Τι να πρωτοπεί κανείς γι’ αυτό το αριστουργηματικό βιβλίο του ΜαξίμΓκόρκι; Για τον ύμνο των εργατών όλου του κόσμου. Για τον ύμνο της Μάνας, της οποίας η αγάπη δεν γνωρίζει όρια και σύνορα.
Μπορεί να γράφτηκε το 1906, το κείμενο όμως κατόρθωσε να παραμείνει διαχρονικό και, με τον απλό και καθάριο λόγο του, να προκαλεί ρίγη συγκίνησης στον αναγνώστη ακόμη και σήμερα.
«Το βιβλίο παρουσιάζει την πορεία της εργατικής τάξης από τη βουβή δυσαρέσκεια για τη ζωή της ως τη διαμαρτυρία, από την ακαθόριστη, την αυθόρμητη αγανάκτηση ως τη συνειδητή πολιτική πάλη, με ηγέτη το μπολσεβίκικο κόμμα.
Το πρώτο μέρος δημοσιεύτηκε στα 1906, αλλά κατασχέθηκαν τα περιοδικά που το είχαν δημοσιεύσει, ενώ το νομαρχιακό δικαστήριο της Πετρούπολης έδωσε στις εφημερίδες την παρακάτω ανακοίνωση: «…καταζητείται ο ελαιοχρωματιστής ΑλεξέιΜαξίμοβιτς Πεσκόφ (Μαξίμ Γκόρκι)…». Ο Γκόρκι ζούσε τότε στην Ιταλία κι ο τόπος διαμονής του ήταν γνωστός στις τσαρικές αρχές, που όμως ήθελαν να κρατήσουν όλες τις γραφειοκρατικές διατυπώσεις για τον καταζητούμενο «ελαιοχρωματιστή». Κατηγορούσαν τον Γκόρκι για τη συγγραφή και τη δημοσίευση έργου που «…καλλιεργούσε την εχθρότητα των εργατών κατά των εύπορων τάξεων του πληθυσμού και ωθούσε σε εξέγερση…»
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου δημοσιεύτηκε με μεγάλες χειρουργικές επεμβάσεις της τσαρικής λογοκρισίας. Ολόκληρο το μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη Ρωσία το 1917».
Είναι σαφώς επηρεασμένο από πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα υπαρκτά. Η ηρωίδα του Γκόρκι και ο γιός της θυμίζουν πολύ «τους πρωτεργάτες της διαδήλωσης στο Σόρμοβο: την Α. Κ. Ζαλόμοβα και τον Π. Α. Ζαλόμοφ».
Ποια είναι όμως η Μάνα;
Η Πελαγέα Νίλοβνα, μία γυναίκα βασανισμένη, φοβισμένη, κακοποιημένη από τον άντρα της. Ένας άνθρωπος που έμαθε να ζει στο περιθώριο και απλά να εκτελεί εντολές, όπως όλες οι γυναίκες της τάξης της. Ο Μιχαήλ Βλάσοφ, ο σύντροφός της, ένας άντρας άγριος, απότομος και επιθετικός, είναι ο φόβος κι ο τρόμος όχι μόνο της γυναίκας του, αλλά και όλων των υπόλοιπων ανθρώπων του περιβάλλοντός του. Μόνο ο γιός του, ο Πάβελ, δοκιμάζει να αντισταθεί στη σκληρότητά του.
Σύντομα ο Μιχαήλ πεθαίνει και τη θέση του στο σπίτι παίρνει ο νεαρός. Αρχικά προσπαθεί να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του, δεν αργεί όμως να καταλάβει πως ο δρόμος αυτός δεν του ταιριάζει.
Η Μάνα είναι δίπλα του αθόρυβη, διακριτική, πάντα φοβισμένη. Ο νεαρός την παρατηρεί προσεκτικά. «Την έβλεπε ψηλή, λίγο καμπουριασμένη, το κορμί της τσακισμένο από τα πολλά χρόνια της δουλειάς και τις γροθιές του άντρα της το κινούσε αθόρυβα και κάπως με το πλευρό, λες κι όλο φοβότανε μην τύχει κι αγγίξει κάτι στο πέρασμά της. Το πλατύ, στρογγυλό πρόσωπό της, χαραγμένο από τις ζαρωματιές και σαν πρησμένο φωτιζόταν από τα σκούρα μάτια ανήσυχα και θλιμμένα. Πάνω από το δεξί φρύδι είχε ένα βαθύ σημάδι παλιάς πληγής, που τραβούσε κι ανασήκωνε λιγάκι το φρύδι, φαινότανε και το δεξί αυτί λίγο ψηλότερα απ' τ' αριστερό, κι αυτό έδινε στο πρόσωπό της μια έκφραση, λες κι όλο κάτι αφουγκραζότανε φοβισμένη. Στα πυκνά μαύρα μαλλιά της γυάλιζαν ασπρισμένες τούφες. Ολόκληρη η μάνα έδειχνε απαλή, θλιμμένη, υπάκουη...».
