site analysis
counter
Λιποῦσα τὴν γῆν οὐρανόφρων Δομνίκα,
Εἰς οὐρανοὺς ἀνῆλθεν, ὥσπερ ἠγάπα. Δομνίκαν ὀγδοάτῃ πότμου λάβε νὺξ ἐρεβεννή. |
Βιογραφία
Η Οσία Δομνίκη γεννήθηκε στην Καρθαγένη της Αφρικής. Το 384, όταν έφτασε σε νεαρή ηλικία, για προσωπικούς λόγους έρχεται στην Κωνσταντινούπολη μαζί με άλλες σαράντα συνομήλικες της. Τότε αυτοκράτορας ήταν ο Μέγας Θεοδόσιος και Πατριάρχης ο Νεκτάριος. Μόλις γνωρίζει τη Δομνίκη ο Πατριάρχης, διακρίνει τις αγνές της προθέσεις και αμέσως τη βαπτίζει και μετά την κάνει μοναχή. Στη χριστιανική μοναχική ζωή διακρίνεται νωρίς η Αγία για την πίστη της, το ζήλο, την αφοσίωση της στη φιλανθρωπία και, προπάντων, για την αγνότητα της ψυχής της, αποδεικνύοντας και αυτή με τη ζωή της τα λόγια του Κυρίου μας στους μαθητές Του και, κατ' επέκταση, σε όσους Τον ακολουθούν: «Σεις τώρα είσθε καθαροί. Και σας έχει καθαρίσει ο λόγος της αληθείας, πού σας έχω πει και διδάξει» (Ιωάννου ιε 3). Η ηθική καθαρότητα της Αγίας Δομνίκης, συνδυασμένη με την αξιοθαύμαστη ταπεινοφροσύνη της, είχε τέτοια απήχηση στη συνείδηση της Εκκλησίας μας, ώστε να την κατατάξει στο χορό των Αγίων της. |
Ἀπολυτίκιον Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε. Αγάπη τή κρείττονι, καταυγασθείσα τον νουν, ασκήσει εξέλαμψας, ώσπερ λαμπάς φαεινή, Δομνίκα πανεύφημε όθεν Μοναζουοών σε, όδηγόν φωτοφόρον, έδειξεν ο Δεσπότης, δια βίου και λόγου. Ω πρέσβευε θεοφόρε, σώζεσθαι άπαντας. |
Αγίες Παρθενομάρτυρες Νεολλίνα, Δομνίνα και Παρθένα η Εδεσσαία (07/1)
Βιογραφία
Τη μετά τα Θεοφάνεια πρώτη Κυριακή, μνήμην επιτελούμεν εν τη περιοχή της Ιεράς Μητροπόλεως Εδέσσης και Πέλλης, των αγίων Παρθενομαρτύρων Νεολλίνας, Δομνίνας και Παρθένας της Εδεσσαίας. Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο των Αγίων Παρθενομαρτύρων Νεολλίνας και Δομνίνας παρά μόνο για τον βίο της Αγίας Παρθένας της Εδεσσαίας. Η Αγία Παρθένα καταγόταν από την Έδεσσα της Μακεδονίας και γεννήθηκε περί τον 14ο αιώνα μ.Χ. Κατά το παρθενικό της όνομα είχε και το βίο της, ζώντας με άσκηση και σεμνότητα. Κατά το έτος 1375 μ.Χ. η Έδεσσα πολιορκήθηκε από τους Τούρκους και οι κάτοικοι αντέταξαν δυνατή άμυνα, ενισχυόμενοι και ενθαρρυνόμενοι από τον Ιερομόναχο Σεραφείμ, εφημέριο του Μητροπολιτικού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ο εχθρός ήταν άριστα οργανωμένος και πολυάριθμος, αλλά απέκανε και ως φαίνεται, ετοιμαζόταν να λύσει την πολιορκία. Αλλά κατά την τελευταία στιγμή, ένας από τους προκρίτους της πόλεως, ονομαζόμενος Πέτρος (η παράδοση τον ονομάζει Κελλ Πέτρο, δηλαδή Κασιδιάρη Πέτρο), ο οποίος ήταν πατέρας της Αγίας Παρθένας, πληρώθηκε με μεγάλο χρηματικό ποσό από τον πολιορκητή Πασά των Τούρκων και πρόδωσε την πόλη. Οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Έδεσσα, στις 26 Δεκεμβρίου 1375 μ.