Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Η αγία Θεοδώρα της Σύχλας, που την τάιζαν τα πουλιά...



site analysis


Μια μεγάλη πνευματική Μητέρα της Ρουμανίας του 17ου & 18ου αιώνα




Ανέμων ΠνοήΜητερικό (δυο ιστολόγια για τις αγωνιζόμενες Γυναίκες της Ορθοδοξίας)




Ρουμανικό Γεροντικό
Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη
Θεσσαλονίκη


Α) Η ζωή της



Η Οσία Θεοδώρα της Σύχλας είναι η σπουδαιότερη αγίας μοναχή ανάμεσα στις άλλες, που έζησαν στα ρουμανικά μοναστήρια. Γεννήθηκε στο χωριό Βινατόρι της επαρχίας Νεάμτς το πρώτο ήμισυ του 17ου αιώνος. Ο πατήρ Στέφανος Γιώλντεα ήταν φύλακας του φρουρίου Νεάμτς. Μετά τον θάνατο της αδελφής της Μαργαρίτας, η Θεοδώρα παντρεύθηκε ένα νεαρό από το Ισμαήλ (πόλις της Ρουμανίας). Μα επειδή δεν έκαναν παιδιά, επήγαν και οι δύο σε μοναστήρια. Η μακαρία Θεοδώρα εφόρεσε το μοναχικό ένδυμα στην σκήτη Βαρζαρέστ της επαρχίας Ρίμνικ Σαράτ, ενώ ο σύζυγός της Ελευθέριος στην σκήτη Μάρε Ποϊάνα (Μεγάλο Ξέφωτο). Επειδή καταστράφηκε η σκήτη από τους τούρκους, η Θεοδώρα έγινε ησυχάστρια στα βουνά του Μπουζάου. Κατόπιν, αναχωρώντας για την περιοχή του Νεάμτς, ησύχασε μόνη της επί 30 χρόνια μέσα σε μια σπηλιά του βουνού Σύχλα, όπως η Οσία Μαρία η Αιγυπτία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ευαρεστώντας τον Θεό, μετώκισε απ’ αυτή την ζωή τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνος και ενταφιάσθηκε στην σπηλιά. Στα χρόνια 1828-1834, τα Λείψανα της αγίας Θεοδώρας μετεφέρθησαν στο μοναστήρι Πετσέρσκα του Κιέβου, όπου και ευρίσκονται μέχρι σήμερα.


Β) Έργα και λόγοι διδασκαλίας



1) Αυτό το μακάριο βλαστάρι του Ρουμανικού μοναχισμού, ήταν από βρεφικής ηλικίας επίλεκτο και φυτεύθηκε στον Οίκο του Θεού. Αν και ήταν συνδεδεμένη με άνδρα η μακαρία Θεοδώρα, δεν εύρισκε ανάπαυσι στην ψυχή της, έως ότου έγινε νύμφη του Χριστού. Εγκατέλειψε τα μάταια και, φορώντας το ένδυμα της μετανοίας, ασκήτευσε σε μια από τις σκήτες, που είναι στην κοιλάδα του Μπουζάου.

2) Εδώ προώδευσε πάρα πολύ η οσία Θεοδώρα στην σιωπή, την προσευχή και την υπακοή. Σε λίγα χρόνια έφθασε στα μέτρα των παλαιών αγίων, αφού αξιώθηκε να λάβη την καρδιακή προσευχή και να γνωρίζη το πλήθος των μεθοδειών του νοητού εχθρού. Για όλα αυτά οι μοναχές την αγάπησαν και ωφελούντο από την ταπείνωσι, την άσκησι και τον ζήλο της.


3) Όταν εισέβαλαν οι Τούρκοι στην κοιλάδα του Μπουζάου, η οσία Θεοδώρα κρύφθηκε στα όρη με την πνευματική της Μητέρα, την Μεγαλόσχημη μοναχή Παϊσία. Εκεί αγωνίσθηκαν μερικά χρόνια με νηστεία και αγρυπνία, υπομένοντας με ανδρικό φρόνημα την πείνα, το ψύχος και άλλους, αγνώστους σ’ εμάς, πειρασμους του διαβόλου. Αλλά αντιπαλαίοντας η μακαρία με την φλογερή προσευχή της, τα υπέμενε όλα, αφού γευόταν τις μυστικές παρηγοριές του Αγίου Πνεύματος.

4) Σαν εκοιμήθη στο όρος η πνευματική της Μητέρα μεταξύ των ετών 1670-1675, η οσία Θεοδώρα έλαβε πληροφορία από τον Θεό για τα βουνά του Νεάμτς. Εδώ, αφού επροσκύνησε την θαυματουργό Εικόνα της Μητέρας του Κυρίου που ήταν στην μεγάλη Λαύρα, επήγε να συμβουλευθή τον ηγούμενο της σκήτης Συχαστρίας, ιερομόναχο μεγαλόσχημο Βαρσανούφιο. Αυτός πληροφορήθηκε στην καρδιά του ότι η Θεοδώρα επιθυμεί την ερημική ζωή και εγνώρισε από το Άγιο Πνεύμα την αρετή της. Πρώτα της μετέδωσε το Άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού. Κατόπιν, δίνοντάς της για πνευματικό οδηγό τον Πνευματικό Παύλο, της είπε: «Πήγαινε στην έρημο για ένα χρόνο, στα δάση των βουνών της Σύχλας. Εάν ημπορέσης με την Χάρι του Θεού να υπομείνης τις δυσκολίες και τους φοβερούς πειρασμούς του διαβόλου, μείνε εκεί μέχρι του θανάτου σου. Εάν όμως δεν ημπορέσης να υπομείνης, να επιστρέψης σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι και εκεί να εργάζεσαι με ταπείνωσι την σωτηρία της ψυχής σου».

5) Αναζητώντας ο όσιος Παύλος ένα ερημικό κελλί για την μακαρία Θεοδώρα και μη ευρίσκοντας, συνάντησε ένα γέροντα ησυχαστή, που ασκήτευε κάτω από κάτι βράχους της Σύχλας. Αυτός, έχοντας το προορατικό χάρισμα, είπε στη Θεοδώρα:

― Αγωνίσου, μοναχή Θεοδώρα στο κελλί μου, διότι εγώ θα πάω σ’ άλλο ερημικώτερο καλυβόσπιτο. Ως εκ τούτου, αφού εγκατέστησε ο ιερομόναχος και μεγαλόσχημος Παύλος την οσία Θεοδώρα στα βουνά της Σύχλας και την ευλόγησε, επέστρεψε πάλι στην σκήτη.



6) Σ’ αυτό το κελλί αγωνίσθηκε η οσία Θεοδώρα περίπου 30 χρόνια, δοξάζοντας ακατάπαυστα τον Θεό και υπερνικώντας με υπομονή και ταπείνωσι όλες τις παγίδες του εχθρού. Επειδή ενισχύετο με την άνωθεν δύναμι, δεν κατέβηκε πλέον από το βουνό, ούτε ανθρώπινη βοήθεια δέχθηκε από κανέναν. Μόνο ο μακάριος Παύλος, ο Πνευματικός της, ανέβαινε μόνος του από καιρό σε καιρό στο κελλί της με τα Άχραντα Μυστήρια και έτσι πάντοτε αγωνίσθηκε σ’ όλη την ζωή της. Μ’ αυτή την αγγελική πολιτεία τόσο πολύ προώδευσε η οσία, ώστε έκανε αγρυπνίες όλες τις νύκτες με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, μέχρι να έλθουν τα χαράματα και το πρόσωπό της έλαμπε. Ύστερα αναπαυόταν δύο ώρες και πάλι άρχιζε. Τροφή ελάμβανε μόνο μια φορά κάθε δεύτερη ημέρα, λίγο παξιμάδι με χόρτα του δάσους, φτέρη και ξυνήθρα (λάπαθο), το οποίο μέχρι τώρα ονομάζεται «Το λάπαθο της αγίας Θεοδώρας». Νερό συγκέντρωνε από το βρόχινο, μέσα σ’ ένα κοίλωμα ενός βράχου, που μέχρι σήμερα ονομάζεται «Το πηγάδι της οσίας Θεοδώρας». Και ένα παράδοξο θαύμα είναι ότι, το νερό δεν τελειώνει ουδέποτε απ’ αυτό το κοίλωμα του βράχου.
Αργότερα όταν εκοιμήθη ο όσιος Παύλος, η μακαρία Θεοδώρα απέμεινε μόνη της, έχοντας μόνο την πρόνοια του Θεού.



7) Κάποτε, όταν εισέβαλαν οι Τούρκοι μέσα στα χωριά και τα μοναστήρια της περιοχής Νεάμτς, τα δάση εγέμισαν από χωρικούς και μοναχούς. Τότε έφθασαν και μερικές μοναχές στο κελλί της οσίας Θεοδώρας. Η μακαρία Θεοδώρα τους είπε:
― Μείνετε εσείς στο κελλί μου, διότι εγώ έχω άλλο τόπο πιο κατάλληλο για καταφύγιο. Από εκείνη την στιγμή μετέβη σε μια άλλη κοντινή σπηλιά και συνέχισε μόνη της την άσκηση, άγνωστη απ’ όλους. Την νύκτα αναπαυόταν λίγο επάνω σε μια πέτρινη πλάκα, η οποία φαίνεται μέχρι σήμερα.

8) Κάποτε μια συμμορία από Τούρκους περιπλανιόταν στα βουνά της Σύχλας για σατανικές δουλειές και έφθασαν και στην σπηλιά της οσίας Θεοδώρας. Τότε ώρμησαν κατ’ επάνω της για να την εξοντώσουν. Μα η αγία έπεσε στα γόνατα, εσήκωσε τα χέρια της προς τον Θεό και είπε: Λύτρωσέ με Κύριε, από τα χέρια των φονευτών μου! Εκείνη την στιγμή άνοιξε θαυματουργικά ο τοίχος της σπηλιάς. Αμέσως η νύμφη του Χριστού έφυγε από εκεί, κρύφθηκε στα δάση και έτσι εγλύτωσε από τον θάνατο.

