Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022
Ἡ Ἁγία Νίνα ἡ Ἰσαπόστολος
Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2022
Ἡ Ἁγία Τατιανὴ ἡ Μάρτυς
Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022
Παρθένα, η νεομάρτυς της Εδέσσης (Δεκ. 1375)
Οταν το Βυζάντιο ψυχορραγούσε, οί Τούρκοι γιά οκτώ μήνες πολιόρκησαν τήν Έδεσσα κι ενώ άποκαρδιωμένοι ετοιμάζονταν νά αποχωρήσουν, ό πρόκριτος Κέλλ Πέτρος, κασσιδιάρης Πέτρος, πληρωμένος αδρά, τους άνοιξε τήν πύλη πού είχε αναλάβει νά υπερασπιστεί κι έτσι τόν Δεκέμβριο του 1375 κατέλαβαν τήν πόλη.
Ο προδότης αφού άλλαξοπίστησε, θέλησε νά προσφέρει δώρο στον πορθητή στρατηγό καί τή σεμνή πανέμορφη κόρη του Παρθένα, «τό πανευώδες τής παρθενίας άλάβαστρον» κατά τόν Συναξαριστή. πού όμως περήφανα αντέδρασε δηλώντας πώς προτίμα να πεθάνει χριστιανή, παρά νά ζήσει ατιμασμένη καί άρνησίθρησκη.
Όργισμένος τότε ό Κελλ Πέτρος, άφού τήν ξυλοκόπησε, τήν παρέδωσε σέ Τούρκους δήμιους, πού τή σύρανε θεόγυμνη στους παγωμένους δρὀμους και έπειτα την έθαψαν ζωντανή στον λόφο Κις Τεπέ-λόφος Παρθένας , στα ΝΔ της Έδεσσας.
Η εκκλησία γιορτάζει την μνήμη της στις 9 Ιανουαρίου
““““““““““““““““““““““““““““““““““““““““““““““““““
Συναξάριον.
Τῇ θ’ τοῦ αὐτοῦ μηνός, Μνήμη τῆς ἁγίας ἐνδόξου καὶ καλλινίκου Παρθενομάρτυρος τοῦ Χριστοῦ Παρθένας τῆς ᾽Εδεσσαίας, ἀθλησάσης, ἐν ᾽Εδέσση κατὰ τὸ ἔτος 1375.
Στίχ.Πατρός σου μὴ πτήξασα θηριωδίαν
Χριστοῦ χάριν ἤθλησας στερρῶς Παρθένα
᾽Ενάτῃ μόρον Παρθένα ταληνεγῆ εὐτόλμως φέρει.
῭
Αὕτη ἡ ῾Αγία καὶ πολύαθλος Παρθενομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Παρθένα, ἡ τῆς παρθενίας ἐπώνυμος, κατάγεται ἐκ τῆς πόλεως ᾽Εδέσσης, τῆς οὔσης ἐν τῇ ῾Ελληνικῇ Μακεδονίᾳ, γεννηθεῖσα κατὰ τὸν δέκατον τέταρτον αἰῶνα. Κατὰ τὸ παρθενικόν της ὄνομα εἶχε καὶ τὴν ζωήν, πολιτευομένη σεμνῶς, ὡς καλλιπάρθενος κόρη, καὶ κοσμουμένη ἐν χρηστότητι χρυσέων ἠθῶν καὶ ἁγίων, καὶ ἀμέμπτοις τρόποις, καὶ καθαρότητι χριστιανικῆς ἀγωγῆς, καὶ τοῖς λοιποῖς προτερήμασι τῆς ᾽Ορθοδόξου καὶ ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως. Κατὰ τὸ ἔτος 1375 ἐπολιορκήθη ἡ πατρὶς αὐτῆς ῎Εδεσσα ὑπὸ τῶν Μωαμεθανῶν Τούρκων, οἱ δὲ κάτοικοι ἀντέταξαν κρατερὰν ἄμυναν, ἐνισχυόμενοι καὶ ἐνθαρρυνόμενοι πρὸς τοῦτο ὑπὸ τοῦ ἱερομονάχου Σεραφείμ, ἐφημερίου ὄντος τοῦ μέχρι νῦν σῳζομένου Μητροπολιτικοῦ ναοῦ,τιμωμένου ἐπ’ ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. ᾽Επὶ ὀκτὼ καί πλέον μῆνας διήρκει ἡ σθεναρὰ ἅμυνα καὶ ἀντίστασις τῆς πόλεως. Ὁ ἐχθρός, ὅστις ἦτο ἄριστα ἐφωδιασμένος καὶ πολυάριθμος, ἀπέκαμε, καί, ὡς φαίνεται, ἡτοιμάζετο νὰ λύση τὴν πολιορκίαν τῆς πόλεως.
᾽Αλλὰ κατὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, εἷς ἐκ τῶν προκρίτων τῆς πόλεως, Πέτρος ὀνομαζόμενος, ὅστις εἶναι ὁ πατὴρ τῆς καλλιπαρθένου Παρθένας, (Κὲλλ Πέτρον, ἤτοι Κασιδιάρην Πέτρον διέσωσε τὸ ὄνομά του ἡ παράδοσις), πληρωθεὶς πλουσίως ὑπὸ τοῦ πολιορκητοῦ Πασᾶ τῶν Τούρκων, προέδωκε τὴν πόλιν εἰς χεῖρας αὐτῶν, ἐκ τοῦ νοτιοανατολικοῦ μέρους, ἔνθα αὐτὸς ἐφρούρει, καὶ ὅπου ἐκυριάρχει μία ἐκ τῶν κυριωτέρων ἐπάλξεων τῆς πόλεως. Σήμερον τὸ σημεῖον ἐκεῖνο εἶναι περίπου τὸ σημερινὸν Κιουπρί, κάτωθι τοῦ ὁποίου ρέει ὁ ποταμός, ὁ προερχόμενος ἐκ τῆς ῎Αγρας, καὶ διακλαδιζόμενος ἐντὸς τῆς πόλεως κινεῖ τὰ ἐργοστάσια, καὶ σχηματίζει τοὺς περιφήμους καταρράκτας τῆς ᾽Εδέσσης, καὶ διαχυνόμενος κάτωθι αὐτῆς ποτίζει τοὺς κήπους καὶ τὰὀπωροφόρα δένδρα αὐτῆς, τοῦ Ριζαρίου, τοῦ Μαυροβουνίου καὶ τῆς Σκύδρας.
Οἱ Τοῦρκοι τὴν 26ην Δεκεμβρίου τοῦ 1375 εἰσῆλθον εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἐπεδόθησαν εἰς τὴν σφαγὴν καὶ τὸν ἐξανδραποδισμὸν τῶν κατοίκων, καὶ τὴν ποικίλην διαρπαγὴν καὶ τὰς ἀτιμώσεις. Συνέλαβον τὸν ἱερομόναχον Σεραφείμ, καὶ καθυπέβαλον αὐτὸν εἰς φρικώδη βασανιστήρια, πειρώμενοι νὰ πείσουν τοῦτον ἵνα ἀπαρνηθῇ τὸν Χριστόν. Ἀλλ’ ὁ λειτουργὸς τοῦ ῾Υψίστου, πλήρης θάρρους, καθυπέστη τὴν ἐπιφορὰν τῶν δεινῶν, τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὁμολογῶν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὄνομα τῆς Πατρίδος διακηρύττων. Μετὰ σκληρὰ βασανιστήρια, διαρκέσαντα ἐπὶ ὀκταήμερον, ἤχθη ἐνώπιον τοῦ Πασᾶ, παρ’ οὗ κατεδικάσθη,νὰ πνιγῇ, ριπτόμενος εἰς τὸν μέγαν καταρράκτην, ὕψους τεσσαράκοντα περίπου μέτρων, ὅπερ καὶ ἐγένετο. Καί οὕτως, ὁ καλὸς οὗτος λειτουργὸς τοῦ ῾Υψίστου καὶ ὑπέροχος πρόμαχος τῆς Πατρίδος, ἔλαβε τὸν στέφανον τοῦ διπλοῦ μαρτυρίου. ῎Αχρι δὲ νῦν οἱ αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς πόλεως, τὸν μέγαν καταρράκτην γνωρίζουν ὑπὸ τὸ ὄνομα «ἰτσερὶ Πασᾶ» ἤτοι «νερὰ τοῦ Πασᾶ».
῾0 δὲ κακουργήσας προδότης Πέτρος, (ὁ Κὲλλ ἤτοι Κασιδιάρης, Πέτρος), μετὰ τὸν φρικώδη προδοσίαν του καὶ τὴν ἅλωσιν τῆς πόλεως, ἐξώμοσε τὴν ἁγίαν ἡμῶν πίστιν, καὶ ἠρνήθη ὁ ἄθλιος τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, καὶ γενόμενος Μουσουλμᾶνος, περιετμήθη, καὶ οὕτως ἀπέβη υἱὸς ὀργῆς, καὶ αἰωνίου κατάρας καὶ ἀτελευτήτου κολάσεως.
᾽Αλλ’ ὁ ἐξομόσας ἄθλιος προδότης καὶ πατήρ, ἠβουλήθη νὰ παραδώσῃ ὡς παλλακίδα εἰς τὸν Πασᾶν τὴν περικαλλεστάτην καὶ σεμνοτάτην κόρην αὐτοῦ Παρθέναν, τὸ πανευῶδες τῆς παρθενίας ἀλάβαστρον, ἀφοῦ προηγουμένως πείσῃ αὐτὴν καὶ ἀπαρνηθῇ τὸν Σωτῆρα ἡμῶν Χριστόν. ῎Εφριξεν εἰς τὸ ἄκουσμα τῶν λόγων τούτων ἡ καλλιπάρθενος κόρη Παρθένα, ἡ καὶ πρᾶγμα καὶ ὂνομα παρθένος, καὶ ὡς ἄλλη ῾Αγία Βαρβάρα ἤλεγξεν εὐθαρσῶς τὸν ἄθλιον τοῦτον πατέρα, τόσον διὰ τὴν ἐξώμοσιν τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως, ὅσον καὶ διὰ τὴν πρωτοφανῆ αὐτοῦ ἀσέβειαν καὶ πώρωσιν, καὶ μετὰ φρονήματος ἀκαταπλήκτου, καὶ ψυχῆς στερροτάτης ὡμολόγησεν ἑαυτὴν Χριστιανήν, καὶ ὅτι οὐδέποτε θὰ ἀρνηθῇ τὸ γλυκύτατον ὄνομα τοῦ οὐρανίου νυμφίου αὐτῆς Χριστοῦ, κἂν μύρια καὶ φρικώδη ὑποστῇ μαρτύρια, καὶ τὸν θάνατον ἀκόμη.
᾽Αλλ’ οὗτος ὁ δυσσεβής, ἀντὶ νὰ συντριβῇ καὶ μετανοήσῃ ἐκ τῆς ἀτρέπτου ταύτης στάσεως καὶ τῶν λόγων τῆς ἁγίας κόρης του, ἐξεμάνη καὶ ἀπεθηριώθη. Καὶ ἀλογήσας φυσικοῦ νόμου καὶ πατρικοῦ φίλτρου, ἔδειρεν ἀπανθρώπως τὴν θεόφρονα κόρην, μέχρις αἴματος καὶ ἀναισθησίας, ἐπικαλουμένην νοερῶς τὸ σωτήριον ὄνομα τοῦ νυμφίου αὐτῆς Χριστοῦ. Εἶτα ἐξεγύμνωσεν αὐτὴν καὶ ἡμιθανῆ παρέδωκεν εἰς χεῖρας τῶν βαρβάρων Τούρκων στρατιωτῶν. Οὗτοι ἐπὶ τριήμερον καθυπέβαλον αὐτήν, ἐν τῇ διακρινούσῃ αὐτοὺς ἀπηνείᾳ καὶ ἰταμότητι, εἰς φρικτὰς καὶ σκληροτάτας βασάνους καὶ στρεβλώσεις, αἴτινες οὐδόλως ἐκλόνησαν τὸ ἀήττητον φρόνημα τῆς μακαρίας Παρθένας, ἀλλ’ ἔδειξαν αὐτὴν στερροτέραν ἀδάμαντος, ἐν τῇ δυνάμει τῆς πρὸς Χριστὸν πίστεως.
Μετὰ πολλὰς βασάνους καὶ τιμωρίας, ἔσυραν αὐτὴν γυμνὴν καὶ ριγῶσαν, ἐν μηνὶ Δεκεμβρίῳ τελευτῶντι, εἰς τοὺς πλήρεις χιόνων δρόμους τῆς ᾽Εδέσσης, καὶ τέλος ὡδήγησαν τὴν ἁγίαν παρθένον Παρθέναν εἰς τὸν νοτιοδυτικόν, ὑπεράνω τῆς ᾽Εδέσσης, λόφον, ὅπου σήμερον οἱ στρατῶνες, καὶ, ἐκεῖ, θάψαντες ζῶσαν ἀκόμη, ἐθανάτωσαν αὐτήν. ῾0 λόφος οὗτος μέχρι σήμερον φέρει τὴν ὀνομασίαν «Κίς-Τεπέ», ἤτοι «λόφος τῆς Παρθένας».
Καὶ, οὕτως ἐτελειώθη ἡ καλλιμάρτυς αὕτη παρθένος Παρθένα, ἡ ὁλοψύχως ἀγαπήσασα τὸν Χριστόν, ᾯ καὶ νοητῶς ἐνυμφεύθη, ὑπὲρ τοῦ ῾Οποίου ὑπερφυῶς ἠγωνίσθη, καὶ μαρτυρικῶς ἠνδραγάθησεν ἐν ἁπαλῷ γυναικείῳ σώματι. ᾽Εμιμήθη τὴν ἀνδρείαν τῶν πάλαι ῾Αγίων Μαρτύρων, καὶ ἀνεκεφαλαίωσεν αὐτῶν τοὺς ἀγῶνας, διὰ τοῦτο συνηριθμήθη καὶ ἐπαξίως ἐδοξάσθη μετὰ τῶν ῾Αγίων Παρθενομαρτύρων, λαβοῦσα πᾳρὰ Χριστοῦ τὸν ἀμαράντινον τῆς δόξης στέφανον.
Καὶ ἤδη «ἐν τῷ φωτὶ Κυρίου», «ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν ῾Αγίων» ἀγαλλομένη πρεσβεύει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν, τῆς ἰδιαιτέρας αὐτῆς πατρίδος ᾽Εδέσσης, καὶ ὑπὲρ πάσης τῆς ῾Ελλάδος.
Ἔκτοτε μετὰ τὸ μαρτυρικὸν αὐτῆς, τέλος, ὁ εὐσεβὴς λαὸς τῆς ᾽Εδέσσης τιμᾷ αὐτὴν ὡς μάρτυρα καὶ ἁγίαν, καὶ τὸ ὄνομα αὐτῆς δίδει, κατὰ τὸ θεῖον βάπτισμα, εἰς πλείστας ὅσας κόρας τῆς πόλεως καὶ τῶν περιχώρων. Δυστυχῶς, ὅταν ἐπὶ ἀνταρτοπολέμου ὁ Συνταγματάρχης Λίβας ἀφῄρεσεν ὅλους τοὺς λίθους ἐκ τῶν παλαιῶν φρουρίων καὶ τῶν ἐρειπίων τῆς ᾽Εδέσσης, μηδένα ἐρωτῶν, καὶ οὐδενὸς τὴν γνώμην λαμβάνων ὑπ’ ὄψιν, ἀφῄρεσε καὶ ἐκ τοῦ τόπου τοῦ μαρτυρίου τῆς ῾Αγίας Παρθένας, πᾶν ὅ,τι ἐδείκνυε τὸν τόπον τοῦτον, ὡς μὴ γνωρίζων τι, περὶ τοῦ μαρτυρίου τῆς κόρης, ἀλλὰ καὶ οὐδεὶς ἐφρόντισε νὰ διαφωτίσῃ αὐτὸν ὡς ἔδει, καὶ ἔκτισε τὴν μάνδραν τῶν στρατώνων, καὶ οὕτως ἐξηφανίσθη ὁ τάφος τῆς ἁγίας καὶ καλλινίκου Παρθενομάρτυρος.
Ταῖς αὐτῆς πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. ᾽Αμήν.
.
πηγές:
- Ά. Άνεστοπούλου «Μακεδόνικος Άγων 1903-1908» Θεσ/νίκη 1965, τόμ. Α’, σελ. 378-318.
- «Μακεδόνικη Ζωή» τεύχ. 119, Γ. Γκίκα: «Παρθένα, ή νεομάρτυς τής Έδεσσας»:ιστο
- μέσω του βιβλίου της Αθηνάς Τζινίκου-Κακούλη:Η Μακεδόνισσα στο θρύλο και στην ιστορία (βιλιοπαρουσίαση ΕΔΩ)
- Ακολουθία της αγίας νεομάρτυρος Παρθένας
εικόνα: η νεομάρτυς Παρθένα (τοιχογραφία του 1741) (από το βιβλίο 3)
.
επιμέλεια ανάρτησης και αντιγραφή κειμένου: ιστολόγιο Ἁντέχουμε…
ΕΊΔΕ ΤΉΝ ΥΠΕΡΑΓΊΑ ΘΕΟΤΌΚΟ ΚΑΙ ΈΓΙΝΕ ΟΡΘΌΔΟΞΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ.
Η συγκλονιστική ιστορία μιας ιερόδουλης | Πέθανε οσιακά μία μέρα μετά τη βάπτισή της
| π. Χαρίτων Κονγκό
Ο π. Χαρίτων, πατριαρχικός επίτροπος στην Γκόμα, περιγράφει την περιπέτεια μιας γυναίκας από το Κονγκό που με τη βοήθεια της εκκλησίας κατάφερε να αποκαταστήσει την τιμή της. Το AIDS, η εγκυμοσύνη, η πορνεία, η μετάνοια και το τέλος.
Μια βάπτιση που φανερώνει τα παράδοξα που χωρούν στην Εκκλησία μας
Υπάρχουν άνθρωποι σπουδαίοι, για τους οποίους δεν μιλάει κανείς και ίσως να είναι άγιοι που δεν τους έγραψε κανένα συναξάρι. Η Γεωργία, η ιερόδουλος από το Κονγκό, δεν θα μπορούσε να καυχηθεί για τις αρετές της. Ήταν μια διαλυμένη ύπαρξη και ήξερε ότι είχε γίνει ένα κουρέλι εξαιτίας της ζωής που έκανε. Αυτό που την ξεχωρίζει από ιστορίες παρόμοιων ανθρώπων, είναι ότι έστω και την τελευταία στιγμή της ζωής της στην γη «εξέπληξε τους Αγγέλους», όπως έχει γραφτεί σ’ έναν ύμνο, για την Οσία Μαρία την Αιγυπτία. Η ιστορία της Γεωργίας και το τέλος της είναι από τις αποδείξεις πως η Εκκλησία χωράει και τα παράδοξα.
Μιλήσαμε με τον πατέρα Χαρίτωνα Μusungayi, Ιερέα και Πατριαρχικό επίτροπο στην Γκόμα του Κονγκό, έναν ευαίσθητο ποιμένα που δεν έφυγε ούτε στιγμή από τους ενορίτες του, όταν κινδύνεψαν από τη λάβα του ηφαιστείου Νιραγκόνγκο, που κατέστρεψε σχεδόν όλα τα σπίτια στην Γκόμα και δημιούργησε ένα τσουνάμι προσφύγων. Ο πατήρ Χαρίτων συναντά καθημερινά ανθρώπους που παλεύουν να επιβιώσουν με πενιχρά μέσα, πάμφτωχους και ταλαιπωρημένους και τους συντρέχει ηθικά και υλικά. Υπάρχουν κάποιοι από αυτούς, που η θύμησή τους ζυγίζει στην καρδιά του βαρύτερα. Όπως η μνήμη της Γεωργίας. Μας περιγράφει την ημέρα που τη συνάντησε και μας κάνει κοινωνούς ενός παράδοξου Αφρικανικού συναξαριού:
«Κάθε χρόνο στη γιορτή της αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας, τη Μεγάλη Σαρακοστή, έρχεται στο μυαλό μου η Γεωργία, μια γυναίκα η οποία έχει αγιάσει.
Ένα απόγευμα που ξεκουραζόμουν στην αυλή της ιεραποστολής, στην Κανάγκα, ήρθε ο φύλακας και μου είπε πως με ψάχνει μια κυρία στην πύλη. Εγώ σκέφτηκα ότι ήταν πλέον αργά και οι ώρες του επισκεπτηρίου είχαν περάσει, οπότε αρνήθηκα να τη δω. Η γυναίκα όμως επέμενε να με δει. Εν τέλει πήγα ο ίδιος στην πύλη και αντίκρισα μια παράξενη γυναίκα, που δεν την είχα δει ποτέ και η οποία επιθυμούσε να της διαβάσω μια ευχή. Ανοίξαμε τον ναό, μπήκαμε μέσα και της διάβασα την ευχή, χωρίς η ίδια να μου πει τον λόγο για τον οποίο τη ζητούσε. Ταυτόχρονα φαινόταν κάπως θυμωμένη, χωρίς να έχει διάθεση να μου μιλήσει γι’ αυτό. Καθώς έφευγε, της πρότεινα την επόμενη φορά να έρχεται νωρίτερα. Παρόλα αυτά την επόμενη φορά, μετά από 2-3 ημέρες, πάλι ήρθε αργοπορημένη. Ξαναπήγα στην πύλη και την ρώτησα γιατί είχε έρθει αργοπορημένη. Χωρίς να πάρω απάντηση, κατευθυνθήκαμε στην εκκλησία να της διαβάσω την ευχή. Ύστερα, πριν φύγει, της εξήγησα πως κανονικά δεν ανοίγουμε την πύλη μετά την δύση του ήλιου, γιατί αυτός είναι ο κανονισμός του κλιμακίου».
Η Γεωργία επέμενε, και μετά τις εξηγήσεις του ιερέα, να επισκέπτεται τον ιεραποστολικό χώρο πάντα σε ακατάλληλη ώρα. Εκείνος δεν μπορούσε να της αρνηθεί και εξακολουθούσε να της διαβάζει την ευχή. Το γεγονός ότι ο ιερέας δεν ζητούσε εξηγήσεις, την απελευθέρωσε, πήρε θάρρος και μια μέρα αποφάσισε να του μιλήσει. Ο πατήρ Χαρίτων συνεχίζει τη διήγησή του:
«Καθώς τελειώσαμε μου ζήτησε να καθίσω και ξεκίνησε να μου κάνει ερωτήσεις.
- Με φοβάστε;
- Όχι παιδί μου δεν σε φοβάμαι, αλλιώς δεν θα ερχόμουν κάθε φορά που με ζητάς.
- Με γνωρίζετε;
Αφού της απάντησα πως δεν την ξέρω, μου ανακοίνωσε ότι ήταν μια πόρνη και πως την πρώτη φορά που είχε επισκεφθεί το ναό, είχε πάει με τη σκέψη να παρακαλέσει τον Θεό να πάνε καλά οι δουλειές της. Εκείνο ακριβώς το βράδυ, αντίθετα με την ευχή της και την προσδοκία της, τα πόδια της δεν την οδήγησαν στο δρόμο για να βρει πελάτες. Κατευθύνθηκε μηχανικά στο σπίτι της. Μου είπε πως η ευχή του ιερέα την οδηγούσε στην καλύβα της. Ένιωσε απελευθερωμένη από τις αμαρτίες της και παρόλο που δεν υπήρχε ίχνος φαγητού στο σπίτι, δεν βγήκε για να ψάξει κάτι να φάει για 3 ολόκληρες ημέρες. Αυτός ήταν και ο λόγος που ξαναερχόταν. Ένιωθε πως έφευγε αυτό το άσχημο βάρος από μέσα της, ησύχαζε και ξεκουραζόταν».
Η Γεωργία, παρακάλεσε τον ιερέα να μη σταματήσει να της διαβάζει την ευχή και του εξομολογήθηκε την αιτία που την έφερε στο επάγγελμα της ιερόδουλης. Ο πατήρ Χαρίτων μας μεταφέρει μέρος της διήγησής της, που αφορά στα πρώτα της βήματα, όταν ήταν ακόμη νεαρό κορίτσι:
«Οι γονείς της Γεωργίας, όταν ήταν μικρή, την είχαν πετάξει από το σπίτι, στο χωριό, επειδή είχε μείνει έγκυος. Της αγόρασαν ένα εισιτήριο λεωφορείου και την έστειλαν στην πόλη. Εδώ στην πόλη, η ζωή της άλλαξε τελείως. Δεν είχε τρόπο να ζήσει, δεν είχε κανέναν να τη βοηθήσει, ούτε σπίτι να μείνει, ούτε καν να βρει λίγο φαγητό. Έτσι έγινε ιερόδουλη. Όμως κάποτε ένιωσε άρρωστη και άρχισε να αδυνατίζει. Ύστερα από κάποιες εξετάσεις, διαπίστωσε ότι έχει διαγνωσθεί με Αids. Γέννησε το μωρό της με τον φόβο ότι ίσως έχει προσβληθεί και εκείνο από την θανατηφόρα ασθένεια».
Όταν η Γεωργία μιλούσε για, την πικρή ζωή της στον πατέρα Χαρίτωνα, η κόρη της είχε κλείσει τα εννιά χρόνια. Ωστόσο, η μητέρα δεν ήθελε να κάνει στην μικρή τις απαραίτητες εξετάσεις για να διαπιστώσει αν και το παιδι της είχε προσβληθεί από Aids. Είχε αποδεχθεί τον ερχομό του δικού της θανάτου, αλλά δεν μπορούσε να διαχειριστεί την πιθανή διάγνωση της κόρης της. Ο πατήρ Χαρίτων δεν μπορούσε παρά να παραδοθεί στην προσπάθεια να παρηγορήσει την γυναίκα. Η διδασκαλία του Χριστού τον καθοδηγούσε, αφού κι Αυτός μιλούσε σε παρόμοιες γυναίκες:
«Της απάντησα πως μπορεί να έρχεται, όποτε θέλει και εγώ θα είμαι στη διάθεσή της. Για πρώτη φορά έσκυψε το κεφάλι της και έφυγε. Έπειτα, ενώ περίμενα τον ερχομό της, δεν την ξαναείδα ούτε εγώ, αλλά ούτε και ο φύλακας που την έβλεπε συχνά στον δρόμο. Ώσπου πέρασαν 5-6 μήνες και μια μέρα με κάλεσαν τηλεφωνικά κάποιες γυναίκες από το χωριό και με παρακάλεσαν να επισκεφτώ ένα σπίτι. Όταν έφτασα αντίκρισα μια γυναίκα άρρωστη στο κρεβάτι, η οποία μιλούσε με δυσκολία. Δεν την αναγνώρισα. Ήθελε να βαπτιστεί. Ήταν η Γεωργία. Κάναμε τα απαραίτητα και σε λίγο καιρό, αφού την βαφτίσαμε και πήρε το όνομα Γεωργία, την κοινωνήσαμε και μοιραστήκαμε όλοι πολλή χαρά. Αργότερα, μου είπε πως όταν πεθάνει θέλει να έχει πάνω της μόνο αυτό το άσπρο φόρεμα της βάπτισης, δηλαδή τον χιτώνα και τον σταυρό της».
Το τέλος της ήρθε τόσο σύντομα, που θυμίζει παρόμοιες ιστορίες βαθιάς μετάνοιας από το Γεροντικό. Ο πατήρ Χαρίτων δεν άντεχε να τελέσει την ακολουθία της κηδείας, μια μέρα μετά την βάπτισή της από τα χέρια του. Μας περιγράφει:
«Μια γυναίκα από το χωριό, που συμπονούσε την Γεωργία και τη βοηθούσε στην ασθένειά της, μας είπε πως την επόμενη μέρα από την βάπτιση της, παρακάλεσε να τη μεταφέρουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Με την βοήθεια κάποιων ανδρών την κουβάλησαν με το κρεβάτι έως την εκκλησία. Προσευχήθηκε και μετά την επέστρεψαν στο καλύβι της. Την επόμενη μέρα το πρωί, μετά τον όρθρο ήρθε λυπημένη η συγχωριανή της και μου ανακοίνωσε ότι η Γεωργία είχε πλέον πεθάνει. Όπως το επιθυμούσε, αφού την έπλυνε, της φόρεσε μόνο το άσπρο φόρεμα της βάπτισης και τον σταυρό της.
Εγώ είχα μείνει άφωνος, καθώς μόλις το προηγούμενο απόγευμα την είχα βαφτίσει. Δεν μπορούσα, δεν άντεχα να τελέσω ο ίδιος την ακολουθία της κηδείας και ζήτησα από τον Δεσπότη να κάνει άλλος ιερέας την ακολουθία. Ο Θεός της έδωσε, λίγο πριν τον θάνατό της, μια τελείως διαφορετική εικόνα από αυτήν που είχαν συνηθίσει οι άνθρωποι που την ήξεραν. Το πρόσωπό της ήταν ιλαρό και αθώο. Ξεπλυμένο από τη μετάνοιά της».
Τι απέγινε όμως η κόρη της Γεωργίας; Ο πατήρ Χαρίτων ρωτούσε συχνά τα επόμενα χρόνια τους ενορίτες του, αν είχαν ακούσει κάποια είδηση για τη μικρή. Τους είχε παρακαλέσει να τον ειδοποιήσουν σε κάθε περίπτωση. Η απροσδόκητη συνάντησή του με την κόρη της Γεωργίας δεν παύει να τον εκπλήσσει και νιώθει την Άνωθεν παρέμβαση. Μας περιγράφει:
«Μετά από χρόνια, μια μέρα, σκεπτόμενος τη Γεωργία, μετάνιωσα που δεν την είχα τραβήξει κάποια φωτογραφία για να τη θυμάμαι. Δεν ξέρω αν ήταν ή όχι σύμπτωση, αλλά την ακριβώς επόμενη μέρα, ήρθε στην εκκλησία μια γυναίκα και μου ανέφερε την ύπαρξη της κόρης της Γεωργίας. Εγώ θυμήθηκα την ανησυχία της Γεωργίας για το αν θα ζούσε η κόρη της, σε περίπτωση που είχε μολυνθεί από το Aids. Η γυναίκα συνέχισε και μου είπε πως η κόρη της Γεωργίας είναι πλέον 15 ετών και είχε πρόσφατα φέρει στον κόσμο ένα παιδί. Αφότου όμως γέννησε στο νοσοκομείο την κορούλα της, αναγκάστηκε να μείνει ήδη 1 μήνα εκεί, καθώς δεν της επέτρεψαν να φύγει, διότι δεν είχε λεφτά να πληρώσει τα νοσήλια.
Εγώ ήμουν λίγο δύσπιστος, αν όντως ήταν η κόρη της Γεωργίας, αλλά την επόμενη μέρα ήρθε μια νέα γυναίκα με το όνομα Ναομί, η οποία έμοιαζε στην Γεωργία και αποτελούσε φωτοαντίγραφο της μητέρας της. Μου εξήγησε και η ίδια την κατάστασή της και πως παρακάλεσε το προσωπικό του νοσοκομείου να την αφήσουν να πάει να βρει κάποιον που μπορεί να βοηθήσει να βρεθούν τα χρήματα για να πάρει το μωρό της. Και έτσι έγινε, άφησε το μωρό στο νοσοκομείο και κατέληξε στο χώρο της ιεραποστολής. Εγώ με την βοήθεια άλλων ανθρώπων και με μεγάλη χαρά πήγαμε στο νοσοκομείο και διαχειριστήκαμε την κατάσταση, με αποτέλεσμα να αφήσουν την νεαρή Ναομί και την κόρη της να φύγουν».
Η Ναομί μετά την βοήθεια του ιερέα να πάρει πίσω το παιδί της, έμαθε την σχέση που είχε η μητέρα της με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ένιωσε πως ίσως να υπάρχει ένας τρόπος να γλυτώσει από την ορφάνια της και τα βήματά της την οδήγησαν μετά από λίγες μέρες στο κατώφλι του κλιμακίου της Ιεραποστολής. Εντυπωσιασμένος από την τροπή των γεγονότων, ο πατήρ Χαρίτων εκδηλώνει τα συναισθήματά του:
«Μου έκανε μεγάλη εντύπωση που ξαναείδα τη Ναομί αγκαλιά με την κόρη της στην εκκλησία, μετά από μερικές ημέρες. Μου εξομολογήθηκε πως ήθελε να βαπτιστεί η ίδια και να βαπτίσει και την κόρη της, αφότου έμαθε ότι σε αυτό το μέρος βαφτίστηκε και πέθανε η μητέρα της. Προγραμματίσαμε την ημέρα της βάπτισης και σκέφτηκα πως αυτή την φορά θα πάρω σίγουρα φωτογραφίες. Η συνέχεια της ιστορίας είμαι σίγουρος πως θα έδινε μεγάλη χαρά στην Γεωργία».
Η ιστορία της Γεωργίας και της εύρεσης της κόρης της μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα στην περιοχή και θαύμασαν οι άνθρωποι για την συγκυρία που τακτοποίησε τις ζωές τριών ανθρώπων. Η Εκκλησία έκανε ότι δεν είχαν κάνει οι γονείς της Γεωργίας. Δεν έδιωξε την Γεωργία, την έθαψε αφού την βάπτισε και έτσι αποκατέστησε την τιμή της. Ακόμη, περιμάζεψε και πήρε αγκαλιά και την κόρη και εγγονή της σκουπίζοντας τα δάκρυα της ορφάνιας τους με την βάπτιση τους.
Υ.Γ. Η μοναδική φωτογραφία της Γεωργίας στάλθηκε πριν λίγο καιρό στον πατέρα Χαρίτωνα, από μια Ελληνίδα του Ιεραποστολικού Κλιμακίου που την είχε τραβήξει την ημέρα κατά την οποία η Γεωργία είχε παρακαλέσει να την μεταφέρουν με το κρεβάτι της στην Εκκλησία. Ήταν μια ημέρα πριν κοιμηθεί.
__________
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
Ορθόδοξη Αλήθεια, 05.01.2022
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2022
Ἡ Ὁσία Δομνίκη
Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2022
Έλαμψε το πρόσωπό της (Μια συγκλονιστική ιστορία που συνέβη την ημέρα των Θεοφανίων σε ένα χωριό της Βορείου Ηπείρου)
Παραμονή Θεοφανείων τοῦ 2000. Πρωτάγιαση (ἁγιασμός τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων). Στό Πήλιουρι, ἕνα χωριό τῆς Χειμάρρας τῆς Βορείου Ἠπείρου, ὁ ἱερέας κατεβαίνει ἀπό τό αὐτοκίνητο πού τούς μετέφερε ὡς ἐκεῖ καί ἑτοιμάζεται ν᾽ ἁγιάση τά σπίτια.
Μία ὥρα καί ἕνα τέταρτο ἔκαναν μέ τό αὐτοκίνητο γιά νά φτάσουν. Τό χωριό εἶναι κρυμμένο πάνω στά ὄμορφα ἱστορικά Χειμαρριώτικα βουνά. Ὁ δρόμος τραχύς, ἐπικίνδυνος. Τό αὐτοκίνητο ἀγκομαχοῦσε νά ξεκολλήση ἀπό τίς λάσπες πού δημιούργησε ἡ βροχή τίς προηγούμενες ἡμέρες. Εἶναι νέος Ἱερεύς, μόλις πρίν ἀπό δυό μῆνες χειροτονημένος Πρεσβύτερος. Εἶχε ἔρθει ἀπό τήν Ἑλλάδα μαζί μέ τρεῖς φοιτητές γιά νά βοηθοῦν στό ἀναλόγιο καί γιά τήν μεταφορά τῶν ἀναγκαίων γιά τίς ἱεροπραξίες στά χωριά τῆς περιοχῆς καί ὅπου ἀλλοῦ θά χρειαζόταν.
Ἡ πρώτη τους ἐπίσκεψη ἦταν ὁ ἱερός Ναός στήν εἴσοδο τοῦ χωριοῦ. Τό ἄθεο καθεστώς τόν ἔκαμε «σπίτι τοῦ λαοῦ», ἔπειτα ἀποθήκη. Θλιβερό τό θέαμα! Χορταριασμένα τά σκαλοπάτια, ἀμπαρωμένη ἡ πόρτα. Κανένα σημάδι ζωῆς. Ἀφημένη, λές, στήν φθορά τοῦ χρόνου γιά νά καταστρέψη ὅ,τι ἄφησαν πίσω τους οἱ ἄθεοι.
Τά παιδιά ἔτρεξαν νά χτυπήσουν τίς πόρτες τοῦ χωριοῦ, γιά νά ἀναγγείλουν τήν ἄφιξη τοῦ ἱερέα. Σέ λίγο ἔγινε συναγερμός. Ἡ μία νοικοκυρά μέ τήν ἄλλη μάθαιναν τά σπουδαῖα νέα. «Πρώτη φορά μετά ἀπό τόσα χρόνια ἦρθε παπᾶς νά μᾶς ἁγιάση», ἔλεγαν μέ δάκρυα στά μάτια. Ἄλλες ἔρριξαν στρωσίδια στίς εἰσόδους. Ἄλλες ἔκοψαν τά καλύτερα ἄνθη ἀπό τόν κῆπο τους γιά τήν ὑποδοχή. Ὅλοι περίμεναν στήν ἐξώπορτα. Τά σκυλιά στίς ὁλοκάθαρες αὐλές συμμετεῖχαν στήν χαρά. Τό γαύγισμά τους χαρούμενο, διαφορετικό.
«Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου Σου, Κύριε…», ἀντηχοῦσε σ᾽ ὅλο τό χωριό. Τά ράσα τοῦ παπᾶ γέμισαν λάσπες, βάρυναν. Τά ὑποδήματα τῶν φοιτητῶν καί αὐτά σκεπάστηκαν ἀπό τήν λάσπη. Καί ὅμως ὅλοι χαίρονταν.
Πέρασαν τρισήμισι ὧρες μέχρι νά ἁγιάσουν ὅλα τά σπίτια. Ἔμεινε ἕνα σπίτι στήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ. Κάποιοι εἶπαν ὅτι θά πᾶμε ἐμεῖς νά τούς δώσουμε τόν ἁγιασμό γιατί εἶστε κουρασμένοι. Δέν ἔπρεπε νά γίνη ὅμως ἔτσι. Δυό γυναῖκες, μία γερόντισσα καί ἡ κόρη της περίμεναν τόν ἱερέα. Φίλησαν μέ λαχτάρα τόν Σταυρό. Ὡδήγησαν τόν ἱερέα καί τήν συνοδεία του σέ ὅλα τά δωμάτια τοῦ σπιτιοῦ. Σέ ἕνα ἀπό αὐτά μία νέα ἦταν κατάκοιτη στό κρεββάτι. «Πάτερ, ἡ ἐγγονή μου», φωνάζει σπαρακτικά ἡ γερόντισσα. «Εἶναι 18 ἐτῶν. Πολύ καλή κοπέλλα. Περνάει μία δοκιμασία ἀλλά εἶναι μεγάλος ὁ Θεός». Ἡ μητέρα της δίπλα κλαίει βουβά. Θέλουν καί οἱ δυό γυναῖκες νά ποῦν κάτι στόν ἱερέα ἀλλά διστάζουν:
– Θά θέλαμε, πάτερ, νά σᾶς ζητήσουμε κάτι. Ἡ κοπέλλα πού ἁγιάσατε μέσα στό δωμάτιο εἶναι ἀνάπηρη, τετραπληγική. Πρίν ἀπό τρία χρόνια βαπτίστηκε. Ἀπό τότε νηστεύει αὐστηρά καί δέν ἔχει φάει κρέας. Τετάρτη καί Παρασκευή οὔτε λάδι. Προσεύχεται καί περιμένει μήπως ἔρθη κάποιος ἱερέας νά τήν κοινωνήση. Λέγαμε λοιπόν μήπως ἡ ἁγιότης σου θά μποροῦσε.
‒ Αὔριο, εἶπε ὁ ἱερέας εἶναι Θεοφάνεια. Μεγάλη ἡμέρα. Κάτω στήν Χειμάρρα θά εἶναι πολύς ὁ κόσμος. Θά κοινωνήσουν καί στήν συνέχεια θά ρίξουμε τόν Τίμιο Σταυρό στήν θάλασσα. Καταλαβαίνετε ὅτι θά ἀργήσουμε πολύ.
‒ Δέν πειράζει, πάτερ. Θά περιμένουμε ὅσο χρειαστεῖ. Ὅταν τό μάθη ἡ κοπέλλα μας, δέν πρόκειται ἀπό σήμερα οὔτε νερό νά πιῆ. Αὐτό τό λαχταράει.
Τήν ἄλλη μέρα, ἀργά τό μεσημέρι, τό ἴδιο αὐτοκίνητο μέ τούς ἴδιους ἀνθρώπους κατευθύνεται στό χωριό. Κανείς δέν μιλᾶ. Φτάνουν. Περπατοῦν ἀρκετή ὥρα μέχρι τό σπίτι. Μπροστά προπορεύεται κάποιος μέ ἕνα κερί ἀναμμένο. Στό πλατύσκαλο τοῦ σπιτιοῦ οἱ δυό γυναῖκες κλαῖνε ἀπό χαρά κάνοντας βαθιές μετάνοιες γιά νά ἐκφράσουν τήν εὐγνωμοσύνη τους. Βουβές, ἀμίλητες κάνουν τόν σταυρό τους μέ σεβασμό καί ὁδηγοῦν μέ προσοχή τόν ἱερέα στό δωμάτιο τῆς κόρης.
«Μεταλαμβάνει ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ Ἐλευθερία τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ…». Ὅμως, πρίν μεταδώση τά ἄχραντα μυστήρια ὁ λειτουργός τοῦ Θεοῦ σταματᾶ. Κάτι συμβαίνει. Ἀνοιγοκλείνει τά βλέφαρά του. Σάν κάτι νά τά ἐνοχλῆ. Ἀφοῦ ἄφησε τήν ἁγία λαβίδα στό ἅγιο Ποτήριο, ἔτριψε τά μάτια του πού θαμπώνονταν ἐκείνη τήν στιγμή, διερωτώμενος καθ᾽ ἑαυτόν μέ ἀπορία διά τό τί συμβαίνει. Τά μάτια τῆς Ἐλευθερίας προσηλωμένα στό Ἅγιο Ποτήριο λάμπουν. Φεγγοβολοῦν τόσο πολύ, ὥστε κατάπληκτος ὁ ἱερέας νά μήν μπορῆ πλέον νά διακρίνη τό πρόσωπό της. Ἕνα φῶς ὑπέρλαμπρο μέ συνεχῶς αὐξανόμενη ἔνταση ἁπλωνόταν σιγά–σιγά σέ ὅλο τό δωμάτιο. Αἰσθανόταν ὅτι τόν ἀκουμπάει. Τό χέρι του πού ἦταν κοντά αἰσθάνθηκε τήν θαλπωρή του. Τρόμαξε. Τό φῶς ἐκεῖνο δέν εἶχε τό χρῶμα τῆς φλόγας λαμπάδας ἀλλά ἦταν λευκό, δυνατό, ἁπαλό, ὄχι ἐκτυφλωτικό. Ἦταν τόσο δυνατό πού ὁ ἱερέας δέν ἔβλεπε τό πρόσωπο καί τό στόμα της.
Σαστισμένος καί μέ μεγάλη προσπάθεια γιά νά μήν τρέμη τό χέρι του, ἔχοντας στήν μνήμη του τό πρόσωπο τῆς κοπέλλας, μεταδίδει τήν θεία Κοινωνία. Κατάλαβε ὅτι κοινώνησε, ὅταν αἰσθάνθηκε ὅτι ἡ ἁγία λαβίδα ἄγγιξε στά δόντια τῆς μεταλαβούσης. «Εὐχαριστῶ πολύ, πάτερ», ἄκουσε στό βάθος τοῦ μυαλοῦ του τήν φωνή τῆς νεαρῆς κοπέλλας.
Εἶχε σκοπό νά καταλύση τό Ἅγιο Ποτήριο στό δωμάτιο μέ τό εἰκονοστάσι τῆς οἰκογενείας. Ἀδύνατον. Σιωπηλά χαιρετᾶ τίς σπιτονοικοκυρές κάνοντας ἕνα νεῦμα στούς φοιτητές πού τόν βοηθοῦσαν, ὅτι πρέπει νά φύγουν. Ἐκεῖνες παρακαλοῦν γιά νά τούς φιλοξενήσουν. Ὁ ἱερέας ὅμως δέν ἀκούει. Κρατᾶ σφιχτά στό δεξί του χέρι τό Ἅγιο Ποτήριο καί κατευθύνεται γοργά στό βάθος τοῦ μικροῦ δάσους πού βρίσκεται πέρα ἀπό τό σπίτι. Τό ρῖγος διαπερνᾶ τό σῶμα του. Ἀναλογίζεται τί ἦταν αὐτό πού τοῦ συνέβη; Καταλύει βιαστικά.
«Πάτερ, εἶστε καλά;» ρωτοῦν τά παιδιά. «Ναί, βέβαια, πᾶμε τώρα γιατί ἀργήσαμε…».
(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)