site analysis
Δεν είναι η αμαρτία μας που θα μας καταστρέψει, αλλά η αμετανοησία μας
Δεν είναι η αμαρτία μας που θα μας καταστρέψει, αλλά η αμετανοησία μας
___
«Κυριαρχούν οι αλαζονεία της δικαιωματικής ευτυχία και η ανυποψία της ανάγκης του Σταυρού στη ζωή μας!»
Ένα ορθόδοξη διήγημα από τον Παπαδιαμάντη ως αφορμή παρηγοριάς
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο άγιος των γραμμάτων μας, δίνει με τα διηγήματά του πολλές αφορμές να σκεφτεί και να μιλήσει κανείς για τα ζωτικά θέματα της ζωής μας και με τον λόγο του να παρηγορηθεί και να βρει απαντήσεις στα αδιέξοδά του. Ο Κώστας Γανωτής φιλόλογος, συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός είναι βαθύς γνώστης του Παπαδιαμάντη και συνομιλήσαμε μαζί του με αφορμή το πασχαλινό διήγημα “Χωρίς στεφάνι”, που είναι ίσως το πιο Ορθόδοξο διήγημα του Σκιαθίτη λογοτέχνη μας. Διαδραματίζεται στην Σκιάθο και κορυφώνεται στην δεύτερη Ανάσταση (Αγάπες).
Η ιστορία περιληπτικά είναι η ακόλουθη: Μια κοπέλα η οποία σπούδασε δασκάλα, είχε πάρει το πτυχίο από το Αρσάκειο, δεν διορίστηκε γιατί ήταν η εποχή που όταν άλλαζε η κυβέρνηση απολύονταν όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι και προσελάμβανε η κυβέρνηση δικούς της…Έτσι αυτή η κοπέλα έρημη στον κόσμο χωρίς κανέναν συγγενή της έπεσε στην παγίδα που της έστησε ένας κομματάρχης, ο Ντεληκανάτας, «αν θες έλα να μείνουμε μαζί μια και δεν έχεις πού να μείνεις κι όταν έρθει πάλι η κυβέρνησή μας, θα σε διορίσω». Αυτή παρασύρθηκε, έμεινε μαζί του και της υποσχέθηκε «σε ένα μήνα θα στεφανωθούμε», ύστερα σε δύο, μετά σε ένα χρόνο και μετά από χρόνια ξεχάστηκε ο γάμος και έμεινε αστεφάνωτη η κοπέλα, μέσα στον πόνο της ατίμωσής της.
H Χριστίνα
H Χριστίνα η δασκάλα, ήταν η πιο καλή από τις νοικοκυρές, κρατούσε το σπίτι πεντακάθαρο και μάλιστα όταν έμπαινε η μεγαλοβδομάδα έβαφε και καθάριζε τα πάντα. Ίσως διεκδικούσε μόνο εκεί κάποια αξία. Τη Μ. Πέμπτη όμως που ήθελε να πάει και αυτή να λειτουργηθεί και να ακούσει τα 12 ευαγγέλια, δεν τολμούσε να μπει στο ναό, ντρεπόταν που ήταν αστεφάνωτη. Ιδιαίτερα ντρεπόταν τις κυράδες, οι οποίες την “εκοίταζαν”. Και προτιμούσε να είναι σε συντροφιά με τις δούλες οι οποίες απλώς την “έβλεπαν”… Την έβλεπαν χωρίς να την κατακρίνουν. Ενώ οι άλλες την εκοίταζαν σαν να τις έλεγαν «σε ξέρουμε εσένα τι είσαι»… Προτιμούσε λοιπόν να κρύβεται πίσω από καμμιά κολόνα για να μην τη βλέπουν. Ντρεπόταν, αλλά ήθελε κι αυτή να πάει την άλλη μέρα να προσκυνήσει τον επιτάφιο, κι όμως δεν μπορούσε να πάει… Και αργά το βράδυ, όταν έφευγε ο πολύς κόσμος, κρυφά και από τοίχο σε τοίχο, να φαίνεται ότι τάχα πηγαίνει να δει καμιά γειτόνισσα, πήγαινε στην εκκλησία για να καταθέσει τα δάκρυά της, της μετάνοιας τα δάκρυα και να πει το παράπονό της στον Νυμφίο Χριστό. Εκείνον δεν τον φοβόταν, γιατί εκείνος είναι των ορφανών και των ταπεινών, ο Νυμφίος.
