Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

Παρακλητικός κανών της Αγίας Ενδοξου Μάρτυρος Τατιανής ΑΡΧΙΜ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ Γ. ΑΕΡΑΚΗ



site analysis

(Ης η μνήμη τελείται τη ιβ’ Ιανουαρίου)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο ανά χείρας παρακλητικός Ιερός Κανών εποιήθη τη επιθυμία της φιλαγίου κ. Σουλτάνας Χαραλάμπους Παπαστάμου εκ Πτολεμαΐδος.
Η Αγία Τατιανή κατήγετο εκ της Ρώμης. Ο πατήρ αυτής τρις επελέγη ύπατος της Ρώμης. Η Αγία είχεν αφιερωθή εις τον Χριστόν, έλαβε το αξίωμα της Διακονίσσης της Εκκλησίας και ηγωνίζετο πνευματικώς ως αληθής ασκήτρια.
Δια την πίστιν της συνελήφθη και ωδηγήθη ενώπιον του Αυτοκράτορος Αλεξάνδρου Σεβήρου (222-235). Κατά την ανάκρισίν της μετά παρρησίας και θάρρους ωμολόγησε την πίστιν της εις τον ενανθρωπήσαντα Χριστόν, τον Εσταυρωμένον και Αναστάντα, κατεφρόνησε τας κολακείας και απεποιήθη τας ματαίας υποσχέσεις του Βασιλέως, ήκουσε δε μετά μεγάλης χαράς τας απειλάς του δια μαρτύρια και μαρτυρικόν θάνατον. 
Ο Σεβήρος ωδήγησε την Αγίαν εις τον ναόν των ειδώλων. Εκεί η Αγία Τατιανή προσευχήθη εκτενώς προς τον μόνον αληθινόν Θεόν, και δια της ηγιασμένης προσευχής της τα άψυχα και ψευδή είδωλα κατέπεσαν άπαντα και συνετρίβησαν.
Αυτό το γεγονός εξώργισε τον Αυτοκράτορα και προκάλεσε την μήνιν των παρισταμένων στρατιωτών του. Ούτοι μετά μανίας επέπεσον επί της Αγίας και, αφού εκτύπησαν την Μάρτυρα του Χριστού, εν συνεχεία δια σιδηρών αγκίστρων εξέσχισαν το πρόσωπόν της, την εκρέμασαν, και με τα άγκιστρα και έτερα αιχμηρά αντικείμενα κατεξέσχισαν όλον το σώμα της. Δια να την ταπεινώσουν και να την διασύρουν εξύρισαν την κεφαλήν της. Έπειτα έρριψαν την Τατιανήν εις πυρακτωμένην κάμινον. Ο Κύριος όμως, όπως τους τρεις παίδας, διεφύλαξεν αβλαβή την Αγίαν. Εδοκίμασαν να κατασπαραχθή η Αγία από άγρια και πεινασμένα θηρία˙ ταύτα όμως ευλαβηθέντα την του Χριστού καλλίνικον Μάρτυρα ουδόλως επλησίασαν αυτήν. 
Τέλος ο Σεβήρος έδωκεν εντολήν να αποκεφαλισθή η Αγία Τατιανή. Ούτω κατεστέφθη ως Μάρτυς υπό του αθλοθέτου Χριστού, εισαχθείσα εις την επουράνιον παστάδα, δια να ευφραίνεται μετά του Νυμφίου Χριστού αιωνίως. 
Εκ καρδίας ευχαριστώ την Αγίαν Τατιανήν δια την ευλογίαν της να μελετήσω την ζωήν και το μαρτύριόν της, να διδαχθώ εξ αυτής και να αξιωθώ να ψελλίσω τους πενιχρούς αυτούς ύμνους προς δοξολογίαν αυτής και του μεγάλου αγωνοθέτου Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Ου το κράτος και η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. ΑΜΗΝ.
Έγραφον τη 26η Φεβρουαρίου 2009
εορτή της Μεγαλομάρτυρος και Ισαποστόλου
Φωτεινής της Σαμαρείτιδος
Αρχιμ. Νικόδημος Γ. Αεράκης
Ιεροκήρυξ.

Ευλογήσαντος του ιερέως, το «Κύριε εισάκουσον…», μεθ’ ο το «Θεός Κύριος…», ως συνήθως, και τα εξής˙

Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Τατιανήν εν εγκωμίοις τιμώμεν, και μεγαλύνομεν αυτής πολιτείαν, και αικισμούς και θάνατον υπέρ του Χριστού˙ ηύφρανεν εν τοις αθλήμασιν, Εκκλησίας το ποίμνιον, θαύμασι συντρίψασα την ειδώλων απάτην˙ διο εισήλθεν ουρανού, μάρτυς οσία, Χριστού νύμφη ένδοξος. 
Δόξα. Το αυτό. Και νυν.
Τη Θεοτόκω ταπεινώς εκβοώμεν, οι απειλούμενοι εχθρού ταις ενέδραις˙ τη μητρική σου σκέπασον αγάπη ημάς˙ δίωξον Θεοχαρίτωτε, αντιδίκου τας φάλαγγας, παύσον τας ορμάς παθών, και δαιμόνων μανίαν˙ Συ γαρ υπάρχεις Δέσποινα Αγνή, Μήτηρ και σκέπη, και θεία αντίληψις. 

Ο Ν’ ψαλμός και ο Κανών, ου η Ακροστιχίς˙

ΚΛΕΙΝΗ ΤΑΤΙΑΝΗ ΣΤΕΦΟΣ ΥΜΝΩΝ ΠΛΕΚΩ. ΝΙΚ(ΟΔΗΜΟΥ).

Ωδή α’. Ο Ειρμός. Ήχος πλ. δ’. Υγράν διοδεύσας.
Κατάπεμψον χάριν φωτιστικήν, Παράκλητον Πνεύμα, ανυμνήσαι θεοπρεπώς, της Τατιανής εγώ ο τάλας, την θαυμαστήν βιοτήν και μαρτύριον.

Λαμπρύνασα Μάρτυς την σην ψυχήν, θαυμαστοίς αγώσιν, εν ασκήσει πνευματική, Χριστόν ωμολόγεις παρρησία, ως Λυτρωτήν και Θεόν σου και Κύριον.

Επήρθης γηίνων Τατιανή, και κόσμου ηδέα, απηρνήθης θεοπρεπώς, λαβούσα δε χάριν σου Νυμφίου, την σην ζωήν ώσπερ σφάγιον έθυσας.
Θεοτοκίον.
Ικέται προστρέχομέν σοι σεμνή, τη μόνη Παρθένω τη τεκούση τον Ιησούν, τον δόντα τω κόσμω σωτηρίαν, και σοι Αγνή Αυτού δόξαν την άφθιτον.

Ωδή γ’. Ο Ειρμός. Ουρανίας αψίδος.
Νικηφόρως εισήλθες, Τατιανή ένδοξε, εις την Εκκλησίαν Αγίων, συνεορτάζουσα, και ανυμνούσα Χριστόν, μετά αγίων Αγγέλων, και συναπολαύουσα, δόξης και χάριτος.

Ηλιόμορφος ώφθης, Τατιανή πάνσεμνε, εν τοις αικισμοίς και βασάνοις, υπέρ της πίστεως, τη επισκέψει Χριστού, Όν καθικέτευε μάρτυς, ίνα χάριν λάβωμεν, οι ευφημούντές σε. 

Την σεπτήν βιοτήν σου, Τατιανή δίδαξον, τοις ομολογούσι Σωτήρα, Χριστόν Θεάνθρωπον, και δι’ αγώνων πολλών, επιζητούσιν εκ πόθου, αρετών το άγιον, κτήσασθαι πλήρωμα.
Θεοτοκίον.
Αγιότητος τύπος, των μοναχών κλέϊσμα, και σεμνών μητέρων ει δόξα, μαρτύρων έδρασμα, ω Θεοτόκε Αγνή˙ τους ευσεβείς περιφρούρει, σαις λιταίς προς Κύριον, Θεομακάριστε. 

Στερέωσον, ομολογούντων την πίστιν Μάρτυς του Λόγου, ότι πέλεις πάντων ημών, διδάσκαλος ένθεος, ως πάνσεμνος νύμφη του Θεανθρώπου.
Στερέωσον, τους ορθοδόξως τιμώντάς σε Θεοτόκε, εν τη πίστει του σου Υιού και βίου παλαίσμασιν, ως έχουσα μητρικήν παρρησίαν. 

Μετά την γ’ ωδήν, αίτησις και το Κάθισμα. 
Ήχος β’. Τα άνω ζητών.
Σατάν πειρασμούς, νικήσασα πανένδοξε, Χριστόν αληθώς, επόθησας και έφυγες, τα του κόσμου ένεδρα˙ αικισμούς δε υπομείνασα, και εισελθούσα εις την ζωήν, πρεσβεύεις τω Λόγω, υπέρ πάντων ημών. 

Ωδή δ’. Ο Ειρμός. Εισακήκοα Κύριε.
Της φωνής Σου ακήκοε, η Τατιανή και φαιδρώς προσέτρεξε, ώ Νυμφίε πολυπόθητε, προς σφαγήν ως θύμα υπέρ πίστεως.

Ικεσίαις Σης Μάρτυρος, Λόγε του Θεού ημάς καταξίωσον, του τηρείν τα Σα προστάγματα, επ’ ελπίδι της αιωνιότητος.

Απεκάθηρας ένδοξε, εν τοις αγωνίσμασι την εικόνα σου, και Χριστόν καθωμολόγησας, τον σεσαρκωμένον Λόγον πάνσεμνε.
Θεοτοκίον.
Νεολαίας Πανάχραντε, της πολεμουμένης, πέλεις το στήριγμα, καταφύγιον και φρούριον, ως Χριστόν γεννήσασα τον Κύριον.

Ωδή ε’. Ο Ειρμός. Φώτισον ημάς.
Ήλιος Χριστός, καταυγάσας σην διάνοιαν, εις αγωνίσματα ώ Τατιανή, περιχαρώς σε, ωδήγησε και μαρτύριον.

Στέφει σε Χριστός, εναθλούσαν παμμακάριστε, και βασιλείαν θείαν σοι χορηγεί, τιμών αξίως, πανένδοξε σον μαρτύριον. 

Ταπείνωσιν Χριστέ, και αγάπην ημίν δώρησαι, ταις ικεσίαις της Τατιανής, ίνα αξίως, εκείνης πολιτευσώμεθα.
Θεοτοκίον.
Έφεσιν ψυχής, προς αγώνας εξαιτούμεθα, παρά Χριστού παθόντος υπέρ ημών, αγνή Παρθένε, ταις σαις ικεσίαις Πάνσεμνε.

Ωδή ς’. Ο Ειρμός. Την δέησιν.
Φυλάξασα την ψυχήν σου ένθεον, συ προέκρινας Χριστόν των προσκαίρων˙ διο χωρείς εις μαρτύριον παλαίστραν, την σην ζωήν ώσπερ σφάγιον θύσασα˙ όθεν εισήλθες εν χαρά, εις παστάδα ουράνιον πάνσεμνε.

Ουράνια αγαθά ποθήσασα, εν Χριστώ κατανικάς τον Βελίαρ˙ και την ψυχήν γεγονυία ανδρεία, των δυσσεβών την βουλήν κατεπάτησας˙ διο θερμώς αντιβολώ, σαις πρεσβείαις ρυσθήναι κολάσεως. 

Συ ένδοξε αικισμούς ενίκησας, και τυράννου απειλάς θηριώδεις˙ ότι Χριστόν, τον νυμφίον σου μάρτυς, έσχες εν στέρνω τω σω δυναμούντά σε˙ διο ικέτευε Αυτόν, την εμήν καταυγάσαι διάνοιαν. 
Θεοτοκίον.
Υπέρτιμον ανεδείχθης Δέσποινα, καταφύγιον γεννήσασα Λόγον, ότι εν σοι ενικήθη ο Πλάνος, και κατελύθη το κράτος του Δράκοντος˙ σου δέομαι, ταις σαις λιταίς, λυτρωθήναι δεινών τους υμνούντάς σε.

Στερέωσον, ομολογούντων την πίστιν Μάρτυς του Λόγου, ότι πέλεις πάντων ημών, διδάσκαλος ένθεος, ως πάνσεμνος νύμφη του Θεανθρώπου. 
Στερέωσον, τους ορθοδόξως τιμώντάς σε Θεοτόκε, εν τη πίστει του σου Υιού και βίου παλαίσμασιν, ως έχουσα μητρικήν παρρησίαν.

Μετά την ς’ ωδήν, αίτησις και το Κοντάκιον. 

Ήχος β’. Προστασία των Χριστιανών.
Ευφημούμέν σε Τατιανή παναοίδιμε, της ασκήσεως το αληθές εγκαλλώπισμα, αγάπης δε προς τον Χριστόν υπόδειγμα λαμπρόν˙ έλαβες γαρ εκ του Θεού, του μαρτυρίου την τιμήν, και θαυμάτων την δύναμιν˙ Τάχυνον εις πρεσβείαν, και σπεύσον εις ικεσίαν, ώ θαυμαστή Τατιανή, Εκκλησίας θείον κλέϊσμα.

Προκείμενον. 

Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι. 

Στίχος. Έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου, και κατηύθυνε τα διαβήματά μου.

Εὐαγγέλιον, ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν:
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Προσέχετε ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων, ἐπιβαλοῦσι γὰρ ἐφ’ ὑμᾶς τὰς χεῖρας αὐτῶν, καὶ διώξουσι, παραδιδόντες εἰς συναγωγὰς καὶ φυλακάς, ἀγομένους ἐπὶ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνας, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου. Ἀποβήσεται δὲ ὑμῖν εἰς μαρτύριον. Θέσθε οὖν τὰς καρδίας ὑμῶν μὴ προμελετᾶν ἀπολογηθῆναι· ἐγὼ γὰρ δώσω ὑμῖν στόμα καὶ σοφίαν, ᾗ οὐ δυνήσονται ἀντειπεῖν, οὐδὲ ἀντιστῆναι πάντες, οἱ ἀντικείμενοι ὑμῖν.
Παραδοθήσεσθε δὲ καὶ ὑπὸ γονέων καὶ ἀδελφῶν καὶ συγγενῶν καὶ φίλων· καὶ θανατώσουσιν ἐξ ὑμῶν, καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· καὶ θρὶξ ἐκ τῆς κεφαλῆς ὑμῶν οὐ μὴ ἀπολήται. Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Δόξα. 
Ταις της Αθληφόρου πρεσβείαις, Ελεήμον, εξάλειψον τα πλήθη των εμών εγκλημάτων. 
Και νυν.
Ταις της Θεοτόκου πρεσβείαις, Ελεήμον, εξάλειψον τα πλήθη των εμών εγκλημάτων.

Προσόμοιον.
Στίχος: Ελεήμον, ελέησόν με ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου.

Ήχος πλ. β’. Όλην αποθέμενοι.
Δεύτε ευφημήσωμεν, Τατιανήν εγκωμίοις, Ρώμης θείον βλάστημα, ευσεβών γονέων το εγκαλλώπισμα, αρετής καύχημα, προσευχής τον τύπον, της θυσίας το αγλάϊσμα, ομολογίας τε, και του μαρτυρίου το πρότυπον, της πίστεως διδάσκαλον, και της δυσσεβείας τον έλεγχον˙ Όθεν ο Νυμφίος, δεξάμενος αγίαν βιοτήν, και μαρτυρίου τα αίματα, λαμπρώς ταύτην έστεψεν.

Σώσον ο Θεός τον λαόν Σου…

Ωδή ζ’. Ο Ειρμός. Οι εκ της Ιουδαίας.
Μεγαλύνεις Αγία, Ιησούν τον Δεσπότην εν μαρτυρίω φρικτώ, βοώσα εκ καρδίας, πάσι τους ευσεβέσι, ανυμνείν μετά πίστεως˙ ο των Πατέρων ημών, Θεός ευλογητός ει.

Νικηφόρως η Μάρτυς εναθλούσα γενναίως υπέρ Χριστού του Θεού, συνήγειρε τα πλήθη, δοξάζειν τον Σωτήρα, και συμψάλλειν εν Πνεύματι˙ ο των Πατέρων ημών, Θεός ευλογητός ει.

Ως νυμφίον τον Λόγον, ενεθρόνισας Μάρτυς εν ση καρδία Σεμνή˙ διο κατηξιώθης παράδεισον οικήσαι, και βοάν προς τον Κύριον˙ ο των Πατέρων ημών, Θεός ευλογητός ει.
Θεοτοκίον.
Νεανίδων χορείαι, την Παρθένον τιμώσιν ως Θεοτόκον Αγνήν, και ψάλλουσιν εκ πόθου, ωδήν τω ταύτης Γόνω, τω λυτρώσαντι άπαντας˙ ο των Πατέρων ημών, Θεός ευλογητός ει.

Ωδή η’. Ο Ειρμός. Τον Βασιλέα.
Παρατηρούσα την των μαρτύρων πορείαν, ηξιώθης θεάσθαι τον Κτίστην, Ον υπερυψούμεν, εις πάντας τους αιώνας. 

Λελαμπρυσμένην Τατιανή εν βασάνοις, ικετεύεις τον Κτίστην απαύστως, υπέρ των υμνούντων, Χριστόν εις τους αιώνας. 

Εν μαρτυρίω ομολογούσα τον Λόγον, κατεστέφθης εν δόξη Αγία, συν πιστοίς τιμώσα, Χριστόν εις τους αιώνας. 
Θεοτοκίον.
Κραταιωθείσα ταις σαις πρεσβείαις η Μάρτυς, κατενίκησε Πλάνου παγίδας˙ νυν δε τον Υιόν σου, υμνεί Παρθενομήτορ.

Ωδή θ’. Ο Ειρμός. Κυρίως Θεοτόκον. 
Ως σφάγιον η Μάρτυς, θύεται ενδόξως, επιθυμούσα αρρήτου και θείας ζωής˙ διο επλήσθη της θείας, χάριτος άνωθεν. 

Ναώ τω ουρανίω, μαρτύρων η χορεία, Τατιανήν υπεδέξατο περιχαρώς˙ μεθ’ ής εν χώρα των ζώντων, συνεορτάζουσιν. 

Ικάνωσον λιταίς σου, προς τον Ζωοδότην, τους ανυμνούντάς σε Μάρτυς, εν θείαις ωδαίς, κατά παθών μετ’ ανδρείας, εναγωνίζεσθαι. 
Θεοτοκίον.
Κηρύττομεν Παρθένε, άσπορον σον Τόκον, και προσκυνούμεν ενθέως, ως Λόγον Πατρός, αναφωνούντές σοι πόθω˙ χαίρε Θεόνυμφε. 

Άξιόν εστίν… Και τα παρόντα Μεγαλυνάρια.

Δεύτε ευφημήσωμεν ευλαβώς, Μάρτυρα Κυρίου, την αγίαν Τατιανήν, την απαρνηθείσαν, επίκηρα του κόσμου, ποθούσαν δε Νυμφίου, την θείαν ένωσιν.

Χάριτι Κυρίου οσιακώς, ησκήθη εν ζήλω, η θεόφρων Τατιανή, ζωήν της θυσίας, εκ πόθου ασπασθείσα, μαρτύρων το κλέος, επιποθήσασα. 

Έρωτι τρωθείσα του Ιησού, μαρτύρων τον βίον, απεδέχθη Τατιανή˙ διο ηξιώθη, ως σφάγιον τυθήναι, συνείναι δε Νυμφίω εν θείοις δώμασι.

Φύλαξον καρδίας χριστιανών, των σε ευφημούντων, εν τη πίστει Τατιανή, τη του Ζωοδότου, Χριστού του Θεανθρώπου, ίνα εν τω Κυρίω, ορθώς βιώσωσιν.

Παύσον τα φρυάγματα του Σατάν, πράυνον τα πάθη, ώ Αγία ταις σαις λιταίς, προς τον Ιησούν μου, γαλήνευσον καρδίας, ίνα εν κατανύξει, Τριάδα μέλπωμεν. 

Σώσον σαις πρεσβείαις εκ των παθών, πιστούς Εκκλησίας, θεοφόρε Τατιανή, θερμώς εκζητούντας, οδόν την του Κυρίου, και βίον αληθείας, και αγιότητος.

Πάσαι των Αγγέλων αι στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Αποστόλων η δωδεκάς, οι άγιοι Πάντες, μετά της Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εις το σωθήναι ημάς.

Το Τρισάγιον. Και το Απολυτίκιον. 

Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Δεύτε άσμασι και εγκωμίοις, καταστέψωμεν, της Ρώμης γόνον, και των μαρτύρων σεπτόν εγκαλλώπισμα, Τατιανήν ευσεβείας υπόδειγμα, και αρετής το λαμπρόν οικοδόμημα. Μήτερ ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος. 

Εκτενής και Απόλυσις. Μεθ’ ήν ψάλλομεν.
Ήχος β’. Ότε εκ του ξύλου.
Δεύτε ευσεβή Τατιανήν, των Χριστομαρτύρων το κλέος, και των πιστών τον πυρσόν, άσμασι τιμήσωμεν, και ευφημήσωμεν˙ τον Χριστόν γαρ ηγάπησε, και πάντα ηρνήθη, πλούτον ηδυπάθειαν, ζωήν την πρόσκαιρον˙ όθεν ουρανίοις θαλάμοις, χαίρουσα οικεί πανενδόξως, του Χριστού η μάρτυς η ακήρατος.

Δέσποινα πρόσδεξαι, τας δεήσεις των δούλων σου, και λύτρωσαι ημάς, από πάσης ανάγκης και θλίψεως.

Την πάσαν ελπίδα μου, εις σε ανατίθημι, Μήτερ του Θεού, φύλαξόν με υπό την σκέπην σου.
ΠΗΓΗ.xristianos.gr

Η Αγία Μάρτυς Τατιανή



site analysis

Η Αγία Μάρτυς Τατιανή καταγόταν από τη Ρώμη και έζησε κατά την εποχή του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου του Σεβήρου (222 - 235 μ.Χ.). Ο πατέρας της είχε διατελέσει ύπατος.
 
Η Αγία Τατιανή είχε το εκκλησιαστικό αξίωμα της διακόνισσας και στην υμνολογία παρίσταται ως μαθήτρια των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Η επισημότητα της καταγωγής της και ο ένθεος ζήλος με τον οποίο εκτελούσε τα διακονικά της καθήκοντα, έδωσαν στην Τατιανή περιφανή θέση μεταξύ των Χριστιανών.
 
Και οι Εθνικοί όμως είχαν ακούσει περί αυτής και δεν μπορούσαν να δεχθούν το γεγονός ότι μια τέτοια γυναίκα καταφρονούσε τις κοσμικές βλέψεις και περιφρονούσε τα είδωλα, για να υπηρετεί με τόση αυταπάρνηση τους Χριστιανούς και να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Κυρίου.
 
Όταν, επί Σεβήρου, διατάχθηκε δίωξη των Χριστιανών, η Τατιανή συνελήφθη και επειδή διεκήρυττε την πίστη της στον Χριστό, την οδήγησαν μπροστά στο βασιλέα και μαζί με αυτόν εισήλθε σε ένα ειδωλολατρικό ναό.
 
Εκεί όμως η Αγία, με μια θερμή προσευχή στο Χριστό, συντάραξε τα ξόανα (τα ξύλινα αγάλματα) των θεοτήτων της ειδωλολατρίας και τα γκρέμισε στο δάπεδο. Για τον λόγο αυτό την υπέβαλαν σε βασανιστήρια.
 
Την κτύπησαν και με σιδερένια νύχια της ξέσκισαν τα βλέφαρα. Έπειτα την κρέμασαν και της ξύρισαν το κεφάλι. Ακολούθως την έριξαν πάνω σε φωτιά, αλλά δεν έπαθε τίποτα.
 
Κατόπιν την έριξαν σε πεινασμένα άγρια θηρία, αλλά αυτά δεν τόλμησαν να την βλάψουν. Ύστερα από όλα αυτά, οι ειδωλολάτρες, έκοψαν την Τίμια κεφαλή και κατ’ αυτόν τον τρόπο η Αγία εισήλθε με το στέφανο της δόξας στη χαρά του Κυρίου της.
 
Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!
 
Απολυτίκιο:
 
Ήχος δ'. "Ταχύ προκατάλαβε"
 
Ισχύι της πίστεως, κραταιωθείσα σεμνή, νομίμως ενήθλησας, υπέρ Χριστού του Θεού, Τατιανή ένδοξε πάσας γαρ τας ιδέας, των δεινών ενεγκούσα, ήσχυνας τον Βελίαρ, τη ατρέπτω σου στάσει εξ ου της κακοτροπίας πάντας απάλλαξαν.
------------------------------------------------------

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΤΑΤΙΑΝΗ

«Η αγία Τατιανή ήταν από την πρεσβυτέρα Ρώμη επί της βασιλείας του Αλεξάνδρου (3ος μ.Χ. αι.), από πατέρα που υπήρξε ύπατος Ρώμης τρεις φορές, ενώ κατά την τάξη της Εκκλησίας είχε το αξίωμα της Διακόνισσας. Επειδή ομολογούσε την πίστη της στον Χριστό, οδηγήθηκε ενώπιον του βασιλιά, κι όταν εισήλθε μαζί του στον ναό των ειδώλων, τράνταξε με την προσευχή της τα είδωλα που υπήρχαν εκεί και τα έριξε στη γη. Γι’  αυτό τον λόγο και την κτύπησαν στο πρόσωπο και ξύρισαν την κεφαλή της. Μετά δε την έριξαν στη φωτιά και στα θηρία, από τα οποία εξήλθε αβλαβής, οπότε τέλος δόθηκε η εντολή και της έκοψαν την κεφαλή».
Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, προκειμένου να τονίσουν την αγιότητα και το δοξασμένο εν μαρτυρίω τέλος της αγίας Τατιανής, μας προβάλλουν με εποπτικό τρόπο ό,τι συνέβη κατά την ώρα της αποτομής της τιμίας κεφαλής της: ήταν η ώρα του θριάμβου της, και όπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, άγγελοι όταν ανέβαινε στον ουρανό την υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα, ενώ ο παντοκράτωρ Χριστός με την παντοδύναμη δεξιά Του στεφάνωνε τη μάρτυρα, που άθλησε με τον νόμιμο τρόπο. «Μετά πολλάς τας βασάνους, τη του ξίφους σε δίκη, δεινός καθυποβάλλει δικαστής ης τη ανόδω εκρότησαν αι ουράνιαι τάξεις Χριστός δε παναλκεί σε δεξιά, εστεφάνωσε, Μάρτυς, νομίμως εναθλήσασαν» (Μετά από τα πολλά βασανιστήρια που υπέστης, σε υποβάλλει ο φοβερός δικαστής στην καταδίκη του διά ξίφους θανάτου. Την άνοδό σου στους ουρανούς τη χειροκρότησαν οι ουράνιες αγγελικές τάξεις, ενώ ο Χριστός με την παντοδύναμη δεξιά Του σου φόρεσε στεφάνι, μάρτυς, γιατί αθλήθηκες νόμιμα). Έκτοτε η αγία, κατά τον άγιο υμνογράφο που την βλέπει με τα μάτια της πίστεως, «είναι μαζί με τους φωτεινούς μάρτυρες, πολύ πιο κοντά στον Θεό από ό,τι πριν, και βλέπει όσα βλέπουν και οι άγγελοι. Βρίσκεται ως παρθένος στον νυμφώνα του νυμφίου της Χριστού, παρακαλώντας και αυτή για εμάς που την εγκωμιάζουμε, να βρούμε τη σωτηρία μας» («Συναγελάζη Μαρτύρων φανοτάταις αγέλαις, τρανότερον εγγίζουσα Θεώ, βλέπεις α βλέπουσιν άγγελοι ως παρθένος νυμφώνι αυλίζη του Νυμφίου σου, Σεμνή, δυσωπούσα σωθήναι τους πόθω σε γεραίροντας»).
Τι ήταν εκείνο που έκανε την αγία να φθάσει σ’ αυτό το μεγάλο ύψος δόξας και τιμής; Μα τίποτε άλλο από εκείνο που διαπιστώνουμε σε όλους τους αγίους και τους μάρτυρες της πίστεως: ο σφοδρός έρωτάς της προς τον Κύριο, η πυρωμένη από αγάπη καρδιά της προς Αυτόν, που την έκανε να υπερβεί οποιοδήποτε φόβο των βασάνων και να θεωρήσει ως μηδέν όλα τα υπάρχοντα στη γη. «Ούτε το ξίφος ούτε η φωτιά ούτε τα κτυπήματα, ούτε οι θλίψεις, η πείνα, το κάθε είδος τιμωρίας, χαλάρωσαν τον έρωτά σου προς τον Κύριο. Με πυρωμένη μάλιστα καρδιά αναζητούσες Αυτόν, κάνοντας πέρα ως τίποτε όλα τα ορώμενα» («Ξίφος ουδέ πυρ ουκ αικισμοί, θλίψεις ου λιμός ου παντοίας είδος κολάσεως, σου τον προς τον Κύριον ήμβλυνεν έρωτα διαπύρω καρδία γαρ Αυτόν εκζητούσα, πάντα τα ορώμενα υφ’ εν διέπτυσας, μάρτυς»). Κι αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία το μαρτύριό της και φανερώνεται ακόμη εντονότερα η αγάπη της προς τον Χριστό, όταν σκεφτεί κανείς ότι η αγία ήταν μία πριγκιποπούλα, κόρη υπάτου της Ρώμης, δηλαδή ανθρώπου με τη μεγαλύτερη μετά τον αυτοκράτορα εξουσία στην αυτοκρατορία, με πλούτη και τιμές και δόξες πολλές. Κι όμως, σαν τον απόστολο Παύλο, «ηγήσατο πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήση», όλα τα θεώρησε σαν σκουπίδια, για να έχει τον Χριστό. Κι είναι φυσικό ο άγιος υμνογράφος να επισημαίνει και τη διάσταση αυτή: «Δεν υπολόγισες καθόλου, μάρτυς, τον φθαρτό πλούτο, διότι αναζητούσες με προθυμία τον άφθαρτο και αιώνιο πλούτο στους ουρανούς» («Πλούτου φθαρτού, μάρτυς, τελείως ηλόγησας, εν ουρανοίς τον άφθαρτον και διαμένοντα εκζητούσα προθύμως»).
Η υμνογραφία της αγίας δεν παύει βεβαίως να μας θυμίζει το αυτονόητο: ότι αν μπόρεσε η αγία να υπερβεί τη γοητεία του πλούτου, της δόξας, της σάρκας, και να φτάσει μάλιστα και στο μαρτύριο,  ήταν διότι πέραν της δικής της καλής προαίρεσης είχε συνεργούσα και την παντοδύναμη χάρη του Θεού. Και λέμε ότι τούτο είναι αυτονόητο, διότι όλοι γνωρίζουμε ότι η σωτηρία του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα πάντοτε δύο παραγόντων: πρωτίστως του ίδιου του Θεού, που ενισχύει τον άνθρωπο, και του ανθρώπου βεβαίως, που καλη τη προαιρέσει ανταποκρίνεται στην κλήση και την ενίσχυση αυτή του Θεού. «Κατάσβεσες τη δυσωδία του σαρκικού φρονήματος και τη φλόγα της αμαρτίας, Αγνή, με τη δροσιά του Θείου Πνεύματος που συνεργούσε μαζί σου» («το δυσώδες της σαρκός και της αμαρτίας την φλόγα, Αγνή, κατέσβεσας, δρόσω Θείου Πνεύματος, του συνεργούντός σοι»)∙ «Προς τις τιμωρίες, προς τα βάσανα και τις διάφορες μάστιγες, μάρτυς, προχώρησες απτόητη, γιατί είχες συνεργούσα τη χάρη του Σωτήρα Χριστού, που σε δυνάμωνε» («Προς αικισμούς, προς αλγηδόνας και μάστιγας πολυειδείς απτόητος, μάρτυς, εχώρησας συνεργούσαν γαρ είχες την χάριν του Σωτήρος, ενδυναμούσάν σε»).
Η αγία λοιπόν και πριν φτάσει στο μαρτύριο, που ήταν η απογείωση της ψυχικής δύναμης και ομορφιάς της, ήταν ήδη καταστολισμένη με όλες τις αρετές («καλλωπισθείσα αρεταίς, ωραιώθης καλλοναίς του μαρτυρίου», δηλαδή: αφού καλλωπίστηκες με τις αρετές, έγινες ακόμη πιο ωραία με τις καλλονές του μαρτυρίου), τόσο που «η ψυχή της έμοιαζε με ένα ωραίο κατάστημα, λόγω της ομορφιάς  της ευσέβειάς της» («ωραίον της ψυχής κατάστημα, ευμορφία της ευσεβείας, Τατιανή, φέρουσα»). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η Εκκλησία μας την είχε χαριτώσει με το αξίωμα της Διακόνισσας, του πρώτου βαθμού της ιερωσύνης δηλαδή, που υπήρχε τότε στην Εκκλησία, με έργο τη βοήθεια του επισκόπου και των ιερέων στη φιλανθρωπία και τη διακονία των διαφόρων αναγκών των ανθρώπων, ακόμη δε και στο κήρυγμα. Ο ζήλος της μάλιστα για τη διακονία της και για το μαρτύριό της παρομοιάζεται με την πρώτη μάρτυρα γυναίκα και ισαπόστολο αγία Θέκλα. «Θέκλαν ως πριν την πρώταθλον, ης τον ζήλον εκτήσω, αοίδιμε», δηλαδή: όπως πριν η Θέκλα, έτσι κι εσύ, αοίδιμε, απέκτησες τον ζήλο αυτής).
Η αγία Τατιανή μας παραδειγματίζει με την αγάπη της προς τον Χριστό και το μαρτυρικό της φρόνημα. Και μας δείχνει μεταξύ των άλλων και τον δρόμο της υπέρβασης της όποιας στον κόσμο ανομίας. Η ανομία και το πλήθος των κακών στον κόσμο υπερβαίνεται, όταν ο άνθρωπος μένει σταθερός στην πίστη του Χριστού, έχοντας ετοιμότητα να δώσει και τη ζωή του για την πίστη αυτού. «Τους χείμαρρους της ανομίας τους αποξήρανες, μακαρία, με τα ρείθρα των αιμάτων σου» («Χειμάρρους απεξήρανας ανομίας, τοις ρείθροις των αιμάτων σου, μακαρία»). Διότι «όπου επλεόνασεν αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις».
παπα Γιώργης Δορμπαράκης-ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ
-------------------------------------------------------

Η κάρα της Αγίας Τατιάνας στην Κραιόβα της Ρουμανίας

Η Αγία Μάρτυς Τατιανή καταγόταν από τη Ρώμη και έζησε κατά την εποχή του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου του Σεβήρου (222-235 μ.Χ.). Ο πατέρας της είχε διατελέσει ύπατος.
Η Αγία Τατιανή είχε το εκκλησιαστικό αξίωμα της διακόνισσας και στην υμνολογία παρίσταται ως μαθήτρια των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Η επισημότητα της καταγωγής της και ο ένθεος ζήλος με τον οποίο εκτελούσε τα διακονικά της καθήκοντα, έδωσαν στην Τατιανή περιφανή θέση μεταξύ των Χριστιανών. Και οι Εθνικοί όμως είχαν ακούσει περί αυτής και δεν μπορούσαν να δεχθούν το γεγονός ότι μια τέτοια γυναίκα καταφρονούσε τις κοσμικές βλέψεις και περιφρονούσε τα είδωλα, για να υπηρετεί με τόση αυταπάρνηση τους Χριστιανούς και να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Κυρίου.
Όταν, επί Σεβήρου, διατάχθηκε δίωξη των Χριστιανών, η Τατιανή συνελήφθη και επειδή διεκήρυττε την πίστη της στον Χριστό, την οδήγησαν μπροστά στο βασιλέα και μαζί με αυτόν εισήλθε σε ένα ειδωλολατρικό ναό. Εκεί όμως η Αγία, με μια θερμή προσευχή στο Χριστό, συντάραξε τα ξόανα (τα ξύλινα αγάλματα) των θεοτήτων της ειδωλολατρίας και τα γκρέμισε στο δάπεδο. Για τον λόγο αυτό την υπέβαλαν σε βασανιστήρια. Την κτύπησαν και με σιδερένια νύχια της ξέσκισαν τα βλέφαρα. Έπειτα την κρέμασαν και της ξύρισαν το κεφάλι. Ακολούθως την έριξαν πάνω σε φωτιά, αλλά δεν έπαθε τίποτα. Κατόπιν την έριξαν σε πεινασμένα άγρια θηρία, αλλά αυτά δεν τόλμησαν να την βλάψουν. Ύστερα από όλα αυτά, οι ειδωλολάτρες, έκοψαν την Τίμια κεφαλή και κατ’ αυτόν τον τρόπο η Αγία εισήλθε με το στέφανο της δόξας στη χαρά του Κυρίου της. 
Η κάρα της Αγίας Τατιανής μαζί με λείψανα των Αγίων Σεργίου,Βάκχου και Νηφωνος Κων/λεως
Μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως(1453)όταν ηγεμόνας ήταν ο ευσεβής Νεάγκοε Μπασαράμπ,οι άρχοντες Κραιοβέστι έφεραν την κάρα της Αγ.Τατιανής,μαζί με το λείψανο του Αγ.Γρηγορίου του Δεκαπολίτου(Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΕΔΩ) στην Μονή Μπίστριτσα.Το 1955 μεταφέρθηκε στον καθεδρικό ναό του Αγ.Δημητρίου της Κραιόβας-Ρουμανία
ΠΗΓΗ.Proskynitis.blogspot.com

