Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2019

Η Αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη



AgiesSofiaAgapiPistiElpidaΤου Λάμπρου Κ. Σκόντζου στην Romfea.gr
Θεολόγου - Καθηγητού

Η οικογένεια αποτελεί πρώτιστη αξία για την χριστιανική μας πίστη, η οποία χαρακτηριζόταν στην αρχαία εποχή ως «κατ οίκον εκκλησία».
Μια από αυτές τις άγιες οικογένειες υπήρξε και αυτή της αγίας Σοφίας και των θυγατέρων της, Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης.
Έζησαν τον 2ο μ. Χ. αιώνα, όταν βασίλευε στη Ρώμη ο ειδωλολάτρης και έκφυλος αυτοκράτορας Αδριανός (117-138). Κατάγονταν από την Ιταλία.
Η Σοφία είχε ευγενή καταγωγή. Χήρεψε πολύ νέα, μένοντας με τις τρεις θυγατέρες της. Ζούσε ενάρετη και αγνή ζωή, μεγαλώνοντας τα τρία βλαστάρια της ως αληθινές Χριστιανές κόρες, διαφέροντας από τις κόρες των ειδωλολατρών, τις οποίες μεγάλωναν μέσα στην ακολασία, που υπαγόρευε η λατρεία των ανήθικων «θεών» τους.
Τους έδωσε, όχι τυχαία, τα ονόματα των τριών κορυφαίων χριστιανικών αρετών, που αναφέρει ο απόστολος Παύλος, «νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη» (Α΄ Κορ.13,13).
Για κάποιο λόγο αναγκάστηκε να μεταβεί μαζί με τις κόρες της να ζήσει στη Ρώμη, στη μεγάλη πόλη, όπου κυριαρχούσε η πιο χυδαία μορφή της ειδωλολατρίας και άκμαζε η ακολασία, όπου συνέχιζαν να βιώνουν με ακρίβεια τη χριστιανική ζωή, χωρίς να τις αγγίζει η ηθική κατάπτωση των ειδωλολατρών.
Προσπαθούσαν δε να δείχνουν με το παράδειγμά τους τη νέα εν Χριστώ ζωή.
Οι ειδωλολάτρες όμως ρωμαίοι, οι οποίοι μισούσαν θανάσιμα τους Χριστιανούς τις κατάγγειλαν στις αρχές ότι δεν τιμούν τους «θεούς» της αυτοκρατορίας και δεν συμμετέχουν στην καθιερωμένη θυσία προς τιμήν του «θεού» αυτοκράτορα.
Αυτό άλλωστε σήμαινε για τους ρωμαϊκούς νόμους με έσχατη προδοσία και τιμωρούνταν με θάνατο, αν δεν άλλαζαν γνώμη.
Ο Αντίοχος, διοικητής της Ρώμης, ενημέρωσε τον Αδριανό, ότι η πατρικία Σοφία, μαζί με τις τρεις κόρες της είναι Χριστιανές.
Ο αυτοκράτορας διέταξε να τις συλλάβουν και να τις οδηγήσουν δέσμιες μπροστά του. Προσπάθησε με κολακείες να τις μεταπείσει να αρνηθούν την πίστη τους και να θυσιάσουν στα είδωλα.
Κατόπιν τις ξεχώρισε, φυλάκισε χωριστά τη μητέρα από τις κόρες της, ώστε να μη μπορούν να ενθαρρύνονται μεταξύ τους. Όμως η Σοφία βρήκε τον τρόπο και επικοινώνησε με τις κόρες της, στις οποίες σύστησε εμμονή στην πίστη τους με κάθε τίμημα.
Εκείνες απάντησαν στη μητέρα τους ότι δεν πρόκειται να προδώσουν την πίστη τους στο Χριστό, αψηφώντας ακόμα και τις απειλές των φρικτών μαρτυρίων και του θανάτου. Ας σημειωθεί πως η Πίστις ήταν δώδεκα χρονών, η Ελπίδα δέκα και η Αγάπη εννέα!
Ο δικαστής, με κολακείες και απειλές προσπαθούσε να μεταπείσει τις αγνές Χριστιανές κόρες να θυσιάσουν στα είδωλα. Αλλά εκείνες με ένα στόμα του απαντούσαν ότι ο Χριστός είναι ο Νυμφίος της ψυχής τους και πως δεν είχαν σκοπό να προδώσουν την αγάπη τους και την πίστη τους για Εκείνον.
Εκείνος, ενώ θαύμασε το ηρωικό φρόνημα των τριών ανήλικων κοριτσιών, γέμισε με οργή την ψυχή του. Αποφάσισε να τις χωρίσει, φυλακίζοντάς τες σε ξεχωριστά κελιά, ελπίζοντας πως θα μπορούσε ευκολότερα θα τους άλλαζε γνώμη.
Τότε ξεκίνησαν τα μαρτύρια. Άρχισαν από την Πίστη. Την οδήγησαν μπροστά του, παροτρύνοντάς την να θυσιάσει στη «θεά» Αρτέμιδα, όπως έκαναν οι παρθένες των ειδωλολατρών. Εκείνη αρνήθηκε και γι’ αυτό την παρέδωσε στους βασανιστές της.
Την έγδυσαν και την μαστίγωσαν μέχρι λιποθυμίας. Τις έκοψαν τα στήθη, αλλά αντί να τρέξει αίμα έτρεξε γάλα! Την ξάπλωσαν σε πυρακτωμένη σχάρα και ενώ το άγουρο σώμα της βασανιζόταν, εκείνη υμνούσε το Θεό.
Μετά την έριξαν σε πυρακτωμένο καζάνι με πίσσα, όμως διασώθηκε θαυματουργικά, προκαλώντας το θαυμασμό των δημίων της. Στο τέλος την αποκεφάλισαν.
Ύστερα έφεραν μπροστά του την Ελπίδα, την οποία προέτρεψε να θυσιάσει στην Αρτέμιδα. Εκείνη αρνήθηκε με θάρρος και στηλίτευσε την τακτική τους να της ζητούν να πράξει αντίθετα με την πίστη της. Την υπέβαλλαν στα μαρτύρια.
Αφού την έγδυσαν την μαστίγωσαν άγρια με βούνευρα. Μετά την έριξαν σε πυρακτωμένο καμίνι, όμως ο Θεός τη διέσωσε για να δείξει στους ειδωλολάτρες τη δύναμή Του.
Τη συνέχεια την κρέμασαν σε ξύλο και τις ξέσχιζαν τις παιδικές σάρκες της με σιδερένια νύχια και στη συνέχεια την έριξαν σε κοχλάζουσα πίσσα. Ο Θεός και πάλι τη διέσωσε προς καταισχύνη των βασανιστών της. Εκείνοι εξοργισμένοι της απέκοψαν το κεφάλι.
Κατόπιν ήρθε η σειρά της εννιάχρονης Αγάπης. Πίστευαν πως το μαρτύριο και ο θάνατος των αδελφών της θα ήταν αρκετό να κάμψει την παιδική της ψυχή και να θυσιάσει στην απαίσια «θεά».
Όμως και εκείνη ομολόγησε με περισσό θάρρος την πίστη της στο Χριστό και αποζήτησε το μαρτύριο να πάει να συναντήσει τις άγιες και ηρωικές αδελφές της στον ουρανό.
Τότε οι δήμιοι την κρέμασαν και της τέντωσαν τα παιδικά της μέλη, ώστε έσπασαν οι αρθρώσεις των οστών της. Μετά την οδήγησαν και αυτή στο πυρακτωμένο καμίνι. Όταν έφτασαν εκεί η ηρωική κόρη πήδησε μόνη της στις θεριεμένες φλόγες. Αλλά έγινε και πάλι το θαύμα, οι φλόγες δεν την άγγιξαν!
Οι φλόγες μάλιστα έφυγαν από το καμίνι, πέφτοντας επάνω στους ειδωλολάτρες, κατακαίοντας πολλούς! Στο τέλος την αποκεφάλισαν και αυτή, ολοκληρώνοντας την τριπλή θυσία.
Η μητέρα τους Σοφία αφέθηκε να πλησιάσει τα ιερά λείψανα των ηρωικών θυγατέρων της. Τα αγκάλισε, τα καταφίλησε με δάκρυα, ευχαριστώντας το Θεό που τα άγια βλαστάρια της δεν πρόδωσαν το Χριστό και αξιώθηκε η ίδια να γίνει μητέρα Μαρτύρων.
Ύστερα τα μύρωσε και στη συνέχεια τα έθαψε με τιμές σε κοντινό μυστικό ναΐσκο. Ύστερα από τρεις ημέρες, και ενώ προσευχόταν πάνω από τους τάφους των Μαρτύρων θυγατέρων της, παρακαλούσε το Θεό να την πάρει από αυτό τον κόσμο και να την οδηγήσει κοντά στις κόρες της.
Ο Θεός εισάκουσε την προσευχή της και ξεψύχησε την ίδια στιγμή. Η ιερή τους μνήμη εορτάζεται στις 17 Σεπτεμβρίου.

