Οι γερόντισσες Μακρίνα και Ταξιαρχία 3 Αυγούστου είναι ημέρα μνήμης της γερόντισσας Ταξιαρχίας (Δούκα). Το 1989, από το ελληνικό μοναστήρι της Παναγίας Οδηγήτριας πήγε στις ΗΠΑ, με την ευλογία του πνευματικού πατέρα της, του αγιορείτη γέροντα Εφραίμ του Φιλοθεΐτη (Μωραΐτη), ο οποίος με τη σειρά του ήταν πνευματικό παιδί του σπουδαίου γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή. Η γερόντισσα Ταξιαρχία έγινε πρώτη κάτοικος και ηγουμένη της Ιεράς Μονής Γενεσίου της Υπεραγίας Θεοτόκου, στην αμερικάνικη πόλη Σάξονμπουργκ (Saxonburg) στην πολιτεία της Πενσυλβάνια. Αυτό το μοναστήρι είναι το πρώτο από τα δεκαοχτώ που είχε ιδρύσει ο γέροντας Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης στην Αμερική.
Η μακαρία γερόντισσα Ταξιαρχία απέκτησε τα χαρίσματα της αδιάλειπτης προσευχής, της θεραπείας των ψυχών και των σωμάτων, της διορατικότητας, της πύρινης πίστης και της αγάπης του Χριστού. Η γερόντισσα ασκούνταν στο μοναχισμό, για πολλά χρόνια. Έχουν υπάρξει περιπτώσεις, που με τις προσευχές της θεραπεύονταν ασθενείς με καρκίνο. Μετά την μακαρία κοίμηση της γερόντισσας Ταξιαρχίας, ο Κύριος επικύρωσε τον αγώνα της καθώς στο πρόσωπό της είχε εμφανιστεί ευωδιαστό μύρο. Ειδικά για τους επισκέπτες της πύλης «pravoslavie.ru» σας παρουσιάζουμε αναμνήσεις ανθρώπων που ήξεραν καλά την γερόντισσα Ταξιαρχία:
Ελεάνα Μίτσελ, πνευματικό παιδί του γέροντα Εφραίμ:
Από πολύ μικρή ηλικία ήταν πραγματική νύφη του Χριστού
– Η μακαρία γερόντισσα Ταξιαρχία γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό Αγριά του Βόλου. Σε πολύ μικρή ηλικία, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, έμεινε χωρίς πατέρα. Το κοσμικό της όνομα ήταν Αφροδίτη Δούκα. Η μακαρία γερόντισσα ήταν πολύ όμορφη, τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά. Από πολύ μικρή ηλικία ήταν, θα λέγαμε, πραγματική νύφη του Χριστού.
Σε πολύ μικρή ηλικία την είχαν διαγνώσει με βαριά καρδιακή ασθένεια. Από τότε, άρχισε ο αγώνας για την υγεία της. Αναγκαζόταν συχνά να κάνει εισαγωγές στο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, τουλάχιστον για δύο μήνες. Όταν άρχισε η περιπέτειά της, αν και ήταν πολύ νέα, είχε αναγκαστεί να πάει στο νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη τελείως μόνη της, καθώς η οικογένεια δεν είχε τις αναγκαίες οικονομικές προϋποθέσεις. Κανένας δεν την επισκεπτόταν, όπως συνέβαινε με τους άλλους ασθενείς. Κανένας δεν της έφερνε κάτι σαν δώρο. Τότε, για πρώτη φορά, αποκαλύφθηκε η γενναιότητα της ψυχής της.
Τελείως μόνη της, σε μια ξένη πόλη, ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους, καταβεβλημένη, αδυνατισμένη, η νεαρή κοπέλα καρτερικά πάλευε μόνη της με την ασθένειά της. Το μόνο που ονειρευόταν ήταν να δει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα τη μανούλα της και να της παραπονεθεί για τις κακουχίες της. Ωστόσο, όταν έφτασε επιτέλους αυτή η πολυπόθητη ημέρα, και η μαμά της είχε έρθει να την επισκεφτεί, η Αφροδίτη σαν να άκουσε τη Φωνή του Θεού που την φώτισε να κρατηθεί και να μη μιλήσει για τα δεινά της. Το «εγώ» της ήταν σαν να μπήκε σε δεύτερο πλάνο.
