Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

Διήγησις περί των Ιβήρων, ήτοι των νυν καλουμένων Γεωργιανών, πως ήλθον εις θεογνωσίαν παρά τινος ΓΥΝΑΙΚΟΣ.



site analysis

Εις τας ημέρας του βασιλέως Κωνσταντίνου του Μεγάλου, εν έτει τλβ΄ (332), ήκμασε Γυνή τις ευσεβής, η οποία ήτο άκρως γεγυμνασμένη εις την ασκητικήν πολιτείαν. Όθεν μολονότι ηχμαλωτίσθη από τους Ίβηρας, μετεχειρίζετο και εκεί η μακαρία τους ιδίους αγώνας της ασκήσεως, επειδή δε οι Ίβηρες ήσαν τότε εστερημένοι της ιατρικής, δια τούτο, όταν τυχόν ησθένουν, συνήθιζον να προστρέχωσιν οι μεν προς τους δε, ζητούντες να μάθωσι τον τρόπον της ιατρείας της ασθενείας των εξ εκείνων, όσοι με την πείραν εδοκίμασαν την τοιαύτην ασθένειαν. Όθεν γυνή τις, έχουσα παιδίον, το οποίον δεινώς έπασχεν, επήγεν εις την ανωτέρω θεοσεβεστάτην Γυναίκα, ζητούσα να μάθη απ’ αυτήν, τι να πράξη εις την ασθένειαν του τέκνου της.
Εκείνη δε λαμβάνουσα το παιδίον και θέσασα τούτο επί κλίνης παρεκάλεσε τον Κύριον να το ιατρεύση· ο δε τα κρυπτά των καρδιών γινώσκων Κύριος, χωρίς να βραδύνη, εθεράπευσε αυτό. Εκ της αιτίας ταύτης η θαυμασία εκείνη Γυνή έγινε τόσον περίφημος, ώστε η φήμη της έφθασεν έως και εις τα ώτα της γυναικός του εκείσε βασιλέως, η οποία ευθύς προσέταξε να έλθη η αιχμάλωτος προς αυτήν, επειδή έπασχεν από πάθος χαλεπόν και δυσίατον. Η δε ταπεινόφρων Γυνή εις τούτο δεν επείθετο, κρίνουσα τον εαυτόν της ανάξιον, να υπάγη η αιχμάλωτος εις την βασίλισσαν. Αλλ’ η βασίλισσα, ως ουδέν νομίσασα το ύψος της βασιλείας, επήγε μόνη της εις την αιχμάλωτον· εκείνη δε θέσασα την βασίλισσαν να πλαγιάση επάνω εις την κλίνην της, όπου και το παιδίον επανεπαύθη, προσέφερεν εις αυτήν την ιεράν προσευχήν ιατρικόν του πάθους ταχύτατον. Ελευθερωθείσα λοιπόν η βασίλισσα από το πάθος, έδιδεν εις την αιχμάλωτον χρυσόν, άργυρον, πολύτιμα ιμάτια και άλλα πολλά, όσα είναι αποτελέσματα φιλοτιμίας βασιλικής, ίνα δια τούτων ανταμείψη αυτήν, ήτις τόσον ταχέως εδίωξε το πάθος της. Αλλ’ η θεία εκείνη και ευσεβεστάτη Γυνή έλεγεν εις την βασίλισσαν, ότι δεν χρειάζεται ταύτα, μισθόν δε και πληρωμήν μεγάλην της ιατρείας νομίζει το να γνωρίση εκείνη την εις Χριστόν πίστιν και ευσέβειαν και το να κτίση Ναόν εις το όνομα του Χριστού, ο οποίος εκ του πάθους την ηλευθέρωσεν. Η δε βασίλισσα, ταύτα ακούσασα, επέστρεψεν εις τα βασίλεια. Και τον μεν άνδρα της βασιλέα εξέπληξε δια την παράδοξον ιατρείαν του πάθους της· διηγουμένη δε και με ποίον τρόπον ιατρεύθη, εβεβαίωνεν, ότι ο Θεός της αιχμαλώτου, ο οποίος την ιάτρευσεν, είναι αληθώς και κυρίως Θεός. Έλεγε δε προς τούτοις, ότι είναι πρέπον να κτίσωσι Ναόν εις το όνομά του και ότι όλον το έθνος των Ιβήρων πρέπει να επιστραφή εις την του τοιούτου Θεού λατρείαν και πίστιν. Ο δε βασιλεύς την μεν ιατρείαν της γυναικός του εθαύμαζε και επήνει, Ναόν δε να κτίση δεν ήθελεν. Αφ’ ου δε παρήλθεν ολίγος καιρός, εξήλθε προς θήραν ο βασιλεύς· και οι μεν άλλοι εκυνήγουν ανεμποδίστως, ο δε βασιλεύς, μείνας μόνος μακράν των άλλων, προσεβλήθη από αορασίαν και δεν ήξευρε που να υπάγη. Όθεν απορρήσας δια το συμβεβηκός το οποίον ηκολούθησεν εις αυτόν, ενεθυμήθη την απείθειαν, την οποίαν έδειξεν εις τους λόγους της συζύγου του· και λοιπόν επικαλεσθείς εις βοήθειαν τον Θεόν της αιχμαλώτου Γυναικός, ηλευθερώθη από το σκότος και την αορασίαν. Έπειτα πορευθείς μόνος εις την ευσεβεστάτην αιχμάλωτον, παρεκάλει αυτήν να του δείξη εις ποίον σχήμα να κτίση τον Ναόν. Και η μεν Γυνή εσχημάτιζε τον Ναόν, οι δε τεχνίται του βασιλέως έκτιζον αυτόν. Αφ’ ου δε έλαβε τέλος ο Ναός και έπρεπε να εγκαινιασθή από Αρχιερέα, εύρε και τούτου την ευκολίαν η θαυμασία εκείνη Γυνή, διότι αυτή κατέπεισε τον βασιλέα της Ιβηρίας να γράψη προς τον βασιλέα των Χριστιανών και να ζητήση να σταλή εκείθεν διδάσκαλος της ευσεβείας. Τότε ήτο βασιλεύςτων Χριστιανών ο Μέγας Κωνσταντίνος, καθώς προείπομεν, ο οποίος μαθών την αιτίαν της αιτήσεως ηυχαρίστησε τον Θεόν και υποδεξάμενος φιλοφρόνως τους απεσταλμένους πρεσβευτάς, έστειλεν εις την Ιβηρίαν Αρχιερέα τινά εστολισμένον με πίστιν και σύνεσιν και με πολιτείαν ενάρετον, ομού και δώρα πολλά, δια να γίνη κήρυξ και διδάσκαλος της θεογνωσίας εις το έθνος εκείνο. Ούτος λοιπόν πορευθείς εκεί, με θαύματα και διδασκαλίας είλκυσεν εις την πίστιν του Χριστού όλους τους ανθρώπους και εβάπτισεν αυτούς· κτίσας δε εις διάφορα μέρη ιερούς Ναούς και χειροτονήσας Ιερείς, επέστρεψεν εις θεογνωσίαν όλον το έθνος των Ιβήρων και ούτως απήλθε προς Κύριον. Ούτος είναι ο τρόπος της υπό των Ιβήρων επιγνώσεως του αληθινού Θεού

Τη ΚΘ΄ (29η) του Οκτωβρίου, μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ της Ρωμαίας.


