Κυριακή 4 Ιουλίου 2021

H Αγία Αναστασία της Σερβίας,μητέρα του Αγίου Σάββα(22 Ιουνίου/5 Ιουλίου)


 

Ήταν σύζυγος του ιδρυτή της σερβικής δυναστείας των Νεμανιδών, του Αγίου Στεφάνου Νεμάνια. Αυτή η δυναστεία βασίλεψε στη Σερβία διακόσια χρόνια. Ο Στέφανος και η Άννα παντρεύτηκαν το 1191. Γνωρίζουμε ότι ο Στέφανος δεν προσήλθε σε δεύτερο γάμο. Το όνομά της αναφέρεται στα χρονικά του Γεωργίου Βράνκοβιτς «єзика кралја имєнєм зовомоју анноју». Τα στοιχεία γι’ αυτήν είναι λίγο πενιχρά, αλλά και αυτά μπορούν εν μέρει να συμπληρωθούν.
 Η Αγία Αναστασία ή Αναστασία Velika (Μεγάλη) ή Αναστασία Srpska (Σερβίδα), βαπτισμένη με το όνομα Άννα,προέρχεται από αυτοκρατορική βυζαντινή οικογένεια.


Ο πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς λέει ότι ήταν κόρη του Ρωμανού του Δ΄ του Διογένη.Ο πατέρας του Ρωμανού, ο στρατηγός Κωνσταντίνος Διογένης είχε οριστεί από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Βασίλειο διοικητής των γειτονικών περιοχών του Σάβου, στο Βελιγράδι. Το Tronoški rodoslov (χρονικό του Tronoš) και το Opšti list γράφουν κα- τά τα Χρονικά Βράνκοβιτς ότι η Άννα ήταν κόρη Φράγκου βασιλιά. Την εικασία αυτή του βενεδικτίνου μοναχού Orbin αντικρούει ο predrag Puzović λέγοντας ότι δεν βασίζεται σε ιστορικές πηγές. Πιθανό ο Orbin αντικατέστησε τον Νεμάνια με τον αδελφό του Miroslav, ο οποίος παντρεύτηκε την αδελφή του βάνου Kulin. Μνημονεύεται και η σερβική της καταγωγή.

 Είναι περίεργο ότι οι δύο γιοί της Στέφανος και Σάββας που έγραψαν το Βίο του πατέρα τους Στεφάνου Νεμάνια, μόλις αναφέρουν τη μητέρα τους. Από την ένωση του Στεφάνου Νεμάνια και της Άννας γεννήθηκαν τρία αγ ρια (ο Βουκάν (1209), ο Στέφανος ο Πρωτοστεφής (24 Σεπτ. 1227), ο Ράστκο (117468-Trnovo 12 Ιαν. 1235) και δύο κορίτσια η Ευφημία (1216/25 πρώτη σύζυγος του γιού του Μανουήλ Δούκα Κομνηνού Ιωάννη, Βασιλεύοντος στη Θεσσαλονίκη (1230-37) και μια άγνωστη. Η σειρά των παιδιών της δεν μας είναι γνωστή.


 Γνωρίζουμε μόνο ότι ο Βουκάν είναι ο μεγαλύτερος και ο Ράστκο ο μικρότερος (γενν. 1174). Ο Purković γράφει ότι πρέπει να είχαν τρεις κόρες: την Vuka, την Deva (σύμφωνα με το Tronoški rodoslov) και την Ευφημία. Η Deva είναι θαμμένη δεξιά της εισόδου του νάρθηκα της Στουντένιτσα αριστερά από τη μητέρα της Άννα. Η Ευφημία εικονίστηκε στο νάρθηκα της εκκλησίας του Πατριαρχείου του Πέτς δίπλα στον γιο του Νεμάνια και της Άννας Βουκάν.

 Τον Άγιο Σάββα η Άννα και ο Στέφανος τον απέκτησαν πολύ καιρό μετά την απόκτηση δύο γιών και των κοριτσιών. Γι’ αυτό ήταν πολύ λυπημένοι. « Ἀφοῦ ἀπέκτησαν γιούς καί θυγατέρες, ἡ εὐσεβής καί σεμνή Ἄννα, κατά θεῖο θέλημα, δέν ἀποκτοῦσε ἄλλο παιδί, ὅπως παλαιότερα ἠ Λεία τοῦ Ἰακώβ (Γεν. 30, 9-21). Αὐτό λυποῦσε πολύ καί τούς δύο, ἐπειδή ἐπιθυμοῦσαν ν’ ἀποκτήσουν ἕνα παιδί ἀκόμη. Ἀφοῦ λοιπόν σκέφθηκαν ἀπό κοινοῦ μέ φώτιση Θεοῦ, στάθηκαν σέ προσευχή καί παρακάλεσαν μέ δάκρυα: 
«Κύριε Θεέ Παντοκράτορ, Σύ πού ἄκουσες ἄλλοτε τήν προσευχή τοῦ Ἀβραάμ καί τῆς Σάρρας καί τῶν ἄλλων δικαίων, πού Σοῦ ζητοῦσαν νά τούς χαρίσης ἀπογόνους, ἄκουσε τώρα κι’ ἐμᾶς τούς ἀμαρτωλούς δούλους Σου, πού Σέ ἱκετεύουμε. Δῶσε κατά τό θέλημά Σου τό ἀγαθό καί κατά τήν θεία Σου πρόνοια, νά ἀποκτήσουμε ἕνα ἀκόμα παιδί, γιά νά γεμίση μέ τήν χάρι τῆς Ὀρθοδοξίας Σου τήν πατρίδα του, τήν ὁποία ἐμεῖς οι δοῦλοι Σου ἑνώσαμε καί στερεώσαμε, κατά τήν θεία βουλή Σου. Καί ἄν κάμης ἔλεος στούς δούλους Σου, δίνουμε κοινή ὑπόσχεσι, ὅτι μετά τήν ἀπόκτηση τοῦ παιδιοῦ, ἀπαρνού- μενοι τόν ἔγγαμο βίο, θά φυλάξουμε ὁ καθένας μας καθαρότητα ψυχῆς καί σώματος μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μας, «ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ» Σου.». 
Παρακάλεσαν το Θεό να τους χαρίσει και τρίτο γιό «ο οποίος θα ήταν παρηγοριά
για τις ψυχές τους, ο κληρονόμος της κυριαρχίας τους και το σκήπτρο των γηρατειών τους». Υποσχέθηκαν ότι αν τους δώσει αυτό που ζήτησαν, θα ζούσαν από δω και πέρα ως αδελφός και αδελφή, και ποτέ πια ως ανδρόγυνο. Ο Κύριος με το απέραντό του έλεος τους χάρισε αυτό που ζήτησαν. Στο βάπτισμα του έδωσαν το όνομα Ραστισλάβ, και για συντομία τον αποκαλούσαν Ράστκο. Ο Ράστκο ήταν αγαπητός στους γονείς, τους συγγενείς και τους αυλικούς. Οι ευτυχισμένοι γονείς έβλεπαν το παιδί με αγάπη και ιερό δέος, σαν να μην ήταν γεννημένο απ’ αυτούς αλλά να είχε σταλθεί από τον ουρανό. Σε όλα τα παιδιά τους δίδαξαν την ευσέβεια κυρίως με το παράδειγμά τους.
 Ο δευτερότοκος γιός της αγίας Αναστασίας Στέφανος Β΄ ο Πρωτοστεφής παντρεύτηκε την Ευδοκία Αγγελίνα Κομνηνή κόρη του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄ (1195- 1203), με την οποία απέκτησε τρεις γιούς (Radoslav, Vladislav, και Predislav) και την Άννα Dandolo μητέρα του Στεφάνου Ούρος Α΄. Απ’ αυτά τα εγγόνια της Αγίας Αναστασίας και του αγίου Στεφάνου Νεμάνια τα τρία είναι άγιοι: Ο Predislav είναι ο άγιος Σάββας ΙΙ και γιορτάζει στις 28 Φεβρουαρίου, ο Vladislav και ο Uroš. Αυτός ο γάμος είχε μεγάλη σημασία γιατί απέκτησαν πολιτικές και πνευματικές σχέσεις με το Βυζάντιο. Έθεσε τέρμα στην μακρά περίοδο πολέμων των Σέρβων εναντίον του Βυζαντίου. Ο Στέφανος τιμήθηκε με το αξίωμα του σεβαστοκράτορα, και έγινε διάδοχος του σερβικού θρόνου αντί του πρωτοτόκου Βόλκου.

 Επειδή ο γιός τους Ράστκο «ἔτρεφε μέσα του μέ ζῆλο τόν πόθο τόν ἀποφασιστικό γιά ὁλόκληρη τήν ζωή του» να «ἀφήση δηλαδή καί αὐτός, ὅπως οἰ ἀναχωρηταί καί οι ἀσκηταί, τό παλάτι τοῦ πατέρα του, νά ἀποσυρθῆ στήν ἡσυχία τῆς ἐρήμου καί ὁλόκληρος νά ἀφιερωθῆ στόν Θεό.», αυτό προκάλεσε λύπη στους γονείς του. Γι’ αυτό «….ἔκλαιον ἀπαρηγόρητα καί ἔστειλαν άνθρώπους εἰς κάθε μέρος νά τόν ζητοῦν ἐπιμόνως· διότι δέν ἠδύναντο νά ὑποφέρουν τήν στέρησιν τοιούτου ὡραιοτάτου καί φρονιμωτάτου υἱοῦ, τόν ὁποῖον εἶχεν ὁ πατήρ του διά διάδοχον τῆς βασιλείας του». Ο Ράστκο όταν έμαθε αυτό έγραψε «ἐπιστολήν περί ματαιότητος κόσμου, τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, τῆς τῶν ἁγίων μακαριότητος καί τῆς ἀτελευτήτου κολάσεως, τήν ἔστειλεν εἰς τούς γονεῖς του· καί τόσον τούς ἤλκυσε μέ τήν ἐπιστολήν του καί εἰς τόσην κατάνυξιν τούς ἔφερέ που ἀπεφἀσισαν καί οἱ δύο νά μονάσουν· καί ἡ μέν μή- τηρ αὐτοῦ, ἀπελθοῦσα εἰς γυναικεῖον μοναστήριον καί τό ἀγγελικόν σχῆμα ἐν- δυσαμένη καί θεαρέστως ἀγωνισαμένη, πρός Κύριον ἐξεδήμησεν.».

 Πράγματι, ακολουθώντας το παράδειγμα του γιού τους, ο μεν Στέφανος έγινε μοναχός στη Στου- ντένιτσα με το όνομα Συμεών (+1200 στο Άγιο Όρος) «ἐνῶ ἡ σύζυγός του Ἄννα ἐπῆρε τό σχῆμα ὡς μοναχή Ἀναστασία». Η κουρά έγινε από τον επίσκοπο της Rascia Καλλίνικο. Η συνήθεια του να γίνονται μοναχοί οι ηγεμόνες είναι μια πρακτική βυζαντινών προτύπων. Το μοναχικό όνομα- Αναστασία είναι σημειωμένο σε χειρόγραφο του κτίτορα της μονής Χιλανδαρίου. Επίσης στο Χιλανδαρινό τυπικό γι’ αυτή είχε προβλεφθεί η τέλεση ετήσιας μνήμης, με τον ίδιο τρόπο όπως και για τον Συμεών Νεμάνια. «Το τυπικό προέβλεπε επίσης την υποχρέωση της αδελφότητας να διαβάζει ακολουθίες εις μνήμην του ιδρυτή της και των απογόνων του. Μόνο οι μέρες που μνημονεύονταν ο μοναχός Συμεών (13 φεβρουαρίου) και η σύζυγός του, η μοναχή Αναστασία (21 Ιουνίου) ονομάζονταν ρητά, ενώ οι διάδοχοί τους, με τον ίδιο τρόπο που τα μέλη της αδελφότητας ήταν γραμμένα μέσα σε κατάστιχα αναμνηστικά για να τελούν ακολουθίες για την ανάπαυση των ψυχών τους τη μέρα του θανάτου τους». 
Στα χειρόγραφα του μοναχού Δομεντιανού μνημονεύεται η γυναίκα του Στέφανου Νεμάνια Άννα ( με το κοσμικό και το μοναχικό της όνομα Αναστασία ). Αυτή είναι η μοναδική γυναίκα που καλείται με το όνομά της στα χειρόγραφα αυτά