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΑΚΑΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΗΣ



site analysis


Έδει πάντας ανθρώπους των καλών μη αμυήτους υπάρχειν. Ούτω γαρ εγγεγυμνασμένοι τοις πράγμασιν ει είεν, το αζήμιον είχον εν βίω˙ και γουν τους ακεραιοτέρους τα πολλά των χρηστών διέλαθε. Τούτο δε πεπόνθασιν εκ του την διάνοιαν αυτοίς αμβλυωτέραν καθεστάναι υπό της αμελείας. Πολλάκις γαρ και μαργαρίται πολύτιμοι εις πένητας παρήλθον άνδρας. Οι δε αδοκίμαστον την περί τούτων τέχνην έχοντες, ως μικρών τινών και ουδαμινών κατεφρόνησαν. Ημείς γουν νηπίαν και ανάσκητον ψυχήν έχοντες, τω παρόντι εντυγχάνοντες μαργαρίτη, ουδέν μέγα τούτον θεωρούμεν, τω σχήματι μόνω ενατενίζοντες, της δε φύσεως αυτού, όσον προς γνώσιν, μακράν τυγχάνοντες. Ως δε κατ’ ολίγον εκ των πέλας εδιδασκόμεθα το κάλλος αυτού, θείος έρως και ημίν ενεγεννάτο προς το οφθέν˙ και γαρ αυτά τα πράγματα εζωπύρει ημών προς τον πόθον την διάνοιαν.
Τί δε λέγω τους παρόντας, ή και εαυτόν συγκαταριθμώ τούτοις, ως τι ειδότων ημών και λεγόντων περί της αοιδίμου και μακαρίας Συγκλητικής; Οίμαι γαρ πάσαν ανθρώπων φύσιν λείπεσθαι προς διήγησιν των αγαθών αυτής πράξεων. Ει δε και τίς επιχειρήσειε λέγειν τί περί αυτής, πολύ μεν και άπειρον απολειφθήσεται των ζητουμένων, καν σοφός, καν  επιστήμων τυγχάνη. Ώσπερ γαρ οι τω ηλίω ατενίσαι βουλόμενοι τας όψεις βλάπτονται, ούτω και οι κατοπτρίζεσθαι τω βίω ταύτης πειρώμενοι, υπό του μεγέθους των κατορθωμάτων ιλιγγιάσαντες, υπενδόντες ή και ατονήσαντες σύγχυσιν υφίστανται τη διανοία.
Ημείς δε κατά την ιδίαν δύναμιν ιχνηλατούντες τα κατ’ αυτήν, και εκ των συνηλίκων δε αυτής τα κατά τον πρώτον βίον ακροθιγώς ακούσαντες, και εξ αυτών δε των πραγμάτων αμυδρώς καταυγασθέντες, επί το γράφειν ήκομεν, εαυτοίς τροφάς σωτηριώδεις αποθησαυρίζοντες. Το μεν γαρ κατ’ αξίαν αυτής λέγειν ου μόνον ημίν αδύνατον, αλλά και τοις πολλοίς δυσχερές.
Η της ουρανίου συγκλήτου επώνυμος, χώρας της Μακεδονίας τυγχάνει. Ακηκοότων γαρ των προγόνων αυτής το φιλόθεον και φιλόχριστον των Αλεξανδρέων, κατελάμβανον εκ Μακεδονίας την του Μακεδόνος πόλιν. Επιβάντων δε αυτών τη χώρα, και μείζω ευρόντες της φήμης τα πράγματα, φιλοφρόνως ώκουν αυτήν. Ου πλήθει δε δήμων συνέχαιρον, ούτε μην οικημάτων εθαύμαζον μέγεθος˙ πίστιν δε μονότροπον ευρόντες συν ειλικρινεί αγάπη, δευτέραν έθεντο την οικείαν της μετοικίας.
Ην δε και τω γένει περίβλπετος η μακαρία Συγκλητική, και τοις άλλοις δε τοις κατά τον κόσμον τερπνοίς νομιζομένοις εκεκόσμητο. Παρήν δε αυτή και αδελφή ομόφρων άμα, κα αδαλφοί δύο, σεμνοτάτω και αυτοί αναθέντες βίω˙ ων ο μεν εις, εν τη παιδική ηλικία τυγχάνων, απεγένετο˙ ο δε έτερος, επιβάς πέμπτω και εικοστώ έτει, παρά των γονέων εις γάμον παρεκαλείτο˙ και πάντων προς το ζητούμενον ευτρεπισθέντων, και των εξ έθνους συμβολικών εκτελουμένων, απέπτη ο νέος ώσπερ  όρνεον εκ βρόχων, ανταλλαγήν ποιησάμενος της επιγείου νύμφης, την άμωμον και ελευθέραν των αγίων σύνοδον.
Αύτη δε έτι εν ταις πατρώαις αγκάλαις τυγχάνουσα, φιλοθεΐα, μεν το πρώτον την ψυχήν ησκείτο˙ και ουχ ούτω τας του σώματος επιμελείας εποιείτο, ως τας της φύσεως ορμάς επετήρει.
Ην γαρ και κατά το σώμα περικαλλεστάτη, ως και πολλούς αυτή μνηστήρας προσιέναι κατά την πρώτην ηλικίαν˙ τούτο μεν υπό της περιουσίας δελεαζομένους, τούτο δε και υπό της των γονέων κοσμιότητος, και προς επί τούτοις υπ’ αυτής της κόρης του κάλλους εξαπτομένους. Και γουν οι γονείς ασμένως προετρέποντο την νέαν εις γάμον, αυτό τούτο επείγοντες, ως εξ αυτής την του γένους διαδοχήν αυτοίς φυλαχθήναι. Η δε σώφρων και γενναία τω φροήματι, ουδόλως συνετίθετο ταις τοιαύταις των γονέων συμβουλίαις˙ αλλά γάμον ακούουσα κοσμικόν, γάμον θείον εφαντάζετο˙ και πολλούς μνηστήρας παρορώσα, εις μόνον τον ουράνιον νυμφίον είχε το νεύμα.
Και ην ιδείν της μακαρίας Θέκλης γνησίαν μαθήτριαν, τοις αυτοίς αυτήν επομένην διδάγμασι. Και γαρ των δύο εις μνηστήρ ην ο Χριστός, και αυτός ην των αμφοτέρων νυμφαγωγός Παύλος˙ οίμαι δε και τον θάλαμον αυταίς μη εναλλάττειν˙ εις γαρ αυταίς παστός η Εκκλησία, και ο αυτός Δαυίδ μελωδεί επ’ αμφοτέρων τα σεμνά και θεία άσματα. Και γαρ εν κυμβάλοις ευήχοις τέρπει τας Θεώ ανατεθείσας ψυχάς, και εν τυμπάνοις και εν δεκαχόρδοις ψαλτηρίοις την τελειοτάτην ωδήν αναπέμπει. Μαριάμ δε τοις ιεροίς τούτοις γάμοις τας χορευτρίας εισάγει, λέγουσα˙ «Άσωμεν τω Κυρίω˙ ενδόξως γαρ δεδόξασται». Και τα όψα δε του θείου δείπνου κοινά τοις εστιωμένοις˙ «Γεύσασθε γαρ, και ίδετε, ότι χρηστός ο Κύριος». Και η των νυμφικών δε αυταίς περιβλημάτων μία τις υφή. «Όσοι γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθησαν, Χριστόν ενεδύσαντο». Ομότροπος ουν αυταίς ην η προς Κύριον αγάπη˙ των γαρ αυτών ηξιούντο δωρεών˙ αλλά και τοις αυτοίς αγώσιν ημιλλώντο. Τα μεν γαρ της μακαρίας Θέκλης ουδενί ηγνόηται μαρτύρια, ως δια πυρός και θηρίων ατιθάσσων αυτήν ενηθληκέναι˙ και ταύτης τους εναρέτους πόνους τε και ιδρώτας οίμαι τους πολλούς μη λανθάνειν. Ει γαρ εις Σωτήρ ην αυταίς ο ποθούμενος, αναγκαίως και εις αυταίς ο αντιτασσόμενος. Και τη μεν Θέκλη πραϋτέρους υπολαμβάνω τους πόνους˙ καθήρητο γαρ η του εχθρού κακία, δια των εκτός αυτή προσομιλούντος˙ ενταύθα δε δριμυτέραν εαυτού την κακίαν επιδείκνυται, εκ των ένδον δια των εναντίων και ολεθρίων εαυτού λογισμών κινούμενος.
Ουκ εγοήτευσεν αυτής το όμμα ποικίλης εσθήτος υφή, ουδέ λίθων πολυτελών διάφορα χρώματα˙ ουκ ηπάτησεν αυτής την ακοήν κύμβαλον, ουδ’ αυλός διαλύσαι δεδύνηται τον της  ψυχής αυτής τόνον. Ουκ εμάλαξεν αυτήν γονέων δάκρυα, ουδέ ετέρα τις συγγενών παραίνεσις˙ άλλ’ ώσπερ αδάμαντα τον λογισμόν έχουσα, ου παρετράπη τον νουν˙ και ώσπερ θυρίδας τας πάσας αισθήσεις αυτής αποκλείουσα, τω εαυτής νυμφίω καταμόνας προσωμίλει, τον γραφικόν εκείνο λέγουσα˙ «Ως εγώ τω αδελφιδώ μου, και ο αδελφός μου εμοί». Και ει μεν καπνώδεις και σκοτειναί ομιλίαι παρήσαν, ταύτας απέφευγε, τοις ένδον ταμείοις της ψυχής εαυτήν συνάγουσα˙ όπου δε φωτειναί και επωφελείς παραινέσεις ετύγχανον, πάσαν εαυτής την διάνοιαν έτεινε προς υποδοχήν των λεγομένων.
Ουκ ημέλει δε και του κατά το σώμα σωτηρίου φαρμάκου˙ την τε γαρ νηστείαν ούτως είχε φίλην, ως μηδένα αυτή των παρόντων ίσον τυγχάνειν. Φυλακήν γαρ και θεμέλιον ταύτην ηγείτο των άλλων. Και ει ποτέ ανάγκης γενομένης παρά τον συνήθη καιρόν ετράφη, το εναντίον υφίστατο τοις εσθίουσιν˙ ωχρία γαρ αυτής το πρόσωπον, και συνέπιπτεν ο του σώματος όγκος˙ του γαρ κινούντος αηδισθέντος, συναλλιούται και το κινούμενον. Όπως γαρ αν η αρχή διατεθή,ως επίπαν ακολουθεί ταύτη και τα εκ ταύτης ηρτημένα. Οις μεν γαρ η τροφή και ηδονή γίνεται και προσφέρεται, ευθαλής ο του σώματος όγκος εστίν˙ οις δε το εναντίον συμβαίνει, άτροφος και λεπτή η σάρξ τυγχάνει. Μαρτυρούσι δε μου τω λόγω οι άρρωστοι. Η γουν μακαρία αύτη, νοσηλεύειν πειρωμένη το σώμα, τη ψυχή το ευανθές έφερε˙ κατά γαρ τον Απόστολον λέγοντα έπραττεν˙ «Όσω γαρ ο έξωθεν ημών άνθρωπος φθείρεται, φησίν, τοσούτον ο ένδον ανακαινούται». Ούτω δε ουν ενήθλει λανθάνουσα τους πολλούς.
Ότε δε οι γονείς αυτής τέλος έσχον του βίου, επί πλείον θεοφορηθείσα τω θείω φρονήματι, λαμβάνει και την αδελφήν μεθ’ εαυτής˙ ην γαρ στερηθείσα των όψεων˙ και των μεν πατρώων οίκων χωρίζεται, εις δε τίνος συγγενούς αυτής ηρωείον απωκισμένον της πόλεως κατάγεται˙ και διαπωλήσασα πάσαν την κατάλειφθείσαν αυτή ουσίαν και διανείμασα τοις πένησι, προσκαλεσαμένη τινά των πρεσβυτέρων, απέτεμεν εαυτής τους πλοκάμους. Τότε την πάσαν κόσμησιν απέθετο˙ έθος γαρ ταις γυναιξί κόσμον καλείν την τρίχα. Σύμβολον δε ην το γινόμενον του απέριττον και καθαράν την ψυχήν αυτής γεγενήσθαι. Τότε μεν ουν πρώτον ηξιώθη της παρθενικής προσηγορίας.
Πάσαν δε την ουσίαν αυτής τοις πτωχοίς διανείμασα, έλεγε˙ Μεγάλου μεν ηξίωμαι ονόματος˙ τί δε ανταποδώσω επάξιον τω δωρησαμένω ουκ έχω. Ει γαρ επί των εκτός πραγμάτων, ένεκεν αξιώματος φθαρτού, πάσαν εαυτών την ουσίαν αποβάλλουσι, πόσω μάλλον εμέ, τοσαύτης αξιωθείσαν χάριτος, ουκ άρα έδει μετά των νομιζομένων υπαρχόντων προδούναι και το σώμα; Τί δε λέγω κτήματα ή σώμα δούναι, πάντων αυτού υπαρχόντων; «Του γαρ Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής». Δια τούτον μεν των λόγων την ταπεινοφροσύνην εγκιβωσαμένη, ησύχαζεν.
Ην μεν ουν και εν ταις πατρικαίς αυλαίς ικανών προγυμνασθείσα τοις πόνοις˙ και εν αυτή δε τη ακμή του σταδίου αχθείσα, προέκοπτε ταις αρεταίς. Όσοι μεν ουν αγυμνάστως και ασκέπτως προσήλθον τω θείω τούτω μυστηρίω, απέτυχον του ζητουμένου, μη προθεωρήσαντες τα καθ’  έκαστον˙ ώσπερ δε οι οδοιπορείν μέλλοντες των εφοδίων πρώτον φροντίζουσιν, ούτω και αύτη, ώσπερ εφοδίοις εαυτήν, τοις πάλαι πόνοις ευτρεπίσασα, αδεώς την επί τα άνω πορείαν εποιήσατο˙ τα γαρ εις τον απαρτισμόν της οικίας προαποθεμένη, οχυρώτατον τον εαυτής εξετέλει πύργον. Και το μεν καθ’ ιστορίαν των οικημάτων ποίημα εκ των έξωθεν υλών κατασκευάζεται, αύτη δε το εναντίον πεποίηκεν˙ ου γαρ τας έξωθεν ύλας συνήγαγεν, αλλά μάλλον τας έσωθεν εκένωσε. Τα γαρ χρήματα εαυτής διαδούσα τοις πένησι και καταλιπούσα οργήν και μνησικακίαν, απωσαμένη δε και φθόνον και φιλοδοξίαν ωκοδόμησε την οικίαν εαυτής επί την πέτραν, ης περιφανής ο πύργος και αχείμαστος η οικία.
Και τι πολλά λέγω; Υπερέβαινε γαρ δια των αρχών και τας εν έξει του μονήρους βίου τυγχανούσας. Ώσπερ γαρ τα ευφυέστατα των παιδίων, έτι εν ταις συλλαβαίς όντα, αμιλλώνται τοις εν ηλικία και πλείω χρόνον έχουσι παρά τοις διδασκάλοις, ούτω και αύτη, ζέουσα τω πνεύματι, παρέτρεχε τας λοιπάς.
Τον μεν ουν έμπρακτον αυτής και ασκητικόν βίον λέγειν αδυνατούμεν, επείπερ ουδέ συνεχώρει τινά τούτου θεατήν γενέσθαι. Ουδέ γαρ κήρυκας των αυτής ανδραγαθημάτων ήθελεν είναι τους παρόντας. Ουχ ούτω γαρ το ευ πράττειν εφρόντιζεν, όσον της τούτου φυλακής τε και κρυβής. Τούτο δε εποίει ου φθόνω συνεχομένη, αλλά θεία χάριτι συγκροτουμένη. Το γαρ Κυριακόν εκείνο κατά νουν έφερε ρήμα, το λέγον˙ «Εί τι εάν ποιή η δεξιά σου, μη γνώτω η αριστερά σου». Ούτω μεν λανθάνουσα εξετέλει τα πρέποντα τω επαγγέλματι.
Από δε της πρώτης ηλικίας και έως της ακμαστικής, ου μόνον παντός ανδρός συντυχίαν απέφευγεν, αλλά και τας ομοφύλους τα πολλά παρητείτο, δύο τούτων ένεκα, ή του μη δοξασθήναι τη υπερβολή της ασκήσεως, ή του μη αποσυρήναι της αρετής δια την σωματικήν χρείαν.
Ούτω μενουν τας πρώτας της ψυχής επιβολάς παρετήρει, μη συγχωρούσα αυταίς συγκαθέλκεσθαι ταις σωματικαίς επιθυμίαις˙ ώσπερ δε δένδρον καθυλομανούν περιετέμνετο των ακάρπων κλάδων τα βλαστήματα˙ τας μεν γαρ ακανθώδεις της διανοίας εκφύσεις αφηρείτο δια τε της νηστείας και της προσευχής. Και ει βραχύ τι έκαστον τούτων προέκοπτε, ποικίλας αυτοίς τας τιμωρίας προσέφερε δια παντοδαπών πόνων το σώμα κακουχούσα. Ου μόνον γαρ τη του άρτου λιμαγχονία ηρκείτο, αλλά γε και τη του ύδατος ολιγοδεία.
Οπηνίκα μεν πόλεμος του εχθρού προς αυτήν συνεκροτείτο, προηγουμένως μεν τον εαυτής Δεσπότην δι’ ευχής εκάλει προς συμμαχίαν˙ ου γαρ ηρκείτο την ορμήν του λέοντος σβέσαι ψιλή ασκήσει. Και παρά μεν της ικεσίας παρήν ο Κύριος, και απεδίδρασκεν ο πολέμιος˙ πολλάκις δε και εχρόνιζε προς την μάχην ο εχθρός, και ο  Κύριος ουκ ημύνετο τον παλαμναίον, αυτώ τούτω της εναρέτου ψυχής, εισαύξων την γυμνασίαν. Αύτη δε ώσπερ προσθήκη των δώρων, επί πλείον εκρατύνετο εις την κατά του εχθρού νίκην. Ου μόνον γαρ ηρκείτο ταις ολιγοδείαις των τροφών εαυτήν νεκρούσα, αλλά γε και των καθ’ ηδονήν διαιτημάτων επειράτο είργειν εαυτήν. Άρτον μεν γαρ πιτυρίαν ήσθιεν˙ ύδωρ δε πολλάκις ουδόλως ελάμβανε˙ και εχαμεύνει δε έως τινός. Έως μεν ουν συνεκροτείτο ο πόλεμος, τοιούτοις όπλοις εκέχρητο, ευχήν μεν ενδυομένη αντί όπλου και θυρεού, η δε περικεφαλαία αυτής ην εκ πίστεως και ελπίδος και αγάπης συγκραθείσα. Η γαρ πίστις προηγείτο πάντων, όλους αυτής τους αρμούς συσφίγγουσα. Παρήν δε και η ελεημοσύνη, ει και μη η κατ’ ενέργειαν άλλ’ ουν γε η κατά πρόθεσιν.
Δια τούτων ουν ήτταν υπομένοντος του εχθρού και αυτή επεκούφιζε της δριμυτάτης ασκήσεως. Τούτο δε εποίει προς το μη αθρόως διαλυθήναι τα του σώματος μέλη˙ ήττης γαρ ην τούτο τεκμήριον. Των γαρ όπλων συμπεσόντων, ποία ελπίς εστί τω στρατιώτη εις πόλεμον; Τινές γουν αμέτρως και ανεξετάστως τη ασιτία εαυτούς καταδαπανήσαντες, καιρίαν εαυτοίς την πληγήν επήγαγον˙ ώσπερ δε εν παραιτήσει του αντιπάλου γενόμενοι εαυτούς κατέφθειραν. Αύτη δε ουχ ούτως έπραττεν, αλλά πάντα μετά διακρίσεως εποίει˙ και τω μεν εχθρώ σφοδρώς δια τε των ευχών και της ασκήσεως απεμάχετο˙ προς δε την γαλήνην της οικείας νηός επεμελείτο τους σώματος. Και γαρ οι ναυτιλλόμενοι, χειμώνος και κλύδωνος καταλαβόντος, άσιτοι διαμένουσι, πάσαν την παρ’ αυτών τέχνην τω προ οφθαλμών κινδύνω αντιτιθέντες˙ οπηνίκα δε τύχωσι του ζήν, τότε της δευτέρας σωτηρίας ποιούνται την φροντίδα˙ και ουχ άπας αυτών ο χρόνος προς τον σάλον της θαλάσσης καταναλίσκεται˙ ώσπερ δε ανάπαυλαν δέχονται των πόνων την βραχυτάτην γαλήνην˙ και ουδ’ ούτως αμερίμνως διάγουσιν, ούτε μην ύπνω βαθεί καθέλκονται, πείραν εσχηκότες των απελθόντων και έννοιαν λαμβάνοντες των μελλόντων. Ει γαρ και ο χειμών εκόπασεν, άλλ’ η θάλασσα ου μεμείωται˙ και ει παρήλθε το δεύτερον, άλλ’ όμως το πρώτον μένει˙ ει και το γενόμενον κεχώρισται, αλλά το ποιούν πάρεστιν. Ούτως ουν και επί του παρόντος, ει και το πνεύμα της επιθυμίας απήλασται, άλλ’ όμως ο εξουσιάζων τούτου ου μακράν τυγχάνει. Όθεν δει αδιαλείπτως προσεύχεσθαι δια το αβέβαιον της θαλάσσης και την αλμυράν του εχθρού κακίαν. Η ουν μακαρία ακριβώς ειδυία το παρόν εν τω βίω κλυδώνιον και προβλέπουσα τας των πνευμάτων ζάλας, επιμελώς ην οιακίζουσα το ίδιον σκάφος τη εις Θεόν ευσεβεία˙ και γαρ αχείμαστον αυτό τω σωτηρίω λιμένι προσώρμισεν, άγκυραν ασφαλεστάτην την εις Θεόν πίστιν θεμένη.
Αποστολικός μεν ουν αυτής ο βίος, δια πίστεως και ακτημοσύνης συσφιγγόμενος, έτι γε μην αγάπη και ταπεινοφροσύνη διαλάμπων. Αύτη του σωτηρίου λόγου την πράξιν εξετέλεσεν˙ «Επιβήση γαρ επί ασπίδα και βασιλίσκον», «και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού». Οικείως αύτη ήκουσε το˙ «Εύ, δούλε αγαθέ και πιστέ˙ επί ολίγων ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω». Το δε ρητόν, ει και των δωρεών ανάγεται, άλλ’ όμως ενταύθα νοείσθω, ως ότι ενίκησας τον ένυλον πόλεμον, και κατά του αύλου δε τρόπαιον πήξεις, εμού υπερασπίζοντός σου. Γνώτωσαν το μέγεθος της πίστεως αι υπό του θεράποντός μου Παύλου ρηθείσαι αρχαί και εξουσίαι˙ νικήσας γαρ τας ενανίας δυνάμεις, προσομιλήσεις και ταις κρείττοσιν.
Ούτω μεν ουν καθ’ εαυτήν αναχωρούσα των αγαθών έργων τελεσιουργός εγίνετο. Του δε χρόνου προϊόντος, και των αρετών αυτής ανθουσών, η ευωδία των ευκλεεστάτων αυτής πόνων εις πολλούς διέβαινεν. «Ουδέν γαρ», φησί, «κρυπτόν ο ου φανερωθήσεται». Οίδε γαρ ο Θεός τους αυτόν αγαπώντας και δι’ εαυτού κηρύττειν προς διόρθωσιν των ακουόντων. Τότε μεν ουν τη βουλήσει του κρείττονος ήρξαντό τινές παραβάλλειν, και προς οικοδομήν οικείαν τας εντεύξεις ποιείσθαι˙ και γαρ δια των λόγων τα του βίου αυτής εμπορευόμενα επί πλέον προσήγγιζον ωφελείσθαι βουλόμεναι. Κατά γαρ την συνήθη ακολουθίαν επυνθάνοντο αυτής λέγουσαι˙ Πώς δει σωθήναι; Η δε, στενάξασα βαρύ και δακρύων πλήθος αφείσα, εις εαυτήν εχώρει, και ώσπερ δια των δακρύων την απόκρισιν ποιησαμένη, δευτέραν σιωπήν ήσκει. Αι δε συνελθούσαι εβιάζοντο λαλείν αυτήν τα μεγαλεία του Θεού˙ και γαρ εθαύμαζον υπό μόνης της θέας καταπληττόμεναι˙ και αύθις παρεκάλουν αυτήν φθέγξασθαι. Επί πολύ δε της μακαρίας εκβιαζομένης, μετά χρόνον ικανόν, πολλής ησυχίας γενομένης, ταπεινή τη φωνή το γραφικόν εκείνο έφη ρήμα το˙ «Μη εκβιάζου πένητα˙ πτωχός γαρ εστίν». Αι δε παρούσαι ασμένως το ρήμα δεξάμεναι, ώσπερ μέλιτος και κηρίου απογευσάμεναι, επί πλείον της ερωτήσεως είχοντο˙ και λοιπόν δια των γραφικών αυτήν ρημάτων επεφόρτιζον˙ έλεγον γαρ προς αυτήν, ως «Δωρεάν έλαβες, δωρεάν δος». Και φησίν˙ Όρα μη την κρυψοτάλαντον αντί του δούλου αποτίσης δίκην. Η δε προς αυτάς είπε˙ Τί ούτω περί εμού της αμαρτωλού φαντάζεσθε, ως πραττούσης τί ή λεγούσης; Κοινόν έχομεν διδάσκαλον τον Κύριον˙ εκ της αυτής πηγής αρυόμεθα τα πνευματικά νάματα˙ εκ των αυτών δε μαζών γαλακτοτροφούμεθα, της τε Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Αι δε προς αυτήν φάσιν˙ Οίδαμεν και ημείς, ότι μία εστίν ημών παιδαγωγός, η Γραφή, και ο αυτός διδάσκαλος˙ άλλ’ αυτή επαγρύπνω σπουδή προέκοψας ταις αρεταίς˙ και δέον τας εν έξει των καλών γενομένας, ως δυνατωτέρας, επιπράττειν τοις μειρακίοις˙ και γαρ ο κοινός ημών διδάσκαλος τούτο παρακελεύεται. Η δε μακαρία ταύτα ακούσασα, ώσπερ τα υποτίτθια βρέφη, εκλαυθμήριζεν. Αι δε συνελθούσαι, εν δευτέρω θέμεναι την ερώτησιν, παρεκάλουν αυτήν του κλαυθμού παύσασθαι. Και ως ησύχασεν, επιπολύ πάλιν ησυχία εγένετο. Ήρξαντο δε αύθις παρακαλείν αυτήν. Η δε σπλαγχνισθείσα και γνούσα ότι τα λεγόμενα ου νέμει αυτή έπαινον, ταις δε παρούσαις κατασπείρει ωφέλειαν, ήρξατο λέγειν προς αυτάς ούτω.
Τεκνία, πάντες και πάσαι το σωθήναι οίδαμεν, αλλά δια της οικείας αμελείας της σωτηρίας απολειπόμεθα. Δει γαρ πρώτον τα δια της χάριτος του Κυρίου γνωρισθέντα φυλάττειν. Εισί δε ταύτα˙ «Αγαπήσεις τον Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου», «και τον πλησίον σου ως εαυτόν». Εκ τούτων η αρχή του νόμου φυλάττεται, και εν τούτω το πλήρωμα της χάριτος επαναπαύεται. Βραχεία μεν του λόγου η εκφώνησις, αλλά πολλή και άπειρος η εν τούτω τούτου δύναμις. Πάντα γαρ τα ψυχωφελή εκ τούτων ήρτηνται˙ και μαρτυρεί Παύλος, λέγων ως τέλος νόμου είναι την αγάπην. Όσα μεν ουν οι άνθρωποι χρήσιμα κατά χάριν του Πνεύματος είπωσιν, εκ της αγάπης εστί, και εις αυτήν τελευτά. Η ουν σωτηρία αύτη εστίν, η διπλή αγάπη.
Δει δε και τούτο προσθείναι, εξ αυτής πάλιν τυγχάνον, το εκάστην ημών επιγινώσκουσαν ο εστίν των μειζόνων εφίεσθαι. Αι δε ηπόρουν προς το λεχθέν και αύθις αντηρώτων. Η δε προς αυτάς έφη˙ Ουκ αγνοείτε την εν τω ευαγγελίω παραβολήν περί των ρ’ και ξ’ και λ’˙ η μεν ουν εκατοντάς εστί το ημέτερον επάγγελμα˙ η δε εξακοντάς εστί το των εγκρατών τάγμα˙ η δε τριακοντάς των σωφρόνως βιούντων. Και από μεν των τριάκοντα επί τα εξήκοντα καλόν μεταβήναι˙ από γαρ των μικρών επί τα μείζονα καλόν προκόπτειν˙ από δε των μειζόνων επί τα ελάττονα κατατρέχειν, επικίνδυνον. Ο γαρ άπαξ νεύσας επί τα χείρω, ουδέ εν τοις ολίγοις στήναι δύναται, άλλ’ ώσπερ εν βυθώ της απωλείας φέρεται. Τινές γουν, παρθενίαν επαγγελλόμεναι και ασθενούς γνώμης τον λογισμόν υποσυρόμεναι, προφάσεις εν αμαρτίαις προφασίζονται. Προς γαρ εαυτάς λέγουσι, μάλλον δε προς τον διάβολον, ότι εάν μεν σωφρόνως (μάλλον δε αφρόνως) βιώσωμεν, καν του τριακοστού αξιούμεθα˙και γαρ φησίν, ως πάσα η Παλαιά της παιδοποιίας είχετο. Γνωστόν ουν έστω την γνώμην ταύτην του εχθρού είναι. Ο γαρ εκ των μειζόνων επί τα ελάττω αγόμενος υπό του ενατνίου βάλλεται˙ ώσπερ γαρ στρατιώτης φυγάς, ο τούτο δρας κρίνεται˙ και ουχ ότι προς την ελάττω στρατείαν κεχώρηκε, συγγνώμης αξιούται˙ άλλ΄ ότι απέδρα, την τιμωρίαν λαμβάνει. Δει ουν, καθώς προείπον, εκ των ελαττόνων επί τα μείζω προσβαίνειν. Και τούτο ο Απόστολος διδάσκει, ως «Των όπισθεν επιλανθανομένους, τοις έμπροσθεν επεκτείνεσθαι» χρη. Δει ουν τους την εκατοντάδα κρατούντας, ταύτην εις εαυτούς ανακυκλούν, και πέρας μη διδόναι τω αριθμώ. Φησί γαρ, ότι «Αν ποιήσητε τα προστεταγμένα, είπατε, ότι δούλοι αχρείοι εσμέν».
Δει ουν ημάς τας το επάγγελμα τούτο επανηρημένας, σωφροσύνην την εις άκρον κατέχειν. Και γαρ και παρά ταις κοσμικαίς δοκεί σωφροσύνη πολιτεύεσθαι, αλλά συμπάρεστιν αυταίς και αφροσύνη, δια το ταις άλλαις πάσαις αισθήσεσιν αμαρτάνειν. Και γαρ ορώσιν απρεπώς και γελώσιν ατάκτως. Ημείς δε μάλιστα και ταύτα αφέμεναι επαναβώμεν ταις αρεταίς και από των οφθαλμών αφέλωμεν την ματαίαν φαντασίαν. Και γαρ φησίν η Γραφή˙ «Οι οφθαλμοί σου ορθά βλεπέτωσαν»˙ και της γλώτταν κωλύειν των τοιούτων αμαρτημάτων. Αθέμιτον γαρ το των ύμνων όργανον αισχρά προφέρειν ρήματα. Ου μόνον δε λέγειν αυτά παραιτητέον, αλλά και ακούειν.
Ταύτα δε αδύνατον φυλάττειν, εάν ταις προόδοις συνεχώς χρώμεθα. Δια γαρ των αισθήσεων ημών, καν μη βουλώμεθα, οι κλέπται εισίασι. Πώς γαρ δύναται οίκος, καπνού εκ των έξωθεν κινηθέντος και των θυρίδων ανοιγεισών, μη μελαίνεσθαι; Αναγκαίως ουν παραιτείσθαι προσήκει τας εις την αγοράν προσελεύσεις. Ει γαρ επαχθές και βαρύ ηγούμεθα αδελφούς και γονείς γυμνούς θεάσασθαι, πόσω μάλλον επιβλαβές ημίν έσται θεωρήσαι επί των πλατειών τους απρεπώς γεγυμνωμένους, έτι γε μην και ακόλαστα ρήματα λέγοντας; Εκ τούτων γαρ συμβαίνει αηδείς και λοιμώδεις φαντασίας προσέρχεσθαι.
Οπηνίκα δε και εις τους οίκους εαυτάς καθείρξωμεν, ουδέ εκεί οφείλομεν έχειν το αμέριμνον, άλλ’ αγρυπνείν˙ γέγραπται γαρ˙ «Γρηγορείτε». Όσον δε εαυτάς ασφαλιζόμεθα προς σωφροσύνην, τοσούτον δριμυτέροις συναπτόμεθα λογισμοίς. «Ο γαρ προσθείς», φησί, «γνώσιν, προστίθησιν άλγημα». Όσον γαρ προκόπτουσιν οι αθληταί, τοσούτον μείζοσι συνάπτονται ανταγωνισταίς. Όρα πόσον ανέπτης, και ουκ ολιγωρήσης προς τα παρόντα. Την ένυλον και έμπρακτον πορνείαν ενίκησας; Την δια των αισθήσεων εχθρός σοι προθήσει. Όταν δε και ταύτης σεαυτόν κωλύσης εν τοις κατά διάνοιαν χωρίοις εμφωλεύει, τον άυλόν σοι κινών πόλεμον. Πρόσωπα γαρ ευπρεπή και ομιλίας αρχαίας και ησυχαζούσαις παρεισφέρει. Δει ουν μη συγκατατίθεσθαι τοις φαντάσμασι˙ γέγραπται γαρ, ως «Εάν πνεύμα του εξουσιάζοντος αναβή επί σε, τόπον σου μη αφής». Η γαρ προς ταύτα συγκατάθεσις εφάμιλλός εστί τη κοσμική πορνεία˙ «Δυνατοί, γαρ», φησί, «δυνατώς ετασθήσονται». Μέγας ουν ο προς το πνεύμα της πορνείας αγών. Το γαρ εν κακοίς κεφάλαιον του εχθρού προς απώλειαν ψυχής, τούτό εστί. Και τούτο αινιττόμενος ο μακάριος Ιώβ, έλεγε προς τον διάβολον˙ «Ο έχων την δύναμιν επ’ ομφαλού γαστρός».
Πολλαίς μεν ουν και διαφόροις μηχαναίς το της πορνείας κέντρον κινεί ο διάβολος κατά των φιλοχρίστων ανθρώπων. Πολλάκις γουν και αγάπην αδελφικήν μεθώρμισεν ο κακόφρων εις την οικείαν κακίαν. Και γαρ παρθένους φυγούσας γάμον και φαντασίαν πάσαν βίου, δια σχέσεως αδελφικής υπεσκέλισε˙ και μοναχούς δε έτρωσε, παν οτιούν αποφυγόντας και αυτούς πορνικόν σχήμα˙ αλλά και αυτούς ηπάτησε δι’ ευλαβούς ομιλίας. Τούτο γαρ του εχθρού έργον, το αμφιεννύμενον τα αλλότρια τα οικεία λανθανόντως προβάλλεσθαι. Δείκνυσι σίτου κόκκον, και υποτίθησιν αυτώ παγίδα. Οίμαι δε και τον Κύριον περί τούτου λέγειν, ως «Έρχονται προς υμάς εν ενδύμασι προβάτων,  έσωθεν δε εισί λύκοι άρπαγες».
Τί ουν προς τούτο ποιήσωμεν; «Γενώμεθα φρόνιμοι ωσεί όφεις και ακέραιοι ως περιστεραί», πανούργον κατά της παγίδος αυτού κινούντες λογισμόν˙ το μεν γαρ, Γίνεσθε φρόνιμοι ωσεί όφεις, είρηται προς το μη λανθάνειν ημάς τας ορμάς του διαβόλου. Το γαρ όμοιον εκ του ομοίου ταχίστην ποιείται την διάγνωσιν. Το δε ακέραιον της περιστεράς δείκνυσι το καθαρόν της πράξεως. Παν μεν ουν αγαθόν έργον εν αποφυγή έσται του χείρονος. Πώς δε φύγωμεν ο μη οίδαμεν; Δει ουν ημάς, κατ’ έννοιαν λαβούσας του εχθρού την δεινότητα, φυλάττεσθαι από της τούτου κακομηχανίας˙ φησί γαρ˙ «Ος περιάγει ζητών τίνα καταπίη». «Και τα βρώματα αυτού εκλεκτά». Δέον ουν πάντοτε γρηγορείν. Και γαρ δια των έξωθεν πραγμάτων πολεμεί και δια των ένδον λογισμών δαμάζει. Και πλέον δια των ένδον˙ και γαρ νύκτωρ και μεθ’ ημέραν αύλως προσέρχεται.
Τίνος ουν χρεία προς τον παρόντα πόλεμον; Δήλον, ως ασκήσεως επιπόνου και καθαράς προσευχής. Αλλά ταύτα μεν γενικώς επί παντός λογισμού ολεθρίου αλεξητήρια πέφυκε˙ δει δε και ιδικαίς εννοίαις χρήσασθαι προς τον παρόντα της ψυχής λοιμόν απώσασθαι˙ και επελθόντος του αισχίστου λογισμού, ανθυποφέρειν αυτώ τα εναντία. Ει γαρ γένοιτο εν τοις κατά διάνοιαν χωρίοις όψεως ευπρεπούς φαντασία, τω λόγω το παρόν τιμωρητέον και του ειδώλου τους οφθαλμούς εκκολαπτέτω, των δε παρειών τας σάρκας εξαιρείτω˙ υποτεμνέτω δε και τα χείλη, και λοιπόν οράτω πήγμα οστέων ψιλών δυσειδές˙ κατανοείτω λοιπόν τι ην το ποθούμενον˙ ούτω γαρ ο λογισμός αναχαιτίσαι δυνηθείη της ματαίας πλάνης. Το γαρ φιλούμενον ουδέν ην ή αίμα συν φλέγματι μεμιγμένον, όπερ και υφάσματος χρείαν παρέχει τοις ζώοις. Ούτω μεν ουν και δια των τοιούτων λογισμών εικός αποσοβείσθαι την μιαράν κακίαν˙ και καθάπερ ήλω ήλον εκκρούειν προσήκει τον δαίμονα. Έτι γε μην δέον και καθ’ όλον του ερωμένου το σώμα έλκη βαρύοσμα και σηπεδονώδη υπογράφειν˙ και συντόμως φάναι, νεκρώ παραπλήσιον ή και εαυτόν νεκρόν τοις ένδον οφθαλμοίς υποτιθέναι. Μείζον δε πάντων εστί το γαστρός άρχειν˙ ούτω γαρ και των υπογαστρίων ηδονών κρατήσαι δυνατόν.
Ην μεν ουν θείον συμπόσιον των παρουσών˙ εκ γαρ των της σοφίας κρατήρων ηυφραίνοντο. Ην δε αυταίς οινοχοούσα το θείον πόμα και νάμα η μακαρία Συγκλητική. Εκάστη δε αυτών εδέχετο όπερ εβούλετο, και μία των συνελθουσών επύθετο αυτής λέγουσα˙ Ει τέλειον αγαθόν η ακτημοσύνη; Η δε είπε˙ Και πάνυ αγαθόν ταις δυναμέναις. Αι γαρ υπομένουσαι τούτο, θλίψιν μεν έχουσι τη σαρκί, τη δε ψυχή άνεσιν. Ώσπερ γαρ τα στερρά ιμάτια πατούμενα και βιαίως περιστρεφόμενα πλύνεται και λευκαίνεται, ούτω και η ισχυρά ψυχή δια της εκουσίου πενίας επί πλείον κρατύνται˙ αι δε ασθενέστερον τον λογισμόν έχουσαι το εναντίον ταις πρώταις πάσχουσι. Και γαρ προς ολίγον θλιβείσαι, ώσπερ τα διερρωγότα ιμάτια, απόλλυνται, μη φέρουσαι την δια της αρετής πλύσιν. Και εις ο τεχνίτης, διάφορον δε των ιματίων το τέλος˙ τα μεν γαρ ρήγνυται και απόλλυται, το δε λευκαίνεται και ανακαινίζεται. Φαίη ουν αν τις, αγαθόν κειμήλιον την ακτημοσύνην τω ανδρείω φρονήματι˙ και γαρ των πρακτικών αμαρτημάτων χαλινός τυγχάνει.
Δει δε πρώτον εγγυμνασθήναι πόνοις˙ λέγω δε, νηστεία τε και χαμευνία και τοις άλλοις κατά μέρος, και ούτω ταύτην την αρετήν κτήσασθαι. Οι γαρ μη ούτω ποιήσαντες, αθρόως δε επί την αποβολήν των χρημάτων δραμόντες, ως επίπαν μεταμέλω εάλωσαν.
Όργανον γαρ του απολαυστικού βίου τα χρήματα τυγχάνει. Άνελε ουν πρώτον την εαυτού τέχνην, τουτέστι την γαστριμαργίαν και το αβροδίαιτον, και ούτως ευκόλως περιτέμνειν την σαυτού δυνήση των χρημάτων ύλην. Βαρύ γαρ οίμαι, τέχνης παρούσης, όργανον μη τυγχάνειν. Ο γαρ μη αποβαλών το πρώτον, πώς το δεύτερον εξώσαι δυνήσεται; Δια τούτο και ο Σωτήρ προς τον πλούσιον διαλεγόμενος, ουκ αθρόως αυτώ την αποβολήν των χρημάτων προστάσσει, αλλά προερωτά αυτόν, ει τα του νόμου πεποίηκε. Και διδασκάλου γνησίου πρόσωπον αναδεξάμενος ο Κύριος ερωτά˙ Ει τα στοιχεία έμαθες, εις τας συλλαβάς παρείληφας, και απλώς ει των ονομάτων εν έξει γέγονας, δεύρο λοιπόν και επί την τελειοτάτην ανάγνωσιν˙ τουτέστιν˙ «Ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα, και δεύρο ακολούθει μοι». Και τάχα οίμαι, ως ει μη τα εξετασθέντα ην υποσχόμενος πεποιηκέναι, ουκ αν αυτόν επί την ακτημοσύνην προετρέψατο. Πώς γαρ αν ηδύνατο προς ανάγνωσιν ορμήσαι, την των συλλαβών αγνοών δύναμιν;
Καλή ουν η ακτημοσύνη τοις εν έξει των καλών γεγενημένοις˙ πάντων γαρ των περιττών την αποβολήν ποιησάμενοι, προς τον Κύριον φέρουσι το νεύμα, το θείον εκείνο άδοντες λόγιον καθαρώς, το λέγον˙ «Οι οφθαλμοί ημών προς σε ελπίζουσι˙ και συ δίδως την τροφήν τοις αγαπώσί σε εν ευκαιρία».
Άλλως τε πάλιν μεγάλην ωφέλειαν εισπράττονται˙ μη έχοντες γαρ τον νουν προς τον εν γη θησαυρόν, την ουρανών βασιλείαν αμφιέννυνται, και το υπό του υμνωδού Δαυίδ ρήμα εκτεκτελούσι σαφώς, το λέγον˙ «Κτηνώδης εγενήθην παρά σοι». Ώσπερ γαρ τα υποζύγια την ιδίαν εργασίαν ποιούμενα, ταις προς το ζην τροφαίς μόναις αρκούνται, ούτω και οι της ακτημοσύνης εργάται, την μεν του αργυρίου χρήσιν ως μηδέν ούσαν λογίζονται, προς μόνην δε την εφήμερον τροφήν την δια του σώματος εργασίαν ποιούνται. Ούτοι της πίστεως την κρηπίδα κατέχουσι˙ προς αυτούς γαρ είρηται παρά του Κυρίου το μη μεριμνάν περί της αύριον˙ και ότι, «Τα πετεινά του ουρανού ου σπείρει, ουδέ θερίζει, και ο Πατήρ ο ουράνιος τρέφει αυτά». Τούτοις τοις λόγοις εθάρρησαν (Θεός γαρ ο λαλήσας), πεπαρρησιασμένως το γραφικόν εκείνο φθέγγονται ρήμα, το λέγον˙ «Επίστευσα δι’ ο ελάλησα».
Και ο εχθρός δε επί των ακτημόνων πλέον ηττάται˙ τί γαρ βλάψη, ούκ έχει. Αι γαρ πλείσται των λοιπών και των πειρασμών εν ταις αφαιρέσεσι των χρημάτων γίνονται. Τί γαρ έχει ποιήσαι τοις ακτήμοσιν; Ουκ έχει. Χωρία εμπρήσαι; Ου πάρεστιν. Υποζύγια φθείραι; Άλλ’ ουδέ ταύτα έχουσι. Φιλτάτοις άψασθαι; Αλλά και τούτοις μακράν χαίρειν είπον. Ουκούν μεγίστη κατά του εχθρού τιμωρία και πολύτιμος τη ψυχή θησαυρός η ακτημοσύνη.
Όσον μεν ουν αύτη θαυμαστή και υπέρογκος εις αρετήν, τοσούτον εις κακίαν φαύλη και μοχθηρά η φιλαργυρία˙ και αληθώς ο θεσπέσιος Παύλος περί ταύτης είρηκεν˙ ως πάντων αυτήν των κακών αιτίαν είναι. Επιθυμία γαρ του πλούτου, επιορκία, κλοπή, αρπαγή, πορνεία, φθόνος, μισαδελφία, πόλεμος, ειδωλολατρία, πλεονεξία και αι παραφυάδες τούτων, υπόκρισις, κολακεία, κατάγελως, πάντων ουν τούτων αιτία ωμολόγηται η φιλαργυρία. Όθεν δικαίως αυτήν πάντων των κακών μητέρα ο Απόστολος ωνόμασεν. Ου μόνον δε ο Θεός τούτους τιμωρείται, αλλά γε και οίκοθεν εαυτούς καταφθείρουσιν˙ ακόρεστον γαρ φέροντες την κακίαν, ουκ έχουσι τέλος του σκοπού, όθεν ανίατος αυτοίς η πληγή. Ο μηδέν έχων ολίγων επιθυμεί˙ και τυχών τούτων, των πλειόνων ορέγεται˙ Εκατόν χρυσίνους έχει και γλίχεται των χιλίων˙ και τούτων ευπορήσας, προς άπειρον φέρει το νεύμα. Και ούτω, μη έχοντες εαυτών στήναι το τέλος, αεί πενίαν οδύρονται. Φέρει δε η φιλαργυρία μεθ’ εαυτής αεί τον φθόνον. Φθείρει δε και ούτος πρώτον τον κτησάμενον. Ώσπερ γαρ η έχιδνα γεννωμένη πρώτον την ιδίαν μητέρα φθείρει, πριν αν άλλους αδικήση, ούτω και ο φθόνος τον κτησάμενον καταμαραίνει, πριν αν τους εκ γειτόνων διανεμηθή.
Μέγα ην χρήμα, ει τοσούτους ηδυνάμεθα υπομένειν πόνους, ζητούντες το δόκιμον αργύριον, όσοις ανηκέστοις περιπίπτουσιν οι του ματαίου κόσμου θηραταί. Ναυάγια υπομένουσι, πειρατηρίοις προσομιλούσι, λησταίς κατά γης περιπίπτουσιν˙ ανέχονται λοιπόν ζάλης και πνευμάτων βιαίων˙ και πολλάκις κερδαίνοντες, πένητας εαυτούς φάσκουσι δια τους φθονούντας. Ημείς δε ουδόλως των τοιούτων κινδύνων κατατολμώμεν υπέρ του αληθινού κέρδους. Ει δε ποτέ και μικρού τίνος ευπορήσωμεν, μεγαλύνομεν εαυτάς, επιδεικνύμεναι τοις ανθρώποις˙ και πολλάκις ουδέ το γιγνόμενον προφέρομεν εις διήγησιν˙ ευθέως δε και ον δοκούμεν σπινθήρα καλού έχειν, υπό του εχθρού κλεπτόμεθα. Κακείνοι δε πολλά κερδαίνοντες των πλειόνων εφίενται˙ και τα μεν παρόντα ως ουδέν ηγούνται, προς δε τα μη παρόντα αποτείνονται. Ημείς δε και μηδέν έχουσαι των ζητουμένων ουδέν θέλομεν κτήσασθαι˙ και πενίαν εσχάτην νοσούσαι, πλουσίας εαυτάς αναγορεύομεν. Καλόν ουν τον ευ πράττοντα μηδενί αναγγέλλειν˙ μάλλον γαρ οι τοιούτοι ζημιωθήσονται˙ και γαρ «ο δυκούσιν έχειν αρθήσεται απ’ αυτών».
Πάσαν ουν σπουδήν δέον θέσθαι υπέρ το λανθάνειν το κέρδος. Οι δε τα εαυτών κατορθώματα διηγούμενοι πειράσθωσαν και τα συν αυτοίς ελαττώματα λέγειν˙ ει δε ταύτα κρύπτουσιν, ένεκεν του μη παρά των ακουόντων ψεχθήναι, πολύ μάλλον εκείνα φυλακτέον, ως εκ του Θεού αλλοτριούντα. Και γουν οι κατ’ αρετήν βιούντες το ανάπαλιν ποιούσι και τα σμικρά εαυτών πταίσματα μετά και προσθήκης ων ουκ έπραξαν, εκδιηγούνται, την δόξαν των ανθρώπων αποβάλλοντες˙ τα μέντοι αγαθά κρύπτοντες προς ασφάλειαν της ψυχής. Ώσπερ γαρ θησαυρός φανερωθείς σπανίζεται, ούτω και αρετή γνωριζομένη και δημοσιευομένη αφανίζεται˙ ώσπερ γαρ κηρός λύεται από προσώπου πυρός, ούτω και ψυχή από επαίνων διαχείται και αποβάλλει τον τόνον.
Και το εναντίον δε τούτων πάλιν έσται˙ ει γαρ η θερμότης έλυσε τον κηρόν, η ψύξις άρα την πήξιν αυτού ποιήσεται˙ και ει έπαινος αφαιρείται του τόνου την ψυχήν, πάντως ονειδισμός και ύβρις εις μέγεθος αυτήν της αρετής άγει˙ «Χαίρεται» γαρ, φησί, «και αγαλλιάσθε», ότ’ αν παν ψεύδος είπωσι καθ’ υμών οι άνθρωποι. Και αλλαχού φησίν˙ «Εν θλίψει επλάτυνάς με». Και πάλιν˙ «Ονειδισμόν προσεδόκησεν η ψυχή μου και ταλαιπωρίαν». Και άλλα δε μυρία αγαθά τοιαύτα εκ των αγίων Γραφών εστί η ψυχή προσοδευόμενα θεάσασθαι.
Έστι λύπη επωφελής και έστι λύπη φθοροποιός. Της μεν ουν χρησίμης λύπης το μεν εστί περί των οικείων αμαρτιών στένειν, το δε και περί της των πλησίον αγνωσίας˙ το δε προς το μη εκπεσείν της προθέσεως˙ το δε και αικνείσθαι του τέλους της αγαθωσύνης. Ταύτα μεν ουν της γνησίας και αγαθής λύπης τα είδη. Και άλλη δε τις λύπη, του εχθρού υποτιθεμένου, ήτις ταύταις προσφύεσθαι ουδέν. Εμβάλλει γαρ και αυτός λύπην αλογίας μεστήν˙ ήπερ και ακηδία προς τίνων ωνόμασται. Δει ουν τούτο το πνεύμα ευχή μάλιστα αποσοβείν και ψαλμωδία.
Των ουν αγαθών μεριμνών εχομένας ημάς, ου χρη οίεσθαί τινά εν τω βίω αφρόντιδα είναι. Φησί γαρ η Γραφή˙ «Πάσα κεφαλή εις πόνον, και πάσα καρδία εις λύπην». Εν ενί λόγω το άγιον Πνεύμα συνέγραψε τον τε μονήρη βίον και τον κοσμικόν. Δια μεν γαρ του πόνου της κεφαλής τον μονήρη αινίττεται, τρόπον˙ κεφαλή γαρ το ηγεμονεύον˙ «Του γαρ σοφού», φησίν, «οι οφθαλμοί εν τη κεφαλή αυτού». Το ουν διορατικόν, ως οίμαι, εν αυτή τυγχάνει. Τον δε πόνον είπε, διότι πάσα αρετής βλάστη εκ πόνων κατορθούται. Δια δε της εν τη καρδία λύπης, το άστατον και μοχθηρόν εδήλωσεν ήθος. Θυμού γαρ και λύπης οικητήριον την καρδίαν τινές έφασαν˙ μη δοξαζόμενοι λυπούνται˙ των αλλοτρίων ορεγόμενοι τήκονται˙ πενόμενοι δυσφορούσι˙ πλουτούντες εκμαίνονται, δια την των παρόντων φυλακήν μηδέ ύπνου τυγχάνοντες.
Μη ουν ημείς υποσυρώμεν τω φρονήματι, λέγουσαι τους εν τω κόσμω αμερίμνους τυγχάνειν. Τάχα γαρ ως προς σύγκρισιν μάλλον ημών κοπιώσι. Ταις δε γυναιξίν ως επίπαν μεγάλη εν τω κόσμω η απέχθεια˙ τίκτουσι γαρ χαλεπώς και επικινδύνως και τληπαθούσι προς την γαλακτοτροφίαν, και νοσούσι τοις παιδίοις συννοσούσι˙ και ταύτα υπομένουσι τέλος του κόπου μη έχουσαι. Ή γαρ το σώμα πηρούται τα κυηθέντα ή κακοφροσύνη αναχθέντα δολοφονεί τους γεννήσαντας. Ταύτα ουν ειδυίαι μη δελεασθώμεν υπό του εχθρού, ως ανέτου και αμερίμνου τυγχάνοντος του βίου. Γεννώσαι μεν γαρ δια των πόνων φθείρονται˙ μη τίκτουσαι δε ως στείραι και άγονοι υπό των ονειδισμών τήκονται.
Ταύτα δε υμίν λέγω προς το ασφαλίζεσθαι από εναντίου. Ου πάσι δε πέφυκεν αρμόδια τα λεγόμενα, αλλά μόνοις τοις τον μονήρη βίον εθέλουσιν. Ώσπερ γαρ τοις ζώοις ου μία τροφή, ούτως ουδέ τοις ανθρώποις ο αυτός λόγος συφμέρει˙ «Ου δει γαρ οίνον νέον βαλείν» φησίν, «εις ασκούς παλαιούς». Άλλως γαρ εστιώνται οι θεωρίας και γνώσεως εμφορούμενοι, ετέρως δε οι ασκητικής και πρακτικής απογευόμενοι και προς δύναμιν οι κατά τον κόσμον δικαιοπραγούντες. Ώσπερ γαρ των ζώων τινά μεν έστι χερσαία, τινά δε ένυδρα, τινά δε πτηνά˙ ούτω και οι άνθρωποι οι μεν τον μέσον βίον κατέχουσιν ως τα χερσαία˙ οι δε προς τα ύψη ενατενίζουσιν, ως τα πετεινά˙ οι δε τοις ύδασι των αμαρτιών εισί κεκαλυμμένοι, ως οι ιχθύες˙ «Ήλθον γαρ», φησίν, «εις τα βάθη της θαλάσσης, και καταιγίς κατεπόντισέ με». Και τοιαύτη μεν η των ζώων φύσις˙ ημείς δε ως αετοί πτεροφυήσασαι επί τα υψηλότερα επιβώμεν, και «καταπατήσωμεν λέοντα και δράκοντα»˙ και του ποτέ άρχοντος νυν άρξωμεν. Τούτο δε ποιήσομεν εάν όλην εαυτών την διάνοιαν τω Σωτήρι προσενέγκωμεν.
Αλλά όσον ημείς κορυφούμεθα προς τα ύψη, κακείνος εμποδίζειν πειράται δια των ιδίων παγίδων˙ Και τί μέγα έχειν ημάς αντιπάλους προς το αγαθόν ορμώσας όπου γε και προς τα ευτελή φθονούσι, και γουν τους υπό την γην τεθαμμένους θησαυρούς ου συγχωρούσι λαμβάνειν ανθρώπους;   Ει ουν και προς την γηίνην φαντασίαν αντίκεινται, πόσω μάλλον προς την των ουρανών βασιλείαν φθονήσουσιν;
Δει ουν κατ’ αυτών παντοίως οπλίζεσθαι˙ και γαρ και έξωθεν εισελαύνουσι, και ουδέν ήττον εκ των έξωθεν κινούνται. Και η ψυχή, καθάπερ ναύς, ποτέ μεν υπό των έξωθεν τρικυμιών καταποντίζεται, ποτέ δε υπό της ένδοθεν αντλίας υποβρύχιος γίνεται. Και γουν και ημείς ποτέ μεν δια των εκτός πρακτικών αμαρτημάτων απολλύμεθα, ποτέ δια των ένδον λογισμών αφανιζόμεθα. Δει ουν και τας έξωθεν των πνευμάτων επιτηρείν προσβολάς, και τας ένδον των λογισμών εξαντλείν ακαθαρσίας, πάντοτε δε γρηγορείν προς τους λογισμούς˙ συνεχώς γαρ εφίστανται. Επί μεν ταις έξωθεν τρικυμίαις, βοώντων των ναυτών, πολλάκις η σωτηρία δια των εγγυτάτων πλοίων γίνεται˙ αι δε αντλίαι, και κοιμωμένων πολλάκις των πλωτήρων και ησυχαζούσης της θαλάσσης, επισυμβαίνουσι και πολλάκις αυτούς θανατούσιν.
Δει ουν επιπονωτέραν ποιείσθαι προς τους λογισμούς την διάνοιαν. Ο γαρ εχθρός, καθάπερ οίκον την ψυχήν καθελείν βουλόμενος, ή από των θεμελίων ποιείται αυτής την πτώσιν ή από της οροφής αρχόμενος, πάσαν αυτήν καταφέρει, ή και δια των θυρίδων εισελθών, πρώτον τον οικοδεσπότην δεσμεί, και ούτω χειρούται τα πάντα. Θεμέλιος μεν ουν έστι τα καλά έργα, οροφή δε η πίστις, θυρίδες δε αι αισθήσεις. Δια πάντων δε πολεμεί ο εχθρός. Όθεν πολυόφθαλμον δει είναι τον σωθήναι βουλόμενον. Ουκ έχομεν ενταύθα το αμέριμνον˙ φησί γαρ η Γραφή˙ «Βλεπέτω ο εστηκώς μη πέση».
Εν αδήλω πλέομεν˙ θάλασσα γαρ ο βίος ημών υπό του ιερού ψάλτου   Δαυίδ είρηται. Αλλά της θαλάσσης τα μεν εισί πετρώδη, τα δε και θηρίων πλήρη, τινά δε και γαληνά. Ημείς εν τω γαληνώ μέρει της θαλάσσης δοκούμεν πλέειν, οι δε κοσμικοί εν κινδυνώδεσι˙ και ημείς μεν ημέρας πλέομεν υπό του ηλίου της δικαιοσύνης οδηγούμενοι, εκείνοι δε εν νυκτί, υπό της αγνωσίας φερόμενοι. Αλλά ενδέχεται πολλάκις τον κοσμικόν εν χειμώνι και εν σκότει τυγχάνοντα, βοήσαντα και αγρυπνήσαντα, σώσαι το εαυτού σκάφος˙ ημάς δε εν γαλήνη υπό αμελείας βυθισθήναι το πηδάλιον της δικαιοσύνης αφέντας.
Βλεπέτω ουν ο στήκων μη πέση. Ο μεν γαρ πεσών μίαν έχει φροντίδα, του αναστήναι˙ ο δε στήκων φυλαττέσθω του μη πεσείν. Και γαρ τα παραπτώματα διάφορα˙ οι μεν γαρ πεσόντες του μεν στήκειν εστέρηνται˙ κείμενοι δε, ου πάνυ τι εβλάβησαν. Ο δε εστώς μη ευτελιζέτω τον πεπτωκότα, άλλ’ εαυτόν φοβείσθω, μη πεσών διαφθαρή και εις κατώτερον απέλθη βόθρον. Εικός γαρ, και της κραυγής ηττηθείσης υπό του βάθους του φρέατος, μη βοήθειαν αιτήσαι. Φησί γαρ ο δίκαιος˙ «Μη καταπιέτω με βυθός, μηδέ συσχέτω επ’ εμέ φρέαρ το στόμα αυτού». Ο πρώτος πεσών έμεινεν. Όρα σεαυτόν, μη καταπεσών και συ θοίνη θηρίων γένη. Ο πεσών ουκ ασφαλίζεται την θύραν˙ συ δε μηδόλως νυστάξης˙ άλλ’ αεί το θείον εκείνο μελώδει ρητόν, το φάσκον˙ «Φώτισον τους οφθαλμούς μου, μη ποτέ υπνώσω εις θάνατον». Αγρύπνει δε διηνεκώς δια τον ωρυόμενον λέοντα.
Ταύτα τα ρήματα συντελεί προς το μη υπεραίρεσθαι. Ο πεσών εν τω επισκέψαι και στενάξει σωθήσεται. Όρα συ σαυτήν η στήκουσα. Διπλούς γαρ σοι ο φόβος επίκειται, ή του μη επιστρέψαι προς τα αρχαία, δι’ ολιγωρίας σοι του εχθρού προσπεσόντος ή του μη τρέχουσαν σκελισθήναι. Ο γαρ εχθρός ημών διάβολοι ή όπισθεν έλκει προς εαυτόν, οπηνίκα βραδείαν και νωθράν την ψυχήν θεάσηται, ή δοκούσαν αυτήν σπουδαίαν είναι και επίπονον προς άσκησιν, επεισέρχεται λεπτώς και κεκρυμμένως δια της υπερηφανίας˙ και ούτως αύτανδρον την ψυχήν απόλλυσι. Τούτο το όπλον έσχατον και κορυφαιότατον πάντων εστί των κακών. Εξ αυτού ο διάβολος καταβέβληται, και δι’ αυτού τους δυνατωτέρους των ανθρώπων πειράται καθαιρείν. Ώσπερ γαρ οι δεινότατοι των πολεμιστών, μετά το δαπανήσαι τα λεπτότερα βέλη, το τηνικαύτα έτι επικρατούντων των μαχητών, προβάλλονται την ισχυροτέραν πάντων μάχαιραν, ούτω και ο διάβολος, μετά το πρώτα αυτού αποδαπανήσαι άγκιστρα, τότε τω τελευταίω χράται ξίφει, τη υπερηφανία. Τίνες δε ήσαν αυτού αι πρώται παγίδες; Δήλον, ως γαστριμαργία, φιληδονία, πορνεία. Ταύτα γαρ μάλιστα τα πνεύματα επί των νεωτερικών ηλικιών συμβαίνουσιν. Επακολουθεί δε τούτοις φιλαργυρία, πλεονεξία και τα τούτοις όμοια. Η ουν αθλία ψυχή, όταν τούτων των παθών περιγένηται, οπηνίκα γαστρός κρατήση, ότε και τας υπογαστρίους ηδονάς υπερπηδήση τη σεμνότητι, ότε αργυρίου καταφρονήση, τότε πανταχόθεν ο κακόφρων απορηθείς υποβάλλει τη ψυχή άτακτον κίνησιν˙ μεγεθύνει γαρ αυτήν απρεπώς κατά των αδελφών επαίρεσθαι. Βαρύ και ολέθριον τούτο του εχθρού το δηλητήριον. Πολλούς αθρόως εν τούτω σκοτίσας κατέβαλεν. Υποβάλλει γαρ τη ψυχή έννοιαν νόθον και θανατηφόρον. Κατειληφέναι γαρ αυτόν φαντάζει τα παρά τοις πολλοίς αγνούμενα, και ότι εν νηστείαις υπερβάλλει˙ και πλήθος αυτώ ανδραγαθημάτων προστίθησι˙ πάντων δε ων ήμαρτεν εις λήθην αυτόν φέρει, προς το κατά των συνόντων επαίρεσθαι. Υποκλέπτει γαρ αυτού εκ του νου τα πλημμελήματα˙ ου προς ωφέλειαν δε αυτού τούτο ποιεί, αλλά προς το μη δυνηθήναι αυτόν ειπείν την ιατρικήν εκείνην φωνήν, το˙ «Σοι μόνω ήμαρτον», «ελέησόν με». Ούτε μην συγχωρήσει αυτώ λέγειν˙ «Εξομολογήσομαί σοι, Κύριε, εν όλη καρδία μου». Άλλ’ ώσπερ αυτός κατά διάνοιαν είπε το˙ «Αναβήσομαι, και θήσομαι τον θρόνον μου»˙ ούτω και τούτον φαντάζει εις αρχάς τε και πρωτοκαθεδρίας, έτι δε διδασκαλίας και ιαμάτων εκδόσεις. Η ουν ούτως απατωμένη ψυχή φθείρεται και απόλλυται, δυσιάτω έλκει πληγείσα.
Τί ουν δει ποιείν, των τοιούτων λογισμών παρόντων; Αδιαλείπτως μελετάν το θείον εκείνο λόγιον, όπερ ο μακάριος Δαυίδ εβόα, λέγων το˙ «Εγώ δε ειμί σκώληξ και ουκ άνθρωπος». Και εν ετέρω φησίν˙ «Εγώ δε ειμί γη και σποδός». Έτι γε μην και το του Ησαΐου ακουέτω ρήμα και λέγον, ως «Πάσα δικαιοσύνη ανθρώπου ως ράκος αποκαθημένης». Και ει μεν αναχωρούση καθ’ εαυτήν οι λογισμοί ούτοι παρεισέλθωσιν, εν κοινοβίω εισερχέσθω˙ αναγκαζέσθω δε και δεύτερον εθσίειν της ημέρας, ει γε δι’ υπερβολήν ασκήσεως τούτω εάλω τω πάθει˙ και παρά των συνηλίκων δε επιτιμάσθω και ονειδιζέσθω και επιτιμάσθω σφοδρώς, ως μηδέν μέγα πράττουσα˙ πάσαν δε υπηρεσίαν ποιείσθω. Προσαγέσθωσαν δε και βίοι αγίων εξοχώτατοι εις εξήγησιν˙ πειράσθωσαν δε αι συνελθούσαι επιτείνειν εαυτών τους πόνους προς άσκησιν τας ολίγας ημέρας, προς το εκείνην θεασαμένην το μέγεθος των αρετών ελάττονα και ευατήν ηγείσθαι.
Προηγείται δε της νόσου ταύτης έτερον κακόν, η παρακοή˙  όθεν δια του εναντίου της υπακοής, δυνατόν την σηπεδονώδη νομήν της ψυχής περικαθάραι˙ «Υπακοή», γαρ, φησίν, «υπέρ θυσίαν».
Δει ουν καθαιρείν όγκον δόξης εν καιρώ, και επαινείν δε πάλιν και θαυμάζειν εν καιρώ. Ει γαρ αμελής και νωθρά ευρεθή η ψυχή, έτι γε μην και υποναρκούσα εις την του καλού προκοπήν, επαινείν ταύτην προσήκει˙ και ει μικρόν ποιήσει τι χρηστόν, θαυμάζειν και μεγεθοποιείν δέον αυτήν. Και τα σφοδρά και απάνθρωπα πλημμελήματα ως ελάχιστα και ουδαμινά λεκτέον˙ ο γαρ διάβολος, βουλόμενος πάντα διατρέφειν, επί μεν των σπουδαίων και ασκητικών κρύπτειν πειράται τα προγεγονότα αμαρτήματα˙ την γαρ υπερηφανίαν αυξήσαι βούλεται˙ επί δε των νεηλύδων και ακροπαγών ψυχών, πάντα τα αμαρτήματα αυτών προ οφθαλμών τίθησιν. Εμβάλλει γαρ αυτή ότι, Σοι πορνευσάση ποία έσται συγγνώμη; Και τη άλλη φησίν˙ Ούτω σου πλεονεκτησάσης, αδύνατόν τε σωτηρίας τυχείν. Τας ουν ούοτω σαλευομένας ψυχάς παραμυθητέον ούτω˙ δει γαρ προς αυτάς ούτω λέγειν˙ Ραάβ πόρνη ην, άλλ’ εσώθη δια πίστεως˙ Παύλος διώκτης ην αλλά σκεύος εκλογής γέγονε˙ Ματθαίος τελώνης ήν, άλλ’ ουδείς την χάριν τούτου αγνοεί˙ και ο ληστής εσύλα και εφόνευεν, αλλά πρώτος την θύραν ανέωξε του παραδείσου. Τούτοις ουν ενατενίζουσα, μη απογνώς της σεαυτής ψυχής.
Επεί δε ταύτα ταύταις ευρήσεις αρμόδια, δει και των τη υπερηφανία αλισκομένων ποιείσθαι αυτήν την θεραπείαν. Φάσκειν γαρ δει προς αυτήν˙ Τί φυσιούσαι; Ως κρέα μη εσθίουσα;  Άλλοι ουδέ ιχθύν ορώσι. Και ει οίνον ου πίνεις, σκόπησον, ως άλλοι ούτε έλαιον εσθίουσιν. Έως οψέ νηστεύεις; Άλλαι δε δύο και τρεις ημέρας συνάπτουσιν άσιτοι. Άλλ’ ότι ου λούη μέγα φρονείς; Πολλοί και δια πάθος σωματικόν ουδ’ όλως τούτω εχρήσαντο. Αλλά θαυμάζεις σεαυτήν, ότι εν χαραδρίω καθεύδεις και εν τριχίνη στρωμνή; Άλλαι δε χαμευνούσι διηνεκώς. Άλλ’ ει και τούτο ποιήσειας, ουδέν μέγα˙ τινές γαρ και λίθους εαυταίς υπέβαλον προς το μη καθ’ ηδονήν των φυσικών τυχείν, άλλοι δε και εκρέμασαν εαυτούς δι’ όλης της νυκτός. Άλλ’ ει και ταύτα πάντα ποιήσειας και την ακροτάτην άσκησιν επιτελέσειας, μη  μέγα φρονήσης˙ και γαρ τα δαιμόνια πλείω των σων πεποιήκασι και ποιούσιν˙ ούτε γαρ εσθίουσιν ούτε πίνουσιν ούτε γαμούσιν ούτε υπνούσιν˙ αλλά και εν ερήμω διάγουσιν, ει γε και εν σπηλαίω οικούσα δοκείς μέγα τε ποιείν.
Ούτω μεν ουν και εκ τοιούτων λογισμών δυνατόν ιάσασθαι τα εναντία πάθη˙ την τε απόγνωσιν λέγω και την υπερηφανίαν. Ώσπερ γαρ σφοδρώς εκφυσώμενον πυρ, διασκορπιζόμενον απόλλυται, και μη τυχόν δε πνεύματος πάλιν φθείρεται, ούτω και η αρετή αφίπταται δι’ υπεροψίαν, καν πολλήν σφοδρότητα ασκήσεως λάβη˙ και φθείρεται δε πάλιν εξ αμελείας το καλόν, όταν μηδ’ όλως κινήσωμεν εαυτούς προς ριπισμόν του θείου Πνεύματος. Μάχαιρα έπακμος ραδίως υπό λίθου κατάγνυται˙ και άσκησις επιτεταμένη συντόμως εκ του υπερηφανεύεσθαι απόλλυται. Όθεν προσήκει πανταχόθεν ασφαλίζεσθαι την ψυχήν και την ακροτάτην άσκησιν εκ του καύσωνος της υπερηφανίας περικαιομένην υποκάμπτειν προς τους σκιώδεις τόπους, έσθ’ ότε και περιτέμνειν τα περιττά, προς το την ρίζαν ευθαλεστέραν γενέσθαι.
Τον δε τη απογνώσει αλισκόμενον ανωρεπή βιάζεσθαι ποιείν τοις προειρημένοις λογισμοίς. Και γαρ σφόδρα η ψυχή χαμαιπετής τυγχάνει. Και γουν των γεηπόνων οι άριστοι, επειδάν φυτόν βραχύ και ασθενές θεάσωνται, ποτίζουσι δαψιλώς και επιμελείας πολλής αξιούσι προς το αυξηθήναι. Επειδάν δε εν φυτώ πρόωρον βλάστην θεάσωνται, περιτέμνουσιν αυτοί τα περιττά˙ φιλεί γαρ ταύτα ετοίμως ξηραίνεσθαι. Και ιατρών δε παίδες τινάς μεν των αρρώστων τρέφουσι δαψιλώς και προς περίπατον προτρέπονται, ετέρους δε δεσμεύοντες ασίτους επί πολύ φυλάττουσιν.
Φανερόν ουν έστιν, ως μέγιστον εν κακοίς η υπερηφανία τυγχάνει˙ και τούτο δείκνυσιν αυτής το εναντίον, η ταπεινοφροσύνη. Δυσχερές εστί κτήσασθαί τινά την ταπεινοφροσύνην. Ει μη γαρ τις πάσης δόξης εκτός γένηται, τούτου του θησαυρού τυχείν ου δυνήσεται. Ούτω δε εστί μεγάλη η ταπεινοφροσύνη, ως πάσας τας αρετάς μιμείσθαι δοκείν τον διάβολον, ταύτην δε μηδέ ειδέναι τι όλως εστίν. Ειδώς δε αυτής το ασφαλές και εδραίον ο απόστολος, προστάττει ημίν ταύτην εγκομβώσασθαι, και πάντας ποιούντας τα επωφελή ταύτην περιβάλλεσθαι. Καν τε γαρ νηστεύης, καν τε ελεής, καν τε διδάσκης, ει δε και σώφρων τυγχάνης και συνετός, πάλιν ταύτην αντί τοιχίου αρραγούς σεαυτώ παράστησον. Σφιγγέτω σου και συνεχέτω σου τας αρετάς αύτη η καλλίστη των απασών αρετών, η ταπεινοφροσύνη. Οράς και την των αγίων τριών παίδων υμνολογίαν, όπως των άλλων αρετών ου πάνυ τι μνημονεύσαντες, τους ταπεινούς συν τοις υμνούσι συγκατηριθμήσαντο, μη ειρηκότες σώφρονας ή ακτήμονας. Ώσπερ γαρ αδύνατον ναύν χωρίς ήλων κατασκευασθήναι, ούτως αδύνατον σωθήναι χωρίς ταπεινοφροσύνης.
Ότι δε αγαθή και σωτήριος πέφυκεν, ο Κύριος προς ανθρώπους οικονομίαν πληρών αυτήν ημφιάσατο. Φησί γαρ˙ «Μάθετε απ’ εμού, ότι πράός ειμί και ταπεινός τη καρδία». Όρα τις ο λέγων, τελείως μαθήτευσον. Αρχή σοι και τέλος των αγαθών η ταπεινοφροσύνη γινέσθω. Φρόνησιν λέγω ταπεινήν, ου σχήμα μόνον, τον εντός άνθρωπον αινίττεται˙ ακολουθήσει γαρ τούτω και ο εκτός. Πάσας τας εντολάς πεποίηκας; Οίδεν ο Κύριος˙ άλλ’ αυτός σοι εντέλλεται πάλιν αρχήν δουλείας λαμβάνειν˙ φησί γαρ˙ «Όταν πάντα ποιήσητε, είπατε˙ Δούλοι αχρείοί εσμέν».
Η ουν ταπεινοφροσύνη κατορθούται δι’ ονειδισμών, δι’ ύβρεων, δια πληγών˙ ίνα ακούσης άφρων κα μωρός, πένης και πτωχός, ασθενής και ευτελής, απρόκοπος εν έργοις, άλογος εν προφορά, άτιμος εν είδει, ασθενής εν δυνάμει. Ταύτα της ταπεινοφροσύνης τα νεύρα. Ταύτα ο Κύριος ημών ήκουσε και πέπονθε. Σαμαρείτην γαρ αυτόν είπαν και δαιμόνιον έχοντα. Δούλου μορφήν ανείληφεν, ερραπίσθη, πληγαίς ηκίσθη.
Δει ουν και ημάς μιμείσθαι την έμπρακτον ταύτην ταπεινοφροσύνην. Εισί μεν ουν τίνες και δια των εκτός σχημάτων υποκρινόμενοι και ταπεινούντες εαυτούς, αυτώ τούτω δόξαν θηρώμενοι˙ άλλ’ εκ των καρπών επιγιγνώσκονται˙ και γαρ επιπολαίως υβρισθέντες, ουκ ήνεγκαν˙ αλλά παραυτά όφεις τον εαυτών ιόν εξέμεσαν.
Επί τοις λόγοις δε τούτοις ηγαλλιώντο αι συνελθούσαι σφόδρα, και πάλιν προσεκαρτέρουν, κόρον των αγαθών μη λαμβάνουσαι. Και πάλιν προς αυτάς έλεγεν η μακαρία. Αγών εστί πολύς τοις προσερχομένοις Θεώ και κόπος τα πρώτα, έπειτα δε χαρά ανεκδιήγητος. Ώσπερ γαρ οι πυρ εξάψαι βουλόμενοι πρώτον καπνίζονται και δακρύουσι και ούτω του ζητουμένου τυγχάνουσι˙ και γαρ φησίν˙ « Ο Θεός ημών πυρ καταναλίσκον»˙ ούτω δει και ημάς το θείον πυρ εις εαυτούς εξάψαι μετά δακρύων και κόπου. Αυτός γαρ φησίν ο Κύριος˙ «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην». Και τίνες δι’ ολιγωρίαν του μεν καπνού ηνέσχοντο, το δε πυρ ουκ εξήψαν, δια το μακροθυμίας αυτούς εκτός είναι, και μάλλον αυτών την περί το θείον σχέσιν ασθενή και αμυδράν τυγχάνει.
Όθεν μέγα κειμήλιον η αγάπη˙ και περί ταύτης δε διαβεβαιούμενος ο Απόστολος έλεγεν, ως εάν πάντα τα υπάρχοντα διανείμης και το σώμα υποπιάσης, αγάπην δε μη έχης, «γέγονας χαλκός ηχών και κύμβαλον αλαλάζον». Μέγα ουν εν αγαθοίς η αγάπη, ως και δεινόν εν κακοίς ο  θυμός˙ πάσαν γαρ την ψυχήν σκοτίσας και αποθηριώσας εις αλογίαν φέρει. Ο δε Κύριος πανταχόσε της σωτηρίας ημών κηδόμενος, ουδ’ όλως συνεχώρησε  βραχύ τι ασκεπές της ψυχής. Λαγνείαν κινεί ο εχθρός; Σωφροσύνη ημάς ο Κύριος ώπλισεν. Υπερηφανίαν γεννά; Άλλ’ η ταπεινοφροσύνη ου μακράν τυγχάνει. Μίσος ενεφύσησεν; Άλλ’ η αγάπη εν μέσω παρίσταται. Όσα ουν ο εχθρός καθ’ ημών κινεί βέλη, πλείοσιν ημάς ο Κύριος όπλοις ησφαλίσατο, προς τε την ημών σωτηρίαν και προς την εκείνου κατάπτωσιν.
Κακόν μεν εν κακοίς ο θυμός. «Οργήν», γαρ, φησίν, «ανδρός δικαιοσύνην Θεού ου κατεργάζεται». Δει ουν αυτόν ηνιοχείν, ότι εν καιρώ χρήσιμος ώφθη˙ θυμούσθαι γαρ και κινείσθαι κατά των δαιμόνων συμφέρει. Προς δε άνθρωπον σφοδρώς κινείσθαι ου προσήκει, καν αμαρτήσας τυγχάνη˙ επιστρέφειν δε αυτόν δει μετά το παύσασθαι το γης οργής πάθος.
Και το μεν οργίζεσθαι ως εν κακοίς έλαττον˙ η δε μνησικακία πάντων εστί βαρυτέρα. Ο γαρ θυμός ώσπερ καπνός προς ολίγον θολώσας την ψυχήν διαλύεται˙ η δε μνησικακία ώσπερ εναποπαγείσα τη ψυχή, θηρίου αυτήν δεινοτέραν ποιεί˙ και κύων μεν κατά τινός εκμανείς υπό της τροφής θωπευθείς μεταβάλλεται της οργής˙ και τάλλα δε θηρία υπό της συνηθείας μειλίσσεται˙ ο δε γε τη μνησικακία κρατούμενος ου παρακλήσει πείθεται, ου τροφή πραΰνεται, ούτε μην ο πάντα μεταβάλλων χρόνος το πάθος τούτου ιάσατο. Ούτοι ουν ασεβέστατοι πάντων εισί και ανομώτατοι. Ου γαρ υπακούουσι του Σωτήρος λέγοντος, ως «Ύπαγε, πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου˙ και ούτω πρόσαγε το δώρόν σου»˙ και αλλαχού˙ «Μη επιδυέτω», φησίν, «ο ήλιος επί παροργισμώ υμών».
Καλόν μεν ουν το μη οργισθήναι˙ ει δε και γένηται, ουδέ μέτρον σοι ημέρας προς το πάθος συνεχώρησεν, είπε γαρ μη επιδύναι τον ήλιον. Συ δε εκδέχη, έως αν ο πας σου χρόνος δύη. Ουκ οίδας ειπείν˙ «Αρκεί τη ημέρα η κακία αυτής». Τί μισείς τον λυπήσαντα άνθρωπον; Ουκ αυτός ην ο αδικήσας, άλλ’ ο διάβολος. Μίσησον την νόσον και μη τον νοσούντα˙ «Τί εγκαυχά εν κακία, δυνατέ;». Περί υμών τούτο ο ψαλμός εβόησεν˙ «Ανομίαν» γαρ, φησίν, «όλην την ημέραν»˙ τουτέστι, πάντα τον της ζωής σου χρόνον παρακούεις του νομοθέτου του λέγοντος˙ «Μη επιδυέτω ο ήλιος επί τω παροργισμώ υμών». Φησί δε, ως «Αδικίαν ελογίσατο η γλώσσά σου»˙ ου παύη γαρ βλασφημών τον αδελφόν σου. Όθεν δικαία σοι η τιμωρία παρ’ αυτού του υμνωδού εκ του Πνεύματος προσφέρεται˙ «Δια τούτο γαρ», φησίν, «ο Θεός καθελείσε εις τέλος, εκτίλαι σε και μεταναστεύσαί σε από σκηνώματός σου, και το ρίζωμά σου εκ γης ζώντων». Ταύτα τω μνησικάκω τα δώρα, ταύτα της κακίας τα έπαθλα.
Φυλάττεσθαι ουν δέον από μνησικακίας˙ πολλά γαρ αυτή ακολουθούσι δεινά, φθόνος, λύπη, καταλαλιά. Θανατηφόρος η τούτων κακία, καν μικρά δοκή τυγχάνειν. Ταύτα μεν γαρ ώσπερ βέλη λεπτά του εχθρού τυγχάνουσι. Και πολλάκις τα από διστόμου μαχαίρας και μείζονος ξίφους τραύματα, οίά εστί πορνεία και πλεονεξία και φόνος ιάθησαν πολλάκις δια του σωτηρίου φαρμάκου της μετανοίας˙ υπερηφανία δε ή μνησικακία ή καταλαλιά, ώσπερ μικρά δοκούντα είναι  βέλη, λανθανόντως ανείλαν, κατά των καιριωτέρων της ψυχής μορίων παγέντα. Ταύτα δε ου τω μεγέθει αναιρεί της πληγής, αλλά τη αμελεία των τρωθέντων˙ ως μηδενός γαρ όντων καταφρονήσαντες της τε καταλαλιάς και των λοιπών, κατά μικρόν υπ’ αυτών διεφθάρησαν.
Βαρύ ουν και μοχθηρόν η καταλαλιά˙ τροφή γαρ και ανάπαυλά τινών ανθρώπων τυγχάνει. Συ δε μη παραδέξη ακοήν ματαίαν, μη των αλλοτρίων κακών δοχείον γένη. Απέριττον σεαυτής την ψυχήν παρασκεύαζε. Υποδεξαμένη γαρ την δυσώδη των  λόγων ακαθαρσίαν, κηλίδας τη ευχή σου προσάξεις δαι των λογισμών, και αναιτίως μισήσεις τους εντυγχάνοντας. Καταβαφείσης γαρ σου της ακοής υπό της των κακολογούντων απανθρωπίας, αγεννώς πάσιν ενατενίσεις˙ καθάπερ ο οφθαλμός, χρώματι ακρατέστερον προληφθείς, αδιάκριτον έχει περί τα ορώμενα την φαντασίαν.
Δει ουν φυλάττεσθαι την γλώτταν και την ακοήν, προς το μήτε λέγειν τι τοιούτον, μήτε ακούειν εμπαθώς. Γέγραπται γαρ, ως «Μη ακοήν ματαίαν παραδέξασθαι», και˙ «Τον καταλαλούντα λάθρα τω πλησίον αυτού, τούτον εξεδίωκον». Εν δε τω ψαλμωδώ φησίν˙ «Όπως αν μη λαλήση το στόμα μου τα έργα των ανθρώπων». Ημείς δε και τα μη έργα λαλούμεν. Δέον ουν μη πιστεύειν τοις λεγομένοις, μήτε μην κατακρίνειν τους λέγοντας, αλλά κατά την θείαν Γραφήν ποιείν και λέγειν˙ «Εγώ δε ωσεί κωφός ουκ ήκουον και ωσεί άλαλος ουκ ανοίγων το στόμα μου».
Ου δει επί συμφορά ανθρώπου επιχαίρειν, καν πάνυ αμαρτωλός υπάρχη. Τινές μεν γαρ, θεασάμενοι μαστιζόμενον ή φυλακιζόμενον, αμαθώς την κοσμικήν εκείνην παροιμίαν έφασαν, την λέγουσαν, ως ο στρώσας κακώς ταλαιπωρήσει εν τω δείπνω. Συ ουν, η καλώς στρώσασα εαυτή τα πράγματα, θαρρείς αναπαυθήναι εν τω βίω; Και τί ποιήσομεν τον λέγοντα ως, «Εν συνάντημα τω δικαίω και τω αμαρτωλώ»; Η γαρ ενταύθα ημών διαγωγή μία εστί, καν διάφορον πολιτείαν έχωμεν.
Ου δει μισείν τους εχθρούς. Και γαρ ο Κύριος τη ιδία φωνή τούτο ημίν προσέταξε. Φησί γαρ, ως «Μη μόνον τους αγαπώντας αγαπάτε˙ τούτο γαρ και οι αμαρτωλοί και οι τελώναι ποιούσι». Το γαρ καλόν ου δείται τέχνης και αγώνος προς θήραν˙ εαυτώ γαρ εφέλκεται τους αγαπώντας˙ το δε φαύλον της θείας διδασκαλίας χρήζει προς απάλειψιν και κόπου πολλού. Ου γαρ ανέτων και αμερίμνων εστίν η βασιλεία ουρανών, αλλά βιαστών.
Ώσπερ ουν ου δει τους εχθρούς μισείν, ούτως ουδέ τους αμελείς και ραθύμους φεύγειν και μυκτηρίζειν. Τινές μεν ουν το γραφικόν εκείνο ρητόν εαυτοίς προσφέρουσιν, ως «Μετά οσίου όσιος έση», «και μετά στρεβλού συνδιαστρέψεις». Δια τούτο, φησίν, αποφεύγομεν τους αμαρτωλούς προς το παρ’ αυτών μη διαστραφήναι. Αγνοία ψυχής οι τοιούτοι τα εναντία πράττουσι. Προστάττει γαρ το Πνεύμα το άγιον ου μετά των στρεβλών συνδιαστραφήναι, αλλά της στρεβλής αυτούς επανορθώσασθαι. Συνδιαστρέψεις γαρ, τουτέστι, συνελκύσεις αυτόν προς σεαυτόν, εκ των αριστερών επί τα δεξιά.
Τρεις γνωμών ιδέαι κατά τον των ανθρώπων βίον τυγχάνουσιν˙ ων η μεν πρώτη εστί της ακροτάτης κακίας, η δε δευτέρα μέσης τινός καταστάσεως˙ ώσπερ γαρ προς τας αμφοτέρας σκοπεί των οποτέρων μετέχουσα˙ η δε τρίτη, εις μέγεθος θεωρίας αχθείσα, ου μόνον εαυτήν συσφίγγει, αλλά γε και τας τελευταίας πειράται χειραγωγείν. Οι μεν ουν κακοί των ανθρώπων τοις χείροσι μιγνύμενοι επί πλείω των δεινών ποιούνται την αύξησιν˙ οι δε γε μέσοι αποφεύγειν τους ακολάστους πειρώνται, αυτό τούτο δεδοικότες, μη πάλιν υπ’ αυτών καθελκυσθώσι˙ νήπιοι γαρ έτι των αρετών τυγχάνουσιν˙ οι δε τρίτοι ανδρίαν την γνώμην έχοντες και κραταιόν το φρόνημα, συνδιάγουσι τοις φαύλοις και συνδιαιτώνται, σώσαι αυτούς βουλόμενοι. Και γουν υπό των έξωθεν ονειδίζονται˙ και υπό των θεωρούντων δε αυτούς συνδιάγοντας τοις αμελεστέροις χλευάζονται˙ και γαρ αυτούς ως ομοίους αυτών  διαβάλλουσιν. Οι δε ως επαίνους τα παρά των ανθρώπων ακούοντες, αδεώς το θείον έργον εκτελούσι. «Χαίρετε» γαρ, φησί, «και αγαλλιάσθε», όταν παν ψεύδος είπωσι καθ’ υμών οι άνθρωποι. Δεσποτική μεν ουν τούτων η πράξις˙ και γαρ ο Κύριος μετά τελωνών κα αμαρτωλών ήσθιε˙ μάλλον δε φιλάδελφος η τούτων γνώμη ήπερ φίλαυτος˙ Ώσπερ γαρ εμπρησμούς οικιών ορώντες τους αμαρτάνοντας, και των ιδίων καταφρονήσαντες, τα αλλότρια και απολλύμενα σώζειν διισχυρίζονται˙ και περιφλεγόμενοι εκ των καυστικών ύβρεων ανέχονται. Οι δε γε μέσοι, εάν ίδωσι τον αδελφόν υπό της αμαρτίας φλεγόμενον, αποφεύγουσι, δεδοικότες μη και εις αυτούς το πυρ διανεμηθή. Οι δε γε τρίτοι, χαλεπών γειτόνων δίκην επέχοντες, τους καιομένους επί πλείον εξάπτουσιν, ύλας αυτούς προς απώλειαν, την οικείαν κακίαν προσφέροντες. Ώσπερ γαρ πισσηρώ διαλαβόντες πλοίω, αντί ύδατος κεδρίαν επιβάλλουσιν. Οι δε γε εναντίοι τούτοις, οι αγαθοί, τα οικεία κτήματα δεύτερα έθεντο της εκείνων σωτηρίας. Ταύτα της αληθινής αγάπης τα τεκμήρια˙ ούτοι της ειλικρινούς αγάπης οι φύλακες.
Ώσπερ δε τα δεινά εν δι’ ενός ήρτηται˙ τη γαρ φιλαργυρία ακολουθεί φθόνος, δόλος, επιορκία, θυμός, μνησικακία, ούτω τα εναντία τούτων της αγάπης έχεται˙ πραΰτης δη λέγω και μακροθυμία και ανεξικακία και το τέλειον αγαθόν, η ακτημοσύνη. Ουκ ενδέχεται γαρ τινά ταύτης της αρετής, λέγω δη της αγάπης, εφικέσθαι, ει μη εκ της ακτημοσύνης˙ ου γαρ προς ένα άνθρωπον ο Κύριος την αγάπην ενετείλατο, αλλά προς ένα Ουκούν ου δέον έχοντας παριδείν τους χρήζοντας. Υποκλέπτεται γαρ το της αγάπης. Το μεν γαρ πάσιν εξαρκείν αδύνατον ανθρώπω˙ Θεού δε τούτο έργον.
Τί ουν, φησίν, ο μη έχων, περί ελεημοσύνης αγωνίζη, και αύτη σοι πρόφασις του κτήσασθαι γίνεται; Κοσμικοίς τούτο προστέτακται. Ου γαρ τοσούτον προς το τραφήναι τον πένητα η ελεημοσύνη ώρισται, όσον δια την αγάπην. Ο γαρ τον πλούσιον διοικών Θεός και τον πένητα τρέφει. Περιττώς ουν η ελεημοσύνη προσετάγη;  Μη γένοιτο! Αλλά αρχή της αγάπης τοις μη ειδόσι γίνεται. Ώσπερ γαρ υπογραμμός ην η της ακροβυστίας περιτομή της καρδίας, ούτως η ελεημοσύνη της αγάπης διδάσκαλος κατέστη. Οις ουν η αγάπη εκ χάριτος εδόθη περιττή η ελεημοσύνη.
Ου διαβάλλουσα τον έλεον ταύτα λέγω˙ αλλά της ακτημοσύνης το καθαρόν δεικνύουσα. Μη γινέσθω ουν κώλυσις το έλαττον του μείζονος. Εν ολίγω το μικρόν κατώρθωσας˙ πάντα γαρ υφ’ εν δέδωκας˙ προς το μείζον λοιπόν ανάνευσον, την αγάπην, σταυροφόρος γαρ τυγχάνεις. Συ την ελευθέραν φωνήν οφείλεις ειπείν, το˙ «Ιδού πάντα αφήκαμεν και ηκολουθήσαμέν σοι». Συ την ευπαρρησίαστον γλώτταν των αποστόλων μιμήσασθαι κατηξιώθης. Φησί γαρ Πέτρος και Ιωάννης, ως «Χρυσίον και αργύριον ουχ υπάρχει μοι». Διπλή μεν η γλώττα, αλλά μονότροπος η πίστις.
Και εν τοις κοσμικοίς δε μη απλώς ούτως ελεημοσύνη γινέσθω. Φησί, γαρ, ως «Έλαιον αμαρτωλού μη λιπανάτω την κεφαλήν μου». Προσήκει ουν τον ελεούντα αβραμιαίον έχειν το φρόνημα, και ως εκείνος το δίκαιον δικαίως πράττειν. Φιλοξενών γαρ ο δίκαιος, μετά της εστίας και την γνώμην παρέθηκεν. Έστη γαρ, φησίν, υπηρετών, μη βουληθείς τους οικέτας συμμεριστάς του κέρδους γενέσθαι. Αληθώς οι τοιούτοι μισθόν της ελεημοσύνης έξουσι, καν εν τω δευτέρω τάγματι τυγχάνωσιν. Ο γαρ Κύριος, δημιουργήσας την οικουμένην, διπλήν εν αυτή των οικητόρων έθετο την τάξιν. Τοις μεν γαρ σεμνώς βιούσι δια την παιδοποιίαν τον γάμον προσέταξε˙ τοις δε δια καθαρότητα βίου την αγνείαν προσέταξεν, ισαγγέλους αυτούς ποιών και τοις μεν νόμους και εκδικήσεις και διδασκαλίας παρέδωκε˙ τούτοις δε φησίν˙ «Εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος». Εκεί φησίν˙ «Εργάση την γην» και ώδε˙ «Μη μεριμνήσαι της αύριον» κελεύει. Εκείνοις νόμον έδωκεν, ημίν δε δια χάριτος αυτοψεί τας εντολάς εγνώρισεν.
Σταυρός ημίν εστί το τρόπαιον της νίκης. Το γαρ επάγγελμα ημών ουδέν άλλο εστίν ή αποταγή βίου, μελέτη θανάτου. Ώσπερ γαρ ην δι’ αυτού επιτελέσαι, πεποιήκαμεν ότε ήμεν νήπιοι. Φησί γαρ ο Απόστολος, ως «Εμοί κόσμος εσταύρωται, καγώ τω κόσμω». Τη ψυχή ζώμεν, αυτή τας αρετάς επιδείξωμεν, κατά διάνοιαν ελεήσωμεν˙ «Μακάριοι γαρ οι ελεήμονες» τη ψυχή. Ώσπερ γαρ εκεί λέγει, ότι ο επιθυμήσας κάλλους, και δίχα της πράξεως, αμάρτυρον την αμαρτίαν ειργάσατο, ούτως ενταύθα η ελεημοσύνη είρηται, της γνώμης την πράξιν τελούσης, καν το αργύριον άπεστι, τη μείζονι αξία τετιμήμεθα.
Ώσπερ γαρ οι κατά τον κόσμον δεσπόται διαφόρους οικετών υπηρεσίας κέκτηνται˙ και τους μεν εν τοις χωρίοις εκπέμπουσι, προς το τας γαίας εργάζεσθαι και την του γένους διαδοχήν φυλάττειν, τους δε, εάν επιεικείς και περικαλλείς εξ αυτών γενομένους θεάσωνται, εν τοις ιδίοις οίκοις μεθιστώσι προς την εαυτών υπηρεσίαν, ούτω και ο Κύριος τους μεν τον σεμνόν γάμον ελομένους, εν τω του κόσμου χωρίω έθετο, τους δε τούτων βελτίονας, όσοι μάλιστα δεξιάς τετυχήκασι προαιρέσεως, εαυτώ παρέστησεν εις λειτουργίαν. Ούτοι πάντων των γηίνων πραγμάτων τυγχάνουσιν αλλότριοι, της γαρ δεσποτικής τραπέζης ηξίωνται. Ου μεριμνώσι περί αμφιέσεως, Χριστόν γαρ ενδέδυνται.
Των ουν αμφοτέρων ταγμάτων εις εστί δεσπότης ο Κύριος. Ώσπερ γαρ εκ του αυτού εστί και το άχυρον και το σπέρμα, ούτως εκ του αυτού Θεού εισί και οι κατά τον κόσμον σεμνώς βιούντες και οι τον μονήρη επανηρημένοι βίον. Και γουν των αμφοτέρων χρεία εστί˙ των μεν φύλλων προς χρείαν και φυλακήν του σπέρματος, του δε καρπού αναγκαία η κτήσις, γένεσις γαρ του παντός τυγχάνει. Ώσπερ γαρ ουκ εγχωρεί κατά ταυτό και βοτάνην είναι και σπέρμα, ούτως αδύνατον της κοσμικής δόξης ημίν περικειμένης καρπόν ουράνιον ποιήσαι. Των δε φύλλων απορρυέντων και της καλάμης ξηρανθείσης, επιτήδειος ο στάχυς προς θερισμόν εστί. Και ημείς ουν αποβαλούσαι την εκ γης φαντασίαν αντί των φύλλων και ξηράνασαι εαυτών το σώμα ως την καλάμην, υψώσασαι δε εαυτών τον λογισμόν δυνησόμεθα σπέρμα σωτηρίας γεννήσαι.
Επικίνδυνον τον μη δια πρακτικού βίου αχθέντα, διδάσκειν επιχειρείν. Ώσπερ γαρ αν, ει τις οικίαν έχων σαθράν, ξένους υποδεξάμενος, βλάψει τη πτώσει του οικήματος, ούτω και ούτοι, μη πρότερον εαυτούς ασφαλώς οικοδομήσαντες, και τους προσελθόντας συν αυτοίς απώλεσαν. Τοις μεν γαρ λόγοις προεκαλέσαντο εις σωτηρίαν, τη δε του τρόπου κακία, τους συλλεγέντας μάλλον ηδίκησαν. Η μεν γαρ ψιλή των λόγων έκθεσις έοικε γραφαίς δια χρωμάτων ευαποπτώτων συνιστάσαις, άστινας σμικρότατος χρόνος διέλυσεν ανέμων ριπαίς και υετών σταγόσι, την δε έμπρακτον διδασκαλίαν ουδ’ ο πας αιών διαλύσαι δυνηθείη. Τα γαρ στερεά της ψυχής εκκολάπτων ο λόγος, αιώνιον άγαλμα Χριστού τοις πιστοίς δωρείται.
Δέον ουν και ημάς μη επιπόλαιον της ψυχής ποιείσθαι την θεραπείαν, άλλ’ όλην αυτήν δι’ όλου κοσμείν, μάλιστα του βάθους μη αμελούσας. Τριχών εποιησάμεθα την αφαίρεσιν˙ συναφέλωμεν και τους εν τη κεφαλή σκώληκας˙ μανάσαντες γαρ ούτοι επί πλείον ημάς οδυνήσουσι. Το μεν γαρ τρίχωμα ημών ην ο κατά τον βίον κόσμος, τιμαί, δόξαι, χρημάτων κτήσις, λαμπραί εσθήτος στολαί, λουτρών χρήσεις, βρωμάτων απολαύσεις. Ταύτα εδόξαμεν αποβάλλειν˙ αλλά τους ψυχοφθόρους σκώληκας μάλλον εξώσωμεν. Τίνες δε εισίν ούτοι; Καταλαλιά, επιορκία, φιλαργυρία. Η ουν κεφαλή ημών εστίν η ψυχή˙ και έως μεν εν ταις ύλαις των κοσμικών πραγμάτων εσκέποντο τα θηρία, εδόκουν λανθάνειν˙ νυν δε, γυμνωθέντα, πάσίν εστίν έκδηλα˙ δια τούτο εν παρθένω ή εν μοναχώ προφανή τυγχάνει και τα ευτελέστερα αμαρτήματα˙ ώσπερ γαρ εν καθαρώ οικήματι καταφανές πάσι γίνεται το οφθέν θηρίον, καν βραχύτατον τυγχάνη˙ εν δε τοις κοσμικοίς ώσπερ εν ακαθάρτοις σπηλαίοις εμφωλεύοντα τα μέγιστα των ιοβόλων λανθάνει, υπό της συνεχούς ύλης καλυπτόμενα. Δέον ουν εφ’ ημών καθαίρειν τον οίκον διηνεκώς και περιβλέπεσθαι μη τι των ψυχοφθόρων ζωϋφίων παρεισδύη εν τοις της ψυχής ταμείοις˙ και θυμιάν δε τους τόπους τω θείω θυμιάματι της προσευχής. Ώσπερ γαρ τα ιοβόλα ζώα τα δριμύτερα των φαρμάκων απελαύνει, ούτω λογισμόν ρυπαρόν ευχή μετά νηστείας εκδιώκει.
Εν δε των ψυχοφθόρων εστί θηρίων και το υποσυρήναι παρά των λεγόντων είναι ειμαρμένην, ήνπερ και γένεσιν καλούσι. Κέντρον δε εστί και τούτο του διαβόλου δεινότατον. Και ταις μεν σπουδαίαις ψυχαίς πολλάκις κατά νουν μόνον φαντασίαν λοιμικήν κινήσαν αφίπταται, των δε αμελεστέρων και δεσπόζει. Ουδείς γαρ των κατ’ αρετήν βιούντων εμπιστεύει ή παραδέχεται το φρενοβλαβές και μάταιον τούτο φρόνημα˙ Θεόν γαρ αρχήν πάντων τίθεται των γενομένων και γινομένων αγαθών˙ και δευτέραν την οικείαν γνώμην ηγεμόνα και κριτήν καθίστησιν αρετής τε και κακίας. Όσοι δε εξ αβουλίας τα εκ ραθυμίας πεπόνθασιν, ευθύς εκείνω τω δαιμονίω προσέρχονται. Ώσπερ γαρ παίδες λιποτακτούντες και μη φέροντες την των γονέων προς ωφέλειαν παίδευσιν, αποφοιτώντες τους ερήμους καταλαμβάνουσι τόπους, και αγρίοις και μαρμαρώδεσι συνάπτονται δαίμοσιν˙ αιδούμενοι γαρ την γνώμην την αιτίαν τιθέναι των παρ’ αυτοίς πραττομένων, συκοφαντούσι τα μη παρόντα.
Έτι γε μην και του θείου εαυτούς απωσάμενοι, εκ της γενέσεως αυτοίς φάσκουσι τα καθ’ ηδονήν προσγίνεσθαι. Πορνεύοντες γαρ και κλέπτοντες, φιλαργυρίαν τε νοσούντες και δολοφροσύνην, αιδούμενοι τας σφων αυτών πράξεις, εξέκλιναν από της αληθείας. Το γαρ τέλος αυτών του σκοπού η ολεθροφόρος αυτοίς εστίν απόγνωσις. Ανάγκη γαρ εκ τούτων των λογισμών αφαιρείσθαι παρ’ αυτών τον Θεόν και προσέτι την κρίσιν. Φησί γαρ, ως ει τούτό μοι κέκριται πορενύειν ή πλεονεκτείν, περιττή η κρίσις. Η μεν γαρ δικαία τιμωρία εκουσίων εστί πταισμάτων, η δε ως εκ τίνος αρχής ακουσία πράξις αναίτιον ποιείται τον δράσαντα˙ και εκ τούτου αναιρείται μεν η κρίσις.
Πώς δε και το θείον παρ’ αυτοίς εκβάλλεται, ακουστέον. Φήσουσι γαρ αυτό ή πρώτον ή δεύτερον ή αεί συνόν τη αυτών ματαιότητι. Ει μεν ουν πρωτεύειν είπωσι τον Θεόν, ανάγκη ακολουθήσει πάντα δι’ αυτού γεγενήσθαι˙ και γαρ αυτός εν πάσιν˙ ουκούν αυτός της ειμαρμένης κύριος. Ει δε πλεονέκτης ή πορνοκόπος εκ της γενέσεως, αναγκαίον δια μέσου της γενέσεως τον Θεόν αίτιον της κακίας υπάρχειν˙ όπερ άτοπον. Ει δε δεύτερον αυτό πάλιν φήσουσιν, εικός αυτό υπόδουλον γενέσθαι τω πρώτω˙ και όπερ βούλεται το ηγούμενον, τούτω αναγκαίως ακολουθήσει το επόμενον˙ και πάλιν των κακών παρ’ αυτοίς αίτιος ο Θεός˙ όπερ αθέμιτον. Ει δε και συναΐδιον αυτό εθέλουσιν είναι, πάντως μάχην προς εαυτά κινήσουσιν εναντίας έχοντα φύσεις. Εκ τούτων ουν των λογισμών, ως εν κεφαλαίω ανήρηται αυτών η ματαία υπόνοια. Περί τούτων είρηκεν η Γραφή, ως φησίν˙ «Είπεν άφρων εν καρδία αυτού˙ Ουκ έστι Θεός», και˙ «Εις το ύψος ελάλησαν ανομίαν».
Και προφασίζονται σε εαυτοίς προφάσεις εν αμαρτίαις. Ακρωτηριάζουσι γαρ τας Γραφάς, τυφλώττοντες, εξ αυτών την κακοφροσύνην αυτών πληροφορείν βουλόμενοι. Και πρώτον μεν εκ του ευαγγελίου, τον εαυτών ιόν εξεμείν πειρώμενος, εκβιάζονται˙ φησί γαρ, ως «Του δε Χριστού η γένεσις ούτως ήν». Την γέννησιν γαρ αυτού γένεσιν η θεία Γραφή ωνόμασεν. Έτι γε μην και το προς ανθρώπους αυτόν οικονομικώς γενέσθαι ακολούθως γένεσις ωνόμασται. Ει δε και περί του αστέρος τι ψευδολογούσι, κακεί πάλιν την ένδοξον αυτού παρουσίαν μανθανέτωσαν. Εις ημίν αστήρ φωτεινότατος κήρυξ γέγονε της αληθείας˙ η δε εκείνων ματαία γνώμη πολλούς παρεισφέρει εις θήραν ανθρωπίνης γενέσεως. Και εκ τούτου δέδεικται, ως πανταχού εαυτή αντίκειται η κακία. Και τον Ησαΐαν δε εις μαρτυρίαν της εαυτών ανοίας καλούσι. Φάσκουσι γαρ αυτόν ειρηκέναι το˙ «Κύριος ο ποιών ειρήνην, και κτίζων κακά». Η μεν ουν ειρήνη παρά πάσιν ωμολόγηται ως Θεού έργον τυγχάνουσα˙ η δε κακία παρ’ αυτοίς μεν αληθώς πολιτεύεται κακία της ψυχής υπάρχουσα˙ παρά δε ημίν η εκ του Θεού γενηθείσα κακία ωφελιμωτάτη εστί. Προς γαρ σωτηρίαν ψυχής και παιδείαν σωμάτων γίνονται λιμοί και ανομβρίαι, νόσοι τε και πενίαι και άλλαι τινές περιστάσεις. Τα γαρ σωτήρια φάρμακα, α εκείνοι κακίαν ψυχής και κακά ουκ αληθώς υπενόησαν, ταύτα προς επιστροφήν ημίν παρά του κρείττονος προσφέρεται˙ «Τίς εστίν υιός ον ου παιδεύει ο πατήρ;». Έτι δε και το˙ «Ουκ εν ανθρώπω αι οδοί αυτού», πάλιν ομοίως προσφέρουσιν εις την ίδιαν καταστροφήν˙ οδούς γαρ μη έχοντες εξιχνιάσαι βούλονται. Οδόν ουκ έχει πλεονεξία, γαστριμαργία, πορνεία˙ ανυπόστατα γαρ ταύτα καθ’ εαυτά μη όντα. Ταύτα γαρ εκείνοι οδούς ειώθεσαν λέγειν. Οδούς δε ημίν η Γραφή λέγει τας κοινάς πάσι, την τε ζωήν και τον θάνατον. Αληθώς γαρ πορείσαί εισί της τε ενταύθα εισαγωγής και της εκ των αισθητών τούτων μεταναστάσεως.
Πάντα ουν ποιούσιν οι κακοδαίμονες, ώστε του αυτεξουσίου εαυτούς απώσασθαι˙ και ταύτην σπουδήν τίθενται του αντικαταλλάξαι της ελευθερίας την δουλείαν. Και γαρ τούτο της κακίας έργον, το πάντοτε τοις χείροσιν εαυτήν συγκαθέλκειν˙ εαυτών γαρ γίνονται μάρτυρες, ως τη κακία εαυτούς πεπρακότες. Και τούτο ουν το διαβόλου το απατηλόν τέχνασμα˙ τας γαρ αμελείς ψυχάς δια της κακοδοξίας κάτω κεκυφέναι παρασκευάζει, μη συγχωρών αυτάς ανανήψαι προς επίγνωσιν της αληθείας. Ώσπερ γαρ ναύς εκτός πηδαλίων πλέουσα αεί χειμάζεται, ούτω τούτοις πάντοτε ο κίνδυνος επιπνεί˙ ουδέ γαρ προς τον σωτήριον λιμένα ορμήσαι δύνανται, τον κυβερνώντα Κύριον καταλιπόντες. Και τας μεν εκδεδομένας αυτώ ψυχάς ούτω πλανά. Πολλάκις δε και τας σπουδαίας παρυφιζάνει δια τούτων ο εχθρός, τον αγαθόν αυτών δρόμον εκκόψαι βουλόμενος. Κατ’ έννοιαν γαρ εμβάλλει, ως και το ευ πράττειν παρά της κινήσεως των άστρων γίνεται. Τούτον δε τον λογισμόν ο εναντίος προσάγει τοις εκ σοφίας κοσμικής επί τον μονήρη βίον τραπείσι˙ φρόνιμος γαρ εν τοις κακοίς τυγχάνων ο διάβολος, προς τας φύσεις των ανθρώπων τας παγίδας υποτίθησι. Τοις μεν γαρ δια της απογνώσεως ενδελεχεί, τινάς δε δια της κενοδοξίας καθέλκει, και ετέρους δια της φιλοχρηματίας κατορύττει. Ώσπερ γαρ θανατηφόρος ιατρός προσάγει τοις ανθρώποις τα δηλητήρια˙ και τον μεν εκ του ήπατος αναιρεί προσάγων αυτώ το της επιθυμίας τοξικόν, άλλον δε καρδιότρωτον ποιεί, τον θυμόν αυτού προς οργήν εξάπτων, τινών δε και την ηγεμονικήν αμβλύνει δύναμιν ή αγνοία αυτούς περιβάλλων ή δια περιεργείας αυτούς στρεβλών.
Τινάς ουν εκ ζητήσεων ουκ ορθών παρέτρεψε. Περί γαρ Θεού και της αυτού ουσίας διαβαλείν θελήσαντες, εναυάγησαν. Τον γαρ πρακτικόν βίον ακολούθως μη ηνιοχήσαντες, προς θεωρίαν ώρμησαν και ιλιγγιάσαντες πεπτώκασι. Του γαρ πρώτου ως προς την τάξιν μη επιλαβόμενοι, του δευτέρου ηστόχησαν. Ώσπερ γαρ οι των άλφα στοιχείω εντυγχάνοντες, πρώτον αυτού το σχήμα ορώσι και δεύτερον το όνομα διδάσκονται και ούτω τον αριθμόν μανθάνουσι, και το τελευταίον τους τόνους παραλαμβάνουσιν. Ει ουν επί του πρώτου στοιχείου τοσαύτη χρεία τριβής και τέχνης, πόσω μάλλον επί του δημιουργού οφείλει πόνος και χρόνος προηγείσθαι εις την του αξιουμένου θεωρίαν της ανεκφράστου δόξης; Αλλά μη τις γαυριάτω προς κατάληψιν των θείων εκ των έξωθεν μαθημάτων ορμώμενος. Φρεναπατά γαρ εαυτόν ο τοιούτος, υπό του δαίμονος φανταζόμενος. Φησί γαρ ο υμνωδός˙ «Εκ του στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον». Και ο Κύριος δε εν τω ευαγγελίω˙ «Άφετε τα παιδία ελθείν προς με˙ των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών». Και αλλαχού φησίν˙ «Εάν μη γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών». Ταύτα επαιδεύθης δια τον κόσμον˙ μωρός γενού δια τον Θεόν˙ έκκοψον τα παλαιά, ίνα νέα φυτεύσης˙ τους σαθρούς θεμελίους κάθελε, ίνα την αδαμάντινον του Κυρίου βάσιν επιθής˙ ίνα και συ ως απόστολος επί την στερεάν πέτραν οικοδομηθής.
Ου δει ουν φιλόνεικον είναι˙ δια την πολυλογίαν μη πολλά ασχοληθής. Και γαρ δια της ακαίρου φλυαρίας δύναται βλάπτειν ο διάβολος. Πολλάς γαρ έχει παγίδας και δεινός εστί θηρευτής˙ και τοις μεν βραχυτάτοις στρουθίοις μικρά τίθησι σκάνδαλα, τοις δε μεγάλοις ορνέοις ισχυρούς ευτρεπίζει τους βρόχους. Βαρύς και θανατηφόρος εστί βρόχος, το πιστεύειν είναι γένεσιν. Φευκτέος ο προς τούτο λογισμός. Αλλά πείθει σε δια πραγμάτων και προγνώσεων; Στοχαστικός ο τρόπος, αβέβαιος η γνώμη. Ουδέ γαρ αναγκαίως ακολουθεί τα παρ’ αυτών λεγόμενα˙ ώσπερ γαρ τοις ιδιώταις και τοις ναυτίλοις εκ της των νεφών ιδιότητός εστί τις αμυδρά γνώσις ανέμων ή υετών, ούτω τούτοις εκ δαιμόνων η σαθρά πρόγνωσις. Και τουν τινά και αυτοί λέγουσι στοχαστικώς, ως και οι εγγαστρίμυθοι˙ και τούτο δ’ αν αυτών μάλλον διασκεδάσαι δυνηθείη την φαύλην διάνοιαν˙ ει γαρ εκ δαιμόνων αι στοχαστικαί αύται ψευδολογίαι συνέστησαν, ματαία των ψηφιζόντων η τέχνη.
Ει δε επί πλείον ενδελεχεί περί αυτών δικαιολογούμενος ο εχθρός, εκ τούτου αυτόν ελέγξεις, εκ του άλλοτε άλλοις λογισμοίς τη ψυχή πολεμείν. Ουδέ γαρ τη πρώτη αυτού κακία επαρκείται ο διάβολος˙ αλλά γε και αυτοματισμόν υποβάλλει τη ψυχή˙ και άνθος φύσεως τον ηγεμόνα ημών νουν υπογράφει˙ και ότι διαλυομένου του σώματος συμφθείρεται και η ψυχή. Ταύτα δε  ημίν πάντα υποβάλλει προς το αμελεία την ψυχήν διαφθείραι. Αλλά προσγινομένων τούτων των σκιωδών φαντασμάτων, μη ως αληθέσιν αυτοίς συνθώμεθα. Ταύτα γαρ αυτών την κακίαν δείκνυσιν, άλλοτε άλλως προσερχόμενα και ριπή οφθαλμού αφιπτάμενα. Και γουν οίδα τινά Θεού δούλον κατ’ αρετήν βιούντα, όστις καθεζόμενος εν τω κελλίω επετήρει των λογισμών τας παρεισαγωγάς και εμέτρει ποίος πρώτος και ποίος δεύτερος και έκαστος αυτών πόσον χρόνον κατείχε˙ και ει υστέρησεν ή προέφθασε της παρελθούσης ημέρας˙ ούτως ακριβώς ηπίστατο την τε του Θεού χάριν και την οικείαν καρτερίαν τε και δύναμιν˙ έτι γε μην και την του εχθρού καθαίρεσιν.
Δέον ουν ημάς τούτους τους κανόνας υποδεξαμένους φυλάττειν. Ει γαρ οι εμπορευόμενοι τας προσκαίρους πραγματείας καθ’ εκάστην ημέραν ζυγοστατούσι τα κέρδη και ασμένως μεν τα πλείονα υποδέχονται, προς δε τα ζημίας απεχθάνονται˙ πολύ πλέον τούτων αγρυπνείν προσήκει τους τον αληθινόν θησαυρόν εμπορευομένους˙ και των μεν πλειόνων αγαθών εφίεσθαι˙ ει δε και μικρά τις κλοπή του εχθρού γένοιτο, βαρέως μεν φέρειν δια το κρίνεσθαι, άλλ’ ου μην απογιγνώσκειν εαυτούς, και πάντα ρίπτειν δια το ακούσιον πταίσμα. Έχεις τα ενενήκοντα εννέα πρόβατα, ζήτει και το απολωλός. Μη πτοηθής δια το εν, μη αποφύγης τον Δεσπότην, και ο αιμοβόρος διάβολος πάσάν σου την αγέλην των πράξεων αιχμαλωτίσας απολέσει. Μη ουν λιποτακτήσης δια το εν˙ αγαθός γαρ εστίν ο Δεσπότης˙ φησί γαρ δια του ψαλμωδού, ως «Εάν πέση, ου καταρραχθήσεται˙ ότι υποστηρίζει Κύριος χείρα αυτού».
Όσα γαρ εάν πράξωμεν ή κερδάνωμεν ενταύθα, μικρά ηγησώμεθα προς τον μέλλοντα αιώνιον πλούτον. Εν γαρ τη γη ταύτη ως εν δευτέρα μητρώα κοιλία τυγχάνομεν. Ώσπερ γαρ εν εκείνοις τοις μυχοίς ου τοιαύτην ζωήν είχομεν, ούτε γαρ των τοιούτων στερεμνίων τροφών απελαύνομεν εν εκείνοις τοις χωρίοις ως νυν˙ ούτε μην ούτως ενεργείν ηδυνάμθεα ως ενταύθα, και γαρ του ηλιακού φωτός και πάσης αυγής εκτός υπήρχομεν˙ ώσπερ ουν και εκείνοις τοις ταμιείοις ούσαι, πολλών των ενταύθα ελειπόμεθα, ούτω και εν τω νυν κόσμω πλεονεκτούμεθα προς την των ουρανών βασιλείαν. Ελάβομεν πείραν των ενταύθα τροφών, των θείων ορεχθώμεν. Απελαύσαμεν του ενταύθα φωτός, τον ήλιος την δικαιοσύνης ποθήσωμεν˙ Την άνω Ιερουσαλήμ ηγησώμεθα εαυτών πόλιν τε και μητέρα˙ πατέρα δε τον Θεόν καλέσωμεν εαυτών. Ζήσωμεν ενταύθα σωφρόνως, ίνα της αιωνίου ζωής τύχωμεν.
Ώσπερ γαρ τα εν μήτρα βρέφη, τελειωθέντα εξ ελάττονος τροφής τε και ζωής, δια τούτου και προς την μείζονα φέρονται σωτηρίαν, ούτω και οι δίκαιοι εκ της του κόσμου διαγωγής προς την άνω πορείαν αναχωρούσι κατά το γεγραμμένον˙ «Εκ δυνάμεως εις δύναμιν». Είγε αμαρτωλοί, ώσπερ τα κατά γαστρός έμβρυα εν τη μήτρα τελευτήσαντα, εκ σκότους σκότει παραδίδονται. Και γαρ εν τη γη νεκρούνται τω πλήθει των αμαρτημάτων κεκαλυμμένοι˙ και απαχθέντες δε του βίου εις ζοφώδεις και ταρταρώδεις τόπους καταφέρονται. Τρίτον τω βίω τικτόμεθα˙ ων η μεν πρώτη εστίν η εκ των μητρώων κόλπων πρόοδος, οπηνίκα εις γην απαγώμεθα εκ γης˙ αι δε λοιπαί δύο εκ γης ημάς εις ουρανούς ανάγουσιν˙ ων η μεν μία εστίν εκ χάριτος, η δια του θείου λουτρού ημίν προσερχομένη˙ και γαρ ταύτην αληθώς παλιγγενεσίαν καλούμεν˙ η δε τρίτη εκ της μετανοίας ημίν και των αγαθών πόνων προσγίνεται. Εν ταύτη νυν ημείς εστήκαμεν.
Οφείλομεν νυν, τω αληθινώ νυμφίω προσελθούσαι, ευπρεπέστερον κοσμηθήναι. Γινέσθω ημίν οικοδομή η θέα του κοσμικού γάμου. Ει γαρ εκείναι, προς τον ευάλωτον συναπτόμεναι άνδρα, τοσαύτην τίθενται σπουδήν λουτρών τε κα μυραλοιφιών και ποικίλης κοσμήσεως (εκ γαρ τούτων δοκούσιν εαυτάς ερασμίους μάλλον παρασκευάζειν), και ει τοσαύτη τοις κατά το σώμα πολιτευομένοις φαντασία εντέτεκται˙ πόσω μάλλον δέον ημάς επαναβήναι εκείνας τη γνώμη, τω ουρανίω νυμφίω μνηστευθείσας και απολούσασθαι, μεν των αμαρτιών τον ρύπον τη επιπόνω ασκήσει, αντικαταλλάξαι δε των σωματικών ενδυμάτων τα πνευματικά. Εκείναι το σώμα τοις κοσμικοίς και γηίνοις άνθεσι κοσμούσιν˙ ημείς την ψυχήν ταις αρεταίς φαιδρύνωμεν˙ και αντί μεν λίθων πολυτελών τη κεφαλή περιθώμεν τον τρίπλοκον στέφανον, πίστιν, ελπίδα και αγάπην˙ τω δε τραχήλω την τιμίαν κόσμησιν περιθώμεν, την ταπεινοφροσύνην˙ αντί δε ζώνης την σωφροσύνην περιζωσώμεθα˙ λαμπρά δε ημίν περιβολή η ακτημοσύνη γινέσθω˙ προσαγέσθω δε τω δείπνω τα μη φθειρόμενα όψα, ευχαί τε και ψαλμοί. Άλλ’ ως ο Απόστολος φησί, μη μόνον την γλώτταν κίνει, αλλά γε και τω πνεύματι νόει τα λεγόμενα. Πολλάκις γαρ το  μεν στόμα φθέγγεται, η δε καρδία περί λογισμούς ασχολείται. Προσέχειν δε δει, μη, τοις θείοις γάμοις προσελθούσαι, πενίαν λαμπάδων, τουτέστιν αρετών, νοσήσωμεν. Μισήσει γαρ ημάς ο μνηστήρ και ουδ’ όλως προσδέξεται, εάν μη τας υποσχέσεις λάβη. Τίνες δε εισίν αύται; Του μεν σώματος ήττω φροντίζειν, επί πλείω δε την ψυχήν αρδεύειν˙ αύται γαρ εισίν αι προς αυτόν συνθήκαι.
Ώσπερ δε ουκ εγχωρεί δύο κάδους κατά το αυτό ανάγειν πεπληρωμένους ύδατος˙ δια γαρ του στρεφομένου άξονος, ο μεν εις κούφος κατάγεται, ο δε έτερος μεστός ανάγεται˙ ούτω και εφ’ ημών εστίν˙ όταν γαρ την πάσαν κηδεμονίαν τη ψυχή προσοίσωμεν πληρωθείσα των καλών ανάγεται, των μεταρσίων εφιεμένη. Το δε σώμα ημών, δια της ασκήσεως κούφον γενόμενον, ου βρίθει την ηγεμονούσαν δύναμιν. Και τούτου μάρτυς ο Απόστολος, φησί γαρ˙ «Όσον ο έξωθεν ημών άνθρωπος φθείρεται, τοσούτον ο ένδον ανακαινούται».
Εν μονή κοινοβίου τυγχάνεις; Μη μεταλλάξης τον τόπον˙ βλαβήση γαρ μεγάλως. Ώσπερ γαρ όρνις, εξανισταμένη των ωών, ούρια ταύτα και άγονα παρασκευάζει˙ ούτω παρθένος ή μοναχός ψυχρούται και νεκρούται της πίστεως, τόπον εκ τόπου μεταβαίνων.
Μη σε δελεάση η των κατά τον κόσμον πλουσίων τρυφή, ως τι χρήσιμον έχουσα. Ηδονής ένεκεν την οψαρτυτικήν τιμώσι τέχνην˙ νηστεία και αυτός δια των ευτελών την εκείνων ευπορίαν των τροφών  υπερβάλλου. Φησί γαρ, ως «Ψυχή εν πλησμονή ούσα κηρίοις εμπαίζει». Μη κορεσθής άρτου και ουκ επιθυμήσεις οίνου.
Τρία εστί του εχθρού τα πρώτα κεφάλαια, εξ ων πάσα κακία κατάγεται˙ επιθυμία, ηδονή, λύπη. Εν εξ ενός ταύτα ήρτηται, και εν ενί ακολουθεί˙ και ηδονής μεν κρατήσαι δυνατόν μετρίως, επιθυμίας δε αδύνατον. Το μεν γαρ της ηδονής δια του σώματος τελείται, το δε από ψυχής άρχεται˙ η δε λύπη εκ των αμφοτέρων κατασκευάζεται. Μη συγχωρήσης ουν την επιθυμίαν ενεργήσαι, και τα λοιπά αποσκεδάσεις. Ει δε συγχωρήσης προκύψαι το πρώτον, διανεμηθέν προς το δεύτερον, κυκλικήν ανταπόδοσιν ποιήσονται προς εαυτά, και ουδαμώς συγχωρήσει τη ψυχή ανασφήλαι. Γέγραπται γαρ, ως «Μη δος ύδατι διέξοδον».
Ου πάσι πάντα συμφέρει˙ «έκαστος δε τω ιδίω νοΐ πληροφορείσθω». Ότι πολλοίς εν κοινοβίω συμφέρει, και άλλοις κατ’ ιδίαν αναχωρείν ωφέλιμον τυγχάνει. Ώσπερ γαρ των φυτών τα μεν εν τοις διύγροις τόποις τυγχάνοντα ευθαλέστερα γίνονται, τα δε εν τοις ξηροτέροις μονιμώτερα, ούτω και των ανθρώπων οι μεν εν τοις υψηλοτέροις τόποις, ευ πράττουσιν, οι δε εν τοις ταπεινοτέροις διασώζονται. Πολλοί ουν εν πόλει τα της ερήμου φανταζόμενοι εσώθησαν˙ και πολλοί εν όρει όντες τα των δημοτών πράττοντες απώλοντο. Δυνατόν μετά πολλών όντα μονάζειν τη γνώμη, και μόνον όντα μετά όχλων τη διανοία συνδιάγειν.
Πολλά το διαβόλου τα κέντρα. Δια πενίας ου μετεκίνησε ψυχήν; Πλούτον προσάγει εις δέλεαρ. Δι’ ύβρεων και ονειδισμών ουκ ίσχυσεν; Επαίνους και δόξα προβάλλεται. Δια της υγείας ηττήθη; Νοσοποιεί το σώμα. Ταίς γαρ ηδοναίς μη δυνηθείς απατήσαι, δια των ακουσίων πόνων την παρατροπήν της ψυχής πειράται ποιήσαι απροαίρετον και αβούλητον. Νόσους γαρ τινάς και βαρυτάτας εξ αιτήσεως προσάγει, προς το δια τούτων ολιγωρήσαντας επιθολώσαι αυτών την προς Θεόν αγάπην. Άλλ’ ει και κατατέμνεται το σώμα και πυρετοίς σφοδροτάτοις καταφλέγεται, έτι μην και δίψει ανιάτω και ασχέτω καταθλίβεται˙ ει μεν αμαρτωλός ων ταύτα υφίστασαι, υπομνήσθητι της μελλούσης κολάσεως και του αιωνίου πυρός και των δικαστικών τιμωριών, και ουκ ολιγωρήσεις προς τα παρόντα. Χαίρου, ότι επεσκόπησέ σε ο Κύριος, και το εύφημον δε εκείνο ρητόν επί της γλώσσης έχε, ως «Παιδεύων επαίδευσέ με ο Κύριος»˙ τω δε θανάτω της αμαρτίας ου παρέδωκέ με. Σίδηρος ετύγχανες, αλλά δια του πυρός τον ιόν αποβάλλη˙ ει δε και δίκαιος ων αρρωστείς, από των μεγάλων επί τα μείζω προκόπτεις. Χρυσός ει, αλλά δια του πυρός δοκιμώτερος γίνου. Εδόθη σοι άγγελος σατάν τη σαρκί, αγαλλιώ, βλέπε τίνι όμοιος γέγονας˙ της γαρ Παύλου δωρεάς ηξιώθης. Δια του πυρετού δοκιμάζη˙ δια ρίγους παιδεύη˙ αλλά φησίν η Γραφή˙ «Διήλθομεν δια πυρός και ύδάτος». Λοιπόν το αναψυκτήριον ητοίμασται. Έτυχες του πρώτου, προσδόκα το δεύτερον. Πράττων βόα τα του αγίου Δαυΐδ ρήματα˙ φησί γαρ, ως «Πένης και πτωχός και αλγών ειμί εγώ». Τέλειος γενήση δια της τριάδος. Και γαρ φησίν˙ «Εν θλίψει επλάτυνάς με». Εν τούτοις μάλιστα τοις γυμνασίοις τας ψυχάς ασκηθώμεν, επ’ οφθαλμοίς γαρ ορώμεν τον αντίπαλον.
Μη λυπηθώμεν, ως δια την ασθένειαν και την πληγήν του σώματος μη δυνάμενοι εις ευχήν στήναι ή ψάλλειν μετά φωνής˙ πάντα ημίν ταύτα ήνυτο προς καθαίρεσιν επιθυμιών. Και γαρ νηστεία και χαμευνία δια τας αισχίστους ημίν ηδονάς νενομοθέτηνται. Ει ουν η νόσος ταύτας ήμβλυνε, περιττός ο πόνος. Τί δε λέγω περιττός; Ώσπερ γαρ μείζονί τινί και ισχυροτέρω φαρμάκω τη νόσω τα ολεθροφώρα συμπτώματα κεκοίμηνται. Και αύτη εστίν η μεγάλη άσκησις, το εν τοις νόσοις εγκαρτερείν και ευχαριστηρίους ύμνους αναπέμπειν τω κρείττονι. Αφαιρούμεθα οφθαλμών; Μη βαρέως ενέγκωμεν˙ τα γαρ της απληστίας όργανα απεβάλομεν, αλλά τοις ένδον οφθαλμοίς την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμεθα. Εκωφεύσαμεν ευχαριστήσωμεν την ματαίαν ακοήν τέλειον αποβαλόντες. Τας χείρας πεπόνθαμεν; Αλλά τας ένδον έχομεν ευτρεπισθείσας προς τον κατά του εχθρού πόλεμον. Αρρωστία καθ’ όλον το σώμα κρατεί; Άλλ’ η κατά τον έσω άνθρωπον υγεία μάλλον αύξει.
Εν κοινοβίω ούσαι την υπακοήν μάλλον της ασκήσεως προκρίνωμεν˙ η μεν γαρ υπεροψίαν διδάσκει, η δε ταπεινοφροσύνην επαγγέλλεται. Έστι δε και εκ του εχθρού επιτεταμένη άσκησις. Και γαρ οι αυτού μαθηταί τούτο ποιούσι. Πώς ουν διακρίνωμεν την θείαν και βασιλικήν άσκησιν της τυραννικής και δαιμονιώδους; Δήλον ως από της συμμετρίας. Άπας σοι ο χρόνος εις κανών νηστείας υπαρχέτω. Μη τέσσαρας ή πέντε νηστεύσης, και την άλλην πλήθει τροφών καταλύσης την δύναμιν˙ Τούτο ηδύ τω εχθρώ. Πανταχού η αμετρία φθοροποιός τυγχάνει. Μη υφ’ εν σου τα όπλα αναλώσης και γυμνός ευρεθείς εν τω πολέμω ευάλωτος γενήση. Τα όπλα ημών εστί το σώμα, η δε ψυχή ο στρατιώτης˙ και των αμφοτέρων επιμελού προς τας χρείας. Νέος ων και υγιής, νήστευσον. Ήξει γαρ το γήρας μετά ασθενείας. Ως δύνη, θησαύρισον τροφάς, ίνα μη δυνάμενος εύρης. Νήστευε μετά λόγου και ακριβείας. Όρα μη ο εχθρός επεισέλθη τη εμπορία της νηστείας˙ και τάχα οίμαι περί τούτου τον Σωτήρα ειρηκέναι το˙ Γίνεσθε δόκιμοι τραπεζίται˙ τουτέστι, το βασιλικόν χάραγμα ακριβώς γινώσκετε˙ εισί γαρ και παραχαράγματα˙ και η μεν του χρυσού φύσις η αυτή, διαφέρει δε τω χαράγματι. Ο μεν χρυσός εστί νηστεία, εγκράτεια, ελεημοσύνη˙ αλλά και Ελλήνων παίδες την τυραννικήν αυτών εικόνα τούτοις εντίθενται και αιρετικοί δε πάντες δια τούτων σεμνύνονται. Οράν δε δει τούτους και αποφεύγειν ως παραχαράκτας. Βλέπε μη, αγυμνάστως περιπεσών αυτοίς, ζημιωθής. Δέχου ουν  μετά ασφαλείας τον του Χριστού σταυρόν διεντετυπωμένον ταις αρεταίς˙ τουτέστι, πίστιν ορθήν μετά σεμνών πράξεων.
Δει ημάς πάση διακρίσει κυβερνάν την ψυχήν, και εν κοινοβίω ούσας, μη τα εαυτών ζητείν μήτε μην οικεία δουλεύειν γνώμη, αλλά τη κατά πίστιν μητρί πειθαρχείν. Εξορία εαυτάς παρεδώκαμεν˙ τουτέστι των κοσμικών όρων έξω εγενόμεθα˙ ουκούν εκβεβλήμεθα˙ μη τα αυτά ζητήσωμεν. Εκεί δόξάν είχομεν, ώδε ονειδισμόν˙ εκεί δαψίλειαν τροφών, ώδε και του άρτου ένδειαν. Εν τω κόσμω οι πταίοντες και μη βουλόμενοι εις φυλακήν βάλλονται˙ και ημείς δια τας αμαρτίας ημών εαυτάς φυλακίσωμεν, ίνα το εκούσιον της γνώμης την μέλλουσαν κόλασιν αποσοβήση.
Νηστεύεις; Μη προφασίση νόσον. Και γαρ οι μη νηστεύοντες τοις αυτοίς περιέπεσον νοσήμασιν. Ήρξω του καλού; Μη αναχαιτίσης τους εχθρού σε εγκόπτοντος, αυτός γαρ τη υπομονή σου καταργείται˙ και γαρ οι πλειν αρχόμενοι, πρώτον μεν δεξιού πνεύματος τυγχάνουσι απλώσαντες τα ιστία˙ αύθις δε αυτοίς εναντίοις άνεμος απαντά˙ άλλ’ οι ναυτικοί δια το παρεμπεσόν πνεύμα ουκ αποσκευάζουσι την ναύν˙ μικρόν δε ησυχάσαντες ή και απομαχησάμενοι τη ζάλη, τον πλουν ποιούνται˙ ούτω και ημείς εναντίου πνεύματος προσπεσόντος, τον σταυρόν αντί ιστίου τανύσασαι, αδεώς τον πλουν εκτελέσομεν.
Ταύτα της σεμνής και παναρέτου Συγκλητικής τα διδάγματα˙ και μάλλον πράξεις ή ρήματα˙ και άλλα δε πολλά και μεγάλα υπ’ αυτής εγνωρίσθη προς ωφέλειαν των ακουσάντων τε και θεασαμένων. Τοσούτον δε πλήθος εξ αυτής αγαθών εβλάστησεν, όσον ανθρωπίνη γλώσσα απορήσειεν αν εκφράσαι.
Ο δε μισόκαλος διάβολος, μη φέρων την τοσαύτην των καλών αφθονίαν, εξετήκετο, και εις εαυτόν εδραματούργει, όπως αν δυνηθείη επιθολώσαι την των χρηστών ανατολήν. Και λοιπόν εξαιρείται προς τον τελευταίον αγώνα την γενναιοτάτην παρθένον˙ και τοσούτον αυτή τη έχθρα αμύνεται, ως μηδέ των έξωθεν μελών ενάρξασθαι της πληγής˙ αλλά, των ενδοσθίων αψάμενος, βύθιον αυτή την αλγηδόνα απένεμεν˙ ως απαραμύθητον αυτήν εκ της ανθρώπων επικοσμίας γενέσθαι.
Και πρώτον μεν το αναγκαιότατον εν ζωή πλήττει μόριον, τον πνεύμονα, και δια νόσων ολεθροφόρων κατ’ ολίγον εξάπτει την κακίαν. Ενεχώρει μεν γαρ και εν ολίγω δια της εξαιτήσεως συντεμείν αυτής την τελευτήν˙ άλλ’ ώσπερ αιμοβόρος δήμιος, δια πληγών πολλών και χρόνου μακρού την οικείαν δεινότητα ενδείκνυται. Κατά μικρόν γαρ αναλύων τον πνεύμονα δια των αναγομένων πτυσμάτων τούτον απέβαλε. Παρήσαν δε και πυρετοί αδιάλειπτοι, ρίνης δίκην αποδαπανώντες το σώμα.
Ογδοηκοστόν ήγεν έτος, ότε ο διάβολος τα του Ιώβ άθλα εις ταύτην μετέφερεν˙ αυταίς μεν γαρ και τότε εκέχρητο ταις μάστιξιν˙ άλλ’ επί του παρόντος συντέμνει τον χρόνον, φορτικωτέρας ποιούμενος τας αλγηδόνας. Πέμπτον μεν και τριακοστόν έτος ο μακάριος Ιώβ εν τη πληγή πεποίηκεν˙ ενταύθα δε ο εχθρός, ώσπερ απαρχάς τινάς τους των δεκάδων χρόνους αποσυλήσας, προς τας πληγάς συνάπτει τω ιερώ ταύτης σώματι. Τρία γαρ ήμισυ έτη δια των ευκλεών τούτων πόνων τω εχθρώ απεμαχήσατο. Επί μεν ουν του Ιώβ εκ των έξω τας αρχάς των τραυμάτων εποιείτο ο διάβολος˙ επί δε ταύτης εκ των έσω πρόσεισι ταις τιμωρίαις. Των γαρ ενδοσθίων αυτής μελών άπτεσθαι, μείζονας αυτή και χαλεπωτέρας τας αλγηδόνας απένειμεν˙ Ουχ ούτως οίμαι τους γενναιοτάτους ενηθληκέναι μάρτυρας, ως την αοίδιμον Συγκλητικήν. Εκείνους μεν γαρ εκ των έξω προσήει ο παλαμναίος. Καν τε γαρ ξίφος, καν τε πυρ αυτοίς προσέφερεν, ηπιώτερον υπήρχε των παρόντων αυτή πειρατηρίων. Αντί μεν γαρ καμίνου πεπυρωμένης τα σπλάγχνα αυτής υπέκαιεν εκ των έσω το πυρ κατ’ ολίγον εξάπτων˙ και ρίνης δίκην δια μακρού χρόνου απεδαπάνα το σώμα. Και έστιν αληθώς βαρύ τούτο και απάνθρωπον ειπείν. Και γαρ οι τας δικαστάς εμπεπιστευμένοι αρχάς, οπηνίκα αν βουληθώσι τοις αμαρτήσασι βαρυτέρας επιθείναι τιμωρίας, δαι βληχροτάτου πυρός τούτους αναλίσκουσιν˙ ούτως ουν και ο εχθρός εκ των ένδον, ώσπερ υποσμυχόμενον τον πυρετόν κινών, άπαυστον εν νυκτί και μεθ’ ημέραν εποιείτο την τιμωρίαν.
Και ταύτην δε την πληγήν γενναίως υποφέρουσα ου συνέπιπτε τω φρονήματι, αλλά πάλιν η μακαρία κατά του εχθρού ηγωνίζετο. Και γουν πάλιν ταις αγαθαίς διδασκαλίαις τους υπ’ αυτού τραυματιζομένους ιάτο˙ και γαρ ώσπερ εκ λέοντος αιμοβόρου τας ψυχάς απλήγους ανέσπα. Εθεράπευε δε τους τραυματίας τοις σωτηρίοις του Κυρίου φαρμάκοις. Τινάς δε και ατρώτους διεφύλαττεν˙ υποδεικνύουσα γαρ αυτοίς του διαβόλου τας δολεράς παγίδας, ελευθέρους εποιείτο της αμαρτίας.
Έλεγε δε η θαυμασία ως μη δειν αμεριμνάν ποτέ τας Θεώ ανακειμένας ψυχάς. Ταύταις γαρ μάλιστα αντίκειται ο εχθρός. Και γαρ ησυχαζουσών αυτών, βρύχει και ηττώμενος ανιάται˙ και μικρόν αποχωρήσας, επιτηρεί˙ καν βραχύ τι αφυπνώσωσιν, ούτως επεισέρχεται˙ και δι’ ων νομίζει τις έχειν το αμέριμνον, δαι τούτων αυτών υποσκελίζει˙ ώσπερ γαρ αδύνατον τους πάνυ φαύλους μη έχειν και σπινθήρα καλού, ούτω το εναντίον τοις χρηστοίς πρόσεστι. Των γαρ μαχομένων μοίρά τις εν τοις αντικειμένοις μέρεσι τυγχάνει. Πολλάκις γουν άνθρωπος παντί αισχίστω περιεστοίχισται και πάση ακολασία συμπέφυρται˙ άλλ’ όμως ελεήμων τυγχάνει˙ και εν σπουδαίοις πολλάκις εμπολιτεύεται σωφροσύνη, νηστεία, επίπονος άσκησις˙ εισί δε φειδωλοί και κατάλαλοι.
Δει ουν των σμικρών μη αμελείν, ως μη δυναμένων βλάπτειν. Και γαρ ύδωρ λίθον τω χρόνω διέλυσε. Τα μεν ουν μέγιστα των εν ανθρώποις καλών εκ θείας χάριτος αυτοίς προσγίνεται˙ τα δε δοκούντα σμικρά τυγχάνειν δι’ εαυτών αποσοβείν δεδιδάγμεθα. Ο ουν τω μεγάλω δια της χάριτος απομαχησάμενος, του δε σμικρού κσταφρονήσας, μεγάλως βλαβήσεται. Ο γαρ Κύριος ημών, ώσπερ γνήσιος Πατήρ, αρτίως των παιδίων αυτού ορμώντων προς βάδισιν, ορέγει την χείρα˙ και κατά παν οτιούν των μεγάλων ημάς κινδύνων ρυόμενος, εις τα μικρά συγχωρεί ημίν αφ’ εαυτών κινείσθαι, καθάπερ ποσί τούτοις την γνώμην δεικνύς ελευθέραν. Ο γαρ προς τα μικρά ευάλωτος, πώς αν τα μείζω φυλάξαι δυνηθείη;
Πάλιν ορών αυτήν διισχυριζομένην καθ’ εαυτού ο μισόκαλος, ήχθετο. Και ορών εαυτού την τυραννίδα καθαιρουμένην, έτερόν τινά μηχανάται κακίας τρόπον˙ και πλήττει τα φωνητικά όργανα, προς το την προφορικόν εκκόψαι λόγον, δοκών δια τούτου λιμαγχονήσαι των θείων λόγων τας συνερχομένας. Άλλ’ ει και την ακοήν της ωφελείας εστέρησεν, εν τω μείζονι το κέρδος δεδώρηται˙ τη γαρ όψει τοις πάθεσιν ενακαινίζουσαι, μάλλον εκραταιούντο την γνώμην. Τα γαρ εκείνης του σώματος˙ τραύματα τας πεπληγμένας ψυχάς ιάτο˙ και ην ιδείν προφυλακήν και θεραπείαν των θεωμένων την της μακαρίας μεγαλοψυχίαν τε και καρτερίαν.
Πρόφασιν μεν ουν αυτή της πληγής ποιείται ταύτην ο εχθρός˙ μίαν γαρ μύλην οδυνήσας, σήπει παραυτά το ούλον˙ και εκπίπτει μεν το οστέον˙ η δε νομή διατρέχει εις άπασαν την γένυν, και γίνεται φθορά των επικειμένων σωμάτων˙ και εν τεσσαράκοντα ημέραις τερηδονίζεται το οστέον˙ και μετά διμηναίον χρόνον γίνεται έκτρησις. Μελανθέντες ουν ήσαν άπαντες οι πέριξ τόποι. Το δε οστέον και αυτό φθαρέν, κατ’ ολίγον εδαπανάτο˙ σήψις δε και βαρυτάτη δυσωδία καθ’ όλον το σώμα εκράτει, ως τας υπουργούσας πλέον αυτής πάσχειν. Και τον μεν πλείονα χρόνον εχωρίζοντο, μη φέρουσαι την απάνθρωπον οσμήν˙ ότε δε χρεία εκάλει, θυμιαμάτων υπεκκαίουσαι πλήθος προσήεσαν, και αύθις υπεχώρουν δια το της δυσωδίας απάνθρωπον. Η δε μακαρία προφανώς εθεώρει τον αντίπαλον, και ουδ’ όλως συνεχώρει αυτή ανθρώπινον προσαχθήναι βοήθημα˙ δεικνύουσα και εν τούτω την οικείαν ανδρίαν. Αι δε συνελθούσαι παρεκάλουν καν μύροις τους τόπους υπαλείφειν δια την εαυτών ασθένειαν, και ουκ επείθετο. Ηγείτο γαρ δια της συμμαχίας των εκτός καθαιρείσθαι του ενδόξου αγώνος. Και δη τινά ιατρόν αι συνελθούσαι μεταστέλλονται, ως, ει γε δυνηθείη, καν αυτός πείσαι θεραπείας τυχείν. Η δε πάλιν ουκ ηνείχετο, λέγουσα˙ Τί με της αγαθής πάλης ταύτης εγκόπτετε; Τί ζητείτε το φαινόμενον, αγνοούσαι το κρυπτόμενον; Τί πολυπραγμονείτε το γινόμενον, τον ποιούντα μη θεωρούσαι; Και προς αυτήν φησίν ο παρών ιατρός˙ Ουχ ένεκεν θεραπείας τινός ή παραμυθίας προσφέρομεν φάρμακον, άλλ’ ίνα το ηλλοτριωμένον και νεκρόν μόριον κατά την συνήθειαν θάψωμεν, προς το μη τους παρόντας συνδιαφθαρήναι. Όπερ γαρ τοις τεθνεώσι προσάγουσι, τούτο και ημείς νυν ποιούμεν˙ αλόην άμα σμύρνη και μυρσίνη οίνω δεύσας προστίθημι. Η δε αποδεξαμένη την συμβουλίαν ηνείχετο, τας συνελθούσας μάλλον ελεήσασα˙ εκαθαίρετο γαρ εκ τούτου η αμετρία της δυσωδίας.
Τίς ουκ έφριξε την τηλικαύτην πληγήν θεασάμενος; Τίς ουκ ωφελήθη την καρτερίαν της μακαρίας θεασάμενος και εν ταύτη την κατάπτωσιν του εχθρού εννοήσας; Εκεί μεν γαρ έστησε την πληγήν, όθεν η σωτήριος και γλυκυτάτη των λόγων προΐει πηγή, και το υπερβάλλον αυτού της δεινότητος πάσαν παράκλησιν απεσκέδασεν. Ώσπερ γαρ θηρίον αιμοβόρον πάσαν των συνερχομένων την σπουδήν απεσόβησε, προς το σπαράξαι το προσπεσόν θήραμα˙ και θοίνην ζητών, βορά γέγονε. Εδελεάσθη γαρ ώσπερ δι’ αγκίστρου τη του σώματος ασθενεία˙ γυναίκα ορών, κατεφρόνει˙ ηγνόει γαρ αυτής το ανδρείον φρόνημα. Νοσούντα τα μέλη κατεμάνθανεν˙ ετύφλωττε γαρ τον ισχυρότατον αυτής λογισμόν κατοπτεύσαι μη δυνάμενος. Μησί ουν τρισί και προς τούτον τον αγώνα ενήθλησε. Δυνάμει δε θεία το όλον παρεκρατείτο σώμα. Τα γαρ συντελούντα προς την διαμονήν αυτού εμεμείωτο. Ατροφία μεν ουν παρήν˙ πώς γαρ ηδύνατο σιτίων μεταλαβείν τοσαύτης σήψεως και δυσωδίας κρατούσης; Αποκεχώριστο δε απ’ αυτής και ο ύπνος υπό των αλγηδόνων εκκοπτόμενος.
Ότε δε αυτής το πέρας της νίκης και του στεφάνου εγγύς εγένετο και οπτασίας εθεώρησε και αγγέλων επιστασίας και παρθένων αγίων προτροπάς προς την άνοδον και ελλάμψεις ανεκλαλήτου φωτός και παραδείσου χώρον, και μετά την θέαν τούτων, ώσπερ εις εαυτήν γενομένη, κατήγγειλε ταις παρούσαις γενναίως τε φέρειν και μη ολιγωρείν προς το παρόν. Είπε δε αυταίς, και ως ότι μετά τρεις ημέρας χωρισθήσομαι του σώματος. Ου μόνον δε τούτο, αλλά και την ώραν της αφίξεως των ενταύθα εδήλωσε. Και συντελεσθέντος του χρόνου, απήλθεν η μακαρία Συγκλητική προς τον Κύριον, έπαθλον των αγώνων παρ’ αυτού δεξαμένη την των ουρανών βασιλείαν˙ εις δόξαν και έπαινον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεθ’ ου τω Πατρί άμα τω παναγίω Πνεύματι εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

            ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ
                ΚΑΙ ΜΑΚΑΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΗΣ

Θα έπρεπε όλοι οι άνθρωποι να είνε μυημένοι εις το καλόν. Τοιουτοτρόπως, εάν είχαν γυμνασθή εις τα πράγματα  της ζωής, δεν θα είχαν υποστή ζημίας εις αυτήν. Εν τούτοις οι απλοϊκοί άνθρωποι αγνοούν πολλά από τα καλά. Αυτό το παθαίνουν, διότι έχει αμβλυνθή η διάνοιά των εξ αιτίας της αμελείας. Πολλάκις, παραδείγματος χάριν, συνέβη να πέσουν εις χείρας πτωχών ανθρώπων πολύτιμοι μαργαρίται. Αυτοί όμως τους περιεφρόνησαν σαν μικρά και ασήμαντα πράγματα, διότι δεν είχαν καμμίαν ιδέαν περί της αξίας αυτών. Και ημείς επειδή έχομεν ψυχήν χωρίς γνώσιν και άσκησιν, δεν θεωρούμεν σπουδαίον αυτόν τον μαργαρίτην που συνηντήσαμεν, διότι βλέπομεν μόνον την ταπεινήν μορφήν του και μένομεν μακράν της αληθινής του ουσίας, όσον βεβαίως ημπορούμεν να την γνωρίσωμεν. Όταν δε ολίγον κατ’ ολίγον εμαθαίναμεν από τους πλησίον το κάλλος αυτού, τότε και εις ημάς εγεννήθη θείος έρως προς αυτό το οποίον είδαμεν. Διότι τα ίδια τα πράγματα εφλόγιζαν εις την καρδίαν μας αυτόν τον πόθον.
Διατί όμως ομιλώ προς τους παρόντας ή συναριθμώ και τον εαυτόν μου μεταξύ αυτών, σαν να γνωρίζωμεν ημείς και να λέγωμεν κάτι περί της θαυμασίας και μακαρίας Συγκλητικής; Νομίζω ότι κάθε άνθρωπος αδυνατεί να διηγηθή τας αγαθάς πράξεις αυτής. Και αν κάποιος επεχειρούσε να ειπή κάτι περί αυτής, πολύ ολίγον θα ημπορούσε να ανταποκριθή εις το επιδιωκόμενον, ακόμη και αν ήτο σοφός και επιστήμων. Όπως εκείνοι που θέλουν να ατενίσουν τον ήλιον βλάπτουν την όρασίν των, έτσι και αυτοί που επιχειρούν να ερευνούν την ζωήν αυτής, ιλιγγιούν λόγω του μεγέθους των κατορθωμάτων, υποχωρούν και ατονούν κατά την έρευναν και έτσι παθαίνουν σύγχυσιν της διανοίας.
Ημείς όμως με όσην δύναμιν διαθέτομεν ως ιχνηλάται θα ερευνήσωμεν τον βίον αυτής. Και όσα ακροθιγώς ηκούσαμεν από τους συνομηλίκους αυτής δια τα παιδικά της χρόνια και όσα εκ των πράξεων αυτής αμυδρώς ήλθαν εις το φως, θα τα γράψωμεν δια να συλλέξωμεν δια τον εαυτόν μας σωτηριώδη πνευματικήν τροφήν. Όχι μόνον ημείς αδυνατούμεν αλλά και πολλοί άλλοι δυσκολεύονται να ομιλήσουν επαξίως δι’ αυτήν.
Αυτή που έχει το όνομα της ουρανίου συγκλήτου, κατάγεται από την χώραν της Μακεδονίας. Οι πρόγονοι αυτής, όταν ήκουσαν ότι οι κάτοικοι της Αλεξανδρείας είνε φιλόθεοι και φιλόχριστοι, ανεχώρησαν εκ της Μακεδονίας και εγκατεστάθησαν εις την πόλιν του Μακεδόνος βασιλέως. Όταν δε έφθασαν εις την χώραν και ευρήκαν την πραγματικότητα ανωτέραν της φήμης με πολλήν ευχαρίστησιν εγκατεστάθησαν εις αυτήν. Ούτε δια τον μεγάλον πληθυσμόν της πόλεως έχαιρον, ούτε εθαύμαζον τα μεγαλοπρεπή κτίρια. Επειδή ευρήκαν ορθήν πίστιν μαζί με ειλικρινή αγάπην, δια τούτο ηγάπησαν την πόλιν, εις την οποίαν μετώκησαν, περισσότερον από την ιδικήν των πόλιν.
Η μακαρία Συγκλητική λοιπόν ήτο περιφανής εις την καταγωγήν αλλά και στολισμένη με όλα εκείνα τα οποία ο κόσμος θεωρεί ευχάριστα. Είχε μίαν αδελφήν του ιδίου φρονήματος και δύο αδελφούς που έζησαν και αυτοί ευσεβή ζωήν. Ο ένας από αυτούς απέθανεν εις την παιδικήν του ηλικίαν. Τον άλλον, όταν εισήλθεν εις το εικοστόν πέμπτον έτος της ηλικίας του, οι γονείς του τον παρεκινούσαν να νυμφευθή. Αλλά ενώ όλοι είχαν ετοιμασθή δια τον γάμον και έκαναν τα έθιμα της πατρίδος των δια το συμπόσιον, ο νέος επέταξεν όπως απομακρύνεται το πτηνόν από τους βρόγχους και αντήλλαξε την επίγειον νύμφην με την άμωμον και ελευθέραν συνοδείαν των αγίων.
Αυτή δε ενώ ακόμη ευρίσκετο εις την αγκάλη των γονέων της εγύμναζε την ψυχήν της εις την αγάπην του Θεού και δεν εφρόντιζε δια την περιποίησιν του σώματος τόσον όσον δια την χαλιναγώγησιν των φυσικών ορμών.
Και είχε πολύ σωματικόν κάλλος, ώστε από μικράς ακόμη ηλικίας να την πλησιάζουν πολλοί μνηστήρες που εδελεάζοντο αφ’ ενός από την περιουσίαν της, αφ’ ετέρου από την αρχοντικήν καταγωγήν των γονέων της, επί πλέον δε παρεκινούντο από το κάλλος της ιδίας της κόρης. Και οι γονείς βεβαίως με ευχαρίστησιν προέτρεπον την νέαν να υπανδρευθή πιέζοντες αυτήν με το επιχείρημα, ότι αυτή θα διαφυλάξη την διαδοχήν της γενεάς των. Αυτή όμως συνετή και γενναία εις το φρόνημα δεν συνεφώνει ουδόλως με τας τοιαύτας συμβουλάς των γονέων της, αλλά όταν ήκουε δια κοσμικόν γάμον εσκέπτετο τον θείον γάμον και περιφρονούσα πολλούς μνηστήρας είχε εστραμμένον το βλέμμα της μόνον εις τον ουράνιον νυμφίον.
Εις το πρόσωπόν της ηδύνατο κανείς να ιδή μίαν γνησίαν μαθήτριαν της μακαρίας Θέκλης,1  η οποία εφήρμοζε τα ίδια διδάγματα. Διότι και των δύο  ένας ήτο ο νυμφίος, ο Χριστός, και τον ίδιο νυμφαγωγόν είχαν και αι δύο, τον Παύλον. Νομίζω ότι και εις το νυφικόν δωμάτιον δεν διέφερον, διότι ένα δωμάτιον είχαν, την εκκλησίαν˙ και ο θείος Δαυΐδ τραγουδά τα σεμνά και θεία άσματά του και δια τας δύο, αφού με γλυκόηχα κύμβαλα ευφραίνει τας ψυχάς που αφιερώθησαν εις τον Θεόν και με τύμπανα και δεκάχορδα ψαλτήρια τραγουδά το τελειότατον άσμα.2  Η δε Μαριάμ εισάγει τας χορευτρίας εις τους ιερούς αυτούς γάμους λέγουσα˙ «Ας ψάλωμεν εις τον Κύριον, διότι είνε πάρα πολύ δοξασμένος».3   Και τα φαγητά του θείου δείπνου είνε κοινά εις τους συνδαιτημόνας. «Γευθήτε και ίδετε ότι ο Κύριος είναι αγαθός».4   Και αι δύο ήσαν ενδεδυμέναι με τα ίδια νυφικά ενδύματα, διότι «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθησαν, τον Χριστόν ενεδύθησαν».5   Ήτο ομοία λοιπόν η αγάπη των προς τον Κύριον, διότι απελάμβανον τας ιδίας δωρεάς. Αλλά και εις τους ιδίους αγώνας συνηγωνίζοντο. Κανείς δεν αγνοεί τα μαρτύρια της αγίας Θέκλης, πως δηλαδή ηγωνίσθη μέσα εις το πυρ και εις τα θηρία. Αλλά και αυτής τους εναρέτους κόπους και τους ιδρώτας νομίζω, ότι τους γνωρίζουν οι πολλοί. Αφού τον ίδιον Σωτήρα επόθουν και αι δύο, κατ’ ανάγκην είχαν και τον ίδιον αντίπαλον. Και της μεν Θέκλης τους κόπους τους θεωρώ ηπιωτέρους, διότι ο εχθρός την επλησίαζεν εκ των έξω και εξουδετερούτο έτσι η κακία του. Εδώ όμως δείχνει δριμυτέραν την κακίαν του, διότι κινείται εκ του εσωτερικού και πολεμεί με τους εχθρικούς και ολεθρίους λογισμούς.
Δεν εγοητεύθησαν οι οφθαλμοί της ούτε από τα πολύχρωμα φορέματα ούτε από την λάμψιν των πολυτίμων λίθων. Δεν ηπατήθησαν τα ώτα της από κύμβαλον ούτε ο αυλός ημπόρεσε να διαλύση την ψυχικήν της αρμονίαν. Δεν την ελύγισαν τα δάκρυα των γονέων ούτε καμμία άλλη συμβουλή των συγγενών. Αλλά εκράτησε σταθερόν ως αδάμαντα το φρόνημά της και δεν εξετράπη από αυτό. Έκλεισεν όλας τας αισθήσεις σαν θύρας και απομονωμένη ωμίλει εις τον νυμφίον της, λέγουσα εκείνο το γραφικόν˙ «Όπως εγώ εις τον αγαπητόν μου και ο αγαπητός μου εις εμέ».6 Και τας μεν ασημάντους και σκοτεινάς συναναστροφάς τας απέφευγε και συνεκεντρώνετο εις το εσωτερικόν δωμάτιον της ψυχής της, όπου δε συνήντα φωτεινάς και ωφελίμους παραινέσεις έστρεφεν όλην την προσοχήν της δια να δεχθή όσα ελέγοντο.
Δεν παρημέλει ούτε και το σωμτήριον φάρμακον του σώμωτος. Την νηστείαν την είχε τόσον προσφιλή, ώστε να μη θεωρή ίσον της τίποτε εκ των παρόντων. Διότι την εθεώρει φρουρόν και θεμέλιον των άλλων. Και εάν ποτέ ηναγκάζετο να τρέφεται με τρόπον διάφορον του συνήθους επάθαινε το αντίθετον από ό,τι εκείνοι που τρώγουν. Εχλώμιαζε το πρόσωπόν της και ηλαττώνετο το βάρος του σώματος, διότι συμβαίνει όταν το κινούν δυσανασχετή, να αλλοιώνεται συγχρόνως και το κινούμενον. Όπως θα διατεθή η αρχή, έτσι ακολουθεί και το κάθε τι και ότι εξαρτάται από αυτήν. Διότι εις εκείνους μεν, οι οποίοι θεωρούν την τροφήν ηδονήν, όταν τρώγουν αυξάνει ο όγκος του σώματός των, εκείνοι δε εις τους οποίους συμβαίνει το αντίθετον έχουν σώμα άπαχον και λεπτόν. Μάρτυρες του λόγου μου είνε οι άρρωστοι. Αυτή λοιπόν η μακαρία με το να προσπαθή να θεραπεύη το σώμα, εκαλλώπιζε την ψυχήν της και ενήργει κατά τους λόγους του αποστόλου˙ «Όσον το σώμά μας φθείρεται, τόσον η ψυχή ανανεώνεται».7  Τοιουτοτρόπως ηγωνίζετο διαφεύγουσα συγχρόνως και την προσοχήν των πολλών.
Μετά τον θάνατον των γονέων της, ανέθαλε περισσότερον το θείον της φρόνημα. Παίρνει μαζί και την αδελφήν της, η οποία είχε χάσει το φως της, αποχωρίζεται τον πατρικόν οίκον και καταφεύγει εις τον τάφον κάποιου συγγενούς που ευρίσκετο μακράν της πόλεως. Και αφού επώλησεν όλην την περιουσίαν που είχε κληρονομήσει και την εμοίρασεν εις τους πτωχούς, προσεκάλεσε κάποιον από τους πρεσβυτέρους και έκοψε την κόμην της.8   Τότε απεμάκρυνεν από επάνω της κάθε στολίδι, διότι αι γυναίκες συνηθίζουν να ονομάζουν στολίδι την κόμην. Η πράξίς της συνεβόλιζεν, ότι η ψυχή της έχει γίνει απλή και καθαρά. Τότε δια πρώτην φοράν ηξιώθη να ονομασθή παρθένος.
Αφού εμοίρασεν όλην την περιουσίαν της εις τους πτωχούς έλεγεν˙ Ηξιώθην να αποκτήσω μεγάλο όνομα, αλλά δεν έχω κάτι αντάξιον να ανταποδώσω εις τον δωρητήν. Διότι εάν οι άνθρωποι δια τα πράγματα του κόσμου δίνουν όλην την περιουσίαν των χάριν ενός φθαρτού αξιώματος, εγώ που ηξιώθην τόσον μεγάλης χάριτος δεν έπρεπε πολύ περισσότερον μαζί με όσα θεωρούνται περιουσία μου να δώσω και το σώμα; Αλλά διατί λέγω ότι δίδω τα κτήματα ή το σώμα, αφού όλα είνε ιδικά του; «Διότι του Κυρίου είνε η γη και το πλήρωμα αυτής».9   Με αυτούς τους λόγους ενεδύετο την ταπεινοφροσύνην και έμενεν ήσυχη.
Είχε, λοιπόν, εξασκηθή εις τους κόπους και προηγουμένως εις την πατρικήν της οικίαν, αλλά και όταν έφθασε και εις αυτήν την ακμήν του μοναχικού σταδίου εξηκολούθει να προκόπτη εις τας αρετάς. Όσοι τυχόν προσήλθον χωρίς εξάσκησιν και απερισκέπτως εις αυτό το θείον μυστήριον (την μοναχικήν αφιέρωσιν) απέτυχον εις τας επιδειώξεις των, διότι δεν προέβλεψαν το κάθε τι. Όπως όσοι πρόκειται να οδοιπορήσουν πρώτα φροντίζουν δια την προμήθειαν των αναγκαίων δια την οδόν, έτσι και αυτή προητοιμάσθη με τους προηγουμένους κόπους, σαν να ήσαν εφόδια, και εξεκίνησε δια την πορείαν προς τα άνω. Εκ των προτέρων απεταμίευσεν όλα όσα εχρειάζοντο δια την κατασκευήν της οικίας και ανύψωσεν τον ιδικόν της οχυρώτατον πύργον. Αι μεν οικοδομαί, όπως είναι γνωστόν, κατασκευάζονται από φυσικά υλικά. Αυτή δε έχει κάνει το αντίθετον, διότι δεν συνεκέντρωσεν υλικά από την έξω φύσιν, αλλά απέβαλε και όσα ήταν μέσα της. Με το να διανείμη τα χρήματά της εις τους πτωχούς και να αφήση κατά μέρος την οργήν και την μνησικακίαν και να αποδιώξη τον φθόνον και την φιλοδοξίαν, εστερέωσε τον πνευματικόν της πύργον επάνω εις την πέτραν δια να φαίνεται από παντού ο πύργος και να παραμένη άπτωτος εις τους ανέμους η οικία της.10
Αλλά διατί να πολυλογώ; Υπερέβαλλεν εις τας αρετάς και τας μοναστρίας που είχον συνηθίσει εις τον μοναχικόν τρόπον ζωής. Σαν τα ευφυέστατα παιδιά, τα οποία ενώ συλλαβίζουν ακόμη, εις την ευφυΐαν συναγωνίζονται τα μεγάλα παιδιά και εκείνα που από περισσότερον καιρόν διδάσκονται πλησίον των διδασκάλων, έτσι και αυτή με σπινθηροβόλον πνεύμα υπερέβαλλε τας υπολοίπους.
Είνε αδύνατον εις ημάς να περιγράψωμεν τας πράξεις και την ασκητικήν ζωήν της, διότι δεν επέτρεπε καν να την παρακολουθή κανείς. Ούτε και ήθελε να διακηρύττουν τα κατορθώματά της, όσοι ήσαν παρόντες. Εφρόντιζε δε να κάμνη το καλόν ούτως, ώστε να το διαφυλάττη και να το κρύβη από τους άλλους. Αυτό δε το έκαμνε, διότι προώδευε με την βοήθειαν της θείας χάριτος και όχι από φθόνον. Είχεν επίσης υπ’ όψιν της τον λόγον του Κυρίου που έλεγεν˙ «Ό,τι κάμνει η δεξιά σου, ας μη το γνωρίζη η αριστερά σου».11   Αθέατος λοιπόν εξετέλει τα μοναχικά της καθήκοντα.
Από την παιδικήν της ηλικίαν μέχρι της ωριμότητος απέφευγεν όχι μόνον τας συναναστροφάς με οιονδήποτε άνδρα, αλλά πολλές φορές ακόμη και τας γυναίκας απέφευγε, δια δύο λόγους˙ αφ’ ενός μεν δια να μη αποκτήση δόξαν ένεκα της υπερβολικής ασκήσεως και αφ’ ετέρου δια να μη αποσπασθή από την άσκησιν λόγω των αναγκών του σώματος.
Τοιουτοτρόπως ήλεγχε τας απαιτήσεις της ψυχής της και δεν επέτρεπεν εις αυτάς να παρασύρωνται από τας σαρκικάς επιθυμίας. Εκλάδευε τους ακάρπους κλάδους, όπως κάμνομεν εις το υπερβολικά πυκνόφυλλον δένδρον και απέκοπτε τας ακανθώδεις εκβλαστήσεις της διανοίας με την νηστείαν και την προσευχήν. Εάν κάποιο από αυτά εσημείωνεν αύξησιν, με ποικίλους τρόπους το ετιμώρει και με κάθε είδους κόπων εταλαιπώρει το σώμα. Δεν περιωρίζετο μόνον εις την εξ ασιτίας αδυναμίαν αλλά ελάττωνεν εις το ελάχιστον και το νερό.
Όταν ο εχθρός προητοίμαζε πόλεμον εναντίον της, ήδη αυτή με την προσευχήν της είχε καλέσει τον Κύριόν της ως σύμμαχον, διότι ηρκείτο να σβήση την ορμήν του λέοντος με μόνην την άσκησιν. Με την προσευχήν παρουσιάζετο ο Κύριος και απεμακρύνετο ο αντίπαλος. Πολλές φορές ο εχθρός παρέτεινε την μάχην και ο Κύριος δεν απέκρουε μονομιάς τον αποτρόπαιον, διότι ήθελε με αυτόν τον τρόπον να αυξήση την πνευματικήν άσκησιν της εναρέτου ψυχής. Αυτή περισσότερον ενισχύετο με την νίκην του εχθρού, σαν να ελάμβανε περισσότερα δώρα. Δεν ηρκείτο μόνον εις το να νεκρώνη το σώμά της με την έλλειψιν των τροφών, αλλά απεμάκρυνε και τα καταλύματα που προεκάλουν ηδονήν. Έτρωγε ψωμί πιτυρούχον, πολλές φορές δεν έπινε νερό και μέχρις ενός χρονικού διαστήματος εκοιμάτο κατά γης. Όσον διήρκει ο πόλεμος εχρησιμοποίει τα εξής όπλα˙ την προσευχήν εφόρει αντί όπλου και ασπίδος, η περικεφαλαία της απετελείτο από την πίστιν και την ελπίδα και την αγάπην. Η πίστις όμως υπερείχεν από όλας τας αρετάς, συγκρατούσα όλας τας σωματικάς και πνευματικάς δυνάμεις.12  Ήτο και ελεήμων αν και όχι εν ενεργεία αλλά κατά την πρόθεσιν.
Με αυτούς τους τρόπους ο εχθρός ενικάτο αλλά και αυτή ανεκουφίζετο από την σκληροτάτην άσκησιν. Το έκαμνεν αυτό δια να μη διαλυθούν δια μιας τα μέλη του σώματος, επειδή αυτό θα ήτο απόδειξις της ήττας. Όταν τα όπλα παραδοθούν, ποία ελπίς απομένει εις τον στρατιώτην δια να πολεμά; Μερικοί εξήντλησαν τους εαυτούς των με υπερβολικόν και παράλογον μέτρον και υπολογισμόν και επροξένησαν καιρίαν πληγήν εις το σώμά των. Και κατέστρεψαν τους εαυτούς των, σαν να είχε παραιτηθή απ’ αυτό ο αντίπαλος. Αυτή όμως δεν ενήργει έτσι, αλλά όλα τα έκαμνε με διάκρισιν και εναντίον του εχθρού αντεπεξήρχετο με σφοδρότητα δια των προσευχών και της ασκήσεως. Δια να γαληνεύη με το ιδικόν της πλοίον εφρόντιζε και δια το σώμα. Διότι και οι ναύται, όταν τους καταλάβη θύελλα και τρικυμία μένουν πεινασμένοι, διότι καταβάλλουν όλας τας δυνάμεις των εις το να αμυνθούν εις τον καταφανή κίνδυνον. Και όταν κατορθώσουν να επιζήσουν τότε φροντίζουν να εξασφαλίσουν και την δευτέραν σωτηρίαν. Και όλος ο χρόνος των είς την θάλασσαν δεν εξοδεύεται εις τας τρικυμίας. Την μικράν ηρεμίαν δέχονται σαν ανάπαυσιν από τους κόπους. Και ούτε περνούν τον καιρόν των εντελώς αμερίμνως, ούτε παρασύρονται από ύπνον βαθύν, διότι γνωρίζουν τι έχει συμβή εις το παρελθόν και προνοούν δια τα μέλλοντα. Διότι και αν εσταμάτησεν η θύελλα, όμως η θάλασσα δεν έχει ολιγοστεύσει. Και εάν επέρασε το δεύτερον, όμως το πρώτον παραμένει. Και εάν το γεγονός ανήκει εις το παρελθόν, η δημιουργική αιτία παραμένει. Έτσι λοιπόν και εις την προκειμένην περίπτωσιν αν και η επιθυμία έχει απομακρυνθή εν τούτοις αυτός που την κατευθύνει δεν ευρίσκετα μακριά. Δια τούτο πρέπει αδιακόπως να προσευχώμεθα, διότι η θάλασσα είναι ασταθής και η κακία του εχθρού απύθμενος. Αυτή λοιπόν η μακαρία επειδή εγνώριζε πολύ καλά την ταραχήν της παρούσης ζωής και προέβλεπε την ζάλην των λογισμών, με προσοχήν κατηύθυνε το σκάφος της δια της ευσεβείας εις τον Θεόν˙ και δια τούτο ανεπηρέαστον από τας τρικυμίας το ηγκυροβόλησεν εις το σωτήριον λιμάνι, έρριψε δε άγκυραν ασφαλή την πίστιν εις τον Θεόν.13
Η ζωή της ήτο αποστολική, συνδυασμένη με πίστιν και ακτημοσύνην και έλαμπεν από αγάπην και ταπεινοφροσύνην. Εις αυτήν εφηρμόσθη ο σωτήριος λόγος˙ «θα πατήσης επάνω εις τα φίδια ασπίδα και βασιλίσκον»,14  «και εις όλην την δύναμιν του εχθρού».15   Ήκουσεν αυτή δικαίως το˙ «Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ. Ήσουν έμπιστος εις ολίγα αγαθά, τώρα θα σε κάνω διαχειριστήν εις πολλά».16   Αν και το ρητόν αναφέρεται εις υλικάς δωρεάς εδώ όμως ας το εκλάβωμεν με την εξής έννοιαν˙ Επειδή πράγματι ενίκησες εις τον πόλεμον εναντίον της ύλης και εναντίον του αοράτου εχθρού θα υψώσης τρόπαιον, διότι εγώ σε υπερασπίζω. Ας γνωρίζουν την αξίαν της πίστεως αι αρχαί και αι εξουσίαι, τας οποίας ο δούλός μου Παύλος ανέφερε˙17   διότι όταν νικήσης τας εχθρικάς δυνάμεις θα συναναστρέφεσαι και τας αγγελικάς.
Και κατ’ αυτόν τον τρόπον ασκητεύουσα μόνη, έκαμνε καλά έργα. Με την πάροδον του χρόνου και την άνθησιν των αρετών της, το άρωμα των ενδοξοτάτων κόπων ωσφραίνοντο πολλοί. «Δεν υπάρχει», λέγει η Γραφή, «κρυπτόν, το οποίον δεν θα φανερωθή».18   Γνωρίζει ο Θεός αυτούς που τον αγαπούν και ηξεύρει να κηρύττη ο ίδιος δια να διορθώνωνται όσοι ακούουν. Τότε, λοιπόν, ήρχισαν μερικοί να αντιπαραβάλλουν (τους λόγους της) με το θείον θέλημα και έτσι αι συναντήσεις των να αποβαίνουν προς ιδίαν οικοδομήν. Με τας ερωτήσεις των επληροφορούντο την ζωήν της και την επλησίαζον ακόμη περισσότερον, με την επιθυμίαν να ωφελούνται. Όπως συνήθως συμβαίνει, την ηρώτων δια να μάθουν˙ Πώς δυνάμεθα να σωθώμεν; Και αυτή μετά από βαρείς αναστεναγμούς και πολλά δάκρυα εκλείνετο εις τον εαυτόν της, και ως να είχε δώσει την απάντησιν δια των δακρύων, εσυνέχιζε να σιωπά εκ νέου. Αλλά όλαι μαζί την επίεζαν να διηγηθή τα μεγαλεία του Θεού, διότι την εθαύμαζαν και μόνον που την έβλεπαν, και αμέσως πάλιν την παρεκάλουν να ομιλήση. Και αφού επί πολύ επιέζετο η μακαρία, μετά από αρκετήν ώραν και αφού εγίνετο πολλή ησυχία, με χαμηλήν φωνήν είπε την γραφικήν εκείνην έκφρασιν˙ «Μη εξαναγκάζης τον πτωχόν, διότι είνε εξουθενωμένος».19  Και αι ακροάτριαι αφού εδέχθησαν με ευχαρίστησιν την απάντησιν, σαν να εδοκόμασαν μέλι και κηρήθρα επέμεναν να ερωτούν περισσότερον. Κατόπιν την επολιόρκουν με τας γραφικάς φράσεις και έλεγον προς αυτήν, λόγου χάριν˙ «Δωρεάν έλαβες, δωρεάν δος»20˙ ακόμη δε˙ Πρόσεχε μήπως τιμωρηθής συ,  επειδή έκρυψες το τάλαντόν σου, αντί του δούλου.21   Και αυτή απεκρίνετο˙ Διατί έχετε τόσον μεγάλην ιδέαν δι’ εμέ την αμαρτωλήν, ότι δήθεν κάμνω ή λέγω τίποτα το σπουδαίον; Έχομεν κοινόν διδάσκαλον, τον Κύριον, από την ιδίαν πηγήν αντλούμεν τα πνευματικά νάματα˙ γαλουχούμεθα από τους ιδίους μαστούς, την Παλαιάν και την Καινήν Διαθήκην. Και αυταί της έλεγον˙ Γνωρίζομεν και ημείς ότι η Γραφή είναι η μοναδική παιδαγωγός μας και ο κοινός διδάσκαλος, αλλά συ με την ακατάπαυστον μελέτην προέκοψες εις τας αρετάς. Και είνε ανάγκη αυταί αι οποίαι έχουν ήδη συνηθίσει εις το καλόν, ως δυνατώτεραι να βοηθούν τας μικράς. Διότι αυτό μας προστάσσει και ο κοινός μας διδάσκαλος. Η δε μακαρία, όταν ήκουσε αυτά, εκλαυθμήριζε σαν βρέφος που ευρίσκεται εις τον μαστόν της τροφού. Αι δε σύντροφοί της υποβάλλουσαι την ερώτησιν εκ δευτέρου, την παρεκάλουν να σταματήση το κλάμα. Και όταν ησύχασε, δια πολλήν ώραν επεκράτησεν ησυχία. Και αμέσως ήρχισαν να την παρακαλούν. Και αυτή τας ελυπήθη και επειδή κατενόησεν, ότι οι λόγοι της δεν επιφέρουν έπαινον αλλά ωφελούν τας παρευρισκομένας, ήρχισε να ομιλή προς αυτάς ως εξής.
Παιδιά μου, όλοι και όλαι γνωρίζομεν τον τρόπον της σωτηρίας, αλλά χάνομεν την σωτηρίαν εξ αιτίας της ιδικής μας αμελείας. Διότι πριν από όλα χρειάζεται να διαφυλάττωμεν αυτά που μας εγνώρισεν η χάρις του Κυρίου. Και είνε αυτά˙ «Να αγαπήσης τον Κύριον τον Θεόν σου με όλην σου την ψυχήν», «και τον πλησίον σου σαν τον εαυτόν σου».22  Αυταί αι εντολαί συνιστούν την απαρχήν του θείου θελήματος και εις αυτό επαναπαύεται ολόκληρος η χάρις. Η εκφώνησις του λόγου είνε σύντομος εις το σημείον αυτό, αλλά πολλή και άπειρος η δύναμις αυτού. Όλα τα ψυχωφελή εξαρτώνται εξ αυτού. Και δίδει και ο Παύλος την μαρτυρίαν, λέγων ότι ο σκοπός του νόμου είνε η αγάπη.23   Όσα χρήσιμα λοιπόν είπαν οι άνθρωποι εμφορούμενοι από το άγιον Πνεύμα, από την αγάπην προέρχονται και εις αυτήν καταλήγουν. Η σωτηρία λοιπόν είναι αυτή, δηλαδή η διπλή αγάπη.
Πρέπει λοιπόν και τούτο να προσθέσωμεν, πάλιν ιδικόν της έργον είνε, το να γνωρίζη κάθε μία από ημάς ποίον είνε το μεγαλύτερον αγαθόν και εκείνο να επιθυμή. Και αυταί έδειχναν απορίαν προς αυτό που είπε και ηρώτων πάλιν. Αυτή δε απήντησε προς αυτάς˙ Γνωρίζετε την παραβολήν του ευαγγελίου περί των εκατόν και εξήκοντα και τριάκοντα. Η εκατοντάς συνιστά το ιδικόν μας έργον, η εξηκοντάς είνε το τάγμα των εκγρατών η δε τριακοντάς αυτών που ζουν εν σωφροσύνη.24  Είνε ωραίον να μεταβαίνωμεν από τα τριάκοντα εις τα εξήκοντα, οι μικροί να προκόπτουν προς τα μεγάλα. Το δε να κατηφορίζωμεν από τα μεγαλύτερα εις τα μικρότερα είναι επικίνδυνον. Αυτός που επήρε μίαν φοράν κλίσιν εις τα χειρότερα, δεν ημπορεί να περιορισθή εις τα ολίγα, αλλά πίπτει εις τον βυθόν της καταστροφής σαν εις τον βυθόν της θαλάσσης. Μερικαί λοιπόν ενώ υπόσχονται παρθενίαν, όμως παρασύρονται εις τους πονηρούς λογισμούς λόγω της αδυνάτου θελήσεώς των και καταφεύγουν εις αμαρτωλάς προφάσεις. Διότι λέγουν εις τον εαυτόν των ή μάλλον προς τον διάβολον, ότι εάν ζήσωμεν (έγγαμοι) με σωφροσύνην (μάλλον με αφροσύνην) υπάρχει πιθανότης να τύχωμεν του μισθού του τριακοστού. Και ισχυρίζονται ότι όλη η Παλαιά Διαθήκη υπεστήριζε την τεκνογονίαν. Να γνωρίζετε, λοιπόν, ότι η γνώμη αυτή είνε του εχθρού. Διότι αυτόν ο οποίος οδηγείται από τα μεγαλύτερα εις τα μικρότερα τον πολεμεί ο εχθρός. Όπως ο στρατιώτης, ο οποίος ελιποτάκτησεν, οδηγείται εις δίκην δια την απόδρασιν και δεν συγχωρείται με την δικαιολογίαν, ότι δήθεν υπεχώρησεν εις τα μετόπισθεν, αλλά επειδή ελιποτάκτησε, τιμωρείται. Πρέπει λοιπόν, όπως είπα προηγουμένως, από τα χαμηλώτερα να αναβαίνωμεν εις τα υψηλότερα. Και αυτό ο απόστολος Παύλος διδάσκει λέγων, ότι «αφού λησμονήσωμεν το παρελθόν, πρέπει να φροντίσωμεν να αξιοποιήσωμεν το μέλλον».25   Άρα πρέπει αυτοί που έχουν την εκατοντάδα, αυτήν να επαναφέρουν εις τον εαυτόν των και να μη δίδουν τέλος εις τον αριθμόν. Διότι πάλιν λέγει η Γραφή ότι «και αν εφαρμόσετε τας διαταχθείσας εντολάς, να είπητε ότι είμεθα δούλοι άχρηστοι».26
Ημείς, λοιπόν, που εξελέξαμεν αυτόν τον τρόπον ζωής, να διατηρούμεν σωφροσύνην εις απόλυτον βαθμόν. Καθ’ όσον υπάρχει η γνώμη ότι και αι κοσμικαί ασκούν σωφροσύνην, αλλά συνυπάρχει εις αυτάς και η αφροσύνη, διότι αμαρτάνουν με όλας τας άλλας αισθήσεις. Διότι βλέπουν με απρέπειαν και γελούν άτακτα. Ημείς όμως αφού εγκαταλείψωμεν και αυτά, ας ανυψούμεθα εις τας αρετάς και ας αφαιρούμεν από τα μάτια μας κάθε μάταιον θέαμα. Διότι η Γραφή λέγει˙ «Τα μάτια σου ας βλέπουν τα πρέποντα».27   Και ας εμποδίζωμεν την γλώσσαν από τέτοια αμαρτήματα. Όντως είνε απρεπές το όργανον που χρησιμοποιούμεν δια τους ύμνους να προφέρη αισχράς λέξεις. Και όχι μόνον να παύσωμεν να λέγωμεν αυτά, αλλά και να τα ακούωμεν.
Είνε όμως αδύνατον να τα εφαρμόσωμεν αυτά, εάν συνεχώς ερχώμεθα εις επικοινωνίαν με τα έξω. Διότι δια μέσου των αισθήσεων, έστω και αν δεν το θέλωμεν, εισέρχονται οι κλέπται. Πώς είνε δυνατόν να μη μαυρίση ένα σπίτι, όταν έρχεται καπνός από έξω και αι θύραι είνε ανοικταί; Κατ’ ανάγκην λοιπόν πρέπει να παύσωμεν να πηγαινοερχώμεθα εις την αγοράν. Εάν βεβαίως θεωρούμεν ότι είνε δυσάρεστον και βαρύ το να βλέπωμεν αδελφούς και γονείς γυμνούς, πόσον μάλλον επιζήμιον θα μας είνε να βλέπωμεν εις τας πλατείας ανθρώπους, οι οποίοι έχουν απογυμνωθή απρεπώς και λέγουν ακολάστους λόγους; Εξ αυτών προέρχονται παραστάσεις αηδείς και μολυσματικαί.
Και όταν κλεισθούμεν εις τα σπίτια μας ούτε και εκεί δεν πρέπει να είμεθα αμέριμνοι, αλλά να αγρυπνούμεν, διότι έχει γραφή˙ «Γρηγορείτε».28  Όσον περισσότερον ασφαλίζομεν τον εαυτόν μας εις την σωφροσύνην, τόσον περισσότερον πολεμούμεθα από δριμείς λογισμούς. «Όποιος προσθέτει γώσιν», λέγει, «προσθέτει πόνον».29  Διότι όσον μεγαλυτέραν πρόοδον σημειώνουν οι αθληταί, τόσον περισσότερον έρχονται αντιμέτωποι με ισχυροτέρους ανταγωνιστάς. Βλέπε πόσον ολίγον επέταξες μακρυά από τα εγκόσμια, οπότε δεν θα αδιαφορήσης δια τα παρόντα. Ενίκησες την ορατήν και έμπρακτον πορνείαν; Ο εχθρός θα προβάλη ενώπιόν σου την πορνείαν, η οποία επιτελείται δια των αισθήσεων. Όταν δε και αυτήν την νικήσης, φωλιάζει εις την διάνοιάν σου, εγείροντας εναντίον σου τον αόρατον πόλεμον. Διότι και εις τας μοναζούσας παρουσιάζει υπούλως πρόσωπα ωραία και συναναστροφάς της παλαιάς ζωής. Δεν πρέπει λοιπόν να δεχώμεθα τας εικόνας αυτάς της φαντασίας, διότι έχει γραφή ότι, «Εάν το πνεύμα του σατανά κινηθή εναντίον σου να μη εγκαταλείψης τον τόπον σου».30  Η συγκατάθεσις προς αυτά ισοδυναμεί με την πορνεία των κοσμικών. «Διότι οι δυνατοί», λέγει, «θα εξετασθούν αυστηρά».31  Σκληρός λοιπόν είνε ο πόλεμος εναντίον του πνεύματος της πορνείας. Είνε το σπουδαιότερον κακόν του εχθρού προς καταστροφήν της ψυχής. Και αυτό εννοών ο μακάριος Ιώβ έλεγεν εις τον διάβολον˙ «Έχει την δύναμιν εις τον ομφαλόν του».32
Με πολλά βεβαίως και διάφορα τεχνάσματα ο διάβολος εγείρει το κεντρί της πορνείας εναντίον των φιλοχρίστων ανθρώπων. Πολλάκις και αγάπην αδελφικήν ο διάβολος, ο οποίος το κακόν σκέπτεται, την κατέστησεν αμαρτωλήν. Και παρθένους, αι οποίαι απέφυγον τον γάμον και κάθε φαντασίαν της κοσμικής ζωής, ανέτρεψε με την αδελφικήν σχέσιν˙ και μοναχούς επλήγωσε. Και αυτοί είχον αποφύγει κάθε μορφήν της πορνείας και όμως τους εξηπάτησε με ευσεβή συναναστροφήν. Διότι εις τούτο συνίσταται το έργον του εχθρού, αφού ενδυθή τα ξένα, να προβάλλη τα ιδικά του κρυφίως. Δεικνύει σπόρον σίτου και θέτει κάτω απ’ αυτόν παγίδα. Έχω την γνώμην ότι και ο Κύριος κάμνει λόγον περί αυτού, ότι δηλαδή «Έρχονται εις σας με ενδυμασίαν προβάτων, αλλά εσωτερικά είναι αρπακτικοί λύκοι».33
Τί θα κάνωμεν λοιπόν εμπρός εις αυτόν τον κίνδυνον; «Ας γίνωμεν συνετοί σαν τους όφεις και καθαροί σαν τα περιστέρια»,34  υποκινούντες έξυπνον λογισμόν κατά της παγίδος του, διότι το, «Γίνεσθε συνετοί σαν τους όφεις», έχει λεχθή με σκοπόν να δίδωμεν προσοχήν εις τας κινήσεις του διαβόλου. Διότι το όμοιον πάρα πολύ γρήγορα αναγνωρίζεται από το όμοιον. Η δε ακεραιότης της περιστεράς δεικνύει την καθαρότητα της πράξεως. Κάθε αγαθόν έργον δεν θα έχη σχέσιν με το κακόν. Πώς όμως θ’ αποφύγωμεν αυτό το οποίον αγνοούμεν; Πρέπει λοιπόν ημείς, αφού λάβωμεν υπ’ όψιν μας την πανουργίαν του εχθρού, να φυλασσώμεθα από τα κακά σχέδιά του, διότι λέγει˙ «Αυτός περιπατεί ζητών κάποιον να καταπιή».35  «Και τα βρώματα αυτού εκλεκτά».36   Χρειάζεται λοιπόν πάντοτε να είμεθα εν εγρηγόρσει. Διότι μας πολεμεί και με τα εξωτερικά πράγματα, μας δαμάζει όμως και με τους εσωτερικούς λογισμούς. Και μάλιστα περισσότερον με τους εσωτερικούς˙ και νύκτα και ημέραν αοράτως μας επιτίθεται.
Τί μας χρειάζεται λοιπόν εις τον παρόντα πόλεμον; Άσκησις επίπονος βεβαίως και καθαρά προσευχή. Άλλ’ αυτά αποτελούν αλεξητήριον γενικώς δια κάθε ολέθριον λογισμόν˙ χρειάζεται όμως να σκεφθούμεν και κάτι άλλα ειδικά δια την περίπτωσιν αυτήν, δια να απομακρύνωμεν την παρούσαν ασθένειαν της ψυχής˙ και όταν μας επιτεθή ο αίσχιστος λογισμός, να τον αντιμετωπίσωμεν με τους αντιθέτους λογισμούς. Εάν εις την διάνοιάν μας έλθη εικών ωραίου προσώπου, πρέπει να την πατάξωμεν με τον εξής συλλογισμόν, ας κλείσωμεν τους οφθαλμούς του ειδώλου, ας αφαιρέσωμεν τας σάρκας από τας παρειάς, ας κόψωμεν και τα χείλη, και τότε θα ίδωμεν ένα αηδιαστικόν κατασκεύασμα από κόκκαλα γυμνά˙ ας μάθωμεν λοιπόν καλά τι ήτο αυτό το οποίον μας είλκυε˙ έτσι θα δυνηθώμεν να αναχαιτίσωμεν τον μάταιον και πλάνον. Διότι αυτό το οποίον αγαπούμεν δεν ήτο τίποτε περισσότερον παρά αίμα αναμεμιγμένον με φλέγμα, το οποίον και ο οργανισμός των ζώων παρασκευάζει. Κατ’ αυτόν τον τρόπον και με αυτάς τας σκέψεις είνε φυσικόν να απομακρύνωμεν την βδελυράν κακίαν˙ και όπως κτυπάς το καρφί με το καρφί,37  κατά τον ίδιον τρόπον πρέπει να αποκρούωμεν τον διάβολον. Ακόμη δε πρέπει να φαντασθούμεν πληγάς δυσόσμους και σαπισμένας εις όλον το σώμα του προσώπου, το οποίον αγαπούμεν, και με ολίγα λόγια να ειπούμεν ότι μοιάζει με νεκρόν ή και ο ίδιος είνε νεκρός κατά την πίστιν. Το ισχυρότερον όμως όλων είνε τονα εξουσιάζης την κοιλίαν σου, διότι έτσι και εις τας υπογαστρίους ηδονάς είνε δυνατόν να κυριαρχήσης.
Όσαι λοιπόν ήσαν παρούσαι ελάμβανον μέρος εις θείον συμπόσιον, διότι ηυχαριστούντο από το ποτήριον της σοφίας. Προσέφερε δε εις αυτάς ως οίνον το θείον ποτόν και νάμα η μακαρία Συγκλητική. Η κάθε μία απ’ αυτάς ελάμβανεν ό,τι ήθελε, και κάποια από τας συγκεντρωμένας την ηρώτα και έλεγε˙ Η ακτημοσύνη είνε τέλειον αγαθόν; Και αυτή απήντησεν˙ Είνε πάρα πολύ μεγάλον καλόν δι’ όσας δύνανται. Αυταί αι οποίαι την υπομένουν, πιέζουν την σάρκα των, έχουν όμως άνεσιν εις την ψυχήν των. Διότι όπως ακριβώς τα στερεά ρούχα, όταν τα πατούν και με βίαν τα τρίβουν, πλύνονται και καθαρίζονται, κατά τον ίδιον τρόπον και η δυνατή ψυχή περισσότερον ενισχύεται με την εκούσιον πτωχείαν˙ αυταί όμως αι οποίαι έχουν αδύνατον χαρακτήρα υφίστανται το αντίθετον από ότι αι πρώται. Διότι μόλις ολίγον πιεσθούν, σαν τα εσχισμένα ρούχα, καταστρέφονται χωρίς να δύνανται να ανεχθούν την κάθαρσιν, την οποίαν επιφέρει η αρετή. Και ενώ ένας είνε ο τεχνίτης, εις διαφορετικόν όμως τέλος καταλήγουν τα ρούχα, διότι αυτά μεν σχίζονται και καταστρέφονται, ενώ εκείνοι λευκαίνεται και ανανεώνεται. Δια τούτο θα ηδύνατο κανείς να θεωρήση ως αγαθόν κειμήλιον δι’ εκείνας αι οποίαι διακρίνονται δια το ανδρείον των φρόνημα την ακτημοσύνην˙ διότι αποτελεί τον χαλινόν των σωματικών αμαρτημάτων.
Πρώτα όμως πρέπει να εξασκηθούμεν εις τους κόπους˙ εννοώ την νηστείαν και την χαμαικοιτίαν, και τα επί μέρους, και κατ’ αυτόν τον τρόπον ν’ αποκτήσωμεν αυτήν την αρετήν. Διότι όσοι δεν ενήργησαν έτσι, άλλ’ αμέσως απέρριψαν την περιουσίαν των, ως επί το πλείστον μετενόησαν.
Τα χρήματα είνε όργανον του απολαυστικού βίου. Κατάργησε λοιπόν πρώτα το πάθος σου, δηλαδή την γαστριμαργίαν και την καλοπέρασιν, και έτσι ευκόλως θα δυνηθής να περιφρονήσης την ύλην των χρημάτων. Διότι νομίζω ότι είνε ανυπόφορον, ενώ υπάρχει το πάθος, να μην υπάρχη το όργανον. Εκείνος ο οποίος δεν απέβαλε το πρώτον, πώς θα δυνηθή να εκδιώξη το δεύτερον; Δι’ αυτόν τον λόγον και ο Σωτήρ, όταν συζητά με τον πλούσιον νεανίσκον, δεν τον διατάσσει αμέσως να αποβάλη τα χρήματα, αλλά τον ερωτά προηγουμένως, εάν έχη εκτελέσει τας εντολάς του νόμου και ως επιδέξιος διδάσκαλος ερωτά˙ Εάν έμαθες τα γράμματα, εάν εδιδάχθης τας συλλαβάς, και γενικώς εάν έμαθες να γράφης τα ονόματα, προχώρησε λοιπόν και εις την τελείαν ανάγνωσιν˙ δηλαδή «Πήγαινε πώλησε τα υπάρχοντά σου και εμπρός, ακολούθησέ με».38   Και νομίζω ότι εάν δεν έδινε την διαβεβαίωσιν, ότι έχει εκτελέσει όσα παρήγγελλεν ο νόμος, δεν θα τον παρεκίνει εις την ακτημοσύνην. Διότι πώς θα ηδύνατο να σπεύση εις ανάγνωσιν, αφού δεν εγνώριζε να συλλαβίζη;
Καλή λοιπόν είνε η ακτημοσύνη δι’  όσους έχουν συνηθίσει εις τας αρετάς, διότι αφού απέβαλον τα περιττά, στρέφουν τα βλέμματά των προς τον Κύριον, ψάλλοντες με ειλικρίνειαν εκείνον τον θείον λόγον, ο οποίος λέγει˙ «Τα μάτια μας είνε εστραμμένα με ελπίδα επάνω σου και συ δίδεις εις την κατάλληλον ώραν τροφήν εις εκείνους που σε αγαπούν».39
Άλλωστε από την αποβολήν του πλούτου ωφελούνται πολύ, χωρίς να έχουν εστραμμένον τον νουν των εις την γην, φορούν την βασιλείαν των ουρανών και εφαρμόζουν με ακρίβειαν αυτό το οποίον λέγει ο υμνωδός Δαυίδ. «Έγινα σαν ζώον μπροστά σου».40  Διότι όπως ακριβώς τα υποζύγια ζώα κάμνουν την εργασίαν των και αρκούνται εις τας τροφάς αι οποίαι είνε αρκεταί δια να ζήσουν, έτσι και οι εργάται της ακτημοσύνης, θεωρούν τα χρήματα μηδαμινά, εργάζονται δε μόνον δια την καθημερινήν τροφήν του σώματος. Αυτοί κρατούν το θεμέλιον της πίστεως˙ εις αυτούς έχει λεχθή από τον Κύριον να μη αγωνιούν δια την αύριον και ότι «τα πτηνά του ουρανού δεν σπέρνουν ούτε θερίζουν και ο ουράνιος πατέρας τα τρέφει».41  Μ’ αυτά τα λόγια ενισχύθησαν (και είνε λόγια του Θεού) και με παρρησίαν λέγουν εκείνον τον γραφικόν λόγον, που λέγει˙ «Επίστευσα δι’ αυτό ωμίλησα».42
Και ο εχθρός υφίσταται μεγαλυτέραν ήτταν από τους ακτήμονας˙ διότι δεν έχει εις τι να τους βλάψη. Διότι αι περισσότεραι θλίψεις και πειρασμοί προέρχονται από τας χρηματικάς ζημίας. Τί έχει λοιπόν να κάμη εις τους ακτήμονας; Τίποτε. Να κάψη χωράφια; Δεν έχουν. Να καταστρέψη υποζύγια ζώα; Άλλ’ ούτε και αυτά προ πολλού τα απεχαιρέτησαν. Μεγίστη λοιπόν τιμωρία εναντίον του εχθρού. Και πολύτιμος θησαυρός δια την ψυχήν είνε η ακτημοσύνη.
Όσον λοιπόν αυτή είνε αξιοθαύμαστος και υπέρογκος αρετή, τόσον πονηρά και μοχθηρά είνε η φιλαργυρία και ορθώς έχει ειπεί δι’ αυτήν ο θεσπέσιος Παύλος ότι είνε αιτία όλων των κακών.43 Δηλαδή της επιθυμίας του πλούτου, της επιορκίας, της κλοπής, της αρπαγής, της πορνείας, του φθόνου, της μισαδελφίας, του πολέμου, της ειδωλολατρίας, της πλεονεξίας και των παραφυάδων αυτών, της υποκρισίας, της κολακείας, της περιφρονήσεως, όλων αυτών αιτία ομολογουμένως είνε η φιλαργυρία. Δια τούτο δικαίως ο απόστολος την ωνόμασε μητέρα όλων των κακών. Και δεν τους τιμωρεί μόνον ο Θεός, αλλά και οι ίδιοι καταστρέφουν τον εαυτόν των˙ διότι έχοντες αχόρταγον την κακίαν μέσα των, δεν εκπληρούται ο σκοπός των και δια τούτο μένει αθεράπευτος η πληγή των. Εκείνος ο οποίος δεν έχει τίποτε, ολίγα επιθυμεί˙ και όταν αποκτήση αυτά, επιθυμεί περισσότερα˙ εκατόν χρυσά νομίσματα έχει, και λαχταρά τα χίλια˙ και όταν και αυτά τα αποκτήση, εις το άπειρον στρέφει  το βλέμμα του. Και έτσι, επειδή δεν δύνανται να θέσουν τέρμα εις την επιθυμίαν των, πάντοτε κλαίονται ότι είνε πτωχοί. Η φιλαργυρία φέρει πάντοτε μαζί της τον φθόνον. Αυτός δε καταστρέφει πρώτα εκείνον ο οποίος τον έχει. Όπως ακριβώς η οχιά, όταν γεννάται, πρώτα την μητέρα της φονεύει, προτού βλάψη άλλους˙ έτσι και ο φθόνος μαραίνει εκείνον ο οποίος τον έχει, προτού εις τους γείτονας εξαπλωθή.
Θα ήτο πολύ σπουδαίον, εάν ηδυνάμεθα ημείς οι οποίοι ζητούμεν το αληθινόν αργύριον, να υπομένωμεν τόσους κόπους, εις όσους άνευ αξίας περιπίπτουν αυτοί οι οποίοι κυνηγούν την ματαιότητα του κόσμου. Υπομένουν ναυάγια, δοκιμάζουν ταλαιπωρίας, περιπίπτουν εις χείρας ληστών, υπομένουν κακοκαιρίαν και βιαίους ανέμους και πολλές φορές ενώ κερδίζουν αποκαλούν τον εαυτόν των πτωχόν, διότι φοβούνται τους φθονερούς ανθρώπους. Ημείς όμως ουδόλως τολμούμεν τέτοιους κινδύνους χάριν του αληθινού κέρδους. Εάν δε ποτέ επιτύχωμεν ολίγα πράγματα, εξυψώνομεν τον εαυτόν μας και κάνομεν επίδειξιν εις τους ανθρώπους και πολλές φορές, ενώ ούτε ακόμη έχει ολοκληρωθή το καλόν, το προβάλλομεν˙ αμέσως δε καυχώμεθα και δια τον σπινθήρα του καλού, τον οποίον νομίζομεν ότι έχομεν και έτσι μας κλέπτει ο εχθρός. Και εκείνοι δε, ενώ κερδίζουν πολλά, επιθυμούν τα περισσότερα˙ και όσα μεν έχουν τώρα τα θεωρούν μηδαμινά, απ’ εναντίας δε στρέφονται προς αυτά τα οποία δεν έχουν προς το παρόν. Ημείς όμως, αν και δεν έχομεν τίποτε απ’ όσα ζητούν οι άνθρωποι, δεν θέλομεν ν’ αποκτήσωμεν τίποτε˙ και ενώ πάσχομεν από την εσχάτην πενίαν, θεωρούμεν τον εαυτόν μας πλούσιον. Είνε ωραίον πράγμα λοιπόν αυτός που είνε ενάρετος εις κανένα να μη το διακηρύττη, διότι αυτοί θα υποστούν μεγαλυτέραν ζημίαν και βεβαίως «θα χάσουν αυτό που νομίζουν ότι έχουν».44
Πρέπει λοιπόν να καταβάλλωμεν κάθε προσπάθειαν δια ν’ αποκρύπτωμεν το κέρδος. Αυτοί δε που διηγούνται τα κατορθώματά των ας τολμήσουν να είπουν και τα ελαττώματά των μαζί με αυτά˙ εάν δεν αποκρύπτουν αυτά, δαι να μη τους κατηγορήσουν όσοι τους ακούουν, πολύ περισσότερον πρέπει να αποκρύψουν εκείνα, διότι τους αποξενώνουν από τον Θεόν. Άλλ’  όσοι ζουν ενάρετον βίον κάνουν το αντίστροφον, δηλαδή διηγούνται και τα μικρότερα αμαρτήματά των προσθέτοντας και πράγματα τα οποία δεν έκαμαν. Έτσι περιφρονούν την δόξαν των ανθρώπων, αποκρύπτουν όμως τα αγαθά, δια ν’ ασφαλίσουν την ψυχήν των. Διότι όπως ακριβώς θησαυρός ο οποίος ήλθεν εις το φως δυσκόλως διασώζεται, έτσι και η αρετή η οποία γίνεται γνωστή και δημοσιεύεται εξαφανίζεται˙ όπως ακριβώς λυώνει το κερί από την φωτιάν, έτσι και η ψυχή λόγω των επαίνων διαλύεται και χάνει την δύναμίν της.
Και το αντίθετον πάλιν θα συμβή˙ εάν δηλαδή η θερμότης λυώνη το κερί, το ψύχος το στερεοποιεί˙ και εάν ο έπαινος αφαιρή από την ψυχήν την δύναμιν, οπωσδήποτε ο ονειδισμός και ο εξευτελισμός την ανυψώνουν εις ύψη αρετής˙ διότι λέγει˙ «Χαίρετε και αγαλλιάσθε» όταν οι άνθρωποι ειπούν κάθε ψεύδος εναντίον σας.45  Και αλλού λέγει˙ «Με θλίψεις με επλάτυνες».46  Και πάλιν˙ «Ονειδισμόν περιμένει η ψυχή μου και ταλαιπωρίαν».47  Είνε δε δυνατόν να ίδωμεν εις την αγίαν Γραφήν και μύρια άλλα τέτοια αγαθά, τα οποία συνοδεύουν την ψυχήν.
Υπάρχει λύπη ωφέλιμος και λύπη βλαβερά. Της ωφελίμου λύπης γνώρισμα είνε να αναστενάζης δια τα ιδικά σου αμαρτήματα και δια την άγνοιαν των συνανθρώπων σου˙ επίσης από φόβον μήπως εκπέσης από την αγαθήν πρόθεσιν˙ και τέλος (να λυπήσαι), διότι είσαι μακράν της τελείας αγαθωσύνης. Αυτά λοιπόν είνε τα είδη της γνησίας και αγαθής λύπης. Υπάρχει και μία άλλη λύπη, την οποίαν ο εχθρός υποβάλλει, και η οποία γνωρίζει να αναφύεται μεταξύ των ειδών της καλής λύπης. Και αυτός βάζει λύπην πλήρη ανοησίας, την οποίαν μερικοί την ονομάζουν και ακηδίαν. Το πνεύμα αυτό πρέπει να το απομακρύνωμεν κυρίως με προσευχήν και ψαλμωδίαν.
Και ημάς απασχολούν αγαθαί μέριμναι και δεν πρέπει να νομίζη κανείς, ότι μένει άνευ φροντίδων εις την ζωήν αυτήν. Διότι λέγει η Γραφή˙ «Κάθε κεφαλή θα πονέση και κάθε καρδία θα λυπηθή».48  Μ’ ένα λόγον το άγιον Π         νεύμα έγραψε και περί του μοναχικού και περί του κοσμικού βίου. Δια του πόνου της κεφαλής εννοεί τον μοναχικόν τρόπον ζωής˙ διότι εκείνο το οποίον εξουσιάζει είνε η κεφαλή˙ «Διότι οι οφθαλμοί του σοφού», λέγει, «είνε εις την κεφαλήν του».49  Με την λέξιν αυτήν νομίζω ότι εννοεί το διορατικόν. Ωμίλησε δε περί πόνου, διότι κάθε είδος αρετής με κόπους επιτυγχάνεται. Με την λύπην της καρδίας εδήλωσε το άστατον και πονηρόν ήθος. Την καρδίαν ωνόμασαν μερικοί κατοικίαν θυμού και λύπης˙ όταν στερούνται την δόξαν λυπούνται˙ όταν επιθυμούν τα  ξένα, λυώνουν˙ όταν περιπίπτουν εις πτωχείαν δυσανασχετούν˙ όταν είνε πλούσιοι, συμπεριφέρονται σαν τρελλοί και στερούνται και τον ύπνον των δια να φυλάξουν την περιουσίαν των.
Ας μη παρασυρθούμε λοιπόν κατά το φρόνημα, λέγοντες ότι οι κοσμικοί είνε αμέριμνοι. Εάν κάνωμεν σύγκρισιν, κοπιάζουν ίσως περισσότερον από ημάς. Αι κοσμικαί γυναίκες ως επί το πλείστον λυπούνται πολύ εις τον κόσμον, διότι γεννούν με δυσκολίαν και κίνδυνον, και ταλαιπωρούνται εις τον θηλασμόν, και όταν τα παιδιά των αρρωσταίνουν, συμπάσχουν και αυταί, και υπομένουν αυτά χωρίς τα βάσανά των να τελειώνουν. Και ή είνε ανάπηρα εις το σώμα αυτά τα οποία εγέννησαν ή τα κυριεύει η κακία και δολοφονούν τους γονείς των. Ας τα γνωρίζομεν αυτά και ας μη μας δελεάση ο εχθρός με την σκέψιν, ότι τάχα η ζωή είνε άνετη και αμέριμνη. Διότι όταν γεννούν, φθείρονται από τους πόνους˙ όταν δεν γεννούν, λυώνουν ως στείραι και άγονοι από τους εξευτελισμούς.
Αυτά δε σας τα λέγω δια να σας ασφαλίσω από τον εχθρόν. Διότι οι λόγοι μου δεν αρμόζουν εις όλας, αλλά μόνον εις όσας επιθυμούν τον μοναχικόν βίον. Όπως δεν είνε κατάλληλος μία και μόνον τροφή δια όλα τα ζώα έτσι και εις τους ανθρώπους δεν ωφελεί ο ίδιος λόγος. «Δεν πρέπει να βάζωμεν τον νέον οίνον εις παλαιούς ασκούς»,50 λέγει η Γραφή. Διότι διαφορετικά τρέφονται όσοι εμφορούνται από την επιθυμίαν της θεωρίας και της γνώσεως, διαφορετικά δε εκείνοι οι οποίοι γεύονται την ασκητικήν και πρακτικήν ζωήν, και κακτά δύναμιν εκείνοι που επιδιώκουν το δίκαιον εις τον κόσμον. Όπως ακριβώς από τα ζώα άλλα μεν ζουν εις την ξηράν, άλλα δε εις το νερό και άλλα είνε πτηνά, έτσι και οι άνθρωποι άλλοι μεν κατέχουν τον μεσαίον τρόπον ζωής, όπως τα χερσαία ζώα, άλλοι δε ατενίζουν τα ύψη, όπως τα πτηνά, άλλοι δε έχουν σκεπασθή από τα ύδατα των αμαρτημάτων των, όπως τα ψάρια˙ «Ήλθα εις τον βυθόν της θαλάσσης και με κατεπόντισεν η καταιγίς»,51  λέγει η Γραφή. Και τέτοια μεν είνε η φύσις των ζώων˙ ημείς δε αναπτερωμέναι σας αετοί, ας ανέλθωμεν εις τα υψηλότερα, και ας «καταπατήσωμεν λέοντα και δράκοντα»53  και έτσι ας νικήσωμεν τώρα εκείνον ο οποίος κάποτε μας εξουσίαζεν. Αυτό δε θα το επιτύχωμεν, εάν όλη την διάνοιάν μας προσφέρωμεν εις τον Σωτήρα.
Άλλ’ όσον ημείς ανυψούμεθα προς τα ύψη, τόσον και εκείνος προσπαθεί να μας εμποδίση με τας παγίδας του. Και τι το σπουδαίον να έχωμεν αντιπάλους κατά  την επιδίωξιν του αγαθού, όταν οι αντίπαλοι αυτού φθονούν και τα ευτελή πράγματα; Πράγματι, όπως είνε γνωστόν, δεν επιτρέπουν να παίρνουν οι άνθρωποι ούτε τους θησαυρούς που είνε κρυμμένοι κάτω από την γην. Εάν λοιπόν αντιτίθενται και προς την σκιάν της γης, πόσω μάλλον θα φθονήσουν την βασιλείαν των ουρανών;
Πρέπει λοιπόν να οπλιζώμεθα εναντίον αυτών ποικιλοτρόπως, διότι και από έξω εισορμούν, και ουδόλως ολιγώτερον από τα έξω κινούνται. Και η ψυχή, σαν πλοίον, άλλοτε μεν καταποντίζεται από τας εξωτερικάς τρικυμίας, άλλοτε δε βυθίζεται από τα νερά, τα οποία εισρέουν μέσα. Και ημείς λοιπόν άλλοτε μεν χανόμεθα εξ αιτίας των εξωτερικών αμαρτημάτων, τα οποία διαπράττομεν, άλλοτε δε αφανιζόμεθα εξ αιτίας των εσωτερικών λογισμών. Δια τούτο πρέπει να επιβλέπωμεν και τας εξωτερικάς επιθέσεις των πονηρών πνευμάτων, και να εκδιώκωμεν και τας εσωτερικάς ακαθαρσίας των λογισμών, πάντοτε δε να είμεθα εν εγρηγόρσει έναντι των λογισμών, διότι συνεχώς κάμνουν επίθεσιν. Εις μεν τας εξωτερικάς τρικυμίας οι ναύται φωνάζουν δυαντά και πολλάς φοράς η σωτηρία των επιτυγάνεται από τα πλοία τα οποία είνε εκεί πλησίον των˙ αι αντλίαι όμως, και ενώ κοιμούνται πολλές φορές οι πλοίαρχοι και η θάλασσα είνε ήρεμος, εργάζονται υπούλως, και πολλές φορές επιφέρουν τον θάνατον εις αυτούς.
Πρέπει λοιπόν η διάνοιά μας να κοπιάζη περισσότερον εναντίον των λογισμών. Διότι ο εχθρός, επειδή θέλει να κρημνίση την ψυχήν, σαν να πρόκηται περί οικίας, ή εκ θεμελίων την καταρρίπτει ή αρχίζει από την στέγην και την καταστρέφει ολόκληρον ή μπαίνει από τα παράθυρα και πρώτον δένει τον οικοδεσπότην και έτσι υποδουλώνει τα πάντα. Θεμέλιον είνε τα καλά έργα, στέγη η πίστις, παράθυρα δε αι αισθήσεις. Με όλα αυτά τα μέσα κάμνει τον πόλεμον ο εχθρός. Δια τούτο εκείνος ο οποίος θέλει να σωθή, πρέπει να έχη πολλά μάτια. Εδώ εις την γην δεν είμεθα αμέριμνοι˙ η Γραφή λέγει˙ «Αυτός που στέκει όρθιος ας προσέχη να μη πέση».53
Πλέομεν εις το άγνωστον˙ ο ιερός ψαλμωδός Δαυίδ έχει ονομάσει την ζωήν μας θάλασσαν.54   Αλλά της θαλάσσης άλλα μεν μέρη είνε βράχοι, άλλα δε είνε γεμάτα από θηρία, άλλα δε είνε γαλήνια. Ημείς δε νομίζομεν ότι πλέομεν εις το γαλήνιον μέρος της θαλάσσης, οι δε κοσμικοί εις τα επικίνδυνα˙ και ημείς μεν πλέομεν κατά την ημέραν καθοδηγούμενοι από τον ήλιον της δικαιοσύνης, εκείνοι δε κατά την νύκτα παρασυρόμενοι από την άγνοιαν. Ενδέχεται όμως πολλές φορές, όταν ευρίσκεται εις τρικυμίαν και σκότος, να φωνάξη δυνατά και να μείνη άγρυπνος, και έτσι να σώση το σκάφος του˙ ημείς όμως ενώ ζούμεν μέσα εις την γαλήνην, ενδέχεται να βυθιστούμεν από την αμέλειάν μας, επειδή εγκαταλείψαμεν το πηδάλιον της δικαιοσύνης.
Ας προσέχη λοιπόν να μη πέση αυτός ο οποίος στέκεται. Διότι εκείνος ο οποίος έπεσε δι’ εν και μόνον φροντίζει, να σηκωθή επάνω˙ εκείνος δε ο οποίος στέκεται, ας φυλάγεται να μη πέση. Διότι και αι πτώσεις είνε διαφορετικαί˙ όσοι έπεσαν έχουν στερηθή το να στέκωνται όρθιοι˙ έτσι δε πεσμένοι καθώς είνε, δεν έχουν υποστή πολύ μεγάλην βλάβην. Εκείνος δε ο οποίος στέκεται ας μη καταφρονή αυτόν ο οποίος έχει πέσει, αλλά να φοβήται τον εαυτόν του, μήπως πέση και καταστραφή και εις βαθύτερον λάκκον κρημνισθή. Διότι είνε φυσικόν, επειδή και η κραυγή του θα πνιγή εξ αιτίας του βάθους του φρέατος να μη ζητήση βοήθειαν. Λέγει ο δίκαιος˙ «Να μη με καταπιή βυθός και να μη ανοίξη επάνω μου φρέαρ».55  Ο πρώτος παρέμεινεν εις την πτώσιν του. Πρόσεξε τον εαυτόν σου, μήπως πέσης και συ και γίνης τροφή  θηρίων. Εκείνος ο οποίος έπεσε, δεν ησφάλισε την πόρτα του˙ συ όμως καθόλου μη νυστάξης, αλλά πάντοτε ψάλλε εκείνον τον θείον λόγον, ο οποίος λέγει˙ «Φώτισε τους οφθαλμούς μου δια να μη πέσω ποτέ εις τον ύπνον του θανάτου».56   Να είσαι διαρκώς άγρυπνος, διότι ο λέων ωρύεται.
Αυτά τα λόγια συντελούν εις το να μη υπερηφανεύεται κανείς. Εκείνος ο οποίος έπεσε, δύναται να σωθή, αν επιστρέψη και αναστενάξη. Πρόσεξε τον εαυτόν σου συ η οποία στέκεσαι. Διπλούν κίνδυνον συ διατρέχεις˙ δηλαδή ή να μη επανέλθης εις τα παλαιά, επειδή θα σου επιτεθή ο εχθρός με την αμέλειαν ή να σου βάλη τρικλοποδιά, ενώ δεν τρέχεις. Διότι ο εχθρός μας διάβολος ή από οπίσω παρασύρει την ψυχήν προς το μέρος του, όταν την ίδη αργήν και οκνηράν, ή όταν φαίνεται σπουδαία και επιμελής εις την άσκησιν εισέρχεται με λεπτότητα και κρυφίως δια της υπερηφανείας και έτσι καταστρέφει την ψυχήν ολοκληρωτικά. Αυτό το όπλον είνε το τελευταίον και μεγαλύτερον απ’ όλα τα κακά. Εξ αιτίας αυτού έπεσεν ο διάβολος και μ’ αυτό προσπαθεί να κρημνίση τους δυνατωτέρους από τους ανθρώπους. Όπως ακριβώς οι πιο έμπειροι από τους πολεμιστάς, αφού εξοδεύσουν τα λεπτότερα βέλη, όταν πλέον επικρατήσουν οι εχθροί, προβάλλουν τότε την ισχυροτέραν απ’ όλας μάχαιραν, έτσι και ο διάβολος αφού εξαντλήση τα πρώτά του άγκιστρα, τότε χρησιμοποιεί το τελευταίον ξίφος, την υπερηφάνειαν. Ποίαι ήσαν αι πρώταί του παγίδες; Βεβαίως η γαστριμαργία, η φιληδονία, η πορνεία. Αυτά τα πνεύματα παρουσιάζονται κυρίως εις τας νεαράς ηλικίας. Ακολουθούν δε αυτά η φιλαργυρία, η πλεονεξία και τα όμοια. Όταν λοιπόν η αθλία ψυχή νικήση τα πάθη αυτά, όταν νικήση την κοιλίαν, όταν με την σεμνότητα υπερισχύση έναντι των σαρκικών ηδονών, όταν περιφρονήση τα χρήματα, τότε ο κακόγνωμος διάβολος, εκδιωγμένος από παντού, υποβάλλει εις την ψυχήν ατάκτους λογισμούς˙ την εξυψώνει ώστε να καυχάται κατά τρόπον άπρεπον έναντι των αδελφών. Βαρύ και καταστρεπτικόν αυτό το δηλητήριον του εχθρού. Πολλούς μαζί τους ενίκησεν αφού τους συσκότισε με αυτό. Διότι υποβάλλει εις την ψυχήν λογισμόν παράνομον και θανατηφόρον. Τον κάμνει να φαντάζεται ότι κατέκτησε πράγματα τα οποία αγνοούν οι πολλοί, και ότι εις τας νηστείας υπερέχει και του προσθέτει πλήθος κατορθωμάτων˙ τον κάμνει να λησμονήση όλας τας αμαρτίας τας οποίας διέπραξε, δια να υπερηφανευθή έναντι των συντρόφων του. Κλέπτει από την σκέψιν του τα παραπτώματά του. Δεν κάμνει αυτό δια να τον ωφελήση, αλλά δια να μη δυνηθή να είπη εκείνον τον λόγον ο οποίος οδηγεί εις την θεραπείαν, το˙ «Εις σε μόνον ημάρτησα»,57  «ελέησόν με».58   Ούτε βεβαίως θα του επιτρέψη να είπη˙ «Θα σου εξομολογηθώ, Κύριε, μ’ όλην την καρδίαν μου».59  Άλλ’ όπως αυτός είπε με την σκέψιν του το˙ «Θα ανεβώ και θα στήσω τον θρόνον μου»,60   έτσι και αυτόν τον κάμνει να φαντάζεται εξουσίας και πρωτοκαθεδρίας ακόμη δε και διδασκαλίας και παροχήν θεραπειών. Η ψυχή λοιπόν, όταν δι’ αυτού του τρόπου απατηθή, καταστρέφεται και χάνεται, επειδή υπέστη αθεράπευτον πληγήν.
Τί λοιπόν πρέπει να κάμνωμεν, όταν μας παρουσιάζωνται τέτοιοι λογισμοί; Αδιαλείπτως να μελετούμεν εκείνον τον θείον λόγον, τον οποίον εκραύγαζεν ο μακάριος Δαυίδ και έλεγε το˙ «Εγώ είμαι σκουλήκι και όχι άνθρωπος».61  Και αλλού λέγει˙ «Εγώ είμαι χώμα και στάκτη».62  Ακόμη δε ας ακούση τον λόγον του Ησαΐου, ο οποίος λέγει, ότι «Όλη η δικαιοσύνη του ανθρώπου είνε σαν το κουρέλι της πόρνης».63   Και εάν μεν οι λογισμοί αυτοί της επιτεθούν, όταν είνε εις την έρημον, ας εισέλθη εις το κοινόβιον˙ ας αναγκάση τον εαυτόν της να τρώγη και δύο φορές την ημέραν, εάν δια την υπερβολικήν άσκησιν ηχμαλωτίσθη απ’ αυτό το πάθος˙ και από τας συνομηλίκους ας ελέγχεται και ας εξευτελίζεται, και μάλιστα να ελέγχεται με σφοδρότητα, σαν να μη έχη κατορθώσει τίποτα˙ ας προσφέρη δε κάθε είδους υπηρεσίαν. Να της διηγούνται βίους εξοχωτάτων αγίων˙ ας προσπαθήσουν δε αι σύντροφοι να εντείνουν τους κόπους των δια την άσκησιν επί ολίγας ημέρας, δια να θεωρήση και αυτή τον εαυτόν της κατώτερον, όταν ίδη το ύψος των αρετών.
Προηγείται όμως αυτής της ασθενείας ένα άλλο κακόν, η παρακοή˙ δια τούτο με το αντίθετον της παρακοής, την υπακοήν δηλαδή, είνε δυνατόν το σάπιον μέρος της ψυχής να καθαρισθή. Διότι λέγει˙ «Η υπακοή είνε ανωτέρα από την θυσίαν».64
Πρέπει λοιπόν άλλοτε να γκρεμίζωμεν τον όγκον της δόξης εγκαίρως και άλλοτε πάλιν να επαινούμεν και να θαυμάζωμεν εις τον κατάλληλον καιρόν. Διότι εάν ευρεθή η ψυχή αμελής και οκνηρά, ακόμη δε και ναρκωμένη εις το να σημειώνη πρόοδον εις το καλόν, δεν πρέπει να την επαινούμεν˙ και εάν κάνη κάποιο καλόν, χρειάζεται να την θαυμάζωμεν και να την εξυψώνωμεν. Και τα βαρειά και απάνθρωπα παραπτώματα πρέπει να τα θεωρούμεν ως ελάχιστα και μηδαμινά˙ διότι ο διάβολος που  θέλει τα πάντα να τα διαστρεβλώνη, προσπαθεί τα προηγούμενα αμαρτήματα των σπουδαίων και ασκητικών να τα αποκρύψη. Διότι θέλει να αυξήση την υπερηφάνειαν. Εις τας νεοσυλέκτους όμως ψυχάς και εις εκείνας αι οποίαι μόλις έχουν στερεωθή όλα τα αμαρτήματά των τα θέτει προ οφθαλμών. Διότι εις την μίαν εμφυτεύει την σκέψιν˙ Συ η οποία επόρνευσες, πώς θα συγχωρηθής; Και εις την άλλην λέγει˙ Αφού τόσον πλεονέκτης υπήρξες, είνε αδύνατον να σωθής. Τας ψυχάς, αι οποίαι κατ’ αυτόν τον τρόπον σαλεύονται, πρέπει να τας στηρίξωμεν ως εξής. Πρέπει να λέγωμεν εις αυτάς˙ η Ραάβ ήτο πόρνη, όμως εσώθη δια της πίστεως˙ ο Παύλος ήτο διώκτης, αλλά έγινε σκεύος εκλογής˙ ο Ματθαίος ήτο τελώνης, αλλά κανείς δεν αγνοεί την χάριν την οποίαν έλαβε˙ και ο ληστής έκλεπτε και εφόνευεν, αλλά πρώτος ήνοιξε την θύραν του παραδείσου. Εις αυτούς λοιπόν ν’ ατενίζης και να μη απελπίζεσαι δια την ιδικήν σου ψυχήν.
Αφού δε αυτά ευρίσκεις κατάλληλα δι’ αυτάς, πρέπει να χρησιμοποιήσωμεν την εξής θεραπείαν δι’ εκείνας αι οποίαι εκυριεύθησαν από την υπερηφάνειαν. Χρειάζεται να λέγωμεν εις αυτήν˙ Διατί καυχάσαι; Επειδή δεν τρώγεις κρέας; Άλλοι ούτε ψάρι δεν βλέπουν. Και εάν κρασί δεν πίνης, σκέψου ότι άλλοι ούτε λάδι δεν τρώγουν. Έως το απόγευμα νηστεύεις; Άλλαι επί δύο και τρεις ημέρας συνεχομένας δεν λαμβάνουν τροφήν. Αλλά καυχάσαι επειδή δεν λούεσαι; Πολλοί λόγω και της σωματικής των ασθενείας ουδόμως ελούσθησαν. Αλλά θαυμάζεις τον εαυτόν σου επειδή κοιμάσαι εις στενόχωρον τόπον και εις τρίχινον στρώμα; Άλλαι κοιμούνται διαρκώς κατά γης. Και αυτό όμως εάν το έκαμνες, τίποτε σπουδαίον δεν θα κατώρθωνες, διότι άλλαι και λιθάρια εχρησιμοποίουν από κάτω  ως προσκέφαλον, δια να μη απολαμβάνουν και αυτά τα φυσικά πράγματα˙ άλλοι δε εκρέμασαν τον εαυτόν των όλην την νύκτα. Άλλ’ εάν και όλα αυτά τα κάμνης, και κατορθώσης την μεγαλυτέραν άσκησιν, μη υπερηφανευθής˙ διότι και τα δαιμόνια έχουν επιτελέσει και επιτελούν περισσότερα από τα ιδικά σου˙ διότι ούτε τρώγουν ούτε πίνουν ούτε έρχονται εις γάμον ούτε κοιμούνται, αλλά και εις την έρημον ζουν. Μη νομίζης ότι κάνεις τίποτε σπουδαίον συ, επειδή και εις το σπήλαιον κατοικείς.
Έστι λοιπόν, και μ’ αυτούς τους λογισμούς, είνε δυνατόν να θεραπευθούν τα αντίθετα πάθη, δηλαδή η απελπισία και η υπερηφάνεια. Διότι όπως η φωτιά, όταν την φυσούμεν με δύναμιν, διασκορπίζεται και χάνεται, και εάν δεν φυσά άνεμος πάλιν σβήνει, έτσι και η αρετή φυγαδεύεται λόγω της υπερηφανείας, έστω και αν ησκήθη με πολλή δύναμιν˙ και χάνεται το καλόν πάλιν εξ αιτίας της αμελείας, όταν ουδόλως παρακινούμεν τον εαυτόν μας δια να λάβη την πνοήν του  θείου Πνεύματος. Μαχαίρι κοπτερόν σπάζει ευκόλως από πέτραν˙ και άσκησις εντατική συντόμως χάνεται με την υπερηφάνειαν. Δια τούτο χρειάζεται από παντού ν’ ασφαλίσωμεν την ψυχήν μας, και την πλέον αυστηράν άσκησιν, η οποία καίεται γύρω – γύρω από τον καύσωνα της υπερηφανείας, να την οδηγήσωμεν ταπεινωμένην εις σκιερά μέρη, και ενίοτε να περικόπτωμεν και τα άχρηστα, δια να ευδοκιμή η ρίζα.
Αυτόν δε ο οποίος κατελήφθη από απελπισίαν να σπεύσωμεν να τον εξυψώσωμεν με τας προηγουμένας σκέψεις. Διότι η ψυχή πολύ κυλίεται εις τα χαμηλά. Και οι άριστοι των γεωπόνων λοιπόν, όταν ίδουν ένα φυτόν χαμηλόν και αδύνατον, το ποτίζουν αφθόνως και το φροντίζουν πολύ δια ν’ αυξηθή. Όταν όμως ίδουν εις ένα φυτόν πρόωρον βλάστησιν, αποκόπτουν τους περιττούς κλάδους, διότι θέλουν να ξηραθούν αυτοί αμέσως. Και οι ιατροί εις άλλους μεν αρρώστους δίδουν άφθονον τροφήν και παρακινούν να κάνουν περιπάτους, άλλους δε τους περιορίζουν και επί πολύ χρονικόν διάστημα τους επιβάλλουν ασιτίαν.
Φανερόν λοιπόν γίνεται, ότι η υπερηφάνεια είνε το μεγαλύτερον κακόν˙ και αυτό το αποδεικνύει το αντίθετον αυτής, δηλαδή η ταπεινοφροσύνη. Είνε δύσκολον ν’ αποκτήση κανείς την ταπεινοφροσύνην. Διότι εάν κανείς δεν απομακρυνθή από κάθε είδους δόξαν, δεν θα δυνηθή να αποκτήση αυτόν τον θησαυρόν. Είνε δε τόσον μεγάλη η ταπεινοφροσύνη, ώστε ενώ ο διάβολος φαίνεται να μιμήται όλας τας αρετάς, δι’ αυτήν ούτε καν γνωρίζει τι τέλος πάντων είνε. Ο απόστολος επειδή εγνώριζε την ασφάλειαν και την σταθερότητα την οποίαν παρέχει αυτή, μας διατάσσει να περιβληθούμεν την ταπεινοφροσύνη,65  και να είμεθα ενδεδυμένοι με αυτήν, όταν κάμνωμεν όλα τα ωφέλιμα. Και αν νηστεύης, και αν ελεής, και αν διδάσκης, και να είσαι σώφρων και συνετός, πάλιν αυτήν έχε δια τον εαυτόν σου ως τείχος απρόσβλητον. Ας συσφίγγη και ας συγκρατή τας αρετάς σου η ωραιοτέρα όλων των αρετών, η ταπεινοφροσύνη. Βλέπεις και τον ύμνον των τριών παίδων, πώς δεν έκαμαν μνείαν των άλλων αρετών, αλλά τους ταπεινούς συγκατέλεξαν μαζί με τους υμνούντας,66  χωρίς ν’ αναφερθούν εις τους σώφρονας ή ακτήμονας. Διότι όπως είνε αδύνατον να κατασκευασθή ένα πλοίον χωρίς καρφιά, κατά τον ίδιον τρόπον είνε αδύνατον να σωθή κανείς χωρίς ταπεινοφροσύνην.
Επειδή δε είνε αγαθή και σωτήριος, ο Κύριος την ενεδύθη, όταν εξεπλήρωσε το σχέδιον του Θεού δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Διότι λέγει˙ «Διδαχθήτε από εμέ, διότι είμαι πράος και έχω ταπεινήν καρδίαν».67   Πρόσεξε ποίος είνε εκείνος ο οποίος τα λέγει˙ γίνε τέλειος μαθητής του. Αρχή και τέλος των αρετών σου ας γίνη η ταπεινοφροσύνη. Φρόνημα, λέγω ταπεινόν όχι μόνον τας εξωτερικάς εκδηλώσεις, άλλ’ εννοεί τον έσω άνθρωπον˙ διότι αυτόν ακολουθεί και το εξωτερικόν του ανθρώπου. Εξετέλεσας όλας τας εντολάς; Το γνωρίζει ο Κύριος˙ άλλ’ αυτός πάλιν σε διατάσσσει να γίνης ο έσχατος δούλος˙ διότι λέγει˙ «Όταν όλα τα κάμετε να λέγετε˙ είμεθα άχρηστοι δούλοι».68
Η ταπεινοφροσύνη λοιπόν κατακτάται με ονειδισμούς, με εξευτελισμούς, με πληγάς˙ ν’ ακούσης ότι είσαι ανόητος και βλάκας, επαίτης και πτωχός, αδύνατος και τιποτένιος, απρόκοπος εις τα έργα, χωρίς ευφράδεια εις τον λόγον, άσχημος εις την εμφάνισιν, χωρίς δυνάμεις. Αυταί είνε αι δυνάμεις της ταπεινοφροσύνης. Αυτά ο Κύριος τα ήκουσε και τα έπαθε. Τον είπαν Σαμαρείτην και ακόμη ότι έχει δαιμόνιον. Έγινε δούλος, ερραπίσθη, επληγώθη.
Πρέπει λοιπόν και ημείς να μιμούμεθα εμπράκτως την ταπεινοφροσύνην. Υπάρχουν μερικοί οι οποίοι και δια των εξωτερικών εκδηλώσεων υποκρίνονται ότι είνε ταπεινόφρονες, και ταπεινώνουν τον εαυτόν των, δια να δοξασθούν με τον τρόπον αυτόν˙ άλλ’ αναγνωρίζονται από τους καρπούς των˙ διότι μόλις υβρίσθησαν ολίγον, δεν ηνέχθησαν αυτό, άλλ’ αμέσως, σαν φίδια, εξέρασαν το δηλητήριόν των.
Με τα λόγια αυτά ηυφραίνοντο πάρα πολύ αυταί αι οποίαι είχον προσέλθει, και πάλιν επερίμεναν, διότι δεν εχόρταιναν από τα αγαθά, τα οποία αυτή τας προσέφερε. Και πάλιν έλεγεν εις αυτάς η μακαρία. Πολύ προσπαθούν όσοι πλησιάζουν τον Θεόν και κοπιάζουν εις την αρχήν, έπειτα όμως αισθάνονται χαράν ανέκφραστον. Όπως ακριβώς όσοι θέλουν ν’ ανάψουν φωτιάν, πρώτον οι ίδιοι καπνίζονται και δακρύζουν, και έτσι επιτυγχάνουν αυτό το οποίον θέλουν˙ και λέγει˙ «Ο Θεός ημών είνε φωτιά που κατακαίει»69˙ έτσι και ημείς χρειάζεται ν’ ανάψωμεν το θείον πυρ μέσα μας με δάκρυα και κόπους. Ο ίδιος ο Κύριος λέγει˙ «Ήλθα να βάλω φωτιά εις την γην».70  Και μερικοί λόγω της αμελείας των τον μεν καπνόν ηνέχθησαν, την δε φωτιάν δεν κατώρθωσαν ν’ ανάψουν, διότι δεν είχον μακροθυμίαν και η σχέσις των με τον Θεόν ήτο μάλλον ασθενική και αμυδρά.
Δια τούτο η αγάπη είνε σπουδαίον κειμήλιον και δι’ αυτήν έδωσε διαβεβαίωσιν ο απόστολος και είπεν, ότι εάν όλα τα υπάρχοντά σου τα μοιράσης και το σώμά σου σκληραγωγήσης, άλλ’ αγάπην δεν έχης, «είσαι χαλκός που βροντά και κύμβαλον που ηχεί».71  Σπουδαία λοιπόν είνε η αγάπη μεταξύ των αρετών, όπως φοβερός είνε ο θυμός ανάμεσα εις τας κακίας, διότι όλην την ψυχήν την συσκοτίζει και την εξαγριώνει και την οδηγεί εις την παραφροσύνην. Ο δε Κύριος που φροντίζει με κάθε τρόπον δια την σωτηρίαν μας, ουδόλως επέτρεψε να μείνη έστω και ένα μικρόν τμήμα της ψυχής ασκέπαστον. Ακολασίαν διεγείρει εις ημάς ο εχθρός; Μας ώπλισεν ο Κύριος με την σωφροσύνην. Υπερηφάνειαν γεννά; Άλλ’ η ταπεινοφροσύνη δεν μας είνε μακράν. Μίσος μέσα μας εφύτευσεν; Η αγάπη παρουσιάζεται ανάμεσά μας. Όσα βέλη λοιπόν και αν κινήση εναντίον μας ο εχθρός, ο Κύριος με περισσότερα όπλα μας ησφάλισε, και δια την ιδικήν μας σωτηρίαν και δια την καταστροφήν εκείνου.
Κακόν πράγμα ανάμεσα εις τα κακά ο θυμός. Διότι λέγει˙ «Η οργή του ανθρώπου δεν προκαλεί την δικαιοσύνην του Θεού».72  Χρειάζεται λοιπόν να κυβερνούμεν, διότι απεδείχθη χρήσιμος εις ωρισμένας περιπτώσεις˙ μας συμφέρει να θυμώνωμεν και να στρεφώμεθα με σφοδρότητα εναντίον ανθρώπου, έστω και αν έπεσεν εις σφάλματα˙ πρέπει να τον διορθώσωμεν, όταν παύση το πάθος της οργής μέσα μας.
Και η μεν οργή είνε μικρότερον κακόν ανάμεσα εις τα κακά, η μνησικακία όμως είνε η πλέον βαρεία όλων. Διότι ο θυμός, αφού ολίγον θολώση την ψυχήν, σαν καπνός διαλύεται, η μνησικακία όμως, σαν να έχη καρφωθή βαθειά μέσα εις την ψυχήν, την καθιστά αγριωτέραν και από θηρία˙ και ο σκύλος βεβαίως όταν με μανίαν επιτίθεται εναντίον κάποιου, εάν τον καλοπιάση με την τροφήν, παύει τον θυμόν˙ και τ’ άλλα θηρία καταπραΰνονται με την αγάπην˙ εκείνος όμως ο οποίος κυριαρχείται από την μνησικακίαν δεν πείθεται με παρακλήσεις, δεν μαλακώνει με την τροφήν, ούτε και ο χρόνος, ο οποίος τα πάντα αλλάσσει, θεραπεύει το πάθος του. Αυτοί λοιπόν είνε οι πλέον ασεβείς και άνοιμοι. Δεν υπακούουν εις τον Σωτήρά των ο οποίος λέγει˙ «Πήγαινε πρώτα να συμφιλιωθής με τον αδελφόν σου και έτσι να προσφέρης το δώρόν σου»73˙ και αλλού λέγει˙ «να μη προλάβη να δύση ο ήλιος μαζί με την οργήν σας».74
Καλόν πράγμα λοιπόν είνε να μη οργίζεσαι˙ εάν όμως συμβή να θυμώσης, δεν επέτρεψεν ούτε μίαν ημέραν να διαρκέση το πάθος σου, διότι είπε να μη δύση ο ήλιος. Συ όμως περιμένεις, μέχρις ότου δύση όλος ο χρόνος της ζωής σου. Δεν γνωρίζεις να ειπής και συ˙ «Αρκεί η ταλαιπωρία της ημέρας».75  Διατί μισείς τον άνθρωπον ο οποίος σε ελύπησε; Δεν ήτο αυτός εκείνος ο οποίος σε ηδίκησεν, άλλ’ ο διάβολος. Μίσησε την αρρώστειαν και όχι τον άρρωστον. «Διατί καυχάσαι μέσα εις κακίαν σου;».76 Δια σας το εφώναξε αυτό δυνατά ο ψαλμός˙ διότι λέγει˙ «Ανομίαν όλην την ημέραν»,77  δηλαδή όλον τον χρόνον της ζωής σου παρακούεις εις τον νομοθέτην, ο οποίος λέγει˙ «Μη επιδυέτω ο ήλιος επί τω παροργισμώ υμών». Λέγει δε, ότι «Η γλώσσά σου σκέπτεται το κακόν»78˙ διότι δεν παύεις να βλασφημής τον αδελφόν σου. Δια τούτο δικαίως τιμωρέισαι από το Πνεύμα το άγιον, καθώς λέγει ο υμνωδός˙ «Δι’ αυτό θα σε γκρεμίση ο Θεός εντελώς, θα σε ξετινάξη και θα σε απομακρύνη από τον τόπο σου και την γενεάν σου, θα σε απομακρύνη από την γην των ζώντων».79  Αυτά είνε τα δώρα δια τον μνησίκακον, αυτά είνε τα βραβεία της κακίας.
