Κυριακή 13 Μαΐου 2018

Αγία Γλυκερία: Η Αγία μάρτυς και οι πονηρές ενέργειες των μάγων



site analysis



Η αγία μάρτυς Γλυκερία και ο άγιος Λαοδίκιος, ο δεσμοφύλακας. Κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του Αντωνίνου του Ευσεβούς (138) ζούσε στην Τραϊανούπολη μία νέα χριστιανή, θυγατέρα ενός υψη­λόβαθμου Ρωμαίου αξιωματικού, αφιερωμένη στην στερέωση των ντό­πιων χριστιανών στην πίστη.

Ανήμερα μιας ειδωλολατρικής εορτής, σφρά­γισε το μέτωπό της με το σημείο του Σταυρού και προχώρησε προς τον διοικητή Σαβίνο που παρευρισκόταν στον ναό, ομολογώντας αβίαστα ότι ήταν δούλη του Χριστού. Ο Σαβίνος την διέταξε να θυσιάσει στους θε­ούς, εκείνη κατευθύνθηκε προς τα είδωλα και με την επίκληση του ονό­ματος του Σωτήρος κατακρήμνισε το άγαλμα του Διός και εν συνεχεία το συνέτριψε.
Οι ειδωλολάτρες όρμησαν κατεπάνω της με λύσσα και επι­χείρησαν να την λιθοβολήσουν, αλλά οιπέτρες δεν μπορούσαν να την πλήξουν. Την κρέμασαν τότε από τα μαλλιά και της ξέσχισαν την σάρκα με σιδερένια νύχια, κατόπιν δε την έρριξαν στην φυλακή και την άφη­σαν δίχως τροφή και νερό επί πολλές ημέρες. Άγγελος Κυρίου όμως της έφερνε τροφή και ενδυνάμωνε μέσα της την ελπίδα των μελλόντων αγαθών. Έτσι, όταν ο διοικητής την κάλεσε πάλι να παρουσιασθεί, με κατάπληξη την είδε να εμφανίζεται μπροστά του χαίροντας άκρας υγείας και λάμποντας από την παρρησία της προς τον Θεό.
Ο Σαβίνος έπρεπε να μεταβεί στην Ηράκλεια της Θράκης και πήρε μαζί του την Γλυκερία. Έγινε δεκτή με σεβασμό από τον επίσκοπο Δομίτιο και τους χριστιανούς που είχαν πληροφορηθεί τον ανδρείο αγώνα της. Παρουσιάσθηκε ξανά στο δικαστήριο, καταδικάσθηκε να καεί ζων­τανή, όμως ουράνια δρόσος έπεσε και έσβησε την κάμινο στην οποία την είχαν ρίξει. Ο δικαστής τότε έδωσε εντολή να γδάρουν το δέρμα της κε­φαλής της και την οδήγησαν πίσω στην φυλακή εν αναμονή νέων βασανισμών. Και αυτή την φορά, άγγελος ήλθε να την συνδράμει. Μπρο­στά σε παρόμοια θεϊκά σημεία, ο δεσμοφύλακας Λαοδίκιος μεταστράφηκε και σύντομα καταδικάσθηκε σε αποκεφαλισμό.

Τέλος, η αγία παρεδόθη στα θηρία. Ένα λεοντάρι χύμηξε με μανία κα­τεπάνω της, αλλά αίφνης έκοψε την ορμή του και ήλθε να γλείψει τρυ­φερά τα πόδια της. Ένα άλλο λεοντάρι όρμηξε και με μια ελαφριά δαγκωματιά, δίχως να της προκαλέσει το παραμικρό τραύμα, επέτρεψε στην Γλυκερία να συναντήσει μέσα σε αγαλλίαση τον επουράνιο Νυμφίο της.
Ο δικαστής βρήκε λίγο αργότερα άθλιο θάνατο, ενώ ο επίσκοπος πήγε να ενταφιάσει το σκήνωμα της ανδρείας αθλήτριας του Χριστού, όχι μα­κριά από την πόλη. Στον τόπο εκείνο ανηγέρθη αργότερα μέγας και πε­ρίλαμπρος ναός, όπου ετιμάτο η αγία Γλυκερία από όλους τους κατοί­κους της Ηράκλειας, της οποίας έγινε πολιούχος. Το λείψανό της κατόπιν μεταφέρθηκε στην Λήμνο. Από την κάρα της, που παρέμεινε στην Ηρά­κλεια, εξακολούθησε να αναβλύζει τίμιο μύρο, το οποίο ως πηγή ζώσα θεράπευε πλήθος προσκυνητών.
(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Μάιος, εκδ. Ίνδικτος, σ. 153-154)
---------------------------------------------------------------------------------

ΒΙΟΣ ΑΓΙΑΣ ΓΛΥΚΕΡΙΑΣ


ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ  Η ΑΓΙΑ

Ἡ Ἁγία Γλυκερία, λάμπει στὸ νοητὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας, σὰν φωτεινὸ ἀστέρι πρώτου μεγέθους, μεταξὺ τῶν λοιπῶν καλλινίκων μαρτύρων τῆς Ἐπαρχίας Ἡράκλειας Θράκης.
Γεννήθηκε στὴν Τραιανούπολη, παραθαλάσσια πόλη στὸν Ἀδριατικὸ κόλπο, ἢ ὁποία κοινῶς λεγόταν Τράνι. Πότε γεννήθηκε ἀκριβῶς, δὲν εἶναι γνωστό. Ἔζησε, κατὰ τὸν Β' μ.Χ. αἰώνα καὶ καταγόταν ἀπὸ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια. Ὃ πατέρας της, ὀνόματι Μακάριος, εἶχε διατελέσει τρεῖς φορὲς ὕπατος τῆς Ρώμης.
Ἢ Ἁγία Γλυκερία, ἦταν μία εὐσεβέστατη χριστιανή, μὲ πίστη ἀκράδαντη καὶ ἀπαράμιλλη αὐταπάρνηση. Ὅταν βρισκόταν στὴν ἀκμὴ τῆς ἡλικίας της, αὐτοκράτορας στὴ Ρώμη ἦταν ὃ Ἀντωνίνος, ὃ Εὐσεβὴς (138-161 μ.Χ.), ἡγεμόνας δὲ τῆς Εὐρώπης, μὲ ἕδρα -κατ' ἀρχὰς- τὴν Τραίανουπολη, ὃ Σαβίνος. Καὶ οἱ δύο τους ἦταν φανατικοὶ εἰδωλολάτρες.
Στὴν Τραίανουπολη, αὐτὴ τὴν ἐποχή, κατοικοῦσαν λίγοι Χριστιανοί. Παρ' ὅλο ποῦ ἔφοβουντο τὸν ἡγεμόνα Σαβινο καὶ τοὺς ἄλλους εἰδωλολάτρες, ἐν τούτοις, καθημερινά, συνανθροίζονταν κρυφά, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν στὸ Θεό. Ἀπὸ τὶς συναθροίσεις αὐτὲς δὲν ἔλειπε ποτὲ καὶ ἢ Ἁγία. Ἐκεῖ, εὕρισκε τὴν εὐκαιρία νὰ κηρύττει μὲ θέρμη, ἀλλὰ καὶ νὰ διαδηλώνει μὲ θάρρος, τὴν ἀγάπη τῆς «εἰς Χριστόν, ἐσταυρωμένον καὶ ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν».
Μὲ τὴν παρουσία της, τὴν ταπείνωσή της, τὴν πίστη της στὴν Ἁγία Τριάδα, τὸ τακτικὸ κήρυγμα καὶ τὸ ἐν γένει παράδειγμά της, ἔστηριζε στὴν πίστη, τοὺς ὀλίγους φοβισμένους Χριστιανοὺς τῆς γενέτειράς της.

ΒΑΣΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ΘΥΣΙΕΣ ΣΤΑ ΕΙΔΩΛΑ

Ὁ βασιλιὰς Ἀντωνίνος, ὄντας εἰδωλολάτρης, ἔθυσιαζε τακτικὰ στὰ εἴδωλα τῶν ψευδωνύμων θεῶν, ἰδιαίτερα  δέ, στὸ θεὸ τῶν Ἑλλήνων, Δία. Κάποια ἡμέρα, μετὰ ἀπὸ σύσκεψη, μὲ τοὺς μιαροὺς ἱερεῖς τῶν εἰδώλων, στὸ ναὸ τοῦ Δία, ἐξέδωκε νόμο, μὲ τὸν ὁποῖο ὑποχρέωνε ὅλους τους ὑπηκόους του, νὰ θυσιάσουν στοὺς θεοὺς καὶ πρῶτα πρῶτα στὸ Δία. Κατὰ τῶν ἀρνουμένων, ὃ νόμος, προέβλεπε σκληρὰ βασανιστήρια καὶ τέλος θάνατο.
Ὃ νόμος αὐτὸς στάλθηκε σ' ὅλη τὴν ἐπικράτεια τοῦ βασιλείου του. Ἔτσι, λοιπόν, ἔφθασε καὶ στὰ χέρια τοῦ ἡγεμόνα τῆς  Εὐρώπης, Σαβίνου. Εὔπειθης, ὅπως ἦταν, ἔδωκε ἐντολή, ἀμέσως, καὶ τελέσθηκε ἢ πρώτη κοινὴ θυσία, στὸ ναὸ Μαξιμιανουπὸ-λεως, ὅπου καὶ ἐπέδειξε τὸ βασιλικὸ νόμο. Τὴν ἑπόμενη, ὃ παμμίαρος, ἐπῆγε στὴν Τραίανουπολη. Ἀφοῦ κι ἐδῶ ἐπέδειξε τὸ νόμο στοὺς κατοίκους, μπῆκε στὸ ναὸ τοῦ Δία, νὰ κάνει θυσία. Χωρὶς ἀντίρρηση, ὅλοι συμφώνησαν ὅπως, μετὰ ἀπὸ 3ήμερο ἐξαγνισμό, συγκεντρωθοῦν στὸ ναὸ τοῦ Δία, κρατώντας ἀπὸ μία λαμπάδα, γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὰ γενέθλια του βασιλιᾶ καὶ νὰ θυσιάσουν στὸ μεγάλο Δία. Ὅποιος θὰ ἤρνειτο νὰ κρατήσει λαμπάδα καὶ νὰ κάνει θυσία, θὰ θανατωνόταν καὶ θὰ εἶχε τέλος οἰκτρό.
Τὸ βασιλικὸ πρόσταγμα, ἔφθασε καὶ στ' αὐτιὰ τῆς Ἁγίας Γλυκερίας καὶ τῶν λοιπῶν χριστιανῶν. Ἢ Ἁγία, γιὰ νὰ τονώσει τὴν πίστη τῶν ἀδελφῶν της χριστιανῶν, ἐπῆγε στὴ συνάθροισή τους καὶ ἔμιλησε πρὸς αὐτοὺς γιὰ τὸν Ἐπουράνιο Βασιλέα, τὴ δύναμη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ τὴν αἰώνιο Βασιλεία. Ἰδιαίτερα, ἔτονισε, ποιοὶ θὰ κληρονομήσουν τὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τελειώνοντας, ἀφοῦ τοὺς συνέστησε νὰ ἔχουν πίστη στὸ Χριστὸ καὶ νὰ ζοῦν βίο ἠθικό, τοὺς εὐχήθηκε, νὰ ἀπολαύσουν ὅλες τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι ἀληθές, ὅτι τὸ 3ήμερο αὐτό, ὅλοι οἱ χριστιανοὶ τῆς Τραϊανουπόλεως, προσεύχονταν θερμὰ στὸν Κύριο, νὰ τοὺς δώσει πίστη καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύσει στὸν ἀγώνα τους. Περισσότερη δύναμη ἂπ' ὅλους, ζητοῦσε ἀπὸ τὸ Θεό, ἢ Ἁγία Γλυκερία. Εἶχε πάρει ἀπόφαση, νὰ ἐπιτεθεῖ εὐθέως, κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ νὰ ἐλέγξει τὴν πλάνη τῶν εἰδωλολατρῶν. Ὃ φόβος τῆς εἶχε ξεπερασθεῖ, γιατί εἶχε προετοιμασθεῖ ψυχικά, ἀλλὰ καὶ πνευματικά.

Η ΑΓΙΑ ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΝΑ ΘΥΣΙΑΣΕΙ ΣΤΟ ΔΙΑ

Μόλις συμπληρώθηκαν οἳ τρεῖς ἡμέρες, ὅλοι οἳ εἰδωλολάτρες τῆς Τραίανουπολεως, κρατώνας ἀπὸ μία λαμπάδα, ἔτρεχαν, σὰ μανιασμένοι, γιὰ νὰ θυσιάσουν στὸ Δία. Αὐτοὺς ἀκολούθησε καὶ ἢ Ἁγία. Ἀφοῦ σημείωσε στὸ μέσον του μετώπου της, ἔντονα, τὸν τύπον τοῦ Σταυροῦ, γιὰ δύναμη καὶ φωτισμό της, ἔτρεξε καὶ στάθηκε μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα. Χωρὶς νὰ φοβηθεῖ, ἀπευθύνθηκε πρὸς αὐτόν, μὲ πρωτοφανῆ τόλμη καὶ τοῦ εἶπε:
«Λαμπρότατε Ἡγεμόνα· ἐπίτρεψέ μου, νὰ κάνω ἀρχὴ καὶ νὰ σοὺ δείξω, πῶς θυσιάζουν στὸ Θεό, μία καὶ κατέχω τὴν πρώτη θέση, ὡς κόρη τοῦ ἄξιου Μακαρίου, ποῦ διετέλεσε τρεῖς φορὲς ὕπατος τῆς Ρώμης». Ὃ ἡγεμόνας, βλέποντας τὴν προθυμία της, τὴν ἔρωτα, ποὺ εἶναι ἢ λαμπάδα της! « Ὑψηλότατε· ἂν δὲν τὸ ξέρεις, σοὺ δηλώνω εὐθέως, ὅτι εἶμαι Χριστιανή». Κι ἀμέσως, δείχνοντας τὸ Σταυρό, ποῦ ἦταν σημειωμένος στὸ μέτωπό της, τοῦ διευκρινίζει. «Αὐτὴ εἶναι ἢ ἀσβέστη λαμπάδα μου! Αὐτὴ ἢ λαμπάδα, φωτίζει ὅλες. τὶς θυσίες τῶν Χριστιανῶν καὶ τοὺς ὁδηγεῖ στὸν Ἐπουράνιο Βασιλέα Χριστό». Ὃ Σαβίνος, μὴ μπορώντας νὰ ἐννοήσει τοὺς λόγους της, τὴν προστάζει νὰ θυσιάσει. Ἢ Ἁγία, χωρὶς νὰ χάσει τὸ θάρρος της, τοῦ ἅπαντα: « Ὃ Χριστός μου, ὃ αἰώνιος Βασιλεὺς καὶ θεός μου, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ λαμπάδες ποῦ καπνίζουν. Δῶσε, σὲ παρακαλῶ, ἐντολὴ νὰ σβήσουν ὅλοι τὶς λαμπάδες τους, γιὰ νὰ γίνει δεκτὴ ἢ θυσία μου ἀπὸ τὸ μόνο ἀληθινὸ Θεό».
"Ὄντως, ἔδωκε ἐντολὴ νὰ σβήσουν τὶς λαμπάδες. Τότε, ἢ θεία Γλυκερία, στρέφεται πρὸς τὸν συγκεντρωμένο ὄχλο καὶ λέγει, δυνατά: «Βλέπετε τὴ φωτεινὴ λαμπάδα, ποῦ εἶναι σημειωμένη στὸ μέτωπό μου;» Ὃ λαός, ἄναυδος, παρακολουθεῖ τὴν Ἁγία, νὰ δείχνει μὲ τὸ χέρι της, τὸ σταυρὸ στὸ μέτωπό της καὶ ἀκολούθως, μὲ τὰ χέρια τῆς ὑψωμένα καὶ τὰ μάτια τῆς ἔστραμμενα πρὸς τὸν οὐρανό, νὰ προσεύχεται, ἱκετευτικά: « Ὃ Θεός, ὃ παντοκράτωρ, ὃ δοξασμένος ἀπὸ τοὺς δούλους Σου, γιὰ τὴν Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Υἵου Σου, Ἐσύ, ποῦ ἔσωσες τοὺς ὁσίους παισας τῶν λεόντων καὶ νικητὴν ἀνέδειξες τὸν δοῦλον σου Δανιὴλ  Ἰησοῦ Χριστέ, ὃ ἄμωμος ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ἔλθε καὶ ἒπ' ἔμε τὴν ταπεινὴ δούλη Σου καὶ κατατρόπωσε τὸν δαίμονα τῆς εἰδωλολατρείας καὶ φώτισε τὸ πλάσμα Σου νὰ Σὲ γνωρίσει καὶ νὰ Σὲ πιστεύσει ὡς Υἷόν του θεοῦ, ποῦ στραυρώθηκε γιὰ τὴ σωτηρία του». Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Πρὶν καλὰ καλὰ τελειώσει τὴν προσευχή της, ἀκούσθηκε βροντὴ μεγάλη καὶ παρευθύς, ἔπεσε τὸ λίθινο ὁμοίωμα τοῦ Δία καὶ ἔγινε κομμάτια. Ὅλοι οἳ παρευρισκόμενοι, μετὰ ἂπ' αὐτὸ τὸ παράδοξο γεγονός, ταράχθηκαν.