Κρυμμένη
Πήγαινε στο ναό και μετά γυρνούσε σπίτι. Όταν περνούσαν τον επιτάφιο, με τις ψαλμωδίες και τη χορωδία από παιδιά, αυτή κρυμμένη πίσω από τα κουρτινάκια των παραθύρων της, είχε αναμμένη το κερί της και παρακολουθούσε με συγκίνηση βαθιά την περιφορά. Και την άλλη μέρα, αργά τη νύχτα που γινόταν η ανάσταση, δεν τολμούσε βέβαια να πάει στην Εκκλησία, μέσα από το τζάμι πάλι παρακολουθούσε αυτές που γύριζαν από την ανάσταση, χαρούμενες και με τις λαμπάδες τους αναμμένες και πήγαιναν στο σπίτι τους, ενώ αυτή είχε τη λαμπάδα της αλειτούργητη. Μόνο την Κυριακή το απόγευμα, στην αγάπη, που το λέμε και δεύτερη ανάσταση, τολμούσε να πάει, μαζί με τις δούλες, γιατί στην ανάσταση την κανονική πήγαιναν οι κυράδες και οι νοικοκύρηδες. Και τότε, μπορούσε να πάει και κρυμμένη πάλι να προσκυνήσει την ανάσταση. Η Χριστίνα, η αστεφάνωτη δασκάλα στο αναστάσιμο διήγημα του Παπαδιαμάντη, ζούσε μέσα στο πένθος και σκεφτόταν, όπως γράφει ο διηγηματογράφος, τη Μ. Παρασκευή, τα νιάτα της που πήγαν χαμένα, σκεφτόταν τα παιδάκια που είχε θάψει ενώ δεν είχε παιδιά δικά της, έθαψε τα νόθα που έφερνε στο σπίτι ο Ντεληκανάτας, ο εκμεταλλευτής σύντροφός της και τα μεγάλωνε αυτή…Και μετά της πέθαιναν από διάφορες αρρώστιες και την άφηναν σε βαθύ πόνο διότι τα είχε αγαπήσει σαν δικά της. Και τα θυμόταν τέτοιες μέρες και τα πονούσε ιδιαίτερα. Ο Παπαδιαμάντης τελειώνει με την σκέψη ότι ο Χριστός που είναι ο σωτήρας και ο φίλος των ορφανών, των χηρών, των τελωνών και των πορνών, αυτός θα δει τον πόνο και την ταλαιπωρία της κοπέλας αυτής και θα της δώσει μια θέση στον παράδεισο. Αυτό είναι εν περιλήψει το κείμενο, ένα συγκλονιστικό κείμενο, με τις λέξεις διαλεγμένες.
«Αν η ηρωίδα ζούσε σήμερα, θα αμφισβητούσε πρώτα την αμαρτωλότητά της. Στο όνομα των δικαιωμάτων του ανθρώπου, της γυναίκας»
Ρωτήσαμε τον κ. Γανωτή γιατί κατά τη γνώμη του ο Παπαδιαμάντης επέλεξε αυτή την ιστορία για διήγημα και γιατί αναφέρεται σε μια αμφιβόλου ηθικής κοπέλα σε μια αφήγηση που θα μπορούσε να μπερδέψει τους ευσεβείς ανθρώπους κάθε εποχής. Η απάντησή του είναι ανατρεπτική:
«Ο Νίτσε έλεγε ότι η εκκλησία μαζεύει και δείχνει εκτίμηση στα τζάτζαλα. Κατηγόρησε τον χριστιανισμό γιατί προβάλλει έλεγε τα σκουπίδια. Αυτό τον ονειδισμό διεκδικεί με αυτό το διήγημα ο Παπαδιαμάντης. Η Χριστίνα τη Μ. Παρασκευή θρηνολογούσε και έκλαιγε τον “χαμένον παράδεισόν” της… Τα νιάτα της, τους αγαπημένους της που έφυγαν από αυτόν τον κόσμο. Ο Παπαδιαμάντης δεν μας τα διηγείται τα πράγματα από την αρχή. Μας στολίζει με την τέχνη του και την αγάπη του την ταπεινωμένη τη Χριστίνα, ένα τζάτζαλο της κοινωνίας, που δεν είχε φόβο να πέσει πιο κάτω στην κοινωνική ιεραρχία. Γιατί όπως λένε οι ασκητάδες “ο υποκάτω πάντων ων πού πεσείται;”… Ακόμα και το όνομά της αργεί να μας το δώσει ο συγγραφέας. Μας το δίνει κάπου στη μέση για να μας πει ότι κάποτε ήταν δασκάλα. Τότε για τον διορισμό χρειάζονταν συστάσεις των κομματαρχών. Κι ένας από αυτούς ήταν ο εκμεταλλευτής της ο Ντεληκανάτας. Και της έταζε ότι όταν επανέλθει το δικό του κόμμα θα την διορίσει και εντωμεταξύ θα την στεφανωθεί. Αλλά άσπρισαν τα μαλλιά της και αυτό δεν έγινε… Δεν την στεφανώθηκε ποτέ.
