Του πατρός Νεκταρίου Αντωνοπούλου.-Ηγουμένου Ιεράς Μονής Σαγματά
Ήταν 10 Ιουνίου του 2000, παραμονή της εορτής του αγίου Λουκά του ιατρού, Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Βρισκόμουν στον ναό της Αγίας Τριάδος Συμφερουπόλεως για τον πανηγυρικό εσπερινό και τον όρθρο. Ανάμεσα στους χιλιάδες προσκυνητές διέκρινα μία ηλικιωμένη μεγαλόσχημη μοναχή. Ήταν ή Γερόντισσα Ναντιέζντα (Ελπίδα) από την Σεβαστούπολη. Από την πρώτη στιγμή με εντυπωσίασε ή μορφή της και ή καλοσύνη της. Οι συγγενείς της πού την συνόδευαν μου είπαν ότι ή γερόντισσα ήταν πνευματικό παιδί του αγίου Λουκά. Την ξαναείδα την επόμενη χρονιά στην Σεβαστούπολη. Μιλήσαμε λίγο περισσότερο και κατάλαβα ότι πρόκειται για πνευματικό θησαυρό. Δυστυχώς ό χρόνος με πίεζε και δεν είχα την δυνατότητα να μείνω περισσότερο. Την αποχαιρέτισα λέγοντας ότι, αν θέλει ό Θεός, την επόμενη χρονιά θα την επισκεφθώ στο σπίτι της.
Πράγματι τον Ιούνιο του 2002 την επισκέφθηκα στην κατοικία της. Μένει στο ισόγειο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Το μικρό διαμέρισμα της αποτελείται από ένα δωμάτιο, ένα στενό διάδρομο και μία μικρή κουζίνα, ανήλιο και απεριποίητο, σε άθλια κατάσταση, όπως άλλωστε και όλη ή πολυκατοικία. Ή γερόντισσα μένει με την κόρη της και την εγγονή της. Ό τοίχος πάνω από το κρεβάτι της είναι καλυμμένος από εικόνες και στην γωνία υπάρχει ένα τραπεζάκι με ακοίμητο καντήλι.
Μας υποδέχθηκε όλο χαρά: «Καλώς ορίσατε! Τι μεγάλη ευλογία είναι αυτή, να έρθετε σε μένα την αμαρτωλή...». Πήρε από το τραπέζι ένα και μοναδικό πορτοκάλι και μου το έδωσε.
«Το φύλαγα για σένα», συνέχισε.
«Ξέρεις πριν από ένα μήνα ήμουν πολύ άσχημα. Άρχισαν να με εγκαταλείπουν οι δυνάμεις μου, έπεσε ή πίεση μου και κατάλαβα ότι σύντομα θα φύγω για το μεγάλο ταξίδι. Ήρθε ό ιερέας και με κοινώνησε, αποχαιρέτισα τους δικούς μου και περίμενα. Κάποια στιγμή όμως θυμήθηκα τα λόγια σου και την υπόσχεση σου. Παρακάλεσα τότε τον άγιο Λουκά και του είπα: «Άγιε μου Λουκά, ό π. Νεκτάριος μου είπε ότι σε ένα μήνα θα έρθει να με δει. Αν θέλεις, άφησε με να ζήσω μέχρι τότε και μετά ας φύγω. Πράγματι ό άγιος με άκουσε, οί δυνάμεις μου επανήλθαν, ή πίεση ανέβηκε και τώρα είμαι καλά». Την άκουσα με έκπληξη και κάπως αμήχανα της είπα: «Μα και εγώ ήθελα να σε δω ζωντανή». Πολύ χαριτωμένα απάντησε. «Και εγώ προσπαθούσα να ζήσω».
Την ρωτήσαμε για την ζωή της.
«Γεννήθηκα το 1906. Έζησα πάρα πολλά στην ζωή μου. Φτώχεια, πείνα, δυστυχία, επαναστάσεις, πολέμους...».