 site analysis 
Αναστασία η Αγία Οσιομάρτυς του Χριστού η σήμερον εορταζομένη ήτο από την μεγαλόδοξον Ρώμην, έζη δε κατά τους χρόνους Δεκίου του βασιλέως και των διαδόχων αυτού Γάλλου και Βαλεριανού εν έτει σνστ΄ (256). Είναι δε και άλλη Μάρτυς Αναστασία η επιλεγομένη Φαρμακολύτρια, καταγομένη και αυτή από την Ρώμην, ακμάσασα κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού, αλλά τα μεν περί αυτής ας ίδη πας τις εις την κβ΄ (22αν) του Δεκεμβρίου μηνός, ότε επιτελείται η μνήμη αυτής· ενταύθα δε να διηγηθώμεν τα περί της σήμερον εορταζομένης, ήτις τον Χριστόν εκ βρέφους ποθήσασα, ήρε τον ζυγόν αυτού τον χρηστόν και γλυκύτατον και εβάστασε το ελαφρόν αυτού φορτίον, ήτοι της μοναδικής πολιτείας, ύστερον δε ηξιώθη του Μαρτυρίου και υπέμεινε γενναίως και ανδρειότατα υπέρ της αγάπης του ουρανίου Νυμφίου αυτής διάφορα και πάνδεινα κολαστήρια· όθεν και υπ’ αυτού εδοξάσθη μεγάλως με τριπλούν στέφανον· ένα μεν δια την παρθενίαν αυτής, άλλον της ασκήσεως και έτερον τον του Μαρτυρίου, περί του οποίου θα διηγηθώμεν επιμελώς προς όφελος των αναγιγνωσκόντων.
Αύτη η αξιέπαινος κόρη και της του Θεού και Σωτήρος ημών Χριστού Αναστάσεως επώνυμος απηρνήθη πατέρα, μητέρα και συγγενείς, εμίσησε πλούτον και δόξαν και πάσαν σωματικήν ηδυπάθειαν και εγκατέλιπεν άπαντα τα ρευστά και πρόσκαιρα αγαθά, δια να απολαύση τα αεί και πάντοτε διαμένοντα. Απήλθε λοιπόν εις το Μοναστήριον, όταν ήτο ετών είκοσι, και την εκούρευσεν ενάρετός τις και εγγράμματος Μοναχή, ονόματι Σοφία, ήτις εδίδασκεν αυτήν και ενουθέτει επιμελώς εις την μοναδικήν πολιτείαν. Η δε νεάνις, συνετή και εύτακτος, ωφελείτο διηνεκώς από τας νουθεσίας της διδασκάλου και εδείκνυε πολλήν αρετήν. Η δε Σοφία εδόξαζε τον Κύριον, βλέπουσα την πνευματικήν αυτής θυγατέρα να προκόπτη εις τον ένθεον έρωτα. Ο εχθρός όμως εφθόνει της κόρης την γενναιότητα και της έδωκεν εις την σάρκα μεγάλον και σφοδρότατον πόλεμον, ίνα την αναγκάση, εάν δυνηθή, να μισήση την μοναδικήν πολιτείαν ή καν να γίνη αμελής εις την άσκησιν. Αλλ’ η Αγία ποσώς δεν ώκνει εις τους πνευματικούς αγώνας, μάλιστα και προθυμοτέρα εγίνετο, όσον δε έβλεπε τον εχθρόν και επίβουλον, ότι την επολέμει δυνατά, τοσούτον και αυτή ανδρείως αντηγωνίζετο και ούτω κατά κράτος ενίκα και κατήσχυνε τον πειράζοντα. Βλέπων δε ο μισόκαλος ότι με τον τρόπον τούτον δεν ηδυνήθη να νικήση, επεχείρησε και άλλην επιβουλήν ο τρισάθλιος, ήτοι εφανέρωσεν αυτήν εις τους υπηρέτας της ασεβείας και διακόνους του, οίτινες είχον τον καιρόν εκείνον πόθον πολύν και επιμέλειαν να βασανίζωσι τους Χριστιανούς με διάφορα κολαστήρια. Δραμόντες λοιπόν ούτοι ανήγγειλαν προς τον ηγεμόνα Πρόβον, ότι η Αναστασία ούτε τους θεούς αυτών προσεκύνει, ούτε τους βασιλείς εσέβετο, αλλά εκήρυττε τον Χριστόν Θεόν αληθή και Ποιητήν πάσης της κτίσεως. Συνάξας λοιπόν ο Πρόβος πολυάνθρωπον θέατρον, προστάσσει να φέρωσιν εκεί την μακαρίαν, οι δε υπηρέται απήλθον ευθύς με μεγάλην ορμήν εις το Μοναστήριον και θραύσαντες τας θύρας εισήλθον μετά αναισχυντίας, ζητούντες την Αναστασίαν εξ ονόματος. Η δε διδάσκαλος αυτής Σοφία, ιδούσα την μανίαν των στρατιωτών, εγνώρισε την αιτίαν και τους παρεκάλεσε να αναμείνωσιν ολίγην ώραν. Λαβούσα δε την Αναστασίαν μετά δακρύων, απήλθον κρυφίως εις το θυσιαστήριον και λέγει προς αυτήν τοιαύτα έμπροσθεν της ιεράς Εικόνος του Δεσπότου Χριστού: «Εγώ, ηγαπημένη μου θύγατερ, από την ώραν, κατά την οποίαν σε ανεδέχθην, δεν ημέλησα ουδόλως να σε διδάσκω εις την κατά Θεόν πολιτείαν, και τώρα έφθασες εις ηλικίαν του πληρώματος του Χριστού. Ύπαγε λοιπόν προς αυτόν αγαλλιωμένη, διότι με αυτόν σε νυμφεύω σήμερον, εις αυτόν σε προσάγω και εις αυτόν σε παραδίδω να σε δεχθή δια νύμφην του άφθορον. Ιδού και Νυμφών ευπρεπής, και ο καλών αψευδής, και παρίστανται οι Άγιοι Άγγελοι να σε οδηγήσωσιν ως νύμφην Χριστού εις τους ουρανίους θαλάμους, να αγάλλησαι και να συνευφραίνησαι μετ’ αυτού πάντοτε, εις την ευφροσύνην εκείνην την ανεκλάλητον. Βάδισον την στενήν του Μαρτυρίου και τεθλιμμένην οδόν, ότι δι’ αυτής υπάγει εις την ευρυχωρίαν και την αιώνιον αναψυχήν η ψυχή σου· επειδή πρέπον είναι και δίκαιον όχι μόνον βασανιστήρια πάνδεινα να υπομείνωμεν δια την αγάπην του Χριστού, αλλά και αυτόν τον θάνατον να λάβωμεν αγαλλιώμενοι, διότι, εάν αυτός ο Κύριός μας και Δεσπότης απέθανε δι’ ημάς, πως να μη μιμηθώμεν και ημείς προθύμως τον εκείνου δια την σωτηρίαν μας θάνατον; Μάλιστα, ηγαπημένη μου θύγατερ, δεν λογίζεται θάνατος το να αποθάνης δια τον Χριστόν, αλλά ευφροσύνη, χαρά, ηδονή, λαμπρότης και αγαλλίασις, φως του φωτός τούτου γλυκύτερόν τε και ωραιότερον και διάβασις και μετάστασις από τα φθαρτά και πρόσκαιρα εις τα άφθαρτα και αιώνια, από τα λυπηρά και παμμόχθηρα, εις τα χρηστότερα και χαρμόσυνα. Τώρα υπάγεις, φιλτάτη μου, εις τα βέβαια και μόνιμα, τα διηνεκή και μηδέποτε λήγοντα, να συνευφραίνησαι μετά των φρονίμων Παρθένων εις εκείνην την άρρητον ηδονήν και άφραστον αγαλλίασιν, την αεί και πάντοτε διαμένουσαν. Μη δειλιάσης λοιπόν το αυστηρόν των τυράννων και το δριμύ των κολάσεων, διότι ο Δεσπότης Χριστός, ο Νυμφίος σου, θέλει σου παρασταθή δια να ελαφρύνη τους πόνους σου. Αν δε σε αφήση και ολίγον να κακοπαθήσης, δια να φανή η υπομονή σου και η δοκιμή της πίστεώς σου και δια να θαυμάσωσιν οι ορώντες την ανδρείαν και προθυμίαν σου, πάλιν δεν θέλει σε εγκαταλείψει έως τέλους· αλλ’ όταν αδυνατίσης, τότε θέλει σβεσθή η δριμύτης των πληγών και των πόνων σου και θέλει σου ανατείλει φως και παράκλησις, δόξα δε Κυρίου θέλει σε κυκλώσει». Ταύτα και έτερα πλείονα είπεν η πάνσοφος Σοφία προς την παρθένον. Αύτη δε της απεκρίθη λέγουσα· «Ποίησον δέησιν, μήτερ μου, και ικεσίαν προς τον Δεσπότην μας, να μου στείλη εξ ύψους δύναμιν και βοήθειαν, να μη δειλιάσω την των τυράννων ωμότητα, ότι το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σάρξ ασθενής, και χωρίς της θείας βοηθείας δεν κατορθούται το αγαθόν. Εύξαι λοιπόν θερμώς υπέρ εμού, μήτερ μου, και θέλω σπουδάσει, κραταιουμένη από την δύναμιν του Θεού και από τας ευχάς σου, να φυλάξω πάσας τας εντολάς απαρασαλεύτους». Ταύτα είπεν η παρθένος προς την διδάσκαλον, παρευθύς δε έδραμον οι στρατιώται και την ήρπασαν ως αρνίον από την μητέρα του και δένοντες αυτήν με σίδηρα, την επήγαν εις το κριτήριον χαίρουσαν· βλέποντες δε οι στρατιώται τοσαύτην ευκοσμίαν και ωραιότητα εθαύμαζον. Ο δε Πρόβος καθήσας εις το κριτήριον ηρώτησε την Αγίαν πως ωνομάζετο. Η δε απεκρίνατο: «Αναστασία καλούμαι, διότι ο Κύριος με ανέστησε, δια να καταισχύνω σήμερον σε και τον πατέρα σου τον διάβολον». Ταύτην την τραχείαν απόκρισιν ακούσας ο Πρόβος ηβουλήθη να καταμαλάξη με κολακείας το αυστηρόν αυτής και απότομον, μη γινώσκων ο ανόητος ότι η κόρη είχεν εις την πίστιν την ψυχήν στερεωτέραν αδάμαντος. Έλεγε λοιπόν προς αυτήν: «Άκουσόν μου, θύγατερ, επειδή σε συμβουλεύω προς το συμφέρον σου, και θυσίασον εις τους μεγάλους θεούς, να σε νυμφεύσω με πλουσιώτατον άρχοντα, να σου δώσω χρυσίον πολύ, αργύριον, ιμάτια λαμπρά, υπηρετών και αιχμαλώτων πληθύν, να γίνης εις μίαν στιγμήν ευγενής και περίδοξος. Γνώρισον λοιπόν το συμφέρον σου και πράξον άξια της ωραιότητος και της ψυχικής ευγενείας σου. Μη θελήσης να δοκιμάσης τον θυμόν μου και να μάθης πόσον μέγα κακόν είναι η ασέβεια, διότι εγώ (οι θεοί το γνωρίζουσι) σε λυπούμαι δια το κάλλος σου και ως να ήμην κατά σάρκα πατήρ σου φροντίζω δια το όφελός σου και σε συμβουλεύω το συμφέρον σου· εάν όμως δεν μου ακούσης, είναι ανάγκη να δοκιμάσης τον θυμόν μου και την αγριότητά μου, όπως είδες τώρα την ευμένειαν και ημερότητά μου και τότε θα μετανοήσης ανωφελώς». Ταύτα η Μάρτυς ακούσασα, ενεθυμήθη των μητρικών παραινέσεων της σοφής διδασκάλου Σοφίας και απεκρίθη ταπεινώς λέγουσα· «Δι’ εμέ, ω δικαστά, Νυμφίος, πλούτος και ζωή, είναι ο γλυκύτατος Χριστός, ο Δεσπότης μου, ο δε δι’ αυτόν θάνατος είναι δι’ εμέ και της ζωής τιμιώτερος. Δια τον Χριστόν μου πάντα τα ηδέα και απολαυστικά της γης κατεφρόνησα. Χρυσόν, άργυρον, λίθους πολυτίμους και τα λοιπά, τα οποία τιμώσιν οι φιλόσαρκοι, ως πηλόν λογίζομαι· πυρ δε και ξίφος και σίδηρον, μελών στέρησιν, πληγάς τε και μάστιγας και ει τι άλλο νομίζετε δια τιμωρίαν, εγώ τα έχω δια ηδονήν και αγαλλίασιν, αποβλέπουσα εις τον Δεσπότην Χριστόν και Σωτήρα μου. Όχι δε μόνον να πάθω τοιαύτα δεινά δι’ αγάπην του, αλλά και να αποθάνω μυριάκις επιθυμώ δι’ αυτόν. Μη υποκρίνεσαι λοιπόν ότι λυπείσαι την καλλονήν μου, η οποία μαραίνεται ως τα άνθη του αγρού, αλλά ποίησον παν ό,τι είναι εις την εξουσίαν σου, δια να μη παρέρχεται ο καιρός ματαίως, διότι εγώ ξυλίνους ή λιθίνους θεούς δεν θέλω προσκυνήσει ποτέ». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών εθυμώθη και προστάσσει πρώτον μεν να την δείρωσιν ανηλεώς εις το πρόσωπον, έπειτα δε να την γυμνώσωσι δια να την βλέπη όλον το θέατρον προς αισχύνην της. Εγλυμνωσαν λοιπόν εκείνο το πάγκαλον σώμα και εις τους Αγγέλους αιδέσιμον και το παρέστησαν ενώπιον πάντων χωρίς τινος σκεπάσματος δια να καταφρονηθή υπό πάντων. Τότε της λέγει ο άρχων: «Ούτω σου πρέπει δια την υπερηφάνειάν σου να διαπομπεύεσαι ενώπιον τοσούτων οφθαλμών ανδρών· αλλά καν τώρα ζήτησον την ευμένειαν των θεών και μη θελήσης να ίδης προώρως μαραινόμενον τοσούτον κάλλος και να απολεσθής αθλιώτατα, διότι, εάν δεν ποιήσης το θέλημά μου, ουδείς δύναται να σε λυτρώση από τας χείρας μου, αλλά θέλω σε κατακόψει εις λεπτά τεμάχια και θέλω σε ρίψει να σε φάγωσι τα άγρια θηρία». Η δε Αγία απεκρίνατο· «Εγώ, ω ηγεμών, την γύμνωσιν ταύτην του σώματος δεν την έχω δι’ αισχύνην, αλλά δια καλλωπισμόν και μάλιστα λαμπρότατόν τε και ευπρεπέστατον· διότι, εκδυθείσα τον παλαιόν άνθρωπον, επιθυμώ να ενδυθώ τον νέον με δικαιοσύνην και αλήθειαν· όθεν είμαι έτοιμος να λάβω και αυτόν τον θάνατον, με τον οποίον με εφοβέρισας, διότι έχω αυτόν πολλά ποθεινότατον. Εάν δε και τα μέλη μου κατακόψης, ωμότατε δικαστά, και εκριζώσης την γλώσσαν, τους οδόντας και τους όνυχας, τότε μάλλον θα με ευεργετήσης περισσότερον. Όλην εμαυτήν χρεωστώ εις τον Δημιουργόν και Σωτήρα μου και τούτον ποθώ να δοξασθή εις όλα τα μέλη μου, έτι δε να παραστήσω αυτά εις αυτόν κεκαλλωπισμένα με τον στολισμόν της ομολογίας». Αυτά και έτερα όμοια είπεν η Αγία, δια να θυμωθή ο δικαστής, να μη την λυπηθή και την αφήση ατιμώρητον και στερηθή των στεφάνων της αθλήσεως. Θαυμάσας λοιπόν ο άρχων και όλον το θέατρον τοσαύτην παρρησίαν μιας παρθένου, αφήκε τας κολακείας και επιχειρίζεται τας τιμωρίας και δεινά κολαστήρια. Όθεν προστάσσει να καρφώσωσιν εις την γην τάσσαρας πασσάλους επάνω εις τους οποίους την ετάνυσαν και την εκρέμασαν αντιστρόφως και κάτωθεν μεν είχον πυρ με έλαιον, πίσσαν, θείον και άλλα όμοια, με τα οποία κατεφλέγοντο το στήθος, η κοιλία και τα σπλάγχνα της, άνωθεν δε την έδερον εις την ράχιν με ράβδους οι άσπλαγχνοι. Ούτω λοιπόν έπασχεν η αείμνηστος βασανιζομένη ώραν πολλήν, ήτο δε η ράχις και όλα τα νώτα της καταξεσχισμένα από τους ραβδισμούς· έμπροσθεν δε κατεφλέγοντο αι σάρκες, αι φλέβες και το αίμα, είχε δε τόσην οδύνην και πόνους, ώστε είναι αδύνατον να τα περιγράψη τις, αλλά και μόνον εις το άκουσμα τοιούτων βασάνων δειλιά και θαυμάζει πας άνθρωπος. Αλλ’ η Μάρτυς (ω ψυχής γενναίας όντως δια Χριστόν και αναγκων της φύσεως υψηλοτέρας!) με την ευχήν μόνην, ώσπερ με δρόσον τινά, έσβυνε την σφοδρότητα του πυρός ενθυμουμένη τα παλαιά του Θεού θαυμάσια, επειδή είχεν πολλήν σύνεσιν και σοφίαν των θείων Γραφών και ούτως ελάφρυνε τας οδύνας της. Το δε άγριον και απάνθρωπον εκείνο θηρίον, ο βασιλεύς, ιδόν ότι δεν εδειλίασε τοσαύτας βασάνους, προστάσσει να την δέσωσιν εις τροχόν· και ευθύς εγένετο έργον ο λόγος του, γυρίζων δε ο τροχός δια τινος μηχανής συνέτριψε τα οστά της Αγίας, τα νεύρα και οι αρμοί ετανύοντο και όλη, φεύ! Η πλάσις του σώματος μετετοπίσθη από την φυσικήν αρμονίαν και έμεινεν ελεεινόν θέαμα. Η δε Μάρτυς πάλιν επεκαλείτο εκείνον, όστις ηδύνατο να την βοηθήση εν καιρώ θλίψεως και να την λυτρώση από τας χείρας των εχθρών, ταύτα λέγουσα· «Θεέ θεών, ο Κύριος των δυνάμεων, ο Θεός της σωτηρίας μου, η υπομονή, η καταφυγή μου και δύναμις, η ελπίς της ψυχής μου και σωτηρία μου, μη μακρύνου απ’ εμού, ότι εξέλιπεν εις οδύνην η ζωή μου, εκολλήθη εις γην η γαστήρ μου «και τα οστά μου ωσεί φρύγιον συνεφρύγησαν» (Ψαλμ. ρα:4) και δος μοι βοήθειαν εν ώρα θλίψεως «ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν (Ψαλμ. ιζ: 33). Ταύτα προσευξαμένης της Αγίας, ω ταχείας επισκοπής! Ω οξυτάτης λυτρώσεως! Ευθύς ευρέθη αύτη ελευθερωμένη εξ εκείνου του χαλεπού μηχανήματος και ίστατο έμπροσθεν του δικαστού υγιής εις όλον το σώμα άνευ ουδενός σημείου πληγής ή καύματος πυρός εις τας σάρκας της. Αλλ’ αυτός ο τετυφλωμένος δεν ηδυνήθη να αισθανθή την θαυματουργίαν της θείας δυνάμεως, μεμεθυσμένος από την ας΄ρβειαν και μανίαν και σκότος περικείμενος· όθεν εκρέμασε πάλιν αυτήν εις το ξύλον και με όνυχας σιδηρούς την κατέσχιζαν. Η δε Αγία προσηύχετο και ευθύς ήλθεν εξ ύψους βοήθεια, ητόνησαν οι δήμιοι και αύτη ίστατο ουδέ ποσώς οδυνωμένη. Απορών δε ο ηγεμών ηγείρετο πολλάκις από τον θρόνον του με πολλήν οργήν και θυμόν, μη γνωρίζων τι να πράξη. Ο διάβολος όμως, όστις του ωμίλει κρυφίως, του ενεθύμισε να κόψη τους μαστούς της Αγίας. Αύτη η τιμωρία είναι χαλεπή και δριμυτάτη, ακροαταί, διότι εις το μέρος αυτό είναι μάλιστα καθιδρυμένη και ερριζωμένη η καρδία. Αλλά η Μάρτυς, έχουσα μεγαλύτερον πάθος εις την καρδίαν δια τον έρωτα του Χριστού, κατεφρόνησε του μικρού και ελάσσονος. Ο δε τύραννος, ιδών ότι και ταύτην την χαλεπωτάτην βάσανον υπέμεινεν η Οσία, ηγωνίζετο ο αλιτήριος να νικήση την υπερβολήν της καρτερίας με την υπερβολήν των κολάσεων· όθεν ανέσπασεν αυτής όλους τους οδόντας και τους όνυχας. Η δε Αγία, ως να μη ησθάνετο πόνον τινά, ηυχαρίστει θερμότερον τον Κύριον, διότι ηξιώθη να γίνη συγκοινωνός αυτού εις τα Πάθη, ενύβριζε δε και τους θεούς του τυράννου, σκότος αυτούς και πλάνους και δαίμονας και απώλειαν ψυχής ονομάζουσα. Ταύτα μη υποφέρων να ακούη ο δικαστής (επειδή εις τους ασθενείς οφθαλμούς είναι μισητόν το φως το γλυκύτατον) κελεύει να ανασπάσωσι την γλώσσαν της Αγίας από την φάρυγγα. Η δε Μάρτυς ουδόλως εδειλίασε την τιμωρίαν ταύτην, μόνον εζήτησεν ολίγην διορίαν δια να αποδώση την πρέπουσαν προσευχήν με το όργανον της φωνής και να δοξάση τον Κύριον. Ευχαριστήσασα λοιπόν τον Θεόν εποίησε δέησιν εις αυτόν όπως την αξιώση να επιστέψη με ένδοξον τέλος το Μαρτύριόν της και όσοι ασθενείς την επικαλεσθώσιν εις βοήθειαν, να τους δίδη την θεραπείαν ως ιατρός παντοδύναμος. Ταύτα της Αγίας προσευξαμένης, ήλθε φωνή ουρανόθεν μαρτυρούσα την αποδοχήν των αιτημάτων της, ήτοι ότι θα γίνη το θέλημά της καθώς εζήτησε. Τότε η Μάρτυς ακούσασα την θείαν φωνήν εχάρη και λέγει εις τον δήμιον να τελέση το προσταττόμενον, εκείνος δε έκοψεν, οίμοι! με σίδηρον την θεολόγον εκείνην γλώσσαν, την φθεγγομένην τα θεία λόγια. Έτρεχον λοιπόν τα αίματα και εκοκκίνισαν τα ιμάτια της αμώμου νύμφης του Χριστού, ήτις από τον πόνον ολιγοψυχήσασα εζήτησεν ύδωρ και της το έδωκεν ευσεβής τις και ενάρετος Χριστιανός ονόματι Κύριλλος, όστις δια την μικράν αυτήν καλωσύνην του ψυχρού ποτηρίου απολαμβάνει αντιμισθίαν παρά Θεού τον στέφανον της αθλήσεως. Διότι μανθάνων ο Πρόβος, ότι ελυπήθη την Αγίαν και της έδωκεν ύδωρ, προσέταξε να κόψωσι τας κεφαλάς και των δύο και ούτως ετέλεσαν τον δρόμον του Μαρτυρίου αμφότεροι. Έμεινε δε ερριμμένον ημέρας τινάς το λείψανον της Οσίας χωρίς ουδόλως να εγγίση εις αυτό πετεινόν ή θηρίον από θείαν νεύσιν και βούλησιν. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και θείος Άγγελος ουρανόθεν καταπέμπεται να αποδώση εις την διδάσκαλον αυτής Σοφίαν το άγιον λείψανον, η οποία προσηύχετο από την ώραν που έλαβον από τας αγκάλας της την Αναστασίαν και εδέετο προς τον Κύριον να την ενδυναμώνη έως τέλους, να μη νικηθή από κολακείας ή να δειλιάση τα κολαστήρια και ζημιωθή των στεφάνων. Ούτω λοιπόν προσευχομένη της Σοφίας μετά θερμών δακρύων και εξ όλης ψυχής, εφάνη εις αυτήν Άγιος Άγγελος, αφού ετελείωσεν η Αγία και απήλθεν εις τον ουράνιον θάλαμον να αγάλλεται αιώνια, όστις αναγγέλλει εις αυτήν το ποθούμενον τέλος της Οσιομάρτυρος Αναστασίας, το ευκταιότατον μήνυμα και ήδιστον και γλυκύτατον εις αυτήν άκουσμα· έτι δε και οδηγός αυτής γίνεται και της έδωκε το ποθεινότατον εις αυτήν και σεβάσμιον της Μάρτυρος λείψανον, εις το οποίον περιχυθείσα η μακαρία Σοφία και καταφιλούσα αυτό με θερμά δάκρυα και πολλήν αγαλλίασιν, έλεγε ταύτα: «Ποθεινόν μου και πολυέραστον τέκνον, το οποίον ανέθρεψα καλώς με κόπον πολύν, με ησυχίαν και άσκησιν, ευχαριστώ σοι, ότι δεν κατεφρόνησας τας επαγγελίας, δεν ηστόχησας τας νομοθεσίας, ουδέ παρείδες τας εντολάς, αλλά εφύλαξας τας υποσχέσεις και παρέστης εις Χριστόν τον Νυμφίον σου περιβεβλημένη παρθενίας ιμάτιον, πεποικιλμένη με του Μαρτυρίου τα στίγματα και εστολισμένη με στέφανον εκ λίθων τιμίων, τώρα δε κατοικείς εις τόπον σκηνής θαυμαστής, εις τον οίκον της δόξης Κυρίου και συν Αγγέλοις ευφραίνεσαι. Δια τούτο παρακαλώ σε, φιλτάτη μου θύγατερ και πνευματική μητέρα μου, γενού μοι της προσκαίρου ταύτης ζωής καλή γηροτρόφος και μεσίτις άμα και πρέσβυς προς τον Δεσπότην μας να με αξιώση της ουρανίου Βασιλείας του». Αυτά και έτερα λέγουσα η φιλόπαις και φιλόθεος Σοφία ενηγκαλίζετο και καταφίλει το τίμιον λείψανον, αλλά δεν ηδύνατο να το εγείρη δια το γήρας· όθεν, ενώ εσυλλογίζετο περί τούτου, εφάνησαν αίφνης δύο άνδρες εις το είδος και τον τρόπον αιδέσιμοι, οίτινες ήγειραν το σεβάσμιον εκείνο και ιερλωτατον λείψανον και το επήγαν μετά της Σοφίας εις την Ρώμην και το απέθεσαν εντός αυτής λαμπρώς και εντίμως εις δόξαν Θεού Πατρός και Κυρίου Ιησού Χριστού, μεθ’ ου τιμή και κράτος, συν Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Τη ΚΘ΄ (29η) Οκτωβρίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΑΝΝΗΣ, της μετονομασθείσης Ευφημιανός.



