Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

Ασκητές μέσα στον κόσμο: Αθηνά Σγούρου



site analysis


SGOYROY
Γεν­νή­θη­κε τό 1879 στό Χω­ριό Κου­ρα­μά­δες Κερ­κύ­ρας ἀ­πό γο­νεῖς πο­λύ φτω­χούς ἀλ­λά πο­λύ τί­μιους καί πι­στούς. Ὁ πα­τέ­ρας της λε­γό­ταν Χρι­στό­δου­λος Σγοῦ­ρος καί ἦ­ταν ἀ­πό­γο­νος Βυ­ζαντι­νῆς οἰ­κο­γέ­νειας πού εἶ­χε ἐγ­κα­τα­στα­θῆ ἀ­πό αἰ­ῶ­νες στήν Κέρ­κυ­ρα. Ἡ μάν­να της λε­γό­ταν Κων­σταντί­να Γραμ­μέ­νου. Προερ­χό­ταν ἀπό πο­λύ­τε­κνη οἰ­κο­γέ­νεια.
Ἀ­πό τά πρῶ­τα της χρό­νια ἔ­ζη­σε τήν με­γά­λη φτώ­χεια, τήν στέ­ρη­ση καί τόν θά­να­το μέ­σα στήν οἰ­κο­γέ­νειά της. Ἀ­πό τά δώ­δε­κα παι­διά πού ἔ­φε­ραν στόν κό­σμο οἱ γο­νεῖς της μό­νο πέντε ἐ­πέ­ζη­σαν καί ἀ­πό αὐ­τά ἕ­να ἦ­ταν σω­μα­τι­κά ἀ­νά­πη­ρο καί ἕ­να δι­α­νο­η­τι­κά. Τί­πο­τε δι­κό τους δέν εἶ­χαν ἐ­κτός ἀ­πό ἕ­να μι­κρό σπι­τά­κι πού ἔ­με­ναν.
Τά λί­γα κτη­μα­τά­κια πού καλ­λι­ερ­γοῦ­σαν ἦ­ταν ξέ­να, ἀρ­χοντι­κά καί ἔ­δι­ναν με­γά­λο με­ρί­διο ἀ­πό τήν σο­δειά τους στούς κα­τό­χους.
Εἶ­χαν ὅ­μως πο­λλή πί­στη, ἐλ­πί­δα καί ἀ­γά­πη στόν Θε­ό. Ὁ πα­τέ­ρας της οὐ­δέ­πο­τε βλα­σφή­μη­σε γιά τήν δυ­στυ­χί­α του καί γι­ά τούς θα­νά­τους τῶν παι­δι­ῶν του. Ἀντί­θε­τα εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε τόν Θε­ό πού τά παι­διά του ἀ­ξι­ώ­νο­νταν νά γί­νουν Ἄγ­γε­λοι.
Ἡ Ἀ­θη­νᾶ ὡς πι­ό με­γά­λη (δεύ­τε­ρη κα­τά σει­ρά), ἐ­πω­μί­στη­κε καί αὐ­τή τό βά­ρος καί τήν φροντί­δα τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς της ἀ­πό ἡ­λι­κί­ας πέντε ἐ­τῶν. Ἡ μάν­να της ξε­νο­δού­λευ­ε καί τῆς ἄ­φη­νε ὅ­λη τήν εὐ­θύ­νη νά φροντί­ση τά μι­κρό­τε­ρα ἀ­δέλ­φια της. Δέν εἶχε μέ τί νά τά τα­ΐ­ση καί λυ­πό­ταν πού τά ἔ­βλε­πε πει­να­σμέ­να καί δέν μπο­ροῦ­σε νά τά χορ­τά­ση. Δύ­σκο­λοι και­ροί, φτώ­χεια καί ἀ­νέ­χεια.
Σέ ἡ­λι­κί­α ἑ­πτά ἐ­τῶν πή­γαι­νε καί αὐ­τή μέ τήν μάν­να της στήν ξέ­νη δου­λειά, πού ἐ­κεί­νη τήν ἐ­πο­χή ἦ­ταν τό­σο σκλη­ρή ἐ­νῶ ἡ ἴδια βρι­σκό­ταν σέ τό­σο τρυ­φε­ρή ἡ­λι­κί­α.
Ὅ­μως ἀπ᾿ αὐ­τήν τήν ἡ­λι­κί­α εἶ­χε ζῆ­λο καί ἄκου­γε μέ προ­σο­χή καί ἐν­δι­α­φέ­ρον ὅ­ταν μι­λοῦ­σαν (ἰδί­ως ὁ πα­τέ­ρας της) γι­ά τόν Θε­ό, τούς Ἁ­γί­ους, γιά τήν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη καί πα­ρά­δο­σή μας. Ἔτσι ἔγι­νε φο­ρέ­ας καί βί­ω­νε τό πνεῦ­μα τῆς ἀ­γά­πης καί τῆς ἠ­θι­κῆς τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου μας.
Παντρεύ­τη­κε σέ με­στή ἡ­λι­κί­α (27 ἐ­τῶν). Ὁ γά­μος της ἔ­γι­νε με­τά ἀ­πό πε­ρι­πέ­τει­ες καί ἐ­πει­σό­διο πού πο­λύ τήν στε­νο­χώ­ρη­σε. Στό σπί­τι πού μπῆ­κε βρῆ­κε πο­λύ ἐ­χθρι­κό κλῖ­μα ἀ­πέ­ναντί της, για­τί ἡ οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ ἄν­δρα της δέν ἤ­θε­λε μέ κα­νέ­να τρό­πο νά τήν κά­νη νύ­φη της ἐ­πει­δή ἦ­ταν πο­λύ φτω­χή. Δυ­στυ­χῶς καί ὁ ἄν­δρας της πολ­λές φο­ρές στήν πο­ρεί­α τοῦ γά­μου τους πα­ρα­συ­ρό­ταν ἀ­πό τούς δι­κούς του. Ἡ στε­νο­χώ­ρια της καί ἡ κα­κή με­τα­χεί­ρι­ση ἦ­ταν καί ἀ­φορ­μή νά ἀ­πο­βά­λη τό πρῶ­το παι­δί της. Κα­τά τήν ἀ­πο­βο­λή αὐ­τή ἔ­πα­θε με­γά­λη αἱ­μορ­ρα­γί­α καί ὁ για­τρός πού κλή­θη­κε δέν κα­τώρ­θω­σε νά τήν βο­η­θή­ση. Ὅ­ταν τήν εἶ­δε νά ἔχη πέ­σει σέ κῶ­μα ἀ­πο­φάν­θη­κε ὅ­τι δέν θά ζή­σει για­τί εἶ­χε πά­ρει τήν πο­ρεία πρός τόν θά­να­το. Ἡ ἀ­να­πνο­ή της ἐ­λά­χι­στη, τό πρό­σω­πό της κί­τρι­νο, τό σῶ­μα πα­γω­μέ­νο καί οἱ ὧ­ρες περ­νοῦ­σαν μέ ἀ­γω­νί­α. Ἀ­πό τό πρω­ΐ μέ­χρι ἀρ­γά τό ἀ­πό­γευ­μα στήν ἴ­δια κα­τά­στα­ση. Ἡ μία ἀ­πό τίς ἀ­δελ­φές της προ­σευ­χό­ταν.
Ξαφ­νι­κά τήν εἶ­δαν νά ἀ­νοι­γο­κλεί­νη τά μά­τια της, νά ζω­η­ρεύ­η τό πρό­σω­πό της, νά κι­νῆ­ται τό σῶ­μα της, καί ν᾿ ἀρ­χί­ζη νά μι­λά­η. Τά πρῶ­τα λό­για της ἦ­ταν: «Ποῦ εἶ­μαι; Ποῦ βρί­σκο­μαι; Για­τί ἦρ­θα πά­λι ἐ­δῶ;». Σταυ­ρο­κο­πή­θη­καν ὅ­λοι. Θαῦ­μα! Πῶς ξα­να­ζωντά­νε­ψε; Ὅ­ταν συ­νῆλ­θε ἐντε­λῶς, ἀ­να­στέ­να­ξε βα­θιά. «Ἄχ, για­τί νά φύ­γω ἀ­πό ἐ­κεῖ πού ἤ­μουν;».
«Ἀ­πό ποῦ;», τήν ρώ­τη­σαν οἱ ἀ­δελ­φές της. «Ἀ­κοῦ­στε καί θά σᾶς πῶ. Βρέ­θη­κα σέ σκο­τά­δι βα­θύ καί ἤ­θε­λα νά προ­χω­ρή­σω, νά φύ­γω ἀ­πό ἐ­κεῖ, νά δῶ φῶς. Μοῦ φά­νη­κε πώς κά­ποι­ος ἦ­ταν κοντά μου καί ὅ­πως προ­χω­ροῦ­σα, μέ συ­νώ­δευ­ε. Ἤ­ξε­ρε καί τ᾿ ὄ­νο­μά μου καί μοῦ εἶ­πε:
‒Ἀ­θη­νᾶ, μή φο­βᾶ­σαι, ἔ­λα μα­ζί μου, πᾶ­με ἀ­πό ἐ­δῶ.
‒Ποῦ μέ παίρ­νεις; τόν ρώ­τη­σα.
‒Ἔ­λα καί θά δῆς. Σι­γά–σι­γά βρε­θή­κα­με σέ φῶς. Ἔ­τσι εἶ­δα κι αὐ­τόν πού μέ συ­νώ­δευε. Ἦταν ἕ­νας λαμ­πε­ρός νέ­ος καί εἶ­χε μί­α φο­ρε­σιά ἄ­σπρη. Συ­να­ντή­σα­με ἕ­να με­γά­λο πορ­τό­νι (ἔ­τσι ἔ­μοια­ζε) πρός τήν Ἀ­να­το­λή. Πε­ρά­σα­με μέ­σα. Ἄ! Τί φῶς ἦ­ταν αὐ­τό πού εἶ­δα! Πι­ό πο­λύ ἀ­πό μέ­ρα με­ση­μέ­ρι. Καί τί εἴ­δα­νε τά μά­τια μου ἐ­κεῖ μέ­σα! Δέν­δρα πολ­λά καί λου­λού­δια ἀπ᾿ ὅ­λα τά χρώ­μα­τα στο­λί­ζα­νε αὐ­τόν τόν τό­πο. Ὅ­λα κα­θα­ρά, ἄ­στρα­φταν καί οἱ ἄν­θρω­ποι πού βρί­σκο­νταν ἐ­κεῖ. Ὅ­λοι μέ τά γι­ορ­τι­νά τους σάν νἄ­τα­νε πα­νη­γύ­ρι. Τά πρό­σω­πά τους χα­ρού­με­να καί στέκονταν κα­τά σει­ρές ἄν­δρες, γυ­ναῖ­κες καί τρα­γου­δοῦ­σαν. Πολ­λοί μοῦ μι­λοῦ­σαν, μέ χαι­ρε­τοῦ­σαν. “Κα­λῶς τήν Ἀ­θη­νᾶ”, μοῦ ἔ­λε­γαν. Καί ἐ­γώ ἤ­μουν πο­λύ χα­ρού­με­νη, κα­θώς περ­νοῦ­σα μέ­σα ἀπ᾿ αὐ­τούς τούς ἀν­θρώ­πους καί μέ­σα ἀπ᾿ αὐ­τά τά ὡ­ραῖ­α λου­λού­δια. Ρώ­τη­σα καί ἐ­γώ αὐ­τόν πού μέ ἔ­παιρ­νε:
‒Ποῦ εἴ­μα­στε ἐ­δῶ;
‒Ἄ! Ἐ­δῶ εἴ­μα­στε στόν Πα­ρά­δει­σο καί ὅ­λοι αὐ­τοί πού βλέ­πεις ἐ­δῶ, εἶ­ναι οἱ ψυ­χές πού ὅ­ταν ἦ­ταν στήν ζω­ή εἶ­χαν ἀ­γά­πη καί ἔ­κα­ναν κα­λά ἔρ­γα. Νά, αὐ­τοί εἶ­χαν αὐ­τή τήν ἀ­ρε­τή, οἱ ἄλ­λοι τήν ἄλ­λη.
»Ὅ­σο προ­χω­ρού­σα­με ὅ­λο καί πι­ό πο­λύ φῶς, ὅ­λο καί πι­ό ὄ­μορ­φα ἦ­ταν τά πάντα καί πε­ρισ­σό­τε­ρο χα­ρού­με­να. Δέν ἤ­ξε­ρα τί νά πῶ, ἔ­τσι ρώ­τη­σα πά­λι.
‒Δέν μοῦ λές, ἄν­θρω­πέ μου, ὅ­λες οἱ ψυ­χές τῶν ἀν­θρώ­πων, ὅ­ταν πε­θαί­νουν, ὅ­λες ἐ­δῶ ἔρ­χονται;
‒Ὄ­χι, μοῦ λέ­ει, ἂν θέ­λης πᾶ­με νά ἰ­δῆς ποῦ εἶ­ναι καί οἱ ἄλ­λες ψυ­χές.
»Μέ μιᾶς βρε­θή­κα­με σάν σέ σού­ρου­πο καί ὅ­σο προ­χω­ρού­σα­με τό­σο σκο­τεί­νι­α­ζε. Μπή­κα­με σ᾿ ἕ­να πορ­τό­νι σκοῦ­ρο, πού ἦ­ταν πρός τήν Δύ­ση. Καί τί νά δοῦ­με ἐ­κεῖ! Ἀν­θρώ­πους, ἄλ­λους πε­σμέ­νους κά­τω, ἄλ­λους ση­κω­μέ­νους νά βογ­γᾶ­νε, νά κλαῖ­νε, γυ­ναῖ­κες μέ ξέ­πλε­κα μαλ­λιά νά πα­ρα­δέρ­νωνται καί μί­α βρώ­μα πού δέν ἄντε­χα. Προ­χω­ρού­σα­με καί ὅ­λο χει­ρό­τε­ρα. Ἐ­δῶ βλέ­πα­με πολ­λούς πού ἦ­ταν μέ­σα σέ ἀ­κα­θαρ­σί­ες καί ἄλ­λους μέ­σα σέ φω­τιά νά καί­γωνται.
‒Μά για­τί νἆ­ναι ἔ­τσι αὐ­τοί ἐ­δῶ; ρώ­τη­σα.
‒Ἄ, Ἀ­θη­νᾶ μου, αὐ­τές ἐ­δῶ εἶ­ναι οἱ ψυ­χές αὐ­τῶν πού ἔ­κα­ναν τήν τά­δε ἁ­μαρ­τί­α, ἐ­κεῖ­νοι ἐ­κεῖ ἔ­κα­ναν ἄλ­λες καί δέν με­τε­νό­η­σαν, γι᾿ αὐ­τό ἦρ­θαν ἐ­δῶ. Ἔ­τσι μοῦ ἔ­λε­γε γι­ά ὅ­λους.
»Πι­ό πέ­ρα τί νά δῶ! Μέ­σα ἀ­πό ἕ­να πο­λύ με­γά­λο λάκ­κο νά βγαί­νουν καί νά πε­τι­οῦνται πά­νω κά­τι σάν σκου­πί­δια πού πά­λι ξα­νά­πε­φταν μέ­σα.
‒Καί αὐ­τό τί εἶ­ναι; ρώ­τη­σα.