Μία νέα ζωή θα ξεκινήσει από δω και πέρα για την οικογένεια, καθώς ο «Πάσια»θα πρωτοστατήσει στον επαναστατικό αγώνα. Η Νίλοβνα στην αρχή διστακτικά, στη συνέχεια με μεγαλύτερη θέρμη, θα αποδεχτεί την επιλογή του παιδιού της. Θα γνωρίσει τους ομοϊδεάτες του Πάβελ, θα γοητευτεί από το πάθος τους, θα τους αγαπήσει, θα ταυτιστεί μαζί τους, θα νιώσει μέρος και μέλος μιας ομάδας που για κάτι όμορφο αγωνίζεται. Αργότερα, μάλιστα,επηρεασμένη και από τις προσωπικές της εμπειρίες, από τη δική της «σκλαβιά», δεν θα διστάσει ούτε στιγμή, να αναλάβει πολλές φορές και η ίδια επικίνδυνες αποστολές. Θα γίνει η «μανούλα» όλων, η«μανούλα» μιας ολόκληρης ιδεολογίας.
«Συλλογιόμουνα τη δική μου ζωή, θεέ και κύριε! Πώς έζησα εγώ; Ξύλο… δουλειά… τίποτα δεν έβλεπα παρεκτός απ’ τον άντρα, τίποτα δεν ήξερα άλλο από το φόβο! Και το πώς μεγάλωνε ο Πάσια ούτε που το έβλεπα, κι αν τον αγαπούσα τότε που ζούσε ο άντρας μου ούτε που το ξέρω! Όλες οι φροντίδες, όλες οι σκέψεις μου ένα σκοπό είχαν να ταίσω το θεριό μου νόστιμο φαί, να τον χορτάσω, να προλάβω τι ήθελε για να μη θυμώνει, να μη με φοβερίζει με τις γροθιές, να με λυπηθεί έστω μια φορά. Δε θυμάμαι να με λυπήθηκε ποτές. Μ’ έδερνε, λες και δεν έδερνε τη γυναίκα του, μα όλους μαζί όσους δε χώνευε. Είκοσι χρόνια έζησα έτσι…».
«Η Νίλοβνα αγαπούσε και αγαπάει το γιο της, τώρα όμως αγαπάει σαν μάνα όλους τους καταπιεσμένους, νιώθει τον εαυτό της μάνα μια γιγάντιας οικογένειας, ολόκληρης της εργατικής τάξης, καταλαβαίνει πως είναι χρήσιμη στη μεγάλη υπόθεση του αγώνα. Και βήμα προς βήμα ξεπερνάει το φόβο, από δυστυχισμένη και απόλυτα υποταγμένη γυναίκα γίνεται ατρόμητη αγωνίστρια, ζει μια ζωή που καταλαβαίνει το νόημά της».
Ο γιος φυλακίζεται. Αυτό, αντί να τη λυγίσει, της δίνει δύναμη να συνεχίσει.
«Ευχαριστώ, μάνα! Ευχαριστώ, καλή μου!», της λέει όταν αποφυλακίζεται. «Γιατί βοηθάς στο μεγάλο μας έργο’ σ’ ευχαριστώ! Όταν ο άνθρωπος μπορεί να λέει τη μάνα καλή του και στην ψυχή, είναι μια σπάνια ευτυχία…».
Βέβαια δεν παύει να ανησυχεί για το μέλλον, για την πορεία των πραγμάτων, αλλά, παρόλ’ αυτά, αφήνει τον Πάβελ να διαχειριστεί ελεύθερα τη ζωή του χωρίς να δημιουργεί προβλήματα.
«Δικιά σου είν’ η ζωή, δικιά σου κι η δουλειά σου. Αλλά την καρδιά μου μην τη σπαράζεις! Πώς μπορεί να μη λυπάται η μάνα; Δεν μπορεί… Εγώ όλους σας λυπάμαι! Όλοι σας παιδιά μου είστε, όλοι σας τ’ αξίζετε! Και ποιος άλλος από μένα θα λυπηθεί;…»
Η Πρωτομαγιά φέρνει στη ζωή της Πελαγέα μία πρωτόγνωρη έξαψη. Και μία σιγουριά για τον δρόμο που επέλεξε ο μονάκριβός της. «Στην καρδιά της έδιναν παράξενα τόπο μια η θλίψη και μια η χαρά». Πιάνει κουβέντα με τους υπόλοιπους ανθρώπους που, ενθουσιασμένοι, βρίσκονται στην παράνομη διαδήλωση. Συμβουλεύει τις μητέρες να μην φοβούνται για τα παιδιά τους. Ακούει τα συγκινητικά λόγια του Πάβελ. Είναι εκεί, μπροστά, όταν τον συλλαμβάνουν. Μαζεύει την πεσμένη κόκκινη σημαία, μιλάει στο αναστατωμένο πλήθος. «Ακούστε, για το θεό! Όλοι εσείς είστε δικοί μας… όλοι εσείς, κόσμος με καρδιά… κοιτάξτε χωρίς φόβο, τι ήταν αυτό που έγινε; Περπατούν φρόνιμα τα παιδιά, το δικό μας αίμα, πάνε για το δίκιο… για όλους! Για όλους εσάς, για τα δικά σας τα παιδάκια έταξαν τον εαυτό τους στο δρόμο του γολγοθά… Ζητούν μέρες καλύτερες. Θέλουν μια άλλη ζωή, με την αλήθεια, με το δίκιο… Θέλουν το καλό για όλο τον κόσμο!
