Δύο η ώρα μεσημέρι στο Αεροδρόμιο. Βρίσκομαι στη σειρά για επιβίβαση. Μέσα από το ταξί βλέπω τον κόσμο που περιμένει στη σειρά, για να επιβιβα¬στούν. Η ματιά μου πέφτει σε μια κυρία, που με μαγνητί¬ζει. Πω! πω! αυτή την κυρία θέλω να επιβιβάσω, μονο¬λογώ.
Ο αστυνομικός που είναι εκεί μου κάνει νόημα να πάω κοντά του, κάνοντας δεύτερη σειρά, για να επιβιβά¬σουμε γρήγορα. Για καλή μου τύχη μού έστειλε στο ταξί αυτήν την κυρία. Έβαλα γρήγορα τη βαλίτσα της στο πορτ-μπαγκάζ, μπήκαμε μέσα και ξεκίνησα αμέσως.
Σε λίγα λεπτά της είπα:
-Καλησπέρα σας, συγγνώμη που δεν σας χαιρέτησα, αλλά είδατε τον πανικό.
-Καλησπέρα, κορίτσι μου!
-Πού πάμε;
Μου είπε τον προορισμό της.
-Μμ! Πολύ μακριά πάμε!
-Μήπως φοβάστε;
-Όχι βέβαια, ο Θεός με προστατεύει, όπου κι αν πάω.
-Πιστεύετε στον Θεό;
-Αν δεν πίστευα από καρδιάς στον Θεό, δεν θα εργα¬ζόμουν στο ταξί, γιατί εργάζομαι και νύχτα.
-Συγχαρητήρια, κορίτσι μου!
-Θέλετε να μου πείτε για την δική σας πίστη στον Θεό;
-Για τη δική μου πίστη; Κορίτσι μου, είμαι η πιο ευ¬τυχισμένη γυναίκα, μαννούλα και γιαγιά του κόσμου!!!
-Μπράβο σας! Τότε έχετε πολλά να μου πείτε, σας ακούω, της είπα χαμογελαστά.
-Έχω επτά παιδιά και έναν πολύ καλό σύζυγο.
-Μάλιστα! Εγγόνια;
-Έχω και εγγόνια. Όμως έχω και κάτι άλλο, που θα σου αρέσει, αφού πιστεύεις τόσο πολύ στον Θεό. Έχω τέσ¬σερις κόρες καλόγριες και έναν γυιό μοναχό στο Άγιο Όρος!
Τρέχοντας στην Αττική οδό κόντεψε να μου φύγει το τιμόνι από τα χέρια ακούγοντας την.
-Πού; Σε ποιο μοναστήρι;
-Και οι τέσσερις στο ίδιο μοναστήρι.
-Ηλικίες;
-Από 17 έως 28.
-Χριστέ μου, τι ευτυχία! αναφώνησα.
-Πάτε συχνά και τις βλέπετε;
-Όχι δεν πάω συχνά, δεν θέλω να τις απασχολώ. Αυ¬τές έχουν τις διακονίες τους, την προσευχή τους, τις λει¬τουργίες τους. Δεν είναι σωστό να είμαι συνέχεια μέσα στα πόδια τους. Άλλωστε δεν το θέλουν κι εκείνες. Παρ’ ό¬τι είμαστε πολύ κοντά, είκοσι λεπτά από το μοναστήρι. Βέβαια, αν χρειαστούν κάτι, με παίρνουν τηλέφωνο και τους το πάω. Αφού καθίσω καμιά ώρα, μου λένε οι κόρες μου: Μαμμά, άντε, ώρα να πας σπίτι σου. Όταν τις ακούει η ηγουμένη να με διώχνουν, τις μαλώνει. Αλλά εγώ φεύγω πριν μου το πουν, για να μην τις μαλώσει αυτή η γλυκιά ηγουμένη.
Στην Εθνική οδό, μια κυρία σηκώνει το χέρι να στα¬ματήσω. Αφού πήρα την άδεια, σταμάτησα.
-Άγιο Στέφανο πάω, μήπως μπορείτε να με πάρετε;
-Ναι, ναι! απαντάει η κυρία που καθόταν πίσω.
Η δεύτερη κυρία κάθισε δίπλα μου. Σ’ αυτή τη ζωή τίποτα δεν είναι τυχαίο. Τη συζήτηση με την πρώτη κυρία τη συνεχίσαμε. Μόλις η δεύτερη κυρία άκουσε το θέμα που συζητούσαμε, τινάχτηκε από το κάθισμα.