Άρχισε να συλλογίζεται σοφά, κάτι που ήταν απροσδόκητο, αν σκεφτούμε το νεαρό της ηλικίας της: “Ωχ, πόσο θα στεναχωρήσω τη μανούλα μου, την καημένη χήρα! Άραγε, δεν με αγαπάει; Άραγε, δεν ανησυχεί για μένα ούτως ή άλλως;”. Και, καθώς αναγνώρισε τη Φωνή του Θεού σε αυτή την εσωτερική φωνή, η Αφροδίτη είπε στη μητέρα της:
- Αχ, αγαπημένη μου μανούλα! Είμαι καλά στο νοσοκομείο. Με φροντίζουν εδώ, με ταΐζουν! Διάφορες γυναίκες με επισκέπτονται εδώ και μου φέρνουν γλυκά, σοκολάτες, βιβλία. Ο χρόνος πέρασε τόσο γρήγορα!
- Άρα, Αφροδίτη μου, δε στεναχωριέσαι που δεν μπορώ να σε επισκέπτομαι συχνά;
- Όχι, μανούλα μου, δεν έχω χρόνο να θλίβομαι και να στεναχωριέμαι! Δε με αφήνουν χωρίς φροντίδα!.
Η μητέρα της παρηγορήθηκε πολύ με αυτά που της είχε πει η κόρη της και πήγε σπίτι με ήρεμη καρδιά.
Ο γέροντας Εφραίμ με τις αδελφές Η κοπέλα ξανά έμεινε μόνη της. Τώρα, όμως, ο πόνος της και οι ανάγκες της δεν είχαν τόση σημασία. Ήταν μεγάλη η χαρά της που είχε συναντήσει τη μητέρα της και που την είχε καθησυχάσει.
Εκείνο τον καιρό κάθε μέρα, όπως μας έλεγε η ίδια, προσευχόταν για να την πάρει ο Κύριος από αυτή τη ζωή, επειδή έβλεπε τον εαυτό της ανάξια και άχρηστη και ότι μόνο δυσκόλευε τη ζωή των άλλων. Σκέφτονταν τη μητέρα της και τα αδέλφια της.
Όμως, ο Παντογνώστης Θεός δεν εκπλήρωσε την παράκλησή της. Αντί για αυτό, την αξίωσε να λάβει το αγγελικό σχήμα στην Ιερά Μονή Παναγίας Οδηγήτριας, κοντά στο Βόλο, δίπλα στην μεγάλη γερόντισσα Μακρίνα, η οποία την δίδασκε και της μετέδιδε, όπως και σε άλλες αδελφές του μοναστηριού, τις αρετές της θυσίας, της αγάπης, της υπομονής και της υπακοής.
Όπως θυμάμαι από τα λεγόμενά της, έλεγε: “Ξέρεις, πότε κατάλαβα γιατί δε με πήρε τότε ο Κύριος; Όταν ο γέροντας Εφραίμ, στα πενήντα μου χρόνια, μου είχε πει ότι χρειάζεται να ζήσω στην Αμερική!”
Ευλογητός ο Κύριος ο Θεός, που άφησε αυτή την ευλογημένη ψυχή στη γη για να αξιωθούμε να την συναντήσουμε και να την γνωρίσουμε! Η μακαρία γερόντισσα ήταν πολύ ευλαβής, αγνή, καλόκαρδη και ευγενής γερόντισσα, έτοιμη για αυτοθυσία. Επίσης, ήταν προστάτιδα των ορφανών (εδώ, στις ΗΠΑ).