9) Ξεχασμένη απ’ όλους τους ανθρώπους, ως τα γεράματά της χωρίς καμμιά συντροφιά, άφησε όλη την ελπίδα της μόνο στον Θεό. Αφού εγκατέλειψε το κελλί η οσία Θεοδώρα, αγωνίσθηκε στην σπηλιά σαν ένας ενσώματος άγγελος. Τώρα πλέον ούτε κρύο ούτε πείνα αισθάνεται καθόλου, ούτε ο διάβολος πλέον την ταλαιπωρεί. Προσεύχεται αδιάκοπα στον Θεό με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, μέχρι ν’ αρπαγή με τον νου σ’ αυτά τα ουράνια μυστήρια, ενώ με το σώμα υψώνεται επάνω από το έδαφος. Τότε φωτίζεται το πρόσωπό της, ενώ από το στόμα εξέρχεται και ανεβαίνει υψηλά μια φλόγα πυρός, όπως στους μεγάλους αγίους. Διότι είχε φθάσει η μακαρία με την προσευχή πολύ υψηλά, σε έκστασι, και γλυκαινόταν το πρόσωπό της με μια απερίγραπτη θεϊκή Χάρι.



10) Τα ενδύματα της αγίας Θεοδώρας είχαν φθάσει τώρα να είναι μερικά κουρέλια, με τα οποία μετά δυσκολίας εσκέπαζε το αδύνατο από την πολλή άσκησι σώμα της. Ακόμη και η τροφή τελείωσε. Γι’ αυτό ανέλαβαν τα πουλιά του ουρανού, κατόπιν εντολής του Δημιουργού των, να της φέρνουν καθημερινά ψίχουλα και φλούδες από ψωμί που τα έπαιρναν από την τράπεζα (τραπεζαρία) της σκήτης Συχαστρίας. Η μακαρία Θεοδώρα προσευχόταν ακατάπαυστα για τον κόσμο και χαιρόταν διότι σε λίγο θα αποδημούσε από το θνητό σώμα της.
Σαράντα ημέρες πριν από το μακάριο τέλος της, προσευχήθηκε στον Θεό να της αποστείλη ένα ιερέα, για να μεταλάβη τα Πανάχραντα Μυστήρια. Και ο Κύριος δεν άφησε απαρατήρητη την ψυχική της επιθυμία. 

Οι αρχές του μοναχισμου στα βουνά της Σύχλας έχουν τις ρίζες γύρω στο 1200. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία περί μοναχισμού σ' αυτά τα μέρη χρονολογείται από το 1326. Ο κεντρικός ναός της σκήτης, ο ναός του Γενεθλίου του Τιμίου Προδρόμου, χτίστηκε απο τυν οικογένεια Καντακουζηνού το 1741,ενώ ανακαινήστηκε από τον ηγούμενο των μονών Νεαμτς και Σέκου,Βενέδικτο το 1813. Ο ναός της Μεταμορφώσεως που βρίσκεται πάνω στο λόφο χτίστηκε από τον Ιονίτσα Καντακουζηνό Πασκάνου το 1763. Η σπηλιά όπου ασκήτεψε η Αγ.Θεοδώρα της Σύχλας για 40 χρόνια βρίσκεται ανάμεσα σ'αυτά τα βράχια και σήμερα είναι τόπος προσκυνήματος (από εδώ).

11) Κάποια φορά παρατήρησε ο ηγούμενος της Συχαστρίας κοπάδια από πουλιά να φέρνουν ψίχουλα στο ράμφος των και να πετούν προς το βουνό της Σύχλας. Συλλογίστηκε λοιπόν κατ’ ιδίαν μήπως εκεί ζη κανένας άγιος ησυχαστής. Γι’ αυτό έστειλε δύο αδελφούς να παρακολουθήσουν πού πηγαίνουν αυτά τα πουλιά. Εβάδιζαν πλέον οι αδελφοί αυτοί στην περιοχή εκείνη και, περιπλανώμενοι την νύκτα μέσα στο δάσος, προσεύχονταν και περίμεναν να φωτίση. Κατόπιν, παρατηρώντας μπροστά των μια στήλη φωτός να υψώνεται στον ουρανό, την επλησίασαν και είδαν μια γυναίκα να λάμπη σαν ήλιος στο πρόσωπο, να προσεύχεται με τα χέρια υψωμένα και να μη στηρίζεται στο έδαφος. Ήταν η αγία Θεοδώρα.

― Σ’ ευχαριστώ, Κύριε που με άκουσες! Είπε η μακαρία. Μετά επρόσθεσε: Μη φοβάσθε, αδελφοί, διότι είμαι μια ταπεινή δούλη του Θεού. Αλλά, σας παρακαλώ, να μου ρίξετε ένα επανωφόριο να σκεπασθώ διότι είμαι στο σώμα γυμνή. Αφού κατόπιν τους εκάλεσε να πλησιάσουν, τους διηγήθηκε τη ζωή της, το τέλος της που πλησίαζε, και τους έδωσε την εξής εντολή:
― Κατεβήτε στην σκήτη και πέστε στον ηγούμενο να στείλη τον Πνευματικό Αντώνιο και τον ιεροδιάκονο Λαυρέντιο εδώ, με το σώμα και το Αίμα του Χριστού.
― Πώς να πάμε με τέτοια νύκτα στην σκήτη, απάντησαν οι αδελφοί, αφού δεν γνωρίζουμε τον δρόμο;
― Πηγαίνετε με το φως που βλέπετε μπροστά σας και αμέσως θα φθάσετε.

12) Τα χαράματα της επομένης ημέρας έφθασαν στην Σύχλα ο Πνευματικός Αντώνιος με τον διάκονο Λαυρέντιο και τους δύο αδελφούς και ευρήκαν την αγία Θεοδώρα μπροστά στην σπηλιά της, κάτω από τους κλώνους ενός ελάτου. Στην αρχή η οσία τους αφηγήθηκε την ζωή της, κατόπιν απήγγειλε το «Πιστεύω», μετέλαβε τα Θεία Μυστήρια και, ζητώντας ευλογία από τον ιερέα, είπε: «Δόξα σοι ο Θεός, πάντων ένεκεν». Την ίδια στιγμή η αγία Θεοδώρα παρέδωσε την μακαρία ψυχή της στην αγκαλιά του Χριστού, ενώ το σώμα της ευωδίασε. Κηδεύθηκε και τοποθετήθηκε τιμητικώς από τους πατέρας στην σπηλιά, όπου ασκήτευσε.

13) Η είδηση για την ζωή και τον θάνατο της αγίας Θεοδώρας της Σύχλας διαδόθηκε γρήγορα σ’ όλα τα μοναστήρια, στα χωριά της Μολδαβίας, μέχρι ακόμη και το άλλο μέρος των συνόρων. Γι’ αυτό έτρεχαν στην σπηλιά της πιστοί από τα χωριά, προ παντός ασθενείς, και εθεραπεύοντο από τις διάφορες αρρώστειές των. Διότι το σώμα της δοξάσθηκε με αφθαρσία, ανέβλυσε ευωδία και έκανε θαύματα. Μερικοί προσκυνούσαν τα Λείψανά της, άλλοι ασθενείς άγγιζαν το φέρετρό της, ενώ πολλοί πλένονταν με νερό από το πηγάδι της και ελάμβαναν βοήθεια και παρηγοριά.



14) Το άγιο σώμα της οσίας Θεοδώρας της Σύχλας έμεινε στην σπηλιά επί εκατό χρόνια, αφού απήλαυσε μια βαθειά ευλάβεια και τιμή, περισσότερο απ’ όλους τους άλλους πατέρας. Μα ως θνητό και κρίμασιν οις οίδε Κύριος, το σώμα αποσυνετέθη. Στα χρόνια 1828-1834 τα άγια Λείψανά της μετεφέρθηκαν στο Κίεβο και τοποθετήθηκαν στις κατακόμβες του μοναστηριού Πετσέρσκα με το όνομα σε μια επιγραφή «Η αγία Θεοδώρα των Καρπαθίων», όπου και υπάρχουν μέχρι σήμερα. Η ψυχή της όμως τώρα προσεύχεται πάντοτε μπροστά στην Παναγία Τριάδα για όλο τον κόσμο.
Οσιωτάτη Μήτηρ ημών Θεοδώρα, πρέσβευε τω Κυρίω υπέρ ημών!

Μια άγνωστη "αγία" μέσα στον κόσμο



site analysis



Του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Σημεία καιρών, Προσκυνητής
…ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρός με… (Ευαγγελιστής Ματθαίος, κε΄/25, 31-46).
– Το περασμένο καλοκαίρι περίμενα το τραίνο στον σταθμό ενός μικρού χωριού.
Εκεί που καθόμουνα, βλέπω μια γερόντισσα χωρική που ήταν κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές. Την πλησιάζω.
 Το πρόσωπό της – αν και γερασμένο – έλαμπε με μια μυστική λάμψη, όπως συμβαίνει στους πνευματικούς ανθρώπους. Και την ρωτάω:
– Ποιον περιμένεις, αδελφή;
– Ε, ε, όποιον μου στείλει ο Χριστός.
Στην συνέχεια του διαλόγου που είχαμε, κατάλαβα ότι συνέβαινε το εξής:
Κάθε μέρα η γριούλα αυτή ερχόταν στον σταθμό, για να δει αν υπάρχει κάποιος φτωχός ταξιδιώτης, που θα είχε ανάγκη στέγης και τροφής. Και, όταν έβρισκε κάποιον, τον δεχόταν με χαρά. Και τον φιλοξενούσε στο σπίτι της, σαν να τον είχε στείλει ο Χριστός. (Το σπίτι της απείχε από το σταθμό ένα χιλιόμετρο μακρυά).
Ακόμη κατάλαβα ότι καθημερινά διάβαζε την Αγία Γραφή και πήγαινε στις ακολουθίες της Εκκλησίας. Επίσης νήστευε και αγωνιζόταν να εφαρμόζει όλες τις εντολές του Θεού.
Δεν ήταν λοιπόν αυτή μια μικρή αγία;
Στο τέλος της συζητήσεως πήγα να την επαινέσω για την προθυμία της, να ασκεί σε τέτοιο βαθμό την ευαγγελική αρετή της φιλοξενίας. Δεν με άφησε όμως να τελειώσω. Και μου είπε τα εξής λόγια:
– Μήπως και εμείς, πάτερ μου, δεν είμαστε δικοί του φιλοξενούμενοι σ’ αυτόν τον κόσμο, κάθε ημέρα και σε όλη μας την ζωή.Και έλαμψε περισσότερο το πρόσωπό της.
Ω ελεήμονες και χρυσές ψυχές του λαού μας! Πολλές φορές ντρέπομαι όταν με αποκαλείτε διδάσκαλο του Θεού. Αντίθετα δεν θα ντρεπόμουν ποτέ, αν με αποκαλούσατε μαθητή του λαού μας!


Aπό το βιβλίο: «ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ» του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Επισκόπου Αχρίδος, έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως.