Οι ηθικολόγοι
Πάντα ο Παπαδιαμάντης μπερδεύει τους ηθικολόγους και τους φέρνει σε δύσκολη θέση. Αυτό το διήγημα πώς να χαρακτηρισθεί; Η ηθική δικογραφία της Χριστίνας ή το συναξάρι της; Να την πει κανείς διεφθαρμένη ή να την πει μάρτυρα; Η ζωή της είναι μια περιπέτεια. Όπου όλα ανακατεύονται και όπου αν δεν έβαζε ο Θεός το χέρι του δεν θα μας έσωζε τίποτε. Ένας ορθόδοξος σαν τον Παπαδιαμάντη ξέρει ότι και τα σύμπαντα είναι δούλα στον Θεό. Άρα και οι αμαρτίες μας και οι αποτυχίες μας. Και οι αφέλειές μας. Γιατί μια αφέλεια ήταν η ήττα από την οποία έπασχε η δασκάλα η Χριστίνα. Ναι, μέσα στη χοάνη της ζωής μπαίνουν ανακατεμένα όλα. Αλλά καθώς πυρώνονται ως εν χωνευτηρίω βγαίνουν συχνά με τη χάρη του Θεού άνθη ευώδη του παραδείσου. Ακόμα και οι αμαρτίες. Η Χριστίνα υπέμεινε την εκμετάλλευση του Παναγή του Ντεληκανάτα μέχρι που να ανατρέφει τα νόθα τέκνα των ερωμένων του έως ότου της τα έπαιρνε ο χάρος... Η Χριστίνα αγαπούσε και υπέφερε εν σιωπή. Δεν διεκδικούσε τα δικαιώματά της. Δεν απέβλεπε σε καμιά δικαίωση σε αυτό τον κόσμο. Θα μπορούσε όμως να μεταθέσει τις ελπίδες της στον ουρανό και να ζητήσει τις αξιομισθίες της για τις τόσες θυσίες που έκανε. Και από αυτή την προβολή του απωθημένου εγωισμού την σώζει η αμαρτωλότητά της. Συζεί μια ζωή τώρα χωρίς στεφάνι. Είναι αμαρτωλή, ανευλόγητη, χωρίς τη δικαίωση της εκκλησίας. Χωρίς την τιμή της κοινωνίας.»
Αυτό το διήγημα πώς να χαρακτηριστεί; Η ηθική δικογραφία της Χριστίνας ή το συναξάρι της; Να την πει κανείς διεφθαρμένη ή να την πει μάρτυρα;
Σε αυτή την δυστυχία της ωστόσο ευθύνη μεγάλη έφερε και ο Ντεληκανάτας. Ο κ. Γανωτής θα τονίσει ότι ο Παπαδιαμάντης λέει έναν δύσκολο λόγο: «αφού η κοινωνία ξεφτιλίζει αυτές τις γυναίκες που ζουν χωρίς στεφάνι κι αφού της λείπει η χριστιανική θεώρηση του γάμου, της λείπει και η ηθική αξιολόγηση του γάμου, τουλάχιστον ας ψήφιζαν λέει τον πολιτικό γάμο -σκεφτείτε να το λέει αυτό ο Παπαδιαμάντης- γιατί έτσι θα αναγκάζονταν να δείχνουν κάποια εκτίμηση στις γυναίκες που δεν αξιώθηκαν να τις στεφανωθούν αυτοί που τις εκμεταλλεύθηκαν».