Τα αγαθά του κόσμου και οι κοσμικές βλέψεις δεν την ενδιέφεραν καθόλου. Η μοναδική φροντίδα της μητερούλας ήταν η σωτηρία όλων και της δικής της ψυχής. Μέρα και νύχτα, παρόλη την κούραση μέχρι εξάντλησης, αφιερωνόταν στην καρδιακή προσευχή. “Έχετε κοιμηθεί ποτέ όρθιες, με ανοιχτά τα μάτια;” – μας ρωτούσε η γερόντισσα και χαμογελούσε με το δικό της ευλογημένο χαμόγελο, κάτι που μας γέμιζε με παραδεισένια μακαριότητα. “Όχι, γερόντισσα, ποτέ!” - “Εμένα έχει τύχει” – απαντούσε η ευλογημένη ψυχή.
Χωρίς βία, αυστηρότητα, κριτική ή πικρία, μόνο με την καλοσύνη και την τρυφερότητά της, μπορούσε έτσι απλά να ανοίγει την καρδιά του ανθρώπου για να την καθαρίζει. Και μπορούσε την κάθε σου μέρα, που περνούσες δίπλα της, να την κάνει να είναι αφιερωμένη εις Δόξαν Θεού! Μόλις που χαράζει, αμέσως λες χωρίς τη θέλησή σου: “Τι να κάνω, για να ευχαριστήσω τον Θεό;” Και το κάνεις άθελά σου, από την πληρότητα της καρδιάς.
Η Ιερά Μονή Γενεσίου της Υπεραγίας Θεοτόκου Η κοίμησή της έγινε στις 3 Αυγούστου του 1994. Από το νοσοκομείο μέχρι το μοναστήρι τεράστια καθαρά ρέματα βρόχινου νερού συνόδευαν την έξοδό της. Ένα άλλο θαύμα ήταν, ότι εμφανίστηκαν στο πρόσωπό της μετά το θάνατό της πολλές ευωδιάζουσες σταγόνες μύρου που έλαμπαν στον ήλιο. Όλοι εμείς νιώθαμε ευλογημένη «χαρμολύπη» με αυτά που συνέβαιναν.
Η γερόντισσα Θεοφανώ, η νυν ηγουμένη της Ιεράς Μονής Γενεσίου της Υπεραγίας Θεοτόκου:
– Η γερόντισσα Ταξιαρχία ήρθε στην Πενσυλβάνια τον Ιούλιο του 1989, και εγώ ήρθα τον Μάρτιο του 1990 από τη Νέα Υόρκη. Στην αρχή είχαμε μόλις ένα μικρό χωριάτικο σπιτάκι με δύο κρεβατοκάμαρες, και τίποτα άλλο. Ήμασταν τρείς αδελφές.
“Είναι η καλύτερή μου μοναχή”
Όταν ο γέροντας Εφραίμ είχε έρθει για πρώτη φορά να επισκεφτεί το μοναστήρι μας (τότε έμενε τρείς μήνες στην Αμερική και εννιά μήνες στην Ιερά Μονή Φιλοθέου στο Άγιο Όρος), του είπα ότι η γερόντισσα Ταξιαρχία είναι πραγματικά αγία (αυτό ήταν εμφανές με την πρώτη ματιά). Και μου απάντησε: “Έστειλα εδώ μία από τις καλύτερές μου μοναχές… Όχι, είναι η καλύτερή μου μοναχή”.
Η γερόντισσα Θεοφανώ Η γερόντισσα Ταξιαρχία ήταν πραγματικά άγιος άνθρωπος. Είχε πρόβλημα με την καρδιά. Επίσης, μετά τη μετακόμιση στην Αμερική είχε διαγνωστεί με καρκίνο του μαστού. Εν τω μεταξύ, άλλες γυναίκες με καρκίνο θεραπεύονταν με τις προσευχές της. Για παράδειγμα, αναφέρω μια περίπτωση. Μια φορά, ήρθαν τρείς ή τέσσερις προσκυνήτριες για να δουν τη γερόντισσα. Ανάμεσά τους ήταν μια γυναίκα, μητέρα μιας από τις αδελφές μας, η οποία είχε διαγνωστεί με καρκίνο. Ήθελε να το πει στη γερόντισσα, αλλά εκείνη δεν την άφηνε να μιλήσει, αλλά μόνο επαναλάμβανε: “Τίποτα, τίποτα”. Και όμως, χωρίς να ρωτήσει τίποτα, η γερόντισσα ακούμπησε το μέρος που ήταν ο καρκίνος. Οι μοναχές, συνήθως, αποφεύγουν να ακουμπάνε, αλλά η γερόντισσα ακούμπησε ακριβώς το άρρωστο μέρος και της είπε: “Μην ανησυχείτε, μητερούλα, τα έχετε όλα καθαρά”. Όταν η γυναίκα αυτή γύρισε σπίτι, οι γιατροί δεν έβρισκαν πια καρκίνο.