ΤΗ ΛΙΘΟΒΟΛΟΥΝ ΑΛΛΑ ΟΙ ΠΕΤΡΕΣ ΔΕΝ ΤΗΝ ΕΓΓΙΖΟΥΝ

Ὁ Σαβίνος, μόλις εἶδε τὸ ἄγαλμα τοῦ Δία κομματιασμένο, ἐκνευρίσθηκε πάρα πολὺ καὶ ἔδωκε διαταγή, μετὰ ἀπὸ  προτροπὴ καὶ τῶν ἱερέων τοῦ ναοῦ, νὰ θανατωθεῖ ἢ Ἁγία, μὲ λιθοβολισμό.
Ἔτσι, τὸ πλῆθος τῶν εἴδολολατρων, ἄρχισε μὲ μανία νὰ ρίχνει ἐπάνω στὴν Ἁγία, πέτρες. Παραδόξως ὅμως, ἔβλεπαν ὅτι καμία πέτρα δὲν τὴν ἄγγιζε, λὲς κι ἦταν ἄυλη ὕπαρξη, ἐνῶ δίπλα της εἶχαν συγκεντρωθεῖ σωροὶ ἀπὸ πέτρες.
Ἀντί, τὸ πρωτοφανὲς αὐτὸ γεγονὸς νὰ τοὺς προβληματίσει καὶ νὰ ἐννοήσουν ἡγεμόνας, ἱερεὶς καὶ λαός, τὴν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ, ἐφώναζαν, ὅτι εἶναι φαρμακὸς καὶ κάνει μαγεῖες, γι' αὐτὸ καὶ δὲν τὴν ἐγγίζουν οἳ πέτρες. Τότε ἢ μακαριὰ Γλυκερία, μὲ ἠρεμία, τοὺς ἀπήντησε: «Σᾶς πληροφορῶ, ὅτι δὲν ὑπῆρξα ποτὲ φαρμακὸς (μάγισσα) καὶ ποτὲ δὲν ἀσχολήθηκα μὲ σατανικὲς ἐνέργειες. Ἐπειδὴ ὅμως, ἐπιμένετε νὰ μὲ λέτε φάρμακο, σᾶς τονίζω, ὅτι τὰ «φάρμακα» τοῦ Χρίστου μου βοηθοῦν πάντοτε στὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καὶ δὲν βλάπτουν κανένα. Αὐτὰ τὰ «φάρμακα» ἐνδυνάμωσαν καὶ μένα καὶ φανερώθηκε ἢ πλάνη σας. Ἢ δύναμη τοῦ Ἰησοῦ Χρίστου, τοῦ Θεανθρώπου, μὲ βοήθησε καὶ δὲν ἄγγιξε ἐπάνω μου μία πέτρα. Καίτοι περιμένατε, νὰ μὲ ἐνταφιάσετε κάτω ἀπὸ τὶς πέτρες, ἐγὼ δὲν ἔπαθα οὔτε τὴν παραμικρὴ ἀμυχή».
Μετὰ τὰ λόγια της αὐτά, ὃ ἡγεμόνας, διέταξε νὰ τὴν βάλουν στὴ φυλακὴ ἕως τὴν ἑπομένη καὶ νὰ τὴν ἀσφαλίσουν καλά, μήπως δραπετεύσει μὲ μαγικὸ τρόπο καὶ ἰσχυρισθεῖ κατόπιν, ὅτι τὴ βοήθησε  ὃ Θεός της, ὅποτε καὶ θὰ πλάνευε πολλούς.
Ἢ Ἁγία, χωρὶς νὰ δείξει, ὅτι στενοχωρήθηκε ἀπὸ τὴν ἀπόφαση τοῦ αὐτή; τοῦ εἶπε: «Λυποῦμαι, γιατί εἶσαι φανατισμένος εἰδωλολάτρης καὶ δὲν καταλαβαίνεις, ὅτι ἀκολουθῶ τὶς ἐντολὲς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ εἶμαι προσηλωμένη στὸ νόμο Του. Ὃ Θεός μου, εἶναι παντοδύναμος, δίκαιος, ἀλλὰ καὶ φιλάνθρωπος. Εἶναι Θεὸς ἀγάπης καὶ ἐλέους. Μάθε ὅμως, ὅτι ἀντιτάσσεται στοὺς ὑπερήφανους καὶ ἐξευτελίζει τὶς βουλές τους».

ΤΗ ΦΥΛΑΚΙΖΟΥΝ

Μετὰ τὴν ἀπάντησή της, τὴν παρέλαβαν οἱ δεσμοφύλακες καὶ τὴν ἔκλεισαν στὴ φυλακή. Ἢ φυλάκιση τῆς Ἅγιας, ἔλυπησε πολύ τους Χριστιανούς. Ἢ θαυματουργικὴ ὅμως, ἐπέμβαση τοῦ Κυρίου, ποῦ φανερώθηκε μὲ τὸν ἀνεπιτυχῆ λιθοβολισμὸ τῆς Ἁγίας, τοὺς εἶχε ἀναπτερώσει τὸ ἠθικὸ καὶ τοὺς εἶχε τονώσει τὴν πίστη. Τώρα, ὅλοι οἳ εἰδωλολάτρες, στὴν Τραιανούπολη, συζητοῦσαν γιὰ τὸ θαῦμα, ποῦ συνέβηκε στὴ Χριστιανὴ Γλυκερία.
Ὃ πρεσβύτερος Φιλοκράτης, ἀψηφώντας τοὺς κινδύνους, ἐπέτυχε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν Ἁγία, στὴν φυλακή, λίγο, μετὰ τὸ κλείσιμο τῆς σ' αὐτή. Ἢ Ἁγία, τὸν δέχθηκε μὲ χαρὰ καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τὴ σταυρώσει, γιὰ νὰ μπορέσει μὲ τὴ δύναμη τοῦ τιμίου Σταυροῦ, νὰ νικήσει τὴν κακία τοῦ μισόκαλου Ἑωσφόρου. Ὃ ἱερεύς, ἀφοῦ τὴν ἐνδυνάμωσε μὲ λόγια του Εὐαγγελίου, στὴν ἀπόφασή της νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χρίστου, τὴν ἔσταυρωσε καὶ τῆς εὐχήθηκε ἐκπλήρωση τοῦ πόθου της, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου.
Ἔτσι, μετὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ θαρραλέου ἱερέα Φιλοκράτη, ἔμεινε μόνη, ἔχοντας συντροφιὰ τὴν πίστη της στὸ Θεό. Τὸ πρωί, τῆς ἑπόμενης ἡμέρας, ὃ ἡγεμόνας, γεμάτος θυμὸ πηγαίνει στὴ φυλακὴ γιὰ νὰ τιμωρήσει τὴν Ἁγία. Προστάζει, λοιπόν, νὰ τὴν φέρουν ἐνώπιόν του γιὰ νὰ ἐρωτηθεῖ, ἐὰν θέλει νὰ θυσιάσει καὶ ἐὰν δὲν πεισθεῖ πρὸς τοῦτο, νὰ δώσει ἐντολὴ νὰ θανατωθεῖ.
Ἦρθε ἢ Ἁγία, μετ' ὀλίγον καὶ στάθηκε ἔμπροσθέν του, μὲ πρόσωπο χαρούμενο.
Τότε, ὃ ΣαβΙνος, τὴν ἔρωτα: «Γλυκερία, πές μου, μήπως πείσθηκες νὰ θυσιάσεις στὸ μεγάλο θεὸ Δία, στὸν ὅποιον καὶ ὃ αὐτοκράτορας Ἀντωνίνος θυσιάζει;» «Πῶς νὰ θυσιάσω σ' αὐτὸν τοῦ ἁπαντὰ ἢ Ἁγία ὃ ὅποιος δὲν μπόρεσε οὔτε τὸν ἑαυτό του νὰ βοηθήσει, ἀφοῦ τὸ ἄγαλμα τοῦ ἔπεσε, μὲ τὴ δύναμη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, στὸν Ὅποιον προσευχήθηκα καὶ ἔγινε μικρὰ κομμάτια; Ἀπορῶ, πῶς μὲ διατάσσεις νὰ θυσιάσω σ' αὐτόν! Ἐγώ, πιστεύω στὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Ὅποιον καὶ ἐγνώρισα. Ἐκεῖνος μὲ ἐνισχύει στὶς δοκιμασίες μου καὶ στὰ βασανιστήρια ποῦ μου κάνετε καὶ καταλύει τὴν ψεύτικη δύναμή σας. Γιὰ τὸ Σωτήρα μου, γιὰ τὴν ἀγάπη Του, ἀποφάσισα νὰ θυσιάσο τὸν ἑαυτό μου!»
«Θυσίασε, τῆς λέγει ὃ ἡγεμόνας, πρὶν διατάξω νὰ σὲ βασανίζουν σκληρὰ καὶ σὲ θανατώσουν».« Ἄδικα, τοῦ ἅπαντα ἢ Ἁγία, ἐπιμένεις, ἀπειλώντας μὲ νὰ προδώσω τὸν Νυμφίο μου Χριστό. Δὲν πρόκειται, ὄ,τιδηποτε καὶ νὰ μοῦ συμβεῖ, νὰ Τὸν ἀρνηθῶ, γιατί, ὅπως εἶδες, εἶναι ὃ ἀληθινὸς Θεός. Τὸ μαρτύριο, .« τὸ προτιμῶ καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμα λόγο. Γιατί μὲ τοὺς πόνους τοῦ σώματος, θὰ θεραπεύσω τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς μου».

ΤΗΝ ΚΡΕΜΟΥΝ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΞΕΣΚΙΖΟΥΝ

Τότε, ὃ ἡγεμόνας, γιὰ νὰ τὴν τιμωρήσει σκληρότερα, διατάσσει νὰ τὴν κρεμάσουν ἀπὸ τὰ μαλλιά της. Μόλις τὴν ἐκρέμασαν ἀπὸ τὰ πλούσια μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς της, ἢ ἐνάρετη Μάρτυς, ἔδοξολογησε τὸ Θεὸ καὶ Τὸν παρακάλεσε νὰ τὴν ἐνδυναμώσει καὶ σ' αὐτὴ τὴ δοκιμασία.Ὃ Σαβϊνος, βλέποντας τὴν εὐλογημένη Γλυκερία, νὰ ἀντιμετωπίζει μὲ καρτερία καὶ τὸ μαρτύριο αὐτό, δίνει ἐντολὴ νὰ τὴν καταξεσχίσουν.
Σκληρόκαρδοι εἰδωλολάτρες ἀνέλαβαν νὰ ὑλοποιήσουν τὴ διαταγὴ αὐτή, τοῦ αἰμοδιψοῦς ἄρχοντα. Κανεὶς δὲν ὑπολόγιζε, ὅτι ὃ ἀδίστακτος ἡγεμόνας θὰ ταπεινωνόταν ἀκόμα μία φορά.Ἐνῶ ἄρχισαν νὰ τῆς καταξεσχίζουν μὲ μίσος καὶ μανία τὸ σῶμα, ἢ Ἁγία, ἀπευθυνθεῖσα πρὸς τὸν ἡγεμόνα, εἶπε: « Ὑψηλότατε· μὴ χαίρεσε, γιατί ἀπὸ τὰ βασανιστήρια αὐτά, ποῦ διέταξες, δὲν αἰσθάνομαι κανένα πόνο. Ὃ Χριστός μου, μὲ προστατεύει συνεχῶς, γι' αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖς νὰ μὲ βλάψεις. Δοξασμένο νὰ εἶναι τὸ "Ἅγιο Ὄνομα Τοῦ εἰς τοὺς αἰώνας. Ἀμήν».
Βλέποντας ὃ χαιρέκακος, τὴν Ἁγία, σώα, δίνει τώρα, ἐντολὴ νὰ τὴν ξεκρεμάσουν καὶ νὰ τὴν χτυπήσουν στὸ πρόσωπο, μέχρι νὰ ἀλλοιωθεῖ ἢ ὄψη της.
Ἢ γενναιόψυχη Γλυκερία, δὲν θορυβεῖται ἀπὸ τὸ ἄκουσμα τοῦ σκληροῦ αὐτοῦ μαρτυρίου, γιατί πιστεύει, ὅτι ὃ Νυμφίος της δὲν θὰ τὴν ἐγκαταλείψει. Ζώντας στὸ δικό της κόσμο, συνεχίζει θερμὰ νὰ προσεύχεται στὸν Κύριό της.
Οἱ βασανιστές, ἀρχίζουν τὸ ἔργο τους. Ἔξαφνα, ἐμφανίζεται ἄγγελος Κυρίου, ὃ ὅποιος τοὺς παραλύει καὶ γίνονται σὰν νεκροί. Ἢ Μάρτυς, βλέποντας τὸ θαῦμα, ἐνθαρρύνεται γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ μαρτυρικό της δρόμο.
Ὃ Σαβινος, τυφλωμένος, ὅπως ἦταν ἀπὸ τὴν ἀπιστία του, δὲν μπόρεσε νὰ ἐννοήσει τὰ παράδοξα, ποῦ συνέβαιναν μὲ τὶς προσευχὲς τῆς Χριστιανῆς Γλυκερίας, γι' αὐτὸ καὶ ἐπέμενε, νὰ τὴν πείσει νὰ θυσιάσει στὸν Δία. Ἢ εὔψυχη Μάρτυς, τοῦ ἀρνήθηκε καὶ πάλι, λέγοντας: «Τὴ θυσία, ποῦ ζητᾶς φορτικά, τόσες ἥμερες, δὲ θὰ τὴν προσφέρω, διότι εἶναι χωρὶς περιεχόμενο. Θυσία προσφέρω μόνο στὸν ἀληθινὸ Θεό, τὴν ὁποία καὶ ζητεῖ, ἐν πνεύματι ἅγιω. Τέτοια θυσία, ἔκανε καὶ ὃ Πατριάρχης Ἀβραάμ, ὅταν ὁδήγησε τὸν υἷόν του Ἰσαάκ, στὸ θυσιαστήριο καὶ εὔαρεστησε τὸ Θεό. Ἀδίκως, πιστεύεις, πῶς ἔχω πέσει σὲ πλάνη. Ὃ φανατισμός σου καὶ ἢ σκληροκαρδία σου δὲ σὲ ἀφήνουν νὰ δεῖς τὴν ἀλήθεια. Μὴν ἐλπίζεις, ἐπειδὴ εἶμαι γυναίκα, ὅτι θὰ καμφθῶ ἀπὸ τὶς ἀπειλές σου καὶ τὰ σκληρὰ βασανιστήρια. Ὃ ἀγωνοθέτης Χριστός, στὸ πνευματικὸ στάδιο δὲν ἔχει μόνον ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ γυναῖκες, ποῦ ἀγωνίζονται μέχρι θανάτου, κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τελικά, λαμπρὰ τὶς στεφανώνει. Τὸ στάδιο τῆς ἀρετῆς, εἶναι κοινό, γιὰ ὅλους τους ἀθλητὲς τῆς πίστεως, ἄνδρες καὶ γυναῖκες».

