site analysis
Ήταν τα χρόνια του ξακουστού αυτοκράτορα Ιουστινιανού, όπου σ’ όλη την Αλεξάνδρεια νέοι και γέροι θαύμαζαν τον ασκητή Αγάθωνα.
Πάμπολλοι καμάρωναν λέγοντας πως τον είχαν αντικρίσει ακούγοντας τα λιγοστά του λόγια, και oι πάντες διέδιδαν πως το πρόσωπό του αστραφτοκοπούσε σε μια φωτοχυσία, που στον κόσμο δεν είναι άλλη.
Κι όλοι ήξεραν την καλύβα του, που έμοιαζε σπηλιά, σιμά σ’ ένα μεγάλο μοναστήρι, στα περίχωρα της Αλεξάνδρειας.
Χιλιάδες και μυριάδες σκαρφάλωναν κει πάνω για να δουν από μακριά, έστω και μόνο το στέκι του, απαραίτητα ωστόσο τις τριγύρω φωτόχυτες σπίθες που χρύσιζαν τις ξερές πέτρες.
Όμως μεγάλος καημός, και καταπώς έλεγαν σαράκι ζήλειας, κατέτρωγε την πεντάμορφη Ερωτηίδα, που όλοι την ήξεραν σαν την πιο ονομαστή και ακριβοπληρωμένη πόρνη της Αλεξάνδρειας: ευχόταν να κοπάσει εκείνο το ανθρωπομάνι ν’ ανεβαίνει συρρέοντας στη σπηλιά του ασκητή.
Οι εκλεκτοί της φίλοι, μεγιστάνες του πλούτου, άρχοντες, διοικητές, στρατιωτικοί, έμποροι, ακόμα και σοφοί, την αναστάτωναν ξανά και ξανά με τα τσουχτερά τους πειράγματα!
Έτσι λοιπόν σ’ ένα τρικούβερτο νυχτερινό γλέντι στο αρχοντικό της, στο έπακρο πεισματωμένη, έβαλε στοίχημα μεγάλο πως θα κοιμόταν μια νύχτα με τον Αγάθωνα, και το πρωί φεύγοντας θα του έπαιρνε το πολυθρύλητο τρίχινο ράκος που φορούσε: Θα του το πάρω εξάπαντος, ποιος αντιστάθηκε σε μένα;, έλεγε και ξανάλεγε μεθοκοπώντας.
Μερόνυχτα την έθλιβε τούτο το σαράκι, οπόταν μια και δυό ένα απόγευμα αποφασίζει επιτέλους να τραβήξει κατά τη φωλιά του ασκητή.
Φτάνει ίσαμε τη γρανιτένια κορυφή, ο ήλιος μόλις είχε προλάβει να βασιλέψει.
Κατάκλειστη η σπηλιά λίγο παράμερα, σα να’ ταν τυλιγμένη με φωτοστέφανο, ίδιος ο σιωπηλός ασκητής!
Η Ερωτηίδα δεν πιστεύει στα μάτια της.
Φρίσσοντας πασχίζει να σκεφτεί ήρεμα.
Και μεμιάς γαληνεύει, βάζοντας μπρος το σχέδιο της.
Γδύνεται αργά αργά, πετώντας τα μεταξένια ντύματα σε μια χαραδρούλα.
Τσίτσιδη, με λυτά μαλλιά, με τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια!
Στο μισοσκόταδο λευκάζουν τα στήθια, τα λαγόνια και τ’ αστραφτερά της δόντια, καθώς τρεμουλιάζουν και κροτούν ελαφρά.
Είναι έτοιμη να κάνει την έφοδο.
Άξαφνα παγώνει.
Μπροστά της κουτσαίνοντας ένα πελώριο λαβωμένο λιοντάρι βρυχιέται σπαραχτικά και φρικαλέα, και παρευθύς κάνει να χυμήξει καταπάνω της.
Κι αυτή αλαφιασμένη τρέχει προς τη σπηλιά.
Όμως μπερδεύονται τα χρυσαφένια της σανδάλια, και γκρεμίζεται κάτω ουρλιάζοντας.
Βογγάει απανωτά και μπήγει κραυγές σπαραχτικές.
Και το λιοντάρι σιμώνει.
Κι άξαφνα η Ερωτηίδα θωρεί τον αββά Αγάθωνα μπροστά της, και νομίζει πως ονειρεύεται.
Κι αυτός σκύβει αργά, τη σηκώνει και την παίρνει αγκαλιά, γιατί δεν μπορεί να πατήσει.
Τι να’ ναι άραγε τούτο που μου’ λαχε!, ψελλίζει κάνοντας να κρύψει απεγνωσμένα τη γύμνια της.
Τώρα σπαρταράει σαν ψάρι που χάνεται η πνοή του.
Ο αββάς με δυο τρεις δρασκελιές την πηγαίνει μέσα και την ξαπλώνει μαλακά ατό αχυρένιο του στρώμα, σκεπάζοντας την με μια προβιά.
