Η γνωριμία μου με τη μητέρα Σιλουανή* ξεκίνησε από τα Ιεροσόλυμα. Συναντιόμασταν, βέβαια, και συζητούσαμε και στο Μπουσί (Γαλλία), όπου βρίσκεται η Ιερά Μονή Αγίας Σκέπης, στην οποία έζησε 25 χρόνια παρά δύο μήνες, και στο Παρίσι (στον Ιερό Ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκι, στη rue Daru) και στη Μόσχα. Ανεκπλήρωτα έμειναν, τελικά, τα σχέδια για ένα ταξίδι μαζί στο Έσσεξ (Αγγλία), στο μοναστήρι του πατέρα Σωφρονίου (Σάχαροβ), γέροντα της μητέρας Σιλουανής.
Η Τατιανή (το κατά κόσμον όνομα της μητέρας Σιλουανής) γεννήθηκε τη χρονιά του θανάτου του Στάλιν, στη Μόσχα, τόπο καταγωγής της Ρωσίδας μητέρας της. Ο πατέρας της, ο Λέων Όβσισερ (1919-2007), αγωνιστής στο μέτωπο του πολέμου, στρατιωτικός, επιστήμονας και άνθρωπος στον οποίον για 16 χρόνια απαγορευόταν να πάει στην πατρίδα του, το Ισραήλ, καταγόταν από τη Λευκορωσία. Εκεί, στο Μινσκ, η μελλοντική μοναχή είχε ζήσει τα πρώτα 25 χρόνια της ζωής της, προτού αναχωρήσει για τα Ιεροσόλυμα, το 1979.
Για κάποια χρονικά διαστήματα, τη δεκαετία του 1970, οι Εβραίοι της Σοβιετικής Ένωσης είχαν τη δυνατότητα να πάρουν άδεια εξόδου από τη χώρα με διάταξη περί «επανένωσης της οικογένειας», αν και το να σου απορρίψουν την άδεια εξόδου, σήμαινε ότι χάνεις τη δουλειά σου και κάθε δυνατότητα για καριέρα στη σοβιετική κοινωνία. Η μητέρα της Τατιανής πέθανε στο Μινσκ, το 1980. Ο πατέρας της κατάφερε να πάει στο Ισραήλ μόλις το 1987 και έζησε στα Ιεροσόλυμα μέχρι την εκδημία του, το 2007. Ο Λέων Όβσισερ ενταφιάστηκε στο αρχαιότερο νεκροταφείο των Ιεροσολύμων, στις πλαγιές του Όρους των Ελαιών. Λίγο πριν το θάνατό του, βαπτίστηκε από την κόρη του που τον επισκέπτονταν συνέχεια (όπως μετά και τη δεύτερη γυναίκα του που είχε μείνει χήρα) στα Ιεροσόλυμα.
Με τους γονείς
Η Τατιανή είχε παντρευτεί (εξ ου και το επίθετο Γκουλιάεβα και όχι Όβσισερ) στη Σοβιετική Ένωση, και στο Ισραήλ είχε πάει μαζί με το σύζυγό της. Ωστόσο, ο γάμος δεν κράτησε πολύ. Ενδεχομένως, το τέλος της οικογενειακής ζωής ήταν μια από τις αιτίες της αναχώρησής της από το Ισραήλ. Αν και, κάποτε η μητέρα Σιλουανή είχε πει: «Τώρα είναι που το Ισραήλ έχει ενδιαφέρον. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πώς ήταν τα πράγματα στα τέλη της δεκαετίας του 1970…»
Στο Ισραήλ είχε πάει ορθόδοξη, καθώς είχε ήδη βαπτιστεί στη Ρωσία. Αυτό είναι που μας έφερε κοντά στην πρώτη κιόλας μας συνάντηση στο μοναστήρι στο Μπουσί: εμένα μου είπαν ότι εδώ μένει μια μοναχή από τα Ιεροσόλυμα, και σε εκείνη είπαν ότι έχει έρθει ένας διάκονος από τα Ιεροσόλυμα. Η μητέρα Σιλουανή συνέχιζε να διαμένει στη Γαλλία με ισραηλινό διαβατήριο. Δεν είχε κιόλας άλλο. Κατά πόσο έκανε εκκλησιαστική ζωή στα χρόνια που ήταν στα Ιεροσόλυμα, πού εκκλησιαζόταν και με ποιόν επικοινωνούσε, δεν είναι γνωστά. Άλλωστε, ποτέ αργότερα, ακόμα και όταν βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα, δεν αναφερόταν σε αυτά. Ένα είναι βέβαιο ότι η Τατιανή βρέθηκε σε μοναστήρι στην Ευρώπη.
Ενδεχομένως, είχε ξεκινήσει με σκοπό να πάει στο μοναστήρι. Την 1η του Σεπτέμβρη του 1982, η μοναχή Σιλουανή έφτασε στην Ιερά Μονή στο Μπουσί στη Γαλλία όπου έμεινε για πάντα. Η κουρά της έγινε 8 ολόκληρα χρόνια αργότερα, στις 24 Αυγούστου του 1990.
«Μόλις δύο λεπτά συνομιλίας χρειάστηκαν, ώστε ο πατήρ Σωφρόνιος να γίνει ο σημαντικότερος άνθρωπος στη ζωή μου»
Δεν ξέρουμε, πώς ξεκίνησε το ενδιαφέρον της για το μοναχισμό. Θα ήταν εύκολο να πούμε ότι ξεκίνησε εξαιτίας του ατυχούς γάμου της. Ωστόσο, οι ατυχείς γάμοι δε φέρνουν όλους τους ανθρώπους στο μοναστήρι. Ένας ηγούμενος μου έχει πει ότι όταν ένας αποφασίσει να γίνει μοναχός, προσπαθεί να μοιάσει σε εκείνον που τον ενέπνευσε σε αυτόν το δρόμο. Στην πορεία της ζωής της στο μοναστήρι, το πιο σημαντικό παράδειγμα για τη μητέρα Σιλουνή και ο αληθινός πνευματικός της υπήρξε ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος (Σάχαροβ· 1896–1993) – αγιορείτης μοναχός, μαθητής του γέροντα Σιλουανού (εξ ου και το όνομά της στην κουρά) και ιδρυτής της Μονής στο Έσσεξ (Αγγλία). Είχαν γνωριστεί, όταν η μητέρα Σιλουανή πήγε για πρώτη φορά στο Έσσεξ, το 1988, λίγα χρόνια μετά από τότε που είχε μπει στη Μονή Αγίας Σκέπης ως δόκιμη. «Μόλις δύο λεπτά συνομιλίας χρειάστηκαν, ώστε ο πατήρ Σωφρόνιος να γίνει ο σημαντικότερος άνθρωπος στη ζωή μου» - γράφει η μητέρα Σιλουανή στο δικό της άρθρο για τον γέροντα[1]. Στο Έσσεξ, μάλιστα, η μητέρα Σιλουανή εκάρη μοναχή, το 1990. Ο πατήρ Σωφρόνιος ήταν ο «ανάδοχός» της στην κουρά. Στην ερώτηση γιατί δεν έμεινε στο μοναστήρι του πατέρα Σωφρονίου (όπου υπάρχει και αντρική και γυναικεία κοινότητα), η μητέρα Σιλουανή απαντούσε: «Δεν υπάρχει και η αρετή της πιστότητας;»
Ο Διάκονος Αλέξανδρος Ζανεμόνετς και η μοναχή Σιλουανή (Γκουλιάεβα)
Μέχρι την κοίμηση του πατέρα Σωφρονίου, το 1993, η μητέρα Σιλουανή διατηρούσε συνεχή επικοινωνία με τον γέροντά της. Πήγαινε σε αυτόν στην Αγγλία. Είχαν αλληλογραφία. Η μητέρα Σιλουανή έγραφε: «Ο πατήρ Σωφρόνιος ήταν σπουδαίος άνθρωπος και η προσωπικότητά του ακτινοβολούσε σε όλους τους ανθρώπους γύρω του. Όταν έμπαινες στο μοναστήρι, ένιωθες ότι αυτό αποτελείται από πνευματικούς γίγαντες, νόμιζες ότι οι άνθρωποι, που ζουν συνέχεια δίπλα στον πατέρα Σωφρόνιο, όλοι είναι ίσοι με αυτόν… Σε κάθε άνθρωπο έβλεπε τον Χριστό και σεβόταν απόλυτα την προσωπικότητα του άλλου. Ο γέροντας ανέβαζε τους ανθρώπους στο δικό του επίπεδο, όταν οι άνθρωποι επικοινωνούσαν μαζί του, όλοι γίνονταν σπουδαίοι, εξαφανιζόταν όποια μιζέρια. Πραγματικά έβλεπε στον κάθε άνθρωπο τον Χριστό» [2].
Ο γέροντας Σωφρόνιος δίδασκε: ακόμα και αν σας κατακυριεύουν πάθη, να το υπομένετε ως μέρος της παγκόσμιας θλίψης
Κατά τα λεγόμενα της μητέρας Σιλουανής, «το σημαντικότερο στη θεολογία του γέροντα ήταν ο ισχυρισμός που είχε πρακτική εφαρμογή: ακόμα και αν σας κατακυριεύουν πάθη, να το υπομένετε ως μέρος της παγκόσμιας θλίψης. Μην εγκλωβίζεστε σε αυτό το πάθος. Να λέτε: “Κύριε, Εσύ βλέπεις, σε τι κατάσταση είμαστε (όχι εγώ αλλά εμείς) όλοι, βοήθησε!”»[3].
Μάλλον, στους άλλους ανθρώπους βλέπουμε αυτό που έχουμε οι ίδιοι, ή αυτό που ωριμάζει μέσα μας. Οπότε, ο τρόπος που περιγράφει η μητέρα Σιλουανή τον γέροντα, κατά κάποιον τρόπο, εκφράζει και το δικό της πνευματικό πορτραίτο. Γράφει: «Στη ζωή μου έχω δει πολλούς κλειστούς μοναχούς που φοβούνται να αποκαλύψουν την πορεία τους, αλλά ο γέροντας Σωφρόνιος δεν το είχε. Δε σημαίνει ότι αποκάλυπτε πλήρως τον εαυτό του. Προειδοποιούσε: η κλειστότητα έχει σχέση με το ότι συνέχεια φοβόμαστε να κάνουμε λάθος και έτσι απορρίπτουμε το Άγιο Πνεύμα («και αν κάνω λάθος;»). Οπότε, καλύτερα να κάνουμε λάθος παρά να απορρίψουμε το Άγιο Πνεύμα». Ναι, η ίδια η μητέρα Σιλουανή ήταν εκπληκτικά ανοιχτός άνθρωπος, εξαιρετικά ειλικρινής και ήταν άνθρωπος της αγάπης. Δε φοβόταν να μιλάει για τον εαυτό της και, ως εκ τούτου, δε φοβόσουν ούτε κι εσύ να της μιλάς για τον εαυτό σου, χωρίς να κρύβεις καθόλου τις δυσκολίες και τις αδυναμίες σου.
Ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος (Σάχαροβ)
Όπως γράφει: «Ο πατήρ Σωφρόνιος ήταν άνθρωπος μεγάλης αγάπης. Ήξερα πως ό, τι και να είχα κάνει, όπως και να είχα συμπεριφερθεί, αυτός ο άνθρωπος θα με αγαπούσε και αυτό δεν θα μπορούσε να αλλάξει. Μαζί του δεν υπήρχε περίπτωση να έρχονται τα πάνω κάτω: όπως γοητεύτηκε – απογοητεύτηκε, έχω διάθεση – δεν έχω διάθεση. Αγαπούσε πάντοτε. Θεωρώ ότι όποιος γνώριζε τον πατέρα Σωφρόνιο, ένιωθε ότι ο γέροντας τον αγαπάει πιο πολύ από όλους. Τέτοιο ήταν το μέτρο της αγάπης του: “τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα”»[4].
Εκτός από την καθαυτό πνευματική συνιστώσα, μάλλον, σημαντική για την επικοινωνία είναι και η απλή ανθρώπινη αλληλοκατανόηση, η ανθρώπινη ενότητα. Έτσι, για τη μητέρα Σιλουανή ήταν σημαντικό το που «εκτός από το ότι ο πατήρ Σωφρόνιος ήταν γέροντας και μοναχός, αναμφισβήτητα, ήταν και εκπρόσωπος της ρωσικής διανόησης των αρχών του 20ου αιώνα. Ακόμα και στις κινήσεις του: το πώς περπατούσε, το πώς έσκυβε το κεφάλι, το ύφος του, ο τρόπος έκφρασης…»[5]. Ίσως, όσο πιο πολλά κοινά ενώνουν τους ανθρώπους, άλλο τόσο είναι πιο εύκολο να δημιουργείς και να συντηρείς την επαφή με τον άλλον άνθρωπο.
Βεβαίως, σημαντική δεν είναι μόνο η ανθρώπινη και η πολιτιστική εγγύτητα. Η μητέρα Σιλουανή έγραφε: «Για τους μοναχούς το πιο σημαντικό είναι ο τρόπος και η σχέση των γερόντων με τη Θεία Λειτουργία. Πως τελούσε ο γέροντας Σωφρόνιος τη Θεία Λειτουργία! Για αυτόν, ήταν το κέντρο του Σύμπαντος. Ποτέ και πουθενά αλλού δεν είχα ζήσει τέτοια Λειτουργία, όπως στο Έσσεξ. Είχα την εντύπωση ότι βρίσκομαι στους ουρανούς και ότι όλοι οι παρευρισκόμενοι συμμετέχουν στη Λειτουργία και ότι η κοινή σιωπή των προσευχομένων είναι γεμάτη από κάποια συμπαντική σιωπή. Τέτοιο αίσθημα, τέτοιο βίωμα δεν είχα πουθενά αλλού»[6].
Από τις περιγραφές του βίου του πατέρα Σωφρονίου, η μητέρα Σιλουανή ξεχώριζε το βιβλίο του Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ.Ιερόθεου (Βλάχου) «“Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ…”. Βίος και πολιτεία του Γέροντος Σωφρονίου του ησυχαστού και θεολόγου». Το βιβλίο υπάρχει και σε ρωσική μετάφραση που δημοσιεύτηκε στη Λαύρα της Αγίας Τριάδας και του Αγίου Σεργίου, το 2013.
***
Η ιστορία του ρωσικού γυναικείου μοναχισμού στον 20ο αιώνα ήταν ένα από τα βασικά θέματα ερευνών της μητέρας Σιλουανής
Στα 35 χρόνια της μοναστικής ζωής, η μητέρα Σιλουανή είχε περάσει από διάφορα διακονήματα. Ήταν και στην κουζίνα – μαγείρευε υπέροχα. Πολλές φορές είχα βρεθεί σε γεύμα της, όταν επισκεπτόταν στα Ιεροσόλυμα τη μητριά της. Είχα δοκιμάσει και μπορς (παραδοσιακή ρώσικη σούπα – Στμ.) στη rue Daru, σε μέρες που στον εκεί ναό, γιόρταζε η Ιερά Μονή της Αγίας Σκέπης. Έχοντας εξαιρετικό μουσικό αυτί και φωνή, υπήρξε για πολλά χρόνια ιεροψάλτρια και χοράρχης της μονής (στη συνέχεια, στο ρωσικό μοναστήρι στο Όρος των Ελαιών, ασχολήθηκε με επιδιόρθωση της ψαλτικής τους παράδοσης). Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, η μητέρα Σιλουανή ήταν υπεύθυνη για το μοναστηριακό αρχείο. Από τη δουλειά της στο αρχείο, προέκυψαν ορισμένα βιβλία αφιερωμένα στις αδελφές και στις ηγουμένες της Μονής στο Μπουσί. Η ιστορία του ρωσικού γυναικείου μοναχισμού στον 20ο αιώνα ήταν ένα από τα βασικά θέματα των επιστημονικών της ενδιαφερόντων και ερευνών.
Τα βιβλία της μητέρας Σιλουανής για τον γυναικείο μοναχισμό έχουν πολύ ενδιαφέρον. Να αναφέρουμε, πρώτα από όλα, το βιβλίο για τη μοναχή Ταϊσία (Κάρτσεβα·1896–1995), την αγιογράφο και μοναχή της Ιεράς Μονής της Αγίας Σκέπης. Ύστερα, το βιβλίο για την ηγουμένη Ευδοκία (Κουρτέν·1895–1977), την πρώτη καθηγουμένη της Μονής της Αγίας Σκέπης. Το συγκεκριμένο βιβλίο δημοσιεύτηκε σε γαλλική μετάφραση, λίγο πριν από το θάνατο της. Η μητέρα Σιλουανή είχε προλάβει και επικοινωνούσε πολύ με τη μοναχή Ταϊσία. Αντίθετα, την ηγουμένη Ευδοκία την «ήξερε» μόνο από διηγήσεις άλλων αδελφών, όπως επίσης και από το μοναστηριακό αρχείο.
Η μοναχή Σιλουανή (Γκουλιάεβα)
Από πολύ νωρίς, η μητέρα Ευδοκία προσπαθούσε μαζί με τη μητέρα Μαρία (Σκομπτσόβα) να δημιουργήσουν μοναστική κοινότητα, αν και, οι αντιλήψεις τους για το μοναχισμό ήταν διαφορετικές. Η Οσία μητέρα Μαρία είχε αγιοκαταταχθεί, το 2004, από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, στη χορεία των Αγίων. Η εγγύτητα της μητέρας Ευδοκίας με την Οσία Μαρία και η διαφοροποίησή της ως προς την εμπειρία της ενεργού διακονίας της Οσίας Μαρίας στον κόσμο, συνετέλεσαν στο να δημιουργηθεί από τη μητέρα Ευδοκία «κλασική» μοναστική κοινότητα στο Μουαζνέ, κοντά στο Παρίσι, που αργότερα μεταφέρθηκε στο Μπουσί, το 1946. Η ηγουμένη Όλγα (Σλέζκινα·1915-2013), η καθηγουμένη αυτής της Ιεράς Μονής, στο διάστημα 1992-2013, περιέγραφε τη μητέρα Μαρία ως εξής: «Ο καθένας έχει το δικό του δρόμο. Η μητέρα Μαρία είναι Αγία, προσέφερε τη ζωή της για τους άλλους. Είναι πραγματική Αγία Μάρτυρας. Αλλά αυτό δεν είναι ο δικός μου τύπος ανθρώπου και δε νομίζω ότι ήταν μοναχή με την έννοια που εμείς το εννοούμε. Ας πούμε έλεγε: “Να, αυτοί κάνουν μετάνοιες, και ποιος τις χρειάζεται; Νομίζετε ότι ο Κύριος τις χρειάζεται αυτές τις μετάνοιες; Δε χρειάζονται”. Και τα λοιπά. Καταλαβαίνετε, ο κάθε άνθρωπος μπορεί να έχει τη δική του ιδέα… Έναν τέτοιο ελεύθερο μοναχισμό αναγνώριζε και πίστευε ακράδαντα ότι είναι ο μοναδικός μοναχισμός που μπορεί να υπάρχει. Όμως, ο καθένας έχει το δικό του δρόμο. Αυτή είχε αυτό το δρόμο, οι άλλοι έχουν άλλον» [7].
Η μητέρα Σιλουανή έλεγε ότι αν υπήρχε στην Εκκλησία ο θεσμός των διακονισσών, τότε η μητέρα Μαρία δε θα είχε κουρευτεί μοναχή αλλά θα γινόταν διακόνισσα. Δεν ήταν τυχαίο που η Μεγάλη Δούκισσα Ελισάβετ, στις αρχές του 20ου αιώνα αιτούνταν να επανέλθει ο θεσμός των διακονισσών. Όμως, επειδή αυτός ο θεσμός δεν υπάρχει, όλα αναφέρονται ως μοναχισμός. Έτσι, για τη μητέρα Σιλουανή, παρά το ανοιχτό της πνεύμα, ο μοναχισμός δε σκοπεύει σε «κοινωνική δράση». Η μητέρα Σιλουανή πέρασε όλη τη μοναχική της ζωή στο μοναστήρι και παντού κυκλοφορούσε με μοναχική ένδυση, ακόμα και στο μετρό του Παρισιού ή στο αεροδρόμιο του Τελ-Αβίβ. Όμως, παρόλα αυτά, το κέντρο του μοναχισμού δεν ήταν για αυτήν η κοινοτική μοναστική ζωή, αλλά το «ο Θεός και ψυχή».
***
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της (τουλάχιστον για πέντε χρόνια), η μητέρα Σιλουανή έπασχε από καρκίνο. Είχε μυέλωμα των οστών. Ήταν ο τρίτος καρκίνος που πέρασε στη ζωή. Οι πρώτοι δύο είχαν θεραπευτεί. Στις αρχές της τελευταίας της ασθένειας, ερχόταν στα Ιεροσόλυμα και επισκεπτόταν τη μητριά της και το μοναστήρι στο Όρος των Ελαιών. Μετά, άρχισαν οι χημειοθεραπείες με τακτικές επισκέψεις στο νοσοκομείο και με βαριές παρενέργειες. Ωστόσο, σχεδόν μέχρι το τέλος, την πήγαιναν στην εκκλησία για τη Θεία Λειτουργία, Κυριακές και γιορτές. Τελευταία φορά την είδα περίπου ένα χρόνο πριν την κοίμησή της, τη στιγμή που αναχωρούσε για πολλοστή φορά από την αυλή του μοναστηριού για το νοσοκομείο για θεραπεία. Όπως πάντα, χαμογελούσε. Όπως έλεγαν μετά οι αδελφές του μοναστηριού: «Η μητέρα Σιλουανή ποτέ δεν παραπονιόταν».
Η μοναχή Σιλουανή εκοιμήθη στις 29 Ιουνίου του 2017, στο μοναστήρι της.
*Στη ρωσική παράδοση συνηθίζεται η εκφορά «μητέρα» ή «μητερούλα», όταν πρόκειται για μοναχές.
[1] «В каждом человеке он видел Христа» // Старец Софроний, ученик преподобного Силуана Афонского. СПб., 2011. С. 220.
[2] ο.π. Σελ. 220–221.
[3] ο.π. Σελ. 221.
[4] ο.π. Σελ. 223.
[5] ο.π.
[6] ο.π. Σελ. 224.
[7] Занемонец Александр, диакон. К истории паломничеств в Святую Землю из Русского зарубежья в 50–70-х годах XX века. М., 2009. С. 59–60.