Χ., από το νοτιοανατολικό μέρος, όπου αυτός φρουρούσε, και όπου ήταν μία από τις κυριότερες επάλξεις της πόλεως. Αμέσως επιδόθηκαν στη σφαγή και τον εξανδραποδισμό των κατοίκων, τις διαρπαγές και τις ατιμώσεις. Συνέλαβαν τον Ιερομόναχο Σεραφείμ και μετά από σκληρά βασανιστήρια τον έπνιξαν στο μέγα καταρράκτη, που έχει το όνομα «ιτσερί Πασά», δηλαδή «νερά του Πασά». Ο προδότης Πέτρος, μετά τη φρικώδη πράξη του και την άλωση της πόλεως, αρνήθηκε το όνομα του Χριστού και έγινε Μουσουλμάνος. Δεν αρκούσε όμως αυτό. Παρέδωσε στον Πασά, ως παλλακίδα, τη θυγατέρα του Παρθένα, αφού προηγουμένως προσπαθούσε να την πείσει να απαρνηθεί τον Χριστό. Η Αγία Παρθένα μόλις άκουσε τα λόγια του πατέρα της, ως άλλη Αγία Βαρβάρα, έφριξε και έλεγξε με πνευματική ανδρεία τον άθλιο πατέρα της και ομολόγησε ότι ποτέ δεν θα αρνηθεί το γλυκύτατο όνομα του ουράνιου Νυμφίου αυτής, Ιησού Χριστού. Εκείνος, αντί να συντριβεί και να μετανοήσει, οργίσθηκε και έγινε σαν θηρίο. Άρχισε να κτυπά την Αγία μέχρι αίματος και αναισθησίας. Στην συνέχει την γύμνωσε και την παρέδωσε στα χέρια των Τούρκων. Οι στρατιώτες την βασάνιζαν επί τρεις ημέρες. Στο τέλος, την οδήγησαν ολόγυμνη σε ένα λόφο, όπου την έθαψαν ζωντανή. Ο λόφος αυτός ονομάζεται μέχρι σήμερα «λόφος της Παρθένου». |
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως. Θεῖον βλάστημα, Ἐδέσσης ὤφθης, καὶ ἰσότιμος, κλεινῶν Μαρτύρων, Ἀθληφόρε Παρθένα φερώνυμε· τοῦ γὰρ πατρὸς τὴν κακίαν ἐλέγξασα, ὑπὲρ Χριστοῦ θεοφρόνως ἐνήθλησας· ὅθεν πρέβευε, δοθῆναι τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος. Κοντάκιον Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον. Ἑορτάζει σήμερον, τῶν Ἐδεσσαίων ἡ πόλις, τὴν ἁγίαν μνήμην σου, Παρθενομάρτυς Παρθένα· χαίρει γάρ, πιστῶς σε θρέψασα ἐν Κυρίῳ, μέλπουσα, τοῦ μαρτυρίου σου τοὺς ἀγῶνας, οὓς διήνυσας ἀνδρείως, ὑπὲρ τῆς δόξης Χριστοῦ πανεύφημε. Μεγαλυνάριον Χαίροις Ἐδεσσαίων ἡ καλλονή, Παρθένα θεόφρον, νύμφη ἄφθορε τοῦ Χριστοῦ· χαίροις Ὀρθοδόξων, Ἑλλήνων θυμηδία, σεμνὴ Παρθενομάρτυς ἀξιοθαύμαστε. |
Ημερομηνία εορτής: |
Οσία Τατιανή(05/1) |
Τατιανὴ τακεῖσα νηστείαις πάλαι,
Νῦν Ἀγγέλοις σύνεστι νηστείας φίλοις. |
Βιογραφία
Η Οσία Τατιανή ήταν μοναχή ασκήτρια και απεβίωσε ειρηνικά. |
Βιογραφία