Αγία παρθενομάρτυς Σούννιβα και οι συν αυτή



site analysis

Η αγία Σούννιβα (Sunniva) μεγάλωσε στα δυτικά της ορθόδοξης χριστιανικής Ιρλανδίας γύρω στα μέσα του δέκατου αιώνα. Ήταν μια σοφή και συνετή πριγκίπισσα, κόρη ενός τοπικού βασιλιά. Όταν πέθανε ο πατέρας της, ανέλαβε τη διακυβέρνηση του λαού της. Επειδή ήταν μια όμορφη και δυναμική παρθένος, πολλοί επίδοξοι μνηστήρες ζητούσαν το χέρι της. Ένας από αυτούς, άγριος και ισχυρός Βίκινγκ, την απείλησε επανειλημμένα, ότι θα επιτεθεί και θα αφανίσει το λαό της αν δεν τον παντρευτεί. Τότε η Σούννιβα, για να σώσει το λαό της, αποφάσισε να φύγει από τον τόπο της και να εμπιστευτεί την τύχη της στην πρόνοια του Ιησού Χριστού.
Επειδή όμως η αγία αγαπήθηκε από το λαό, τόσο για τη φροντίδα της προς τους φτωχούς καταπιεσμένους, όσο και για την ευσέβεια και την αρετή της, πολλοί επέλεξαν να την ακολουθήσουν στην αυτοεξορία της. Όχι μόνο άντρες, αλλά και γυναίκες και παιδιά. Όπως αναφέρουν λοιπόν τα αρχαία ιρλανδικά κείμενα, βγήκαν στην ανοιχτή θάλασσα μιμούμενοι την κιβωτό του Νώε, χωρίς κουπιά, πηδάλιο ή πανί και χωρίς όπλα, εναποθέτοντας πλήρως τη ζωή τους στα χέρια του Κυρίου.
Μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα στη θάλασσα, το πλοίο της (ίσως να μην ήταν μόνο ένα) οδηγήθηκε προς την κατεύθυνση της νορβηγικής ακτής. Αφήνοντας μερικούς σε άλλο τόπο, η αγία κατέληξε στο νησί Selja (5). Το νησί καλύπτεται εν μέρει με δάση, πλούσια σε γλυκό νερό, και η θάλασσα είναι γεμάτη ψάρια. Η Selja χρησίμευε επίσης ως βοσκότοπος για τα βοοειδή που ανήκουν σε γεωργούς στην ηπειρωτική χώρα. Εκεί η αγία και το πλήρωμά της εγκαταστάθηκαν σε σπηλιές και άρχισαν τη ζωή τους με βασική ενασχόληση το ψάρεμα. Η αγία δόξασε το Θεό και, για όσο διάστημα παρέμεινε εκεί, έζησε μια ασκητική ζωή. Καταγράφονται τα λόγια της σε χριστιανικά ιρλανδικά ποιήματα αυτής της περιόδου: «Είμαι ευτυχής που μπορώ να σταθώ στο στήθος του νησιού ... Μπορώ να δω τα υπέροχα σμήνη των πουλιών πάνω από την ανοιχτή θάλασσα, μπορώ να δω τις μαγευτικές φάλαινες, το μεγαλύτερο από όλα τα θαύματα... Και μπορώ να δοξάσω τον Κύριο που έχει εξουσία πάνω από όλα, τον ουρανό με τους αγγέλους του, τη γη και τον αέρα».
Οι αγρότες από την ηπειρωτική χώρα όμως ανησύχησαν όταν έμαθαν για τους αποίκους της Selja, φοβούμενοι ότι πρόκειται για ζωοκλέφτες. Οπλίστηκαν λοιπόν, με αρχηγό ένα σκληρό πολεμιστή, και τους επιτέθηκαν. Η αγία και οι άνθρωποί της είδαν τα πλοία να έρχονται και κατέφυγαν σε μια σπηλιά. Η είσοδος της σπηλιάς γκρεμίστηκε και παρέμειναν εγκλωβισμένοι σ’ αυτήν. Οι ντόπιοι, αφού τους αναζήτησαν μάταια, επέστρεψαν στα σπίτια τους.
Τα χρόνια πέρασαν και διάφορα θαυμαστά σημεία, όπως μια παράξενη στήλη φωτός, μαρτυρούσαν ότι κάτι ιδιαίτερο κρύβεται κάτω από τα σωριασμένα βράχια. Και κάποια στιγμή, δυο επιφανείς Νορβηγοί ειδωλολάτρες, οδηγημένοι από το παράξενο φως, ερεύνησαν και ανακάλυψαν ένα ανθρώπινο κρανίο, που ευωδίαζε ένα άρωμα γλυκό σαν του μελιού. Το πήραν μαζί τους και επέστρεψαν στο Nidaros. Εκεί σχετίστηκαν με το βασιλιά Όλαφ Α΄ και αποδέχτηκαν με προθυμία την πρότασή του να βαπτιστούν χριστιανοί. Του ζήτησαν όμως να τους δώσει μια εξήγηση για το ευωδιαστό λείψανο. Ο βασιλιάς το είδε και, καταλαβαίνοντας ότι πρόκειται για το λείψανο ενός αγίου, έστειλε αποστολή και ερεύνησαν τον τόπο, όπου βρήκαν τα ιερά λείψανα.
Αμέσως η αγία Σούννιβα τιμήθηκε ως πρωτομάρτυρας της νορβηγικής γης και οικοδομήθηκε μια εκκλησία γι’ αυτήν στον τόπο του θανάτου της, που παρέμεινε ως μεγάλο προσκύνημα για αρκετούς αιώνες. Αργότερα ιδρύθηκε εκεί και βενεκδικτίνικο μοναστήρι, υπολείμματα του οποίου διατηρούνται ακόμη. Γύρω στο 1170 η ιστορία της αγίας καταγράφηκε στο λατινικό αγιογραφικό έργο Acta Sanctorum in Selia.
Κατά τη διάρκεια των πυρκαγιών στο Μπέργκεν, το 1170-71 και το 1198, τα λείψανα της αγίας μεταφέρθηκαν εκεί, με αποτέλεσμα να σταματήσει η φωτιά. Η αγία τιμάται λοιπόν ως προστάτιδα του Μπέργκεν (Bergen, Bryggen) και ολόκληρης της δυτικής Νορβηγίας και το όνομά της έγινε βαφτιστικό όνομα για πολλά κορίτσια στη χώρα.