Σε λίγο μπάζει και το λιοντάρι και το ξαπλώνει στην απέναντι γωνιά.
Ανάβει ένα λαδολύχναρο.
Γαληνεμένος πέρα για πέρα μ’ ένα λαγήνι πλένει το σπασμένο πόδι του λιονταριού, που τώρα μουγκρίζει ελαφρά δείχνοντας ευτυχισμένο.
Τον δένει την πληγή και σιωπηλά το ευλογεί.
Έπειτα με τις ίδιες αργές κινήσεις γιατρεύει το στραμπουλιγμένο πόδι της ολόγυμνης Ερωτηίδας.
Και μετά βγάζει το τρίχινο ράκος, και μ’ αυτό ντύνει το κορμί της, ενώ αυτή φρίσσοντας πασχίζει με τρεμάμενα χέρια να κρύψει τη γύμνια της.
Μα η γύμνια της τελικά κρύβεται στο τρίχινο ράκος, περνάει όμως λίγη ώρα για να νιώσει τούτη την προστασία.
Και ο Αγάθων ήρεμος την αφήνει στο στρώμα, τυλίγεται με την προβιά και κουλουριάζεται απέναντι της, πλάι στο λιοντάρι, που τώρα ανασαίνει εντελώς ευχαριστημένο.
Γυναίκα και λιοντάρι κοιτάζονται κι οι δυό τους αλλοπαρμένοι.
Μα η ματιά του λιονταριού αργά αργά αποκτά μια περίσσια τρυφεράδα.
Η Ερωτηίδα ζαρώνει στο στρώμα του αββά βρέχοντας το με πνιχτά και καφτερά δάκρυα, που μαλακώνουν τα σωθικά της, και τον ανεκλάλητο παιδεμό εκείνης της νύχτας τον μεταμορφώνουν σε αγαλλίαση.
Βαθιά μεσάνυχτα ο Αγάθων την πλησιάζει και της λέει:
Σύρε στο σπίτι σου, και μη φοβάσαι πια.
Ήρεμη σηκώνεται σκουπίζοντας τα μουσκεμένα μάτια της.
Ο αββάς την ευλογεί, κι αυτή νιώθει την ευλογία σα χάδι στα μαλλιά της.
Έξω σκέτη σκοτομήνη.
Απεραντοσύνη και νύχτα.
Το τρίχινο ράκος τη φλογίζει με μια πρωτόγνωρη αγαλλίαση.
Ευφραίνεται όσο ποτέ άλλοτε, αναπνέοντας αρώματα που είναι γη, αγέρας, ουρανός, θεϊκό μεθύσι.
Αισθάνεται σάμπως να οσμίζεται την ίδια την αγιοσύνη.
Εκεί κοντά βρυχιέται παραπονεμένα ένα άλλο λιοντάρι.
Η Ερωτηίδα κοντοστέκεται τώρα για να χαρεί τις κραυγές του.
Χαράματα φτάνει στο αρχοντικό της κι αμέσως κλείνεται μέσα.
Και χάθηκε για πάντα από τα μάτια του κόσμου.
Χρόνια και χρόνια κανείς δεν ήξερε πια τίποτα.
Μια μέρα ο υποτακτικός του ασκητή έφερε στο μοναστήρι την είδηση πως ο αββάς Αγάθων είχε πεθάνει στη σπηλιά του.
Πεντέξι αδελφοί πήγαν για το εξόδιο μυστήριο.
Αμήχανοι τον θωρούσαν τυλιγμένο στην προβιά του -όμως πουθενά το τρίχινο ράκος.
Κι άξαφνα απορημένοι βλέπουν έναν παράξενο καλόγερο -ντυμένο με μηλωτή ως πάντοτε την νέκρωσιν του Χριστού εν τω σώματι φέροντα- να μπαίνει σιωπηλός και σκυφτός, δείχνοντας πως ήθελε να κρύψει το πρόσωπο του.
Παρευθύς τους παραδίδει το τρίχινο ράκος του Αγάθωνα, και εξαφανίζεται σαν αθόρυβη σκιά.
Αμέσως ντύνουν το σκήνωμα με τούτο το ράκος, οπότε θαμπωμένοι διακρίνουν και διαβάζουν πάνω του τα χρυσά γράμματα:
Ερωτηίς έρωτι Χριστού πυρπολουμένη, των χειρών σου αγλαϊστόν καλλιτέχνημα.
Το συναξάρι ενός ασκητή
Νίκου Αθ. Ματσούκα
Νίκου Αθ. Ματσούκα
Από το βιβλίο
«Ο ΘΑΜΠΟΣ ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ»
Πεζά-Ποιήματα
Εκδόσεις Π. Πουρνάρα Θεσσαλονίκη 200
«Ο ΘΑΜΠΟΣ ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ»
Πεζά-Ποιήματα
Εκδόσεις Π. Πουρνάρα Θεσσαλονίκη 200