‒Αὐ­τά πού ἀ­νε­βο­κα­τε­βαί­νουν σ᾿ αὐ­τό τό βά­ρα­θρο εἶ­ναι οἱ πο­λύ ἁ­μαρ­τω­λές ψυ­χές πού καί­γο­νται.
»Μ᾿ ἔ­πια­σε ἀ­να­τρι­χί­λα καί ἄρ­χι­σα νά κλαί­ω, για­τί πο­λύ πό­νε­σα πού ἔ­βλε­πα αὐ­τά. Ξαφ­νι­κά ἄ­κου­σα κά­ποι­ον νά φω­νά­ζη σ᾿ αὐ­τόν πού μ᾿ ἔ­παιρ­νε:
‒Πά­ρε τήν Ἀ­θη­νᾶ ἀ­πό ἐ­κεῖ. Για­τί τήν ἔ­φε­ρες σ᾿ αὐ­τόν τόν τό­πο νά στε­νο­χω­ρη­θῆ; Νά φύ­γη γρή­γο­ρα. Βγή­κα­με πά­λι στό φῶς, καί ἐ­κεῖ μοὖρ­θε ἡ πε­ρι­έρ­γεια καί τόν ρώ­τη­σα:
‒Μά ποι­ός εἶ­σαι ἐ­σύ, ἄν­θρω­πέ μου, πού εἶ­σαι ὅ­λο κοντά μου, καί ποῦ μέ γνω­ρί­ζεις;
‒Εἶ­μαι Ἄγ­γε­λος τοῦ Θε­οῦ πού παίρ­νω τίς ψυ­χές αὐ­τῶν πού πε­θαί­νουν.
‒Ἔ, τό­τε θά ξέ­ρεις καί γι­ά τήν ψυ­χή τῆς Νι­κο­λέτ­τας (μιᾶς γνω­στῆς μου) ποῦ ἐ­πῆ­γε.
‒Αὐ­τή δέν πῆ­γε κα­λά, για­τί δέν ἔ­κα­νε ψυ­χι­κό (ἐ­λε­η­μο­σύ­νη) πο­τέ της.
‒Καί ἡ ψυ­χή τῆς Χα­ρί­κλειας (μιᾶς ἄλ­λης γνω­στῆς μου) ποῦ πῆ­γε;
‒Ἄ, αὐ­τή ἐ­πῆ­γε λαμ­πά­δα στόν Θε­ό.
»Ρώ­τη­σα καί γι᾿ ἄλ­λες ψυ­χές ἀ­πό ἀν­θρώ­πους πού ἤ­ξε­ρα καί μοῦ ἀ­παντοῦ­σε ὅ­τι ἄλ­λες πῆ­γαν σέ κα­λό μέ­ρος καί ἄλ­λες σέ ἄ­σχη­μο.
‒Καί μέ­να ποῦ θά μέ πά­ρεις, τοῦ λέ­ω.
‒Ἐ­σύ θά γυ­ρί­σεις πά­λι, μοῦ ἀ­πήντη­σε, για­τί σέ φω­νά­ζουν καί δέν ἔ­χω δι­ο­ρί­α νά σέ κρα­τή­σω ἄλ­λο.
»Καί ἔ­τσι μέ μιᾶς τόν ἔ­χα­σα καί βρέ­θη­κα πά­λι ἐ­δῶ».
Πολ­λοί τήν κο­ρό­ϊ­δευ­αν, δέν τήν πί­στευ­αν, τῆς ἔ­λε­γαν ὅ­τι ἦ­ταν ὄ­νει­ρο. Ἡ ἴ­δια ἐ­πέ­με­νε: «Δέν ἦ­ταν ὄ­νει­ρο. Ἐ­γώ τὄ­ζη­σα αὐ­τό». Δέν ἦ­ταν ὄ­νει­ρο, δι­ό­τι πέ­ρα­σαν ἑ­βδο­μή­κοντα χρό­νια καί με­τά τό θυ­μό­ταν μέ ὅ­λες τίς λε­πτο­μέ­ρει­ες, παρ᾿ ὅ­λο πού χρει­α­ζό­ταν πά­νω ἀ­πό μί­α ὥ­ρα νά τό ἀ­φη­γη­θῆ σέ ὅ­λη του τήν ἔ­κτα­ση μέ πολ­λή ἁ­πλό­τη­τα, χω­ρίς νά προ­σπα­θῆ νά πεί­ση. Ἄλ­λη ἀ­πό­δει­ξη ἦ­ταν ἡ βέ­βαι­η πί­στη της γι­ά τήν ἐ­που­ρά­νια ζω­ή. Τό με­γά­λο ἰ­σό­βιο ἐν­δι­α­φέ­ρον της καί ὁ ἀ­γώ­νας της γι­ά τήν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, ἡ ἀ­δι­α­φο­ρί­α της γιά τήν ἀ­πό­κτη­ση ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν, ἡ λα­χτά­ρα της νά μι­λά­η καί νά ἀ­κού­η γι­ά τόν Χρι­στό μας, τήν Πα­να­γί­α μας, τούς Ἀγ­γέ­λους, τούς Ἁ­γί­ους˙ ὁ πό­θος της καί ἡ σί­γου­ρη ἐλ­πί­δα της γι­ά τήν Ἀ­νά­στα­ση, (πο­τέ της ὅ­σο ἐκ­κλη­σι­α­ζό­ταν δέν ἔ­χα­σε τό Ἑ­ω­θι­νό Εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς Κυ­ρια­κῆς) καί τέ­λος οἱ ἔ­γνοι­ές της, οἱ εὐ­χές καί οἱ προ­σευ­χές γι­ά ὅ­λο τόν κό­σμο.
Ὡς ἄν­θρω­πος κι αὐ­τή εἶ­χε τά ἐ­λατ­τώ­μα­τά της καί ἐλ­λεί­ψει πνευ­μα­τι­κοῦ ὁ­δη­γοῦ καί λό­γῳ ἄ­γνοι­ας μπο­ρεῖ νά δι­έ­πρατ­τε μι­κρά συγ­γνω­στά ἁ­μαρ­τή­μα­τα. Ὅ­μως ἡ ἔ­μπρα­κτη ἀ­γά­πη της γι­ά τόν Θε­ό καί τούς ἀν­θρώ­πους τά ἐ­λά­φρυ­νε ὅ­λα.
Δέν μπο­ροῦ­σε νά χορ­τά­ση, ἂν ἤ­ξε­ρε ὅ­τι κά­ποι­ος δί­πλα της πει­νά­ει, οὔ­τε νά κοι­μη­θῆ, ἂν ἤ­ξε­ρε ὅ­τι κά­ποι­ος δέν ἔ­χει κρεβ­βά­τι νά μεί­νη. Μέ­σα στήν πο­λυ­με­λῆ οἰ­κο­γέ­νειά της ἦ­ταν σκάν­δα­λο καί εὐ­λο­γί­α. Ὅ­,τι μά­ζευ­ε τό σκόρ­πι­ζε χω­ρίς νά λο­γα­ριά­ζη τήν γκρί­νια καί τίς ἀντι­δρά­σεις τῶν ἄλ­λων. Πο­τέ ὅ­μως δέν τούς ἔλει­ψαν τά ἀ­πα­ραί­τη­τα οὔ­τε κα­τά τήν κα­το­χι­κή καί με­τα­κα­το­χι­κή φτώ­χεια.
Στό σπί­τι της δε­χό­ταν καί φι­λο­ξε­νοῦ­σε ὅ­λους ὅ­σοι βρί­σκονταν ἄ­στε­γοι στό χω­ριό ἢ στό Λι­βά­δι τοῦ Ρό­πα, ὅ­που εἶ­χε ἕ­να σπι­τά­κι καί ἔ­με­νε ἐ­πο­χια­κά. Πέ­ρα­σαν ἀ­πό τό σπί­τι της, ἔ­φα­γαν καί κοι­μή­θη­καν σέ δύ­σκο­λους καί σέ ἐμ­πό­λε­μους και­ρούς Σέρ­βοι, Ἑ­βραῖ­οι, Ἰ­τα­λοί, πρό­σφυ­γες τῆς Μ. Ἀ­σί­ας, ζη­τιᾶ­νοι, γυ­ρο­λό­γοι, πλα­νό­διοι, ἔμ­πο­ροι, μο­να­χοί, ἱ­ε­ρεῖς, ἀ­κό­μη τσιγ­γᾶ­νοι, τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γοί καί ψυ­χο­πα­θεῖς.
Ἡ καρ­διά της δέν ἔ­κα­νε δι­ά­κρι­ση, ἔ­βλε­πε τόν κά­θε ἄν­θρω­πο ὡς εἰ­κό­να Θε­οῦ, πού ἔ­χει ἀ­νάγ­κη. Ἔκα­νε ψυ­χι­κό χω­ρίς νά ἀ­πο­βλέ­πη σέ ἀντα­μοι­βή. Δέν φο­βή­θη­κε πο­τέ οὔ­τε σκέ­φθη­κε μή­πως κιν­δυ­νεύ­ση ἀ­πό τούς κά­θε εἴ­δους ἀν­θρώ­πους πού φι­λο­ξε­νοῦ­σε. Σκε­φτό­ταν ἁ­πλά καί πί­στευ­ε στήν πρό­νοι­α τοῦ Θε­­οῦ. Ὅ­ταν ἔ­με­νε στό Λι­βά­δι (δυ­ό ὧ­ρες μα­κρυ­ά ἀ­πό τό χω­ριό), τό σπί­τι της γι­νό­ταν τό μό­νο ἀ­πο­κούμ­πι γιά κά­θε χω­ρια­νό καί μή πού ξέ­με­νε ἐ­κεῖ ἀ­πό κα­κο­και­ρί­α. Τό μέ­ρος ἐ­κεῖ ἦ­ταν σχε­δόν ἔ­ρη­μο. Τί νά τούς δώ­ση νά φᾶ­νε; Δέν με­ρι­μνοῦ­σε. «Ἔ­χει ὁ Θε­ός», ἔ­λε­γε. Ἡ ἀ­γά­πη πάντα οἰ­κο­νο­μά­ει. Λί­γο κα­λαμ­πο­κί­σιο ἀ­λεύ­ρι γι­ά μί­α κου­λού­ρα στήν χό­βο­λη, μέ λί­γο ρύ­ζι μέ θρούμ­πα καί δυ­ό­σμο θά χόρ­ται­ναν ὅ­σοι κι ἂν ἦ­ταν. Καί ὅ­ταν ἡ καρ­διά της λα­χτα­ροῦ­σε νά προ­σφέ­ρη καί κά­τι ἄλ­λο ἀλ­λά δέν εἶ­χε, συ­νέ­βαι­νε με­ρι­κές φο­ρές καί τό ἑ­ξῆς ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στο. Ἔρ­χονταν οἱ γά­τες ἀ­πό τόν κάμ­πο πού κυ­νη­γοῦ­σαν καί τῆς ἔ­φερ­ναν πό­τε ὀρ­τύ­κια, πό­τε λα­γου­δά­κια, πού ἀ­φοῦ τά σκό­τω­ναν, τά ἄ­φη­ναν στά πό­δια της νι­α­ου­ρί­ζοντας. Τό πε­ρί­ερ­γο ἦ­ταν ὅ­τι δέν τῆς ἔ­φε­ραν πο­τέ ἀ­κά­θαρ­το.
Ἐ­κεῖ στό Λι­βά­δι ἀ­ξι­ώ­θη­κε καί ἑ­νός ὁ­ρά­μα­τος. Ἐ­νῶ στε­κό­ταν ἔ­ξω ἀ­πό τήν πόρ­τα τοῦ σπι­τιοῦ της ἕ­να βρά­δυ εἶ­δε σέ μί­α στιγ­μή τόν οὐ­ρα­νό νά ἀ­στρά­φτη. Νό­μι­σε ὅ­τι θά βρέ­ξει. Ὅ­μως τό φῶς με­γά­λω­νε καί ἔ­φε­ξε ὅ­λος ὁ κάμ­πος σάν νά ἦ­ταν μέ­ρα. Τό φῶς, ὅ­πως ἔ­λε­γε, προ­ερ­χό­ταν ἀ­πό κά­τι πού ἔ­βλε­πε στόν οὐ­ρα­νό πού ἔμοιαζε σάν ὁ­λό­φω­το ἅρ­μα σέ σχῆ­μα πο­λυ­ε­λαί­ου. Κα­θώς περ­νοῦ­σε πά­νω ἀ­πό τό κε­φά­λι της ἔ­μει­νε ἔκ­θαμ­βη ἀ­πό τήν ὀ­μορ­φιά του. Τό πα­ρα­κο­λού­θη­σε μέ­χρι πού χά­θη­κε στίς πλα­γι­ές ἑ­νός λό­φου. (Κα­νείς ἄλ­λος ἀ­πό τήν γύ­ρω πε­ρι­ο­χή δέν τό εἶ­δε, ἐ­κτός ἀ­πό ἕ­να κο­ρι­τσά­κι ὀ­κτώ χρόνων πού ἔ­βο­σκε τά πρό­βα­τα). Σταυ­ρο­κο­πή­θη­κε, δέν μπο­ροῦ­σε νά τό ἐ­ξη­γή­ση. Ὕ­στε­ρα ὅ­μως ὁ λο­γι­σμός τῆς εἶ­πε ὅ­τι ἐ­πρό­κει­το γι­ά τό χε­ρου­βι­κό ἅρ­μα πού πή­γαι­νε σ᾿ ἕ­να ἐ­ρη­μοκ­κλή­σι, τόν ἁ­η–Γι­ώρ­γη, πού οἱ ἄν­θρω­ποι τό εἶ­χαν ἐγ­κα­τα­λεί­ψει καί ἔ­με­νε χρό­νια ἀ­λει­τούρ­γη­το.
Ζοῦ­σε μέ πολ­λή ἁ­πλό­τη­τα καί κα­θα­ρό­τη­τα. Ἔ­νιω­θε τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ κοντά της καί εἶ­χε πά­ντα χα­ρά. Εἶ­χε ὅ­μως καί πει­ρα­σμούς καί πολ­λές δο­κι­μα­σί­ες στήν ζω­ή της. Ὁ ἄν­δρας της δέν ἦ­ταν ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ. Ἦ­ταν νευ­ρι­κός, βλα­σφη­μοῦ­σε καί αὐ­τή πλη­γω­νό­ταν.
Νέ­ος με­τά ἀ­πό ἕ­να ἀ­τύ­χη­μα ἔ­χα­σε ἐντε­λῶς τό φῶς του καί ἡ ἴ­δια ἔ­πρε­πε νά ὑ­πο­μεί­νη τήν σο­βα­ρή αὐ­τή ἀ­να­πη­ρί­α καί τίς συ­να­κό­λου­θες πα­ρα­ξε­νι­ές του. Πε­ρισ­σό­τε­ρο ὅ­ταν με­τά ἀ­πό λί­γα χρό­νια ἔ­πε­σε, χτύ­πη­σε καί ἔ­μει­νε πα­ρά­λυ­τος. Ἡ κό­ρη της εἶ­χε γεν­νη­θῆ ἀ­νά­πη­ρη ἀλ­λά ἦ­ταν καί αὐ­τή ἰ­δι­ό­τρο­πη, ἀ­νυ­πά­κο­η καί ἀ­τύ­χη­σε πο­λύ στόν γά­μο της. Ὁ γυι­ός της μι­κρός ἦ­ταν πο­λύ φι­λά­σθε­νος. Τρεῖς φο­ρές κιν­δύ­νευ­σε νά πε­θά­νη. Ἡ εὐ­σπλαγ­χνί­α τοῦ Θε­οῦ μέ τίς προ­σευ­χές της τόν γλύ­τω­σε καί τοὔ­δω­σε καί πολ­λά παι­διά.

