Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011

Οἱ Ὁσίες Θεοδώρα καὶ Θεοπίστη ἡ θυγατέρα της ἐξ Αἰγίνης



site analysis


Ἡ Ὁσία Θεοδώρα γεννήθηκε στὴν Αἴγινα.
Μετὰ τὸν γάμο της, ᾖλθε στὴ Θεσσαλονίκη λόγω ἐπιδρομῶν τῶν Σαρακινῶν. Ἀσπάστηκε τὸν μοναχισμὸ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της καὶ μπῆκε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου μὲ τὴν θυγατέρα της Θεοπίστη.
Ἔζησε μὲ πολλὴ ἀρετὴ καὶ κοιμήθηκε τὸ 892.
Ἑορτάζονται τὴν 29η Αὐγούστου, ἀλλὰ ἡ γιορτὴ τους μεταφέρθηκε τὴν 3η Αὐγούστου λόγω τῆς γιορτῆς τῆς ἀποτομῆς τῆς Τιμίας Κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόμου.

Ἡ Ὁσία Θεοκλητῶ ἡ Θαυματουργός(03 Αυγούστου)



site analysis



Ἔζησε κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Θεοφίλου τοῦ εἰκονομάχου καὶ καταγόταν «ἐκ τοῦ θέματος τῶν Ὀπτιμάτων» (Ὀψικίου).
Οἱ γονεῖς της ὀνομάζονταν Κωνσταντῖνος καὶ Ἀναστασία, καὶ ἦταν ἀρκετὰ πλούσιοι καὶ πρὸ πάντων εὐσεβεῖς χριστιανοί. Ἀνάλογη ἀνατροφὴ ἔδωσαν καὶ στὴν κόρη τους Θεοκλητῶ, ποὺ ἦταν πιστή, εὐσεβής, σεμνὴ καὶ μελετοῦσε ἀκατάπαυστα τὸν θεῖο Λόγο.
Ὅταν παντρεύτηκε (τὸν Ζαχαρία, ἄνδρα εὐσεβῇ καὶ ἐλεήμονα), ὑπῆρξε πρότυπο χριστιανῆς συζύγου. Τὸ σπίτι της ἦταν συνεχῶς ἀνοικτὸ γιὰ τοὺς δυστυχεῖς, γιὰ τὶς χῆρες, τὰ ὀρφανὰ καὶ τοὺς φτωχοὺς οἰκογενειάρχες. Συχνὰ πήγαινε ἡ ἴδια στὰ φτωχόσπιτα καὶ μοίραζε ἁπλόχερα ἐλεημοσύνη καὶ περιποίηση στοὺς ἀρρώστους.
Ὁ θάνατος τὴν βρῆκε νὰ ἐκτελεῖ τέτοια θεάρεστα ἔργα. Τὸ δὲ λείψανό της, ἀξιώθηκε νὰ γίνει ὄργανο πολλῶν ἰαμάτων.
(Στὸν κώδικα 73 τῆς Μονῆς Παναγίας τῆς Χάλκης, καλεῖται Θεόκλητη καὶ ἡ μνήμη της ἀναφέρεται τὴν 21η Αὐγούστου).

Ἡ Ἁγία Σαλώμη ἡ Μυροφόρος-(03 Αυγούστου)



site analysis



Ἦταν πρώτη ἐξαδέλφη τῆς Παναγίας, μητέρας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶχε σύζυγο τὸν Ζεβεδαῖο καὶ γιοὺς τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη. Προικισμένη καὶ ἡ ἴδια μὲ ἔνθερμη εὐσέβεια, ἦταν ἀπὸ τὶς γυναῖκες ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν Χριστό, καὶ συνεισέφεραν στὸ ταμεῖο τῆς ἀποστολικῆς ἀδελφότητας.
 Σαλώμη ἦταν ἐκείνηπαρακινούμενη ἀπὸ μητρικὴ φιλοστοργία,ποὺ παρακάλεσε τὸν Κύριο ὅταν Αὐτὸς πήγαινε γιὰ τελευταῖα φορὰστὴν Ἱερουσαλήμνὰ τιμηθοῦν οἱ γιοί της μὲ πρωτεύοντα ἀξιώματα.Διότι εἶχε τὴν ἰδέα, ὅτι ὁ Ἰησοῦς στὴν Ἱερουσαλὴμ ἔμελλε νὰ ἀναστήσει τὸν θρόνο τοῦ Δαβίδ. Ὅμως ἡ Σαλώμη, τὶς στιγμὲς τοῦ φρικτοῦ πάθους τοῦ Κυρίου, καὶ ἐνῷ μαθητὲς καὶ φίλοι ἀπὸ φόβο εἶχαν διασκορπιστεῖ, αὐτή, μαζὶ μὲ μερικὲς ἄλλες πιστὲς γυναῖκες ἦταν ἐκεῖ καὶ κτυποῦσαν ἀπὸ λύπη τὰ στήθη τους.
Ἐπίσης  Σαλώμηἀξιώθηκε νὰ εἶναι μία ἀπὸ τὶς μυροφόρεςστὶςὅποιες  ἄγγελος γνωστοποίησε τὴν ἀνάσταση τοῦ ἸησοῦΜετὰ τὴνἵδρυση τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἱερουσαλήμ Σαλώμηἐξακολούθησε νὰ διακρίνεται γιὰ τὸ ζῆλο καὶ τὶς ἐλεημοσύνες της.
Ὁ διωγμὸς ἐναντίον τῆς ἐκκλησίας στὴν Ἱερουσαλήμ, προξένησε μεγάλη λύπη στὴν Σαλώμη. Ἡ καρδιά της ὑπέστη μεγάλο σπαραγμὸ τὴν ἡμέρα, ποὺ ὁ Ἡρῴδης ἀποκεφάλισε τὸν πρωτότοκο γιό της Ἰάκωβο. Ἀλλὰ ἡ ἐλπίδα στὸν Χριστὸ τὴν ἐνίσχυσε καὶ μὲ τὴν προσδοκία τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν παρέδωσε τὴν ψυχή της εἰρηνικά.

Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

Η ΜΟΝΑΧΗ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΤΗΣ Ι. Μ. ΝΤΙΒΕΓΕΒΟ ΜΑΣ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΕΥΔΟΚΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΗ



site analysis



Μ. Μ.: Μια και αναφερθήκατε στην οσία Μαρία Ίβάνοβνα, θυμάστε άλλη ανάλογη περίπτωση;
-μ. Μ.: Βεβαίως. Στο χωριό Πούζο -τώρα ονομάζεται Σουβόροβο- υπάρχει ό τάφος των μαρτύρων. Το 1919 στο χωριό πήγε απόσπασμα μπολσεβίκων. Εκεί έμενε μια άγια Γερόντισσα, προικισμένη απόσπασμα τον Θεό με προορατικό χάρισμα- Ήταν ή Ευδοκία ή διά Χριστόν σαλή. Ταλαιπωρημένη απόσπασμα χίλιες δύο ασθένειες, δεν μπορούσε καθόλου να περπατήσει. Όλο προσευχόταν. Μαζί της ζούσαν κοπέλες με προσευχή και νηστεία- ή Δαρεία, ή Μαρία και ή άλλη Δαρεία. Διάβαζαν τις ακολουθίες. Όταν πήγαν οι στρατιώτες, τις χτύπησαν αλύπητα και τις έβγαλαν στο δρόμο, για να τις εκτελέσουν. Τις οδήγησαν στο κοιμητήριο, ένα χιλιόμετρο έξω απόσπασμα τον χωριό. Τη Γερόντισσα Ευδοκία την έσερναν, γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει. Τις έβαλαν να σκάψουν λάκκο και τις διέταξαν να σταθούν στο χείλος του. Εκεί τις πυροβόλησαν, έτσι πού ή καθεμία έπεφτε μέσα. Την Ευδοκία την πυροβόλησαν στο κεφάλι, με αποτέλεσμα τον μισό να πεταχτεί πιο πέρα... Στην συνέχεια έριξαν πάνω τους τα χώματα κι έφυγαν. Κρυφά οι χριστιανοί -όταν έφυγαν οι στρατιώτες- άνοιξαν τον λάκκο, έβγαλαν τα σκηνώματα των μαρτύρων και τα περιποιήθηκαν. Διάβασαν κρυφά την νεκρώσιμη ακολουθία και τα ενταφίασαν κανονικά. Πέρυσι -μετά τον εσπερινό της Μεταμορφώσεως- μια γυναίκα πού τότε βρισκόταν στο σπίτι της Γερόντισσας Ευδοκίας, μας είπε ότι διέφυγε, μόλις μπήκαν οι στρατιώτες. Πολύ πριν συμβεί τον γεγονός, ή Γερόντισσα Ευδοκία τής είχε πει: «Εσύ, την ώρα του μαρτυρίου δεν θα είσαι μαζί μας»! Και συνέχισε: «Όταν εμείς θα πεθάνουμε, δεν θα χτυπήσει καμπάνα». Όπως κι έγινε... Απόσπασμα φόβο οι χωριανοί δεν χτύπησαν πένθιμα την καμπάνα. Στο διπλανό χωριό -την ώρα πού γινόταν ή εκτέλεση- έβλεπαν στην περιοχή του κοιμητηρίου τέσσερις φωτεινές στήλες πού υψώνονταν απόσπασμα την γη ίσαμε τον ουρανό! Κατάλαβαν ότι κάτι τον συγκλονιστικό, τον ξεχωριστό συμβαίνει στο Πούζο. Αργότερα έμαθαν...
Πολλοί προσκυνητές πηγαίνουν συνεχώς στον τάφο και προσκυνούν. Φεύγοντας, παίρνουν λίγο χώμα για ευλογία. Το χειμώνα παίρνουν χιόνι απόσπασμα τον τάφο και αφού λιώσει τον πίνουν σαν άγιασμα. Μια κοπελίτσα δώδεκα ετών, πού έπασχε απόσπασμα ισχυρούς πονοκεφάλους, την πήγαν στον τάφο των μαρτύρων. Τής είπαν να παρακαλέσει την Γερόντισσα Ευδοκία να την κάνει καλά. Το κορίτσι, άρχισε να κλαίει και να παρακαλεί: «Θεράπευσε, γιαγιά, τον κεφαλάκι μου»! Πήραν χιόνι, τον έβαλαν στο κύπελλο κι όταν πήγαν στο σπίτι, ή κοπελίτσα έκανε τον σταυρό της, τον ήπιε και κοιμήθηκε. Όταν σηκώθηκε τον πρωί, ήταν τελείως καλά! Είπε ότι είδε την Γερόντισσα Ευδοκία να τής μιλάει γλυκά και να τής λέει: «Μη στενοχωριέσαι. Θα γίνει καλά τον κεφαλάκι σου!». Ή κοπέλα σήμερα είναι μια χαρά. Ζει παντρεμένη στο Σουβόροβο.
ΒΙΒΛ. ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΛΙΝΟΣ. ΑΝΘΗ ΑΓΙΑΣ ΡΩΣΙΑΣ

Μοναχή Μαργαρίτα: Ι.Μ. ΝΤΙΒΕΓΕΒΟ - Ο ευλογημένος κρίκος!



