Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017

Η ΜΟΝΑΧΗ ΜΑΡΘΑ Η ΑΣΚΗΤΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΠΕΤΑΝΙΑΝΩΝ ΚΡΗΤΗΣ



site analysis


                                 
Πριν φθάσουμε στο ιερό πρόσωπο αυτής τής Μοναχής πού  σχετίζεται με τούς δύο Όσιους καί ιδιαίτερα τόν Όσιο Εύμένιο, θεωρούμε απαραίτητο νά προτάξουμε κάποια άλλα ιστορικά στοιχεία άπαραίτητα, γιά νά δώσουμε στόν άναγνώστη νά καταλάβει τό όλο σκηνικό τής εποχής και τού συγκεκριμένου τόπου πού θά οδηγήσουν στο θέμα μας. Εκεί πού βρίσκεται σήμερα τό χωριό Καπετανιανά, ήταν παλιά Σκήτη Μοναχών και ονομαζόταν «Κυριελέησο», επειδή οί άσκητές αυτοί τηρούσαν τήν παράδοση πού είχαν παραλάβει από τούς ασκητές τού Άγιοφάραγγου, όπου καλλιεργούσαν τή νοερά προσευχή, άπ’ όπου και τή διδάχθηκε ό 'Άγιος Γρηγόριος ό Σινάίτης και τή δίδαξε στή συνέχεια ό ίδιος στο 'Άγιον Όρος. Κυριακό της Σκήτης ήταν ό Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ό όποιος σώζεται μέχρι σήμερα και είναι ό ενοριακός Ναός τού σημερινού οικισμού. Σώζονται και οι καταπληκτικές του τοιχογραφίες, στις περισσότερες των όποιων ιστορούνται οι μεγάλοι ασκητές της Εκκλησίας.


Έπί τουρκοκρατίας, κατά τόν καθηγητή Τωμαδάκη, λειτουργούσε άκόμη αύτή ή Σκήτη μέ τό παραπάνω όνομα. Στά βοηθητικά κτίσματα κοντά στόν Ναό ήλθαν καί κατοίκησαν οικογένειες αύτοεξόριστες άπό τά Σφακιά. Βρήκαν κοντά στούς Μοναχούς προστασία καί καλλιεργούσαν τά γύρω κτήματα. Τέτοια οικογένεια ήταν καί ή των Μπελιάδων. Κάποια άλλη τοπική εκδοχή θέλει τήν οικογένεια αύτή, όπως και άλλες τού χωριού έκείνου νά ήταν κρυπτοχριστιανοί, οι όποιοι κατέφυγαν σ’ αύτόν τόν έρημικό χώρο γιά νά τηρούν άνενόχλητοι πλέον τά θρησκευτικά τους καθήκοντα, γι’ αύτό ίσως οι παλιοί «Μπελιάδες» ήταν γνωστοί μέ τούρκικα παρωνύμια, όπως «Καδής», «Βελής» και άλλα. Μέχρι πού ζούσαν στά Καπετανιανά οι απόγονοι αυτών των οικογενειών, αποκαλούνταν «Καντήδες» και «Μπελιάδες», άπ’ όπου βγήκε και τό έπίθετο Βελιδάκης-Μπελιδάκης. Από τήν οικογένεια των Μπελιάδων προήλθε ή κατοπινή Μοναχή Μάρθα, κατά κόσμον Μαρία Μπελιδάκη.Μετά τήν τραγική κατάληξη πού είχε ή έπανάσταση τού Δασκαλογιάννη τό 1770, πολλοί Σφακιανοί εκπατρίστηκαν γιά νά σωθούν και κατέφυγαν και σ’ αύτό τό απομακρυσμένο χωριό των Άστερουσίων μέ τή Μοναστική παρουσία και παράδοση. 


Οι Μοναχοί δέν είχαν έγκαταλείψει τελείως τή Σκήτη, αλλά μάλλον είχαν μείνει ελάχιστοι. Γεγονός πάντως είναι, ότι στο έξης ή συντριπτική πλειοψηφία των νέων κατοίκων ήταν Σφακιανοί και αύτό διατηρούν έντονα στή μνήμη τους και στά πιστεύω τους ως πρός τήν προέλευσή τους οι σημερινοί κάτοικοι. Τό όνομα τό σημερινό του οικισμού Καπετανιανά σέ άντικατάσταση τού «Κυριελέησο» οφείλεται στις δραστηριότητες αυτών των άνθρώπων. Εκδικούμενοι γιά τά δικά τους δεινά τούς Τούρκους, άλλά και γιά τά δεινά πού ύπέφεραν οι χριστιανοί τού κάμπου, προέβαιναν σέ ένέργειες οι όποιες ενοχλούσαν τούς Τούρκους της Μεσαράς.





Κατέβαιναν και έκλεβαν ζώα των Τούρκων. Κανένα μέτρο δέν μπορούσε νά τούς σταματήσει, γι’ αύτό και οι Τούρκοι απευθύνθηκαν στις Αρχές γιά νά απαιτήσουν νά εφαρμοστεί τό μόνο μέτρο πού έπιανε. 'Ο φόβος από αφορισμό! Ό αφορισμός ήταν ένα κείμενο απειλητικό μέ κατάρες οι όποιες θά έπιαναν έκείνους πού θά συνέχιζαν νά κλέβουν μετά από τήν έπίσημη άνάγνωσή του στήν Εκκλησία τού χωριού ή στις Εκκλησίες της έπαρχίας έκείνης όπου γίνονταν οι κλοπές. Ή Εκκλησία είτε πιεζόμενη από τίς τουρκικές άρχές, είτε έπειδή και ή ίδια θεωρούσε αύτό ως μέσο άποτελεσματικό της καταστολής της κλοπής πού ούτως ή άλλως ήταν πράξη άντιχριστιανική, προέβαινε σέ τέτοιους φοβερούς άφορισμούς. Τό συγκεκριμένο κείμενο τού αφορισμού δέν διασώθηκε, γι’ αύτό και δέν γνωρίζουμε από ποιά Σύνοδο έγινε. Τήν Επαρχιακή Σύνοδο της Κρήτης ή τήν Πατριαρχική της Κωνσταντινουπόλεως; Τό πιθανότερο όμως είναι νά έγινε από τήν τότε Επαρχιακή Σύνοδο, διότι σέ έρευνά μας βρήκαμε τέτοιο άκριβώς Συνοδικό κείμενο τού 1812, δηλαδή «Αρχιερατικόν έπιτίμιον κατά κλεπτών και περιθαλπόντων αυτούς». Τό έπιτίμιο αύτό είχε σταλεί ως άπάντηση σέ γράμμα, «έσφραγισμένον μέ την κοινήν βούλλαν του Καστελιού των Σφακιών». Τό Συνοδικό κείμενο άρχικά αναφέρεται περιληπτικά στο περιεχόμενο τού γράμματος και στήν άπόφαση πού είχαν πάρει «ιερείς, κοσμικοί, καπεταναΐοι και προεστοί» σχετικά μέ τίς οικονομικές συνέπειες πού θά ύφίσταντο οι άποδεδειγμένα κλέφτες, απόφαση γιά τήν οποία είχε εκδοθεί και «διβάν δεσκερές παρά του ένδοξοτάτου δεφτερτάρ έφένδη εις βεβαίωσιν και πίστωσιν της συμφωνίας». 


Στή συνέχεια φαίνεται και ή Συνοδική ανταπόκριση στο γραπτό αίτημά τους, με τό όποιο ζητούσαν νά εκδοθεί «εκκλησιαστικόν φρικτόν έπιτίμιον» όχι μόνο γιά τούς κλέφτες, άλλά και γι’ αυτούς πού θά τούς προστάτευαν ή ύπερασπίζονταν. Τό έπιτίμιο πού άκολουθεί, είναι όντως φρικτή απειλή και κατάρα γιά όποιον «ήθελε τολμήσει από τώρα και εις τό έξης νά κλέφη άλλου τίνος ανθρώπου ζώον ή πράγμα, πολύ ή ολίγον». Τό έπιτίμιο, φέρει ημερομηνία 29 Μάιου του έτους 1812 και τό υπογράφει ό Κρήτης Γεράσιμος Παρδάλης, Διοπόλεως Μελέτιος, Αρκαδίας Νεόφυτος, Λάμπης Ιερόθεος, Χερρονήσου Ιωακείμ, Σητείας Ζαχαρίας (οι περισσότεροι από αύτούς έγιναν αργότερα Νέοι Ιερομάρτυρες).



Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανόν νά συνέταξε τέτοιο έπιτίμιο ή Ί. Επαρχιακή Σύνοδος των άμέσων έτών πρό τού 1864 γιά τούς κλέφτες κατοίκους των Καπετανιανών μετά από πίεση των τουρκικών αρχών, αφού ήξεραν και από τό παρελθόν ότι μόνο θρησκευτικού είδους εκφοβισμός ήταν δυνατόν νά τούς σταματήσει.
Άλλωστε τέτοιο φαινόμενο αφοριστικών κειμένων γιά πολύ με-γαλύτερα ζητήματα είχαμε και από πλευράς τού Οικουμενικού Πατριαρχείου μετά από πιέσεις άπειλητικές της Υψηλής Πύλης, χωρίς αύτό νά σημαίνει ότι ή Μητέρα Εκκλησία ήθελε έτσι νά πράξει. Τό έκανε κάτω από τήν απειλή της μαχαίρας και μόνο γιά τά μάτια των Τούρκων.





Τό Συνοδικό αυτό έπιτίμιο, μέ εντολή τού Μητροπολίτη Γερασίμου διαβάστηκε στόν Ναό της Παναγίας Καπετανιανών στο τέλος της θ. Λειτουργίας. Δεν γνωρίζουμε τήν ακριβή ημερομηνία και χρονολογία του επιτιμίου. Τότε εθεωρείτο ασθένεια μεταδοτική και απομόνωναν τούς λεπρούς. Τό ειδικό φαινόμενο αυτής της λέπρας ήταν ότι εξελισσόταν μέ τέτοιο ρυθμό, πού τον ίδιο χρόνο πολλοί από κείνους πού προσβλήθηκαν πέθαναν. Όλους αυτούς τούς απομάκρυναν νοτίως του χωρίου και τούς απομόνωσαν σέ μικρά σπήλαια των όποιων έκτισαν τό άνοιγμα μέ πέτρες. Τά σπήλαια αυτά ήταν σπήλαια διαμονής των παλαιών έρημιτών της Σκήτης του «Κυριελέησο» (μετέπειτα χωριού Καπετανιανών). Και τούτο τό συμπεραίνουμε και από τό γεγονός ότι ό τόπος αυτός φέρει μέχρι και σήμερα τό καλογερικό όνομα «Κάλλιστος». Στά μικρά αύτά σπήλαια, των όποιων τό άνοιγμα έχτισαν άφήνοντας μόνο κάποια μικρά παράθυρα γιά φως και φαγητό, έκλειναν μέσα τά λεπρά μικρά παιδιά, διότι έκλαιγαν και έφευγαν άναζητώντας τίς μητέρες τους. Από τό γεγονός αυτό ή περιοχή του «Καλλίστου» πήρε και τό όνομα «στών Μεσκήνηδων    τά χαράκια» Μπροστά σ’ αυτό τό κακό πού βρήκε τά Καπετανιανά, αντιπροσωπεία έπισκέφθηκε τόν Μητροπολίτη Κρήτης Διονύσιο , ό όποιος ήταν και ό κανονικός ποιμενάρχης της ένορίας αυτής και του έξέθεσαν τό γεγονός, μέ τήν παράκληση νά διαβαστεί συγχωρητικό ή «συγχωροχάρτι» όπως μέχρι σήμερα λέγεται. 



