site analysis
“
(καθώς πλησιάζει η ημέρα εορτασμού της εθνικής επετείου της Επανάστασης του 1821, επιλέξαμε κάποια άρθρα που αναφέρονται στην συμβολή των γυναικών στον Αγώνα. Αδικημένες από την ιστορία, αλλά φωτεινά παραδείγματα θάρρους, τόλμης και αγάπης για την Πατρίδα… για αυτό θελήσαμε να κάνουμε μια ελάχιστη αναφορά στους αγώνες και τις θυσίες τους, ως μνημόσυνο δόξας και τιμής. Θα αναρτηθούν, συν Θεώ, τις επόμενες ημέρες. ιστολόγιο “Αντέχουμε…” )
παραθέτουμε την ομιλία της δρ. Φωτεινής Μπέλλου, από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας)
“Σήµερα, τιµούµε τη λαµπρή επέτειο των 186 χρόνων από την 25η Μαρτίου του 1821 που σηµατοδοτεί ιστορικά την ηµεροµηνία έναρξης της επανάστασης των Ελλήνων από τον Οθωµανικό ζυγό.
Από τον καιρό του θρυλικού ηρωισµού και της αυταπάρνησης για την ελευθερία µέχρι σήµερα οι Έλληνες βίωσαν συχνά περιόδους δύσκολες και τις περισσότερες φορές επεδείκνυαν γενναιότητα και θάρρος. Άλλοτε πάλι, οι Έλληνες βιώσαν περιόδους κατάπτωσης και χρόνια παρακµής. Ωστόσο, σε καµία περίοδο της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας δεν µειώθηκε ούτε για µια στιγµή το µεγαλείο της αυτοθυσίας και της µεγαλοσύνης των Ελλήνων ηρώων της επανάστασης του 1821.
Παρά την εικονοκλαστική διάθεση της σύγχρονης εποχής, που θέτει σε αµφισβήτηση πρότυπα, αξίες και πεποιθήσεις, το 1821 έχει επιδείξει µοναδική αντοχή στη λαϊκή συνείδηση και παραµένει το µεγάλο εθνικό κοµµάτι της ιστορίας, που το χρειαζόµαστε όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, ως αξιακό υπόβαθρο της συλλογικής µας αυτογνωσίας και ως πυξίδα της ιστορικής µας πορείας προς το µέλλον.
Ήσαν αµέτρητοι οι επώνυµοι και ανώνυµοι ήρωες, οι οποίοι έγραψαν «τα µεγάλα και τα πολλά»που, τους είπε «η τρίσβαθη ψυχή τους» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σολωµικός στίχος στους «Ελεύθερους πολιορκηµένους». Ηταν αυτή η µοναδική ελληνική ψυχή, που, από τον Μαραθώνα και τις Θερµοπύλες, µέχρι τα Γαυγάµηλα, τα τείχη της Βασιλεύουσας και το Μεσολόγγι, έµαθε µόνον να νικά ή να πεθαίνει. Τίποτε άλλο! Αυτή τη µοναδική ελληνική ψυχή διέθεταν, στον µεγάλο Αγώνα του Γένους µας, άνδρες και γυναίκες.
Αλλά η Ιστορία µοιάζει να έχει αδικήσει, ως προς την τιµή και τη δόξα που τους πρέπει, τις Ελληνίδες, που στάθηκαν γενναίες δίπλα στους γενναίους, άξιες δίπλα στους άξιους, και ηρωίδες δίπλα στους ήρωες. Ακόµη και αν η γυναικεία φύση εµπεριέχει την ανιδιοτελή αίσθηση του καθήκοντος και της προσφοράς, χωρίς την προσδοκία της αναγνώρισης ή της επιβράβευσης, εµείς που θέλουµε, αδιάκοπα, να αντλούµε µαθήµατα εθνικής ευθύνης και να προβάλλουµε πρότυπα ηθικού µεγαλείου, για την ατοµική ή συλλογική µας συµπεριφορά, οφείλουµε να ανασύρουµε από τις παρυφές της Ιστορίας και να οδηγήσουµε στις κορυφές της Εθνικής Μνήµης, τις Ελληνίδες του Εικοσιένα. Όχι επειδή τούτο επιβάλλει η σύγχρονη αντίληψη για την ισότητα των φύλων, αλλά διότι τούτο υπαγορεύει, διαχρονικά, η δίκαιη και αντικειµενική αποτίµηση των γεγονότων του µεγάλου µας εθνικού ξεσηκωµού.