Η Αγία Μάρτυς Λουντμίλλα (ή Λουτμίλλα) η Βασίλισσα της Τσεχίας ( † 16 Σεπτεμβρίου 917)



site analysis




Όταν ο άγιος Μεθόδιος με τον αδελφό του άγιο Κύριλλο ξεκίνησαν από το Βυζάντιο νά μεταφέρουν το χριστιανισμό στους Σλάβους, ανάμεσα στους πρώτους πού δέκτηκαν το μήνυμα του Ευαγγελίου ήταν η πριγκίπισσα Λουντμίλλα (=Αγάπη) και ο σύζυγός της πρίγκιπας των Τσέχων Μποριβόης. Κατηχήθηκαν και δέκτηκαν την ορθόδοξη πίστη από τον ίδιο τον άγιο Μεθόδιο, το φωτιστή των Σλάβων.
Το πριγκιπικό ζεύγος εκοσμείτο με πολλές αρετές, αλλά ιδιαίτερα από μια θερμή πίστη κι ένα ένθεο ζήλο για μετάδοση της Ορθοδοξίας στους υπηκόους των. Με τη φροντίδα τους κτίστηκαν πολλοί ναοί σε ολόκληρη τη Τσεχία, και φρόντισαν νά τους στελεχώσουν με ευλαβείς κληρικούς.
Ο πρίγκιπας Μποριβόης απέθανε στα τριανταέξι του χρόνια, κι έτσι η Λουντμίλλα απέμεινε χήρα με τρία αγόρια και μια κόρη.
Η νεαρή χήρα υποτάχθηκε στό θέλημα του Θεού, εγκατέλειψε κάθε κοσμική δραστηριότητα, μοίρασε την περιουσία της στους φτωχούς και αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στο Θεό.
Ο γυιός της Βρατισλάβ ανέβηκε στο θρόνο της Τσεχίας ¬και κυβέρνησε τη χώρα από τη θέση αυτή για 33 ολόκληρα χρόνια. Τον διαδέχθηκε στο θρόνο ο γυιός του Βενσεσλάς. Αυτόν τον είχε αναθρέφει η γιαγιά του Λουντμίλλα με ιδιαίτερη προσοχή, «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Καλλιέργησε στην ψυχή του η αγία γιαγιά του κάθε χριστιανική αρετή και τον προετοίμασε νά γίνει ο προστάτης της Ορθοδοξίας στη χώρα, συνεχιστής του έργου του παππού του πρίγκιπα Μποριβόη. Πράγματι ο Βενσεσλάς δικαίωσε τις προσδοκίες της γιαγιάς του, αναδείκτηκε πραγματικά ιεραπόστολος, γι΄ αυτό και η Εκκλησία τον κατέταξε στο αγιολόγιό της και τιμά την μνήμη του στις 28 Σεπτεμβρίου.
Όσο καλός και πράος ήταν ο Βενσεσλάς, τόσο σκληρή και κακιά ήταν η βασίλισσα σύζυγός του. Αυτή ζήλευε για την αγιότητά της και μισούσε θανάσιμα τη γιαγιά πλέον Λουντμίλλα. Αυτή, θέλοντας νά δώσει τόπο στην οργή και για νά μήν προκαλεί με την παρουσία της την νύμφη της, απομακρύνθηκε από το παλάτι και κατέφυγε στην πόλη Τσετίν. Όμως, η νύμφη της και βασίλισσα μή αντέχοντας νά ακούει νά μιλούν για την αγιότητα της Λουντμίλλας, έστειλε ανθρώπους της και αφού της πέρασαν σχοινί στο λαιμό, την στραγγάλισαν. Έτσι η αγία Λουντμίλλα έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου στις 16 Σεπτεμβρίου του έτους 917.
Τα λείψανα της βρίσκονται στο ναό του αγίου Γεωργίου στην Πράγα, αποτελούν πηγή απείρων θαυμάτων και δέχονται την ευλάβεια και την τιμή πλήθους πιστών.

Πηγή:
 Μηνιαία Έκδοση Εκκλησίας Αγίου Δημητρίου Παραλιμνίου «Παρά Την Λίμνην», Περίοδος Β΄, Έτος Κ΄, Αρ. 9, Σεπτέμβριος 2010

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

Την έριξαν στα θηρία ζωντανή και της ξέσχισαν το σώμα



site analysis
agia efimia
Γράφει ο π. Ηλίας Μάκος στην Romfea.gr

Η Μεγαλομάρτυς Ευφημία, που εορτάζεται στις 16 Σεπτεμβρίου η μνήμη της, αποτελεί μια ακόμη τρανή απόδειξη ότι η χριστιανική ζωή είναι σταυρός, που οδηγεί στην ανάσταση.
Καθένας, που θέλει να είναι πραγματικός οπαδός του Χριστού, καλείται να βαδίσει στα ίχνη Εκείνου, του πρώτου Σταυροφόρου.
Όχι άλλος ο Αρχηγός και άλλος ο οπαδός. Όχι εκείνος μόνο παθήματα και εμείς μόνο ανέσεις.
Η Αγία Ευφημία βάδισε σταθερά στο δρόμο του Χριστού και του σταυρού. Δεν παρέκκλινε πουθενά!
Όταν διατάχθηκαν οι κάτοικοι της Χαλκηδόνας, όπου γεννήθηκε και έζησε, να προσέλθουν σε γιορτή, προς τιμή του θεού Άρη, εκείνη και άλλοι, αρνήθηκαν να παραβρεθούν.
Τότε τη φώναξαν και προσπάθησαν να την πείσουν να αλλαξοπιστήσει. Τους δήλωσε απερίφραστα ότι θέλει να βαδίσει πιστά και σταθερά δίπλα στο Χριστό.
Εξοργίστηκαν από την απάντησή της και άρχισαν τα βασανιστήρια.
Μα φάνηκε πρόθυμη να βαστάζει γενναία και ηρωικά το σταυρό του Χριστού, που δεν τον έβλεπε ως σταυρό πόνου, αλλά ως σταυρό καθήκοντος.
Τελικά, την έριξαν ζωντανή στα θηρία, που την κατασπάραξαν, οδηγώντας την απευθείας στην αγιότητα.
Και έμεινε, με τη ζωή της και προπαντός με το θάνατό της, ως αιώνιο υπόδειγμα και αξιομίμητο πρότυπο.
Μέσα σ' ένα πλήθος παραπλανημένων, δεν δείλιασε και δεν απογοητεύτηκε, αλλά έδειξε σταθερή αφοσίωση στο Χριστό και θαρραλέα διακήρυξε την αγάπη της προς Αυτόν.
Να, λοιπόν, το αξιοθαύμαστο, το παρήγορο, το τόσο ενθαρρυντικό για όλους!
Ο πόνος, ο κόπος, το βάρος, η θυσία για το Χριστό, στεφανώνουν τον πιστό με άνθη.
Και είναι τα άνθη αυτά της αρετής τα άνθη, τα κρινολούλουδα της αγιοσύνης.
ΠΗΓΗ.ΡΟΜΦΕΑ