site analysis

Άννα η Οσία Μήτηρ ημών εγεννήθη εις το Βυζάντιον, από ευλαβή τινα έγγαμον Διάκονον του εν Βλαχέρναις Ναού της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, ονόματι Ιωάννου· αφ’ ου δε απεβίωσαν οι γονείς της, εφρόντισεν η μάμμη της να την ενώση δια γάμου με άνδρα ευλαβέστατον, μετά του οποίου απέκτησε δύο τέκνα. Ελθών όμως τότε από το όρος του Ολύμπου ο εκ πατρός θείος της, Μοναχός ων ασκητικώτατος και διορατικώτατος, του οποίου μολονότι έκοψε την γλώσσαν Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος, ο εικονομάχος, ο βασιλεύσας κατά τα έτη ψιζ΄- ψμα΄ (717 – 741), εν τούτοις ελάλει ανεμποδίστως, ούτος, λέγω, άμα είδε την ανεψιάν του ταύτην Άνναν, φωτισθείς υπό της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, είπεν ως προορατικός ταύτα, τα οποία εφανέρωναν την μέλλουσαν προκοπήν της Αγίας·
«Διατί ηνώσατε με άνδρα την Άνναν, η οποία μόνον εις αγώνας και πόνους ασκητικούς αποβλέπει»; Ταύτα δε ειπών εκείνος και ευχηθείς αυτήν, ανεχώρησεν. Αφ’ ου δε παρήλθον έτη τινά και κατεβιβάσθησαν εις τα πέταυρα του Άδου οι δυσσεβείς βασιλείς Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος και ο τούτου μιαρώτατος γόνος Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος, έτι δε και ο του Κοπρωνύμου υιός Λέων Δ΄ ο Χάζαρος, ανήλθον δε εις τον θρόνον ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄ και η Ειρήνη, οι Ορθόδοξοι και πιστότατοι βασιλείς, οι βασιλεύσαντες εν έτει ψπ΄ (780), τότε μαθόντες αυτοί τους πειρασμούς και τα βάσανα, όσα υπέστη από τον θηριώνυμον Λέοντα και τον Κοπρώνυμον Κωνσταντίνον ο αγιώτατος θείος της Οσίας Άννης, έστειλαν και τον έφεραν δια να λάβουν την ευχήν και την ευλογίαν του Αγίου τούτου ανδρός. Αφ’ ου δε συνεβούλευσεν εκείνος τους βασιλείς τα συμφέροντα προς την ευαρέστησιν του Θεού και ητοιμάζετο πάλιν να αναχωρήση από την Κωνσταντινούπολιν και να υπάγη εις την ησυχίαν, είπε προς την ανεψιάν του ταύτην Άνναν, η οποία εκυοφόρει τότε το δεύτερον αυτής τέκνον· «Ανδρίζου τέκνον, και ίσχυε, διότι «πολλαί αι θλίψεις των δικαίων» (Ψαλμ. λγ: 20). Γνώριζε δε, ότι αν δεν σκεπάσης τον άνδρα σου εις τον τάφον, δεν θέλεις γεννήσει το παιδίον, το οποίον έχεις τώρα εν τη κοιλία σου». Επληρώθη δε και η προφητεία αύτη του Οσίου, διότι μετά τον έκτον μήνα απέθανεν ο σύζυγος αυτής. Θρηνήσασα λοιπόν η Άννα πικρώς δια τον θάνατον του ανδρός της, κατεξήρανε τον εαυτόν της εκ της λύπης. Αφ’ ου δε εγέννησε και απεγαλάκτισε το νεώτερον αυτό τέκνον της, το παρέδωκεν εις τας χείρας του ετέρου θείου της, εκράτησε δε παρ’ εαυτή το έτερον τέκνον, το οποίον ήτο ολίγον μεγαλύτερον και επεδόθη εις τους ασκητικούς αγώνας. Οποίοι δε και πόσοι ήσαν οι αγώνες της, εκείνη μόνη η μακαρία τους εγνώριζεν, επειδή εις το κρυπτόν τούτους μετεχειρίζετο, αποφεύγουσα την δόξαν των ανθρώπων. Εις τους αγώνας τούτους της ασκήσεως ευρισκομένης της Αγίας, έρχεται πάλιν από τον Όλυμπον ο διορατικώτατος εκείνος θείος της· η δε Άννα, τούτον ιδούσα, έπεσεν εις τους πόδας του και εζήτει την ευλογίαν του. Ο δε είπε προς αυτήν· «Ενδυναμού εν Κυρίω, τέκνον· που είναι το παιδίον σου;» Η δε απεκρίθη· «Το μεν νεώτερον παρέδωκα εις τον αδελφόν σου και μετά Θεόν ευεργέτην μου, το δε άλλο ευρίσκεται μετ’ εμού». Ταύτα δε ειπούσα και άλλα τινά λόγια προσθέσασα, τα οποία είναι ίδια λυπημένης καρδίας, εκάλεσε και τα δύο τέκνα της και τα παρέστησεν εις τον τίμιον Γέροντα. Παρεκάλει δε αυτόν μετά δακρύων λέγουσα· «Εύξαι, ω Πάτερ τίμιε, δια τα τέκνα μου ταύτα». Ο δε Γέρων είπε· «Δεν έχουσιν αυτά ανάγκην ευχής». Τούτο ακούσασα η Άννα, βαρέως το εδέχθη και εκ βάθους καρδίας στενάξασα είπεν· «Αλλοίμονον εις εμέ την αμαρτωλήν! Τι άραγε μέλλει να γίνωσι τα κατ’ εμέ;» Και ο Γέρων είπε· «Δεν σου είπον, τέκνον, ότι πολλαί αι θλίψεις των δικαίων; Εάν δε ημείς δεν υπομείνωμεν θλίψεις και πειρασμούς, δεν δυνάμεθα να σωθώμεν· διότι ούτως είναι πρέπον και αρεστόν εις τον Θεόν». Η δε Άννα λέγει· «Μήπως, Πάτερ μου, εφάνη εύλογον εις τον Δεσπότην Χριστόν να μεταστήση εις την εκεί ζωήν τα ανήλικα ταύτα τέκνα μου»; Και ο γέρων απεκρίθη· «Καλώς είπας, θύγατερ, διότι εντός ολίγου θέλει τα αφαιρέσει από σε ο Κύριος». Η δε Άννα, ευχαριστήσασα τον Θεόν, καθώς ήτο πρέπον και πεσούσα εις τους πόδας του τιμίου Γέροντος, έλαβε την ευχήν και ευλογίαν του. Μετά δε την αναχώρησιν του Γέροντος ήρχισε να διαμοιράζη τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς δια των δύο χειρών της. Επειδή δε μετ’ ολίγον καιρόν απέθανον και τα δύο της τέκνα, εθρήνησε μεν ταύτα μετά δακρύων, διαμοιράσασα δε εις τους πτωχούς και τα υπόλοιπα πράγματα, τα οποία της εναπέμειναν, περιήρχετο τας Εκκλησίας προσκυνούσα, προσευχομένη και ανάπτουσα τας κανδήλας των Αγίων Εικόνων. Τέλος, ευρούσα η Οσία Μοναχόν τινα από τον Όλυμπον, εκουρεύθη παρ’ αυτού και έγινε Μοναχή· φορέσασα δε έσωθεν ανδρικά ενδύματα και έξωθεν γυναικεία ανεχώρησε κρυφίως χωρίς να την αντιληφθή τις και επήγεν εις τα μέρη του Ολύμπου. Εκεί απορρίψασα τελείως τα γυναικεία ενδύματα και μόνον τα ανδρικά φορούσα, εισήλθεν εντός του Κοινοβίου και συνωμίλησε με τον θυρωρόν, λέγουσα, ότι έχει μεγάλην επιθυμίαν να συναντήση τον Ηγούμενον. Ο θυρωρός ανήγγειλε τούτο εις τον Ηγούμενον, ο οποίος εκάλεσεν αυτήν· η δε Άννα, παρασταθείσα έμπροσθεν του Ηγουμένου, ερρίφθη εις τους πόδας του και εζήτει την συνήθη ευλογίαν. Ο Ηγούμενος, αφ’ ου την ηυλόγησεν, ήγειρεν αυτήν, νομίζων δε ότι είναι ανήρ ευνούχος την ηρώτησε· «Διατί ήλθες εις ημάς, αδελφέ; Και ποίον είναι το όνομά σου»; Η δε Άννα απεκρίθη· «Το μεν αίτιον, δια το οποίον ήλθον εδώ, Πάτερ άγιε, είναι το πλήθος των αμαρτιών μου, ίνα δηλαδή ησυχάσω εις το υπόλοιπον διάστημα της ζωής μου και δια της ησυχίας εύρω ίλεων τον Θεόν εν τη ημέρα της κρίσεως, αν και είμαι πάντη ανάξιος· ονομάζομαι δε Ευφημιανός». Ο δε Ηγούμενος είπε προς αυτήν· «Εάν έχης, τέκνον, τοιούτον λογισμόν και ποθής αληθώς την σωτηρίαν σου, φεύγε την παρρησίαν· επειδή η φύσις των ευνούχων ευκόλως κυριεύεται από τους εμπαθείς λογισμούς». Ταύτα δε ειπών και την συνηθισμένην ποιήσας ευχήν, συνηρίθμησεν αυτήν μετά των λοιπών αδελφών του Κοινοβίου. Η δε αοίδιμος Άννα τόσον πολύ προώδευεν, ώστε έγινεν εις όλους τους Μοναχούς του Κοινοβίου τύπος και παράδειγμα πάσης αρετής και μάλιστα της ταπεινότητος. Ο δε υπηρέτης της Οσίας, τον οποίον είχεν αφήσει εις τον οίκον της δια να οικονομήση τα πράγματά της, καθώς τον διέταξεν, βλέπων την απουσίαν της κυρίας του, εξήλθεν εις αναζήτησιν αυτής. Απαντήσας δε τον Μοναχόν εκείνον, ο οποίος έκειρε την Οσίαν Μοναχήν, ηρώτα αυτόν, εάν γνωρίζη, που ευρίσκεται η κυρία του εκείνη, η τα γήϊνα καταλιπούσα και επιζητούσα τα ουράνια. Ο δε Μοναχός απεκρίθη· «Ότι μεν έμαθον την περί εκείνης υπόθεσιν, τούτο δεν δύναμαι να αρνηθώ· που δε τώρα ευρίσκεται δεν γνωρίζω· αλλά ελθέ να συμπορευθώμεν εις το δείνα Μοναστήριον». Φθάσαντες δε εις αυτό, ηρώτησαν επιτηδείως τον θυρωρόν, πληροφορηθέντες δε ότι ευνούχος τις ευρίσκεται εκεί, αντελήφθησαν ότι μέσα εις τα δίκτυα έχουσι το κυνήγιον, ήτοι ότι ευρίσκεται η Οσία εντός του Μοναστηρίου· όθεν παρεκάλεσαν τον θυρωρόν να αναγγείλη εις τον ευνούχον, ότι τον ζητούσιν ο τάδε και ο δείνα. Η δε Οσία ταύτα ακούσασα και μη δυναμένη άλλως να πράξη, εξήλθεν εις υπάντησιν αυτών· ο δε κουρεύσας αυτήν Μοναχός, δεικνύων τον συνοδοιπόρον του, λέγει εις την Οσίαν· «Ιδού ο πιστότατός σου διάκονος και οικονόμος, όστις πολλά έπαθεν έως τώρα δια την αναζήτησίν σου, ιδού, λέγω, είναι παρών και αν θέλης, ας υπάγωμεν εις το ιδικόν μας Μοναστήριον». Ταύτα ακούσασα η Οσία και θέλουσα να φυλάξη την υπακοήν εις τον Γέροντά της, προσήλθεν εις τον Ηγούμενον και εζήτησε την ευλογίαν εκείνου ως και των λοιπών αδελφών και ούτως εξήλθεν από το Κοινόβιόν της και μετέβη εις το άλλο Μοναστήριον, ομού με τον αναδεχθέντα αυτήν εις το άγιον σχήμα Μοναχόν και τον υπηρέτην της. Διατρίψασα δε εκεί αρκετόν καιρόν και θεαρέστως πολιτευομένη εποίησε θαύματα άπειρα· όθεν επειδή η φήμη των θαυμάτων διεδόθη εις πάμπολλα μέρη, ένεκα τούτου ήλθον πολλοί κοσμικοί εις το Μοναστήριον δια να γίνωσι Μοναχοί, αλλ’ η στενότης του Μοναστηρίου ημπόδιζε την αύξησιν των προσερχομένων. Δια τούτο ο Ηγούμενος του Μοναστηρίου εκείνου, εμπνευσθείς από τον Θεόν, εδηλοποίησε δια γραμμάτων εις τον τότε Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Άγιον Ταράσιον τα θαυμάσια έργα του Μοναχού Ευφημιανού και ότι επειδή διεκωδωνίσθησαν τα τοιαύτα θαύματά του συνέδραμον πολύ πλήθος ανθρώπων εις το Μοναστήριον ίνα μονάσωσι, πλην δεν εχώρουν εις αυτό, διότι ήτο πολύ στενόν και μικρότατον. Ο δε Πατριάρχης, ταύτα μαθών, συνεφώνησε με τον του Ηγουμένου θείον σκοπόν και έδωκεν εις αυτόν δωρεάν τόπον τινά κρημνισμένον· όθεν ο Ηγούμενος, τούτον λαβών, εις διάστημα ολίγων ετών έκτισεν εις αυτόν Μοναστήριον εκ θεμελίων, το οποίον ονομάζεται τώρα Μοναστήριον των Αβραμιτών. Εις τούτο δε το Μοναστήριον διέταξε την Οσίαν Άνναν να διανύση τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής της. Αφ’ ου δε εγένετο τούτο, κατέστη περιβόητος εις όλους η αγγελική ζωή της μακαρίας Άννης. Όθεν επληθύνοντο καθ’ εκάστην ημέραν οι προσερχόμενοι εις το Μοναστήριον. Ο μισόκαλος όμως εχθρός, φθονών την προκοπήν της Αγίας και θέλων να λυπήση αυτήν, ενέσπειρε ζιζάνια εις τινα Μοναχόν μεν κατά το σχήμα, κατά δε τα έργα και πράγματα φίλον όντα του χαιρεκάκου δαίμονος· όθεν μετήρχετο αυτός το απαραίτητον έργον του διαβόλου, δηλαδή το να εκτοξεύη ύβρεις αισχράς εναντίον της Οσίας, διότι ήτο ευνούχος, και το να κατηγορή αυτήν φανερά. Αλλ’ η μακαρία εκείνη εις ουδέν ελογίζετο τας κατηγορίας, μάλλον δε και ως ευεργεσίας ταύτας ενόμιζε. Γυνή δε τις θεοφιλής, ακούσασα τους αισχρούς και βδελυρούς λόγους, τους οποίους έλεγε κατά της Οσίας ο τη αληθεία αισχρός Μοναχός, όστις και εφάνη ότι ήτο φονεύς εις το ύστερον, ταύτα, λέγω, ακούσασα, του είπε· «Πρόσεχε, αδελφέ, μήπως αυτός τον οποίον κατηγορείς δεν είναι ευνούχος, ουδέ εμπαθής, καθώς υπολαμβάνεις, αλλά γυνή, και γυνή απαθής. Και τότε συ μεν μέλλεις να λάβης την γέενναν του πυρός δια τας κατηγορίας σου, θα μολύνης όμως και εκείνους, οι οποίοι σε ακροάζονται, κατηγορούντα την απαθή. Επειδή πρό τινων ετών γυνή τις, διαμοιράσασα τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς, έγινεν αφανής και πρόσεξε μήπως είναι αυτή η ιδία, την οποίαν συ λέγεις ευνούχον εμπαθή και εκ τούτου καταδικάζεις την ψυχήν σου εις απώλειαν». Ο δε μιαρός εκείνος και δόλιος Μοναχός, αντί να συσταλή, προσέθεσεν εις την πονηρίαν του και τούτον τον λόγον, τον οποίον ήκουσεν, ήτοι εκήρυττεν εις όλους, ότι ήτο γυνή. Προσεπάθει δε ο ανόσιος να εύρη ευκαιρίαν τινά δια να κρημνίση την Αγίαν εις κατηφορικόν τόπον, ούτως ώστε κρημνιζομένης ταύτης να ανασυρθώσι τα ενδύματά της και ίδη αυτήν γεγυμνωμένην και γνωρίση το βέβαιον, εάν είναι γυνή ή όχι. Ποιήσας δε τούτο ο μυσαρός, δεν είδε μεν τίποτε, έγινεν όμως ημίξηρος, τιμωρηθείς υπό της θείας δυνάμεως. Όθεν αναχωρήσας από το Μοναστήριον, μετέβη εις την πατρίδα του· εκεί δε ευρισκόμενος συνελήφθη ως υπεύθυνος δι’ έγκλημα φόνου και ούτως ο άθλιος κρεμασθείς εις την αγχόνην, απέρρηξε την μιαράν του ψυχήν. Η δε Αγία, αφ’ ενός μεν επειδή ευφημίσθη εκ τούτου και αφ’ ετέρου δια να αποφύγη τα σκάνδαλα, επορεύθη εις τα μέρη του καλουμένου Στενού, έχουσα μεθ’ εαυτής δύο Μοναχούς, Ευστάθιον και Νεόφυτον ονομαζομένους, και εκεί ευρούσα Εκκλησίαν, ήτις είχεν ύδωρ και ολίγον κήπον, κατώκησεν εις αυτήν. Μετά παρέλευσιν δε ετών τινών, προσκληθείσα υπό τινων Μοναχών, ανεχώρησεν απ’ εκεί και επήγεν εις το Βυζάντιον κατά τα μέρη του Σίγματος, ένθα διήνυσε το υπόλοιπον της ζωής της οσίως και θεαρέστως, θαύματα πολλά και ιατρείας χαρισαμένη εις εκείνους, όσοι προσέτρεχον εις αυτήν. Και ούτως η μακαρία εν ειρήνη προς τον ποθούμενον Χριστόν εξεδήμησεν.

