Σάββατο 28 Μαΐου 2022

29 Μαΐου – Γιορτή σήμερα: Αγία Θεοδοσία η Οσιομάρτυς η Κωνσταντινουπολίτισσα




Η Αγία Οσιομάρτυς Θεοδοσία καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη και γεννήθηκε από γονείς πλουσίους και ευσεβείς στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Αδραμυττηνού.

 

Σε ηλικία επτά ετών, αφού έμεινε ορφανή από πατέρα, εισήλθε σε μοναστήρι, όπου μετά από λίγο εκάρη μοναχή. Μετά το θάνατο και της μητέρας της, αφού πούλησε και διαμοίρασε στους φτωχούς τα υπάρχοντά της και απαλλάχτηκε έτσι από τις γήινες φροντίδες, επιδόθηκε με μεγαλύτερο ζήλο στην απόκτηση της τελειότητας και των μοναχικών αρετών, ασκούμενη στη μονή που βρισκόταν κοντά στο «Σκοτεινόν φρέαρ» και ονομαζόταν «Άσπαρον στέρνην».

 

Όταν ανήλθε στο θρόνο ο Λέων ο Ίσαυρος (717 – 741 μ.Χ.), εξαπολύθηκε άγριος διωγμός εναντίον των εικονόφιλων και των ιερών εικόνων, ο δε πατριάρχης Γερμανός, στερεός προμαχώνας της Ορθοδοξίας, εκδιώχθηκε και αντικαταστάθηκε από τον εικονομάχο Αναστάσιο. Κατά την έναρξη του διωγμού διατάχθηκε η καθαίρεση και καταστροφή της εικόνας του Χριστού, η οποία βρισκόταν επί τής Χαλκής Πύλης.

Τότε η Θεοδοσία, επικεφαλής καλογραιών και άλλων γυναικών, όρμησαν και κατέρριψαν από την κινητή σκάλα το σπαθάριο που ανέβηκε, για να καταστρέψει την εικόνα, και με πέτρες και ξύλα επιτέθηκαν κατά τού Πατριαρχείου. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση ο Πατριάρχης Αναστάσιος αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει το Πατριαρχείο. Η στρατιωτική δύναμη που επενέβη, άλλες μεν από τις γυναίκες φόνευσε, άλλες δε, μεταξύ των οποίων και την Θεοδοσία, συνέλαβε. Και από τις συλληφθείσες άλλες ελευθέρωσαν, άλλες έκλεισαν στις φυλακές ή εξαπέστειλαν στην εξορία. Την δε Θεοδοσία, αφού την κακοποίησαν, την οδήγησαν στην τοποθεσία του Βοός και την κατέσφαξαν, αφού διαπέρασαν το λαιμό της με κέρατο κριού (730 μ.Χ.). Το τίμιο λείψανό της περισυνελλέγει και ενταφιάσθηκε στη μονή Δεξιοκράτους, πολλά δε θαύματα επιτελούσε στους πιστούς, που προσέρχονταν με πίστη και ευλάβεια.

 


Πέμπτη 26 Μαΐου 2022

Στην κάμαρα με τα εικονίσματα


 

Σαν εβράδιαζε και πριν νυχτώσει και πριν γυρίσει ο πατέρας μας απ’ τη δουλειά του την απογευματινή κι από το καφενείο που συναντιόταν με τους φίλους του, έμπαινε η μάνα στο δωμάτιο με τα εικονίσματα.

Κατέβαζε το καντήλι που κόντευε να σβήσει, αφού καιγόταν από το πρωί, και το ’φερνε στην κουζίνα και το ’βαζε απάνω στη γωνιά. Άναβε τότε απ’ τη φλόγα που τρεμόσβηνε την πασχαλιάτικη λαμπάδα που φυλάγαμε απ’ τη Λαμπρή και μου την έδινε να την κρατάω.

Έπιανε ύστερα τη φλόγα με τα δυο της ακροδάχτυλα να σβήσει… και το δικό μου το παιδιάτικο μυαλό έμενε πάντα με την απορία, πως δεν καιγόνταν τ’ ακροδάχτυλα της μάνας μου, πρωί και βράδυ τόσα χρόνια ν’ ακουμπούνε τη φωτιά και να τη σβήνουν.

Εκείνη ωστόσο συμπλήρωνε απ’ το ροϊ το λάδι το αναγκαίο στο καντήλι και τραβώντας λίγο το βαμβακένιο φυτίλι στην καντηλήθρα, το έστριβε απαλά και … «έλα» μου έλεγε κι εγώ το άναβα από το φως της πασχαλιάτικης λαμπάδας που κρατούσα.

Την έπαιρνα από πίσω έπειτα τη μάνα μου, καθώς εγύριζε στην κάμαρα με τα εικονίσματα, και το καντήλι, αφού το σκέπαζε με το γυαλί του, το απίθωνε σεβαστικά στην τακτική του θέση, σε μια παλιά μικρή εταζέρα δηλαδή, καρφωμένη στον τοίχο, ανάμεσα στα εικονίσματα και στολισμένη με πετσετάκι κάτασπρο απ’ τα δικά της χέρια κεντημένο.

Ποτέ ως τώρα δε λησμόνησα τη μάνα μου, μέσ’ στην κατάνυξη που γέμιζε την κάμαρα το φως το ιλαρό του καντηλιού, πώς έγερνε στα γόνατα κι άρχιζε να προσεύχεται και να σταυροκοπιέται.

Γονατιστή κι εγώ στο πλάι της, πολεμούσα να διακρίνω τα λόγια που σχημάτιζαν τα χείλη της και δε μπορούσα, μιλούσε μόνη προς «μόνω Θεώ».

Όμως το φεγγοβόλημα το αμυδρό του καντηλιού έφτανε για να ξεχωρίσω δάκρυα να κυλούν στης μάνας μου τις παρειές, που με το τελευταίο σταυροκόπημα θυμότανε να τα σφογγίσει, βγάζοντας το μαντηλάκι της από την τσέπη της τριμμένης ρόμπας που φορούσε.

Και τότε… «άναψε το φως» ψιθύριζε και παραμένοντας γονατιστή κάτω απ’ τα εικονίσματα, άνοιγε την Καινή Διαθήκη και συλλάβιζε αργά, με τα λιγοστά γράμματα που είχε καταφέρει στα παλιά μονάχη της να μάθει.

Κι εγώ, λιγότερο από δεκάχρονο κορίτσι, στης κάμαρας τον τοίχο ακουμπώντας, να περιμένω σιωπηλή… και βυθισμένη στο δέος και στην έκπληξη να βλέπω τώρα καθαρά καινούργια δάκρυα να τρέχουν απ’ της μάνας μου τα μάτια.

Μα ήρθε η ώρα, κι ήτανε νωρίς, που η μάνα μου ταξίδεψε στη χώρα του Θεού, εκεί που δεν υπάρχει βράδυ και νύχτα και οι λυτρωμένοι προσεύχονται χωρίς δάκρυα,

Κι εγώ άργησα, μα το κατάλαβα, πώς μπόρεσε η μάνα μου, τα δύσκολα χρόνια της επίγειας ζωής της με τις λιγοστές χαρές και τις αμέτρητες πίκρες, αγόγγυστα να τα περάσει και καρτερικά.

Κι όταν ανάβω το καντήλι και το φέρνω στα εικονίσματα, στα γόνατα την ξαναβλέπω να προσεύχεται και να σταυροκοπιέται κι αργά να συλλαβίζει το Ευαγγέλιο και δάκρυα να τρέχουν απ’ της μάνας μου τα μάτια.

Ευτυχία Γερ. Μάστορα

ΠΗΓΗ megalipanagiathivon

Δευτέρα 23 Μαΐου 2022

ΟΙ ΚΡΗΤΙΚΟΠΟΥΛΕΣ


το μεγαλείο της ψυχής των Ελληνίδων…από την Μάχη της Κρήτης

(από παλιό αναγνωστικό)

http://averoph.files.wordpress.com/2014/05/cebfceb9-cebacf81ceb7cf84ceb9cebacebfcf80cebfcf85cebbceb5cf83.jpg?w=522&h=366

Δύο λυγερόκορμες Κρητικοποῦλες ἐστέκοντο ἴσιες σὰν λαμπάδες μπροστὰ στὸ Γερμανὸ διοικητὴ τῶν ἀλεξιπτωτιστῶν. Ἦσαν κι οἱ δύο ψηλές, λιγνές, ἀλλὰ γεροδεμένες, μελαχροινές, μὲ ἔντονα χαρακτηριστικά, εἴκοσι δύο ἕως εἴκοσι πέντε χρόνων. Κι ἐφοροῦσαν ἀνδρικὲς κρητικὲς βράκες καὶ ψηλὰ ὑποδήματα. Ἦσαν ἀδελφές. Ἀρετὴ ὠνομαζόταν ἡ μεγαλύτερη κι Ἐλευθερία ἡ μικρότερη. Εἶχαν πιασθῆ αἰχμάλωτες σὲ μία συμπλοκὴ κοντὰ στὸ ἀεροδρόμιο τοῦ Μάλεμε στὴ μάχη τῆς Κρήτης. Κι ἡ διαταγὴ ἦταν: Ὅσοι ἔνοπλοι πολῖται συνελαμβάνοντο αἰχμάλωτοι νὰ τουφεκίζωνται « ἐπὶ τόπου ».