site analysis



Ενώνει δύο εποχές! Την εποχή πριν κλείσουν την Μονή, με την σημερινή. Σχεδόν αιωνόβια ή μεγαλόσχημη Γερόντισσα Μαργαρίτα, κάνει μια γόνιμη αναδρομή στα ενενηνταεπτά χρόνια της.
- Μανώλης Μελινός: Γερόντισσα, εύχεσθε. Με μεγάλη χαρά και ζωηρή συγκίνηση επικοινωνούμε μαζί σας. Γνωρίζουμε ότι στο πρόσωπο σας ενώνονται δύο περίοδοι της Μονής δύο εποχές- δύο τμήματα της Ιστορίας. Παρακαλώ πολύ, πείτε μας ότι σεις κρίνετε, για να τις προσεγγίσουμε σωστά.
- Μοναχή Μαργαρίτα: Να έχετε την ευχή του άγιου και της ηγουμένης μας!
Μετά την κοίμηση του άγ. Σεραφείμ, στο Ντιβέγεβο έμεινε ή ιστορία ότι στην εορτή των Γενεθλίων της Θεοτόκου, ό όσιος είχε πει: "Θα 'ρθει καιρός πού οι ορφανές μοναχές μου θα φύγουν από την πύλη της Γεννήσεως της Θεοτόκου. Σαν ρεβύθια θα σκορπιστούν". Οι αδελφές αναρωτιόνταν, τί πύλη εννοούσε ό Γέροντας... Το 1927, στην εορτή των Γενεθλίων της Θεοτόκου -πού πανηγυρίζει ή Μονή- άρχισε στις 2 ό μικρός εσπερινός. Εγώ είχα τότε διακόνημα να χτυπώ τις καμπάνες. Πήγα, όπως πάντα, στο καμπαναριό. Το βρήκα κλειδωμένο. Βρήκα το κλειδί και πήγα ν' ανοίξω. Κάποιος μ' έπιασε από το χέρι, λέγοντάς μου αυστηρά: «Που πάς; Απαγορεύεται!». Ήταν αστυνομικός. Μου είπε ότι οι καμπάνες απαγορεύτηκαν. Οι μοναχές, πηγαίνοντας στον εσπερινός, ρωτούσαν ή μία την άλλη γιατί δεν σήμανε; Παρακαλέσαμε να μας αφήσουν να σημάνουμε για τελευταία φορά. Αντί απαντήσεως, άρχισαν οι συλλήψεις! Δίπλα στην Μονή ζούσαν εξόριστοι δύο αρχιερείς.
Ό Ταμπώφ Ζηνόβιος και ό Ντμίτροφσκι Σεραφείμ. Την νύχτα έγινε ή τελευταία λειτουργία. Ή συγκίνηση ήταν ζωηρή. Προέστη ό επίσκοπος Σεραφείμ, ό όποιος είπε στο κήρυγμα του: «Αυτά τα χρόνια, σε καθένα από μας δίνεται το πικρό ποτήρι. Από μας εξαρτάται πώς θα το δεχθούμε. Μερικοί μόνο θα το ακουμπήσουν στα χείλη άλλοι θα πιουν ένα τέταρτο μόνο άλλοι το μισό. Θα υπάρχουν όμως κι αυτοί πού θα το πιουν ως το τέλος! Εσείς, Γερόντισσες, ως τώρα μοιάζατε σαν μεγάλη λαμπάδα, καθώς ήσασταν ενωμένες. Από δώ κι έπειτα, θα γίνετε πολλά μικρά κεράκια. Θα πρέπει να φωτίζετε, ή καθεμία ξεχωριστά, όπου πάτε». Την επομένη νύκτα, οι δύο αυτοί αρχιερείς συνελήφθησαν... Συνέλαβαν και την ηγουμένη μας. Την ανέβασαν σ' ένα καμιόνι. Δίπλα της καθόταν ό Μητροπολίτης Σεραφείμ, απέναντι της ή μοναχή Μαριάμ. Εμείς παρακαλούσαμε να μας αφήσουν να την αποχαιρετίσουμε. «Όχι», απάντησαν οι αστυνομικού, «έτσι πού κλαίτε όλες μαζί, δεν θα σας επιτρέψουμε να την δείτε». Εμείς με μια φωνή είπαμε: «Όχι, όχι, δεν θα κλαίμε, δεν θα κλαίμε. Επιτρέψτε μας...». Με τα πολλά, μας άφησαν. Τρέξαμε όλες κοντά της και της φιλούσαμε τα χέρια. Και λες και δόθηκε ένα αόρατο σύνθημα, αρχίσαμε όλες να κλαίμε με λυγμούς!.. Μέσα στ' αναφιλητά μας, λέγαμε «μας παίρνουν την ηγουμένη, την μητέρα μας...». Οι αστυνομικού άρχισαν να μας χτυπούν, φωνάζοντας και βρίζοντας. Διέκοψαν τον αποχαιρετισμό και μας απομάκρυναν.
Σε μια βδομάδα όλες είχαμε φύγει. Το μοναστήρι μας το έκλεισαν. Θυμάμαι, τότε έβρεχε ασταμάτητα. Και οι άνθρωποι και τα στοιχεία της φύσεως εναντίον μας. Τότε πολλές αδελφές θυμήθηκαν πού ό άγιος έλεγε ότι «οι μοναχές μου θα φύγουν από την πύλη της Γεννήσεως της Θεοτόκου». Οι Αρχές μάς είπαν: «Αν θέλετε, μπορείτε να παραμείνετε, αλλά δεν θα φοράτε ράσο. Θα είσθε όπως όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι. Εκεί πού εργάζεστε, θα βγάλετε τις εικόνες και θα βάλετε την φωτογραφία του συντρόφου Λένιν». Φυσικά, αρνηθήκαμε. Έτσι, μείναμε δίχως στέγη, δίχως δουλειά. Βέβαια, δεν σκορπιστήκαμε αμέσως. Μερικές έμειναν στο χωριό Ντιβέγεβο, άλλες στο χωριό Βερτιάνοβο, άλλες αλλού. Δύο ιερείς λειτουργούσαν με κίνδυνο της ζωής τους σ' ένα μικρό εκκλησάκι, πού είχε κτίσει ή πρώτη ηγουμένη, Αλεξάνδρα. Εκεί μνημόνευαν τα ονόματα όσων μαρτύρησαν. Μια ώρα ό ιερεύς μνημόνευε τα ονόματα...
Κάποιος επίσκοπος βρήκε τρόπο και επικοινώνησε κρυφά με αρκετές από μας και μας στήριξε, λέγοντας: «Από το μοναστήρι σας έδιωξαν, αλλά το μοναχικό Σχήμα δεν μπορούν να σας αφαιρέσουν. Παρόλο πού ζείτε στον κόσμο, να τηρείτε τις μοναστικές υποσχέσεις σας». Οι αδελφές, ζούσαμε ή μία κοντά στην άλλη. Συγκεντρωνόμασταν κρυφά και κάναμε ακολουθίες, τον κανόνα μας. Κάποτε-κάποτε έρχονταν μυστικά εξόριστοι κληρικοί και λειτουργούσαν στα σπίτια κι έτσι κοινωνούσαμε! Συνήθως λειτουργούσε ό π. Πάβελ, ό όποιος εκτελέστηκε το 1938 στις φυλακές του Άρζαμάς. Προηγουμένως τον είχαν ρωτήσει: «Είσαι ποιμένας ή μισθωτός»; «Ποιμένας είμαι και προσφέρω ότι προσφέρω χωρίς αμοιβή!» τούς απάντησε. Ό άλλος ιερεύς, ό π. Συμεών, προερχόταν από οικογένεια εργατών. Την δεκαετία του '30 δεν άντεξε την βία και την καταπίεση και έβγαλε το ράσο. Συμφώνησε να δουλεύει σαν απλός εργάτης σ' ένα εργοστάσιο κατασκευής όπλων στην πόλη Βιάτκα. Πέθανε κοντά στο μηχάνημα του, στα χρόνια του Β' παγκοσμίου πολέμου...

Κάποτε πού είχε άδεια από το εργοστάσιο, πήγε κρυφά στο Ντιβέγεβο, να το δει. Κάποιοι τον αναγνώρισαν στο σταθμό και τον πήραν με το αυτοκίνητο τους μέχρι το ναό. Σ' όλη την διαδρομή, όπως μας είπαν αργότερα, ό ταλαίπωρος έκλαιγε με λυγμούς... Ό διάκονος πού υπηρετούσε στο ναό τής Μονής, ό π. Μιχαήλ, ταλαιπωρήθηκε κι αυτός από τον πειρασμό να εγκαταλείψει το Σχήμα του. Άντεξε όμως, με την βοήθεια του Θεού. Φυλακίσθηκε στο Αρζαμάς κι εξέπνευσε εκεί. μαζί με τον π. Πάβελ.

Οι κρυφές αυτές συναντήσεις -με λειτουργικό σκοπό- γίνονταν κυρίως ως το 1937. Τότε δραστηριοποιήθηκε ή περιβόητη τρόικα- Το πρόχειρο δικαστήριο με τα ισάριθμα μέλη, πού χωρίς λόγο μας καταδίκαζαν. Αν λέγαμε ότι πιστεύουμε, ότι εκκλησιαζόμαστε, μας έκλειναν στην φυλακή! Από τρία ως δέκα χρόνια...

Το μοναστήρι του Σάρωφ το έκλεισαν το 1926, ένα χρόνο νωρίτερα από μας. Αφήρεσαν τις εικόνες και τα βιβλία. Πήραν και την κυπαρισσένια λάρνακα, όπου αναπαυόταν τα λείψανα του αγίου Σεραφείμ. Έβγαλαν τα λείψανα και τα έβαλαν σε πρόχειρο ξύλινο κιβώτιο, μαζί με τα άμφιά του. Έκαψαν διάφορα ιερά είδη. Άλλα τα πήραν μαζί τους. Τα φόρτωσαν σε καρότσια και τα πήγαν στην πόλη Άρζαμάς και από κει στην Μόσχα. Εκεί λειτουργούσε ειδική επιτροπή πού... εξέταζε τα λείψανα των άγιων! Αν έβρισκαν κάτι πού για οποιοδήποτε λόγο τούς ενδιέφερε, το κρατούσαν. Τα ιερά λείψανα μεταφέρονταν σωρηδόν εκεί... Όταν έφτασε το κιβώτιο στην Μόσχα (αυτό πού περιείχε τα λείψανα του αγίου Σεραφείμ) και το άνοιξαν, δεν τα βρήκαν μέσα! Τα ιερά λείψανα -ώ του θαύματος- βρέθηκαν στις 11 Ιανουαρίου 1991, στο ναό της Παναγίας του Καζάν στην Αγία Πετρούπολη και μεταφέρθηκαν στο Ντιβέγεβο. Πρέπει να πούμε ότι, πρώτη φορά -παλαιά- βρέθηκαν παραμονές του κακού πού έγινε στην πατρίδα μας το 1905 και το 1917.
ΒΙΒΛ. ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΛΙΝΟΣ. ΑΝΘΗ ΑΓΙΑΣ ΡΩΣΙΑΣ

ΜΟΝΑΧΗ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ . ΞΕΨΥΧΗΣΕ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ Η ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ Η ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΗ – ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ.