Τη ΚΘ΄ (29η) Οκτωβρίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΜΕΛΙΤΙΝΗΣ.



site analysis

Μελιτινή η Αγία Μάρτυς, διαβληθείσα εις τον επιτόπιον άρχοντα, ότι ήτο Χριστιανή, παρίσταται εις αυτόν. Και πρώτον μεν δέρεται εις το πρόσωπον και γυμνούται καθ’ όλον το σώμα της, και ούτως ως νικήτρια ίσταται πομπευομένη δια τον Χριστόν επί πολλάς ώρας, εν τω μέσω του κριτηρίου· πλην και ούτω γυμνή ισταμένη εχλεύαζε τον άρχοντα και όλα τα είδωλά του· διότι τιμήν ενόμιζεν η μακαρία την ατιμίαν ταύτην, την οποίαν ελάμβανε δια τον Χριστόν. Έπειτα δε βασανισθείσα με πολλάς βασάνους και φυλαχθείσα αβλαβής, τελευταίον κατεπληγώθη δια ξίφους και ούτω παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού.

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

Πέθανε η γυναίκα – σύμβολο της Εθνικής Αντίστασης, Ελένη Γκελντή – Παναγιωτίδου



site analysis

Η Ελένη (Τιτίκα) Γκελντή – Παναγιωτίδου, μια ιστορική μορφή – σύμβολο της Εθνικής Αντίστασης «έφυγε» σε ηλικία 90 χρόνων
Σε ηλικία 90 χρόνων, έφυγε από τη ζωή, η Ελένη (Τιτίκα) Γκελντή – Παναγιωτίδου, μια ιστορική μορφή – σύμβολο της Εθνικής Αντίστασης. Ήταν Αύγουστος του 1944 στη Σχολή Αξιωματικών Σαράφη της Ρεντίνας, όπου εκπαιδεύονταν και οι γυναίκες ανθυπολοχαγοί του ΕΛΑΣ και η μηχανή του Σπύρου Μελετζή είχε πάρει φωτιά καθώς φωτογράφιζε τις νεαρές κοπέλες όλες μαζί και καθεμία ξεχωριστά.


«Ήμασταν έντεκα αντάρτισσες. Εγώ ήμουν 16 χρόνων, παιδί από πόλη και το στιλ, η ομιλία μου, το ανάστημά μου ήταν διαφορετικά. Όταν έρχεται η σειρά μου, με πηγαίνει σε κατάλληλη τοποθεσία, με φόντο το βουνό, και αρχίζει να με φωτογραφίζει, προφίλ και ανφάς, μέχρι που κάποια στιγμή αναφωνεί: ‘Ναι, αυτό είναι, σε βρήκα!’».

Η φωτογραφία του 16χρονου κοριτσιού με το δίκοχο και το όπλο στα χέρια έμελλε να γίνει το σύμβολο της ελληνικής Αντίστασης, της γυναίκας αντάρτισσας, να δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά, να κυκλοφορήσει στην κατεχόμενη Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, να αλλάξει τελικά τη ζωή της. «Εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να αντιληφθώ πόσο θα επηρέαζε τη ζωή μου αυτή η φωτογραφία. Στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν, η φωτογραφία με έκανε ακόμα πιο αναγνωρίσιμη, αλλά και πιο ευάλωτη, αφού μέχρι και φυλακή πήγα. Ήταν το πικραμένο ‘ευχαριστώ’ για όσα είχαμε κάνει για την ελευθερία της πατρίδας μας» είχε πει προ ετών σε συνέντευξή της η Ελένη (Τιτίκα) Γκελντή – Παναγιωτίδου.
Η Τιτίκα Παναγιωτίδου ή αλλιώς Τίτο, ήταν μία από τις τριάντα γυναίκες που κατετάγησαν στην 9η Μεραρχία του ΕΛΑΣ στον Πεντάλοφο Κοζάνης κι ας μην είχε συμπληρώσει ακόμη τα 16. Η διμοιρία αποτελούνταν από γυναίκες 16-24 χρόνων. Υπηρέτησε ως ανθυπολοχαγός και χρημάτισε διοικητής Λόχου των Ανταρτισσών.