 Κτιτορικό και αφιερωματικό έργο.
Η μεγάλη τους πίστη παρακινούσε τον Στέφανοκαι την Άννα να χτίζουν ναούς και μονές.
 «Ἕνας απ’ αὐτούς ἦταν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στήν Τόπλιτσα, πάνω στόν ποταμό Κοσάνιτσα. Μαζί μέ τήν εὐλαβῆ σύζυγό του Ἄννα, κόρη τοῦ αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου, φρόντισαν γιά τά ἀναγκαῖα καί ἐγκατέστησαν ἐκεῖ μοναχές. Ἡ Ἄννα ἀνέλαβε τή Μονή ὑπό τήν προστασία της». Ο Konstantin Jireček να φέρει ότι ο Νεμάνια και η Άννα μαζί έκτισαν δύο μοναστήρια στην άνω περιοχή της Τοπλιτσα. 
Ο μοναχός Θεοδόσιος υπογραμίζει ότι έστειλαν στη μονή Βατοπεδίου, όπου ζούσε ο γιός τους Σάββας, πολύ χρυσό και «αργυρά και χρυσά λειτουργικά βάζα και ενδύματα στολισμένα με χρυσό». Αυτός δεν περιγράφει τα λειτουργικά βάζα με περισσότερες λεπτομέρειες, αλλά αντιθέτως, λέει, ότι οι κουρτίνες ήταν διακοσμημένες με χρυσό, δηλ. ήταν κεντημένες Το κτιτορικό τους παράδειγμα το ακολούθησαν και τα παιδιά τους. Ο Ράστκο «Παρακολουθώντας μάλιστα προσεκτικά τά θεάρεστα ἔργα τοῦ πατέρα καί τῆς μητέρας του, πού ἔκτιζαν σάν προσωπικά τους ἀφιερώματα Ἐκκλησίες καί Μοναστήρια (ὅπως ἦταν ἡ Στουντένιτσα, ὁ Ἅγ. Νικόλαος, ἡ Τόπλιτσα, ὁ Ἅγ. Γεώργιος) καί μελετώντας πνευματικά βιβλία καί βίους Ἁγίων, ἔτρεφε μέσα του μέ ζῆλο τόν πόθο τόν ἀποφασιστικό γιά ὁλόκληρη τήν ζωή του: Νά ἀφήση δηλαδή καί αὐτός, ὅπως οἰ ἀναχωρηταί καί οι ἀσκηταί, τό παλάτι τοῦ πατέρα του, νά ἀποσυρθῆ στήν ἡσυχία τῆς ἐρήμου καί ὁλόκληρος νά ἀφιερωθῆ στόν Θεό.». 
Στο Άγιο Όρος υπάρχει μια ράβδος «μετά ράμφους ἐκ ξύλου ἀσήπτου, ἥν οἱ ἐν τῇ Μονῇ ἀποδίδουσι τῇ μητρί τοῦ ἀγίου Σάββα Ἄννη, ἥτις κατόπιν μετωνομάσθη Ἀναστασία καί ἐγένετο Ἡγουμένη τῆς Μονῆς τῆς Στουδενίτσης˙ φέρει δέ ἄνωθεν ἐν δακτυλίῳ ἐπιγραφήν σλαυϊστί:’Αὐτοκρατορική Ἡγουμένη Ἄννα».
Αποτέλεσμα εικόνας για Света Анастасија (Ана), Мајка Светог Саве Србије

Η Άννα (Αναστασία) Νεμάνια στην τέχνη 
Η γυναικεία φιγούρα στο κλήμα των Νεμάνια στο Πέτς που εικονίζεται στη δεξιά άκρη της τοιχογραφίας στην πρώτη σειρά, είναι η γυναίκα του Νεμάνια Άννα. 
Σε μια άλλη τοιχογραφία του 1330 στον Καθεδρικό Ναό του Πατριαρχείου στο Κοσσυφοπέδιο και στα Μετόχια, που είναι το γενεαλογικό δέντρο της βασιλεύουσας δυναστείας των Nemanja, η Σερβία Αγία Αναστασία (Άννα) απεικονίζεται δίπλα από το γιο της τον Άγιο Σάββα. Στο Βελιγράδι στη Βασιλική του Αγίου Αρχαγγέλου Μιχαήλ που κτίσθηκε μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, υπάρχει μια τοιχογραφία της Αγίας Αναστασίας της Sirmium με δίπλα την Αγία Αναστασία της Σερβίας. Στο νάρθηκα της μονής της μητέρας εκκλησίας όλων των σερβικών ναών της Στουντένιτσα υπάρχει τοιχογραφία με το πορτρέτο της Άννας. Γι’ αυτό το πορτραίτο ο Sima Ćirković γράφει: «Φαίνεται ότι το Πάθος και η τελευταία Κρίση (XVIαι) εξελέγησαν ακόμη το 1208/1209 για να υπογραμμίσουν τον επιτύμβιο χαρακτήρα αυτού του χώρου, διότι η σύζυγος και οι απόγονοι οι πιο μακρινοί του Νεμάνια ήταν θαμμένοι μεταξύ των ευρισκόμενων τάφων μέσα στο νάρθηκα όπου, κατά τη συνήθεια, θάβονταν πρόσωπα εξαίρετα, οι πιο ενδιαφέροντες είναι αυτοί που μπορούν να εξηγηθούν με τις τοιχογραφίες οι οποίες δεσπόζουν. Ξέθαψαν, κυρίως, το σώμα (οστά) μιας γυναίκαςκάτω από το πορτραίτο της μοναχής Αναστασίας γονατιστής μπροστά από την παρθένο στην οποία αυτή απευθύνει αυτή την προσευχή: «Ω Παρθένε άσπιλε,Παναγία, μητέρα του Θεού μας, δέξου την προσευχή της δούλης σου, της μοναχής Αναστασίας». Η μοναχή Αναστασία στέκεται γονατιστή μπροστά στην Παρθένο με το Χριστό στην αγκαλιά. Πίσω από την Αναστασία βρίσκονται αναχωρητές άγιοι. Η εικόνα είναι του έτους 1568.
 Πιστεύεται ότι η μοναχή Αναστασία ήταν η Άννα, η σύζυγός του Νεμάνια, η οποία υπό το όνομα Αναστασία ήταν αποσύρθηκε σε ένα μοναστήρι της Rascie» Σύμφωνα με τον Purković μόνασε στη μονή της Θεοτόκου στο Kursumlje Βάσει της θέσης του τάφου στην εκκλησία, του χρόνου κατασκευής, της σχέσης τοιχογραφίας και τάφου, του προβλήματος πρωταρχικού στρώματος εικονο-γραφίας και ανακαίνισης του XVI αιώνα κλπ. τα οστά του σκελετού περιγράφουν τη σύζυγο του Νεμάνια Άννα-Αναστασία. Ανθρωπολογικές έρευνες του σκελετού έδειξαν η νεκρή όταν πέθανε ήταν σε ηλικία 60 ετών. Εάν υποτεθεί ότι η μοναχή Αναστασία πέθανε το έτος 1199 και ότι ήταν 65 ετών, αυτό σημαίνει ότι γεννήθηκε γύρω στο έτος 1134. Όταν γέννησε τον Ράστκο (άγιο Σάββα) ήταν περίπου 40 ετών

ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΕΛΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΟΙ ΑΓΙΕΣ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΠΗΓΗ.ΠΡΟΣΚΥΗΤΗΣ

Η Αγία μάρτυς Κυπρίλλη

Τη 4η Ιουλίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΚΥΠΡΙΛΛΗΣ της συναθλησάσης μετά του Αγίου Θεοδώρου και δια ξεσμών τελειωθείσης.

--------------------------------------------

Κυπρίλλα η Αγία Μάρτυς κατήγετο εκ της ιδίας πατρίδος εξ ης και ο Άγιος Θεόδωρος, δηλαδή της Κυρήνης. Αύτη, συζευχθείσα και συζήσασα μετά του συζύγου της δύο μόνον έτη, απώλεσεν αυτόν και έμεινε χήρα επί έτη εικοσιοκτώ. Έχουσα δε πόνον εις την κεφαλήν, παρεκάλεσε τους γονείς της να την αφήσωσι να προστρέξη όπως θεραπευθή εις τον Άγιον Θεόδωρον, όστις τότε δια την του Χριστού πίστιν ήτο έγκλειστος εν τη φυλακή. Όθεν μεταβάσα και ιατρευθείσα παρ’ αυτού έμεινε και υπηρέτει τον Άγιον μετά της Λουκίας και Αρόας. Αφού δε εμαρτύρησεν ο Άγιος Θεόδωρος, διεβλήθη η Κυπρίλλα εις τον ηγεμόνα, και ωδηγήθη ενώπιόν του.

Επειδή δε δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, έθεσαν άνθρακας ανημμένους εις την μίαν των χειρών της, και ρίψαντες λίβανον επί των ανθράκων, ηνάγκαζον αυτήν να θυμιάση τα είδωλα. Η δε Άγία έλεγε: «Τούτο δεν είναι θυσία θεληματική ιδική μου, αλλά σατανική και ακούσιος». Και πράγματι, διότι οι δήμιοι εκράτουν ισχυρώς την χείρα της έως ου κατεκάη αύτη ολόκληρος. Μετά ταύτα εκρέμασαν την Αγίαν επί ξύλου και εξέσχιζον αυτήν. Και από μεν των πληγών της εξήλθεν αίμα, από δε των μαστών της γάλα· λιποθυμήσασα δε εκ των βασάνων, παρέδωκεν η μακαρία την ψυχήν αυτής εις τον Χριστόν και έλαβε παρ’ αυτού τον άφθαρτον στέφανον. Κατά προσταγήν δε του ηγεμόνος έλαβον αι ρηθείσαι δύο γυναίκες, η Λουκία και η Αρόα, το λείψανον της Αγίας Κυπρίλλης και ενεταφίασαν αυτό προσφέρουσαι κατά την ταφήν της άσματα γλυκύτατα. Ότε δε ενεταφιάσθη, ανέβλυσεν εκ του τάφου της δρόσος, ήτις ιάτρευε πάσαν ασθένειαν και πάθος. Μετά ταύτα εθανατώθησαν παρά του ηγεμόνος και η Αγία Λουκία και η Αρόα, νυν δε χορεύουσι μετά της Αγίας Κυπρίλλης εις τα ουράνια.

Η Αγία ΜΑΡΘΑ η μήτηρ του Οσίου Συμεών, του εν τω θαυμαστώ όρει,

Τη 4η Ιουλίου, η Αγία ΜΑΡΘΑ η μήτηρ του Οσίου Συμεών, του εν τω θαυμαστώ όρει, εν ειρήνη τελειούται.

---------------------------------

Μάρθα η Οσία ήσκει παν είδος αρετής, και εν ταις Εκκλησίαις του Θεού σχολάζουσα εγέννησεν εξ επαγγελίας τον Άγιον Συμεών. Προσηύχετο δε μετά κατανύξεως και ίστατο πάντοτε ορθία, ουδείς δε είδεν αυτήν να καθήση κατά την ημέραν της Κυριακής ή να συνομιλήση εν τω Ναώ μετά τινος. Έτρεφεν αγάπην πολλήν και έδιδεν ελεημοσύνην εν ταπεινότητι. Ένιπτε τους πόδας όλων των ξένων και υπεδέχετο αυτούς. Ενέδυε τους γυμνούς, έτρεφε τους πεινώντας, και εις τους λαμβάνοντας το Άγιον Βάπτισμα και μη έχοντας σινδόνας καθαράς ίνα ενδυθώσιν, κατά το έθιμον, αυτή εδώριζεν εις αυτούς τοιαύτας. Ομοίως έδιδε σινδόνας εις τους πτωχούς, όσοι απέθνησκον και δεν είχον να ενταφιασθώσιν. Είχε δε και βαθείαν πίστιν και ευλάβειαν εις την Κυρίαν Θεοτόκον και ηξιώθη παρά της Θεομήτορος να θεωρήση, προ του θανάτου της, την απόλαυσιν των ουρανίων αγαθών, τα οποία έμελλε να λάβη μετά θάνατον.

Προγνωρίσασα όθεν τον θάνατόν της προ τριών μηνών, μετέβη ίνα αποχαιρετήση τον υιόν της, τον Συμεών, ο οποίος προγνωρίσας και αυτός τούτο, είπεν εις την μητέρα του: «Τείχισόν με, ω μήτερ, με τας ευχάς σου, διότι πορεύεσαι προς Κύριον». Η δε μήτηρ του είπε: «Τούτο, τέκνον μου, και εγώ μαθούσα παρά του Κυρίου, ήλθον δια να λάβω τας ευχάς σου». Όθεν ευχηθέντες αλλήλοις και ευφρανθέντες εχωρίσθησαν. Όταν δε εκοιμήθη η Οσία ετάφη εις την Αντιοχεία Δάφνην. Βραδύτερον δε μετεκομίσθη το άγιον αυτής λείψανον υπό του υιού της και απετέθη πλησίον του στύλου του. Ποιήσαντος δε του Αγίου προσευχήν υπέρ της μητρός του, εθαυματούργει ο τάφος της, και αφού απήλθε προς Κύριον εφάνη εις τους παρισταμένους εις τον τάφον της και εχαροποίησεν αυτούς ειπούσα, ότι εύρε μεγάλην χάριν παρά Θεού, και ευρίσκεται εις φως και χαράν ανεκλάλητον, όχι μόνον δια της πρεσβείας του υιού της, αλλά και διότι αύτη υπέμεινε τον Κύριον, υποστάσα δι’ Αυτόν διαφόρους θλίψεις και πειρασμούς.
ΠΗΓΗ.ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΦΩΝΗ 

Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

Η Γερόντισσα Ευλαμπία Ρωμανίδου



Σαν αρχή...

Όταν την δεκαετία του ’50 ο μακαριστός καθηγητής της θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης παρουσίασε τις θεολογικές του θέσεις στον Ελλαδικό χώρο, οι “παραδοσιακοί” καθηγητές εξανέστησαν με τον τρόπο που προσέγγιζε την σκέψη των Πατέρων. Πολύ γρήγορα η δυσπιστία έδωσε τη θέση της στην αποδοχή και στη συνέχεια στην πλήρη αναγνώριση του πατρός Ιωάννη ως ενός ικανότατου αλλά και “παραδοσιακού” θεολόγου. Στις μέρες μας η Θεολογία του απασχολεί τόσο πολύ τους Ορθοδόξους θεολόγους και πάνω σε αυτή στηρίζονται οι επίσκοποι, οι ιερείς και οι λαϊκοί που θέλουν να ορθοτομούν λόγο αληθείας....

 Ποια ήταν άραγε η προσφορά του πατρός Ιωάννη στην ελλαδική θεολογική Επιστήμη και γενικότερα στην Ορθόδοξη Θεολογία; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συνεισφορά του είναι η διατύπωση μιας επιστημονικής Μεθοδολογίας της Θεολογίας. Διατύπωσε τρόπους και μεθόδους, “κλειδιά ερμηνείας”, με τα οποία κατανοούνται οι πατέρες της Εκκλησίας.

 IMG_2872-e14456290

Σε όσους είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν τον πατέρα Ιωάννη Ρωμανίδη εδημιουργείτο εύλογα ένα ερώτημα. Πώς αυτό το “αμερικανάκι” με τις σπουδές σε διάσημα Πανεπιστήμια και σε Παπικά Κολέγια που δεν γνώρισε σχεδόν ποτέ από κοντά τον Ορθόδοξο Μοναχισμό, μπόρεσε να βρει πρωτότυπους δρόμους σύνδεσης της ακαδημαϊκής θεολογίας και της ησυχαστικής θεολογικής παράδοσης;...

 Είναι γνωστό ότι ο πατήρ Ιωάννης διέθετε μια εξαιρετική ικανότητα να παρατηρεί και να αναλύει τα φαινόμενα, να τα κατατάσσει και να τα συστηματοποιεί. Αυτή η ικανότητά του όμως δεν θα αρκούσε να δημιουργήσει το φαινόμενο “Ρωμανίδη” αν δεν συνδυαζόταν με την Καππαδοκική καταγωγή του και δεν είχε την προσωπικότητα της μητέρα του Ευλαμπίας Ρωμανίδου, ως “δείγμα” των ορατών αποτελεσμάτων της αδιάλειπτης νοεράς Ευχής.

 

Ας δούμε λοιπόν αυτή την προσωπικότητα.

 Η καταγωγή

 Η Ευλαμπία Ρωμανίδου κατήγετο από την Ρωμαϊκὴ Καστρόπολη της Παλαιάς Αραβησσού της Καππαδοκίας. Μια περιοχή που ποτέ δεν έπαψε να συζητάει θεολογικά, ακόμα και μετά τους μεγάλους Καππαδόκες πατέρες (Βασίλειο το Μέγα, Γρηγόριος Θεολόγο και Γρηγόριο Νύσσης).

Γεννημένη πριν από την καταστροφή (το 1895) μεγάλωσε σε ένα χώρο βαθιάς πίστης. Στο χώρο αυτό η Ορθοδοξία ήταν η πρώτη αξία, η γλώσσα και η καταγωγή το δευτερεύον. Ανήκε σ’ εκείνο το μεγαλειώδη λαό των Καραμανλήδων. “Οι Ορθόδοξοι Έλληνες χριστιανοί της Καππαδοκίας (Καραμανλήδες) ήταν σε πολλά μέρη Τουρκόφωνοι δια τον εξής λόγο: Ο Τούρκος κατακτητής, προκειμένου να τους επιτρέψει να επιβιώσουν, τους έθεσε δια σπάθης τον εξής όρο: “Ή την θρησκεία, ή την γλώσσα σας”. Δηλαδή έπρεπε οι Καππαδόκες Έλληνες Ορθόδοξοι ή να αλλαξοπιστήσουν εξισλαμιζόμενοι (και κρατούντες την Ελληνική τους γλώσσα) ή να παραμείνουν στην πίστη των πατέρων τους, αλλά να αλλάξουν την γλώσσα τους, υιοθετούντες την Τουρκική. Σοφώς φερόμενοι, προτίμησαν το δεύτερο, διαφυλάττοντες την αγία Ορθόδοξο πίστη τους και θυσιάζοντες την Ελληνική γλώσσα”.

 Δημιούργησαν έτσι έναν ανεπανάληπτο πολιτισμό, [2] τον Καραμανλήδικο, που με την δική του ελληνική γραφή, τα σημαντικά μνημεία του, τα μοναδικά ήθη και έθιμά του μετέφρασε το Ορθόδοξο Βίωμα των ασκητών και των Αγίων σε καθημερινή πράξη. Το θεολογικό “μοντέλο” του Καππαδόκη είναι η μίμηση των αυστηρών ησυχαστών, όπως των στηλιτών Αγίων Συμεών και Δανιήλ, του Αγίου Αλεξίου του Ανθρώπου του Θεού κ. ά. [3]. Το κέντρο της κοινωνικής ζωής ήταν ο ναός και πνευματικό κατόρθωμα ήταν η άσκηση στην νοερά προσευχή. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η αναπνοή της Καππαδοκίας ήταν στο ρυθμό της Ευχής: Κύριε Ιησού Χριστέ (εισπνοή), ελέησόν με (εκπνοή)...

 Μέσα σε αυτό το πνευματικό περιβάλλον μεγάλωσε η Ευλαμπία Ρωμανίδου.

 

Τα παιδικά χρόνια

 Τα παιδικά χρόνια της γερόντισσας Ευλαμπίας ήταν μέσα στον πόνο. Πόνος βαθύς, αλλά και σωτήριος. Δωδεκάχρονο κοριτσάκι γνώρισε την φοβερή σφαγή των γονέων της, ένα γεγονός που τα παιδικά μάτια το τύπωσαν βαθιά μέσα στην ψυχή της. Εντούτοις η εμπειρία αυτή, αντί να αποβεί καταστρεπτική για την Ευλαμπία, ήταν το ουράνιο μήνυμα για να “πάρει την καλή στροφή ”, να αγαπήσει το Χριστό και την Εκκλησία.

 

Κοινωνικά η Ευλαμπία έμεινε ορφανή, αλλά πνευματικά απέκτησε μια παντοδύναμη προστασία. Η βασίλισσα των Ουρανών, η των “ορφανών βοηθός” την πήρε κάτω από την δική της σκέπη. Με θαυμαστή απλότητα για τις τόσο μεγαλειώδεις εμπειρίες, μιλούσε αργότερα στις μοναχές η γερόντισσα και έλεγε πως της παρουσιαζόταν η Παναγία, πως την έπαιρνε από το χέρι και την έσωζε από διαφόρους ψυχικούς κινδύνους. Από γλέντια που γινόταν γύρω της και την εμπόδιζε, την απομάκρυνε. Μετά της ερχόταν πολύ διάθεση για προσευχή. Έτσι από μικρό παιδάκι επικοινωνούσε δια της προσευχής με το Θεό!...

 

Άραγε τι είδους προσευχή να έκανε η μικρή ορφανή Ευλαμπία; Σε μια έγγραφη εξομολόγηση που άφησε [4], λέει τα εξής: “Δώδεκα χρονών που ήμουν, η προσευχή που έκανα αυτή ήταν. Παράκληση, Εξάψαλμος, Απόδειπνο, Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Έτσι περνούσα το χρόνο μου. Αυτούς τους λόγους δεν τους άφηνα από το μυαλό μου νύχτα και μέρα. Κύριε Αγαθέ, τα αγαθά σου μη μου στερήσεις, από κάθε τι, να ακούω τα λόγια σου. Από απρεπή πράγματα με την βοήθειά σου Κύριε μου, φύλαξέ με. Κύριε, κατά την εντολή σου, όπως ξέρεις εσύ Κύριε, ο λάρυγγάς μου, ο,τι λέει δικό σου να είναι. Η Βασίλισσα η Παναγία μας, με τις πρεσβείες της και των αγίων… Και από όλους αυτούς Ευλογητός είσαι εις τους αιώνας των αιώνων Αμήν.”

 

Στην προσφυγιά

 Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή έρχεται στην Ελλάδα και εγκαθίσταται στον Πειραιά. Παντρεύεται τον συμπατριώτη της τον Σάββα Ρωμανίδη που ήταν ράφτης και αποκτά το πρώτο της παιδί, αγόρι. Το έχει ταμένο στον επίσης πρόσφυγα, άγιο Ιωάννη το Ρώσο. Αξιώνεται, όταν το παιδί έγινε 2 ετών, να πραγματοποιήσει το τάμα της και να το βαπτίσει - τον μετέπειτα ιερέα Ιωάννη - στο Προκόπι Εύβοιας.

 Η ζωή στην Ελλάδα είναι δύσκολη και η οικογένεια Ρωμανίδη μεταναστεύει το 1927 στην Αμερική. Η πολυπολιτισμική κοινωνία, με την ποικιλόχρωμη θρησκευτικότητα και τις διαφορετικές αξίες δεν την επηρέασαν, αντίθετα της έδωσαν την πρόκληση για ιεραποστολή. Πολεμάει με τις, όποιες δυνάμεις διαθέτει, τον Προτεσταντικό περίγυρο. Η θερμότητα της πίστης της κάνει εντύπωση.

οι αιρετικοί διαβλέπουν ότι θα είναι μεγάλη επιτυχία γ’αυτούς αν προσηλυτίσουν στις ιδέες τους αυτήν την Καππαδόκισσα με την πολλή πίστη. Δεν παραγνωρίζουν και το αξιόμαχο της αντιπάλου. Οργανώνουν έτσι πραγματική “επιχείρηση” για τον προσηλυτισμό της, στην οποία συμμετέχουν 10-15 άτομα. Την επισκέπτονται και προσπαθούν μέσα από την Αγία Γραφή, με τα γνωστά τους επιχειρήματα, να την κλονίσουν. Η Ευλαμπία έχει άλλα μεγαλύτερα και ακαταμάχητα επιχειρήματα. Τους αφήνει για λίγο μόνους και καταφεύγει στους Αγίους, που έχει στο “εικονοστάσι” του δωματίου της. Προσεύχεται με θέρμη να την φωτίσει ο Θεός. Και Ω! Του θαύματος! Μια δυνατή βοή βγαίνει από τις εικόνες. Την ακούν και οι Προτεστάντες και τρέπονται σε άτακτη φυγή. Έκτοτε δεν την ξαναενόχλησαν.

 

Ιεραπόστολος

 Η σημερινή νεοεποχίτικη νοοτροπία απαιτεί να δεχόμαστε τους άλλους όπως είναι, χωρίς να τους διαφωτίζουμε για την πλάνη τους. Η γερόντισσα Ευλαμπία δεν γνώριζε από αυτές τις ψεύτικες γλυκερότητες. Είχε βεβαιωθεί ότι η μόνη αλήθεια είναι η Ορθόδοξη Πίστη και δεν υπάρχει άλλος τρόπος σωτηρίας από το Ορθόδοξο Άγιο Βάπτισμα. Έτσι, όταν έμαθε ότι η κόρη της Παρθενία παντρεύτηκε στην Ν. Ζηλανδία έναν ετερόδοξο, τον Malcolm, ανώτερο κρατικό υπάλληλο, διέγνωσε ποιο ήταν ακριβώς το καθήκον της.

 Πηγαίνει στην Ν. Ζηλανδία - σημειωτέον ότι οι γονείς του πατρός Ιωάννη δεν έμαθαν ποτέ αγγλικά - και μένει εκεί μέχρις ότου να κατηχήσει σωστά το γαμπρό της και να τον βαπτίσει ορθόδοξο με το όνομα Μάρκος. Κι επειδή, έλεγε, ότι για να είσαι Ορθόδοξος δεν αρκεί να είσαι βαπτισμένος, αλλά πρέπει και να κοινωνάς, δεν εγκαταλείπει την Νέα Ζηλανδία πριν να εκπληρώσει και τον άλλο ιερό σκοπό της: Να ιδρύσει Ορθόδοξη Εκκλησία στο Christchurch, την δεύτερη μεγάλη πόλη της χώρας αυτής.

 

Η μάνα

 Η Ευλαμπία ήταν νοικοκυρά και ασκήτρια. Ως μάνα ήταν αυτή που καθόριζε το πνευματικό περιβάλλον της οικογένειάς της. Ήταν αυτή που μετέδωσε στα παιδιά της από πολύ νωρίς το ασκητικό φρόνημα. Γράφει ο ίδιος ο πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης: «Θυμάμαι, που η μάνα μου μού έλεγε· ‘‘Παιδί μου, άνθρωπος άγιος με το ζόρι δεν γίνεται. Πρέπει να το θέλεις!’’» Για να προσθέσει στον λόγο της μητέρας του, «δεν μπορεί βέβαια άνθρωπος με το ζόρι να γίνει άγιος, ο καθένας πρέπει να επιλέξει τον δρόμο της ασκητικής θεραπείας». Αυτός ο λόγος περί ασκητικής θεραπείας του πατρός Ιωάννη φανερώνει μία συνέχεια και μία εμπειρική γνώση Θεολογίας, που είχαν όλοι οι πιστοί που είχαν φτάσει στο στάδιο του φωτισμού.

 Θυμάται πάλι: Κάποτε ρώτησα τη μάνα μου· «Μάνα, τώρα που έγινες 90 ετών, τι συμβουλή θα έδινες σ᾽ εμένα το γιο σου, που αξιώθηκα να γίνω και Δεσπότης;» Μού απάντησε: «Να προσέχεις, γιε μου, να μην γύρει ο νους σου!»

 Δηλαδή βλέπουμε εδώ μία μητέρα Μικρασιάτισσα, να κρατάει το ασκητικό Ορθόδοξο ήθος και να σου λέει, πρόσεξε να μην υπερηφανευτείς, να μην πάρει ο νους σου αέρα! Όλα αυτά έχουν τεράστια θεολογική αξία και βάθος. Κι όπως ξέρουμε, οι πρωτινοί άνθρωποι για να πουν μια λέξη νήστευαν σαράντα μέρες, όπως λέει ο λαός μας. Δηλαδή ο λόγος τους ήταν αποτέλεσμα φωτισμού. Αυτό σημαίνει νήστευαν σαράντα μέρες για να πουν ένα λόγο.

 Αυτή, λοιπόν, η γυναίκα, η Ευλαμπία, ενώ όλη μέρα έραβε μαζί με τον άντρα της, ταυτόχρονα προσευχόταν. Ήταν άνθρωπος της νοεράς προσευχής. Προσευχόταν με την ευχή του Ιησού και έκανε και πολλές μετάνοιες. Την έβλεπε μικρό παιδάκι ο πατήρ Ιωάννης και, σαν πειραχτήρι που ήταν, της έλεγε· «Μάνα, τι κάνεις όλο μετάνοιες και μετάνοιες;» Κι εκείνη του απαντούσε· «Κορόιδευε, Γιαννάκη, κορόιδευε! Μα να ξέρεις, παπάς θα γίνεις εσύ!» Δηλαδή είχε και διορατικό χάρισμα η γιαγιούλα μέσα στην Αμερική!...

 

Η μοναχή

 Μετά τον θάνατο του συζύγου της προσφέρει τις υπηρεσίες της ως ράπτρια στο αντρικό μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στη Βοστώνη και συγχρόνως αρχίζει μόνη της να ασκείται στην μοναχική ζωή. Παίρνει έτσι σταθερή την απόφαση να γίνει μοναχή. Η ευκαιρία δεν άργησε να δοθεί. Ο γιος της, ο πατήρ Ιωάννης, επιστρέφει οικογενειακώς στην Ελλάδα και η γερόντισσα τον ακολουθεί ενημερώνοντάς τον συγχρόνως για τις προθέσεις της.

 Με την μεσολάβηση του πατρός Ιωάννη και την συνδρομή του (νυν) Επισκόπου Τυρολόης και Σερεντίου Παντελεήμονος Ροδοπούλου ο πατήρ Πολύκαρπος Μαντζάρογλου την συνιστά στο Ιερό Ησυχαστήριο “Ευαγγελιστής Ιωάννης ο θεολόγος” Σουρωτής Θεσσαλονίκης, τη μονή που πνευματικό της καθοδηγητή είχε τον Άγιο Παΐσιο τον Αγιορείτη. Έτσι, η Ευλαμπία μπαίνει κάτω απὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση του μεγάλου τούτου συγχρόνου Αγίου και γίνεται δεκτή ως δόκιμη στις 17/1/1971. Στις 4/5/1973 γίνεται η κουρά της σε μεγαλόσχημη, χωρίς να αλλάξει το βαπτιστικό της όνομα.

 Ως μοναχή, ουδέποτε παρέλειπε τον κανόνα της. Τα μεσάνυχτα στις 12 προσευχόταν ανελλιπώς με τον τρόπο που είχε συνηθίσει από νέα. Εξηγούσε δε με τον ακόλουθο χαρακτηριστικό τρόπο την συνήθειά της αυτή: “τότε, παιδί μου, ανοίγει ο ουρανός”, έλεγε.

 Στο μοναστήρι έζησε μέχρι το 1980, οπότε κοιμήθηκε εν Κυρίω οσιακά, όπως το ζητούσε αδιάκοπα από το Θεό: “Το όνομά μου εν βίβλω ζωής να περάσεις. Ειρηνικά χριστιανικά τα τέλη της ζωής μου δός μου…” [6].

 Προγνώριζε το θάνατό της και το έλεγε στις αδελφές που την υπηρετούσαν, όταν τις μιλούσαν για γεγονότα που θα γίνονταν αργότερα (Κτίσιμο Ναού Αγίων Αρχαγγέλων). Άλλωστε το γεγονός του θανάτου ήταν η μελέτη της καρδίας της από ηλικία 12 χρόνων “τον θάνατο να μην βγάλω από το νου μου Κύριε δός μου” έλεγε [7]. Ο Θεός τής έδωσε τους τελευταίους μήνες της ζωής της όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να προετοιμαστεί για το μεγάλο πέρασμα.

 Όταν επρόκειτο να τελειώσει την ζωή της το απόγευμα της 6ης Νοεμβρίου 1980 δεν ήθελε καμιά από τις αδελφές που την υπηρετούσαν να μείνει κοντά της. Πήγαν όλες στον εσπερινό, έμεινε μόνη. Κάποια περαστική αδελφή την άκουσε να συζητάει μέσα στο κελί της, άγνωστο με ποιον. Όταν επέστρεψαν από τον Εσπερινό είχε κοιμηθεί.

 

Η χαρισματούχος

 Τα μεγάλα χαρίσματα τα δίδει ο Θεός σε αγίους μετά από πολυχρόνιους ασκητικούς αγώνες ή σε απλοϊκούς χριστιανούς, που ουδέποτε εφαντάσθησαν ότι είναι άγιοι. Η γερόντισσα Ευλαμπία ανήκε στους τελευταίους.

 Απέκτησε το διορατικό χάρισμα μετά από το χάρισμα της νοεράς ευχής. Με χαρακτηριστική απλότητα εξηγούσε στον Άγιο Παΐσιο με λεπτομέρειες, πως προσεύχεται γονατιστός στο κρεββάτι του μέσα στο κελί του, στο Άγιον Όρος. Και σχολίαζε ο γέροντας Παΐσιος ότι “η γερόντισσα Ευλαμπία έχει πνευματική τηλεόραση…”

 Ο μητροπολίτης Μόρφου σε ομιλία του, αναφέρει χαρακτηριστικά: "Πριν απὸ ένα χρόνο, που επισκέφτηκα την εν λόγω μονή, μού ανέφερε η νυν ηγουμένη του μοναστηριού Φιλοθέη· «Αυτή η γιαγιά (η Ευλαμπία) καλά καλά ελληνικά δεν ήξερε, αλλά ήταν η πρώτη στις Ακολουθίες, η πρώτη στην υπακοή, και είχε αποκτήσει μεγάλο διορατικό χάρισμα. Για παράδειγμα, όταν ο Άγιος Παΐσιος κάποιες νύχτες (στο κελλί του, στο Άγιον Όρος) ήταν άρρωστος, έκανε τον Κανόνα του καθιστός. Και η γιαγιά Ευλαμπία από τη Σουρωτή της Θεσσαλονίκης τον έβλεπε με τα μάτια της καρδιάς -κι όχι με τα μάτια τους σώματός της- μέσα στο κελλί του τι έκαμνε.

 

Κι όταν συναντήθηκαν αργότερα, τού είπε·

 ‘‘Την τάδε ημερομηνία ήσουν άρρωστος, Γέροντα, και δεν έκανες όλες τις μετάνοιές σου, ούτε όλα τα κομποσχοίνια σου τα έκανες!’’ ‘‘Καλά, εσύ πού με είδες σαν ήμουν στο Άγιο Όρος;’’, τη ρώτησε. ‘‘Να, έχω μια τηλεόραση και μού τα δείχνει’’, απάντησε η γιαγιά! Και έλεγε με θαυμασμό ο Άγιος Παΐσιος·

 ‘‘Κοίτα να δεις, αυτή η γιαγιά που ήρθε από την Τουρκιά και την Αμερική να έχει και τηλεόραση έγχρωμη και να με παρακολουθεί τι κάνω στο Άγιον Όρος!’’

 Και όλες οι καλόγριες έμειναν έκπληκτες με τα χαρίσματα της γιαγιάς Ευλαμπίας.»

 Αυτά επιβεβαιώνουν ότι τη βαθύτερη εσωτερική ζωή μπορεί να την κατέχει κι ένας απλός άνθρωπος του λαού, φθάνει να είναι εντός του πλαισίου της αυθεντικής ησυχαστικής και θεραπευτικής εκκλησιαστικής μας ζωής και παράδοσης.

 Και οι Ορθόδοξοι χριστιανοί γονείς, ζώντας μέσα σε τούτη τη θεραπευτική μας παράδοση, πρέπει να έχουν ως σκοπό να μάθουν στα παιδιά τους να προσεύχονται, να μετανοούν, να συγχωρούν, κι όχι πως να αποκτήσουν επίγεια φήμη και επίγειο πλούτο. Οι πρωτινοί Ορθόδοξοι κύριο μέλημά τους είχαν να μεταδώσουν με τη βιοτή τους στα παιδιά τους τη θεραπευτική αγωγή της Εκκλησίας μας, χωρίς πολλά λόγια και θεωρίες, ήσυχα και απλά, εφαρμόζοντας πρώτα οι ίδιοι στη ζωή τους τη θεραπεία αυτή.

 Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ποια ήταν η καταγωγή του πατρός Ιωάννη Ρωμανίδη και ειδικά η αγία μάνα του, και τι πνευματικά γονίδια τού κληρονόμησε, που καθόρισαν καίρια τη ζωή του...

 Όταν την ρωτούσαν για τις πνευματικές της εμπειρίες, απέφευγε να απαντά με την εξής φράση: “Έτσι όλοι οι άνθρωποι βλέπουν. Εγώ από μικρό παιδί έβλεπα Αγίους. Μου είπαν, παιδί μου, να μην λέω. Κακό και μένα, κακό και σένα”

 Η ευλάβειά της ήταν έκδηλη όταν προσήρχετο στα Άχραντα Μυστήρια. Πάντοτε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος πήγαινε να κοινωνήσει και πάλι με σταυρωμένα τα χέρια επέστρεφε στο στασίδι της. Τον τελευταίο χρόνο, που ήταν κλινήρης και κοινωνούσε στο κελί της, την ίδια ευλάβεια διατηρούσε. Αυτή η συμπεριφορά δεν υπαγορευόταν από μία ευσεβή συνήθεια, αλλά από την εμπειρία της ορατής παρουσίας των Αγίων Αγγέλων, που έβλεπε μέσα στον Ναό [9].

Την εποχή που ήταν κατάκοιτη - για αρκετούς μήνες - και σιγά-σιγά πλησίαζε ο θάνατος της μια μέρα συνέβη και αυτό το παράδοξο: Γινόταν λειτουργία στον Ι.Ναό Ζωοδόχου Πηγής και ξαφνικά εμφανίζεται στην Εκκλησία η γερόντισσα Ευλαμπία μόνη της. Οι αδελφές ξαφνιάστηκαν και την ρώτησαν πώς ήλθε. Η γερόντισσα απήντησε απλά “Εμένα, παιδί μου, ο Άγιος Αρσένιος έτσι (δηλαδή σηκωτή) με ανέβασε”.

 

Εις μνημόσυνον αιώνιον

Πόσο διαφορετική είναι αυτή η γερόντισσα από όλα εκείνα τα τεχνητά μοντέλα που “λανσάρει” το θρησκευτικό “star system” της εποχής μας. Δεν έκανε κανένα ταξίδι στην Ανατολή για να γνωρίσει την πνευματικότητα των γκουρού και τα “άστραμ”. Δεν οργάνωσε γύρω της κοινόβιο με υποτακτικές που να την λατρεύουν για αγία. Δεν έκανε την “φωτισμένη” ώστε να συγκεκτρώσει γύρω της πλήθη οπαδών.

 Τα ΜΜΕ δεν ασχολήθηκαν ποτέ μαζί της. Έχοντας την χάρη τού “ταπεινού και ησυχίου” Αγίου Πνεύματος, υποτάχθηκε στο θέλημα του Τριαδικού Θεού. Υπέμεινε την ορφάνια και την προσφυγιά με πίστη στο Θεό και αδιάλειπτη Προσευχή. Έζησε μέσα στον κόσμο αφοσιωμένη στα καθήκοντά της ως συζύγου και μητέρας και, όταν αποφάσισε να μονάσει, προέκρινε ταπεινά την υπακοή σε ένα Ορθόδοξο Μοναστήρι.

 

Κλείνοντας...

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης γράφει: “Η αρχή της θεραπείας του νοός, που λέγεται κάθαρσις, είναι η εκδίωξις από αυτόν όλων των λογισμών, καλών και κακών. Όταν η εκκένωσις αυτή συνδυάζεται με την κάθαρση των παθών και την ορθή περί Θεού Πίστη, ο νους επιστρέφει εις την καρδία και δέχεται το Πνεύμα το Άγιον, αποστελλόμενο από τον Πατέρα και τον Υιό και προσευχόμενο αδιαλείπτως. Τότε κατά τους πατέρας, γίνεται κανείς ναός του Αγίου Πνεύματος και μέλος του σώματος του Χριστού. Η νοερά ευχή λέγεται μονολόγιστος, αφού ο μόνος λογισμός που κατέχει τον νου είναι η αέναος μνήμη του Θεού” [10].

 Φοιτητής του τον θυμάται να περπατά μέσα στους διαδρόμους της Σχολής και να του λέει, «Καλημέρα, πατέρα Ιωάννη», και αυτός να μην του απαντά, αλλά κάποια στιγμή να κοντοστέκεται και να στρέφεται πίσω και να του λέει, «Παιδί μου, μου είπες χαίρετε;» «Μάλιστα, πάτερ!» «Τότε, χαίρετε κι από εμένα!» «Δεν με προσέξατε;» «Όχι, παιδί μου, ασχολούμουν με το ‘‘Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με’’».

 Ήταν ίσως η μοναδική φορά που προδόθηκε ότι προσευχόταν νοερὰ και δεν τον ενδιέφεραν τόσο πολύ οι ευγένειες, ούτε οι καθωσπρεπισμοί, διότι είχε εσωτερική εργασία, αφού ήταν γιος της Ευλαμπίας...

 Θα μπορούσε άραγε ποτέ ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης να μιλήσει με τόση σαφήνεια και απολυτότητα για τόσο υπερφυσικές εμπειρίες, αν δεν είχε βεβαιωθεί από την προσωπικότητα της μητέρας του και εξ ιδίας πείρας, ότι όσα διάβασε στα βιβλία των Πατέρων είναι πέρα ως πέρα αληθινά;...

 

Παραπομπές

  1. Γεωργίου Πρεσβυτέρου, Νέα οσία Φωτεινή η Νεαπολίτις, γ΄ έκδοση, Έκδοσις I.Μονής Αγίου Προκοπίου Τρικάλων, Αθήναι 2002, σ.10.
  2. Γι’ αυτόν τόν πολιτισμό δυστυχώς δεν έχουν δείξει ενδιαφέρον, ούτε η Τουρκία- για ευνοήτους λόγους- ούτε η Ελλάδα.
  3. Χαρακτηριστικό είναι το καραμανλήδικο τραγουδάκι για τον Άγιο Αλέξιο τον άνθρωπο του Θεού που αρχίζει με τις λέξεις “Ουρφαγιά κάντη καραντάν” και, βρίσκεται στο μουσικό βιβλίο, Σίμωνος Καρά, Μέθοδο της Ελληνικής Μουσικής τ. Α, Αθήναι 1981, Έκδοση Συλλόγου προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής, σ.90 (σε μετάφραση):

“Στην Έδεσσα διά ξηράς πήγε (ο Αλέξιος), τον διεφύλαξε ο πλάστης του.

Γλύτωσε το κεφάλι του απ τους μπελάδες, σ’αυτήν την υπομονή ο Αλέξιος.

Πετσί και κόκκαλο έμεινε, παρά Θεού πολλά χαρίσματα έλαβε.

Δέκα eπτά χρόνια έμεινε εκεί σε τέτοια υπομονή ο Αλέξιος.”

 

  1. Το πρωτότυπο κείμενο είναι στην Τουρκική και μας το διέθεσε ευγενώς σε μετάφραση ο ανεψιός της γερόντισσας π. Πολύκαρπος Καλαϊτζόγλου.
  2. απόσπασμα από την πιο πάνω αναφερθείσα εις χείρας του π. Πολυκάρπου Καλαϊτζόγλου ευρισκομένη εξομολόγηση της γερόντισσας.
  3. άλλο απόσπασμα από την εξόμολόγησή της
  4. όλες οι πληροφορίες για την ζωή της γερόντισσας Ευλαμπίας, ως μοναχής στο I. Ησυχαστήριο “Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος” δόθηκαν, με την ευλογία της καθηγουμένης του I. Ησυχαστηρίου Φιλοθέης μοναχής, από τις αδελφές που την εξυπηρετούσαν, προς τις οποίες και ανήκουν οι εποφειλόμενες ευχαριστείες.
  5. “ Εσείς νομίζετε κοιμάμαι. Εγώ βλέπω αγγέλους, γεμάτη η Εκκλησία” έλεγε κάποτε σε μία μοναχή.
  6. Ιωάννου Ρωμανίδη, Γρηγορίου Παλαμά έργα τ.1, Θεσσαλονίκη 1984, Εκδόσεις Πουρναρά, σ.23.

 «Η Γερόντισσα Ευλαμπία Ρωμανίδου» Απόσπασμα από το βιβλίο του Πρωτοπρεσβυτέρου Λάμπρου Φωτόπουλου, Αθήνα 2003

Σάββατο 26 Ιουνίου 2021

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΦΕΒΡΩΝΙΑ Η ΠΟΛΥΑΘΛΟΣ



«Αυτή η αοίδιμη από νεαρής της ηλικίας σήκωσε τον χρηστό ζυγό του Κυρίου και ήλθε σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν στα σύνορα Ρωμαίων και Περσών, σε πόλη που ονομαζόταν Νήσιβη (η Αντιόχεια της Μυγδονίας), έγινε μοναχή και ξεπέρασε όλες τις καλόγριες του μοναστηριού κατά την άσκηση και τη σύνεση και κατά τη μελέτη των θείων Γραφών. Ηγουμένη όλων των εκεί μοναζουσών ήταν η οσία Βρυαίνη. Κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού, το 288 μ.Χ., επειδή ο ηγεμόνας Σελήνος δίωκε τους χριστιανούς, οι μεν υπόλοιπες καλόγριες έφυγαν από το μοναστήρι, ζητώντας να σωθούν από τον θάνατο, η δε μακαρία Φεβρωνία, επειδή ήταν ασθενής, δεν μπόρεσε να φύγη, αλλά βρισκόταν κατάκοιτη πάνω σε ένα κρεββάτι, ενώ πλησίον της καθόταν η ηγουμένη Βρυαίνη και η ονομαζόμενη Ιερία. Εκεί λοιπόν πήγαν οι στρατιώτες του Σελήνου και αφού σύντριψαν τις θύρες με πελέκεις, μπήκαν στο μοναστήρι, κι αμέσως γύμνωσαν τα μαχαίρια τους, θέλοντας να κατακόψουν τη Βρυαίνη. Παρεκάλεσε όμως αυτούς ο Πρίμος ο ανιψιός του Λυσιμάχου νά μην την κτυπήσουν, διότι αυτός φερόταν πάντοτε προς τους χριστιανούς με συμπάθεια και ευσπλαχνία. Άρπασαν τότε τη Φεβρωνία και την έφεραν στον Σελήνο, ενώ ακολουθούσαν τη Φεβρωνία η Βρυαίνη, η Ιερία και η Θωμαΐδα, οι οποίες την στήριζαν στην πίστη και την νουθετούσαν να μη φοβηθεί τα βάσανα ούτε να προδώσει την ευσέβεια στον Χριστό. Παρακινούσαν δε αυτήν να ενθυμηθεί τις αδελφές Λιβύα και Λεωνίδα, από τις οποίες η μεν Λιβύα αποκεφαλίστηκε για τον Χριστό, η Λεωνίς παραδόθηκε στη φωτιά, η δε νέα Ευτροπία, όταν άκουσε να της λέγει η μητέρα της ῾Μη φύγεις, τέκνο μου᾽, αμέσως έδεσε τα χέρια της πίσω κι αφού έκλινε τον λαιμό της στον δήμιο, θανατώθηκε με προθυμία.

Και η μεν Βρυαίνη, αφού δίδαξε τη Φεβρωνία, επανήλθε στο μοναστήρι κλαίγοντας και θρηνώντας, γιατί φοβόταν για το άδηλο τέλος της. Γι᾽ αυτό παρακαλούσε τον Θεό να της χαρίσει νίκη κατά του διαβόλου. Η δε Θωμαΐς και Ιερία, αφού ντύθηκαν ανδρικά φορέματα και ενώθηκαν με τους υπηρέτες, ακολουθούσαν τη Φεβρωνία. Οδηγήθηκε λοιπόν η αγία στον Λυσίμαχο, τον ανιψιό του Σελήνου, και ρωτήθηκε από αυτόν να πει ποιο είναι το όνομά της, το γένος της και η θρησκεία της. Η δε μάρτυς αντί άλλης αποκρίσεως έλεγε ότι είναι χριστιανή. ´Υστερα δε ο θείος του Σελήνος επιχείρησε να μεταθέσει την αγία από την πίστη του Χριστού με κολακείες, αλλά επειδή δεν μπόρεσε, πρόσταξε να την ξαπλώσουν από τα τέσσερα μέρη, και από κάτω να την καίνε με φωτιά, ενώ από πάνω να την δέρνουν με ραβδιά. Επειδή δε όχι μόνο πλήγωσαν την αμνάδα του Χριστού από τους δαρμούς, αλλά έριχναν ακόμη και λάδι στη φωτιά, γι᾽ αυτό διαλύθηκαν οι σάρκες της μακαρίας Φεβρωνίας και έπεφταν κατά γης. Έπειτα την κρέμασαν και την ξέσχιζαν με σιδερένια νύχια και την έκαιγαν με τη φωτιά. Μετά από αυτά έκοψαν τη γλώσσα της, την οποία η αγία με ανδρεία πολλή μόνη της την έβγαλε έξω από το στόμα της. Έπειτα ξερίζωσαν τα δόντια της και έκοψαν με μαχαίρι τους δύο μαστούς της, και πάνω στο κόψιμο έβαλαν κάρβουνα αναμμένα. ´Υστερα έκοψαν τα χέρια και τα πόδια της αγίας και τελευταία την αποκεφάλισαν και έτσι έλαβε η τρισόλβια τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου. Κατά προσταγή του Λυσιμάχου μαζεύτηκε από τους χριστιανούς το σώμα της αγίας και οδηγήθηκε στο μοναστήρι της διά μέσου του Φίρμου του κόμητα. Το βάσταζαν δε και στρατιώτες μαζί με τον Φίρμο. Και τα μεν άλλα μέλη της αγίας συναρμόστηκαν το καθένα στην τάξη και τη φυσική του αρμονία, τα δε δόντια της τέθηκαν πάνω στο στήθος της. Και έτσι μαζεύτηκαν επίσκοποι και κληρικοί με μοναχούς και πλήθος πολύ από τους χριστιανούς, και ψάλλοντας ψαλμούς και ύμνους και κάνοντας αγρυπνία, ενταφίασαν το μαρτυρικό εκείνο και άγιο λείψανο.

Λένε δε ότι όταν κατ᾽ έτος τελείτο η μνήμη της αγίας στο μοναστήρι, βλεπόταν η μάρτυς κατά το μεσονύκτιο να είναι παρούσα μαζί με τις άλλες αδελφές και να συμψάλλει και να αναπληρώνει τον τόπο, στον οποίο και όταν ήταν ζωντανή στεκόταν, μέχρι ότου γινόταν η ευχή. Μία δε φορά θέλησε η Βρυαίνη να την πιάσει, αλλά αμέσως έγινε άφαντη. Ο δε Λυσίμαχος θεώρησε ως βαρειά συμφορά το μαρτύριο της αγίας, και διότι καταγόταν από μητέρα χριστιανή και διότι ο θείος του Σελήνος έδειξε μεγάλη απανθρωπιά και ωμότητα στη μάρτυρα, καθώς κατέστρεψε το κάλλος της νέας παρθένου, το οποίο ήταν σχεδόν υπεράνθρωπο. Γι᾽ αυτό από τη λύπη και την πικρία της ψυχής του τότε μεν δεν έφαγε, αλλά θρήνησε και έκλαψε πικρά τον θάνατο της αγίας, ύστερα δε, πίστεψε στον Χριστό μαζί με τον Πρίμο, και έλαβε μαζί με εκείνον το άγιο βάπτισμα. Ο δε Σελήνος έγινε έξω φρενών, κοίταξε προς τον ουρανό και μούγγρισε σαν βόδι. Έπειτα κτύπησε το κεφάλι του σε μία κολόνα, οπότε ο κακός στην ψυχή έφυγε από τη ζωή αυτή με κακό τρόπο. Τελείται δε η σύναξη της αγίας και η εορτή της στον ναό του αγίου προφήτου προδρόμου και βαπτιστού Ιωάννη, που βρίσκεται στην Οξεία».

(Από τον Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου)

Ο υμνογράφος άγιος Θεοφάνης κινείται πάνω στις ράγες του μαρτυρίου όλων των οσιομαρτύρων γυναικών: προβάλλει το μαρτύριο της αγίας Φεβρωνίας ως την κατακόσμηση της αγιασμένης ασκητικής διαγωγής της. Πρώτα δηλαδή η αγία  έζησε θαυμαστά ως μοναχή στο μοναστήρι της κι έπειτα, όταν οι περιστάσεις το κάλεσαν, πρόσφερε τον εαυτό της θυσία στον Κύριο με το μεγάλο και θαυμαστό μαρτύριό της. (ωδή η´). Γι᾽ αυτό και δεν βλέπει να υπάρχει στην αγία καμμία κηλίδα αμαρτίας: όλη η ζωή της ήταν μία σπουδή πάνω στην αγάπη της προς τον Κύριο. «Δεν υπάρχει καμμία κατηγορία σε σένα, πανεύφημε Φεβρωνία. Διότι εσύ από δύο μεριές σπούδασες να ευαρεστήσεις τον Λυτρωτή και Εραστή σου που είχες ποθήσει: πρώτον στολισμένη με τους κόπους της μοναχικής άσκησης, δεύτερον στολισμένη με τους άθλους των μαρτύρων, θεόφρον πανόλβιε» (ωδή δ´).

Έτσι αιτία της θαυμαστής ζωής της αγίας ήταν η φλογερή αγάπη της προς τον Θεό. Η αγία κατέβαλε τον δικό της οβολό: την αγάπη της αυτήν («Εξ απαλών ονύχων πόθησες, μάρτυς, την αιώνια πηγή της αγάπης, την επιθυμητή από όλους τους λογικούς ανθρώπους» - ωδή δ´) κι Εκείνος την ανέλαβε αφενός ενισχύοντάς την καθ᾽ όλη τη διάρκεια της επί γης πορείας της («Συ, τώρα, στερέωσες με την παντοδύναμη δεξιά Σου, Δέσποτα, την ένδοξη Φεβρωνία που αγωνιζόταν μαρτυρικά» - ωδή γ´. «Ο άγγελος που σε έσωζε, πανεύφημε Φεβρωνία, σε προστάτευε από παντού» - στιχηρό εσπερινού),  αφετέρου προσλαμβάνοντάς την στην ένδοξη βασιλεία Του («Αξιώθηκες να επιτύχεις μακαριστό τέλος, καθώς τώρα συμβασιλεύεις με τον Χριστό» -ωδή θ´).

Ο άγιος Θεοφάνης προβαίνει και σε μία σημαντική επισήμανση ως προς την ασκητική διαγωγή της αγίας Φεβρωνίας που της έδωσε και τη χάρη να μείνει μέχρι τέλους σταθερή και στο μαρτύριο. Η αγία ζούσε ως μοναχή έχοντας καθημερινή μελέτη της τον θάνατο. Μελετώντας τον θάνατο βρισκόταν σε εκείνη την πνευματική εγρήγορση, ώστε όταν κλήθηκε για το μαρτύριο όχι απλώς το δέχτηκε, αλλά έτρεξε προς αυτό. «Λάμπρυνες, μάρτυς Φεβρωνία, την ψυχή σου με την αδιάκοπη μελέτη του θανάτου, γι᾽ αυτό και έτρεξες προς το ύψος του μαρτυρίου, οδηγημένη στον Χριστό μέσα από πολλά βάσανα» (ωδή α´). Είναι γεγονός αναντίρρητο ότι κανείς δεν μπορεί να βαδίσει ορθά την πνευματική ζωή, αν δεν σκέπτεται ότι η κάθε ημέρα του μπορεί να είναι η τελευταία. Η μνήμη του θανάτου θεωρείται ως χάρη του Θεού, γιατί ακριβώς κάνει τον έχοντα αυτήν να βρίσκεται ξύπνιος πνευματικά, συνεπώς σε ετοιμότητα να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δαιμονική προσβολή είτε μέσω των παθών είτε μέσω των διώξεων.

«Θυμίσου το τέλος σου και δεν θα αμαρτήσεις ποτέ»,  μας επισημαίνει  ήδη ο λόγος του Θεού, όπως κι ο απόστολος Παύλος αποκάλυπτε για τον εαυτό του ότι «καθ᾽ ημέραν απέθνησκε», κάθε ημέρα περίμενε ότι μπορεί να είναι η τελευταία του. Η αγία Φεβρωνία είχε τη χάρη αυτή κι ίσως πρέπει κι εμείς να εντάξουμε στα αιτήματα της προσευχής μας κι αυτό: να μας δίνει ο Θεός τη χάρη να θυμόμαστε το τέλος μας. Αν ῾κοντύνουμε᾽ την προοπτική της ζωής μας:  παλεύουμε για την αγιότητα της κάθε ημέρας, της σημερινής, ίσως δεν θα αργήσουμε κι εμείς να βρεθούμε μέσα στην έκπληξη της μεγάλης χάρης που δίνει ο Κύριος σε όλους αυτούς που Τον προσμένουν. 

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2021

Η μητρότητα ως διακονία τής γυναίκας (Άγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ του Έσσεξ)



Ἡ θέση τῆς γυναίκας κατὰ τοὺς περασμένους αἰῶνες ἦταν ἐξαιρετικὰ δύσκολη, ἐνῶ ἀκόμη ὡς τὶς ἡμέρες μας δὲν ἔχει πλήρως τακτοποιηθεῖ. Σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδά της ζωῆς τὸ πρόβλημα αὐτὸ ἀποδεικνύεται ὑπερβολικὰ πολύπλοκο· καὶ στὸ ἐπίπεδο τῆς κρατικῆς νομοθεσίας, καὶ στὸ ἐπίπεδο τῆς δομῆς τῆς κοινωνίας, καὶ στὸ ἐπίπεδό τῆς ἐκπαιδεύσεως καὶ τῆς μορφώσεως, καὶ στὸ ἐπίπεδο τέλος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Πολλὰ ἔχουν ἀλλάξει κατὰ τὶς τελευταῖες δεκαετίες· ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις ἡ γυναίκα ἀπέκτησε θέση ἀσύγκριτα καλύτερη ἀπὸ τὴν προηγούμενη, ἀλλὰ ὡστόσο δὲν ἔχει βρεῖ τὴ θέση της στὴν κοινωνία· δὲν ἔχει βρεθεῖ πραγματικὰ τὸ σωστὸ μέτρο γιὰ τὴν ἀξιολόγησή της.

Κατὰ τοὺς προηγούμενους αἰῶνες ὁ ἄνδρας ἦταν ὁ νομοθέτης, ὁ κύριος. Ἡ γυναίκα ὅμως συχνὰ ἦταν ὑπερβολικὰ ὑποβιβασμένη, καὶ κατὰ τὴν ἀναζήτηση ἀλήθειας καὶ δικαιοσύνης ὅλοι ὅσοι ἐπιθυμοῦσαν βελτίωση τῆς θέσεως τῆς γυναίκας εἶχαν τὴ σκέψη: νὰ τὴν ἐξισώσουν στὰ δικαιώματα μὲ τὸν ἄνδρα σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα. Ἡ ὁδὸς αὐτὴ ἔδωσε ὑπέροχους καρπούς. Πολλὲς γυναῖκες ἀπέκτησαν μεγάλη μόρφωση, κατέχουν ὑπεύθυνες θέσεις στὴν κρατικὴ μηχανή, ἄρχισαν νὰ διαδραματίζουν ἱστορικὸ ρόλο συμμετέχοντας στὶς ἐκλογὲς κυβερνήσεων. Στὴν οἰκογένεια ἐπίσης ἡ θέση τῆς γυναίκας ἄλλαξε πρὸς ὄφελός της.

Πραγματικά, ὅλα αὐτὰ ἔτσι εἶναι. Ἀλλὰ μποροῦμε ἄραγε νὰ θεωρήσουμε λυμένα τὰ προβλήματα ὄχι μόνο τῆς ἐργασίας τῆς γυναίκας, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τῆς οἰκογενειακῆς θέσεώς της; Ἡ πείρα τῆς ἱστορίας ἔδειξε ὅτι τὸ τεράστιο σῶμα τῆς ἀνθρωπότητας ἀποτελεῖται ἀπὸ κύτταρα, καὶ ἕνα τέτοιο κύτταρο εἶναι ἡ οἰκογένεια. Στὸ μέτρο ποὺ τὰ κύτταρα εἶναι ὑγιῆ ὑγιαῖνει καὶ τὸ σῶμα.

Συνεπῶς ἡ ὑγεία στὸ τεράστιο σῶμα τῆς ἀνθρωπότητας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ὑγεία τοῦ κυττάρου τοῦ σώματος αὐτοῦ, τῆς οἰκογένειας. Μποροῦμε ἄραγε νὰ θεωρήσουμε τὴ σύγχρονη θέση της ὡς εὐτυχῆ; Λόγω τοῦ ὅτι ἡ γυναίκα γίνεται οἰκονομικὰ ἐντελῶς ἀνεξάρτητη, ἐργαζόμενη ὅπως ἐργάζεται κάθε ἄνδρας, πλήθυναν οἱ διαλύσεις τῶν οἰκογενειῶν, δηλαδὴ τὰ διαζύγια. Καὶ στὴν περίπτωση ποὺ δὲν ὑπάρχει διάλυση τῆς οἰκογένειας, ὅταν ἀναγκάζεται νὰ ἐργασθεῖ ἡ γυναίκα ἐκτὸς σπιτιοῦ, πάλι ὑποφέρει ἡ οἰκογένεια, ἐφόσον γιὰ τὰ παιδιὰ δὲν ὑπάρχει στὸ σπίτι πλέον οὐσιαστικὰ οὔτε πατέρας οὔτε μητέρα. Τὰ παιδιὰ μένουν ἀρκετὴ ὥρα μόνα τους ἢ ἀνατρέφονται ἀπὸ συγγενικὰ ἢ ξένα χέρια ἢ ἀνατίθενται σὲ σχολεῖα γιὰ τὴν ἀνατροφή τους. Βασικὰ ὅμως στεροῦνται τῆς μητρικῆς στοργῆς[1].

Ἂν ἡ γυναίκα ἐργάζεται ἐξίσου μὲ τὸν ἄνδρα, τότε πάλι καταργεῖται ἡ δικαιοσύνη, ἐπειδὴ ἡ γυναίκα στὴν οἰκογένεια, παράλληλα μὲ τὴν ἐργασία, βαστάζει καὶ ἄλλα βάρη, ἐπιπρόσθετα καθήκοντα, ἐπειδὴ ἀκριβῶς αὐτὴ εἶναι ἡ μητέρα τῶν παιδιῶν. Θὰ νόμιζε κάποιος ὅτι, ἐπειδὴ ἡ γυναίκα βαρύνεται ἀπὸ μεγαλύτερες εὐθύνες καὶ ἀσκεῖ πολυπλοκότερο ρόλο, σὲ αὐτὴν πρέπει νὰ ἀνήκει τὸ προνόμιο νὰ «κατευθύνει» τὴν οἰκογένεια. Ἀσφαλῶς κάποιος πρέπει νὰ κατευθύνει τὴν οἰκογένεια, ὅπως καὶ κάθε ἄλλο ἀνθρώπινο καθίδρυμα. Ἔτσι, σὲ πολλὲς οἰκογένειες ἀνακύπτει ἡ πάλη γιὰ ἐξουσία, ποὺ πολὺ συχνὰ γίνεται καταστροφικὴ γιὰ τὴν οἰκογένεια. Συνεπῶς, ὅπου καὶ ἂν στρέψουμε τὴν προσοχή μας, παντοῦ βλέπουμε ὑπερβολικὰ πολύπλοκα προβλήματα, καὶ δὲν πλησιάσαμε ἀκόμη στὴν ἐπίλυσή τους.

Ἔκανα τὶς λίγες αὐτὲς παρατηρήσεις, γιὰ νὰ δῶ τὰ πράγματα ἔτσι ὅπως τὰ βλέπει ἡ πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων. Νομίζω ὅμως ὅτι ἐμεῖς ὡς χριστιανοὶ βλέπουμε ἀκόμη καὶ ἐκεῖνα ποὺ οἱ ἄλλοι δὲν προσέχουν. Θεωροῦμε ὅτι τὸ σπουδαιότερο θέμα γενικὰ γιὰ κάθε ἄνθρωπο εἶναι τὸ ἐρώτημα: Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Ποιὸς εἶναι ὁ προορισμός του; Γιατί καὶ γιὰ ποιὸν λόγο ἐμφανίστηκε στὸν κόσμο; Ποιὸς σκοπὸς ὑπάρχει μπροστά του; Ποιὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς ὑπάρξεώς του; Ἂν δὲν ἀπαντήσουμε στὰ ἐρωτήματα αὐτά, δὲν θὰ μπορέσουμε ποτὲ νὰ λύσουμε τὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζουμε· οὔτε σὲ ἕνα ἐπίπεδο. Εἶναι ἀδύνατον γιὰ παράδειγμα νὰ ἐπιτύχουμε ἀληθινὰ δίκαια δομὴ τῆς κοινωνίας χωρὶς τὴ γνώση αὐτή. Δὲν μποροῦμε νὰ λύσουμε τὸ πρόβλημα τῆς κρατικῆς ὀργανώσεως, ἂν δὲν ἔχουμε ἀπάντηση στὸ κύριο αὐτὸ ἐρώτημα. Ὅλη ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας γράφεται μὲ ἄσκοπη περιδίνηση, παράλογους πολέμους, ἄδικη καταπίεση τοῦ ἰσχυροῦ ἐπάνω στὸν ἀσθενῆ, ὅπως βλέπουμε στὸν ζωϊκὸ κόσμο. Συνεπῶς, τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Τὴν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ τὴν παίρνουμε ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή: «Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ … ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς» (Γέν. 1,27). Καὶ λίγο πιὸ κάτω διαβάζουμε: «Ἐπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν» (Γέν. 2,7).

Ἂν λοιπὸν ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναῖκα ὡς ἑνιαία ἀνθρωπότητα, τότε εἶναι φυσικὸ ὅτι τὸ θέλημα τῆς σχέσεως μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ἦταν καὶ θὰ εἶναι πάντοτε ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα ζωτικὰ θέματα. Ἂν στρέψουμε τὴν προσοχή μας στὰ φυσικὰ χαρίσματα τῆς γυναίκας καὶ τὰ συγκρίνουμε μὲ τὰ ἀντίστοιχά τους στὸν ἄνδρα, θὰ δοῦμε ἀπὸ τὴν μακρόχρονη πείρα ὅτι τὰ χαρίσματα αὐτὰ εἶναι ποικίλα· κάποτε συμπίπτουν, ἐνῶ κάποτε γίνονται συμπληρωματικὰ τὸ ἕνα του ἄλλου. Γνωρίζουμε ἐπίσης ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὅτι στὴν Ἀνατολή, ὅπου γεννήθηκαν ὅλες οἱ μεγάλες θρησκεῖες, ἡ κυριότητα τοῦ ἄνδρα ἐπάνω στὴ γυναίκα ἦταν ὑπερβολικὰ ἰσχυρή. Ἡ γυναίκα στὴ συνείδηση τῆς Ἀνατολῆς ἦταν κατὰ κάποιον τρόπο κατώτερο ὄν. Ἀκόμη καὶ στὸ Εὐαγγέλιο βλέπουμε παρόμοια χωρία, ὅπως γιὰ παράδειγμα: «Οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων» (Μάτθ. 14,21). Ἐλάμβαναν ὑπ’ ὄψιν μόνο τοὺς ἄνδρες, ἐνῶ τὶς γυναῖκες οὔτε καν τὶς μετροῦσαν. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸ βλέπουμε μόνο στὴν Ἀνατολή.

Ἔτυχε νὰ διαβάσω, ὅταν ἤμουν νέος, κάποιες στατιστικὲς ποὺ ἔκαναν μερικοὶ Γερμανοὶ μορφωμένοι ἄνθρωποι γιὰ τὸν ρόλο τοῦ ἄνδρα καὶ τὸν ρόλο τῆς γυναίκας στὴν ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ. Οἱ πολυμαθεῖς αὐτοὶ Γερμανοὶ παρουσίαζαν τὰ κατορθώματα τοῦ ἄνδρα ὡς ἄκρως σημαντικὰ (παρομοιάζοντάς τα ὡς ὅρη ὑψηλά), ἐνῶ ἀπὸ τὰ κατορθώματα τῆς γυναίκας σημείωναν μόνο μερικὰ ποὺ οὕτως ἢ ἄλλως γράφτηκαν στὴν ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ.

Μοῦ φαίνεται ὅτι ἡ παρεξήγηση αὐτὴ ἐμφανίστηκε ὡς συνέπεια τῆς ἀπώλειας τῆς συνειδήσεως ἐκείνης, ποὺ περιέχεται στὴ Γραφή: «Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα Θεοῦ … ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς» (Γέν. 1,27). Αὐτὸ τὸ ξεχνοῦν ὄχι μόνο οἱ ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιες οἱ γυναῖκες. Γιὰ νὰ διορθώσουμε λοιπὸν τὴ ζωή μας σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδά της, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν οἰκογένεια, ὀφείλουν οἱ γυναῖκες νὰ ἀνυψωθοῦν μὲ τὸ πνεῦμα καὶ νὰ φανερώσουν στὸν κόσμο τὴν αὐθεντικὴ ἀξία τους, τὸν ὑψηλὸ ρόλο τους. Γιὰ τὴν χριστιανικὴ Ἐκκλησία τὸ θέμα τοῦ ρόλου τῆς γυναίκας γίνεται κάθε χρόνο διαρκῶς ὀξύτερο.

Βλέπουμε ὅτι στὶς χῶρες ὅπου ὁ ἄθεος κομμουνισμὸς διεξάγει ἀνοικτὴ πάλη ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἐφαρμογὴ κάθε εἴδους ἐκβιασμῶν, διασώζει τὴν Ἐκκλησία ἡ ἀνδρεία τῶν γυναικών, ἡ αὐτοθυσία τους, ἡ ἑτοιμότητά τους γιὰ κάθε εἴδους παθήματα. Παντοῦ παρατηροῦμε ὅτι οἱ γυναῖκες στὶς Ἐκκλησίες ἀποτελοῦν τὸ μεγαλύτερο ποσοστό. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι στὶς Ἐκκλησίες κατὰ τὶς ἀκολουθίες οἱ γυναῖκες συνιστοῦν τὴν πλειονότητα, κάποτε τὰ τρία τέταρτα, κάποτε ὅμως καὶ περισσότερο. Ἂν τώρα ὅλες οἱ γυναῖκες ἀποχωροῦσαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τότε αὐτὴ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρχει, γιατί οἱ ἄνδρες ποὺ ἐκπληρώνουν ὑψηλὴ ποιμαντικὴ διακονία, κατέχοντας ὑψηλὲς ἱεραρχικὲς θέσεις, θὰ ἔμεναν ὀλιγάριθμοι καί, μὲ ἁπλὰ λόγια, θὰ ἦταν γι’ αὐτοὺς ἀπὸ ὑλικῆς πλευρᾶς ἀδύνατον νὰ διατηρήσουν τὴν Ἐκκλησία.

Συνεπῶς ὁ ρόλος τῆς γυναίκας στὴν Ἐκκλησία εἶναι μεγάλος, καὶ ὅλοι μας πρέπει νὰ σκεφτοῦμε τὸ φαινόμενο αὐτό. Στὴ χριστιανική μας διδασκαλία γιὰ τὸν ἄνθρωπο, μιλώντας θεολογικά, ἡ γυναίκα παρουσιάζεται στὸ ἴδιο ἀκριβῶς μέτρο ὡς ἄνθρωπος, ὅπως καὶ ὁ ἄνδρας. Οἱ δυνατότητες τῆς διακονίας της μέσα στὴν ἱστορία εἶναι ἀπεριόριστες. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς Λόγος σαρκώθηκε ἀπὸ Γυναίκα καταδεικνύει ὅτι ἡ γυναίκα δὲν εἶναι καθόλου μειωμένη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Ἐδῶ ὅμως θέλω νὰ ἐκφράσω τὸ βασικότερο νόημα τῆς ὁμιλίας μου. Ὅλα, ὅσα εἶπα μέχρι τὴ στιγμὴ αὐτή, ἦταν μόνο εἰσαγωγικά, γιὰ νὰ σταθοῦμε ὅλοι σὲ σαφῆ πορεία σκέψεως. Ἂν μιλᾶμε γιὰ τὴ μεγάλη σπουδαιότητα τῆς γυναίκας, τότε καὶ οἱ ἴδιες οἱ γυναῖκες ὀφείλουν νὰ δικαιώσουν τὴ σπουδαιότητά τους αὐτή· νὰ δικαιώσουν τὸν ἑαυτό τους σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδά τῆς ζωῆς τῆς ἀνθρωπότητας. Τὸ οὐσιωδέστερο ὅμως γι’ αὐτὲς ἔργο, τὸ σπουδαιότερο λειτούργημά τους, εἶναι ἡ Μητρότητα: «Καὶ ἐκάλεσεν Ἀδὰμ τὸ ὄνομα τῆς γυναικὸς αὐτοῦ Ζωή, ὅτι αὔτη μήτηρ πάντων τῶν ζώντων» (Γέν. 3,20). Γιὰ νὰ ἀνυψώσουν τὴν ἀνθρωπότητα οἱ γυναῖκες, πρέπει νὰ φέρνουν στὸν κόσμο παιδιὰ μὲ τὸν τρόπο ποὺ μᾶς διδάσκει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχουν ὅμως δύο εἴδη γεννήσεως· τὸ ἕνα κατὰ σάρκα, τὸ ἄλλο κατὰ πνεῦμα. Ὁ Χριστὸς εἶπε στὸν Νικόδημο: «Τὸ γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκὸς σάρξ ἐστι, καὶ τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ Πνεύματος πνεῦμα ἐστι. Μὴ θαυμάσης ὅτι εἶπον σοί, δεῖ ὑμᾶς γεννηθῆναι Ἄνωθεν» (Ἰωάν. 3,6-7).

Ἐπειδὴ οἱ γυναῖκες τῆς ἐποχῆς μας ἔχασαν τὴν ὑψηλὴ αὐτὴ συνείδηση, ἄρχισαν νὰ γεννοῦν προπαντὸς κατὰ σάρκα. Τὰ παιδιὰ μας ἔγιναν ἀνίκανα γιὰ τὴν πίστη. Συχνὰ ἀδυνατοῦν νὰ πιστέψουν ὅτι εἶναι εἰκόνα τοῦ Αἰωνίου Θεοῦ. Ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία στὶς ἡμέρες μας ἔγκειται στὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι βυθίστηκαν στὴν ἀπόγνωση καὶ δὲν πιστεύουν πιὰ στὴν Ἀνάσταση. Ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου ἐκλαμβάνεται ἀπὸ αὐτοὺς ὡς τελειωτικὸς θάνατος, ὡς ἐκμηδένιση, ἐνῶ πρέπει νὰ θεωρεῖται ὡς στιγμὴ ἀλλαγῆς τῆς μορφῆς τῆς ὑπάρξεώς μας· ὡς ἡμέρα γεννήσεώς μας στὴν ἀνώτερη ζωή, σὲ ὁλόκληρο πλέον τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς ποὺ ἀνήκει στὸν Θεό. Ἀλήθεια, τὸ Εὐαγγέλιο λέει: «Ὁ πιστεύων εἰς τὸν Υἱὸν ἔχει ζωὴν αἰώνιον· ὁ δὲ ἀπειθῶν τῷ Υἱῷ οὐκ ὄψεται ζωὴν» (Ἰωάν. 3,36). «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμὶν ὅτι … ὁ πιστεύων τῷ Πέμψαντί Με ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν» (Ἰωάν. 5,24). «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν τὶς τὸν λόγον τὸν Ἐμὸν τηρήσῃ, θάνατον οὐ μὴ θεωρήση εἰς τὸν αἰώνα» (Ἰωάν. 8,51). Παρόμοιες λοιπὸν ἐκφράσεις μποροῦμε νὰ ἀναφέρουμε πολλές.

Συχνὰ ἀκούω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους: Πῶς ἢ γιατί συμβαίνουν ὅλα αὐτά; Γιατί ἡ πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων ἔχασε τὴν ἱκανότητα νὰ πιστεύει; Δὲν εἶναι ἄραγε ἡ νέα ἀπιστία συνέπεια τῆς εὐρύτερης μορφώσεως, ὅταν αὐτὸ πού λέει ἡ Γραφὴ γίνεται μύθος, ἀπραγματοποίητο ὄνειρο;

Ἡ Πίστη, ἡ ἱκανότητα γιὰ τὴν πίστη, δὲν ἐξαρτᾶται πρωτίστως ἀπὸ τὸν βαθμὸ μορφώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Πράγματι παρατηροῦμε ὅτι στὴν ἐποχή μας, κατὰ τὴν ὁποία διαδίδεται ἡ μόρφωση, ἡ πίστη ἐλαττώνεται, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε οὐσιαστικὰ νὰ συμβαίνει τὸ ἀντίθετο· ὅσο δηλαδὴ πλατύτερες γίνονται οἱ γνώσεις τοῦ ἀνθρώπου, τόσο περισσότερες ἀφορμὲς ἔχει γιὰ νὰ ἀναγνωρίζει τὴ μεγάλη σοφία τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. Σὲ τί λοιπὸν συνίσταται ἡ ρίζα τῆς ἀπιστίας;

Πρὶν ἀπ’ ὅλα ὀφείλουμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι πρωτίστως ἔργο τῶν γονέων, τῶν πατέρων καὶ τῶν μητέρων. Ἂν οἱ γονεῖς φέρονται πρὸς τὴν πράξη τῆς γεννήσεως τοῦ νέου ἀνθρώπου μὲ σοβαρότητα, μὲ τὴ συνείδηση ὅτι τὸ γεννώμενο βρέφος μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθινὰ «υἱὸς ἀνθρώπου» κατ’ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ, τότε προετοιμάζονται γιὰ τὴν πράξη αὐτὴ ὄχι ὅπως συνήθως γίνεται αὐτό. Νὰ ἕνα ὑπέροχο παράδειγμα· ὁ Ζαχαρίας καὶ ἡ Ἐλισάβετ προσεύχονταν γιὰ πολὺ καιρὸ νὰ τοὺς χαρισθεῖ τέκνο … Καὶ τί συνέβη λοιπόν; «Ὤφθη δὲ αὐτῷ (τῷ Ζαχαρίᾳ) ἄγγελος Κυρίου ἐστῶς ἐκ δεξιῶν τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος. Καὶ ἐταράχθη Ζαχαρίας ἰδών, καὶ φόβος ἐπέπεσεν ἐπ’ αὐτόν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος· μὴ φοβοῦ, Ζαχαρία· διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, καὶ ἡ γυνή σου Ἐλισάβετ γεννήσει υἱὸν σοί, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννην· καὶ ἔσται χαρὰ σοὶ καὶ ἀγγαλίασις, καὶ πολλοὶ ἐπὶ τῇ γεννήσει αὐτοῦ χαρήσονται. Ἔσται γὰρ μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου … καὶ Πνεύματος Ἁγίου πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πολλοὺς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐπιστρέψει ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν» (Λούκ. 1,11-16).

Βλέπουμε μάλιστα στὴ συνέχεια ὅτι ὁ Ἰωάννης, εὐρισκόμενος ἀκόμη στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του, ἀναγνώρισε τὴν ἐπίσκεψη τῆς μητέρας τοῦ Χριστοῦ, σκίρτησε ἀπὸ χαρὰ καὶ ἡ χαρὰ του μεταδόθηκε στὴ μητέρα του. Τότε ἐκείνη γέμισε μὲ προφητικὸ Πνεῦμα (βλ. Λούκ. 1,40-41). Ἄλλο παράδειγμα εἶναι ἡ προφήτιδα Ἄννα (βλ. Λούκ. 2,36).

Ἔτσι καὶ τώρα· ἂν οἱ πατέρες καὶ οἱ μητέρες θὰ γεννοῦν παιδιὰ συναισθανόμενοι τὴν ἄκρα σπουδαιότητα τοῦ ἔργου αὐτοῦ, τότε τὰ παιδιά τους θὰ γεμίζουν ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιο, ἤδη ἀπὸ τὴν κοιλία τῆς μητέρας· καὶ ἡ πίστη στὸν Θεό, τὸν Δημιουργὸ τῶν ἁπάντων, ὡς πρὸς τὸν Πατέρα τους, θὰ γίνει γι’ αὐτὰ φυσική, καὶ καμία ἐπιστήμη δὲν θὰ μπορέσει νὰ κλονίσει τὴν πίστη αὐτή, γιατί «τὸ γεννώμενον ἐκ Πνεύματος πνεῦμα ἐστιν». Ἡ ὕπαρξη λοιπὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐγγύτητά Του σὲ μας εἶναι γιὰ μία τέτοια ψυχὴ ὀφθαλμοφανὲς γεγονός. Καὶ ἡ ἀπιστία τῶν πολυμαθῶν ἢ τῶν ἀμαθῶν στὰ μάτια τῶν τέκνων αὐτῶν τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι ἁπλῶς ἀπόδειξη ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι δὲν γεννήθηκαν ἀκόμη Ἄνωθεν, καὶ ἀκριβῶς ἐξαιτίας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ δὲν πιστεύουν στὸν Θεό, διότι εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου σάρκα, γεννημένοι ἀπὸ σάρκα.

Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἀποτελεῖ πραγματικὸ πρόβλημα γιὰ τὴν Ἐκκλησία, τὸν προορισμό της, εἶναι τὸ πῶς νὰ πείσει τοὺς ἀνθρώπους ὅτι εἶναι ἀληθινὰ τέκνα καὶ θυγατέρες τοῦ αἰωνίου Πατρός· πῶς νὰ δείξει στὸν κόσμο τὴ δυνατότητα μίας ἄλλης ζωῆς, ὅμοιας πρὸς τὴ ζωὴ τοῦ Ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, ἢ τὴ ζωὴ τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἁγίων. Ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ φέρει στὸν κόσμο ὄχι μόνο τὴν πίστη στὴν ἀνάσταση, ἀλλὰ καὶ τὴ βεβαιότητα γι’ αὐτήν. Τότε περιττεύει ἡ ἀπαίτηση γιὰ ὁποιεσδήποτε ἄλλες ἠθικιστικὲς διδασκαλίες.

__________________

Παραπομπὴ

[1] Βέβαια, αὐτὸ δὲν ἰσχύει ἀπόλυτα, διότι πολλὰ ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴ σχέση τῶν γονέων μεταξύ τους, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴ σχέση ποὺ ἔχουν μὲ τὰ παιδιὰ ὅταν ἐπιστρέφουν στὸ σπίτι μετὰ τὴν ἐργασία, ἀπὸ τὴ συμπαράσταση-βοήθεια τοῦ συζύγου στὶς ἐνδοοικογενειακὲς ἀπαιτήσεις, ἀπὸ τὴν ὕπαρξη συγγενικῶν προσώπων ποὺ εἶναι σὲ θέση καὶ μὲ ἀγάπη διατίθενται νὰ βοηθήσουν κλπ. Καὶ φυσικά, δὲν μιλᾶμε γιὰ τὴν περίπτωση ποὺ ὑπάρχει ἐπιτακτικὴ ἡ ἀνάγκη νὰ ἐργαστεῖ ἡ μητέρα.

 

 

(“Τὸ Μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς”, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ)

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2021

Η πανέμορφη κουρελιάρα μοναχή και η γερόντισσά της!



Οι μοναχές Ταλίδα και Ταώρ

1. Στην Αντινούπολη* υπάρχουν δώδεκα γυναικεία μοναστήρια.

Εκεί αντάμωσα την αμμά Ταλίδα, γερόντισσα, που όπως έλεγε η ίδια αλλά και αυτές που ζούσαν κοντά της, είχε ογδόντα χρόνια στην ασκητική ζωή.

Μαζί της συγκαταβίωναν εξήντα νεαρές μοναχές που τόσο πολύ την αγαπούσαν, ώστε δεν ήταν ανάγκη να κλειδώνουν την αυλόπορτα, όπως συμβαίνει σε άλλα μοναστήρια.

Η αγάπη τους ήταν το μοναδικό κίνητρο παραμονής τους.

Η γερόντισσα είχε φτάσει σε τέτοιο βαθμό απάθειας, ώστε όταν εγώ επισκέφθηκα το μοναστήρι και κάθισα, ήρθε και στάθηκε και αυτή κοντά μου και έβαλε τα χέρια της στους ώμους μου· ένα υπέροχο δείγμα αυθορμητισμού.

2. Στο ίδιο μοναστήρι ζούσε και μια μοναχή μαθήτριά της, η Ταώρ, που είχε συμπληρώσει τριάντα χρόνια στη μοναστική ζωή.

Δεν θέλησε ποτέ να φορέσει καινούριο ράσο, καλύπτρα ή ακόμη παπούτσια, λέγοντας ότι· «Δεν τα έχω ανάγκη, μήπως πλανευτώ και φύγω».

Πραγματικά όλες οι άλλες μοναχές πηγαίνουν την Κυριακή στην εκκλησία για να μεταλάβουν, και μόνη εκείνη κουρελιάρα παραμένει κλεισμένη στο μοναστήρι αφοσιωμένη αδιάκοπα στην εργασία της.

Ήταν η προσωποποίηση της ομορφιάς· και ο πιο δυνατός θα μπορούσε να χάσει το μυαλό του μαζί της.

Η καθαρότητα όμως της καρδιάς και η σεμνότητά της ήταν αρκετές για να μεταμορφώσουν τη λαγνεία σε ντροπή και σεβασμό.

*Βρισκόταν στην Αίγυπτο, στην δεξιά όχθη του Νείλου σχεδόν απέναντι από την Ερμούπολη.

 πηγή

Από το βιβλίο του Δημητρίου Γ. Τσάμη, «Μητερικόν, Διηγήσεις και βίοι των αγίων μητέρων της ερήμου ασκητριών και οσίων γυναικών της ορθοδόξου εκκλησίας», των εκδόσεων Π. Πουρναρά.