Η καλόγρια της Μολδαbίας ....



site analysis



Ξέρω εκεί, σε μια βουνήσια αγκαλιά της Μολδαυίας, δασωμένη από πηχτό ελατό, ένα γυναικείο μοναστήρι. Το λένε «το μο­ναστήρι της Άγαπίας». Ή βαθυπράσινη λαγκαδιά πού το περιζώνει, κατρακυλάει ζερβόδεξα σα να θέλει να το σφίξει στον κόρφο της, να το κρύψει. Και πάνω του ανεμίζεται χάδι ανάερο, ευωδιά άχραντη. Είναι άλαφριά σαν πούπουλο αγγέλου, δροσερή καθώς ή όλόπρωτη ανάσα όρ­θρου εαρινού.Σύθαμπο. Από τα καταρράχια γύρω, κατεβαίνει επίσημη ή ώρα ή εσπερινή. Ό δρόμος πού κολπώνεται απαλά προτού ξεφανερώσει το μοναστήρι, περνάει μπρος οπό μια πηγή. Το νερό αναβλύζει κρουσταλλένιο, μυρωδάτο, κατάσαρκα στο βράχο, αγιασμός. Στέκεσαι να πιεις στη χούφτα σου.

Καθώς σκύβεις, ξεκρίνεις μια σκαλισμένη μελαχρινή πλάκα, πού γρά­φει απάνω: «Μ. Χρ. Μαυρομμάτης, 1888». "Ελληνας ό κτήτορας της πηγής, όπως κι Έλληνες ανασταίνονται γύρω σου εδώ, πλήθος, στο κάθε βήμα. Το ταξίδι τοϋτο στη Ρουμανία πάει να γίνει κάτι σαν προ­σκύνημα σε κρυφό λίκνο της ελληνικής ψυχής. Ανήσυχης ψυχής, ακοίμητης, πού σκόρπισε μέσα στον κόσμο, για να τον καρπίσει.Ώρα εφτά ενός μαγιάτικου δειλινού φτάνουμε οτό Μοναστήρι της Άγαπίας. Σημαίνουν τον εσπερινό και ή λαγκαδιά γύρω αντιβουίζει με το βαρύ, μελωτό κρούσιμο της καμπάνας. Παράξενο πού γίνεται το νόημα του κόσμου τέτοιες ώρες! Από γύρω ανεβαίνει λιβανωτό το θυμίαμα του βουνού. Χωριάτες Μολδαυοί, χωριάτισσες, με τις κεντητές τους φορε­σιές, έρχονται από τα χωριά με τα πόδια, κρατώντας λαμπάδες. Κι ανθίζουν οι άγριοτριανταφυλλιές στα πλάγια του δρό­μου, μέσα στους κήπους, και τα μπου­μπούκια παίρνουν φωτιά, σκάζουν φλογοκόκκινα.

Το κοινόβιο έχει απλωθεί ως έξω από το μοναστήρι, έστησε στα πλάγια του δρόμου κάτι σπιτάκια ανάλαφρα, κάτα­σπρα, βουτηγμένα στην πρασινάδα και στο λουλούδι. Είναι για τίς πολύ ηλικιωμέ­νες καλόγριες, αυτές πού δεν μπορούν πια ν' ακολουθήσουν τον αυστηρό κανό­να της μοναστικής ζωής. Και για ξενώνες. Σ' ένα τέτοιο θα περάσω τη νύχτα μου κι εγώ.Ή πόρτα πού βγάζει στον προθάλαμο έχει μείνει ανοιχτή- στο βαθύ σκοτάδι, έκεϊ έξω, ακούω ένα γεροντικό κοντόβηχα. Σέ λίγο πάλι. Μου περνάει ή ιδέα πώς γίνεται επίτηδες, έτσι σαν προσπάθεια να υποδη­λωθεί μια παρουσία. Κάποια στιγμή, σάμπως ή ψυχή πού αναδεύεται εκεί στό έσωτερικό του σπιτιού να μη μπορεί πια ν' αντέξει στον πόθο της επικοινωνίας, ακού­γεται ανάλαφρο σούρσιμο από βήμα πολύ αργό, και το κροτάλισμα από ένα μπα­στούνι πού ζυγώνει. Σηκώνω τα μάτια μου. Στό ανοιγμα της πόρτας μου έχει γραφεί μια μορφή. Είναι μια γριούλα καλό­γρια, πού με κοιτάζει με γαλανό, τρυφερό βλέμμα. "Εχει το παιδικό εκείνο άνάβλεμμα των πολύ γέρων. Το άνάβλεμμα της μητέρας μου λίγο πριν σταυρώσει τα χέ­ρια της για πάντα και φύγει γι' άλλου."Ω, τί γριούλα πού εΐναι! Με καλησπερί­ζει στη γλώσσα της και πιάνει να λέει, να λέει. Τάχα να νομίζει πώς την καταλαβαί­νω; Δεν το φαντάζομαι. Το ξέρει πώς είναι μονόλογος, θέλει όμως να νομίζει πώς τη νοιώθω. Ποιος ξέρει πόσες δεκαετίες να την έχει θαμμένη μέσα της αύτη τη δίψα για συνεννόηση. Κι αυτά εδώ είναι τα γλυκότερα ρουμάνικα πού έχω ακούσει. Ί­σως γιατί λένε την ήσυχη αγωνία μιας ψυ­χής ερημωμένης, τη λαχτάρα επικοινω­νίας με κάποιον μέσα στον κόσμο. «Είσαι Έγκλέζ;», με ρωτάει. Όχι, δεν είμαι Εγ­γλέζος, Έλληνας είμαι. «Γκρέκ!» κάνει και το πρόσωπο της περιχύνεται ξάφνου με φως, τα μάτια της πνίγονται σε τρυφε­ρότητα.Με τα καμπουριασμένα από τον αρθρίτη δαχτυλάκια της, μου γνέφει να περιμέ­νω, φεύγει. Έχει το δύσκολο περπάτημα της αρρώστιας και των γερατιών. Σέ λίγο ξανάρχεται κρατώντας μια φωτογραφία πολύ παλιά, με φαγωμένο χαρτόνι. Είναι μια συντροφιά άντρες. Μου δείχνει με τρε­μάμενη στοργή έναν καθιστό εκεί δεξιά, με γένεια, έναν ιερωμένο...


. Κάτι από όσα μαντεύω, κάτι από αυτά πού θα μάθω αρ­γότερα, είναι ό πατέρας της. Πατέρας κα­λόγερος, κόρης καλογριάς. Κάποια μέρα, ό άνθρωπος αυτός ξέκοψε από το σπίτι του —ένας Θεός ξέρει γιατί— το απαρνή­θηκε, παράτησε τον κόσμο και πήγε να καλογερέψει στον "Αθω. Και ή κόρη του, πού καλογέρεψε αργότερα κι αυτή, έζησε πια με τον καϋμό του μακρυνοϋ αύτοΰ πατέρα και με τ' όνειρο της χώρας οπού βρισκόταν το μοναστήρι του..."Εχουμε κατορθώσει τώρα να καταλα­βαινόμαστε μέσες-άκρες. Γελαστή,συνά­ζει από το μνημονικό της τα λίγα ελληνικά πού διδάχτηκε από τον πατέρα της καϊ μου τ' αραδιάζει: «Καλημέρα - καλησπέ­ρα. Χριστός Ανέστη». Το τελευταίο τοΰτο μου το λέει ολάκερο ελληνικά, χαριτω­μένα λαθεύοντας από τη μέση καϊ πέρα. Τέλος τα μάτια της γεμίζουν έκσταση και με ρωτάει: «—Έχει πάντα λεμονιές στην Ελλάδα;» Της αποκρίνομαι πώς ναι, έχει πάντα λεμονιές. «—Εδώ δεν έχει», μου κάνει με θλίψη ανεξήγητη.Ποιος ξέρει τί σύμβολο αιώνιας άνοι­ξης, άνέσπερης ευδαιμονίας, να έχουν γί­νει γι' αυτήν ο! λεμονιές, πού δεν άνθισαν ποτέ για το μέτωπο της. Παίρνει πάλι τη φωτογραφία, τη σφίγγει πάνω στον κόρ­φο της, προσκυνάει βαθειά για να με κα­ληνυχτίσει και πάει μέσα, να κρύψει το θησαυρό της. Το φαγωμένο αυτό - εκεί χαρτόνι φαίνεται να είναι ό,τι πιο αγαπη­μένο μπόρεσε ν' αποκτήσει στο μάκρος μιας άγονης ζωής.


Τ' άλλο πρωί έγερση με τον όρθρο. Φεύγουμε. Ό οδηγός του αυτοκινήτου μας, πού πήγε να πάρει τις βαλίτσες μας από τα δωμάτια μας, έρχεται χωρίς να μου φέρει το καπέλλο μου. Ή γριούλα δεν το έδινε, θέλει λέει να πάω μόνος μου να το πάρω.Σπρώχνω τη σανιδένια καγκελόπορτα του φράχτη κι ανεβαίνω τα λίγα σκαλοπά­τια. Στόν προθάλαμο, μου παρουσιάζεται ή 'ίδια. "Εχει βάλει τώρα τα καλά της, φό­ρεσε και τ' όμορφο έκείνο μικρό καλλυ-μαύκι, κι από πάνω την καλύπτρα της. Όπως ήταν τότε πού έπαιρνε κι αυτή μέ­ρος στη ζωή του μοναστηρίου.Σκύβω να της φιλήσω το χέρι, όμως προλαβαίνει και σκύβει εκείνη πρώτη, μου φιλάει το δικό μου, δυο φορές. Κατε­βαίνω αργά τα σκαλοπάτια πού πάνε στον κήπο. Και γυρίζοντας πίσω το κεφά­λι μου, τη βλέπω να έχει βγεΐ στό κεφαλόσκαλο, να στέκεται έκεΐ στο αψύ αγιάζι του βουνίσιου όρθρου και να με θωρεϊ πού φεύγω. Είναι σαν ένας ίσκιος, φρύγανο πού έτσι να κάνει ό πρωινός άνεμος θα το πάρει. Για τελευταία φορά μου φωνάζει ελληνικά: — «Χριστός Ανέστη!» και γνέ­φει με τ' αχνό, βασανισμένο από την αρ­ρώστια χεράκι της.Γριούλα καλόγρια της Μολδαβίας, δε θα σε ξαναδώ σε τούτη τη ζωή. Όμως όταν θ' ακούω να γλυκοσημαίνουν οί κα­μπάνες του εσπερινού, όταν κάπου θα μοΰρχεται μυρωδιά από βουνό νυχτωμέ­νο, πού λιβανίζει δροσερά κάτω από τ' αστέρια, θα οέ θυμάμαι. Γύρω σου, οί άν­θρωποι αναταράζονται, δέρνονται, βουίζουν, βάζουν προβλήματα, τα μπλέκουν,πιάνονται ατά χέρια, σκοτώνονται. Έσύ στέκεσαι εκεί, όρθια, και λυώνεις. Άργοκαίγεσαι μέσα στην ερημιά του βουνού, λαμπάδα πού ό άνεμος δέν τη σβύνει, ό καϋμός δεν τη λυγίζει, στέρεα, ταπεινή. Στό στερεμένο στήθος σου δίνει την αιώ­νια μάχη της ή λαχτάρα του ανθρώπου για συνεννόηση, επικοινωνία. Γριούλα καλό­γρια της Μολδαβίας, με δίδαξες πώς οϊ ανθρώπινες ψυχές ψάχνονται να συναντηθούν απελπισμένα μέσα στην ερημιά του κόσμου τούτου, άποζητιόνται, διψάνε να ψηλαφιστούν κάτω από το τρυφερό καϊ ματωμένο λάβαρο της αγάπης. Δέο­μαι, γριούλα καλόγρια τήςΜολδαβίας, ν' απαντήσεις έτσι καθώς σε γνώρισα, χαμο­γελαστή, και τον αφέντη το Χάρο, σαν έρθει ή ώρα. Δίχως έναν ίσκιο πάνω στο φρύδι σου το γαληνό.Χριστός Ανέστη!-