SGOYROY1

Ἡ ἴ­δια εἶ­χε πάντα προ­βλή­μα­τα μέ τήν ὑ­γεί­α της πού τήν βα­σά­νι­ζαν μέ­χρι τό τέ­λος της. Παρ᾿ ὅ­λα αὐ­τά δέν γόγ­γυ­σε πο­τέ. Πάντα εὐ­χό­ταν. Ἔ­κλαι­γε με­τά κλαι­όντων καί ἔ­χαι­ρε με­τά χαι­ρόντων. Προ­σευ­χό­ταν γι­ά ὅ­λον τόν κό­σμο, γνω­στούς καί ἀ­γνώ­στους, πρίν κοι­μη­θῆ κά­θε βρά­δυ. Ἡ προ­σευ­χή της κρα­τοῦ­σε ἀρ­κε­τή ὥ­ρα.
Τε­λευ­ταῖα αὐ­τό πού τήν στε­νο­χω­ροῦ­σε πο­λύ ἦ­ταν ὅ­τι δέν εὕ­ρι­σκε νά κά­νη ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Οἱ ἄν­θρω­ποι πλέ­ον δέν εἶ­χαν ἀ­νάγ­κες, ὅ­πως πα­λαι­ά καί οἱ ζη­τιά­νοι ἐ­ξα­φα­νί­στη­καν. Πῶς θά χόρ­ται­νε ὅ­μως χω­ρίς νά δώ­ση τί­πο­τε; Ἀλ­λά ὁ Θε­ός τήν εὐ­σπλα­χί­σθη­κε καί τῆς ἔ­στελ­νε ζη­τιά­νους. Ὅ­ταν κα­τέ­βαι­νε κά­θε πρω­ΐ ἀ­πό τό σπί­τι της, στήν πόρ­τα τῆς ἔ­κα­ναν ὑ­πο­δο­χή κά­θε εἶ­δος ζώ­ων. Σκύ­λοι, γά­τες, κό­τες, πε­ρι­στέ­ρια, σπουρ­γί­τια. Ὅ­λα τήν συ­νώ­δευ­αν στήν αὐ­λή τοῦ σπι­τιοῦ, σέ ὅ­λα κά­τι εἶ­χε νά δώ­ση, ὅλα κα­τα­λά­βαι­ναν τήν ἀ­γά­πη της, δέν τήν φο­βό­νταν, ἔ­τρω­γαν μέ­σα ἀ­πό τά χέ­ρια της, ἀ­κό­μη καί αὐ­τά τά σπουρ­γί­τια πού δέν πλη­σιά­ζουν σέ ἄν­θρω­πο. Κοί­τα­ζε καί στά πό­δια της μή­πως ὑ­πάρ­χουν μυρ­μή­γκια νά τά τα­ΐ­ση κι αὐ­τά, καί χαιρό­ταν τό­σο πο­λύ, σάν τήν Εὔ­α στόν Πα­ρά­δει­σο.
Τά τέ­λη της ἦ­ταν χρι­στι­α­νι­κά καί εἰ­ρη­νι­κά, ὄ­χι ὅμως καί ἀ­νώ­δυ­να. Ἕ­να πρωΐ ση­κώ­θη­κε με­τά ἀ­πό μέ­ρες πού εἶ­χε μεί­νει ἄρ­ρω­στη στό κρεβ­βά­τι, νά τα­ΐ­ση τά που­λιά πού τῆς χτυ­ποῦ­σαν τό τζά­μι καί φώ­να­ζαν, ἔ­πε­σε καί κτύ­πη­σε. Ἔ­κτο­τε πο­νοῦ­σε καί ὑ­πέ­φε­ρε.
Ζή­τη­σε τόν πα­πᾶ νἄρ­θη νά τήν δι­α­βά­ση για­τί ἔτσι πί­στευ­ε ὅ­τι θά γι­νό­ταν κα­λά. Ὁ πα­πᾶς ὅ­μως δέν ἦρ­θε ἐγ­καί­ρως. Ὅ­ταν ἦρ­θε τοῦ εἶ­πε μό­λις τόν εἶ­δε: «Τώ­ρα, πα­πᾶ μου, εἶ­ναι ἀρ­γά πού ἦρ­θες, ἐ­γώ θά φύ­γω ἀ­πό­ψε».
Τήν τε­λευ­ταί­α αὐ­τή μέ­ρα, 11 Φε­βρου­α­ρί­ου 1976, ἑορ­τή τῆς ἁ­γί­ας Θε­ο­δώ­ρας καί τοῦ ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου εἶ­χε πολ­λούς πό­νους ἀλ­λά καί μί­α γα­λή­νια χα­ρω­πή προ­σμο­νή. Ἀ­πό τό πρω­ΐ ἄρ­χι­σε νά πα­ραγ­γέλ­νη τά τῆς κη­δεί­ας της. Τί ροῦ­χα θά τῆς φο­ροῦ­σαν, πῶς καί ποι­οί θά τήν ἔντυ­ναν, πῶς θά τήν κτέ­νι­ζαν, ποι­οί πα­πά­δες θἄρ­χονταν κ.λ.π.
Με­τά κά­λε­σε νἄρ­θουν οἱ γει­τό­νισ­σες καί ἡ νύ­φη της, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α, ἀ­φοῦ τήν χαι­ρέ­τη­σε, ζή­τη­σε συγ­χώ­ρη­ση, ἂν πο­τέ τήν εἶ­χε πι­κρά­νει. Ἐ­πί­σης καί ὅσους ἐ­πή­γαι­ναν νά τήν δοῦν, ἕ­ναν–ἕ­ναν τούς χαι­ρε­τοῦ­σε καί ζη­τοῦ­σε τήν συγ­χώ­ρη­σή τους. Πρός τό σού­ρου­πο ἡ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α της με­γά­λω­σε. Εἶ­πε νά προ­σευ­χη­θοῦν στόν Θε­ό νά τήν πά­ρη γρή­γο­ρα, νά μήν τήν ἀ­φή­ση ὅ­λη νύ­χτα. Δέν πί­στε­ψαν οἱ συγ­γε­νεῖς της ὅ­τι θά ἔ­φευ­γε ἐ­κεί­νη τή νύ­χτα. Εἶ­πε στή νύ­φη της νά ξυ­πνή­ση καί τούς ἄλ­λους, ἀλ­λά δέν τήν πί­στε­ψε ἐ­πει­δή τήν ἔβλε­πε νά ἔχη τά λο­γι­κά της καί τήν ὁμι­λί­α της. Ἐκοι­μή­θη πρίν ἀπό τίς δύ­ο καί τά τε­λευ­ταῖ­α της λό­για ἦ­ταν: «Ὄ­μορ­φα–ὄ­μορ­φα».
Ὀ­κτώ ὧ­ρες πού ἔ­μει­νε μέ­σα στό φέ­ρε­τρο τό σῶ­μα της ἦ­ταν ζε­στό ἀ­κό­μη. Τό πρό­σω­πό της γα­λή­νιο, ρο­δα­λό, χα­μο­γε­λα­στό καί ἀ­ρ­ρυ­τί­δω­το, σάν πρό­σω­πο κο­ρι­τσιοῦ καί ὄ­χι αἰ­ω­νό­βιας γρι­ού­λας 97 ἐ­τῶν.
Ὁ Κύ­ριος ἂς ἀ­να­παύ­ση τήν ψυ­χή της, ὅ­πως καί ἐ­κεί­νη ἐ­λέ­η­σε καί ἀ­νέ­παυ­σε τόν Ἴ­διο στό πρό­σω­πο κά­θε δει­νο­πα­θοῦντος ἀν­θρώ­που.
Ἀ­μήν.

(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο». Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)

Οσία Φωτεινή η Νεαπολίτις: μια άγνωστη Μικρασιάτισσα αγία



site analysis

Οσία Φωτεινή η Νεαπολίτις.png
Η οσία Φωτεινή η Νεαπολίτις (εκ Νεαπόλεως Μικράς Ασίας – 1804) με τη χαρακτηριστική φορεσιά της Καππαδοκίας. Αγιογραφία στον Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Γεωργίου Νεαπόλεως Θεσσαλονίκης.
Από τον βίο της Οσίας Φωτεινής της Νεαπολίτιδος, εν Νεαπόλει (Νέφ Σεχίρ) της Μικράς Ασίας (1804)

«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»
«Οσμή μύρων σου υπέρ πάντα τα αρώματα· μύρον εκκενωθέν όνομά σου· διά τούτο νεάνιδες ηγάπησάν σε». ( Άσμα Ασμάτων Α,3)
Ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος λέγει: «Ιδού ο ουρανός εν τη καρδία σου, ει καθαρός έση. Και εν εαυτώ όψη τους Αγγέλους συν τω φωτί αυτών και τον Δεσπότην Ιησούν Χριστόν εν μέσω αυτών». Δηλαδή, ιδού όλος ο ουρανός είναι εντός σου, εάν είσαι καθαρός. Και σ᾿ αυτόν τον ουρανό της ψυχής σου θα δης τους Αγγέλους με το δικό τους φως και τον Δεσπότη Χριστό ανάμεσά τους.
Αυτόν τον Ουρανό έβλεπε και μια 24χρονη κοπέλα, που καλλιεργούσε με ζήλο την Ευχή, στην Νεάπολη της Καππαδοκίας. Πρόκειται για την οσία Φωτεινή την Νεαπολίτιδα (1804) .
Έλεγε εξομολογητικά κάποτε η οσία στον Γέροντά της, τον πρεσβύτερο Γεώργιο:
— Εγώ, η ταπεινή σου κόρη Φωτεινή, φλεγομένη από τον θείο έρωτα της Νοεράς προσευχής, πολλές φορές, κατά το παράδειγμα του γλυκυτάτου Ιησού μου, κατέφευγα σε ήσυχους τόπους και σε βουνά, για να βρω στα μέρη εκείνα Αυτόν που ποθούσε η ψυχή μου. Με το που άρχιζα την προσευχή μου, μέσα στο στόμα μου ένοιωθα μια ανέκφραστη γλυκύτητα και ο νους μου αρπαζόταν στους ουρανούς κι εκεί θεωρούσα τα τάγματα των Ασωμάτων και αΰλων Δυνάμεων και τα πνεύματα των Αγίων. Όλοι με τα χέρια σταυροειδώς στο στήθος παρίσταντο με αρμονία, τάξι και ησυχία μπροστά στον θρόνο του Τριαδικού Θεού. Αισθανόμουν μια γλυκύτατη πανεύοσμη ευωδία και άκουγα τις μελίρρυτες ψαλμωδίες τους.
Σ᾿ αυτήν την θεωρία αρπαζόμουν όχι μόνο όταν ήμουν σε ήσυχους τόπους και στα βουνά, αλλά και μέσα στην εκκλησία, την ώρα της Θείας Λειτουργίας και καθόλου δεν άκουγα τις ψαλμωδίες των ψαλτών. Την ώρα εκείνη, αν μου μιλούσε κανείς, καθόλου δεν καταλάβαινα κι αν ήθελα να έλθω στον εαυτό μου για να μην αντιληφθούν και οι άλλοι την έκστασι και θεωρία μου, καθόλου δεν μπορούσα να επιβληθώ και να αποσπάσω τον νου μου από την θεωρία, εως ότου αυτή από μόνη της υποχωρούσε. Κι όσα έβλεπα ή άκουγα κι όσες ανέκφραστες ευωδίες αισθανόμουν, αποτελούν για μένα «άρρητα ρήματα» και μου είναι αδύνατον να τα εκφράσω.
Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι, μετά την εκστατική αυτή θεωρία, όποιο μέλος του σώματός μου άγγιζα, ανέπεμπε την ίδια γλυκύτατη ευωδία. Την αισθανόμουν σ᾿ όλο το σώμα μου διάχυτη. Δεν έμοιαζε με καμμιά ευωδιά πάνω στη γη. Είθε ο πανοικτίρμων Θεός να χαρίση σε όλους τους πιστούς να αισθανθούν αυτή την ευωδία. «Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος»
* Ο άγιος Γεώργιος, ο ιερέας της Νεάπολης (Νέφσεχιρ) Καππαδοκίας, γεννήθηκε το 1760 και κοιμήθηκε εξόριστος στη Λευκωσία της Κύπρου, μετά από σειρά συκοφαντιών, στις 12 Σεπτεμβρίου 1816. Ο άγιος –μη αναγνωρισμένος ακόμη επίσημα– υπήρξε πνευματικός της οσίας Φωτεινής της Νεαπολίτισσας και κατέγραψε στα καραμανλίδικα (τουρκική γλώσσα με ελληνική γραφή) τις συγκλονιστικές εμπειρίες της. Επίσης μετέφρασε στα τούρκικα και εξέδωσε στα καραμανλίδικα βίους αγίων ανδρών και γυναικών, με τον τίτλο Αλτούνολουκ (Χρυσαύλακας).