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2019

Η ΜΟΝΑΧΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΟΥ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑΣ ΑΙΓΙΝΗΣ.



site analysis

. Είχε γυρίσει το κεφάλι προς τό παράθυρο και έβλεπε μακριά και έλεγε «Άγιε Διονύσιε, Άγιε Ιερόθεε, Άγιε... Άγιε...» και ξαφνικά φώναξε δυνατά: «Άγιε Νεκτάριε πρέσβευε υπέρ ημών». ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ.






Ή Μοναχή  Βασιλική Χατζηστεφάνου


 Η καταγωγή της ήταν από την Μικρά Ασία. Δεν είχε κανένα
στον κόσμο εκτός από την ηλικιωμένη μητέρα της. Συνδέθηκε πολύ νωρίς μέ την νεαρή Φωτεινή, την μετέπειτα Γερόντισσα Γλυκερία. Όταν μερικά χρόνια νεώτερη από εκείνη στην ηλικία. Ζούσαν μαζί στο δικό της προσφυγικό σπίτι στην Νίκαια.
Εργαζόταν νεωκόρος στούς Αγίους Αναργύρους και ζούσαν μέ τα χρήματα τού μισθού της.


Όσοι εκκλησιάζονταν στούς Αγίους Αναργύρους θαύμαζαν την μοναχή πού διακονούσε και προσευχόταν. Ήταν άνθρωπος, της θυσίας και της αγάπης. Πόσες ψυχές δεν ανακουφίστηκαν από τά στοργικά της λόγια, από την ελεημοσύνη της, από την συμπαράστασή της! Δυο φορές πρήσθηκε στην κατοχή γιατί προσέφερε τό λιγοστό συσσίτιό της στούς άλλους...
Είχε τό χάρισμα των δακρύων, όμως όταν μιλούσε ήταν γελαστή, ευχάριστη.
 Στην Γερόντισσα Γλυκερία έκανε υπακοή μέχρι το τέλος της ζωής της.
Έφυγε από τούς Αγίους Αναργύρους, όταν έγινε τό Μοναστήρι. Πόνεσε πού αποχωριζόταν την Εκκλησία και τους γνωστούς της. Πολύ περισσότερο δάκρυσαν εκείνοι πού την έχασαν από
κοντά τους.

Τον εαυτό της τον έβαζε πάντα στην άκρη. Γινόταν θυσία από τα μικρά, έως τα μεγάλα. Ακόμη και το όνομα τό μοναχικό πού πήρε δεν της άρεσε. Το πρότεινε για να ευχαριστήσει τον Γέροντα Ιερώνυμο πού της έκανε την κουρά διότι έτσι έλεγαν την μητέρα του.
Κόπιαζε ή ίδια για να ξεκουράσει
τούς άλλους. Ποτέ δεν έμεινε χωρίς εργασία. «Ό μοναχός δεν πρέπει, να μένει αργός» έλεγε συχνά.

Είχε φθάσει τά 65 χρόνια της όταν ένοιωσε ενοχλήσεις στην κοιλιά. Ήταν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Περίμενε να περάσουν οι άγιες ημέρες για να πάει στον γιατρό. Οι ιατρικές διαγνώσεις δεν έδειχναν κάτι ανησυχητικό. Δεν μπορούσε να φάει. Σιγά σιγά σταμάτησε το φαγητό. Αρχές Ιουλίου την έπιασε δυνατός πόνος. Σύστησαν στην Μονή κάποιον καθηγητή θρησκευόμενο, ειδικό για την περίπτωσή της. Νοσηλεύθηκε στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο.

Ταλαιπωρήθηκε μέ τις εξετάσεις χωρίς να βρεθεί τί έχει. Αποφασίστηκε να την χειρουργήσουν. Θα ήταν μία ερευνητική επέμβαση. Στενοχωρήθηκε, προσευχήθηκε και οι Άγιοι Ανάργυροι πού τόσα χρόνια υπηρετούσε. βοήθησαν να αποφύγει αυτή την δοκιμασία. Είχε διάσπαρτο καρκίνο. Το σωληνάκι πού της είχαν στο στομάχι έδειχνε την δύσκολη κατάσταση πού βρισκόταν.

Της έδωσαν εξιτήριο. Ήταν στο τέλος της. Είχε προθεσμία ζωής μερικές μέρες. 'Όπως επιθυμούσε θα πέθαινε στο Μοναστήρι.
Μέσα σε σαράντα μέρες πού αρρώστησε, μια φορά πόνεσε και έφυγε για τον ουρανό.



 Άρχισε να βλέπει Αγγέλους, δαίμονες και έλεγε στις αδελφές: «Γίνεται Λειτουργία. Δεν ακούτε;» Μετά μασούσε.
«Τί τρώτε;» Την ρωτούσανε.
«Μα, Αντίδωρο», απαντούσε. Είχε ένα μήνα να φάει. Με τον όρο τρεφόταν...
’Έπαιρνε ανήσυχο ύφος και απαντούσε.
«Ψέματα. Είναι ψέματα. Από νεανικής ηλικίας». Και διάφορα άλλα. «Σε ποιόν μιλάτε;» την ρωτούσαν. Έχουν το χαρτί, μια τό δείχνουν, μια τό παίρνουν. Είναι ψέματα αυτά που γράφουν».
Ήταν αντιμέτωπη με τις αντίδικες δυνάμεις. ’Έπαιρνε το κομβοσχοίνι της και προσευχόταν έντονα...


Δύο μέρες έβλεπε διάφορα και τά έλεγε στις μοναχές. Πότε τις γνώριζε, πότε ζούσε μόνη της, με όσα έβλεπε...



Είχε μαθευτεί στα άλλα Μοναστήρια τού νησιού ότι ήταν βαρειά και έρχονταν να πάρουν την ευχή της. Αυτό ήταν μία συγκινητική και τιμητική εκδήλωση σε εκείνη πού είχε τον εαυτό της κάτω από όλους. "Ηλθε και ό Μητροπολίτης Ιερόθεος και της έκανε ευχέλαιο.
Ευλαβούνταν ιδιαίτερα τον Άγιο Νεκτάριο. Πήγαιναν όλες οι μοναχές στις αγρυπνίες, στην μνήμη του, για να έρθει να βοηθήσει την ώρα τού θανάτου. 