Δὲν ἐμιλοῦσε ὅμως ἡ διαταγὴ καθόλου γιὰ γυναῖκες. Κι οἱ δύο ἀδελφὲς εἶχαν πιασθῆ, ἀφοῦ ἐπολέμησαν σὰν τὰ καλύτερα παλληκάρια, ὡπλισμένες μὲ δύο παλαιοὺς γκράδες. Στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν ἔπεσαν μόνον ἀφοῦ τοὺς ἔστειλαν μὲ ἀλάθευτο μάτι καὶ τὴν τελευταία τους σφαῖρα. Καμμία προφύλαξι δὲν ἐπῆραν σ’ ὅλο τὸ διάστημα τῆς φονικῆς συμπλοκῆς. Οἱ σφαῖρες ὧρες ὁλόκληρες ἐπερνοῦσαν γῦρό τους σὰν μέλισσες, χωρὶς ὅμως νὰ τὶς ἐγγίξουν καθόλου.

——————————————————–

.
Ἡ καταγωγή τους ἦταν ἀπὸ ἕνα μικρὸ χωριὸ τῶν Σφακιῶν. Τὸν πατέρα τους τὸν εἶχαν χάσει στὸ προηγούμενο πόλεμο. Τὰ δύο ἀδέλφια τους, ὁ Μανώλης κι ὁ Γιῶργος, εἶχαν ἐπιστρατευθῆ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ πολέμου κι εἶχαν πάει στὴ Βόρειο Ἤπειρο, ὅπου μαζὶ μὲ τόσους ἄλλους ἔδειξαν ἄλλη μία φορὰ στὸν κόσμο τί ἀξίζει τὸ κρητικὸ τουφέκι. Ποῖος ἤξερε τί νὰ ἀπέγιναν ὕστερα ἀπὸ τὴ γερμανικὴ ὑποδούλωσι καὶ τὴ διάλυσι τοῦ στρατοῦ μας! Τάχα νὰ ἐζοῦσαν; Ἡ χήρα μητέρα κι οἱ ὀρφανὲς ἀδελφές τους ἐπερνοῦσαν ἡμέρες ἀγωνίας.
Ἀντὶ νὰ ἔλθῃ στὶς πονεμένες γυναῖκες κάποια εἴδησις γιὰ τὴν τύχη τῶν ἀγαπημένων τους, ξαφνικὰ ἕνα πρωῒ ἕνα τρομερὸ μήνυμα συνετάραξε ὅλη τὴν Κρήτη ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη: Πολλὰ ἐχθρικὰ ἀεροπλάνα ἔρριχναν χιλιάδες ἀλεξιπτωτιστὰς γύρω στὰ ἀεροδρόμια καὶ στὶς μεγάλες πολιτεῖες. Οἱ λίγοι Ἕλληνες στρατιῶται, μὲ τὴ βοήθεια ὅσων Ἄγγλων, Αὐστραλῶν καὶ Νεοζηλανδῶν εἶχαν φθάσει ἀπὸ τὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα, τοὺς ἀντιμετώπιζαν ἀδείλιαστα στὸν ἄνισον ἀγῶνα. Μὰ τὰ ἀεροπλάνα ὅλο καὶ ἐπλήθαιναν σὰν κοπάδια ὄρνια, ποὺ ὀσμίζονται πλούσιο κυνήγι.
Ἀλλὰ κι οἱ στρατιῶται δὲν ἀπόμειναν μόνοι νὰ ὑπερασπίσουν τὴν Κρήτη. Λὲς καὶ κάποια μαγικὴ σάλπιγγα ἐσήμανε γενικὸ συναγερμὸ στοὺς κάμπους καὶ στὰ βουνά. Γέροι ἀσπρομάλληδες καὶ παιδιὰ ἀμούστακα ἅρπαξαν ὅ,τι μισοσκουριασμένο τουφέκι ἡ μαχαίρι εὑρισκόταν στὸ σπίτι τους κι ἔτρεξαν νὰ μετρηθοῦν μὲ τὸν πιὸ τέλειο στρατό, ποὺ εἶχε γνωρίσει ὣς τότε ὁ κόσμος. Τότε ἐπετάχθηκαν στὴ μέση καὶ πολλὲς Κρητικοποῦλες ὡπλισμένες. Κανεὶς δὲν ἠθέλησε νὰ τὶς ἐμποδίσῃ.

.
– Μαννούλα, τὴν εὐχή σου!…
Κι ἔσκυψαν νὰ φιλήσουν τὸ χέρι της οἱ δύο λεβεντοκόρες. Εἶχαν φορέσει τὶς τιμημένες κρητικὲς στολὲς τοῦ παπποῦ τους, τοῦ φημισμένου καπετὰν – Μανώλη, καὶ τοῦ πατέρα τους, ποὺ τὶς ἐφύλαγαν στὰ βάθη τοῦ σεντουκιοῦ, ἀκριβὰ οἰκογενειακὰ κειμήλια. Στὰ χέρια τους ἐκρατοῦσαν τοὺς δύο παλιοὺς γκρᾶδες τοῦ σπιτιοῦ καὶ στὰ στήθη τους εἶχαν περάσει σταυρωτὰ τὰ φυσεκλίκια.
Ἡ χαροκαμμένη μητέρα γιὰ μιὰ στιγμὴ ἐξαφνιάστηκε. Γιὰ μιὰ στιγμὴ μονάχα. Κι ἀμέσως, χωρὶς νὰ δείξῃ τὴν παραμικρὴ ταραχή, ἄνοιξε διάπλατα τὴν ἀγκαλιά της καὶ τὶς ἐφίλησε στὰ πυρωμένα μάγουλά τους.
– Στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ!… Καὶ κοιτάξετε νὰ μὴ ντροπιάσετε τὴ γενιά σας.
Σὰν νὰ εἶχαν φτερὰ στὰ πόδια, ἔτρεξαν νὰ προφθάσουν τοὺς ἄλλους χωριανοὺς πολεμιστάς ποὺ ἐκατηφόριζαν. Καὶ μόνο σὰν τὶς ἔχασε ἀπὸ τὰ μάτια της ἐδάκρυσεν ἡ μητέρα.
– Ἄχ! γιατί νὰ μὴν ἔχω κι ἐγὼ τὰ νιᾶτά σας νὰ ἔλθω μαζί σας, ἐμουρμούρισε μὲ παράπονο.
——————————————————————–

.
– Ξέρετε ποία εἶναι ἡ τιμωρία γιὰ τοὺς πολῖτες, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ κτυποῦν τὸ γερμανικὸ στρατό; ἐρώτησε τὶς αἰχμάλωτες ὁ Γερμανὸς διοικητής. Ἕνας Γερμανὸς στρατιώτης ἔκανε τὸ διερμηνέα.
– Τὴν ξέρομε. Εἶναι ὁ θάνατος. Ἀπάντησε μὲ σταθερὴ φωνὴ ἡ Ἀρετὴ γιὰ λογαριασμὸ καὶ τῆς ἀδελφῆς της.
– Γιατί δὲν ἐσεβασθήκατε τοὺς κανόνες τοῦ πολέμου; Μόνον τακτικὸς στρατὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ πολεμάῃ τακτικὸ στρατό.
– Γιατί δὲν ἐσεβασθήκατε ἐσεῖς τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Κρήτη; Ποία ἀφορμὴ σᾶς ἐδώσαμε, ποὺ ἤλθατε νὰ μᾶς ὑποδουλώσετε; Ἦταν ἡ πληρωμένη ἀπάντησις τῆς ὑπερήφανης Ἑλληνοπούλας.
Ὁ Γερμανὸς ἔγινε μαυροκόκκινος ἀπὸ τὸ θυμό του. Κάτι ἐμουρμούρισε καὶ διέταξε νὰ τὶς κλείσουν στὸ ὑπόγειο τοῦ προσωρινοῦ διοικητηρίου.
– Ἔπρεπε νὰ τὶς τουφεκίσω ἀμέσως, εἶπε στοὺς ἀξιωματικούς του, ποὺ παρεστέκοντο στὴ σκηνὴ ἀκίνητοι σὰν ἀγάλματα. Μὰ τί νὰ τοὺς κάμω. Μοῦ ἦλθε διαταγὴ ἀπὸ τὸ Βερολῖνο νὰ στείλω ἐκεῖ ὅσες Κρητικοποῦλες ἔνοπλες πιάσωμε. Βλέπετε πρώτη φορὰ ἀντιμετωπίσαμε καὶ γυναῖκες νὰ μᾶς πολεμοῦν μὲ τόσο πεῖσμα. Φαίνεται πὼς θέλει νὰ τὶς γνωρίσῃ ὁ ἴδιος ὁ Χίτλερ.
Στὰ ψυχρὰ πρόσωπα τῶν ἀξιωματικῶν ἐζωγραφίσθηκε μελαγχολικὴ ἔκφρασι. «Πῶς θὰ κρατήσωμε ὑποδουλωμένη μία χώρα, ὅπου κι οἱ γυναῖκες μᾶς πολεμοῦν παλληκαρίσια!»