Γυναίκες ηρωίδες αναφέρονται στη ελληνική και ξένη βιβλιογραφία για τη δράση τους ενάντια στον Οθωµανικό ζυγό ακόµα και πριν από την έναρξη της επανάστασης. Την ώρα που ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος άφηνε, ηρωικά, τη ζωή, στην Πύλη του Ρωµανού και πέρναγε στον αιώνιο θρύλο, γεννιόταν στην Λήµνο η Μαρούλα, µια κοπέλα αγνώστων λοιπών στοιχείων, για την οποία ο Σπύρος Λάµπρος έγραψε ότι, «ήταν αξία ευρυτέρας εκτιµήσεως». Ο Κωστής Παλαµάς, στο µακροσκελές ποίηµά του «Η κόρη της Λήµνου», σώζει το µεγαλείο αυτής της γενναίας κόρης, που, βλέποντας τον πατέρα της να πέφτει νεκρός, κατά την πολιορκία του νησιού από τους Τούρκους, το 1475, χωρίς να δειλιάσει, άρπαξε την ασπίδα του και το ξίφος του και οδήγησε τους πολιορκούµενους στο κάστρο Κότσινο σε 10 11 γενναία έξοδο, Ενετούς και Έλληνες, αναγκάζοντας τους επιδροµείς να υποχωρήσουν και να φύγουν µε τα πλοία τους. Αυτή την ηρωίδα ύµνησε, µε τον δικό του µοναδικό επικολυρικό τρόπο, ο Παλαµάς:
Κανείς περίγελο, κανείς ντροπή δεν πρέπει νάχη,
Ότι γυναίκα οδηγεί τη λεβεντιά’ ς τη µάχη.
Ας τρέµει κάθε αγαρηνό σπαθί, κάθε σαρίκι.
Γυναίκες ήταν οι θεές, παρθένα είναι’ η Νίκη.
Εκατό περίπου χρόνια αργότερα, το 1570-71, οι Τούρκοι κατέλαβαν, µετά από πολύµηνη πολιορκία, την Κύπρο. Σαράντα χιλιάδες άνθρωποι σφαγιάστηκαν. Από τα πλήθη των αιχµαλώτων, ο Μουσταφά πασάς ξεχώρισε, για να στείλει στο χαρέµι του σουλτάνου, τις ωραιότερες νέες και τους ωραιότερους νέους. Το άνθος της Κύπρου στοιβάχτηκε σ’ ένα µεγάλο καράβι και δύο µικρότερα, για να πάνε στην Πόλη. Ανάµεσα τους η Μαρία, κόρη ή ανεψιά του καπετάν Πέτρου Συγκλητικού. Πριν προλάβουν τα πλοία να ξεκινήσουν, η Μαρία έβαλε φωτιά σ’ ένα βαρέλι µε µπαρούτι, αποτρέποντας το ατιµωτικό ταξίδι και χαράσσοντας τον δρόµο που ακολούθησαν, αργότερα, ο Σαµουήλ στο Κούγκι, ο Γιωργάκης Ολύµπιος στη µονή Σέκου και η ∆έσπω Σέχου – Μπότση στον πύργο του ∆ηµουλά, µεταξύ Άρτας και Πρέβεζας.
Τα µυστικά νήµατα της Ιστορίας ένωσαν την αδάµαστη κόρη της Λήµνου και την ηρωική Κυπριωτοπούλα, µε την µαρτυρική ∆έσπω, που θυσίασε έντεκα κόρες, νύφες και εγγόνια, για να µην πέσουν στα χέρια των Τούρκων και έγιναν τραγούδι στα χείλη της απαράµιλλης λαϊκής µούσας:
Το Σούλι κι’ αν προσκύνησε κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
Η ∆έσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκανε, δεν κάνει.
∆αυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει
Σκλάβες Τουρκών µη ζήσετε, παιδιά µαζί µ’ ελάτε.
Και τα φουσέκια άναψε κι όλες φωτιά γενήκαν.