’Έτσι πίστευε και έλεγε στην αδελφότητα.
«Για να δούμε θα έρθει ό Άγιος;» απορούσαν οι αδελφές. Την τελευταία νύκτα ήταν δώδεκα ή ώρα, στις 10 Αύγουστου. Είχε γυρίσει το κεφάλι προς τό παράθυρο και έβλεπε μακριά και έλεγε «Άγιε Διονύσιε, Άγιε Ιερόθεε, Άγιε... Άγιε...» και ξαφνικά φώναξε δυνατά: «Άγιε Νεκτάριε πρέσβευε υπέρ ημών». Ήταν μία απάντηση στην δυσπιστία των αδελφών πού την περιποιούνταν. Μια μοναχή άναψε θυμιατό. «Βλέπει πράγματα πού εμείς αδυνατούμε να δούμε», βεβαίωσε ή μοναχή πού θύμιαζε...




Σε λίγο ή Μοναχή Βασιλική τραβήχτηκε στην άκρη τού κρεβατιού, στηρίχθηκε στα πλευρά της, μαρμάρωσε κυριολεκτικά και παρακολουθούσε από την πόρτα ως τό παράθυρο, τον ερχομό μιας παρουσίας πού την αλλοίωσε. Μετά από λίγα λεπτά πήρε την συνηθισμένη θέση της, τράβηξε τό σεντόνι μέχρι τό πρόσωπο, ήρεμη, ικανοποιημένη και ψιθύρισε «Ό Κύριος! Τώρα δεν έχουν τίποτα να πουν». Αναφέρθηκε στους δαίμονες πού την τρόμαζαν. Δεν ξαναμίλησε, δεν ξανακινήθηκε. ’Έμενε έτσι με άνοικτά μάτια, κάτι περίμενε. Τό απόγευμα στις 4 ή ώρα ήρθε ό Γέροντας της Μονής πατήρ Γεώργιος Κρητικός. «Έ, της φώναξε, τί κάνεις;» Τότε μίλησε, τον γνώρισε:


 «Ήρθε και ό πνευματικός!», είπε. ’Έξω από το κελί συγκεντρώθηκε ή αδελφότητα και έψαλλαν την παράκληση της Παναγίας. Στα μεγαλυνάρια, έγειρε τό κεφάλι και ή ψυχή της πέταξε σε Εκείνον πού πόθησε και διακόνησε, για να χαίρεται αιώνια.


Επειδή δεν είχε συγγενείς, έλεγε ότι όταν πεθάνω κανείς δεν θα έρθει στην κηδεία μου. Όμως ό Χριστός την τίμησε ιδιαίτερα. Ό Μητροπολίτης Ιερόθεος κάλεσε τό οικοτροφείο θηλέων που ήταν τότε στο νησί και τις κατασκηνώτριες. Ήρθαν οι μοναχές από τα άλλα μοναστήρια, πλήθη κόσμου και οι Ιερείς του τόπου. ’Έγινε τόσο μεγαλόπρεπη κηδεία που ή Γερόντισσα Γλυκερία κλαίγοντας έλεγε «Τι τελετή, τί τιμή γίνεται σήμερα για σένα παιδί μου»... Από την ενορία των Αγίων Αναργύρων πού διακονούσε έφθαναν κατά ομάδες τά πρόσωπα που είχε ευεργετήσει. Μία νέα πού θρήσκευε εντυπωσιάστηκε πολύ από την νεκρώσιμη ακολουθία και γενικά από την κηδεία της Γερόντισσας Βασιλικής που παρεκάλεσε ολόψυχα μέσα στον ναό «Θεέ μου, βοήθησε με να πεθάνω κι εγώ μοναχή». Μετά από μικρό χρονικό διάστημα πήγε μοναχή σε Μοναστήρι της Πελοποννήσου...


 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2019

Ο οσιακός βίος της Αγίας Θεοδώρας από την Αλεξάνδρεια




site analysis










Στις 11 Σεπτεμβρίου η εκκλησία μας τιμά τη μνήμη της οσίας Θεοδώρας από την Αλεξάνδρεια.
Η Οσία Θεοδώρα καταγόταν από την Αλεξάνδρεια. Έζησε στα χρόνια του βασιλιά Ζήνωνος (474 – 490 μ.Χ.) και ήταν συνεζευγμένη με ευσεβή άνδρα, τον Παφνούτιο. Η ζωή της Θεοδώρας ήταν τίμια, ενάρετη και αφοσιωμένη στο σύζυγο της. Όμως, ο μισόκαλος διάβολος, σε κάποια στιγμή αδυναμίας της Θεοδώρας, την έσπρωξε κρυφά στη μοιχεία. Κανείς δεν την είδε. Κανείς δεν το έμαθε. Μπορούσε, επομένως, να συνεχίσει αρμονικά τη ζωή της με το σύζυγο της. Όταν, όμως, άκουσε τα λόγια του Ευαγγελίου, με τα όποια ο Κύριος διδάσκει ότι «οὐκ ἐστὶ κρυπτόν, ὃ οὐ φανερὸν γενήσεται» (Λουκά, η’ 17), δεν υπάρχει, δηλαδή, κρυφό, το όποιο δε θα γίνει φανερό στο μέλλον, σκέφθηκε το βάθος της αμαρτίας της και έκλαψε πικρά. Ντύθηκε έπειτα ανδρικά, πήγε σε μοναστήρι και εκάρη μοναχός με το όνομα Θεόδωρος. Εκεί, μέρα – νύκτα μετανοούσε και έκλαιγε την αμαρτία της. Μετά από δύο χρόνια, συκοφαντήθηκε ότι πόρνευσε με γυναίκα, όταν έφεραν ένα νεογέννητο μωράκι έξω από την πόρτα του μοναστηριού. Τότε η Θεοδώρα πήρε το βρέφος και για επτά ολόκληρα χρόνια, έξω από το μοναστήρι με διάφορες κακουχίες, το ανέθρεψε σαν δικό της. Όταν επανήλθε στο μοναστήρι, το ταλαιπωρημένο σώμα της μετά από λίγο καιρό ξεψύχησε. Τότε οι μοναχοί, όταν διαπίστωσαν το φύλο της, θαύμασαν και όλοι μαζί δόξασαν το Θεό.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δῶρον ἔνθεον, ἠγιασμένον, Θεῶ ἤνεγκας, τὴν βιοτήν σου, Θεοδώρα Ὁσία πανεύφημε, τῆς μετανοίας τὸ πῦρ γὰρ ἐμφαίνουσα, μέσον ἀνδρῶν φιλοσόφως διέλαμψας, ὅθεν πρέσβευε, ἀπαύστως τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Πηγή: www.orthodoxianewsagency.gr

Η ιστορία της 94χρονης γιαγιάς Παναγιωτούς… Γεννήθηκε τυφλή, είδε από θαύμα και «βυθίστηκε» ξανά στο σκοτάδι αλλά έμεινε φωτεινή.