’Άν ή Επαρχιακή Σύνοδος συνέτασσε και έξέδιδε τό «συγχωροχάρτι» αυτό, δηλαδή τή λύση του επιτιμίου (αφορισμού-κατάρας), θά είχε προβλήματα μέ τήν τουρκική διοίκηση της Μεσαράς και του Ηρακλείου πού τό είχε έπίμονα ζητήσει. Διέξοδος θεωρήθηκε ή Πατριαρχική Σύνοδος , ώς ανώτερη και προϊστάμενη της Επαρχιακής Συνόδου της Κρήτης, ή οποία θά αναλάμβανε τήν υπόθεση. Ό Μητροπολίτης Κρήτης Διονύσιος πήγε στήν Κωνσταντινούπολη, έξέθεσε τό θέμα στόν Οικουμενικό Πατριάρχη και τήν Πατριαρχική Σύνοδο και ή Σύνοδος έγραψε ένα πολύ συγκινητικό κείμενο-συγχώρηση, τό όποιο ύπογράφουν: Ό Οικουμενικός Πατριάρχης Σωφρόνιος, ό Ήρακλείας Πανάρετος, ό Νικομήδειας Διονύσιος, ό Κρήτης Διονύσιος, ό Σάμου Γαβριήλ και άλλοι, σύνολο μαζί με τόν Πατριάρχη δεκατρείς. Φέρει ημερομηνία 18 Σεπτεμβρίου του έτους 1864 . Όταν, λοιπόν, έπεσε ή λέπρα στά Καπετανιανά έξ αιτίας του αφορισμού-επιτιμίου, ή Μοναχή Μάρθα ήταν τότε άνύπανδρη νέα μέ άλλα δεκατρία αδέλφια, από τήν πλούσια τότε οικογένεια των Μπελιδάκηδων. Όταν δώδεκα κορίτσια και δύο αγόρια. Από αυτά τά δώδεκα κορίτσια, τά ένδεκα λεπρώθηκαν, άπομονώθηκαν και πέθαναν στόν χώρο πού παραπάνω περιγράψαμε. 




Από τά κορίτσια έπέζησε μόνο αυτή και κληρονόμησε τά μερίδια των νεκρών άδελφών της. Παντρεύτηκε τόν Νικόλαο Καρτσωνάκη, γόνο των Σφακιανών έποίκων, άλλά δέν έκανε παιδιά. Ήταν βαθύτατα εύσεβής και αύτή καί ό σύζυγός της. Τό 1878, οί Όσιοι Πατέρες Παρθένιος καί Εύμένιος είχαν άρχίσει νά κτίζουν τη Μονή Κουδουμά καί έγιναν πολύ γνωστοί σ’ όλη τήν περιοχή καί φυσικά καί στά Καπετανιανά, οί κάτοικοι τών οποίων βοήθησαν πολύ δωρίζοντας τήν περιοχή δυτικά τού χειμάρρου του Κουδουμά, όπως οί Άϊνικολιώτες δώρισαν τήν περιοχή όπου βρίσκεται ή Μονή, περιοχή πού ήταν περιφέρεια τού οικισμού Άγιος Νικόλαος. Ή Μαρία Μπελιδάκη είχε αφοσιωθεί στά πνευματικά καί μαζί μέ μιά άλλη γυναίκα πού λεγόταν Ζωή, έχοντας μεγάλο ζήλο γιά άσκηση καί γνωρίζοντας την ασκητική ιστορία του τόπου, έγιναν ασκήτριες. Έφευγαν από τό χωριό καί απούσιαζαν επί πολλές ήμερες περιπλανώμενες, αγρυπνούσες, νηστεύουσες καί προσευχόμενες στά αρχαία ασκητήρια. Κατά τήν άσκητική περιπλάνησή τους αυτή, άξιώθηκαν, κατά τίς μαρτυρίες τους, νά τούς άποκαλυφθοϋν οι αθέατοι άγιοι άσκητές μέ τούς οποίους είχε σχέση ό Οσιος Παρθένιος καί άργότερα ό Μοναχός Όσιος Ιωακείμ (Ίωακειμάκι). Οι δύο ασκήτριες, πού άξιώθηκαν νά βλέπουν καί νά διδάσκονται άπό αύτούς τούς άσκητές, τούς αποκαλούσαν «Άγιάκια». Άξιώθηκαν έπίσης πολλές φορές νά άκούσουν ύμνωδίες Αγγέλων καί νά κοινωνήσουν των άχράντων Μυστηρίων άπό αγγελικά χέρια . Ή Μάρθα (Μαρία τότε) δέν άργησε νά πληροφορηθει γιά τούς Όσιους του Κουδουμά καί συνδέθηκε μαζί τους. 




Ό διορατικός Οσιος Παρθένιος κατάλαβε τί θησαυρό είχε άπέναντί του, γι’ αύτό καί τήν έβλεπε μέ μεγάλο σεβασμό. ’Έκτοτε άφοσιώθηκε στήν άνέγερση καί λειτουργία τής Μονής. Διαρκώς στόν άργαλειό καί στά άλλα έργόχειρα τής μοδίστρας σκυμμένη, ένίσχυε τό Μοναστήρι μέ ράσα καί κουκούλια καί φανέλες καί κάλτσες καί κλινοσκεπάσματα ύφαντά, καθώς καί μέ τά άπαραίτητα καλύμματα γιά τήν Εκκλησία. Πρώτα-πρώτα δώρισε τίς κασέλες της πού περιείχαν όλα της τά προικιά. Ή παράδοση των Καπετανιανών, θέλοντας νά δείξει τό μέγεθος της προσφοράς της Μάρθας, λέει τό έξης χαρακτηριστικό: οτιδήποτε πήγε στόν Κουδουμά τήν έποχή των Όσιων Πατέρων καί είχε μέσα κλωστή, είχε περάσει άπό τά χέρια τής Μάρθας». Τότε επικρατούσε στά χωριά των Άστερουσίων ή ευλαβής συνήθεια, άνδρόγυνα πού ήταν άτεκνα ή είχαν έκπληρώσει τίς οικογενειακές τους ύποχρεώσεις ή ήσαν άγαμες ήλικιωμένες γυναίκες, νά γίνονται Μοναχές καί Μοναχοί  καί νά παραμένουν στό ίδιο τους τό σπίτι μέ εγκράτεια, κάνοντας τά καλογερικά τους καθήκοντα, έξυπηρετώντας παράλληλα τούς Ναούς τής ένορίας. Συμφώνησε, λοιπόν, τό εύλαβές άνδρόγυνο, έγιναν καί οί δύο Μοναχοί καί ή γυναίκα πήρε τό όνομα Μάρθα. Χειροθετήθηκε άπό τούς Όσιους Πατέρες, διότι εύλαβής, πλούσια καί έλεήμων όπως ήταν, στάθηκε άπό νωρίς στό άνεγειρόμενο Μοναστήρι μεγάλη εύεργέτιδα. Άπό σεβασμό οί Πατέρες τήν αποκαλούσαν μητέρα.



Μέ τόν καιρό όλα τά σπίτια γύρω άπό τόν Ναό τής Παναγίας Καπετανιανών, τό παλαιό δηλαδή Κυριακό τής Σκήτης, περιήλθε στήν οικογένεια τής Μάρθας, διότι ή περιοχή θεωρούνταν εκεί κατά κάποιο τρόπο «γραντισμένη», δηλαδή άπό δαιμονική συνεργεία σημαδεμένη. Αυτό όμως έδωσε τά χρόνια εκείνα τής καλογερικής ζωής τής Μάρθας τήν ευκαιρία νά κατοικήσουν όλα τά σπίτια τής «γραντισμένης» γειτονιάς όσοι έγιναν Μοναχοί καί Μοναχές. Έγινε Μοναχός καί ό σύζυγός της Νικόλαος Καρτσωνάκης. Εξακριβωμένα ονόματα Μοναχών πού έζησαν εκεί ήταν Ιερεμίας, Νεόφυτος, Γεράσιμος, Καλλίνικος, Μακάριος καί τρεις γυναίκες μέ τό όνομα Μάρθα. Προφανώς οί δύο πήραν τό όνομα πρός τιμήν τής πρώτης  τής «μητέρας» Μάρθας. Ηταν κατά κάποιο τρόπο μιά σύντομη άναβίωση τής Μοναχικής ζωής τής παλαιάς Σκήτης τού «Κυριελέησο», έστω καί μικτής. 




Ό Όσιος Παρθένιος όσο ζούσε, πήγαινε ό ίδιος ώς Επιστάτης τής Μονής (Ηγούμενος) γιά τή σύνταξη συμβολαίων σε διάφορα χωριά των Άστερουσίων καί του κάμπου τής Μεσαράς. Τόσο, λοιπόν, ό Όσιος Παρθένιος όσο καί ό Εύμένιος, πού έκανε περιοδείες ώς Πνευματικός, πηγαίνοντας στά χωριά ή έπιστρέφοντας άπό αυτά περνούσαν άπό τό σπίτι τής μητέρας Μάρθας. Κάποια φορά έπιστρέφοντας στή Μονή ό Όσιος Παρθένιος, πέρασε άπό τό σπίτι τής άσκήτριας μητέρας άλλά έκείνη άπουσίαζε. Κρατούσε ό Όσιος έναν άρτο πού τού είχαν δώσει άπό τόν κάμπο καί τόν άφησε στό τραπέζι ώς εύλογία καί έφυγε. Όταν έπέστρεψε έκείνη καί είδε τόν άρτο υπέθεσε ότι κάποια γυναίκα πού είχε ζυμώσει στό χωριό τής τόν πήγε. Δέν έκοψε ούτε ένα κομματάκι, άλλά τόν τύλιξε σέ μιά πετσέτα καί τόν έστειλε στόν Οσιο μέ κάποιον περαστικό προσκυνητή, ό όποιος πήγαινε στόν Κουδουμά. Τό γεγονός τούτο, άν καί φαίνεται μικρό, ωστόσο είναι ένδεικτικό τής βαθειάς πνευματικής σχέσης πού έχουν οί άγιασμένες ψυχές. Ούτε ό Όσιος Γέροντας, ούτε ή Μοναχή Μάρθα σκέφθηκαν νά κρατήσουν τόν άρτο γιά τόν έαυτό τους. Δόθηκε στόν Όσιο άπό κάποιον, εκείνος τόν έδωσε στή Μάρθα χωρίς αύτή νά τό γνωρίζει, καί πάλι έκείνη τόν έστειλε στόν Όσιο καί έπέστρεψε σ’ αύτόν. Θυμίζει τό άνάλογο περιστατικό τού Γεροντικού!