πηγή: »Η νέα οσία Φωτεινή η Νεαπολίτις», εκδ. Σ. Γιούλη 1978.https://iconandlight.wordpress.com/2017/06/08/17976/amp/

Μια Σμυρνιά στο Ικόνιο (1922)



site analysis


Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, ένα μικρό κορίτσι από τις Φώκιες της Σμύρνης, η Αγγελική Ματθαίου, επιζεί της Κεμαλικής Πορείας Θανάτου και φτάνει στην περιοχή του Ικονίου. Ολόκληρη η διήγηση της (Σμύρνη, ενδοχώρα, Ελλάδα) εδώ , παρακάτω παρατίθεται ένα απόσπασμα που αφορά το Ικόνιο:
Από κεί πάλη πήραμε τον δρόμο. Μας ήπανε πάμε για τη Κόννια.
Βαδίζαμε πολές μέρες χωρίς νερό χωρίς ψωμί.
Καπια μέρα φθάσαμε. Μας βάλανε σε ένα χάνη ως συνήθως.
Ξέχασα να γράψω. Δεν μας πήγανε στην Κόννια. Σε χωριό του ηκοννίου.
Εκεί ήρθανε η τούρκοι και βιάζανε της γυναίκες μροστά στους άνδρες
τους τα παιδια τους. Σηκοθήκανε δύο άνδρες να τους σπρόξουνε αλλά τους
πήρανε και δεν ξέρουμε τη έγιναν.
Εκεί σε αυτό το χωριό καθήσαμε πάλη σε έναν σταύλο με πάπλωμα την
κοπριά. Η μανούλα μου με είχε στην αγκαλιά της και κοιμόμουνα.
Ηλθε κοντά ένας τούρκος και με τραβά από το χέρι και μου έλεγε να
σηκωθώ αλλά με καλό τρόπο. Εγώ δεν σηκονόμουν. Από τα τόσα που έβλεπα
έσφηγκα πιο πολύ την μανούλα μου και έκλεγα. Στο τέλος ήλθε κοντά μας
ο άνθρωπος που ήξερε τούρκικα και του ήπε ο τούρκος ότι θέλη να με
κάνει παιδί του.
Εκείνη την ώρα καταλαβένετε τη εγεινε. Με έσφηξε στην αγκαλιά της και
θυμάμαι το λόγο που μου είπε. Πήγεναι παιδάκι μου. Εγώ θα πεθάνω και
που θα μήνης. Δεν έχουμε πιά κανένανε και όταν τελιωσει ο πόλεμος να
έλθεις στην Σμύρνη.
Ο τούρκος έφυγε και σε λίγο ήλθε με ένα άλογο και έδωσε στην Μανούλα
μου ψωμί και σουτσούκια. Αυτόν τον χωρισμό δεν θα τον ξεχάσω.
Με καθήζη εμένα στα καπούλια του αλόγου. Καβάλισε και αυτός. Με έκανε
νόημα να τον κρατώ. Το χωριό ήτανε μακριά. Στον δρόμο κατέβηκε να
κάνει το νερό του. Εγώ έκλεγα και έλεγα τώρα θα με σκοτόση. Αυτός
έβλεπαι ότη φοβόμουνα και με χαϊδεβε. Αλλά στα καπούλια του αλόγου ήχε
βάλη ένα χαλάκι και αυτό με πλήγωνε και γώ άρχησα να κλέγο. Αυτός το
κατάλαβε που πονούσα και κατέβηκε και κατέβασε και μένα και ήδε τα
αίματα. Βγάζη ένα μαντήλη και τα σκούπησε και έβαλε το μαντήλι στο
χαλάκη και φήγαμε.
Φθάσαμε στο χωριό βραδυ. Εξω από το χωριό ήτανε το σπίτι. Κατέβηκε
αυτός κατέβασε και μένα. Εδεσε το άλογο στης πόρτας τον χαλκά κτυπάη
την πόρτα. Της μίλησε τούρκικα. Ανήγει λίγο την πόρτα και βγένη μιά
γριά κουκουλομένη με μαύρο μαντήλη. Της είπε κάτη λόγια και με φίλησε
και έφυγε.
Οταν μπήκα μέσα βγήκε από ένα δωμάτιο μία κοπέλα και μολης με είδε
έπιασε την μήτη της ότι βρωμάω. Αμέσως άναψε η γριά φωτιά και ζέστανε
νερό να με πλήνουνε. Πολεμούσε η γριά να λύση τα μαλλιά μου. Είχανε
τόσα αγκάθια και ψήρες που η γρηά όλο μιλούσε. Εγώ δεν ήξερα τη έλεγε
για να σας το γράψω.
Ο τούρκος ο μπαμπάς ερχότανε κάθε εβδομάδα και μου έφερνε ζαχαρωτά. Με
κάθηζε στα γόνατα του αλλά αυτή δεν παρουσιαζότανε. Μόνο με την γριά
μηλούσε. Με έλουζε κάθε μέρα η γριά. Οταν τελείωνα πήγενα σε ένα
κηπαράκη που είχε ήλιο για να ζεσταθώ. Εκεί εύλεπα τα πουλάκια και
έκλεγα και τους έλεγα πουλάκια μου που είνε η μανούλα μου. Γιατί με
έφεραν εδώ;
Ημουν πολύ άρωστη και με βάζανε με το ζόρη να τρώω. Το φαή τους ήτανε
όλο πράσα. Μόλις έτρογα δύο μπουκές αμέσως έτρεχα να κάνω αιμετό.
Ετρεχε η κόρη και με κτηπούσε με ένα σχηνεί. Η γριά τη μάλονε. Εφεβγα
ή πλάγιαζα σε μιά γούνα. Εκήνει η γούνα ήτανε το στρόμα μου και το
πάπλωμα μου.
Μιά μέρα μου έδωσε ένα λαηνή και με έδηξε το πηγάδη να φέρω νερά. Πήγα
στο πηγάδι και βλέπω έναν κουβά. Πώς να ρίξω τον κουβά να πάρω νερό;
Εγώ δεν ήχα πνοή επάνω μου. Εβλεπα γύρο γύρο ήσως έλθει κανής να μου
γεμώση το λαηνάκη.
Το πέρνω το λαηνάκη και πάω στο σπίτι. Ερχεται αυτή βλέπη το λαηνάκη
άδιο το αρπάη με πολύ θυμό και το κοπανάη μπροστά στα πόδια μου και
μετά πέρνη το σχηνή και με κοπανούσε σαν αφηνιασμένη και με εύρηζε
κιαβούρ. Αυτή με έστηλε στο πηγάδη για να πνηγώ. Δεν με ήθελε. Αυτή
ήτανε μεγάλη γυναίκα.Ή χήρα ή γεροντοκόρη και ζούσε με την μάνα της.
Η γριά με έφερνε σύκα ξερά. Τα ήχανε μέσα στο λάδι και τα τρώγανε μα
εγώ δεν μπορούσα να τα φάγω. Τα άφηνα εκεί. Εγώ ήθελα λίγη σούπα ζεστή
λίγο γάλα. Αυτά ήχα στο μυαλό μου.
Τώρα θα πάω σε άλλη περιπέτεια. Μιά μέρα εκεί που ήμουνα στη γούνα
βλέπω την χανούμ και έβαφε το πρόσωπο της με μπογιές κόκκινες. Εβαζε
ελιές μαύρες και μετά έστροσε δύο προβγιές από καμήλα. Την μία από την
μιά και την άλη από την άλη μεριά της πόρτας και στάθηκε στην μιά
προβιά κουκουλομένη με ένα μεγάλο τούλη κόκκινο και περίμενε . Μόλης
νύχτοσε άκουσα να ψάλουν η χοτσάδες. Μπένη μέσα ο γαμπρός και κάνανε
ναμάζ προσευχή. Μετά πάη κοντά της και σηκώνη το τούλη και την πέρνη
αγγαληά και πάνε στον ότα (;) δωμάτιο.
Μετά από λίγες μέρες μου λέη ο τούρκος θα πάμε μαμά. Όταν άκουσα εγώ
μαμά το κατάλαβα και έπεσα στην αγκαλιά του και έκλεγα. Αυτή θύμοσε
και με αρπάη και με πετά πέρα. Ο τούρκος την μάλωσε. Μετά με γδύνη και
πέρνει το φουστανάκι από τον τήχο που το είχε πετάξη. Μου το βάζη.
Ήτανε μες την βρόμα και ψήρα και μου το φόρεσαι.
Με πέρνη ο τούρκος να φύγουμε. Όταν εύγενα μου δείνη μιά κλωτσιά. Απ
έξω ήτανε ένα κάρο με βόδια. Με βάζη ο τούρκος και πέφτω στο κάρο.
Είχε πολύ κρίο. Βγάζει το μανδύα του και με σκεπάζη. Μου είπε να
κοιμηθώ μα εγώ είχα την χαρά που θα που θα πάω στην μανούλα μου.
Πηγέναμε ώρες πολές. Φθάσαμε στο Ηκόνιο. Ανεβήκαμε της σκάλες. Μου
κάνει νόημα να περιμένω. Εκεί ήτανε αστυνομία. Πήγε μήλησε για μένα.
Φεύγει ο τούρκος.
Εγώ στεκόμουνα και περνούσανε η τούρκη και μου λέγανε τεσλήμ;
Εγώ δεν ήξερα και έκλεγα. Νόμιζα ότη έλεγαν θα σε σκοτόσουνε;
Σε λίγο έρχεται ο μπαμπάς έτση τον έλεγα και μου φέρνη σε μία μανδήλα
σαν αυτή που φοράη ο αραφάτ. Είχε ένα μεγάλο ψωμί ένα κομάτι τυρί και
μου βάζη στην τσέπη μου επτά πανκανότες(;). Με φήλισε στο κούτελο και
έφυγε.
Μετά ήτανε το μαρτύριο. Έρχεται ένας τσανταρμάς και μου λέει … σύκο.
Εγώ δεν ήχα δύναμη και καθόμουνα χάμου. Απέναντι στο κονάκι ήτανε ένας
μεγάλος σταύλος. Βγάζη μια μεγάλη κληδαριά και με πετάη μέσα. Σκοτάδι.
Σταμάτησα λίγο να δώ που να ακουμπήσω. Από το κλάμα δεν έβλεπα. Είχε
ένα παραθυράκι στενόμακρο. Από κεί έμπενε λίγο φώς. Εγώ πασπατόντας
βρήκα ένα παχνή με άχηρα. Ανέβηκα και λούφαξα στα άχηρα. Αλλά είχα το
τυρί και τα ποντήκια πηδούσαν πότε επάνω στο κεφάλι μου πότε στην
πλάτη μου. Εκεί ήτανε ο μεγαλήτερος φόβος. Σκέφτηκα και άδιασα την
μαντήλα στο παχνί και τυλήχτικα γιατή είχε πολύ κρίο. Το τρομερό δρά
που πέρασα ήταν αυτό. Δεν θυμάμαι πόσες μέρες έμεινα εκεί μέσα.
Μιά μέρα ανήξανε την πόρτα και με φώναζε ένας τσανταρμάς. Πλησίασα
κοντά του. Κηζ κηζ δηλαδή κορίτσι. Μα εγώ από το σκοτάδι δεν έβλεπα.
Εκεί μπροστά στην πόρτα ήτανε ένα σηντρηβάνη. Πέφτω μέσα στα νερά και
στις λάσπες. Δύπλα ήτανε η γυναικίες φυλακές. Με ήδε μία γυναίκα που
έπεσα. Από το σιδερένιο παράθυρο φόναξαι τον τσανταρμά. Δεν ξέρω τι
του ήπε.
Με μιά κλιδάρα άνηξε και μέ πήρε η γυναίκα. Αμέσως εύγαλε τα ρούχα μου
και με έκανε μπάνιο. Έπληνε τα ρούχα μου και με τήλιξε με ένα σεντόνι.
Μετά ετοίμασε να φάμε. Το φαϊ ήτανε κουκιά αλλά εγώ δεν μπορούσα να
φάω και μου έκαμε τσαϊ. Το ήπια με λίγο ψωμί.
Σε λίγες μέρες φέρανε πρόσφηγες από τα Κούλα. Σε λίγο ανοίγη την πόρτα
της φυλακής και φωνάζει στην γυναίκα να κατεβό. Εγώ τους ήδα από το
παράθυρο και χάρικα πολύ.
Με πέρνη ο τσανταρμάς . Με ρήχνη σε αυτούς. Δυστυχώς δεν ήτανε η
μανούλα μου αυτή. Μηλούσανε τούρκικα. Πήκενα στον έναν με δίωχνανε.
Πηγαινα στόν άλον το ίδιο. Τότε ζάροσα σε μιά γωνιά.
Όταν βράδιασε άρχησαν η τούρκοι με τους φακούς και γυρέβανε κορίτσια.
Τότε ένας από τους προσφηγες αρπάη εμένα και με έδωσε τούρκο. Σκεφτήτε
τή έπαθα εκείνη την ώρα. Έτρεμα και φώναζα μανούλα μου που είσαι να με
πάρης.
Τότε ο τούρκος με στίνη όρθια μέ έψαξε παντού και με παρατάη και
φεύγει. Εγώ από τήν τρεμούλα που είχα δεν ήξερα πού πήγενα. Από τις
φωνές μου με άκουσε αυτός που τους φύλαγε και ήλθε καί μέ πήρε και με
έρηξε πάλη μαζή τους. Κανείς δεν γύριζε να με δή. Ήτανε πολύ σκληρή
άνθρωποι.
Το πρωϊ ήλθε ο παπάς του Ηκονίου. Από το Ικόνιο δέν ήχανε φύγη η
ρομνή. Περιμένανε την ανταλαγή του Βενηζέλου. Ο δε παπάς ρώτησε τόν
φύλακα αν μπορή να με πάρη σπίτι του και ο φύλακας ήπε να τήν
πάρης.Τήν άλη μέρα θα φήγουνε.
Με πήρε ο παπάς. Πήγαμε σπίτι του. Μού μιλούσανε ελινικά. Με
περιπηιθήκανε πολύ. Με λούσανε με φοραίσανε καθαρά ρούχα το δε πρωϊ
ήθελε ο παπάς να τού πώ πώς έχασα τους γονους μου. Το ήπα μερικά όπως
έχω γράψη στην αρχή της ησστορίας μου.
Μου είπε ο παπας. Τώρα θα πάτε στο Εσκησεχήρ μετά αφχονκαραησάρ γιατή είναι διαταγή του Κεμάλ. 

[The story of a Greek girl from Smyrna, Aggeliki Matthaiou, who survived Ataturk’s Death March to reach the Konya region (and eventually Greece) in 1922 … including separation from her mother, attempted adoption by a local Turkish family, and brief encounter with Konya’s Greek priest’s family.]