Γεώργιος Ν. Καλαματιανὸς

ΠΗΓΗ: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Ε’ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ (1955)

από το Αβέρωφ

Οσία Καλή


Εορτάζει στις 22 Μαΐου εκάστου έτους.

Αποτέλεσμα εικόνας για osia kalh

Καλῆς τὶ καλῶν πρωτίστως ἐπαινέσω;

Καλὰ γὰρ ἐν αὐτὴ πολλὰ συνέδραμον.

Κάλλος εἰκάδι δεύτερη καλῶν Καλῆς θέμις ὑμνέειν.

Εἰς τὸ λείψανον τῆς Ἁγίας Καλῆς,

ὑπὸ Μανουὴλ Φιλῆ.

Ὁ πῆχυς οὗτος τῆς Καλῆς τῆς ὀλβίας,

ᾯ τοὺς μίτους ἔνηθε τῆς εὐποιΐας.

 

Βιογραφία

Η Οσία Καλή έζησε πριν το 15ο αιώνα μ.Χ. και καταγόταν από την Ανατολή, δηλαδή τη Μικρά Ασία.

Η ακροστιχίδα του Κανόνος της Αγίας μάς πληροφορεί ότι αυτός αποτελεί ποιήμα «τού Κρήτης», δηλαδή κάποιου Αρχιεπισκόπου της Κρήτης. και στα δύο χειρόγραφα που διασώζουν την Ακολουθία της Οσίας δεν αναγράφεται το ορθόν «Τού», αλλά η ερμηνεία του, δηλαδή το όνομα του συγκεκριμένου υμνογράφου «Ανδρέου Κρήτης». Άρα, σύμφωνα με τα χειρόγραφα, ποιητής είναι ο διάσημος για τον Μέγα Κανόνα του, Άγιος Ανδρέας, Αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Αν ο υμνογράφος της Ακολουθίας είναι όντως ο Ανδρέας Κρήτης, τότε και η Οσία πρέπει να έζησε τουλάχιστον πριν την κοίμηση του Αγίου, δηλαδή πριν το 740 μ.Χ. Βέβαια, πίσω από την φράση «Τού Κρήτης» μπορεί να κρύβεται κάποιος άλλος Αρχιερεύς της Κρήτης. Γι’ αυτό έχει προταθεί ως υμνογράφος της Ακολουθίας της Οσίας ο Νικηφόρος Μοσχόπουλος, Μητροπολίτης Κρήτης και «κατ’ επίδοσιν» Μηθύμνης και Πρόεδρος Λακεδαιμονίας. Αυτός έζησε πλησιέστερα στο χρόνο συντάξεως των χειρογράφων (15ος – 16ος αιώνας), δηλαδή το 13ο αιώνα μ.Χ. και στις αρχές του 14ου αιώνος μ.Χ. (Το 1285 μ.Χ. είναι ήδη Μητροπολίτης Κρήτης, ενώ τα τελευταία ίχνη του αναφαίνονται κατά τον Οκτώβριο του 1322 μ.Χ.) και είχε σχέσεις τόσο με τη Λέσβο όσο και με το Σινά. Σ’ αυτή την περίπτωση η Οσία θα πρέπει να έζησε το αργότερο μέχρι το πρώτο ήμισυ του 14ου αιώνος μ.Χ.

 

Η οικογένεια της Οσίας ήταν πλούσια και η περιουσία της διατέθηκε από την Αγία σε έργα φιλανθρωπίας και ευποιίας. Δεν πρέπει να ήταν μοναχή, διότι αυτό δεν αναφέρεται πουθενά στην Ακολουθία και φιλοξενούσε τους άστεγους και ενδεείς στον οίκο της, αφού ήταν αφιερωμένη στη διακονία των ελαχίστων και πασχόντων αδελφών της.

 

Η Καλή έζησε με σωφροσύνη, παρθενία, άσκηση, νηστείες και αδιάλειπτη προσευχή. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του βίου της είναι η φιλανθρωπία. Κίνητρό της ήταν ο πόθος της να τηρεί τις εντολές του Χριστού, να μιμείται τη θεϊκή ευσπλαχνία και φιλανθρωπία και να εκφράζει με κάθε τρόπο την αγάπη της προς τους συνανθρώπους της.

 

Στην Ακολουθία της αναφέρονται και θαύματα της Αγίας. Κάποια φορά που ζύμωσε ψωμί, για να το μοιράσει στους φτωχούς, ο Θεός έκανε ώστε να μην λιγοστεύει το ψωμί που της απόμενε, όπως στην Παλαιά Διαθήκη δεν ελαττωνόταν το αλεύρι της χήρα στο Σαρεπτά, παρ’ όλο που τρεφόταν με αυτό ο Προφήτης Ηλίας, η χήρα και τα παιδιά της.

 

Αλλά και μετά την κοίμησή της η Αγία συνέχισε αδιάκοπα να ευεργετεί τους ανθρώπους, χαρίζοντας την θεραπεία πιο ασθενείς με τις ικεσίες της προς τον Κύριο. Είναι τόσα πολλά τα θαύματα των ιάσεων, ώστε ο υμνογράφος κάνει λόγο για «πέλαγος θαυμάτων» και την αποκαλεί «θαυματόβρυτον». Θεραπεύει ποικίλα νοσήματα ψυχών και σωμάτων, αλλά κυρίως ασθένειες επώδυνες, χρόνιες και δυσίατες, ρευματισμούς και αρθρίτιδες, παραλύσεις των αρθρώσεων και παραμορφώσεις των μελών του σώματος.

 

Η μνήμη της Οσίας Καλής αναφέρεται, επίσης, στις 15 Μαΐου και το Σάββατο της Διακαινησίμου.

 

www.apostoliki-diakonia.gr/

 

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ´. Ὡς τῶν αἰχμαλώτων.

Ὡς τῆς παρθενίας κάλλος θαυμαστὸν καὶ τῶν πεινώντων διατροφή, θεραπεία ἀσθενῶν, τῶν Ὁσίων ἀγλάϊσμα, τῆς εὐποιΐας κανὼν, Καλὴ θαυματόβρυτε, πρέσβευε Χριστῷ τὰ καλὰ δοθῆναι ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

 

Κοντάκιον

Ἦχος γ´. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἐπὶ γῆς ἐβίωσας, νηστείαις καὶ ἀγρυπνίαις, προσευχαῖς σχολάζουσα, μελέταις θείων λογίων, πράξεσι καὶ εὐποιΐαις ἀκοπιάστως· νυν δὲ ζῇς ἐν οὐρανίοις, ἔνθα σχολάζεις θεωρίαις καὶ πρεσβείαις πρὸς τὸν Σωτῆρα ὑπὲρ ἡμῶν, ὦ Καλή.

 

Κάθισμα

Ἦχος α´. Τὸν τάφον σου, Σωτήρ.

Ὡς ἥλιος ἡμῖν, ἡ ἁγία σου μνήμη, ἀνέτειλε σαφῶς, τὰς ἡμῶν διανοίας φωτίζουσα, πανεύφημε, τῶν θαυμάτων ταῖς λάμψεσι, τῶν τιμώντων σοῦ ἀξιόχρεῳς, παρθένε, τὸ μνημόσυνον τὸ ἱερὸν θείοις ὕμνοις, Καλὴ παμμακάριστε.

 

Ὁ Οἶκος

Θυγάτηρ μὲν ὤφθης τοῦ πρώτου Ἀδάμ. Τῷ Δευτέρῳ δὲ συνήφθης ἐκ πράξεως, τὰς ἀρετάς, ὥσπερ προῖκα, τούτῳ φέρουσα δαψιλῶς, ἀξιέραστε. Σὺ γὰρ πέφυκας τρανῶς τῶν Παρθένων καύχημα, τῶν ἐλεημόνων τε ἡ ἀρχέτυπος στήλη, ἐν ἐλέει τὸν ἐλεήμονα Νυμφίον σου θεραπεύσασα. Διὰ τοῦτο μεγάλως σὲ ἐδόξασε, διαυγεστάτην πηγὴν ἀναδείξας σε, κρουνοὺς θαυμάτων βρύουσαν καὶ χειμάῤῥους ἰαμάτων ἀενάως ἐκβλύζουσαν. Ἀλλὰ πρέσβευε νῦν πρὸς τὸν Σωτῆρα ὑπὲρ ἡμῶν, ὦ Καλή.

 

Μεγαλυνάριον

Χαίροις, τῶν Παρθένων ἡ καλλονή, ἐνδεῶν, ἀπόρων ὁ ἀκένωτος θησαυρός, τῶν δεινῶς πασχόντων ἰάτραινα ἀρίστη, Καλὴ Ὁσιωτάτη, λάμπουσα θαύμασι.

Αγία Μαρία του Κλωπά, η Μυροφόρος (23 Μαΐου)


 

Η Αγία Μαρία ήταν σύζυγος του Κλωπά και μια από τις γυναίκες, που ακολούθησαν τον Κύριο μας Ιησού Χριστό και υπηρετούσαν στο έργο Του.

Όταν γινόταν η φρικτή θυσία του Γολγοθά και οι μαθητές κρύβονταν και διασκορπίζονταν, αυτή συμπαρακολουθούσε στον τόπο της καταδίκης και συμπαραστεκόταν στην σταυρική αγωνία (Σταύρωση) και την ταφή έπειτα του Ιησού. Αλλά ήταν και μια από τις μυροφόρες, που ευτύχησε ν’ ακούσει το πρωί της Κυριακής, το χαρμόσυνο άγγελμα της Ανάστασης.

 


Γιοι της Μαρίας αυτής, ήταν ο Ιωσής και ο Ιάκωβος. Ο τελευταίος συγκαταλέχθηκε μεταξύ των 12 αποστόλων, ονομαζόταν μάλιστα Μικρός για να διακρίνεται από τον άλλο Ιάκωβο τον αδελφό του Ιωάννη του Θεολόγου.

Η Αγία Μαρία, ήταν επίσης παρούσα και κατά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στο υπερώο. (σημ. κατά την Πεντηκοστή) .Όταν σχηματίστηκε η πρώτη Εκκλησία στην Ιερουσαλήμ, η Μαρία εξακολούθησε να προσφέρει σ’ αυτή τις υπηρεσίες της, για την επέκταση της αληθινής πίστης και για κάθε καλό και φιλάνθρωπο έργο.

 

το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο: Αγιολόγιο της Ορθοδοξίας, του Χρήστου Τσολακίδη, εκδ. Χ. Δ. Τσολακίδη

Η ΠΟΝΤΙΑ ΓΙΑΓΙΑ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ


Άγιοι Πόντου66623

Ήταν ένα απόγευμα της δεκαετίας του ογδόντα. Καθόμουν στο μπαρ του ξενοδοχείου που εργαζόμουν ως υπάλληλος στην Reception, στην κωμόπολη Αλάνια (Alanya) της Αττάλιας (Antalya). Εκείνη τη μέρα δεν είχα βάρδια. Παρόλο που υπήρξε κίνηση στο ξενοδοχείο, κατέπεσα σε μία αδράνεια.
Το να πάρω παραγγελίες, να δέχομαι πελάτες, να καταγράφω ταυτότητες, να συμπληρώνω φόρμες, να απαντάω στα τηλέφωνα κλπ. όλα αυτά με αγανάκτησαν. Παρήγγειλα ένα ποτό και σύρθηκα σε μια γωνιά. Μια ανυπότακτη νοσταλγία, είχε περικυκλώσει τον εγκέφαλο μου. Είχα επιθυμήσει το χωριό μου.

Μόλις είχα ξεκινήσει να ταξιδεύω προς τα παρχάρια (εξοχικά βουνά), της Μαύρης Θάλασσας, κάτω από τη μελωδία του γαβαλιού (φλογέρα) και της λύρας που ανακατευόταν με τα τραγούδια τον κοριτσιών, με ξύπνησε ένας συνάδελφος από το γλυκό όνειρο που μόλις είχε αρχίσει. Είχα ένα τηλεφώνημα από έναν φίλο μου, που δούλευε σε κάποιο άλλο ξενοδοχείο.
Πέρασε καιρός που είχαμε γνωριστεί. Τότε, όταν πρωτογνωρισθήκαμε, μου είχε πει ότι κατά καιρούς φιλοξενούν Έλληνες στο ξενοδοχείο τους. Τον παρακάλεσα να με ειδοποιήσει όταν θα ξαναρθούν Έλληνες. Διότι, του είπα, ξέρω Ποντιακά και θέλω να τα συγκρίνω με τα Νέα Ελληνικά.
Γι’ αυτόν τον λόγο με τηλεφωνούσε τώρα :
«Έλα γρήγορα. Υπάρχει μία ομάδα Ελλήνων εδώ, οι οποίοι ετοιμάζονται να αναχωρήσουν από το ξενοδοχείο. Είχα άδεια και δεν ήμουν εδώ. Γι’ αυτό και δε σε πήρα πιο πριν» μου είπε και χαιρετώντας έκλεισε το τηλέφωνο.

Τελικά παίρνω ένα ταξί και πάω στο ξενοδοχείο που βρισκότανε οι Έλληνες επισκέπτες. Κατευθύνθηκα στην Reception. Πριν να κοντέψω καλά-καλά, ο φίλος μού έκανε σήμα και μού έδειξε το πούλμαν που βρισκότανε έξω. Τρέχοντας προς το πούλμαν που περίμενε έξω, με έπιασε ένα απερίγραπτο άγχος. Ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. Δεν ήξερα πώς και με ποιόν να έρθω σε επαφή, τι να πω και τι συμπεριφορά θα δεχτώ. Ούτε χρόνος υπήρξε όμως για να σκεφθώ. Το μισό το πούλμαν ήταν γεμάτο. Μερικοί επισκέπτες κυκλοφορούσαν γύρω από το πούλμαν. Μάλλον περιμένανε να έρθουν καί οι υπόλοιποι. Εγώ προτίμησα να μπω στο πούλμαν. Μόλις μπήκα μέσα, άρχισα να κοιτάω στα μάτια τους ανθρώπους. Λες κι έψαχνα κάποιον συγκεκριμένο. Άρχισαν και αυτοί να με κοιτάνε διότι δεν ήμουν από την ομάδα, ούτε με συνάντησαν στο ξενοδοχείο. Μία στιγμή ντράπηκα τόσο πολύ, πού σκέφτηκα να βγω έξω.
Δεν ξέρω πώς ξεχείλισε η μικρή Ποντιακή φράση από τα χείλη μου, αλλά, λέγοντας «εγρεικά κανείς Ρωμαίικα;», τους ρώτησα αν ξέρει κανείς Ποντιακά.

Παναγία Σουμελά_Sümela Manastırı_Монастырь Панагия Сумела_ Sumela Monastery_Soymela2

Μόλις διατύπωσα αυτήν την ερώτηση, όλα τα μάτια που βρισκόντουσαν μέσα στο πούλμαν, στράφηκαν προς τα μένα. Ίσως οι περισσότεροι να μην είχαν καταλάβει καν τι τους ρωτούσα.
Όμως μια ηλικιωμένη γιαγιά, σηκώθηκε από τη θέση της και με κοίταζε περίεργα λες κι ήθελε να με ρωτήσει κάτι. Μάλλον και αυτή δεν ήξερε από πού να ξεκινήσει. Της έλυσα τη γλώσσα , λέγοντας της την ίδια φράση που χρησιμοποίησα πιο πριν. Δηλαδή την ρώτησα αν ξέρει Ποντιακά.
Μου απάντησε με την ερώτηση στα Ποντιακά λέγοντας: «απόθεν είσε;». Δηλαδή με ρώτησε από πού είμαι.
Της είπα: «Είμαι ασην Τραπεζούντα (Από τη Τραπεζούντα είμαι)».
Μόλις άκουσε τη λέξη Τραπεζούντα, σηκώθηκε από τη θέση της και διασχίζοντας το στενό διάδρομο του πούλμαν, έρχονταν κοντά μου. Δεν είχα καταλάβει το τι έγινε.
Μόλις έφτασε, με αγκάλιασε με φίλησε και αμέσως έβαλε τα κλάματα. Από τη μία με αγκάλιαζε και από την άλλη κλαίγοντας άρχισε να μιλά στα Ποντιακά.
Μου είπε: «Να είνομε γουρπάντ σα ποδάρες. (να θυσιαστώ στα πόδια σου)».
Αυτή η φράση χρησιμοποιούνταν από μας αλλά μόνο από μικρούς που ζητούσανε ελεημοσύνη από μεγάλους σε περίπτωση που ήταν ένοχοι για κάτι. Ποτέ ένας ηλικιωμένος ή ηλικιωμένη δεν θα το χρησιμοποιούσε σε μικρότερο. Είχα πάθει σοκ. Δεν ήξερα τι να πω.
Από την ντροπή μου ίδρωσα και έγινα μούσκεμα.
Συνεχίζοντας η γιαγιά, με ρώτησε: «απόθεν εξέβες και έρθες, αδακές ντ’ αραέυεις, εσείς ακόμε σην Τραπεζούτα γιασαέβειτε; (από πού βγήκες και ήρθες, τι ψάχνεις εδώ, εσείς ακόμη στην Τραπεζούντα ζείτε;)».

Ούτε σε αυτές τις ερωτήσεις της απάντησα. Άλλωστε με είχε αγκαλιάσει τόσο σφιχτά, που αισθανόμουν τα δάκτυλα της στο κορμί μου. Μ’ αγκάλιαζε και δε μ’άφηνε να την κοιτάξω καλύτερα και να της πω και εγώ κάτι. Συχνά με κοιτούσε για λίγο στα μάτια, ξανά με αγκάλιαζε και ψιθυρίζοντας κάτι έκλαιγε. Λες κι ήμασταν γιός και μητέρα που βρεθήκαμε πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια. Δεν μπορούσε να με χορτάσει. Οι υπόλοιποι Έλληνες που βρισκόντουσαν στο πούλμαν, μας κοιτούσαν έκπληκτοι.

Νομίζω πως δεν μπόρεσαν να ερμηνεύσουν την κατάσταση. Δεν θυμάμαι πόση ώρα πέρασε έτσι. Όμως ήρθαν και αυτοί που έλειπαν και το πούλμαν ήταν έτοιμο να αναχωρήσει. Κάποιοι από τους επιβάτες, ειδοποίησαν την γιαγιά για να περάσει στη θέση της. Η καημένη η γιαγιά, κλαίγοντας με λυγμούς, με άφησε και στράφηκε προς τη θέση της. Είχε εξαντληθεί τόσο πολύ που πηγαίνοντας, κρατούσε δεξιά κι’ αριστερά. Μάλλον και από τα δάκρυα που κατέβαζε, δεν έβλεπε καλά που βάδιζε. Από πίσω, μόνο μερικά δευτερόλεπτα μπόρεσα να την κοιτάξω. Έπρεπε να βγω από το πούλμαν. Βγαίνοντας έξω, έτρεξα προς το μέρος του πούλμαν εκεί που ήταν η θέση της γιαγιάς. Με είχε δει και εκείνη και με χαιρετούσε. Λες κι αυτή έφευγε στην ξενιτιά και εγώ έμενα στην πατρίδα. Το πούλμαν αποχώρισε και απομακρύνθηκε. Κοιτάζοντας προς το πούλμαν, με έπιασε μελαγχολία. Σαν να ήρθε η γιαγιά μου από το χωριό, με είδε και προσθέτοντας στην νοσταλγία μου έφευγε. Ούτε εγώ μπόρεσα να μάθω το όνομα της γιαγιάς, μα ούτε εκείνη ρώτησε το δικό μου.

Από τότε στη μνήμη μου, αυτή η γιαγιά έμεινε ως «γιαγιά χωρίς όνομα».
Ύστερα από κάμποσα χρόνια βρέθηκα σε κάποιο χωριό της Ελλάδας και φιλοξενήθηκα από μία γιαγιά πού ονομάζονταν Σουμέλα.
Αυτή μού διηγήθηκε κάποιες ιστορίες πού έζησαν οι δικοί της στον ξεριζωμό. Μού είπε για τα παιδιά πού χάθηκαν στον δρόμο. Όπως και σε μας πριν από είκοσι χρόνια, έτσι και στην εποχή των δικών της, οι κοπέλες παντρευόντουσαν σε παιδική ηλικία, ώστε πολλές μανάδες πού έχασαν τα παιδιά τους ήταν και οι ίδιες παιδιά. Γι αυτό και μερικές δεν άντεξαν και έχασαν τα λογικά τους μετά τον θάνατο των παιδιών τους. Η γιαγιά Σουμέλα ακόμα δεν είχε καλά-καλά ξεφορτώσει τους πόνους της επάνω μου, κι’ εγώ ταξίδευα στο παρελθόν. Θυμήθηκα την «γιαγιά χωρίς όνομα» πού είχα συναντήσει στην Αλάνια (Alanya) της Αττάλιας (Antalya). Τώρα καταλάβαινα καλύτερα γιατί η «γιαγιά χωρίς όνομα» με αγκάλιαζε τόσο σφιχτά… Ίσως στο πρόσωπό μου να έβλεπε κάποιο χαμένο παιδί της… Ποιος ξέρει…
Στην εποχή της ανταλλαγής, αυτοί πού ξεριζώθηκαν και βρέθηκαν στην Ελλάδα, για πολλά χρόνια ήλπιζαν ότι μια μέρα θα επέστρεφαν στα σπίτια τους στην πατρίδα, πού τα έχτισαν με νύχια και με δόντια. Ήλπιζαν να ξαναβρεθούν στα πανέμορφα παρχάρια (εξοχικά βουνά) τους, και όπως πριν να ξαναχορέψουν όλοι μαζί.
Προσδοκώντας να επιστρέψουν, πολλοί από αυτούς δεν δημιούργησαν περιουσία. Όπως τονίζει ο Τραπεζούντιος συγγραφέας İlyas Karagöz, οι μουσουλμάνοι συμπατριώτες τους, πού έμειναν στον Πόντο, τους περίμεναν επί έξι χρόνια διαφυλάσσοντας τις περιουσίες τους, ελπίζοντας ότι μια μέρα θα ξαναγυρίσουν οι ιδιοκτήτες τους. Γι αυτό και δεν επέτρεψαν σε κανένα μουσουλμάνο πρόσφυγα από τα βαλκάνια να μπει σ΄ αυτά τα χωριά. Τόσο πιστοί στάθηκαν απέναντι στους συμπατριώτες τους.
Άραγε βρίσκεται σήμερα κανείς Τραπεζούντιος πού μοιάζει στον παππού του;

(το άρθρο αυτό, έχει δημοσιευτεί το 23/12/2007 στην εφημερίδα Radikal στην Τουρκία.)

 


Τετάρτη 4 Μαΐου 2022

Τη Ε΄ (5η) Μαϊου, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος ΕΙΡΗΝΗΣ.


Ειρήνη, η Αγία Μεγαλομάρτυς, ήτο μονογενής θυγάτηρ Λικινίου του βασιλίσκου και Λικινίας. Εγεννήθη εις την πόλιν Μαγεδών και ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίνου του Μεγάλου (306 – 337), ωνομασθείσα πρότερον Πηνελόπη. Επειδή δε ήτο ωραία και υπερέβαλλε κατά το κάλλος όλας τας συγχρόνους της κόρας, ο πατήρ της ο οποίος εφοβείτο δι’ αυτήν την ενέκλεισεν εντός υψηλού πύργου, τον οποίον επί τούτο έκτισε. Συνέκλεισε δε μετ’ αυτής και δεκατρείς ωραίας θεραπαινίδας, εν μέσω των οποίων η Ειρήνη διήγε μετά πλούτου πολλού και έχουσα θρόνον, τράπεζαν και λυχνίαν κατεσκευασμένα εκ χρυσού. Όταν δε ωρίσθη παρά του πατρός της να μένη εν τω πύργω ήτο εξαετής και επαιδαγωγείτο και εδιδάσκετο υπό τινος γέροντος, Απελλιανού ονομαζομένου, τον οποίον ο πατήε της Λικίνιος διώρισεν, ίνα επιτηρή αυτήν.

Μίαν ημέραν είδεν η Αγία περιστεράν εισελθούσαν εις τον πύργον και φέρουσαν κλάδον ελαίας εις το στόμα της, τον οποίον απέθεσεν επί της χρυσής τραπέζης. Καθ’ όμοιον τρόπον είδε και αετόν κρατούντα δια του ράμφους του στέφανον, πεπλεγμένον με άνθη, τον οποίον και ούτος αφήκεν επί της τραπέζης και έπειτα είδε κόρακα εισελθόντα εκ του άλλου παραθύρου και κρατούντα όφιν, τον οποίον απέθεσε και αυτός επί της χρυσής τραπάζης. Βλέπουσα δε ταύτα η μακαρία αύτη κόρη ηπόρει και εσυλλογίζετο τι άρα ταύτα δηλούσιν. Τότε ο γέρων Απελλιανός, ο διδάσκαλός της, εξήγησε ταύτα, ειπών προς αυτήν· «Η μεν περιστερά δηλοί την παιδείαν της γνώμης, ο δε κλάδος της ελαίας σημείον θαυμαστόν γεγονότων και τύπον βαπτίσματος, ο αετός, επειδή είναι βασιλεύς των πτηνών, προεικονίζει, δια του βασιλικού του στεφάνου, μέλλουσαν νίκην εις εκλεκτάς και αγαθάς πράξεις· ο δε κόραξ και όφις δηλούν, ότι θέλεις δοκιμάσει θλίψιν και ταλαιπωρίαν». Δια της εξηγήσεως ταύτης, την οποίαν έδωκεν ο Απελλιανός εν συντομία, απεκάλυπτε τον αγώνα του Μαρτυρίου, το οποίον έμελλεν η Αγία να τελειώση, δια την αγάπην της προς τον Θεόν. Τα δε εν συνεχεία εξιστορούμενα περί της Αγίας αυτής είναι πράγματι παράδοξα και υπερφυσικά. Λέγουσα, δηλαδή, ότι Άγγελος Κυρίου έδωκεν εις αυτήν το όνομα και αντί Πηνελόπης μετωνόμασεν αυτήν Ειρήνην και ακολούθως ότι Άγγελος Κυρίου τής εδίδαξε την του Χριστού πίστιν και προείπεν εις αυτήν, ότι πολλαί μυριάδες ψυχών θα σωθώσι δι αυτής και ότι θέλει έλθει προς αυτήν παραδόξως ο Απόστολος Τιμόθεος, ο του Παύλου μαθητής, όστις θέλει βαπτίσει αυτήν. Όταν δε όλα ταύτα επραγματοποιήθησαν, τότε η μακαρία Ειρήνη εκρήμνισε τα είδωλα του πατρός της, συντρίψασα ταύτα. Πρώτον λοιπόν εξητάσθη υπό του ιδίου πατρός της ο οποίος, ως είδεν ότι αύτη επέμενον εις την πίστιν του Χριστού, προσέταξε να την δέσωσι και ούτω δεδεμένην να την ρίψωσιν εις τους ίππους δια να την καταπατήσωσιν. Εις δε εκ των ίππων αυτών, αντί να βλάψη την Αγίαν, εξηγριώθη κατά του πατρός της, τον οποίον και έρριψε κατά γης συντρίψας την δεξιάν αυτού χείρα και αυτόν μεν εθανάτωσε, την δε Αγίαν εμακάρισε με ανθρωπίνην φωνήν. Λυθείσα η Μάρτυς εκ των δεσμών, παρεκλήθη υπό των παρεστώτων και προσευχηθείσα ανέστησε τον πατέρατης, ο οποίος επίστευσεν εις τον Χριστόν μετά της συζύγου του και τριών άλλων χιλιάδων ανθρώπων, οίτινες άπαντες εδέχθησαν το Άγιον Βάπτισμα. Ο δε πατήρ της, εγκαταλείψας μετά ταύτα την βασιλείαν, κατώκησεν εις τον πύργον εκείνον, τον οποίον έκτισε δια την θυγατέρα του, και εκεί διήλθε το υπόλοιπον της ζωής του εν μετανοία. Αποθανόντος δε του πατρός της, εγένετο άλλος βασιλεύς, Σεδεκίας ονομαζόμενος, ο οποίος ηνάγκασε την Αγίαν να θυσιάση εις τα είδωλα. Επειδή όμως αύτη ουδόλως επείθετο, επρόσταξε και έρριψαν ταύτην την μακαρίαν πρηνή, εντός βαθυτάτου λάκκου, όπου ευρίσκοντο διάφορα ερπετά και δηλητηριώδεις όφεις. Η δε Αγία, αν και έμεινεν εκεί δεκατέσσαρας ημέρας, όμως εξήλθεν αβλαβής. Όθεν επριόνισαν τους πόδας αυτής, όμως δι’ επιστασίας θείου Αγγέλου κατέστη πάλιν υγιής. Έπειτα έδεσαν αυτήν εις τροχόν, το δε ύδωρ, το οποίον κάτω φερόμενον εκίνει τον τροχόν, εσταμάτησε πάραυτα, η δε Αγία έμεινεν ούτω τελείως αβλαβής. Εξ αιτίας δε του τοιούτου θαύματος επίστευσαν εις τον Χριστόν οκτώ χιλιάδες ψυχαί. Αφ’ ου δε ο βασιλεύς Σεδεκίας εξέπεσε της βασιλείας και ο υιός του Σαβώρ επολέμει τους εκθρονίσαντας τον πατέρα του, τότε η Αγία Ειρήνη συνήντησεν εκτός της πόλεως Μαγεδών τον Σαβώρ και το στράτευμα αυτού. Ως δε προσευχήθη, άπαντες ετυφλώθησαν και δεν έβλεπον που να υπάγωσι. Προσευχηθείσα δε πάλιν εδώρησεν εις αυτούς, δια της θείας Χάριτος, το φως των οφθαλμών των. Εκείνοι όμως οι αχάριστοι εκάρφωσαν τας πτέρνας της Αγίας και εφόρτωσαν αυτήν με σάκκον πλήρη άμμου, ούτω δε πεφορτωμένην την υπεχρέωσαν βιαίως να βαδίση εις απόστασιν τριών μιλίων. Επειδή δε αμέσως τότε η γη εσχίσθη εις δύο και εδέχθη εντός αυτής δέκα χιλιάδας απίστων, τούτου ένεκα προσήλθον εις την πίστιν του Χριστού έως τριάκοντα χιλιάδες άνθρωποι. Ο βασιλεύς όμως έμεινεν εν τη απιστία. Όθεν, ελθών Άγγελος Κυρίου, εκτύπησεν αυτόν και τον εθανάτωσε. Τότε η Αγία, λαβούσα άδειαν, περιεπάτει ελευθέρως εντός της πόλεως και εποίει πολλά θαύματα. Πορευθείσα δε και εις τον πύργον, όπου ήτο ο πατήρ της μετά του Ιερέως Τιμοθέου, κατώρθωσε δια της διδασκαλίας της να προσέλθωσιν εις την πίστιν του Χριστού πέντε χιλιάδες ειδωλολατρών. Μετ’ αυτών δε επίστευσαν και τριάκοντα τρεις άνδρες, οι οποίοι ήσαν διωρισμένοι να φυλάττωσι τον πύργον, άπαντες δε ούτοι έλαβον το Άγιον Βάπτισμα. Μετά ταύτα ήλθεν η Αγία εις την πόλιν την ονομαζομένην Καλλίνικον, όπου ήτο ο βασιλεύς Νουμεριανός, συγγενής των πρώην βασιλέων, και αφού παρουσιάσθη εις αυτόν, ωμολόγησε τον Χριστόν. Όθεν ενέκλεισαν αυτήν διαδοχικώς εντός τριών πεπυρωμένων χαλκίνων βοών, μεταθέτοντες αυτήν από του πρώτου εις τον δεύτερον και από του δευτέρου εις τον τρίτον. Ο δε τρίτος βους, καίτοι άψυχος ων, παραδόξως περιεπάτησε και έπειτα εσχίσθη. Όθεν εξήλθεν η Αγία εξ αυτού άφλεκτος και αβλαβής. Πολλοί δε άπιστοι, ιδόντες το τοιούτον θαυμάσιον, επίστευσαν εις τον Χριστόν. Ήσαν δε ούτοι έως δέκα μυριάδες (100.000). Όταν δε ο βασιλεύς έμελλε να αποθάνη, παρήγγειλεν εις τον έπαρχον να τιμωρήση με διαφόρους βασάνους την Αγίαν· ο δε έπαρχος, δέσας την Μάρτυρα με αλύσεις, ήναψε μεγάλην πυράν κάτωθεν αυτής, αλλά κατελθών Άγγελος Κυρίου έσβεσε το πυρ και διεφύλαξε την Αγίαν αβλαβή. Όθεν ο έπαρχος, βλέπων τούτο, επίστευσεν εις τον Χριστόν μετά των οικείων του. Αλλ’ η φήμη των θαυμασίων τής Αγίας έφθασε και μέχρι του Σαβωρίου του των Περσών βασιλέως, όστις έζη κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εν έτει τλ΄ (330), ούτος δε προσέταξε να αποκεφαλίσωσι την Μάρτυρα. Απεκεφαλίσθη λοιπόν η του Χριστού καλλίνικος Ειρήνη και ετέθη εντός τάφου, αλλά πάλιν ανεστήθη υπό θείου Αγγέλου, ο οποίος εμακάρισεν αυτήν, διότι εμαρτύρησεν υπέρ του Χριστού, ως επίσης και εκείνους όσοι επίστευσαν εις τον Χριστόν δι’ αυτής και όσους θα μνημονεύωσι το όνομά της, εορτάζοντες την ημέραν του Μαρτυρίου της. Αφού δε ανέστη, λέγεται ότι εισήλθεν εις την πόλιν την καλουμένην Μεσημβρίαν κρατούσα εις τας χείρας της κλάδον ελαίας και ούτω παρουσιάσθη εις τον βασιλέα, όστις, ιδών αυτήν, επίστευσεν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη υπό του Πρεσβυτέρου Τιμοθέου μετά πολλών μυριάδων ανθρώπων. Έπειτα μετέβη η Αγία εις την ιδίαν αυτής πόλιν Μαγεδών προς τους γονείς της και τον μεν πατέρα της επένθησεν, ως προαποθανόντα, αφού δε είδε και απεχαιρέτησε την μητέρα της, ανελήφθη υπό νεφέλης και έφθασεν εις την Έφεσον, όπου διέτριψεν επί τινα καιρόν, πλείστα θαύματα τελούσα και τιμωμένη ως εις Απόστολος. Μετά δε ταύτα συνήντησε και τον διδάσκαλον της Απελλιανόν. Αφού δε η Αγία εδίδαξε τους εν Εφέσω, παρέλαβε μεθ’ εαυτής μόνους εξ και τον Απελλιανόν και εξήλθε της πόλεως της Εφέσου· ευρούσα δε εκεί νεώρυκτον τάφον, εντός του οποίου ουδείς είχε ταφή, εισήλθεν εν αυτώ, επί του τάφου δε αυτού έθεσεν ο Απελλιανός λίθον. Διέταξε δε η Αγία, έτι ζώσα, ότι επί τέσσαρας ημέρας να μη κινήση κανείς τον λίθον, τον οποίον έμελλε να τοποθετήση επί του τάφου ο διδάσκαλός της. Μετά δε δύο ημέρας πορευθείς εις τον τάφον ο Απελλιανός, ω του θαύματος! εύρεν εγηγερμένον τον λίθον και μη υπάρχον εκεί το σώμα της Μάρτυρος. Ταύτα κατά μεν τους ταπεινούς και ασθενείς λογισμούς των ανθρώπων ίσως φανώσιν απίθανα, εις τον Θεόν όμως είναι τα πάντα δυνατά. Εκλήθη δε η Αγία ίνα δικασθή πρώτον μεν υπό του πατρός της Λικινίου, δεύτερον υπό του Σεδεκίου και Σαβώρ και Νουμεριανού υιού Σεβαστιανού, ως και υπό του επάρχου Βαύδωνος και Σαβωρίου του βασιλέως των Περσών. Αι δε πόλεις εις τας οποίας εμαρτύρησεν είναι αύται: Μαγεδών η πατρίς της, Καλλίνικος, Κωνσταντίνα και Μεσημβρία.

Αγία Μόνικα, η μητέρα του αγίου Αυγουστίνου


site analysis

 

 


Υπόδειγμα συζύγου και χριστιανής μητέρας, η αγία Μόνικα γεννήθηκε στους κόλπους μιας θεοσεβούς οικογένειας της ρωμαϊκής Βόρειας Αφρικής. Παντρεύτηκε έναν αγαθοεργό, αλλά αψίθυμο εθνικό, τον οποίο χάρις στην υπομονή και γλυκύτητά της κατόρθωσε να φέρει στον δρόμο του Θεού στο τέλος της ζωής του. Μένοντας χήρα, δεν θέλησε να συνάψει δεύτερο γάμο, με σκοπό να αφιερώσει την ζωή της στην ευσέβεια και στην μόρφωση του γιου της Αυγουστίνου [15 Ιουν]. Παρακολούθησε με καρτερικότητα, κλάματα και προσευχές τις παρεκτροπές του νέου που κατέληξε να πέσει στην μανιχαϊκή αίρεση. Όταν το έμαθε, έκλαψε για τον θάνατο της ψυχής του περισσότερο απ’ ό,τι αν είχε παύσει ο ίδιος να ζει, αλλά ο Θεός την παρηγόρησε σε ένα όνειρο και την διαβεβαίωσε για την μελλοντική μεταστροφή του γιου της.

Όταν ζήτησε από έναν επίσκοπο εντριβή στις ιερές Γραφές να πείσει τον Αυγουστίνο με λογικά επιχειρήματα, εκείνος, προτιμώντας να αφήσει τον βασανιζόμενο νέο να βρει μόνος του την αλήθεια, απάντησε στην Μόνικα: «Πηγαίνετε. Είναι αδύνατο ο γιος τόσων δακρύων να χαθεί!» Ο Αυγουστίνος, ωστόσο, βυθιζόταν ολοένα περισσότερο στον άτακτο βίο, και έχοντας πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει την Καρχηδόνα και να μεταβεί στην Ρώμη, την πρωτεύουσα της ακολασίας, κατάφερε να ξεγελάσει την μητέρα του που ήθελε να τον ακολουθήσει και επιβιβάστηκε μόνος στο πλοίο.

Όταν άρχισε την σταδιοδρομία του ως ρήτορας στο Μιλάνο, η Μόνικα ήλθε να τον βρει και δέχθηκε με εκστατική αγαλλίαση την είδηση της μεταστροφής του υπό την επίδραση του αγίου Αμβροσίου. Κι όταν τέλος έλαβε το βάπτισμα, το Πάσχα του 387, τα δάκρυα της ευσεβούς μητέρας μεταμορφώθηκαν σε δάκρυα χαράς. Λίγο αργότερα, φθάνοντας μαζί στην Όστια με την πρόθεση να επιστρέψουν στην Αφρική, η Μόνικα συζητώντας με τον γιος της για τις επαγγελίες της αιώνιας ζωής, του είπε: «Γιέ μου, τίποτα πια δεν με κρατά στην ζωή αυτή. Τι θα έκανα εδώ και για ποιον λόγο να έμενα; Ο μόνος λόγος που με έκανε να επιθυμώ να παραταθεί για λίγο ακόμη η ζωή μου, ήταν να σε δω χριστιανό πριν πεθάνω. Ο Θεός με εισάκουσε και με το παραπάνω, αφού σε βλέπω τώρα να περιφρονείς τις χαρές αυτής της γης, για να αφιερωθείς στο λειτούργημά σου. Τι δουλειά έχω πια εδώ;»

Πέντε ημέρες αργότερα έπεσε στο κρεβάτι με πυρετό. Έχοντας γύρω της τους δύο γιους της, έδειχνε ήδη ξένη απέναντι στα πράγματα του κόσμου τούτου και τους είπε ότι λίγο ενδιέφερε ο τόπος του ενταφιασμού της, είτε στην πατρίδα της, είτε στην Ιταλία, διότι δεν υπήρχε λόγος να φοβάται ότι δεν θα την αναγνώριζε ο Θεός για να την αναστήσει, όταν θα ερχόταν το τέλος του κόσμου. Τους ζήτησε μόνο να την μνημονεύουν μπροστά στο θυσιαστήριο του Θεού. Εκοιμήθη λίγες ημέρες αργότερα σε ηλικία πενήντα έξι ετών.

 

Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Μάϊος. Εκδόσεις Ορμύλια.

Δευτέρα 2 Μαΐου 2022

ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ (ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ).ΛΟΓΟΙ ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ.


site analysis
ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ: «ΑΜΑ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ, ΟΛΑ ΘΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΒΟΛΙΚΑ. ΑΜΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΤΑ ΑΦΗΚΕΙΣ ΣΤΟΝ ΘΕΟ, ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΜΟΝΑΧΑ»

Άμα τα πράγματα τα αφήκεις στον Θεό, έρχονται μονάχα. Μην προσπαθείς να βγάλεις, άμα δεν σε δώσει ο Θεός. Όσο τρέχεις, τόσο λίγο βγάζεις (= κερδίζεις).

Ποτέ μην πεις ότι είμαι εγώ. Ο Θεός είναι. Εσύ δεν είσαι τίποτα , αλλά μόνο να πιστεύεις στο Χριστό. Άμα πιστεύεις, όλα θα έρχονται βολικά αλλά να μην υπερηφανεύεσαι.

Πολλά λόγια να μη λέτε, λίγα και ευλογημένα. Να αγαπάτε τον Θεόν και η καρδία σας να λάμπει ωσάν τον ήλιον.

Από πάνω είναι ο Πατέρας και μας βλέπει. Προσεύχεστε να σωθείτε και εσείς και τα παιδιά σας.

Μικροί μεγάλοι να έρθουν στην μετάνοια, να μετανοούν. Να γνωρίζουν ότι ο Θεός είναι επάνω. Αυτοί δεν το γνωρίζουν, σαν τα άλογα ζώα τρώνε την Παρασκευή. Παρακαλώ τον Θεό να μετανοούν, αυτοί δεν μετανοούν.


Εκάκυνεν ο κόσμος. Θα ρθει καιρός που θα τρων ανθρώπους.

Εγώ θα φύγω, αλλά να ξέρετε· η λαιμαργία θα χάσει τον κόσμον, η λαιμαργία και η υπερηφάνεια.

Ο Θεός περιμένει, περιμένει.

Μετανοήστε. Να μην μπείτε ανάμεσα στα ανδρόγυνα να χωρίζετε τα ανδρόγυνα.

Άλλες φορές έκλαιε με λυγμούς και έλεγε: “Αλοίμονο, αλοίμονο, γιατί δεν θα υπάρχει, στα χρόνια πού έρχονται, παρθενία. “Κι θα πομέν άπαν σην γην παρθενία. Και παρακαλεί η Παναϊα τον Υιόν. Τ’ αγουρόπο κι μετανοούν (= Δεν θα απομείνει επάνω στην γη η αρετή της παρθενίας. Γι’ αυτό και παρακαλεί η Παναγία τον Υιό της. Αλλα τα αγόρια δεν μετανοούν)…

Το καλόν το σώμα θα αγιάσει το χώμα, το σώμα το κακόν θα βρωμίσει το χώμα. Να μετανοήσετε, να πάρετε τον δρόμο του Θεού.


Μετανοείστε, γιατί τα σύννεφα της οργής του Θεού σίμωσαν στη γη. Μεγάλο κακό έρχεται, από την πολλήν αμαρτία. Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός.


Με δείχνει ο Κύριος χωράφια και αγκάθια. Αυτή είναι η γη που ζούμε εδώ. Και με λέει: βλέπεις αυτά τα αγκάθια; Αυτά είναι η αμαρτία, αυτά όλα θα καθαριστούν. Θα γίνει μεγάλο κακό αλλά θα καθαριστεί ο κόσμος»…


Η Ελλάδα, αν κρατήση την πίστι, θα σωθή από το κακό πού πρόκειται νάρθή. Αν όμως δεν κρατήσει την πίστη, θα καταστραφή… Θα πέσουν όλοι οι δαίμονες επάνω της… Θα ’ρθή το κακό και θα χωρίση το στάρι απ’ την ήρα, τα πρόβατα απ’ τα ερίφια….


Είναι στεναχωρημέντσα η Παναΐα. Η Παναΐα κλαίει κάθνη μέρα » έλεγε στους ανθρώπους, που την πλησίαζαν και τα δάκρυα έτρεχαν σαν βρύση από τα μάτια της.


Ο φόβος του Θεού κάνει σοφόν τον άνθρωπο. Ποιος είναι ο φόβος του Θεού; Όχι να φοβάσαι τον Θεό, αλλά να φοβάσαι να μην στενοχωρήσεις τον άλλο, να μην τον βλάψεις, να μην τον αδικήσεις, να μην τον κατηγορήσεις. Αυτή είναι η σοφία. Ύστερα τα άλλα, για να ζήσεις, σε φωτίζει ο Θεός τι να κάνεις.


Έδειξάν με τα δαιμόνια και είπαν με, θα έρθει πολύ μίσος.


Πολλά υπομονήν· πολλά υπομονήν.


Νάχετε φόβον Θεού…Νάχετε Αγάπη…Νάχετε ευσπλαχνία.


Τα μάτια κλειστά, το στόμα κλειστό, τα αυτιά κλειστά, για να κερδίσουμε. Ο κόσμος τι κάνει, τι είδες, τι ξέρεις; Δεν είδα τίποτα, δεν ξέρω, χαπάρ κι έχω (= δεν έχω χαμπέρι, δεν παίρνω είδηση). Δεν ακούω, δεν βλέπω.

Κλειδί στο στόμα. Να μη μεταφέρετε λόγια από τον ένα στον άλλο. Είδες;…Άκουσες;…Κλειδί στο στόμα!…


Οι ταπεινοί θα κερδίσουν τον Παράδεισον.


*****

Η κυρία Άννα Εφραιμίδου από την Βέροια διηγήθηκε ότι γνώριζε την ύπαρξη της Οσίας και μάλιστα είχε το βιβλίο του βίου της πάντοτε κοντά στο κρεβάτι της. 

Μία νύκτα ταλαιπωρούμενη από έναν πειρασμικό εφιάλτη στον ύπνο της, παρηγορήθηκε από την ίδια την Γερόντισσα η οποία εμφανίσθηκε και της μίλησε ποντιακά: 

«Μη φογάσαι, εσύ έχς την Παναΐαν την Σουμελάν σο κρεβάτις και κε πορεί να εφτάει σε τίποτα (εννοεί ο πονηρός)». 

Στη συνέχεια συνομιλούσε ποντιακά με την Παναγία και μετά απευθυνόμενη προς την κ. Άννα είπε: «Ελέπς πού η Παναΐαν ηξέρ ποντιακά;»

Τη Α΄ (1η) Μαϊου, μνήμη της Αγίας Νεομάρτυρος ΜΑΡΙΑΣ μαρτυρησάσης εν έτει 1826.


Μαρία η καλλιπάρθενος Νεομάρτυς, η επονομαζομένη Μεθυμοπούλα, εγεννήθη από γονείς ευσεβείς, εις τι χωρίον της επαρχίας Μεραμβέλου της Κρήτης, Κάτω Φουρνή ονομαζόμενον. Ταύτης της μακαρίας ηράσθη χωροφύλαξ Τουρκαλβανός, την οποίαν προσεπάθει να προσελκύση εις έρωτα αυτού και λάβη αυτήν ως σύζυγον, επομένως δε εξισλαμίση αυτήν. Αλλ’ η σωφρονεστάτη νεάνις και πιστή προς την πίστιν του Ιησού Χριστού, όταν κατά τύχην έβλεπεν αυτόν, διότι εκείνος έσπευδε προς συνάντησιν αυτής, όταν αντελαμβάνετο ότι αύτη εξήρχετο της οικίας προς οικιακήν υπηρεσίαν, αύτη, λέγω, η μακαρία τόσον απεστρέφετο αυτόν, ως να έβλεπε αποτρόπαιον τινά δαίμονα, αν και ο μιαρός εκείνος εδείκνυεν εις αυτήν συμπάθειαν και προσεπάθει δια κολακειών και υποσχέσεων στολισμών και πλούτου και άλλων απείρων αγαθών, να ελκύση αυτήν εις την αγάπην του.

Τουναντίον, αύτη η μακαρία εμίσει και απεστρέφετο αυτόν και τα αγαθά αυτού ως κακούργον και άγριον Τούρκον. Ο δε αιμοβόρος και απάνθρωπος εκείνος, αφού προσεπάθησε πολλάκις ίνα φέρει αυτήν εις την γνώμην του και δεν ηδυνήθη, απεφάσισεν όπως την εκδικηθή ο κακούργος δια των όπλων, τα οποία έφερεν ως χωροφύλαξ. Όθεν μίαν των ημερών ευρών αυτήν επάνω εις δένδρον μωρέας, πλησίον του χωρίου της, εις την οποίαν εσύναζε φύλλα προς διατροφήν μεταξοσκωλήκων, εξήγαγε το όπλον του και επυροβόλησε κατά της αγνής νεάνιδος, η δε σφαίρα διεπέρασεν αυτής την καρδίαν, την οποίαν δεν ηδύνατο να υποτάξη δια των απατηλών κολακειών αυτού. Και ούτως η μακαρία, πίπτουσα από κλώνου εις κλώνον του δένδρου, ως πτηνόν το οποίον ρίπτει ο κυνηγός από το δένδρον, έπεσεν άπνους, επειδή δεν εδέχθη τον σατανικόν έρωτα του απανθρώπου εκείνου Αλβανού. Τοιαύται ήσαν αι πράξεις και τα ηρωϊκά κατορθώματα των παλαιών εκείνων ηρώων θυμάτων του ισλαμισμού, τον δε φονέα ούτε καν ηρώτησεν η διοίκησις, διατί τοιούτον φόνον άδικον έπραξε.