Ή γερόντισσα Μάρθα, ή «μητέρα» τής Μονής Κουδουμά, έκοιμήθη ξαφνικά καί δέν ειδοποιήθηκαν έγκαιρα οί Πατέρες τής Μονής. Όταν έφθασαν στό χωριό ό τότε Ηγούμενος Όσιος Εύμένιος μέ τή συνοδεία του, τήν πρόλαβαν όταν τήν πήγαιναν στό κοιμητήριο τό όποιο βρισκόταν σέ κάπως μεγάλη απόσταση άπό τό χωριό. Πρόλαβαν τήν πομπή καί τή σταμάτησαν γιά νά κάμουν ένα τρισάγιο. Τήν ώρα πού τήν άσπαζόταν ό Όσιος Εύμένιος στό χέρι, έκείνη άνέζησε γιά μιά στιγμή, άνασηκώθηκε, φίλησε καί αύτή τό χέρι τού Γέροντα καί ξανακοιμήθηκε τόν ύπνο τού δικαίου. Τό περιστατικό τούτο πού διατηρείται μέ εύλάβεια μέχρι σήμερα, είναι ενδεικτικό όχι μόνο ότι έπρόκειτο περί Μοναχής πολύ ένάρετης, άκρως έλεήμονος σάν τήν Ταβιθά πού διαβάζουμε στίς «Πράξεις των Αποστόλων», άλλά καί ένδεικτικό τής αγιότητας τού Όσιου Εύμενίου. Είναι κάτι πού μας παραπέμπει στά Συναξάρια όπου βρίσκουμε πολλά παρόμοια περιστατικά.




Τέλος, γιά νά αναφερθούμε σ’ ένα σχεδόν σύγχρονο παρόμοιο γεγονός πού επιβεβαιώνει τα παλαιά Συναξάρια, άλλα καί τό περιστατικό τής Μάρθας, μεταφέρουμε έδώ αύτό πού καταγράφει στό βιβλίο του «Βενέδικτος Πετράκης» , ό άείμνηστος Άρχιμ. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, Προηγούμενος τής Ιεράς Μονής Πετράκη: «Κάποια κυρία, Μελπομένη Μπουλμπασάκου όνόματι, στήν Πάτρα είχεν άσθενήσει. Έστειλε άνθρωπο νά τήν πάρη στό Αγρίνιο, γιά νά τήν περιποιηθή. Αισθανόταν πολλήν ευγνωμοσύνην γι’ αύτήν. Τόν είχε βοηθήσει στίς σπουδές του. Εκείνη δέν θέλησε, διότι έμενε πολλά χρόνια στήν Πάτρα καί είχε συνδεθή μέ τα εκεί πνευματικά πρόσωπα. Ή άσθένειά της έπεδεινοϋτο. Τήν έπισκέφθηκε κατ’ έπανάληψιν ό ίδιος καί τήν κοινωνούσε κάθε φορά πού έπήγαινε. Άφησε δέ ρητήν έντολήν, έάν βαρύνη, νά τόν ειδοποιήσουν, διότι ήθελε αύτός γιά τελευταία φορά νά τήν έτοιμάση, νά τήν κοινωνήση καί νά προσευχηθή.





Έπέρασαν κάμποσες ημέρες καί ή άσθενής έβάρυνε. Πλησιάζει στόν θάνατο. Έγραψαν τότε στόν π. Βενέδικτο, ότι ή Μπουλμπασάκου είναι βαριά. Ή επιστολή ήλθε λίγο καθυστερημένη. Ήλε τήν άλλη ημέρα. Όταν τη διάβασε, αμέσως αναχώρησε διά τας Πάτρας. Έφθασε στις 5 ή ώρα τό απόγευμα και κατευθυνόταν στήν οικιών της. Καθ’ οδών, όμως, συνάντησε γνωστόν του 'Ιερέα, ό όποιος έφευγε από τήν οικιών της Μελπομένης. Είχε μεταβώ γιά νά τήν κοινωνήσει, άλλά δεν τήν πρόλαβε. Είχε πεθάνει.
-        Πάτερ, από πού έρχεσαι; Τον ερώτηση.
-        Από τό σπίτι της μακαρίτισσας Μελπομένης, του απήντησε.
-        Τί είπατε; Μακαρίτισσας;
-        Ναί, πάτερ μου. Απέθανε προ δύο ωρών. Αύτήν τήν στιγμή τήν τοποθέτησαν στο φέρετρο.
-        Όχι, όχι. Δέν άπέθανε, του λέγει. Γύρισε πάλι νά τήν κοινωνήσουμε.
Πρό τής άνεξηγήτου έπιμονής του έπέστρεψε καί μαζί κατευθύνθηκαν στό σπίτι τής Μπουλμπασάκου. Έμπήκαν άμφότεροι στό δωμάτιο τής νεκρής. Έβγαλε όλους έξω γιά νά διαβάσουν, καθώς είπεν, κάποια εύχή. Ένας δικός της έμεινε, ό 'Ιερεύς καί ό κοινωνήσω. Άνοιξε τό στόμα σου. Άνοιξέ το καλά.
Καί ώ του θαύματος! Ή νεκρά άνοιξε σιγά-σιγά τό στόμα της κι έκεινος τήν έκοινώνησε.
-        Κλείσε τώρα τό στόμα σου, τής είπεν. Καί πράγματι έκλεισε τό στόμα της καί έφαίνετο, ότι κατέπινεν.
-        Κοιμήσου τώρα έν ειρήνη, Μελπομένη, της είπεν.
Ό άλλος Ίερεύς κατάχλωμος καί βαθειά συγκινημένος, εύρίσκε- το εις μεγάλην άπορίαν.
-        Δέν σου είπα, άδελφέ, ότι δέν πέθανε; Μήν πήτε, όσο ζώ όμως τίποτε, σέ κανέναν. Σάς τό άπαγορεύω. Σάς έξορκίζω.
Καί εκείνοι, μετά τόν θάνατον του π. Βενεδίκτου, τό ομολόγησαν λέγοντας, ότι πρόκειται περί Αγίου καί θαυματουργού. 'Ο συγγενής μάλιστα τής Μπουλμπασάκου, έπήγε στήν κηδεία τού π. Βενεδίκτου καί τό διηγήθηκε».


Αύτά τά έξαιρετικά θαύματα πού αφορούν στή ζωή Αγίων ανθρώπων, άποδεικνύουν γιά μιά φορά άκόμη τό «όπου Θεός βούλεται, νικαται φύσεως τάξις». Άποδεικνύεται άκόμη ότι ό Χριστός είναι Κύριος τής ζωής καί τού θανάτου καί πάνω άκριβώς σ’ αύτό τό τραγικό γεγονός τού θανάτου παρουσιάζει μέ τό σημείο τής στιγμιαίας άνάστασης μπροστά στά μάτια πολλών, τήν εύαρέσκειά του στούς Αγίους Του, δοξάζοντας αύτούς πού τόν δόξασαν μέ τήν αγία καί ένάρετη ζωή τους καί τονώνοντας τήν πίστη των παρευρισκομένων - άλλά καί έκείνων πού θά μάθαιναν τό θαύμα αύτό - στήν κοινή άνάσταση πού θά γίνει κατά τή Δευτέρα Παρουσία τού Κυρίου μας. Τήν πίστη σ’ αύτό πού λέμε όταν άπαγγέλουμε τό Σύμβολο τής Πίστεως «Προσδοκώ άνάστασιν νεκρών». 


Ό Άγιος Γρηγόριος ό Νύσσης διδάσκει ότι, άν καί ή ψυχή μέ τόν θάνατο χωρίζεται άπό τό σώμα, έν τούτοις παραμένει ή υπόσταση, δηλαδή έξακολουθεΐ νά υπάρχει ή μυστηριακή έπαφή μεταξύ σώματος καί ψυχής.
Αυτό υποδηλώνει ότι ή ψυχή τού ανθρώπου και μετά τόν χωρισμό της από τό σώμα ξεχωρίζει ποιό είναι τό δικό της στοιχείο και ποιό ξένο μεταξύ τών διαφόρων σωμάτων και στοιχείων, στά όποια άναλύθηκε τό σώμα. Χρησιμοποιεί μάλιστα ό Άγιος Γρηγόριος με άναγνωρίζονται εύκολα από τόν κάτοχό τους. Άν όμως σπάσουν και πάλι άναγνωρίζονται, αφού είναι ευδιάκριτο ποιό κομμάτι ανήκει στό πιθάρι, ποιό στόν άμφορέα κ.λπ. Τό ίδιο συμβαίνει και μέ τήν ψυχή. Ή ψυχή γνωρίζει τό σχήμα του σώματος (πού διατηρεί στοιχεία του νου δηλαδή προκαλεί ένα είδος πνευματικής έλξεως στή νοερά ένέργεια τής ψυχής) και μετά τή διάλυσή του. Ακόμη άναγνωρίζει και τά στοιχεία από τά όποια άποτελέστηκε και τά όποια τώρα έχουν διασπαστεί μεταξύ τους. Και επειδή οί ψυχές «δεν αλητεύουν εις τόν αέρα», δηλαδή δέν είναι έλεύθερες, δέν έχουν άπεριόριστη εύχέρια κίνησης, ούτε είναι έκτατές στόν χώρο, άλλά βρίσκονται σέ νοητό μυστηριακό τόπο (πανταχού παρών είναι μόνο ό Θεός) επιχωριάζουν, περιίπτανται νοερώς κατά κάποιο τρόπο πάνω από τά δομικά ύλικά του σώματος, διότι ό άρχικός σκοπός τής δημιουργίας της δέν ύπήρξε νά ζεί χωριστά απ’ αύτό

πηγή :ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΟΙ ΟΣΙΟΙ  ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΚΑΙ ΕΥΜΕΝΙΟΣ ΚΑΙ Η ΙΕΡΗ ΜΟΝΗ ΚΟΥΔΟΥΜΑ. .ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ. 

