακτήρα της έμελλε να βοηθήσει στο θρίαμβο της Ορθοδοξίας και την τακτοποίηση του θέματος των εικόνων (εικονομαχίες) το 843 μ.Χ. Και η Κασσιανή να φορέσει το μοναχικό σχήμα και μακριά από τους περισπασμούς και την τύρβη του κόσμου να αναδειχθεί η μεγάλη υμνωδός και Αγία της Εκκλησίας μας.
Η Κασσιανή αρνήθηκε την ύλη για το πνεύμα, τα πρόσκαιρα για τα αιώνια, τα φθαρτά για τα άφθαρτα. Εγκατέλειψε το αρχοντικό της, τον κόσμο και τους δικούς της και έγινε μοναχή, και ίδρυσε τη Μονή της Κασσίας ή Εικασίας ή Κασσιανής. Δεν την οδήγησε στο Μοναστήρι "η αμαρτωλή της ζωή", γιατί ποτέ της δεν υπήρξε αμαρτωλή.
Η Εκκλησία μας έχει τη δύναμη να παρουσιάσει στο φως της δημοσιότητας αμαρτωλές ψυχές και να τις προβάλλει ακόμη σαν παράδειγμα μετανοίας, όπως συμβαίνει με τη Οσία Μαρία την Αιγυπτία και την Πόρνη του Ευαγγελίου. Δεν θα της ήταν δύσκολο να διακηρύξει ότι και η Κασσιανή υπήρξε μετανοημένη αμαρτωλή, αν πραγματικά ήταν τέτοια.
Η Κασσιανή δεν νικήθηκε από το ανθρώπινο πάθος και την αδυναμία, διότι η ψυχή της φλεγόταν από θείο έρωτα, που την οδήγησε τελικά στην υπηρεσία του θείου θελήματος και τη μοναδική αφιέρωσή της.
Συγγραφικό έργο της Οσίας Κασσιανής
Η Οσία Κασσιανή μέσα στην ησυχία του Μοναστηριού προσεύχεται, μελετά τη Γραφή και τα πατερικά κείμενα και συγγράφει. Έγραψε ύμνους εκκλησιαστικούς, τροπάρια, γνωμικά, επιγράμματα σε ιάμβους και «γνώμες», που τα βρίσκομε με το όνομα Κασσίας, Ικασίας, Εικασίας και Κασσιανής μοναχής.
Από τα τροπάριά της σώζονται το δοξαστικό του Εσπερινού των Χριστουγέννων «Αυγούστου μοναρχήσαντος», οι ειρμοί του κανόνος του Μ. Σαββάτου «Κύματι θαλάσσης» και το γνωστό «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή» που είναι ο πιο δημοφιλής ύμνος της.
Τα στιχηρά που ψάλλονται το βράδυ της Μ. Τρίτης και αναφέρονται στην αμαρτωλή του Ευαγγελίου είναι επίσης έργο της Κασσιανής:
«Ότε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρον, τότε ο μαθητής συνεφώνει τοις παρανόμοις, η μεν έ χαιρε καινούσα το πολύτιμον, οδε έσπευδε πωλήσαι τον ατίμητον, αυτή τον Δεσπότην επεγίνωσκεν, ούτος του Δεσπότου εχωρίζετο, αύτη ηλευθερούτο και ο Ιούδας δούλος εγεγό νει του εχθρού ...».
Στα νέα ελληνικά:
Όταν η αμαρτωλή πρόσφερε το μύρο, τότε ο μαθητής συμφωνούσε με τους παράνομους. Από τη μια μεριά αυτή χαιρόταν που άδειαζε το πολύτιμο μύρο και ο άλλος έσπευδε να πουλήσει τον Ανεκτίμητο. Η ίδια αναγνώριζε τον Κύριο, αυτός απομακρυνόταν από τον Κύριο. Η ίδια ελευθερωνόταν και ο Ιούδας είχε γίνει δούλος του εχθρού …
Με άφθαστη πραγματικά τέχνη και ζωηρές αντιθέσεις περιγράφει λυρικά τους δύο τύπους των ανθρώπων.
«Ω της Ιούδα αθλιότητος! Εθεώρει την πόρνην φιλούσαν τα ίχνη και εσκέπτετο δόλω προδοσίας το φίλημα, εκείνη τους ποκάμους διέλυσε και ούτος τω θυμώ εδεσμείτο φέρων αντί μύρου την κακίαν, φθόνος γαρ είδε προτιμάν το συμφέρον».