Ένας τέτοιος βίος θα ήταν λίγο πολύ κατανοητός στις μέρες μας. Πως ο σημερινός αναγνώστης όμως θα ήταν δυνατόν να ψηλαφήσει την εποχή του Παπαδιαμάντη και τα πάθια της Χριστίνας; Ο κ. Γανωτής θα επιχειρήσει να μας το κάνει κατανοητό:
«Αν ζούσε σήμερα αυτή η κοπέλα θα αμφισβητούσε πρώτα πρώτα την αμαρτωλότητά της. Στο όνομα των δικαιωμάτων του ανθρώπου, της γυναίκας. Θα διεκήρυττε την κατάρρευση του ταμπού και της παραδοσιακής μυθολογίας. Εδώ η ηρωίδα μας στέκεται με απόλυτο σεβασμό στη ζωή, στην κοινωνία, στο μεταφυσικό τέμπλο της δημιουργίας γιατί θέλει να βλέπει την κοινωνία ολόκληρη σαν έναν ναό και η όψη που της δίνει είναι το τέμπλο του. Αυτό λοιπόν το σεβόταν. Το μόνο μειονεκτικό πράγμα που έβλεπε στον κόσμο ήταν ο εαυτός της. Αυτό το αίσθημα θα μπορούσε να την κάνει εγκληματία. Ή ψυχασθενή. Αν το ζούσε μέσα σε πραγματική μοναξιά. Δηλαδή, όπως λένε σήμερα, αν το αντιμετώπιζε ψυχολογικά ή κοινωνιολογικά. Η ηρωίδα όμως του Παπαδιαμάντη είναι αμαρτωλή, αλλά όχι επαναστατημένη. Είναι αυτό που τονίζει συχνά το ευαγγέλιο, ότι δεν είναι η αμαρτία που θα μας καταστρέψει, γιατί ο Θεός τη συγχωρεί την αμαρτία. Αλλά τι θα μας καταστρέψει; Η επανάστασή μας κατά του Θεού. Η αμετανοησία μας. Και το ορατό σώμα του Θεού είναι η δημιουργία, η φυσική και η ανθρώπινη. Η αναγνώριση και ο σεβασμός απέναντι στον κόσμο του Θεού είναι η αντανάκλαση και η απόδοση του σεβασμού στον δημιουργό. Έτσι γίνεται όταν η αμαρτία δεν περάσει μέσα από ιδεολογικοπολιτικές φάσεις και δεν γίνει δαιμονική. Είναι μια αμαρτία της σάρκας. Όχι του νου και γι΄ αυτό όχι εωσφορική. Είναι μια ταπεινωμένη αμαρτία…”.
Τονίσαμε στον κ. Γανωτή ότι η αμαρτία σήμερα είναι κάτι νομιμοποιημένο και τον ρωτήσαμε να μας πει αν το διήγημα αυτό έχει κάτι ν’ αποκαλύψει στον σημερινό άνθρωπo:
«Ο Παπαδιαμάντης αφήνει να εννοηθεί ότι η ηρωίδα ήταν ένα πραγματικό πρόσωπο της εποχής. Αυτή πρέπει να έζησε στα χρόνια που γεννήθηκε ή που παντρεύτηκε ο παππούς μου. Είναι μια τεράστια απόσταση. Ο σημερινός πολιτισμός προχωρά πάρα πολύ γρήγορα. Ήταν μια εποχή στην οποία δεν είχε επαναστατήσει αποτελεσματικά η κοινωνία ώστε να πετάξει από μέσα ακόμα και τις αναμνήσεις της πνευματικής και παραδοσιακής ζωής. Τη Χριστίνα λοιπόν η ταπείνωσή της την έσωζε από την ειδωλοποίηση της αρετής της. Τη βλέπουμε να τηρεί τις παραδόσεις για να υποδεχθεί την Αναστάσιμη γιορτή, όπως τηρούσαν όλες οι τίμιες γυναίκες. Ενώ βλέπετε σήμερα αν μια κοπέλα τα πετάξει όλα και χάσει την αξιοπρέπειά της, την αθωότητά της δηλαδή, παραδίδει και όλες τις παραδοσιακές συνήθειες. Δεν θέλει να παίζει το ρόλο της παραδοσιακής νοικοκυράς. Όπως δεν θέλει να κρατήσει τις ηθικές παραδόσεις του λαού, δεν κρατάει και όλες τις άλλες. Καταστρέφει όλο το ντεκόρ της παραδοσιακής κοινωνίας. Η Χριστίνα όμως όχι. Δεν έκρινε τον κόσμο παρά μόνο τον εαυτό της. Δεν είχε την αυταρέσκεια ενός αστού που τα καταφέρνει στη ζωή. Δεν έλεγε λ.χ. ότι εγώ είμαι καλή νοικοκυρά, τηρώ όλες τις παραδόσεις, άρα μπορώ να μπω και στην εκκλησία. Κρυβόταν στην εκκλησία. Να η ταπείνωση, η αυτομεμψία της ηρωίδας. Δεν θεωρούσε τον εαυτό της αντάξιο του κόσμου και πήγαινε όσο μπορούσε αθέατη. Γι΄ αυτήν, το πρόσωπο του κόσμου ήταν έλεγχος, γιατί έβλεπε τον κόσμο άγιο, αξιοπρεπή. Και τον εαυτό της χαμένο.