Όταν το 1982 αναγνωρίστηκε η Εθνική Αντίσταση, η φωτογραφία της με υπόδειξη του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου αποτυπώθηκε σε γραμματόσημο για να τιμηθεί η Ενιαία Εθνική Αντίσταση 1941-44. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, η Τιτίκα Παναγιωτίδου σπούδασε στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης και άσκησε τη δικηγορία για πάνω από τριάντα χρόνια.
ΠΗΓΗ.http://kastamonitis.blogspot.com

Η Αγία Σεβαστιανή (24 Οκτωβρίου)



site analysis
Αγία Σεβαστιανή
Αγία Σεβαστιανή
Αγία Σεβαστιανή καταγόταν από την πόλη Σεβαστή της Φρυγίας και διδάχτηκε τη χριστιανική πίστη από τον απόστολο Παύλο, και πήρε τη θερμότητα και την ανδρεία του διδασκάλου της.
Η Αγία Σεβαστιανή έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και χρησιμοποιούσε τη ζωή της κάθε μέρα για την αλήθεια του Ευαγγελίου (στη Μαρκιανούπολη της Θράκης). Πήγαινε σε σπίτια ειδωλολατρών και είλκυε πολλές γυναίκες απ’ αυτούς στους κόλπους της Εκκλησίας. Συνελήφθη γι’ αυτό επί αυτοκράτορας Δομετιανού και ηγεμόνος Σεργίου, κακοποιήθηκε και εξεδιώχθη από τον τόπο της.

Έφθασε στην Ηράκλεια της Θράκης όπου πάλι συνελήφθη, από τον ηγεμόνα Πομπηιανό, και φυλακίστηκε. Αλλά η γυναικεία της φύση, ντρόπιασε τους βασανιστές της. Οι υποσχέσεις δεν τη δελέασαν, οι απειλές δεν την έκαμψαν, και κάτω από βαριά μαρτύρια στάθηκε όρθια με όλη της τη γενναιοψυχία. Οι σάρκες της αγίας Σεβαστιανής σχίζονταν, αλλά τα χείλη, όπως και η καρδιά της, εξακολουθούσαν να υμνούν τον Χριστό. Τελικά, η μεγάλη αυτή αθλήτρια της Εκκλησίας μας, παρέδωσε τη ζωή της με τον δια αποκεφαλισμού θάνατο και ετάφη στη Ραιδεστό.
Πηγή: Optiko.Net

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

Άγιο Όρος: Τί συνέβη στην Μις Ευρώπη που παρενέβη το Άβατο



site analysis



Η Μανιάτισσα Αλίκη Διπλαράκου, η πρώτη Ελληνίδα που εκλέχθηκε Μίς Ευρώπη το 1930, ήταν μία από τις γυναίκες, που εσκεμμένα παραβίασε το άβατο του Αγίου Όρους.
Το ίδιο έτος, μετά τον θρίαμβό της στην Ευρώπη, τον Μάιο του 1930, η 18χρονη Αλίκη παραβίασε το Άβατο της Αθωνικής Κοινότητας, ενώ βρισκόταν στη θαλαμηγό του πρώτου μνηστήρα της Γάλλου εφοπλιστή Μωράν, το οποίο είχε αγκυροβολήσει στην Μονή Βατοπεδίου.
Μετά την παραβίαση του Άβατου του Αγίου Όρους, η Αλίκη Διπλαράκου ασθένησε βαριά, και νοσηλεύτηκε σε διάφορα της Ελβετίας, κινδυνεύοντας να πεθάνει.
Η Αλίκη Διπλαράκου αντιμετωπίζοντας τον επικείμενο θάνατό της, αναγνώρισε το σφάλμα της, και μετανόησε ειλικρινά, στέλνοντας μάλιστα επιστολή μετανοίας στην Ιερά Κοινότητα.
Ο Ηγούμενος της Μονής Διονυσίου Γέροντα Γαβριήλ, ο οποίος ήταν τότε Αντιπρόσωπος της Μονής στην Κοινότητα, στις Καρυές, έδωσε τότε στο φως της δημοσιότητας το περιεχόμενο της επιστολής:
«Το 1930 ήμουν αντιπρόσωπος της Μονής μου παρά τη Ιερά Κοινότητι και κατά Οκτώβριον ελήφθη επιστολή της εκλεγείσης «Μις Ελλάς» δεσποινίδος (*) …………. έχουσα επί λέξει ούτως :
«Εν Νταβός Ελβετίας κλπ.
Σεβάσμιοι Πατέρες, σας εξομολογούμαι ολοψύχως το σφάλμα που διέπραξα τον περασμένον Μάϊον εις την Μονήν Βατοπαιδίου.
Έφθασα εκεί δια πλοίου του μνηστήρος μου κ. Μωράν, και συνέπεσε να είναι αγκυροβολημένα εκεί και τα θωρηκτά Λήμνος και Κιλκίς, οπότε ο πονηρός μοι ενέβαλε την σκέψην να ανέλθω εις την Μονήν καίτοι εγνώριζα, ότι απαγορεύετο.
Και δανεισθείσα ναυτικήν στολήν εισήλθον μετά του μνηστήρος μου και περιήλθον εκκλησίας και άλλα μέρη ως ναύτης, χωρίς να με γνωρίσει κανείς…
Έκτοτε Πατέρες μου έχασα την υγείαν μου και κατήντησα εδώ εις τα σανατόρια της Ελβετίας δια την σωτηρίαν μου, και δυστυχώς δεν βλέπω βελτίωσιν.
Εγνώρισα όμως και το πιστεύω ακράδαντα, ότι είναι τιμωρία εκ μέρους της Παναγίας προς την οποίαν ησέβησα, δεν έπρεπε εγώ μορφωμένη κοπέλα να κάμω αυτό που έκαμα, και μετανοώ, τώρα, παρακαλώντας την Παναγία μου να με συγχωρέσει.
Παρακαλέσατε και σεις άγιοι Πατέρες. Προς τούτο, δεχθήτε δε και 5.000 δραχμές, ίνα κάμετε λειτουργίας και παρακλήσεις δια την υγείαν μου.»
Μετά πολλού σεβασμού” κλπ.». (δημοσιεύτηκε στο ΑΡΧΙΜ. ΓΑΒΡΙΗΛ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗ (†), ΤΟ ΑΒΑΤΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ», τεύχος 38-39, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 1990, σ. 59).
Η Αλίκη Διπλαράκου απεβίωσε το 2002, σε βαθύ γήρας, στην ηλικία 90 ετών, και κηδεύτηκε στην Αγία Σοφία του Λονδίνου, όπου ζούσε παντρεμένη με Άγγλο Λόρδο, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά.
πενταποσταγμα

Ζητούσε τη βοήθεια της προσευχής της…



site analysis




Μια κυρία διηγείται:
Την επισκέφθηκα [την μοναχή Ταρσώ την διά Χριστόν σαλή] με μία φίλη μου για να συζητήσουν μαζί κάποιο οικογενειακό πρόβλημά της.
Καθίσαμε και η φίλη μου κλαίγοντας ζητούσε τη βοήθεια της προσευχής της, διότι ο σύζυγος της, εξαιτίας κάποιου οικονομικού προβλήματος, ήταν στη φυλακή και δεν είχε τα απαιτούμενα χρήματα για την αποφυλάκισή του· της έλεγε και πολλά άλλα.
Η Ταρσώ σαν να μην άκουσε τίποτα, γυρίζει και λέει:
– Στο δωμάτιο που κοιμάσαι, στο σεντούκι σου έχεις λίρες. Πάρε όσες χρειάζεσαι και βγάλε τον άνδρα σου απ’ τη φυλακή, κυρά μου.
Η φίλη μου ντράπηκε για την αποκάλυψη και ζήτησε συγγνώμη.

Από το βιβλίο του Ιωάννη Κορναράκη, “Η Ταρσώ, Η διά Χριστόν σαλή”.

Η άσημη γυναίκα με τη διάσημη φωτογραφία



site analysis

Πέθανε η Κύπρια από την «παγκόσμια φωτογραφία της χρονιάς» το 1964

Την έλεγαν Νεβτζιχάν Ολουσούμ και η εικόνα της είναι μια από τις πιο πολυχρησιμοποιημένες φωτογραφίες σε ρεπορτάζ για τη δικοινοτική βία στην Κύπρο. Άλλοτε με τη σωστή κι άλλοτε με τη λανθασμένη ιστορική αναφορά.
Η Νεβτζιχάν Ολουσούμ καταγόταν από τα Καζιβερά, ένα αμιγώς τ/κ χωριό στη βορειοδυτική Κύπρο. Στις 19 Μαρτίου 1964, λίγους μήνες αφότου ξεκίνησαν οι συρράξεις ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους σε διάφορα μέρη του νησιού, η Νεβτζιχάν, 33 ετών τότε, έχασε τον σύζυγό της, Χουσεΐν Νιγιαζί Χασάν, από πυρά Ελληνοκυπρίων που είχαν εισβάλει στο χωριό τραυματίζοντας και σκοτώνοντας τους άντρες και καταστρέφοντας τα σπίτια των κατοίκων. Ήταν μητέρα δύο παιδιών και έγκυος στο τρίτο.

Για τη συνέχεια AthensVoice

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Η αγία Μαρία Σκομπτσόβα του Παρισιού.


 site analysis 

Η αγία Μαρία Σκομπτσόβα, ήταν ένα παιδί του Θεού, κι όπως όλοι οι άγιοι έτσι κι αυτή ξεπέρασε εμπόδια, έφερε στους ώμους της ένα όρος  Αραράτ και κατάφερε αρνούμενη το βόλεμα της προσωπικής επιβίωσης να ζει συμπονώντας πρακτικά τους πονεμένους όπου τους συναντούσε.
Συναντήσαμε τη Μελίτα Αντωνιάδου, αγιογράφο, ζωγράφο και σκιτσογράφο, την πρώτη Ελληνίδα που ερεύνησε επί τόπου, ταξιδεύοντας στις περιοχές που έζησε και μαρτύρησε η αγία Μαρία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Μελίτα μάς αφηγήθηκε για χάρη του άρθρου στην “Ορθόδοξη Αλήθεια” πώς ξεκίνησε η έμπνευση για το ταξίδι έρευνας στα χνάρια της αγίας:  «Πριν πολλά χρόνια, η κουμπάρα μου μού χάρισε ένα βιβλίο, τη βιογραφία της Μητέρας Μαρίας Σκομπτσόβα. Σαν υπότιτλο έλεγε, “Μια διά Χριστόν σαλή στους μοντέρνους καιρούς”. Ήταν το πιο όμορφο δώρο. Το διάβασα και το ξαναδιάβασα, υπογραμμίζοντας, αντιγράφοντας, αντιδωρίζοντάς το.
Επρόκειτο για μία εντελώς ξεχωριστή, έντονη, πολύπλευρη προσωπικότητα, ελεύθερη κι ασυμβίβαστη, αφοσιωμένη ολοκληρωτικά στην αγάπη για τον πλησίον. Το τέλος της ήταν ταιριαστό με τον τρόπο που έζησε: Σφράγισε τη ζωή της με το μαρτύριο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρουκ το 1945.