Στα νέα ελληνικά:
«Αλίμονο στην αθλιότητα του Ιούδα! Κοίταζε την πόρνη να φιλά τα πόδια και σκεπτόταν με δόλο το φίλημα της προδοσίας. Εκείνη έλυσε τα μαλλιά της και αυτός κατεχόταν από θυμό, φέροντας αντί για το μύρο την βρωμερή κακία. Γιατί ο φθόνος γνωρίζει να προτιμά το συμφέρον».
Και σε άλλο στιχηρό διαβάζομε:
«Ήπλωσεν η πόρνη τας τρίχας σοι τω Δεσπότη, ήπλωσεν Ιούδας τας χείρας τοις παρανόμοις. Η μεν, λαβείν την άφεσιν, ο δε λαβείν αργύρια».
Δηλαδή:
«Άπλωσε η πόρνη τα μαλλιά της σε Σένα, το Δεσπότη, άπλωσε τα χέρια ο Ιούδας στους παρανόμους. Αυτή για να πάρει την άφεση, αυτός για πάρει χρήματα …»
Σε όλα τα ιδιόμελα και στιχηρά, που υπερβαίνουν τα 40, διακρίνει κανείς την έξαρση, το βάθος αισθήματος, τη μεγάλη ανεξαρτησία και ευσέβεια, χαρακτηριστικά της μεγάλης ποιητικής της πνοής. Αναφέρονται σε Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές [δηλ. γιορτές του Χριστού & της Παναγίας], καθώς και σε πρόσωπα Αγίων και Πατέρων της Εκκλησίας μας.
Η Κασσιανή δεν είναι μόνο υμνογράφος, δηλ. δεν έγραψε μόνο τους ύμνους, που ανα φέρονται στο όνομά της, αλλά και τους μελοποίησε, δηλ. είναι και μελωδός[=μουσικοσυνθέτρια].
Εκτός από την καθαρά θρησκευτική ποίηση η Κασσιανή ασχολήθηκε και με ποιήματα ποικίλου περιεχομένου. Συνέγραψε ακόμη πολλά γνωμικά και επιγράμματα.
Σε 32 μόνον στίχους διαπραγματεύεται θαυμάσια το μεγάλο και σοβαρό θέμα της φιλίας. Αξίζει να αναφέρουμε μερικούς:
«Ει θέλεις πάντως και φιλείν και φιλείσθαι, των ψιθυριστών και φθονερών απέχου.»
Στους δύο αυτούς στίχους ο λεπτός νους της Κασσιανής περιέκλεισε ολόκληρη φιλο σοφία. Και παρακάτω σημειώνει:
«Φρόνιμον φίλον, ως χρυσόν, κόλπω βάλλε τον δι’ αύγε μωρόν φεύγε καθάπερ όφιν».
Δηλαδή, τον φρόνιμο φίλον να βάζεις στο πλευρό σου, όπως θα ήθελες να έχεις και τον χρυσό. Τον ανόητον όμως να τον αποφεύγεις όπως και το φίδι.
Και αλλού: «Φραγμόν πέφυκεν η των φίλων αγάπη» που σημαίνει ότι η αγάπη των φίλων δημιουργεί φραγμό προστατευτικό για τον καθένα απ’ αυτούς.
Η αρετή της αγάπης, το πραγματικό γνώρισμα των οπαδών του Ναζωραίου, που πρέπει να θερμαίνει τις καρδιές των ανθρώπων, δεν πρέπει να τους απομακρύνει από την σύνεση, μας συμβουλεύει η μεγάλη υμνωδός.
«Πάντας δ' αγάπα, μη θάρρει δε τοις πάσιν».
Δηλαδή, ο ολοκληρωμένος άνθρωπος, ο τέλειος χριστιανός έχει καθήκον να αγαπά όλους, όχι όμως και να εμπιστεύεται σε όλους. Μόνον όσοι νοσταλγούν και στη ζωή τους επιδιώκουν την ένωση με το Χριστό και μέσα στα στήθη τους κοχλάζει ο πόθος της αρετής, αξίζουν την εμπιστοσύνη σου και μπορεί να εγγίζει η δική σου ψυχή την δική τους, χωρίς τον φόβο της καταστροφής.
Η Κασσιανή, εκτός από το σοφό επίγραμμα «περί φιλίας», έγραψε και άλλα βαθυστόχα στα επιγράμματα και αναφέρονται στον χαρακτήρα του ανθρώπου, στη γυναίκα, στην ευτυχία, την χάρη, το κάλλος, το ήθος, στους τρόπους της αληθινής Ζωής, που οδηγεί με τον κόσμο της αρμονίας στην αληθινή μακαριότητα, γιατί πλημμυρίζει την ζωή αυτή το φως του ουρανού και της αλήθειας.