ΤΡΕΦΕΤΑΙ ΑΠΟ ΑΓΓΕΛΟΥΣ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ

Ὁ ἡγεμόνας, δίνει καὶ πάλιν ἐντολὴ νὰ φυλακίσουν τὴν μάρτυρα καὶ νὰ μὴν τῆς δώσουν οὔτε τροφή, οὔτε νερό. Ἢ Ἁγία, χωρὶς νὰ παύσει νὰ δοξολογεῖ τὸ Θεό, μπαίνει καὶ πάλι στὴ φυλακὴ μὲ θάρρος καὶ πίστη στὸ Σωτήρα Χριστό. Ἐνῶ ὃ φρουρός, ἀσφαλίζει τὴ φυλακὴ προσεκτικά, ἢ σεμνὴ Γλυκερία, συνεχίζει νὰ δοξάζει τὸ Θεό, λέγοντας: «Εὐλογημένος εἶσαι, ὃ Θεὸς τῶν Πατέρων μας, ὃ Ὅποιος γνωρίζεσαι ἀπὸ τοὺς δούλους Σου, ποῦ φυλάσσουν τὶς ἐντολές Σου καὶ τιμοῦν τὸ Ὄνομά Σου τὸ Ἅγιο. Κύριε, ἔπακουσόν της δούλης Σου καὶ διαφύλαξε μὲ ἀπὸ τὶς κακὲς διαθέσεις τοῦ ἀπίστου καὶ μοχθηροῦ ἡγεμόνα».
Ἀφοῦ πέρασαν τρεῖς ἥμερες, ὃ Σαβινος, ἐγχείρισε σὲ ἔμπιστο βοηθὸ τοῦ ἀσφαλιστικὸ δακτύλιο (λουκέττο), μὲ τὴ διαταγή, νὰ σφραγίσει τὴ φυλακή, ποῦ βρισκόταν ἢ «μάγισσα» Γλυκερία.
Ὃ ἀπεσταλμένος τοῦ ἡγεμόνα πηγαίνει στὴ φυλακὴ καὶ προβαίνει στὴν ἀσφάλισή της, ὅπως διατάχθηκε. Ἡ Ἁγία, καθ' ὅλο τὸ διάστημα ποῦ βρισκόταν φυλακισμένη, δοξολογοῦσε τὸ Θεό, διότι τῆς εἶχε δείξει ξεκάθαρα, ἀλλὰ καὶ θαυμαστά, τὴν ἀγάπη Του. Παρ' ὅτι τὴν εἶχαν ἀφήσει νηστική, ἐν τούτοις αὐτὴ δὲν ἐπείνασε, διότι ἄγγελος Κυρίου τῆς ἔφερνε, καθημερινῶς, οὐράνια τροφή. Ἐν τῷ μεταξύ, ὃ ἡγεμόνας, ἀποφάσισε νὰ μεταβεῖ στὴν Ἡράκλειά της Θράκης. Στὸ ταξίδι τοῦ ὅμως αὐτό, ἤθελε νὰ τὸν ἀκολουθήσει καὶ ἢ Ἁγία. Κατόπιν αὐτοῦ, ἐπέρασε ἀπὸ τὴ φυλακή. Μόλις εἶδε τὴ σφραγίδα στὴν πόρτα, ἐθεώρησε, ὅτι αὐτὴ θὰ εἶχε πεθάνει, μία καὶ εἶχαν περάσει πολλὲς ἥμερες ἀπὸ τότε ποῦ εἶχε φυλακισθεῖ. Ἀνοίγει, ἀμέσως, τὴν πόρτα καὶ περιέργως βλέπει αὐτὴν νὰ ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ δεσμά της καὶ παραπλεύρως νὰ ὑπάρχει δίσκος, ἐπάνω στὸν ὅποιο ἦταν ψωμὶ καὶ δύο μικρὰ δοχεῖα, ποῦ περιεῖχαν γάλα καὶ νερό.
Πράγματι, τὰ ἔχασε, βλέποντας αὐτὸ τὸ παράδοξο καὶ διέταξε τὴν Ἁγία νὰ βγεῖ ἔξω.
Δυστυχῶς, ὃ σκληρόκαρδος, δὲν μπόρεσε νὰ καταλάβει, ὅτι τὴν ἔτρεφε ὃ Θεός, στὸν Ὅποιον ἐπίστευε. Ἢ μακαριὰ Γλυκερία, μόλις βγῆκε ἀπὸ τὴ φυλακή, ἔκανε τὴν ἑξῆς προσευχή: «Δέσποτα Θεέ, ὃ χορηγός της ζωῆς, Σύ, ποῦ ἐχάρισες εἷς τὸν λαόν Σου τὴν βοήθειάν Σου καὶ πρόσφερες τροφὴν εἷς τὸν Δανιὴλ μὲ ἄγγελόν Σου καὶ εἷς τὸν Προφήτην Ἤλιαν τροφὴν μὲ κόρακα, Σύ, ποῦ ἐπανέφερες τοὺς πλανηθέντας εἰς τὴν ὅδόν της ἀληθείας καὶ ἔδωκες φωτισμὸν σὲ τυφλούς. Σὲ εὐχαριστῶ καὶ Σὲ δοξάζω, διότι καὶ μένα, τὴν ταπεινὴ δούλη Σου, οἰκονόμησες, ἐντός της φυλακῆς μὲ οὐράνια τροφή. Σὲ παρακαλῶ, Κύριέ μου, μὴ μὲ ἐγκαταλείψεις, μέχρι τῆς τελευταίας μου πνοῆς, ὡς φιλεύσπλαγχνος Πατέρας μου. Ἀμήν».

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟΝ ΗΓΕΜΟΝΑ ΣΤΗΝ ΗΡΑΚΛΕΙΑ

Μετὰ τὴν προσευχή, ὃ ἡγεμόνας, ἀφοῦ παρέλαβε καὶ τὴ θεία Γλυκερία, ἀνεχώρησε μὲ τὴ συνοδεία του-γιὰ τὴν  Ἡράκλειά της Θράκης. Ὃ Σαβινος, μόλις ἔφθασε στὴν πόλη τῆς Ἡράκλειας, ἔσπευσε, ἀμέσως, στὸ ναὸ τοῦ Δία νὰ προσφέρει θυσία. Πρέπει νὰ σημειώσουμε, ὅτι στὴν εἴσοδο τῆς  Πόλεως, τὴν ἄθληφορο Γλυκερία ὑποδέχθηκαν οἳ Χριστιανοὶ τῆς Ἡράκλειας, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ἐπίσκοπο Δομίτιο. Ὅλοι τους ἔχαρηκαν, διότι ἔβλεπαν τὴν πιστὴ καὶ θαρραλέα Γλυκερία ἀπὸ κοντά, τῆς ὁποίας τὰ θαύματα εἶχαν ἐν τῷ μεταξὺ πληροφορηθεῖ. Ὃ Ἐπίσκοπος βλέποντας, τὴν Ἁγία ἀπτόητη νὰ ἀνεβαίνει τὸ γολγοθά της, συγκινημένος, προσευχήθηκε πρὸς τὸν Θεάνθρωπο: «Κύριε Ἴησου Χριστέ, ὃ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὃ ὁδηγὸς τῶν πεπλανημένων, ὃ συνοδεύσας τὸν Μωϋσῆ καὶ τὸν Φαραὼ καταποντίσας, Σὲ παρακαλῶ, δέξου τὴ θερμὴ δέησή μου, ἀλλὰ καὶ τὶς προσευχὲς ὅλων τῶν Χριστιανῶν τῆς Ἡράκλειας καὶ ἐνίσχυσε τὴ δούλη Σου Γλυκερία εἰς τὴν ὁμολογία της, γιὰ τὴν ἀγάπη Σου καὶ τὴ Θεότητά Σου».
Ἢ Ἁγία, μὲ τὶς εὐχὲς καὶ τὶς προσευχὲς ὅλων τῶν Χριστιανῶν, εἰσέρχεται στὴν πόλη, γιὰ νὰ συνεχίσει τὸν ἀγώνα τῆς ἐναντίον τοῦ σκληροῦ εἰδωλολατρικοῦ ἡγεμόνα.
Ὃ Σαβίνος, μὴ χάνοντας τὴν ὑπομονή του, δίνει διαταγὴ νὰ φέρουν τὴν Ἁγία ἐνώπιόν του. Εἶχε πάρει πλέον ἀπόφαση, σὲ περίπτωση, ποῦ θὰ ἤρνειτο νὰ θυσιάσει στὸ Δία, νὰ δώσει ἐντολὴ νὰ τὴν κάψουν ζωντανή.Σὲ ἐρώτησή του, ἂν ἄλλαξε γνώμη, ἢ Ἁγία του ἀπάντησε: «Στὸ Νόμο εἶναι γραμμένο, μὴ βάλεις σὲ δοκιμασία Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ ἂς εἶναι γιὰ σένα, τὸ ναί, ναὶ καὶ τὸ ὄχι, ὄχι διότι, ὅπως σου εἶπα, πιστεύω ἀκράδαντα στὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν Ὅποιο καὶ ἀκολουθῶ. Ἔχω δὲ ἀπαρνηθεῖ καὶ ἀποκηρύξει τὸν διάβολο, τὸν ὁποῖο ἐσὺ τιμᾶς καὶ λατρεύεις. Πῶς, λοιπόν, ἐνῶ ἀκολουθῶ πιστὰ τὸ Χριστό μου, μοῦ ζητᾶς νὰ τὸν ἀπαρνηθῶ; Αὐτό, δὲ θὰ γίνει ποτέ! Γιατί, ἂν γίνει, θὰ κληρονομήσω, ἀντὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς, τὸ θάνατο, τὴν αἰώνια κόλαση! Ὅ,τι νομίζεις κᾶνε. Ἐγώ, ἤδη, ἀποφάσισα νὰ καταφρονήσω τὰ πρόσκαιρα, γιὰ νὰ κληρονομήσω τὰ ἐπουράνια».

ΡΙΠΤΕΤΑΙ ΣΕ ΑΝΑΜΕΝΟ ΚΑΜΙΝΙ

Ὁ ἡγεμόνας ὀργισμένος, γιὰ τὸ θάρρος της καὶ τὴν ἐπιμονή της, προστάζει νὰ ρίξουν τὴν Ἁγία μέσα σὲ ἀναμμένο καμίνι, ποῦ εἶχαν ἑτοιμάσει γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό. Ἢ Ἁγία, κάμνει ἀμέσως τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ἀρχίζει νὰ προσεύχεται: «Κύριε παντοκράτορ, ἀνυμνῶ Σὲ καὶ δοξάζω τὸ Πανάγιο Ὄνομά Σου, διότι, αὐτὴ τὴν ὥρα, ἔδωκες σὲ μένα τὴ δούλη Σου θάρρος, εἰρήνη καὶ ἄφατη ἀγαλλίαση, γράφοντας τὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς μου ἐνώπιον ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων.
Ἐκπλήρωσε τὴν ἐπιθυμία μου καὶ δεῖξε στὸν ἀμετανόητο ἡγεμόνα, ὅτι Σύ, εἶσαι ὃ βοηθός μου καὶ ὃ Σωτήρας μου καὶ ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς μου».
Καὶ παρευθύς, σπρώχνεται στὸ πυρακτωμένο καμίνι. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Ἐνῶ περίμεναν ὅλοι οἳ παρευρισκόμενοι, νὰ τὴν τυλίξουν οἳ φλόγες καὶ νὰ κατακαεῖ, παραδόξως, δὲ κάηκε, γιατί ἔσβησε πάραυτα ἢ φωτιά. Δροσιὰ ἔπεσε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ κατάσβεσε τὶς φοβερὲς καὶ πανύψηλες φλόγες. Ὁ ἲ αὐτόπτες μάρτυρες τὰ ἔχασαν, ὅταν εἶδαν τὸ θαῦμα, ἐνῶ ἢ πιστὴ Χριστιανὴ Γλυκερία, στεκόταν, «ὡς ἄμωμος ἀμνὸς ἐν τὴ καμίνο ἄδουσα καὶ ψάλλουσα τὴν ὠδή». «Ἅγιος καὶ Πανάγιος εἶσαι Θεέ μου, Σύ, ποῦ μὲ τὴ δύναμη τῆς Θεότητάς Σου, κατέπεμψες ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς βοήθεια, σὲ μένα τὴν ταπεινὴ δούλη Σου Γλυκερία, γιὰ νὰ γνωρίσουν ὅλοι, ὅτι σὲ Σένα τὰ πάντα ὑποτάσσονται καὶ στὸ δικό Σου θέλημα ὑπάκουσαν καὶ οἳ φλόγες τῆς καμίνου καὶ κατασβέσθηκαν, χωρὶς νὰ μὲ ἔγγισουν».
Τελειώνοντας, μὲ τὴ δοξαστικὴ καὶ εὐχαριστήρια αὐτὴ ὕμνηση, πρὸς τὸ Θεό της, βγαίνει ἢ μάρτυς ἀπὸ τὸ καμίνι, σώα καὶ ἀβλαβής.
'Ὁ ἡγεμόνας, καταπικραμένος, μὴ μπορώντας νὰ αἰσθανθεῖ τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν παντοδυναμία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὃ Ὅποιος ἔδωκε τόσο θάρρος καὶ δύναμη στὴ Χριστιανὴ Γλυκερία καὶ τὴν ἔσωσε ἀπὸ τὸ φοβερὸ «πῦρ» τῆς καμίνου, μὲ ἀπορία τῆς λέγει: «Πές μου, ἀπὸ ποιὸν παίρνεις θάρρος καὶ δὲ θυσιάζεις; Σταμάτα, καὶ μὴν προσπαθεῖς μὲ διάφορα τεχνάσματα νὰ ἐξαπατᾶς τοὺς πάντες».
«Θάρρος, δύναμη καὶ ἐλπίδα, τοῦ ἁπαντά, παίρνω μόνον ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν Ὑ ἴο καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸν Κύριο ἦμον Ἴησο·» Χριστό, τὸν Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου. Σὲ πληροφορῶ, ὅτι δὲ χρησιμοποιῶ τεχνάσματα, ἀλλὰ μὲ ἔργα ἀγαθὰ καὶ λόγια ἀληθείας, βεβαιώνω ἐκείνους, ποῦ θέλουν νὰ πιστεύσουν στὸν ἀληθινὸ θεό».