site analysis



Μ. Μ.: Γερόντισσα, ένα μεγάλο κεφάλαιο της ρωσικής Ορθοδοξίας, είναι οι διά Χριστόν σαλοί. .Άνδρες και γυναίκες που είχαν επιλέξει τον επώδυνο αυτό δρόμο και τρόπο για να λατρεύουν τον Θεό. Από' όσο γνωρίζω, στην περιοχή της Μονής σας ζούσαν τέτοιες ευλογημένες υπάρξεις. Παρακαλώ μιλήστε μας σχετικά.
- μ. Μ.: Ήσαν αρκετές οι ευλογημένες αυτές υπάρξεις. Στην αρχή του διωγμού μας, πού ζούσαμε ακόμη κοντά στο Ντιβέγεβο, έμενε μαζί μας ή όσια Μαρία Ίβάνοβνα ή διά Χριστόν σαλή. Ξεψύχησε στα χέρια μου. Στα τελευταία της την φρόντιζα εγώ. Θυμάμαι, την ρωτούσα: «Γερόντισσα, πότε θα γυρίσουμε στο μοναστήρι μας;». Καλοκάγαθα μου απαντούσε: «Να είσαι βεβαία, ότι θα έχετε κάποτε και πάλι το μοναστήρι σας. Μάλιστα, μαζί με την ηγουμένη σας, από κει ψηλά πού θα είμαστε, θ' αρχίσουμε να σας καλούμε να επιστρέψετε στο μοναστήρι. Μόνο πού θα σας καλούμε με αριθμούς κι όχι με τα ονόματα σας. Εσένα, Φρόσω, θα σε καλέσουμε με το 338». Το κράτησα στο μυαλό μου. Όταν αργότερα με φυλάκισαν, είδα ότι εκεί δεν μας αναγνώριζαν με τα ονόματα μας, αλλά με αριθμούς. Εμένα μου έδωσαν το 338!!! Προσευχήθηκα θερμά, ευχαριστώντας τον Θεό πού συνεχώς έδειχνε την παρουσία Του. Αργότερα μας πήγαν με το τραίνο στην Τασκένδη. Ό στρατιώτης πού συνόδευε το βαγόνι, μας ζήτησε να τραγουδήσουμε μερικά ζωηρά τραγούδια. Εμείς αρχίσαμε να ψέλνουμε το «ευλογητός ει Χριστέ...» και άλλους ύμνους τής Εκκλησίας μας! Μόλις φτάσαμε στην Τασκένδη, μας πέρασαν από έλεγχο. Διέταξαν και βγάλαμε όλα τα ρούχα. Όταν μας έβγαλαν το σταυρό πού φορούσαμε, τότε νιώσαμε την αίσθηση τής γύμνιας... Με ξυλαράκια φτιάξαμε πρόχειρους σταυρούς.
Όταν τελείωσε ή φυλάκιση μας, οι μοναχές άρχισαν να βρίσκουν δουλειά κοντά στο μοναστήρι μας.
Πολλές επίσης μοναχές και κοσμικές γυναίκες πήγαιναν και ζητούσαν την συμβουλή της όσιας Μαρίας, για διάφορα ζητήματα. Τότε, τα χρόνια ήσαν από κάθε άποψη δύσκολα. Κάποτε, μια γυναίκα πήγε στο σπίτι της Μαρίας Ίβάνοβνα. Μάς διηγείται ή ιδία: «Πήγα στο Σάρωφ, στο σπίτι της Μαρίας Ίβάνοβνα, Ήρθα να την ρωτήσω αναγνώρισαν θα έχω, όπως λένε, στον ήλιο μοίρα. Περνούσα πολύ δύσκολα... Πλησίασα στο σπιτάκι της. Από το παράθυρο την είδα να κάθεται στο κρεβάτι και κάνοντας το σημείο του σταυρού, έλεγε δυνατά: "Στείλε τους. Κύριε, τον ευεργέτη στείλε τους τον ευεργέτη "! Δεν μίλησα. Έφυγα, για να μη διακόψω την προσευχή της. Όταν έφτασα στο Σάρωφ, γνωρίστηκα με κάποιους, οι όποιοι άρχισαν να με βοηθούν με τρόφιμα. Κι όχι μόνον αυτό μου βρήκαν δουλειά κι έτσι επιβίωσε ή οικογένεια μου!»
- Μ. Μ.: Μία μοναχή, για την οποία πολλά έχω ακούσει, είναι -ήταν, Ακριβέστερα- ή Σεραφείμα Μπουλγκάκοβα. Μιλήστε μας γι' αυτήν.
-μ. Μ.: Ευλογημένη ψυχή! Άνθρωπος αρετής και μαρτυρίου. Το 1945, θυμάμαι, δούλευε σ' ένα κολχόζ. Οι συνθήκες άθλιες. Δεν υπήρχε στην περιοχή ναός κι αυτό την πονούσε πολύ. Δεν μπορούσε επίσκοπος χρόνια να δει τούς δικούς της. Μια νύχτα, την εβδομάδα τής Τυρινής, είδε την Μαρία Ίβάνοβνα στ' όνειρο- Την σταύρωσε και τής είπε: «Αυτό είναι για το δρόμο»! Στην συνέχεια την σταύρωσε από την αριστερή πλευρά, λέγοντας: «Αυτό είναι για τα κακά πού θα σου συμβούν»! Το πρωί έλαβε το χαρτί πού επέτρεπε την επιστροφή της! Όλα θα ήσαν ασυγκρίτως δυσκολότερα -από' ότι έλεγε- αναγνώρισαν δεν είχε τις προσευχές τής Μαρίας Ίβάνοβνα. Δίχως την πνευματική βοήθειά της, δεν θα έφτανε στην πατρίδα. Από την εξορία έφυγε στις 25 Μαρτίου. Ή θερμοκρασία ήταν 30° υπό το μηδέν! Από την χαρά της ξέχασε να πάρει φεύγοντας το χοντρό πανωφόρι και πάγωσε! Σ' ένα από τα τραίνα σκότωσαν τον μηχανοδηγό και είχαν δυσκολίες, καθυστερήσεις κ.λπ. Εκείνη όμως γνώριζε από την Μαρία Ίβάνοβνα ότι θα φτάσει τελικά στον προορισμό της. Όπως και έγινε.
Κάποτε, στην Μονή ήλθαν τρεις φίλες μου. Μπήκα στο δωμάτιο τής Μαρίας Ίβάνοβνα, με την πρώτη. Ή διά Χριστόν σαλή, δεν θέλησε να τής μιλήσει, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Όχι, όχι αύτη»! Μπήκα με την δεύτερη. Ή Μ. Ίβάνοβνα είπε το ίδιο Μπήκα και με την τρίτη. Τότε ή οσία Μαρία είπε: «Ναι, αυτή είναι! Λοιπόν, παιδί μου, έχεις τυφλή την μητέρα σου και πρέπει γρήγορα να φύγεις, τώρα αμέσως, γιατί μπορεί να πεθάνει και δεν θα προλάβεις να την δεις!». Ή φίλη μου έχοντας κοσμική νοοτροπία, δεν έδωσε σημασία στα λόγια τής Γερόντισσας. Έμεινε. Σύντομα έμαθε ότι ή μητέρα της είναι βαριά άρρωστη. Μέχρι να φτάσει στο σπίτι τους, ήταν νεκρή...
Μια μέρα ήλθε στο μοναστήρι μας ένας πολύ σεμνός νέος. Όταν τον είδε ή Μαρία Ίβάνοβνα του είπε ολόκληρη την προηγούμενη ζωή του! Μόλις, την έμαθαν οι συνοδοί του, ό νέος εγκατέλειψε την ιδέα να γίνει κληρικός. Είχε ουσιαστικά κωλύματα... Ή Γερόντισσα το έκανε αυτό μπροστά στους άλλους, για να προλάβει ακριβώς την χειροτονία πού εκείνος σχεδίαζε!
Κάποια φίλη μου, με παρεκάλεσε να μάθω από την Μαρία Ίβάνοβνα, γιατί ό γιός της δεν ήθελε να παντρευτεί, γιατί το καθυστερούσε. Ή μάνα, όπως ήταν φυσικό, ανησυχούσε. Ή οσία είπε: «Μην τον αναγκάζετε. Αφήστε τον. Είναι ασκητής και μάρτυρας!». Ή μητέρα του θύμωσε από την απάντηση. Όμως σε λίγο διάστημα, τον συνέλαβαν. Στην φυλακή αρρώστησε βαριά και όντως πέθανε σαν μάρτυρας, εκεί στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως...
Κάποια φορά πού μπήκα στο κελί τής Μαρίας Ίβάνοβνα, αντίκρισα μια νέα γυναίκα πού τής είχαν κάνει μάγια. Είχε δαιμονιστεί. Ή Γερόντισσα είπε ότι τα μάγια τα είχε κάνει ή κουνιάδα της! Αμέσως μετά, είπε στον διάβολο επιτιμητικά: «Βγες έξω»! Το δαιμόνιο δεν υπάκουσε. «Βάλτε στο λαιμό της το κομποσκοίνι», ζήτησε ή Μαρία Ίβάνοβνα. Το δαιμόνιο δεν έλεγε να βγει. Μια φούσκωνε το χέρι τής κοπέλας, μια το πόδι της, μια ή κοιλιά της. Όταν βάλαμε το κομποσκοίνι στο λαιμό της, φούσκωσε κι ό λαιμός! Άρχισε να πνίγεται. Ή Μαρία Ίβάνοβνα φώναξε αυστηρά στο πονηρό πνεύμα: «Βγες, βγες αμέσως». Τότε από την κοπέλα ακούστηκε μια βαριά φωνή πού έλεγε: «Θα βγω στην πηγή». Ή Γερόντισσα κατάλαβε. Είπε να οδηγήσουν την δαιμονισμένη στο άγιασμα του άγιου Σεραφείμ, στο Σάρωφ. Την πήγαν απόγευμα. Το άλλο πρωί, μόλις ξύπνησε ή Μαρία Ίβάνοβνα χτύπησε τις παλάμες της και φώναξε: «Να, να τρέχει! Τρέχει!». Το βράδυ γύρισαν από το Σάρωφ οι γυναίκες και είπαν ότι ή δαιμονισμένη απαλλάχτηκε το πρωί, στο άγιασμα, όπου είχε πιει και σταυρωθεί με το νερό. Ή Μαρία Ίβάντανα από το Ντιβέγεβο μακριά, τα «έβλεπε» όλα και χαιρόταν.
ΒΙΒΛ. ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΛΙΝΟΣ. ΑΝΘΗ ΑΓΙΑΣ ΡΩΣΙΑΣ

Η ΜΟΝΑΧΗ ΣΕΡΑΦΕΙΜΑ ΜΠΟΝΛΓΚΑΚΟΒΑ.