Η Αγία Ιουλιανή γεννήθηκε το 1530 μ.Χ. στη Μόσχα, από γονείς ευσεβείς και φιλάνθρωπους, τον Ιουστίνο και την Στεφανία Νεντιγιούρεφ. Ο πατέρας της εργαζόταν ως οικονόμος στην αυλή του τσάρου Ιβάν Δ' Βασίλιεβιτς, του γνωστού ως «Τρομερού». Παρά το γεγονός αυτό, όλη η οικογένεια ζούσε πτωχά αλλά χριστιανικά και η ευλογία του Θεού πλημμύριζε την καρδιά των μελών της. Η Αγία ορφάνεψε σε μικρή ηλικία και αφιέρωσε την ζωή της στην φροντίδα των ασθενών και των πτωχών. Ο βίος και ο χαρακτήρας της δεν άφησαν αδιάφορο τον πλούσιο κάτοικο του χωριού Μούρομ της περιοχής του Λαζάρεβο Γεώργιο Οσορίν, τον οποίο ενυμφέφθηκε σε νεαρή ηλικία. Από τον γάμο της απέκτησε έξι υιούς και μία θυγατέρα. Μετά τον θάνατο των δύο υιών της απεφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να γίνει Μοναχή. Όμως ο σύζυγός της, που έλειπε συχνά και πολύ χρόνο ακολουθώντας το στρατό του τσάρου στο Αστραχάν και σε άλλα μέρη, την παρακάλεσε να μείνει κοντά στην οικογένειά της. Εκείνη δέχθηκε, αλλά ζούσε ως Μοναχή μέσα στον κόσμο. Όπως γράφει και ο υιός της Καλλίστρατος, που έγραψε τον βίο της, η Αγία είχε αφιερώσει τον εαυτό της ολοκληρωτικά στο Θεό και την διακονία των ανθρώπων. Ελάχιστα κοιμόταν και αγρυπνούσε προσευχόμενη. Όταν ο σύζυγός της πέθανε, εκείνη πλέον ζούσε για να προσεύχεται και να διακονεί. Λίγο πριν παραδώσει την δίκαια ψυχή της στον Κύριο, το έτος 1604 μ.Χ., κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων από τον Πνευματικό της, ιερέα Αθανάσιο, κάλεσε τα παιδιά της και τους έδωσε την ευχή της. Οι τελευταίες λέξεις που ψέλλισε , πριν κλείσει τα μάτια της, ήταν : «Δόξα στον Θεό για όλα. Σε Σένα, Κύριε, παραδίδω το πνεύμα μου». Η αγία μάρτυς Τατιανή (12 Ιανουαρίου)
«Η αγία Τατιανή ήταν από την πρεσβυτέρα Ρώμη επί της βασιλείας του Αλεξάνδρου (3ος μ.Χ. αι.), από πατέρα που υπήρξε ύπατος Ρώμης τρεις φορές, ενώ κατά την τάξη της Εκκλησίας είχε το αξίωμα της Διακόνισσας.
Επειδή ομολογούσε την πίστη της στον Χριστό, οδηγήθηκε ενώπιον του βασιλιά, κι όταν εισήλθε μαζί του στον ναό των ειδώλων, τράνταξε με την προσευχή της τα είδωλα που υπήρχαν εκεί και τα έριξε στη γη.
Γι’ αυτό τον λόγο και την κτύπησαν στο πρόσωπο και ξύρισαν την κεφαλή της. Μετά δε την έριξαν στη φωτιά και στα θηρία, από τα οποία εξήλθε αβλαβής, οπότε τέλος δόθηκε η εντολή και της έκοψαν την κεφαλή».
Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, προκειμένου να τονίσουν την αγιότητα και το δοξασμένο εν μαρτυρίω τέλος της αγίας Τατιανής, μας προβάλλουν με εποπτικό τρόπο ό,τι συνέβη κατά την ώρα της αποτομής της τιμίας κεφαλής της: ήταν η ώρα του θριάμβου της, και όπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, άγγελοι όταν ανέβαινε στον ουρανό την υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα, ενώ ο παντοκράτωρ Χριστός με την παντοδύναμη δεξιά Του στεφάνωνε τη μάρτυρα, που άθλησε με τον νόμιμο τρόπο.