Η Κασσιανή δεν τιμήθηκε από τους Βυζαντινούς σαν βασίλισσά τους ούτε στον αυτοκρατορικό Οίκο του Θεοφίλου αναφέρεται το όνομά της. Αν όμως δεν κάθισε σε επίγειο θρόνο και δεν τιμήθηκε όσο έπρεπε από τους συγχρόνους της, οι γενεές των ευσεβών Χριστιανών δια μέσου των αιώνων υποκλίνονται ευλαβικά μπρος στην άγια ζωή της και κάθε βράδυ της Μ. Τρίτης με μυστηριακή κατάνυξη και ιερή συγκίνηση παρακολουθούν το μελοποιημένο τροπάριό της και διδάσκονται πως οι χρυσοί θρόνοι είναι μηδαμινοί και οι δόξες του κόσμου αυτού παρέρχονται και δεν πρέπει να τις επιθυμούμε. ["Νεκρός": η Εκκλησία την τίμησε ιδιαίτερα, όπως και έπρεπε, όχι μόνο αναγνωρίζοντας την αγιότητά της και καθιερώνοντας τον εορτασμό της μνήμης της, αλλά και εντάσσοντας τα έργα της στη λειτουργική ζωή, δηλ. ψάλλοντάς τα μέσα στους ναούς και μάλιστα σε πολύ επίσημες ημέρες].
Κατά πληροφορίες από την Κάσσο η Κασσιανή, επειδή την ενοχλούσε στο Μοναστήρι της ο Θεόφιλος, αναχώρησε στην Ιταλία και στη συνεχεία με μια άλλη Μοναχή, την Ευδοκία, πήγε στην Κρήτη και κατέληξε στην Κάσο, όπου και εκοιμήθη στην 7η Σεπτεμβρίου. Μετά το θάνατό της ετοποθέτησαν το σώμα της σε μαρμάρινη λάρνακα και την έβαλαν σε παρεκκλήσιο, που ήταν αφιερωμένο στο όνομά της. Σώζεται σήμερα η λάρνακα και το βυζαντινό ψηφιδωτό του 9ου αιώνα.
Επίσης στο εκκλησάκι υπάρχει εντοιχισμένη πλάκα με σημείο του σταυρού και χρονολογία 890 μ.Χ. Κατά πληροφορίες, πάλι από την Κάσσο, τα οστά της Οσίας έχουν μεταφερθεί στην Ικαρία.
Το πέρασμα της Οσίας Κασσιανής από την Κρήτη, ίσως συνδέεται με την δική μας Αγία Κασσιανή, την αδελφή των Οσίων Eυτυχιανών, που ασκήτεψε στο Κεφάλι, κοντά στο Μάρτσαλο. Το θέμα αυτό όμως χρειάζεται έρευνα από ειδικούς ["Νεκρός": Για τους αγίους Ευτυχιανούς δες εδώ. Δε νομίζω πως η αγία Κασσιανή η Υμνογράφος μπορεί να είναι η ίδια με την ομώνυμη αγία της Κρήτης, έστω κι αν πέρασε κι από εκεί. Όμως είναι πιθανόν η αγία Υμνογράφος, όταν μόναζε στην Κρήτη, να έγινε φίλη ή γερόντισσα (πνευματική δασκάλα) της οικογένειας της Κρητικιάς αγίας Κασσιανής και από σεβασμό και θαυμασμό στην αγιότητά της να πήρε το όνομά της η Κρητικιά αγία].
Η μνήμη της Οσίας Κασσιανής τιμάται σε πολλά μέρη της Ελλάδος και ιδιαίτερα στη Κάσσο, την ιδιαίτερη πατρίδα της, γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 7 Σεπτεμβρίου, με ειδική ασματική ακολουθία [μουσικό-ποιητικό έργο που ψάλλεται στην εκκλησία], από την οποία παραθέτομε ένα χαρακτηριστικό τροπάριο ("κάθισμα").
«Τον βίον ευσεβώς, διανύσασα, Μήτερ, δοχείον καθαρόν, Συ του Πνεύματος ώφθης, φωτίζουσα τους πίστει σοι προσιόντας θεόπνευστε, όθεν αίτησαι τον Σον δεσπότην φωτίσαι τας ψυχάς ημών, των ανυμνούντων σε πόθω, Κασσιανή πανθαύμαστε».