site analysis



- Μ. Μ.: Γερόντισσα, πότε ήλθε στο μοναστήρι ή αδελφή Σεραφείμα Μπονλγκάκοβα;
-μ. Μ.: Το 1924. Θυμάμαι, είχε μεγάλη αδυναμία. Από τον υποσιτισμό είχε φουσκάλες σ' όλο τον σώμα. Έβαζε λαδάκι από τον καντήλι των λειψάνων του αγίου Σεραφείμ. Μολαταύτα συνεχιζόταν τον πρόβλημά της. Πήγε στη Μαρία Ίβάνοβνα και τη ρώτησε τί να κάνει. Της είπε: «Το λαδάκι να μη τον βάζεις όπως- όπως, αλλά να κάνεις σταυρό και γύρω από τον σταυρό ένα κύκλο». Άρχισε να βάζει έτσι τον λάδι κι έφυγαν όλες οι φουσκάλες και οι πληγές!
-
- Μ. Μ.: Μιλήστε μας, Γερόντισσα Μαργαρίτα, για την εποχή των μεγάλων διωγμών τότε που βασανίζονταν οι άνθρωποι για την πίστη τους, τότε που λεηλατούσαν μοναστήρια και ναούς.
-μ. Μ.: Χμ! Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο. Όταν έκλεισαν τον μοναστήρι, πολλές εικόνες τις έβαλαν στο ναΐσκο τής Γεννήσεως τής Θεοτόκου, για να τις πάρουν αργότερα. Ό Εσταυρωμένος τής άγιας τραπέζης ήταν μεγάλος και δεν χωρούσε να περάσει από την πόρτα του ναΐσκου. Αποφάσισαν να... κόψουν με τον πριόνι τον χέρι του Εσταυρωμένου -με τον αντίστοιχο τμήμα του σταυρού-για την μεταφορά! Στην άγια τράπεζα του άλλου ναού, του άγιου Αλεξάνδρου Νέφσκι, ήδη λειτουργούσε λέσχη εργατών! Κάποιοι καθεστωτικοί, πήγαν Μεγάλη Πέμπτη να πάρουν τον σταυρό. Καθώς έκοβαν τον χέρι του Κυρίου με τον πριόνι, άρχισαν να στάζουν ρανίδες αίματος!!! Πάγωσαν. Το θαύμα διαδόθηκε αστραπιαία. Το πρωί και τον βράδυ τής Μεγ. Παρασκευής, πλήθη κόσμου έτρεξαν στο ναό, για να δουν τον θαύμα.
Το χειμώνα του 1937, ήσαν πολλές μοναχές στη φυλακή Αρζαμάς, κοντά στο Ντιβέγεβο. Μετά τον κλείσιμο τής Μονής -σύμφωνα με πληροφορίες του διευθυντού των φυλακών Άρζαμάς, του κ. Άντρέγιεφ- εκεί ζούσαν 2.000 μοναχές, από δύο κυρίως μοναστήρια τής περιοχής, του άγιου Νικολάου και του άγιου Αλεξίου μαζί και ή ηγουμένη του καθενός. Υπήρχαν επίσης αρκετές μοναχές από τον Ντιβέγεβο, αλλά και από άλλα μοναστήρια. Αυτές πού έβγαλαν τον ράσο και παντρεύτηκαν, ήσαν ελάχιστες. Ή συντριπτική πλειονότητα οδηγήθηκε στη φυλακή. Ανάμεσα τους ή Σεραφείμα Μπουλγκάκοβα. Μια νύχτα, κάποια αδελφή ξύπνησε και είπε στις άλλες ότι είδε τον άγιο Σεραφείμ να περπατά στην αυλή τής φυλακής μαζί με δύο μοναχές και να λέει: «Να, εγώ οδηγώ στη φυλακή τις αγαπημένες μου αδελφές»! Αμέσως έτρεξαν στο παράθυρο πού έβλεπε στην αυλή. Είδαν να περπατούν δύο νεοφερμένες μοναχές, ή Μαριάμ και ή Πελαγία. Την ίδια εποχή, ή Βέρα Τσιτσαγκόβα έλεγε ότι κι αυτή έβλεπε στον ύπνο της ανάλογα. Συγκεκριμένα, τις μοναχές του Ντιβέγεβο να κάθονται σ' ένα μεγάλο τραπέζι. Δίπλα τους να στέκεται ή Παναγία και να δείχνει ποιές από' αυτές θα μπουν στη φυλακή!
Αιωνία ή μνήμη τής Μαρίας Ίβάνοβνα. Είχε προείπει όλες τις δυσκολίες, τις θλίψεις και τις ταλαιπωρίες...
Αργότερα αποφυλακίστηκε ή αδελφή Σεραφείμα. Ένα βράδυ, είδε στον ύπνο της ότι βρισκόταν στο ναό του Ντιβέγεβο κι έψελνε. Απότομα σταμάτησε. Είδε τούς ιερείς, κάτι να συζητούν μεταξύ τους. Βγήκε στην πύλη του ναού και είδε να μπαίνουν δύο αρχιερείς. Τον ένα τον γνώριζε. Ήταν ό Πέτρος. Πέφτει στα πόδια του. Εκείνος τη σήκωσε, κράτησε τον κεφάλι και τής είπε: «Ναι, δούλη του Θεού, φυλακισμένη είσαι»! «Όχι, δέσποτα, δεν είμαι φυλακισμένη απελευθερώθηκα» του απάντησε. «Όχι, πρέπει να πάς κι άλλο», συμπλήρωσε. «Δεν θέλω ήμουν αρκετά στη φυλακή» είπε ή Σεραφείμα με παράπονο. «Κι όμως, αυτό χρειάζεται να γίνει» επέμεινε ό επίσκοπος. Βγήκε έξω από τον ναό. Είδε την ηγουμένη. Φίλησε τον χέρι της, λέγοντας: «Γερόντισσα, ό δεσπότης μου είπε ότι πρέπει να ξαναμπώ στη φυλακή». Σ' αυτό το σημείο ξύπνησε. Τής φάνηκε πώς ήταν στην πραγματικότητα. Τότε ήταν ή περίοδος 1936-38. Πολλές από τις μοναχές πού είχαν απολύσει από τις φυλακές, ζητούσαν αφορμή για να τις φυλακίσουν πάλι!
Ό διευθυντής των σιδηροδρόμων του Καζάν, είχε πάρει μυστική εντολή να αφήσει να συγκρουστούν δύο στρατιωτικά τραίνα, πού μετέφεραν πολεμικό υλικό. Δεν ήξερε τί να κάνει. Βρισκόταν σε απόγνωση. Είτε επέτρεπε τη δολιοφθορά, είτε όχι, θα τον τιμωρούσαν... Τελικά, έγινε ή σύγκρουση. Διέδωσαν στις εφημερίδες ότι υπεύθυνοι ήσαν μοναχοί, μοναχές, τσιγγάνοι και διάφοροι άλλοι άστεγοι! Βγήκε αμέσως απόφαση να συλληφθούν όλοι και να οδηγηθούν στη φυλακή. Νομίζω, εκτελέστηκε ό διευθυντής των σιδηροδρόμων. Μάλιστα...
Ξέραμε ότι ό κάθε αστυνομικός πού έπιανε μια μοναχή ή κρυπτομοναχή ή κάποιον άλλο άνθρωπο τής Εκκλησίας, πληρωνόταν πέντε ρούβλια το... κεφάλι! Την περίοδο εκείνη ή αδελφή Σεραφείμα εργαζόταν στους σιδηροδρόμους, γι' αυτό γνώριζε αυτές τις λεπτομέρειες. Μόλις βγήκε ή διαταγή τής συλλήψεως, πήγε στην πόλη Μούρομ. Δεν γινόταν να μείνει άλλο στην εργασία της. Πήγε κρυφά στον σπίτι όπου έμενε ή ηγουμένη. Ήταν βασανιστικό να περιμένεις να σε βρουν, να σε συλλάβουν. Προσευχόταν θερμά, λέγοντας: «Κύριε, κάνε να με πιάσουν σύντομα, για να μη βασανίζομαι περιμένοντας». Ό άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, έλεγε ότι «στις μοναχές δεν περνούν απαρατήρητα τέτοια λόγια». Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, χτύπησαν την πόρτα. Μια φωνή άγρια ρώτησε: «Ποιόν έχετε φιλοξενούμενο»; Μάλλον την είχαν παρακολουθήσει. Είχε παρατηρήσει ότι από το σταθμό, ακολουθούσε κάποιος περίεργος τύπος.
Άνοιξαν την πόρτα ή ηγουμένη και ή οικοδέσποινα πού ήταν πνευματική της κόρη, ψυχίατρος (αργότερα κι αυτή έγινε μοναχή). Συνέλαβαν την Σεραφείμα και την αδελφή Ραφαηλία πού βρισκόταν επίσης εκεί. Ό επικεφαλής διέταξε να μαζέψουν τα πράγματά τους και να τούς ακολουθούσουν. Τούς απάντησαν θαρρετά: «Δεν ερχόμαστε τώρα, μέσα στη νύχτα, με τρεις άντρες. Αν θέλετε, ελάτε το πρωί. Θα σάς περιμένουμε!». Ανεξήγητα, συμφώνησαν! Κράτησαν το διαβατήριο και την ταυτότητα και είπαν στην οικοδέσποινα να τις πάει στον αστυνομικός τμήμα, το πρωί. Έτσι, είχαν τη δυνατότητα να συνομιλήσουν αρκετά με τη Γερόντισσα και να την αποχαιρετήσουν. Τούς είπε επίσκοπος λέξει: «Θα σάς καταδικάσουν πέντε χρόνια καταναγκαστικά έργα σε στρατόπεδο. Εσύ, Σεραφείμα, θα δουλεύεις εκεί σαν λογίστρια. Να προσεύχεσαι στην Παναγία, να συγχωρηθούν οι αμαρτίες σου. Όταν σε συγχωρήσει, τότε θ' απελευθερωθείς!». Το πρωί τις φόρτωσαν όλες, όπως- όπως σ' ένα μεγάλο φορτηγό. Μαζί με τις μοναχές, τσιγγάνοι, μικροκλέφτες και κάποιοι άλλοι. Ήταν όρθιοι, κολλημένοι σαν σαρδέλες.
Τούς οδήγησαν σε γραφείο, όπου τους περίμενε ή περιβόητη τρόικα- δηλαδή τρία άτομα πού «δίκαζαν» και καταδίκαζαν. Σε τρεις ώρες, δίκασαν τριακόσια άτομα! Κανείς δεν ερευνούσε ουσιαστικά. Μερικές φορές, ούτε πού κοίταζαν τον υποψήφιο κατάδικο... Την Σεραφείμα καταδίκασαν -ως κοινωνικά βλαβερό στοιχείο- πέντε χρόνια σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως!.. Ή πρώτη εξορία πού είχε, ήταν με την παράγραφο 58: άντιεπαναστατική οργάνωση, επειδή υπηρετούσε στον ναό! Μόλις, λοιπόν, την καταδίκασαν, πήγε σε στρατόπεδο γενικού τύπου, με τούς εγκληματίες και τούς άλλους κακοποιούς στον νότο. Δούλευε -όπως τής είχε πει ή Γερόντισσα- στον λογιστήριο. Στη συνέχεια την έστειλαν σε στρατόπεδο στην Άπω Ανατολή! Ή πορεία ήταν φοβερή.
Τούς έβαλαν να φτιάξουν το λιμάνι Ναχότκα. Τούς οδήγησαν σε μια γυμνή ακτή. Έπρεπε πρώτα να χτίσουν τα μπλοκ, στα όποια θα έμεναν. Ή Σεραφείμα βρέθηκε στον στρατόπεδο με τούς άνδρες. Έγραψε αμέσως γράμμα στην ηγουμένη: «Γερόντισσα, προσευχηθείτε για μένα- βρίσκομαι στον στρατόπεδο των ανδρών...». Ό Κύριος τής έδωσε δύναμη και νεκρώθηκαν όλες οι αισθήσεις και τα αισθήματα, παρόλο πού ήταν 35 μόλις ετών. Δούλευε και δεν έδινε σημασία σε κανένα. Κι εκεί ήταν λογίστρια. Αργότερα την έστειλαν στον φαρμακείο. Το διηύθυνε ή σύζυγος του διευθυντή του στρατοπέδου και ζητούσε βοηθό πού να μη κλέβει! Την είχε πάρει με καλό μάτι. Δούλευε στον φαρμακείο αποφυλακίστηκε' τις 9 το πρωί ως τις 5 το απόγευμα και στη συνέχεια πήγαινε στον σπίτι τής κυρίας της και εργαζόταν μέχρι τις 10 το βράδυ.
Το ζευγάρι είχε δύο παιδιά και ή μοναχή τούς βοηθούσε. Αργά το βράδυ, πήγαινε στον στρατόπεδο για ύπνο. Ήταν μόνο τριάντα γυναίκες στον μπλοκ και μερικές χιλιάδες ανδρών. Δεν έδινε δικαιώματα σε κανένα και δεν φοβόταν. Μια μέρα ρώτησε έναν εγκληματία ανάλογα πρέπει να φοβάται κι αυτός τής απάντησε: «Όχι. Μέσα στον μπλοκ να μη φοβάσαι τίποτα. Έξω, στον κόσμο να μάς φοβάσαι». Φοβόταν μόνο τα σκυλιά πού άφηναν ελεύθερα τη νύχτα στον στρατόπεδο. Στη συνέχεια την έβαλαν και πάλι στον λογιστήριο- παράλληλα είχε την ευθύνη για το μαγειρείο του νοσοκομείου. Εκεί ανακάλυψε λαθροχειρίες από το μάγειρα. Τον πρόδωσε κάποιος κι ό μάγειρας πήγε σε άλλη φυλακή τέσσερα χρόνια. Όταν αποφυλακίστηκε, σκότωσε αυτόν πού τον πρόδωσε και ξαναφυλακίστηκε, για δέκα χρόνια, αυτή τη φορά!
Στη συνέχεια, την έστειλαν στον Βλαδιβοστόκ. Καθόταν στον κατάστρωμα του φέρυ μπόουτ. Είχε φουρτούνα. Έβρεχε κιόλας. Τούς είχαν δώσει ένα ύφασμα, για να προστατεύονται στοιχειωδώς. Σ' όλο το ταξίδι διάβαζε το ψαλτήρι. Έπλεαν ανάμεσα σε νάρκες και τορπίλες. Το καράβι κινδύνευε κάθε στιγμή ν' ανατιναχθεί. Πέρασαν δίπλα από ένα νησάκι, όπου είχαν αποβιβάσει μοναχές, για να μη τις πειράζουν οι άλλοι κρατούμενοι. Μπροστά στα μάτια τους, τα κύματα ξέβρασαν στην ακτή μια τορπίλη, πού ανατινάχθηκε. Μολονότι οι μοναχές βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από την έκρηξη, καμιά δεν έπαθε το παραμικρό.
Με τα πολλά έφθασαν στον Βλαδιβοστόκ. Αυτή ήταν ή χειρότερη περίοδος τής ζωής της. Ήταν φυλακισμένη μαζί με τούς εγκληματίες. Οι συνθήκες άθλιες. Είχαν ελάχιστο νερό. Κάθε άτομο δικαιούχο ένα μόνο ποτήρι ημερησίως! Αυτό και για να πιουν και για να πλυθούν! Στον διάδρομο υπήρχε ένα μεγάλο βαρέλι, όπου έβαζαν όλες τις ακαθαρσίες. Τη νύχτα, το χρησιμοποιούσαν οι άνδρες για τουαλέτα. Από κει, κάποιες φορές έπαιρναν νερό κι έπλεναν το πάτωμα... Καταλαβαίνετε, ή δυσοσμία ήταν αφόρητη. Το μπλοκ είχε το γυναικείο και το ανδρικό τμήμα. Τα χώριζε ένας λεπτός τοίχος από ξύλο. Μερικοί άνδρες είχαν μαχαίρια. Όλοι γύρω της είχαν πέσει χαμηλά... Ή μοναχή αγωνιζόταν να φυλάξει την καθαρότητα τής ψυχής της. Ή διπλανή της, τής είπε για έναν από τούς κακούργους, ότι είχε σκοτώσει ένα μωρό και είχε πιει το αίμα του... Αυτοί ήσαν οι συγκροτούμενοι της! Όλη την ώρα, κάθε νύχτα ξυπνούσαν από κραυγές. Κάποιον χτυπούσαν, κάποιον βασάνιζαν, κάποιον σκότωναν... Πώς άντεξαν τα νεύρα της; Σε χωριστό μπλοκ έμεναν οι κατάδικοι πού έπασχαν από φοβερά αφροδίσια νοσήματα.
Ένα βράδυ, έφτασε πολυάριθμη ομάδα καινούργιων καταδίκων κι επειδή δεν υπήρχαν κενά κρεβάτια, ό διευθυντής διέταξε να τούς βάλουν στον χώρο των ασθενών και τούς ασθενείς να τούς φέρουν στον μπλοκ τής Σεραφείμας! Οι άρρωστοι δεν ήθελαν να φύγουν από το μπλοκ τους, αφού στον άλλο οι θέσεις ήσαν πιασμένες. Τούς είπαν να μπουν και να τούς βγάλουν από τα κρεβάτια τους! Έτσι, μετά τα μεσάνυχτα ακούστηκαν άγριες φωνές ουρλιαχτά, κραυγές. Μπήκε αλαλάζοντας στον μπλοκ, όλο το λεφούσι των ασθενών. Οι πληγές τους έτρεχαν αδιάκοπα αίμα και πύον. Αγριεμένα τα πρόσωπα -πολλά αποφυλακίστηκε' αυτά παραμορφωμένα- σκαμμένα από την αρρώστια και την ταλαιπωρία. Άρχισαν να τραβούν τούς άλλους από τα κρεβάτια και να μπαίνουν ανάμεσα τους. Έτσι, αναγκάστηκαν να «συμβιώσουν». Έπιναν από τα ίδια κύπελλα. Πήγαιναν στον ίδιο «αποχωρητήριο». Παρόλα ταύτα, ό Θεός τη φύλαξε -προσευχόταν συνεχώς- και δεν έπαθε τίποτα σοβαρό. Τούς πήγανε κάποτε και στα δημόσια λουτρά, όλους μαζί. Οι τελευταίοι δεν πρόλαβαν να πλυθούν, γιατί τελείωσε το λιγοστό νερό! Μ' αυτές τις γυναίκες-εγκληματίες, ή Σεραφείμα απέκτησε καλές σχέσεις.
Μάλιστα σταμάτησαν να βρίζουν όταν ήταν εκείνη μπροστά! Ήταν, ή καημένη, πολύ αδύνατη. Την είχαν σε γενικές εργασίες, σ' ένα κολχόζ. Δεν προλάβαινε να κάνει τη νόρμα της, τής ημέρας. Κάποτε πού ήταν ή επέτειος θανάτου τής μητέρας της, έλεγε: «μανούλα μου, ανάλογα έχεις παρρησία στον Θεό, προσευχήσου για μένα, γιατί δεν αντέχω άλλο θα πεθάνω έδώ». Σε λίγο έγινε το θαύμα. Άλλαξε ή δουλειά της. Δούλευε πιο ελαφρά. Εκείνη την εποχή αρρώστησε. Έπεφταν τα δόντια της. Συνέπεσε ή επέτειος θανάτου του πατέρα της. Τον παρακάλεσε κι εκείνον να πρεσβεύει. Την ίδια μέρα -ω του θαύματος- άλλαξαν το αντικείμενο τής εργασίας της. Την τοποθέτησαν στη φάρμα, να καταγράφει πόσο γάλα έδιναν οι αγελάδες του κολχόζ.
Ένα μήνα πού εργαζόταν εκεί, έπινε γάλα και συνήλθε. Στον στρατόπεδο, τα δύο τελευταία χρόνια δεν πήρε γράμμα από την οικογένεια της. Το τελευταίο ήταν από την αδελφή της, πριν τον πόλεμο. Δεν ήξερε ανάλογα και ποιοι ζουν. Όταν ήλθε ή γιορτή του άγιου Σεραφείμ του Σάρωφ, μπήκε στην αποθήκη λαχανικών για να προσευχηθεί με την ησυχία της! «Πάτερ Σεραφείμ», του έλεγε, «εσύ δεν με ξέχασες. Έτσι δεν είναι; Δεν έχω, έδώ και δύο χρόνια γράμμα από το σπίτι μου. Κάνε κάτι να επικοινωνήσω με τούς δικούς μου». Γύρισε στον μπλοκ και τής έδωσαν γράμμα πού... μόλις είχε φτάσει, από την αδελφή της! Όλοι το στρατόπεδο έτρεξε να δει το γράμμα, γιατί επίσκοπος δύο χρόνια κανείς δεν είχε λάβει κι αυτό ήταν το πρώτο!
Επιτέλους, έφτασε και ή ώρα τής απελευθερώσεως της. Θυμήθηκε τα λόγια τής ηγουμένης: «Να προσεύχεσαι στην Παναγία, να συγχωρήσει τις αμαρτίες σου. Κι όταν σου τις συγχωρήσει, τότε θ' απελευθερωθείς». Την αποφυλάκισαν! Για να φτάσει στον σπίτι, χρειάστηκαν δυόμιση χρόνια... Για ένα διάστημα τούς έβαλαν σε σπίτια, στον Βλαδιβοστόκ, μαζί με τούς άλλους απελευθερωμένους εγκληματίες. Δεν είχε δικό της δωμάτιο. Ήσαν μαζί τέσσερις γυναίκες. Κάθε βράδυ έρχονταν άνδρες και γλεντούσαν. Αυτή πήγαινε στην κουζίνα και προσευχόταν. Όταν κουραζόταν εκεί, πήγαινε στον δωμάτιο, όπου γινόταν μεγάλη φασαρία. Έβαζε την κουβέρτα στον κεφάλι και λέγοντας «Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, έλέησόν με την αμαρτωλή», προσπαθούσε να κοιμηθεί.
Ας πάμε όμως και άλλου. Στη Μονή Δανιήλ έγκαταβίωναν οι επίσκοποι Θεόδωρος και Γουρίας. Τούς φυλάκισαν κι εκείνους -για τέσσερα χρόνια- στη φυλακή Ταγκάνσκαγια τής Μόσχας. Ό διευθυντής ήταν κουνιάδος του Τζερζίνσκι, πού ήταν μέλος τής κυβερνήσεως των μπολσεβίκων. Ήταν καλός άνθρωπος ό διευθυντής. Όταν πήρε εντολή να ετοιμάσει κελί για τον πατριάρχη Τύχωνα, με μεγάλο κίνδυνο τής ζωής του πήγε νύχτα στον άγιώτατο. Ζήτησε την ευχή του και στη συνέχεια του εξιστόρησε τα καθέκαστα.
Ό πατριάρχης τον άκουσε ήρεμα και του είπε: «'Αφού έχετε τέτοια εντολή, να ετοιμάσετε το κελί». Τελικά, τότε περιόρισαν τον πατριάρχη στη Μονή Ντονσκόι. Όμως στον κελί αυτό, έβαλαν δώδεκα αρχιερείς μαζί! Λειτουργούσαν εκεί και μη έχοντας διάκονο, με τη σειρά εκτελούσαν τα χρέη του. Μερικοί δεσμοφύλακες ήσαν καλοί. Έδιναν στους ιεράρχες τα πρόσφορα πού έστελναν ευσεβείς γυναίκες. Εκείνη την περίοδο, στη φυλακή Ταγκάνσκαγια κρατείτο ό επίσκοπος Πέτρος Ζβέρεφ, ό όποιος συχνά έλεγε στα πνευματικά παιδιά του: «Αν μπορούσα να σάς δείξω την καρδιά μου, θα βλέπατε ότι το μαρτύριο την καθαρίζει»! Δύσκολα χρόνια. Όμορφα χρόνια! Χρόνια πνευματικής ανατάσεως...
Την εποχή του Χρούτσεφ, ξανάρχισαν οι διωγμοί. Ήταν άκρως επικίνδυνο να συγκεντρωνόμαστε για να προσευχηθούμε. Ό Κύριος και πάλι δεν μάς άφησε. Εκείνο τον καιρό ζούσε ή τελευταία διά Χριστόν σαλή του Ντιβέγεβο, ή οσία Άννα Μπόκοβα. Πολύ μάς στήριξε. Οι μεγαλύτερες αδελφές κοιμήθηκαν και ήλθαν νέες. Ούτε για μια μέρα δεν σταμάτησε ή προσευχή στον Ντιβέγεβο. Είδα ότι πραγματοποιήθηκαν όλες οι προφητείες του άγιου Σεραφείμ, για το μοναστήρι.
Το 1989 βγήκε ή άδεια για τα εγκαίνια του ναού. Ό άγιος πριν εκατόν εξήντα περίπου χρόνια, είχε πει: «Θα 'ρθει ό καιρός και χωρίς καμία δυσκολία, θα σάς πουν ότι ανοίγει το μοναστήρι. Και τότε, μην αρνηθείτε!». Τέλος του 1989, ό πρόεδρος του σοβιέτ του Ντιβέγεβο συνάντησε στον δρόμο μια από τις πιστές γυναίκες πού ζούσαν τη μοναστική ζωή και τής είπε: «Σεις πού ζείτε σαν μία κοινότητα, να ετοιμασθείτε να πάρετε πίσω το ναό τής Μονής». Στις 30 Απριλίου 1989 εγκαινιάστηκε ό ναός τής άγιας Τριάδος από τον αρχιεπίσκοπο Νίζνι Νόβγκοροντ και Άρζαμάς Νικόλαο.
Ό Θεός χαιρέτησε και πάλι την ταλαίπωρη Ρωσία, πού απομακρύνθηκε για ένα μεγάλο διάστημα από την πίστη των πατέρων και πρόδωσε την Ορθοδοξία. Έγινε το ουράνιο δικαστήριο και θανατώθηκαν όχι πλέον 14.000 αθώα βρέφη -όπως επίσκοπος Ήρώδου- αλλά ογδόντα εκατομμύρια τέκνα τής πατρίδας αυτής!.. Και αυτοί πού έμειναν ζωντανοί, φορώντας χειροπέδες σήκωσαν το βαρύ σταυρό του μαρτυρίου...
- Μ. Μ.: Γερόντισσα Μαργαρίτα, πώς αισθάνεστε σήμερα ύστερα αποφυλακίστηκε όσα έχετε , ζήσει και αντιμετωπίσει- πού μπορείτε ελεύθερα να λατρεύετε τον Θεό;
- μ. Μ.: Συγκινούμαι πολύ πού βλέπω την Εκκλησία μας ελεύθερη, απαλλαγμένη από περιπέτειες. Όπως ό Ιωνάς μετά τις τρεις ή μέρες και τις τρεις νύχτες στην κοιλιά του κήτους. Δοξάζω κι ευχαριστώ τον Θεό πού πέρασε ή δυστυχία τής Ρωσίας μας. Τον ευχαριστώ επίσης πού δέχθηκε -σαν θυσία- το τίμιο αίμα των μαρτύρων μας. Σημασία, βεβαίως, έχει εμείς τί κάνουμε- εννοώ πνευματικά. Πρέπει ό καθένας μας να προσπαθεί συνεχώς. Οφείλουμε κι εμείς -σε κάθε επίπεδο- να δίνουμε τη μαρτυρία μας, κηρύσσοντας «Ίησούν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον»! Έτσι θα νιώθουμε συνεχώς πνευματική χαρά. Τη χαρά πού αισθανόταν ό άγιος Σεραφείμ, την όποια ασφαλώς απέκτησε με πολύ κόπο. Προσευχόταν πάνω στον στύλο, χίλιες μέρες και νύχτες! Ό άγιος είχε πει ότι κάποτε θα ψάλει το Πάσχα σε περίοδο καλοκαιριού, εννοώντας ότι θα βρίσκονταν τότε τα λείψανα του. Οι εχθροί τής πίστεως ήθελαν να εμφανίζουν -όλ' αυτά τα χρόνια- την Εκκλησία ως ανύπαρκτη. Προσπαθούσαν μάλιστα να υποβαθμίζουν την πόλη Σάρωφ, στις διάφορες αναφορές. Την αποσιωπούσαν. Ό ιερός αυτός τόπος, έγινε κέντρο παραγωγής ατομικών όπλων! Το μοναστήρι μας, παλαιότερα διέθετε έξηνταέξι κτίρια. Τα τελευταία χρόνια απέμεινε μόνο ένα!.. Το καθολικό κτίσθηκε με δαπάνη του Μοσχοβίτη Θεοδώρου Βασίλιεβιτς Ντολγκίντσεφ. Το είχε τάξει. Οι μοναχές, παλαιότερα ήσαν ογδόντα. Ασχολούνταν με διάφορα διακονήματα. Πάμπολλες γυναίκες ήθελαν ν' σπασθούν το αγγελικό Σχήμα, αλλά ήταν φύσει αδύνατο, λόγω τής καταστάσεως. Τουλάχιστον, πριν πεθάνουν τις έκαναν μοναχές!
Πόσα και πόσα έχουν δει τα μάτια μου, 97 ολόκληρα χρόνια -έναν αιώνα- πού με αξίωσε ό Θεός να ζω, δίνοντάς μου τόσο πολύ χρόνο για να μετανοήσω...
Ή αδελφή Σεραφείμα Μπουλγκάκοβα κοιμήθηκε εντολή Κυρίω στις 4 Μαρτίου 1991, σε ηλικία 88 ετών. Να 'χουμε την ευχή της!
Συνεχώς παρακαλώ τον Θεό να με συγχωρήσει και να με βάλει σε μια γωνίτσα του Παραδείσου! Για τη Ρωσία μας, εύχομαι ό αιώνας πού σηματοδοτεί την έναρξη τής νέας χιλιετίας, να είναι περίοδος δόξης τής Ορθοδοξίας, πού τόσο ταλαιπωρήθηκε στα εβδομήντα αυτά χρόνια, αλλά και πού τόσο μεγαλούργησε! Σ' εσάς και τούς αγαπητούς αναγνώστες σας, εύχομαι να έχετε την ευλογία του άγιου Σεραφείμ και τις πρεσβείες του προς τον Κύριο. Ό Θεός μαζί σας!
ΒΙΒΛ. ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΛΙΝΟΣ. ΑΝΘΗ ΑΓΙΑΣ ΡΩΣΙΑΣ

Ή Γερόντισσα Συγκλητική Μοναχή. Από τις ενθυμήσεις του γέροντα Χρύσανθου Αγιαννανίτου. 1



site analysis




Εις το εκκλησάκι του Προφήτου Ελισαίου έκκλησιάζοντο και αι Μοναχοί της ιεράς Μονής τής όσιας Φιλοθέης τής Αθηναίας, αι οποίαι άσκήτευον εις τας οικίας των, διότι ό Όθων με τους Βαυαρούς διέλυσαν την ιερά Μονή των, καθώς και πολλάς άλλας Μονάς τής Ελλάδος.
Μεταξύ αυτών των Μοναζουσών, που ήρχοντο εις τον Προφήτη Ελισαίο, ήτο και μία ονομαζόμενη Συγκλητική, ή οποία εις μικράν ηλικία έγινε Μοναχή, και είχε Πνευματικόν τον πάπα Μεθόδιο. Ή τροφή αυτής τής Μοναχής ητο άρτος ξηρός και νερό.
Εγώ αν και ήμουν μικρό παιδί τότε, που πήγαινα εις τον Προφήτη Ελισαίο, την ενθυμούμαι. Έμετρώντο τα κόκαλα της από την άσκηση και την λοιπή κακουχία. Ουδέποτε μίλησε με άνθρωπο, άλλα πάντοτε προσηύχετο, διότι πώς θα άφηνε την δια του καρδιακού λόγου μετά του Τρισυπόστατου Θεού συνομιλία, και τας λοιπάς πνευματικός ήδονάς όπου ήσθάνετο από μικρή πού ήτο εις το Κοινόβιο τής οσίας Φιλοθέης;
Εγώ μικρό παιδί έβλεπα αυτήν την Μοναχή και την θαύμαζα. Μίαν φοράν μόλις κατόρθωσα να μου ειπεί ένα λόγον, διότι σπανίως άνοιγε το στόμα της διά να ειπεί μικρόν ψυχωφελή λόγον. Μου είπε λοιπόν:
«Δύνασαι να σβήσεις την φωτιά όπου μεταχειρίζεται ό γεωργός διά να κάψει όλα τας αγκάθια και να ετοιμάσει τον τόπον τής γης διά καλλιέργεια; Άλλο τόσον θα δυνηθείς να σβήσεις την φωτιά τής αγάπης προς τον Θεό, την οποίαν είχον οι Πατέρες μας εις αυτήν την θεοφρούρητον πόλιν των Αθηνών».
Αυτά τας λόγια, ως μικρό παιδί, δεν τας καταλάβαινα. Όταν όμως επήγα εις το Άγιο Όρος και κατέληξα υποτακτικός εις τον μακαρίτη τον Γέρο Ονούφριο του παπά Μηνά εις την Σκήτη τής Αγίας Άννης, τότε με δίδαξε ό Γέρο Ονούφριος τι είναι φωτιά τής αγάπης προς τον Θεό όπου μου έλαχε ή Μοναχή Συγκλητική.
Ήλε ή ώρα για να φύγει από τον κόσμο τούτο η Γερόντισσα Συγκλητική, και το μόνον αμάρτημα που παρουσίαζαν οι δαίμονες ητο ότι ήπιε μίαν ημέρα δυο καφέδες δίχως ζάχαρη, και τίποτε άλλο. Ούτω λοιπόν ελευθέρα ανήλθεν ή Γερόντισσα Συγκλητική εις τους ουρανούς και άγάλλεται μετά της οσίας Φιλοθέης πλησίον του Νυμφίου των Χριστού.
ΒΙΒΛ. ΓΕΡΟΝΤΙΚΑΙ ΕΝΘΥΜΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ. ΤΟΜΟΣ Α ΙΕΡ. ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΟΥ.

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2011

Η Γερόντισσα Μαρία της Γκατσίνα



site analysis



Τριάντα περίπου μίλια μακρυά από την Πετρούπολη βρίσκεται η κωμόπολη Γκατσίνα, φημισμένη για τους κήπους της, τα πάρκα και τα μέγαρά της. Εκεί ζούσε πριν από την επανάσταση του 1917 μία μοναχή, η Μαρία, που ήταν γνωστή όχι μόνο στους κατοίκους της Γκατσίνα, άλλα ακόμη και σε πολλούς κατοίκους της Πετρουπόλεως.
Η επανάσταση βρήκε τη γερόντισσα Μαρία στο κρεβάτι του πόνου. Κατ’ αρχάς υπέφερε από εγκεφαλίτιδα -φλεγμονή του εγκεφάλου. Αργότερα την βρήκε η νόσος του Πάρκινσον -όλο της το σώμα ήταν ακίνητο, το πρόσωπό της αναιμικό σαν μάσκα· μπορούσε να μιλήσει μόνο με μισάνοικτο το στόμα, ανάμεσα από τα δόντια, προφέροντας τις λέξεις αργά και μονότονα Ήταν εντελώς ανήμπορη, χρειαζόταν πάντα βοήθεια και προσεκτική φροντίδα. Συνήθως αυτή η αρρώστια, καθώς εξελίσσεται, προκαλεί έντονες ψυχολογικές αλλαγές -οξυθυμία, μια κουραστική επιμονή στην επανάληψη στερεότυπων ερωτήσεων, ένα διογκωμένο εγωισμό και εγωκεντρισμό, εκδηλώσεις άνοιας και τα όμοια- με αποτέλεσμα οι ασθενείς αυτοί να τελειώνουν τη ζωή τους σε ψυχιατρεία. Αλλά η Γερόντισσα Μαρία αν και είχε πλήρη φυσική αδυναμία όχι μόνο δεν παρουσίαζε φυσική κατάρρευση. αλλά έδειξε εντελώς ασυνήθιστα στοιχεία προσωπικότητας και χαρακτήρα, που δεν παρατηρούνται σε τέτοιους ασθενείς, όπως άκρα πραότητα, ταπείνωση, υποταγή, αυτοσυγκέντρωση, αποφυγή κάθε απαιτήσεως. Αφοσιώθηκε στην αδιάλειπτη προσευχή, υποφέροντας τη δύσκολη κατάστασή της χωρίς τον ελάχιστο γογγυσμό.
Σαν ανταμοιβή για την ταπείνωση και την υπομονή της, ο Κύριος της έδωσε το χάρισμα της παρηγοριάς των θλιβομένων. Εντελώς ξένοι και άγνωστοι άνθρωποι που υπέφεραν από λύπες, πόνο, κατάθλιψη ή αποθάρρυνση, άρχισαν να την επισκέπτονται και να συζητούν μαζί της. Και όποιος ερχόταν σ’ αυτήν έφευγε παρηγορημένος, ένοιωθε ότι ο πόνος του απάλυνε, οι λύπες του καθησύχαζαν, οι φόβοι του ειρήνευαν, η κατάθλιψη και η αποθάρρυνση φυγαδεύονταν. Τα νέα για την ασυνήθιστη αυτή μοναχή βαθμιαία απλώθηκαν πολύ μακρύτερα από την περιοχή της πόλεως Γκατσίνα
Η γερόντισσα ζούσε σε ένα μικρό ξύλινο σπίτι στα περίχωρα της πόλεως, όταν την επισκέφθηκα. Καθώς περίμενα να με δεχθεί, εξέταζα τις αναρίθμητες φωτογραφίες στο χώρο αναμονής και πρόσεξα δύο: του Μητροπολίτη Πετρουπόλεως Βενιαμίν του Νεομάρτυρα και του Μητροπολίτη Ιωσήφ, ο οποίος λίγο αργότερα έγινε ηγέτης της κινήσεως των Ιωσηφιτών. Ο Μητροπολίτης Ιωσήφ είχε γράψει πάνω στη φωτογραφία του μια συγκινητική αφιέρωση στη γερόντισσα Μαρία, αντιγράφοντας ένα εκτενές απόσπασμα από το έργο του Εν αγκάλαις του Πατρός, ενώ ο Μητροπολίτης Βενιαμίν είχε γράψει τα εξής: «Στην πολυσέβαστη και πολύπαθη γερόντισσα Μαρία, η οποία μαζί με πολλούς άλλους θλιβομένους παρηγόρησε και μένα τον αμαρτωλό…»
Είχα την ευτυχία να παρευρεθώ στις θαυμαστές εκδηλώσεις των θλιβομένων ψυχών μετά τη θεραπεία τους. Ένας νεαρός, ο οποίος είχε απογοητευθεί μετά τη σύλληψη και εξορία του πνευματικού του πατρός, έφυγε από τη γερόντισσα με ένα ολόχαρο χαμόγελο, με την απόφαση να εισέλθει στον ιερό κλήρο ως διάκονος. Μία νέα η οποία προηγουμένως ήταν θλιμμένη, τώρα έλαμπε από χαρά και αποφάσισε να γίνει μοναχή.
Ένας ηλικιωμένος, που υπέφερε πολύ λόγω του θανάτου τού γιού του, έφυγε από τη γερόντισσα ενισχυμένος και ενθαρρυμένος. Μία ηλικιωμένη γυναίκα πού είχε έρθει με δάκρυα, έφυγε ήρεμη και ενισχυμένη. Όταν με κάλεσε κοντά της, της είπα ότι με έπιανε μια τρομερή κατάθλιψη, η οποία κάποτε διαρκούσε μερικές βδομάδες και δεν μπορούσα να απαλλαγώ απ’ αυτήν με τίποτε.
«Η κατάθλιψη είναι ένας πνευματικός σταυρός», μου είπε, «που στέλνεται για να βοηθήσει αυτόν που μετανοεί αλλά δεν ξέρει πώς να μετανοήσει πραγματικά, δηλαδή μετά τη μετάνοια πέφτει ξανά στις προηγούμενες αμαρτίες… Και έτσι μόνο δύο τρόποι υπάρχουν για να γιατρευτεί η ψυχή από αυτή την ασθένεια, η οποία μερικές φορές είναι πολύ οδυνηρή. Ο άνθρωπος πρέπει ή να μάθει να μετανοεί πραγματικά και να έχει καρπούς μετανοίας ή να σηκώσει αυτόν τον πνευματικό σταυρό -την κατάθλιψη- με ταπείνωση, πραότητα, υπομονή και μεγάλη ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο, με τον λογισμό ότι την αποδοχή αυτού του σταυρού την λογαριάζει ο Κύριος σαν καρπό μετανοίας… Και πάνω απ’ όλα είναι πολύ παρήγορο το να αναγνωρίζει κανείς ότι αυτή η κατάθλιψη είναι ένας ανεπίγνωστος καρπός μετανοίας, μία ασυνείδητη αυτοτιμωρία, που οφείλεται στην έλλειψη των απαραίτητων καρπών της μετανοίας…! Με αυτό το λογισμό μπορεί ο άνθρωπος να φθάσει στη μετάνοια και τότε η κατάθλιψη σβήνει βαθμιαία και εμφανίζονται οι αληθινοί καρποί της μετανοίας…» Ακούγοντας αυτά τα λόγια ένοιωσα σαν κάποιος να έκανε μια πραγματική εγχείρηση στη ψυχή μου και μού αφήρεσε ένα πνευματικό όγκο… Έφυγα από εκεί άλλος άνθρωπος.
Γύρω στο 1930 η γερόντισσα Μαρία συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για αντιεπαναστατική προπαγάνδα και για συμμετοχή σε αντιεπαναστατική οργάνωση, σύμφωνα με τις παραγράφους 10 και 11 του άρθρου 58 τού Σοβιετικού Ποινικού Κώδικα. Ο αδελφός της επίσης συνελήφθη. Η «οργάνωση» αποτελείτο μόνο από δύο μέλη! Και η «προπαγάνδα» εναντίον του Κομμουνισμού ήταν το χάρισμα της παρηγοριάς των θλιβομένων! Όσοι παρευρέθηκαν κατά τη σύλληψη, περιγράφουν μια φρικτή εικόνα χλευασμού και εγκληματικής βιαιοπραγίας εναντίον μιας ήρεμης, πολύπαθης ανάπηρης, η όποια ήταν παράλυτη και εντελώς ανίκανη για κάθε κίνηση. Το «πολιπκο-θρησκευτικό έγκλημα» της γερόντισσας, έγινε βαρύτερο με την άρνησή της να αναγνωρίσει τον μητροπολίτη Σέργιο και τη διαβόητη Διακήρυξή του τού 1927. με την οποία οδήγησε σε σχίσμα τη Ρωσική Εκκλησία. Η φτωχή, πολύπαθη ανάπηρη σύρθηκε από τα χέρια, που τα είχαν στρίψει πίσω από την πλάτη της, πάνω στο πάτωμα και στο έδαφος, από το κρεβάτι της μέχρι την κλούβα από δύο άνδρες της Τσε-Κα (παλαιότερη ονομασία της Σοβιετικής Μυστικής Αστυνομίας). Σήκωσαν μετέωρο το πολύπαθο παράλυτο σώμα της, το πέταξαν μέσα στη κλούβα και αμέσως απομακρύνθηκαν. Τον αδελφό της τον πήραν με ένα άλλο αυτοκίνητο, το μαύρο κοράκι -μία μαύρη λιμουζίνα που χρησιμοποιούσαν ειδικά για τη μεταφορά των θυμάτων που συλλαμβάνονταν στο πηχτό σκοτάδι της νύκτας, όπως τα περιγράφει ο Σολζενίτσιν στον πρώτο τόμο του έργου του Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ. Όσοι σέβονταν και τιμούσαν ιτη γερόντισσα Μαρία, την ευσπλαγχνίσθηκαν και άρχισαν να της φέρνουν απέρριτα δέματα στη φυλακή. Για ένα μήνα τα δέχονταν. Κάποια μέρα, εντελώς ξαφνικά, δεν δέχθηκαν τα δέματα και είπαν ξερά: «Πέθανε στο νοσοκομείο». (Τέτοιους ανήμπορους ασθενείς συνήθως τους σκότωναν). Τό σώμα της δεν το παρέδωσαν ποτέ. Κοιμήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1930.
Ο αδελφός της, ένας ασθενικός, μικροκαμωμένος, πραγματικά ευγενής άνθρωπος, ο οποίος είχε αναλάβει να την περιποιείται με αυτοθυσία και να υποδέχεται τους επισκέπτες, μετά από ανακρίσεις εννέα μηνών, καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως της Σιβηρίας.
πηγή: «Αγιορείτικη Μαρτυρία», τευχ. 12-13
αντιγραφή από: Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβίας

Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Άγιες παρθενομάρτυρες Λιβύη, Λεωνίς και Ευτροπία



site analysis



Το μαρτύριο της αγίας Ευτροπίας
Οί άγιες αυτές μάρτυρες, κατά σάρκαν αδελφές, ζούσαν εν παρθενία και με εργα θεάρεστα υπό τήν καθοδήγηση της πνευματικής μητρός τους Θωμαΐδος, τήν εποχή της αγίας Φεβρωνίας. Όταν αναγγέλθηκε η άφιξη του Σελήνου, οί χριστιανοί προσέφυγαν μαζικά στην μονή της Θωμαΐδος για να ζητήσουν από τις μοναχές τις δεήσεις καί τήν ενθάρρυνση τους, κατόπιν δέ έφυγαν για να κρυφτούν. Μένοντας μόνη με τις τρεις αδελφές της, η Θωμαΐς τις παρότρυνε να αντιμετωπίσουν με θάρρος τήν επερχόμενη δοκιμασία, στρέφοντας τό βλέμμα τους στον ουρανό με σκοπό να μήν απαρνηθούν τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει απέναντι στον θείο Νυμφίο τους. Κατέληξε δέ λέγοντας ότι η μόνη επιθυμία της ήταν να τις παρουσιάσει ενώπιον του θρόνου του Θεού ένδεδυμένες μέ τήν παρθενική έσθήτα τους πορφυρωμένη άπό το αίμα του μαρτυρίου. Οί στρατιώτες πήραν τις άμναδες του Χρίστου και τις οδήγησαν μαστιγώνοντας τες στον Σελήνο. Εκείνος προσπάθησε να τις κερδίσει με ψεύτικους γλυκούς τρόπους, άλλα αυτές του απάντησαν με θάρρος ότι ήσαν μαθήτριες και νύμφες του Χριστού και ότι ήσαν έτοιμες να υποστούν τα μεγαλύτερα μαρτύρια για χάρη Του. Καθώς ομολόγησαν ότι θα παρέμεναν και οί τρεις μαζί ακλόνητες, ενδυναμωμένες άπό τήν πίστη τους στήν Άγια Τριάδα, τις χώρισαν καί ό τύραννος προσπάθησε να τίς εξαπατήσει μία-μία ξεχωριστά. Όταν απευθύνθηκε στήν Εύτροπία πού ήταν μόλις εννέα χρονών, ύποκρινόμενος ότι ήθελε να τήν προστατέψει σαν πατέρας, τό παιδί απάντησε: «Αν είναι έτσι, πώς μπορείς να μέ παραδώσεις στον θάνατο και στήν απώλεια προτείνοντας μου να χωρισθώ άπό τον ζώντα Θεό καί να λατρεύω τους δαίμονες;» Καί για να του αποδείξει τήν αποφασιστικότητα της του πρότεινε να βασανισθεί πρώτη. Έξαλλος ό τύραννος διέταξε να τήν αφήσουν κρεμασμένη πάνω άπό τό έδαφος με τά μέλη της τεντωμένα μεταξύ τεσσάρων πασσάλων καί να τήν κτυπούν. η Λιβύη καί η Λεωνίς υπέστησαν μέ τήν σειρά τους τό μαρτύριο επικαλούμενες τήν βοήθεια του Κυρίου. “Οταν βράδιασε, ένας άγγελος ήλθε να τίς περιθάλψει στήν φυλακή τους. Όταν τήν άλλη μέρα παρουσιάσθηκαν αβλαβείς, τό πλήθος άνέκραξε μέ θαυμασμό. Ό Σελήνος, παραμένοντας ασυγκίνητος, πρόσταξε να τίς λιθοβολήσουν, άλλά οί άγιες ένιωθαν μεγάλη αγαλλίαση στήν σκέψη ότι μοιράζονται με τον τρόπο αυτό τήν δόξα του πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Κατόπιν η Λιβύη αποκεφαλίσθηκε καί οι δύο αδελφές της πού είχαν θεραπευτεί άπό τά τραύματα τους οδηγήθηκαν μπροστά σε κάμινο τρομερότερη καί άπό εκείνη τής Βαβυλώνας. Καθώς πλησίαζαν στις φλόγες στράφηκαν προς τήν πνευματική μητέρα τους, τήν Θωμάίδα, για να ζητήσουν τήν προσευχή της καί εν συνεχεία εισήλθαν στήν κάμινο όπως σε νυφική παστάδα. Η Θωμαΐς ήλθε αργότερα για να πάρει τά σώματα τους πού είχαν διαφυλαχθεί άφθορα καί τά ενταφίασε μέ τιμή στήν μονή της τήν 1η Μαΐου.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις Ίνδικτος

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Αγία Αγριππίνα και οι συν αυτές Παύλη, Βάσση και Αγαθονίκη



site analysis


Ή άγια και ένδοξος μάρτυς Αγριππίνα γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ρώμη στους κόλπους ευγενούς οικογένειας. Από την νεότητα της αφιερώθηκε στον Θεό και με την εύωδία των αρετων της προσέφερε στις χριστιανές μία πρόγευση των τέρψεων του Παραδείσου και τις παρακινούσε να απαρνηθούν τα πάθη για να ακολουθήσουν μαζί της την οδό της άγνείας καί της παρθενίας. Έτσι πολλές ήταν οι νεαρές κόρες και οι ώριμες γυναίκες πού ζητούσαν να μοιραστούν την πολιτεία της προκειμένου νά κληρονομήσουν την χάριν που ό Θεός της είχε χορηγήσει. Ή ακτινοβολία των αρετων της όμως γέννησε τό φθονερό μίσος των ειδωλολατρών οι όποιοι την κατήγγειλαν στις Αρχές, κατά τον διωγμό του Βαλεριανού (257). Κατηγορούμενη για επανάσταση κατά του θεσμού του γάμου καί εξαπάτηση νεαρών κοριτσιών, ή νύμφη του Χριστού απάντησε ότι αντί νά τά ξεστρατίζει, αντιθέτως τά παρουσίαζε στον Θεό καί ότι ή παρθενία την οποία έξεθείαζε δεν ήταν κατάλυση της κοινωνίας, άλλα ένωση με τον Σωτήρα πού ήλθε στον κόσμο γεννηθείς άπό Παρθένο. Παραδόθηκε με γενναιότητα στο μαρτύριο γιά την αγάπη του ουράνιου Νυμφίου της. Όταν την κτυπούσαν στό στόμα έμενε σιωπηλή, συντρίβοντας έτσι δλα τά οστά της ασεβείας. Γυμνωθείσα καί μασπγωθείσα σέ σημείο ώστε τό αίμα της νά πλημμυρίζει τό χώμα, απογύμνωνε τις δόλιες μηχανεύσεις του Εχθρού καί με τά μέλη δεμένα στά δεσμά διέλυε όλες τις πλάνες των ειδωλολατρών. Τέλος, αφού την επισκέφτηκε άγγελος πού γιάτρεψε τις πληγές της, παρουσιάσθηκε εκ νέου με παρρησία ενώπιον του δικαστηρίου, παρέδωσε την ψυχή της στον Θεό εν μέσω βασανιστηρίων καί έλαβε στον ουρανό τον στέφανο της νίκης.
Οι φίλες καί πνευματικές αδελφές της, Βάσσα, Παύλα καί Αγαθονίκη, πού την είχαν ακολουθήσει με κίνδυνο της ζωής τους, μπόρεσαν νά πάρουν τό σκήνωμα της πού είχε ριχθεί τροφή στά σκυλιά. Πηγαίνοντας άπό τόπο σε τόπο, οδηγούμενες άπό φωτεινή στήλη, έφθασαν στην Σικελία και το κατέθεσαν σε έναν τόπο που ονομαζόταν Μένης, όπου άνε-γέρθηκε ναός προς τιμήν τής άγιας μάρτυρος του Χρίστου. Ή παρουσία της έξεδίωξε σύντομα τους δαίμονες που «λατρεύονταν» ώς θεοί άπό τους κατοίκους του νησιού, τους όποιους ελευθέρωσε από τά σκοτάδια τής πλάνης. Όταν πειρατές Σαρακηνοί τόλμησαν να επιτεθούν στο Ιερό, αφανίσθηκαν άπό την εμφάνιση χρυσής περιστεράς οπλισμένης μέ Σταυρό. Λεπροί και άρρωστοι κάθε είδους πού έρχονταν να τιμήσουν τό σώμα τής άγιας Άγριππίνης έβρισκαν γιατρειά στα πάθη τους. Ή Βάσσα, ή Παύλα και ή Άγαθονίκη αξιώθηκαν κι αυτές μέ την σειρά τους τον στέφανο του μαρτυρίου.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις Ίνδικτος

Η πρεσβυτέρα Όλγα Michael της Αλάσκας



site analysis



Η πρεσβυτέρα Olga Michael,ήταν σύζυγος του πρωθιερέως Νikolai.Ο.Michael από το χωριό Kwethluk κοντά στον ποταμό Kuskokwim της Αλάσκας.’Οπως γράφει στο βιβλίο του”Ορθόδοξη Αλάσκα” ο ιερέας Michael Oleksa:«δεν είχε ένα φυσικό παρουσιαστικό επιβλητικό».Γέννησε 8 παιδιά,πολλά από τα οποία χωρίς τη βοήθεια μιας μαμής.Όσο ο ιερέας-σύζυγός της βρισκόνταν στις ενορίες του,η πρεσβυτέρα Όλγα φρόντιζε την οικογένειά της και βοηθούσε και τους άλλους.Σε κάποιες στιγμές θύμιζε την ιστορία της Ταβιθά(Πράξεις των Αποστόλων)αφού:”δεν έραβε μόνο τα άμφια του π.Νικολάου και γούνες μπότες,γάντια,για τα παιδιά,αλλά δεν υπήρχε φίλος ή γείτονας που να μην έχει κάτι φτιαγμένο,ειδικά για εκείνους,από τα χέρια της.
Ενορίες οι οποίες βρισκόνταν εκατοντάδες μίλια μακρυά δεχόνταν από εκείνην ως δώρο,τα mukluk(παραδοσιακά παπούτσια)για να τα πουλήσουν,ή δωρεές για νεόκτιστους ναούς.Δεν υπήρχε ιερέας που να μην έχει γάντια ή μάλλινες κάλτσες φτιαγμένες από τα χέρια της.Εκτός από τις άλλες ασχολίες της(όπως το να φτιάχνει τα πρόσφορα)είχε αποστηθήσει πολλούς ύμνους των μεγάλων εορτών στα Yup’ik,την μητρική της γλώσσα.
Επέζησε κατά θαυμαστό τρόπο όταν αρρώστησε από καρκίνο και όλα φαινόνταν χαμένα(τελικά πέθανε αργότερα όταν ξανααρρώστησε)και ετοιμάστηκε με πολύ θάρρος και πίστη για την κοίμηση της στις 8 Νοεμβρίου 1979.
Φαινόνταν ότι το χιόνι και ο παγωμένος ποταμός(συνηθισμένο καιρικό φαινόμενο για την περιοχή)θα εμπόδιζαν τον κόσμο να συμμετάσχει στην κηδεία της.Κατά περίεργο όμως για την εποχή τρόπο,άρχισε να φυσάει ένας νότιος άνεμος ο οποίος άρχισε να λιώνει το χιόνι και τον πάγο και έτσι πολλοί άνθρωποι από τα γύρω χωριά άρχισαν να καταφτάνουν στο Kwethluk.Εκατοντάδες πιστοί γέμισαν τον ναό αυτήν την υπέροχη(σαν ανοιξιάτικη)ημέρα Βγαίνοντας από τον ναό,η λιτανεία συνοδεύτηκε από ένα σμήνος πουλιών,αν και αυτήν την περίοδο του χρόνου τα πουλιά είχαν μεταναστεύσει νότια.Τα πουλιά πέταξαν κυκλικά πάνω από το φέρετρο της μεχρι που την έβαλαν μέσα στον τάφο.Το έδαφος-παγωμένο κατά κανόνα αυτήν την εποχή-σκαβόνταν εύκολα,λόγω του λιώσιμου του πάγου.Το βράδυ,αφού τελείωσε το τραπέζι της συγχώρησης,ο άνεμος άρχισε πάλι να φυσάει,το ποτάμι πάγωσε,ο χειμώνας ξαναγύρισε.Ήταν σαν να άνοιξε η ίδια η γη για να δεχτεί αυτήν την γυναίκα.Η φύση συμμετείχε και αυτή στην δοξολογία του Θεού από τον πιστό λαό του.
Ωστόσο όχι μόνο η ιστορία της αλλαξε την ζωή κάποιων ανθρώπων,αλλά και οι θαυμαστές παρουσίες της.
Μια γυναίκα η οποία κατάγεται από το Kwethluk,αλλά τώρα κατοικεί στην Αριζόνα είδε στον ύπνο της την πρεσβυτέρα Όλγα,η οποία την καθυσύχαζε λεγοντάς της ότι η μητέρα της είναι καλά επειδή θα ακολουθήσει την πρεσβυτέρα Όλγα σε έναν τόπο φωτεινό και χαρούμενο.Η γυναίκα δεν γνώριζε ότι η μητέρα της ήταν άρρωστη και την είχαν μεταφέρει στο Anchorage και ότι μετά από λίγο θα πέθαινε.Την επόμενη ημέρα έλαβε τα νέα για την άσχημη κατάσταση στην οποία βρισκόνταν η μητέρα της.Πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε από την Αριζόνα στην Αλάσκα,επαναλαμβάνοντας της τα λόγια της πρεσβυτέρας Όλγας σχετικά με το τι θα ακολουθήσει μετά το θάνατό της.Η γυναίκα πέθανε ειρηνικά χωρίς η κόρη της να λυπηθεί και να αντιδράσει υπερβολικά λόγω των όσων της είχε πει η πρεσβυτέρα.
Μια άλλη γυναίκα,μόλις είδε την φωτογραφία της αισθάνθηκε μια ψηλαφητή παρουσία,γεμάτη στοργή και αγάπη.
Η πιο λεπτομερής μαρτυρία όμως έρχεται από μία γυναίκα ορθόδοξη η οποία για πολλά χρόνια υπέφερε εξαιτίας κάποιας σεξουαλικής κακοποίησης που είχε υποστεί.στα παιδικά της χρόνια.
«Μια ημέρα ήμουν απορροφημένη στην προσευχή μου όταν ξαφνικά θυμήθηκα κάτι τρομακτικό για εμένα.Άρχισα να προσεύχομαι στην Παναγία να με βοηθήσει και να με ελεήσει.Σταδιακά άρχισα να νομίζω ότι βρίσκομαι σ’ένα δάσος και φοβόμουν λίγο.Σύντομα αισθάνθηκα μέσα από το δάσος μια λεπτ’η αύρακαι έπειτα ένα άρωμα φρεσκοσκαμμένου κήπου.Είδα την Παναγία έτσι όπως ήταν ντυμένη στην εικόνα αλλά πιο ψηλαφητή και πιο φωτεινή να έρχεται προς εμένα.Όσο πλησίαζε πρόσεξα ότι κάποιος περπατούσε πίσω της.Έκανε στην άκρη και έδειξε προς μία κοντή γυναίκα το πρόσωπο της οποίας εξέπεμπε σοφία.
Ποιά είναι αυτή;ρώτησα
Η Παναγία απάντησε”Η Αγία Όλγα”
H Αγία Όλγα μου είπε να την ακολουθήσω.Ακολουθήσαμε έναν δρόμο μακρύ μέχρι που τα δέντρα τελείωσαν.Φτάσαμε σ’έναν λοφίσκο όπου σε μια μεριά υπήρχε μία πόρτα.Μου έκανε σημάδι να καθήσω κάτω,ενώ εκείνη άνοιξε την πόρτα εκείνη και μπήκε μέσα.Μετά από λίγο βγήκε κάπνος από την κορυφή του λόφου.Η Αγ.Όλγα βγήκε κρατώντας τσάι από βότανα.Καθήσαμε και οι δύο κάτω και αρχισαμε να πίνουμε το τσάι,ενώ ο ήλιος ζέσταινε το πρόσωπό μας.Άρχισα να αισθάνομαι πόνο στην κοιλιά και πήγα μέσα για να ξαπλώσω.Η πόρτα ήταν τόσο χαμηλή όπου έπρεπε να σκύψω,σαν για να προσευχηθώ.
Στο εσωτερικό μέρος του λόφου ήταν ζεστά και πολύ ήσυχα.Από το άνοιγμα στην κορυφή του λόφου μέσα από ένα δοχείο έβγαινε ένα φως απαλό,ιλαρό.Όλα γύρω μου ήταν πολύ τρυφερά,κυρίως η Αγία Όλγα.Εκείνο το σπίτι μύριζε ρίγανη ανακατεμένη με πεύκο και τριαντάφυλλο.Η Μητερούλα Όλγα με βοήθησε να ανασηκωθώ σ’ένα είδος κρεβατιού,όπου έμοιαζε με ένα ξύλινο κουτί γεμάτο με βρύα και βότανα.Ήμουν εξαντλημένη και ξάπλωσα.Η Αγία Όλγα γύρισε προς τη λάμπα και ζέστανε κάτι το οποίο μου το άπλωσε στην κοιλιά.Έδειχνα σαν να είμαι έγκυος πέντε μηνών(δεν ήμουν έγκυος τότε)Άρχισαν οι ωδίνες του τοκετού.Ήμουν λίγο φοβισμένη.Η Αγία Όλγα με έπιασε απαλά από το χέρι,κάθισε δίπλα μου και προσποιούνταν ότι συμμετέχει και αυτή στον τοκετό,δείχνοντας μου τι να κάνω και πως να αναπνέω.Δεν έλεγε τίποτα.Με βοήθησε να βγάλω κάτι και το τοποθέτησε πάνω στο ξύλινο κουτί με τα βρύα.Ήμουν πολύ κουρασμένη και άρχισα να κλαίω από ανακούφιση.
Μέχρι τη στιγμή εκείνη δε μίλησε καθόλου,αλλά τα μάτια της εξέφραζαν πολύ τρυφερότητα και κατανόηση.Σηκωθήκαμε και ήπιαμε λίγο τσάι.Την ώρα που πίναμε η Αγία Όλγα άρχισε να γίνετε ένα με το φως του δωματίου.Το πρόσωπο της ήταν σαν ηλιακός δίσκος ή ο ήλιος έβγαινε κάτω από το δέρμα της.Ήμουν τόσο εκπληκτη που δεν έδωσα σημασία σε άλλες λεπτομέρειες.Το βλέμμα της έμοιαζε με της μητέρας που καλωσορίζει το νεογέννητο μωρό της.Φαινόνταν σαν να στάζει με τα μάτια της τρυφερότητα μέσα μου.Δεν τρόμαξα παρότι την περίοδο εκείνη δεν γνώριζα για το θείο φως που εκπέμπουν οι ανθρώποι χάρη στην αγάπη τους προς τον Θεό.(το κατάλαβα αργότερα όταν διάβασα τον βίο του Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ)
Τωρα πια γνωρίζω ότι τις στιγμές εκείνες θεραπευόνταν μέσα μου κάποιες παλιές πληγές.Μου ξαναέδωσε τη ζωή που μου είχαν κλέψει,μια ζωή που τώρα ήταν προσδιορισμένη από την αγάπη και την ομορφιά του Θεού.Μετά από λίγο διάστημα αισθάνθηκα να γεμίζει η ψυχή μου με ένα αίσθημα ειρήνης,σαν να ήταν η ψυχή μου ένα εγκαταλελειμένο μωρό που έκλαιγε και είχε επιτέλους βρει μια παρηγοριά..Ακόμη και τώρα που γράφω για αυτό το αίσθημα ειρήνης και το ζήλο για ζωή που με είχε καταλάβει,κλαίω από χαρά και ευλάβεια.
Μόνο μετά από αυτό άρχισε να μιλάει η οσία μητέρα Όλγα.Άρχισε να μου μιλάει για το Θεό και για τους ανθρώπους που διαλέγουν τον κακό δρόμο.Μου είπε ότι οι άνθρωποι που με πλήγωσαν βιάζοντάς με,νόμιζαν ότι θα φέρω πάνω μου όλην την κακία τους.Τότε μου είπε αποφασιστικά.:«Αυτό είναι ψέμματα.Μόνο ο Θεός μπορεί να απομακρύνει το κακό.Το μόνο πράγμα που μπορούσαν να βάλουν μέσα σου ήταν ο σπόρος της ζωής,ο οποίος είναι η δημιουργία του Θεού και δε μπορεί να μολύνει κανέναν.
Αυτό που είχα μαζέψει εγώ μέσα μου ήταν ο φόβος,ο πόνος,η ντροπή που αισθανόμουν.Περάσαμε λοιπόν μαζί τον τοκετό και τα έβγαλα όλα αυτά από μέσα μου!Έκαψε λίγο χορταράκι πάνω στην φλόγα και ο καπνός κατευθύνθηκε προς τον Θεό,ο οποίος είναι ο δικαστής αλλά και αυτός που συγχωρεί.Από αυτό το «λιβάνι»κατάλαβα ότι δεν ήταν δουλειά δική μου να φέρω πάνω μου τις αμαρτίες αυτών των ανθρώπων, αλλά του Θεού.Τι πλούτος,να ”γεύεσαι τη σωτηρία του Θεού.
Στο τέλος βγήκαμε μαζί έξω.Υπήρχαν τόσα πολλά τα αστέρια που απλωνόνταν στο άπειρο.Ο ουρανός έλαμπε και κύματα φωτός κινούνταν(είχα δει πολλές φωτογραφίες με το πολικό φως,αλλά δεν ήξερα ότι κινείται.)Ή η πρεσβυτέρα Όλγα μου το είπε ή και οι δυο το αισθανθήκαμε,δεν θυμάμαι,ότι αυτό το φως είναι η υπόσχεση ότι ο Θεός μπορεί μέσα από τη βαθειά δυστυχία να φτιάξει κάτι το εξαιρετικά όμορφο.Για μένα ήταν η απόδειξη ότι είχα θεραπευτεί,επειδή τη θέση της δυστυχίας που αισθανόμουν μέσα μου και την οποία είχα κρύψει πίσω από τη ντροπή και τον πόνο.την είχε πάρει η ευτυχία και η ομορφιά».
Τι θα καταλάβουμε από αυτήν την διήγηση;Το λιγότερο ότι η αγία πρεσβυτέρα Όλγα κατέχει μια πολύ σημαντική θέση στην ζωή πολλών ομοεθνών της γυναικών.Ταυτόχρονα όμως,μαζί με τη συνείδηση ότι«θαυμαστός ο Θεός εν τοίς αγίοις Αυτού»η ευλάβεια προς αυτήν απλώνεται και πέρα από τα σύνορα.Η πρεσβυτέρα Όλγα ήταν μαία γι’αυτό και να γνωρίζει από πρώτο χέρι τις συνέπειες της παιδικής κακοποίησης.Ακριβώς στον ρόλο της προστάτιδας αυτών που έχουν κακοποιηθεί,κυρίως σεξουαλικά.ο Θεός δια μέσου της πρεσβυτέρας Όλγας να θέλει να μετατρέψει την κατάρα σε ευλογία