«Μετά πολλάς τας βασάνους, τη του ξίφους σε δίκη, δεινός καθυποβάλλει δικαστής∙ ης τη ανόδω εκρότησαν αι ουράνιαι τάξεις∙ Χριστός δε παναλκεί σε δεξιά, εστεφάνωσε, Μάρτυς, νομίμως εναθλήσασαν» (Μετά από τα πολλά βασανιστήρια που υπέστης, σε υποβάλλει ο φοβερός δικαστής στην καταδίκη του διά ξίφους θανάτου. Την άνοδό σου στους ουρανούς τη χειροκρότησαν οι ουράνιες αγγελικές τάξεις, ενώ ο Χριστός με την παντοδύναμη δεξιά Του σου φόρεσε στεφάνι, μάρτυς, γιατί αθλήθηκες νόμιμα).
Έκτοτε η αγία, κατά τον άγιο υμνογράφο που την βλέπει με τα μάτια της πίστεως, «είναι μαζί με τους φωτεινούς μάρτυρες, πολύ πιο κοντά στον Θεό από ό,τι πριν, και βλέπει όσα βλέπουν και οι άγγελοι. Βρίσκεται ως παρθένος στον νυμφώνα του νυμφίου της Χριστού, παρακαλώντας και αυτή για εμάς που την εγκωμιάζουμε, να βρούμε τη σωτηρία μας» («Συναγελάζη Μαρτύρων φανοτάταις αγέλαις, τρανότερον εγγίζουσα Θεώ, βλέπεις α βλέπουσιν άγγελοι∙ ως παρθένος νυμφώνι αυλίζη του Νυμφίου σου, Σεμνή, δυσωπούσα σωθήναι τους πόθω σε γεραίροντας»).
Τι ήταν εκείνο που έκανε την αγία να φθάσει σ’ αυτό το μεγάλο ύψος δόξας και τιμής; Μα τίποτε άλλο από εκείνο που διαπιστώνουμε σε όλους τους αγίους και τους μάρτυρες της πίστεως: ο σφοδρός έρωτάς της προς τον Κύριο, η πυρωμένη από αγάπη καρδιά της προς Αυτόν, που την έκανε να υπερβεί οποιοδήποτε φόβο των βασάνων και να θεωρήσει ως μηδέν όλα τα υπάρχοντα στη γη.
«Ούτε το ξίφος ούτε η φωτιά ούτε τα κτυπήματα, ούτε οι θλίψεις, η πείνα, το κάθε είδος τιμωρίας, χαλάρωσαν τον έρωτά σου προς τον Κύριο. Με πυρωμένη μάλιστα καρδιά αναζητούσες Αυτόν, κάνοντας πέρα ως τίποτε όλα τα ορώμενα» («Ξίφος ουδέ πυρ ουκ αικισμοί, θλίψεις ου λιμός ου παντοίας είδος κολάσεως, σου τον προς τον Κύριον ήμβλυνεν έρωτα∙ διαπύρω καρδία γαρ Αυτόν εκζητούσα, πάντα τα ορώμενα υφ’ εν διέπτυσας, μάρτυς»).
Κι αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία το μαρτύριό της και φανερώνεται ακόμη εντονότερα η αγάπη της προς τον Χριστό, όταν σκεφτεί κανείς ότι η αγία ήταν μία πριγκιποπούλα, κόρη υπάτου της Ρώμης, δηλαδή ανθρώπου με τη μεγαλύτερη μετά τον αυτοκράτορα εξουσία στην αυτοκρατορία, με πλούτη και τιμές και δόξες πολλές.
Κι όμως, σαν τον απόστολο Παύλο, «ηγήσατο πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήση», όλα τα θεώρησε σαν σκουπίδια, για να έχει τον Χριστό. Κι είναι φυσικό ο άγιος υμνογράφος να επισημαίνει και τη διάσταση αυτή: «Δεν υπολόγισες καθόλου, μάρτυς, τον φθαρτό πλούτο, διότι αναζητούσες με προθυμία τον άφθαρτο και αιώνιο πλούτο στους ουρανούς» («Πλούτου φθαρτού, μάρτυς, τελείως ηλόγησας, εν ουρανοίς τον άφθαρτον και διαμένοντα εκζητούσα προθύμως»).
Η υμνογραφία της αγίας δεν παύει βεβαίως να μας θυμίζει το αυτονόητο: ότι αν μπόρεσε η αγία να υπερβεί τη γοητεία του πλούτου, της δόξας, της σάρκας, και να φτάσει μάλιστα και στο μαρτύριο, ήταν διότι πέραν της δικής της καλής προαίρεσης είχε συνεργούσα και την παντοδύναμη χάρη του Θεού.