site analysis


Η ζωή είναι μικρή ακόμη και γι’ αυτούς που έχουν ξεπεράσει τα 90 τους χρόνια. Η ζωή είναι ωραία ακόμη και γι’ αυτούς που γεννήθηκαν στο σκοτάδι, είδαν φως και μετά και πάλι όλα έσβησαν. Είναι 94 χρόνων, γεννήθηκε τυφλή, είδε από θαύμα και έχασε ξανά τελείως την όραση της γιατί… ήταν θέλημα Θεού, όπως λέει η ίδια! Η ιστορία της γιαγιάς Παναγιώτας Χρυσάνθου φαινομενικά δεν είναι αξιοζήλευτη ωστόσο αξιοζήλευτος είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζει το κάθε τι που βιώνει.
Σε γενικές γραμμές γνώριζα για τη ζωή της γιαγιάς Παναγιωτούς πριν χτυπήσω, εκείνο το απόγευμα, την πόρτα του σπιτιού της έχοντας στο χέρι το μαγνητοφωνάκι. Έτσι όταν κάποια στιγμή στην κουβέντα μας, μου αναφώνησε «Δε δυσκολεύομαι, δε συνάντησα δυσκολία ποτέ», θεώρησα ότι ήταν αδύνατο να πιστεύει κάτι τέτοιο. Κι όμως στην πορεία κατάλαβα ότι αυτό είναι που πραγματικά αισθάνεται. Ευγνωμοσύνη προς τον Θεό για όλα όσα κι ας μην έχει πολλά.
Το θαύμα του Αποστόλου Ανδρέα… «Είχα γεννηθεί τυφλή»
5 Αυγούστου 1925, η οικογένεια του Χρύσανθου Ορφανού από το χωριό Γαλήνη της επαρχίας Λευκωσίας, αποκτάει το τέταρτο παιδί του, την Παναγιώτα. Ήδη είχε μία κόρη, την πρωτότοκη Ευαγγελία, ακολούθησε ο Γιαννής και μετά ο Χαμπής, ο οποίος σε ηλικία τριών χρονών αρρώστησε, δεν υπήρχε γιατρός σε κοντινή απόσταση από το χωριό τους με αποτέλεσμα να πεθάνει. Γι’ αυτό και η οικογένεια του όταν απέκτησε το πέμπτο της μέλος, το ονόμασε Χαμπή.
Η οικογένεια της ωστόσο είχε να αντιμετωπίσει και ένα άλλο «χτύπημα». Όταν η Παναγιώτα γεννήθηκε τα μάτια της δεν είχαν ανοίξει. Η μητέρα της φοβόταν ότι το παιδί της θα έμενε για πάντα τυφλό. Ωστόσο ένα θαύμα του Αποστόλου Ανδρέα άλλαξε τα πάντα.
«Είχα γεννηθεί τυφλή. Το δέρμα στο σημείο που ήταν μάτια μου δεν είχε σκιστεί. Όπως μου είχε πει η μητέρα μου, όταν ήμουν δύο ή τριών ημερών, μία ζεστή ημέρα του Αυγούστου, είχε βγει έξω στην αυλή να ξαπλώσει που ήταν πιο δροσερά. Δεν κοιμότανε, ήταν κάτι μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Κάποια στιγμή ένιωσε ένα σκούντημα. Ήταν ο Απόστολος Αντρέας και της είχε πει να με τάξει στη χάρη του και θα έβλεπα. Μετά από αυτό, όπως μου είχε εξιστορήσει, σηκώθηκε, έκανε το σταυρό της και είπε «Απόστολε Αντρέα μου, κάνε να δει το μωρό μου και θα το φέρω στην εκκλησία σου να προσκυνήσει». Μέχρι να ξυπνήσω, να με θηλάσει, είχε δει το δέρμα γύρω από τα μάτια μου να σκίζεται. Σιγά – σιγά σκιζόταν όλο και περισσότερο και τα μάτια μεγάλωναν και εγώ πλέον μπορούσα να δω. Από το ένα μου μάτι η όραση μου ήταν περιορισμένη αλλά και πάλι μπορούσα να κάνω τα πάντα».
Άριστη στο σχολείο αλλά… επέλεξε την εργατιά
Το 1931 η μικρή Παναγιώτα γίνεται έξι χρονών, ηλικία που της επέτρεπε να ξεκινήσει το σχολείο. Τα χρόνια τότε φτωχικά. Πολλοί γονείς επέλεγαν να μη στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο ώστε να τους βοηθάνε στις αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες.
Ο προβληματισμός της μητέρας της Παναγιώτας όμως ήταν άλλος. Το κοριτσάκι της είχε μειωμένη όραση και φοβόταν. Οι ενδοιασμοί της όμως εξανεμίστηκαν κατά τη διάρκεια μίας κουβέντας που είχε με τον δάσκαλο του χωριού. «Ο δάσκαλος είχε πει στη μητέρα μου, “αν της πεις να σου φέρει κάτι, δεν το φέρνει;”. Του λέει η μητέρα μου, “φυσικά, τρέχοντας”. Τότε, είπε ο δάσκαλος, να μου τη στείλεις στο σχολείο και μη φοβάσαι.  Ήμουν πολύ καλή μαθήτρια. Διάβαζα μία φορά το μάθημα μου και το μάθαινα απ’ έξω».
Συνέχισε το σχολείο μέχρι και την τρίτη τάξη του δημοτικού. Η μητέρα της την προέτρεπε να συνεχίσει αλλά, αν και μικρή, η Παναγιώτα ένιωθε ότι είχε ήδη μάθει πολλά και είχε έρθει η ώρα να βοηθήσει την οικογένεια της για τα προς το ζην. «Τότε ο κόσμος δεν υπολόγιζε τα γράμματα. Μας έστελναν στο σχολείο αλλά δε σήμαινε ότι θα το τελειώναμε. Αγόραζαν ζώα και πηγαίναμε και τα προσέχαμε. Διότι ήταν φτώχεια, έπρεπε να δουλεύουν όλοι μέσα στο σπίτι για να ζήσουμε. Όταν ήμουν δέκα χρονών σταμάτησα το σχολείο και μαζί με τον αδερφό μου προσέχαμε το κοπάδι της οικογένειας. Δεν έχω όμως κανένα παράπονο, μόνη μου είχα επιλέξει να σταματήσω», είπε η γιαγιά Παναγιώτα σα να ήθελε να επικροτήσει τον μικρό εαυτό της.
Από δουλειά έκανε τα πάντα μέχρι που έπαθε εργατικό ατύχημα
Στα επόμενα χρόνια η Παναγιώτα είχε χρειαστεί να κάνει πολλές δουλειές, αρκετές από αυτές «σκληρές» για μία γυναίκα. «Ήταν πολύ δύσκολα τα χρόνια εκείνα. Ακολούθησαν πόλεμοι. Το 1939 όταν ξεκίνησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν υπήρχαν δουλειές. Κάναμε χαλούμια και τα πωλούσαμε. Εκείνη τη χρονολογία απαγορευόταν να πωλήσουμε τα ζώα μας. Μετά από εντολή της κυβέρνησης τα έκαναν επίταξη. Για να πωλήσουμε ένα ζώο έπρεπε να γίνει ολόκληρη διαδικασία για να πάρουμε άδεια. Δε μας άφησε όμως ο Θεός να πεινάσουμε».
Αυτό που πραγματικά έχει να παινεύεται είναι πως ποτέ της δε φοβήθηκε τη δουλειά και όπου χρειάστηκε να εργαστεί το έκανε με επιτυχία και μεράκι. Στα 22 της δούλεψε, μαζί με άλλους συγχωριανούς της, για την κατασκευή φράγματος κοντά στο χωριό της. Λίγα χρόνια αργότερα, στις 29 Αυγούστου 1955, αρρωσταίνει ο πατέρας της και πεθαίνει. Ήξεραν ότι τώρα έπρεπε να επιβιώσουν μόνοι. Η νεαρή γυναίκα εργάζεται μέχρι και για την κατασκευή νέων δρόμων.
9 Σεπτέμβρη 1973… Ενώ εργαζόταν για την κατασκευή δρόμων στο Σίσκλιπο, μετά από οδηγίες του επιστάτη της και την αντίρρηση της ίδιας, επιχειρούν να σπρώξουν ένα τεράστιο βαρέλι με πίσσα. Το βαρέλι κυλάει όμως προς τα πίσω. Η Παναγιώτα προσπαθεί να προστατέψει τη συνάδελφο της και χτυπάει σοβαρά στο πόδι. Παρά τον άσχημο τραυματισμό της, η ίδια περιποιείται μόνη της το πόδι της μέχρι να τη μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Ακολουθούν δύο χειρουργεία. Μετά από αυτό αποφασίζει να εγκαταλείψει για πάντα τις εργασίες στα οδικά έργα.
Σχεδόν ένα χρόνο μετά, όπως πολλοί Κύπριοι, και η οικογένεια της γιαγιάς Παναγιώτας αναγκάζεται να εγκαταλείψει το χωριό της και να γίνει πρόσφυγας. Μιλώντας μου για τον πόλεμο είπε μόνο «προτιμώ να πεθάνω παρά να ξαναζήσω πόλεμο».
Ο δρόμος της, την έφερε μέχρι την Επισκοπή Λεμεσού, όπου κατοικεί μέχρι και σήμερα. Τα πράγματα έγιναν ακόμη πιο περίπλοκα στην προσφυγιά. Σε ηλικία 50 χρόνων, δουλεύει ως εργάτρια σε αρχαιολογικές ανασκαφές στην περιοχή της Αμαθούντας που πραγματοποιούνται από το Τμήμα Αρχαιοτήτων.
Το μυαλό της τετραπέρατο ωστόσο η δύναμη της ήταν αυτή που εξέπληττε ακόμη περισσότερο τους πάντες. «Ο διευθυντής των ανασκαφών έμεινε έκπληκτος που έβλεπε μια γυναίκα με τέτοια ενέργεια. Μάλιστα με είχε ρωτήσει αν προηγουμένως δούλευα στα ορυχεία, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο χειριζόμουν το φτυάρι». Για να μου αποδείξει τη δύναμη και τη μαεστρία της μου περιέγραψε ακόμη έναν περιστατικό όταν μάστορας είχε δει τον φούρνο που είχε φτιάξει η ίδια στο σπίτι της και δεν πίστευε, όπως μου είπε, στα μάτια του.
Η όραση έφυγε αλλά δεν πτοήθηκε… Έκανε μέχρι και πανέρι
Τα χρόνια πέρασαν. Η μητέρα της πέθανε και η Παναγιώτα μετά τον θάνατο του γαμπρού της μένει στο ίδιο σπίτι με την αδερφή της, Ευαγγελία. Στα 73 της παθαίνει καταρράκτη. Μετά από επισκέψεις σε διάφορους γιατρούς αποφασίζει να κάνει εγχείρηση. Από το 1997 άρχισε σταδιακά να χάνει εντελώς την όραση της. «Έκανα την εγχείρηση και είπα ότι είναι να γίνει είναι θέλημα του Θεού. Έμεινα τυφλή αλλά ποτέ δε με παράτησε».
Παρά το γεγονός ότι δεν έβλεπε, δεν τα έβαλε κάτω. Συνέχισε τη ζωή της όπως και πριν. «Έχασα το φως μου αλλά δε σταμάτησα τις ασχολίες μου. Έμπλεκα μέχρι και πανέρια. Είχα μάθει να μπλέκω καλάθια όταν ήμουν στο χωριό και έβλεπα τη μητέρα μου. Μέχρι πρόσφατα μάζευα τις ελιές μου, μαγείρευα, έκανα πίττες, αλλά πλέον δεν έχω αντοχές. Δίνω όμως συμβουλές της κοπέλας που με φροντίζει. Το μυαλό μου μπορεί να ανταπεξέλθει παρά τα χρόνια. Να σκεφτείς, ξέρω απ’ έξω δεκάδες τηλεφωνικούς αριθμούς, ακόμη και ανθρώπων που μένουν στην Αυστραλία», ανέφερε η γιαγιά Παναγιώτα με τρόπο που δε χωρούσε καμία αμφισβήτηση.
Από επιλογή και επειδή δεν άντεχε τη βία δεν παντρεύτηκε ποτέ
Όταν συζητήσεις μαζί της πέραν από τη διαύγεια μυαλού που έχει παρά τα πολλά της χρόνια, αντιλαμβάνεσαι ότι πρόκειται για μία πολύ δυναμική γυναίκα. Γεννήθηκε τη δεκαετία του 20’ και παρόλα αυτά από επιλογή έμεινε ανύπαντρη.
Σήμερα και αφού πέθαναν τα αγαπημένα της πρόσωπα έμεινε στον κόσμο μόνη. Ωστόσο η ίδια δεν το νιώθει καθόλου έτσι. Γι’ αυτό όταν τη ρώτησαν εάν το μετάνιωσε που δεν παντρεύτηκε και δεν έκανε παιδιά μου απάντησε ποτέ.
«Δεν ήθελα να παντρευτώ. Με ζήτησαν δύο- τρία άτομα για να με παντρευτούν, μου έλεγε η μαμά μου αλλά δεν ήθελα. Είχε παντρευτεί η αδερφή μου και ο γαμπρός μου τη χτυπούσε με το παραμικρό. Έτσι είπα στη μητέρα μου ”τι θες να παντρευτώ και να βρω κάποιο που να μου συμπεριφέρεται έτσι; Την επόμενη ημέρα θα τον διώξω”. Αν έκανα και παιδιά και μετά έπρεπε να χωρίσω».
Υπήρχαν ωστόσο οι φόβοι που κάθε γονιός έχει όταν φύγει από τη ζωή και μένει το παιδί του μόνο. «Μου έλεγε “μα εγώ κάποια στιγμή θα πεθάνω” και της απαντούσα ότι ο Θεός που με έστειλε θα έχει την έγνοια μου και δεν πρέπει να ανησυχεί. Πίστεψε με ο Θεός είναι με τους αδύνατους. Ποτέ μου δεν έμεινα χωρίς χρήματα, χωρίς φαγητό, χωρίς νερό. Δεν το μετάνιωσα ποτέ που δεν παντρεύτηκα. Είμαι ευχαριστημένη».
Η κουβέντα μαζί της ξεπέρασε τη μία ώρα. Καθ’ όλη τη διάρκεια την παρατηρούσα και προσπαθούσα να καταλάβω από που πηγάζει η τόση αισιοδοξία και ενέργεια για ζωή ακόμη και σήμερα. Μυστικά μακροζωίας δε φαίνεται να υπάρχουν. Η γιαγιά Παναγιώτα είχε πάντα ως μοναδικό όπλο της την πίστη της για τον Θεό. Η ίδια νιώθει ευτυχισμένη για όσα έχει ζήσει αλλά αυτό που πραγματικά θα ήθελε ήταν να δει και πάλι τον κόσμο να γίνεται πιο ανθρώπινο, όπως ήταν παλιά…
*Ευχαριστίες Στην Ελισάβετ Στεφανή Για Την Παραχώρηση Φωτογραφιών

Πηγή: briefingnews.gr

Αγίες Παρθενομάρτυρες Μηνοδώρα, Μητροδώρα και Νυμφοδώρα



site analysis
στου έτους.