Μια άλλη προσκυνήτρια, που επίσης είχε καρκίνο του μαστού, είχε έρθει σε μας μαζί με ομάδα προσκυνητών. Η γερόντισσα Ταξιαρχία κάτι έδινε για ευλογία και αυτή η γυναίκα ήθελε και αυτή να πάρει σειρά. Τότε, η γερόντισσα άρχισε να την διώχνει από τη σειρά. Αυτή η προσκυνήτρια αιφνιδιάστηκε και μετά από λίγη ώρα επέστρεψε και στάθηκε πάλι στο τέλος της σειράς. Η γερόντισσα ξανά την παρακάλεσε να βγει από τη σειρά. Αυτό επαναλήφθηκε και άλλες φορές, ώσπου κάποια στιγμή η γερόντισσα της είπε: “Δεν έχετε πια καρκίνο”.
“Του χρόνου θα έρθετε εδώ με το παιδί”
Ένα άλλο θαύμα έγινε με μια οικογένεια από το Τενεσί, την οποία ξέραμε πολύ καλά. Δεν είχαν παιδιά για πολλά χρόνια. Η γερόντισσα τους είπε: “Μην ανησυχείτε! Του χρόνου θα έρθετε εδώ με το παιδί”. Έτσι και έγινε. Μετά από ένα χρόνο ήρθαν με νεογέννητο κοριτσάκι.
Υπήρχε και άλλη μια περίπτωση θεραπείας, αλλά αυτό συνέβη μετά την κοίμηση της γερόντισσας. Μια γυναίκα δούλευε σε κομμωτήριο, ήταν κομμώτρια. Επειδή δούλευε για πολλά χρόνια με χημικές ουσίες, της πονούσαν πολύ τα νύχια στα δάχτυλα. Πήρε λάδι από το καντήλι που ανάβαμε στην εκκλησία κατά τη διάρκεια της κηδείας της γερόντισσας. Εμείς συνεχίζουμε να συμπληρώνουμε λάδι σε αυτό καντήλι. Λοιπόν, αυτή η γυναίκα άλειψε τα δάχτυλά της με λάδι από το καντήλι και μετά από αυτό θεραπεύτηκε.
“Παρακαλώ, να μου πάρετε το άσθμα μου!”
Ακόμα μια γυναίκα, η οποία τώρα έχει πλέον κοιμηθεί, είχε βαριάς μορφής άσθμα από τη νεαρή της ηλικία. Αυτή είχε βοηθήσει κάποια στιγμή τον γέροντα Εφραίμ στην ανέγερση του μοναστηριού μας. Πριν κοιμηθεί η γερόντισσα, αυτή η γυναίκα την είχε ρωτήσει: “Γερόντισσα, μπορώ να σας ζητήσω μια χάρη; Παρακαλώ, να μου πάρετε το άσθμα μου!” Την επόμενη από την κοίμηση της γερόντισσας μέρα - και αυτή η κυρία ήταν γύρω στα ογδόντα - το άσθμα την εγκατέλειψε για πάντα.
Έχουμε συγκεντρώσει πολλές παρόμοιες ιστορίες. Ήταν αγία, πραγματικά αγία. Όπως και ο γέροντας Εφραίμ, και αυτή ήταν σε θέση να διαβάζει τους λογισμούς μας. Ήταν όλο αγάπη.