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

Η ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ Ή ΑΔΕΛΦΟΣ ΕΥΦΗΜΙΑΝΟΣ



site analysis



29 Οκτωβρίου
Mνήμη της Oσίας Mητρός ημών Άννης, της μετονομασθείσης Eυφημιανός. 
Στολή κρυβείσαν ανδρική σεμνήν Άνναν, 
Xριστός κατ’ αυτών αρρενοί των δαιμόνων.
Η αγία Άννα είχε γεννηθή στην Κωνσταντινούπολι, στη συνοικία των Βλαχερνών, κατά την βασιλεία του Κωνσταντίνου Κοπρωνύμου. 
Όταν νέα ακόμη έχασε τους γονείς της, η γιαγιά της βιάσθηκε να την παντρέψη. Αλλά ο εκ πατρός θείος της δεν ικανοποιήθηκε από αυτό. Ήταν ένας ερημίτης του Ολύμπου, ο οποίος είχε γνωρίσει τη φυλακή και τα βασανιστήρια για την πίστι και τον οποίον ο διωγμός κρατούσε μακρυά ακόμη από την μοναξιά του. 
Γιατί, της λέει, εδέσατε με την τύχη ενός ανθρώπου ένα κορίτσι που επιθυμούσε μέσα από τους αγώνες της ασκητικής ζωής να δεθή στην υπηρεσία του Θεού; 
Μετά από αυτή την επίπληξι ευλόγησε την Άννα και εξαφανίσθηκε. Δυο χρόνια αργότερα ο εικονομάχος αυτοκράτωρ Λέων ο Δ’ πέθανε (780) και ο ερημίτης, ελευθερωμένος, ήρχετο να ιδή την ανηψιά του προτού επιστρέψη στο όρος του. 
– Κόρη μου, της λέει, ας είναι η ψυχή σου δυνατή και αρρενωπή, διότι πολλές είναι οι θλίψεις των δικαίων. Γνώριζε ότι πριν γεννηθή το παιδί που φέρεις στην κοιλιά σου θα θάψης τον σύζυγό σου.
Πραγματικά, τον έκτον μήνα ο σύζυγός της πέθανε. Η Άννα έκλαψε, θρήνησε, στέγνωσε από λύπη. Όταν αποθήλασε το βρέφος της, το εμπιστεύθηκε σε έναν από τους θείους της για να μπορέση από τότε να παραδοθή στα γυμνάσματα της ασκητικής ζωής. 
Αυτή τη στιγμή παρουσιάσθηκε πάλι ο ερημίτης και της είπε: Νάσαι δυνατή εν Κυρίω. Δείξε μου το παιδί σου. – Το εμπιστεύθηκα στον αδελφό του, απήντησε· εφύλαξα κοντά μου μόνον το μεγαλύτερο.
Έπειτα από λίγο, του παρουσίασε και τα δύο και του λέγει κλαίοντας: – Άγιε Πάτερ, προσευχηθήτε γι’ αυτά. 
– Δεν έχουν ανάγκη προσευχών, απήντησε ο γέρων. 
– Δυστυχής αμαρτωλή που είμαι! Ποιο νέο κακό πρόκειται να μου αναγγείλετε ακόμη; 
– Δεν σου είπα ότι οι θλίψεις του δικαίου είναι πολλές; Πιστεύεις ότι μπορείς να αξίζης το όνομα του δικαίου δίχως να υποφέρεις; Δεν θα είμαστε ευάρεστοι στο Θεό παρά αποδεχόμενοι γι’ Αυτόν όλους τους πόνους, όλες τις στερήσεις. 
– Όχι, όχι, όχι τα παιδιά μου! Θα ήθελε ο Θεός να μου πάρη τα παιδιά μου; 
– Εσύ το είπες. Έπειτα από λίγο καιρό θα τα πάρη και τα δυο. 
Η Άννα, με μια υπέρτατη προσπάθεια, πνίγει τα δάκρυά της και προσφέρει μεγαλόψυχα στο Θεό τη θυσία που της ζητείται. Έπειτα αρχίζει να μοιράζη στους φτωχούς ό,τι είχε. 
Όταν πέθαναν τα παιδιά της, τα έκλαψε αρκετόν καιρό και αποτελείωσε να μοιράζη τα αγαθά της. Κατόπιν πέρασε την Προποντίδα και κατευθύνθηκε προς τον Όλυμπο, έχοντας κάτω από τα συνήθη φορέματά της ένα ανδρικό ένδυμα. Έπειτα από λίγο συνήντησε ένα μοναχό ο οποίος δέχθηκε να της κόψη τα μαλλιά, σύμφωνα με το τυπικό του μοναχισμού που υποδηλώνει την παραίτησι από τον κόσμο. Πέταξε τα φορέματά της τα γυναικεία και χτύπησε την πόρτα του πρώτου μοναστηριού, το οποίο παρουσιάσθηκε στα μάτια της. 
Όταν παρουσιάσθηκε μπρος στον ηγούμενο, σύμφωνα με τη συνήθεια έπεσε στα πόδια του για να δεχθή την ευλογία του. Αυτός την σήκωσε και νομίζοντάς την για ευνούχο της λέγει: Αδελφέ μου, ποια αιτία σε οδηγεί εδώ σ’ εμάς και ποιο είναι το όνομά σου; 
– Η αιτία του ερχομού μου είναι το πλήθος των αμαρτιών μου. έρχομαι εδώ με την ελπίδα, αφού γίνω δεκτός, να ζήσω μεταξύ σας, το υπόλοιπο της ζωής μου, μέσα στην περισυλλογή και την προσευχή, για να εύρω έλεος την ημέρα της κρίσεως εμπρός στο Θεό. Ονομάζομαι Ευφημιανός. 
Ο Ηγούμενος την δέχθηκε μεταξύ των δοκίμων του. Ο νέος καλόγερος έκαμε θαυμαστές προόδους στην ευσέβεια. Λόγω της υπακοής του, της επιμέλειας στην προσευχή και ιδίως λόγω της βαθύτατης ταπεινότητός του, έγινε ένα τέλειο παράδειγμα για τους αδελφούς. Ο Θεός τον προίκισε με το δώρο των θαυμάτων. Έβλεπε κανείς τότε να προστρέχουν πλήθος προσώπων στο μοναστήρι των Λευκάδων, για να εκλιπαρήσουν θεραπείες σωματικές ή πνευματικές χάρες. Πολλοί νέοι έκπληκτοι από τη θέα των αρετών του και συγκινημένοι από τις σοφές συμβουλές του, αρνούνταν τον κόσμο και ζητούσαν να γίνουν δεκτοί στο μοναστήρι. Η συρροή υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε σε λίγον καιρό δεν υπήρχε εκεί πλέον θέσις. 
Ίδρυσις του μοναστηριού των Αβραμιτών 
Τότε ο ηγούμενος απηύθυνε στον πατριάρχη Άγιο Ταράσιο μια λεπτομερή έκθεσι για τα θαύματα τα οποία ο Θεός επιτελούσε στους Λευκάδες με τη μεσολάβησι του αδελφού Ευφημιανού, και για την ανάγκη που βρίσκονταν να αρνούνται πολλούς υποψηφίους ελλείψει θέσεως. 
Ο άγιος Ταράσιος απήντησε με τη δωρεά μιας μεγάλης εκτάσεως που ήταν γεμάτη ερείπια και χαλίκια, κοντά στην Προύσα. Η ηγούμενος διεμόρφωσε το άγριο αυτό μέρος και έκτισε εκεί το απέραντο μοναστήρι των Αβραμιτών, όπου αργότερα τόσες προσωπικότητες, κουρασμένες από αξιώματα και τιμές, αηδιασμένες από τις ραδιουργίες της αυλής και από σκοτούρες της πολιτικής, θα έλθουν να βρουν τη γαλήνη και την ευτυχία, αφιερώνοντας στο Θεό, προφυλαγμένοι από την διαφθορά του κόσμου, τις υπόλοιπες ημέρες τους σε ένα άσυλο ευλάβειας και ειρήνης. Όταν οργανώθηκε το καινούριο μοναστήρι, ο αδελφός Ευφημιανός στάλθηκε εκεί για να προσελκύση νέους ζηλωτάς. Η αποστολή του ήταν ίσως να γεμίση τα δύο αυτά μοναστήρια από άγιες και γενναίες ψυχές. 
Όταν εκπληρώθηκε αυτή η αποστολή, ο Θεός του έστειλε φοβερές δοκιμασίες. 
Οι μεγάλες δοκιμασίες 
Ένας μοναχός με χλιαρή πίστι τον μίσησε από φθόνο. Του άρεσε να τον υβρίζη σε κάθε στιγμή με χονδροειδή αστεία για τη δήθεν ιδιότητα του ευνούχου. 
Η αγία Άννα, προσεκτική πάντα να κάνη το καλό, τον άφινε να λέη και υπέμενε όλα με μια αμετάβλητη υπομονή. 
Αλλά ο ψευτοκαλόγερος, έχοντας μάθει ότι μία γυναίκα της πρωτευούσης είχε εξαφανισθή, αφού είχε μοιράσει τα πλούτη της στους πτωχούς, άρχισε να υπαινίσσεται πονηρά ότι ο ευνούχος Ευφημιανός θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η γυναίκα αυτή. Έπειτα αφήνοντας τα αστεία άρχισε να διαδίδη το συμβάν σαν ένα γεγονός, πολύ πιθανό, αν μη βέβαιο. 
Εξοικειώθηκε τόσο καλά με την ιδέα αυτή, ώστε κατέληξε να την πιστέψη ο ίδιος και αποφάσισε να βεβαιωθή γι’ αυτό. Σκέφθηκε ότι κάνοντάς την να κυλίση σε ένα γκρεμό ή σε μία χαράδρα θα κατόρθωνε λόγω της αναποφεύκτου ακαταστασίας των φορεμάτων να εισδύση στο μυστήριο.
Εξετέλεσε το σχέδιό του, αλλά δεν μπόρεσε να δη τίποτα, γιατί αιφνιδίως έπεσε αυτός στη γη κατά το ήμισυ παράλυτος. Σηκώθηκε πάλι όπως μπόρεσε και μη τολμώντας να ξαναμπή στο μοναστήρι έπειτα από το ωραίο αυτό κατόρθωμα, πήγε με κόπο στη χώρα του, όπου συνελήφθη και καταδικάστηκε σε απαγχονισμό για απόπειρα φόνου. 
Η αγία Άννα έκρινε φρόνιμο, για να αφήση στο χρόνο να ησυχάση τα πνεύματα και να αποφύγη ένα σκάνδαλο, οπωσδήποτε δυνατό, να εγκαταλείψη το μοναστήρι. Επέτυχε εύκολα από τον ηγούμενο την άδεια να αποσυρθή για μερικά χρόνια στην μοναξιά. Συντροφευμένη από τους αδελφούς Ευστάθιο και Νεόφυτο εισέδυσε στο όρος και έφθασε στα ύψη. Αφού συνάντησε ένα ευχάριστο μέρος, όπου υπήρχε μία πηγή, μία εκκλησία και ένας μικρός κήπος, εγκατέστησε εκεί την κατοικία της. 
Μοναχοί της Κωνσταντινουπόλεως την προσκάλεσαν κοντά τους. Αυτή υπήρξε ευτυχής που πήρε αυτή την ευκαιρία για να απαλλαγή από μία κατάστασι, η οποία παρέμενε λεπτή. Έφθασε λοιπόν στις ακτές του Βοσπόρου και υπήρξε, για το Μοναστήρι που είχε το πλεονέκτημα να την κατέχη, ένα όργανο της χάριτος σε όλη την υπόλοιπη ζωή της. 
Μετά από το θάνατό της το μυστικό του φύλου της έγινε γνωστό.