-Και σεις πονεμένη, ε;
-Πονεμένη; Ευτυχισμένη, κυρία μου, έχω τέσσερις κόρες καλόγριες και ένα γυιο στο Άγιο Όρος!
Γυρίζει στην κυρία πίσω.
-Τέσσερις κόρες καλόγριες και ζείτε ακόμη;
-Ζω, κυρία μου και είμαι κι ευτυχισμένη. Αφού το επέλεξαν τα παιδιά μου και είναι χαρούμενα, γιατί να μην είμαι κι εγώ; Τα παιδιά μου διάλεξαν τον δρόμο του Θεού και όχι τον δρόμο της πορνείας ή των ναρκωτικών. Αν διά¬λεγαν αυτούς τους δρόμους, τότε θα πέθαινα.
Έχετε δει μαννούλες, που έχουν παιδιά μεσ’ στην πορνεία, μεσ’ στα ναρκωτικά, πόσο υποφέρουν; Πόσα νέα παιδιά είναι μέσα στις φυλακές, πόσα νέα παιδιά κλέβουν, για να πάρουν τη δόση τους; Δεν λυπάστε αυτά τα παιδιά, που τα βλέπετε στους δρόμους να τριγυρνούν βρόμικα, άπλυτα με ζωγραφισμένο τον πόνο στο πρόσωπο τους;
Αν πάτε στο μοναστήρι και δείτε τις κόρες μου, στο πρόσωπο τους είναι ζωγραφισμένοι οι άγγελοι. Με ποιο δι¬καίωμα θα στερήσω εγώ από τα παιδιά μου αυτή τη χαρά; Με ποιο δικαίωμα θα τα κάνω εγώ δυστυχισμένα, απαγο¬ρεύοντας τους να ακολουθήσουν το δρόμο που διάλεξαν; Επειδή τα γέννησα, έχω το δικαίωμα να τα κάνω δυστυχι¬σμένα; Όχι, κυρία μου, το κάθε μου παιδί διάλεξε το δρόμο του… Έχω δυο κόρες παντρεμένες, έχω και πέντε εγγόνια. Είμαι μια ευτυχισμένη γυναίκα, μαννούλα και γιαγιά!
Ξαφνικά η κυρία που καθόταν δίπλα μου έβαλε τα κλάματα.
-Χριστέ μου! Γιατί κλαίτε, κυρία μου; τη ρωτώ.
Μέσα από τα κλάματα της μας είπε πως και αυτή έχει μια κόρη καλόγρια και της έχει κάνει το βίο αβίωτο. Πάει στο μοναστήρι και τις βρίζει όλες με άσχημες κουβέ¬ντες. Και η κόρη της δεν θέλει να τη δει!
-Έχω να δω την κόρη μου τρία χρόνια!
-Δεν είναι σωστό αυτό που κάνετε, κυρία μου, της λέω. Το παιδί σας διάλεξε το δρόμο που του αρέσει. Δεν έχετε το δικαίωμα να την πληγώνετε και να ταράζετε τη γαλήνη της ψυχής της. Σας συμβουλεύω να πάτε να της ζητήσετε ταπεινά συγγνώμη καθώς και από όλες τις μονα¬χές. Και τότε θα δείτε πως η πόρτα του μοναστηριού και η πόρτα της ψυχής του παιδιού σας θα είναι διάπλατα ανοι¬κτές για σας. Και κάτι άλλο, να βρείτε έναν καλό πνευμα¬τικό, να εξομολογηθείτε και να κοινωνήσετε και τότε η γα¬λήνη θα φωλιάσει στην ψυχούλα σας.
Της έκανε τόσο καλό αυτή η συζήτηση, που φεύγο¬ντας φίλησε της κυρίας το χέρι.
-Ο Θεός να σας ευλογεί, είπε.
Με την κυρία συνεχίσαμε τον δρόμο μας, μα και τη συζήτηση μας. Επισκέφθηκα το μοναστήρι που είναι οι κόρες της. Πραγματικά, όταν αντίκρισα τις κόρες της, μα και όλες τις μοναχές, είδα αγγελικά πρόσωπα, χαμόγελα γλυκά, μάτια πλημυρισμένα από αγάπη και καλοσύνη. Η ηγουμένη είναι η μεγαλύτερη. Είναι σαράντα ετών. Όλες μαζί είναι τριάντα πέντε μοναχές. Όλη η δροσιά και η ευ¬ωδιά των λουλουδιών είναι, θαρρείς, εκεί μέσα!