Και επειδή ήταν πρώτη μοναχή του γέροντα που είχε έρθει στην Αμερική, και επειδή ήταν άνθρωπος με αστείρευτη αγάπη, προσέλκυε γυναίκες από διάφορα μέρη, και από μέρη όπου αργότερα κτίστηκαν και άλλα μοναστήρια από τον γέροντα Εφραίμ: από τη Νέα Υόρκη, από το Σικάγο κτλ. Θυμάμαι, έλεγε σε αυτές τις προσκυνήτριες: “Όταν θα κτίζετε μοναστήρι στο σπίτι σας, μην ξεχνάτε, ότι πρέπει να βοηθάτε τη γερόντισσά σας, όπως ακριβώς βοηθάτε εμένα”. Με αυτόν τον τρόπο, τους ετοίμαζε από πριν για αυτή την αποστολή.
Μια φορά, ένας μας είχε φέρει μια παλαιά εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Δεν ήξερε τι εικόνα ήταν αυτή. Ήταν ορθόδοξος άνδρας, παντρεμένος με μια προτεστάντισσα. Η γυναίκα του ήθελε να πετάξει όλες τις εικόνες του. Κατά σύμπτωση, δυο μοναχές, μητέρα και κόρη, περνούσαν δίπλα και άκουσαν τη συνομιλία τους, όπου ο άντρας προσπαθούσε να πείσει τη γυναίκα του να μην πετάξει τις εικόνες. Οι δύο μοναχές τους πρότειναν να παραδώσουν τις εικόνες στο μοναστήρι.
Αυτός ήταν ο άνδρας που είχε έρθει με τυλιγμένη την εικόνα και είπε στη γερόντισσα: “Δε θα την ανοίξω μέχρι αύριο”. Δεν ήξερε τι εικόνα ήταν. Την επόμενη μέρα γιόρταζε η εικόνα της Παναγίας «Ρόδον το Αμάραντον». Όταν άνοιξαν το δέμα, είδαν ότι ήταν ακριβώς η εικόνα «Ρόδον το Αμάραντον». Όταν η γερόντισσα έβγαλε την εικόνα, όλο το μοναστήρι γέμισε με ευωδία, κάτι που το ένιωθε κανείς παντού, πάνω, κάτω, ακόμα και στο υπόγειο. Αυτή η εικόνα εξακολουθεί να βρίσκεται στο μοναστήρι μας.
Η γερόντισσα Ταξιαρχία εκδήμησε εις Κύριον στις 3 Αυγούστου του 1994, σε ηλικία πενήντα επτά ετών. Στην κηδεία της προσήλθαν γύρω στα χίλια άτομα. Έχει ενδιαφέρον ότι ο καθένας ένιωθε ότι η γερόντισσα τον αγαπούσε πιο πολύ από όλους τους άλλους…
Όταν η γερόντισσα κοιμήθηκε, πριν την κηδέψουμε, στο πρόσωπό της εμφανίστηκε μύρο σε σταγόνες, από το οποίο έβγαινε θαυμαστή ευωδία. Το μάζεψα το μύρο με βαμβάκι κάτι που το φυλάω και τώρα. Πέρασαν είκοσι έξι χρόνια και το βαμβάκι αυτό ακόμα ευωδιάζει.
Μοναχή Νεκταρία, η πιο ηλικιωμένη μοναχή της Ιεράς Μονής Παναγίας Οδηγήτριας στην Πορταριά:
Οι γερόντισσες Μακρίνα και Ταξιαρχία – Ήξερα τη γερόντισσα Ταξιαρχία από τη στιγμή που ήρθε στο μοναστήρι μας. Είχε πρόβλημα με την καρδιά και αναγκάστηκε να υποβληθεί σε δύο εγχειρήσεις: τη μία την έκανε όταν ακόμα ζούσε στον κόσμο και τη δεύτερη όταν ήταν ήδη μοναχή. Πριν το πρώτο χειρουργείο, είχε κάνει το εξής τάμα: αν η εγχείρηση πετύχαινε, θα πήγαινε στο μοναστήρι για έξι μήνες να βοηθάει τις αδελφές και να προσεύχεται, ώστε με αυτόν τον τρόπο να ευχαριστήσει την Υπεραγία Θεοτόκο. Έχοντας μείνει για έξι μήνες στην Πορταριά, κατάλαβε ότι της αρέσει η μοναστική ζωή και ότι θέλει να μείνει εδώ. Άρχισε να ζητάει από τη γερόντισσα Μακρίνα να τη δεχτεί στο μοναστήρι. Η γερόντισσα στην αρχή δίσταζε να την δεχτεί στο μοναστήρι, επειδή φοβόταν ότι η άρρωστη καρδιά της δε θα αντέξει τον σκληρό μοναστικό τρόπο ζωής. Αλλά εκείνη την ικέτευε τόσο πολύ και ήταν τόσο καλόκαρδη και υπάκουη που η γερόντισσα τελικά συμφώνησε. Όμως και ο γέροντας Εφραίμ έδωσε ευλογία να την δεχτούν.