Από το βιβλίο
BERNARDIN MENTHON 
ΤΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ΤΗΣ ΒΙΘΥΝΙΑΣ 
Ο συγγραφεύς, ιερεύς στην Προύσα προ του πολέμου, το δημοσίευσε στο Παρίσι το 1935, αφού είχε περιηγηθή σπιθαμή προς σπιθαμή όλη την περιοχή του Ολύμπου της Βιθυνίας και είχε μελετήσει προσεκτικά τους Βίους των αναφερομένων ασκητών, που άθλησαν εκεί στα χρόνια της εικονομαχίας.
πηγη.ιδιωτικη οδος

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Η ΡΩΜΑΙΑ



site analysis



«Η αγία Αναστασία έζησε όταν βασιλείς ήταν οι διώκτες της χριστιανικής πίστης  Δέκιος και  Ουαλλεριανός και ηγεμόνας ο Πρόβος. Ήταν Ρωμαία στην καταγωγή, νέα στην ηλικία και ζούσε σε κάποιο Μοναστήρι. Την συνέλαβαν για την πίστη της κι επειδή ομολόγησε την πίστη αυτή με παρρησία, την κτύπησαν στο πρόσωπο. Στη συνέχεια, την άπλωσαν πάνω σε πυρακτωμένους άνθρακες και τη μαστίγωσαν με ράβδους. Την κρέμασαν έπειτα πάνω σε ξύλο, την πίεσαν σε μέγκενη και την τρύπησαν με σιδερένιες ακίδες. Κρεμασμένη την έξυσαν σε όλο το σώμα, της έκοψαν τους μαστούς και της εκρίζωσαν τα νύχια. Της ακρωτηρίασαν τα χέρια και τα πόδια, της αφαίρεσαν τη γλώσσα και της εκρίζωσαν τα δόντια. Στο τέλος, της έκοψαν και το κεφάλι».
Με τα βασανιστήρια της αγίας το σώμα της στρεβλώθηκε σε σημείο τελικώς αφανισμού της. Πάνω σ’ αυτό ο εκκλησιαστικός ποιητής προβαίνει σε δύο παρατηρήσεις: Πρώτον, η στρέβλωση του σώματος της αγίας, χάριν του Χριστού, φανέρωνε την ψυχική της σταθερότητα, το όρθιο της προαίρεσής της. Όσο την κτυπούσαν και την «πετσόκοβαν», τόσο το φρόνημά της δυνάμωνε και παρέμενε όρθιο. «Στρεβλούμενον το σώμα αικισμοίς, εδήλου το όρθιον σης προαιρέσεως προς Θεόν, Αναστασία πανεύφημε». Η αγία δηλαδή επιβεβαίωνε έμπρακτα αυτό που είχε πει ο Κύριος: «μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων τι ποιήσαι». Η ψυχή είναι αυτό που μετράει στις δύσκολες στιγμές του βίου, κι αυτό έδειξε η αγία. Δεύτερον, μέσα σε όλα αυτά τα βάσανα, που θα έπρεπε η νεαρή κόρη να έχει αλλοιωμένα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της από τον πόνο και την οδύνη, εκείνη φαινόταν ακόμη περισσότερο ωραία στη μορφή: «Κάλλος το εγκάρδιον τη ορατή μορφή, ένδοξε, διαδοθέν, σε ωραιοτάτην τοις ορώσιν υπέφαινεν». Δηλαδή: Το κάλλος της καρδιάς σου, η εσωτερική ομορφιά σου, ένδοξε, μεταδόθηκε και στην ορατή, εξωτερική, μορφή σου, και σε έκανε να φαίνεσαι ωραιότατη σ’ αυτούς που σε έβλεπαν. Η αγία φανέρωνε, έστω και στα βάσανα, την υπάρχουσα σ’ αυτήν χάρη του Θεού, η οποία πράγματι κάνει τον άνθρωπο και εξωτερικά να λάμπει και να ομορφαίνει. «Καρδίας ευφραινομένης, πρόσωπον θάλλει» υπενθυμίζει ο λόγος του Θεού. Ο άγιος υμνογράφος με τον ύμνο του αυτό τονίζει ακριβώς τον χαρισματικό χαρακτήρα του μαρτυρίου της αγίας Αναστασίας. Ό,τι υπέστη, το υπέστη με τη δύναμη του Θεού. Αλλά για να λειτουργήσει αυτή η δύναμη, έπρεπε να συναντήσει την καλή προαίρεση της αγίας, για την ύπαρξη της οποίας εργάστηκε η ίδια ασκητικώς εκ νεότητός της.
ΠΗΓΗ.ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Η Ελληνίδα του ’40



site analysis

Η δόξα πού στεφάνωσε τήν Πατρίδα μας στο νεότερο έπος του Έλληνισμού είναι κατά ένα μεγάλο μέρος έργο και της Έλληνίδας. Έμβλημά της τό δίπτυχο: πίστη στό Θεό και στην προστασία της Μεγαλόχαρης – πάνω άπ’ όλα η Πατρίδα. 

Στις Πίνδου τις κορφές μάχονται υπέροχα μιά φούχτα γενναίοι. Στό πλάι τους γλιστρά άνάλαφρη σκιά Έλληνίδα. Είναι η ανδρειωμένη Ηπειρώτισσα, πού, όταν η 8η Μεραρχία διατάχθηκε νά προελάσει και νά καταλάβει – έστω και χωρίς έφοδιοπομπές – ορισμένες διαβάσεις, έφερε ώς τις κορυφές των βουνών τά πυροβόβα, τά πυρομαχικά, τις οβίδες εν ώρα μάχης. Είναι ή Βορειοηπειρώτισσα, που μεταφέρει στους ώμους της ή νοσηλεύει στό σπίτι της τους τραυματίες, πού ανοίγει τό παλιό σεντούκι γιά ν’ ανεμίσει τή Γαλανόλευκη.

Στη γέφυρα του Κοκόρου επειδή τό Μηχανικό δέν προβάβαινε νά τήν όλοκληρώσει, μπήκαν στό νερό ώς τό στήθος οι γυναίκες και τήν τελείωσαν αυθημερόν. Στίς διαβάσεις επίσης των ποταμών Καλαμά και Δρίνου, όπου τό ρεύμα εμπόδιζε τους σκαπανείς, μπήκαν οι χωρικές μέσα στά νερά και πιασμένες σφιχτά άπ’ τούς ώμους σχημάτισαν πρόχωμα πού διευκόλυνε τους γεφυροποιούς.

Πάλλευκη ηρωίδα η αδελφή νοσοκόμος υπηρετεί στά ορεινά χειρουργεία και στους ενδιάμεσους σταθμούς και στά νοσοκομεία των επαρχιών μέ τήν έθελόντρια δίπλα της. Κι όταν στο Μεσολόγγι ό Γερμανός έπιτεβής οργισμένος – γιατί η Προϊσταμένη αρνείται νά εκκενώσει τό νοσοκομείο από τους “Ελληνες τραυματίες, γιά νά βάλει τους δικούς του – τήν ρωτά τό όνομά της, εκείνη άπαντα: «Έλληνίς»!

Τό φρόνημα τής Ελληνίδας των μετόπισθεν εκφράζει ή ποιήτρια της εποχής στό «Γράμμα στό μέτωπο» προς τόν στρατιώτη σύζυγο: 

Δέν είμαι μιά γυναίκα πιά της προσμονής, που τρέμει μή διάβαση μέ γράμματα ψιλά μέσα άπό Θριαμβευτικά «ανακοινωθέντα» τό μήνυμα πώς τελείωσε γιά κείνη και πόλεμος και νίκη. 

Γιά τή μεγάλη τούτη τήν ύπόθεση,
πού κλείνει πλέρια τή χαρά του άνθρώπου, γιά της αυγής τό φως, που ξαγοράζεται γιά μας άπό τά σκότη, δέν λογαριάζονται γυναίκες, σπιτικά, και τ’ όνειρο του ενός – τι Θάμα – σέ μιαν εξαίσια διαστολή χωράει νά κλείση στό μικρό του κόρφο
όνειρο του κόσμου.
 

Μέ διπλή καρδιά νά πολεμάς,
γιά μένα δίχως έγνοια πού σήμερα στρατεύομαι μαζί σου και ροβολώ μέ τό ρυθμό της ιστορίας. 

(Σ. Παπαδάκη)

Ή άγνωστη αγρότισσα άρπαξε τό άροτρο και όργωσε και έσπειρε και θέρισε και κυβέρνησε τό σπίτι της και κράτησε ψηλά τήν τιμή της. Οι γυναίκες στις πόλεις στά νυχτέρια της συσκότισης επλεξαν ασταμάτητα τις φανελλες του στρατιώτη

«και οι βελόνες γίνονταν σπαθιά
που βγαίνουνε άπ’ τή χρυσή τους θήκη
ν αγωνιστούνε μέ τόν νιό πολεμιστή
κι είναι άσωστη κι άτέλειωτη ή κλωστή
όσο κι ή Νίκη”.