Μέσα της ένιωθε την καρδιά να σπαράζει, ένιωθε στο στήθος σφίξιμο, ο λαιμός στέγνωσε πυρωμένος. Βαθιά μέσα της ξεφύτρωναν λόγια μεγάλης αγάπης που αγκάλιαζαν όλα και όλους και της έκαιγαν τη γλώσσα, κουνώντας την όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο ελεύθερα…».
Και το συγκεντρωμένο πλήθος μαγεύεται, την ακούει με ενδιαφέρον και συμπάθεια.
«-Χρυσοί μου! είπε η μάνα, αγκαλιάζοντας τους όλους με τα κλαμένα μάτια της. Για τα παιδιά είν’ η ζωή, η γης δική τους είναι!».
Από αυτή τη στιγμή κι έπειτα η ανάγκη της να προσφέρει και η ίδια στον αγώνα, να μιλήσει στον κόσμο με λόγια απλά για το δίκαιο και την αναγκαιότητα της αφύπνισης, μεγαλώνει. Μετακομίζει στην πόλη και από κει προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες της όπου χρειαστεί. «Εσείς, χρυσέ μου, βάλτε με σ’ αυτή τη δουλειά, σας παρακαλώ. Θα πάω όπου με στείλετε».
Έτσι προχωράει η ζωή της, άλλοτε με μικρότερες και άλλοτε με μεγαλύτερες αποστολές και σε αναμονή για τη δίκη του γιού της.
«Όταν ήρθε η μέρα της δίκης η μάνα κουβάλησε μαζί της στην αίθουσα του δικαστηρίου το βαρύ, μαύρο φορτίο που της λύγιζε τη μέση».
Τα ήρεμα και σταθερά λόγια του Πάβελ και των συντρόφων του της δίνουν δύναμη και αισιοδοξία.
«Ένιωθε σαν να καμάρωνε για το γιο της.
Η καρδιά της νιότης πάντα σιμώνει στο δίκιο…».
Τα λόγια του τη συγκινούν.
«…Η κοινωνία που βλέπει τον άνθρωπο μόνο σαν εργαλείο για τον πολιτισμό της, είναι κοινωνία απάνθρωπη, εχθρική για μας, δεν μπορούμε να δεχτούμε την ηθική της, τη διπρόσωπη και ψεύτικη. Τον κυνισμό και τη σκληρότητα της απέναντι στο άτομο τα αντιπαθούμε, θέλουμε να αγωνιστούμε και θα αγωνιστούμε ενάντια σε όλες τις μορφές σωματικής και ψυχικής υποδούλωση του ανθρώπου από μια τέτοια κοινωνία, ενάντια σε όλες τις μεθόδους της που κερματίζουν τον άνθρωπο για χάρη της ιδιοτέλειας».
Η ποινή του παιδιού της είναι η εξορία. Τώρα πια αυτό που επείγει είναι να τυπωθεί ο λόγος του. Και δεν υπάρχει καταλληλότερος άνθρωπος από την Πελαγέα που θα μπορούσε να το αναλάβει. Μα δεν αρκείται μόνο σ’ αυτό. Αποφασίζει να μεταφέρει τα έντυπα και στον προορισμό τους. Κι ενώ αντιλαμβάνεται ότι την παρακολουθούν, συνεχίζει άφοβα. Τελικά την πιάνουν. Δεν διστάζει ούτε μια στιγμή, ανοίγει τη βαλίτσα και σκορπάει τα χαρτιά στον αέρα.
«Μη φοβάστε τίποτε! Δεν υπάρχει βάσανο πιο πικρό απ’ αυτό που όλη τη ζωή σας ανασαίνετε… Απ’ αυτό που κάθε μέρα σας ροκανίζει την καρδιά, σας στεγνώνει τα στήθια!...».
Οι χωροφύλακες τη σπρώχνουν, τη χτυπάνε, μα εκείνη συνεχίζει:
«Η αναστημένη ψυχή δε σκοτώνεται! Θάλασσες αίμα δεν την πνίγουν την αλήθεια… Μόνο μίσος μαζεύετε, τρελοί! Και θα σας πνίξει! Δυστυχισμένοι…».
Το τέλος δεν θα αργήσει να ‘ρθει. Η μάνα κείτεται σε λίγο νεκρή. Μα ήρεμη ότι έχει κάνει το χρέος της απέναντι στο γιο της, απέναντι στα παιδιά όλου του κόσμου, απέναντι στην ανθρωπότητα, πιστή στο ιδανικό και στο χρέος της ως την τελευταία στιγμή…