Σε µια αυστηρά πατριαρχική και ανδροκρατική κοινωνία, όπως αυτή των Σουλιωτών, ο σεβασµός προς τη γυναίκα ήταν απόλυτος. Ίσως διότι οι Σουλιώτισσες κέρδιζαν την αναγνώριση των ανδρών µε την εξοικείωσή τους στα όπλα και τη συµπεριφορά τους στη µάχη. ∆ίπλα στη Μόσχω Τζαβέλα, τη γυναίκα του Λάµπρου, στη Λένω Μπότσαρη, την αδελφή του Μάρκου και στη Χάϊδω Σέχου, κάθε Σουλιώτισσα δεν ήταν µόνο µάνα, αδελφή, γυναίκα και κόρη ήρωα. Ήταν και η ίδια, από µόνη της ηρωίδα. Όταν οι άνδρες µάχονταν, οι γυναίκες κουβαλούσαν πολεµοφόδια, τροφές και ό,τι άλλο χρειάζονταν οι µαχητές. ∆εν γεννήθηκαν τυχαία, στα ίδια κακοτράχαλα βουνά, οι γυναίκες της Πίνδου το ’40. Οι Σουλιώτισσες, µε την παρουσία τους στις µάχες εµψύχωναν τους µαχητές, ενίσχυαν την άµιλλά τους, γιγάντωναν την αυτοθυσία τους. Αλλά και έψεγαν όσους τυχόν δείλιαζαν και, κάποτε, τους αφόπλιζαν.
Μόνο από τέτοιες γυναίκες θα µπορούσε να µείνει στην Ιστορία το Ζάλογγο, ως υπέρτατο µνηµείο αρετής και θυσίας, που υµνήθηκε ακόµη και από τον εχθρό. Πράγµατι, στις 18 ∆εκεµβρίου 1803, τον θρύλο που έγραψαν µε τον χορό τους στο Ζάλογγο οι Σουλιώτισες, τον παρέδωσε στην ιστορική µνήµη η περιγραφή Τούρκου αυτόπτη µάρτυρα, ενός αξιωµατικού του Αλή πασά, του Σουλεϊµάν Αγά. Η περιγραφή του υπάρχει σε βιβλίο του Ibrahim Manzour efendi, που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1828. Συγκλονισµένος ο τούρκος αξιωµατικός αναφέρει ότι, οι γυναίκες «πιάστηκαν από τα χέρια και άρχισαν ένα χορό, που τα βήµατά του τα κινούσε ένας ασυνήθιστος ηρωισµός και η αγωνία του θανάτου τόνιζε το ρυθµό του… στο τέλος των επωδών οι γυναίκες βγάζουν µια διαπεραστική και µακρόσυρτη κραυγή, που ο αντίλαλός τους σβήνει στο βάθος ενός τροµακτικού γκρεµού, όπου ρίχνονται µαζί µε όλα τα παιδιά τους».
∆εκαεννιά χρόνια αργότερα, στις 21 Απριλίου 1822, οι Σουλιώτισσες του Ζαλόγγου ξαναζούν στην ψυχή των γυναικών της Νάουσας. Για ν’ αποφύγουν την αιχµαλωσία και την ατίµωση από τους Τούρκους, ρίχνονται στους καταρράκτες της Αραπίτσας, µαζί µε τα παιδιά τους και πνίγονται, προσθέτοντας και τη δική τους θυσία στον µεγάλο Αγώνα.
Η επανάσταση έχει πια ξεκινήσει και οι Ελληνίδες γράφουν, µε το δικό τους πάθος και µε την δική τους ξεχωριστή λεβεντιά σελίδες µεγαλείου και δόξας. Η Λασκαρίνα Μπουµπουλίνα, δυο φορές χήρα και µε έξι παιδιά, όλα ταγµένα στον Αγώνα, πρωτοστατεί µε το πλοίο της, τον θρυλικό «Αγαµέµνονα», στην πολιορκία του Ναυπλίου και µπαίνει θριαµβεύτρια, δίπλα στον Κολοκοτρώνη, στη Τριπολιτσά. Είναι η «νέα Αµαζόνα» κατά τον ιταλό περιηγητή Πέτσιο, ενώ ο γερµανός δηµοσιογράφος Κρίστιαν Μίλλερ, γράφει, εντυπωσιασµένος, για τη γυναίκα που το όνοµά της και τα ανδραγαθήµατά της συζητούνται σε όλη την Ευρώπη: «Σπετσιώτισσα είναι η γνωστή ηρωίδα Μπουµπουλίνα, που εξόπλισε τρία καράβια, εκ των οποίων τα δύο κυβερνούν οι γιοι της και το µεγαλύτερο το κυβερνάει η ίδια. Έχασε κιόλας ένα γιο της σ’ αυτόν τον αγώνα και φλέγεται τόσο σα µάνα από το αίσθηµα της εκδίκησης, όσο και σαν Ελληνίδα από την αγάπη προς την πατρίδα. Έχει επιφέρει πολλές καταστροφές στους τούρκους και τους έχει πάρει πολλά καράβια»