ΤΗΣ ΓΔΕΡΝΟΥΝ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ

Ὁ Σαβινος, ταπεινωμένος γι' ἄλλη μία φορὰ καὶ .ἀπογοητευμένος γιὰ τὴν ἀποτυχία τοῦ ἐγχειρήματός του, προκειμένου νὰ κάνει τὴν Ἁγία νὰ θυσιάσει στὸν ἀγαπημένο τοῦ Δία, δίνει ἐντολὴ νὰ ἔκδαρουν τὸ κεφάλι μέχρι τὸ μέτωπό της. Χωρὶς χρονοτριβῆ, τὴν ἔδεσαν ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ ἐντὸς ὀλίγου, οἳ ἐκτελοῦντες καθήκοντα δημίων, ἔκδαραν τὸ κεφάλι τῆς μέχρι τὸ μέτωπο, ὅπως ἀκριβῶς προστάχθηκαν.
Παρὰ τοὺς φοβεροὺς πόνους, ἢ πιστὴ Γλυκερία, δὲν χάνει τὸ θάρρος της. Πιστεύει ἀκράδαντα, ὅτι ὃ Κύριος της δὲν θὰ τὴν ἐγκαταλείψει. Ἔτσι, μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς της δὲν παύει νὰ προσεύχεται: «Κύριε, ὃ Θεός μου, Σύ, ποῦ εἶσαι τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, ὃ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, δεῖξε καὶ στὸ μιαρὸ ἡγεμόνα Σαβινο, μὲ τὸν τρόπο ποῦ ξέρεις, πὼς κάθε ἄνθρωπος ποῦ στηρίζει τὴν ἐλπίδα του σὲ Σένα, ἀγωνίζεται, μὲ τὴ Χάρη Σου, νὰ λάβει μὲ μεγαλύτερα βασανιστήρια τὸ στεφάνι τῆς ὁμολογίας, τὸ ὅποιο Σὺ θὰ τοῦ προσφέρεις. Σ ' εὐχαριστῶ Κύριε, διότι, μέσω τοῦ μαρτυρίου μου αὐτοῦ, μοῦ ἀποκάλυψες, ὅ,τι εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὴ σωτηρία μου. Φώτισε μέ, λοιπόν, γιὰ νὰ κατανοήσω, τὰ θαυμάσια, ποῦ εἶναι γραμμένα στὸ θεῖο καὶ αἰώνιο Νόμο Σου».
Ὃ ἡγεμόνας, ντροπιασμένος, ἀπὸ τὴν ὅλη θαρραλέα στάση τῆς Ἁγίας ἀπέναντί του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ θαύματα ποῦ εἶχαν λάβει χώρα, ἔδωκε ἐντολὴ νὰ τὴν ξανακλείσουν στὴ φυλακὴ μέχρι τὴν ἑπομένη τὸ πρωί, ἀφοῦ προηγουμένως τὴν δέσουν χειροπόδαρα καὶ τοποθετήσουν στὸ δάπεδο αἰχμηρὲς πέτρες, ὥστε σὲ κάθε κίνησή της, νὰ ὑφίσταται ὀδυνηροὺς πόνους. Πράγματι, οἳ ὑπηρέτες, ἐκτέλεσαν κατὰ γράμμα  εἰς βάρος τῆς Μάρτυρος, ὅ,τι διέταξε ὃ χαιρέκακος Σαβινος.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ

Περὶ τὰ μεσάνυχτα, ἦρθε ἄγγελος Κυρίου, ἔλυσε τὴν Ἁγία ἀπὸ τὰ δεσμά της καὶ ἀποκατέστησε θαυματουργικά, τὴ μεγάλη βλάβη τῆς ἐκδορᾶς τοῦ δέρματος τῆς κεφαλῆς καὶ ἀπόδωσε τὴν ὡραιότητα τοῦ προσώπου τῆς Ἁγίας, ὥστε νὰ λάμπει καὶ πάλι ἢ ὀμορφιὰ καὶ ἢ χάρη.Τὴν ἑπομένη τὸ πρωί, ἐπῆγε ὃ ἡγεμόνας στὴ φυλακὴ καὶ διέταξε τὸ δεσμοφύλακα νὰ ὁδηγήσει ἐνώπιόν του τὴ φυλακισμένη Γλυκερία.
Μόλις ἄνοιξε τὴ φυλακή, ὃ δεσμοφύλακας, τὰ ἔχασε. Ἢ φυλακισμένη ἦταν λυμένη ἀπὸ τὰ δεσμά της καὶ τὸ κεφάλι της δὲν ἔφερε ἴχνη ἐκδορᾶς, οὔτε τὸ πρόσωπο τῆς εἶχε τραύματα. Μὴ μπορώντας νὰ τὴν ἀναγνωρίσει, ὅπως ἦταν θεραπευμένη καὶ ἀναλογιζόμενος τὶς εὐθύνες του, σκέφθηκε νὰ θέσει τέρμα στὴ ζωή του, Ἢ Μάρτυς, ἀντιληφθεῖσα τὶς προθέσεις του, τὸν καθησύχασε καὶ τὸν ἐβεβαίωσε ὅτι εἶναι ἢ ἴδια ἢ Χριστιανὴ Γλυκερία, ποῦ ζητοῦσε, γι' αὐτὸ καὶ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ κάνει κακὸ στὸν ἑαυτό του. Ἀκολούθως, τοῦ ἐξήγησε, ὅτι Ἄγγελος Κυρίου τὴν νύχτα, τὴν ἔλυσε ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ ἐθεράπευσε τὰ τραύματά της.
Ὃ δεσμοφύλακας, τρομοκρατημένος τῆς λέγει: «Τὸν εἶδα καὶ ἐγὼ τὸν Ἄγγελο ποῦ ἦρθε στὸ κελλί σου καὶ συγκλονίσθηκα. Πίστεψε μέ, τὰ εἶδα ὅλα, ἀλλά μου φαίνονταν ἀπίστευα! Βοήθησε μέ, Γλυκερία, νὰ μὴν πεθάνω, προτοῦ νὰ ἀξιωθῶ νὰ πιστέψω στὸ Θεό, ποῦ σὲ βοήθησε».
«Θεός μου», τοῦ ἅπαντα, «εἶναι ὃ Χριστός. Εἶναι ὃ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὃ Ὅποιος, Θεὸς ὄντας, ἐφόρεσε καὶ ἀνθρώπινη σάρκα γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἀγάπη Του, ἦταν τόσο μεγάλη γιά μας, ποῦ ἔθυσιασε τὴ ζωή Του. Γιὰ τοῦτο, λοιπόν, ἀφοῦ ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιό Του στὴ γῆ, τὴν Ἀλήθεια καὶ ἔκανε ἄπειρα θαύματα, τὸν σταύρωσαν ἄδικα καὶ τὴν τρίτη ἥμερα ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν. Θέλεις, νὰ ἀκολουθήσεις τὸ Χριστό, ποῦ χαρίζει τὴ σωτηρία στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν δούλων Του;»

Ο ΔΕΣΜΟΦΥΛΑΚΑΣ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΖΕΤΑΙ

Βεβαίως. Πιστεύω στὸ Θεό, ποῦ μου λές, στὸ Χριστό! Χρειάζεται νὰ τὸ σκεφθῶ ἀκόμα, ὕστερα ἀπὸ τόσα θαυμαστὰ γεγονότα, ποῦ ἀξιώθηκα νὰ δῶ ἐγὼ ὃ ἴδιος καὶ μετὰ ἂπ' αὐτὰ ποῦ μου ἐξήγησες;»
«Εὔχομαι ὃ Θεὸς νὰ σὲ ἐλεήσει, ἀδελφέ! Γιὰ νὰ μὴν καθυστεροῦμε ἄλλο, πρέπει νὰ σοὺ πῶ ὅτι, ὅποιος πεθάνει γιὰ τὸ Χριστό, θὰ κερδίσει τὴν αἰώνιο Βασιλεία Του. Ἔχε ἀκράδαντη πίστη στὸ Σωτήρα Χριστό».
Μόλις ἔτελειωσε τὰ λόγια αὐτά, ἢ Ἁγία, βγῆκε ἀπὸ τὴ φυλακή, λυμένη ὅπως ἦταν ἀπὸ τὰ δεσμά της, γιὰ νὰ παρουσιασθεῖ στὸν ἡγεμόνα. Ὃ δεσμοφύλακας, φορώντας στὰ χέρια τοῦ τὰ δεσμὰ τῆς Μάρτυρος, ἀκολούθησε αὐτήν.
Ὃ Σαβίνος, βλέποντας τὴν, χωρὶς δεσμά, ἀπευθύνεται ἔξαλλος πρὸς τὸ δεσμοφύλακα καὶ τοῦ λέγει: «Πῶς τὰ ἔκανες ἔτσι, Λαοδίκιε; Γιατί τὴν ὁδηγεῖς ἐνώπιόν μου, δίχως δεσμά;»
«Ὑψηλότατε, τοῦ ἁπαντά, αὐτὴ ποῦ βρίσκεται μπροστά σου, ἢ Χριστιανὴ Γλυκερία, τὴ νύχτα ποῦ πέρασε, ἐνῶ ἦταν καλὰ δεσμευμένη στὴ φυλακή, λύθηκε καὶ θεραπεύθηκε ἀπὸ Ἄγγελο καὶ τὸ πρόσωπο τῆς ἔγινε φωτεινό. Ἐγώ, βλέποντας αὐτὰ τὰ θαυμάσια του Θεοῦ, σοὺ δηλώνω, ὅτι ἐπίστευσα καὶ πιστεύω στὸ Θεὸ τῆς Γλυκερίας, στὸ Χριστό, ποῦ εἶναι ὃ ἀληθινὸς Θεός. Ἐπειδὴ δέ, ἐπιθυμῶ, νὰ γίνω καὶ ἐγὼ συμμέτοχος τοῦ θανάτου της, ἐφόρεσα πρὸ ὀλίγου, ἀντὶ γι' αὐτή, τὰ δεσμὰ τῆς κρατούμενης». Ὃ ἡγεμόνας, ὄργισθεις ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τοῦ Λαοδικίου, ἔδωκε διαταγὴ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Εἰρωνευόμενος δέ, τὴν ἀπόφαση τοῦ αὐτή, νὰ μαρτυρήσει, ἐπρόσθεσε: «Θὰ ἴδουμε, ἐὰν θὰ τὸν βοηθήσει ὃ Χριστός!»
Ὃ Μάρτυρας, πρὶν νὰ ἀποκεφαλισθεῖ, ὑψώνει τὰ χέρια του πρὸς τὸν Οὐρανὸ καὶ λέγει: «Χριστέ μου, ὃ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν, Σὲ παρακαλῶ, συγχώρησε μὲ καὶ συγκαταρίθμησε μὲ μαζὶ μὲ τὴ δούλη Σου Γλυκερία».
Ἢ Ἁγία, γιὰ νὰ τονώσει τὸ Λαοδίκιο στὸ μαρτύριό του, προσευχομένη δυνατά, εἶπεν: « Ὃ Πατὴρ τοῦ Κυρίου Ἠμῶν Ἰησοῦ Χρίστου, ὃ λύσας τὰς ὄδυνάς του θανάτου καὶ ἔλευθερωσας τὸν αἰχμαλωτισθέντα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἄνθρωπο, συγχώρησον τὸν δοῦλον Σου Λαοδίκιον καὶ ἐνδυνάμωσαν αὐτὸν εἰς τὴν ὁμολογίαν τοῦ Χριστοῦ Σου καὶ παράλαβε εἰρηνικὰ τὸ πνεῦμα αὐτοῦ».
Χωρὶς χρονοτριβῆ, καὶ ἐνῶ ἀκούγεται ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Μάρτυρα, τὸ Ἀμήν, πέφτει ὃ πέλεκυς τοῦ δημίου, μὲ δύναμη, στὸν αὐχένα αὐτοῦ καὶ ἀποκόπτει τὴν τιμία κεφαλή του.Οἳ Χριστιανοί, χαρούμενοι γιὰ τὸ θάρρος καὶ τὴν ὁμολογία τοῦ Μάρτυρα, παίρνουν τὸ σῶμα του μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ συγκίνηση καὶ τὸ ἐνταφιάζουν χριστιανικά.Τὸ μαρτύριο, ὡς μυστήριο, ἐπέχει θέση δευτέρου βαπτίσματος στὴν Ἐκκλησία. Ἢ σωτηρία παρέχεται μὲ τὴν πίστη καὶ τὸ βάπτισμα. « Ὃ πιστεύσας καὶ βαπτισθεῖς σωθήσεται» (Μάρκου, ἰστ' 16). Μόνον ὃ Μάρτυρας, καίτοι ἀβάπτιστος εἰ-σέρχεται ἔνδοξος στὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, διότι τὸ βάπτισμα τοῦ τελεσιουργεῖται ὡς μυστήριο, μὲ τὴν ἔκχυση τοῦ αἵματος ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χρίστου. Ὃ Μάρτυρας βαπτίζεται στὸ αἷμα του. Τὸ μαρτύριο, ὡς καθάρσιο ἁμαρτίας ἐξαλείφει κάθε κηλίδα ἀπὸ τὸν χιτώνα τῆς ψυχῆς.Αὐτὸς εἶναι ὃ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο ὃ Μαρτυρᾶς Λαοδίκιος, καίτοι ἀβάπτιστος, ἐνταφιάσθηκε σὰ νὰ ἦταν Χριστιανός.

ΤΗ ΡΙΧΝΟΥΝ ΣΤΑ ΘΗΡΙΑ

Μετὰ τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ δεσμοφύλακα Λαοδικίου, ὃ ἡγεμόνας, δὲν χάνει τὴν ὑπομονή του καὶ ἀπευθύνεται καὶ πάλι πρὸς τὴν Ἁγία: «Γνωρίζεις, Γλυκερία, ὅτι ὃ πατέρας σου ἐξελέγη τρεῖς φορὲς ὕπατος Ρώμης; Ἐπιτρέπεται σὲ σένα, νὰ μὴν πιστεύεις στοὺς θεοὺς τῶν προγόνων σου; Πές μου, λοιπόν, ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποῦ σὲ βοήθει καὶ σὲ ἔσωσε, ἀπὸ τόσες δοκιμασίες καὶ πολλὰ μαρτύρια;»
« Ὑψηλότατε, ὅπως τόσες φορές σου εἶπα, Θεός μου, εἶναι ὃ Χριστός, ὃ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Αὐτός, μοῦ ἀπέστειλε τροφή, μὲ Ἄγγελόν Του, στὴ φυλακή. Αὐτός, κατάσβεσε τὶς πύρινες γλῶσσες τῆς καμίνου, πρὶν μὲ ἔγγισουν. Αὐτός, ἀπέστειλε Ἄγελόν Του καὶ μὲ ἔλυσε ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ ἐθεράπευσε τὴν ἔκδαρεισα κεφαλή μου, ἀλλὰ καὶ τὸ πρόσωπό μου ἀπὸ τὰ τραύματα, ποῦ διέταξες καὶ μοῦ ἔκαναν οἳ δήμιοί σου. Σέβομαι καὶ τιμῶ τὸν πατέρα μου, ἀλλὰ ἢ καρδιά μου καὶ ἢ ζωή μου ἀνήκουν στὸ Νυμφίο μου Χριστό! Εἰλικρινά, ἀπορῶ γιὰ τὴν ὑπομονή σου! Λυποῦμαι, γιατί, ἐνῶ τόσα θαυμαστὰ εἶδες, τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου παραμένουν κλειστά».
Ἀκούοντας τὰ λόγια αὐτά, ὃ ἡγεμόνας, διατάζει νὰ τὴ ρίξουν στὰ θηρία.
Ἢ Ἁγία, δέχθηκε μὲ χαρὰ τὴν ἀπόφασή του, διότι ἔτσι, θὰ ἀξιωνόταν, νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν πίστη της καὶ τὴν ἀγάπη της στὸ Χριστό. Μόλις ἔκαθησε ὃ ἡγεμόνας στὸ θρόνο του, μπῆκε στὸ Στάδιο καὶ ἢ Ἁγία. Θαρραλέα καὶ χαρούμενη στάθηκε στὸ μέσον του Σταδίου, περιμένοντας, μετὰ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή της, βοήθεια ἀπὸ τὸν Κύριό της. Καὶ πράγματι, δὲν ἄργησε ἢ Θεία βοήθεια.