Και λέμε ότι τούτο είναι αυτονόητο, διότι όλοι γνωρίζουμε ότι η σωτηρία του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα πάντοτε δύο παραγόντων: πρωτίστως του ίδιου του Θεού, που ενισχύει τον άνθρωπο, και του ανθρώπου βεβαίως, που καλη τη προαιρέσει ανταποκρίνεται στην κλήση και την ενίσχυση αυτή του Θεού.
«Κατάσβεσες τη δυσωδία του σαρκικού φρονήματος και τη φλόγα της αμαρτίας, Αγνή, με τη δροσιά του Θείου Πνεύματος που συνεργούσε μαζί σου» («το δυσώδες της σαρκός και της αμαρτίας την φλόγα, Αγνή, κατέσβεσας, δρόσω Θείου Πνεύματος, του συνεργούντός σοι»)∙
«Προς τις τιμωρίες, προς τα βάσανα και τις διάφορες μάστιγες, μάρτυς, προχώρησες απτόητη, γιατί είχες συνεργούσα τη χάρη του Σωτήρα Χριστού, που σε δυνάμωνε»(«Προς αικισμούς, προς αλγηδόνας και μάστιγας πολυειδείς απτόητος, μάρτυς, εχώρησας∙ συνεργούσαν γαρ είχες την χάριν του Σωτήρος, ενδυναμούσάν σε»).
Η αγία λοιπόν και πριν φτάσει στο μαρτύριο, που ήταν η απογείωση της ψυχικής δύναμης και ομορφιάς της, ήταν ήδη καταστολισμένη με όλες τις αρετές («καλλωπισθείσα αρεταίς, ωραιώθης καλλοναίς του μαρτυρίου», δηλαδή: αφού καλλωπίστηκες με τις αρετές, έγινες ακόμη πιο ωραία με τις καλλονές του μαρτυρίου), τόσο που «η ψυχή της έμοιαζε με ένα ωραίο κατάστημα, λόγω της ομορφιάς της ευσέβειάς της» («ωραίον της ψυχής κατάστημα, ευμορφία της ευσεβείας, Τατιανή, φέρουσα»).
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η Εκκλησία μας την είχε χαριτώσει με το αξίωμα της Διακόνισσας, του πρώτου βαθμού της ιερωσύνης δηλαδή, που υπήρχε τότε στην Εκκλησία, με έργο τη βοήθεια του επισκόπου και των ιερέων στη φιλανθρωπία και τη διακονία των διαφόρων αναγκών των ανθρώπων, ακόμη δε και στο κήρυγμα. Ο ζήλος της μάλιστα για τη διακονία της και για το μαρτύριό της παρομοιάζεται με την πρώτη μάρτυρα γυναίκα και ισαπόστολο αγία Θέκλα. «Θέκλαν ως πριν την πρώταθλον, ης τον ζήλον εκτήσω, αοίδιμε», δηλαδή: όπως πριν η Θέκλα, έτσι κι εσύ, αοίδιμε, απέκτησες τον ζήλο αυτής).
Η αγία Τατιανή μας παραδειγματίζει με την αγάπη της προς τον Χριστό και το μαρτυρικό της φρόνημα. Και μας δείχνει μεταξύ των άλλων και τον δρόμο της υπέρβασης της όποιας στον κόσμο ανομίας. Η ανομία και το πλήθος των κακών στον κόσμο υπερβαίνεται, όταν ο άνθρωπος μένει σταθερός στην πίστη του Χριστού, έχοντας ετοιμότητα να δώσει και τη ζωή του για την πίστη αυτού.
«Τους χείμαρρους της ανομίας τους αποξήρανες, μακαρία, με τα ρείθρα των αιμάτων σου» («Χειμάρρους απεξήρανας ανομίας, τοις ρείθροις των αιμάτων σου, μακαρία»). Διότι «όπου επλεόνασεν αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις».
Πηγή: ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ / το διαβάσαμε στο Σπιτάκι της Μέλιας
Εικόνα από: Ορθόδοξος Συναξαριστής
|