Η γερόντισσα Ταξιαρχία πολύ γρήγορα αξιώθηκε να λάβει το σχήμα, επειδή, κατά τα λεγόμενα της γερόντισσας Μακρίνας «ήταν απολύτως έτοιμη για αυτό».
Είχε δύο διακονήματα: το ένα στην κουζίνα και το άλλο στο αρχονταρίκι. Η γερόντισσα Μακρίνα είχε υψηλό ζάχαρο και η αδελφή Ταξιαρχία μαγείρευε για αυτήν. Ήταν πολύ προσεκτική στο διακόνημα. Τα ζύγιζε όλα με ακρίβεια, πόσο και τι να βάζει ώστε να είναι όλα σύμφωνα με τις οδηγίες των γιατρών. Αγαπούσε πολύ τη γερόντισσά της.
Ημιτελή έργα της γερόντισσας Ταξιαρχίας Κεντούσε πάρα πολύ καλά. Το είχε μάθει όταν ακόμα ζούσε στον κόσμο. Τα κεντήματά της είχαν τέτοια εμφάνιση, λες και δεν ήταν φτιαγμένα από ανθρώπινο χέρι. Όταν η γερόντισσα Ταξιαρχία ζούσε στο μοναστήρι, με τα δικά της χέρια κέντησε το χρυσό κάλυμμα της Αγίας Τράπεζας για το Άγιο Όρος. Επίσης, είχε πολλά χαρίσματα και χάρη από τον Θεό. Αγαπούσε τους πάντες και ήταν το ίδιο καλόκαρδη με όλους. Το δεύτερο διακόνημά της στο μοναστήρι ήταν να υποδέχεται επισκέπτες και προσκυνητές. Είχε το χάρισμα του λόγου. Ήξερε να βρίσκει τρόπους επαφής με οποιονδήποτε επισκέπτη ή προσκυνητή. Τα λόγια της ήταν πάντα γεμάτα από αγάπη και φώτιση, δηλαδή διαφώτιζαν τον άνθρωπο. Βοηθούσε τις αδελφές και σε άλλα διακονήματα και πάντα βιαζόταν να βοηθάει εκεί που χρειαζόταν.
Ήταν άνθρωπος του Θεού και μεγάλης προσευχής. Την διέκριναν η ευγένεια, η ελεημοσύνη, η ετοιμότητα για θυσία. Η προσευχή από το στόμα της έβγαινε αδιάλειπτα. Όταν μιλούσες μαζί της, πάντα ένιωθες ότι μέσα της κατοικεί το Άγιο Πνεύμα.
Πριν την αναχώρησή της για την Αμερική, αναγκάστηκε να κάνει και τη δεύτερη εγχείρηση. Είχε τόση πίστη στον Θεό που δε φοβόταν καθόλου το χειρουργείο. Μετά την αναχώρησή της για την Αμερική, συνεχίζαμε να επικοινωνούμε, γράφαμε επιστολές η μια στην άλλη.
Από το διήγημα της Ελένης Ξένου από το Βόλο. Η Ελένη είναι 69 ετών και είναι πνευματικό παιδί του γέροντα Εφραίμ από την ηλικία των 12 χρόνων:
– Η γερόντισσα Ταξιαρχία κατάγονταν από το διπλανό μας χωριό, την Αγριά. Όταν ήταν παιδί, λένε, ότι ήταν πολύ καλόκαρδη και τρυφερή. Από την παιδική της ηλικία φαινόταν ο μελλοντικός της χαρακτήρας – πολύ εύκολος και συμβιβαστικός.