Το ίδιο ατρόµητη θαλασσοµάχος και η ∆όµνα Βισβίζη, η Θρακιώτισσα από την Αίνο. Όπως γράφει ο Ιωάννης Φιλήµων, «Τοιαύτη ανεδείχθη και η ∆όµνα σύζυγος Βασιλείου Χατζή, πλοιάρχου. Θανατωθέντος αυτού κατά την πολιορκία της Ευβοίας, ανέλαβε η ίδια την διοίκησιν του πλοίου ως άλλος ανήρ, επί πολύ χρόνον, ίνα µη στερηθή η πολιορκία της από θαλάσσης βοηθείας». Η ∆όµνα Βισβίζη, την οποία ο ∆ηµ. Υψηλάντης αποκαλούσε Ευγενεστάτη και Γαληνοτάτη και για την οποία ο Οδυσσέας Ανδρούτσος πιστοποιούσε µε έγγραφό του, ότι τον Μαϊο του 1822, τον έσωσε, αυτόν και τους άνδρες του, προµηθεύοντάς του τρόφιµα και πολεµοφόδια, διατήρησε το πλοίο της επί τρία χρόνια. ∆απάνησε για την συντήρησή του και την διατροφή του πληρώµατός του, όλη της την περιουσία. Και όταν πια οι πόροι της τελείωσαν και το µπρίκι είχε πάθει µεγάλη φθορά, το χάρισε, τον Σεπτέµβριο του 1824 στην κυβέρνηση, που το µετέτρεψε σε πυρπολικό. Μ’ αυτό ο Ανδρέας Πιπίνος έκαψε, στη Σάµο, την τουρκική φρεγάτα.
Μια άλλη µεγάλη γυναικεία µορφή του ’21, ήταν η Μαντώ Μαυρογένους. Γεννήθηκε στην Τεργέστη,
από Μυκονιάτισσα µάνα σπαρτιατικής καταγωγής και τον Νικόλαο Μαυρογένη, µεγάλο σπαθάρη του συνώνυµου του και θείου του, ηγεµόνα της Βλαχίας. Μετά τον αποκεφαλισµό του ηγεµόνα από τους Τούρκους, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη και απέκτησε τεράστια περιουσία από το εµπόριο. Η Μαντώ, είχε εξαιρετική µόρφωση και µιλούσε επαρκώς εκτός από την µητρική της γλώσσα, τουρκικά, γαλλικά και ιταλικά..Λίγο πριν την κήρυξη της Επανάστασης και µετά τον θάνατο του πατέρα της, εγκαταστάθηκε στην Τήνο και στη συνέχεια στην Μύκονο. Με χρήµατα της οικογενείας της, αρµάτωσε και διέθεσε στον Αγώνα δύο καράβια, ενώ συντηρούσε και δύναµη 800 πολεµιστών. Φορώντας αντρικά ρούχα και ζωσµένη µε το σπαθί του πατέρα της, η Μαντώ πήρε µέρος σε µάχες στην Κάρυστο, στη Μαγνησία, στο Τρίκκερι, στην Άµφισσα, στη Χαιρώνεια και σε επιθέσεις εναντίον του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο. 12 13 Με διαταγή της εθνοσυνέλευσης του Άστρους, της απονεµήθηκε, ως διακριθείσα επ’ ανδραγαθία στο πεδίο της µάχης, στέφανος δάφνης, «εν επισήµω τελετή οµοία προς την των Ολυµπιακών Αγώνων». Ακόµη, για την τεράστια συµβολή της στην Επανάσταση, της απονεµήθηκε, µοναδικό προς γυναίκα, το αξίωµα του επιτίµου αντιστρατήγου και της παραχωρήθηκε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο για την εγκατάστασή της. Αυτή η σπουδαία γυναίκα, µε την αριστοκρατική καταγωγή, που πολέµησε παθιασµένα σε όλα τα πεδία των µαχών, που ουδέποτε εφατρίασε κατά τις εµφύλιες διαµάχες, που τροφοδότησε το κύµα του φιλελληνισµού στην Ευρώπη µε τις δύο επιστολές που έγραψε, τη µία προς τις παρισινές κυρίες και την άλλη προς τις αγγλίδες κυρίες, και η οποία προσέφερε 7.000.000 γρόσια για τον Αγώνα, πέθανε, τελικά, πάµπτωχη.