Οι Έλληνίδες της Κύπρου έστειλαν τότε μέσα σέ άσπρογάλαζα σακκουλάκια τά γαμήλια δαχτυλίδια γιά χάρη της κοινής Πατρίδας. Και οι Έλληνίδες του εξωτερικού τά χρόνια του πολέμου δέν έπαυσαν νά στέλνουν τά δέματα «της έλληνικής πολεμικής περιθάλψεως» γιά τις ανάγκες και τήν έγκαρδίωση των συμπατριωτών.

Κι όταν μετά τις νίκες και τους θριάμβους έρχεται ή μαύρη κατοχή μέ τήν τρομοκρατία και τήν πείνα, ή Ιδια Έλληνίδα, όταν τό εθνικό χρέος τό έπέβαλλε, θυσίασε και τήν Ιδια τή ζωή της αψηφώντας τις ανακρίσεις, τά κρατητήρια και τό έκτελεστικό απόσπασμα, ηρωίδα άπαράμιλλη της εθνικής Αντιστάσεως: Λέβα Καραγιάννη, Ήρώ Κωνσταντοπούλου, Βασιλική Παπαθανασίου και τόσες άλλες, πού προσφέρονταν ολοκαύτωμα στό βωμό της πατρίδας, προετοιμάζοντας τήν πτώση και τόν έξευτελισμό του κατακτητή.

Και μπόρεσαν και στάθηκαν όρθιες οι Έλληνίδες των Καλαβρύτων και των Διατομών, οι μάρτυρες της απάνθρωπης σφαγής των αθώων, και έσκαψαν μέ τά νύχια τους τους τάφους γιά τους αγαπημένους τους και ανάθρεψαν μαυρομαντηλούσες άδάκρυτες στά καμένα και ρημαγμένα σπίτια τους, κάτω άπό τους τσίγκους, τά παιδιά τους. Τά παιδιά του έθνους.

Οι Ελληνίδες του έπους του 1940 βρήκαν τό σθένος νά υψωθούν πάνω άπό τις ευαισθησίες και τους σπαραγμούς τους και άνοιξαν, μέ τήν πίστη και τις θυσίες τους, στό λαό μας τό δρόμο γιά τήν τελική νίκη, πνευματική και πατριωτική.
Και αυτό δέν πρέπει νά τό λησμονούν οι Ελληνίδες των ήμερων μας, πού είναι τόσο κρίσιμες γιά τήν εθνική επιβίωση μας και άπαιτούν γι αυτό «άρετήν και τόλμην».

Λ. 
από το περιοδικό: η Δράση μας, τεύχος Οκτωβρίου 2015

για την αντιγραφή: ιστολόγιο: ”Αντέχουμε…

Ερμιόνη Μπρίγκου Η «Κυρά της Χειμάρρας» και τα νεκρά παλικάρια του 1940



site analysis

Την αποκαλούν «Κυρά της Χειμάρρας» και όχι άδικα - Η 85χρονη σήμερα, Ερμιόνη Μπρίγκου, είναι από μόνη της ζωντανή ιστορία

Μικρό παιδί το 1940, βοήθησε τον πατέρα της να θάψει στον κήπο του σπιτιού τους –στην άκρη της Χειμάρρας- έξι Έλληνες στρατιώτες που σκοτώθηκαν στις επιχειρήσεις κατά των Ιταλών.


Από τότε και έως σήμερα, ακόμη και τις δύσκολες εποχές του καθεστώτος Χότζα, φροντίζει τον αυτοσχέδιο ομαδικό τάφο,  λέγοντας –ενίοτε- νοερά  στα νεκρά παλικάρια: «Βρε παιδιά εγώ έζησα, έγινα μεγάλη και γιαγιά κι εσείς παιδιά μου δεν γυρίσατε ποτέ στην πατρίδα».

Ήταν μόλις οκτώ χρονών,  στη δίνη του ελληνοϊταλικού πολέμου, όταν η κυρία Mρίγκου, βοήθησε τον πατέρα και την μητέρα της να θάψουν τα σώματα έξι Ελλήνων στρατιωτών, που έχασαν τη ζωή τους από εχθρικό όλμο, στον Σκουταρά της Χειμάρρας. «Στο σπίτι μας έμεναν Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες, ενώ στο διπλανό κτήμα μας, υπήρχαν ελληνικά χαρακώματα. Μια χούφτα Έλληνες κρατούσαν άμυνα, έχοντας απέναντι τους 500 και πλέον Ιταλούς


Ο πατέρας μου βοηθούσε και μάλιστα ήταν και οδηγός του Ελληνικού Στρατού. Και οι Ιταλοί είχαν πολλούς νεκρούς. Σε μια επίθεση με εχθρικό όλμο, σκοτώθηκαν έξι στρατιώτες που ήταν μέσα στο χαράκωμα. Τα ξέραμε τα παλικάρια αυτά.  Ο Ανδρέας Προβατάς ζούσε ακόμη. Μέσα στα αίματα έδωσε το πορτοφόλι στον πατέρα μου, για να το παραδώσουμε στους δικούς του. Μετά ξεψύχησε. Τους μαζέψαμε και τους θάψαμε σε δύο τάφους που ανοίξαμε βιαστικά. Από τότε έως σήμερα, μας συντροφεύουν» λέει στο protothema.gr η κυρία Μπρίγκου, που έως το 1990 και τη πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος του Ενβερ Χόζτα, κρατούσε «επτασφράγιστο» το μεγάλο μυστικό που έκρυβε στο κτήμα της, κάτω από τις ελιές.



«Ακολουθήσαμε τον Ελληνικό Στρατό κατά την υποχώρηση του, μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα το 1941. Αργότερα επιστρέψαμε στην Χειμάρρα και οι Ιταλοί συνέλαβαν τον πατέρα μου και τον έβαλαν φυλακή για ένα χρόνο σχεδόν στα Τίρανα. Μετά οι Αλβανοί του Χότζα μας εξόρισαν για 4,5 χρόνια και το σπίτι μας επιτάχθηκε. Όταν επιστρέψαμε το βρήκαμε κατεστραμμένο. Οι Αλβανοί όμως δεν είχαν εντοπίσει τους τάφους των έξι Ελλήνων στρατιωτών και αυτό ήταν βάλσαμο για εμάς. Παρά τα βάσανα μας» λέει. .

Τα ονόματα των παλικαριών που βρίσκονται θαμμένα στο κτήμα της γιαγιάς Ερμιόνης είναι : Δημήτριος Σελάς (καταγωγή Αρχαίες Κλεωνές Κορινθίας), Νικόλαος  Βουρλούμης (Κουμάνι Ηλείας),  Σταύρος Καντάς Σταύρος (Μελλίκια Λευκίμης Κέρκυρας), Παναγιώτης Αλογογιάννης (Καμάρι Κορινθίας), Ανδρέας Προβατάς  (Αγραφούς Κέρκυρας) και  Ματθαίο Λαγό Ματθαίος (Πόρο Τροιζηνίας).



«Η συχωρεμένη μάνα μου, κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα άναβε κρυφά κεριά στους τάφους και κάθε Εθνική Εορτή της Ελλάδας μοιρολογούσε τα παλικάρια που δεν γύρισαν ποτέ στα σπίτια τους. Όλα αυτά μυστικά, γιατί αλίμονο μας εάν οι Αλβανοί του Χότζα μας ανακάλυπταν. Μετά τον πόλεμο ήρθαν αρκετές φορές στο σπίτι, ρώτησαν έψαξαν αλλά έφευγαν άπρακτοι» συμπληρώνει, φέρνοντας στο νου τα δύσκολα «πέτρινα»  χρόνια,  για τους Έλληνες της Χειμάρρας, που το 1945 αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στο δημοψήφισμα του Χότζα, με αποτέλεσμα να τους αφαιρεθούν όλα τα μειονοτικά δικαιώματα, τα οποία έως σήμερα συνεχίζει να καταπατεί η Αλβανία.

Μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, η οικογένεια Μπρίγκου αρχίζει να αναζητεί συγγενείς των νεκρών στρατιωτών, ενώ με πρωτοβουλία της Νεολαίας της «Ομόνοιας», του κόμματος της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία, αναγέρθηκε στο κτήμα της κυρίας Μπρίγκου, δίπλα στους τάφους ένα λιτό μνημείο για τους έξι ήρωες, πάνω στο οποίο χαράχτηκαν τα ονόματα τους. «Το μνημείο αυτό, ήταν επιθυμία του πατέρα μου πριν κλείσει τα μάτια του. Το ελάχιστο που μπορούσαμε να   κάνουμε για αυτά τα παιδιά που έμειναν για πάντα στην αυλή του σπιτιού μας. Φυτέψαμε και  μια μυρτιά δίπλα από τους τάφους, για να έχουν σκιά τα καλοκαίρια οι ήρωες μας».

Για την εθνική της προσφορά, η Κυρά της Χειμάρρας τιμήθηκε το 2014 από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κ. Κάρολο Παπούλια. Παραλαμβάνοντας το Τιμητικό Δίπλωμα τότε, η ίδια είχε δηλώσει με σεβασμό και  σεμνότητα: «Ήταν όλοι τους παλικάρια.  Θυμάμαι τον αγώνα τους και τη δύναμή τους στον πόλεμο, που δεν φοβηθήκανε. Ήταν άξια παλικάρια και έπεσαν σαν παλικάρια, αφού πρώτα πολέμησαν σαν τα λιοντάρια. Η μάνα μου τους μαγείρευε και εγώ το πρωί σηκωνόμουν και τους πήγαινα το τσάι, το νερό, τους φώναζα "ελάτε παιδιά να φάτε".  Δεν με υποχρέωνε κανείς να το κάνω, το έκανα από την ψυχή μου. Θα τους θυμάμαι για πάντα, γιατί έχασαν τη ζωή τους, τα νιάτα τους, για να απελευθερώσουν εμάς από τους Ιταλούς.  Αυτά ήταν τα παλικάρια της Ελλάδος» δήλωσε.
πηγή

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Η Αγία Σεβαστιανή (24 Οκτωβρίου)



site analysis





Αγία Σεβαστιανή καταγόταν από την πόλη Σεβαστή της Φρυγίας και διδάχτηκε τη χριστιανική πίστη από τον απόστολο Παύλο, και πήρε τη θερμότητα και την ανδρεία του διδασκάλου της.
Η Αγία Σεβαστιανή έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και χρησιμοποιούσε τη ζωή της κάθε μέρα για την αλήθεια του Ευαγγελίου (στη Μαρκιανούπολη της Θράκης). Πήγαινε σε σπίτια ειδωλολατρών και είλκυε πολλές γυναίκες απ’ αυτούς στους κόλπους της Εκκλησίας. Συνελήφθη γι’ αυτό επί αυτοκράτορας Δομετιανού και ηγεμόνος Σεργίου, κακοποιήθηκε και εξεδιώχθη από τον τόπο της.