Στεφάνι μαρτυρίου
Η ταπείνωση, λοιπόν, αρπάζει τους κολασμένους από το στόμα της κόλασης. Όλα όσα πέρασε η Χριστίνα συνέθεσαν ένα στεφάνι μαρτυρίου. Μαρτυρίου που χάρισε την ταπείνωση στην ηρωίδα. Και η ταπείνωση σκέπασε την αμαρτία της. Ο Παπαδιαμάντης αντιπαραβάλλει μάλιστα την αυταρέσκεια και τον καλλωπισμό του επιτρόπου Γιαμπή με την ταπείνωση που έδερνε την καημένη τη Χριστίνα που δεν ήθελε να φανερωθεί πουθενά, για να μην καταδικαστεί από αυτούς τους καλούς που θα την έβλεπαν. Κι αυτό την πονούσε γιατί το πίστευε ότι πράγματι δεν ήτανε καλή. Εζήλευες, λέει, Χριστίνα την ευτυχίαν των δικαίων, που είχαν το θάρρος, ή το θράσος καλύτερα, να εκκλησιαστούν και να απολαύσουν το φως της αναστάσεως; Φαίνονταν όλες ευτυχισμένες σαν να μην είχαν τίποτε να κλάψουν, ούτε καν τις αμαρτίες τους. Είχαν κάνει, θα έλεγε κανείς, ανάσταση χωρίς Μ. Παρασκευή. Γι΄ αυτό γύριζαν από την ανάσταση ευτυχείς… Έτσι επεσήμαινε ο Παπαδιαμάντης την έκπτωση του εκκλησιαστικού γεγονότος σε θρησκευτική εθιμική εκδήλωση. Όπως συμβαίνει στην αστική ζωή όπου κυριαρχεί η αλαζονεία της δικαιωματικής ευτυχίας και η ανυποψία της ανάγκης του σταυρού στη ζωή μας. Η Χριστίνα όμως έχει καρφωθεί στο σταυρό της αμαρτίας της και ανυποψίαστη για το μυστήριο της μετανοίας που ενεργείται μέσα στην ταπεινή της καρδιά έκλαιε και μοιρολογούσε την φθαρείσαν νεότητάν της. Θρηνούσε διότι έζησε χωρίς στεφάνι ή μάλλον με το ακάνθινο στεφάνι της περιφρονημένης από τον άντρα και περιθωριοποιημένης από την κοινωνία. Μήπως άραγε και το ακάνθινο στεφάνι του Νυμφίου Χριστού δεν ήταν τέτοιο; Και άραγε η πατρική καρδιά του Χριστού θα έμενε ασυγκίνητη από τον σπαραγμό της Χριστίνας που δεν τολμάει να ξεχάσει τη θέση της. Να ξεχάσει την αμαρτία της και να ευτυχήσει και αυτή…»
«Αν είμασταν σωστοί Χριστιανοί, έτσι κρυφά δεν θα έπρεπε να μπαίνουμε και εμείς στην εκκλησία;»
Αναρωτιέται όμως κανείς τι την κάνει να μην ξεκολλάει από τη ζωή της εκκλησίας; Γιατί επιμένει να κάνει τον εαυτό της αποσυνάγωγο και την ίδια ώρα να μην έχει αλλού τη σκέψη της, την καρδιά της, το βλέμμα της, παρά στον επιτάφιο, στην ανάσταση; Ο κ. Γανωτής μας ξαφνιάζει με μια απροσδόκητη ερμηνεία:
«Η πολιορκία του παραδείσου είναι εμφανής στη συμπεριφορά της. Δεν πηγαίνει στην ανάσταση μαζί με τις κυράδες αλλά πηγαίνει μαζί με τις δούλες. Και λέω κι εγώ, αλήθεια, αν ήμασταν σωστοί χριστιανοί και είχαμε την ταπείνωση που μας επιβάλλεται για να ελπίζουμε στο έλεος του Θεού, εμείς πώς έπρεπε να μπαίνουμε στην εκκλησία; Έτσι κρυφά σαν την Χριστίνα δεν θα έπρεπε να μπαίνουμε; Μπαίναν στην εκκλησία νοικοκυραίοι, δικαιωμένοι και νιώθοντας ότι ο Θεός πρέπει να είναι καταϋποχρεωμένος που τον τιμούν με την παρουσία τους. Να μπαίνουμε με δέος μέσα στην εκκλησία, αποσκοπώντας να αποσπάσουμε το έλεος του Θεού και όχι σαν κάνα χρέος που έχει ο Θεός απέναντι στους ευσεβείς ανθρώπους. Η Χριστίνα στολίζεται από τον Παπαδιαμάντη με την ταπείνωση, μια μεγάλη αρετή. Η αρετή είναι μια άσκηση ισορροπίας που υφίσταται όσο ασκείται. Όταν πάψει να ασκείται δεν υπάρχει αρετή, δεν υπάρχει ταπείνωση. Δεν υπάρχει δηλαδή ταπείνωση στο παρελθόν μας.