Επανέλαβαν τις θυσίες-αυτοθυσίες του Ζαλόγγου στη βραχώδη κοίτη του ποταμού Μαυρονέρι (Αραπίτσα) οι Ελληνίδες της Νάουσας το 1822, για να μην πέσουν ζωντανές στα χέρια των Τούρκων και για να αποφύγουν ατιμώσεις, μαρτύρια και εξισλαμισμό των παιδιών τους. Οι γυναίκες και θυγατέρες – νύφες των προεστών και οπλαρχηγών της Νάουσας δέχθηκαν το 1822 συσσωρευμένα πρωτοφανή μαρτύρια: Μισοθαμένες στο χώμα ως πάσσαλοι, δέχονταν βρισιές από τις Μουσουλμάνες και κτυπήματα από τα μικρά παιδιά των Τούρκων, με αναμμένα δαυλιά! Ο ίδιος ο Αλμπούλ – Αμπούδ τους πρότεινε να εξισλαμισθούν. Και όταν δέχθηκε την άρνησή τους, άλλες έκλεισε σε σάκκους με γάτες και ποντίκια , άλλες σε σάκκους γεμάτους φίδια και άλλες γυναίκες έκλεισε σε οχετούς, των οποίων απέφραξε την έξοδο!
Η Ελληνίδα στο «21» δέχθηκε κάθε είδους οργή, αγριότητα, βάσανο, θάνατο, ατίμωση και σκλαβιά από τους Τούρκους, Αρβανίτες και Αιγυπτίους. Χιλιάδες Ελληνίδες, ίσως και εκατοντάδες χιλιάδες, πωλήθηκαν στα ανθρωποπάζαρα της Κων/πόλεως, της Σμύρνης, της Αλεξάνδρειας, της Τύνιδας, του Μοναστηρίου και της Θεσσαλονίκης. Βασανισμένες υπάρξεις οι Ελληνίδες των ανθρωποπαζαριών περιπλανήθηκαν για δεκάδες χρόνια, καθώς περνούσαν από πολλά χέρια αγοραστών, μα παρέμεναν Ελληνίδες. Το παρακάτω παράδειγμα είναι εντυπωσιακό:
Η Μαρία Δασκαλογιάννη, η μεγαλύτερη κόρη του επαναστάτη των Σφακίων, αιχμαλωτίσθηκε και οδηγήθηκε στην Κων/πολη σκλάβα. Έγινε σύζυγος Τούρκου αξιωματούχου και απέκτησε και δυο παιδιά. Όταν πέθανε ο άνδρας της, πήρε την κόρη της και ξέφυγε, έφθασε στην Τήνο, για να προσκυνήσει την Παναγιά της Τήνου και να πεθάνει μοναχή πλέον.
Οι Ελληνίδες μητέρες στις καταστροφές – ολοκαυτώματα της Χίου, της Κάσου, των Ψαρών και αλλαχού, έζησαν το μαρτυρικό πόνο του σπαρακτικού θανάτου των σπλάχνων τους, των παιδιών τους, βλέποντας να γίνονται παιγνίδισμα – λιάνισμα Τούρκικων σπαθιών, ή ρίχτηκαν μαζί τους στον όλεθρο μ’ όποιον τρόπο μπορούσαν.
πίνακας: Sir Charles L. Eastlake: Φυγάδες, μετά την καταστροφή στην Χίο
Πολλές δεκάδες χιλιάδες γνώρισαν τους αλάλητους καημούς και τις πίκρες της προσφυγιάς, χωρίς να γίνονται ουδαμώς εμπόδιο, ούτε έγνοια στους άνδρες τους, αγωνιστές -μαχητές του Ιερού Αγώνα! ο Καραϊσκάκης ήταν αρχιστράτηγος, αλλά η γυναίκα του πέθανε πρόσφυγας στο νησί Κάλαμος της Επτανήσου. Ποιος μπορεί να υπολογίσει τί είδους και πόσες δοκιμασίες περνούσε, όμως δεν ειδοποίησε τον άνδρα της, να σπεύσει κοντά της. Στις 19 Αυγούστου 1825 έλαβε την πληροφορία ότι πέθανε η γυναίκα του και οι θυγατέρες του έμεναν πλέον απροστάτευτες. Εκείνος δεν έφυγε, μόνον έγραψε στην κυβέρνηση: «απέθανεν η σύζυγος μου και ήθελον να υπάγω να οικονομήσω τα παιδιά μου, αλλά δεν αφήνω την πατρίδα». Αυτή η βαθειά ζωντανή συνείδηση της ιερής ανάγκης του Αγώνα , που κατέπνιγε κάθε άλλη υποχρέωση, κάθε άλλον πόνο, ήταν κοινή πίστη των Ελληνίδων στο «21»!. Η βιοτική ανάγκη δεν θόλωνε τις συνειδήσεις των Ελληνίδων.