Να σημειώσουμε εδώ ότι ή Σεβαστούπολη ανήκει σε εκείνες τις πόλεις πού έχουν ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα. Λίγο μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, ξέσπασε ό εμφύλιος πόλεμος μεταξύ «Λευκών» και «Κόκκινων», ό όποιος κράτησε σχεδόν τέσσερα χρόνια. Εκατομμύρια οί νεκροί και περισσότερα τα άλλα θύματα και οί τραυματίες. Ή πλέον αιματηρή φάση αυτού του πολέμου έλαβε χώρα στην Κριμαία. Μετά την αποχώρηση των «Λευκών», οί σφαγές έφτασαν στο απόγειο τους. Μέσα σε ενάμισι μήνα εκτελέστηκαν περίπου 50.000 άνθρωποι. Ειδικά ή Σεβαστούπολη έζησε ημέρες φρίκης και γι' αυτό ονομάστηκε «πόλη των κρεμασμένων». Ή κεντρική λεωφόρος ήταν γεμάτη πτώματα. Όσους συνελάμβαναν τους κρεμούσαν στους δρόμους, για να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό, ενώ σε όλη την πόλη κυριαρχούσαν αφίσες με το σύνθημα «θάνατος στους προδότες».
Στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο ή Σεβαστούπολη δοκίμασε και πάλι την
φρίκη του πολέμου. Το μέρος είναι στρατηγικής σημασίας και οί δυο αντίπαλοι πολέμησαν λυσσαλέα και είχαν αμέτρητους νεκρούς. Ή Σεβαστούπολη κράτησε για 249 ήμερες και όλο αυτό το διάστημα βομβαρδίστηκε ανελέητα. Όταν σταμάτησαν οί μάχες, μόνον επτά κτήρια είχαν μείνει όρθια, ή υπόλοιπη πόλη είχε ισοπεδωθεί.
Ή γερόντισσα συνέχισε: «Πρώτα ζήσαμε την φρίκη του εμφυλίου πολέμου. Ήμουν μικρό κορίτσι τότε και ή πόλη μας έζησε πολλές δυστυχίες. Χύθηκε πολύ αίμα τότε. Στην δεκαετία του '30 παντρεύτηκα και απέκτησα δυο κορίτσια. Σε λίγο ξέσπασε ό Β' Παγκόσμιος πόλεμος και ό άνδρας μου έφυγε για το μέτωπο. Οί Γερμανοί τον συνέλαβαν αιχμάλωτο και έμεινε αρκετό καιρό στα γερμανικά στρατόπεδα. Μετά τον πόλεμο οί αιχμάλωτοι επέστρεψαν, αλλά όχι στα σπίτια τους, τους έστειλαν στην Σιβηρία Πράγματι αυτή ήταν ή παράλογη πολιτική του Στάλιν. Οί ταλαίπωροι Ρώσοι αιχμάλωτοι, όσοι βέβαια επέζησαν από τις κακουχίες των γερμανικών στρατοπέδων, θεωρήθηκαν από τον Στάλιν μολυσμένοι από το «μίασμα του καπιταλισμού» και γι' αυτό θα έπρεπε να υποβληθούν σε «αποτοξίνωση» και αντικαπιταλιστική θεραπεία. Έτσι λοιπόν οδηγήθηκαν όλοι στα στρατόπεδα του Γκουλάγκ! Τον άνδρα μου δεν τον ξαναείδα. Δεν άντεξε στις κακουχίες και πέθανε εκεί. Με μεγάλες δυσκολίες μεγάλωσα τα δυο μου παιδιά. Μόνη μου παρηγοριά και ελπίδα ήταν ή πίστη στον Θεό. Από μικρή ήμουν στην εκκλησία και αυτό με στήριξε. Ας είναι δοξασμένο το όνομα Του».