Πρωτοπόρες μορφές αγωνιστριών για τα δικαιώματα της γυναίκας, από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη



site analysis

Καλλιόπη Κεχαγιά (Προύσα 1839- Αθήνα 1905)

Καλλιοπη Κεχαγια.jpg
Η Καλλιόπη Κεχαγιά (Προύσα 1839- Αθήνα 1905), Ελληνίδα πρωτοπόρος εκπαιδευτικός και φεμινίστρια.
Η Καλλιόπη Κεχαγιά (Προύσα 1839- Αθήνα 1905)  ήταν Ελληνίδα εκπαιδευτικός και φεμινίστρια του 19ου αιώνα. Τιμήθηκε στον τομέα της με τον τίτλο της Επόπτιδος πάντων των σχολείων και διδασκαλείων της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας το 1898.
Γεννήθηκε στην Προύσα της Βιθυνίας, στη Μικρά Ασία, το 1839. Από εκεί ήταν και ο πατέρας της, προύχοντας, εύπορος έμπορος και αντιπρόσωπος της χριστιανικής επαρχίας του στην Υψηλή Πύλη, για τον λόγο αυτό λέγονταν Κεχαγιάς. Το 1850 η οικογένεια του πατέρα της εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εδώ η μικρή Καλλιόπη μαθήτευσε στο Παρθεναγωγείο Χιλλ και κατόπιν στο Αρσάκειο. Συνέχισε τις σπουδές στο Παρθεναγωγείο Βάλτερτου Λονδίνου και στράφηκε στην ιδιωτική μελέτη της αρχαίας φιλολογίας και γλώσσας, έχοντας για διδάσκαλο τον λόγιο και συγγραφέα Γρηγόριο Παπαδόπουλο. Ταξίδεψε σε πολλές ευρωπαϊκές και αμερικάνικες πόλεις σπουδάζοντας στα εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά τους ιδρύματα. Επέστρεψε στην Ελλάδα και διετέλεσε διευθύντρια του Παρθεναγωγείου Χιλλ στα έτη 1875 ως 1888, ενώ παράλληλα ίδρυσε και οργάνωσε το Ελληνικό Παρθεναγωγείο στην Κωνσταντινούπολη υπό την εποπτεία του Κωνσταντίνου Ζάππα. Ίδρυσε πολλούς εκπαιδευτικούς, χριστιανικούς και φιλανθρωπικούς συλλόγους.
Επίσης, μετά την επιστροφή της στην Αθήνα θέλησε να συμβάλει στην αναμόρφωση του σωφρονιστικού συστήματος ώστε να αποτελέσει ένα σύστημα που να σέβεται τον κρατούμενο, να τον μορφώνει και να τον καθιστά πολίτη ικανό να ενταχθεί ομαλά στην κοινωνία μετά την αποφυλάκισή του, ώστε να καταστεί και παραγωγικός για τον τόπο του. Ιστορική θεωρείται η Έκθεση που απηύθυνε στη βασίλισσα Όλγα, προκειμένου να την παρακινήσει να συνδράμει στην ίδρυση γενικών γυναικείων φυλακών στην Αθήνα σε αξιοπρεπείς και βιώσιμες συνθήκες, στον οποίο θα συγκεντρώνονταν όλες οι γυναίκες τρόφιμοι από όλες τις άλλες φυλακές Ελλάδας «όπως παύση υβριζόμενον το γυναικείον φύλον εν αις ευρίσκονται νυν συνθήκες αι γυναικείαι φυλακαί πανταχού του Κράτους». Εξάλλου, με τη μεσολάβηση της ίδιας ως προέδρου της «Εν Χριστώ Αδελφότητας» εξασφαλίστηκε οικόπεδο στους Αμπελοκήπους της Αθήνας για την ανέγερση των κτιρίων με δαπάνες της Αδελφότητας, για «να περισώσωμεν εκ της δεινής ηθικής ταπεινώσεως γυναίκας Ελληνίδας, ως αι πλείσται εισί και έσονται μητέρες πολιτών Ελλήνων».
Αποτέλεσμα εικόνας για Καλλιόπη Κεχαγιά
Η σημαντικότερη δράση της αφορά στην ανέγερση και σύσταση του Εφηβείου Αβέρωφ. Σύμφωνα με την Κεχαγιά, η κατάσταση των ελληνικών φυλακών για τους ανήλικους ήταν απαράδεκτη, καθώς ανήλικοι τρόφιμοι συμβίωναν με τους ενήλικες με αποτέλεσμα συχνά η φυλακή από μέρος σωφρονισμού να μετατρέπεται σε ένα σχολείο παραβατικότητας. Το Εφηβείο Αβέρωφ αποτέλεσε υπόδειγμα σωφρονιστικού καταστήματος την εποχή εκείνη για την Ελλάδα. Διέθετε σχολείο, βιβλιοθήκη, εργαστήρια σε ειδικούς χώρους στα οποία εξασκούνταν οι τρόφιμοι, νοσοκομείο με αυτόνομους χώρους αναρρώσεως, μαγειρείο, τραπεζαρία και ναό. Πρότυπος θεωρείται και ο τρόπος και η διαφάνεια στην εξασφάλιση και διαχείριση των οικονομικών πόρων, η οργάνωση των εθελοντών, η αρχιτεκτονική του χώρου και ο εξοπλισμός του κτιρίου.
Η Καλλιόπη Κεχαγιά έδωσε πάμπολες διαλέξεις σε Ευρώπη και Αμερική με απαράμιλλη ευγλωττία και ενώπιον εκλεκτού και πυκνότατου ακροατηρίου. Ως επόπτης των σχολείων της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας είχε το ιδεώδες να εισαγάγει την αμερικανική σχολική οργάνωση. Μετά από ένα ταξίδι στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1888, έγραψε μια σειρά άρθρων σχετικά με τα επιτεύγματα των Αμερικανίδων με την ελπίδα να εμπνεύσει τις Ελληνίδες γυναίκες στην διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους.
Τη βιογραφία της έγραψε ο Κωνσταντινοπολίτης λόγιος, εκδότης, δημοσιογράφος, και συγγραφέας Σταύρος Βουτυράς.

Αύρα Θεοδωροπούλου (Αδριανούπολη 1880 – Αθήνα 1963)

Σχετική εικόνα
Η Αύρα Θεοδωροπούλου(Αδριανούπολη 1880 – Αθήνα 1963), Ελληνίδα μουσικός, κριτικός και αγωνίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών.
Η Αύρα Θεοδωροπούλου (Αδριανούπολη, 3 Νοεμβρίου 1880 – Αθήνα, 20 Ιανουαρίου 1963) ήταν Ελληνίδα μουσικός, κριτικός και αγωνίστρια για τα διακιώματα των γυναικών. Έγινε περισσότερο γνωστή από τους αγώνες της για την απόκτηση του δικαιώματος ψήφου των γυναικών. Υπήρξε ιδρύτρια και πρόεδρος του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας.
Γεννήθηκε στην Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης στις 3 Νοεμβρίου 1880 (το γένος Δρακόπουλου). Καταγόταν από εύπορη αστική οικογένεια. Ο πατέρας της Αριστομένης Δρακόπουλος ήταν γενικός πρόξενος της Ελλάδας ενώ από την πλευρά της γιαγιάς της ήταν απόγονος της οικογένειας Καλαμογδάρτη. Αδελφή της ήταν η ηθοποιός και ποιήτρια Θεώνη Δρακοπούλου, γνωστή και ως «Μυρτιώτισσα».
Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών όπου απόκτησε δίπλωμα πιάνου το 1900. Στις διπλωματικές εξετάσεις της αρίστευσε και της απονεμήθηκε το αργυρό μετάλλιο Ανδρέου και Ιφιγενείας Συγγρού. Συνέβαλε στην ίδρυση του Εθνικού Ωδείου. Μιλούσε Γαλλικά, Αγγλικά και Γερμανικά.
Δίδαξε πιάνο και ιστορία της μουσικής στο Ωδείο Αθηνών (1900-1919), αρχικά ως δασκάλα και κατόπιν ως καθηγήτρια, στο Ελληνικό Ωδείο (1919-1936), το οποίο ίδρυσε μαζί με ομάδα άλλων καθηγητών και όπου διετέλεσε Έφορος για αρκετά χρόνια, και στο Εθνικό Ωδείο (1936-1957).
Συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες (Εστία, Ακρόπολις, Έθνος, Μάχη, Ασύρματος, Ελευθέρα Γνώμη, Πρωΐα, κ.ά.) και περιοδικά (Παναθήναια, Εργασία, Αγγλοελληνική Επιθεώρησις, Νέα Εστία, Καινούρια Εποχή), γράφοντας άρθρα και κριτικές μουσικού περιεχομένου.

Κοινωνική εργασία-Τα δικαιώματα της γυναίκας


Αύρα Θεοδωροπούλου
Το 1911 ίδρυσε το Κυριακόν Σχολείον Εργατριών. Εργάσθηκε εθελοντικά ως Αδελφή Νοσοκόμος σε όλους τους μεγάλους πολέμους, από το 1897 ώς και τον Πόλεμο του 1940.
Το 1918 ίδρυσε το σωματείο Αδελφή του Στρατιώτου, το οποίο οργάνωσε το Σπίτι του Στρατιώτου.
Το 1920 ίδρυσε τον Σύνδεσμο για τα δικαιώματα της Γυναίκας ως τμήμα της Διεθνούς Ενώσεως των Γυναικών για ισοπολιτεία. Από το 1922 και εντεύθεν διετέλεσε πρόεδρος και διευθύντρια του περιοδικού Ο Αγώνας της Γυναίκας.
Το 1923 ίδρυσε τη Μικρά Αντάντ των Γυναικών από τις χώρες Γιουγκοσλαβία, Ελλάδα, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία και Ρουμανία και έλαβε μέρος σε ετήσια συνέδρια στις πρωτεύουσες των πέντε αυτών χωρών.
Έλαβε μέρος σε πολλά συνέδρια για τα δικαιώματα της γυναίκας (1920 Γενεύη, 1923 Ρώμη, 1926 Παρίσι, 1929 Βερολίνο, 1935 Κωνσταντινούπολη, 1946 Ιντερλάκεν Ελβετίας, 1952 Νεάπολη). Στο διεθνές συνέδριο της Γενεύης εξελέγη μέλος της Διασκέψεως της Διεθνούς Ενώσεως για την ισοπολιτεία της γυναίκας. Στα έργα της συγκαταλέγονται τα παρακάτω:
  • Η μουσική διά μέσου των αιώνων (1911)
  • Μουσικές μελέτες: Ίαμβοι και Ανάπαιστοι Παλαμά-Καλομοίρη (1915)
  • Μουσικές ομιλίες:Μπαχ, Μπετόβεν, Βάγνερ (1915)
  • Ιστορία της Μουσικής (τ. Α΄: 1924, τ. Β΄: 1937)
  • Η μουσική και το παιδί (1935)
  • Δέκα Μεγάλοι Μουσουργοί (1957)

Βραβείο Αύρα Θεοδωροπούλου

Το Βραβείο Αύρα Θεοδωροπούλου καθιερώθηκε το 1995 και απονέμεται από τον Σύνδεσμο για τα Δικαιώματα της Γυναίκας σε δημοσιογράφους των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ) που με το έργο τους προβάλλουν και προάγουν την ισότητα των δυο φύλων.
«Ποία είναι η ωραιοτέρα λέξις της ελληνικής γλώσσης;» αναρωτιόταν ο Πέτρος Χάρης (Ιωάννης Μαρμαριάδης 1902-1998) και ξεκίνησε ένα όμορφο δημοσιογραφικό παιχνίδι, δημοσιεύοντας τις απόψεις των σπουδαιότερων λογοτεχνών, δημοσιογράφων αλλά και πολιτικών της εποχής όπως ο Κ. Παλαμάς, ο Π. Νιρβάνας, ο Α. Παπαναστασίου, ο Κ. Παρθένης, η Ά. Κατσίγρα. Η Αύρα Θεοδωροπούλου επέλεξε τη λέξη «καλοσύνη».

Διδώ Σωτηρίου (Αϊδίνιο 1909 – Αθήνα 2004)

ÅÉÄÉÊÏ ÈÅÌÁ- ÄÉÄÙ ÓÙÔÇÑÉÏÕ
Η Διδώ Σωτηρίου (Αϊδίνιο, 1909 – Αθήνα 2004), Ελληνίδα συγγραφέας και δημοσιογράφος με αντιστασιακή δράση.
Η Διδώ Σωτηρίου (Αϊδίνιο, 1909 – Αθήνα, 23 Σεπτεμβρίου 2004) ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, δημοσιογράφος και αντιστασιακή ενταγμένη στο αριστερό κίνημα.
Γεννήθηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας και ήταν μεγαλύτερη αδελφή της Έλλης Παππά. Το 1919 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή ήρθε ως πρόσφυγας στον Πειραιά και κατόπιν εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα, όπου και σπούδασε γαλλική φιλολογία, συνεχίζοντας τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης στο Παρίσι. Εκεί συνδέθηκε στενά με τους Αντρέ Μαλρώ και Αντρέ Ζιντ. Ήταν θεία της Άλκης Ζέης και υπήρξε πρότυπο για αυτήν αφού επηρεασμένη από τη θεία της η μικρή Άλκη Ζέη ασχολήθηκε με τη συγγραφή βιβλίων.
Το 1936 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα και ως ανταποκρίτρια του περιοδικού Νέος Κόσμος της Γυναίκας στο Παρίσι.
Κατά την διάρκεια της κατοχής (1941–1944) έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες στον αντιστασιακό Τύπο. Το 1944 έγινε αρχισυντάκτρια της εφημερίδας Ριζοσπάστης, όπου και ασχολήθηκε με την κάλυψη και τον σχολιασμό των εξωτερικών γεγονότων. Το Νοέμβριο του 1945 εκπροσώπησε την Ελλάδα μαζί με τη Χρύσα Χατζηβασιλείου στο ιδρυτικό συνέδριο της Παγκόσμιας Δη

μοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών στο Παρίσι.
Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο συνεργάστηκε με το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης και την εφημερίδα Η Αυγή χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Σοφία Δέλτα». Διετέλεσε επίσης αρχισυντάκτρια στο περιοδικό Γυναίκα και επιστημονική συνεργάτρια στα περιοδικά Γυναικεία Δράση και Κομμουνιστική Δράση δημοσιεύοντας επιφυλλίδες, χρονογραφήματα και διηγήματα.

Η Διδω ΣωτηριουΛογοτεχνικό έργο

Το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Οι νεκροί περιμένουν» κυκλοφόρησε το 1959. Τα έργα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το μυθιστόρημά της Ματωμένα χώματα έχει κυκλοφορήσει σε 250.000 περίπου αντίτυπα. Η Διδώ Σωτηρίου συμμετείχε ενεργά στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες της χώρας μέσα από τις τάξεις της αριστεράς. Δεν εργάστηκε ποτέ ως καθηγήτρια, γιατί αφοσιώθηκε στην δημοσιογραφία και στην λογοτεχνία. Τέλος, ταξίδεψε σε πολλές χώρες δημοσιεύοντας τις εντυπώσεις της.