Και όταν ήρθαν οι μαύρες ώρες των εμφυλίων πολέμων στον Αγώνα του «21», όταν οι ήρωες έχαναν τους εαυτούς των, οι Ελληνίδες κράτησαν τους αγνούς πόθους τους, την πίστη τους και τη δύναμή τους και δεν βαρύνονταν με πάθη, με φιλοδοξίες ούτε με λεηλασίες, αρπαγές και εγκλήματα. Οι Ελληνίδες δεν έχασαν τους «καλούς εαυτούς των». Είναι χαρακτηριστική ηεπιστολή της γυναίκας του Νικηταρά στον Πρόεδρο Κουντουριώτη, με την οποία παρακαλεί και παρακινεί να σταματήσουν οι εμφύλιες διαμάχες:
«Εκλαμπρότατε Πρόεδρε κύριε Γεώργιε Κουντουριώτη, είναι δύσκολον να σας παραστήσω την λύπην της ψυχής, οπού εδοκιμάσαμεν όλοι οι ευαίσθητοι πατριώται, όταν οφθαλμοφανώς είδομεν αναμμένον τον εμφύλιον πόλεμον εις τους κόλπους της πατρίδος μας και Χριστιανούς Έλληνας να σκοτώνουν ασπλάγχνως τους αδερφούς των Χριστιανούς. Και αν αφήσω εις αλησμονησίαν την τιμήν του αίματος και τους οικείους αγώνας, μεθ’ ων εξηγοράσθη η ελευθέρα αυτή γη, την οποίαν τολμά να ξαναβάφη σήμερον με αίμα αθώων ομογενών ή ραδιουργία τινών, δεν ημπορώ κατ’ ουδένα τρόπον ούτε εγώ, ούτε άλλος καλός πατριώτης να παραβλέψωμεν τα πικρά δάκρυα τοσούτων πτωχών φαμελιών ταλανιζομένων από τόσας δυστυχίας, πενίαν πείναν, εξωτερικούς και εσωτερικούς φόβους και περιπλέον από την απελπισίαν οπού τους εμπνέει ο εμφύλιος πόλεμος. Δια τούτο παρακαλούμεν την υμετέραν εκλαμπρότητα, ίνα λάβη οίκτον φιλανθρωπίας και να απαντηθή αυτή η κακή αρχή του εμφυλίου πολέμου. Όσον δε δια την κατάχρησιν των αιτίων της δικαίας σας οργής, μείνετε βέβαιοι ότι θέλετε εύρει συμμάχους όλους τους καλούς πατριώτας, δια να παύσουν αύται αι καταχρήσεις με ειρηνικώτερον τρόπον και ούτω, να έχετε και την ευλογίαν όλου του Εθνους».
Εν Ναυπλίω τη 1η Μαρτίου 1824. η ευσεβεστάτη πατριώτισσα ΝΙΚΗΤΑΙΝΑ ΑΓΓΕΛΙΝΑ
Ο ψυχικός κόσμος της Ελληνίδας:
Την εποχή που μαίνονταν οι εμφύλιες διαμάχες και εσφάδαζε αιμόφυρτος και σκελετώδης ο αγωνιζόμενος λαός, οι Ελληνίδες συνέχιζαν να προσφέρουν τη μεγάλη γενναία απόφαση, τους αγώνες και τις θυσίες τους για ελευθερία, έναντι οιασδήποτε θυσίας. Έλαμψε στα χρόνια εκείνα το άστρο του Μεσολογγίου. Οι γυναίκες ήταν στο πλάι των ελεύθερων πολιορκημένων πολεμιστών, καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα και μαζί τους στην έξοδο μ’ αντρίκια ρούχα, με τα παιδιά και τ’ άρματα στα χέρια. Όλες οι Ελληνίδες του Μεσολογγίου, εκτός από δεκατρείς (13) που σώθηκαν με την έξοδο, προσφέρθηκαν ολοκαύτωμα στον αγώνα του «21», ή αιχμαλωτίσθηκαν.