Με ταπείνωση
Πρέπει να υπάρχει ταπείνωση στο παρόν μας. Οι άνθρωποι ζούσαν στην δεύτερη ανάσταση με παιδική αφέλεια μια εύκολη εκκλησιαστική ζωή λέει ο Παπαδιαμάντης, όπου τους τραβούσαν οι ολόφωτοι πολυέλαιοι, οι στίλβουσες εικόνες, οι αναμέλποντες ψάλτες, οι καρδιές χορτάτες, ξεκούραστες, ανυποψίαστες για την πραγματική ανάσταση του αληθινού Θεού. Η Χριστίνα, αντιθέτως προς τις άλλες, πρόσεχε την ακολουθία γιατί την είχε ανάγκη. Μέσα σε αυτόν τον ανυποψίαστο όχλο η ηρωίδα μας που είχε τολμήσει, λέει, να εξέλθει από την οικία της και αθορύβως και έμπαινε μέσα στην εκκλησία, ένιωθε κάποια άνεση να βρίσκεται ανάμεσα στις δούλες. Γιατί οι κυράδες την εκοίταζαν ενώ οι δούλες την έβλεπαν απλώς. Εις τούτο έβρισκε μεγάλην διαφοράν. Αυτές που την εκοίταζαν ήταν η ευυπόληπτη κοινωνία. Οι άρχοντες του κόσμου τούτου. Ενώ η Χριστίνα η δασκάλα περιέφερε τον ονειδισμόν της αστεφάνωτης και μέσα στη συντριβή της δεν άντεχε την κόλαση της κατάκρισης του κόσμου. Μόνο στην πατρική αγκάλη του σταυρωμένου Νυμφίου εύρισκε ανάπαυση και είχε ανάγκη από αυτή την ανάπαυση η ταλαίπωρη ψυχή της. Οι παραμάνες, οι δούλες, ο λαός, τα λουστράκια, οι γυναίκες του λαού ήταν ταπεινωμένοι άλλης λογής. Από τη φτώχεια τους. Και οι ταπεινωμένοι δεν κρίνουν και δεν κρίνονται. Γι΄ αυτό η αμαρτωλή Χριστίνα αισθανόταν παρηγοριά μόνο κοντά στον λαό, στις δούλες και στα βρέφη. Εμένα μου θυμίζει πολύ τον απόστολο του σταυρού. Τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός και τα εξουθενημένα και τα μη όντα ίνα τα όντα καταργήσει. Κι αυτό μόνο το διήγημα να είχε γράψει ο Παπαδιαμάντης πάλι θα θεωρείτο μεγάλος συγγραφέας.»
κατέληξε ο κ. Κώστας Γανωτής τον οποίο ευχαριστούμε για την φωτεινή ερμηνεία του στο Αναστάσιμο διήγημα του αγαπημένου μας διηγηματογράφου. Η σοφία του κόσμου καταδικάζει την Χριστίνα και θέλει να την πετάξει στο περιθώριο. Μα στο περιθώριο είχε ήδη περάσει με τη θέλησή της. Και εκεί στηρίζει όλες τις ανομολόγητες ελπίδες της. Η Χριστίνα ταπεινώθηκε όντως. Τους ταπεινούς θεωρεί ο Χριστός ως εκλεκτούς και αυτό είναι το πιο ανθρωπιστικό και απελευθερωτικό κήρυγμα.
Χριστός Ανέστη…
__________
Σοφία Χατζή
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα