Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021

Η ΓΥΝΑΊΚΑ ΠΟΎ ΑΓΑΠΟΎΣΕ



 Ήξερα μια γυναίκα, την Άννα. Όταν γνωριστήκαμε, ήταν 89 ετών. Μου μίλησε για τη ζωή της. Στα νιάτα της, η Άννα ήταν όμορφη και ματαιόδοξη, και προσπαθώντας να παντρευτεί, έψαχνε για έναν άντρα που θα την επιθυμούσε. Βρέθηκε ένας τέτοιος άντρας και παντρεύτηκαν. Δύο χρόνια αργότερα, ο σύζυγός μου υπέστη ψυχική κατάρρευση. Μετά από αυτή την κατάρρευση, έζησαν για πενήντα χρόνια, όλο αυτό το διάστημα ο σύζυγος ήταν σιωπηλός, ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Τον πρόσεχε τον έλουσε, τον τάιζε, προσευχόταν μαζί του, αλλά δεν της απαντούσεποτέ. Τότε ρώτησα αυτή τη γυναίκα:



- Άννα, σου έδωσε ο Κύριος τόσο μεγάλο σταυρό;


- Όχι, πατέρα, ο Κύριος μου έδωσε τον άνθρωπο που χρειαζόμουν. Μέχρι τη στιγμή που τον γνώρισα, δεν ήξερα τι είναι να αγαπάς. Στην αρχή, όταν αρρώστησε, σκέφτηκα να τον βάλω σε νοσοκομείο. Αλλά ήμουν πολύ περήφανη και σκεφτόμουν τι θα έλεγε ο κόσμος για μένα. Δεν ήμουν αρκετά δυνατή και δεν είχα την υπομονή να περιμένω να γίνει καλά.


Έπιασα δουλειά κοντά στο σπίτι, έφτιαχνα ακριβές δερμάτινες βαλίτσες και η Άννα έκανε χερούλια για αυτές τις βαλίτσες. Έπιασε δουλειά ειδικά εκεί για να μπορεί να γυρίσει σπίτι στο μεσημεριανό γεύμα και να φροντίσει τον άντρα της.


- Ο άντρας μου με έμαθε να αγαπώ. Ο Κύριος ήξερε ότι ήμουν πολύ περήφανη γυναίκα και ότι χρειάζονταν πολλά για να με αλλάξει, - είπε η Άννα.


Με ρωτάς αν είναι δυνατόν να γίνεις άγιος με το να είσαι παντρεμένος; Εδώ είναι ένα παράδειγμα για εσάς - αυτή η γυναίκα. Αγαπούσε τον Θεό περισσότερο από τον εαυτό της.


Scheiarchimandrite Joachim (Parr)

ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2021

Οσία μοναχή Μακαρία: «Όσο περνάει ο καιρός τα πράγματα θα είναι πιο άσχημα. Θα κλείσουν τις εκκλησίες…»


Από τις συγκλονιστικές προφητείες της Οσίας μεγαλόσχημης μοναχής Μακαρίας (+18 Ιουνίου 1993)

Παναγία η ελπίς μου

– Όταν στις τέσσερις το απόγευμα θα είναι έξω σκοτεινά σαν να είναι βράδυ,τότε θα έρθει η Παναγία.Υα διασχίσει όλη τη γη και θα έρθει με όλη της τη δόξα στη Ρωσία για να επαναφέρει την ορθή πίστη.Όταν θα έρθει η Παναγία θα φτιάξει τα πράγματα όχι κατά τη θέλησή τους(αυτών που θα είναι στην εξουσία ή των μάγων)αλλά κατά τη θέλησή της,όπως θα ορίσει ο Σωτήρας Χριστός.Για λίγο καιρό θα επανέλθει η ορθή πίστη(11 Ιουλίου 1986)

*****

Ο καιρός των διωγμών πλησιάζει

-Τα πράγματα θα είναι τόσο μπερδεμένα που ο άνθρωπος δεν θα είναι σε θέση να σώσει την ψυχή του.(Ιανουάριος 1990)

-Θα φτιάξουν λίστες με αυτούς που πηγαίνουν στην εκκλησία(10 Φεβρουαρίου 1988)

-Θα υποστείτε διωγμούς επειδή προσεύχεστε στο Θεό(20 Μαίου 1989)
Θα πρέπει να προσεύχεστε έτσι ώστε να μην το ξέρει κανένας.Να προσεύχεσθε σιωπηλά.Θα παρακολουθούν τους ανθρώπους και θα τους συλλαμβάνουν(15 Μαίου 1987)

-Πρώτα θα απομακρύνουν τα βιβλία και μετά τις εικόνες.Τις εικόνες θα τις κατασχέσουν(1 Ιουλίου 1988)

-Θα σας βασανίσουν.«Δεν έχουμε ανάγκη από πιστούς»θα λένε αυτοί.(14 Ιουλίου 1988)

-Όσο περνάει ο καιρός τα πράγματα θα είναι πιο άσχημα. Θα κλείσουν τις εκκλησίες. Δεν θα γίνονται ακολουθίες. Οι άνθρωποι θα κάνουν τις ακολουθίες όπου μπορούν.Θα το κάνουν έτσι ώστε οι εκκλησίες να είναι μακριά και να μην μπορούν οι άνθρωποι να φτάσουν.(14 Ιουλίου 1988)

-Οι εκκλησίες θα πέσουν στα χέρια των άλλων. Δεν θα χρησιμεύουν σε κανέναν.Θα ονομάζονται εν συνεχεία εκκλησίες ,αλλά μέσα θα χρησιμεύει- ως ποιος ξέρει τι επινόηση δική τους.Θα βρουν αυτοί τι να κάνουν στις εκκλησίες(11 Ιουλίου 1988)

-Οι ευσεβείς δεν θα δουν τον αντίχριστο(7 Ιανουαρίου 1988).Θα τους αποκαλύψει ο Θεός που να πάνε και που να κρυφτούν ώστε κανείς να μην τους βρει(17 Νοεμβρίου 1988)

ОБ АНОМАЛЬНЫХ МОРОЗАХ В ПРОРОЧЕСТВАХ МАТУШКИ МАКАРИИ » Москва - Третий Рим

Πηγή: razbointrucuvant.ro

μετάφραση-επιμέλεια proskynitis.blogspot.com

https://simeiakairwn.wordpress.com

Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2021

Αυτοί που κοιτάζουν ασθενείς ή γέροντες παίρνουν διαβατήριο για τον παράδεισο (Συγκλονιστικό περιστατικό!)


 

Το παρακάτω περιστατικό συνέβη στην Αννέτα Καλτεζά, μετέπειτα Μοναχή Ανθούσα, στην δεκαετία του 1960. Η Αννέτα είχε αναλάβει και φρόντιζε, με μεγάλες ταλαιπωρίες και εμπόδια, έναν βαριά άρρωστο φυματικό, ονόματι Σωτήρη.

Παρακολουθήστε τί συνέβη την τρίτη μέρα μετά την κοίμηση του Σωτήρη: «Στο τριήμερο του Σωτήρη και στην πρώτη νύχτα, η Αννέτα είδε σημεία γι’ αυτόν τον άνθρωπό της.

Την πρώτη νύχτα, όπως κουρασμένη καθισμένη ἐκλαιγε για αυτόν, την πήρε λίγο ο ύπνος και ξάφνου κάποιος την ξύπνησε.

Κοιτάει και βλέπει τον κυρ-Ζωτήρη δίπλα της και της είπε χαϊδεύοντάς το χέρι της: -Αννέτα, απόψε μην κοιμάσαι, προσευχήσου για μένα!

Ευθύς έσβησε σαν σκιά, μόλις τα είπε αυτά. Και εκείνη έκανε υπακοή.

Την τρίτη νύκτα πάλι ο Σωτήρης ήλθε και της έφερε μια φωτογραφία του, ως Δεσπότη ντυμένου.

-Δεσπότης, κυρ Σωτήρη;

-Ναι, Αννέτα. Εκεί που πήγα μ’ έκαναν Δεσπότη, σού ’φερα το εισιτήριό σου. » Η φωτογραφία μου αυτή θα σου χρησιμεύσει, όταν πεθάνεις κι εσύ. » Μ’ αυτήν θα περάσεις χωρίς έλεγχο από τα τελώνια.

Συγκινημένη η Ανέτα πήγε να διαβάσει στάρι στις τρεις ημέρες για τον πεθαμένο της.

ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2021

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΑΣ ΤΑΪΣΙΑΣ Της ΠΟΤΕ ΠΟΡΝΗΣ.


Αγαπητοί μου αδελφοί και πατέρες, βούλομαι να διηγηθώ εις υμάς την φαιδράν ταύτην και θαυμαστήν μετάνοιαν της μακαρίας Ταϊσίας, την οποίαν τελέσασα αύτη, τοσούτον μεγάλως εδοξάσθη, διότι τους αμαρτήσαντας και μετανοήσαντας γνησίως δοξάζει ο Κύριος και υπερτιμά· διο και ωφέλιμος ο λόγος ούτος ων και παρηγορητικός, παρέχει κατάνυξιν εις τους αγαπώντας τον Θεόν. Η μακαριωτάτη Ταϊσία ήτο καλή την όψιν, χαριεστάτη και πολύ ωραία, ότε δε ήτο δέκα επτά περίπου χρόνων, λαβούσα ταύτην η μήτηρ αυτής, η οποία από μικράν την εξώθει εις το κακόν, την ωδήγησεν εις τον τόπον της απωλείας, ήτοι εις τόπον πορνείας· επειδή δε ήτο ωραία, διέδραμε πανταχού η φήμη του κάλλους του προσώπου της, ως φλόγα δε κατέκαιεν η μανία της αγάπης της τας καρδίας πάντων των βλεπόντων αυτήν ανδρών· πλείστοι δε άλλοι ακούοντες περί αυτής επώλουν άπαντα τα υπάρχοντά των και εβούλοντο να απέλθουν και να απολαύσουν του κάλλους αυτής· όθεν πωλούντες όσα είχον, απώλεσαν και τα ενδύματα αυτών, δια να εκπληρώσουν την επιθυμίαν των.

Ακούσας ο Αββάς Σεραπίων περί αυτής, προσηυχήθη προς τον Θεόν υπέρ αυτής λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο θέλων πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν· ούτω και νυν εμφύτευσον τον φόβον σου εν τη καρδία αυτής, ίνα επιστρέψη αύτη και μετανοήση και σωθή»· αφού δε συνεπλήρωσε την ευχήν ταύτην, ενεδύθη σχήμα κοσμικόν, έλαβε μεθ’ εαυτού εν νόμισμα και απήλθε προς αυτήν, ως δήθεν στρατιώτης. Ελθών δε εις τον τόπον εις τον οποίον διέμενεν αύτη, έδωκεν εις αυτήν το νόμισμα, το οποίον λαβούσα μετά χαράς η Ταϊσία είπε προς αυτόν· «Ας εισέλθωμεν εις τον κοιτώνα μου». Λέγει δε και ο Αββάς Σεραπίων· «Ας εισέλθωμεν». 
Εισελθών δε ο Όσιος βλέπει κλίνην εστρωμένην υψηλοτάτην, ανελθούσα δε η κόρη εις την κλίνην, εκάλει και τον γέροντα να ανέλθη εις αυτήν. Ο δε γέρων είπε προς αυτήν· 
-«Δεν υπάρχει έτερον κελλίον έσωθεν τούτου»; 
Λέγει η κόρη· «Υπάρχει».
 Λέγει προς αυτήν ο Γέρων· «Ας υπάγωμεν να καθίσωμεν ολίγον εκεί». 
Λέγει η Ταϊσία· «Εφ’ όσον ουδείς άνθρωπος βλέπει ημάς εις τον τόπον τούτον, καλόν είναι να συνομιλήσωμεν και ποιήσωμεν εδώ την επιθυμίαν μας, διότι όπου και αν απέλθωμεν βλέπει ημάς ο Θεός». 
Ακούσας ο Γέρων τον λόγον τούτον είπε προς αυτήν· «Γνωρίζεις ότι υπάρχει Θεός, και κρίσις και ανταπόδοσις και Βασιλεία και κόλασις»; 
Λέγει εκείνη· «Ναι γνωρίζω». 
Έπειτα είπεν ο Γέρων προς αυτήν· «Εφ’ όσον λοιπόν γνωρίζεις ότι υπάρχουν ταύτα, διατί απολείς τους υιούς των ανθρώπων»; 
Ταύτα και άλλα πολλά λέγων ο Γέρων, έδειξεν εις αυτήν το μοναδικόν σχήμα το οποίον έφερεν έσωθεν, αποκαλύψας και την αιτίαν δια την οποίαν ήλθε προς αυτήν· η δε ρίψασα εαυτήν εις τους πόδας του Γέροντος, έλεγε μετά δακρύων· «Γνωρίζεις, τίμιε Πάτερ, εάν υπάρχη μετάνοια δια τους αμαρτήσαντας; Δέχεται και εμέ ο Θεός εάν μετανοήσω»;
 Λέγει ο Γέρων· «Εύσπλαγχνος είναι ο Θεός και μακρόθυμος και δέχεται πάντας τους μετανοήσαντας· και πολλή χαρά γίνεται «εν ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. ιε, 7). 
Η δε λέγει προς αυτόν· «Ανάμεινόν με, Πάτερ, τρεις και μόνον ώρας, έπειτα δε πράξον εις εμέ ό,τι και αν βούλεσαι υπέρ των κακών, τα οποία έπραξα· διότι γνωρίζω ότι από Θεού απεστάλης προς εμέ». 
Ο δε ‘Οσιος, υποδείξας εις αυτήν το που θα εύρη αυτόν, απήλθεν απ’ αυτής. Η δε Αγία, παραλαβούσα όσα και αν είχε αποκτήσει από της πορνείας, έκαυσε ταύτα εις το μέσον της πόλεως, λέγουσα· «Ελάτε πάντες οι μετ’ εμού πορνεύσαντες και ίδετε κατά την ώραν ταύτην πως κατέκαυσα πάντα εκείνα τα οποία κακώς δια της πορνείας απέκτησα». Ήσαν δε τα καυθέντα υπό της Αγίας αξίας εξακοσίων λιτρών χρυσίου, εκτός του ιματισμού και των στολών. Αφού εποίησε ταύτα η Αγία απήλθε προς τον Γέροντα· παραλαβών δε αυτήν ο Γέρων την εισήγαγεν εις φροντιστήριον παρθένων και ενέκλεισεν αυτήν εις εν κελλίον, εσφράγισε δε την θύραν δια σφραγίδος μολυβδίνης, αφήσας μόνον μικράν θυρίδα, δια της οποίας θα ελάμβανεν η Αγία τα προς συντήρησιν. 
Παρήγγειλε δε ο Γέρων εις την Ηγουμένην του Μοναστηρίου να παρέχη εις αυτήν ανά δύο ημέρας άρτον ξηρόν ουγγίας δύο, και ολιγοστόν ύδωρ· είπε δε προς τον Γέροντα η μακαρία Ταϊσία, δια της θυρίδος· «Προσεύχου, τίμιε Πάτερ, εις τον Θεόν ίνα συγχωρήση τας αμαρτίας μου τας πολλάς, τας οποίας έπραξα η αθλία». Λέγει δε προς αυτήν ο Γέρων· «Δεν είσαι αξία ούτε να προσεύχεσαι συ εις τον Θεόν, ούτε και να ονομάζης το πολυϋμνητον Αυτού όνομα δια των χειλέων σου, ή να απλώνης τας χείρας σου προς Αυτόν, διότι τα χείλη σου είναι ρυπαρά και ακάθαρτα, αι δε χείρες σου μεμολυσμέναι υπό ανομιών και ασωτίας, αλλά τούτον μόνον ποίησον· έχε προς ανατολάς την διάνοιάν σου και προς τον Θεόν, άλλο τι ουδέν λέγουσα, πλην τούτον μόνον τον λόγον: «Κύριε ο Θεός μου, ο πλάσας με, ελέησόν με κατά το μέγα έλεός σου». Εποίησε λοιπόν ούτως η μακαρία Ταϊσία εις το κελλίον εκείνο έτη τρία· βλέπων δε την μετάνοιαν ταύτης ο Αββάς Σεραπίων ευσπλαγχνίσθη αυτήν, και μετέβη εις τον μέγαν Αντώνιον δια να μάθη παρ’ αυτού, εάν συνεχώρησεν ο Θεός τας αμαρτίας αυτής, ελθών δε διηγήθη προς αυτόν πάντα τα περί της Ταϊσίας· πάραυτα δε καλέσας ο Άγιος Αντώνιος τους μαθητάς αυτού, είπε προς αυτούς· «Κλείσατε εαυτούς έκαστος εις το κελλίον του όλην την νύκτα, και εύξασθε εκτενώς εις τον Θεόν ίνα γνωρίσωμεν τι θα αποκαλύψη εις ημάς ο Θεός περί του ζητήματος, δια το οποίον ήλθε προς ημάς ο Αββάς Σεραπίων».
 Εποίησαν δε έκαστος εξ αυτών καθώς προσετάχθησαν. Πολλής δε ώρας παρελθούσης, προσέχει ο Αββάς Παύλος, ο μεγαλύτερος των μαθητών του Αγίου Αντωνίου, και βλέπει εις τον ουρανόν κλίνην εστρωμένην, εν μεγάλη τιμή και δόξη, και τρεις παρθένους κρατούσας λαμπάδας έμπροσθεν της κλίνης, αίτινες εφύλαττον αυτήν, στέφανος δε αμάραντος έκειτο επάνω της κλίνης· είπε δε ο Αββάς Παύλος προς εαυτόν· «Ουδενός ετέρου θα είναι η δόξα της κλίνης ταύτης και ο στέφανος, ειμή μόνον Αντωνίου του Πατρός μου». Ταύτα αυτού διαλογιζομένου, ήλθε φωνή προς αυτόν λέγουσα· «Δεν είναι, Παύλε, του πατρός σου του Αντωνίου, αλλ’ είναι της Ταϊσίας της ποτέ πόρνης». Πρωϊας δε γενομένης, διηγήθη εις τους Πατέρας την οπτασίαν και επληροφορήθησαν άπαντες, ότι εδέχθη ο Θεός την μετάνοιαν της μακαρίας Ταϊσίας. Επιστρέψας ο Αββάς Σεραπίων από του Αββά Αντωνίου μετά χαράς μεγάλης εισήλθεν εις την Μονήν των παρθένων, και ήνοιξαν την θύραν της κέλλης, θέλων να εκβάλη αυτήν έξω· η δε Αγία μαθούσα τούτο παρεκάλει αυτόν λέγουσα· «Επίτρεψόν μοι, τίμιε Πάτερ, να μείνω έως θανάτου μου εις το κελλίον τούτο· διότι πολλαί είναι αι ανομίαι μου και δια να μου συγχωρήση αυτάς ο Θεός». 
Λέγει δε προς αυτήν ο Γέρων· «Ήδη ο Θεός σε ηυσπλαγχνίσθη δια την ταπείνωσίν σου, και σε ηλέησε και εδέχθη την μετάνοιάν σου». 
Είπε πάλιν προς αυτόν η μακαρία· «Πίστευσόν μοι, τίμιε Πάτερ, αφ’ ης ώρας ήλθον εις το κελλίον τούτο, ποιήσασα τας αμαρτίας μου φορτίον μέγα έστησα αυτό προ του προσώπου μου· και όπως η πνοή του νοός μου δεν απέστη απ’ εμού ούτω και αι αμαρτίαι μου δεν απέστησαν απ’ εμού μίαν ώραν, έως της ώρας ταύτης». Και λέγει προς αυτήν ο Γέρων· «Όχι δια την μετάνοιάν σου, αλλά δια τον λογισμόν τούτον τον οποίον έχεις, ως δώσασα εαυτήν όλην εις τον Χριστόν». Ούτω δε εξέβαλεν αυτήν ο Γέρων εκ του καλλίου και μετά την υπερβάλλουσαν ταύτην μετάνοιαν ήτο μετά των παρθένων μόνον δεκαπέντε ημέρας. Μετά δε την συμπλήρωσιν των δεκαπέντε ημερών μετέστη η μακαρία Ταϊσία προς Κύριον μετά δόξης και τιμής ανεκφράστου απολαβούσα την επουράνιον Βασιλείαν. 
Ταύτης και ημείς, ηγαπημένοι μου αδελφοί, ας ζηλώσωμεν την μετάνοιαν, ίνα γίνωμεν μέτοχοι και των αιωνίων αγαθών, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεθ’ ου δόξα τω Πατρί, και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.      

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

Τη ΚΘ΄ (29η) του Οκτωβρίου, μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ της Ρωμαίας.


Αναστασία η Αγία Οσιομάρτυς του Χριστού η σήμερον εορταζομένη ήτο από την μεγαλόδοξον Ρώμην, έζη δε κατά τους χρόνους Δεκίου του βασιλέως και των διαδόχων αυτού Γάλλου και Βαλεριανού εν έτει σνστ΄ (256). Είναι δε και άλλη Μάρτυς Αναστασία η επιλεγομένη Φαρμακολύτρια, καταγομένη και αυτή από την Ρώμην, ακμάσασα κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού, αλλά τα μεν περί αυτής ας ίδη πας τις εις την κβ΄ (22αν) του Δεκεμβρίου μηνός, ότε επιτελείται η μνήμη αυτής· ενταύθα δε να διηγηθώμεν τα περί της σήμερον εορταζομένης, ήτις τον Χριστόν εκ βρέφους ποθήσασα, ήρε τον ζυγόν αυτού τον χρηστόν και γλυκύτατον και εβάστασε το ελαφρόν αυτού φορτίον, ήτοι της μοναδικής πολιτείας, ύστερον δε ηξιώθη του Μαρτυρίου και υπέμεινε γενναίως και ανδρειότατα υπέρ της αγάπης του ουρανίου Νυμφίου αυτής διάφορα και πάνδεινα κολαστήρια· όθεν και υπ’ αυτού εδοξάσθη μεγάλως με τριπλούν στέφανον· ένα μεν δια την παρθενίαν αυτής, άλλον της ασκήσεως και έτερον τον του Μαρτυρίου, περί του οποίου θα διηγηθώμεν επιμελώς προς όφελος των αναγιγνωσκόντων.

Αύτη η αξιέπαινος κόρη και της του Θεού και Σωτήρος ημών Χριστού Αναστάσεως επώνυμος απηρνήθη πατέρα, μητέρα και συγγενείς, εμίσησε πλούτον και δόξαν και πάσαν σωματικήν ηδυπάθειαν και εγκατέλιπεν άπαντα τα ρευστά και πρόσκαιρα αγαθά, δια να απολαύση τα αεί και πάντοτε διαμένοντα. Απήλθε λοιπόν εις το Μοναστήριον, όταν ήτο ετών είκοσι, και την εκούρευσεν ενάρετός τις και εγγράμματος Μοναχή, ονόματι Σοφία, ήτις εδίδασκεν αυτήν και ενουθέτει επιμελώς εις την μοναδικήν πολιτείαν. Η δε νεάνις, συνετή και εύτακτος, ωφελείτο διηνεκώς από τας νουθεσίας της διδασκάλου και εδείκνυε πολλήν αρετήν. Η δε Σοφία εδόξαζε τον Κύριον, βλέπουσα την πνευματικήν αυτής θυγατέρα να προκόπτη εις τον ένθεον έρωτα. 
Ο εχθρός όμως εφθόνει της κόρης την γενναιότητα και της έδωκεν εις την σάρκα μεγάλον και σφοδρότατον πόλεμον, ίνα την αναγκάση, εάν δυνηθή, να μισήση την μοναδικήν πολιτείαν ή καν να γίνη αμελής εις την άσκησιν. Αλλ’ η Αγία ποσώς δεν ώκνει εις τους πνευματικούς αγώνας, μάλιστα και προθυμοτέρα εγίνετο, όσον δε έβλεπε τον εχθρόν και επίβουλον, ότι την επολέμει δυνατά, τοσούτον και αυτή ανδρείως αντηγωνίζετο και ούτω κατά κράτος ενίκα και κατήσχυνε τον πειράζοντα. Βλέπων δε ο μισόκαλος ότι με τον τρόπον τούτον δεν ηδυνήθη να νικήση, επεχείρησε και άλλην επιβουλήν ο τρισάθλιος, ήτοι εφανέρωσεν αυτήν εις τους υπηρέτας της ασεβείας και διακόνους του, οίτινες είχον τον καιρόν εκείνον πόθον πολύν και επιμέλειαν να βασανίζωσι τους Χριστιανούς με διάφορα κολαστήρια. Δραμόντες λοιπόν ούτοι ανήγγειλαν προς τον ηγεμόνα Πρόβον, ότι η Αναστασία ούτε τους θεούς αυτών προσεκύνει, ούτε τους βασιλείς εσέβετο, αλλά εκήρυττε τον Χριστόν Θεόν αληθή και Ποιητήν πάσης της κτίσεως. 
Συνάξας λοιπόν ο Πρόβος πολυάνθρωπον θέατρον, προστάσσει να φέρωσιν εκεί την μακαρίαν, οι δε υπηρέται απήλθον ευθύς με μεγάλην ορμήν εις το Μοναστήριον και θραύσαντες τας θύρας εισήλθον μετά αναισχυντίας, ζητούντες την Αναστασίαν εξ ονόματος. Η δε διδάσκαλος αυτής Σοφία, ιδούσα την μανίαν των στρατιωτών, εγνώρισε την αιτίαν και τους παρεκάλεσε να αναμείνωσιν ολίγην ώραν. Λαβούσα δε την Αναστασίαν μετά δακρύων, απήλθον κρυφίως εις το θυσιαστήριον και λέγει προς αυτήν τοιαύτα έμπροσθεν της ιεράς Εικόνος του Δεσπότου Χριστού: «Εγώ, ηγαπημένη μου θύγατερ, από την ώραν, κατά την οποίαν σε ανεδέχθην, δεν ημέλησα ουδόλως να σε διδάσκω εις την κατά Θεόν πολιτείαν, και τώρα έφθασες εις ηλικίαν του πληρώματος του Χριστού. Ύπαγε λοιπόν προς αυτόν αγαλλιωμένη, διότι με αυτόν σε νυμφεύω σήμερον, εις αυτόν σε προσάγω και εις αυτόν σε παραδίδω να σε δεχθή δια νύμφην του άφθορον. Ιδού και Νυμφών ευπρεπής, και ο καλών αψευδής, και παρίστανται οι Άγιοι Άγγελοι να σε οδηγήσωσιν ως νύμφην Χριστού εις τους ουρανίους θαλάμους, να αγάλλησαι και να συνευφραίνησαι μετ’ αυτού πάντοτε, εις την ευφροσύνην εκείνην την ανεκλάλητον. Βάδισον την στενήν του Μαρτυρίου και τεθλιμμένην οδόν, ότι δι’ αυτής υπάγει εις την ευρυχωρίαν και την αιώνιον αναψυχήν η ψυχή σου· επειδή πρέπον είναι και δίκαιον όχι μόνον βασανιστήρια πάνδεινα να υπομείνωμεν δια την αγάπην του Χριστού, αλλά και αυτόν τον θάνατον να λάβωμεν αγαλλιώμενοι, διότι, εάν αυτός ο Κύριός μας και Δεσπότης απέθανε δι’ ημάς, πως να μη μιμηθώμεν και ημείς προθύμως τον εκείνου δια την σωτηρίαν μας θάνατον; Μάλιστα, ηγαπημένη μου θύγατερ, δεν λογίζεται θάνατος το να αποθάνης δια τον Χριστόν, αλλά ευφροσύνη, χαρά, ηδονή, λαμπρότης και αγαλλίασις, φως του φωτός τούτου γλυκύτερόν τε και ωραιότερον και διάβασις και μετάστασις από τα φθαρτά και πρόσκαιρα εις τα άφθαρτα και αιώνια, από τα λυπηρά και παμμόχθηρα, εις τα χρηστότερα και χαρμόσυνα. Τώρα υπάγεις, φιλτάτη μου, εις τα βέβαια και μόνιμα, τα διηνεκή και μηδέποτε λήγοντα, να συνευφραίνησαι μετά των φρονίμων Παρθένων εις εκείνην την άρρητον ηδονήν και άφραστον αγαλλίασιν, την αεί και πάντοτε διαμένουσαν. Μη δειλιάσης λοιπόν το αυστηρόν των τυράννων και το δριμύ των κολάσεων, διότι ο Δεσπότης Χριστός, ο Νυμφίος σου, θέλει σου παρασταθή δια να ελαφρύνη τους πόνους σου. Αν δε σε αφήση και ολίγον να κακοπαθήσης, δια να φανή η υπομονή σου και η δοκιμή της πίστεώς σου και δια να θαυμάσωσιν οι ορώντες την ανδρείαν και προθυμίαν σου, πάλιν δεν θέλει σε εγκαταλείψει έως τέλους· αλλ’ όταν αδυνατίσης, τότε θέλει σβεσθή η δριμύτης των πληγών και των πόνων σου και θέλει σου ανατείλει φως και παράκλησις, δόξα δε Κυρίου θέλει σε κυκλώσει». Ταύτα και έτερα πλείονα είπεν η πάνσοφος Σοφία προς την παρθένον. 
Αύτη δε της απεκρίθη λέγουσα· «Ποίησον δέησιν, μήτερ μου, και ικεσίαν προς τον Δεσπότην μας, να μου στείλη εξ ύψους δύναμιν και βοήθειαν, να μη δειλιάσω την των τυράννων ωμότητα, ότι το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σάρξ ασθενής, και χωρίς της θείας βοηθείας δεν κατορθούται το αγαθόν. Εύξαι λοιπόν θερμώς υπέρ εμού, μήτερ μου, και θέλω σπουδάσει, κραταιουμένη από την δύναμιν του Θεού και από τας ευχάς σου, να φυλάξω πάσας τας εντολάς απαρασαλεύτους». 
Ταύτα είπεν η παρθένος προς την διδάσκαλον, παρευθύς δε έδραμον οι στρατιώται και την ήρπασαν ως αρνίον από την μητέρα του και δένοντες αυτήν με σίδηρα, την επήγαν εις το κριτήριον χαίρουσαν· βλέποντες δε οι στρατιώται τοσαύτην ευκοσμίαν και ωραιότητα εθαύμαζον. Ο δε Πρόβος καθήσας εις το κριτήριον ηρώτησε την Αγίαν πως ωνομάζετο. Η δε απεκρίνατο: «Αναστασία καλούμαι, διότι ο Κύριος με ανέστησε, δια να καταισχύνω σήμερον σε και τον πατέρα σου τον διάβολον». Ταύτην την τραχείαν απόκρισιν ακούσας ο Πρόβος ηβουλήθη να καταμαλάξη με κολακείας το αυστηρόν αυτής και απότομον, μη γινώσκων ο ανόητος ότι η κόρη είχεν εις την πίστιν την ψυχήν στερεωτέραν αδάμαντος. Έλεγε λοιπόν προς αυτήν: «Άκουσόν μου, θύγατερ, επειδή σε συμβουλεύω προς το συμφέρον σου, και θυσίασον εις τους μεγάλους θεούς, να σε νυμφεύσω με πλουσιώτατον άρχοντα, να σου δώσω χρυσίον πολύ, αργύριον, ιμάτια λαμπρά, υπηρετών και αιχμαλώτων πληθύν, να γίνης εις μίαν στιγμήν ευγενής και περίδοξος. 
Γνώρισον λοιπόν το συμφέρον σου και πράξον άξια της ωραιότητος και της ψυχικής ευγενείας σου. Μη θελήσης να δοκιμάσης τον θυμόν μου και να μάθης πόσον μέγα κακόν είναι η ασέβεια, διότι εγώ (οι θεοί το γνωρίζουσι) σε λυπούμαι δια το κάλλος σου και ως να ήμην κατά σάρκα πατήρ σου φροντίζω δια το όφελός σου και σε συμβουλεύω το συμφέρον σου· εάν όμως δεν μου ακούσης, είναι ανάγκη να δοκιμάσης τον θυμόν μου και την αγριότητά μου, όπως είδες τώρα την ευμένειαν και ημερότητά μου και τότε θα μετανοήσης ανωφελώς». Ταύτα η Μάρτυς ακούσασα, ενεθυμήθη των μητρικών παραινέσεων της σοφής διδασκάλου Σοφίας και απεκρίθη ταπεινώς λέγουσα· «Δι’ εμέ, ω δικαστά, Νυμφίος, πλούτος και ζωή, είναι ο γλυκύτατος Χριστός, ο Δεσπότης μου, ο δε δι’ αυτόν θάνατος είναι δι’ εμέ και της ζωής τιμιώτερος. Δια τον Χριστόν μου πάντα τα ηδέα και απολαυστικά της γης κατεφρόνησα. Χρυσόν, άργυρον, λίθους πολυτίμους και τα λοιπά, τα οποία τιμώσιν οι φιλόσαρκοι, ως πηλόν λογίζομαι· πυρ δε και ξίφος και σίδηρον, μελών στέρησιν, πληγάς τε και μάστιγας και ει τι άλλο νομίζετε δια τιμωρίαν, εγώ τα έχω δια ηδονήν και αγαλλίασιν, αποβλέπουσα εις τον Δεσπότην Χριστόν και Σωτήρα μου. Όχι δε μόνον να πάθω τοιαύτα δεινά δι’ αγάπην του, αλλά και να αποθάνω μυριάκις επιθυμώ δι’ αυτόν. Μη υποκρίνεσαι λοιπόν ότι λυπείσαι την καλλονήν μου, η οποία μαραίνεται ως τα άνθη του αγρού, αλλά ποίησον παν ό,τι είναι εις την εξουσίαν σου, δια να μη παρέρχεται ο καιρός ματαίως, διότι εγώ ξυλίνους ή λιθίνους θεούς δεν θέλω προσκυνήσει ποτέ». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών εθυμώθη και προστάσσει πρώτον μεν να την δείρωσιν ανηλεώς εις το πρόσωπον, έπειτα δε να την γυμνώσωσι δια να την βλέπη όλον το θέατρον προς αισχύνην της. Εγλυμνωσαν λοιπόν εκείνο το πάγκαλον σώμα και εις τους Αγγέλους αιδέσιμον και το παρέστησαν ενώπιον πάντων χωρίς τινος σκεπάσματος δια να καταφρονηθή υπό πάντων. Τότε της λέγει ο άρχων: «Ούτω σου πρέπει δια την υπερηφάνειάν σου να διαπομπεύεσαι ενώπιον τοσούτων οφθαλμών ανδρών· αλλά καν τώρα ζήτησον την ευμένειαν των θεών και μη θελήσης να ίδης προώρως μαραινόμενον τοσούτον κάλλος και να απολεσθής αθλιώτατα, διότι, εάν δεν ποιήσης το θέλημά μου, ουδείς δύναται να σε λυτρώση από τας χείρας μου, αλλά θέλω σε κατακόψει εις λεπτά τεμάχια και θέλω σε ρίψει να σε φάγωσι τα άγρια θηρία».
 Η δε Αγία απεκρίνατο· «Εγώ, ω ηγεμών, την γύμνωσιν ταύτην του σώματος δεν την έχω δι’ αισχύνην, αλλά δια καλλωπισμόν και μάλιστα λαμπρότατόν τε και ευπρεπέστατον· διότι, εκδυθείσα τον παλαιόν άνθρωπον, επιθυμώ να ενδυθώ τον νέον με δικαιοσύνην και αλήθειαν· όθεν είμαι έτοιμος να λάβω και αυτόν τον θάνατον, με τον οποίον με εφοβέρισας, διότι έχω αυτόν πολλά ποθεινότατον. Εάν δε και τα μέλη μου κατακόψης, ωμότατε δικαστά, και εκριζώσης την γλώσσαν, τους οδόντας και τους όνυχας, τότε μάλλον θα με ευεργετήσης περισσότερον. Όλην εμαυτήν χρεωστώ εις τον Δημιουργόν και Σωτήρα μου και τούτον ποθώ να δοξασθή εις όλα τα μέλη μου, έτι δε να παραστήσω αυτά εις αυτόν κεκαλλωπισμένα με τον στολισμόν της ομολογίας». Αυτά και έτερα όμοια είπεν η Αγία, δια να θυμωθή ο δικαστής, να μη την λυπηθή και την αφήση ατιμώρητον και στερηθή των στεφάνων της αθλήσεως. Θαυμάσας λοιπόν ο άρχων και όλον το θέατρον τοσαύτην παρρησίαν μιας παρθένου, αφήκε τας κολακείας και επιχειρίζεται τας τιμωρίας και δεινά κολαστήρια. Όθεν προστάσσει να καρφώσωσιν εις την γην τάσσαρας πασσάλους επάνω εις τους οποίους την ετάνυσαν και την εκρέμασαν αντιστρόφως και κάτωθεν μεν είχον πυρ με έλαιον, πίσσαν, θείον και άλλα όμοια, με τα οποία κατεφλέγοντο το στήθος, η κοιλία και τα σπλάγχνα της, άνωθεν δε την έδερον εις την ράχιν με ράβδους οι άσπλαγχνοι. Ούτω λοιπόν έπασχεν η αείμνηστος βασανιζομένη ώραν πολλήν, ήτο δε η ράχις και όλα τα νώτα της καταξεσχισμένα από τους ραβδισμούς· έμπροσθεν δε κατεφλέγοντο αι σάρκες, αι φλέβες και το αίμα, είχε δε τόσην οδύνην και πόνους, ώστε είναι αδύνατον να τα περιγράψη τις, αλλά και μόνον εις το άκουσμα τοιούτων βασάνων δειλιά και θαυμάζει πας άνθρωπος. Αλλ’ η Μάρτυς (ω ψυχής γενναίας όντως δια Χριστόν και αναγκων της φύσεως υψηλοτέρας!) με την ευχήν μόνην, ώσπερ με δρόσον τινά, έσβυνε την σφοδρότητα του πυρός ενθυμουμένη τα παλαιά του Θεού θαυμάσια, επειδή είχεν πολλήν σύνεσιν και σοφίαν των θείων Γραφών και ούτως ελάφρυνε τας οδύνας της. Το δε άγριον και απάνθρωπον εκείνο θηρίον, ο βασιλεύς, ιδόν ότι δεν εδειλίασε τοσαύτας βασάνους, προστάσσει να την δέσωσιν εις τροχόν· και ευθύς εγένετο έργον ο λόγος του, γυρίζων δε ο τροχός δια τινος μηχανής συνέτριψε τα οστά της Αγίας, τα νεύρα και οι αρμοί ετανύοντο και όλη, φεύ! Η πλάσις του σώματος μετετοπίσθη από την φυσικήν αρμονίαν και έμεινεν ελεεινόν θέαμα. Η δε Μάρτυς πάλιν επεκαλείτο εκείνον, όστις ηδύνατο να την βοηθήση εν καιρώ θλίψεως και να την λυτρώση από τας χείρας των εχθρών, ταύτα λέγουσα· «Θεέ θεών, ο Κύριος των δυνάμεων, ο Θεός της σωτηρίας μου, η υπομονή, η καταφυγή μου και δύναμις, η ελπίς της ψυχής μου και σωτηρία μου, μη μακρύνου απ’ εμού, ότι εξέλιπεν εις οδύνην η ζωή μου, εκολλήθη εις γην η γαστήρ μου «και τα οστά μου ωσεί φρύγιον συνεφρύγησαν» (Ψαλμ. ρα:4) και δος μοι βοήθειαν εν ώρα θλίψεως «ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν (Ψαλμ. ιζ: 33). Ταύτα προσευξαμένης της Αγίας, ω ταχείας επισκοπής! Ω οξυτάτης λυτρώσεως! Ευθύς ευρέθη αύτη ελευθερωμένη εξ εκείνου του χαλεπού μηχανήματος και ίστατο έμπροσθεν του δικαστού υγιής εις όλον το σώμα άνευ ουδενός σημείου πληγής ή καύματος πυρός εις τας σάρκας της. Αλλ’ αυτός ο τετυφλωμένος δεν ηδυνήθη να αισθανθή την θαυματουργίαν της θείας δυνάμεως, μεμεθυσμένος από την ας΄ρβειαν και μανίαν και σκότος περικείμενος· όθεν εκρέμασε πάλιν αυτήν εις το ξύλον και με όνυχας σιδηρούς την κατέσχιζαν. 
Η δε Αγία προσηύχετο και ευθύς ήλθεν εξ ύψους βοήθεια, ητόνησαν οι δήμιοι και αύτη ίστατο ουδέ ποσώς οδυνωμένη. Απορών δε ο ηγεμών ηγείρετο πολλάκις από τον θρόνον του με πολλήν οργήν και θυμόν, μη γνωρίζων τι να πράξη. Ο διάβολος όμως, όστις του ωμίλει κρυφίως, του ενεθύμισε να κόψη τους μαστούς της Αγίας. Αύτη η τιμωρία είναι χαλεπή και δριμυτάτη, ακροαταί, διότι εις το μέρος αυτό είναι μάλιστα καθιδρυμένη και ερριζωμένη η καρδία. Αλλά η Μάρτυς, έχουσα μεγαλύτερον πάθος εις την καρδίαν δια τον έρωτα του Χριστού, κατεφρόνησε του μικρού και ελάσσονος. Ο δε τύραννος, ιδών ότι και ταύτην την χαλεπωτάτην βάσανον υπέμεινεν η Οσία, ηγωνίζετο ο αλιτήριος να νικήση την υπερβολήν της καρτερίας με την υπερβολήν των κολάσεων· όθεν ανέσπασεν αυτής όλους τους οδόντας και τους όνυχας. Η δε Αγία, ως να μη ησθάνετο πόνον τινά, ηυχαρίστει θερμότερον τον Κύριον, διότι ηξιώθη να γίνη συγκοινωνός αυτού εις τα Πάθη, ενύβριζε δε και τους θεούς του τυράννου, σκότος αυτούς και πλάνους και δαίμονας και απώλειαν ψυχής ονομάζουσα. Ταύτα μη υποφέρων να ακούη ο δικαστής (επειδή εις τους ασθενείς οφθαλμούς είναι μισητόν το φως το γλυκύτατον) κελεύει να ανασπάσωσι την γλώσσαν της Αγίας από την φάρυγγα. Η δε Μάρτυς ουδόλως εδειλίασε την τιμωρίαν ταύτην, μόνον εζήτησεν ολίγην διορίαν δια να αποδώση την πρέπουσαν προσευχήν με το όργανον της φωνής και να δοξάση τον Κύριον. Ευχαριστήσασα λοιπόν τον Θεόν εποίησε δέησιν εις αυτόν όπως την αξιώση να επιστέψη με ένδοξον τέλος το Μαρτύριόν της και όσοι ασθενείς την επικαλεσθώσιν εις βοήθειαν, να τους δίδη την θεραπείαν ως ιατρός παντοδύναμος. 
Ταύτα της Αγίας προσευξαμένης, ήλθε φωνή ουρανόθεν μαρτυρούσα την αποδοχήν των αιτημάτων της, ήτοι ότι θα γίνη το θέλημά της καθώς εζήτησε. Τότε η Μάρτυς ακούσασα την θείαν φωνήν εχάρη και λέγει εις τον δήμιον να τελέση το προσταττόμενον, εκείνος δε έκοψεν, οίμοι! με σίδηρον την θεολόγον εκείνην γλώσσαν, την φθεγγομένην τα θεία λόγια. Έτρεχον λοιπόν τα αίματα και εκοκκίνισαν τα ιμάτια της αμώμου νύμφης του Χριστού, ήτις από τον πόνον ολιγοψυχήσασα εζήτησεν ύδωρ και της το έδωκεν ευσεβής τις και ενάρετος Χριστιανός ονόματι Κύριλλος, όστις δια την μικράν αυτήν καλωσύνην του ψυχρού ποτηρίου απολαμβάνει αντιμισθίαν παρά Θεού τον στέφανον της αθλήσεως. Διότι μανθάνων ο Πρόβος, ότι ελυπήθη την Αγίαν και της έδωκεν ύδωρ, προσέταξε να κόψωσι τας κεφαλάς και των δύο και ούτως ετέλεσαν τον δρόμον του Μαρτυρίου αμφότεροι. Έμεινε δε ερριμμένον ημέρας τινάς το λείψανον της Οσίας χωρίς ουδόλως να εγγίση εις αυτό πετεινόν ή θηρίον από θείαν νεύσιν και βούλησιν. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και θείος Άγγελος ουρανόθεν καταπέμπεται να αποδώση εις την διδάσκαλον αυτής Σοφίαν το άγιον λείψανον, η οποία προσηύχετο από την ώραν που έλαβον από τας αγκάλας της την Αναστασίαν και εδέετο προς τον Κύριον να την ενδυναμώνη έως τέλους, να μη νικηθή από κολακείας ή να δειλιάση τα κολαστήρια και ζημιωθή των στεφάνων. Ούτω λοιπόν προσευχομένη της Σοφίας μετά θερμών δακρύων και εξ όλης ψυχής, εφάνη εις αυτήν Άγιος Άγγελος, αφού ετελείωσεν η Αγία και απήλθεν εις τον ουράνιον θάλαμον να αγάλλεται αιώνια, όστις αναγγέλλει εις αυτήν το ποθούμενον τέλος της Οσιομάρτυρος Αναστασίας, το ευκταιότατον μήνυμα και ήδιστον και γλυκύτατον εις αυτήν άκουσμα· έτι δε και οδηγός αυτής γίνεται και της έδωκε το ποθεινότατον εις αυτήν και σεβάσμιον της Μάρτυρος λείψανον, εις το οποίον περιχυθείσα η μακαρία Σοφία και καταφιλούσα αυτό με θερμά δάκρυα και πολλήν αγαλλίασιν, έλεγε ταύτα: 
«Ποθεινόν μου και πολυέραστον τέκνον, το οποίον ανέθρεψα καλώς με κόπον πολύν, με ησυχίαν και άσκησιν, ευχαριστώ σοι, ότι δεν κατεφρόνησας τας επαγγελίας, δεν ηστόχησας τας νομοθεσίας, ουδέ παρείδες τας εντολάς, αλλά εφύλαξας τας υποσχέσεις και παρέστης εις Χριστόν τον Νυμφίον σου περιβεβλημένη παρθενίας ιμάτιον, πεποικιλμένη με του Μαρτυρίου τα στίγματα και εστολισμένη με στέφανον εκ λίθων τιμίων, τώρα δε κατοικείς εις τόπον σκηνής θαυμαστής, εις τον οίκον της δόξης Κυρίου και συν Αγγέλοις ευφραίνεσαι. Δια τούτο παρακαλώ σε, φιλτάτη μου θύγατερ και πνευματική μητέρα μου, γενού μοι της προσκαίρου ταύτης ζωής καλή γηροτρόφος και μεσίτις άμα και πρέσβυς προς τον Δεσπότην μας να με αξιώση της ουρανίου Βασιλείας του». Αυτά και έτερα λέγουσα η φιλόπαις και φιλόθεος Σοφία ενηγκαλίζετο και καταφίλει το τίμιον λείψανον, αλλά δεν ηδύνατο να το εγείρη δια το γήρας· όθεν, ενώ εσυλλογίζετο περί τούτου, εφάνησαν αίφνης δύο άνδρες εις το είδος και τον τρόπον αιδέσιμοι, οίτινες ήγειραν το σεβάσμιον εκείνο και ιερλωτατον λείψανον και το επήγαν μετά της Σοφίας εις την Ρώμην και το απέθεσαν εντός αυτής λαμπρώς και εντίμως εις δόξαν Θεού Πατρός και Κυρίου Ιησού Χριστού, μεθ’ ου τιμή και κράτος, συν Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Τη ΚΘ΄ (29η) Οκτωβρίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΑΝΝΗΣ, της μετονομασθείσης Ευφημιανός.


Αννα η Οσία Μήτηρ ημών εγεννήθη εις το Βυζάντιον, από ευλαβή τινα έγγαμον Διάκονον του εν Βλαχέρναις Ναού της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, ονόματι Ιωάννου· αφ’ ου δε απεβίωσαν οι γονείς της, εφρόντισεν η μάμμη της να την ενώση δια γάμου με άνδρα ευλαβέστατον, μετά του οποίου απέκτησε δύο τέκνα. Ελθών όμως τότε από το όρος του Ολύμπου ο εκ πατρός θείος της, Μοναχός ων ασκητικώτατος και διορατικώτατος, του οποίου μολονότι έκοψε την γλώσσαν Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος, ο εικονομάχος, ο βασιλεύσας κατά τα έτη ψιζ΄- ψμα΄ (717 – 741), εν τούτοις ελάλει ανεμποδίστως, ούτος, λέγω, άμα είδε την ανεψιάν του ταύτην Άνναν, φωτισθείς υπό της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, είπεν ως προορατικός ταύτα, τα οποία εφανέρωναν την μέλλουσαν προκοπήν της Αγίας·

«Διατί ηνώσατε με άνδρα την Άνναν, η οποία μόνον εις αγώνας και πόνους ασκητικούς αποβλέπει»; Ταύτα δε ειπών εκείνος και ευχηθείς αυτήν, ανεχώρησεν. Αφ’ ου δε παρήλθον έτη τινά και κατεβιβάσθησαν εις τα πέταυρα του Άδου οι δυσσεβείς βασιλείς Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος και ο τούτου μιαρώτατος γόνος Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος, έτι δε και ο του Κοπρωνύμου υιός Λέων Δ΄ ο Χάζαρος, ανήλθον δε εις τον θρόνον ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄ και η Ειρήνη, οι Ορθόδοξοι και πιστότατοι βασιλείς, οι βασιλεύσαντες εν έτει ψπ΄ (780), τότε μαθόντες αυτοί τους πειρασμούς και τα βάσανα, όσα υπέστη από τον θηριώνυμον Λέοντα και τον Κοπρώνυμον Κωνσταντίνον ο αγιώτατος θείος της Οσίας Άννης, έστειλαν και τον έφεραν δια να λάβουν την ευχήν και την ευλογίαν του Αγίου τούτου ανδρός. Αφ’ ου δε συνεβούλευσεν εκείνος τους βασιλείς τα συμφέροντα προς την ευαρέστησιν του Θεού και ητοιμάζετο πάλιν να αναχωρήση από την Κωνσταντινούπολιν και να υπάγη εις την ησυχίαν, είπε προς την ανεψιάν του ταύτην Άνναν, η οποία εκυοφόρει τότε το δεύτερον αυτής τέκνον· «Ανδρίζου τέκνον, και ίσχυε, διότι «πολλαί αι θλίψεις των δικαίων» (Ψαλμ. λγ: 20).
 Γνώριζε δε, ότι αν δεν σκεπάσης τον άνδρα σου εις τον τάφον, δεν θέλεις γεννήσει το παιδίον, το οποίον έχεις τώρα εν τη κοιλία σου». Επληρώθη δε και η προφητεία αύτη του Οσίου, διότι μετά τον έκτον μήνα απέθανεν ο σύζυγος αυτής. Θρηνήσασα λοιπόν η Άννα πικρώς δια τον θάνατον του ανδρός της, κατεξήρανε τον εαυτόν της εκ της λύπης. Αφ’ ου δε εγέννησε και απεγαλάκτισε το νεώτερον αυτό τέκνον της, το παρέδωκεν εις τας χείρας του ετέρου θείου της, εκράτησε δε παρ’ εαυτή το έτερον τέκνον, το οποίον ήτο ολίγον μεγαλύτερον και επεδόθη εις τους ασκητικούς αγώνας. Οποίοι δε και πόσοι ήσαν οι αγώνες της, εκείνη μόνη η μακαρία τους εγνώριζεν, επειδή εις το κρυπτόν τούτους μετεχειρίζετο, αποφεύγουσα την δόξαν των ανθρώπων.
 Εις τους αγώνας τούτους της ασκήσεως ευρισκομένης της Αγίας, έρχεται πάλιν από τον Όλυμπον ο διορατικώτατος εκείνος θείος της· η δε Άννα, τούτον ιδούσα, έπεσεν εις τους πόδας του και εζήτει την ευλογίαν του. Ο δε είπε προς αυτήν· «Ενδυναμού εν Κυρίω, τέκνον· που είναι το παιδίον σου;» Η δε απεκρίθη· «Το μεν νεώτερον παρέδωκα εις τον αδελφόν σου και μετά Θεόν ευεργέτην μου, το δε άλλο ευρίσκεται μετ’ εμού». Ταύτα δε ειπούσα και άλλα τινά λόγια προσθέσασα, τα οποία είναι ίδια λυπημένης καρδίας, εκάλεσε και τα δύο τέκνα της και τα παρέστησεν εις τον τίμιον Γέροντα. Παρεκάλει δε αυτόν μετά δακρύων λέγουσα· «Εύξαι, ω Πάτερ τίμιε, δια τα τέκνα μου ταύτα». 
Ο δε Γέρων είπε· «Δεν έχουσιν αυτά ανάγκην ευχής». Τούτο ακούσασα η Άννα, βαρέως το εδέχθη και εκ βάθους καρδίας στενάξασα είπεν· «Αλλοίμονον εις εμέ την αμαρτωλήν! Τι άραγε μέλλει να γίνωσι τα κατ’ εμέ;» Και ο Γέρων είπε· «Δεν σου είπον, τέκνον, ότι πολλαί αι θλίψεις των δικαίων; Εάν δε ημείς δεν υπομείνωμεν θλίψεις και πειρασμούς, δεν δυνάμεθα να σωθώμεν· διότι ούτως είναι πρέπον και αρεστόν εις τον Θεόν». Η δε Άννα λέγει· «Μήπως, Πάτερ μου, εφάνη εύλογον εις τον Δεσπότην Χριστόν να μεταστήση εις την εκεί ζωήν τα ανήλικα ταύτα τέκνα μου»; 
Και ο γέρων απεκρίθη· «Καλώς είπας, θύγατερ, διότι εντός ολίγου θέλει τα αφαιρέσει από σε ο Κύριος». 
Η δε Άννα, ευχαριστήσασα τον Θεόν, καθώς ήτο πρέπον και πεσούσα εις τους πόδας του τιμίου Γέροντος, έλαβε την ευχήν και ευλογίαν του. Μετά δε την αναχώρησιν του Γέροντος ήρχισε να διαμοιράζη τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς δια των δύο χειρών της. Επειδή δε μετ’ ολίγον καιρόν απέθανον και τα δύο της τέκνα, εθρήνησε μεν ταύτα μετά δακρύων, διαμοιράσασα δε εις τους πτωχούς και τα υπόλοιπα πράγματα, τα οποία της εναπέμειναν, περιήρχετο τας Εκκλησίας προσκυνούσα, προσευχομένη και ανάπτουσα τας κανδήλας των Αγίων Εικόνων. 
Τέλος, ευρούσα η Οσία Μοναχόν τινα από τον Όλυμπον, εκουρεύθη παρ’ αυτού και έγινε Μοναχή· φορέσασα δε έσωθεν ανδρικά ενδύματα και έξωθεν γυναικεία ανεχώρησε κρυφίως χωρίς να την αντιληφθή τις και επήγεν εις τα μέρη του Ολύμπου. Εκεί απορρίψασα τελείως τα γυναικεία ενδύματα και μόνον τα ανδρικά φορούσα, εισήλθεν εντός του Κοινοβίου και συνωμίλησε με τον θυρωρόν, λέγουσα, ότι έχει μεγάλην επιθυμίαν να συναντήση τον Ηγούμενον. Ο θυρωρός ανήγγειλε τούτο εις τον Ηγούμενον, ο οποίος εκάλεσεν αυτήν· η δε Άννα, παρασταθείσα έμπροσθεν του Ηγουμένου, ερρίφθη εις τους πόδας του και εζήτει την συνήθη ευλογίαν. 
Ο Ηγούμενος, αφ’ ου την ηυλόγησεν, ήγειρεν αυτήν, νομίζων δε ότι είναι ανήρ ευνούχος την ηρώτησε· «Διατί ήλθες εις ημάς, αδελφέ; Και ποίον είναι το όνομά σου»; 
Η δε Άννα απεκρίθη· «Το μεν αίτιον, δια το οποίον ήλθον εδώ, Πάτερ άγιε, είναι το πλήθος των αμαρτιών μου, ίνα δηλαδή ησυχάσω εις το υπόλοιπον διάστημα της ζωής μου και δια της ησυχίας εύρω ίλεων τον Θεόν εν τη ημέρα της κρίσεως, αν και είμαι πάντη ανάξιος· ονομάζομαι δε Ευφημιανός». 
Ο δε Ηγούμενος είπε προς αυτήν· «Εάν έχης, τέκνον, τοιούτον λογισμόν και ποθής αληθώς την σωτηρίαν σου, φεύγε την παρρησίαν· επειδή η φύσις των ευνούχων ευκόλως κυριεύεται από τους εμπαθείς λογισμούς». Ταύτα δε ειπών και την συνηθισμένην ποιήσας ευχήν, συνηρίθμησεν αυτήν μετά των λοιπών αδελφών του Κοινοβίου. Η δε αοίδιμος Άννα τόσον πολύ προώδευεν, ώστε έγινεν εις όλους τους Μοναχούς του Κοινοβίου τύπος και παράδειγμα πάσης αρετής και μάλιστα της ταπεινότητος. Ο δε υπηρέτης της Οσίας, τον οποίον είχεν αφήσει εις τον οίκον της δια να οικονομήση τα πράγματά της, καθώς τον διέταξεν, βλέπων την απουσίαν της κυρίας του, εξήλθεν εις αναζήτησιν αυτής. Απαντήσας δε τον Μοναχόν εκείνον, ο οποίος έκειρε την Οσίαν Μοναχήν, ηρώτα αυτόν, εάν γνωρίζη, που ευρίσκεται η κυρία του εκείνη, η τα γήϊνα καταλιπούσα και επιζητούσα τα ουράνια. Ο δε Μοναχός απεκρίθη· «Ότι μεν έμαθον την περί εκείνης υπόθεσιν, τούτο δεν δύναμαι να αρνηθώ· που δε τώρα ευρίσκεται δεν γνωρίζω· αλλά ελθέ να συμπορευθώμεν εις το δείνα Μοναστήριον». Φθάσαντες δε εις αυτό, ηρώτησαν επιτηδείως τον θυρωρόν, πληροφορηθέντες δε ότι ευνούχος τις ευρίσκεται εκεί, αντελήφθησαν ότι μέσα εις τα δίκτυα έχουσι το κυνήγιον, ήτοι ότι ευρίσκεται η Οσία εντός του Μοναστηρίου· όθεν παρεκάλεσαν τον θυρωρόν να αναγγείλη εις τον ευνούχον, ότι τον ζητούσιν ο τάδε και ο δείνα. 
Η δε Οσία ταύτα ακούσασα και μη δυναμένη άλλως να πράξη, εξήλθεν εις υπάντησιν αυτών· ο δε κουρεύσας αυτήν Μοναχός, δεικνύων τον συνοδοιπόρον του, λέγει εις την Οσίαν· «Ιδού ο πιστότατός σου διάκονος και οικονόμος, όστις πολλά έπαθεν έως τώρα δια την αναζήτησίν σου, ιδού, λέγω, είναι παρών και αν θέλης, ας υπάγωμεν εις το ιδικόν μας Μοναστήριον». Ταύτα ακούσασα η Οσία και θέλουσα να φυλάξη την υπακοήν εις τον Γέροντά της, προσήλθεν εις τον Ηγούμενον και εζήτησε την ευλογίαν εκείνου ως και των λοιπών αδελφών και ούτως εξήλθεν από το Κοινόβιόν της και μετέβη εις το άλλο Μοναστήριον, ομού με τον αναδεχθέντα αυτήν εις το άγιον σχήμα Μοναχόν και τον υπηρέτην της. Διατρίψασα δε εκεί αρκετόν καιρόν και θεαρέστως πολιτευομένη εποίησε θαύματα άπειρα· όθεν επειδή η φήμη των θαυμάτων διεδόθη εις πάμπολλα μέρη, ένεκα τούτου ήλθον πολλοί κοσμικοί εις το Μοναστήριον δια να γίνωσι Μοναχοί, αλλ’ η στενότης του Μοναστηρίου ημπόδιζε την αύξησιν των προσερχομένων. Δια τούτο ο Ηγούμενος του Μοναστηρίου εκείνου, εμπνευσθείς από τον Θεόν, εδηλοποίησε δια γραμμάτων εις τον τότε Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Άγιον Ταράσιον τα θαυμάσια έργα του Μοναχού Ευφημιανού και ότι επειδή διεκωδωνίσθησαν τα τοιαύτα θαύματά του συνέδραμον πολύ πλήθος ανθρώπων εις το Μοναστήριον ίνα μονάσωσι, πλην δεν εχώρουν εις αυτό, διότι ήτο πολύ στενόν και μικρότατον. Ο δε Πατριάρχης, ταύτα μαθών, συνεφώνησε με τον του Ηγουμένου θείον σκοπόν και έδωκεν εις αυτόν δωρεάν τόπον τινά κρημνισμένον· όθεν ο Ηγούμενος, τούτον λαβών, εις διάστημα ολίγων ετών έκτισεν εις αυτόν Μοναστήριον εκ θεμελίων, το οποίον ονομάζεται τώρα Μοναστήριον των Αβραμιτών. Εις τούτο δε το Μοναστήριον διέταξε την Οσίαν Άνναν να διανύση τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής της. Αφ’ ου δε εγένετο τούτο, κατέστη περιβόητος εις όλους η αγγελική ζωή της μακαρίας Άννης. Όθεν επληθύνοντο καθ’ εκάστην ημέραν οι προσερχόμενοι εις το Μοναστήριον. 
Ο μισόκαλος όμως εχθρός, φθονών την προκοπήν της Αγίας και θέλων να λυπήση αυτήν, ενέσπειρε ζιζάνια εις τινα Μοναχόν μεν κατά το σχήμα, κατά δε τα έργα και πράγματα φίλον όντα του χαιρεκάκου δαίμονος· όθεν μετήρχετο αυτός το απαραίτητον έργον του διαβόλου, δηλαδή το να εκτοξεύη ύβρεις αισχράς εναντίον της Οσίας, διότι ήτο ευνούχος, και το να κατηγορή αυτήν φανερά. Αλλ’ η μακαρία εκείνη εις ουδέν ελογίζετο τας κατηγορίας, μάλλον δε και ως ευεργεσίας ταύτας ενόμιζε. 
Γυνή δε τις θεοφιλής, ακούσασα τους αισχρούς και βδελυρούς λόγους, τους οποίους έλεγε κατά της Οσίας ο τη αληθεία αισχρός Μοναχός, όστις και εφάνη ότι ήτο φονεύς εις το ύστερον, ταύτα, λέγω, ακούσασα, του είπε· «Πρόσεχε, αδελφέ, μήπως αυτός τον οποίον κατηγορείς δεν είναι ευνούχος, ουδέ εμπαθής, καθώς υπολαμβάνεις, αλλά γυνή, και γυνή απαθής. Και τότε συ μεν μέλλεις να λάβης την γέενναν του πυρός δια τας κατηγορίας σου, θα μολύνης όμως και εκείνους, οι οποίοι σε ακροάζονται, κατηγορούντα την απαθή. Επειδή πρό τινων ετών γυνή τις, διαμοιράσασα τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς, έγινεν αφανής και πρόσεξε μήπως είναι αυτή η ιδία, την οποίαν συ λέγεις ευνούχον εμπαθή και εκ τούτου καταδικάζεις την ψυχήν σου εις απώλειαν».
 Ο δε μιαρός εκείνος και δόλιος Μοναχός, αντί να συσταλή, προσέθεσεν εις την πονηρίαν του και τούτον τον λόγον, τον οποίον ήκουσεν, ήτοι εκήρυττεν εις όλους, ότι ήτο γυνή. Προσεπάθει δε ο ανόσιος να εύρη ευκαιρίαν τινά δια να κρημνίση την Αγίαν εις κατηφορικόν τόπον, ούτως ώστε κρημνιζομένης ταύτης να ανασυρθώσι τα ενδύματά της και ίδη αυτήν γεγυμνωμένην και γνωρίση το βέβαιον, εάν είναι γυνή ή όχι. Ποιήσας δε τούτο ο μυσαρός, δεν είδε μεν τίποτε, έγινεν όμως ημίξηρος, τιμωρηθείς υπό της θείας δυνάμεως. Όθεν αναχωρήσας από το Μοναστήριον, μετέβη εις την πατρίδα του· εκεί δε ευρισκόμενος συνελήφθη ως υπεύθυνος δι’ έγκλημα φόνου και ούτως ο άθλιος κρεμασθείς εις την αγχόνην, απέρρηξε την μιαράν του ψυχήν. 
Η δε Αγία, αφ’ ενός μεν επειδή ευφημίσθη εκ τούτου και αφ’ ετέρου δια να αποφύγη τα σκάνδαλα, επορεύθη εις τα μέρη του καλουμένου Στενού, έχουσα μεθ’ εαυτής δύο Μοναχούς, Ευστάθιον και Νεόφυτον ονομαζομένους, και εκεί ευρούσα Εκκλησίαν, ήτις είχεν ύδωρ και ολίγον κήπον, κατώκησεν εις αυτήν. Μετά παρέλευσιν δε ετών τινών, προσκληθείσα υπό τινων Μοναχών, ανεχώρησεν απ’ εκεί και επήγεν εις το Βυζάντιον κατά τα μέρη του Σίγματος, ένθα διήνυσε το υπόλοιπον της ζωής της οσίως και θεαρέστως, θαύματα πολλά και ιατρείας χαρισαμένη εις εκείνους, όσοι προσέτρεχον εις αυτήν. Και ούτως η μακαρία εν ειρήνη προς τον ποθούμενον Χριστόν εξεδήμησεν.

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2021

Γυναίκες της Πίνδου. Γυναίκες θρύλος. Μανάδες της Λευτεριάς


 
Ο ξαφνικός ήχος της καμπάνας τους κάνει όλους να τρέξουν στην εκκλησία.
– Τα παιδιά μας, ο στρατός μας χρειάζεται βοήθεια!
Αψηφώντας όλες το κρύο, το χιόνι, τον εχθρό ενώνονται με την ίδια πίστη στην καρδιά.
Γυναίκες της Πίνδου, Αθάνατες Ελληνίδες.
Γνωρίζοντας τα μονοπάτια, φόρεσαν τα γουρουνοτσάρουχα στα πόδια για να μην γλιστρούν, ζαλώθηκαν στην πλάτη τα πολεμοφόδια και άρχισαν να ανεβαίνουν. Σκαρφαλωμένες στις αετοράχες της Πίνδου, στο παγωμένο χιόνι, γυναίκες μαυροντυμένες με το φορτίο στην πλάτη, να πέφτουν, να σηκώνονται, ποτέ να μην λυγίζουν, μόνο να αντιστέκονται σαν τα στοιχειά της φύσης. Ατελείωτες φιγούρες νέων και παιδιών να κρέμονται θαρρείς στις ράχες, φάλαγγες βοήθειας, ηρωισμού και τόλμης που δόξασαν την Ελλάδα.
Οι μαύρες οι μαντίλες τους να ρίχνονται από τον αέρα σαν τα πουλιά στο χιόνι. Με τα μαλλιά τους ξέπλεκα παρηγοριά να δίνουνε σε κάθε λαβωμένο.
 
Γυναίκες της Πίνδου αγρότισσες των Ηπειρωτικών βουνών, από το Πωγώνι, τη Φούρκα, τον Πεντάλοφο, το Επταχώρι, την Βούρμπιανη, την Αγία Παρασκευή, χωριά της Δυτικής Μακεδονίας, που αψήφησαν τον κίνδυνο και προκαλώντας την αντοχή τους έφθαναν με βοήθειες από τρόφιμα και ρούχα εκεί που ούτε καν τα μουλάρια δεν μπορούσαν ν’ ανεβούν.
 
Γυναίκες που όρθωσαν το ανάστημά τους και την ψυχή τους και έδωσαν τον δικό τους αγώνα, ακούραστες, περήφανες, βοηθώντας με την συμμετοχή τους στην νίκη του Ελληνικού στρατού.
Γυναίκες της Πίνδου. Γυναίκες θρύλος. Μανάδες της Λευτεριάς.
 
Τώρα στις ίδιες τις πλαγιές που ανθίζουν τα κρίνα των παλληκαριών μας αντηχεί και η ανυπέρβλητη δύναμη των Γυναικών της Πίνδου που πήραν τον θάνατο αγκαλιά και δόξασαν τις κακοτράχαλες κορφές της Πατρίδας μας.
 

Ἑλένη Ἰωαννίδου, ἡ Πολύτεκνη μάνα «σύμβολο τῆς Ἑλληνίδας μητέρας τοῦ Ἔπους τοῦ 1940»



Ἑλένη Ἰωαννίδου, ἡ Πολύτεκνη  μάνα «σύμβολο τῆς Ἑλληνίδας μητέρας τοῦ Ἔπους τοῦ 1940» 

Ἑλένη Ἰωάννου Ἰωαννίδου. Ἡ Ἑλληνίδα μάνα ποὺ ἔχασε τὸ παιδί της στὸν πόλεμο, τηλεγραφεῖ στὸν πρωθυπουργὸ Ἀλέξανδρο Κορυζή, ὡς ἄλλη Σπαρτιάτισσα, ἕνα νέο «ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς».

Πρὸς τὸν Πρόεδρον τῆς Κυβερνήσεως
Κύριον Ἀλέξανδρον Κορυζήν

Ὁ υἱός μου, Εὐάγγελος Ἰ. Ἰωαννίδης, ἀπωλέσθη εἰς τὰς ἐπιχειρήσεις τῆς Κλεισούρας.
Παρήγγειλα εἰς τοὺς τέσσαρας ἤδη ὑπηρετοῦντας υἱούς μου: Χρῆστον, Κώσταν, Γεώργιον καὶ Νίκον Ἰ. Ἰωαννίδην, νὰ ἐκδικηθῶσιν τὸν θάνατον τοῦ ἀδελφοῦ των.

Κρατῶ εἰς ἐφεδρείαν ἄλλους τέσσαρας: Πάνον, Ἀθανάσιον, Γρηγόριον καὶ Μενέλαον Ἰ. Ἰωαννίδη, κλάσεων 1917 καὶ νεωτέρων.

Παρακαλῶ κληθῶσιν ὀνομαστικῶς καὶ οὗτοι, εἰς πάσαν περίπτωσιν ἀνάγκης τῆς Πατρίδος ἢ τυχὸν ἀπωλείας ἑτέρου τέκνου μου πρὸς ἐκδίκησιν ἐχθροῦ.
Γνωρίσατε Βασιλέα μας ὅτι ὕστατον ἐπιφώνημα θέλει εἶναι:
ΖΗΤΩ Η ΠΑΤΡΙΣ

Ἑλένη Ἰωάννου Ἰωαννίδου
Κυπαρισσία, 2 Φεβρουαρίου 1941

Τὸ ἄγαλμα τῆς Ἑλένης Ἰωαννίδου στὴν Κυπαρισσία

Ἡ βάση τοῦ ἀγάλματος

Ἡ Ἑλένη Ἰωαννίδου τιμήθηκε ἀπὸ τὴν Τοπικὴ Ἕνωση Δήμων καὶ Κοινοτήτων Ἀττικής καὶ τὸν Δῆμο Κυπαρισσίας, σὲ διήμερο ἐκδηλώσεων (28-29 Μαρτίου 2009) στὴν Κυπαρισσία ὑπὸ τὴν αἰγίδα τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων, ὅπου ἀνακηρύχθηκε «σύμβολο τῆς Ἑλληνίδας μητέρας τοῦ Ἔπους τοῦ 1940» καὶ ἔγιναν τὰ ἀποκαλυπτήρια τοῦ ἀγάλματός της.