ΛΕΑΙΝΑ ΤΗΣ ΓΛΕΙΦΕΙ ΤΑ ΠΕΛΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΟΔΙΩΝ ΤΗΣ

Ὁ θηριοδαμαστής, ἀνασηκώνει τὴν πόρτα τοῦ θηριοτροφείου καὶ ἐξέρχεται μία λέαινα μεγαλόσωμη, ἢ ὁποία, τρέχοντας καὶ βρυχωμένη, κατευθύνεται πρὸς τὴ Γλυκερία. Ὢ τοῦ θαύματος! Ἐνῶ ὅλοι περίμεναν, τὸ λιοντάρι, νὰ τὴν κατασπαράξει, αὐτό, ὅταν ἔφθασε κοντὰ στὴν Ἁγία, ἄρχισε νὰ κυλίεται στὰ πόδια της καὶ νὰ τῆς γλείφει τὰ πέλματα τῶν γυμνῶν ποδιῶν της. Τότε, ἢ πιστὴ Γλυκερία, καὶ ἐνῶ τὸ κατάπληκτο πλῆθος παρακολουθοῦσε τὸ παράδοξο αὐτὸ θέαμα, ὕψωσε τὰ μάτια της καὶ τὰ χέρια της πρὸς τὸν Οὐρανὸ καὶ εἶπε εἰς ἐπήκοον ὅλων: «Σ' εὐχαριστῶ, Θεέ μου, Θεὲ τῶν Πατέρων, διότι καὶ τὰ ἄγρια ζῶα ἐξημέρωσες γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὸ μεγαλεῖο της Θεότητάς Σου καὶ παρουσίασες σὲ μένα, τὶς τόσες δυσκολίες, εὐκολίες. Δοξασμένο νὰ εἶναι τὸ Πανάγιο Ὄνομά Σου. Σὲ παρακαλῶ, εἰσάκουσε μέ, καὶ ἐπίτρεψε νὰ ἔχω τὸ μαρτυρικὸ τέλος, ποῦ ἐπιθυμεῖ ὃ σκληρόκαρδος ἡγεμόνας. Ἐνδυνάμωσε μέ, Κύριε, καὶ ἀξίωσε μὲ τοῦ μαρτυρικοῦ στεφάνου, γιὰ νὰ συναγάλλομαι μετὰ τῶν Μαρτύρων καὶ Ἁγίων της Ἐκκλησίας Σου. Ἀμήν».
Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Μόλις ἔτελειωσε ἢ θερμὴ αὐτὴ προσευχὴ τῆς Ἁγίας, φωνὴ ἀκούσθηκε ἀπὸ τὸν Οὐρανό, ὃ ὁποία ἔλεγε: «Ὢ πιστή μου, δούλη Γλυκερία! Ὄντως, γιὰ σένα ἄνοιξαν οἳ πύλες τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν».

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ

Ὁ Σαβινος, παραμένει ἄφωνος, ἄσυγκιντος καὶ ἀνέκφραστος μπροστὰ στὰ ὅσα συμβαίνουν ἐνώπιόν του, στὸ Στάδιο, ἀλλὰ καὶ στὸν Οὐρανό. Αὐτόπτης καὶ αὔτηκο-ὃς μάρτυρας καὶ ὃ λαὸς τῆς Ἡράκλειας, τηρεῖ τὴν ἴδια στάση μὲ τὸν ἡγεμόνα του.
Ὃ θηριοδαμαστής, σὰν νὰ μὴ συμβαίνει τίποτα τὸ ἰδιαίτερο, συνεχίζει τὸ ἔργο του· ἀνασηκώνει τὴν πόρτα τοῦ θηριοτροφείου καὶ βγαίνει ἄλλη μία λέαινα. Αὐτὴ ὁρμᾶ ἐπάνω στὴν Ἁγία καὶ τὴ δαγκώνει, χωρὶς νὰ τῆς προξενήσει τὴν ἐλάχιστη πληγή. Ἢ Μάρτυς πέφτει νεκρή. Ἔτσι, μετὰ τὸ δάγκωμα, παραδίδει τὸ πνεῦμα της στὸ Νυμφίοτης Χριστό, τὸν Ὅποιον τόσον ἀγάπησε, ἀλλὰ καὶ εὐθαρσὼς ὁμολόγησε ἐνώπιόν του σκληρόκαρδου ἡγεμόνα Σαβίνου καὶ πλήθους εἰδωλολατρῶν; χωρίς, μέχρι τὴν τελευταία της πνοή, νὰ καμφθεῖ, ἀπὸ τὰ βασανιστήρια ποῦ ἔπαθε.
Μετὰ τὸ θάνατο τῆς Ἁγίας, ὃ θηριοτρόφος, ἔκλεισε τὶς δύο λέαινες στὸ κλουβί. Τὸ παράδοξο εἶναι, ὅτι καὶ οἳ δύο συμμαζεύθηκαν σὲ μία γωνία αὐτοῦ καὶ παρέμειναν κατηφεῖς, σὰν νὰ ἀντιλήφθηκαν τὸ κακὸ ποῦ συνέβηκε στὴν Ἁγία.
Ὃ Σαβινος, προφανῶς, ἱκανοποιημένος ἀπὸ τὸ τέλος τῆς Χριστιανῆς Γλυκερίας, ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Στάδιο τὴν ἴδια ὥρα, προτοῦ προφθάσει νὰ χαρεῖ ἰδιαίτερα, γιὰ τὸ θάνατό της. Κι αὐτό, γιατί, καθ' ὅδον, ἀρρώστησε αἰφνιδίως ἀπὸ ὑδρωπικία (δήλ. ἐγέμισε ἢ κοιλία τοῦ ὀρῶδες ὑγρὸ) καὶ ἀπέθανε παραδειγματικά, ἐν μέσω φοβερῶν πόνων, χωρὶς νὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸν βοηθήσει.Μετὰ τὸ μαρτυρικὸ τέλος τῆς Ἁγίας καὶ τὴν ἀναχώρηση τῶν εἰδωλολατρῶν κατοίκων τῆς Ἡράκλειας ἀπὸ τὸ Στάδιο, ὃ Ἐπίσκοπος Δομίτιος, μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανούς, ποῦ παρακολουθοῦσαν προσευχόμενοι τὴν τελευταία μαρτυρική της δοκιμασία, παρέλαβαν τὸ σεπτὸ σκῆνος αὐτῆς καὶ τὸ ἐνταφίασαν σὲ τόπο ἀπέριττο, πλησίον της πόλεως Ἡράκλειας.
Ἢ Ἁγία, μετὰ τὸ μαρτύριό της, λόγω τῶν πολλῶν θαυμάτων ποῦ ἔκανε, ἀνακηρύχθηκε προστάτιδα καὶ πολιοῦχος τῆς πόλεως Ἡράκλειας. Μάλιστα, πρὸς τιμὴ τῆς ἀνήγειραν καὶ μεγαλοπρεπῆ ναό. Ἐπίσης, ἢ Μάρτυς, ξεχωριστά, τιμήθηκε καὶ ἀπόρους κατοίκους τῆς νήσου Λήμνου, διότι ἐπὶ εἰκονομαχιῶν εἶχε μεταφερθεῖ προσωρινὰ ἐκεῖ, τὸ ἵερο λείψανό της, πλὴν τῆς τίμιας κάρας της. Ἀσματικὴ Ἀκολουθία τῆς Ἁγίας συνέθεσε ὃ ἱερὸς Θεοφάνης, ἢ ὁποία εὑρίσκεται καταχωρισμένη στοὺς Παρισινοὺς καὶ Λαυρεωτικοὺς Κώδικες.Ἀκολουθία ἐπίσης, ὡς καὶ Παρακλητικὸ Κανόνα συνέταξε καὶ ὃ Ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μᾶς Μοναχὸς π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Ἢ Μάρτυς, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας τὴ 13η Μαΐου, μαζὶ μὲ τὸν Μάρτυρα· Λαοδίκιο. Ἢ Ἁγία Γλυκερία, στὴν Ὑμνολογία, μνημονεύεται ὡς «Παρθενομάρτυς» καὶ «νεάνις».
Ὃ μαρτυρικὸς θάνατος τῆς καλλιπαρθένου Γλυκερίας διδάσκει πολλὰ στοὺς Χριστιανοὺς καὶ γενικώτερα, στοὺς θρησκευόμενους. Εἶναι, ἴσως, τὸ καλύτερο καὶ ἰδανικώτερο πρότυπο γι' αὐτούς. Πιστὴ Χριστιανὴ θυσιάζει τὴν κοσμικότητα καὶ τὴ σκοπιμότητα γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴ δόξα Του. Σταθερὴ στὶς πεποιθήσεις της· καθορίζει τὴ συνισταμένη τῆς ζωῆς τῆς κοντὰ στὸ Χριστό. Σὰν ἀναγκασθεῖ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Κύριο, ν' ἀποθάνει. Παράδειγμα προσευχῆς προσεύχεται, ὅταν ἔχει ἀνάγκη λυτρωμοῦ καὶ συμπαράστασης, ἀλλὰ καὶ ὅταν θέλει νὰ εὐχαριστήσει τὸν Κύριο. Πρότυπο ὑπομονῆς, στὶς δύσκολες στιγμὲς δὲ λιποψύχει, δὲν ἀπογοητεύεται. Κοντὰ στὸ Χριστό, ἔχει χριστιανικὴ ἀνδρεία καὶ ἀπίστευτο θάρρος. Ὁπωσδήποτε, ὃ θάνατος καὶ τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας Γλυκερίας τονώνει τὴν πίστη μας καὶ διώχνει τὶς ἀπογοητεύσεις καὶ παραμερίζει τοὺς ἐγωισμούς μας.

ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ

α. Μυροβόλησε ὃ τάφος της
Ὅπως ἀναφέρει ὃ ἱερὸς Δοσίθεος, στὴ Δωδεκάβιβλό του, στὴν Ἡράκλεια, ὑπῆρχε χάλκινη λεκάνη, ἢ ὁποία δεχόταν τὰ θεορρυτα μύρα, ποῦ ἀνάβλυζαν ἀπὸ τὸν τάφο τῆς Ἁγίας Γλυκερίας.Μὲ τὰ οὐράνια αὐτὰ μύρα, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ καὶ ὃ Θεοφύλακτος ὃ Σιμοκάττης, γίνονταν καθημερινῶς, πολλὰ θαύματα. Ὅλως παραδόξως, τὰ θαύματα ἔσταματησαν, ὅταν ὃ Μητροπολίτης τῆς Ἡράκλειας, ἀντικατέστησε τὴ χάλκινη λεκάνη μὲ χρυσή, ποῦ ἔφερε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Μὲ δάκρυα καὶ μὲ προσευχές, τοῦ ἀποκαλύφθηκε «ἄνωθεν», ὅτι ἢ χρυσὴ λεκάνη ἦταν ἀκάθαρτη.Ὃ Μητροπολίτης, χωρὶς νὰ χάσει καιρό, τὴν ἐπῆγε στὸν Πατριάρχη Ἰωάννη τὸ Νηστευτή, τὸν μετέπειτα ἅγιό της Ἐκκλησίας μας. Ἐκεῖνος, μετὰ ἀπὸ ἔρευνα, ἔμαθε ὅτι, κάποιος ἄρχοντας σοφός, ἀλλὰ μάγος, ὀνόματι Παυλινος, θυσιάζοντας στοὺς δαίμονες, ἔχυνε αἷμα στὴ λεκάνη. Τὸ γεγονὸς αὐτό, ἀναφέρθηκε στὸ βασιλιὰ Μαυρίκιο, ὃ ὁποῖος, παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ Πατριάρχη, διέταξε, καὶ τὸ μὲν ἄρχοντα, ἔδεσαν σ' ἕνα στύλο, μέχρι ποῦ πέθανε, τοὺς δὲ γυιούς του, ἀποκεφάλισαν, ὡς συγκοινωνοὺς τῆς μαγείας τοῦ πατέρα τους.
Κατὰ πληροφορίαν πάλι τοῦ Θεοφύλακτου, ἢ ἀνάβλυση τῶν μύρων ἀπὸ τὸν τάφο τῆς Ἁγίας, τὴν πηγὴ αὐτὴ τοῦ χάριτος, σταμάτησε, παραδόξως, τὸ ἔτος 583 μ.Χ., πλὴν ὅμως, τὸν ἴδιο χρόνο θεία βουλὴ ἄρχισε νὰ ξαναμυροβλύζει πρὸς χαρὰν ὅλων τῶν Χριστιανῶν τῆς Θράκης.
β. Στὸ τόπο τοῦ μαρτυρίου ἀνάβλυσε πηγὴ ἁγιάσματος.
Ὅπως ἀναγράφεται καὶ σὲ ἐγκώμιο τῆς Ἁγίας, στὴν Ὑμνολογία, στὸ τόπο τοῦ μαρτυρίου της, ἀνάβλυσε θαυμασταπηγῆ ἁγιάσματος, τὸ ὁποῖο, ὅσοι ἐλάμβαναν, ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς, μὲ πίστη, γίνονταν καλά.
Λόγο τῶν πολλῶν θαυμάτων, ποῦ ἔκανε ἢ Ἁγία, μὲ τὰ μύρα καὶ τὸ νερὸ τῆς ἁγιασμένης πηγῆς της, ἢ Ἡράκλεια κατὰ τοὺς Βυζαντινοὺς Χρόνους εἶχε γίνει παλλαϊκὸ προσκύνημα. Μάλιστα, καὶ ἀξιωματοῦχοι ἀνέπεμψαν τὶς προσευχὲς τοὺς πρὸ τοῦ πᾶν ἱεροῦ τάφου τῆς Ἁγίας, ὅπως π.χ. ὃ αὐτοκράτορας Μαυρίκιος, τὸ ἔτος 591 μ.Χ. (κατὰ τὸ Θεοφύλακτο) καὶ ὃ Ἡράκλειος, τὸ φθινόπωρο τοῦ ἔτους 610 μ.Χ. (κατὰ τὸν Ἰωάννη τὸν Ἀντιοχέα).