Έφθασε στην Ηράκλεια της Θράκης όπου πάλι συνελήφθη, από τον ηγεμόνα Πομπηιανό, και φυλακίστηκε. Αλλά η γυναικεία της φύση, ντρόπιασε τους βασανιστές της. Οι υποσχέσεις δεν τη δελέασαν, οι απειλές δεν την έκαμψαν, και κάτω από βαριά μαρτύρια στάθηκε όρθια με όλη της τη γενναιοψυχία. Οι σάρκες της αγίας Σεβαστιανής σχίζονταν, αλλά τα χείλη, όπως και η καρδιά της, εξακολουθούσαν να υμνούν τον Χριστό. Τελικά, η μεγάλη αυτή αθλήτρια της Εκκλησίας μας, παρέδωσε τη ζωή της με τον δια αποκεφαλισμού θάνατο και ετάφη στη Ραιδεστό.
Πηγή: Optiko.Net

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

Αικατερίνη Χατζηγεωργίου: Η δασκάλα του Μακεδονικού Αγώνα που έκαψαν ζωντανή οι κομιτατζήδες…



site analysis


ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ…

Μιά μόλις μέρα μετά την δολοφονία του Παύλου Μελά, στις 14 Οκτωβρίου του 1904… και η ελληνική παράδοση καταγράφει με το παράκάτω δημώδες και γλαφυρό ποιήμα την θυσία της:
Παιδιά μου, γιατί χύνεται δάκρυα με τόση λαύρα
κι όλα φοράτε μαύρα στο έρμο αυτό σχολειό ;
– Έκαψαν τη δασκάλα μας Βούλγαροι δολοφόνοι
κι έχουμε μείνει μόνοι , χωρίς μανούλα πλειό .
Γιατί από μάνα πιο πολύ μας αγαπούσε εκείνη ,
η δόλια Αικατερίνη από τη Γευγελή .
Της είπαν να παραδοθεί τα τέρατα εκείνα.
Μ’ αυτή σαν Μπουμπουλίνα, ενώ πυροβολεί, τους λέει
” Δεν παραδίνεται ποτέ της μια Ελληνίδα “.
Κι ως λύκαινα ηρωίδα τρεις ώρες τους κρατεί.
Μα τέλος την εκάψανε κι επέταξε στα ουράνια
κι εμάς σε μαύρη ορφάνια μας άφησε στη γη.
Η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου υπήρξε ένα κορίτσι, το οποίο άφησε τον μάταιο ετούτο κόσμο μόλις στα είκοσι της χρόνια μιας και είχε μπεί στο μάτι του βουλγαρικού κομιτάτου, το οποίο την είχε “προγράψει” για την αγάπη που έτρεφε στην Ελλάδα και για το οτι κρατούσε την φλόγα της ελπίδας για λευτεριά ζωντανή στα σκλαβωμένα εδάφη της Μακεδονίας των αρχών του 20ου αιώνα. Πριν όμως καεί ζωντανή, πήρε μαζί τις στον τάφο αρκετές  ψυχές Βουλγάρων κομιτατζήδων δια μέσου του πιστολιού της, αν και εγκλωβισμένη στο σπίτι στο οποίο έβαλαν τελικά φωτιά  καίγοντας την μαζί με όσους βρίσκονταν μαζί της εκείνο το κρύο βράδυ του 1904.
Στις 14 Οκτωβρίου 1904 στην Μακεδονία βασιλεύει ο τρόμος, διότι μια μέρα πριν οι τούρκοι στρατιώτες σε συνεργασία με τους βούλγαρους κομιτατζήδες δολοφόνησαν τον Παύλο Μελά (Μίκη Ζέζα) στο χωριό Στάτιστα (το οποίο σήμερα ονομάζεται Παύλος Μελάς προς τιμήν του ήρωα). Η Μακεδονία θρηνεί έναν από τους μεγάλους υπερασπιστές της. Όλοι είναι λυπημένοι μα και αισιόδοξοι συνάμα, γιατί ξέρουν πως με το αίμα ενός τέτοιου παλληκαριού θα ποτιστεί το δέντρο της ελευθερίας και θα καρπίσει.
Κάπου πιο μακριά σ’ ένα χωριό της σκλάβας Μακεδονίας, στην Γρίτσιστα (Ελληνικό) της περιοχής Γευγελής (νότια Σκόπια), ζει μια κοπέλα, η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου. Είναι η μόλις 21 ετών δασκάλα του χωριού, η οποία, αν και μικρή στην ηλικία είναι μεγάλη στην ψυχή. Η Κατερίνα διδάσκει με ζέση τους μαθητές της σαν να πρόκειται για δικά της παιδιά. Διδάσκει την ιστορία αυτής της χιλιοβασανισμένης, μα πάντα Ελληνικής γης, που τόσοι και τόσοι βάρβαροι προσπάθησαν να αφελληνίσουν αλλά δεν τα κατάφεραν.
Όλοι στο χωριό την γνωρίζουν σαν το καλόκαρδο κορίτσι που βοηθάει πάντα τους Μακεδονομάχους αγωνιστές με όποιον τρόπο μπορεί. Οι βούλγαροι κομιτατζήδες την έχουν βάλει στο μάτι γιατί κρατάει άσβεστη την φλόγα της Ελληνικότητας στα μικρά παιδιά και στο χωριό. Την παρενοχλούν συνεχώς, την βρίζουν, την απειλούν, της περιγράφουν τι θα της κάνουν όταν θα πέσει στα χέρια τους. Την Κατερίνα όμως, δεν την νοιάζει η ζωή της παρά μόνο να μην χάσει η Μακεδονία την ελληνικότητά της. Οι βούλγαροι μετά τον θάνατο του Παύλου Μελά έχουν αποθρασυνθεί και θέλουν να τελειώνουν με κάθε εστία Ελληνικής αντίστασης.
Όταν οι κομιτατζήδες καταφτάνουν στο χωριό, τα παράθυρα και οι πόρτες των σπιτιών κλείνουν. Οι χωριανοί κρυφοκοιτάζουν ανάμεσα από τις γρίλιες τους κομιτατζήδες να κατευθύνονται στο σπίτι της δασκάλας. Φτάνοντας έξω από την πόρτα του σπιτιού της, της φωνάζουν να βγει έξω. Η Κατερίνα τους ακούει από μέσα και αποκρίνεται πως «δεν παραδίδεται ποτέ της μια Ελληνίδα». Η ατρόμητη ψυχή της δεν τους φοβάται. Μαζί της βρίσκονται ακόμη έξι Μακεδονομάχοι έτοιμοι να δώσουν την ζωή τους για την πατρίδα. Η περήφανη Ελληνίδα λέει πως δεν παραδίδεται και με το όπλο της ρίχνει μια βολή εναντίον των αιμοβόρων κομιτατζήδων και η μάχη ξεκινάει.
Οι σφαίρες των βουλγάρων χτυπάνε τους τοίχους του σπιτιού γεμίζοντάς το τρύπες. Μετά από τρεις ώρες αναποτελεσματικών πυροβολισμών κι ενώ φαίνεται ότι το σπίτι της δασκάλας είναι άπαρτο κάστρο, ένας κομιτατζής δίνει την ιδέα να το κάψουν. Όλοι συμφωνούν, μιας και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να καταβάλουν τους Έλληνες αγωνιστές. Ένας κομιτατζής τρέχει με αναμμένο πυρσό, σπάει το παράθυρο και τον ρίχνει μέσα. Το εσωτερικό του σπιτιού είναι ξύλινο και λαμπαδιάζει αμέσως. Οι αγωνιστές όμως δεν βγαίνουν έξω. Προτιμούν να καούν ζωντανοί παρά να πέσουν στα χέρια των βουλγάρων. Οι φλόγες λαμπαδιάζουν το σπίτι, δημιουργώντας μια κόλαση πυρός. Η Κατερίνα όπως και οι άλλοι αγωνιστές συνεχίζουν να πυροβολούν μέχρι να σωθούν οι σφαίρες τους και να τους καταπιούν οι φλόγες.
Οι βούλγαροι πανηγυρίζουν για το φοβερό «κατόρθωμά» τους, καθώς από το σπίτι έχουν πια μείνει μόνο στάχτη και καπνισμένα ντουβάρια. Ένα ακόμη ολοκαύτωμα, πήρε την θέση του δίπλα στο Κούγκι, στο Σούλι, στα Σάλωνα, στο Αρκάδι της Κρήτης και σε όλα τα ολοκαυτώματα του Ελληνισμού για την ελευθερία της πατρίδας από τον βάρβαρο ζυγό.
Το 1939 βρέθηκε στο νεκροταφείο της Γευγελής ο τάφος της ηρωικής Ελληνίδας δασκάλας. Ο σταυρός, έγραφε:
  «Υπέρ της εις τον Θεόν των Ελλήνων πίστεως αγωνιζομένη, πυρί υπό των Βουλγάρων παραδοθείσα, ενθάδε κείμαι, Αικατερίνη Χατζηγεωργίου διδάσκαλος, 14 Οκτωβρίου 1904».

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ


ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ!
επιμέλεια Alexia-momyof6

Επετειακή Ομιλία εις Μνήμην Λέλας Καραγιάννη


site analysis 



Η ιστορία της Λέλας Καραγιάννη, μοιάζει να βγαίνει από παραμύθι αλλά είναι πέρα ως πέρα αληθινή, υπερβατική και κυρίως ξεχειλίζει Ελλάδα. Η στιγμή δεν επιτρέπει λεπτομερή αναφορά στο έργο και την δράση της. Είναι αρκετό να θυμηθούμε ότι επί κατοχής, η Λέλα Καραγιάννη οργάνωσε δίκτυο για την απόκρυψη, περίθαλψη και φυγάδευση Άγγλων στρατιωτικών. Τον Οκτώβριο του 1941 συνελήφθη με προδοσία και κλείσθηκε στις φυλακές Αβέρωφ με την κατηγορία της κατασκοπείας αλλά το Ιταλικό Στρατοδικείο την αθώωσε ελλείψει στοιχείων.