Ήταν πολύ ταλαντούχα αγιογράφος. Επίσης, κεντούσε χειροποίητες εικόνες. Τα πρόσωπα του Χριστού, της Υπεραγίας Θεοτόκου και των Αγίων έβγαιναν σαν ζωντανοί, επειδή το έκανε με προσευχή.
Στο πρόσωπό της υπήρχε κάποια ιδιαίτερη τρυφερότητα, τα λόγια ήταν τόσο παρηγορητικά που είχες την αίσθηση ότι μιλάς με Άγγελο. Γι’ αυτό, ο γέροντας Εφραίμ, όταν άνοιξε το πρώτο του μοναστήρι στην Αμερική, αποφάσισε να την στείλει εκεί. Στην αρχή, στο μοναστήρι ήταν μόνη της.
Ήξερα τις αδελφές της οι οποίες τώρα έχουν, πλέον, αποδημήσει εις Κύριον. Όλες ζούσαν στην Αγριά. Μια αδελφή της μου έχει δείξει ένα κλαδάκι δέντρου το οποίο η γερόντισσα Ταξιαρχία της είχε στείλει σε ένα από τα γράμματα από την Αμερική. Έγραφε: “Αδελφούλα μου, βλέπεις αυτό το κλαδάκι; Είναι κλαδάκι ενός από τα δέντρα τα οποία βλασταίνουν εδώ, γύρω από το μοναστήρι μου. Το καθένα από αυτά είναι ποτισμένο με τα πολλά δάκρυα της μοναξιάς μου”.
Ο γέροντας Εφραίμ, ο καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Φιλοθέου Δεν ήξερε ούτε τη γλώσσα, ούτε τα έθιμα, τίποτα. Ο γέροντας πήρε την απόφαση και αυτή υπάκουσε τυφλά. Έτσι στήθηκε το πρώτο μοναστήρι του γέροντα Εφραίμ στις ΗΠΑ. Δεν είχε κανένα αντίλογο στην απόφαση του γέροντά της, ούτε λέξη. Το δέχτηκε ειρηνικά. Πήγε στην Αμερική για να ζει εκεί, όπου και πέθανε. Μετά από λίγο χρόνο, οι ντόπιοι έλληνες πρόσφυγες έμαθαν για αυτό το μοναστήρι και άρχισαν να πηγαίνουν εκεί για τις ιερές ακολουθίες, τις Κυριακές. Στην αρχή εμφανίζονταν στο μοναστήρι με υπερβολική επιμέλεια στην ενδυμασία τους, με μοδάτες κομμώσεις και πήγαιναν στη μονή για να συζητούν μεταξύ τους. Η ελληνική διασπορά στην Αμερική, εκείνη την εποχή, είχε εκκοσμικευτεί πολύ και είχε βρεθεί κάτω από την επιρροή της καθολικής εκκλησίας. Η γερόντισσα πολύ γρήγορα τους έκανε και πάλι ορθόδοξους χριστιανούς.
Οι ηλικιωμένες μοναχές από την Πορταριά μου έλεγαν για την γερόντισσα Ταξιαρχία την εξής ιστορία: Όσο βρισκόταν στο νοσοκομείο μετά τη δεύτερη εγχείρηση καρδιάς στην Ελλάδα, δίπλα της βρισκόταν ένας ορθόδοξος Έλληνας ιερέας. Την ώρα που συνερχόταν μετά την εγχείρηση, είχε πολύ δυνατούς πόνους, μέχρι λιποθυμίας, κάτι που ήταν πολύ επώδυνο. Τη στιγμή που μόλις συνερχόταν, ο ιερέας άκουγε να λέει: “Ω, Μήτηρ του Θεού, τι όμορφη που είσαι! Είσαι η πιο ωραία, η πιο ωραία στον κόσμο!” Έβλεπε την Θεοτόκο ακριβώς μπροστά της. Έβλεπε και τους Αγίους Αποστόλους και μιλούσε μαζί τους: “Άγιοι Απόστολοι, Πέτρο και Παύλο, πόσο όμορφα, τι όμορφοι που είστε! Αχ, πόσο όμορφα!”