ΑΝΕΥΡΕΣΗ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ , ΣΤΟ ΓΑΛΑΤΣΙ

Σύμφωνα μὲ τὴν προφορικὴ παράδοση, ἢ ἀνεύρεση τῆς εἴκοναςτης Παρθενομάρτυρος Γλυκερίας, στὸ Γαλάτσι Ἀττικῆς καὶ ἢ ἀνέγερση ἵερου ναοῦ ἐκεῖ, πρὸς τιμὴν τῆς Ἁγίας, συνδυάσθηκε μὲ τὸν ἕξης συγκινητικὸ θρύλο. Στὰ μαῦρα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στὸ Γαλάτσι, ζοῦσαν τρία ἀδέλφια. Ἔτυχε ὅμως, ἀπὸ πολὺ μικρὰ νὰ ξενιτευθοῦν καὶ τὰ τρία καὶ νὰ ἐπιστρέψουν ἔπειτα, ἀπὸ πάρα πολλὰ χρόνια. Δυστυχῶς, τὰ δύο, παρασύρθηκαν καὶ ἀλλαξοπίστησαν. Ὃ ἕνας «φράγκεψε»· ἔγινε καθολικὸς στὴ Βενετία καὶ ὃ  ἄλλος «τούρκεψε»· ἔγινε μωαμεθανός. Μόνον ὃ τρίτος, ὃ μικρότερος, ἔμεινε πιστὸς στὴ θρησκεία τοῦ πατέρα του, ἔμεινε Ὀρθόδοξος Χριστιανός.Παραδόξως, μία ἡμέρα, συναντήθηκαν, χωρὶς νὰ ἀλληλογνωρισθοῦν στὸν τάφο τοῦ πατέρα τους, ποῦ πῆγαν νὰ προσκυνήσουν. "Ὅταν εἶδε ὃ ἕνας τὸν ἄλλον, τράβηξαν ἀμέσως, τὰ σπαθιά. Ὃ τάφος εἶναι τοῦ πατέρα μου. Τραβήξου πέρα, μεμέτη, καὶ σὺ σκυλοφράγκε, φώναξε ἀγριεμένος ὃ Χριστιανὸς  στοὺς ἄλλους δύο, στὸν «Τοῦρκο» καὶ στὸ «Βενετσανο».
-  Ὃ πατέρας μου, εἶναι θαμμένος ἐδῶ, γιατί ἦταν χριστιανὸς εἶπε ὃ «Τοῦρκος».
- Καὶ ὃ δικός μου πατέρας ἦταν γραικός, φώναξε μὲ τὴ σειρά του καὶ ὃ «Φράγκος».
Κοιτάχτηκαν τότε, καὶ τὰ τρία καλάκαλα στὰ μάτια. Ἐπίασαν κουβέντα. Θυμήθηκαν τὰ χαρούμενα παιδικά τους χρόνια, ποῦ ζοῦσαν ξένοιαστα στὸ Γαλάτσι, προτοῦ φύγουν γιὰ τὴ μαύρη ξενιτειά. Καὶ βάζοντας τὰ σπαθιὰ στὶς θῆκες τους, ρίχτηκαν μὲ δάκρυα στὰ μάτια, ὃ ἕνας στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἄλλου καὶ ἔγιναν γιὰ πολλὴ ὥρα ἕνα σῶμα, ἕνα σύπμλεγμα παράδοξο, ποῦ ἕνωσε ἢ ἀγάπη, τὸ ἀδελφικὸ αἷμα, ὃ τάφος καὶ ἢ εὐχὴ τοῦ πατέρα τους, ἢ ζωή, μὲ τ' ἀπίστευτα καὶ ὅμως, πολλὲς φορές, ἀληθινὰ συμβάντα της. Λίγο ἀργότερα, πιὸ πέρα ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ πατέρα τῶν τριῶν ἀδελφῶν, βρέθηκε μία εἰκόνα τῆς Ἁγίας Γλυκερίας. Ἢ ἀλληλογνωριμία τῶν τριῶν ἀδελφῶν, ποῦ ἦταν ἕτοιμοι ἀλληλοσφαγουν καὶ ἢ συμφιλίωση τοὺς ἐπάνω στὸν τάφο τοῦ πατέρα τους, συνδυάσθηκε μὲ τὴν ἀνεύρεση τῆς εἰκόνας τῆς Ἁγίας καὶ ἀποδόθηκε σὲ θαυμαστὴ ἐπέμβαση αὐτῆς.Κατόπιν αὐτοῦ, οἳ ἀγαθοὶ χριστιανοὶ χωρικοί, ποῦ ζοῦσαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὸ καταπράσινο Γαλάτσι, ἔκτισαν ἕνα μικρὸ πανέμορφο ἔξωκκλησι, γιὰ νὰ τιμήσουν τὴν ἁγνὴ κόρη Γλυκερία, ποῦ μαρτύρησε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χρίστου, ποῦ εἶναι ὃ Θεὸς τῆς ἀγάπης, τῆς συγχωρήσεως καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας. Αὐτὸ ἀναφέρει ἢ παράδοση, ὅπως τὴν ἀφηγοῦνται ἡλικιωμένοι θεοφοβούμενοι Γαλατσιῶτες.Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, τὸ Γαλάτσι, μεγάλωσε, ὅποτε ἢ πιστοὶ Γαλατσιῶτες, κατεδάφισαν τὸ ἔτος 1928  τὸ γραφικὸ ἱστορικὸ ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας καὶ στὴ θέση τοῦ ἀνήγειραν μεγάλο ναό, ὃ ὅποιος ἀποπερατώθηκε τὸ ἔτος 1946.Τὴν Παρθενομάρτυρα Ἁγία Γλυκερία, τὴν εὐλαβοῦνται πολὺ οἳ κάτοικοι Γαλατσίου γιὰ τὰ πολλά της θαύματα, γι' αὐτὸ καὶ ἀπὸ πολλῶν δεκαετιῶν καθιερώθηκε ὡς Προστάτιδα καὶ Πολιοῦχος Ἁγία του Γαλατσίου Ἀθηνῶν.
Τὸ Γαλάτσι, τὸ ὡραῖο αὐτὸ προάστιο τῆς Ἀθήνας, σήμερα, στὰ τέλη τοῦ 20ου αἰώνα, πράγματι, μένει πιστὸ στὴ παράδοση. Τιμᾶ καὶ εὐλαβεῖται τὴν ἄθληφορο Μάρτυρα Γλυκερία. Θέλει δὲ καὶ ἐπιθυμεῖ, στὸν καιρὸ τῆς ἀμφιβολίας καὶ τῆς ἄρνησης, νὰ γνωρισθεῖ καὶ νὰ ἀναγνωρισθεῖ ἢ Παρθενομάρτυς Γλυκερία ἀπὸ περισσότερους Χριστιανούς, νὰ γίνει τὸ κέντρον τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν ἀνθρώπων καὶ οἳ παλμοὶ τῆς καρδιᾶς νὰ κτυποῦν σὲ τούτη τὴ ζωή, ἀλλὰ μὲ στόχο τὴν ἄλλη τὴν ἰδανικώτερη καὶ αἰώνια ζωή. Εἴθε, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Γλυκερίας, τῆς Μυροβλύτισσας, τῆς καλλιπαρθένου καὶ Θαυματουργοῦ, νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς ἐπουρανίου Βασιλείας. Ἀμήν.

Ἀπολυτυκιον
Ἦχος γ.Τὴν ὡραιότητα

Τὴν καλλιπάρθενον Χρίστου τιμήσωμεν, τὴν ἀριστεύσασαν. πόνοις ἀθλήσεως, καὶ ἀσθένεια τῆς σαρκός, τὸν δφὶν καταβαλοϋσαν πὸθφ γὰρ τοῦ Κτίσαντος, τῶν βασάνων τὴν ἕφοδον, ὡς οὐδὲν ἤγησατο, καὶ θεόθεν δὲ-δόξασται· πρὸς ἢν ἀναβοήσωμεν πάντες Χαίροις, θεοφρον Γλυκερία.

Κοντάκιον.Ἦχος γ'.

 Ἢ Παρθένος σήμερον Τὴν παρθένον στέργουσα, καὶ Θεοτόκον Μαρίαν, διετήρεις ἄφθορον, τὴν σεαυτὴς παρθενίαν πὸθφ δὲ καρδιωθεισα τφ τοῦ Κυρίου, ἤθελησας ἀνδρειοφρόνως μέχρι θανάτου διὰ τοῦτο Γλυκερία, διπλὸ  στεφάνω, σὲ στέφει Χριστὸς ὃ Θεός.

Μεγαλυνάριον

Μύρον πολυσύνθετον τῷ Χριστῷ, ἐξ ἅγνειας πόνων, καὶ αἱμάτων τοῖς σταλαγμοις, προσενεγκαμένη, θεοφρον Γλυκερία, ἐν μύροις θεοβρύτοις, λαμπρῶς δεδόξασαι.

ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΛΥΚΕΡΙΑ. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΧΡΙΔΟΣ.






Ό άφρων δικαστής προστάζει:

«Γλυκερία, θυσίασε στους θεούς!

Διαφορετικά, θά ριφθείς στη φωτιά και θά εξολοθρευθείς».

Ή Γλυκερία χλευάζει τον δικαστή:

«Ένας είναι ό Θεός οι “θεοί” σου είναι δαιμόνια, φέρνουν σύγχυση στο νου σου.

’Ώ! ανόητε άνθρωπε, γιά ποιά θυσία μιλάς;

Μία θυσία έγινε, αύτη ήταν στον Γολγοθά:

Θυσία Φρικτή, Θεία, Θυσία Αίματος.

Μήπως αύτή δεν κατήργησε όλες τις αιματηρές θυσίες;

Μία θυσία μετά από την Θυσία Του-
μία θυσία ζητά από εμάς ό Κύριος:
καρδία αγνή, θυσία αινέσεως και προσευχής-
 χέρια καθαρά, -πράξεις ελεημοσύνης- πίστη, ελπίδα, Αγάπη και ευσέβεια.

Μία τέτοια θυσία πασχίζω να προσφέρω στον Πλάστη μου, στον Ζωντανό Θεό.

Ό Πανάγιος Θεός, ό Έθελόθυτος Αμνός
τέτοια θυσία επιθυμεί, ζωντανή-

όχι πτώματα, καταματωμένα και νεκρά».


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΧΡΙΔΟΣ. ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ. ΜΗΝΑΣ  ΜΑΙΟΣ.

ΜΑΝΑ ΕΣΥ.



site analysis


ΜΑΝΑ, ΕΣΥ
Εν αρχή ην ο Λόγος. Ο Λόγος κι εσύ εντός του.
Απ’ το πρώτο αρχέγονο ηλιογέννημα, προαιώνια,
ανταμοπάλλονται στο στήθος σου
η αγάπη και το φως Του Δημιουργού.
Μέλι και γάλα κι οξυγόνο. Βύζαγμα ζωής.
Από τότε. Με το πρώτο ιδωμένο φως και με το δοξάρι του ήλιου,
μελωδείς την ελπίδα και τη ζωή στις χορδές της ψυχής.
Τις καμπάνες των αστεριών που θ’ ανατείλουν ηχείς στα σπλάχνα σου,
μπουμπούκια της άνοιξης που, σαν γεννηθούν,
μες στον κόρφο σου αψηλώνουν να φτάσουν τον ήλιο.
Και, να! Της αγωνίας σου ο στήμονας γονιμοποίησε την γύρη της καρδιάς,
πινέλο Μιχαλάντζελο, με φως χρωμάτισε τις διαδρομές των αιώνων.
Κι όταν χειμώνας ματώνει την αναπνοή,
σπόρος γλυκύς το βλέμμα σου μες στο χιόνι του χρόνου,
βλασταίνει την ελπίδα της άνοιξης και ριζοβολά το χαμόγελο του ήλιου
κάτω από του πάγου το μαύρο σεντόνι.
Κι ήσουν πάντα η θαλπωρή, βάλσαμο στο λυγμό του φεγγαριού,
μα και καρνάγιο και μουράγιο κι αραξοβόλι στους κύκλους των καιρών.
Το ρολόι της ζωής μου έδειξες και μου χάρισες το ταξίδι.
Στα ηλιοτρόπια των καημών είσαι το αγιομένο φως
και η γαληνή αυγή στης καταιγίδας τη θάλασσα.
Τα μουγκρητά τα αγερόχρωμα μ’ ένα σου βλέμμα μαρμαρώνεις
και με το τραγούδι σου γαληνεύεις τον πόνο,
λαξεύοντας μες στις πληγές τον ήλιο.
Με κράτησες απ’ το χέρι, αφετηρία μου κι αφέτης μου στο φως,
από το πρώτο μου μέχρι το τελευταίο σου.
Μόνο εσύ μπορείς να κυοφορείς τη ζωή.
Μόνο εσύ ανθίζεις τον οίκο Του Θεού κι εντός του Τον αυγάζεις.
Στα αντερείσματα του χρόνου ξυπόλυτη ανεβαίνεις τον ακάνθινο Γολγοθά
που σου χάρισε η καρδιά σου.
Δε ζήτησες τίποτα. Έδωσες τα πάντα.
Είσαι η αγάπη. Είσαι η ζωή. Είσαι η μάνα!
Ιωάννης Παναγάκος
Β΄ Βραβείο στον Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του 2015 του Περιοδικού Λόγου, Τέχνης και Πολιτισμού «Κελαινώ» (1/11/2015).

Σάββατο 12 Μαΐου 2018

Μία ευλαβής κοπέλα είδε ένα όραμα.



site analysis




Το 1917 πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση των Μπολσεβίκων, επισκέφθηκε τον Όσιο Νεκτάριο της Όπτινα ένα από τα στενά πνευματικά του τέκνα, ο πατήρ Βασίλειος Σούστιν. Στα πλαίσια μιας συζήτησής τους, όπως περιγράφει ο πατήρ Βασίλειος, ξαφνικά ο Όσιος Νεκτάριος είπε τα εξής: ''Μία φοβερή ώρα έρχεται τώρα. Στον κόσμο πέρασε ο αριθμός έξι και πλησιάζει ο αριθμός επτά. Εγγίζει η ώρα της σιωπής. Μην μιλάτε, μην μιλάτε'' είπε ο Όσιος και άρχισαν να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια του. ''Τώρα ο Τσάρος δεν είναι κύριος του εαυτού του. Πόσους εξευτελισμούς υπομένει τώρα για τα λάθη του. Το έτος 1918 θα είναι ακόμη χειρότερο. Ο Τσάρος και ολόκληρη η Οικογένειά του θα βασανισθούν και θα δολοφονηθούν. Μία ευλαβής κοπέλα είδε ένα όραμα. 

Ο Κύριος Ιησούς Χριστός καθόταν σε ένα Θρόνο και γύρω του ήταν οι δώδεκα Απόστολοι. Από την γη ακουγόταν ήχος φοβερών βασάνων και βογκητών. Ο Απόστολος Πέτρος ρώτησε τότε τον Χριστό: Ω, Κύριε, πότε θα παύσουν αυτά τα βάσανα; Και ο Κύριος Ιησούς Χριστός απάντησε: 

Τους δίνω μέχρι το 1922, αλλά αν ο Λαός δεν μετανοήση, αν δεν συνέλθη, τότε θα χαθούν όλοι με τον τρόπο αυτόν. Τότε ξαφνικά, βρέθηκε να στέκεται μπροστά στον Θρόνο του Θεού ο Τσάρος μας φορώντας το στεφάνι του Μεγαλομάρτυρος. Ναι, αυτός ο Τσάρος θα γίνη Μεγαλομάρτυς''.



Όσιος Νεκτάριος της Όπτινα - Η μνήμη του τελείται στις 12 Μαΐου.
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Παρασκευή 11 Μαΐου 2018

ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΑΙΜΑΤΑ



site analysis

 "Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε, οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων μακρινή μητέρα, ρόδο μου αμάραντο..."
 
Η μητέρα που τόσο πολεμείται στις μέρες μας γι’αυτους τους ανωμάλους ντε λέμε  που θενε  "μπαμπάδες με μπαμπάδες" και "μαμάδες με μαμάδες"  που ισοπεδώνουν οι αναίσχυντοι κάθε άξια και τιμή στη μάννα  …
Ας δούμε  με τα μάτια των ποιητών και των συγγραφέων της πατρίδας μας,με την λέξη που γεννά τη ζωή… Λέξη συνώνυμη με τις λέξεις αγάπη,
Ελεγε ο  Οδυσσέας  Ελύτης πως "Κι ένα τέταρτο μητέρας αρκεί για δέκα ζωές, και πάλι κάτι θα περισσέψει που να το ανακράξεις σε στιγμή μεγάλου κινδύνου ..."
Ο Νίκος Καζαντζάκης θα περιγράψει την δική του μάνα στο βιβλίο "Αναφορά στον Γκρέκο":
«Η μάνα μου, μια άγια γυναίκα. Με υπομονή, μ’ αντοχή κι όλη τη γλύκα της γης απάνω της. Όλοι από το αίμα της μάνας μου οι πρόγονοι ήταν χωριάτες. Σκυμμένοι στο χώμα, κολλημένοι στο χώμα, τα πόδια τους, τα χέρια τους, τα μυαλά τους γεμάτα χώματα. Αγαπούσαν τη γης και της εμπιστεύουνταν όλες τις ελπίδες. Είχαν γίνει, πάππου προς πάππου, ένα μαζί της. Στην αβροχιά, κοράκιαζαν κι αυτοί μαζί της, κι όταν ξεσπούσαν τα πρωτοβρόχια, τα κόκαλά τους έτριζαν και φούσκωναν σαν καλάμια. Κι όταν αλέτριζαν και χαράκωναν βαθιά την κοιλιά της με το γενί, ξαναζούσαν στα στήθια και στα μεριά τους την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν με τη γυναίκα τους….
Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη. Μπορεί και να ’ναι η νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε στο παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντιλο, κι από τότε την έφερε σπίτι και την έκαμε γυναίκα του. Κι ολημέρα τώρα πάει κι έρχεται η μάνα μέσα στο σπίτι και ψάχνει να βρει το κεφαλομάντιλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει. Την κοίταζανα πηγαινοέρχεται, ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω απ’ το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρεί το μαγικό κεφαλομάντιλό της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου• κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου πιο ανομολόγητη η τρομάρα ετούτη: παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρω πως ζητάει το κεφαλομάντηλό της να φύγει.
Οι ώρες που περνούσα με την μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να’ ταν ο αγέρας ανάμεά μας και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσα πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τά ’βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με την φαντασία μου• δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
-Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στενοχιωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λές;» και χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να’ χε κατέβει από τον Παράδεισο, σαν να’ χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γής να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου• δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της –από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάδημα του καναρινιού.

Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε για την μητέρα στο βιβλίο του "Αρίοστος ο Προσεχτικός αφηγείται στιγμές του βίου του και του ύπνου του....":
Η μητέρα είχε ένα καλαμένιο πανέρι γεμάτο κουβαρίστρες, δαχτυλήθρες, βελόνες, κουμπιά, κρίκους, αγκράφες. Ήταν ένα σωστό περιβολάκι όπου περιδιάβαζαν τα όνειρα της μητέρας. Μια γαλάζια κλωστή άνοιγε ένα πορτάκι στον ουρανό. Επάνω σε μια πράσινη κλωστή περπάταγαν σα σκοινοβάτες φύλλα, παπαγαλάκια, μικρά παγόνια, ένα πουλί με κόκκινη ομπρέλα, μια αναίτια απογευματινή λύπη, ώσπου να φτάσουν με αλλεπάλληλα μικρά πηδήματα στο στρογγυλό τελάρο της μητέρας με το τεζαρισμένο ατλάζι. Εγώ αφαιρούσα κάθε μέρα ένα κομμάτι απ’ τα δέντρα, απ’ το φως, απ’ τον αέρα και τα πρόσθετα στο κέντημα της μητέρας. Ώσπου, σιγά σιγά, έγινε μια μυστική ανταλλαγή ανάμεσα στο σπίτι μας και στο ύπαιθρο. Τα έπιπλά μας δώσανε τη θέση τους σε πουλιά, πηγές, θάμνους. Έτσι, λίγο λίγο άδειασε και το ύπαιθρο απ’την πρασινάδα του και γέμισε καναπέδες, ντουλάπες, καθρέφτες και κουρτίνες. Ο πατέρας, φαίνεται, δεν πήρε είδηση, απ’ αυτή την αλλαγή, γιατί εξακολουθούσε να τινάζει τη στάχτη του τσιγάρου του μέσα σ’ένα κρίνο-δηλαδή στο ίδιο μέρος που ήταν άλλοτε το σταχτοδοχείο. Εγώ κι η μητέρα κοιταζόμαστε κρυφά και κουνούσαμε το κεφάλι μας χαμογελώντας.
Αργότερα, ένα παιδί κρατούσε ένα ίδιο πανέρι και πουλούσε κεράσια. Αμέσως το αγάπησα. «Το καλάθι της μητέρας» του λέω. Αυτός με κοιτάει. Βγάζει και μου δίνει δυο κεράσια. Δεν είναι πια η μητέρα να κουνήσουμε μαζί το κεφάλι χαμογελώντας. «Ευχαριστώ», του λέω και του δίνω δυο δεκάρες. «Εγώ στα χάρισα- μου λέει. Δε θέλω πλερωμή». Μου πέταξε τις δεκάρες μπρος στα πόδια μου. Τις μάζεψα. «Ευχαριστώ», του λέω ξανά. Κρατώ τα κεράσια με τ’ αριστερό μου χέρι. Λέω τώρα να φυτέψω τα κουκούτσια τους μέσα σε δυο δαχτυλήθρες, στο πανέρι της μητέρας. Για να φυτρώσουν δυο μικρές κερασιές στη θέση που κεντούσαν τα χέρια της..."

Ο Γιάννης Ρίτσος σε ένα απόσπασμα απο το «Εμβατήριο του ωκεανού»  ξαναμιλάει για την μάνα:


Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.

Απ’ τα παράθυρα γλιστρούσε ο ουρανός
κι η μητέρα καθισμένη
στο χαμηλό σκαμνί
κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης
με τα ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών
με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη
γραμμένη στη λευκή διαφάνεια…
Η μητέρα μού κρατούσε τα χέρια.
Μα εγώ
πίσω απ’ τον τρυφερό της ώμο
πίσω απ’ τα μαλλιά της τα χλωμά
στρωτά μ’ ένα άρωμα υπομονής και ευγένειας
κοιτούσα τη θάλασσα…

"Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου, την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν μακρινή μητέρα, ρόδο μου αμάραντο..."


Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν
και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε
οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.

Στ’ ανοιχτά του πελάγου με καρτέρεσαν
Με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε
αμαρτία μου να `χα κι εγώ μιαν αγάπη
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.

Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.



Κι από τότε γύρισαν καταπάνω μου
των αιώνων όργητες ξεφωνίζοντας
ο που σ’ είδε, στο αίμα να ζει
και στην πέτρα
μακρινή μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο.

Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα
μες στις πέτρες άνθισα και μεγάλωσα
των φονιάδων το αίμα με φως
ξεπληρώνω
μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο.

(Οι τρεις πρώτες στροφές είναι μελοποιημένες).

Αφιερωμένη τούτη η ανάρτηση στον Πανιερωτατο Επίσκοπο Μορφου π.Νεόφητο για την τόση αγάπη του…

Από πριγκίπισσα του θρόνου στο τρελοκομείο γιατί έγινε Ορθόδοξη – Η αγία Αγγλίδα που με κίνδυνο της ζωής της τάιζε τα παιδάκια στην Κατοχή



site analysis

Πριγκίπισσα βασιλικών  θεσμών δηλώνει Ορθόδοξη και την κλείνουν στο Ψυχιατρείο.

Οι παλαιότεροι Αθηναίοι  θυμούνται ακόμη την ανθρωπιά και το μεγαλείο της κατά ΧΡΙΣΤΟΝ σαλής πριγκίπισσας στα δύσκολα χρόνια της ναζιστικής κατοχής;
Τέτοια παραδείγματα τα χρειαζόμαστε επειγόντως στις μέρες μας.
Γράφει ο Δρ. Κωνσταντίνος Βαρδάκας
Άντε να πιστέψουμε με τι θαυμαστούς τρόπους ενεργεί η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ του ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ ;
Από το κάστρο του Oυίνδσορ στο κέντρο των Αθηνών να ετοιμάζει συσσίτια για τα λιμοκτονούντα παιδάκια της γερμανικής κατοχής.
Το ξέρατε; Εμείς το γνωρίζαμε προσωπικά από την αείμνηστη  κουμπάρα μας κ. Χρυσή Μαραγκοπούλου που τότε σαν νέα μαζί με άλλες κοπέλες Αθηναίες  την βοηθούσαν στο μαγείρεμα και την διανομή του φαγητού.

Το τι είδαν τα μάτια τους δεν περιγράφεται.
« Η πριγκίπισσα Αλίκη γεννήθηκε στο κάστρο του Oυίνδσορ και ήταν το πρώτο παιδί του πρίγκιπα Λουδοβίκου του Μπάττενμπερκ (1854 – 1921), αξιωματικού του αγγλικού πολεμικού Ναυτικού και μετέπειτα ναυάχου του στόλου και της πριγκίπισσας Βικτώριας της Έσσης(-Ντάρμστατ) και παρά τω Ρήνω (1863 – 1950), εγγονής της Βικτωρίας βασίλισσας της Βρετανίας. Η -από τη μητέρα- γιαγιά της ήταν η Αλίκη πριγκίπισσα της Βρετανίας.
Μεγάλωσε μεταξύ Χαϊλίγκενμπερκ και Ντάρμστατ Γερμανίας, Αγγλίας και Μάλτας, όπου ήταν και η βάση του αγγλικού ναυτικού στόλου στη Μεσόγειο θάλασσα.»
Ο συνδετικός της κρίκος με την Ορθοδοξία ήταν μια Αγία της Ρωσικής εκκλησίας που ήταν θεία της.
Η  πριγκίπισσα Ελισάβετ της Έσσης-Ντάρμστατ, μετέπειτα μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ Φεοντόροβνα της Ρωσίας ,η ΑΓΙΑ ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ η νεομάρτυς.
« Στις 17 Ιουλίου, τη νύχτα πού δολοφονήθηκαν τα μέλη της τσαρικής οικογένειας Ρομανώφ, βρήκε μαρτυρικό θάνατο στο Αλαπαέβσκ και η Ελισάβετ μαζί με τη μοναχή Βαρβάρα Γιαγκόβλεβα. Τα λείψανά τους μεταφέρθηκαν το 1920 στο μοναστηρι της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής στην Ιερουσαλήμ. Το 1992 οι μοναχές Ελισάβετ και Βαρβάρα ανακηρύχθηκαν αγίες από τη Ρωσική Εκκλησία» Πηγή: Αρχιμανδρίτης Νεκτάριος Αντωνόπουλος, Ρώσοι Νεομάρτυρες και Ομολογητές, 1917- 1922, Μέρος Γ΄: «Νέφος Μαρτύρων». Εκδόσεις Ακρίτας, Έκδοση δεύτερη, Δεκέμβριος 2001, ISBN 960-328-136-0.
Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ενώνει λαούς- γένη – φυλές και τάξεις ανθρώπων υπό τον ίδιο ΟΥΡΑΝΟ.
Ας πάμε αδελφοί στην πριγκίπισσα Αλίκη να δούμε τι σχέση είχε με την Ελλάδα και την νεότερη ματωμένη Ιστορία της.
« Το 1902, στη στέψη του νέου βασιλιά της Βρετανίας στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ γνωρίστηκε με τον γιο του Έλληνα Βασιλιά Γεωργίου Α’, Ανδρέα. Οι δύο νέοι ερωτεύτηκαν και έναν χρόνο αργότερα παντρεύτηκαν στο Ντάρμσταντ. Μετά το γάμο τους ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στα βασιλικά ανάκτορα. Όταν ξέσπασαν οι βαλκανικοί πόλεμοι, η πριγκίπισσα Αλίκη υπηρέτησε ως εθελόντρια νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού και ίδρυσε νοσοκομεία».
ΖΕΙ το δράμα της Μικρασιατικής καταστροφής , τις ευθύνες που επέρριψαν στον σύζυγό της που γλύτωσε στο τσακ από το εκτελεστικό απόσπασμα.
« Μετά την ήττα στη Μικρά Ασία και τη Δίκη των ‘Εξι ο πρίγκιπας Ανδρέας κάθησε στο εδώλιο, καθώς θεωρήθηκε και αυτός υπεύθυνος για την καταστροφή. Ο πρίγκιπας κατηγορήθηκε για ανυπακοή και οδηγήθηκε σε ξεχωριστή δίκη. Η τύχη του πρίγκιπα Ανδρέα έμοιαζε προδιαγεγραμμένη, αλλά την τελευταία στιγμή παρενέβησαν οι Βρετανοί και ο πλωτάρχης Τάλμποτ τον έσωσε από την εκτέλεση.  Τελικά σώθηκε, αλλά εξορίστηκε από την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του στο Παρίσι.
Τότε, η Αλίκη ήρθε κοντά στην ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΚΑΙ αρχίζει το προσωπικό δράμα ή  η κατά ΧΡΙΣΤΟΝ σαλότητα της πριγκίπισσας.
Άντε να αποδεχτούν οι κοσμικοί κύκλοι της Ευρώπης μια τέτοια μεταστροφή;
Φυσικό ήταν να την αποτρελάνουν την γυναίκα και να ισχυρίζονται ότι ήθελαν…
Στις 20 Οκτωβρίου του 1928 η Αλίκη έγινε δεκτή στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η απόφασή της ήταν καθαρά προσωπική και επηρεασμένη απο τη ζωή της θείας της μοναχής Ελισάβετ (Έλλας). Της σημερινής ΑΓΙΑΣ ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ της ρωσίδος νεομάρτυρος.
« Οι θέλοντες  ευσεβώς ζειν διωχθήσονται»
Λένε λοιπόν οι πηγές…
« Ξαφνικά άρχισε να παρατηρείται μια ψυχική κούραση. Σημασία έχει ότι η Αλίκη άρχισε να συμπεριφέρεται παράξενα εκθέτοντας την οικογένειά της με τις διάφορες περίεργες θρησκευτικές απόψεις. Ισχυριζόταν μάλιστα ότι λάμβανε μηνύματα από τον Θεό και ότι είχε θεραπευτικές ιδιότητες.
Ο Ανδρέας απευθύνθηκε στη πεθερά του Βικτωρία προκειμένου να βρεθεί κάποια λύση. Τελικά αποτάθηκαν στον γυναικολόγο της δρ. Λούρο, ο οποίος συμφώνησε να εισαχθεί στο ίδρυμα του δόκτωρα Σίμμελ, τον οποίο είχε προτείνει η γνωστή ψυχαναλύτρια πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη, σύζυγος του πρίγκιπα Γεωργίου της Ελλάδας.
Η διάγνωση του Σίμμελ ήταν ότι η Αλίκη έπασχε από παρανοϊκή σχιζοφρένεια, αφού πίστευε ότι ήταν παντρεμένη με τον Χριστό[6].»
Που να καταλάβουν οι τότε ψυχαναλυτές τι σημαίνει ΝΥΜΦΗ ΧΡΙΣΤΟΥ;
ΚΑΙ ξεκινάει το μαρτύριο της κατά Χριστόν σαλής πριγκίπισσας.
« Στις 2 Μαΐου του 1930 μεταφέρθηκε εκεί, αφού είχε πρώτα επισκεφθεί τους συγγενείς της στο σανατόριο του δρ. Λούντβιχ Μπίνσβανγκερ της κλινικής Μπελβύ στο Κροϊτσλίνγκεν της Ελβετίας.
Η μεταφορά της πραγματοποιήθηκε χωρίς την θέλησή της. Από αυτό το σημείο και μετά η σχέση της με τον Ανδρέα έπαψε να υπάρχει, αφού μέχρι τον θάνατο του δεύτερου συναντήθηκαν περί τις δύο-τρεις φορές.
Στο σανατόριο η κατάστασή της δεν ήταν σταθερή. Υπήρχαν ημέρες όπου πάθαινε κρίσεις και άλλες που απλώς καθόταν ήσυχη.
Πάντα όμως υποστήριζε τις θρησκευτικές της απόψεις. Το 1932 προσπάθησε να αποδράσει χωρίς επιτυχία.
Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1932 μεταφέρθηκε στο σανατόριο Μάρτινσμπρουν στο Μεράνο της Ιταλίας. Μέχρι το 1936 διέμεινε στην Ιταλία, όχι όμως και στο σανατόριο, ζώντας μια ήρεμη ζωή χωρίς να έχει ξεπεράσει απόλυτα το πρόβλημά της.
Το Νοέμβριο του 1936 μετακόμισε στο Μπράιμπαχ της Κολωνίας, όπου ζούσε με την οικογένεια Μάκβιτζ. Ήδη από το 1932 και μετά άρχισε να δείχνει σημάδια βελτίωσης, γι’ αυτό και οι κόρες της άρχισαν να την προσκαλούν να κάνουν διακοπές μαζί.
Στις 8 Απριλίου του 1938 απεβίωσε ο αδελφός της Γεώργιος (Τζώρτζι). Μετά εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου παρέμεινε μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου, έχοντας ήδη αρχίσει να σκέπτεται την επιστροφή της στην Ελλάδα.».
Η κατά ΧΡΙΣΤΟΝ σαλή πριγκίπισσα εγκαθίσταται στην κατοχική Ελλάδα ενώ άλλοι επίσημοι έφευγαν.
Ήρθε στην Ελλάδα για να ταίσει τα Ελληνόπουλα της Κατοχής.
Φυσικά  μόνο μια κατά ΧΡΙΣΤΟΝ σαλή θα αποτολμούσε αυτό.
Η επιστροφή στην Ελλάδα .
« Το καλοκαίρι του 1938, η Αλίκη επέστρεψε στην Ελλάδα και μετακόμισε σε διαμέρισμα απέναντι από το μουσείο Μπενάκη. Μετά τη γερμανική κατοχή στην Αθήνα, οι Έλληνες βασιλείς εγκατέλειψαν τη χώρα, αλλά η Αλίκη αρνήθηκε να φύγει και μετακόμισε στην οδό Ακαδημίας.»
« Διοργάνωνε και διένειμε συσσίτια με προμήθειες που τις έστελνε ο αδερφός της, Λόρδος  Μάουντμπάτεν, και διαχειριζόταν τα ορφανοτροφεία της χώρας. Μάλιστα, το 1943 δεν δίστασε να κρύψει στο σπίτι της την οικογένεια Κοέν, οικογένεια Ελλήνων εβραίων που δεν πρόλαβε να δραπετεύσει από τη χώρα. Η Αλίκη φιλοξένησε τη γυναίκα και τους τέσσερις γιους της στο σπίτι της μέχρι την απελευθέρωση. Η ιστορία έγινε γνωστή τη δεκαετία του ’90 όταν ο Μικχαέλ Κοέν αποκάλυψε πώς ο ίδιος ότι είχε σωθεί από την πριγκίπισσα Αλίκη.».
« Το Νοέμβριο του 1938 η πριγκίπισσα Αλίκη επέστρεψε για πρώτη φορά μετά την φυγή της από την Ελλάδα το 1922. Σύντομα διάλεξε να εγκατασταθεί στην οδό Κουμπάρη 8, απέναντι από το Μουσείο Μπενάκη. Με το ξεκίνημα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου η Αλίκη, παρ’ ότι όλα τα μέλη της οικογένειας της εγκατέλειψαν την Ελλάδα, αποφάσισε να ενισχύσει τους Έλληνες στις δύσκολες στιγμές, παραμένοντας στην Αθήνα. Η Αλίκη άρχισε να διοργανώνει συσσίτια και να συμμετέχει εθελοντικά στην διανομή τους. Ενδεικτικό της προσφοράς της ήταν ότι η Αλίκη, αν και προμηθευόταν τρόφιμα, είχε χάσει 26 κιλά.
Την περίοδο μάλιστα της Κατοχής η Αλίκη είχε αναλάβει την διαχείριση πολλών ορφανοτροφείων και συσσιτίων, προσφέροντας σημαντικό κοινωνικό έργο.».
Μετά την απελευθέρωση
« Μετά την απελευθέρωση, η Αλίκη ζούσε στην οδό Πατριάρχου Ιωακείμ στο Κολωνάκι και  ντυνόταν ως μοναχή. Μετακόμισε για λίγους μήνες στην Τήνο, όπου προσπάθησε να ιδρύσει μοναστήρι και έκανε ταξίδια σε όλο τον κόσμο για να συγκεντρώσει χρήματα για φιλανθρωπικά ιδρύματα.»
Οι παλαιότεροι Αθηναίοι την έβλεπαν να εκκλησιάζεται ανελλιπώς στις εκκλησίες του κέντρου και να συμμετέχει στις ιερές αγρυπνίες.
«Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, ο γιος της Φίλιππος  σημερινός Βασιλιάς της Αγγλίας , της ζήτησε να μετακομίσει στο Μπάκιγχαμ.
Η Αλίκη έφυγε από την Ελλάδα και πέθανε τρία χρόνια αργότερα, σε ηλικία 84 ετών.
Η επιθυμία της ήταν να ταφεί δίπλα στην θεία της πριγκίπισσα Ελισάβετ της Έσσης-Ντάρμστατ, μετέπειτα μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ Φεοντόροβνα της Ρωσίας και ΑΓΙΑ της Ρωσικής Εκκλησίας.
Όμως λόγω τυπικών και διπλωματικών προβλημάτων δεν κατέστη δυνατή η ταφή της. Τελικά τον Αύγουστο του 1988, η σορός της μεταφέρθηκε στην Ιερουσαλήμ και ενταφιάστηκε στον κήπο της Γεσθημανής υπό την παρουσία συγγενών της και του Ορθόδοξου Πατριάρχη της Ιερουσαλήμ.» .
« Στις 11 Απριλίου 1993, απονεμήθηκε στην πριγκίπισσα Αλίκη ο τίτλος του «Δικαίου των Εθνών» για το γεγονός ότι κινδύνευσε προκειμένου να σώσει τη ζωή Εβραίου. Το βραβείο παρέλαβαν τα δύο εναπομείναντα στη ζωή παιδιά της, ο δούκας Φίλιππος του Εδιμβούργου και η πριγκίπισσα Σοφία»
Οι άνθρωποι μετά θάνατον βραβεύουν την κατά ΧΡΙΣΤΟ σαλή πριγκίπισσα αλλά τους έχει προλάβει  ο Δωρεοδότης ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΣ.
ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ ο ΚΥΡΙΟΣ
Δρ. Κωνσταντίνος Βαρδάκας
πηγη.ΠΕΝΤΑΠΟΣΤΑΓΜΑ

Η πρώτη Ελληνίδα αλεξιπτωτίστρια που πολέμησε τους Γερμανούς ως μυστική πράκτορας



site analysis



Πόσοι γνωρίζουν ότι στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, μια ατρόμητη Ελληνίδα εκπαιδεύτηκε ως κομάντο και αλεξιπτωτίστρια και έδρασε ως πράκτορας στην κατεχόμενη πατρίδα μας;
Επρόκειτο για τη Σόνια-Σοφία Στεφανίδου, πρωτότοκη κόρη του Πόντιου γιατρού και θερμού πατριώτη Φιλοποίμενα Στεφανίδη.
Γεννήθηκε στην Οδησσό της Ουκρανίας το 1907 και σε ηλικία πέντε ετών μετέβη στην Αθήνα, καθώς ο πατέρας της κατατάχθηκε ως εθελοντής γιατρός στον Ελληνικό Στρατό, κατά τους βαλκανικούς πολέμους.
Ο Φιλοποίμενας φρόντισε να μεταδώσει την φλογερή αγάπη προς την πατρίδα στην κόρη του.
Η εθελοντική κατάταξη
Ακολουθώντας το παράδειγμα του πατέρα της, λίγους μήνες πριν από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, η Σόνια γράφτηκε εθελοντικά στο Σχολείο Νοσοκόμων Παθητικής Αεράμυνας.
Αμέσως με την κήρυξη του πολέμου, ζήτησε άδεια κατάταξης σε στρατιωτική υπηρεσία καθώς, όπως έγραψε: «εθεώρησα καθήκον μου όπως και εγώ προσφέρω ότι ηδυνάμην περισσότερον, χάριν του Ιερού Αγώνος» .
Στα τέλη Νοεμβρίου 1940, παρουσιάστηκε για εκπαίδευση αδελφής νοσοκόμας στο νοσοκομείο « Ερυθρός Σταυρός» της Αθήνας.
Στις 15 Ιανουαρίου 1941, με εμφανή ανυπομονησία, έστειλε επιστολή στον Υπουργό Στρατιωτικών με την οποία του ζητούσε μετάθεση στην πρώτη γραμμή!
Τελικά, στις 7 Απριλίου, την επομένη της γερμανικής επίθεσης στην Ελλάδα παρουσιάστηκε για ανάληψη υπηρεσίας στο 1ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων.
Δεκατρείς ημέρες μετά, το 2ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο της πόλης βομβαρδίστηκε ανηλεώς από την Ιταλική Αεροπορία.
Η Σόνια έτρεξε από τους πρώτους για να βοηθήσει τους πολυάριθμους τραυματίες. Δεν δίστασε, μάλιστα, να συγκεντρώσει τα διαμελισμένα μέλη των άτυχων θυμάτων!
Μετά τη συνθηκολόγηση του Ελληνικού Στρατού, επέστρεψε στην Αθήνα.
Όμως, η ζωή στην κατεχόμενη πόλη δεν της ταίριαζε. «Η θέα του αγκυλωτού σταυρού επάνω στην Ακρόπολη θανατώνει την ψυχή μου», έγραφε.
Μετά από μια Οδύσσεια 2 ½ μηνών, κατά τη διάρκεια της οποίας επέδειξε αξιοθαύμαστη τόλμη και αντοχή, κατάφερε να φθάσει στη Μέση Ανατολή.
Εκεί, ζήτησε επίμονα να καταταγεί στον Βασιλικό Ελληνικό Στρατό Μέσης Ανατολής, ο οποίος συγκροτήθηκε από τα υπολείμματα των ελληνικών μονάδων που είχαν καταφύγει στην Αίγυπτο.
Την 1η Ιουνίου 1942, κλήθηκε για υπηρεσία στο 1ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αλεξάνδρειας. Ωστόσο, η υπήρεσία της νοσοκόμας δεν της αρκούσε.
Στις 8 Απριλίου 1943 ζήτησε από τον εμβρόντητο πρωθυπουργό Εμμανουήλ Τσουδερό να καταταγεί σε μονάδα καταδρομών (commando).
Παραδόξως για τα ελληνικά ήθη, το αίτημά της έγινε δεκτό και η ατρόμητη Πόντια βρέθηκε να εκπαιδεύεται από τους Βρετανούς στη συλλογή, αναφορά και ασφάλεια πληροφοριών, στην κρυπτογράφηση, στη χρήση ασυρμάτου και στην πτώση με αλεξίπτωτο! Η επίδοσή της μάλιστα, χαρακτηρίστηκε ως «υψηλού επιπέδου».











Η πρώτη Ελληνίδα αλεξιπτωτίστρια
Στις 2 Ιουλίου 1943, η Στεφανίδου έπεσε με αλεξίπτωτο, ως μέλος ομάδας πρακτόρων, κοντά στη Φλώρινα, με αποστολή τη συλλογή πληροφοριών.
Μεταμφιεσμένη πότε σε ζητιάνα και πότε σε χωρική, μετέβαινε σε κατοικημένες περιοχές και μάζευε πληροφορίες, που θα ήταν δύσκολο να εντοπίσει ένας άνδρας κατάσκοπος.
Στις 2 Σεπτεμβρίου 1943, η δράση της ως κατασκόπου φάνηκε να τελειώνει άδοξα, καθώς ολόκληρη η ομάδα συνελήφθη από τους Γερμανούς.
Εντελώς ανέλπιστα όμως, ένας Γερμανός φρουρός τους βοήθησε να δραπετεύσουν! Η Σόνια κατέφυγε στην Καλαμπάκα, στην περιοχή της Νεράιδας, όπου λειτουργούσε στρατηγείο ανταρτών με Βρετανούς συνδέσμους.

Τον Δεκέμβριο του 1943, η Στεφανίδου επέστρεψε στην Αίγυπτο και κατατάχθηκε στο νεοσύστατο Εθελοντικό Στρατιωτικό Σώμα Ελληνίδων, με βαθμό αντίστοιχο του ανθυπολοχαγού.
Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, η Ελληνίδα πράκτορας μετέβη σε αποστολή στην Κρήτη (Ιανουάριος-Οκτώβριος 1944).
Εκεί, ήλθε σε επαφή με έναν από τους πρωτεργάτες της αντίστασης στο νησί, τον Μανώλη Μπαντουβά.
Ωστόσο, ακόμη δεν έχουμε μάθει για ποιό λόγο συναντήθηκαν. Η μυστικότητα και το γεγονός ότι τα αρχεία των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών παραμένουν πεισματικά κλειστά, δεν επιτρέπουν την πλήρη εξέταση των αποστολών της.
Η αίτηση να πολεμήσει τους Ιάπωνες!
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, η Στεφανίδου επέστρεψε μαζί με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση.
Τον Μάιο του 1945, ο πόλεμος στην Ευρώπη τελείωσε με την ολοκληρωτική ήττα της χιτλερικής Γερμανίας.
Από τον άλλοτε παντοδύναμο Άξονα, μόνο η Ιαπωνία συνέχιζε να μάχεται. Προφανώς, ο κίνδυνος είχε γίνει δεύτερη φύση για τη Στεφανίδου.
Δεν εξηγείται αλλιώς η υποβολή αίτησής της, να ενταχθεί στον Αμερικανικό Στρατό ως αλεξιπτωτίστρια, προκειμένου να συμμετάσχει στο θέατρο επιχειρήσεων του Ειρηνικού!
Η αίτησή της απορρίφθηκε. Ο πόλεμος για την Ελληνίδα κομάντο είχε τελειώσει.
Τα χρόνια της ειρήνης, η Στεφανίδου εργάστηκε ως υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών, στη Διεύθυνση Εθιμοτυπίας.
Παρέμεινε σεμνή και αφανής και δεν επεδίωξε ποτέ να εξαργυρώσει την πλούσια πολεμική της δράση.
Τιμήθηκε με πλήθος μεταλλίων, μεταξύ αυτών και το Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας, την ανώτατη τιμητική διάκριση που απονέμεται σε καιρό πολέμου!
Πέθανε την άνοιξη του 1990. Τελευταία της επιθυμία ήταν να ταφεί με μια απλή τελετή, φορώντας τη στρατιωτική της στολή και τα παράσημά της.

πενταποσταγμα