Ποιήτρια, ζωγράφος, αγιογράφος, δήμαρχος, σύζυγος και μητέρα τριών παιδιών, μετέπειτα μοναχή, λαμπρή θεολόγος και προστάτιδα χιλιάδων κατατρεγμένων, συγγραφέας θεατρικών έργων, ακόμη και σεναρίου ενός φίλμ. Είχε ιδιαίτερη αδυναμία στους διά Χριστόν σαλούς, γιατί, όπως έλεγε, “ο δρόμος τους είναι μεν δύσκολος, αλλά μας προσφέρει την απέραντη ευτυχία να νιώθουμε το χέρι του Θεού σε ό,τι κάνουμε”.
Γεννήθηκε στη Ρίγα και μεγάλωσε στην Ανάπα, μια παραθαλάσσια πόλη της Μαύρης θάλασσας, όπου διετέλεσε δήμαρχος, όπως παλιότερα κι ο πατέρας της, και απ’ όπου αναγκάστηκε να διαφύγει με την οικογένειά της, μέσα σε αμπάρι πλοίου, για να καταλήξει, μετά από πολλές περιπέτειες, στο Παρίσι, για να ονομαστεί αργότερα, η Αγία Μαρία του Παρισιού. Οι γονείς της, πιστοί Χριστιανοί, διαμόρφωσαν τις αξίες, τις ευαισθησίες και τους στόχους της κόρης τους, παρόλο που η τολμηρή φύση της δεν ακολούθησε απλά τα βήματά τους, αλλά τα έθεσε σε σκληρές δοκιμασίες πάλης με τον Θεό. Όπως αναφέρει γι’ αυτήν ένας σύγχρονός της, ο Μοκούλσκιι, “Δεν αναγνωρίζει τους νόμους της φύσης, δεν ξέρει τι σημαίνει κρύο, μένει χωρίς φαγητό ή χωρίς ύπνο εικοσιτετράωρα, δεν λαμβάνει υπ’ όψη της την αρρώστια ή την κούραση, αγαπάει τον κίνδυνο, δεν γνωρίζει τι σημαίνει φόβος και μισεί κάθε μορφή άνεσης, πνευματικής ή υλικής”.


Αυτή τη μαρτυρία τη διάβασα στο βιβλίο που είχα στα χέρια μου, κι έπειτα ακολουθούσε ένα ποίημα της αγίας Μαρίας:

Έψαξα για τραγουδιστές και για προφήτες
Που περιμένουν κοντά στην κλίμακα
Που ανεβάζει στους ουρανούς,
βλέπουν σημάδια του μυστηριακού τέλους,
Τραγουδούν ασύλληπτα για μας τραγούδια.

Και βρήκα ανθρώπους ανήσυχους, ορφανούς, φτωχούς,
Μεθυσμένους, απελπισμένους, άχρηστους,
Χαμένους σ’ όποιο δρόμο κι αν τράβηξαν,
Άστεγους, γυμνούς, πεινασμένους για ψωμί.

Δεν υπάρχουν προφητείες. Μόνο η ζωή
Παίζει διαρκώς το ρόλο του προφήτη.
Το τέλος πλησιάζει, οι μέρες μικραίνουν.
Πήρες τη μορφή του δούλου. Ωσαννά.

Ο βιογράφος, ο πατήρ Σεργκέι Χάκελ, είχε συλλέξει αποσπάσματα από τα γραπτά της, τα οποία μου έκαναν τόση εντύπωση, που θέλησα να μάθω περισσότερα γι’ αυτήν την υπέροχη γυναίκα - να γνωρίσω τη ζωή της και τη σκέψη της. Εκείνη, που εξήγησε με την ίδια της τη ζωή, αυτά που τόσο κρυστάλλινα έγραφε για την πραγματική φύση της Εκκλησίας, για το τι σημαίνει να μετέχει κανείς στο σώμα του Χριστού - και τι σημαίνει να το αρρωσταίνεις, περιορίζοντάς το στα στενά όρια του ηθικισμού και της τυπολατρίας, που γνωρίζει να ζυγίζει και να μετράει, αλλά όχι να ελευθερώνει και να ανασταίνεται.
“Τώρα, γράφει, έχω απόλυτη συνείδηση ότι κάθε θεωρία, οσοδήποτε σημαντική, έχει αναπόφευκτα λιγότερη αξία και είναι λιγότερο απαραίτητη από οποιαδήποτε πρακτική εργασία, όσο κι αν δεν είναι εντυπωσιακή. Αυτή είναι η πραγματική κατάσταση, τις απαιτήσεις της οποίας βιώνω πρωτίστως και με τόση ένταση”.



Στο καταστατικό της Ορθόδοξης Δράσης, μιας οργάνωσης που δημιουργήθηκε για να βοηθήσει τους Ρώσους πρόσφυγες, παράφρασε τις ίδιες σκέψεις: “Είμαστε επιφορτισμένοι με δευτερεύοντες στόχους και έχουμε την πρόθεση να ασχοληθούμε με αφοσίωση με ό,τι είναι δευτερεύον”.


Η Μελίτα Αντωνιάδου, έλαβε το βιβλίο που περιέγραφε την αγ. Μαρία Σκομπτσόβα το 2003. Η πρώτη σκέψη της ήταν ότι αφού η αγία εκοιμήθη 54 ετών, το 1945, θα πρέπει να ζούσαν ακόμη κάποιοι άνθρωποι που την γνώρισαν. Μια Λευκορωσίδα φίλη της η Γκρέτα Νικιτίνα, της έδωσε το τηλέφωνο ενός νέου στο Παρίσι, του Μπαζίλ Αρκιπώφ, ο οποίος κατάγονταν από Ρώσους εμιγκρέδες και είχε στενές σχέσεις με το ΑCER - το Ρωσικό Φοιτητικό Χριστιανικό Κίνημα ή Κίνημα της Χριστιανικής Νεολαίας, στο οποίο είχε προσχωρήσει και η Αγία Μαρία όταν εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Έτσι ο πρώτος σταθμός της έρευνάς της είναι το Παρίσι.


«Σύντομα, βρέθηκα στο Παρίσι, όπου γνώρισα τον συμπαθέστατο αυτό νέο, ο οποίος μου είπε ότι η κόρη του στενού συνεργάτη της Αγίας Μαρίας, Αγίου Δημητρίου Κλεπίνιν, η Ελένη Αρζακόφσκυ-Κλεπίνιν, είχε όλα τα αρχεία της Αγίας Μαρίας, και ζούσε στη Γερμανία σε μια φοιτητούπολη, το Τύμπινγκεν. Βρήκα το τηλέφωνό της και συμφώνησε να με συναντήσει στην πρώτη ευκαιρία. Το καλοκαίρι αποφάσισα να ταξιδέψω στη Γερμανία οδικώς, μέσω Πάτρας - Ανκόνας. Στο Βερολίνο με περίμεναν παλιοί καλοί μου φίλοι, από τα φοιτητικά μου χρόνια στην Αγγλία, που είχαν κάνει μια χαριτωμένη οικογένεια με τρία παιδιά. Ο σύζυγος, ο Γιενς, πίστευε ότι ήταν καλύτερα να κοιτάζουν οι Γερμανοί το παρελθόν τους κατάματα, ώστε να μην επαναληφθούν τα επαίσχυντα γεγονότα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, κι έτσι πήγαινε τα παιδιά του, από πολύ μικρά, να δουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το Ράβενσμπρουκ, φημιζόταν για τη σκληρότητά του - ήταν το χειρότερο γυναικείο στρατόπεδο των Ναζί. Πήγαμε στο στρατόπεδο, το οποίο είχαν αναστηλώσει τη δεκαετία του ’80, όπου εκτός από τα κτίρια που διασώζονται, τους θαλάμους όπου σε τρίπατες σανιδένιες κουκέτες στη σειρά στοιβάζονταν γύρω στις 100 κρατούμενες ανά θάλαμο, τους διαδρόμους εκτέλεσης με όπλο, τις πελώριες κυλιόμενες πέτρες που ήταν αναγκασμένες οι κρατούμενες να σύρουν 10 και 12 ώρες τη μέρα, την αυλή της ορθοστασίας, τους χώρους εργασίας, ράψιμο κλπ, τα κρεματόρια, είχε και τους φούρνους, όπου έκαιγαν τα νεκρά από τους θαλάμους αερίων σώματα. Οι φούρνοι είχαν μεγάλη ταμπέλα με τον κατασκευαστή και τα στοιχεία του, ώστε αν χρειαζόταν κανείς για δική του χρήση, να τους έβρισκε… 


Τι να πει κανείς. Μπροστά στους φούρνους κάποιοι συγγενείς των θυμάτων είχαν τοποθετήσει μια πλάκα με το όνομα των δικών τους που χάθηκαν. Δεν υπήρχε τίποτα για τη Μητέρα Μαρία. Μόνο στον εκθεσιακό χώρο είχε μια μικρή βιτρίνα με εργόχειρό της, ένα κεντημένο μαντήλι κι ένα κομποσκοίνι. Η υπεύθυνη του μουσείου πρόθυμα μας φωτοτύπησε τα στοιχεία της κρατουμένης που αναζητήσαμε.


Επόμενος σταθμός, Τύμπινγκεν, να συναντήσω την Ελέν Αρζακόφσκυ-Κλεπίνιν. Παρόλη την φήμη των γερμανικών εθνικών οδών ότι είναι άψογες, χωρίς διόδια και χωρίς όριο ταχύτητας σε ορισμένα μέρη, που με έκανε να νομίσω ότι θα ταξιδέψω σύντομα από το Βορρά στο Νότο, μια ισχυρή νεροποντή έγινε αιτία να καταρρεύσει μια μεγάλη γέφυρα, με αποτέλεσμα να κολλήσουμε στη μέση του πουθενά (χιλιόμετρα ουρά τα αυτοκίνητα) για επτά ολόκληρες ώρες. Όταν κάποτε έφτασα στο σπίτι της κυρίας Ελένης, περίμενα να με υποδεχθεί μια γηραιά κυρία. Με έκπληξή μου είδα μια γυναίκα γύρω στα εξήντα, όμορφη, ευγενική, πολύ μορφωμένη και προσηνής. Δεν πέρασε πολλή ώρα και βρεθήκαμε να καθόμαστε οκλαδόν ανάμεσα σε κούτες με αρχεία από την εποχή της Λουρμέλ (το μοναστήρι στο Παρίσι που είχε ιδρύσει η Μητέρα Μαρία και στο οποίο υπηρέτησε ο π. Δημήτριος, ο πατέρας της Ελένης, τα τελευταία χρόνια πριν ξεσπάσει ο πόλεμος). Μου έδειξε το αστέρι που υποχρέωσαν οι Ναζί να φορέσουν οι Εβραίοι και τα πιστοποιητικά βάφτισης που εξέδιδε ο πατέρας της, πατήρ Δημήτριος, στους Εβραίους για να παραστήσουν τους Χριστιανούς και να γλυτώσουν τις διώξεις (αυτός ήταν και ο λόγος που συνελήφθησαν, η Μητέρα Μαρία, ο π. Δημήτριος, ο Γιούρι, γιος της μητέρας Μαρίας, και ο Ηλία Φονταμίνσκι, ένας πρώην Εβραίος και μετέπειτα βαπτισθείς, που εργαζόταν ακούραστα μαζί με τους υπόλοιπους για την ανακούφιση και προστασία κάθε είδους κατατρεγμένων που έβρισκαν καταφύγιο στο ιδιότυπο αυτό μοναστήρι στην καρδιά του Παρισιού). Είχε όσα γράμματα διασώθηκαν από τα διάφορα στρατόπεδα που εστάλησαν, του πατέρα της Ελένης, της Μητέρας Μαρίας, του Γιούρι και του Ηλία. 


Ο πατήρ Δημήτριος Κλεπίνιν, γράφει σε μια επιστολή του, ότι η Χάρις του Θεού που βίωναν μέσα στο στρατόπεδο ήταν τόση που δεν θα άλλαζε με τίποτα στον κόσμο το χρόνο που πέρασε σε αυτόν τον τόπο του μαρτυρίου (και που στοίχισε σ’ αυτόν -και στην όλη παρέα- τη ζωή τους). Η Ελένη είχε ήδη παραδώσει τα θεολογικά γραπτά της Μητέρας Μαρίας να μεταφραστούν στα αγγλικά. Ο Τζιμ Φόρεστ, Αμερικανός συγγραφέας και εκδότης ενός Ορθόδοξου περιοδικού, του InCommunion, θα το προλόγιζε. Με διαβεβαίωσε η Ελένη ότι τα γραπτά αυτά ήταν η πιο σημαντική της συλλογή θεολογικών πονημάτων, οπότε ανυπομονούσα να τα διαβάσω. Είχε όμως γράψει και πολλά άλλα, τα οποία άργησαν αρκετά να δουν το φως της δημοσιότητας. Η Ελέν μού είπε ότι η Μητέρα Μαρία δεν δίσταζε να στείλει άρθρα της σε όποιον της ζητούσε, έστω κι αν το περιοδικό ή η εφημερίδα δεν έχαιρε αμέμπτου φήμης. Κάποιος κάπου κάτι θα “τσίμπαγε”. Αυτή ήταν η άποψή της. Όπως δεν δίσταζε να πηγαίνει σε κακόφημες συνοικίες του Παρισιού να βοηθήσει νεαρές άκληρες απελπισμένες κοπέλες που αναζητούσαν ένα στήριγμα για να διαφύγουν από την πορνεία. Για ένα τέτοιο κορίτσι που φιλοξενούσε στο μοναστήρι, ήρθε σε διαφωνία με τη μοναχή Ευδοκία που ζούσε εκεί, και η οποία σηκώθηκε κι έφυγε κατασκανδαλισμένη.


Ανέφερα στην Ελένη ότι δεν υπάρχει μια πλάκα στο Ράβενσμπρουκ αφιερωμένη στη μνήμη της, και την άλλη χρονιά μού έγραψε με χαρά, ότι μια επιτροπή στο Παρίσι ανέλαβε την κατασκευή μιας τέτοιας πλάκας, γινόταν έρανος, και όταν θα ετοιμαζόταν θα κάνανε προσκύνημα μαζί με τον επίσκοπό τους στο Ράβενσμπρουκ. (Αυτό έπειτα καθιερώθηκε να γίνεται κάθε χρόνο, καθώς το 2004 ανακηρύχθηκε Αγία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως κι ο γιος της Γιούρι, ο π. Δημήτριος και  ο Ηλίας Φονταμίνσκι).


Ξανά στο Παρίσι, επισκέφτηκα την οδό Λουρμέλ, όπου δυστυχώς δεν υπάρχει τίποτα σήμερα από το μοναστήρι της Αγίας Μαρίας (καθώς ο χώρος διατηρείτο με ενοίκιο), εκτός από μια πλάκα στην είσοδο μιας πολυκατοικίας που κτίστηκε στη θέση του, να θυμίζει τι υπήρξε κάποτε. Το τέμπλο, και εικόνες, ζωγραφισμένες ή κεντημένες από τη Μητέρα Μαρία, βρίσκονται σήμερα στον Ορθόδοξο Ναό του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ σε μια άλλη συνοικία του Παρισιού. Όταν τον επισκέφτηκα, γνώρισα την ηλικιωμένη νεωκόρο, η οποία θυμόταν καλά την αγία Μαρία, γιατί η μητέρα της υπηρετούσε στη Λουρμέλ και την έπαιρνε καθημερινά μαζί της. “Ήταν μια ατρόμητη γυναίκα”, μου είπε. “Ακούραστη, δεν υπολόγιζε καθόλου τον εαυτό της, κυκλοφορούσε μ’ ένα λερωμένο ράσο από τις δουλειές και χαμογελούσε πλατιά. 


Το ίδιο πλατιά ήταν κι η αγκαλιά της, ήταν πολύ εκδηλωτική. Ψηλή και γεμάτη, ακτινοβολούσε ζεστασιά προς όλους, αλλά και δεν δίσταζε να μιλήσει αυστηρά όταν διαφωνούσε με κάτι. Δεν φρόντιζε να κρύβει τι έκανε, μιλούσε ανοιχτά για τους Ναζί και έκανε ηχηρές δηλώσεις για την αδικία εις βάρος των Εβραίων, μάλιστα θεωρούσε ότι όλοι οι Χριστιανοί όφειλαν να φορέσουν το αστέρι του Δαβίδ για συμπαράσταση, αφού ο Χριστός ήταν κι αυτός Εβραίος κι απόγονος του Δαβίδ. Αν φυλαγόταν ίσως και να γλύτωνε από την Γκεστάπο, αλλά ο θάνατος δεν ήταν αυτό που τη φόβιζε, γιατί είχε αναστημένη ψυχή”.
Δεν συγκράτησα το όνομα της νεωκόρου, αλλά δεν θα ξεχάσω τη φωτεινή της παρουσία και την οικειότητα που ένιωσα κοντά της.


Μια πολύ σημαντική συνάντηση ήταν με την Ελισαμπέτ Μπερ-Σιγκέλ. (Το οποίο κατέστη δυνατόν με την ευγενή μεσολάβηση του Μιχαήλ Σταύρου, θεολόγου στο γαλλικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι - η εύθραυστη υγεία της ανάγκαζε τους δικούς της να περιορίζουν τις συχνές επισκέψεις). Είχα την καλή τύχη να την επισκεφτώ στην ταπεινή της κατοικία, ένα μικρό διαμέρισμα σ’ ένα υποβαθμισμένο προάστιο του Παρισιού. (Όλοι οι αξιόλογοι λόγιοι Ρώσοι εμιγκρέδες που γνώρισα, όπως οι Λόσκυ, ζούσαν σε μικρά ταπεινά διαμερίσματα, γεμάτα βιβλία και φωτογραφίες, με το εκλεπτυσμένο γούστο των παλιών αρχόντων, να θυμίζει την καταγωγή τους). Η κόρη της Ναντίν, μας έφερε τσάι. Η Ελισαμπέτ, 97 χρονών, ετοίμαζε μια διάλεξη που θα έκανε στην Οξφόρδη σε λίγες μέρες. Φωτεινή και δυναμική, παρόλο το αιωνόβιο σώμα, μου μίλησε για το πώς συναντιόταν στα κρυφά με τη Μητέρα Μαρία σε διάφορα σπίτια, πώς έκρυβαν Εβραίους σε πατάρια και υπόγεια, πώς μάζευαν λεφτά για να τους φυγαδεύσουν στην Ελβετία, στην Αγγλία, πώς έφτιαχναν πλαστά χαρτιά και ταυτότητες, αλλά και για το πώς δεν μπορούσε η μητέρα Μαρία να κόψει το κάπνισμα και στην προσπάθειά της ονειρευόταν τασάκια γεμάτα αποτσίγαρα… Κι εκεί έβαλε τα γέλια. “Εμ, πώς! Ξέρεις σε τι ένταση ζούσε; Πόσες υποθέσεις περνούσαν από το χέρι της κάθε μέρα, και συγχρόνως έτρεχε να μαζέψει φαγητό καθημερινά για τα συσσίτια, να ζητιανέψει χρήματα για τις χίλιες δυο ανάγκες…


 Ξέρω, ξέρω, τους ευλαβείς Χριστιανούς τούς σοκάρουν αυτά!” Και ξαναγέλασε ανάλαφρα. “Τι άνθρωπος ήταν; Ήταν άνθρωπος που δεν του άρεσαν τα ημίμετρα”, μου είπε. “Γι’ αυτό κι έλεγε: Δεν μπορεί κανείς να είναι Χριστιανός με μέτρο”.
Η Ελισαμπέτ, δέκα μέρες μετά την επίσκεψή μου κοιμήθηκε. Δεν πρόλαβε να κάνει την ομιλία της στην Οξφόρδη. Σαν πουλάκι, με ένα βιβλίο στο χέρι, εξέπνευσε στο κρεβάτι της. Είμαι ευγνώμων που την πρόλαβα στον εδώ κόσμο.
Στην Ολλανδία, στο Άλκμααρ, έμεινα λίγες μέρες στο φιλόξενο σπίτι του Τζιμ και της Νάνσυ Φόρεστ. Μόλις είχε εκδοθεί το βιβλίο με τα σημαντικά γραπτά της Αγίας Μαρίας στα αγγλικά. Ο Τζιμ μού παρεχώρησε τα δικαιώματα για την εκτενή εισαγωγή με το βίο της που είχε γράψει ο ίδιος. Ακολούθησε η δική μου μετάφραση και η έκδοσή του με τίτλο σύμφωνο με τον αντίστοιχο γαλλικό: “Η Θυσία του Αδελφού”. Σύμφωνο με την καρδιά της, με τη ζωή της, με αυτό που η ίδια δήλωνε στα κείμενά της. Όπως έγραψε: “Κανένας όγκος σκέψης δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλήξει σε μια πιο υπέροχη διατύπωση από αυτές τις δυο λέξεις, “αγαπάτε αλλήλους”, εφόσον αυτό αφορά μια άνευ όρων και μέχρι τέλους αγάπη”.
Από τα γραπτά της αγίας Μαρίας του Παρισιού παραθέτουμε ακόμα ένα απόσπασμα με τίτλο:
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΔΥΟ ΤΡΟΠΟΙ ΝΑ ΖΕΙΣ

‘Εντελώς νόμιμα και αξιοπρεπώς μπορείς να περπατάς πάνω στη γη: να μετράς, να ζυγίζεις και να προγραμματίζεις για το μέλλον. Aλλά είναι εξίσου δυνατό να περπατάς επί των υδάτων. Τότε είναι αδύνατο να μετράς και να προγραμματίζεις το μέλλον. Το μόνο πράγμα που είναι απαραίτητο είναι να πιστεύεις διαρκώς. Μια στιγμή ολιγοπιστίας κι αρχίζεις να βυθίζεσαι”

Η προφορική παράδοση τη θέλει να παίρνει τη θέση μιας μητέρας Εβραίας με παιδιά, να οδηγείται στο Ράβενσμπρουκ και να πεθάνει η ίδια στα κρεματόρια

Νιώθουμε ευγνώμονες για όσα μας παρέδωσε η Μελίτα Αντωνιάδου μαζί με το φωτογραφικό υλικό, αλλά και για την ευκαιρία να στοχαστούμε και να θαυμάσουμε πως υπάρχουν άνθρωποι που παρέδωσαν την κοσμική τους ζωή κι έγιναν άγιοι, έζησαν  κοσμογονίες και μίκρυναν για να ρέει στους υπόλοιπους η θεία χάρη, να ποτιστεί ο κόσμος, να  φωτίζεται η σκιά, να παρηγορείται η θλίψη των ανθρώπων.

Σοφία Χατζή
Δημοσιεύθηκε στην ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