Τιμητικές διακρίσεις

Το 2001 η Εταιρία Ελλήνων Συγγραφέων καθιέρωσε προς τιμήν της το βραβείο Διδώ Σωτηρίου, το οποίο απονέμεται «σε ξένο ή Έλληνα συγγραφέα που με τη γραφή του αναδεικνύει την επικοινωνία των λαών και των πολιτισμών μέσα από την πολιτισμική διαφορετικότητα». Τα περισσότερα έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, ενώ η λογοτεχνία της διακρίνεται για τον ρεαλισμό, την απλότητα, τη δραματική αφήγηση και τον αδρό δημοτικό λόγο της.
Προς τιμήν της, επίσης, πολλές οδοί και βιβλιοθήκες φέρουν το όνομά της στην Ελλάδα.
_________
  1. Η συγγραφέας ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ στην ΕΡΤ (σύνδεσμος)
  2. Η Διδώ Σωτηρίου μιλά για τη Μικρασιατική Καταστροφή:


Αποτέλεσμα εικόνας για ιδώ Σωτηρίου
Διδώ Σωτηρίου

Τετράδυμα γεννιούνται μετά την άρνηση για επιλεκτική έκτρωση...

 site analysis 

Τετράδυμα γεννιούνται μετά την άρνηση για επιλεκτική έκτρωση
Η Ιρλανδή μητέρα Γκρέυς Σλάτερι είναι ενθουσιασμένη, διότι απέκτησε τέσσερα πανέμορφα παιδιά, αλλά, αν οι ιατροί μπορούσαν να έχουν επιβάλλει τη θέλησή τους, η μητέρα θα είχε μόνο δύο από τα παιδιά της σήμερα. 
Η Σλάτερι και ο σύζυγός της, Τζέιμς, έκαναν για χρόνια έναν μεγάλο αγώνα με την υπογονιμότητα και υπέφεραν από πολλαπλές αποβολές.
Έπειτα, γνώρισαν το θαύμα, όταν με φυσικό τρόπο συνέλαβαν τετράδυμα, γεγονός εξαιρετικά σπάνιο.
Η πιθανότητα να συλλάβουν τετράδυμα με φυσικό τρόπο (σ.μ. δηλαδή χωρίς τη χρήση μεθόδων υποβοηθούμενης αναπαραγωγής), είναι περίπου 1 στις 700.000 γεννήσεις. Για το λόγο αυτό οι γονείς ήταν κατενθουσιασμένοι.
“Όταν έμεινα έγκυος με φυσιολογικό τρόπο στα τετράδυμα, δεν μπορούσα να το πιστέψω, καθώς προσπαθούσαμε για περίπου 3 χρόνια και είχα αισθανθεί πολύ πόνο από τέσσερις αθέλητες αποβολές”, αναγνώρισε η Γκρέυς. 

“Δεν ήμαστε σε θέση να ανταποκριθούμε οικονομικώς στην υποβοηθούμενη- εξωσωματική γονιμοποίηση και καθώς οι ιατρικές εξετάσεις έδειχναν ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, ήμουν απογοητευμένη αναζητώντας εξήγηση γιατί δεν μπορούσαμε να αποκτήσουμε παιδάκια”.

Όμως, η χαρά τους σύντομα μετατράπηκε σε λύπη, όταν οι ιατροί ανακοίνωσαν στην Γκρέυς ότι έπρεπε να προχωρήσουν σε έκτρωση.

Ήταν ήδη 17 εβδομάδων έγκυος, και απαιτούσαν από την εγκυμονούσα να προχωρήσει σε επιλεκτική μείωση των βρεφών, σκοτώνοντας τα δύο από τα τέσσερα αγέννητα παιδιά της. Οι γονείς αρνήθηκαν σθεναρά. 
“Παρά την πρόταση να προχωρήσουμε στην έκτρωση δύο εξ αυτών, πριν ακόμη γεννηθούν, με την αιτιολογία ότι αντιμετώπιζα πολύ υψηλό κίνδυνο, εμείς αποφασίσαμε να αφήσουμε τη ίδια τη ζωή να αποφασίσει”, είπε η Γκρέυς.
Τα παιδιά που θα επιλέγονταν προς θανάτωση, πιθανότατα θα δέχονταν μια θανατηφόρα ένεση από χλωριούχο κάλιο μέσα στις καρδιές τους, και θα αφήνονταν για λίγο, ενώ τα αδέλφια τους που θα επιβίωναν της επιλογής θα συνέχιζαν να αναπτύσσονται και να μεγαλώνουν.
Στις 17 εβδομάδες, τα αγέννητα παιδιά που γίνονται στόχος έκτρωσης, θανατώνονται με τη διαδικασία – τεχνική που έχει λάβει την ονομασία Έκτρωση με Διαστολή & Εκκένωση (Dilation & Evacuation), μια βίαιη διαδικασία κατά την οποία ξεσχίζεται κυριολεκτικά κομμάτι-κομμάτι το σώμα στο αγέννητο μωρό.



Αντιθέτως η Γκρέυς, κυοφόρησε και τα τέσσερα μωράκια της έως τις 32 εβδομάδες και όλα (και τα τέσσερα, ο Λουκάς, η Αμέλια, η Λίλη-Γκρέυς και η Μόλυ), γεννήθηκαν με ασφάλεια, με βάρος από ένα έως δύο κιλά το κάθε ένα. Τώρα πλέον και τα τέσσερα παιδιά είναι καλά στην υγεία τους και αναπτύσσονται σωστά, ακόμη και η Αμέλια, η οποία γεννήθηκε με ορισμένα από τα όργανά της σε λάθος μέρος, εντός του οργανισμού της.
Και τα τέσσερα αρχίζουν τώρα τον Παιδικό Σταθμό, μαζί, φορώντας ομοιόμορφες στολές.

Είναι αναμφίβολα μικρά θαύματα και ακόμη δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι αποκτήσαμε τέσσερα μωρά με μιας. 

Όλα τους αγαπούν το σχολείο και καθώς φορούν στολή, είναι πολύ πιο εύκολο από το να πρέπει να επιλέξει τέσσερις διαφορετικές φορεσιές, αφιερώνοντας κάθε μέρα πολύ χρόνο σε αυτό. Πρόκειται να μπουν στην ίδια τάξη στο σχολείο και είναι μεταξύ τους αχώριστα, είπε η Γκρέυς.
Εξάλλου, ποτέ δεν μετανιώσαμε για την απόφασή μας να κρατήσουμε και τα τέσσερα παιδιά, παρά τις «συστάσεις» των ιατρών. 

Δεν θα μπορούσα να είμαι πιο περήφανη για τα τετράδυμά μου και είναι εκπληκτικό να τα βλέπω να φορούν τις σχολικές τους φορεσιές. 
Ο ρυθμός της ζωής μας είναι πυρετώδης, αλλά δεν θα τον αλλάζαμε για τίποτε στον κόσμο, αφού συνειδητοποιούμε πλέον πως η οικογένειά μας είναι πλέον πλήρης.
Παρά το γεγονός ότι χαίρεται με το ξεκίνημα του σχολείου, η Γκρέυς παραδέχεται πως της αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση. Θα μου λείψουν που επιστρέφουν στο σχολείο, αλλά από την άλλη μεριά θα είναι όμορφα να έχουμε λίγη ηρεμία και ησυχία μετά το καλοκαίρι, πρόσθεσε. Η παρακολούθηση του σχολείου θα είναι ενδιαφέρουσα, θα μου ήταν πολύ δύσκολο να έχω τα μάτια μου πάνω και στα τέσσερα στο σπίτι, στα τετράδυμα εξάλλου αρέσει να κάνουν νέους φίλους και σίγουρα θα περάσουν καλά.

Η οικογένεια Σλάτερι, δεν είναι η μόνη οικογένεια με τετράδυμα που πιέστηκε να προχωρήσει σε έκτρωση. 

Η οικογένεια Ρόμπινς στο Μπρίστολ της Αγγλίας, παρομοίως δέχθηκαν υποδείξεις να προχωρήσουν σε έκτρωση, μετά την αποκάλυψη ότι περίμεναν τετράδυμα. Κάθε φορά που πηγαίναμε στο νοσοκομείο, ακούγαμε μόνο για τους κινδύνους και μου ζητούσαν να εξετάσω το ενδεχόμενο να προχωρήσω σε έκτρωση των δύο μωρών, για να σώσω τα άλλα δύο, ομολόγησε η κυρία Ρόμπινς. Όμως μέσα μου γνώριζα καλά πως κάθε φορά που θα κοιτούσα τα μωρά που θα επιβίωναν, ταυτοχρόνως θα θυμόμουν τα άλλα δύο που θα είχα χάσει. Και μόνο η σκέψη μου ράγιζε την καρδιά. Οι γιατροί της είπαν ξανά και ξανά να κάνει έκτρωση, αλλά αυτή με σταθερότητα αρνήθηκε και γέννησε και τα τέσσερα παιδιά της, σήμερα πλέον πέντε ετών.

Άλλη μια περίπτωση είναι αυτή της Μάινορ και του Κρίστιαν Ροχένα, οι οποίοι επίσης πιέστηκαν να προχωρήσουν σε έκτρωση, όταν κατάλαβαν ότι περίμεναν τετράδυμα. 

Αλλά η Μάινορ αρνήθηκε, λέγοντας ότι ο Θεός μου έδωσε αυτά τα παιδιά για ένα συγκεκριμένο λόγο, και δεν πρόκειται να τα σκοτώσω.
Οι πολύδυμες εγκυμοσύνες ομολογουμένως αντιμετωπίζουν αυξημένους κινδύνους, αλλά η πρόοδος στην ιατρική επιστήμη, αποδεικνύει ότι αυτά τα μωράκια είναι ικανά να κυοφορηθούν με ασφάλεια μέχρι τον τοκετό και να ζήσουν με υγεία τη ζωή τους. Παρόλα αυτά οι ιατροί συνεχίζουν να πιέζουν της μητέρες να υποβληθούν σε επιλεκτική έκτρωση. Αλλά το δικαίωμα στη ζωή είναι το πλέον βασικό και σημαντικό από τα ανθρώπινα δικαιώματα, και κάθε ζωή είναι σημαντική, ακόμα και αν είναι άβολη, εύθραυστη ή σύντομη.

Πηγή: liveaction.org / ΚΙΝΗΜΑ «ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΝΑ ΖΗΣΩ» www.afistemenaziso.gr

https://santoriniosgamos.blogspot.com/

Και ποια είσαι εσύ, μῆτερ; Μια πρώην πόρνη...



site analysis

Καμαρώνουμε συχνά οι Χριστιανοί για την οσία Μαρία την Αιγυπτία. 
Και δικαίως. 
Και η Εκκλησία μας την προβάλει ως απαράμιλλο παράδειγμα μετάνοιας και την 1η Απριλίου (ημέρα μνήμης της) και την Ε΄ Κυριακή των Νηστειών της Μεγάλης Σαρακοστής. 
Με ύμνους και ακολουθίες τιμάμε το ιερό της πρόσωπο.
«Ἐθαυματούργησε Χριστέ, τοῦ Σταυροῦ σου ἡ δύναμις, ὅτι καὶ ἡ πρώην Πόρνη ἀσκητικὸν ἀγῶνα ἠγωνίσατο», αναφέρει το δοξαστικό του εσπερινού της Ε΄ Κυριακής των Νηστειών. 

Συμφωνούμε. 
Σίγουρα; 
Μια λεξούλα εκεί, ασήμαντη και μικρή, χαλάει συχνά το καλά δομημένο κοσμοσύστημά μας. «Πρώην». 
Γιατί είναι απαραίτητο να είναι πρώην; Μα για να ζήσει στη μετά Χριστόν εποχή.
Ίσως, για αυτό το λόγο προβάλουμε το πρότυπο της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας ως παράδειγμα μετάνοιας. 

Όσο όμως κι αν μάς ενθουσιάζει η μεταστροφή της, δύσκολα θα δεχθούμε την πιθανότητα να γνωρίσουμε και να εγκρίνουμε σύγχρονες οσίες Μαρίες. 
Φτάνει μία, η οποία μάλιστα δεν μας ενοχλεί και ιδιαίτερα στην καθημερινή μας ζωή με τα πράγματά μας σωστά τοποθετημένα. 
Καλά είμαστε στο 2019 π.Χ. 
Εάν θέλουμε να μπούμε στη μετά Χριστόν εποχή, είναι ανάγκη να γίνουμε «πρώην». 
Και είναι βαρύς αυτός ο σταυρός, Κύριε….
Όλοι μας έχουμε ανάγκη την ψυχολογική ετικέτα του κοινωνικά αποδεκτού επιθετικού προσδιορισμού: 

Καλός, τίμιος, ηθικός, φιλάνθρωπος. 
Και θέλουμε να φωτίζουμε την ετικέτα μας, σκοτεινιάζοντας τους άλλους: 
Κακός, αμαρτωλός, κατώτερος. 
Και ζούμε τάχατες και στην κοινωνία. 
Κι είναι κι αυτή η Εκκλησία του Χριστού που έχει αλλεργία στους πάσης φύσεως διχαστικούς –ισμούς. «Ἵνα πάντες ἕν ὧσιν….».
Υπάρχουν βέβαια και καμιά χούφτα μισότρελοι που επιμένουν να ζουν μετά Χριστόν. 

Αυτοπυρπολούνται με την αγάπη του Θεού και νομίζουν οι κακόμοιροι ότι φωτίζουν τον κόσμο. 
Καλά δεν βλέπουν ότι οι περισσότεροι τρέχουμε να κρυφτούμε στα προχριστιανικά μας λαγούμια, κουβαλώντας ως κουβέρτες τις ιδεολογίες μας και ως γαλέτες τα ψίχουλα της μικροψυχίας μας; Θα γίνω εγώ «πρώην» για να ζήσει ο άλλος; 
Νομίζεις ότι έχω καμιά όρεξη να χαθώ μέσα στην αγάπη μου για τον άλλο; 
Για τον οποιονδήποτε άλλο; 
Δεν θα κουβαλώ τα αγκαθάκια μου για να βελτιώσω το έργο σου, Χριστέ μου; 
Δεν πρέπει να φανώ ότι είμαι οικονομικά, φυλετικά, κοινωνικά και πολιτισμικά ανώτερος από τον άλλο; 
Όταν Σου λέω μετά γονυκλισίας «τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας, Ζωοδότα», νομίζεις ότι σοβαρολογώ;
«Ἐν σοὶ Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ’ εἰκόνα». 

Και ποια είσαι εσύ, μῆτερ; 
Μια πρώην πόρνη. 
Γι’ αυτό, δεν πρόκειται ποτέ να χαριστεί το μήνυμα του Ευαγγελίου σε φασισμούς, ολοκληρωτισμούς και κοσμικές ιδεολογίες. 
Και δεν θα χαριστεί ούτε ως κονκάρδα στο πέτο τους, ούτε θα το ήθελαν ως φλέγουσα και φλεγόμενη αγάπη. 
Γιατί στο πρόσωπο των πρώην μετά Χριστόν περιθωριακών διεσώθη το κατ’ εικόνα.
Ακριβώς: 
Και με ακρίβεια και ακριβά….
 
Εικόνα: Γιώργος Κόρδης

*Σχόλιο Γιάννη Γουναρίδη:
Σήμερα θα την έλεγαν απλώς τρελή... απέδειξε πως νικιούνται ακόμη και οι πιο δυνατές αισθήσεις!!! Μας διδάσκει την μεγάλη αλλαγή! Πόσο αποφασισμένοι είμαστε; Φοβάμαι πως είμαστε Θεοφοβούμενοι παρά Θεοσεβούμενοι...

H OMIΛΙΑ ΜΟΥ ΣΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟ ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΜΥΡΙΝΑΣ ΛΗΜΝΟΥ
Σεβασμιώτατε Πάτερ και Δέσποτα, αγαπητοί πατέρες και ευλαβείς Χριστιανοί,
Φτάσαμε με τη χάρη του Θεού στην τελευταία εβδομάδα των νηστειών, διανύσαμε ασκητικά το μεγαλύτερο μέρος της πορείας, ώστε να αξιωθούμε να συναντήσουμε τον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου μας . Ήδη ο κρανίου τόπος του Γολγοθά φαίνεται στον ορίζοντα και συνεχίζουμε να βαδίζουμε προς τη μεγάλη συνάντηση με τον Κύριο, για να γίνουν τα πάθη Του και δικά μας, και ο Σταυρός να είναι πάντα η προσωπική μας ευθύνη και όχι απλά μία φιλοσοφία.
Οι μέρες που ακολουθούν είναι μέρες των μεγάλων αγρυπνιών και των μεγάλων ασκήσεων, μέρες των μεγάλων θρήνων και αναστεναγμών. Η εβδομάδα που ακολουθεί είναι σιωπηρή, ονομάζεται και “Βουβή”,ψάλλαμε τον Ακάθιστο ύμνο, τώρα θα σιωπήσουμε. Την εβδομάδα αυτή όμως τελούνται κανονικά όλες οι ακολουθίες : Μεγάλα Απόδειπνα, Προηγιασμένες, πλην των χαιρετισμών, όπου την Παρασκευή θα ψάλλουμε το Μικρό Απόδειπνο με τον κανόνα του Αγίου Λαζάρου.
Η Παναγία θα σιωπήσει και θα μιλήσει εκείνη την συγκλονιστική στιγμή “Η απελπισία της μάνας που περιμένει μια κουβέντα απο το τραυματισμένο παιδι” την ώρα που ο Κύριος ανεβαίνει με το Σταυρό στο Γολγοθά «Δός μοι λόγον,Λόγε » θα του πει αντικρίζοντας στο ματωμένο σώμα του την θυσία του Θεού για όλο το ανθρώπινο γένος. Μέσα σε αυτές τις σιωπές μας μιλάει ο Θεός.
Σήμερα η Εκκλησία αφιερώνει αυτή την ημέρα στην πιο μεγάλη ασκήτρια μεταξύ των αγίων γυναικών. Την Οσία Μαρία την Αιγυπτία.
Η Αγία μας Εκκλησία τοποθετεί παραδειγματικά και πανηγυρικά αυτή την εβδομάδα την Οσία Μαρία την Αιγυπτία, ως πρότυπο γυναίκας με ανδρεία ψυχή. Αν η Υπεραγία Θεοτόκος είναι η Βασίλισσα της παρθενίας, η Οσία Μαρία είναι η πριγκίπισσα της μετανοίας . Μια γυναίκα που αν την είχαμε ανάμεσά μας ίσως θα την περιφρονούσαμε, θα την αγνοούσαμε , δεν θα την πλησιάζαμε· αλλά βλέπετε πως η εξωτερική κατάσταση ενός ανθρώπου δεν είναι πάντα η εσωτερική και πραγματική του αλήθεια. Διότι η αμαρτωλή προαίρεση του προσώπου πολλές φορές κρύβεται πίσω από εξωτερικά ηθικιστικά χαρακτηριστικά. Αλήθεια, αν ήταν η Οσία Μαρία μια κοπέλα της γειτονιάς στις μέρες μας, πόσο θα υπέφερε ακόμα και από ανθρώπους της Εκκλησίας που θα έγδερναν την καρδιά της με τις κατηγορίες , ενώ εκείνη έκρυβε μέσα σε αυτήν την καρδιά διαμάντια. Θα πει κάποιος ότι : Μια γυναίκα στη γειτονιά που οδηγεί τους άλλους στην αμαρτία είναι λογικό να είναι ανεπιθύμητη. Aυτό είναι η μία όψη του νομίσματος. Βέβαια, ένας σωστός ποιμένας και ένας Χριστιανός που γνωρίζει και βιώνει την αγάπη του Χριστού θα έσκυβε στην περίπτωσή της, με αγάπη και προσευχή και όχι με το ράπισμα της κατηγορίας.
Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία ήταν διάσημη πόρνη της Αλεξάνδρειας. Όμως δεν πληρωνόταν για τις υπηρεσίες της – ήταν μια γυναίκα θηρευτής ανδρών. Η Οσία Μαρία είχε ξεκινήσει αυτή την αμαρτωλή αναζήτηση, με ακόρεστη σεξουαλική δίψα, από δώδεκα ετών. Αλλά κάποτε, νέα και όμορφη ακόμα, ταξίδεψε στα Ιεροσόλυμα. Στο ταξίδι συνέχισε την αμαρτωλή ζωή της.
Όταν έφθασε στα Ιεροσόλυμα της συνέβη ένα θαυμαστό σημείο.Δεν μπορούσε να εισέλθει όπως οι άλλοι στον Ναό της Αναστάσεως. Ένιωθε «Γυμνή του Νυμφώνος» όπως αναφέρει ένας στίχος από τον Μεγάλο Κανόνα. Αυτό την έκανε να γονατίσει, να δακρύσει, να θυμηθεί την αθωότητα των παιδικών της χρόνων. Άρχισε να κλαίει. Άρχισε η μεταστροφή της. Η φιλόσαρκη γυναίκα γίνεται ξαφνικά φιλόθεη και Αγία.
Εδώ γεννιούνται καταπληκτικά ερωτήματα. Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία προσπάθησε να μπει στο Ναό αλλά δεν μπορούσε. Η πόρτα ήταν κλειστή. Όχι μια κτιστή πόρτα αλλά η πόρτα της Βασιλείας, σαν να ακούγεται ο Χριστός και να της λέει εκείνη την φράση που διαβάζουμε στο Ευαγγέλιο και σπάει κόκαλα. “Ουκ οίδα υμας”, το οίδα με “οι” ..Δεν σε αναγνωρίζω παιδί μου , δεν είσαι αυτό που έφτιαξα….Έχει λερώσει την εικονά του Θεού…..Αυτό το “ΟΧΙ” του Θεού εκείνη την ώρα έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα και αλλάζει την ζωή αυτής της Αγίας Γυναίκας.
Είμαστε άραγε έτοιμοι να ακούσουμε το ΟΧΙ του Θεού στην ζωή μας;; Ερχόμαστε στους Ιερείς ,δίνουμε χαρτάκια με αιτήματα , κάνουμε πρόσφορα, προσευχές πολλές φορές με μια στάση ειδωλολατρίας και όχι έρωτος προς τον Χριστό. Προσευχόμαστε πολλές φορές να αλλάξει ο Χριστός και όχι εμείς, προσευχόμαστε να ακολουθήσει ο Χριστός το δικό μας θέλημα και όχι εμείς το δικό του. Το “γεννηθήτω το θέλημα Σου” είναι απλά λέξεις που βγαίνουν από το στόμα αλλά μέσα στην καρδιά ο εγωϊσμός κραυγάζει “γεννηθήτω το θέλημα μου”.
Η πλάνη πολλών ανθρώπων έγκειται στην έλλειψη υπαρξιακής αυθεντικότητας. Μπαίνουμε στο Ναό ως άτομα , ως αυτονομημένες ατομικές υπάρξεις και όχι ως ερωτικά πρόσωπα σε σχέση με τον Νυμφίο Χριστό. Πολλοί απο εμάς είμαστε απο έξω κούκλα και απο μέσα πανούκλα όπως λέει και ο σοφός λαός μας. Μια ευσέβεια για να παίρνουμε το χαμόγελο του κόσμου αλλά μέσα υπάρχει άσχημη κατάσταση, μια αρρώστια που μας τρώει τα σωθικά. Όπως λέει και ο Κύριος στα περίφημα ΟΥΑΙ που θα ακούσουμε στο απόσπασμα του Ευαγγελίου στον όρθρο της Μεγάλης Τρίτης :Τα λόγια του Κυρίου ειναι συγκλονιστικά : “ Αλλοίμονό σας, Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, διότι καθαρίζετε το έξω από το ποτήρι και το πιάτο, μέσα δε αυτά είναι γεμάτα από τροφές, που προέρχονται από αρπαγές και αδικίες.” Ρομφαία παιδαγωγίας από τον ίδιο τον Κύριο.
Το ΟΧΙ του Θεού δεν είναι τιμωρία , είναι παιδαγωγία. Είναι το ΟΧΙ που λέει ο πατέρας στο παιδί για να το προστατέψει. Είναι το ΟΧΙ της υπομονής, της ωρίμανσης. Είναι το ΟΧΙ ότι σε αγαπώ πολύ και θέλω παιδί μου να σε προστατέψω. Εμείς αυτό το όχι αν έρθει το θεωρούμε κατάρα, ενώ είναι η αγάπη του Θεού, που πολλές φορές του κάνουμε και επίθεση. Και στην γνωστή κραυγή της ανθρώπινης αδυναμίας “Γιατί σε μένα;;;;;” ο Θεός απαντά “Γιατί σε αγαπώ πολύ παιδί μου” . Γιατί άραγε παρερμηνεύουμε τα πράγματα; Πολύ απλά διότι έχουμε εγωιστική θέαση των πραγμάτων.
Άλλες φορές ακόμα ο Θεός σιωπά…και εμείς κραυγάζουμε εναντίον Του, θεωρώντας την σιωπή ως αδιαφορία. O Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ μας αναφέρει ότι «Πολλοί εκλαμβάνουν τη σιωπή του Θεού, ως ένδειξη ότι ο Θεός «δεν υπάρχει», «πέθανε». Αν όμως σκεφτόμαστε σε ποιά θέση φέρνουμε το Θεό με τα πάθη μας, τότε θα βλέπαμε ότι Αυτός δεν έχει άλλη επιλογή, παρά μόνο να σιωπήσει. Ζητάμε από Αυτόν να μας υποστηρίξει στις αδικίες μας.» Άρα πολλές φορες η σιωπή του Θεού είναι απάντηση στις προσευχές μας.
Στον Χριστό πάμε διαλυμένοι αλλά με ανοιχτή καρδιά, να απλώσουμε τα κομμάτια μας μπροστά στον Κύριο και εκείνος να τα συνθέσει και πάλι θεραπευμένα. Είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε τα πάντα ακόμα και αυτό που ίσως δεν μας αρέσει, διότι μόνο τότε θα οδηγηθούμε στην θεραπεία. Πολλές φορές ακόμα και στον πνευματικό δεν πάμε με διάθεση να ακούσουμε και να ακολουθήσουμε έναν θεραπευτικό τρόπο ζωής αλλά να ακούσει αυτά που έχουμε να του πούμε και να πάρουμε απαντήσεις που έχουμε σχεδιάσει μέσα μας, με αποτέλεσμα να μην βρίσκουμε θεραπεία ακόμα και αν πηγαίνουμε στο μυστήριο για χρόνια ολόκληρα.
Στο μοναστήρι υπάρχει μια πολύ όμορφη απάντηση μεταξύ των μοναχών και ιδιαίτερα από τους υποτακτικούς προς τον γέροντα “Να είναι ευλογημένο”...Τι ομορφιά, μια φράση που μυρίζει παράδεισο….
Έλεγε κάποιος μεγάλος Θεολόγος ότι μπορεί να έχουμε σχέση με τον Χριστό αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η σχέση αυτή θα πάει μέχρι τέλους.Αν εμείς σφυρίζουμε αδιάφορα, ενδέχεται να οδηγηθεί σε διαζύγιο στο οποίο εμείς θα έχουμε βάλει την υπογραφή μας , με την αδιαφορία και την προδοσία προς το πρόσωπο Του. Ζητάμε από τον Θεός να μας συγχωρέσει δηλαδή να μας χωρέσει στην αγκαλιά του αλλά εμείς του βάζουμε όρια πώς να δράσει στην ζωή μας, διότι πολλές ενέργειες του Θεού χρειάζονται την δική μας συνέργεια δηλαδή την ευθύνη μας σε πράξη….Πως θα την δώσουμε όταν μας κινεί την ύπαρξη μας ο εγωισμός;
Πολλές φορές ωστόσο η άρνηση του Θεού στην πραγματοποίηση ενός θελήματός μας δεν θεωρείται αποκλεισμός, αλλά θεραπεία , είσοδος στην οδό της θεραπείας για να γίνω πολίτης της βασιλείας των ουρανών.
Η σωστή στάση στην προσευχή θα μας δώσει και τον σωστό πνευματικό προσανατολισμό. Δεν προσευχόμαστε για να μας πάνε καλά τα πράγματα.Προσευχόμαστε για να βρούμε την δύναμη να σηκώσουμε και να φέρουμε τα κακά πράγματα ( τα πάθη μας, τις αμαρτίες μας ) από αγάπη προς τους άλλους). Δεν προσευχόμαστε στην Εκκλησία για να ακούσουμε το ΝΑΙ του Θεού ούτε για να μας ικανοποιήσει επιθυμίες σαν να είναι κανένα μαγικό λυχνάρι από παιδικό παραμύθι.
Δεν αρνούμαστε τους σταυρούς που επιτρέπει ο Θεός στη ζωή μας αλλά παρακαλούμε τον Χριστό να μας βοηθήσει να σηκώσουμε τις δοκιμασίες.
Τότε αυτή η πορεία του Γολγοθά θα μας φέρει στην Ανάσταση αλλιώς θα οδηγήσει τον άνθρωπο στην απώλεια.
Θα μου πείτε . Καλά,πάτερ, ο Κύριος δεν λέει μέσα στο Ευαγγέλιο "Αιτείτε και δοθήσεται υμίν"; Ναι! να ζητάμε και θα μας δοθεί. Τι όμως; Αυτά που είναι προς το συμφέρον της ψυχής μας για την σωτηρία της. Γι αυτό ο Χριστός μάς συμβουλεύει στην προσευχή μας να λέμε και να ζητάμε πάντα την Βασιλεία των Ουρανών και συγκεκριμένα λέει ο Κύριος “«ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεταιὑμῖν” Ζητάμε την Βασιλεία των Ουρανών ή μήπως τελικά ζητάμε μια επίγεια Βασιλεία με Βασιλιά τον εαυτό μας;
Πόσες φορές ο Θεός ψιθυρίζει στην ζωή μας “Οχι, σταμάτα, μην το κάνεις, μην πιέζεις, μέχρι εδώ ήταν, δεν μπορείς άστο” και εμείς όλα αυτά τα αγνοούμε με καταστροφικά αποτελέσματα.
Στην Θεία Λειτουργία πολλές φορές ακούμε τον Ιερέα, ιδιαίτερα μετά την προσφώνηση “Ειρήνη πάσι” , και την απάντηση “και τω Πνεύματί σου” ….να τελειώνει λέγοντας “Τας κεφαλάς ημών τω Κυρίω κλίνωμεν”. Αυτό,όπως ξέρουμε, δεν είναι απλά μια σωματική κλίση της κεφαλής προς τα κάτω. Αλλά μια παράδοση της ζωής μας στο θέλημα του Χριστού, η οποία εκδηλώνεται με αυτόν τον όμορφο λατρευτικό τρόπο.
Για την Οσία Μαρία την Αιγυπτία,με την αγία αυτογνωσία που είχε, αυτή η άρνηση του Θεού να μπει αρχικά στο Ναό ήταν σταθμός για την μετέπειτα ζωή της. Αντί να γυρίσει στην Αίγυπτο, έφυγε για την έρημο του Ιορδάνη, όπου ασκήτεψε υπό συνθήκες υπεράνθρωπες περίπου 47 χρόνια με μετάνοια αλλά και με τη χάρη της παρουσίας του Θεού στη ζωή της. Έφτασε σε τέτοιο ύψος αγιότητας, ώστε όταν συναντήθηκε με τον αββά Ζωσιμά (ο οποίος έγραψε και τον βίο της) ενώ παρεμβαλλόταν ο Ιορδάνης ποταμός περπάτησε πάνω στο νερό και πήγε κοντά του.
Και όταν πέθανε η αγία, ένα λιοντάρι ήρθε κι έσκαψε τον τάφο της, μπροστά στα μάτια του Αγίου Ζωσιμά. Η κτίση ολόκληρη πλέον την προσκυνούσε. Μεταλαμβάνει των Αχράντων Μυστηρίων και η πληγή της αμαρτίας θεραπεύεται.
Τι συγκλονιστικό γεγονός η μετάνοια!!! Λέμε για μετάνοια...Αν και διαβάζουμε βιβλία, γεροντικά , πηγαίνουμε στο Άγιον Όρος, μιλάμε με ασκητές ωστόσο βλέπουμε την μετάνοια κάπως διαφορετικά, με μία ίσως μορφή πλάνης. Εννοώ την αποδεχόμαστε ως πνευματική αλλαγή αλλά την βλέπουμε όπως βλέπουμε έναν όμορφο πίνακα,ένα έργο τέχνης. Στατικά χωρίς σχέση….
Η μετάνοια δεν είναι αλλαγή φιλοσοφικών σκέψεων ούτε το να “φορέσουμε” υποκριτικά κάποιες σωστές εξωτερικές συμπεριφορές που θα λάμπουν στο “φαίνεσθαι” αλλά στην ουσία θα είναι άρρωστες στο “είναι”. Την στιγμή που ο άνθρωπος μετανοεί μιλάμε για προ και μετά Χριστόν εποχή στη ζωή του ανθρώπου. Μιλάμε για αλλαγή της υπαρξιακής του πυξίδας της ζωής. Δεν είναι απλά μια εξωτερική αλλαγή αλλά μια εσωτερική μεταμόρφωση που λάμπει και εξωτερικά και αυτό φαίνεται από τα αποτυπώματα που αφήνει ο άνθρωπος στη ζωή του. Πολλές φορές μπερδευόμαστε και θεωρούμε μετάνοια την παύση κάποιας αμαρτίας αλλά αυτό δεν είναι μετάνοια μπορεί να είναι η αρχή όμως η θεραπεία δεν έχει έρθει. Θεραπεία είναι όχι μόνο να πάρω απόφαση να μην κάνω την αμαρτία αλλά καλλιεργήσω και την αρετή που την θεραπεύει. . Για παράδειγμα σκοπός και στόχος στης Ορθόδοξης πνευματικής ζωής δεν είναι να έχω αγάπη αλλά να γίνω αγάπη , να μην κάνω απλά ελεημοσύνη αλλά να γίνω ελεήμων. Να βαπτίσω την ύπαρξή μου με τα δάκρυα της μετανοίας και τότε η αρετή θα είναι χαρακτηρισμός του “είναι” μου. Θα είμαι πλέον ΑΓΑΠΗ και αυτό θα ακτινοβολεί σε όλη την κτίση. Αυτό στην Εκκλησία λέγεται αγιασμός του ανθρώπου.
Για να μπω όμως σε αυτό το ταξίδι της μετανοίας πρέπει να υπάρξει μια αρχή. Κάθε ταξίδι έχει και το ξεκίνημά του . Αυτό το ταξίδι έχει δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη προϋπόθεση είναι η αυτογνωσία. Για να οδηγηθώ στην μετάνοια οφείλω πρώτα να αναγνωρίσω την αδυναμία μου , να κλάψω για την αμαρτία μου , να ρωτάω τον εαυτό μου συνεχώς “”Φταίω και εγώ κάπου αλλά πού ; “ και να ψάξω να βρω την δική μου ευθύνη στις σχέσεις της ζωής μου. Η επόμενη προϋπόθεση είναι η θέληση. Αν ο άνθρωπος δεν έχει θέληση, δεν μπορεί να κάνει τίποτε. Ο Ιερός Χρυσόστομος λέει: «Εν τω θέλειν και τω μη θέλειν κείται το πάν».
Δηλαδή όλα εξαρτώνται από το αν θέλει ή αν δεν θέλει ο άνθρωπος. Μεγάλη υπόθεση…Το κακό με εμάς είναι ότι κάποιες φορές μπορεί να θέλουμε όπως θέλει το ΕΓΩ μας και όχι όπως θέλει η Θεία Χάρις.
Δεν μπορούμε να μιλάμε για μετάνοια, όταν είμαι τοξικός άνθρωπος στους συνανθρώπους μου. Όταν έχει χάσει το χαμόγελο το παιδί μου. Όταν η γυναίκα μου έχει απομακρυνθεί , όταν είμαι αφεντικό στην δουλειά και δεν θέλει κανείς να δει διότι τυραννάω με την συμπεριφορά μου τους υπαλλήλους μου κάθε μέρα. Τους δημιουργώ φόβο, τρόμο και αντί να δεν δουν ως ευεργέτη με βλέπουν ως δυνάστη και έχουν δίκιο. Όταν έρχονται παιδιά σε εμάς για να μας πουν «Πάτερ μου δεν αντέχω την μάνα μου με την συμπεριφορά της..» αλλά κατά τ’ άλλα.. η Εκκλησία Εκκλησία. Παιδιά έχουν χάσει το χαμόγελο και την ευτυχία τους, το σπίτι μπορεί να μυρίζει καθημερινά λιβάνι από το καρβουνάκι στο θυμιατό όμως απουσιάζει το άλλο λιβάνι δηλαδή η χάρις του Θεού μέσα στις καρδιές των ανθρώπων .
Με τέτοια στάση ζωής δεν μπορούμε όχι μόνο δεν μιλάμε για μετάνοια αλλά έχουμε μπει στο δρόμο της αμετανοησίας. Με φράσεις του στυλ: “Εγώ τα ξέρω όλα, ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Ξέρεις τι έχω κάνει ;” Αυτός ο άνθρωπος με τέτοια συμπεριφορά είναι περισσότερο συνεργάτης των δαιμόνων παρά φίλος του Χριστού και των Αγίων . Μήπως μας θυμίζει την στάση των δύο ληστών ; Των συσταυρωθέντων του Κυρίου; Όπως αναφέρουν τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνος. Ο ένας ληστής κατηγορούσε τον Χριστό και ο άλλος θεολογούσε .. Εμείς που τοποθετούμε την ζωή μας ;
Μας λέει ο Όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος : “Όταν λοιπόν ο Θεός βλέπει τέτοια υποχωρητικότητα, μικροψυχία, και απροθυμία, γιατί να μας βοηθήσει; Ζητάμε βοήθεια στον πόλεμο, και δεν πολεμάμε. Επιζητούμε τη νίκη, και αγωνιζόμαστε με χλιαρότητα και ραθυμία. Επιθυμούμε προκοπή πνευματική, και αφήνουμε να μας αιχμαλωτίσει η αμέλεια και η οκνηρία. Θέλουμε κάθαρση , και ικανοποιούμε τα σαρκικά πάθη. Δεν είναιαντιφατικά όλα αυτά ;” ρωτάει ο Άγιος .
Θα έρθει ο κόσμος σωρηδόν να Κοινωνήσει το Πάσχα, πολλοί θα έρθουν τυπικά να κοινωνήσουμε για να πάει καλά η χρονιά ,να μην αρρωστήσουμε ,με λίγα λόγια φρόνημα ειδωλολατρίας. Κάποιοι θα έρθουν να κοινωνήσουν για το καλό , αμετανόητοι οι περισσότεροι , τοξικοί στις σχέσεις τους , αρνούμενοι να αφήσουν αυτό που σκοτώνει τους ίδιους αλλά και τους διπλανούς τους. Τότε για ποιά ένωση με τον Χριστό μιλάμε ; ; ; Γιατί θέλουμε τον Χριστό στην ζωή μας; Εκ της εμπειρίας μας διαπιστώνουμε συχνά ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν τον Χριστό για να μην αρρωστήσουν και για να πάνε καλά τα πράγματα στην οικογένειά τους. Και αυτό το καλά έχει να κάνει με την εικόνα μας προς τον κόσμο. Για μετάνοια , Βασιλεία των Ουρανών ούτε λόγος.
Τελικά το συμπέρασμα είναι ότι μας τρομάζει ένας τέτοιος ζωντανός Θεός. Φοβόμαστε το θέλημα του Θεού γιατί δεν είμαστε έτοιμοι να εγκαταλείψουμε το δικό μας και μας πιάνει ανασφάλεια γιατί θα ξεβολευτούμε …. Πολύ φοβάμαι, χριστιανοί μου, ότι την λαμπροδευτέρα ο Χριστός θα έχει ήδη ξεχαστεί...Λίγο Εκκλησία την Μεγάλη Εβδομάδα, εικόνες του Νυμφίου, Επιτάφιος , φολκλόρ αλλά αν δω τον συγγενή που είμαι στα δικαστήρια για τα χωράφια δεν θα του μιλήσω όμως λουλούδι στον επιτάφιο θα βάλω και θα πω : “Και του χρόνου”. Πόση υποκρισία μας θα αντέξει ο Κύριος…;;;;;
Ένας ζωντανός Θεός στη ζωή μου δεν μένει απλά σε μια εικόνα στο τοίχο αλλά είναι ένα σημείο αναφοράς. Με την γυναίκα μου , το παιδί μου , στην δουλειά μου , με τους συναδέρφους μου , τους φίλους μου , τους συγγενείς. Να αναγνωρίζω ότι αυτός είναι παντοδύναμος και εγώ ο αδύναμος, αυτός είναι ο Βασιλιάς και εγώ ο δούλος , αυτός είναι ο Πατέρας και εγώ το τραυματισμένο παιδί.
Τι όμορφη εικόνα από την παιδική μας ηλικία… Με το που πέφταμε κάναμε αυτόματα δύο κινήσεις : φωνάζαμε ΜΑΜΑ και γυρνούσαμε το κεφάλι για να την αντικρύσουμε, για να νιώθουμε ότι κατακλύζει το οπτικό μας πεδίο ο άνθρωπος που μας αγαπά.
Μια υπαρξιακή ερωτική στάση του ανθρώπου μπροστά στον Νυμφίο Χριστό. Ξέρουμε όταν ένας άνδρας ζητάει σε γάμο μια γυναίκα, της κάνει αυτό το συγκλονιστικό ερώτημα και περιμένει το πολυπόθητο ΝΑΙ. Αυτό το ΝΑΙ το είπε η Οσία Μαρία η Αιγυπτία και ο γάμος έγινε και πήρε λαμπρό το στεφάνι της αγιότητος σε αυτό τον γάμο μετανοίας και αγιασμού.
Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία αφιέρωσε όλη της την ζωή στο Χριστό, όχι μια ώρα , μια ημέρα αλλά όλη την ζωή. Δυστυχώς για κάποιους από μας ο Χριστός θα είναι μόνο λιγάκι την Μεγάλη Εβδομάδα ...Για κάποιους λίγο Επιτάφιος ή ανεξομολόγητη προσέλευση στη Θεία Κοινωνία. . Για κάποιους θα είναι ο εραστής , ο πατέρας, ο Βασιλιάς, ο δημιουργός.
Δυσκολευόμαστε στη σχέση με τον Χριστό. Φοβόμαστε να ερωτευτούμε , να αγαπήσουμε, να έχουμε φίλους, κάναμε τα σπίτια μας κελιά εγωιστικής φυλακής. Και όλα αυτά γιατί ….ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ ΝΑ ΠΛΗΓΩΘΟΥΜΕ...η Αγάπη και ο πόνος πάνε παρέα . Όπως λέει και μια λαϊκή ρήση ...Σ’αγαπώ, πονάει και είναι δύσκολο..Μα πόση αλήθεια σε λίγες λέξεις…
Τα ματωμένα καρφιά της εσταυρωμένης αγάπης δίνουν τις απαντήσεις. . . διότι ο Κύριος απαντά πολλές φορές με την σιωπή Του .
Υπάρχει κίνδυνος αυτές τις μέρες να εγκλωβιστούμε στα λατρευτικά δρώμενα που θα δούμε στους Ιερούς Ναούς, θα ανοίξουμε τα βιβλιαράκια διαβάζοντας την υπέροχη υμνολογία αλλά οι καρδιές μας ίσως να μείνουν κλειστές….
Να κάνουμε στη ζωή μας πράξεις που θα μυρίζουν Ανάσταση, όπως το τριαντάφυλλο. Ξέρετε το τριαντάφυλλο μπορούμε να το ονομάσουμε “Θεολογικό λουλούδι” ή “Αναστάσιμο άνθος”.
Έχει ένα κορμό σαν Γολγοθά , αλλά καταλήγει στο άνθος της Αναστάσεως. Για να το κρατήσεις θα πονέσεις από τα αγκάθια αλλά η θέα και η μυρωδιά του άνθους θα σε ανταμείψουν . Σαν το πάθος του Κυρίου. Μόνο όταν η αγάπη περάσει από το καμίνι του πόνου και αντέξει σημαίνει ότι είναι αληθινή. Γι αυτό αναφέρει ένα πατερικό ρητό “Θες να δεις την αγάπη; Κοίταξε το Σταυρό »….
Τέτοιο λουλούδι είναι και η Οσία Μαρία η Αιγυπτία, που άνθισε στην έρημο του αμαρτωλού κόσμου, ένα πρότυπο για τον σημερινό κόσμο και ιδιαίτερα για τα νέα παιδιά, ένας φάρος για να μας δείξει την μία και πραγματική μας πορεία, το δρόμο του Αγιασμού….
Αγαπητοί μου , Το κερί για να δώσει φως λιώνει, χάνει δηλαδή κάτι από την δομή του για να δώσει Φως, είναι και αυτό μια μορφή θυσίας. Ας λιώσουμε και εμείς από αγάπη για τον Κύριο και για όλον τον κόσμο .Είθε να γίνει η αρχή από αυτές τις Άγιες ημέρες.
Ας κλείσουμε λοιπόν αυτόν τον λόγο με μια προσευχητική κραυγή μετανοίας προς τον Κύριος όπως όπως αναφέρεται απο τον Άγιο Ανδρέα Κρήτης στο εκπληκτικό υμνολογικό έργο του Μεγάλου Κανόνος : “Όπως ο ληστής Σού φωνάζω δυνατά το «Μνήσθητι». Όπως ο Πέτρος κλαίω πικρά. Όπως ο Τελώνης κράζω: Λύτρωσέ με, Σωτήρα μου. Όπως η Πόρνη δακρύζω. και όπως παλιά της Χαναναίας δέξου το θρήνο μου.”
Καλό αγώνα, καλή Ανάσταση. Αμήν