Από το βιβλίο του "Αγγέλου Τερζάκη Προσανατολισμός στον αίώνα, Αθήνα 1983, Εκδόσεις των Φίλων

www.proskynitis.blogspot.com

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

Βαΐα Γεωργιαννάκη



site analysis


baia
Γεν­νή­θη­κε στό χω­ριό Ρι­ζο­βού­νι τῆς Λάκ­κας Σου­λί­ου τοῦ νομοῦ Πρε­βέ­ζης, τό 1927. Ἦ­ταν δί­δυ­μη μέ μί­α ἄλ­λη ἀ­δελ­φή, ἡ ὁ­ποί­α ὅμως δέν ἔ­ζη­σε.
Ἡ μη­τέ­ρα της Φω­τει­νή ἔ­φυ­γε καί αὐ­τή πο­λύ νω­ρίς γιά τούς οὐ­ρα­νούς, πέ­φτοντας ἀ­πό μιά ἐ­λιά ὅ­ταν τό βρέ­φος της ἦ­ταν σα­ράντα ἡ­με­ρῶν. Ὁ πα­τέ­ρας της ξα­να­νυμφεύθη­κε καί ἀπέ­κτη­σε ἄλ­λα τρί­α παι­διά.
Ἡ Βά­για σε­βό­ταν πο­λύ τήν μη­τρυιά της. Ὡς με­γα­λύ­τε­ρη πού ἦ­ταν, φρόντι­ζε γι­ά ὅ­λα. Ἦταν μι­κρο­μάν­να καί ἔ­τρε­χε πα­ντοῦ· στά γί­δια ξυ­πό­λυ­τη ἐ­πά­νω στό βου­νό, στά χω­ρά­φια νά σκα­λί­ση, στό δά­σος νά κό­ψη καί νά κου­βα­λή­ση ξύ­λα κ.λ.π. Ἦ­ταν πο­λύ γε­ρό κο­ρί­τσι καί τό­σο φι­λό­τι­μη καί ἐρ­γα­τι­κή πού ἔ­τρε­χε σέ ὅ­λες τίς δου­λει­ές πρώ­τη.
Παντρεύ­τη­κε μι­κρή καί τό 1947 γεν­νή­θη­κε τό πρῶ­το της παι­δί. Συ­νο­λι­κά ἀ­πέ­κτη­σε ἕ­ξι παι­διά. Ἦ­ταν χα­ρού­με­νος ἄν­θρω­πος καί ζωντα­νή γυ­ναῖ­κα ὥστε ὅ­λοι στό χω­ριό τήν θαύ­μα­ζαν.
Ἕ­να ἀ­πό τά παι­διά της ἀρ­ρώ­στη­σε βα­ρειά. Οἱ για­τροί δέν μπο­ροῦ­σαν νά τοῦ προ­σφέ­ρουν καμ­μιά βο­ή­θεια. Ὡς μάν­να πο­νοῦ­σε πο­λύ γι­ά τό παι­δί της καί ἦ­ταν ἕ­τοι­μη καί τήν ζω­ή της νά θυ­σιά­ση. Ἔ­παιρ­νε τό παι­δί στήν πλά­τη καί ἀ­νέ­βαι­νε στά βου­νά καί πή­γαι­νε ὧ­ρες πο­δα­ρό­δρο­μο σέ Μο­να­στή­ρια καί Ἐκ­κλη­σί­ες τῆς πε­ρι­ο­χῆς, γιά νά τό γι­α­τρέ­ψη.
Ζώντας ἔ­τσι κα­θη­με­ρι­νά μέ­σα σ᾽ αὐ­τόν τόν πό­νο, βλέ­πει στόν ὕ­πνο της μιά γυ­ναῖ­κα ἡ ὁ­ποί­α τῆς εἶ­πε: «Νά πά­ρης τό παι­δί σου καί κα­θα­ρά ροῦ­χα καί νά ἔρ­θης στό σπί­τι μου. Ἐ­κεῖ θά κα­τέ­βεις πολ­λά σκα­λο­πά­τια στό ἁ­γί­α­σμα, θά πλύ­νεις τό παι­δί, θά τό ἀλ­λά­ξεις, θά πά­ρεις πα­πᾶ νά λει­τουρ­γή­ση καί τό παι­δί θά γί­νει κα­λά».
Τήν ἄλ­λη ἡ­μέ­ρα εἶ­πε τό ὄ­νει­ρό της στόν σύ­ζυ­γό της ὁ ὁ­ποῖ­ος τήν ἀ­πο­πῆ­ρε καί τήν μά­λω­σε νά μήν πι­στεύ­η σέ ὄ­νει­ρα καί φαντα­σί­ες. Ἡ Βά­για ὅ­μως δέν ἡ­σύ­χα­ζε. Ρώ­τη­σε καί τε­λι­κά ἔ­μα­θε ὅ­τι ὑ­πάρ­χει μία τέ­τοι­α Ἐκ­κλη­σί­α στό ἀ­πέ­ναντι χω­ριό στούς Κομ­τσιά­δες–Ἀμ­πε­λιά. Πράγ­μα­τι σώ­ζε­ται ὁ μι­κρός να­ός τῆς ἁ­γί­ας Πα­ρα­σκευ­ῆς, μνη­μεῖ­ο τοῦ δεκάτου αἰ­ῶ­νος. Πί­σω ἀ­πό τό να­ό ὑ­πάρ­χει μί­α με­γά­λη σπη­λιά ἀπ᾽ ὅ­που μί­α σκά­λα μέ πολ­λά σκα­λο­πά­τια ὁ­δη­γεῖ στό ἁ­γί­α­σμα τῆς ἁ­γί­ας Πα­ρα­σκευ­ῆς πού τρέ­χει σάν πο­τά­μι. Μό­λις τό ἔμα­θε παίρ­νει τό παι­δί της καί ἀ­νε­βαί­νει στό βου­να­λά­κι τῆς ἁ­γί­ας Πα­ρα­σκευ­ῆς. Ἐ­κεῖ βρῆ­κε τήν σπη­λιά, τά σκα­λο­πά­τια καί τόν τό­πο, ὅ­πως τόν εἶ­χε δεῖ στό ὄ­νει­ρό της. Ἔ­λου­σε τό παι­δί, λει­τούρ­γη­σε τό Ἐκ­κλη­σά­κι καί τό παι­δί ἔ­γι­νε ἀ­μέ­σως κα­λά.
Ἡ σι­δε­ρέ­νια της ὑ­γεί­α ὅ­μως πο­λύ γρή­γο­ρα ἔ­μελ­λε νά γί­νη θρύ­ψα­λα. Κάποτε ἡ Βά­για πῆ­γε στήν βρύ­ση νά πλύ­νη καί λι­πο­θύ­μη­σε. Ἔ­κτο­τε λι­πο­θυ­μοῦ­σε συ­χνά καί ἡ ζω­ή της ἔ­γι­νε μαρ­τύ­ριο. Λι­πο­θυ­μοῦ­σε στό σπί­τι, στήν Ἐκ­κλη­σί­α, στό χω­ρά­φι, στό δρό­μο. Ἔ­χα­νε τε­λεί­ως τίς αἰ­σθή­σεις της, ἔ­πε­φτε κά­τω καί με­τά ἀ­πό λί­γη ὥ­ρα συ­νερ­χό­ταν.
Τά μι­κρά της παι­διά ζοῦ­σαν καί αὐ­τά τό μαρ­τύ­ριό τους. Ἔ­βλε­παν τήν μάν­να τους νά ὑ­πο­φέ­ρη καί αὐ­τά ἀ­πό πά­νω της ἔκλαιγαν νο­μί­ζοντας ὅ­τι πέ­θα­νε. Πάντο­τε ὅ­μως κα­τα­λά­βαι­νε ὅ­ταν θά λι­πο­θυ­μοῦ­σε, γι᾿ αὐ­τό τά προ­ει­δο­ποι­οῦ­σε, τά κα­θη­σύ­χα­ζε καί τά ἔ­λε­γε: «Θά ἀρ­ρω­στή­σω, νά μήν φο­βη­θῆ­τε, νά μέ ἀ­φή­σε­τε καί ἐ­γώ θά συ­νέλ­θω μό­νη μου».
Τί ἦ­ταν αὐ­τό πού πά­θαι­νε; Ἡ θεί­α της πού τήν ἔ­ζη­σε ἀ­πό μι­κρό κο­ρι­τσά­κι, τό ἀ­πο­δί­δει στήν πεῖ­να. Ζοῦ­σε μέ τό­ση φτώ­χεια καί πεῖ­να πού γι­ά τά ση­με­ρι­νά δε­δο­μέ­να εἶ­ναι ἀ­πί­στευ­το. Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά της ἦ­ταν ἡ πι­ό φτω­χή στό χω­ριό καί τήν ἴ­δια τήν ἀ­πο­κα­λοῦ­σαν “φτω­χο­βά­για”.
Ἀλ­λά στό μαρ­τύ­ριο αὐ­τό προ­στέ­θη­κε καί ἕ­να ἄλ­λο ψυ­χι­κό μαρ­τύ­ριο ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους, πι­ό ὀ­δυ­νη­ρό. Στό χω­ριό με­ρι­κοί χαι­ρέ­κα­κοι ἄν­θρω­ποι «προ­σέ­θη­καν ἐ­πί τό ἄλ­γος τῶν τραυ­μά­των»[1] της, ἐ­πι­δί­ω­ξαν δη­λα­δή νά τήν βγά­λουν τρελ­λή γι­ά νά τήν κλεί­σουν σέ τρελ­λο­κο­μεῖ­ο στήν Κέρ­κυ­ρα.
Ἄλ­λοι στό χω­ριό τήν ἀ­πέ­φευ­γαν σάν νά ἦ­ταν λω­βι­α­σμέ­νη καί κο­ρό­ϊ­δευ­αν τά παι­διά της. Μό­νον αὐ­τός πού τά ἔ­ζη­σε μπο­ρεῖ νά κα­τα­λά­βη τί ση­μαί­νουν αὐ­τά γι­ά μί­α τρυ­φε­ρή παι­δι­κή ψυ­χή καί πό­σο ἀ­βά­στα­χτος ἦ­ταν ὁ πό­νος γι­ά μί­α μη­τρι­κή καρ­διά, ἡ ὁ­ποί­α ὑ­πέ­φε­ρε πε­ρισ­σό­τε­ρο γι­ά τά παι­διά της πα­ρά γι­ά τόν ἑ­αυ­τό της.