Ηγούντο Μηνοδώρα και Μητροδώρα,
Και Νυμφοδώρα δώρα σαρκὸς αικίας.
Θεινόμεναι δεκάτῃ δωρώνυμοι έκθανον αι τρεις.
Βιογραφία
Οι Αγίες Μηνοδώρα, Μητροδώρα και Νυμφοδώρα ήταν αδελφές και κατάγονταν από τη Βιθυνία. Η λάμψη της παρθενίας και η ωραιότητα των ψυχών και των σωμάτων της έκαναν της τρεις αδελφές να είναι καύχημα των χριστιανών ενώ οι φροντίδες και οι συνήθειες του κόσμου δεν της απασχολούσαν. Η μόνη της φροντίδα ήταν «μετὰ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσμεὶν ἑαυτάς, ἢ ἐν πλέγμασιν ἢ χρυσῶ ἢ μαργαρίταις ἢ ἰματισμῶ πολυτελεῖ» (Α’ προς Τιμόθεον, β’ 9). Δηλαδή φρόντιζαν να στολίζουν τον εαυτό τους με συστολή και σωφροσύνη και όχι με φιλάρεσκα πλεξίματα των μαλλιών τους ή με χρυσά ή μαργαριτένια κοσμήματα ή με ρούχα πολυτελή.
Για την αγάπη, λοιπόν του Χριστού, άφησαν την πατρίδα της και πήγαν να κατοικήσουν σε ένα λόφο, κοντά στα Πύθια θερμά λουτρά. Εκεί ασκήτευαν και καλλιεργούσαν ακόμα περισσότερο τη σωφροσύνη της. Γι’ αυτό αξιώθηκαν από το Θεό να θεραπεύουν ασθένειες, και έτρεχε κοντά της πλήθος κόσμου.
Όταν το έμαθε αυτό ο έπαρχος Φρόντων, έστειλε και συνέλαβε της τρεις αδελφές. Βλέποντας, της τη φρόνηση και τη σύνεση, αλλά και την αφοβία με την οποία τον αντιμετώπισαν, διέταξε και της βασάνισαν με τα πιο φρικτά βασανιστήρια. Της υπέμειναν με ανδρεία τα μαρτύρια και έτσι ένδοξα παρέδωσαν της ψυχές της στο νυμφίο της Χριστό (290 μ.Χ.). Ο έπαρχος θέλησε να κάψει τα σώματα της, αλλά οι φλόγες έκαψαν τον ίδιο και έπειτα καταρρακτώδης βροχή έσβησε τη φωτιά. Τα σώματα των τριών παρθένων τάφηκαν με σεβασμό από της χριστιανούς.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας.
Τᾶς τρεῖς ἔνδοξους Παρθένους καὶ Ἀθληφόρους θεόφρονας, τᾶς συνδεδεμένος ἐνθέως, ἀδελφικὴ οἰκειότητι, τᾶς καλλιρόους πηγᾶς τῆς εὐσέβειας, τᾶς ἀναβλύζουσας, μαρτυρικῶν ἀγώνων χάριν ἀέναον, τὴν θείαν Μηνοδώραν, καὶ τὴν Μητροδώραν τὴν ἔνδοξον, σὺν τὴ κλυτὴ Νυμφοδώρα, τὴ ἐν πάσι καρτερόφρονι, πάντες οἱ τρυφῶντες τῶν ἄθλων αὐτῶν, συνδραμόντες ὕμνοις τιμήσωμεν αὑταὶ γὰρ τὴ Τριάδι, ὑπὲρ ἠμῶν ἀεὶ πρεσβεύουσι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’.
Τὸν τρισάριθμον σύλλογον καὶ θεόπλοκον τῶν αὐτάδελφων παρθένων στέψωμεν θείαις ᾠδαῖς· ἀνδρικῶς γὰρ τὸν ἐχθρὸν κατετροπώσαντο· ὅθεν προϊστάντι ἡμῶν τῶν βοώντων ἐκτενῶς· χαῖρε, σεμνὴ Μηνοδώρα, σὺν Μητροδώρα τῇ θείᾳ καὶ Νυμφοδώρα τῇ θεόφρονι.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς.
Ὑπὲρ Τριάδος καρτερῶς ἐναθλούσαι, τὸν πολυμήχανον ἐχθρὸν ἐτροπώσασθε, ἀδελφικῶς τῷ πνεύματι συνδούμεναι, ὅθεν εἰσωκίσθητε, σὺν ταὶς πέντε Παρθένοις, πρὸς τὸν ἐπουράνιον, Ἀθληφόροι νυμφῶνα, καὶ σὺν Ἀγγέλοις τῷ παμβασιλεῖ, ἐν εὐφροσύνῃ ἀπαύστως παρίστασθε.
Οπτικοακουστικό Υλικό

Ακούστε το απολυτίκιο!
Ιερά Λείψανα: Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου της Αγίας Μηνοδώρας βρίσκονται στις Μονές Μεγ. Λαύρας Αγίου Όρους και Παναγίας Γουμένισσας Κιλκίς.
Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου της Αγίας Μητροδώρας βρίσκονται στις Μονές Παντοκράτορος Αγίου Όρους, Παναγίας Γουμενίσσης Κιλκίς, Αγάθωνος Φθιώτιδος και Πετράκη Αθηνών.
Η δεξιά της Αγίας βρίσκεται στη Μονή Ζερμπίτσας Σπάρτης.
Απότμημα του Ιερού Λειψάνου της Αγίας Νυμφοδώρας βρίσκεται στη Μονή Παναγίας Γουμένισσας Κιλκίς.
Αγιογραφίες / Φωτογραφίες
Αγίες Μηνοδώρα, Μητροδώρα και Νυμφοδώρα
Αγίες Μηνοδώρα, Μητροδώρα και Νυμφοδώρα
Αγίες Μηνοδώρα, Μητροδώρα και Νυμφοδώρα
Πηγή: Saint.Gr

Agia Nymfodora, Moni Agiou Mina, Larnaka Kypros 83
Αγία Νυμφοδώρα, έργον Ιεράς Μονής Αγίου Μηνά, Λάρνακα – Κύπρος