Στην Αμερική, η γερόντισσα Ταξιαρχία ασκήτεψε πέντε χρόνια και πέθανε λόγω προβλημάτων υγείας. Μετά το θάνατό της κι αμέσως μετά την κηδεία, άρχισαν να γίνονται θαύματα στον τάφο της. Έτσι, μερικές μέρες μετά την κηδεία, στο μοναστήρι ήρθε μια οικογένεια η οποία ερχόταν παλιά στην γερόντισσα. Η κόρη τους είχε έκζεμα. Έμαθαν ότι η γερόντισσα πέθανε και στεναχωρήθηκαν. Άλειψαν το δέρμα της κόρης τους με λάδι από το καντήλι που άναβαν στον τάφο της, και το έκζεμα αμέσως θεραπεύτηκε και από τότε δεν εμφανίστηκε ξανά. Έγιναν και πολλά άλλα θαύματα.
Γιάννης Ντεβόρακ, αμερικανός με ρωσικές ρίζες, ο οποίος ζει δίπλα στο μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου του Μέγα στην Αριζόνα:
– Όταν για πρώτη φορά ήρθαμε με τη γυναίκα μου στο μοναστήρι στην Πενσυλβάνια, δεν ήξερα τίποτα για την γερόντισσα Ταξιαρχία και ούτε είχα δει τη φωτογραφία της. Στο μοναστήρι δεν καθίσαμε πολλή ώρα, και ετοιμαζόμασταν να φύγουμε. Είχαμε καθίσει στο αυτοκίνητο, όταν η γυναίκα μου μού ζήτησε να επιστρέψω στην εκκλησία και να αγοράσω κεριά. Ήταν βράδυ. Δεν είχε κόσμο. Γύρω από την εκκλησία δεν υπήρχε κανείς, εκτός από μια ηλικιωμένη μοναχή η οποία καθόταν και έπλεκε κομποσκοίνι. Από μακριά, είδα τρία ελάφια που έβοσκαν αμέριμνα.
Πλησίασα τη μοναχή για να τη χαιρετήσω και να πάρω ευλογία: “Βλέπεις αυτά τα τρία ελάφια; Έρχονται κάθε βράδυ εδώ, όταν κάθομαι και πλέκω κομποσκοίνι. Ξέρεις να πλέκεις κομποσκοίνι;” - με ρώτησε. Απάντησα ότι δεν ξέρω και τότε με ρώτησε: “Θέλεις να σε μάθω;” Της είπα ότι δυστυχώς αμέσως τώρα φεύγω, ότι με περιμένουν. Μου είπε: “Εντάξει, τότε θα σε μάθω την επόμενη φορά, όταν θα έρθεις να με επισκεφτείς, μετά από ένα χρόνο”.
Δεν είχα σκοπό να έρθω και άλλη φορά εδώ. Δεν αντέδρασα, όμως. Την αποχαιρέτησα ευγενικά, αγόρασα κεριά και φύγαμε. Μετά από ένα διάστημα, στο σπίτι ενός φίλου μου είδα τη φωτογραφία της γερόντισσας Ταξιαρχίας και με έκπληξη αναγνώρισα σε αυτήν εκείνη τη μοναχή η οποία μου είχε μιλήσει στην Πενσυλβάνια. Άρχισα να ρωτάω για αυτήν και με ακόμα περισσότερη έκπληξη έμαθα ότι ήδη έχει πεθάνει. Και μετά από ένα χρόνο, πράγματι επισκέφτηκα ξανά το μοναστήρι. Ακριβώς μετά από ένα χρόνο γινόταν η εκταφή των λειψάνων τη μακαρίας γερόντισσας Ταξιαρχίας και οι γέροντες Εφραίμ και Παΐσιος με κάλεσαν να πάω μαζί τους. Βεβαίως, συμφώνησα.
Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ελέησον ημάς!