Ἀλ­λά ἡ Βά­για ἦ­ταν ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ καί ἄντε­ξε. Σή­κω­σε αὐ­τόν τόν σταυ­ρό πού τῆς ἔ­δω­σε ὁ Κύ­ριος μέ πολ­λή πί­στη, ὑ­πο­μο­νή καί τα­πεί­νω­ση. Πο­τέ δέν γόγ­γυ­ξε, δέν τά ἔ­βα­λε μέ τόν Θε­ό. Τα­πει­νά ἔ­σκυ­βε τό κε­φα­λά­κι της στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ.
Σάν ἄν­θρω­πος ὧ­ρες–ὧ­ρες λύ­γι­ζε, ἔ­κλαι­γε, πα­ρα­πο­νι­ό­ταν καί πι­κραι­νό­ταν, ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­ταν κά­ποι­οι μέ τήν στά­ση τους τήν ἐ­ξου­θέ­νω­ναν καί ἐ­πι­χει­ροῦ­σαν νά τῆς κά­νουν κα­κό. Ἀλ­λά ὁ κα­λός Θε­ός πού εἶ­ναι ὁ Θε­ός τῶν κα­τα­φρο­νε­μέ­νων, τῶν ἀ­δι­κου­μέ­νων καί τῶν πο­νε­μέ­νων, πο­τέ δέν τήν ἄ­φη­σε μό­νη της. Τήν προ­στά­τευ­ε πάντα, τῆς ἔ­δι­νε δύ­να­μη καί κου­ρά­γιο γι­ά νέ­ες δο­κι­μα­σί­ες.
Τό βρά­δυ ἄ­να­βε τό καντη­λά­κι μπρο­στά στό εἰ­κο­νο­στά­σι. Ἀ­φοῦ πρῶ­τα ἔ­βα­ζε τόν μι­κρό γυι­ό της νά κά­νη τόν σταυ­ρό του, τοῦ ἑ­τοί­μα­ζε νά κοι­μη­θῆ, μέ μη­τρι­κή δέ τρυ­φε­ρό­τη­τα τόν κα­λη­νύ­χτι­ζε καί τόν φι­λοῦ­σε. Πή­γαι­νε ὕ­στε­ρα μπρο­στά στίς εἰ­κό­νες καί ἔ­κα­νε τήν προ­σευ­χή της.
«Σ᾽ εὐ­χα­ρι­στῶ, Χρι­στέ μου, Ἀ­φέντη μου. Δο­ξα­σμέ­νο τό ὄ­νο­μά Σου. Πα­να­γί­α μου, φύ­λα­ξε τά παι­διά μου καί ὅ­λον τόν κό­σμο». Στό τέ­λος ἔ­βγα­ζε κι ἕ­ναν ἀ­να­στε­ναγ­μό «ὤ­ϊ, μαν­νού­λα μου». Ὕστερα ἄρ­χι­ζε νά κά­νη με­τά­νοι­ες στρωτές μέ­χρι κά­τω μέ σταυ­ρούς. Κα­τό­πιν ἔ­σκυ­βε κά­τω τό κε­φά­λι της σι­γο­ψι­θυ­ρί­ζοντας τίς ὑ­πό­λοι­πες ἀ­λά­λη­τες προ­σευ­χές της.
Στήν Ἐκ­κλη­σί­α πή­γαι­νε πάντα ὅ­λες τίς Κυ­ρια­κές καί τίς Ἑ­ορ­τές, καί κρα­τοῦ­σε ὅ­λες τίς ἀρ­γί­ες σχο­λα­στι­κά.
Ὅ­ταν ὁ πα­πᾶς δι­ά­βα­ζε τό Εὐ­αγ­γέ­λιο μπρο­στά στήν Ὡ­ραί­α Πύ­λη, πή­γαι­νε, γο­νά­τι­ζε κά­τω ἀ­πό τό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί ἔ­βα­ζε τό πε­τρα­χή­λι πά­νω στό κε­φά­λι της. Ὅ­ταν τε­λεί­ω­νε ἡ ἀ­νά­γνω­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, φι­λοῦ­σε τό πε­τρα­χή­λι, τό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί τό χέ­ρι τοῦ πα­πᾶ μέ πολ­λή εὐ­λά­βεια.
Ἐ­πει­δή λι­πο­θυ­μοῦ­σε καί μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, τῆς ἔ­λε­γαν με­ρι­κές γυ­ναῖ­κες νά στα­μα­τή­ση νά ἐκ­κλη­σι­ά­ζε­ται ἐ­πει­δή τήν ἔ­πια­ναν, ὅ­πως ἔ­λε­γαν, τά κε­ριά, τό λι­βά­νι καί δέν εἶ­χε κα­θα­ρό ἀ­έ­ρα ἀλ­λά αὐ­τή τούς ἀ­παντοῦ­σε:
«Ἐ­μέ­να καί νά μέ σκο­τώ­σε­τε, δέν μπο­ρεῖ κα­νέ­νας νά μέ βγά­λη μέ­σα ἀ­πό τό σπί­τι τοῦ Θε­οῦ, θά πη­γαί­νω καί ἂς πε­θά­νω».
Ἀλ­λά οἱ δο­κι­μα­σί­ες τοῦ Ἰ­ώβ δέν ἔ­χουν τε­λει­ω­μό γιά τήν Βάγια. «Ὅν ἀ­γα­πᾷ Κύ­ριος παι­δεύ­ει, μα­στι­γοῖ δέ πάντα υἱ­όν ὅν πα­ρα­δέ­χε­ται»[2].
Μί­α ἡ­μέ­ρα στό σχο­λεῖ­ο ἕ­να ἀ­πό τά παι­διά της ἔ­παι­ζε μέ μιά μπάλ­λα λε­ρω­μέ­νη καί μο­λύν­θη­κε. Ὅταν ἦρ­θε στό σπί­τι δέν τό εἶ­πε στήν μάν­να του γι­ά νά τό λού­ση, ἀλ­λά ξά­πλω­σε τό βρά­δυ κά­τω στρω­μα­τσά­δα μα­ζί μέ τά ἄλ­λα παι­διά καί τό πρωΐ ξύ­πνη­σαν τά παι­διά της ὅ­λα μέ σπυ­ριά στό κε­φά­λι. Ἀ­πό τήν στε­νο­χώ­ρια της μό­λις τά εἶ­δε, ἔ­πα­θε ἰ­σχυ­ρό νευ­ρι­κό κλο­νι­σμό. Στε­νο­χω­ρή­θη­κε τό­σο πο­λύ πού δέν ἄντε­ξε, ξα­ναρ­ρώ­στη­σε καί γι᾿ αὐ­τό τήν ἔ­στει­λαν στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο. Τά παι­διά της τέ­λος τά ἔ­στει­λαν στήν Ἀ­θή­να στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο Συγ­γροῦ ὅ­που καί θε­ρα­πεύ­τη­καν, ἀλ­λά ὅ­ταν γύ­ρι­σαν στό χω­ριό μέ τά λί­γα μαλ­λά­κια τους ὅ­λοι τά ἀ­πέ­φευ­γαν ἀ­κό­μη καί οἱ συγ­γε­νεῖς γι­ά νά μήν κολ­λή­σουν. Κα­νέ­νας δέν ἄ­νοι­ξε τό σπί­τι τους νά πά­ρη τά παι­διά πα­ρά μό­νο μί­α ξα­δέλ­φη της (τοῦ Θω­μᾶ Χρη­στιᾶ ἡ μάν­να) τά πῆ­ρε καί τά φρόντι­σε μέ ἀ­γά­πη ὥ­σπου νά ἔρ­θη ἡ μάν­να τους.
Νέ­α ὅ­μως φουρ­τού­να ξε­σπά­ει ἐ­πά­νω της. Εἶ­χε γεν­νη­θῆ καί τό τέ­ταρ­το παι­δί της, ἡ Ἑ­λε­νί­τσα. Θά ἦ­ταν μέ­χρι δύ­ο χρό­νων. Ἡ μάν­να ἔ­λει­πε καί πά­λι ἄρ­ρω­στη στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο. Ἡ Φω­τει­νή, ἡ με­γά­λη ἀ­δελ­φή πού θά ἦ­ταν καί αὐ­τή 5–6 χρό­νων, ἐ­κτε­λοῦ­σε χρέ­η μάν­νας, νοι­κο­κυ­ρᾶς καί φρόντι­ζε καί τήν μι­κρή. Ἐ­κεῖ πού τό εἶ­χε στήν κού­νια καί τό κου­νοῦ­σε, αὐ­τό ἔ­κλαι­γε συ­νέ­χεια. Τό τά­ϊ­σε ἀλ­λά αὐ­τό πά­λι ἔ­κλαι­γε. Τέ­λος στα­μά­τη­σε τό κλά­μα καί νό­μι­σε ὅ­τι τό μω­ρό ἀ­πο­κοι­μή­θη­κε. Ἀρ­γό­τε­ρα ἦρ­θε ἡ νου­νά τῆς Ἑ­λε­νί­τσας γι­ά νά δῆ τί κά­νει˙ τό κοι­τά­ζει, τό πιά­νει ἀλ­λά τό μι­κρό εἶ­χε πε­θά­νει. Σάν ἀγ­γε­λου­δά­κι ἔ­φυ­γε γι­ά τούς οὐ­ρα­νούς.
Ἀ­φοῦ τήν θά­ψα­νε, ἀρ­γό­τε­ρα πῆ­γε ὁ σύ­ζυ­γός της νά πα­ρα­λά­βη τήν Βά­για ἀ­πό τήν Ἡ­γου­με­νί­τσα. Μέ τά πό­δια πῆ­γε καί μέ τά πό­δια γύ­ρι­σαν στό χω­ριό, βου­νό–βου­νό ἡ­μέ­ρες πο­δα­ρό­δρο­μο. Στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο τήν εἶ­χαν πε­ρι­ποι­η­θῆ. Ἔ­φα­γε λί­γο κα­λό φα­γά­κι καί πῆ­ρε ἐ­πά­νω της, ὅ­ταν δέ γύ­ρι­σε στό χω­ριό ἦ­ταν πο­λύ ὄ­μορ­φη, ὅ­πως τούς φά­νη­κε. Αὐ­τή ὅ­μως μέ ἀ­γω­νί­α καί ἀ­νη­συ­χί­α ζη­τοῦ­σε νά δῆ τό παι­δί. Ὁ πα­τέ­ρας τήν ξε­γε­λοῦ­σε προ­σπα­θώντας νά μήν τῆς πῆ τό δυ­σά­ρε­στο καί θλι­βε­ρό ἀλ­λά τῆς ἔ­λε­γε ὅ­τι εἶ­ναι στούς παπ­ποῦ­δες στήν Φι­λιπ­πιά­δα. Ἔ­τρε­ξε ἐ­κεῖ ὅπου ἔ­μα­θε τήν ἀ­λή­θεια ὅ­τι πέ­θα­νε ἡ Ἑ­λε­νί­τσα, καί εἶ­πε: «Ἄ! κα­λά τό εἶ­χα δεῖ ἐ­γώ στόν ὕ­πνο ὅ­τι πέ­θα­νε τό παι­δί μου καί σεῖς μέ ξε­γε­λά­σα­τε!».