Αλλά και στο Μωριά η Ελληνίδα άνθεξε στην οργή του Ιμπραήμ. Συγκλονίζει κάθε ψυχή το απόσπασμα του Μακρυγιάννη: «Ανάμεσα Πάτρα και Γαστούνη, είναι ένα χωριό, το Μέγα Σπήλαιο. Έκανα κονάκι σ’ ενού παπά το σπίτι. Μου λέγει η παπαδιά: «Όταν ήρθαν οι Τούρκοι του Μπραήμη, εμείς ήμαστε μέσα στο βάλτο, στο νερό, τόσες ψυχές, να γλυτώσουμε. Και ήρθαν οι Τούρκοι και μας πιάσανε. Και ήταν το σώμα μας καταματωμένο απ’ τις αβδέλλες, μας φάγαν… Και τα παιδιά πεταμένα μέσα – γιομάτο το νερό, σαν μπακακάκια πλέγαν κι άλλα ζωντανά κι άλλα τελείωναν. Και μ’ έπιασαν οι Τούρκοι και με κοιμήθηκαν τριάντα οχτώ και μ’ αφάνισαν κι εμένα και τις άλλες. Διατί τα τραβήσαμεν αυτά; Δι’ αυτείνη την πατρίδα. Κι έκλαιγε με πικρά δάκρυα… Με πήρε το παράπονο κι έκλαψα κι εγώ». Τέτοια ήταν η ψυχή της Ελληνίδας του «21»! Ελεύθερη, αδέσμευτη, πεντακάθαρη η ψυχή της. Ό,τι κι αν υπέστη η σάρκα της, εξαγνίσθηκε η σάρκα και δέχθηκε η ψυχή της περίσσια τη Χάρη του Θεού. Ο Ιμπραήμ έκαιγε, έσφαζε, ζωγρούσε κι ατίμαζε, μα ο Μωριάς δεν έπεσε. Και οι Μανιάτισσες, όπως η Γερακάκη, η Σάββαινα, η Πανώρια Βοζίκη, η Κων/να Ζαχαριά, η Ροζάκαινα, η Ραλλού Μαυρομιχάλη, η Ελένη Λαμπροπούλου και η Ελένη Αναίπη με όπλα τα δρεπάνια του θερισμού, ξύλα και πέτρες τον Ιούνιο του 1826, κράτησαν αναμμένη τη φλόγα της ελευθερίας-όταν είχε πέσει και το Μεσολόγγι και η επανάσταση βρισκόταν στο πιο κρίσιμο σημείο – και ο Ιμπραήμ δεν πέρασε. Η Μάνη έμεινε απάτητη, ο Μωριάς και η Ελλάδα έμεινε ελεύθερη.
Και όταν ο αγώνας τελείωσε, παρά τη δραματική εξάντληση, η Ελληνίδα, η χαροκαμένη γυναίκα του απόμαχου αγωνιστή , η μαυροφορεμένη χήρα του πεσόντος μαχητή, η αλύγιστη μάνα των πεινασμένων ή, καθώς λέγονταν στη Μάνη, των μαύρων ορφανών, ξεπέρασαν τον πόνο τους και ξαναβρήκαν τη ζωτικότητα και την Πίστη στο Θεό και στο Γένος, την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και νοικοκύρεψαν την νεοελληνική οικογένεια και τον τόπο ετούτο τον Ελληνικό. Η σκέψη τους, η καρδιά τους, οι παραγωγικές ικανότητες δεν έγιναν υπόθεση φιλοπρωτίας ή πολιτικού ανταγωνισμού, αλλά έδωσαν ηθική και πνευματική θέρμη στο λαό μας. Και αυτή την παράδοση της Ελληνίδας της Τουρκοκρατίας και του εικοσιένα, ακολούθησε και η Ελληνίδα του Σαράντα.