Αργότερα συγκρότησε την οργάνωση «Μπουμπουλίνα», με την συμμετοχή του συζύγου και των επτά τέκνων της. Η οργάνωση, έχοντας στρατολογήσει πολλά και δυναμικά στελέχη ορισμένα μάλιστα εργαζόμενα σε υπηρεσίες των κατακτητών (Έλληνες και ξένους), παρείχε πληροφορίες στο Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής. Με την δράση της βυθίστηκαν αρκετά πλοία του εχθρού και ανατινάχτηκαν αποθέματα βενζίνης και πυρομαχικών στο αεροδρόμιο Τατοϊου, ενώ επιπλέον συνέδραμε αντάρτικες ομάδες της υπαίθρου και προκάλεσε δολιοφθορές σε κατοχικούς στόχους. Όταν στελέχη της οργανώσεώς της συλλαμβάνονται και οι συνεργάτες της  συνιστούν να κρυφτεί η ίδια αρνείται να το πράξη θεωρώντας λιποταξία την εγκατάλειψη των συνεργατών της.
Στις 11 Ιουλίου 1944 και ενώ νοσηλευόταν στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, συνελήφθη από την Γκεστάπο, μαζί με τα πέντε μεγαλύτερα παιδιά της, μετά από πληροφορίες που απέσπασε από λιπόψυχο συνεργάτη της. Την βασανίζουν για να ομολογήσει την δράση της και να δώσει στοιχεία για την οργάνωσή της. Την εκβιάζουν μάλιστα απειλώντας  με την εκτέλεση των τέκνων της. Αυτή ακλόνητη ως σύγχρονη Σπαρτιάτισσα απαντά: «Ζητάτε από μια Ελληνίδα μάνα να προδώσει τους συνεργάτες και την Πατρίδα της με την απειλή του τουφεκισμού των παιδιών της. Έ, λοιπόν, όχι. Μάθετε ότι τα παιδιά μου ανήκουν στην Ελλάδα και το αίμα τους θα πνίξει τους Ούνους και όλη τη Γερμανία σας !….»
Τελικά οδηγείται μαζί με άλλους πατριώτες στο Δαφνί, όπου εκτελείται την 8η Σεπτεμβρίου του 1944, ένα μήνα πριν την απελευθέρωση ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο.
Η
 Λέλα Καραγιάννη δεν είναι όψιμη αντιστασιακή. Αντιδρά στον κατακτητή από την πρώτη στιγμή, από το 1941, μία περίοδο κατά την οποία η γερμανική πολεμική μηχανή έμοιαζε ανίκητη, ενώ την κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας χαρακτήριζε η σκλαβιά των κατοχικών στρατευμάτων, η πείνα, η τρομοκρατία και  οι εκτελέσεις. Το αναμενόμενο θα ήταν να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην επιβίωση και την φροντίδα των επτά τέκνων της. Όμως το ελληνικό της φρόνημα της μιλούσε ξεκάθαρα, ώστε να μην έχει αμφιβολίες ως προς τις προτεραιότητές της.  «Υπεράνω όλων η Πατρίς» και σε δεύτερη μοίρα η οικογένεια. Για την Καραγιάννη η προτεραιότητα αυτή δεν αποτελεί υπέρβαση αλλά απλό καθήκον.
Τα τέκνα της διηγούνται με υπερηφάνεια πολλά χρόνια μετά, ότι γαλουχήθηκαν με την φιλοπατρία και τις εθνικές παραδόσεις και ιδανικά. Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου τα μεγαλύτερα αδέλφια έσπευσαν να καταταγούν στο Ερυθρό Σταυρό, ενώ αργότερα συνέδραμαν την μητέρα τους στο αντιστασιακό της έργο, ενώ στο τέλος, από την φυλακή, παρακολούθησαν την επιβίβαση της μητέρας τους στο καμιόνι για το τελευταίο της ταξίδι προς τον θάνατο και την δόξα.
Το κράτος την έχει τιμήσει κατά τον τυπικό τρόπο αν και το σύμβολο Λέλας Καραγιάννη δεν έχει ανάγκη από τιμές.  Το μέγεθος εν τούτοις της άυλης αξίας της θυσίας της, είναι ανεκτίμητο και στον τομέα της αξιοποιήσεως του ηθικού  αυτού κεφαλαίου, είναι πρόδηλο ότι το κράτος έχει αποτύχει παταγωδώς. Δεν είναι αρκετό να φιλοτεχνείται προτομή της και να δίδεται το όνομά της σε δρόμο. Η ουσία της θυσίας της είναι η προβολή προτύπων και η μεταλαμπάδευση της φιλοπατρίας στις επόμενες γενεές δια της ιστορικής συλλογικής μνήμης.
Αλήθεια πόσες κινηματογραφικές ταινίες έχουν γυρισθεί με κρατική μέριμνα για την Λέλα Καραγιάννη; Σε πόσα σχολικά αναγνωστικά ξεδιπλώνεται η δράση της; Πως αξιοποιήθηκε η ιστορική συνέχεια του έθνους μας αφού με την προθυμία θυσίας των τέκνων της για την πατρίδα η Καραγιάννη ουσιαστικά παραπέμπει στις αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων; Πως έχει προβληθεί το γεγονός μίας μητέρας που αναπτύσσει πρωτοφανή δράση σε καιρό ξένης κατοχής; Πόσο έχει προβληθεί σε έναν λαό που αργοσβύνει, λόγω υπογεννητικότητος, ως πρότυπο πολύτεκνης μητέρας;
Τα αποτελέσματα της κρατικής αναλγησίας και ανικανότητος μας κατακλύζουν και μας οδηγούν σε καταστροφικούς δρόμους μη αναστρέψιμους. Οι Ελληνίδες δεν γεννούν πλέον τέκνα και κάποιες από αυτές όταν γεννούν δεν τα γαλουχούν βάζοντας στις καρδιές τους την Ελλάδα. Το σχολείο παρέχει γνώσεις αλλά δεν αποδίδει ενσυνείδητους Έλληνες πολίτες. Η έλλειψη παραδείγματος και προσανατολισμού οδηγεί κάποια από τα παιδιά αυτά σε κόσμους εκτός πραγματικότητος, με αποτέλεσμα όταν βανδαλίζουν προτομές σαν της Καραγιάννη να θεωρούν τον εαυτό τους επαναστάτη. Δεν γίνεσαι όμως επαναστάτης εκ του ασφαλούς, όταν καταστρέφεις το βράδυ μνημεία και περιουσίες συμπολιτών σου, όταν κρυπτόμενος πίσω από το υποτιθέμενο «άσυλο» των Πανεπιστημίων εξαπολύεις βόμβες «μολότωφ» κατά αστυνομικών που έχουν εντολές να παραμείνουν αδρανείς. Όταν συλλαμβάνεσαι γνωρίζοντας καλά ότι σε λίγες ώρες θα είσαι ελεύθερος. Και ούτε γίνεσαι επαναστάτης όταν καταλαμβάνεις ξένες ιδιοκτησίες, υπό τα όμματα του παράλυτου κράτους.
Το κράτος λοιπόν με τις λανθασμένες επιλογές και παραλείψεις του δεν τιμά στην ουσία την μνήμη ηρώων σαν την Λέλα Καραγιάννη. Το καλύτερο μνημόσυνο γι αυτήν θα ήταν η πολιτική ωρίμανση των Ελλήνων προκειμένου να επιλέξουν κατάλληλες πολιτικές ηγεσίες, ικανές να κτίσουν την Ελλάδα που όλοι θα θέλαμε. Την Ελλάδα της Λέλας Καραγιάννη. 
Αιωνία της η μνήμη.
                                                  21 – Οκτωβρίου – 2017
                                        Αντιναύαρχος ε.α. Β. Μαρτζούκος ΠΝ
                                              Επίτιμος Διοικητής της ΣΝΔ
                                                     Πρόεδρος ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ.
ΠΗΓΗ.ΙΝΦΟΓΝΩΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

Αγίες Αγάπη, Ειρήνη και Χιονία



site analysis



 Εορτάζουν στις 16 Απριλίου εκάστου έτους.
Eις την Aγάπην και Xιονίαν.
Χιὼν το πυρ ην τη Χιονίᾳ τάχα,
Ου συμμετασχείν ηγάπησεν Αγάπη.
Eις την Eιρήνην.
Βέλος σε πέμπει προς τον ειρήνης τόπον,
Αφ’ αιμάτων σων ἐκμεθυσθὲν Ειρήνη.
Χιονίην τ’ Αγάπην εκκαιδεκάτῃ κατέκαυσαν.
Βιογραφία
Ήταν και οι τρεις αδελφές και πνευματικά βλαστάρια της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης.
Οι ψυχές και των τριών παρθένων ήταν στολισμένες με πολλά χριστιανικά χαρίσματα.
Όταν έγινε ο διωγμός κατά των χριστιανών επί Μαξιμιανού, οι τρεις αδελφές κατέφυγαν σε κάποιο ψηλό βουνό. Η κρυψώνα τους, όμως, ανακαλύφθηκε.
Το έτος 304 μ.Χ. συνελήφθήσαν και τις έφεραν μπροστά στον άρχοντα Δουλσήτιο. Αυτός με κάθε τρόπο προσπάθησε να τις κάνει να αρνηθούν το Χριστό. Αυτές, με όπλα τις αρετές που είχαν, ομολογούσαν Χριστόν Εσταυρωμένον. Τότε, η Αγάπη και η Χιονία πέθαναν, αφού τις έριξαν στη φωτιά. Η Αγία Ειρήνη αφού κλείσθηκε σε πορνείο (κανένας δεν τόλμησε όμως να την ενοχλήσει), βρήκε μαρτυρικό τέλος, από το βέλος που της έριξε ένας στρατιώτης.

Τα ιερά λείψανα που απέμειναν από την πυρά συνελέγησαν από ευλαβείς Χριστιανούς και ενταφιάσθηκαν δυτικά της πόλεως, σε μικρή απόσταση από τα τείχη. Εκεί ανεγέρθηκε ένας ναΐσκος στην αρχή, που αργότερα έγινε μεγαλύτερος.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’.
Τά θαύματα τῶν ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ῆμῖν δωρησάμενος, Χριστέ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, βουλάς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς βασιλείας τά σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθός καὶ φιλάνθρωπος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς αὐτάδελφοι Κόραι καὶ οὐρανόφρονες, πρὸς εὐσέβειας ἀγῶνας ὁμονοούσαι καλῶς, τὸν ἀρχέκακον ἐχθρὸν κατεπαλαίσατε, Χιονὶα ἡ σεμνή, σὺν Ἀγάπη τὴ κλυτή, Εἰρήνη ἡ πανολβία. Καὶ νῦν Χριστὸν δυσωπεῖτε, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας έσοπτρα, φωτοειδή πεφυκυίαι, νοερώς ηστράψατε, αθλητικάς λαμπηδόνας, πάσαν μέν, την Εκκλησίαν αγλαϊζούσας, νύκτα δέ, των νοσημάτων απελαυνούσας, Χιονία και Αγάπη, συν τη Ειρήνη, Χριστού κειμήλια.

Οπτικοακουστικό Υλικό