Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2019

Η Προσευχή της δασκάλας της Γκαμπριέλα Μιστράλ



site analysis



Mural en homenaje a Gabriela Mistral, realizado en cerámicaΤο ποίημα η «Προσευχή της δασκάλας», είναι της Χιλιανής ποιήτριας Γκαμπριέλα Μιστράλ (Gabriela Mistral 1889 - 1957) με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1946.

Η αληθινή παιδεία δεν είναι εκπαίδευση
και δεν προϋποθέτει χρήμα και τεχνολογία

Φωτογραφία: Κεραμική τοιχογραφία του 1970 στην Χιλή, αφιερωμένη στην Gabriela Mistral, του χιλιανού ζωγράφου Fernando Daza Osorio (1930-2016).

Gabriela Mistral, «Προσευχή της δασκάλας»

«Κύριε! Εσύ που δίδαξες, συγχώρα με που διδάσκω·
που φέρω το όνομα της δασκάλας,
που Εσύ έφερες όταν ήσουν στη Γη.

Δώσε μου την μοναδική αγάπη για το σχολειό μου·
που ούτε το κάψιμο της ομορφιάς να είναι ικανό
να κλέψει την τρυφεράδα μου απ’ όλες τις στιγμές.

Δάσκαλε, κάνε ακατάπαυστο τον ενθουσιασμό μου
και περαστική την απογοήτευση.

Βγάλε από μέσα μου αυτό τον ακάθαρτο πόθο
για δικαιοσύνη που εξακολουθεί να με ταράζει,
το γελοίο απομεινάρι της διαμαρτυρίας
που βγαίνει από μέσα μου όταν με πληγώνουν.

Να μην πονάει η αγνόηση και να μην θλίβομαι
για την λήθη αυτών που μας δίδαξαν.

Κάνε με να είμαι πιο μάνα από τις μάνες,
για να μπορέσω ν’ αγαπήσω
και να υπερασπίσω όπως αυτές,
αυτό που δεν είναι σάρκα της σάρκας μου.

Βόηθά με να πετύχω να κάνω για καθένα
απ’ τα παιδιά μου τον στίχο μου τέλειο
και να σου αφήσω αυτή την άφωνη,
την πιο δυνατή μου μελωδία,
για όταν τα χείλη μου δεν θα τραγουδούν πια.

Δείξε μου τη δύναμη του Ευαγγελίου σου έγκαιρα,
για να μην εγκαταλείψω τη μάχη της κάθε μέρας
και της κάθε ώρας γι αυτό.

Βάλε στο δημοκρατικό σχολειό μου,
τη λάμψη που σκορπίζεται
από το τρέξιμο των ξυπόλυτων παιδιών.

Κάνε με δυνατή,
ακόμα και στη γυναικεία αδυναμία μου
και στη γυναικεία φτώχεια μου·

κάνε με αδιάφορη για ότι μπορεί
να μην είναι αγνό,
για κάθε πίεση που δεν είναι
της θερμής θέλησής σου στη ζωή μου.

Φίλε, συντρόφεψέ με! Στήριξέ με!

Πολλές φορές δεν θα έχω άλλο
από Σένα στο πλευρό μου.

Όταν το δίδαγμά μου θα είναι πιο αγνό
και πιο θερμή η αλήθεια μου,
θα παραμείνω χωρίς τα εγκόσμια·
αλλά Εσύ τότε θα με κυβερνήσεις
ενάντια στην καρδιά σου,
που γνώρισε αρκετά
τη μοναξιά και την αδυναμία.

Δεν θ’ αναζητήσω παρά
στη ματιά σου τη γλυκύτητα της αποδοχής.

Δώσε μου απλότητα και βάθος·
λύτρωσέ με απ’ το να είμαι
περίπλοκη ή κοινότυπη στο καθημερινό μου μάθημα.

Δώσε μου δύναμη να υψώσω τα μάτια
πάνω από το στήθος μου με τις πληγές,
μπαίνοντας κάθε πρωί στο σχολειό μου.

Να μη φέρνω στην έδρα μου τις υλικές μου ανησυχίες,
τις καθημερινές μικροαστικές θλίψεις μου.

Ελάφρυνε το χέρι μου στην τιμωρία
κι απάλυνέ το, ακόμα πιο πολύ στο χάδι.

Να μαλώνω με πόνο,
να ξέρω ότι έχω διορθώσει αγαπώντας!

Κάνε να γεμίσει με πνεύμα
το χτισμένο με τούβλα σχολειό μου.

Να τυλιχτεί με τη λάμψη του ενθουσιασμού μου
η φτωχή του αυλή, η γυμνή του αίθουσα.

Η καρδιά μου να είναι η κολώνα του
και η αγνή μου θέληση πιο δυνατή
από τις κολώνες και το χρυσάφι
των πλούσιων σχολείων.

Και, τέλος, θύμιζέ μου
από την ωχρότητα του καμβά του Velazquez,
ότι το να διδάσκεις
και ν’ αγαπάς παράφορα στη Γη
είναι να φτάνεις με τη λόγχη του Λογγίνου
στην καυτή πλευρά του έρωτα.»

Γκαμπριέλα Μιστράλ (1889 -1957) 
Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 
Μετ. Μαριάννα Τζανάκη

Γκαμπριέλα Μιστράλ (Gabriela Mistral 1889 - 1957)

Η Λουσίλα Γοδόι Αλκαγιάγα (Lucila Godoy Alcayaga, 7 Απριλίου 1889 – 10 Ιανουαρίου 1957), γνωστή με το ψευδώνυμο Γκαμπριέλα Μιστράλ, ήταν Χιλιανή ποιήτρια, διπλωμάτης, εκπαιδευτικός και φεμινίστρια. Το 1945 έγινε η πρώτη λογοτέχνης της Λατινικής Αμερικής που κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας «για την λυρική της ποίηση που εμπνεύστηκε από δυνατά συναισθήματα και την έκανε σύμβολο των ιδεαλιστικών φιλοδοξιών ολόκληρου του λατινο-αμερικάνικου κόσμου». Το 1951 τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Χιλής.

Μερικά βασικά θέματα στα ποιήματά της είναι η φύση, η προδοσία, η αγάπη, η αγάπη της μάνας, η θλίψη και η αγανάκτηση, τα ταξίδια, καθώς και η ταυτότητα της Λατινικής Αμερικής, όπως αποτελείται από μείγμα εγγενών αμερικανικών και ευρωπαϊκών επιρροών. Η Γαμπριέλα Μιστράλ είχε βασκική και ινδιάνικη καταγωγή.

Ο Πάμπλο Νερούδα, διεθνώς αναγνωρισμένος ποιητής, ήταν ένας από τους μαθητές της.

Βραβεία και τιμές
1914: Juegos Florales, Sonetos de la Muerte
1945: Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας
1951: Χιλιανό Βραβείο Λογοτεχνίας

Η συγγραφέας και διπλωμάτης από την Βενεζουέλα που χρησιμοποιούσε το φιλολογικό ψευδώνυμο Lucila Palacios πήρε το λογοτεχνικό όνομα της Μιστράλ προς τιμήν του πραγματικού ονόματος της τελευταίας.

Βιβλιογραφία
• Γκαμπριέλα Μιστράλ, η 1η συγγραφέας της Λατινικής Αμερικής που τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, Το ΒΗΜΑ - Πολιτισμός, 28/7/2016
• Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμος 10, σελ. 365, Αθήνα 1999

5 Οκτωβρίου: Η Παγκόσμια Ημέρα Εκπαιδευτικών καθιερώθηκε το 1994 για να μας υπενθυμίσει τον καθοριστικό ρόλο που παίζει ο δάσκαλος μέσα στην κοινωνία, είτε εργάζεται σε μία πλούσια πόλη της Δύσης, είτε σε μια αυτοσχέδια σχολική αίθουσα κάποιου στρατοπέδου προσφύγων.

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

Τη Ε΄ (5η) του μηνός Οκτωβρίου, η Αγία Μάρτυς ΜΑΜΕΛΧΘΑ λίθοις βληθείσα τελειούται.



site analysis

Μαμέλχθα η Αγία Μάρτυς ήτο από την Περσίδα, ιέρεια του ναού της Αρτέμιδος, έχουσα και αδελφήν Χριστιανήν. Επειδή δε είδε κατ’ όναρ Άγγελον Θεού, όστις εδείκνυε και εδίδασκεν αυτήν τα μυστήρια των Χριστιανών, εξύπνησε τεταραγμένη και διηγήθη τούτο εις την αδελφήν της, η οποία έφερεν αυτήν εις τον Επίσκοπον, όστις εβάπτισεν αυτήν. Μαθόντες δε τούτο οι ειδωλολάτραι εθυμώθησαν και εθανάτωσαν με λίθους αυτήν, καθ’ ον χρόνον εφόρει ακόμη η μακαρία τα φωτεινά ιμάτια του αγίου Βαπτίσματος και έρριψαν αυτήν εις λάκκον βαθύτατον, από τον οποίον μόλις και μετά βίας ηδυνήθησαν οι Χριστιανοί να εκβάλωσι το άγιον αυτής λείψανον. Τότε ο Επίσκοπος επήγεν εις τον βασιλέα των Περσών και έλαβεν από αυτόν εξουσίαν, να κρημνίση μεν τον ναόν της Αρτέμιδος, να οικοδομήση δε αυτόν εις Εκκλησίαν της Αγίας Μάρτυρος ταύτης Μαμέλχθας. Ποιήσας δε τούτο, απεθησαύρισεν εις τον νεόκτιστον Ναόν το τίμιον αυτής λείψανον.

Mνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΜΕΘΟΔΙΑΣ της εν Κιμώλω τη νήσω ασκητικώς διαλαμψάσης.



site analysis

Τη Ε΄ (5η) του μηνός Οκτωβρίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΜΕΘΟΔΙΑΣ της εν Κιμώλω τη νήσω ασκητικώς διαλαμψάσης.Αποτέλεσμα εικόνας για μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΜΕΘΟΔΙΑΣ της εν Κιμώλω


Δεν θα εκλείψουν από την Αγίαν του Χριστού Εκκλησίαν, την επί γης στρατευομένην, έως της συντελείας του αιώνος, οι άγιοι και θεοφόροι άνθρωποι, τόσον άνδρες όσον και γυναίκες, αλλ’ εις εκάστην εποχήν αναφαίνονται ως άλλοι φαεινοί αστέρες και αειλαμπείς φωστήρες, «λόγον ζωής επέχοντες» (Φιλιπ. β, 16), εις το νοητόν αυτής στερέωμα και καταφωτίζουν των ευσεβών το πλήρωμα, δια του αγίου αυτών Βίου και των αγαθών και εναρέτων έργων, και διεγείρουν και προθυμοποιούν ημάς προς εργασίαν του θείου θελήματος.
Και εις μεν την παλαιάν εποχήν, οπότε διέλαμπεν η αρετή και επολιτεύετο με θερμόν ζήλον η Ευαγγελική ζωή, οι Άγιοι εφαίνοντο συχνότερον και ήσαν πολλοί, αλλ’ εις τους εσχάτους τούτους καιρούς, κατά τους οποίους εσβέσθη ο προς τα καλά και θεάρεστα ζήλος, και εψύγη, ως λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον, «η αγάπη των πολλών» (Ματθ. κδ, 12), ούτοι αναφαίνονται σπανιώτερον, ως άλλοι κομήται. Και τας μεν θεοφιλείς ψυχάς ευφραίνουν και εξάπτουν την επιθυμίαν αυτών προς «όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά» (Φιλιπ. δ, 8), κατά τον θείον Παύλον· τους αμελείς και αδιαφόρους διεγείρουν από τον λήθαργον της αμελείας και αδιαφορίας και θερμαίνουν την ψυχράν των προαίρεσιν προς την αγάπην του καλού, τους δε πεπλανημένους επαναφέρουν εις την ευθείαν της ευσεβείας οδόν και εν ενί λόγω, πολιτευόμενοι ως έχοντες «το πολίτευμα εν ουρανοίς» (Φιλιπ. γ, 20), γίνονται τύπος και παράδειγμα της κατά Χριστόν ζωής εις πάντας, προς δόξαν Θεού, του ενδοξαζομένου εν τοις Αγίοις αυτού, επιβεβαιούντες το Αποστολικόν ρητόν «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. ιγ, 8).
 Μεταξύ των νεοφανών τούτων Οσίων διαλάμπει ως εωθινός και αρτιφανής αστήρ η Οσία μήτηρ Μεθοδία, η θεοφόρος θεράπαινα του Κυρίου, το σκεύος του Αγίου Πνεύματος, η υποτύπωσις της καθαράς ζωής, το αμάραντον άνθος της νήσου Κιμώλου, το ευωδιάσαν δια της ευωδίας των αρετών της τας Κυκλάδας νήσους· διότι γενομένη «ευωδία Χριστού», ως λέγει ο θείος Παύλος, δια της εναρέτου ζωής της, εις πάντας τους θέλοντας να σωθούν, υπήρξε τω όντι «οσμή ζωής εις ζωήν» (Β΄ Κορ. β, 16). Αύτη, λοιπόν, η Οσία και πανεύφημος μήτηρ ημών Μεθοδία εβλάστησεν εκ ρίζης ευσεβούς και αγαθής ως αειθαλής βλαστός και εύκαρπος εις την νήσον Κίμωλον, γεννηθείσα κατά το έτος 1865 τη 16η Νοεμβρίου εκ γονέων ευσεβών και φοβουμένων τον Θεόν. Ο πατήρ αυτής εκαλείτο Ιάκωβος, η δε μήτηρ Μαρία, έχοντες επίθετον Σάρδη. Ούτοι είχον τρεις υιούς και πέντε θυγατέρας. Εξ αυτών η Δευτέρα ήτο η Ειρήνη, η μετέπειτα Μεθοδία, η Οσία του Χριστού νύμφη, ήτις ολοψύχως ηγάπησεν αυτόν και μετά πίστεως θερμοτάτης εξεπλήρωσε τας αγίας αυτού εντολάς. Από νεαράς ηλικίας εφαίνετο η μακαρία οποία έμελλε μετά ταύτα να αποβή, και οποίους καρπούς θα αποφέρη εν τη Αγία του Χριστού Εκκλησία, ως άλλη ελαία κατάκαρπος. Διότι απεστρέφετο και απέφευγε δι’ όλων της των δυνάμεων κάθε τι δυνάμενον να βλάψη την ψυχήν και ενεκολπούτο τα καλά και ωφέλιμα, και τα χρηστά και αγνά ήθη και τας αγίας και πνευματικάς συναναστροφάς, δια μέσου των οποίων εφωτίζετο η ψυχή της και εθερμαίνετο η καρδία της προς θείον έρωτα. Ήτο σεμνοτάτη και πλήρης φρονήσεως και θείου φόβου, αγαπώσα θερμώς την Εκκλησίαν, εις την οποίαν τακτικώς εις κάθε ευκαιρίαν εφοίτα, μετά πάσης ευλαβείας και κατανύξεως. Ούτως ανατραφείσα η Οσία «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφ. στ, 4) ήλθεν εις νόμιμον ηλικίαν, καθ’ ην απέβλεπε και εσκόπει να αφιερωθή εξ ολοκλήρου εις τον Θεόν, αλλ’ οι γονείς της ηθέλησαν να την υπανδρεύσουν, καίτοι αύτη είχεν άλλας σκέψεις και αποφάσεις. Δια να μη λυπήση όμως τους γονείς της, υπήκουσεν εις την θέλησιν αυτών και έλαβε σύζυγον εκ Χίου καταγόμενον και ναυτικόν το επάγγελμα. 
Καίτοι η Μεθοδία ήλθεν εις κοινωνίαν γάμου, ουδόλως εμαράνθη ο ζήλος και η θερμή αγάπη της προς τον ουράνιον νυμφίον Χριστόν, αλλ’ έτι μάλλον ήναπτεν εις την ψυχήν της ο θείος έρως, και ηκολούθει την ιδίαν ως και πρότερον ζωήν, όσον βεβαίως ηδύνατο, παρακαλούσα θερμώς τον Κύριον να την αξιώση του ποθουμένου και να αφιερωθή εντελώς εις Αυτόν, ως η Χάρις του ευδοκήση, διότι τα πάντα ανέθεσεν εις το θέλημα του Κυρίου, ο δε Κύριος ποιεί το «θέλημα των φοβουμένων αυτόν» (Ψαλμ. ρμδ, 19), κατά τον Προφητάνακτα. Επολιτεύετο, λοιπόν, η μακαρία Μεθοδία Ευαγγελικήν και σώφρονα πολιτείαν, και υπετάσσετο όλη ψυχή και διανοία εις το θείον θέλημα. Ο σύζυγος αυτής ναυαγήσας εις τι ταξείδιον εις τας ακτάς της Μικράς Ασίας, δεν επανήλθεν εις Κίμωλον. Απολέσασα τον σύζυγόν αυτής η Οσία και απαλλαγείσα πάσης φροντίδος, απεφάσισε πλέον να εκπληρώση την πρώτην αυτής επιθυμίαν και να αφιερωθή τελείως εις τον Θεόν, απαρνουμένη κόσμον και πάντα τα του κόσμου πράγματα. Ταύτα μελετώσα νυχθημερόν και παρακινουμένη έτι περισσότερον προς την αγγελικήν, κατά την επιθυμίαν της, ζωήν, υπό του επί αγιότητι βίου διακριθέντος Ιερέως Γεωργίου Νικολάου Λογοθέτου, ανεφλέχθη υπό του πυρός της θείας αγάπης· και εγκαταλείψασα τα πάντα και μακρύνασα πάσης κοσμικής σχέσεως, ήρεν επ’ ώμων τον χρηστόν και ελαφρόν του Κυρίου ζυγόν, ενδυθείσα το μοναχικόν σχήμα. Εκάρη δε Μοναχή εν τω Ιερώ και περικαλλεί Ναώ της Παναγίας «Οδηγητρίας» Κιμώλου, υπό του τότε Αρχιεπισκόπου Σύρου Μεθοδίου μετονομασθείσα αντί Ειρήνης Μεδοδία. Ανεκλάλητον χαράν ησθάνθη η μακαρία εις την ψυχήν της, διότι ηξιώθη και έτυχεν εκείνου, του οποίου από νεαράς ηλικίας ολοψύχως επεθύμει και εδόξαζε τον ουράνιον αυτής νυμφίον Χριστόν, όστις την ηξίωσε να άρη τον Σταυρόν αυτού και να ακολουθήση την καθαράν και απηλλαγμένην φροντίδων υλικών ασκητικήν ζωήν. Γενομένη, λοιπόν, Μοναχή η Οσία και ακολουθήσασα τον Κύριον εξ όλης καρδίας και διανοίας και ισχύος, επεδόθη μετά πολλού ζήλου και ακαταβλήτου και ζεούσης προθυμίας εις τους ασκητικούς αγώνας, δια μέσου των οποίων ενέκρωσε την σάρκα «συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» (Γαλ. ε, 24) και εβάδιζεν αμεταστρεπτί μετά συνέσεως και σοφίας «την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, την απάγουσαν εις ζωήν αιώνιον». Δια να απαλλαγή δε τελείως από πάσης συναφείας και συναναστροφής ματαίας του κόσμου, δυναμένης να αποσπάση τον νουν αυτής από την θεωρίαν και μελέτην των ουρανίων πραγμάτων, ενεκλείσθη εις τι μικρόν κελλίον ευρισκόμενον «εις το Στιάδι» εντός του «Μέσα Κάστρου» της Κιμώλου παρά τον Ιερόν Ναόν της Γεννήσεως του Κυρίου, ένθα και διετέλει κατά το πλείστον έγκλειστος, περιστέλλουσα εαυτήν εκ των ματαίων και φθαρτών και αναγομένη εις υψηλοτέρας πνευματικάς αναβάσεις. Εξήρχετο δε του κελλίου της εν μεγάλη ανάγκη, όταν την εκάλει η αγάπη και το συμφέρον και η ωφέλεια του πλησίον, διότι, πλέον του εαυτής, το του πλησίον εζήτει η Οσία, κατά την Αποστολικήν παραγγελίαν. Αλλ’ οποίους αγώνας διετέλεσεν ενταύθα η μακαρία Μεθοδία! Αδυνατεί πράγματι να διηγηθή τις τους καμάτους της εγκλείστου και ισαγγέλου ζωής της, την άσκησιν, την νηστείαν, την αγρυπνίαν, τα δάκρυα, την αδιάλειπτον προσευχήν. 
Εκοιμάτο ολίγον δια την ανάγκην του σώματος επί ξυλίνου κραββάτου άνευ στρώματος, το δε υπόλοιπον μέρος της νυκτός προσηύχετο μετά θερμών δακρύων και κατανύξεως προς τον γλυκύτατον αυτής νυμφίον Χριστόν, του οποίου το κάλλος και την ωραιότητα φανταζομένη με τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής, ανεφλέγετο προς την αγάπην αυτού· το δε φαγητόν της ήτο λιτότατον. Καθ’ όλας τας ημέρας της εβδομάδος ενήστευεν αυστηρώς, πλην του Σαββάτου και της Κυριακής, ότε και μετελάμβανε των Αχράντων Μυστηρίων και επληρούτο η καρδία αυτής ανεκφράστου πνευματικής χαράς. Πλείστοι ευσεβείς προσέφερον εις αυτήν τροφάς διαφόρους και ενδύματα, αλλ’ η Οσία διένεμεν αυτά εις τους έχοντας ανάγκην πτωχούς και ασθενείς. Καθ’ όλην την αγίαν και Μεγάλην Τεσσαρακοστήν διετέλει έγκλειστος και δεν εδέχετο ουδένα εις επίσκεψιν, επιδιδομένη καθ’ ολοκληρίαν εις προσευχάς και πνευματικάς μελέτας. Μόνον εκ τινος θυριδίου του κελλίου της ήρχετο ενίοτε εις επικοινωνίαν μετά των έξω και έδιδεν εις τους ζητούντας «ευλογημένον έλαιον» εκ της ακοιμήτου κανδήλας του κελλίου της, το οποίον ελάμβανον μετά πίστεως οι Κιμώλιοι και εχρησιμοποίουν εις ποικιλοτρόπως πάσχοντας, προς θεραπείαν και απαλλαγήν πάσης νόσου και δεινής περιστάσεως. Η ενάρετος αύτη και αγία πολιτεία της ενθεωτάτης Μεθοδίας ήτο εικών και απομίμησις της ισαγγέλου ζωής των παλαιών Οσίων ανδρών και γυναικών, των οποίων τας αρετάς και τον ένθεον ζήλον εμιμείτο και εφαίνετο όλη θεόληπτος και ουρανόφρων, τα άνω ζητούσα και προς αυτά και μόνον κατευθύνουσα όλα τα κινήματα της ψυχής της και όλα τα διαβήματα και την πορείαν της αγίας ζωής της και καθ’ εκάστην μελέτην είχε τον νόμον του Θεού και τα θεία δικαιώματα, τα φωτίζοντα τον νουν και γλυκαίνοντα την καρδίαν και τρόπον τινά ποιούντα τον άνθρωπον μετά σαρκός άσαρκον και άγγελον επίγειον και όλον ενθεώτατον και θεοφώτιστον, «πεπληρωμένον καρπών δικαιοσύνης» (Φιλιπ. α, 11), οία ήτο και η μακαρία Μεθοδία. Δια της πρακτικής αρετής και των πνευματικών αγώνων της κατά Χριστόν πολιτείας ενέκρωσε τελείως την σάρκα και απέρριψε παν υλικόν και γήϊνον φρόνημα και «πάσαν εν τω νοϊ υλώδη έμφασιν» και ανήλθεν εις την τελειοτέραν αρετήν, την θεωρίαν των αϋλων, ήτις έχει ως βάσιν την πρακτικήν και κραταιάν συνεργόν, την αδιάλειπτον νοεράν προσευχήν, συνεργούσης της θείας Χάριτος. Δια ταύτης της αρετής εκαθάρισε την ψυχήν και την καρδίαν και εφωτίσθη υπό του φωτισμού του Παναγίου Πνεύματος, του ενοικούντος εν καθαραίς καρδίαις και έφθασεν εις μέτρον απαθείας και τελειότητος, διελθούσα μετά συνέσεως και φόβου Θεού τους μακαρισμούς του Κυρίου, γενομένη εντεύθεν μακαρία και θεοειδής, κατά την θείαν υπόσχεσιν. Φθάσασα η θεόφρων Μεθοδία εις την μακαρίαν ταύτην κατάστασιν και «ζώσα εν Χριστώ» πλέον και φωτιζομένη υπό των ελλάμψεων της θείας Χάριτος, έγινε σκεύος εκλεκτόν και εύχρηστον των αρετών, στυλογραφία και τύπος καλών έργων «εν λόγω, εν αναστροφή, εν αγάπη, εν πνεύματι, εν πίστει, εν αγνεία» (Α΄ Τιμόθ. δ, 12). Άλλη ελαία δαβιτικώς κατάκαρπος των ουρανίων καρπών, «φως και άλας» του πλησίον, κατά το θείον Ευαγγέλιον. Και εν ενί λόγω, εδείχθη αληθής διδάσκαλος μετανοίας και ευσεβείας και πάσης καλής και θεοφιλούς πράξεως εις την πατρίδα αυτής Κίμωλον, την οποίαν τοσούτον ελάμπρυνε δια της εναρέτου ζωής και ποικιλοτρόπως ωφέλησε δια «του λόγου της Χάριτος» και πολύ περισσότερον δια του αγίου παραδείγματός της, διότι «και λαλούσα και σιγώσα» προυξένει ωφέλειαν. 
Η φήμη της αγγελικής αυτής πολιτείας διεδόθη πολύ ταχέως, όχι μόνον εν Κιμώλω, αλλά και εις τας πέριξ νήσους, και πολλαί γυναίκες, διότι μόνον γυναίκας εδέχετο, ακούουσαι και μανθάνουσαι τα κατ’ αυτήν, έτρεχον εις το ασκητήριόν της, το οποίον κατέστη ήδη πνευματικόν διδασκαλείον, δια να εύρουν πνευματικήν ωφέλειαν και ανακούφησιν εις τας ψυχικάς ανωμαλίας και λοιπάς πικρίας του βίου. Αι προσερχόμεναι εις την Οσίαν εύρισκον ό,τι επόθουν, ανακουφιζόμεναι και κατά την ψυχήν και κατά το σώμα. Η Οσία εδίδασκεν αυτάς την αποχήν της αμαρτίας, τα θεάριστα έργα της μετανοίας, τα χρηστά και σεμνά ήθη και λοιπά χριστιανικά καθήκοντα, την προς αλλήλους αγάπην, την υπομονήν και καρτερίαν εις τας θλίψεις και εν ενί λόγω, «όσα εστίν αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα» (Φιλιπ. δ, 8) και πάσαν άλλην αρετήν. Ο λόγος της Οσίας ήτο, κατά τον Ησαϊαν, «δρόσος και ίαμα» εις τας ασθενούσας ψυχάς, θεραπεύων και δροσίζων τους επιθυμούντας την θεραπείαν «και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν» (Εβρ.  δ, 12), ως λέγει ο θείος Παύλος, εις τους σκληροκαρδίους και δυσπειθείς. Πολλοί δε ζώντες άτακτον και αμαρτωλόν βίον, και μάλιστα ναυτικοί, μετέβαλον ζωήν και μετενόησαν ειλικρινώς, μεταβληθέντες δια του λόγου και του παραδείγματος της Μεθοδίας και επέστρεψαν εξ οδού απωλείας εις το «λατρεύειν αυτώ (τω Θεώ) εν οσιότητι και δικαιοσύνη» (Λουκά α, 74-75). Αι εκάστοτε προστρέχουσαι εις το ασκητήριον της Οσίας μητρός – και αύται ήσαν πολλαί γυναίκες – επέστρεφον εις τα ίδια μεταβεβλημέναι τελείως, «από παλαιού εις καινόν άνθρωπον» και ηλλοιωμέναι «υην θείαν αλλοίωσιν» πλήρεις θάρρους και πίστεως και αγάπης προς τον Χριστόν, διηγούμεναι όσα είδον και ήκουσαν ωφέλιμα και σωτήρια «ρήματα ζωής αιωνίου» (Ιωάν. στ, 68). Δια της καθαρωτάτης και ουρανίου πολιτείας της η Μεθοδία, δια της οποίας ευηρέστησε και εδόξασε τον Θεόν, ηξιώθη, πλην της ανωτέρω Χάριτος, να τελή και θαύματα προς δόξαν Χριστού, εις τους μετά πίστεως ζητούντας παρ’ αυτής βοήθειαν εις διαφόρους ανάγκας και περιστάσεις, εκ των οποίων σημειούμεν και τινα, τα εξής: Γεωργός τις Κιμώλιος είχεν όγκον εις τον λαιμόν. Κατέφυγε μετά θερμής πίστεως εις την Οσίαν, ήτις προσευχηθείσα εσημείωσεν επί του πάθους τον τύπον του Τιμίου Σταυρού, και έδωκε συγχρόνως εις τον ασθενή να πίη το έλαιον της ακοιμήτου κανδήλας του ασκητηρίου της. Ο πάσχων ιάθη τελείως δοξάζων τον Θεόν. Η του Κιμωλίου Βασιλείου Λογοθέτου γυνή Αλεξάνδρα, στείρα ούσα, κατέφυγεν εις την Οσίαν Μεθοδίαν, παρακαλούσα θερμώς αυτήν να προσευχηθή δια να συλλάβη τέκνον. 
Η Οσία Μήτηρ προσηυχήθη προς Κύριον και η πρώην άγονος και στείρα γυνή συνέλαβε και έτεκε δοξάζουσα και αύτη τον Χριστόν επί τω γεγονότι θαύματι. Η Αικατερίνη Γ. Λογοθέτου, κατοικούσα εις το «Κάστρον», έναντι του ασκητηρίου της Οσίας, ησθένησε βαρέως. Η Οσία Μήτηρ επεσκέφθη την ασθενούσαν γυναίκα, την οποίαν δια των προσευχών της και του ελαίου της κανδήλας του ασκητηρίου της παραδόξως εθεράπευσε. Γυνή τις Κιμωλία είχεν όγκον εις το στήθος. Ακούσασα δια την Χάριν, την οποίαν έλαβεν η Οσία παρά Κυρίου, προσέτρεξεν εις αυτήν μετά πίστεως και εθεραπεύθη τελείως δια των προσευχών της Οσίας Μητρός και του ηγιασμένου ελαίου. Ο Ιερεύς Γεώργιος Ν. Λογοθέτης ησθένησε βαρέως και εκινδύνευσεν. Η Οσία Μήτηρ του έστειλε «σταύρωμα» εκ του ηγιασμένου ελαίου της ακοιμήτου κανδήλας της. Ήλειψαν δια τούτου τον βαρέως ασθενούντα, όστις και ιάθη. Τοιαύται αι αρεταί και τα κατορθώματα της Οσίας Μεθοδίας και η δοθείσα εις αυτήν παρά Κυρίου Χάρις και μερική ανταπόδοσις, διότι το τέλειον της ανταμοιβής θα λάβουν οι Άγιοι εν τη Δευτέρα του Σωτήρος παρουσία, μετά την παγκόσμιον εξανάστασιν. Ηρνήθη τον κόσμον και τας προσκαίρους ηδονάς και απολαύσεις και ενυμφεύθη τον ουράνιον Νυμφίον Χριστόν, τον οποίον τόσον ηγάπησε και τας εντολάς αυτού εξεπλήρωσεν. Εβάδισε την στενήν και τεθλιμμένην του Ευαγγελίου οδόν εις τον παρόντα κόσμον και εδόξασε τον Κύριον της δόξης δια της αγίας αυτής ζωής, δια τούτο και αξίως παρ’ αυτού εδοξάσθη. «Τους δοξάζοντάς με δοξάσω, λέγει Κύριος» (Α΄ Βασ. β, 30). Εφύλαξεν ακηλίδωτον και αμόλυντον το κατ’ εικόνα θείαν και ομοίωσιν και ηξιώθη να τρυγήση εκείνο το οποίον επεθύμησε και του οποίου δεν ηξιώθη η Εύα, απατηθείσα υπό του εχθρού, ήτοι τον καρπόν της αιωνίας ζωής και της ανεκφράστου θεώσεως. Τοιουτοτρόπως ζώσα και πολιτευομένη η μακαρία Μεθοδία και «την νέκρωσιν του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι» (Β΄ Κορ. δ, 10) περιφέρουσα και πανταχού εκπέμπουσα τας πνευματικάς αυτής ακτινοβολίας εδείχθη εις την νήσον Κίμωλον πραγματική ευλογία Θεού και επίσκεψις θεία, παρηγορούσα τους θλιβομένους και στενοχωρουμένους, νουθετούσα τους ατάκτους και υποδεικνύουσα εις ένα έκαστον την οδόν του Ευαγγελίου και της αιωνίου σωτηρίας, δια την οποίαν έχυσεν επί του Σταυρού το πανάγιον αίμα Του ο Υιός του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Έχαιρον δε οι ευσεβείς Κιμώλιοι «χαράν μεγάλην» (Ματθ. β,10) βλέποντες και ακούοντες την αγγελικήν ζωήν και τας εναρέτους πράξεις της Οσίας και την εκ τούτου προσγινομένην ωφέλειαν και πνευματικήν ανάπλασιν εις την νήσον των. Διότι η Κίμωλος κατά τας ημέρας εκείνας, καθ’ ας διέπρεπεν η Οσία, είδεν «ημέρας αγαθάς» (Α΄ Πέτρου γ, 10) και «πνευματικής αγαλλιάσεως» κατά την θείαν έκφρασιν. Ούτως ηγωνίσθη οσίως η Οσία Μεθοδία τον καλόν της αρετής και ασκήσεως αγώνα, και ούτω διήλθε και ηνάλωσε την ζωήν της προς δόξαν Θεού και ωφέλειαν του πλησίον, εκπληρώσασα τον επί γης προορισμόν της. Εκοιμήθη δε οσίως εν Κυρίω τη 5η Οκτωβρίου, εν ημέρα Κυριακή, του σωτηρίου έτους 1908, άγουσα το 43ον έτος της ηλικίας της και συνηριθμήθη εις την χορείαν των απ’ αιώνος Οσίων, επί τα ίχνη των οποίων ηκολούθησε και την άσκησιν μετά θερμού ζήλου εμιμήθη. 
Την επαύριον δε του θανάτου αυτής παρετηρήθη ότι αι χείρες της δεν είχον καταστή άκαμπτοι και σκληραί ως συμβαίνει εις τα νεκρά σώματα, αλλά παραδόξως διετηρούντο ευλύγιστοι, καθώς και το λοιπόν σώμα, ως να ήτο ζώσα η μακαρία. Όθεν διαδραμούσης της φήμης καθ’ άπασαν την νήσον Κίμωλον συνέρρευσαν άπαντες, άνδρες, γυναίκες και παιδία και ενεταφίασαν ευλαβώς και εντίμως το πανέντιμον και ιερώτατον εκείνο λείψανον. Γενομένης δε μετά ταύτα ανακομιδής ανεκομίσθησαν τα τίμια αυτής λείψανα και εναπετέθησαν εις τον εν Κιμώλω Ιερόν Ναόν του Αγίου Σπυρίδωνος και των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Αλλ’ ω Πανοσία και θεοφόρε Μήτερ Μεθοδία, ως εν τω αφθάρτω Νυμφώνι της αιωνίου ζωής, εν ταις λαμπρότησι των Αγίων χορεύουσα και αγαλλομένη, δεόμεθά σου και παρακαλούμεν σε, μη παύση πρεσβεύουσα προς Κύριον υπέρ των ευσεβών συμπολιτών σου Κιμωλίων, και πάντων των τιμώντων την μνήμην σου ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών, ίνα απαλλαττώμεθα πάσης οργής, ανάγκης και θλίψεως· σκέπε δε πάντοτε και φύλαττε εκ παντός κινδύνου την τε πατρίδα σου Κίμωλον, την αγιασθείσαν υπό των ασκητικών σου ιδρώτων και καυχωμένην εν σοι πάντοτε, και άπασαν την Ορθόδοξον ημών πατρίδα, την Ελλάδα. Αμήν.

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2019

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΡΙΨΙΜΙΑΣ, ΓΑΪΑΝΗΣ και των συν αυταίς ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΡΩΝ, τον αριθμόν τριάκοντα δύο.



site analysis

Τη ΚΗ΄ (30η) Σεπτεμβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΡΙΨΙΜΙΑΣ, ΓΑΪΑΝΗΣ και των συν αυταίς ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΡΩΝ, τον αριθμόν τριάκοντα δύο.

Ριψιμία, Γαϊανή και αι συν αυταίς αθλήσασαι Άγιαι Παρθένοι και μονάζουσαι Γυναίκες ήσαν κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού, εν έτει 292. Προεστώσα δε τούτων και Καθηγουμένη ήτο η Γαϊανή. Όταν δε έμελλεν ο Διοκλητιανός να συζευχθή, μαθών ότι η Ριψιμία ήτο ωραιοτάτη και περικαλλεστάτη, πέμψας ανθρώπους έκαμεν εις αυτήν λόγους περί γάμων. Η δε Αγία, αγαπώσα θερμώς την παρθενίαν, φεύγει κρυφίως μαζί με την Καθηγουμένην Γαϊανήν και με άλλας παρθένους, τον αριθμόν εβδομήκοντα, αίτινες φθάσασαι εις την πόλιν της Αρμενίας Αραράτ, εκεί εκρύπτοντο μέσα εις τινας ληνούς.
Ο Διοκλητιανός λοιπόν, μη δυνάμενος να ησυχάση από τον έρωτα της Ριψιμίας, και μαθών περί αυτής ότι έφυγε, γράφει εις τον βασιλέα της Αρμενίας Τιριδάτην, ζητών από αυτόν να στείλη την Ριψιδίαν ή, αν θέλη, να την λάβη αυτός εις γυναίκα του. Ο δε Τιριδάτης ερευνήσας και μαθών από εκείνους, οι οποίοι είδον αυτήν, πόσον ήτο ωραία και εύμορφος, παρευθύς και αυτός ηχμαλωτίσθη από τον προς αυτήν έρωτα. Όθεν έστειλεν εις αυτήν φορέματα βασιλικά, ίνα φορέσασα ταύτα έλθη προς αυτόν. Η δε Αγία ουδέ να ακούση ήθελε το τοιούτον, αλλά μόνον κατεγίνετο εις την προς τον Θεόν προσευχήν. Όθεν εις τον τόπον εις τον οποίον ευρίσκοντο αι παρθένοι αιφνιδίως έγινε μία φοβερά βροντή. Και μετά της βροντής ηκούσθη και μία θεϊκή φωνή, η οποία ενεδυνάμωσε τας παρθένους τόσον, ώστε αυταί μεν έλαβον εκ ταύτης μεγάλον θάρρος, πολλοί δε από τους απίστους, τους απεσταλμένους δηλαδή υπό του Τριδάτου, έμειναν άφωνοι, εκπλαγέντες δια το αιφνίδιον της βροντής· άλλοι δε πεσόντες από τους ίππους, και υπ’ αυτών καταπατηθέντες, εθανατώθησαν. Ο δε Τιριδάτης, ταύτα μαθών, δεν ήλθεν εις συναίσθησιν, μεθύων από τον έρωτα. Δια τούτο και βιαστικώς έφερεν εις τα βασίλεια την παρθένον, εμβάς δε εις τον κοιτώνα, με παντοίους τρόπους εκολάκευε και παρεκίνει την Οσίαν να κλίνη εις τον σκοπόν του· η δε γία κατήσχυνεν αυτόν και άφθορος έμεινε με την του Χριστού δύναμιν. Αλλ’ ο Τιριδάτης, μη υποφέρων τον σατανικόν έρωτα, επρόσταξε να έλθη η Καθηγουμένη Γαϊανή και να συμβουλεύση την Ριψιμίαν, ίνα πεισθή εις την κακήν γνώμην του. Παρασταθείσα δε έμπροσθέν του η Γαϊανή, έκαμεν όλως το εναντίον, παρακινούσα την Ριψιμίαν και ενισχύουσα αυτήν εις το να αντισταθή ανδρείως, και να μη κλίνη εις την βίαν του βασιλέως. Τούτου ένεκα προστάττει ο βασιλεύς να κτυπήσωσι με πέτρας τους οδόντας της Γαϊανής και να τους θραύσωσιν, ούτω δε να στείλωσιν αυτήν εξόριστον εις μακρινόν τόπον. Ο βασιλεύς λοιπόν, επειδή απέτυχε του ποθουμένου, εκυλίετο κατά γης από τον ακράτητον έρωτα. Η δε αοίδιμος Ριψιμία, εξελθούσα νικήτρια από το παλάτιον, όταν εγένετο νυξ, επήγεν εις τας άλλας συμπαρθένους. Και παραλαβούσα αυτάς, μεταβαίνει εις άλλον τόπον, εκεί πλησίον ευρισκόμενον, ένθα ισταμένη προσηύχετο. Αφού δε παρήλθεν ολίγη ώρα της νυκτός, ιδού και έρχεται εις τας παρθένους ο του βασιλέως αρχιμάγειρος, ομού με πολλούς δορυφόρους, κρατούντες λαμπάδας πολλάς. Και ευθύς αρπάζουσι την Ριψιμίαν, και δέσαντες οπίσω τας χείρας της κόπτουσι την γλώσσαν της. Έπειτα απλώνουσιν αυτήν επάνω εις ξύλα όρθια και την κατακαίουσι με λαμπάδας. Είτα σχίζουσι την κοιλίαν της με ξύλον οξύτατον, και εκχύνουσι κατά γης τα σπλάγχνα της. Επειδή δε ακόμη ολίγον εσπάραττεν η Αγία, εξορύττουσι και τους οφθαλμούς της. Τέλος όλον το σώμα της κατακόπτουσιν εις λεπτά τεμάχια και ούτως η σωφρονεστάτη Ριψιμία μεταβαίνει παρθένος και άφθορος προς ον επόθησε Νυμφίον Χριστόν. Μετ’ αυτής εφονεύθησαν και άνδρες Χριστιανοί εβδομήκοντα. Επειδή δε τριακονταδύο συμπαρθένοι Μοναχαί επήγαν να συνάξωσι τα λείψανα της Αγίας, δια τούτο γνωρισθείσαι από τους ασεβείς ξίφει τας κεφαλάς απετμήθησαν. Την δε μακαρίαν Γαϊανήν, ομού και άλλας δύο παρθένους, ρίψαντες κατά γης, ετέντωσαν τας χείρας και τους πόδας των και ετρύπησαν τους αστραγάλους των. Έπειτα φουσκώσαντες αυτάς ως ασκούς δια μέσου τινών συρίγγων, εξέδαραν όλον το δέρμα του σώματός των και έκοψαν τας γλώσσας των. Μετά ταύτα έσχισαν τας κοιλίας των με πέτρας και με σιδηρά όργανα, και έδειξαν έμπροσθέν των κεχυμένα όλα των τα εντόσθια. Τελευταίον δε ξίφει τας κεφαλάς των απέκοψαν, και ούτως έλαβον αι μακάριαι της αθλήσεως τους στεφάνους. Εις τιμήν δε των πρθένων τούτων τρεις Ναούς έκτισεν ύστερον ο της μεγάλης Αρμενίας Γρηγόριος και άλλοι δε Ναοί τούτων εκτίσθησαν εφεξής εις διάφορα μέρη της Αρμενίας. 

Τη Δ΄ (4η) του αυτού μηνός Οκτωβρίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΔΟΜΝΙΝΗΣ και των θυγατέρων αυτής ΒΕΡΙΝΗΣ και ΠΡΟΣΔΟΚΗΣ.



site analysis

Δομνίνη η Αγία Μάρτυς και αι θυγατέρες αυτής Βερίνη και Προσδόκη τρωθείσαι από τον ένθεον ζήλον και τον του Θεού έρωτα, αφήκαν οικίας και συγγενείς και μετέβησαν εις την πόλιν Έδεσσαν. Καθ’ ον δε χρόνον διέτριβον εκεί, έρχεται αιφνιδίως ο ανήρ της Βερίνης και ο πατήρ της, ειδωλολάτραι όντες, ομού με άλλους στρατιώτας, και συλλαβόντες αυτάς τας ωδήγησαν εις την Ιεράπολιν, παρά την οποίαν ρέει εις ποταμός· ότε δε οι στρατιώται έτρωγον και εμέθυον, αι Άγιαι αύται κρυφίως φεύγουσαι και προσευξάμεναι εις τον Θεόν, εμβήκαν εις τον ποταμόν και αφήκαν εαυτάς εις τα ρεύματα του ποταμού. Και ούτως ετελειώθησαν αι μακάριαι δια του πνιγμού εν τω ύδατι.

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2019

Το γράμμα που έστειλε σε μια εφημερίδα μια γιαγιά, μέσα από το γηρικομείο που μένει...



site analysis

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο
(Μια γιαγιά στέλνει σε μια εφημερίδα ένα θλιβερό γράμμα γραμμένο μέσα από ένα γηροκομείο)
Αυτό το γράμμα αντιπροσωπεύει τον απολογισμό της ζωής μου..
Είμαι 82 ετών..
Δεν έχω πια σπίτι..
Δεν έχω κανένα από τα αγαπημένα μου αντικείμενα..
Δεν έχω κανένα από τα αγαπημένα μου πρόσωπα..
Έχω μόνο κάποιον που απλά μου καθαρίζει το δωμάτιο..
Φτιάχνει το κρεβάτι μου..
Φροντίζει το φαγητό μου..
Ελέγχει την πίεση μου..
Δεν έχω πια τα εγγόνια μου..
Δεν έχω το γέλιο τους..
Δεν μπορώ πια να τα βλέπω να μεγαλώνουν..
Κάποια από αυτά έρχονται κατά καιρούς και με επισκέπτονται..
Όχι συχνά..
Δεν ξέρω πόσο θα παραμείνω..
Δεν ξέρω πόσο θα αντέξω σε αυτή τη μοναξιά..
Όταν μένω μόνη κοιτάζω τις φωτογραφίες της οικογένειας μου..
Κι αυτό είναι όλο που έχω..

Ελπίζω οι επόμενες γενιές να καταλάβουν πως η οικογένεια χτίζει το αύριο των ανθρώπων..
Και πως έρχεται η στιγμή που και οι γονείς έχουν ανάγκη τη φροντίδα και την αγάπη μας ειδικά βαδίζοντας στο τέλος της ζωής τους..
Μην τους καταδικάζετε σε μοναξιά..
Μην τους ξεπληρώνετε έτσι όλα όσα έκαναν για εσάς..
Δεν ζητούν πολλά για να είναι ευτυχισμένοι...

Νεοφώτιστη χριστιανή βρήκε τον Θεό με σανίδα σωτηρίας τον καρκίνο!



site analysis


H 52χρονη Πορφυρία από την Αλβανία μιλά για την απόφασή της να βαπτιστεί ορθόδοξη, για το σκοτεινό μονοπάτι της χωρίς πίστη ζωής της και την αρρώστια, που τελικά την έκανε ακόμα πιο δυνατή...

H Πορφυρία προέρχεται από την Αλβανία, είναι νεοφώτιστη χριστιανή, έζησε αρκετά χρόνια στην Ελλάδα, αγαπούσε από πάντα τον Χριστό και ήρθε η ευλογημένη στιγμή που βαπτίστηκε και πήρε το όνομα Πορφυρία, από αγάπη για τον Άγιο Πορφύριο. Διάφορες δυσκολίες όμως την ανάγκασαν για δεύτερη φορά να ζήσει ως μετανάστης και τώρα ζει με την οικογένειά της στη Γερμανία. Την συναντήσαμε στην Ελλάδα και μας μίλησε με την ζεστασιά του αληθινού χριστιανού που αναστατώθηκε από το χάδι του Θεού. Διηγήθηκε χωρίς ψεύτικη ταπείνωση την πορεία της στο σκοτεινό μονοπάτι τής χωρίς Θεό ζωής και της αρρώστιας που διάβηκε. Μα και την έξοδό της στο ξέφωτο απ’ όπου ανέπνευσε και χάρηκε χωρίς ίχνος έπαρσης, λες και μιλούσε για τον θρίαμβο μιας άλλης γυναίκας. 


«Χαίρομαι που βρίσκομαι στην Ελλάδα μετά από τρία χρόνια. Θα προσπαθήσω να τα πω όπως τα ένιωσε η ψυχή μου. Και να μιλήσω έστω και σε λίγους που έχουν τις ίδιες εμπειρίες με εμένα και να τους δώσω κουράγιο. Δεν θέλω να μιλήσω για δικές μου εμπειρίες, αλλά να δοξάσω τον Θεό για όλα όσα μου έδωσε. Θέλω να με αξιώσει ο Θεός, να εκφράσω αυτή την αγάπη και ευγνωμοσύνη που έχω, να την ακούσουν και οι άλλοι. Ξέρετε είναι όμορφα όταν μιλάμε και συμπαραστεκόμαστε όσο μπορούμε σε ανθρώπους που έχουν καρκίνο, αλλά είναι πολύ διαφορετικό όταν περνάς εσύ ο ίδιος από τη φωτιά και θέλεις να μιλήσεις μέσα από την προσωπική σου εμπειρία. Η κοινή εμπειρία λέει πολλά πράγματα. Αρρώστησα που λέτε από καρκίνο για δεύτερη φορά. Την πρώτη φορά είχα αρρωστήσει στα 32 μου. Ενώ λοιπόν μου ήταν γνώριμο τρόμαξα πάρα πολύ. Θυμάμαι την πρώτη ημέρα που πήγα να κάνω την πρώτη χημειοθεραπεία. Είχε φωλιάσει μέσα μου, ένα παράπονο, μια θλίψη, γιατί ήξερα το δρόμο και δεν ήθελα να τον περάσω ξανά. Εκείνη την ημέρα ένιωθα σαν τους ανθρώπους που έχουν καταδικαστεί σε θάνατο και βρίσκονται λίγο πριν την εκτέλεσή τους. Αυτή την αίσθηση είχα όταν άρχισε να ρέει σιγά σιγά το φάρμακο στο αίμα μου. Εκείνη τη στιγμή, δεν θα το κρύψω, με πιάσανε δάκρυα». 

Μπροστά σε αυτό τον πόνο δεν μπορείς παρά να σταθείς με απόλυτο σεβασμό και με αυτό το αίσθημα της θέσαμε το ερώτημα αν ένιωσε εγκατάλειψη από τον Θεό… 


«Παρόλο τον πόνο, τη θλίψη και τη συντριβή μου με την επιστροφή της αρρώστιας μου δεν βλασφήμησα. Δεν ένιωθα ότι με εγκατέλειψε ο Θεός ή ότι μου έδωσε μια τιμωρία. Με τη χάρη του Θεού πολύ γρήγορα συνήλθα. Κι ενώ ένιωθα σαν να με εκτελούν, ταυτόχρονα σκεφτόμουν ότι το δυνατό φάρμακο, θα το κάνει νεράκι ο Χριστός. Αυτό το δηλητήριο που θα έμπαινε στο αίμα μου, αν δεν ήταν για καλό μου, ο Ιησούς θα το έκανε νεράκι. Μέχρι εκεί ήταν το παράπονό μου και ο πόνος μου, αλλά όχι απέναντι στον Θεό». 

Όσα μας ιστορούσε η Πορφυρία ήταν απλά ειπωμένα. Διακρίναμε επίσης την ευγενική πρόοδο που κάνει η ψυχή μέσα από τον πόνο, ώστε να επιθυμεί να μεταδώσει την γνώση που σκληρά απέκτησε και να γίνει ιεραπόστολος του πόνου στους ομοίους της. 


«Μετά τον καρκίνο άρχισα να ψάχνω τον εαυτό μου. Είχα διαβάσει για τον γέροντα Παΐσιο αρκετά και επίσης για τον άγιο Πορφύριο, στον οποίο προσευχόμουν πολύ αν και δεν τον είχα γνωρίσει. Ο άγιος Παΐσιος μιλούσε μέσα στην ψυχή μου! Παρότρυνε τους ανθρώπους στην εξομολόγηση και τη θεία Κοινωνία. Έλεγε: “Παιδιά μου, τα πιο πολλά που μας ταλαιπωρούν, είναι δαιμόνια. Αν φτιάξεις τη σχέση σου με τον Θεό, δεν θα έχεις τίποτα. Θα σωθείς”. 

Σιγά σιγά λοιπόν άρχισα να δουλεύω τον εαυτό μου και να λέω ότι κάπου έχω κάνει λάθος. Βαπτίστηκα λοιπόν και έγινα Ορθόδοξη Χριστιανή. Μάθαινα τον εαυτό μου μέσα από τα μυστήρια. Κατέφευγα στην εξομολόγηση. Ο άνθρωπος πρέπει να τα λέει όλα στην εξομολόγηση, ακόμα και τις αμαρτωλές σκέψεις του, χωρίς να ντρέπεται. Ας έχει κάνει και τα χειρότερα εγκλήματα του κόσμου. Γιατί όλα είναι τεχνάσματα του πονηρού, ο οποίος θέλει να μας χωρίσει από τον Πατέρα μας. Θέλει λοιπόν ο πονηρός να μας βάζει ψευτοντροπές και τύψεις που μας κάνουν δήθεν τόσο λερωμένους που δεν μπορούμε να πάμε κοντά στον Θεό. Αλλά ο Χριστός είπε ότι εγώ ακριβώς για τους αμαρτωλούς ήρθα, τους πολύ αμαρτωλούς, τους τελώνες και τις πόρνες, δεν ήρθα για τους ενάρετους. Αν ερχόταν για τους ενάρετους θα πήγαινε στους αρχιερείς και τους φαρισαίους μόνο». 

Απ’ όσα συζητήσαμε με την Πορφυρία δεν έδειξε καθόλου ότι η εμπειρία αυτή την λάβωσε ρίχνοντάς της σε κατάθλιψη. Δεν ένιωσε ότι ήταν μια τιμωρία του Θεού. Τον καρκίνο και ό,τι έμαθε από αυτόν δεν τα σάρκωσε μέσα της ως τιμωρία. Ήταν σχεδόν πηγή έμπνευσης: 


«Συχνά είμαστε μπλεγμένοι μέσα στην ευημερία αυτού του κόσμου, στα ωραία φαγητά, τα ποτά, τα όμορφα ρούχα, που όλα τούτα είναι ό,τι θέλει ο πονηρός να επιδιώκουμε στη ζωή μας. Έτσι σαγηνεύει τους ανθρώπους. Και αυτοί νομίζουν ότι έτσι βαδίζουν καλά. Κι επειδή μέσα στον καρκίνο έζησα, έστω πολύ λίγο, την αγάπη του Χριστού, ήμουν εν Αγίω Πνεύματι πλήρης ακριβώς μέσα στον καρκίνο και δεν μου έλειπε τίποτα. Μπορεί βιώνοντας την ασθένεια να μην μπορούσα καθόλου να φάω, να πιω, να ντύνομαι, να μην έχω μαλλιά, να υστερώ πολύ σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους γύρω μου, αλλά εγώ ένιωθα ότι τα έχω όλα, ότι δεν μου έλειπε τίποτα. Διέθετα και τροφή και μαλλιά και ρούχα και ομορφιά. Όλα ήταν η χάρις του Θεού. Κι αν δεν έχουμε αυτή τη χάρη ποτέ δεν θα είμαστε ευτυχισμένοι. Ο Θεός είναι και η χαρά και η υγεία μας και η ευτυχία μας και τα πλούτη μας και τα πάντα εντέλει είναι ο Χριστός. Αυτόν έχουμε χάσει και δοκιμάζουμε τόσο πόνο στη ζωή μας. Θέλω λοιπόν να φωνάξω στους ανθρώπους ότι για μένα ο καρκίνος δεν είναι ο μπαμπούλας που φοβίζει τους ανθρώπους, εγώ δεν τον βλέπω σαν κατάρα. Για μένα αυτό ήταν ευλογία του Θεού. Ο Χριστός ήξερε ότι βαθιά μέσα στην ψυχή μου τον λάτρευα και πριν ακόμη βαπτιστώ. Αυτόν στην ουσία έψαχνα. Είχα καλή ψυχή και ήμουν χριστιανή χωρίς να είμαι. Ωστόσο ήμουν και πολύ αμαρτωλή. Στην άθεη εκείνη την εποχή χώρα καταγωγής μου είχα κάνει δυο εκτρώσεις. Οι γιατροί μού έλεγαν δεν είναι τίποτα η έκτρωση. Αργότερα διάβασα ότι το έμβρυο έχει ψυχή και σπαράζει. Ήμουν άσπλαχνη κι ο Θεός για μένα εύσπλαχνος. Επέτρεψε τον καρκίνο για να καταλάβω ότι κι εγώ μπορεί να βρω το θάνατο. “Αλλά δεν είμαι σαν εσένα, έχω πολλή αγάπη. Σας αγαπώ, δεν σας φοβερίζω. Θέλω να σας χαστουκίσω μόνο μήπως και γυρίσετε πίσω γιατί φύγατε μακριά μου. Πώς να σας γυρίζω εκεί που πάτε ολόισια στον γκρεμό. Επιτρέπω λοιπόν κάτι που εσείς λέτε κατάρα, πόνο και θλίψη, αλλά στην πραγματικότητα είναι αγιασμός. Έτσι τον ένιωσα τελικά τον καρκίνο». 

Ο χρόνος στους ασθενείς κυλά σε διαφορετικό ρυθμό, και συχνά ξεκαθαρίζει το ομιχλώδες τοπίο που θόλωνε μέχρι τώρα την κυρίαρχη σκέψη. Αυτό που η Πορφυρία κατέθεσε για την ζωή της όσον αφορά το πριν και το μετά της γνώσης ήταν μάθημα πρώτης τάξεως για ασθενείς και υγιείς: 

«Βρήκα όμως πρώτα το χρόνο να σκεφτώ και να βγάλω κάποια συμπεράσματα για μένα και την ζωή μου. Πρώτα είχα πολλά στο κεφάλι μου και δεν σκεφτόμουν τον Θεό. Πήρα χρόνο, μέσα από την αρρώστια, για να σκεφτώ γιατί ήρθα στη ζωή. Για να δουλεύω από το πρωί μέχρι το βράδυ; Για να έχω να καταναλώνω διαρκώς και περισσότερα; Εγώ κατάλαβα ότι δεν ήρθα για αυτό στη γη. Ο λόγος που υπάρχω στη γη δεν είναι για να αμαρτάνω. Τότε δεν υπάρχει λόγος για να ζω. Ο λόγος για να ζω σχετίζεται με την προσπάθεια να καθαρίσω τον εαυτό μου από την αμαρτία. Να κάνω την Πορφυρία πιο καθαρή από το χιόνι, όπως λέει ο ψαλμός… Αυτό πρέπει να ζητάμε από τον Θεό, Αυτός ξέρει μόνο τι είναι το καλό για μας, ανεξάρτητα με αυτά που συνήθως ζητάμε στην προσευχή μας. Είμαστε δυστυχισμένοι γιατί θέλουμε να γίνει το θέλημά μας. Αλλά ο Θεός δεν έχει το ίδιο θέλημα με μας. Γιατί ξέρει πιο καλά από μας αυτό που του ζητάμε πώς θα βγει. Κι έτσι σιγά σιγά έμαθα να αφήνομαι στα χέρια Του. Και ό,τι θέλει ας φέρει». 

Θα ήταν αφέλεια να πιστέψουμε ότι μετά από αυτό “το ευτυχισμένο τέλος” έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Η Πορφυρία δεν μας αφήνει σε τέτοιες ψευδαισθήσεις, πράγμα που δίνει θάρρος στους ανθρώπους που πέφτουν και ξαναπέφτουν, δηλαδή σε όλους εμάς. Θα μας πει: 

«Δεν ήμουν πάντα σε κατάσταση χάριτος ας πούμε. Παρόλο που βαπτίσθηκα και κοινώνησα, όταν πήγα στη Γερμανία πάλι μπήκαν οι βιοτικές ανησυχίες. Και θλιβόμουν γιατί δεν γινότανε το δικό μου. Να βγούνε όπως ήθελα εγώ τα πράγματα. Βέβαια ο άνθρωπος νομίζει και στην πνευματική ζωή ότι τα καταφέρνει μόνος του τα πράγματα. Διαβάζει ένα βιβλίο και νομίζει ότι αυτό είναι αρκετό. Μετά έρχεται ο εγωισμός και σε ισοπεδώνει. Γι΄ αυτό θέλω να πω πως για μένα ο καρκίνος ήταν σωτήριος. Με έφερε στον Θεό από τον οποίο είχα φύγει τόσο μακριά. Όταν με εγκαταλείπει ο Θεός είμαι τραγικά δυστυχισμένη. Όλα μου λείπουν, όλα μου φταίνε και θέλω να τα βάλω με όλους και με όλα. Ο Θεός χρησιμοποίησε τον δύσκολο τρόπο για να με επαναφέρει στη σωτηρία. Ο καθένας πρέπει να ψάξει μέσα του αν έχει ή αν έχει χάσει τον Θεό. Ο Θεός είναι παντού και μέσα μας και γύρω μας, αλλά μπορεί εγώ να τον έχω χάσει προσωπικά. Και κάτι πρέπει να κάνω ή να γίνει για να Τον βρω. Παρακαλώ λοιπόν τον Θεό να κατοικήσει στην ψυχή μου, γιατί όλα είναι τελικά δωρεά του Θεού. Κάνε εσύ ό,τι μπορείς και τα άλλα πρέπει να καταλάβεις ότι είναι δωρεές του Θεού». 

Εμείς που είμαστε από νήπια βαπτισμένοι, διατρέχουμε όχι σπάνια, τον κίνδυνο να καλλιεργούμε στην πίστη μας μια άψυχη σιωπή. Ένας νεοφώτιστος όμως μετά από τα χρόνια που πέρασε στην άγνοια που του στέρησε την ανάσα, όταν την ξαναβρίσκει ενθουσιάζεται και γίνεται δάσκαλος. Η Πορφυρία μάς παιδαγωγεί: 


«Με τη χάρη του Θεού καταλαβαίνω πόσο αγαπώ όλο τον κόσμο και όσους με έχουν πειράξει και στενοχωρήσει. Χωρίς τη χάρη αυτό δεν γίνεται. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να φοβούνται ούτε τον καρκίνο ούτε άλλη κακοτυχία. Ακόμα και τα παιδιά μας να χάσουμε, πόσο απόλυτα δύσκολο κι αν είναι αυτό, ακόμα και τότε να μην αποθαρρυνόμαστε. Αν κάποιος θεοποιήσει το παιδί του και ξεχάσει τον Θεό, τότε μπορεί ο χαμός του παιδιού να λειτουργήσει έτσι ώστε να βρούμε τον αληθινό Θεό που είχαμε λησμονήσει. Πρώτα από όλα είναι ο Θεός, τον Χριστό πρέπει να αγαπάμε πάνω από όλους και όλα. Τότε είμαστε πλήρεις. Αν του το ζητήσουμε, ο Θεός θα μας διδάξει τα δικαιώματά Του, θα μας πει τι θέλει από μας. Λέω για τον εαυτό μου ότι είμαι 52 χρονών και έχω ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου. Πρέπει λοιπόν σιγά σιγά να πολεμήσω τα πάθη μου και να γίνω ένα παιδί του φωτός. Παιδί του Θεού, για να δείχνουμε πώς είναι ο Πατέρας μας. Αν δεν είμαστε κι εμείς άγιοι, τότε νομίζουμε ότι ζούμε, αλλά έχουμε πεθάνει. Παράδεισος είναι να έχουμε τον Χριστό μέσα μας. Αλλιώς ποτέ δεν θα είμαστε πλήρεις. Πάντα κάτι θα μας λείπει. Κι αυτό μετά μας οδηγεί σε λάθος μονοπάτια. Γιατί όταν μας λείπει κάτι πάντα το αναζητάμε σε λάθος μέρη». 

_____________ 

δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα 
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, 11.09.2019

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2019

Τη ΚΗ΄ (30η) Σεπτεμβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΡΙΨΙΜΙΑΣ, ΓΑΪΑΝΗΣ και των συν αυταίς ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΡΩΝ, τον αριθμόν τριάκοντα δύο.



site analysis


Ριψιμία, Γαϊανή και αι συν αυταίς αθλήσασαι Άγιαι Παρθένοι και μονάζουσαι Γυναίκες ήσαν κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού, εν έτει 292. Προεστώσα δε τούτων και Καθηγουμένη ήτο η Γαϊανή. Όταν δε έμελλεν ο Διοκλητιανός να συζευχθή, μαθών ότι η Ριψιμία ήτο ωραιοτάτη και περικαλλεστάτη, πέμψας ανθρώπους έκαμεν εις αυτήν λόγους περί γάμων. Η δε Αγία, αγαπώσα θερμώς την παρθενίαν, φεύγει κρυφίως μαζί με την Καθηγουμένην Γαϊανήν και με άλλας παρθένους, τον αριθμόν εβδομήκοντα, αίτινες φθάσασαι εις την πόλιν της Αρμενίας Αραράτ, εκεί εκρύπτοντο μέσα εις τινας ληνούς.
Ο Διοκλητιανός λοιπόν, μη δυνάμενος να ησυχάση από τον έρωτα της Ριψιμίας, και μαθών περί αυτής ότι έφυγε, γράφει εις τον βασιλέα της Αρμενίας Τιριδάτην, ζητών από αυτόν να στείλη την Ριψιδίαν ή, αν θέλη, να την λάβη αυτός εις γυναίκα του. Ο δε Τιριδάτης ερευνήσας και μαθών από εκείνους, οι οποίοι είδον αυτήν, πόσον ήτο ωραία και εύμορφος, παρευθύς και αυτός ηχμαλωτίσθη από τον προς αυτήν έρωτα. Όθεν έστειλεν εις αυτήν φορέματα βασιλικά, ίνα φορέσασα ταύτα έλθη προς αυτόν. Η δε Αγία ουδέ να ακούση ήθελε το τοιούτον, αλλά μόνον κατεγίνετο εις την προς τον Θεόν προσευχήν. Όθεν εις τον τόπον εις τον οποίον ευρίσκοντο αι παρθένοι αιφνιδίως έγινε μία φοβερά βροντή. Και μετά της βροντής ηκούσθη και μία θεϊκή φωνή, η οποία ενεδυνάμωσε τας παρθένους τόσον, ώστε αυταί μεν έλαβον εκ ταύτης μεγάλον θάρρος, πολλοί δε από τους απίστους, τους απεσταλμένους δηλαδή υπό του Τριδάτου, έμειναν άφωνοι, εκπλαγέντες δια το αιφνίδιον της βροντής· άλλοι δε πεσόντες από τους ίππους, και υπ’ αυτών καταπατηθέντες, εθανατώθησαν. Ο δε Τιριδάτης, ταύτα μαθών, δεν ήλθεν εις συναίσθησιν, μεθύων από τον έρωτα. Δια τούτο και βιαστικώς έφερεν εις τα βασίλεια την παρθένον, εμβάς δε εις τον κοιτώνα, με παντοίους τρόπους εκολάκευε και παρεκίνει την Οσίαν να κλίνη εις τον σκοπόν του· η δε γία κατήσχυνεν αυτόν και άφθορος έμεινε με την του Χριστού δύναμιν. Αλλ’ ο Τιριδάτης, μη υποφέρων τον σατανικόν έρωτα, επρόσταξε να έλθη η Καθηγουμένη Γαϊανή και να συμβουλεύση την Ριψιμίαν, ίνα πεισθή εις την κακήν γνώμην του. Παρασταθείσα δε έμπροσθέν του η Γαϊανή, έκαμεν όλως το εναντίον, παρακινούσα την Ριψιμίαν και ενισχύουσα αυτήν εις το να αντισταθή ανδρείως, και να μη κλίνη εις την βίαν του βασιλέως. Τούτου ένεκα προστάττει ο βασιλεύς να κτυπήσωσι με πέτρας τους οδόντας της Γαϊανής και να τους θραύσωσιν, ούτω δε να στείλωσιν αυτήν εξόριστον εις μακρινόν τόπον. Ο βασιλεύς λοιπόν, επειδή απέτυχε του ποθουμένου, εκυλίετο κατά γης από τον ακράτητον έρωτα. Η δε αοίδιμος Ριψιμία, εξελθούσα νικήτρια από το παλάτιον, όταν εγένετο νυξ, επήγεν εις τας άλλας συμπαρθένους. Και παραλαβούσα αυτάς, μεταβαίνει εις άλλον τόπον, εκεί πλησίον ευρισκόμενον, ένθα ισταμένη προσηύχετο. Αφού δε παρήλθεν ολίγη ώρα της νυκτός, ιδού και έρχεται εις τας παρθένους ο του βασιλέως αρχιμάγειρος, ομού με πολλούς δορυφόρους, κρατούντες λαμπάδας πολλάς. Και ευθύς αρπάζουσι την Ριψιμίαν, και δέσαντες οπίσω τας χείρας της κόπτουσι την γλώσσαν της. Έπειτα απλώνουσιν αυτήν επάνω εις ξύλα όρθια και την κατακαίουσι με λαμπάδας. Είτα σχίζουσι την κοιλίαν της με ξύλον οξύτατον, και εκχύνουσι κατά γης τα σπλάγχνα της. Επειδή δε ακόμη ολίγον εσπάραττεν η Αγία, εξορύττουσι και τους οφθαλμούς της. Τέλος όλον το σώμα της κατακόπτουσιν εις λεπτά τεμάχια και ούτως η σωφρονεστάτη Ριψιμία μεταβαίνει παρθένος και άφθορος προς ον επόθησε Νυμφίον Χριστόν. Μετ’ αυτής εφονεύθησαν και άνδρες Χριστιανοί εβδομήκοντα. Επειδή δε τριακονταδύο συμπαρθένοι Μοναχαί επήγαν να συνάξωσι τα λείψανα της Αγίας, δια τούτο γνωρισθείσαι από τους ασεβείς ξίφει τας κεφαλάς απετμήθησαν. Την δε μακαρίαν Γαϊανήν, ομού και άλλας δύο παρθένους, ρίψαντες κατά γης, ετέντωσαν τας χείρας και τους πόδας των και ετρύπησαν τους αστραγάλους των. Έπειτα φουσκώσαντες αυτάς ως ασκούς δια μέσου τινών συρίγγων, εξέδαραν όλον το δέρμα του σώματός των και έκοψαν τας γλώσσας των. Μετά ταύτα έσχισαν τας κοιλίας των με πέτρας και με σιδηρά όργανα, και έδειξαν έμπροσθέν των κεχυμένα όλα των τα εντόσθια. Τελευταίον δε ξίφει τας κεφαλάς των απέκοψαν, και ούτως έλαβον αι μακάριαι της αθλήσεως τους στεφάνους. Εις τιμήν δε των πρθένων τούτων τρεις Ναούς έκτισεν ύστερον ο της μεγάλης Αρμενίας Γρηγόριος και άλλοι δε Ναοί τούτων εκτίσθησαν εφεξής εις διάφορα μέρη της Αρμενίας.   

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2019

Η αγία μεγαλόσχημη μοναχή Ραχήλ(+26 Σεπτεμβρίου 1928)



site analysis



Αποτέλεσμα εικόνας για St. Rachel, Schemanun of Borodino Savior Monastery


Η μεγαλόσχημη μοναχή Ραχήλ (κατά κόσμον Μαρία Korotkov) γεννήθηκε σε μια πλούσια οικογένεια εμπόρων στην πόλη της επαρχίας Dorogobuzh Σμολένσκ.

 Στα 14 της,μαζί με μία παρέα 6 φίλων,πήγαν για ένα καλοκαιρινό προσκύνημα στην Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου,στον τάφο του Αγίου Θεοδοσίου.Μόλις είδαν το τεράστιο πλήθος των προσκυνητών πίστεψαν πως θα καταφέρουν να προσκυνήσουν.Μετακίνουμενοι μέσα στο πλήθος σαν να τους έπαιρνε ένα κύμα βρέθηκαν μπροστά στον τάφο του Αγίου Θεοδοσίου.Η Μαρία προσευχόνταν θερμά,εκφράζοντας την επιθυμία της να γίνει μοναχή.Δίπλα στο λείψανο του Αγίου στεκόνταν ένας σεβάσμιος και ευγενικός μοναχός ο οποίος της τράβηξε την προσοχή.Φαινόνταν σαν να είχε διαβάσει την σκέψη της και της είπε ότι ο Θεός είχε εισακούσει τις προσευχές της και πως θα εκπληρώνονταν η επιθυμία της.Επίσης της είπε ότι εκείνος βρίσκεται πάντα εκεί.Έμεινε στην Λαύρα με τους φίλους της για 12 ακόμη ημέρες όμως δεν μπόρεσε να ξαναδεί τον μοναχό εκείνο.Κατά την επιστροφή της στο σπίτι,ένας δια Χριστόν σαλός πλησίασε την Μαρία και φώναξε:«Μίλησες με τον ίδιο τον Άγιο Θεοδόσιο και ότι αυτό είναι ένα άγιο κορίτσι»

Μετά από λίγο καιρό πέθανε η μητέρα της.Στα 16 της χρόνια η Μαρία είχε δεχθεί πολλές προτάσεις γάμου τις οποίες με διάφορες προφάσεις αρνιόνταν
 Όταν ήταν 17 ετών η Αγία Ραχήλ τραυμάτισε το μάτι της ενώ μαγείρευε μανιτάρια.Καθώς ο πόνος δεν υποχωρούσε έθεσε την ελπίδα της στην Παναγία και ζήτησε από τον πατέρα της την άδεια να πάει στο μοναστήρι του Μποροντίνο να προσευχηθεί στο λείψανο του Αγίου Γερασίμου και στην θαυματουργή εικόνα της Παναγίας.Πράγματι ταξίδεψε στο μοναστήρι και προσευχήθηκε θερμά.Κατά την διάρκεια της Παρακλήσεως προς τον Άγιο Γεράσιμο,ένας μοναχός άλειψε με λάδι από το καντήλι του Αγίου το μάτι της.Ο πονός εξαφανίστηκε και θεραπεύτηκε εντελώς.Τότε άκουσε μία εσωτερική φωνή να της υπενθυμίζει ότι είχε κάνει μία υπόσχεση.

Σεβάσμια.  Rachel Borodino

 Στα 18 της χρόνια θέλησαν να την παντρέψουν με έναν πλούσιο έμπορο.Ζήτησε άδεια από τον πατέρα της να πάει στο μοναστήρι της Αναλήψεως για να προσευχηθεί στην εικόνα της Παναγίας του Σμόλενσκ για αυτόν τον γάμο.Φτάνοντας εκεί ζήτησε από την ηγουμένη να την πάρει ως δόκιμη.Επίσης της ζήτησε να γράψει ένα γράμμα στον πατέρα της και να του εξηγήσει την κατάσταση.Ο πατέρας της έδωσε την συγκατάθεσή του.
Η Αγία Ραχήλ τελούσε με ζήλο το διακόνημά της.Οι άλλες μοναχές την ζήλευαν.Εκείνη τα αντιμετώπιζε όλα με υπομονή και αγάπη.Μία φορά που είχε  διακόνημα στην κουζίνα οι άλλες αδελφές την παραπλάνησαν σχετικά με τον αριθμό των μερίδων που έπρεπε να ετοιμάσει.


Ταξίδευε χωρίς χαρτιά,ώστε να μην την στείλουν πίσω στον πατέρα της.Επισκέφτηκε μοναστήρια και σπίτια.Τα ρούχα της ήταν κουρελιασμένα,τόσο που δεν κάλυπταν το σώμα της δεόντως.Μία φορά συναντήθηκε στο δάσος με τον μεγάλο δούκα Κωνσταντίνο Νικολάγιεβιτς και με την βασιλική οικογένεια.Όταν του είπε την ιστορία της και γιατί δεν έχει τα απαραίτητα έγγραφα,εκείνος γρήγορα της έδωσε ένα γράμμα και μία δωρεά για την Μονή Βλαντίτσνυ.
Επίσκέφτηκε για τελευταία φορά στο δάσος τον γέροντα Ιωάννη τον προορατικό.Της είπε τι είναι από το Θεό και τι από τον διάβολο και της έδωσε συμβουλές για την επερχόμενη ζωή της
  Η Αγία Ραχήλ έμεινε σην Μονή Βλαντίτσνυ για 10 χρόνια.Η ρασοφορία της έγινε από τον μητροπολίτη Φιλάρετο και πήρε το όνομα Παυλίνα.

Το 1871 εκλέγει ηγουμένη στην Μονή Μποροντίνο η γερόντισσα Αλεξία η οποία έφερε μαζί της στο μοναστήρι την ρασοφόρα Παυλίνα(Αγ.Ραχήλ).Το διακόνημά της ήταν στην κουζίνα.Όντας σε αυτό το διακόνημα έπρεπε να χάνει αρκετές ακολουθίες.Φρόντιζε όμως τις δουλειές της έτσι ώστε να παρευρίσκεται στις ακολουθίες.Το 1885 εκάρη μοναχή με το όνομα Μητροδώρα.Το διακόνημά της τώρα ήταν να περιποιείται το Άγιο Βήμα.Την επόχή εκείνη απέκτησε το διορατικό χάρισμα,ενώ προέβλεπε το τέλος των μοναχών   
         

     Στις 17 Νοεμβρίου 1915,έγινε μεγαλόσχημη μοναχή με το όνομα Ραχήλ.Τώρα πια με το προορατικό και το διορατικό της χάρισμα καθοδηγούσε πνευματικά τις μοναχές και τους προσκυνητές της μονής.             
Η Αγία Ραχήλ έζησε στο μοναστήρι εκατό χρόνια.Είδε την Παναγία και πολλούς αγίους.Η Παναγία της εμφανίστηκε και της είπε:«Τις προσευχές σου για τους πιστούς εγώ θα τις εκπληρώνω αμέσως»

Την τελευταία περίοδο της ζωής της υπέφερε από πληγές στα χέρια και στα πόδια,τα οποία πρήζονταν και αιμορραγούσαν.

Εκοιμήθη στις 26 Σεπτεμβρίου 1928.Η αγιοκατάταξή της έγινε το 1996

π.Γεώργιος Κονισπολιάτης/proskynitis.blogspot.