Τήν ἔ­κλαι­γε ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τα. Καί ὅ­ταν τῆς ἔ­λε­γαν φτά­νει πι­ά, πέ­ρα­σαν τό­σα χρό­νια, ἀ­παντοῦ­σε: «Ἡ μάν­να πο­τέ δέν ξε­χνά­ει τό παι­δί της ὅ­σα χρό­νια καί ἂν πε­ρά­σουν».
Πα­ρά τίς τό­σες με­γά­λες φουρ­τοῦ­νες πού εἶ­χε πε­ρά­σει στήν ζω­ή της, δέν ἤ­θε­λε νά δεί­χνη τόν πό­νο της καί ἔ­κρυ­βε μέ­σα της τόν με­γά­λο σταυ­ρό πού σή­κω­νε. Δέν ἤ­θε­λε νά τήν λυ­ποῦνται καί νά τήν πα­ρη­γο­ροῦν γι᾽ αὐ­τό καί συμ­με­τεῖ­χε σ᾽ ὅ­λες τίς χα­ρές καί τίς λύ­πες τοῦ χω­ριοῦ.
Στούς γά­μους πή­γαι­νε πάντο­τε πρώ­τη μέ τό δῶ­ρο της. Ὅταν τῆς ἔ­λε­γαν, «βρέ Γι­ώρ­γαι­να, τί τό θέ­λεις ἐ­σύ τό δῶ­ρο, φτω­χειά γυ­ναῖ­κα, ἐ­σέ­να κα­νέ­νας δέν σέ πα­ρε­ξη­γεῖ», τό­τε αὐ­τή ἔ­λε­γε: «Ὄ­χι, ἡ φτώ­χεια, φτώ­χεια καί ὁ γά­μος, γά­μος. Εἶ­ναι ὑ­πο­χρέ­ω­ση, ἐ­γώ ἂς μήν ἔ­χω νά φά­ω, τό δῶ­ρο μου θά τό πά­ω καί θά τούς εὐ­χη­θῶ».
Καί ὄ­χι μό­νο πή­γαι­νε ἀλ­λά καί ἔ­σερ­νε πρώ­τη τόν χο­ρό καί τρα­γου­δοῦ­σε. Χό­ρευ­ε πο­λύ ὡ­ραῖ­α, τούς πα­ρα­δο­σια­κούς χο­ρούς τοῦ χω­ριοῦ καί ὅ­λοι δέν πί­στευ­αν στά μά­τια τους, πῶς μί­α γυ­ναῖ­κα μέ τό­σα βά­σα­να εὕρι­σκε τό κου­ρά­γιο καί νι­κοῦ­σε τόν ἑαυ­τό της.
Ἐ­πί­σης τῆς ἄ­ρε­σαν πο­λύ οἱ γι­ορ­τές πού γί­νο­νταν στό Σχο­λεῖ­ο. Πή­γαι­νε μέ λα­χτά­ρα νά ἀ­κού­ση τά παι­διά πού ἔ­λεγαν τά ποι­ή­μα­τα στίς Ἐ­θνι­κές Ἑ­ορ­τές, πού ἔπαι­ζαν τά δρά­μα­τα καί τρα­γου­δοῦ­σαν.
Ὅ­λη της ὅ­μως ἡ ψυ­χή καί ἡ καρ­διά ἦ­ταν δο­σμέ­νη στήν Ἐκ­κλη­σί­α, στίς γι­ορ­τές καί στά πα­νη­γύ­ρια πού γί­νονταν στά δι­ά­φο­ρα ἐ­ξωκ­κλή­σια τοῦ χω­ριοῦ: Στήν Πα­να­γί­α στό Κα­στρί, στήν ἁ­γί­α Μα­ρί­να, στήν ἁ­γί­α Πα­ρα­σκευ­ή, στήν ἁ­γί­α Σο­φί­α, στόν προ­φή­τη Ἠ­λί­α, στήν Πα­να­γιά τοῦ Λα­πό­βου, στόν ἅ­γιο Δη­μή­τριο στήν Φι­λιπ­πιά­δα κ.ἄ.
Ἐ­κεῖ ὅ­μως ὅ­που ἔ­λαμ­πε ἀ­πό χα­ρά ἦ­ταν τά Χρι­στού­γεν­να, στήν γι­ορ­τή τοῦ γυι­οῦ της, καί τήν Μ. Ἑ­βδο­μά­δα, ὅ­ταν ἄρ­χι­ζε τίς ἑ­τοι­μα­σί­ες γι­ά τήν Λα­μπρή, τό Πά­σχα.
Κάποιο ἔτος ἔ­στει­λε τόν μι­κρό της γυι­ό νά κό­ψη κόκ­κι­να τρι­αντά­φυλ­λα ἀ­πό τίς τρι­αντα­φυλ­λι­ές γι­ά νά τά πᾶ­νε στόν Ἐ­πι­τά­φιο τήν Με­γά­λη Πα­ρα­σκευή. Πη­γαί­νο­ντας γιά τήν Ἐκκλησία ὁ μι­κρός ἀ­πό ἀ­φέ­λεια τά μύ­ρι­σε. Τό­τε ἀ­μέ­σως τοῦ δί­νει μί­α–δυ­ό στά χέ­ρια καί τοῦ λέ­γει: «Μήν τά μυ­ρί­ζης, παι­δί μου, δέν κά­νει. Θά τά πᾶ­με στόν Χρι­στό τά τρι­αντά­φυλ­λα καί πρέ­πει νά εἶ­ναι ἀ­μύ­ρι­στα, κα­θα­ρά καί ἁ­γνά. Γρή­γο­ρα, πέ­τα­ξέ τα καί τρέ­ξε νά κό­ψης ἄλ­λα».
Καί στόν Ἐ­πι­τά­φιο ἂν δέν περ­νοῦ­σαν τρεῖς φο­ρές σταυ­ρω­τά κά­τω ἀ­πό τό τρα­πέ­ζι μπου­σου­λώ­ντας τά παι­διά της γι­ά νά πά­ρουν εὐ­λο­γί­α, δέν τά ἄ­φη­νε νά βγοῦ­ν ἔ­ξω ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α.
Ἦ­ταν στορ­γι­κή καί πο­λύ τρυ­φε­ρή μάν­να για­τί εἶ­χε πο­νέ­σει πο­λύ γι­ά τά παι­διά της. Γι᾽ αὐ­τά μέ χα­ρά ἐστε­ρεῖ­το τά πάντα, μό­νο ἤ­θε­λε νά τά ἔ­χη κοντά της.
Ἡ αὐ­το­θυ­σί­α της ἦ­ταν με­γά­λη. Ὅ­ταν τήν πή­γαι­ναν στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο, κα­θό­ταν λί­γο και­ρό, μό­λις δέ δυ­νά­μω­νε λί­γο καί ἔ­νι­ω­θε τόν ἑ­αυ­τό της κα­λύ­τε­ρα, δέν μπο­ροῦ­σε κα­νέ­νας νά τήν κρα­τή­ση μέ­σα, οὔ­τε για­τροί οὔ­τε νο­σο­κό­μες. «Θά φύ­γω», ἔ­λε­γε, «θά πά­ω στά παι­διά μου, μ᾽ ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη». Ἔφευγε καί ἐρ­χό­ταν ἀ­πό τήν Φι­λιπ­πιά­δα μέ τά πό­δια. Νύ­χτα ἔ­φτα­νε, χτύ­πα­γε νά τῆς ἀ­νοί­ξου­ν καί τή νό­μι­ζαν φάντα­σμα.
Ἐ­κεῖ ὅ­μως πού ξε­πέ­ρα­σε τε­λεί­ως τόν ἑ­αυ­τό της ἦ­ταν ἡ μέ­ρι­μνά της γι­ά τά κο­ρί­τσια της. Προ­αι­σθα­νό­ταν τόν θά­να­τό της καί ζοῦ­σε μέ­ρα–νύ­χτα σχε­δόν μέ τήν μνή­μη τοῦ θα­νά­του. Ἤ­θε­λε προ­τοῦ πε­θά­νη νά ἔ­χη τα­κτο­ποι­ή­σει τά προι­κιά τῶν κο­ρι­τσι­ῶν.
«Ὅ­ταν κλεί­σω τά μά­τια μου», ἔ­λε­γε, «θέ­λω τά παι­διά τῆς Βά­γιας νά τά ἔ­χουν ὅ­λα, νά μή τούς λεί­πη τί­πο­τα». Εἶ­χε πο­λύ φι­λό­τι­μο καί με­γά­λη λε­πτό­τη­τα μέ εὐ­αι­σθη­σί­α στίς ὑ­πο­χρε­ώ­σεις της. Ἔ­τσι μ᾽ αὐ­τήν τήν ἀ­γω­νί­α καί τήν μέ­ρι­μνα εἶ­χε κα­τα­δι­κά­σει τόν ἑ­αυ­τό της σχε­δόν σέ ἀ­σι­τί­α γι­ά νά μπο­ρέ­ση νά κά­νη λί­γες οἰ­κο­νο­μί­ες γι­ά τά παι­διά της. Τῆς εἶ­χαν βγά­λει μί­α συντα­ξού­λα ὡς ἄρ­ρω­στη πού ἦ­ταν. Μό­λις ἔ­παιρ­νε τήν συντα­ξού­λα της πή­γαι­νε κατ᾽ εὐ­θεῖ­αν καί ἀ­γό­ρα­ζε νή­μα­τα. Κα­θό­ταν ὕ­στε­ρα ὧ­ρες καί χτυ­ποῦ­σε στόν ἀρ­γα­λει­ό γι­ά νά ὑ­φά­νη τά προι­κιά τῶν κο­ρι­τσιῶν της πού καί χορ­τᾶ­τος νά εἶ­ναι κα­νείς δέν ἀντέ­χει καί πο­λύ.
Ἡ Βαΐα σέ ἡλικία 35 ἐτῶν
Ἡ Βαΐα σέ ἡλικία 35 ἐτῶν

Τά χέ­ρια της δού­λευ­αν πάντα ἀ­στα­μά­τη­τα. Στόν δρό­μο πού πή­γαι­νε γι­ά τό χω­ρά­φι, κρα­τοῦ­σε τίς γί­δες καί συγ­χρό­νως ἔ­πλε­κε καί καμ­μιά φα­νέλ­λα ἢ ἔ­γνε­θε μέ τήν ρό­κα της.
Ἂν καί ἦ­ταν πο­λύ φτω­χειά, εἶ­χε πο­λύ κα­λή καρ­διά καί ἀ­γα­ποῦ­σε νά δί­νη ἐ­λε­η­μο­σύ­νες ὅ­σο μπο­ροῦ­σε. Πάντα ἀπ᾽ αὐ­τά πού εἶ­χε πρῶ­τα ξε­χώ­ρι­ζε ἕ­να με­ρί­διο καί τό ἔ­στελ­νε σέ δι­ά­φο­ρες οἰ­κο­γέ­νει­ες, καί ἂς εἶ­χε αὐ­τή με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­νάγ­κη ἀπ᾽ αὐ­τές. Εἶ­χαν ἕ­να μι­κρό χω­ρα­φά­κι κά­τω ἀ­πό τό Κα­στρί τό Μο­να­στή­ρι, ὅ­που φύ­τευ­αν ὅ­λα τά κα­λο­και­ρι­νά. Πή­γαι­νε νά τά πο­τί­ση μί­α ὥ­ρα δρό­μο μέ τό ἄ­λο­γο. Μά­ζευ­ε τά κη­πευ­τι­κά καί μέ­χρι νά τά πά­η στό σπί­τι της τά πε­ρισ­σό­τε­ρα τά μοί­ρα­ζε ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Ἦ­ταν ἀ­γράμ­μα­τη, ὅ­μως δί­δα­σκε πράτ­του­σα καί προ­σπα­θοῦ­σε νά με­τα­δώ­ση στά παι­διά της τό πνεῦ­μα τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης. Μί­α φο­ρά κρε­μά­στη­κε μί­α γί­δα τους ἐ­κεῖ πού βο­σκοῦ­σε στά βρά­χια, ἀλ­λά πρό­λα­βε ὁ γεί­το­νας καί τήν ἔ­σφα­ξε. Τό­τε παίρ­νει σχε­δόν τήν μι­σή γί­δα, τήν βά­ζει σ᾽ ἕ­να σακ­κί καί τήν πη­γαί­νει σέ μί­α ξα­δέλ­φη τοῦ συ­ζύ­γου της. Ἡ γυ­ναῖ­κα αὐ­τή πο­λύ συ­χνά τήν πρό­σβαλ­λε καί τήν πί­κραι­νε μέ τήν στά­ση της, δι­ό­τι ἤ­θε­λε νά ἀ­να­κα­τεύ­ε­ται στά οἰ­κο­γε­νεια­κά της. Ἐ­κεί­νη τό­τε συγ­κι­νή­θη­κε καί ἄλ­λα­ξε συ­μπε­ρι­φο­ρά.
Ἐ­κεῖ ὅ­μως πού ἦ­ταν ὑ­πέ­ρο­χη, ἦ­ταν ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τούς ἄλ­λους. Ὅ­λους στό χω­ριό τούς ἀ­γα­ποῦ­σε καί συ­νή­θι­ζε πρώ­τη αὐ­τή, σάν νά ἦ­ταν μι­κρό­τε­ρη, νά χαι­ρε­τᾶ.
Ἦ­ταν ντυ­μέ­νη πάντα στά μαῦ­ρα ἀ­πό τά τριά­ντα της χρό­νια. Εἶ­χε ἐ­πά­νω της μί­α πη­γαί­α γλυ­κειά εὐ­γέ­νεια, μέ σε­βα­σμό πρός τούς ἄλ­λους καί εὐ­λά­βεια στά θεῖα.
Τε­λευ­ταῖ­α ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πό λευ­χαι­μί­α. Συ­χνά ἔ­κα­νε ἐμ­ε­τούς. Ὅ,τι ἔ­τρω­γε τό ἔ­βγα­ζε καί ἡ κοι­λιά της πρη­ζό­ταν. Αὐ­τό φαί­νε­ται τό εἶ­χε χρό­νια πού τήν βα­σά­νι­ζε καί ἐ­πη­ρέ­α­ζε καί τήν ὅ­λη ὑ­γεί­α της γι᾿ αὐτό εἶ­χε με­γά­λη ἀ­δυ­να­μί­α στόν ὀρ­γα­νι­σμό της. Τήν ἔστει­λαν πρῶ­τα στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο τῆς ἁ­γί­ας Ὄλ­γας στή Ν. Ἰ­ω­νί­α. Ὕ­στε­ρα νο­ση­λεύ­τη­κε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο τοῦ ἁ­γί­ου Σάβ­βα στήν Ἀ­θή­να. Οἱ για­τροί τῆς εἶ­χαν πεῖ νά πη­γαί­νη κά­θε ἕ­ξι μῆ­νες γι­ά ἐ­ξε­τά­σεις, νά τρώ­η κα­λά, νά ξε­κου­ρά­ζε­ται καί νά μή στε­νο­χω­ρι­έ­ται. Μό­λις ὅ­μως γύ­ρι­ζε στό σπί­τι ρι­χνό­ταν στίς δου­λει­ές τοῦ σπι­τιοῦ, στά ζῶ­α, στά χω­ρά­φια, στήν σπο­ρά, στό θέ­ρος, στό νοι­κο­κυ­ριό. Ἡ ἀρ­ρώ­στια ὅ­μως μέ­σα της δού­λευ­ε σι­γά–σι­γά καί τήν ἐ­ξα­σθέ­νι­ζε ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο.
Ἐ­κτός ἀ­πό τίς πολ­λές ἀρ­ρώ­στι­ες καί τά βά­σα­νά της ἡ Βά­για εἶ­χε καί πό­λε­μο ἀ­πό τόν δι­ά­βο­λο. Μιά ἡ­μέ­ρα κα­τά τό με­ση­μέ­ρι εἶ­δε ὀ­φθαλ­μο­φα­νῶς τόν δι­ά­βο­λο πού πῆ­γε νά τήν γκρε­μί­ση κά­τω ἀ­πό τό ἄ­λο­γο, ἀλ­λά ἡ Πα­να­γί­α τήν ὁ­ποί­α ἐ­πι­κα­λέ­στη­κε τήν προ­στά­τευ­σε. Ἐ­κεῖ κοντά ἦ­ταν ἕ­να ἐ­ξωκ­κλή­σι τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Ἐ­λε­ού­σας. Γι᾿ αὐ­τό καί σ᾿ ὅ­λη τήν ζω­ή της, ὅ­ταν περ­νοῦ­σε ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο τό ση­μεῖ­ο, ξε­πέ­ζευ­ε ἀ­πό τό ἄ­λο­γο, πή­γαι­νε ἀ­πό εὐ­γνω­μο­σύ­νη νά ἀ­νά­ψη τά καντή­λια καί νά εὐ­χα­ρι­στή­ση τήν Πα­να­γί­α.
Γι­ά τε­λευ­ταί­α φο­ρά πῆ­γε στήν Πα­να­γί­α στό Κα­στρί, τόν Δε­κα­πενταύ­γου­στο. Με­τά τόν Ἑ­σπε­ρι­νό ἔ­πια­σε ἀ­πό τό χέ­ρι τόν γυι­ό της καί ρω­τοῦ­σε: «Δέν μοῦ λές, παι­δί μ᾽, ὅ­λα αὐ­τά ἐ­δῶ πού δεί­χνουν ψη­λά στούς τοί­χους τά κά­ναν στούς Ἁ­γί­ους; Τό­σα μαρ­τύ­ρια καί βα­σα­νι­στή­ρια!». Κοί­τα­ζε τά πα­ρα­στα­τι­κά μαρ­τύ­ρια τῶν Ἁ­γί­ων κά­νοντας τόν σταυ­ρό της καί ἔ­λε­γε ὡς συ­νή­θως. «Μέ­γας Κύ­ρι­ε, Μέ­γας Κύ­ρι­ε, ἥ­μαρ­τον, Χρι­στέ μου». Ποι­ός ξέ­ρει τί αἰ­σθα­νό­ταν ἡ ψυ­χή της! Τούς συμ­πο­νοῦ­σε για­τί καί ἡ δι­κή της ἡ ζω­ή ἦ­ταν ἕ­να συ­νε­χές μαρ­τύ­ριο.
Ὕ­στε­ρα ἀ­πό μι­σό χρό­νο ἔμ­παι­νε καί ἡ ἴ­δια στό τε­λευ­ταῖ­ο στά­διο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου της. Οἱ ἐ­με­τοί συ­νέ­χεια αὐ­ξά­νονταν καί αὐ­τή εἶ­χε γί­νει ἀ­δύ­να­τη σάν φτε­ρό, ὥ­σπου μί­α ἡ­μέ­ρα τοῦ Μαρ­τί­ου φώ­να­ξαν τόν τα­ξιτ­ζῆ τοῦ χω­ριοῦ, ἕ­να πο­νό­ψυ­χο ἄν­θρω­πο, τόν Τά­κη Μη­λι­ώ­νη, γι­ά νά τήν πά­η στήν Ἀ­θή­να στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο.
Κοί­τα­ζε γύ­ρω–γύ­ρω σάν νά τά ἔ­βλε­πε γι­ά τε­λευ­ταί­α φο­ρά καί ἔ­λε­γε: «Θά γυ­ρί­σω πί­σω ζωντα­νή;». Μᾶλ­λον ἔ­δι­νε κου­ρά­γιο μό­νη της στόν ἑ­αυ­τό της δι­ό­τι τό ἤ­ξε­ρε πο­λύ κα­λά ὅ­τι θά ἀ­να­χω­ροῦ­σε γι­ά τόν οὐ­ρα­νό. Γι᾽ αὐ­τό καί πο­λύ και­ρό πρίν εἶ­χε πε­ρά­σει καί εἶ­χε χαι­ρε­τή­σει τό σό­ϊ της.
Στήν Ἀ­θή­να πού τήν πῆ­γε ὁ τα­ξιτ­ζῆς, μό­νη της καί ἀ­συ­νό­δευ­τη συ­νάντη­σε καί πά­λι τήν ἀ­πο­νιά, ὅ­μως τώ­ρα γι­ά τε­λευ­ταί­α φο­ρά. Κα­νέ­να σπί­τι συγ­γε­νι­κό δέν ἄ­νοι­ξε νά τήν δε­χτῆ γι­ά λί­γο, νά ζε­στα­θῆ ἡ ψυ­χού­λα τῆς πο­λύ­πα­θης Βά­γιας. Ὁ τα­ξιτ­ζῆς τήν πῆ­γε ἀ­πό κα­λω­σύ­νη, μέ δι­κή του πρω­το­βου­λί­α, στό Λα­ϊ­κό Νο­σο­κο­μεῖ­ο στό Γου­δί, ἄ­γνω­στη σέ ἀ­γνώ­στους καί τήν ἔβα­λαν σ᾽ ἕ­να διά­δρο­μο σέ ρά­ντζο.
Τό­τε εἰ­δο­ποι­ή­θη­κε ὁ γυι­ός της καί πῆ­γε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο νά τήν δῆ. Ὁ για­τρός τοῦ εἶ­πε ὅ­τι πρέ­πει νά κά­νη ἐγ­χεί­ρη­ση καί τοῦ ζή­τη­σε 50.000 δρχ. Τό πο­σό ἦ­ταν πο­λύ με­γά­λο καί δέν εἶ­χαν νά δώ­σουν τό­σα χρή­μα­τα, γι᾽ αὐτό ἡ ἐγ­χεί­ρη­ση δέν ἔγι­νε. Ἔ­ζη­σε μί­α ἑ­βδο­μά­δα μό­νο καί ἐ­κοι­μή­θη. Ἐ­κεῖ ἄ­φη­σε τό χι­λι­ο­βα­σα­νι­σμέ­νο κορ­μά­κι της ἐ­νῶ ἡ ψυ­χού­λα της φτε­ρού­γι­σε καί πέ­τα­ξε ἀ­νά­λα­φρη στούς οὐ­ρα­νούς, στο­λι­σμέ­νη μέ τό στε­φά­νι τῆς πί­στε­ως, τῆς τα­πει­νώ­σε­ως καί τῆς ὑ­πο­μο­νῆς. Στα­μά­τη­σε πι­ά γι᾽ αὐ­τήν ὁ πό­νος, ἡ θλί­ψη καί ὁ στε­ναγ­μός, πού ἦ­ταν οἱ πι­ό ἀ­γα­πη­μέ­νοι σύντρο­φοί της σ᾽ ὅ­λη της τήν ζω­ή. Ἐκοι­μή­θη στίς 10 Μαρ­τί­ου τοῦ 1974, σέ ἡ­λι­κί­α 47 ἐ­τῶν.
Ἡ κη­δεί­α ἔ­γι­νε στό χω­ριό. Ὅ­λες οἱ καρ­διές συ­μπό­νε­σαν τήν πιό φτω­χή, τήν πιό πο­νε­μέ­νη, τήν πιό βα­σα­νι­σμέ­νη καί τήν πιό ἀ­γα­πη­μέ­νη γυ­ναῖ­κα τοῦ χω­ριοῦ. Κα­νέ­νας δέν εἶ­χε οὔ­τε τό πα­ρα­μι­κρό πα­ρά­πο­νο ἐνα­ντί­ον της.
Ὁ πα­πᾶς τοῦ χω­ριοῦ, πού πο­τέ δέν μι­λοῦ­σε σέ κη­δεῖ­ες, μί­λη­σε στήν κη­δεί­α τῆς Βά­γιας καί εἶ­πε πολ­λά ἐ­παι­νε­τι­κά γι᾽ αὐτήν.
Ἡ πα­ρου­σί­α της ἔ­χει μεί­νει ἀ­ξέ­χα­στη. Γι­ά πολ­λά χρό­νια οἱ γυ­ναῖ­κες τοῦ χω­ριοῦ, ὅ­ταν συ­ναντοῦ­σαν τά παι­διά της, ρω­τοῦ­σαν: «Ἄ, παι­δά­κι μου, σύ εἶ­σαι τό παι­δί τῆς Βά­γιας;», καί ἔ­κλαι­γαν.
Ἡ Βά­για ὅσο ζοῦ­σε με­ρι­κές φο­ρές μι­λοῦ­σε λί­γο πα­ρά­ξε­να, προ­έ­λε­γε κά­ποι­α πράγ­μα­τα τά ὁ­ποῖ­α ὕ­στε­ρα ἀ­πό χρό­νια γί­νο­νταν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί τό­τε θυ­μοῦ­νταν τά λό­για της.
Ἀρ­κε­τό και­ρό πρίν ἀ­πό τόν θά­να­τό της εἶ­χε κά­τι προ­αι­σθαν­θῆ καί γι᾽ αὐ­τό εἶ­χε πε­ρά­σει ἀ­πό τό σό­ϊ της νά τούς χαι­ρε­τή­ση. «Φεύ­γω, ἐ­γώ θά φύ­γω θά πά­ω νά ἀντα­μώ­σω τήν για­γιά μας, τί θέ­λε­τε νά τῆς πῶ;».
Μί­α ἑ­βδο­μά­δα πρίν πά­η γι­ά τό Νο­σο­κο­μεῖ­ο στήν Ἀ­θή­να, πῆ­γε στήν ἀ­δελ­φή της τήν Ἀ­θη­νᾶ πού ἐργαζόταν στίς ἐ­λι­ές στό χω­ρά­φι, καί τῆς λέ­ει ἡ Ἀ­θη­νᾶ: «Για­τί ἔ­κα­νες τό­σο κό­πο καί ἦρ­θες ἐ­δῶ κά­τω στό χω­ρά­φι;», καί τῆς ἀ­παντά­ει: «Ἔ, πῶς νά μήν ἔρ­θω νά χαι­ρε­τή­σω τήν ἀ­δερ­φή μου; Ἀ­θη­νᾶ, γι­ά μέ­να πά­ει, τε­λεί­ω­σε τό πα­νη­γύ­ρι, σέ μιά βδο­μά­δα θά πε­θά­νω».
Ὅ­ταν ἕ­να ἀ­πό τά παι­διά της ἦ­ταν μι­κρό, εἶ­χε πε­ρά­σει ἀ­πό τό χω­ριό ἕ­νας Δε­σπό­της. Στό σπί­τι ἐ­κεῖ πού ἔτρω­γα­ν καί τό παι­δά­κι πι­ό πέ­ρα ἔ­παι­ζε, ση­κώ­νε­ται καί λέ­γει σέ ἕ­να συγ­γε­νῆ της: «Ἄχ, βρέ Σταῦ­ρε, νά μοῦ ἔ­δι­νε καί ἐ­μέ­να ὁ Θε­ός ἕ­να ἀ­πό τά παι­διά μου νά γί­νη ἄν­θρω­πος δι­κός του, ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νος στήν Ἐκ­κλη­σί­α».
Ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α της καί ἡ εὐ­χή της ἔ­γι­ναν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.Ὕ­στε­ρα ἀ­πό χρό­νια τό παι­δί της αὐ­τό ἐ­πέ­λε­ξε τήν μο­να­χι­κή ζω­ή.
Σέ κά­ποι­ο συγ­γε­νῆ της μί­α φο­ρά εἶ­χε πεῖ: «Ὅ­ταν βγῆς στήν σύντα­ξη θά χω­ρί­σεις», καί πράγ­μα­τι χώ­ρι­σε καί ἔ­λε­γε μέ θαυ­μα­σμό ὅ­τι εἶ­χε χά­ρι­σμα ἡ Βά­για.
Σ᾽ ἕ­να ἀ­πό τά παι­διά της πού τήν εἶ­χε πι­κρά­νει πο­λύ, ἐ­πει­δή καί πο­λύ τό ἀ­γα­ποῦ­σε, ἐ­πά­νω στόν πό­νο της τοῦ εἶ­χε πεῖ: «Δέν θέ­λω νά βγά­λης τό ὄ­νο­μά μου καί οὔ­τε τό ὄ­νο­μα Βά­για νά ἀ­κού­σης».
Πράγ­μα­τι αὐ­τός στήν κό­ρη του δέν ἔ­δω­σε τό ὄνο­μα τῆς μάν­νας του ἀλ­λά καί ὅ­ταν ἦ­ταν κα­λε­σμέ­νος στά βα­φτί­σια τῆς κό­ρης τοῦ ἀ­δελ­φοῦ του ξαφ­νι­κά μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­ταν ἄρ­χι­σε τό μυ­στή­ριο, ὁ γυι­ός του κά­τι ἔ­πα­θε σάν πυ­ρε­τό, σάν ρῖ­γος, τόν ἔ­βγα­λαν ἔ­ξω καί τόν πῆ­γα­ν στόν για­τρό. Ὅ­ταν γύ­ρι­σε, τό μυ­στή­ριο εἶ­χε τε­λει­ώ­σει καί δέν εἶ­χε ἀ­κού­σει τό ὄ­νο­μα Βά­για πού ἔ­δω­σαν στό κο­ρι­τσά­κι. Καί τό­τε θυ­μή­θη­κε τήν πρόρ­ρη­ση τῆς μάν­νας του.
Ὁ Θε­ός νά ἀ­να­παύ­ση τήν ψυ­χή τῆς πο­λύ­πα­θης Βά­γιας στήν βα­σι­λεί­α Του, χα­ρί­ζοντάς της ἀντί τῶν προ­σκαί­ρων θλί­ψε­ων πού ὑ­πέ­μει­νε τήν αἰ­ώ­νιον ζω­ήν. Ἀ­μήν.

(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)

(Πηγή ηλ. κειμένου: enromiosini.gr)