πίνακας:”αποχαιρετισμός”
Στα χρόνια μας γίνεται πολύς λόγος για ισότητα των δύο φύλων, του άνδρα και της γυναίκας, πολύς και ποικίλος λόγος για τα δικαιώματα της γυναίκας, περισσότερος ακόμα λόγος για την εθελοντική και για την υποχρεωτική στράτευση της γυναίκας. Ωστόσο, περισσότερο τιμούμε την Ελληνίδα γυναίκα όταν της αναγνωρίζουμε, ομολογούμε και συνειδητοποιούμε την προσφορά της. Και η Ελληνική Ιστορία τονίζει ότι, η προσφορά και η θυσία δικαίωσε την Ελληνίδα γυναίκα. Η Ελληνίδα γυναίκα στην Τουρκοκρατία και στο εικοσιένα, ούτε διακηρύξεις, ούτε επίσημες κατοχυρώσεις είχε για την ισότητα των δύο φύλων και για δικαιώματα! Είχε όμως αφάνταστα εκπληκτική ευαισθησία για τις υποχρεώσεις της στην Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη και στην Ελλάδα. Έτσι μεγαλούργησε, δικαιώθηκε ενώπιον Θεού και των γενεών των επομένων ανθρώπων και άνοιξε δρόμο για τις επερχόμενες γενεές και για την δική μας: Το δρόμο της προσφοράς, του χρέους, της θυσίας.
Οπωσδήποτε από κάπου άντλησε δύναμη η Ελληνίδα της Τουρκοκρατίας και του Εικοσιένα. Δεν άντλησε δύναμη από την… απελπισία, όπως γράφει κάποιος σύγχρονος ιστορικός. Ούτε από ανθρώπινες διακηρύξεις δικαιωμάτων, από Καταστατικά και νόμους ανθρώπων. Ούτε μόνον από τον πόθο της ελευθερίας πορίσθηκε τόση καρτερία και τόση δύναμη. Άντλησε η Ελληνίδα δύναμη από ψηλότερα, από την Κυρά του Γένους, την Παναγία! Ένας Γάλλος περιηγητής, ο Francois Richard, σε χρονικό του που κυκλοφόρησε το 1657 στο Παρίσι, έγραψε ότι η εγκαρτέρηση, η αισιοδοξία, η ευτυχία των Ελλήνων, οφείλονταν στη λατρεία που τρέφουν στην Παναγία: «Σ’ όλα τα σπίτια, βλέπεις εικόνες της Παναγίας. Είναι ο φρουρός, ή καλύτερα η νοικοκυρά του σπιτιού. Σ’ αυτή την εικόνα στρέφουν το βλέμμα, όταν τους συμβή κάτι κακό, ικετεύοντας τη βοήθεια της». Δημιούργησε και αυτή την παράδοση η Ελληνίδα της Τουρκοκρατίας και του Εικοσιένα: την παράδοση της κυράς του Γένους, που συνδέει τον εθνικό βίο των Ελλήνων στενά, με την Παναγία Θεοτόκο. Γι’ αυτό και είναι απίστευτος ο αριθμός των ναών της Παναγίας στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και ονόμασε την Παναγία Θρηνωδούσα, Ξεσκλαβώτρα, Φιλέρημη, Χιλιαρμενίτισα, Ελευθερώτρια, Οδηγήτρια, Παναγιά Χιλιάρμενη, Παναγιά Αρβανίτισσα και Παναγιά Αρμάδα. Από την Παναγία αντλούσε παρηγοριά και δύναμη η Ελληνίδα της πολυστένακτης δουλείας και του πολυαίμακτου αγώνα της Ελευθερίας. Και εκεί κατηύθυνε το Γένος να προσβλέπει, να ελπίζει και να σώζεται. Η Ελληνίδα έκανε την Παναγία φιλέλληνα!
Γι’ αυτή την προσφορά και την παράδοση της Ελληνίδας στην Τουρκοκρατία και στο «21» ο καθένας αξίζει να επαναλαμβάνει συνειδητά τους στίχους του εθνικού μας ποιητή:
«Ψυχή μεγάλη και γλυκειά, μετά χαράς σ’ το λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ” όνομά τους μνέω».
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ” όνομά τους μνέω».
*******
πηγή: Από το βιβλίο του Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου, φιλολόγου-ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., «Ιστορικές γραμμές» Τόμος Γ” (Λάρισα 1983. Σελίδες 27 – 43.)
Η/Υ επιμέλεια: Μοναχής Θεοδοσίας, Κωνσταντίνας Κυριακούλη, Ιωάννου Τρίτου. ηλ. πηγή κειμένου: http://www.orp.gr/?p=3902
εικόνες από agiasofia.com, kolivas.de, Διακόνημα και google images
επιμέλεια ανάρτησης: ιστολόγιο “Αντέχουμε…”
ΠΗΓΗ.ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ..