Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019

Υπάρχει μια αγία επιμονή... εντελώς σαλή και ασυμβατική! (8 Oκτωβρίου, Δύο πόρνες πού αγίασαν! Πελαγία και Ταϊσία...Το αντέχει ο κόσμος μας;)



site analysis


Δύο Αγίες «από εταιρίδων» Πελαγία και Ταϊσία: Μόνο ένας γενναίος και ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να λογιστεί ως χριστιανός


της Σοφίας Ντρέκου

«Να αξιωθούμε μια μέρα να ζήσουμε σαν ελεύθεροι άνθρωποι, 
δηλαδή σαν άνθρωποι που αρνιούνται να ασκήσουν 
καθώς και να υποστούν τη φρίκη.» Αλμπέρ Καμύ

(Δικό μας σχόλιο:
Δες και πάθε με το παράδειγμα της επιστροφής αυτών των σπάνιων γυναικών! Μέχρι και το τελευταίο συγκλονιστικό περιστατικό της ανάρτησης από την sophia-ntrekou...)

Έρχεται πάλι σήμερα να ...σκανδαλίσει η εκκλησία. Να ανατρέψει, να προβληματίσει, να αναστατώσει. Υπάρχει μια αγία επιμονή... εντελώς σαλή και ασυμβατική, όσο σαλή είναι η φωτεινή αλήθεια, να μην κρύβει τους δικούς της ανθρώπους, να προβάλει το παρελθόν τους, όχι για να κλονίσει, αλλά για να τονίσει το μέγεθος του παρόντος τους.


Σου δίνει λοιπόν ελεύθερα κάποιους ανθρώπους του περιθωρίου, χωρίς ψευτοντροπές και ηθικισμούς, σε πρώτο πλάνο και τους επιδεικνύει, όπως η μεγαλοκυρά τα κοσμήματα της σαν τρόπαια και καμάρι.

Στο μέσον εν τω μεταξύ υπάρχει μια συγκλονιστική επαναστατική πράξη πού λέγεται μεταστροφή, μετάνοια. Δύο πόρνες πού αγίασαν! Το αντέχει ο κόσμος μας; Πελαγία και Ταϊσία (8 Oκτωβρίου, μέρα που γιορτάζουν δύο πόρνες: Πελαγία και Ταϊσία). Δυο πρώην πόρνες. Δύο οσίες μητέρες των χριστιανών. Τις πρεσβείες τους να έχουμε.

Τα μωρά του κόσμου διάλεξε ο Θεός για να ταπεινώσει τα σοφά και τα μη όντα για να καταργήσει τα όντα. Οι τελώνες και οι πόρνες προάγουσιν ημάς εις την βασιλείαν του Θεού. Άλλωστε και ο ίδιος επέλεξε το περιθώριο πλην της αμαρτίας.

Ο Ιερός Χρυσόστομος δεν εντρέπεται να πεί πώς ο Χριστός επεθύμησε πόρνη. Μεγαλώνει στην Γαλιλαία. Οι φαρισαίοι αρέσκονταν να τον ονομάζουν γέννημα πορνείας και σαμαρείτη. Ο Ίδιος πεθαίνει στον σταυρό και κατεβαίνει στον άδη με τους δεσμίους.

Στην παραβολή της κρίσης ταυτίζεται με απόβλητα στοιχεία χωρίς να κωλύεται από ανθρώπινη ντροπή και συστολή. Η αμαρτωλή, Του αγγίζει τα πόδια και τα σπογγίζει με τα μαλλιά της. Ακουμπά σε ένα φέρετρο, αφήνει τους λεπρούς να προσπέσουν στα πόδια Του και τρώει με χέρια πού δεν έχουν πλυθεί σε τελετουργικούς καθαρμούς.

Διαλέγεται με την Σαμαρείτιδα με τους πολλούς άντρες. Μπαίνει στο σπίτι του Ζακχαίου και του Ματθαίου. Λογίζεται με τους δούλους και τους ανόμους. Επισύρει τον οίκτο και τον σκανδαλισμό των δικαίων, διότι ουκ έχει πού την κεφαλήν κλίναι. Και αυτό για τους Ιουδαίους είναι κατάρα από τον Θεό. Μακαρίζει τον Λάζαρο και ονειδίζει τον πλούσιο. Και αυτό πρόκληση για την βαριά «κατάρα» πού δέρνει τους λαζάρους και την «ευλογία» των γνησίων παιδιών του Μωϋσή.

Και δεν θα αναφερθώ στο αγιολόγιο μας, πού γεννάει τόσα σκάνδαλα στους εντός και στους εκτός και προκαλεί πολυσέλιδους τόμους κατηγοριών και απολογιών. Δεν πρέπει να αγαπάμε και να εξιδανικεύουμε το περιθώριο. Η έννοια του περιθωρίου προϋποθέτει καταναγκαστικά όρια, εννοεί την επιλογή ακοινωνησίας και από τις δύο πλευρές. Ο Χριστός πλησίασε και έζησε το περιθώριο όχι για να το προβάλει ως εναλλακτική λύση, αλλά για να καταργήσει αυτά τα όρια. Και για τους από μέσα και για τους απ' έξω του περιθωρίου.

Οι χριστιανοί δεν έζησαν στις κατακόμβες επειδή το ήθελαν. Αυτό ήταν διωγμός και δοκιμασία. Δεν αξίζει σε κανέναν το περιθώριο, με την ίδια ακριβώς δύναμη και σημασία πού δεν αξίζει σε κανέναν να υπερασπίζεται το δικαίωμα ασφαλείας του εντός των ανθρωπίνων ορίων, όσο μια ανθρώπινη ψυχή ζεί στο περιθώριο. Μας βομβαρδίζει το ευαγγέλιο, μας πολιορκεί η Εκκλησία. Ταλανίζει και προκαλεί το αίσθημα στεγανών, θρησκευτικότητας και ασφαλείας μας. 
π. Παντ. Κρούσκος
  • Μόνο ένας γενναίος και ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να λογιστεί ως χριστιανός. Το να είσαι χριστιανός σημαίνει απλόχωρη, τεράστια καρδιά. Δεν είναι του κόσμου τούτου κατόρθωμα.


Η ΟΣΙΑ ΠΕΛΑΓΙΑ



Ζούσε στην Αντιόχεια και ανήκε στην τάξη των ελαφρών γυναικών. Ήταν πόρνη. Ή ζωή της ήταν βουτηγμένη μέσα στον οίστρο των αμαρτωλών ηδονών. Ή ακολασία είχε πωρώσει τόσο τη συνείδηση της, ώστε καμιά έννοια μετανοίας να μη μπορεί να εισχωρήσει στην ψυχή της. Επομένως, θα μπορούσε να πει κανείς, ήταν καταδικασμένη εξαιτίας των πονηρών έργων της.

Όμως όχι! Ο πολυεύσπλαχνος Κύριος μας διαβεβαίωσε ότι «τελῶναι καί αἱ πόρναι προάγουσιν ἡμᾶς εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθαίου, κα' 31). Δηλαδή, οι τελώνες και οι πόρνες, πού στην αρχή έδειξαν απείθεια στο Νόμο του Θεού, αλλά κατόπιν ειλικρινά μετάνιωσαν, προλαμβάνουν στη βασιλεία του Θεού εσάς, πού μόνο με τα λόγια δείξατε υπακοή στο Θεό, στην πράξη όμως υπήρξατε απειθείς και άπιστοι. Η άποψη αυτή ξενίζει τούς Φαρισαίους κάθε εποχής, οι οποίοι σκανδαλίζονται επί πλέον, γιατί ο Ιησούς δεν περιφρονεί, αλλά αγκαλιάζει τούς αμαρτωλούς.

Πράγματι ή Πελαγία τυχαία σε κάποια σύναξη χριστιανών άκουσε θερμό κήρυγμα περί αγνότητας, του επισκόπου Νόννου. Τα λόγια του ήλεγξαν και συγκλόνισαν την ψυχή της. Με τη χάρη του Θεού, απαρνήθηκε την άσωτη ζωή της, πούλησε τα διάφορα κοσμήματα της και τα χρήματα διαμοίρασε στους φτωχούς. Αφού κατηχήθηκε και βαπτίσθηκε, μετά οκτώ μέρες πήγε στην Ιερουσαλήμ, στο όρος των Ελαιών, όπου με σκληρή άσκηση πέρασε την υπόλοιπη ζωή της.

ΟΣΙΑ ΤΑΪΣΙΑ η έγκλειστη


Η ομορφιά της ήταν από τις σπάνιες. Πλεονέκτημα, πού αποβαίνει ολέθριο, όταν δεν είμαστε σε θέση να το διατηρούμε αγνό με το φόβο του Θεού, τη φωτεινή διάκριση, την αδιάλειπτη προσευχή και την ταπεινοφροσύνη.

Δυστυχώς για την Ταϊσία, αυτή πού επιβουλεύτηκε την τιμή της ήταν ή ίδια ή μητέρα της. Γυναίκα πού ήθελε πολύ πλούτο, και δεν δίστασε να εκμεταλλευτεί την κόρη της για να τον αποκτήσει. Έτσι ή Ταϊσία, παρασύρθηκε στο δρόμο της ατιμίας μόλις 17 ετών. Έγινε και ή ίδια πλούσια αλλά και πόρνη. Οι τίμιοι άνθρωποι την απεχθάνονταν. Καμιά οικογενειακή πόρτα δεν ήταν ανοικτή γι' αυτήν.

Οι ίδιοι οι εκμεταλλευτές της σάρκας της, ποτέ δεν θα την έφερναν να γνωριστεί με τις μητέρες τους και τις αδελφές τους. Διότι είχε καταντήσει ένα αντικείμενο σαρκικής Ικανοποίησης και τίποτα περισσότερο. Τότε η Ταϊσία έπεσε σε θλίψη μεγάλη, αλλά και ή Εκκλησία μπορεί να έχασε ένα πρόβατο, όμως δεν έπαψε να το αναζητεί. Όταν λοιπόν ο Παφνούτιος από τη Σιδώνα έμαθε την ψυχική της κατάσταση, προσευχήθηκε και αποφάσισε να εργαστεί για την ψυχή της. Και δεν αστόχησε. Την επισκέφθηκε και με τη χάρη του Θεού πέτυχε το θαύμα! Καυτά δάκρυα μετανοίας κύλησαν στα μάγουλα της Ταϊσίας.

Πέταξε όλα της τα πλούτη στη θάλασσα, διότι το τίμημα της ατιμίας δεν άξιζε να χρησιμοποιηθεί στο Ιερό έργο της ελεημοσύνης. Από τότε έζησε φτωχά, αλλά πλούσια σε πίστη, σε μετάνοια, σε σωφροσύνη, σε προσευχή, σε υπακοή, σε ταπείνωση και καλοσύνη. Έγινε δεκτή σε ευσεβή όμιλο γυναικών και πέθανε φροντίζοντας αρρώστους και ανήμπορους ανθρώπους,περί το 340 μΧ.

Ο αββάς Παύλος ο απλούς είδε σε όραμα την ψυχή της μετανοημένης πόρνης να απολαμβάνει τα αγαθά της Βασιλείας του Θεού, δίνοντας μεγάλη χαρά στον γέροντα Παφνούτιο.

In English:


Βιωμένη Θεολογία εκ της Τρούμπας

Η Τρούμπα δεκαετίας '50

Όλα ενυπάρχουν στο πριν και στο μετά. 
Η μετάνοια της ψυχής και του νοός εμπράκτως 
και ζωντανά και σήμερα. Χριστιανά τα τέλη ημών.

Misha Sarov: Σε ένα κήρυγμά του, καθώς ακούγονταν τα μεγάφωνα απ' έξω από το ναό (Αγίου Σπυρίδωνος Πειραιώς) και υπήρχε πολύς κόσμος, μπροστά από το ναό πέρασε μία πόρνη γυναίκα, η οποία πήγαινε στη δουλειά της (στην παρακείμενη Τρούμπα). Μόλις πέρασε μπροστά από το ναό και άκουσε από τα μεγάφωνα το κήρυγμα του αείμνηστου π. Χρυσοστόμου, κάτι τσίμπησε μέσα στην καρδιά της. Κοντοστάθηκε, άκουσε καλά τα λόγια του π. Χρυσοστόμου και τότε σταματάει, μπαίνει μέσα στο ναό, κάθεται κι ακούει το κήρυγμα του Ιεροκήρυκα.

Όταν τελείωσε το κήρυγμα, ζήτησε να δει τον Ιεροκήρυκα και να εξομολογηθεί. Εξομολογήθηκε στον π. Χρυσόστομο με δάκρυα στα μάτια, γεμάτη μετάνοια. Και, τελειώνοντας -ήταν αργά βράδυ- του ζήτησε τη χάρη να μείνει το βράδυ μέσα στο ναό, διότι δεν είχε πού να πάει, και την άλλη μέρα θα ετακτοποιείτο.

Πράγματι, έμεινε μέσα στο ναό όλο το βράδυ και, όταν το πρωί πήγαν οι ιερείς ν’ ανοίξουν το ναό, βλέπουν την πρώην πόρνη, τη μετανιωμένη αυτή γυναίκα, μπροστά στην εικόνα του Χριστού μας μπρούμυτα πεσμένη, μέσα σε μια λίμνη από δάκρυα, νεκρή. Την ώρα της μεγάλης μετάνοιάς της, έφυγε στον ουρανό αυτή η ψυχή, και σ’ αυτό, συνετέλεσε με τον δείκτη του λόγου του, με τον δείκτη της μετανοίας, ο αείμνηστος π. Χρυσόστομος Γιαλούρης.

Ο π. Χρυσόστομος, ο εκ Λέσβου μητροπολίτης Χίου, ετάφη στη Νέα Μονή Χίου. Η ανακομιδή των λειψάνων του έγινε το 2004 και μοσχοβόλησε ο ασκητικομαρτυρικός αυτός τόπος, απ' την ευωδιά, της Θείας Χάρης που εξέπεμπαν.

Για την μετανοημένη κοπέλα τι να πούμε... είναι ακριβώς σαν την οσία Ταϊσία του αγιολογίου μας!

Γέροντας Ιωσήφ Βατοπεδινός: Η γριούλα προσευχόταν μετέωρη



site analysis

Αποτέλεσμα εικόνας για Η γριούλα προσευχόταν μετέωρη




Ο γέρο-Ιωσὴφ ο Βατοπεδινός διηγήθηκε ότι συνάντησε μία γριούλα στα Γιάννενα που του είπε τα εξής «Προσεύχομαι στο Θεό. Και να θέλω δεν μπορώ να Τον ξεχάσω αλλά συμβαίνει και ένα άλλο με μένα. Όταν προσεύχωμαι σηκώνομαι στον αέρα και στέκομαι ένα μέτρο ψηλά. Θέλω να κατεβώ αλλά δεν μπορώ. Για να κατέβω πρέπει να σταματήσω την προσευχή.»
***
Άλλη ζώσα γερόντισσα προσεύχεται συνεχώς και διακονεί αρρώστους. Κάποτε υψώθηκε από το έδαφος καθώς προσευχόταν. Τρόμαξε, σταμάτησε τη προσευχή της και αμέσως προσγειώθηκε.

Πηγή: «Ασκητές Μέσα Στον Κόσμο», Τόμος Α΄, Άγιον Όρος, 2008. Έκδοσις Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης Ο Πρόδρομος» Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής.

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2019

Αγία Οσιομάρτυς Μαρία Σκομπτσόβα του Παρισιού, η διά Χριστόν σαλή



site analysis




Χαιρετισμοί από την Ποιητική Συλλογή “Ζωγραφίζοντας Φύλλα” του Άβελ-Αναστασίου Γκιουζέλη
Αγία Οσιομάρτυς Μαρία Σκομπτσόβα του Παρισιού,
η διά Χριστόν σαλή, από Λετονία (+1945)
31 Μαρτίου
Οι δια Χριστόν σαλοί ήταν οι άγιοι της ελευθερίας. Η ελευθερία μας καλεί, ενάντια σ’ όλο τον κόσμο, ενάντια όχι μόνο στους ειδωλολάτρες, αλλά και σε πολλούς που αρέσκονται να λέγονται Χριστιανοί, να αναλάβουμε το έργο της Εκκλησίας σ’ αυτό το δρόμο ο οποίος είναι και ο πιο δύσκολος. Και θα γίνουμε σαλοί δια Χριστόν, γιατί γνωρίζουμε όχι μόνο τη δυσκολία αυτού του δρόμου, αλλά και την απέραντη ευτυχία του να νιώθουμε το χέρι του Θεού σε ό,τι κάνουμε.
Η Μητέρα Μαρία ανακηρύχθηκε επίσημα Αγία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον Μάρτιο του 2004. Ήδη όμως, στη συνείδηση των ανθρώπων που ήξεραν τις λεπτομέρειες της ζωής της αναγνωριζόταν σαν μια από τις μεγαλύτερες Αγίες του 20ου αιώνα. Ήταν μια λαμπρή θεολόγος που υπηρέτησε με γενναιότητα την πίστη της σε εφιαλτικούς καιρούς και είχε μαρτυρικό θάνατο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρουκ στη Γερμανία το 1945″ (
Τζιμ Φόρεστ).
Η αγία Μαρία Σκομπτσόβα, κατά κόσμον Ελισαβέτα Πιλένκο, γεννήθηκε το 1891 στην πόλη Ρίγα της Λεττονίας, η οποία τότε ήταν κομμάτι της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Έζησε μια επική ζωή, γεμάτη ανατροπές, προσωπικές και εθνικές τραγωδίες, αλλά και μια σημαδιακή γνωριμία με το Χριστό, στο νεκροκρέβατο της κορούλας της Νάστιας, η οποία θα καθόριζε το υπόλοιπο της ζωής της, στην απόφασή της να ζήσει ως μοναχή, όντας ακόμη νέα με μικρά παιδιά, στην προσφορά της για το συνάνθρωπο με όλη της την ψυχή και τέλος στον μαρτυρικό της θάνατο στα κρεματόρια του Ράβενσμπρουκ, για χάρη των διωκόμενων Εβραίων από τους Ναζί, στις 30 Μαρτίου του 1945, ανήμερα της Μεγάλης Παρασκευής του Πάσχα.
 Η ζωή της πέρασε από τα λογοτεχνικά σαλόνια της Αγίας Πετρούπολης, από τη συμμετοχή της στο κίνημα των Μενσεβίκων σοσιαλιστών (της είχε δοθεί η εντολή να δολοφονήσει τον Τρότσκυ), από το πόστο της Δημάρχου της Ανάπα, στην εξορία στην Ευρώπη ως μητέρα τριών παιδιών. Με κέντρο το Παρίσι, έζησε τα πιο μεστά χρόνια της ζωής της. 
Το 1932 έλαβε το μοναχικό σχήμα, το οποίο υπηρέτησε με φλεγόμενη καρδιά από αγάπη για τον συνάνθρωπό της, την εικόνα του Θεού, μια αλήθεια που είχε νιώσει ως το μεδούλι της ύπαρξής της. 
Παρέδωσε την ψυχή της στον θάλαμο αερίων με μια τελευταία κίνηση αυτοθυσίας (πήρε τη θέση μιας άλλης γυναίκας), επισφραγίζοντας έτσι την αγιασμένη της ζωή με έναν ταιριαστό για εκείνη θάνατο.
 Ο ασυμβίβαστος τρόπος με τον οποίο υπηρέτησε τον Χριστό, η εκρηκτική της προσωπικότητα και η ελευθερία στην οποία την οδήγησε η αλήθεια του Θεού, τη χαρακτήρισαν σαν σαλή δια Χριστόν και οι σύγχρονοί της, αλλά κι έτσι παρέμεινε στη συνείδηση των πιστών μέχρι σήμερα. Εκτός από το παράδειγμα της ζωής της, άφησε πλήθος γραπτών, ποιήματα, άρθρα, δοκίμια· από τις αγιογραφίες της σώζονται πολλές στο Παρίσι, στη μονή του Τιμίου Προδρόμου του μακαριστού Γέροντος Σωφρονίου στο Έσσεξ και στη Ρωσία.
Πηγή:
Αγία Μαρία Σκομπτσόβα (1891-1945)
Η θυσία του αδελφού
εκδ. Δορκάς
Αθήνα 2007
Χαιρετισμοί στην Αγία Μαρία Σκομπτσόβα & σε άλλους Αγίους
Απο την Ποιητική Συλλογή
του
Άβελ-Αναστασίου Γκιουζέλη
“Ζωγραφίζοντας Φύλλα”

╰⊰¸¸.•¨*
Χαιρετισμοί στήν Ὁσία Ἐντάνα (St Edana) τήν ἐρημίτρια
στούς ποταμούς Boyle καί Shannon τῆς Ἰρλανδίας (5/7, +? αἰ.)
καί στήν Ἁγ. ὁσιομάρτυρα μοναχή Μαρία Σκομπτσόβα,
τή διά Χριστόν σαλή, ἱεραπόστολο Γαλλίας καί ἱδρύτρια “Μονῆς”
στό Παρίσι, ἀπό Ρίγα Λεττονίας (31/3, +1945) [σύναξι 20/7]
Χαῖρε, ὁσία Ἐντάνα τῆς Ἰρλανδίας
Χαῖρε, ὁσιομάρτυς Μαρία Σκομπτσόβα
Χαῖρε, Ἐντάνα ὑποστύλωμα τῆς καρδιᾶς μας
Χαῖρε, ὑδρόβιο πτηνό τῶν Ἰρλανδικῶν ποταμῶν
Χαῖρε, Μαρία ὅτι ἄσκησες τό Μοναχισμό μέσα στήν πόλι·
Χαῖρε, Μαρία Σκομπτσόβα ὅασι στήν ἔρημο τῶν ἀνθρωπίνων καρδιῶν·
Χαῖρε, Μαρία ὅτι δεχόσουν κάθε παραστρατημένο ἄνθρωπο·
Χαῖρε, ὅτι τούς περιέβαλλες μέ τήν χωρίς ὅρια ἀγάπη σου·
Χαῖρε, Ἐντάνα ροδόδενδρο στήν προσευχή μας
Χαῖρε, γαλάζια ξεκούρασι τῆς ψυχῆς μας
Χαῖρε, Ἐντάνα ροδόχρωμη ἀγάπη
Χαῖρε, ἐρημίτρια τῆς ἐλπίδος
Χαῖρε, Ἁγίες Μαρία Σκομπτσόβα καί Ἐντάνα!
╰⊰¸¸.•¨*
Χαιρετισμοί στόν Ὅσιο Χειμέριο τόν ἐρημίτη
τοῦ Val-Saint-Imier στήν ὄροσειρά Jura Ἑλβετίας (12/11, +610)
καί στήν Ἁγ. ὁσιομάρτυρα μοναχή Μαρία Σκομπτσόβα,
τή διά Χριστόν σαλή, ἱεραπόστολο Γαλλίας καί ἱδρύτρια “Μονῆς”
στό Παρίσι, ἀπό Ρίγα Λεττονίας (31/3, +1945) [σύναξι 20/7]
Χαῖρε, ὅσιε Χειμέριε
Χαῖρε, ἁγία Μαρία Σκομπτσόβα
Χαῖρε, Χειμέριε ἐρημίτη τῆς Jura Ἑλβετίας
Χαῖρε, Μαρία Σκομπτσόβα πανδοχεῖο τοῦ Παρισιοῦ·
Χαῖρε, Χειμέριε ὅτι ἡ προσευχή σου εἶναι σιωπητήριο τῶν παθῶν
Χαῖρε, Χειμέριε ὅτι ἡ προσευχή σου εἶναι προσκλητήριο πρός τό Θεό
Χαῖρε, Μαρία ὁσιομάρτυς ὅτι ἔγινες “τά πάντα τοῖς πᾶσι”·
Χαῖρε, Μαρία Σκομπτσόβα ποιήτρια καί ζωγράφε·
Χαίρετε, Μαρία καί Χειμέριε ὑπότιτλοι στό βιβλίο
τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μέσ’ στήν καρδιά μας
Χαίρετε, ὅτι οἱ πρεσβεῖες σας
πάντα μᾶς περιστοιχίζουν.
Χαῖρε, Ἅγιοι Μαρία καί Χειμέριε!
╰⊰¸¸.•¨*
Χαιρετισμοί στήν Ἁγ. ὁσιομάρτυρα μοναχή Μαρία Skobtsova,
τή διά Χριστόν σαλή, ἱεραπόστολο Γαλλίας καί ἱδρύτρια “Μονῆς”
στό Παρίσι, ἀπό Ρίγα Λεττονίας (31/3, +1945)
καί στό Γάλλο συνεργάτη της Ἅγ. Δημήτριος Klépin
τόν Πρεσβύτερο ἱερομάρτυρα στό Παρίσι Γαλλίας (9/2, +1944)
[σύναξι 20/7]
Χαῖρε, ὁσιομάρτυς Μαρία Skobtsova·
Χαῖρε, ἱερομάρτυρα Δημήτριε Klépin·
Χαῖρε, Μαρία στήριγμα τῶν ἀπεγνωσμένων·
Χαῖρε, γάργαρο νερό τοῦ ποταμοῦ Σηκουάνα·
Χαῖρε, Δημήτριε Klépin Γαλλέ Πνευματικέ Πατέρα·
Χαῖρε, ἐγκάρδιο καλλωπιστικό φυτό τοῦ Λούβρου ποταμοῦ·
Χαῖρε, Μαρία Skobtsova ἀγάπη τῆς ὄμορφης Λεττονίας·
Χαῖρε, διά Χριστόν σαλή στούς μοντέρνους καιρούς·
Χαίρετε, ἅγιοι Δημήτριε Klépin καί Μαρία Skobtsova
σύγχρονοι ἱεραπόστολοι τῆς Πόλεως τοῦ Φωτός·
Χαίρετε, συνεργάτες στό ἔργο τῆς ἀγάπης
πρός κάθε ταλαιπωρημένη ψυχή.
Χαίρετε, Ἅγιοι Δημήτριε καί Μαρία!
╰⊰¸¸.•¨*
Χαιρετισμοί στήν Ἁγ. ὁσιομάρτυρα μοναχή Μαρία Skobtsova,
τή διά Χριστόν σαλή, ἱεραπόστολο Γαλλίας καί ἱδρύτρια “Μονῆς”
στό Παρίσι, ἀπό Ρίγα Λεττονίας (31/3, +1945) [σύναξι 20/7]
καί στήν Ἁγ. ὁσιομάρτυρα Μαργαρίτα τήν ἡγουμένη
Μονῆς στό Μένζελισκ Ρωσίας, ἀπό Ἑλλάδα
(25/1 καί 19/10, +1917)
Χαῖρε ὁσιομάρτυς Μαργαρίτα·
Χαῖρε, ὁσιομάρτυς Μαρία Skobtsova·
Χαῖρε Μαργαρίτα καύχημα τῆς Ἑλλάδος·
Χαῖρε νέα ὁσιομάρτυς στή Μαρτυρική Ρωσία·
Χαῖρε, Μαρία Skobtsova μοναχικό ἄνθος τοῦ Παρισιοῦ·
Χαῖρε, Μητέρα Μαρία ὅτι ἡ Μονή σου ἦταν ὅλη ἡ Γαλλία·
Χαῖρε ὁσιομάρτυς Μαργαρίτα ὅτι ὁ Ἅγιος Νικόλαος σοῦ
ἐμφανίσθηκε καί σοῦ εἶπε μή φοβηθεῖς τό Μαρτύριο·
Χαῖρε, Μαρία Skobtsova ὅτι θυσιάσθηκες στό
θάλαμο ἀερίων γιά τήν ἀγάπη τοῦ πλησίον·
Χαίρετε, ἄρπες τοῦ Θεοῦ ὅτι ἀρπάξατε
τήν Οὐράνια Βασιλεία Του.
Χαίρετε, Ἅγίες Μαρία καί Μαργαρίτα!
╰⊰¸¸.•¨*
Χαιρετισμοί στήν Ἁγ. ὁσιομάρτυρα μοναχή Μαρία Skobtsova,
τή διά Χριστόν σαλή, ἱεραπόστολο Γαλλίας καί ἱδρύτρια “Μονῆς”
στό Παρίσι, ἀπό Ρίγα Λεττονίας (31/3, +1945) [σύναξι 20/7]
καί στόν Ἅγ. Ἰωάννη Μαξίμοβιτς,
Ἐπίσκοπο San Francisco τῆς California τῶν ΗΠΑ
καί Παγκόσμιο Ἰσαπόστολο (19/6 & 2/7, +1966)
Χαῖρε, ἅγιε Ἰωάννη Μαξίμοβιτς·
Χαῖρε, ὁσιομάρτυς Μαρία Skobtsova·
Χαῖρε, Ἰωάννη Ἰσαπόστολε τῶν τεσσάρων Ἡπείρων·
Χαῖρε, διά Χριστόν σαλή ἀγάπη πρός τό Θεό·
Χαῖρε, Skobtsova ἱεραπόστολε τῶν νυχτερινῶν κέντρων·
Χαῖρε, Skobtsova Ὀρθόδοξο χαμόγελο τῆς Παρισιοῦ·
Χαῖρε, Μαξίμοβις ἄγγελε Θεοῦ μέ ἀνθρώπινη μορφή·
Χαῖρε, Skobtsova διά Χριστόν σαλή τῆς Πόλεως τοῦ Φωτός·
Χαίρετε, Ἰωάννη Μαξίμοβις καί Μαρία Skobtsova
ὀμορφοστολισμένα καμπαναριά τῆς Εὐρώπης·
Χαίρετε, ὅτι ὁ Κύριος κτυπάη τίς καμπάνες
τῆς ψυχῆς σας μέσ’ στίς καρδιᾶς μας.
Χαίρετε, Ἅγιοι Μαρία καί Ἰωάννη!
╰⊰¸¸.•¨*
Χαιρετισμοί στήν Ἁγ. Δάφνη
τήν ἐρημίτρια καί παρθενομάρτυρα
στό Gheel Βελγίου καί 1η ἱδρύτρια ψυχιατρικοῦ
ἱδρύματος, ἀπό Ἰρλανδία (15/5, +7ος αἰ.)
καί στήν Ἁγ. ὁσιομάρτυρα Μαρία Skobtsova,
τή διά Χριστόν σαλή, μοναχή ἱεραπόστολο Γαλλίας
καί ἱδρύτρια “Μονῆς” στό Παρίσι,
ἀπό Ρίγα Λεττονίας (31/3, +1945) [σύναξι 20/7]
Χαῖρε, ἁγία Μαρία Skobtsova
Χαῖρε, ἁγία παρθενομάρτυς Δάφνη
Χαῖρε, Μαρία Skobtsova χελιδονοφωλιά τοῦ Παρισιοῦ
Χαῖρε, διαμόρφωσι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά μας
Χαῖρε, παρθενομάρτυς Δάφνη φωσφορική ἀγάπη τῆς Ἰρλανδίας
Χαῖρε, ροδόπεπλη μαρτυρική μελωδία τοῦ Gheel Βελγίου
Χαῖρε, Μαρία Skobtsova ὅτι ἔγινες μητέρα γιά ὅλους
Χαῖρε, Δάφνη ὅτι ἡ καρδιά σου εἶναι ροδότοπος ἀρετῶν
Χαῖρε, Μαρία ὅτι λυπόταν ἡ καρδιά σου πού
“δέν μποροῦσε νά στεγάση τό σύμπαν”·
Χαῖρε, Δάφνη ὅτι ἀκολούθησες μέχρι
τέλους τό δρόμο τῆς ἀγάπης
Χαῖρε, Ἁγίες Δάφνη καί Μαρία!
πηγή

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΛΕΙΨΑΝΩΝ Γεροντίσσης ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΒΛΑΧΟΥ (Κέρκυρα, 5.10.2019)


Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΕΛΑΓΙΑ



site analysis



«Η οσία Πελαγία έζησε επί βασιλέως Νουμεριανού και καταγόταν από την πόλη της Αντιόχειας. Ζούσε μέσα στις ορχήστρες και τα θέατρα της εποχής και ήταν πόρνη, μαζεύοντας από την πονηρή αυτή εργασία πάρα πολλά χρήματα. Όταν όμως κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη από τον επίσκοπο Νόνο, που ήταν άγιος άνθρωπος, και μετανόησε θερμά, βαπτίσθηκε και άφησε ό,τι σχετιζόταν με την προηγούμενη αμαρτωλή ζωή της σαν σκουπίδια. Στη συνέχεια, περιβλήθηκε τρίχινα ρούχα, και αφού παρουσιάστηκε ως άνδρας, πήγε κρυφά στο όρος των Ελαιών, όπου και εγκλείστηκε σ’ ένα κελί, ζώντας το υπόλοιπο της ζωής της εκεί, κατά τρόπο θεάρεστο. Στο κελί αυτό αναπαύτηκε εν Κυρίω».



Η οσία Πελαγία ανήκει σε εκείνη τη χορεία των ανθρώπων, για τους οποίους ο Κύριος, απευθυνόμενος στους Φαρισαίους,  είχε πει: «Οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν των Ουρανών». Πρόκειται δηλαδή για ανθρώπους, οι οποίοι ναι μεν από πλευράς κοινωνικής δεν έχουν καλό όνομα, σαν τους Φαρισαίους για παράδειγμα, που θεωρούνταν οι καλύτεροι Ιουδαίοι και συνεπώς οι πιο κοντινοί στον Θεό, αλλά διακρίνονται για την καλή τους διάθεση, την καλή τους προαίρεση, και που γι’  αυτό, μόλις δοθεί η πρόκληση από πλευράς του Θεού, αμέσως ανταποκρίνονται και ακολουθούν τον Θεό. Ο Κύριος για τέτοιους ανθρώπους είπε την παραβολή του τελώνου και του Φαρισαίου ή και την παραβολή του ασώτου, να δείξει δηλαδή ότι εκείνο που μετράει ενώπιον του Θεού τελικώς είναι η συναίσθηση της αμαρτωλότητας, το «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», και όχι μία εικόνα αυτοδικαίωσης του ανθρώπου, λόγω πιθανόν κάποιων καλών πράξεών του, η οποία το μόνο που επισύρει από τον Θεό είναι η καταδίκη του.

Με την οσία Πελαγία, όπως και με τις αντίστοιχες παρόμοιες περιπτώσεις: την οσία Μαρία την Αιγυπτία, για παράδειγμα,  την οσία Ταϊσία την πόρνη (που και αυτήν εορτάζουμε σήμερα) κ.ά., βρισκόμαστε με ανάγλυφο θα λέγαμε τρόπο, μπροστά στο φαινόμενο της μετανοίας, το οποίο αποτελεί και τη μόνη προϋπόθεση εισόδου του ανθρώπου στη Βασιλεία του Θεού. Ο Θεός μας δηλαδή, όπως απαρχής έδειξε ο Κύριος, δεν ζητάει από τον άνθρωπο την αναμαρτησία του, η οποία ασφαλώς και δεν υπάρχει – όλοι γνωρίζουμε ότι ο μόνος αναμάρτητος είναι ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός μας, ο Ιησούς Χριστός – αλλά τη μετάνοιά του, ως συναίσθηση της αμαρτίας του και ελπίδα στη φιλανθρωπία Εκείνου. Δεν είναι τυχαίο ότι και ο τελευταίος των Προφητών, Ιωάννης ο Πρόδρομος, που ετοίμαζε το έδαφος για την έλευση του Μεσσία, και ο ίδιος ο Κύριος, εκείνο που ετόνιζαν απαρχής και στη συνέχεια των δράσεών τους, ήταν το «μετανοείτε, ήγγικεν γαρ η βασιλεία των Ουρανών». Γι’  αυτό και η Εκκλησία μας τονίζει πάντοτε ότι η μόνη διάκριση των ανθρώπων που γίνεται αποδεκτή, δεν είναι από πλευράς φυλετικής, κοινωνικής, μορφωτικής, γένους κλπ., αλλά από το αν οι άνθρωποι είναι μετανοημένοι ή όχι. Άνθρωπος που συναισθάνθηκε τις αμαρτίες του και στράφηκε με ελπίδα στον Θεό, αυτός θεωρείται και ο άγιος άνθρωπος, αυτός θεωρείται ο πολίτης του Ουρανού. Άνθρωπος που νιώθει «καλά» με τον εαυτό του, με την έννοια ότι μπορεί να καυχάται για τις αρετές του, συνεπώς να μη νιώθει κανένα έλλειμμα μέσα του, είναι ο άνθρωπος από τον οποίο ο Θεός αποστρέφει το πρόσωπό Του. Η περίπτωση της παραβολής του τελώνου και του Φαρισαίου, που μνημονεύσαμε και παραπάνω, είναι παραπάνω από ενδεικτική.

Με την οσία Πελαγία λοιπόν καταλαβαίνουμε τι σημαίνει μετάνοια. Σημαίνει  αλλαγή τρόπου ζωής, και μάλιστα χωρίς υπεκφυγές και αναβολές. Μόλις κατάλαβε η οσία ότι η ζωή της δεν ήταν ευάρεστη στον Θεό, αμέσως μετανόησε και εξέφρασε τη γνησιότητα της μετανοίας της με την αλλαγή της ζωής της, και μάλιστα με τρόπο συγκλονιστικό: κλείστηκε διά παντός σ’  ένα κελί, αλλάζοντας ακόμη και την εμφάνισή της. Κι αυτό είναι ακριβώς το σημάδι της γνήσιας μετάνοιας: η άμεση αλλαγή της ζωής∙ η στροφή προς τον Θεό και η τήρηση του αγίου θελήματός Του. Και τονίζουμε την αλήθεια αυτή, διότι πολλές φορές μας εμπαίζει ο διάβολος, ο οποίος δεν έρχεται να μας πει να μη μετανοήσουμε. Εκείνο στο οποίο μας σπρώχνει είναι να αναβάλουμε τη μετάνοιά μας. Το αύριο είναι η αιχμή του δόρατος του Πονηρού, γιατί ξέρει ότι το αύριο γίνεται μεθαύριο, το μεθαύριο η μεθεπομένη κ.ο.κ., συνεπώς ο άνθρωπος παραμένει πάντοτε στα ίδια. Η υμνολογία της ημέρας, σχεδόν καθ’  ολοκληρίαν, αυτήν τη μετάνοια τονίζει στο πρόσωπο της οσίας Πελαγίας, για να μας πει ότι αφενός η μετάνοια οδηγεί στην πλήρη συγχώρηση των αμαρτιών του ανθρώπου και την πλήρωσή του με όλες τις δωρεές του Θεού, αφετέρου αποτελεί τον μονόδρομο και για εμάς, αν θέλουμε να δούμε Θεού πρόσωπο. Ας ακούσουμε τον οίκο του κοντακίου της ημέρας: «Όσοι εν βίω αμαρτίαις εμολύνθημεν, ως ο τάλας εγώ, ζηλώσωμεν την μετάνοιαν, τον οδυρμόν τε μετά δακρύων της οσίας Μητρός ημών Πελαγίας, ίνα ταχύ εκ Θεού την συγχώρησιν λάβωμεν∙ καθάπερ η μακαρία, έτι ζώσα, τον ρύπον απέπλυνε της αμαρτίας, και έλαβεν εκ Θεού την τελείαν συγχώρησιν, οδόν μετανοίας υποδείξασα».  Όσοι μολυνθήκαμε από τις αμαρτίες στη ζωή μας, όπως ο ταλαίπωρος εγώ, ας ζηλέψουμε τη μετάνοια και τον οδυρμό με δάκρυα της οσίας Μητέρας μας Πελαγίας, για να λάβουμε γρήγορα τη συγχώρηση από τον Θεό. Όπως συνέβη και με τη μακαρία Πελαγία: όσο ήταν ακόμη στη ζωή, έπλυνε καλά τη βρωμιά της αμαρτίας και έλαβε από τον Θεό την τέλεια συγχώρηση, υποδεικνύοντάς μας το δρόμο της μετανοίας.
ΠΗΓΗ.ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

Μια πόρνη έγινε Αγία!



site analysis
agia taisia
Γράφει ο π. Ηλίας Μάκος στην Romfea.gr

Μια ξεχωριστή περίπτωση και πολύ διδακτική είναι η ζωή της αγίας Ταϊσίας, που εορτάζεται η μνήμη της στις 8 Οκτωβρίου.
Η ίδια η μητέρα της, εκμεταλλευόμενη την ομορφιά του σώματός της και κατασπαράσσοντας την ωραιότητα της ψυχής της, την ώθησε στην πορνεία και αυτό στην τρυφερή ηλικία των 17 μόλις ετών.
Παρότι ζούσε μέσα στη βρωμιά, παρότι δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα αντικείμενο, που βέβαια, αποκτούσε χρήματα, φαίνεται πως μια σπίθα πίστης σιγόκαιγε στον κατασυντριμμένο εσωτερικό της κόσμο.
Αυτή η σπίθα της προκάλεσε θλίψη και η θλίψη την οδήγησε σε ριζική αναθεώρηση της ζωής και της σκέψης της, σε μεταμόρφωσή της.
Ήρθε γι’ αυτή η ώρα της μεγάλης αλλαγής, της μετάνοιας.
Επειδή τα πλούτη της προέρχονταν από ανομήματα, τα πέταξε στη θάλασσα και μέχρι το τέλος της ζωής της δεν αποχωρίστηκε τη φτώχεια, φροντίζοντας παράλληλα άρρωστα και ανήμπορα άτομα.
Πόνεσε και πληγώθηκε όχι μόνο για το κατάντημά της, όχι μόνο γιατί εξευτελίστηκε τόσο πολύ, αλλά γιατί μέχρι τη μεταστροφή της περιφρόνησε την αγάπη του Θεού.
Προτού πλησιάσει το Χριστό είχε τα μάτια ανοιχτά, αλλά ήταν τυφλή πνευματικά.
Το κύλισμα στο βούρκο δεν την άφηνε να δει το φως της αλήθειας,της κρατούσε κλειστά τα μάτια της ψυχής.
Όταν, όμως, την επισκέφθηκε η χάρη του Θεού, έκλεισαν τα σωματικά μάτια και άνοιξαν για πάντα τα μάτια της ψυχής.
Και μας παρακινεί να ζήσουμε τη μετάνοια όχι σαν κάτι στιγμιαίο και εφήμερο, αλλά σαν κάτι διαρκές και μόνιμο.
Να τη ζήσουμε βαθιά, προσωπικά, ως Ορθόδοξοι με αίσθημα ευθύνης, υπεύθυνα και όχι ανεύθυνα.
Η απόφαση της επιστροφής από την αθλιότητα στη Θεότητα, είναι μια γενναία απόφαση.
Και για να είναι αληθινή τρεις είναι οι απαραίτητες κινήσεις: Στην καρδιά η συντριβή. Στο στόμα η παραδοχή των λαθών. Στη ζωή η διόρθωση.
Έτσι θα δούμε τον εαυτό μας, που πρώτα αγνοούσαμε. Θα δούμε ύπουλες αδυναμίες και πάθη, που πρώτα τα παραβλέπαμε και τα αμνηστεύαμε.
Θα δούμε ότι η αμαρτία δεν είναι αθώο παιχνιδάκι, αλλά ένα παιχνίδι με το θάνατο.
Δεν είναι ικανότητα για να ξεφύγουμε, είναι ψεύτισμα και ξεστράτισμα.

Η Γερόντισσα Αναστασία, ασκήτρια της «Κυράς των Αγγέλων»


Μάνα, αυτό που είπες, από πού το άκουσες και το είπες;



site analysis

*


Κάποια αγράμματη αλλά ευσεβής γιαγιά, πήγε μια μέρα στην Εκκλησία και άκουσε τον ιεροκήρυκα να λέει:
"Αυτός που δεν διαβάζει την Αγία Γραφή, δεν θα σωθεί!"

Η γιαγιά μόλις άκουσε το λόγο αυτόν χλώμιασε, απογοητεύτηκε και γυρίζοντας σπίτι, λέει στην κόρη της:
- Παιδί μου θα κολαστώ, διότι δεν διαβάζω την Αγία Γραφή!
Η κόρη της προσπάθησε να την καθησυχάσει, αλλά ματαίως...

Μια μέρα, αποφάσισε η γιαγιά να πάει σε έναν φωτισμένο γέροντα, για να την βοηθήσει. Η γιαγιά μόλις τον είδε, του λέει: 
"Πάτερ μου, δεν θα σωθώ, διότι δεν διαβάζω την Αγία Γραφή, διότι είμαι αγράμματη!"
Ο γέροντας όμως την καθησύχασε και της είπε:
"Και πώς σώθηκαν τόσοι και τόσοι αγράμματοι άνθρωποι γιαγιά;
Μάλιστα έχουμε και Αγίους, που ήταν τελείως αγράμματοι! 
Αυτοί πως σώθηκαν; 
Τα γράμματα δεν σώζουν, αλλά ούτε και η αμορφωσιά κολάζει.
 Λοιπόν γιαγιά, θα κάνεις το εξής: 
Θα παίρνεις το Ευαγγέλιο, θα το ανοίγεις στην πρώτη σελίδα, θα βάζεις την παλάμη σου πάνω στο Ευαγγέλιο και μετά θα πηγαίνεις στο εικονοστάσι και θα λες την εξής προσευχή: 
''Χριστέ μου, αυτά που γράφεις στο Ευαγγέλιο, βάλτα μέσα στην καρδιά μου!''
Την άλλη μέρα θα βάζεις την παλάμη σου στην δεύτερη σελίδα κ.ο.κ.
Η γιαγιά εφάρμοσε κατά γράμμα τα λόγια του γέροντα για αρκετούς μήνες. Μια μέρα στο σπίτι παίζανε τα εγγονάκια της και άρχισαν να μιλάνε άσχημα και να κατακρίνουν. Η γιαγιά το άκουσε και τα παρατήρησε, λέγοντάς τα: 
"Παιδιά μου, μην κρίνετε για να μην κριθείτε!"
Κόκκαλο η κόρη της!
- Μάνα, αυτό που είπες, από που το άκουσες και το είπες; 
Αυτό το λέει το Ευαγγέλιο, εσύ δεν ξέρεις γράμματα, ποιος σου το είπε;
- Παιδί μου, δεν το άκουσα από κάπου, αλλά βγήκε μέσα από την καρδιά μου!
Από την στιγμή εκείνη, άρχισε η γιαγιά να αναπαράγει λόγια του Ευαγγελίου, χωρίς να το καταλαβαίνει! 
Η γιαγιά επειδή έκανε υπακοή στον γέροντα με πίστη και απλότητα, άρχισε ο Χριστός να εμφυτεύει τα λόγια του Ευαγγελίου στην καρδιά της.
Αυτό που θα μας σώσει είναι η πίστη στον Χριστό και όχι η μόρφωσή μας. 
Εξάλλου ο Χριστός, επέλεξε αγράμματους ανθρώπους για Μαθητές Του, για να δείξει, ότι μπορεί να σε κάνει πάνσοφο, ακόμα και αν είσαι αγράμματος, αρκεί να έχει κανείς πίστη και ταπείνωση...

Νά μήν τό μάθει κανείς!...


 site analysis



Μία συγκινητική αληθινή ιστορία από τον μακαριστό Αρχιμ. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο.

"Αὐτή τή στιγμή μοῦ ἔρχεται στή μνήμη μου τό παράδειγμα μιᾶς πολύ ἁπλῆς γυναίκας τοῦ λαοῦ, πού εἶχα συναντήσει στό ἐξομολογητάριο, πρίν ἀπό πολλά χρόνια. Δέν τήν γνώριζα, οὔτε τήν γνωρίζω· οὔτε ἄν τή δῶ στό δρόμο θά τή θυμηθῶ. Θά πλησίαζε τά 70. Ἲσως νά τήν ἔχει καλέσει ὁ Θεός τώρα.
Ἀφοῦ ἐξομολογήθηκε, δέν θυμᾶμαι πῶς, ἦλθε τό θέμα γιατί αὐτό δέν εἶχε σχέση μέ ἁμαρτίες, τή ρώτησα ἄν ἐργάζεται.
- Ὄχι, πάτερ μου, σταμάτησα· δέν μπορῶ πιά ἄλλο νά ἐργάζομαι.
- Καί πῶς ζῆς; Ἔχεις σύνταξη;
- Ὄχι, οὔτε σύνταξη ἔχω.
Μέ κοίταξε λίγο ἔτσι καχύποπτα, ἀγράμματη ἡ καημένη καί μοῦ λέει:
- Πνευματικός εἶσαι, θά στό πῶ. Ἀλλά δέν θά τό πεῖς πουθενά! Ἡ ἐνορία μας ἔκτισε ἕνα νέο ναό, μεγάλο καί ὡραῖο. Ἔγιναν πάρα πολλά ἔργα μέσα στό ναό· εἶχε μείνει τό τέμπλο. Οἱ ἱερεῖς εἶπαν, καί μία καί δυό καί τρεῖς φορές, ὅτι τώρα θά ἀρχίσουμε τόν ἔρανο γιά νά φτιάξουμε τό τέμπλο ξυλόγλυπτο.
Ἐγώ ἀπό μικρή κοπέλα, ὅλη μου τή ζωή, ἐργαζόμουνα «ὑπηρέτρια» καί μέ τά χρήματα πού ἔπαιρνα ἐφτίαξα ἕνα σπίτι. Ἔμενα σ΄ ἕνα δωματιάκι καί τά ὑπόλοιπα τά νοίκιαζα καί ἔτσι ζοῦσα. Πάω, βρίσκω τόν προϊστάμενο τοῦ ναοῦ καί τοῦ λέω: «Πάτερ μου, πόσο θέλει νά γίνει τό τέμπλο;». Μοῦ εἶπε, ἑνάμισι ἑκατομμύριο - τῆς ἐποχῆς ἐκείνης βέβαια, (σημερινά χρήματα εἴκοσι - εἴκοσιπεντε ἑκατομμύρια).
- «Πάτερ μου, ἄκουσε, τοῦ λέω. Ἔχω ἕνα σπίτι· τά πιάνει αὐτά τά χρήματα, ἀλλά ἀναλαμβάνει τό ἐκκλησιαστικό συμβούλιο νά μοῦ δίνει ἑνάμισι χιλιάρικο τό μήνα πού παίρνω ἀπό τά ἐνοίκια γιά νά ζῶ; Ὅσο ζῶ. Μετά δέν θά δώσει τίποτα στούς κληρονόμους μου».
- «Τό ἀναλαμβάνει καί μέ τό παραπάνω καί περισσότερα».
- «Ἀλλά, ἄκουσε - τοῦ λέω -, δέν θά τό ξέρει κανείς. Ἐγώ καί σύ».
- «Δέν μπορεῖ νά γίνει κάτι τέτοιο, διότι γιά νά τό ἀποφασίσει τό ἐκκλησιαστικό συμβούλιο, πρέπει νά τό μάθει. Πῶς θά πάρει τέτοια ἀπόφαση; Ἑπομένως δέν μπορῶ νά τό κρατήσω τελείως μυστικό».
- «Καλά, θά πάρεις, ὅμως, τούς ἐκκλησιαστικούς συμβούλους ἕναν - ἕναν μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ νά σοῦ ὑποσχεθοῦν ὅτι δέν θά τό ποῦν σέ κανένα. Νά μή τό μάθει κανείς στήν ἐνορία!».
- «Ἐν τάξει, αὐτό στό ὑπόσχομαι».
Πράγματι, πουλήθηκε τό σπιτάκι, καί ἔγινε τό τέμπλο. Κι ἐγώ πνευματικέ μου, ζῶ μ΄ αὐτά πού μοῦ δίνει τό συμβούλιο. Ἂ, μοῦ εἶπαν μερικοί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου, πού τό ἤξεραν: «Αἲ, καημένη τώρα, τό ἐφτίαξες πού τό ἐφτίαξες, δέν ἀφήνεις νά βάλουμε καί τ΄ ὄνομά σου». «Ὄχι, ὄχι - τούς λέω - γιατί θά χάσω τό μισθό (!) μου, ἅμα θά κάνετε αὐτό τό πρᾶγμα».
Τώρα πάω στήν Ἐκκλησία καί τό βλέπω καί τό τέμπλο καί κλαίω ἀπό τή χαρά μου καί λέω: Σ΄ εὐχαριστῶ, Χριστέ μου, διότι ἀξίωσες ἐμένα, μιά φτωχή γυναίκα, μία ὑπηρέτρια, πού δέν ἀξίζω τίποτε, ἕνα σκουπίδι, νά κάνω ἕνα τέτοιο ὡραῖο πράγμα στό Ναό Σου. Καί τό βλέπω καί ἀγαλλιάζεται ἡ ψυχή μου. Ἄι, καί πιστεύω νά πάω στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ νά παρουσιάσω αὐτό, δέν ἔχω τίποτε ἄλλο στή ζωή μου· «Κύριέ μου, ἐγώ τούς κόπους μου τούς ἔδωσα νά φτιάξω ἕνα ἔργο στό Ναό Σου· δέν ἔχω τίποτε ἄλλο».
Τόσο πολύ μέ συγκλόνισε τό παράδειγμα αὐτῆς τῆς γυναίκας, πού εἶπα: Ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως πόσους θά κρίνει ἡ γριούλα αὐτή ἀπό ἐμᾶς τούς κληρικούς, πού πολλές φορές βάζουμε φαρδύ - πλατύ τό ὄνομά μας καί γράφουμε «τό τέμπλο ἤ ὁ Ναός ἐγένετο ἐπί τάδε, ἐπί τάδε, ἐπί τάδε» καί ἀπό κάτω ἀρχίζουν οἱ λίστες τῶν δωρητῶν. Αὐτή ἡ ἁπλή γυναίκα, χωρίς νά ἔχει προχωρήσει πολύ πνευματικά, ἔκανε μία τέτοια σκέψη, τήν ὁποία οὔτε ἐμεῖς οἱ τάχα προηγμένοι πνευματικῶς δέν κάνουμε. Κολακευόμεθα νά γίνεται γνωστό, ὅτι δώσαμε αὐτό ἤ ἐκεῖνο ἤ τό ἄλλο. Ἐπαναλαμβάνω, μερικές τέτοιες ψυχοῦλες, καθαρές ψυχές, «ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος», τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως θά μᾶς κρίνουν!"


«Ντερτ βαρ… Ντερτ βαρ!» ή «Αυτούς του κέρασα στο Κονάκι»



site analysis



Πέρασε αρκετό διάστημα από τότε πού ο Μανώλης έφυγε από το Νησί. Δυό φορές έστειλε μήνυμα στη μητέρα του ότι ηταν καλά. Ο Τζεμάλ, συνεπής στην υπόσχεση πού είχε δώσει στο αφεντικό του, πήγαινε συχνά στο αρχοντόσπιτο κι εκτελούσε με προθυμία τις παραγγελίες της κυρίας Αιμιλίας. Πάντα όμως τυπικός και προσεκτικός στη συμπεριφορά του. Έτρεμε να μην παρεξηγηθεί από την αυστηρή αρχόντισσα. Η Μυρτώ είχε πάψει να τον αποφεύγει. Αντίθετα, μόλις άκουγε την ομιλία του στην κουζίνα έτρεχε με λαχτάρα να πιάσει κουβέντα μαζί του, να του ψήσει εκείνη το καφεδάκι και να τον περιποιηθεί μ’ όλη της την καρδιά.
Αλλά κι η κυρία Αιμιλία δεν κρατούσε πιά απέναντι του την αγέρωχη στάση της ανωτερότητας της. Του φερόταν με τόση φιλικότητα, σαν να ήταν κάποιο από τα αγαπητά, φιλικά πρόσωπα της τάξης της. Όσον αφορά την κυρά Μαριγώ, αυτή δεν τον ξεχώριζε από πραγματικό παιδί της. Έτσι κυλούσαν οι μέρες χαρούμενες, γεμάτες προσδοκίες για τον ερωτευμένο νέο. Του αρκούσε να βλέπει το γλυκό χαμόγελο της Μυρτώς και τα χαδιάρικα μάτια της πού καθρέφτιζαν όλη την ομορφιά της ψυχής της.
Ο Τζεμάλ είχε γίνει αγαπητός και σ’ ολόκληρη τη μικρή κοινωνία του Μοσχονησιού. Έκτος από τη λεβεντιά του, θαύμαζαν και την καλοσύνη της ψυχής του. Οι τουρκικές αρχές τον εκτιμούσαν και τον καμάρωναν. «Ένας Τούρκος σαν αυτόν», έλεγαν με καμάρι, «τιμά τη γενιά μας».
Στηριζόμενος σ’ αυτή την εκτίμηση ο Τζεμάλ, αρκετές φορές είχε μεσολαβήσει κι ελευθερώθηκαν Μοσχονησιώτες πού τους είχαν κλείσει οι τσανταρμάδες  στη φυλακή για ασήμαντη αιτία. Μιά παρόμοια περίπτωση, πού έμεινε αξέχαστη στο Μοσχονήσι και τη διηγόταν γελώντας σαν ανέκδοτο οι γεροντότεροι στους νέους, ήταν και αυτή του Καρδάρα.
Ο Νικόλαος Καρδάρας ήταν ένας χειροδύναμος Μοσχονησιώτης πού του είχαν αναθέσει οι αρχές να τραβά, την αλυσίδα της Πέρα Μανταριάς. Ήταν ένας γιγαντόσωμος άντρας, θεριό στην όψη, αλλά άκακο αρνάκι στην ψυχή. Δεν χώνευε τους εγωιστές και σκληρόκαρδους ανθρώπους, προπαντός τον Καϊμακάμη πού απαιτούσε να του κάνουν συνέχεια τεμενάδες και να τον προσκυνούν σαν τον Πατισάχ. Αυτές τις μέρες είχε επισκεφθεί το Μοσχονήσι και ο Καδής του Αϊβαλιού. Κι οι δυό μαζί είχαν δικάσει ανελέητα έναν αθώο Μοσχονησιώτη και τον είχαν στείλει εξορία στο Ερζερούμ, στα τάγματα εργασίας. Ήταν Κυριακή πρωί όταν ο Καϊμακάμης κι ο Καδής, συνοδευόμενοι από δυό τσανταρμάδες, πήγαν στην Πέρα Μανταριά για να περάσουν από το Μοσχονήσι στο Αϊβαλί.
Ο Καρδάρας μόλις τους είδε ταράχτηκε. Με κόπο συγκράτησε το θυμό του. Απέφυγε να τους κοιτάξει κατά πρόσωπο και δεν τους έκανε το συνηθισμένο τεμενά. Με πυρωμένο το πρόσωπο από θυμό ο Καδής ούρλιαξε: «Κιοπέκ  γκιαούρ, θα σε κανονίσω». Εις απάντηση ο Καρδάρας τέντωσε το λεβέντικο κορμί του, ανασήκωσε με το ένα του χέρι τη βράκα του κι άφησε να του φύγει μιά πορδή τόσο δυνατή, πού ακούστηκε σαν… πυροβολισμός! Όσοι βρίσκονταν εκεί, κι οι τσανταρμάδες ακόμα, ξέσπασαν σ’ ακράτητα γέλια. Έξαλλοι ο Καϊμακάμης κι ο Καδής διέταξαν τους τσανταρμάδες να τον συλλάβουν αμέσως και να τον οδηγήσουν στο μπουντρούμι (φυλακή). Ατάραχος ο Καρδάρας τους ακολούθησε χωρίς να διαμαρτυρηθεί.
Βούιξε το Μοσχονήσι με την τολμηρή αυτή πράξη του Καρδάρα. Άλλοι έλεγαν γελώντας «Μπράβο σου μπάρμπα Νικόλα, καλά τους έκανες» κι άλλοι κουνούσαν περίλυπα το κεφάλι κατακρίνοντας αυτή την ανόητη πράξη του Καρδάρα, πού θά γινόταν αιτία ν’ αφήσει τα κοκαλάκια του στα αμελέ-ταμπουρού  του Ερζερούμ και της Αγκυρας.
Απελπισμένη ηταν η κυρά Αμερσούδα, η γυναίκα του.« Τί θ’ απογίνω η άμοιρη με τέσσερα παιδιά; Πώς θα τα ζήσω αν τον στείλουν εξορία;», έλεγε και ξανάλεγε η δύστυχη ανάμεσα στους λυγμούς πού τράνταζαν το στήθος της. Τό ‘ξερε πώς την πράξη αυτή πού έκανε ο άντρας της, οι Τούρκοι τη θεωρούσαν πολύ αισχρή και προσβλητική και την τιμωρούσαν πάντα πολύ αυστηρά. Αποτάθηκε στους προύχοντες του Μοσχονησιού, έκλαψε, θρήνησε και ζήτησε τη συμπαράσταση τους. Μα όλοι σταύρωσαν τα χέρια. Λυπόνταν βέβαια ειλικρινά κι εκείνη και τον άντρα της, μα ήταν ανήμποροι να βοηθήσουν στην περίπτωση αυτή.
– Μια λύση μονάχα υπάρχει, της είπε ο κυρ Νικολαδής, να βγάλουμε τρελό τον άνδρα σου.
-Τρελός; Μά αυτό δεν θά το δεχτεί ποτέ ο Νικόλας και θά σας διαψεύσει μπροστά στον Καδή.
– Καλά…; Δηλαδή δεν θα με δικάσουν; Ημερώσανε τα θεριά;
– Θα τους κάνω εγώ να ημερώσουν, γιατί θά ‘ρθω στο δικαστήριο να σε υπεραπισθώ.
– Να με υπερασπισθείς…; Με τί τρόπο Τζεμάλ; Αφού δεν ήσουν μπροστά όταν έκανα αυτή την πράξη. Και τί πράξη! προσθέτει χαμογελώντας κάτω από τις μεγάλες, στριφτές μουστάκες του. Αντιλάλησε όλη η μαούνα! Αν τους έβλεπες και τους δυό αυτή την ώρα θα τρόμαζες… Το πρόσωπο τους είχε πάρει τόση αγριότητα, λές κι ηταν αγριόλυκοι έτοιμοι να χυμήξουν επάνω μου να με ξεσχίσουν με τα δόντια τους. Πώς λοιπόν θα με δικαιολογήσεις; Τί θα τους πεις για να μη με τιμωρήσουν;
– Άκουσε, μπάρμπα Νικόλα, τη συμβουλή πού θα σου δώσω. Αύριο στο δικαστήριο θα παίξεις το ρόλο πού θα σου πω σαν σωστος θεατρίνος. Όταν σε καθίσουν στο σκαμνί, θ’ αρχίσεις να κουνιέσαι ασταμάτητα.
– Δηλαδή; Πώς θα κουνιέμαι; Δεν καταλαβαίνω…
– Να, όπως κάποιος πού βασανίζεται από δυνατό πόνο στην κοιλιά, ή θέλει να ουρήσει και κουνιέται συνέχεια προσπαθώντας να συγκρατηθεί. Έτσι θά κάνεις κι εσύ. Ο Καδής φυσικά θά σε ρωτήσει γιατί κουνιέσαι… Τότε θά του πεις με παραπονιάρικο ύφος και κλαψιάρικη φωνή: «Ντερτ βαρ εφέντιμ… Ντερτ βαρ… Κάνετε παρακαλώ γρήγορα γιατί δεν αντέχω!». Τότε θ’ αναλάβω έγώ και θά τους εξηγήσω στα τούρκικα ποιό είναι το ντέρτι σου. Θά τους πώ ότι πάσχεις από μιά αρρώστια στα έντερα και σου φεύγουν αέρια χωρίς να το θέλεις. Λίγο να ζοριστείς ή να σηκώσεις κάποιο βάρος, παθαίνεις αυτή την ανωμαλία. Αυτό έπαθες και την ημέρα αυτή στην Πέρα Μανταριά, όταν έσκυψες για να τραβήξεις την αλυσίδα. Δηλαδή, έκανες αυτή την πράξη άθελα σου. Πρόσεξε λοιπόν, μπάρμπα Νικόλα, να παίξεις καλά το ρόλο σου και να μη με διαψεύσεις όταν σε ρωτήσουν. Σύμφωνοι;
– Σύμφωνοι παλικάρι μου. Άιντε και θα δεις πού θα τα καταφέρω μια χαρά. Έχε την ευχή μου. Ο Θεός να σου χαρίσει ό,τι ποθεί η χρυσή σου καρδιά. Το βλέμμα του Τζεμάλ σκοτεινιάζει απότομα και μ’ αδύναμη φωνή του άπαντα, κουνώντας μελαγχολικά το κεφάλι:
–           Μακάρι, μπάρμπα Νικόλα, να μου χαρίσει ο Θεός αυτό πού λαχταρά η καρδιά μου… Αλλά, δυστυχώς, είναι αδύνατο… Είναι πολύ δύσκολο, ακατόρθωτο!
–           Γιατί γιόκα μου είναι ακατόρθωτο; Για τον Θεό όλα είναι δυνατά. Προπαντός όταν πρόκειται για τέτοια καλόκαρδα παλικάρια σαν κι εσένα.
–           Μακάρι… Μακάρι μπάρμπα Νικόλα να επαληθευτούν τα λόγια σου… να πιάσει η ευχή σου. άιντε, προσπάθησε τώρα να ηρεμήσεις κι αύριο στο δικαστήριο να κάνεις ό,τι σου είπα.  Εγώ θά είμαι στο πλάι σου.Την άλλη μέρα δυο ζαπτιέδες οδήγησαν τον Καρδάρα στην αίθουσα του Κονακιού πού θα γινόταν η δίκη. Τον κάθισαν στο σκαμνί με δεμένα τα χέρια. Για μια στιγμή γυρόφερε το βλέμμα του με αγωνία. Μόλις όμως είδε τον Τζεμάλ ηρέμησε. Σε λίγο μπήκαν στην αίθουσα ο Καϊμακάμης με τον Καδή. Έριξαν ένα άγριο βλέμμα στον κατηγορούμενο και κάθισαν στην έδρα. Ο Καρδάρας άρχισε αμέσως να παίζει το ρόλο του με τόση επιτυχία, πού έμεινε έκπληκτος κι ο ίδιος ο Τζεμάλ. Άρχισε να κουνιέται ασταμάτητα πάνω στο σκαμνί, να σφίγγει τα χείλια του, να κάνει τέτοιους μορφασμούς, σαν να τον βασάνιζε αβάσταχτος πόνος στην κοιλιά.
–           Γιατί μπρε κιοπέκ γκιαούρ κουνιέσαι; Ούρλιαξε ο Καδής. Κάτσε ήσυχα μην διατάξω τους τσανταρμάδες και σ’ αρχίσουν στις κλοτσιές.
–           Αχ, εφέντη μ’, είπε με κλαψιάρικη φωνή ο Καρδάρας. Ντερτ βαρ… Ντερτ βαρ!… Συγχρόνως το πρόσωπο του είχε πάρει την πιό οδυνηρή έκφραση.
–           Τί ντερτ, μπρε κιοπέκ ογλού ;
–           Ντερτ μεγάλο, εφέντη μ’, κάνε γλήγορα… δεν αντέχω! Ενώ ο Καϊμακάμης με τον Καδή βλέπονταν έκπληκτοι -εν τω μεταξύ ο Καρδάρας κουνιόταν συνεχώς- έλαβε το λόγο ο Τζεμάλ. Με περίλυπο ύφος τους εξήγησε ότι ο κατηγορούμενος έπασχε από κάποια αρρώστια των εντέρων πού του προκαλούσε αέρια μόλις ζοριζόταν ή στενοχωριόταν. Αυτό του είχε συμβεί και στην Πέρα Μανταριά, όταν αερίστηκε μπροστά τους άθελά του. Αυτός ο άνθρωπος, τους είπε, είναι άξιολύπητος. Αποφεύγει και στο καφενείο ακόμα να πάγει, γιατί του φεύγουν αέρια και τον κοροϊδεύουν. Για μια στιγμή στο πρόσωπο του Καδή ζωγραφίστηκε μια έκφραση οίκτου. Ο Καϊμακάμης όμως εξακολουθούσε να κοιτάζει άγρια τον κατηγορούμενο και γρύλλισε:
–           Σήκω επάνω, μπρέ κιοπέκ. Σηκώθηκε ο Καρδάρας, αλλά με διπλωμένο στα δυό το λεβέντικο κορμί του.
–           Κάτσε ίσια μπρέ, του φώναξε άγρια. Πάψε το κούνημα…
–           Δεν μπορώ εφέντη μ’, δεν μπορώ… Θα μου φύγει πάλι… Δεν αντέχω…Οι λέξεις έβγαιναν σκόρπιες, μπερδεμένες από το στόμα του. Το βλέμμα του τον κοίταζε ικετευτικά.
–           Εφέντη μου, επενέβη ο Τζεμάλ, αυτός ο άνθρωπος υποφέρει αυτή τη στιγμή. Δεν βλέπετε τα χάλια του; Φοβάται να μην αεριστεί και τώρα μπροστά σας, γι’ αυτό κουνιέται και τρέμει ολόκληρος.
–           Αυτό πού λέγει ο Τζεμάλ είναι αλήθεια, διαβεβαίωσαν κι οι δύο προύχοντες, Νικολαδής και Κόπανος. Αμέτρητες φορές έχει κάνει αυτή την πράξη μπροστά σέ όλους μας.
–           Σιχτίρ κιοπέκ, γρύλλισε ο Καδής. Βγάλτε τον γρήγορα έξω μη μας βρομίσει το Κονάκι. Με δυο απότομες σπρωξιές και μια κλοτσιά οι τσανταρμάδες πετούν τον Καρδάρα έξω από την αίθουσα. Μα πριν βγει ακόμα από την πόρτα, για να διαβεβαιώσει την… αρρώστια του, δεν διστάζει να αμολύσει και πάλι ένα αέριο τόσο δυνατό, σαν αυτό πού αμόλησε στην Πέρα Μανταριά! Ο Καϊμακάμης με τον Καδή έπιασαν τη μύτη τους. Το ίδιο κι οι τσανταρμάδες. Αλλά ο Τζεμάλ με τον Κόπανο και τον Νικολαδή με πολύ κόπο συγκράτησαν τα γέλια τους. Έτσι αθωώθηκε ο Καρδάρας και γλύτωσε από την εξορία. Αυτό το βράδυ ο μπάρμπα Νικόλας μ’ ένα μπουκάλι ούζο κι ένα μεγάλο χταπόδι βρισκόταν στο τσιφλίκι.
–           Έλα γιόκα μου να κεραστούμε, έλεγε γελώντας στον Τζεμάλ. Αυτούς τους κέρασα μέσα στο Κονάκι, την ώρα πού με πετούσαν έξω με τις σπρωξιές… Δεν έχουν παράπονο.

Πηγή: Βασιλικής Ράλλη, Μυρτώ Της Μικρασίας, Εκδόσεις Ακρίτας, Έκδοση Δεύτερη, Ιανουάριος 2006.

Πρεσβυτέρα Κυριακή Γ. Τσιτουρίδου



site analysis


Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο


Γεννήθηκε τό 1870 καί παντρεύτηκε τό 1890 τόν Γε­ώργιο Τσιτουρίδη ὁ ὁποῖος χειροτονήθη­κε ἱε­ρέ­ας καί ἐφημέρευε στό χωριό τους Τσόπλη ἤ Δερ­μιτζίκιοϊ τῆς Ὀρτού (Κοτυώρων) τοῦ Πόντου. Ἀπέ­κτησαν ἕξι κόρες καί ἕνα γυιό πού ἐκοιμήθη μικρός.

  Ἡ πρε­σβυ­τέ­ρα Κυ­ρια­κή ἦ­ταν ἁ­πλῆ, εὐ­λα­βέ­στα­τη καί πο­λύ ἐ­λε­ή­μων. Πο­νοῦ­σε κα
ί ἔ­κλαι­γε ὅ­ταν ἔ­βλε­πε τήν δυ­στυ­χί­α τῶν ἀν­θρώ­πων. Εἶ­χε πάν­τα ἀ­νοι­χτή τήν πόρ­τα τοῦ σπι­τιοῦ της ὅ­που εὕ­ρι­σκαν φα­γη­τό καί ζε­στα­σιά οἱ φτω­χοί καί πει­να­σμέ­νοι, καί τό­πο γιά νά μεί­νουν οἱ ξέ­νοι.

Τό ἔ­τος 1903 ὁ πα­πα–Γι­ώρ­γης μέ τήν οἰ­κο­γέ­νειά του με­τα­νά­στευ­σε καί ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στό χω­ριό Ἄ­τα­ρα ἤ Ἀ­ζάν­τα τῆς πε­ρι­ο­χῆς Σο­χούμ τῆς Γε­ωρ­γί­ας. Ἦ­ταν ὁ μο­να­δι­κός ἱ­ε­ρέ­ας τῆς πε­ρι­ο­χῆς ὅπου ζοῦ­σαν πολ­λοί Ἕλ­λη­νες πρό­σφυ­γες. Λει­τουρ­γοῦ­σε, βά­πτι­ζε, στε­φά­νω­νε καί δι­ά­βα­ζε τούς ἀρ­ρώ­στους. Στό σπί­τι του κα­τέ­φευ­γαν κά­θε μέ­ρα δε­κά­δες πρό­σφυ­γες πού δέν εἶ­χαν “ποῦ τήν κε­φα­λήν κλῖ­ναι”. Ἡ πο­νό­ψυ­χη πρε­σβυ­τέ­ρα ἀ­κού­ρα­στη ζύ­μω­νε, μα­γεί­ρευ­ε καί ἔ­τρε­φε ὅ­λους τούς φτω­χούς πού κα­τέ­φευ­γαν στό σπί­τι τους. Τούς ἀ­γα­ποῦ­σε καί τούς πα­ρη­γο­ροῦ­σε σάν παι­διά της. Ἐ­πει­δή δέν χω­ροῦ­σαν νά φι­λο­ξε­νη­θοῦν ὅ­λοι στό μι­κρό τους σπι­τά­κι, ζή­τη­σε ἀ­πό τόν πα­πα–Γι­ώρ­γη νά φτιά­ξη ἕ­να με­γά­λο ξε­νῶ­να καί ἔ­τσι μπο­ροῦ­σε νά φι­λο­ξε­νῆ μέ­χρι ἑ­κα­τό ἄ­το­μα.

Ἡ εὐ­λα­βής πρε­σβυ­τέ­ρα, ἐ­νῶ ἔ­τρε­φε τό­σα πει­να­σμέ­να στό­μα­τα, ἡ ἴ­δια ἔ­κα­νε κά­θε μέ­ρα ἐ­νά­τη. Μέ­χρι τόν Ἑ­σπε­ρι­νό δέν ἔ­τρω­γε καί δέν ἔ­πι­νε τί­πο­τε. Πή­γαι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἔ­παιρ­νε ἀν­τί­δω­ρο καί με­τά ἔ­τρω­γε. Κρέ­ας καί ἀρ­τύ­σι­μα δέν ἔ­τρω­γε πα­ρά μό­νο λα­χα­νι­κά καί φροῦ­τα.

Περ­νώ­ντας μιά μέ­ρα μέ τόν πα­πα–Γι­ώρ­γη ἔ­ξω ἀ­πό ἕ­να κοι­μη­τή­ρι τοῦ Σο­χούμ, ζή­τη­σε ὅ­ταν πε­θά­νη νά τήν θά­ψη σέ αὐ­τό τό κοι­μη­τή­ριο. Ὁ πα­πᾶς ἀ­πό­ρη­σε για­τί ἦ­ταν νέ­α, πε­ρί­που 40 ἐ­τῶν. Σέ λί­γες μέ­ρες πού ἀρ­ρώ­στη­σε καί ἐ­κοι­μή­θη, τήν ἔ­θα­ψαν κα­τά τήν ἐ­πι­θυ­μί­α της σ᾽ ἐ­κεῖ­νο τό κοι­μη­τή­ρι.

Ἑ­πτά χρό­νια ἀ­πό τήν κοί­μη­σή της τήν εἶ­δε ὁ πα­πα–Γι­ώρ­γης στόν ὕ­πνο του νά τοῦ λέ­γη: «Ἑ­πτά χρό­νια δέν βα­ρέ­θη­κες νά μέ ἔ­χης κά­τω ἀ­πό τήν γῆ; Νά ἔρ­θης νά μέ βγά­λης». Αὐ­τό τό ὄ­νει­ρο τό εἶ­δε ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νως. Ἐπί­σης ἕ­νας μο­να­χός ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι Νόβα ­φόν στήν Τρά­ντ­α κά­θε βρά­δυ ἔ­βλε­πε φῶς νά κα­τε­βαί­νη στόν τά­φο της καί ἄκου­γε μιά φω­νή νά τοῦ λέ­η: «Νά ᾿ρθῆς στό νε­κρο­τα­φεῖ­ο νά μέ βγά­λης».

Πράγ­μα­τι ἔ­γι­νε ἡ ἀ­να­κο­μι­δή. Εἶ­δαν τό­τε ὅ­τι δέν ὑ­πῆρ­χε χῶ­μα πά­νω ἀ­πό τά ὀ­στᾶ της καί ἀ­πό κά­τω ὑπῆρ­χε νε­ρό. Μιά εὐ­ω­δί­α ξε­χύ­θη­κε καί εἶ­δαν ἔκ­πλη­κτοι τό δε­ξί της χέ­ρι, ὅ­που φο­ροῦ­σε τήν βέ­ρα της, τό αὐτί της καί τήν καρ­διά της νά εἶναι ἄ­φθαρ­τα, ἐνῶ τά ὑ­πό­λοι­πα ὀ­στᾶ νά εἶ­ναι ­χρυ­σοκίτρινα.

Τό ἄ­φθαρ­το χέ­ρι καί τήν καρ­διά της τά πῆ­ρε ὁ κα­λό­γε­ρος τῆς Τράν­τας, ἐνῶ τά ὑ­πό­λοι­πα ὀ­στᾶ της σή­με­ρα φυ­λά­γον­ται στήν ἁ­γί­α Πε­τρού­πο­λη.



(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο». Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)