Γνωριμία με τον άγιο Λουκά
Γνώρισα τον άγιο Λουκά το 1951 και αυτή ή γνωριμία ήταν ή μεγαλύτερη ευλογία στην ζωή μου. Για δέκα χρόνια του έφτιαχνα τα πρόσφορα της Θ. Λειτουργίας και δεν έχανα τα κηρύγματα του. Τον επισκεπτόμουν στο γραφείο του, μιλούσαμε συχνά και πολλές φορές φάγαμε μαζί. Μας βοήθησε πολύ αλλά και όλο τον κόσμο. Ό ίδιος πολλές φορές έμεινε νηστικός για να ταΐζει τους άλλους. Ό άγιος Λουκάς φαινόταν αυστηρός, όμως δεν ήταν. Όταν τον πλησίαζα έβλεπα έναν γλυκύτατο άνθρωπο, γεμάτο αγάπη. Όλοι τον αγαπούσαμε και τον θεωρούσαμε πατέρα μας. Παρόλο πού ή κατάσταση ήταν δύσκολη -ή Εκκλησία ήταν υπό διωγμό και κινδυνεύαμε να χάσουμε τις δουλειές μας- τρέχαμε κοντά του για να ακούσουμε τα κηρύγματα του. Άλλα και όταν τελείωνε ή Θ. Λειτουργία δεν φεύγαμε, τον περιμέναμε και τον ακολουθούσαμε μέχρι το σπίτι του. Όταν φτάναμε, εκείνος γύριζε όλο αγάπη και μας ευλογούσε. Όταν ή κόρη μου ήταν μικρή, είχε πρόβλημα με την σκωληκοειδίτιδα και οι γιατροί συνέστησαν εγχείριση. Την πήγα στον άγιο Λουκά, την εξέτασε και μας είπε: «Όχι, να μην κάνει εγχείριση, δεν είναι τίποτα». Πράγματι από τότε δεν την ξαναενόχλησε. Θυμάμαι ότι τον είχα δει λίγες μέρες πριν από την κοίμηση του. Ήταν στο κρεβάτι του, πολύ αδύναμος, δεν μπορούσε καλά - καλά να μιλήσει. Μόνο κάτι μου ψιθύρισε και πήρα την ευχή του. Στην κηδεία του ήμουν παρούσα. Τα δυο βράδια πού παρέμεινε το σκήνωμα του στο ναό ήμουν εκεί και του διάβαζα το ψαλτήρι. Το δεύτερο βράδυ, καθώς διάβαζα το ψαλτήρι, τον είδα μπροστά μου ολοζώντανο. Καθόταν λίγο πιο πέρα κοντά σε ένα τραπέζι. Έμεινα άφωνη.
Την ημέρα της κηδείας του έγινε μεγάλη μάχη με τους αστυνομικούς, πού δεν μας επέτρεπαν ούτε να μεταφέρουμε το λείψανο του από τον κεντρικό δρόμο ούτε να ψάλλουμε. Δεν θα ξεχάσω το έξης καταπληκτικό γεγονός: Όταν δίναμε την μάχη με τους αστυνομικούς πάνω από το φέρετρο του, εμφανίστηκαν στον ουρανό χιλιάδες περιστέρια πού έκαναν κύκλους και τιτίβιζαν. Ακολούθησαν όλη την εκφορά του αγίου Λουκά στον κεντρικό δρόμο μέχρι το κοιμητήριο. Ή διάρκεια ήταν περίπου τρεισήμισι ώρες. Όλη αυτή την ώρα ψάλλαμε το «Άγιος ό Θεός» και τα περιστέρια μας ακολουθούσαν. Όταν φτάσαμε στο κοιμητήριο, τα περιστέρια κάθισαν πάνω στην στέγη της εκκλησίας. Σαν τελειώσαμε και αρχίσαμε να αποχωρούμε, τα περιστέρια πέταξαν τιτιβίζοντας και κανείς ποτέ δεν τα ξαναείδε. Ήταν χιλιάδες περιστέρια και το γεγονός αυτό προκάλεσε μεγάλη εντύπωση. Ακόμη και οι «άθεοι» προβληματίστηκαν.
Όλα τα πνευματικά του παιδιά είχαν πεισθεί ότι επρόκειτο περί αγίου. Δεν είχαμε καμιά αμφιβολία και ότι του ζητούσαμε στην προσευχή μας, μας το έδινε. Από τότε με επισκέφθηκε κάποιες φορές. Την τελευταία φορά πού ήρθε πρόσεξα ότι το ράσο του είχε λίγες λάσπες. Το καθάρισα και του είπα: «Δεσπότη μου, πού λερώθηκες; Άλλη φορά να προσέχεις...».
Μας ήλθε στο μυαλό ή προτροπή του Χριστού να γίνουμε σαν τα παιδιά και θαυμάσαμε την απλότητα και την αμεσότητα της.
Ή κούρα
«Ή κούρα μου έγινε το 1997. Ήθελα από πολύ καιρό να γίνω μοναχή, αλλά δεν δινόταν ή ευκαιρία. Τελικά, αυτή μου την επιθυμία την πληροφορήθηκε ό Μητροπολίτης μας κ. Λάζαρος, ό όποιος έδωσε και την ευλογία να γίνει ή κούρα. Δεν πήγα σε μοναστήρι, γιατί δεν υπάρχει κάποιο εδώ κοντά. Επιπλέον είμαι πολύ μεγάλη σε ηλικία και γι' αυτό αποφάσισα να μείνω εδώ. Χωρίσαμε το δωμάτιο στην μέση με την κόρη μου (και δείχνοντας το κρεβάτι και τις εικόνες συνέχισε) από εδώ είναι το μοναστήρι και (δείχνοντας το κρεβάτι της κόρης της απέναντι) από εκεί είναι ό κόσμος.
Ή μέρα μου περνάει με προσευχή. Τι άλλο να κάνω; Μοναχή είμαι. Παλιότερα διάβαζα όλη την ημέρα πολλές παρακλήσεις και τους χαιρετισμούς στην Παναγία. Τώρα δεν βλέπω σχεδόν καθόλου, ούτε ακούω καλά. Μου διαβάζει ή κόρη μου και τις υπόλοιπες ώρες κάνω κομποσχοίνι. Το 'ίδιο και την νύχτα, γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ πολύ. Λέω την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με την αμαρτωλή». Προσεύχομαι για τον Δεσπότη μας, για τους ιερείς, για τους μοναχούς μας αλλά και για όλο τον κόσμο. Προσεύχομαι και για εσένα να σε έχει ό Θεός καλά. Σταμάτησε για λίγο και μετά συνέχισε: «Ξέρεις σήμερα είμαι πολύ χαρούμενη, αλλά και πολύ λυπημένη. Αύριο είναι της Αναλήψεως και ό Χριστός μας θα φύγει. Χαίρομαι πού θα αναληφθεί στους ουρανούς, αλλά πάλι λυπάμαι πού θα φύγει... Εγώ ήθελα να μείνει! Άλλα οπού να 'ναι θα φύγω κι εγώ, είμαι πλέον άχρηστη. Να μην τους κουράζω και τους ενοχλώ».
Στο σημείο αυτό επενέβη ή κόρη της: «Ή μητέρα μου όλο αυτό μου λέει. Όμως είναι ένας άνθρωπος πού ποτέ δε με κούρασε. Δεν είναι καθόλου απαιτητική, ούτε πού μας ενοχλεί. Για ποιο λόγο να φύγει; Είμαστε τόσο αγαπημένες και περνάμε τόσο όμορφα μαζί. Κάνουμε την προσευχή μας, διαβάζουμε τους βίους των αγίων. Τι άλλο θέλουμε;».
Πέρασε αρκετός καιρός. Τον Οκτώβριο του 2003 την επισκεφθήκαμε και πάλι με μία ομάδα νέων παιδιών από την Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας. Το μικρό δωμάτιο γέμισε ασφυκτικά, οί περισσότεροι δεν χωρούσαν και έμειναν στον διάδρομο. Ή χαρά της γερόντισσας ήταν πολύ μεγάλη. «Μεγάλη χαρά μου δίνετε. Ήρθατε τόσοι άνθρωποι σε μένα! Ευχαριστώ πού με θυμηθήκατε. Σαν πουλάκια από τον ουρανό ήρθατε, σαν άγγελοι».
Μεταξύ των άλλων μας διηγήθηκε και δυο περιστατικά, από αυτά πού συναντάει κανείς μόνο στα παλιά συναξάρια, πού δείχνουν την μεγάλη της καρδιά. «Πριν από μερικά χρόνια πήγαινα με την κόρη μου στην εκκλησία. Στον δρόμο βρήκαμε ένα μικρό παιδί ρακένδυτο. Το ρωτήσαμε από που είναι και που μένει. Το παιδί ήταν εγκαταλελειμμένο, δεν είχε ούτε γονείς, ούτε σπίτι. Του είπα: «Θέλεις να έρθεις να μείνεις μαζί μας»; Δέχθηκε και έτσι πήραμε το παιδί στο σπίτι και το κρατήσαμε τρία-τέσσερα χρόνια. Αργότερα βρέθηκαν κάποιοι συγγενείς από την Βύνιτσα, πολύ μακριά από εδώ και πήραν το παιδί μαζί τους.
Δυστυχώς τώρα δεν έχουμε επικοινωνία με το παιδί. Δεν μας πήρε τηλέφωνο, ούτε μας έστειλε γράμμα. Δεν πειράζει, ας είναι καλά το παιδί, ας το έχει καλά ό Θεός. Εμείς αυτό μπορούσαμε να κάνουμε και το κάναμε».
Θαυμάσαμε την αρχοντιά της. Ή ψυχή πού γνωρίζει να αγαπάει, να προσφέρει και να θυσιάζεται δεν παραπονιέται για την οποία τυχόν αχαριστία, ούτε απαιτεί την μόνιμη εξάρτηση του άλλου. Παρόμοιο είναι το δεύτερο περιστατικό.
«Μία συγγενής μας έμεινε έγκυος. Επειδή δυσκολευόταν οικονομικά αποφάσισε να κάνει έκτρωση. Την παρακάλεσα να μην κάνει κάτι τέτοιο. Ήταν ανένδοτη. Έλεγε ότι δεν μπορούσε να το μεγαλώσει. Έπεσα στα πόδια της, την παρακάλεσα με δάκρυα και της έλεγα ότι θα κάνει ένα έγκλημα, θα σκοτώσει έναν άνθρωπο. Δεν άλλαξε γνώμη και τότε της είπα ότι αφού δεν μπορείς να το μεγαλώσεις, θα μου το δώσεις, θα το υιοθετήσω και θα το μεγαλώσω εγώ. Έτσι πείστηκε. Το παιδί γεννήθηκε και το πήραμε σπίτι μας. Σήμερα είναι 14 χρονών».
Έτσι ή μικρή Άννα μεγαλώνει στο σπίτι της γερόντισσας. Πρόκειται για ένα πολύ καλό και πρόθυμο κορίτσι, πού ζει χάρη στην αγάπη της αγιασμένης γιαγιάς της. Το αξιοθαύμαστο είναι τι ή γερόντισσα Ναντιέζντα όχι μόνο δεν είναι πλούσια, αλλά παίρνει σύνταξη πείνας. Μόλις έξι εύρώ τον μήνα και άλλα τόσα ή κόρη της. Τα χρήματα δεν φτάνουν για να ζήσουν, αλλά ή γερόντισσα είναι απόλυτα παραδομένη στο θέλημα του Θεού.
Καθίσαμε κοντά της πάνω από μια ώρα. Το χαμόγελο ήταν μόνιμο στα χείλη της και ό λόγος της ένα ξεχείλισμα χαράς. Δεν ακούσαμε κανένα παράπονο, μόνο δοξολογία του Θεού. Ή μορφή της ήταν γεμάτη αγάπη και καλοσύνη. Τα μάτια της βλέπουν ελάχιστα, τα μάτια της ψυχής της όμως είναι ορθάνοιχτα ΄Στα χέρια της γύριζε συνεχώς το κομποσχοίνι και κάθε τόσο ψιθύριζε την ευχή του Ιησού.
Φεύγοντας μας γέμισε ευχές: «Να πάτε στην ευχή του Θεού και της Παναγίας. Ό φύλακας άγγελος να είναι μαζί σας. Ό άγιος Λουκάς να είναι κοντά σας. Γράψτε μου τα ονόματα σας και την πόλη σας, για να προσεύχομαι για όλους σας και για τους δικούς σας. Τώρα πού θα φύγετε θα κάνω παράκληση στην Παναγία την Οδηγήτρια να σας οδηγεί και να πηγαίνει μπροστά στον δρόμο σας».
Παρόλο πού ήταν καταβεβλημένη ζήτησε επίμονα από την κόρη της να την βοηθήσει να βγει μέχρι έξω για να μας αποχαιρετίσει. Κάθισε στην πόρτα και με δάκρυα στα μάτια μας σταύρωνε συνεχίζοντας τις ευχές. «Ό φύλακας Άγγελος να είναι μαζί σας. Ή Παναγία ή Οδηγήτρια να είναι οδηγός σας».
Μία ώρα κοντά της ήταν μία γεύση Παραδείσου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ 2002