Πρέπει λοιπόν να φυλαχθούμεν από την μνησικακίαν, διότι την ακολουθούν πολλά κακά˙ ο φθόνος, η λύπη, η κατάκρισις. Θανατηφόρος είνε η κακία αυτών, έστω και αν φαίνεται ότι είνε μικρά. Αυτά βεβαίως ομοιάζουν με λεπτά βέλη του εχθρού. Και πολλές φορές τα τραύματα τα οποία προέρχονται από δίκοπον μαχαίρι και μεγαλύτερον ξίφος, όπως είνε η πορνεία και η πλεονεξία και ο φόνος, εθεραπεύθησαν με το σωτήριον φάρμακον της μετανοίας˙ η υπεφηφάνεια όμως ή η μνησικακία ή η κατάκρισις, αι οποίαι θεωρούνται ως μικρά βέλη, εφόνευσαν την ψυχήν κρυφίως, αφού προσέβαλον τα πιο καίρια σημεία της. Αυτά όμως δεν την φονεύουν εξ αιτίας του μεγέθους της πληγής, αλλά εξ αιτίας της αμελείας εκείνων οι οποίοι επληγώθησαν, διότι περιφρονούν την κατάκρισιν και τα υπόλοιπα σαν να είνε τιποτένια, και ολίγον κατ’ ολίγον καταστρέφονται απ’ αυτά.
Βαρύ λοιπόν πράγμα και πονηρόν η κατάκρισις˙ αποτελεί βεβαίως την τροφήν και την ανάπαυσιν μερικών ανθρώπων. Συ όμως μη καταδέχεσαι ν’ ακούης μάταια πράγματα, μη δέχεσαι μέσα σου ξένα κακά. Να είσαι απλή εις την ψυχήν. Διότι όταν δέχεσαι την δύσοσμον ακαθαρσίαν των λόγων αυτών, θα κηλιδώσης την προσευχήν σου με τους λογισμούς, και χωρίς λόγον θα μισήσης αυτούς που συναναστρέφεσαι. Θα μολυνθή η ακοή σου από την απανθρωπίαν των καταλάλων και θα τους βλέπης όλους με αγριότητα, όπως ακριβώς ο οφθαλμός, όταν συνεχώς κυττάζη ένα και το αυτό χρώμα, δεν δύναται να διακρίνη τας εικόνας αυτών που βλέπει.
Χρειάζεται λοιπόν να φυλάγωμεν την γλώσσάν μας και τ’ αυτιά μας, δια να μη λέγωμεν τέτοια λόγια ούτε να τα ακούωμεν με πάθος. Διότι εγράφη˙ «Μη παραδέχεσαι όσας ανόητα ακούεις»,80 και˙ «Εκείνον που κατέκρινε κρυφά τον συνάνθρωπόν του, τον κατεδίωκα»81˙ εις δε τον ψαλμωδόν λέγει˙ «Δια να μη λαλήση το στόμα μου τα έργα των ανθρώπων».82   Ημείς όμως ομιλούμεν και δια πράγματα που δεν έγιναν. Χρειάζεται λοιπόν να μη πιστεύωμεν εις όσα λέγονται, ούτε όμως να κατακρίνωμεν εκείνους οι οποίοι καταλαλούν, αλλά να κάμνωμεν και να λέγωμεν αυτό το οποίον λέγει η Γραφή˙ «Εγώ σαν κωφός δεν ήκουα και σαν άλαλος δεν άνοιγα το στόμα μου».83
Δεν πρέπει να χαιρώμεθα δια την συμφοράν κάποιου ανθρώπου, και αν ακόμη είνε πάρα πολύ αμαρτωλός. Διότι μερικοί, όταν τον ιδούν να μαστιγώνεται ή να φυλακίζεται, απερίσκεπτα αναφέρουν εκείνην την παροιμίαν του κόσμου, η οποία λέγει, ότι «Όποιος δεν έστρωσε καλά, άσχημα θα κοιμηθή. Συ λοιπόν η οποία ετακτοποίησες καλά τα πράγματα δια τον εαυτόν σου, νομίζεις ότι θ’ αναπαυθής εις την ζωήν; Και τι θα κάμωμεν αυτόν ο οποίος λέγει, ότι «Μαζί θα συναντηθούν ο δίκαιος και ο αμαρτωλός;».84  Διότι η ζωή μας εδώ είνε μία, έστω και αν ο τρόπος της ζωής μας είνε διαφορετικός.
Δεν πρέπει λοιπόν να μισούμεν τους εχθρούς μας. Διότι και ο Κύριος αυτό μας παρήγγειλε με την ιδίαν την φωνήν του. Λέγει˙ «Μη αγαπάτε μόνον όσους σας αγαπούν, διότι αυτό το κάμνουν και οι αμαρτωλοί και οι τελώναι».85  Το καλόν δεν χρειάζεται τέχνην και προσπάθειαν δια να το κατακτήσωμεν˙ μόνον του ελκύει όσους το αγαπούν˙ το κακόν όμως έχει ανάγκην από θείαν διδασκαλίαν και πολύν κόπον δια να εξαλειφθή. Διότι η βασιλεία των ουρανών δεν είνε δι’ όσους ζουν άνετον και αμέριμνον ζωήν, αλλά δια τους «βιαστάς».86
Όπως ακριβώς λοιπόν δεν είνε ορθόν να μισούμεν τους εχθρούς μας, έτσι δεν πρέπει ν’ αποφεύγωμεν και να σιχαινώμεθα τους αμελείς και οκνηρούς. Άλλοι επικαλούνται δια την συμπεριφοράν των το γραφικόν εκείνο χωρίον, ότι «Με τον όσιον όσιος θα γίνης»,87  «και με τον διεστραμμένον θα καταστραφής».88  Δι’ αυτό, λέγει, αποφεύγομεν τους αμαρτωλούς δια να μη διαστραφούμεν απ’ αυτούς. Από άγνοιαν του βαθυτέρου νοήματος αυτού του χωρίου κάμνουν αυτοί τ’ αντίθετα. Διότι το Πνεύμα το άγιον παραγγέλλει να μη διαστραφούμεν μαζί με τους διαστρεβλωμένους, αλλά να τους διορθώσωμεν από την στρέβλωσιν. Διότι «συνδιαστρέψεις», θα πη να ελκύσης αυτόν προς το μέρος σου, από τ’ αριστερά εις τα δεξιά.
Τρεις κατηγορίαι διαθέσεων υπάρχουν εις την ζωήν των ανθρώπων˙ απ’ αυτάς η μεν πρώτη είνε η κατηγορία της μεγαλυτέρας κακίας, η δε δευτέρα είνε εις μίαν μέσην κατάστασιν,   διότι κλίνει και προς τας δύο κατηγορίας και μετέχει και των δύο, η δε άλλη φθάνει εις ύψος θεωρίας και δεν συσφίγγει μόνον τον εαυτόν της, αλλά και τας αυτάς αι οποίαι κλίνουν προς τα κάτω προσπαθεί να χειραγωγήση. Οι κακοί άνθρωποι όταν αναμειγνύωνται με τους κακούς περισσότερον προχωρούν εις το κακόν˙ όσοι ευρίσκονται εις την μεσαίαν παράταξιν προσπαθούν ν’ αποφεύγουν τους ακολάστους, διότι φοβούνται να μη παρασυρθούν πάλιν απ’ αυτούς, διότι ευρίσκονται εις νηπιακήν ηλικίαν εξ επόψεως αρετών˙ οι τρίτοι όμως έχουν ανδρείαν διάθεσιν και ισχυρόν φρόνημα, δια τούτο ζουν και συναναστρέφονται μαζί με τους κακούς, διότι θέλουν να τους σώσουν. Βεβαίως χλευάζονται από τους έξω και όσοι τους βλέπουν να συναναστρέφωνται με τους αμελείς, τους ειρωνεύονται και τους συκοφαντούν ότι είνε όμοιοι μ’ αυτούς. Αυτοί όμως ακούουν τα λόγια των ανθρώπων σαν να πρόκηται περί επαίνων και χωρίς φόβον εκτελούν το θείον έργον. Διότι λέγει˙ «Χαίρετε και αγαλλιάσθε» όταν οι άνθρωποι ειπούν κάθε ψεύδος εναντίον σας.89  Η πράξις των ομοιάζει με του δεσπότου Χριστού, διότι και ο Κύριος έτρωγε μαζί με τους τελώνας και αμαρτωλούς˙ η διάθεσίς των δεικνύει αγάπην προς τους αδελφούς των μάλλον παρά προς τον εαυτόν των. Βλέπουν εκείνους οι οποίοι αμαρτάνουν σαν σπίτια τα οποία καίονται, περιφρονούν τα ιδικά των και σπεύδουν να σώσουν τα ξένα και αυτά τα οποία κινδυνεύουν να χαθούν˙ και ενώ κινδυνεύουν να καούν ολόγυρα από τας καυστικάς ύβρεις, δεικνύουν ανοχήν. Όσοι ευρίσκονται εις την μεσαίαν κατηγορίαν, εάν ιδούν έναν αδελφόν των να κυκλούται από την φλόγα της αμαρτίας, τον αποφεύγουν, διότι φοβούνται μήπως η φωτιά εξαπλωθή και εις αυτούς. Οι άλλοι σαν κακοί γείτονες, ανάπτουν περισσότερον την φωτιάν εις εκείνους οι οποίοι καίονται και προσθέτουν ως καύσιμα υλικά την ιδικήν των κακίαν, δια να τους καταστρέψουν. Τους εκλαμβάνουν σαν πλοίον αλειμμένον με πίσσαν εις το οποίον αντί νερού ρίπτουν ξύλα κέδρων. Οι αντίθετοι όμως προς αυτούς, οι αγαθοί, εθεώρησαν τα ιδικά των συμφέροντα ευτελέστερα της σωτηρίας εκείνων. Αυτά είνε τα γνωρίσματα της αληθινής αγάπης˙ αυτοί είνε οι φύλακες της ειλικρινούς αγάπης.
Ώπως ακριβώς τα κακά έχουν αλληλεξάρτησιν μεταξύ των, διότι η φιλαργυρίαν την ακολουθεί ο φθόνος, ο δόλος, η επιορκία, ο θυμός, η μνησικακία, έτσι και τα αντίθετα τούτων συνδέονται με την αγάπην˙ δηλαδή η πραότης, η μακροθυμία, η ανεξικακία, το τέλειον αγαθόν, η ακτημοσύνη. Δεν είνε δυνατόν να φθάση κανείς εις αυτήν την αρετήν, δηλαδή την αγάπην, εάν δεν ξεκινήση από την ακτημοσύνην˙ διότι ο Κύριος δεν έδωκε την εντολήν της αγάπης εις ένα μόνον άνθρωπον, αλλά εις όλους. Δεν πρέπει λοιπόν εκείνοι οι οποίοι έχουν αγαθά, να περιφρονούν αυτούς οι οποίοι έχουν ανάγκην. Διότι έτσι είνε ελλιπής η αγάπη. Το να επαρκή εις τας ανάγκας όλων είνε αδύνατον εις τον άνθρωπον˙ αυτόν είνε έργο του Θεού.
Διατί λοιπόν, λέγει αγωνίζεσαι να κάμνης ελεημοσύνην, συ ο οποίος δεν έχεις και αυτό σου γίνεται δικαιολογία δια να αποκτήσης αγαθά; Αυτό είνε προσταγή δι’  όσους ζουν κοσμικήν ζωήν. Διότι έχει ορισθή η ελεημοσύνη όχι τόσον δια να τραφή ο πτωχός, όσον δια να του δείξωμεν την αγάπην μας. Ο Θεός ο οποίος κυβερνά τον πλούσιον και τον πτωχόν τρέφει. Ματαίως λοιπόν εδόθη η εντολή της ελεημοσύνης; Μη γένοιτο! Γίνεται όμως πηγή της αγάπης εις όσους δεν την γνωρίζουν. Διότι όπως ακριβώς η περιτομή της ακροβυστίας ήτο τύπος της περιτομής της καρδίας,90  έτσι και η ελεημοσύνη έγινε διδάσκαλος της αγάπης. Εις όσους λοιπόν η αγάπη εδόθη από την χάριν, η ελεημοσύνη είνε περιττή.
Δεν τα λέγω αυτά επειδή θέλω να διαβάλλω την ελεημοσύνην, αλλά δια να δείξω την καθαρότητα της ακτημοσύνης. Το μιρκότερον λοιπόν ας μη εμποδίση εκείνο το μεγαλύτερον. Μέσα εις ολίγον διάστημα επέτυχες το μικρόν˙ διότι όλα εις ένα τα συγκατέλεξες˙ προς το μεγαλύτερον λοιπόν ατένιζε, προς την αγάπην, διότι είσαι σταυροφόρος. Συ οφείλεις να είπης τον λόγον της αυταπαρνήσεως, το˙ «Να, τα αφήσαμεν όλα και σε ηκολουθήσαμεν».91  Συ κατέστης αξία να μιμηθής την πλήρη παρρησίας γλώσσαν των αποστόλων. Διότι λέγει ο Πέτρος και ο Ιωάννης˙ «Δεν έχω χρυσά και αργυρά νομίσματα».92  Δύο ήσαν αι γλώσσαι, αλλά ενιαία η πίστις.
Και οι κοσμικοί όμως να μην κάμνουν την ελεημοσύνην αδιακρίτως. Διότι λέγει, «Να μη αλείψω το κεφάλι μου με λάδι αμαρτωλού».93   Χρειάζεται λοιπόν εκείνος ο οποίος ελεεί να έχη τρο φρόνημα του Αβραάμ, και να εκτελή το δίκαιον δικαίως όπως εκείνος. Διότι εις τους φιλοξενουμένους του ο δίκαιος μαζί με το φαγητόν προσέφερε και την αγάπην του. Τους υπηρέτει, λέγει, ο ίδιος διότι δεν ήθελε να πάρουν από το κέρδος και οι δούλοι του.94   Πράγματι αυτοί θα λάβουν μισθόν ελεημοσύνης, έστω και αν ευρίσκωνται εις το δεύτερον τάγμα, (των εγγάμων). Διότι ο Κύριος, όταν εδημιούργησε τον κόσμον, ώρισε δύο τάξεις δια τους κατοικούντας αυτόν. Δι’ όσους ζουν με σεμνότητα καθώρισε τον γάμον με σκοπόν την τεκνογονίαν, εις τους άλλους δε ώρισε την αγνότητα, δια να ζήσουν καθαροί εις όλην των την ζωήν, και τους έκαμεν ίσους με τους αγγέλους˙ και δι’ εκείνους μεν εθέσπισε νόμους και τιμωρίας και διδασκαλίας, εις αυτούς δε λέγει˙  «Εγώ θα εκδικηθώ, εγώ θα ανταποδώσω, λέγει ο Κύριος».95  Εκεί λέγει˙ «Θα εργάζεσαι την γην»,96  και εδώ προτρέπει˙ «Μη μεριμνάτε δια το αύριον».97   Εις εκείνους έδωσε νόμον, εις ημάς δε κατέστησε γνωστάς τας εντολάς απ’ ευθείας δια της χάριτος.
Ημείς έχομεν τον σταυρόν τρόπαιον της νίκης. Η ζωή μας δεν είνε τίποτε άλλο παρά η απάρνησις της ζωής, η μελέτη του θανάτου. Όπως ακριβώς λοιπόν οι νεκροί δεν κάμνουν τίποτε με το σώμά των, έτσι και ημείς. Όσα ήτο δυνατόν να επιτελέσωμεν με το σώμα, τα εκάμναμεν, όταν ήμεθα εις νηπιακήν ηλικίαν. Διότι λέγει ο απόστολος˙ «Δια εμέ ο κόσμος εσταυρώθη, και εγώ δια τον κόσμον».98   Ζώμεν ως ψυχαί˙ ας δίξωμεν αρετάς, ας ελεήσωμεν με την σκέψιν μας˙ «Μακάριοι οι ελεήμονες»99  εις την ψυχήν. Διότι όπως εκεί λέγει, ότι εκείνος που θα επιθυμήση κάλλος, και χωρίς την πράξιν, διέπραξε την αμαρτίαν κρυφίως,100    έτσι και εδώ συμβαίνει με την ελεημοσύνην, όταν εκτελή την πράξιν η διάθεσίς μας, έστω και αν μας λείπουν τα χρήματα, έχομεν τιμηθή με την μεγαλυτέραν αξίαν.
Όπως ακριβώς οι κύριοι του κόσμου έχουν διάφορους υπηρεσίας δια τους δούλους των, και άλλους μεν στέλλουν εις τα χωράφια, δια να καλλιεργούν την γην και να διατηρούν την διαδοχήν του γένους, άλλους δε, εάν διακρίνουν κάποιους καλούς και όμορφους, τους μεταφέρουν εις τας οικίας των δια να υπηρετούν αυτούς τους ιδίους, έτσι και ο Κύριος, εκείνους οι οποίοι προετίμησαν τον σεμνόν γάμον, τους ετοποθέτησεν εις τον αγρόν του κόσμου, τους καλυτέρους όμως απ’ αυτούς, όσοι μάλιστα έχουν αγαθή προαίρεσιν, τους εχρησιμοποίησε δια τον εαυτόν του δια να τον υπηρετούν. Αυτοί είνε αποξενωμένοι απ’ όλα τα γήινα πράγματα, διότι κατέστησαν άξιοι της δεσποτικής τραπέζης. Δεν μεριμνούν δια την εμφίεσιν, διότι έχουν ενδυθή τον Χριστόν.
Και των δύο ταγμάτων ένας είνε αφέντης, ο Κύριος. Όπως από τον ίδιον κόκκον σίτου προέρχεται και το άχυρον και το σπέρμα, έτσι από τον ίδιον Θεόν κατάγονται και όσοι ζουν σεμνώς εις τον κόσμον και όσοι εξέλεξαν τον μοναχικόν βίον. Υπάρχει ανάγκη και των δύο˙ υπάρχει ανάγκη των φύλλων, διότι τα χρειάζεται το σπέρμα δια να φυλαχθή, και του καρπού η απόκτησις είνε επίσης αναγκαία, διότι απ’ αυτόν τα πάντα γεννώνται. Και όπως ακριβώς δεν είνε δυνατόν να έχωμεν συγχρόνως και χόρτον και σπέρμα, έτσι είνε αδύνατον, ενώ μας περιβάλλη η δόξα του κόσμου, να παράγωμεν καρπούς ουρανίους. Όταν δε πέσουν τα φύλλα και ξηρανθή το καλάμι, ο στάχυς είνε κατάλληλος δια θερισμόν. Και ημείς λοιπόν, εάν αποβάλωμεν την γηΐνην φαντασίαν σαν φύλλα, και εάν μαράνωμεν το σώμά μας σαν το καλάμι και ανυψώσωμεν τον νουν μας, θα δυνηθούμεν να παράγωμεν σπέρμα σωτηρίας.
Είνε επικίνδυνον αυτός ο οποίος δεν έζησεν εις την πράξιν την χριστιανικήν ζωήν, να τολμήση να την διδάξη.  Όπως ακριβώς ένας που έχει οικίαν ετοιμόρροπον, εάν φιλοξενήση ξένους, θα τους βλάψη, αν κρημνισθή το οίκημα, έτσι και αυτοί, χωρίς προηγουμένως να έχουν οικοδομήσει τον εαυτόν των στερεώς, θα οδηγήσουν εις την καταστροφήν μαζί με τον εαυτόν των και εκείνους τους οποίους πλησιάζουν. Διότι με τα λόγια των τους εκάλεσαν εις την σωτηρίαν, αλλά με τον άσχημον τρόπον ζωής έβλαψαν περισσότερον αυτούς τους οποίους συνεκέντρωσαν. Διότι η γυμνή έκθεσις λόγων, χωρίς έργα, ομοιάζει με εικόνα η οποία εζωγραφήθη με χρώματα, τα οποία ευκόλως ξεβάφουν, και η οποία καταστρέφεται με το φύσημα του ανέμου και τας σταγόνας του νερού εντός ολίγου χρονικού διαστήματος˙ την δι’ έργων όμως διδασκαλίαν δεν δύνανται να διαλύσουν ολόκληροι αιώνες. Διότι ο λόγος εκκολάπτει την ψυχήν δια να στερεωθή, και την χαρίζει εις τους πιστούς ως αιώνιον άγαλμα του Χριστού.
Πρέπει λοιπόν και ημείς να μη καλλιεργούμεν την ψυχήν μας κατά τρόπον επιπόλαιον, αλλά να ενδιαφερώμεθα δι’ όλην γενικώς, κατ’ εξοχήν δε δια το βάθος αυτής. Εκόψαμεν τας τρίχας της κεφαλής μας˙ ας αφαιρέσωμεν όμως μαζί και τους σκώληκας οι οποίοι ευρίσκονται εις την κεφαλήν, διότι αν παραμείνουν, θα μας προξενούν περισσοτέρους πόνους. Τρίχωμα ήτο η κοσμική ζωή, αι τιμαί, αι δόξαι, η φιλοκτημοσύνη, λαμπρά φορέματα, λουτρά, απολαύσεις φαγητών. Αυτά μας εφάνη καλόν να τα αποβάλλωμεν, άλλ’ όμως περισσότερον ας εξοντώσωμεν τους σκώληκας, οι οποίο φθείρουν την ψυχήν μας. Ποίοι δε είνε αυτοί; Η κατάκρισις, η επιορκία, η φιλαργυρία. Ο νους λοιπόν είνε το όργανον της ψυχής και όσον καιρόν εκαλύπτοντο τα θηρία εις το δάσος της κοσμικής ζωής, διέφευγον την προσοχήν˙ τώρα όμως που εγυμνώθησαν, είνε εις όλους ολοφάνερα δι’ αυτόν τον λόγον εις την παρθένον ή εις τον μοναχόν γίνονται φανερά και τα μικρότερα αμαρτήματα˙ όπως ακριβώς εις καθαράν οικίαν γίνεται εις όλους φανερόν τον ζώον το οποίον έκαμε την εμφάνισίν του, έστω και αν είνε πάρα πολύ μικρόν˙ αντιθέτως εις τους κοσμικούς συμβαίνει ό,τι και εις τ’ ακάθαρτα σπήλαια, όπου φωλιάζουν τα μεγαλύτερα από τα φαρμακερά ζώα χωρίς να τα παίρνη είδησιν κανείς, επειδή ακριβώς κρύπτονται μέσα εις το απέραντον δάσος. Πρέπει λοιπόν να καθαρίζωμεν την οικίαν μας συνεχώς, και να παρακολουθούμεν μήπως κανένα από τα ψυχοφθόρα ζωΰφια εισέλθη, κρυφίως εις το ταμείον της ψυχής μας˙ είνε ανάγκη να θυμιατίζωμεν τους τόπους με το θείον θυμίαμα της προσευχής. Διότι όπως ακριβώς τα ισχυρότερα φάρμακα απομακρύνουν τα φαρμακερά ζώα, κατά τον ίδιον τρόπον τον ακάθαρτον λογισμόν τον απομακρύνει η προσευχή, συνοδευομένη από την νηστείαν.
Ένα από τα ψυχοφθόρα θηρία είνε και η πεπλανημένη ιδέα αυτών οι οποίοι ισχυρίζονται ότι υπάρχει μοίρα, την οποίαν και γένεσιν ονομάζουν. Και αυτό είνε κεντρί του διαβόλου πολύ φοβερόν. Και εις εκείνας μεν τας ψυχάς αι οποίαι διακρίνονται δια τον ζήλον των, αφού δημιουργήση μίαν επιδημικήν φαντασίαν εις την διάνοιαν, εξαφανίζεται, εις τας αμελείς όμως ψυχάς γίνεται και εξουσιαστής ακόμη. Διότι κανείς ενάρετος δεν δίδει εμπιστοσύνην ούτε παραδέχεται το φρενοβλαβές και μάταιον αυτό φρόνημα˙ τον Θεόν βεβαίως θέτει ως αρχήν όλων των αγαθών τα οποία υπήρξαν και υπάρχουν και ως δευτέραν αρχήν θέτει την ιδικήν του κρίσιν, δια να εξουσιάζη και διακρίνη την αρετήν από την κακίαν. Όσοι όμως αο αμέλειαν γεύονται τους καρπούς της ραθυμίας των, αμέσως γίνονται υπόδουλοι εκείνου του δαίμονος. Όπως ακριβώς τα παιδιά τα οποία αποστατούν και δεν ανέχονται την διαπαιδαγώγησιν των γονέων που είνε προς όφελός των, αναχωρούν και πιάνουν τους ερήμους τόπους και συνάπτουν σχέσεις με αγρίους και βαρβάρους δαίμονας˙ έτσι επειδή εντρέπονται να παρουσιάσουν ως αιτίαν των πράξεών των την επιθυμίαν των, αποδίδουν την ευθύνην εις πράγματα ανύπαρκτα.
Ακόμη αφού απέβαλον και κάθε τι το θεϊκόν από μέσα των, ισχυρίζονται ότι από την μοίραν προέρχονται τα αμαρτήματα. Πορνεύουν και κλέπτουν, προσβάλλονται από την νόσον της φιλαργυρίας και του δόλου, φοβούνται δια τας ιδίας τας πράξεις των και παρεκκλίνουν από την αλήθειαν. Διότι το τέρμα της πορείας των είνε η απελπισία, η οποία τους οδηγεί εις την καταστροφήν. Είνε αναπόφευκτον μ’ αυτούς τους λογισμούς να μη αποβληθή η έννοια του Θεού, καθώς και η κρίσις. Διότι ισχυρίζεται, ότι εάν αυτό απεφάσισα, το να πορνεύω δηλαδή ή να είμαι πλεονέκτης, η κρίσις είνε περιττή. Διότι εις την μίαν περίπτωσιν έχομεν δικαίαν τιμωρίαν δι’ όσα πταίσματα εκουσίως διεπράχθησαν, ενώ εις την άλλην αμνηστεύεται εκείνος ο οποίος πηγάζει από κάποιαν αρχήν, και ως εκ τούτου ανατρέπεται η κρίσις.
Πώς δε αποβάλλουν και τον Θεόν είνε ανάγκη ν’ ακούσωμεν τώρα. Θα ισχυρισθούν ότι ο Θεός είνε η πρώτη αρχή ή η Δευτέρα η πάντοτε υπήρχε μαζί με την ειμαρμένην. Εάν λοιπόν είπουν ότι είνε πρώτος ο Θεός, κατ’ ανάγκην ακολουθεί το συμπέρασμα ότι όλα έγιναν δι’ αυτού˙ διότι αυτός ευρίσκεται εις όλα˙ άρα αυτός είνε και της ειμαρμένης κύριος. Εάν όμως είνε πλεονέκτης ή πόρνος από την φύσιν του, είνε ανάγκη να παραδεχθούμεν μέσω της ειμαρμένης τον Θεόν ως αίτιον της κακίας, πράγμα το οποίο είνε άτοπον. Εάν δε είπουν πάλιν ότι είνε δεύτερος, είνε φυσικόν να είνε υπόδουλος εις το πρώτον και ότι θέλει εκείνο το οποίον προηγείται, αναγκαστικώς θα ακολουθήση και εκείνο το οποίον έπεται και έτσι πάλιν αίτιος των κακών γίνεται ο Θεός, πράγμα το οποίον είνε άδικον. Εάν δε θέλουν να είνε συναΐδιος με την ειμαρμένην, οπωσδήποτε θα δημιουργήσουν πόλεμον μεταξύ των, εφ’ όσον έχουν διαφορετικήν φύσιν. Μ’ αυτούς λοιπόν τους συλλογισμούς, εν περιλήψει, έχει αναιρεθή εν ολίγοις η πεπλανημένη ιδέα των. Δι’ αυτούς κάμνει λόγον η Γραφή όταν λέγη˙  «Είπεν ο ανόητος με την σκέψιν του, ότι δεν υπάρχει Θεός»,101   «Οι υπερήφανοι είπαν ανοησίας»102.
Και προφασίζονται προφάσεις εν αμαρτίαις.103   Διότι ακρωτηριάζουν την Γραφήν, τυφλοί καθώς είνε, θέλοντες μ’ αυτά να ολοκληρώσουν την πλάνην των. Και πρώτον μεν από το ευαγγέλιον δια της βίας προσπαθούν να εμέσουν το δηλητήριόν των, διότι λέγει˙ «Του δε Χριστού η γένεσις έτσι έγινε».104 Την γέννησίν του βεβαίως η θεία Γραφή ωνόμασε γένεσιν.105  Ακόμη και η συναναστροφή αυτού μεταξύ των ανθρώπων κατά θείαν οικονομίαν ακολούθως γένεσις έχει ονομασθή. Εάν δε και δια τον αστέρα λέγουν ψευδή πράγματα, και εκεί πάλιν ας μάθουν την ένδοξον παρουσίαν του. Εις ημάς ένας αστήρ φωτεινότατος έγινε κήρυξ της αληθείας, η ματαία όμως εκείνων διάνοια πολλούς αστέρας πααρουσιάζει δια να συλλάβη την ανθρωπίνην γέννησιν. Και εξ αυτού έχει αποδειχθή ότι παντού η κακία έρχεται εις αντίθεσιν με τον εαυτόν της. Και τον Ησαΐαν ακόμη καλούν ως μάρτυρα της ανοησίας των. Διότι λέγουν ότι αυτός έχει είπει το˙ «Ο Κύριος κάμνει την ειρήνην και ετοιμάζει τας συμφοράς».106  Η ειρήνη λοιπόν απ’ όλους έχει ομολογηθή ότι αποτελεί έργον του Θεού, η δε κακία, όπως την εννοούν αυτοί, αληθινά βιούται, αφού είνε κακία της ψυχής˙ εις ημάς όμως η από τον Θεόν προερχομένη κακία είνε ωφελιμωτάτη. Διότι δια την σωτηρίαν της ψυχής μας και την άσκησιν του σώματος ενσκήπτουν πείναι και ανομβρίαι, ασθένειαι και πτωχείαι και μερικαί άλλαι δοκιμασίαι. Τα σωτήρια φάρμακα, τα οποία εκείνοι εθεώρησαν εσφαλμένως κακίαν ψυχής και κακά, αυτά μας δίδονται από το αγαθόν δια να μετανοήσωμεν˙ «Ποιό παιδί δεν το παιδεύει ο πατέρας του;»107   Ακόμη δε και το˙ «Δεν εξαρτώνται από τον άνθρωπον οι δρόμοι των»108 , πάλιν κατά τον ίδιον τρόπον προβάλλουν προς καταστροφήν του ιδίου του εαυτού των˙ ενώ δεν έχουν ορθή οδόν, ζητούν να εξιχνιάσουν τας οδούς. Οδόν δεν έχει η πλεονεξία, η γαστριμαργία, η πορνεία, διότι αυτά είνε ανυπόστατα, αφού δεν έχουν ιδίαν υπόστασιν. Διότι αυτά συνήθως ονομάζουν εκείνοι οδούς. Οδούς δε η Γραφή λέγει εκείνας αι οποίαι είνε κοιναί δι’ όλους, δηλαδή των ζωήν και τον θάνατον. Διότι αληθώς είνε πορείαι της εισόδου εις τα εδώ και της αναχωρήσεως από αυτά τα αισθητά.
Τα πάντα λοιπόν κάμνουν οι κακοδααίμονες, δια να απαλλαγούν από το αυτεξούσιον, και δεικνύουν μεγάλον ζήλον δια να αντικαταστήσουν την ελευθερίαν με την δουλείαν. Διότι αυτό είνε το έργον της κακίας, το να συνπαρασύρη πάντοτε εις τα χειρότερα˙ γίνονται μάρτυρες του εαυτού των, ότι έχουν πωληθή εις την κακίαν. Και αυτό είνε το απατηλόν τέχνασμα του διαβόλου˙ τας μεν αμελείς ψυχάς δια της κακοδοξίας τας κάμνει να κύπτουν προς τα κάτω, χωρίς να επιτρέπη ν’ ανανήψουν δια να γνωρίσουν την αλήθειαν. Διότι όπως ακριβώς το πλοίον το οποίον πλέει χωρίς πηδάλιον πάντοτε κλυδωνίζεται, κατά τον ίδιον τρόπον πάνοτε ο κίνδυνος επικρέμαται δι’ αυτούς, αφού ούτε προς τον σωτήριον λιμένα δύνανται να σπεύσουν, την στιγμήν που εγκατέλειψαν τον κυβερνήτην Κύριον. Και τας μεν ψυχάς, αι οποίαι του έχουν παραδοθή κατ’ αυτόν τον τρόπον, τας πλανά, πολλές φορές όμως και εις τας επιμελείς παρεισδύει ο εχθρός, επειδή θέλει ν’ ανακόψη την αγαθήν πορείαν των. Εις τον νουν των ρίπτει την ιδέαν, ότι και η αρετή εξαρτάται από την κίνησιν των αστέρων. Αυτόν τον λογισμόν ο εχθρός προβάλλει εις εκείνους οι οποίοι από την κοσμικήν σοφίαν εστράφησαν εις τον μοναχικόν βίον˙ πανούργος καθώς είνε δια να μηχανεύεται το κακόν, στήνει τας παγίδας αναλόγως προς τους χαρακτήρα των ανθρώπων. Εις άλλους κυριαρχεί δια της απελπισίας, άλλους τους παρασύρει δια της κενοδοξίας και άλλους τους υποσκάπτει δια της φιλαργυρίας. Σαν ιατρός θανατηφόρος δίδει εις τους ανθρώπους τα δηλητήρια, και από άλλον μεν αφαιρεί το συκώτι, παρουσιάζοντάς του το δηλητήριον της επιθυμίας, άλλον πληγώνει εις την καρδίαν, εξάπτων τον θυμόν του δια να οργισθή, άλλων δε και την δύναμιν της διανοίας μειώνει, διότι ή επιτίθεται εναντίον των δια της αγνοίας, ή τους διαστρεβλώνει δαι της περιεργείας.
Μερικούς, λοιπόν, κατώρθωσε να παρασύρη με εσφαλμένας συζητήσεις. Διότι θελήσαντες να ερευνήσουν τον Θεόν και την ουσίαν αυτού, εναυάγησαν. Ακολούθως χωρίς να ζήσουν τον πρακτικόν βίον, ώρμησαν εις την θεωρίαν, υπέστησαν ίλιγγον και εκρημνίσθησαν. Διότι επειδή δεν καταπιάσθηκαν με το πρώτον κατά σειράν, απέτυχον εις το δεύτερον. Όπως ακριβώς αυτοί οι οποίοι μανθάνουν το στοιχείον άλφα, πρώτον βλέπουν το σχήμά του, και έπειτα διδάσκονται το όνομά του, και έτσι μανθάνουν όλα τα γράμματα και τελευταία διδάσκονται τους τόνους. Εάν λοιπόν δια το πρώτον στοιχείον του αλφαβήτου χρειάζεται τόση προσπάθεια και τέχνη, πόσω μάλλον δια τον δημιουργόν χρειάζεται να προηγηθή κόπος και χρόνος δια να φθάσωμεν εις την θεωρίαν της ανεκφράστου δόξης του; Αλλά ας μη καυχάται κανείς ότι δύναται να συλλάβη την θείαν γνώσιν ορμώμενος από την έξωθεν γνώσιν. Ένας τέτοιος άνθρωπος αυταπατάται ξεγελασμένος από τον διάβολον. Λέγει ο υμνωδός˙ «Από το στόμα νηπίων και θηλαζόντων έκαμες ύμνον».109   Και ο Κύριος εις το ευαγγέλιον˙ «Αφήσατε τα παιδιά να έλθουν κοντά μου, διότι εις αυτά ανήκει η βασιλεία των ουρανών».110  Και αλλού λέγει˙ «Αν δεν γίνετε σαν τα παιδιά δεν θα εισέλθετε εις την βασιλείαν των ουρανών».111   Αυτά εδιδάχθης δια τον κόσμον˙ να γίνης μωρός δια τον Θεόν˙ ξερρίζωσε τα παλαιά, δια να φυτεύσης νέα˙ τα σαθρά θεμέλια κρήμνισε, δια να τοποθετήσης την αδαμαντίνην βάσιν του Κυρίου, δια να οικοδομηθής και συ ως απόστολος επάνω εις την στερεάν πέτραν.
Δεν  πρέπει να είσαι φιλόνεικος˙ μη ασχοληθής με πολλά θέματα παρασυρμένη από την πολυλογίαν. Διότι και με την άκαιρον φλυαρίαν δύναται ο διάβολος να σε βλάψη. Διότι έχει πολλάς παγίδας και είνε δεινός κυνηγός˙ και εις μεν τα πολύ μικρά πτηνά τοποθετεί μικράς παγίδας, εις τα μεγάλα όμως όρνεα ετοιμάζει ισχυρά δίκτυα. Ισχυρά και θανατηφόρα θηλειά είνε το να πιστεύης ότι υπάρχει ειμαρμένη. Πρέπει να αποφεύγωμεν αυτόν τον λογισμόν. Αλλά σε πείθει με καταστάσεις και προγνώσεις;  Κατά τρόπον στοχαστικόν γίνεται η πρόβλεψις, αβέβαιον όμως είνε οτ αποτέλεσμα. Ούτε αναγκαστικώς ακολουθούν αυτά τα οποία λέγονται απ’ αυτούς˙ όπως ακριβώς οι απλοί άνθρωποι και οι ναυτικοί από την ιδιότητα των νεφών λαμβάνουν μίαν αμυδράν γνώσιν ανέμων ή βροχών, έτσι και αυτοί λαμβάνουν από τους δαίμονας σαθράν πρόγνωσιν. Και αυτοί λοιπόν στοχάζονται, καθώς και οι εγγαστρίμυθοι112˙  και αυτός θα ήτο δυνατόν να διασκορπίση περισσότερον την πονηράν των ιδέαν˙ εάν από δαίμονας προήλθον αυτά τα στοχαστικά ψεύδη, ματαία η τέχνη αυτών οι οποίοι τάσσονται με την ειμαρμένην.
Εάν δε περισσότερον επιμένη να υπερασπίζεται αυτά ο εχθρός, εξ αυτού θα τον καταλάβης, εκ του ότι πολεμεί την ψυχήν με διαφορετικούς λογισμούς κάθε φοράν. Το άστατον πράγματι είνε αβέβαιον, το δε αβέβαιον είνε έτοιμον να καταστραφή. Διότι ούτε εις την πρώτην του κακίαν αρκείται ο διάβολος, αλλά και υποβάλλει λογισμούς αυτοματισμού εις την ψυχήν και υποδεικνύει τον ηγεμόνα νουν ως άνθος της φύσεως και ότι, μόλις διαλυθή το σώμα, καταστρέφεται και η ψυχή. Όλα δε αυτά μας τα υποβάλλει δια να καταστρέψη την ψυχήν μας με την αμέλειαν. Άλλ’ όταν μας πλησιάσουν αυτά τα σκιώδη φαντάσματα, ας μη τα πιστεύωμεν ως αληθή. Αυτά δεικνύουν την κακίαν των˙ κάθε φοράν διαφορετικά παρουσιάζονται και εν ριπή οφθαλμού εξαφανίζονται. Πράγματι γνωρίζω κάποιον ενάρετον δούλον του Θεού, ο οποίος, ενώ εκάθητο εις το κελλίον του, επρόσεχε τας εισόδους των λογισμών, και εμετρούσε ποίος ήρχετο πρώτος και ποίος δεύτερος, και καθείς από αυτούς πόσον χρόνον εκράτει και εάν εσημείωνε καθυστέρησιν ή πρόοδον κατά την ημέραν η οποία παρήλθεν˙ έτσι ελάμβανε βαθείαν και ακριβή γνώσιν της χάριτος του Θεού και της ιδικής τυο υπομονής και δυνάμεως, ακόμη δε και της ήττας του εχθρού.
Χρειάζεται, λοιπόν, να δεχθούμεν και να φυλάττωμεν αυτούς τους κανόνας. Διότι εάν αυτοί οι οποίοι ασχολούνται με το πρόσκαιρον εμπόριον καθημερινώς μετρούν τα κέρδη των και ευχαριστούνται όταν είνε περισσότερα, ενώ δυσανασχετούν, δια τας ζημίας, πολύ περισσότερον απ’ αυτούς αρμόζει να είνε άγρυπνοι όσοι εμπορεύονται τον αληθινόν θησαυρόν. Και τα μεν μεγαλύτερα αγαθά να λαχταρούν, εάν δε συμβή μία μικρά κλοπή εκ μέρους του εχθρού, να λυπούνται, διότι θα κριθούν, αλλά να μη απελπίζωνται και όλα να τα εκγαταλείπουν δια το ακούσιον αμάρτημα. Έχεις τα 99 πρόβατα, ζήτησε και αυτό το οποίον εχάθη. Μη φοβηθής δια το ένα, μη αποφύγης τον δεσπότην και ο αιμοβόρος διάβολος αιχμαλωτίση όλας σου τας πράξεις και σε καταστρέψη. Μη λιποτακτήσης, λοιπόν, δια το ένα, διότι είνε αγαθός ο δεσπότης˙ λέγει δια του ψαλμωδού ότι, «αν πέση δεν θα γκρεμισθή, διότι ο Κύριος υποστηρίζει το χέρι του».113
Όσα και αν πράξωμεν ή κερδήσωμεν εδώ, ας τα θεωρήσωμεν μικρά εμπρός εις τον μελλοντικόν αιώνιον πλούτον. Εις αυτήν την γην ζούμεν ως εις  δευτέραν μητρικήν κοιλίαν. Όπως ακριβώς δεν είχομεν αυτήν την ζωήν, όταν ήμεθα εις τα μητρικά σπλάγχνα, ούε απελαμβάναμεν τέτοιου είδους στερεάς τροφάς εις εκείνον τον τόπον όπως τώρα, ούτε βεβαίως ηδυνάμεθα να ενεργούμεν έτσι όπως εδώ˙ διότι ήμεθα μακράν του ηλιακού φωτός και πάσης αυγής˙ όπως ακριβώς λοιπόν όταν ευρισκώμεθα εις εκείνα τα ταμεία, πολλά από τα εδώ υστερούμεθα, έτσι και εις τον παρόντα κόσμον είμεθα ελλιπείς εν συγκρίσει προς την βασιλείαν των ουρανών. Ελάβομεν πείραν των εδώ τροφών, ας επιθυμήσωμεν τας θείας. Απελαύσαμεν το εδώ φως, ας ποθήσωμεν τον ήλιον της δικαιοσύνης˙ την άνω Ιερουσαλήμ ας θεωρήσωμεν και πόλιν και μητέρα μας˙ πατέρα μας ας καλέσωμεν τον Θεόν. Ας ζήσωμεν εδώ με σωφροσύνην, δια να απολαύσωμεν την αιώνιον ζωήν.
Όπως ακριβώς τα βρέφη, τα οποία είνε εις την μήτραν, αφού τελειοποιηθούν με ολίγην τροφήν και ζωήν, κατόπιν οδηγούνται εις μεγαλυτέραν ασφάλειαν, κατά τον ίδιον τρόπον και οι δίκαιο μετά την εδώ ζωήν αναχωρούν δια την άνω, συμφώνως προς το γεγραμμένον˙ «Εκ δυνάμεως εις δύναμιν».114   Οι αμαρτωλοί βεβαίως, όπως ακριβώς τα εις την κοιλίαν έμβρυα, τα οποία αποθνήσκουν εντός της μήτρας, παραδίδονται από το σκότος εις το σκότος. Και εις την γην νεκρώνονται καλυμμένοι από το πλήθος των αμαρτημάτων των, και όταν φύγουν από την ζωήν οδηγούνται εις σκοτεινούς και ταρταρώδεις τόπους. Τρεις φορές γεννώμεθα εις την ζωήν μας˙εξ αυτών η μεν πρώτη είνε η έξοδος από τους μητρικούς κόλπους, οπότε από την γην οδηγούμεθα πάλιν εις την γην˙ αι δε υπόλοιποι δύο μας οδηγούν από την γην εις τους ουρανούς˙ από αυτάς η μεν μία είνε της χάριτος, είνε αυτή την οποίαν λαμβάνομεν δια του θείου λουτρού, διότι αυτήν αληθώς ονομάζομεν παλιγγενεσίαν˙ η δε τρίτη γίνεται με την μετάνοιαν και τα αγαθά έργα˙ εις αυτήν ευρισκόμεθα τώρα ημείς.
Οφείλομεν, τώρα, όσαι επλησιάσαμεν τον αληθινόν νυμφίον, να στολισθώμεν ωραιότερα. Ας μας γίνη μάθημα η θέα του κοσμικού γάμου. Διότι εάν εκείναι, αι οποίαι συνδέονται με άνδρα, τον οποίον ευκόλως δύνανται να κατακτήσουν, τόσον πολύ φροντίζουν και δια λουτρά και δια αρώματα και διάφορα στολίδια (διότι νομίζουν ότι μ’ αυτά μάλλον γίνονται ελκυσστικώτεραι), και εάν τόση φαντασία αναπτύσσεται εις εκείνους οι οποίοι ζουν κοσμικώς, πόσω μάλλον πρέπει να υπερτερήσωμεν εκείνων ημείς, αι οποίαι εμνηστεύθημεν τον ουράνιον νυμφίον, πόσο  μάλλον πρέπει να αποβάλωμεν τον ρύπον των αμαρτιών με την επίπονον άσκησιν, να αντικαταστήσωμεν τα σωματικά ενδύματα με τα πνευματικά. Εκείναι στολίζουν το σώμα με τα κοσμικά και γήινα άνθη, ημείς ας στολίσωμεν την ψυχήν με τας αρετάς και αντί λίθων πολυτελών ας θέσωμεν γύρω γύρω εις την κεφαλήν τον τρίπλοκον στέφανον, την πίστιν, την ελπίδα και την αγάπην, εις δε τον τράχαλον ας βάλωμεν το πολύτιμον στολίδι, την ταπεινοφροσύνην˙ αντί ζώνης ας ζωσούθμεν την σωφροσύνην115˙  λαμπρά στολή ας μας είνε η ακτημοσύνη˙ ας προσφέρωμεν εις τον δείπνον άφθαρτα φαγητά, δηλαδή ευχάς και ψαλμούς. Όμως, καθώς λέγει ο απόστολος, μη κινής μόνον την γλώσσαν, αλλά και με το πνεύμά σου προσπάθησε να καταλάβης τα όσα λέγεις.116   Διότι πολλές φορές το μεν στόμα λαλεί, ενώ η καρδία συλλογίζεται. Είνε ανάγκη όμως να προσέχωμεν μήπως, ενώ προσήλθομεν εις τους θείους γάμους, έχομεν έλλειψιν λαμπάδων, δηλαδή αρετών. Θα μας μισήση ο μνηστήρ, και ουδόλως θα μας δεχθή εάν δεν λάβη τας υποσχέσεις. Ποίαι είνε αυταί; Το να φροντίζωμεν δια το σώμα ολιγώτερον, να καλλιεργώμεν την ψυχήν μας περισσότερον˙ αυταί είνε αι συμφωνίαι μαζί του.
Όπως ακριβώς δεν είναι δυνατόν δύο κάδους πλήρεις ύδατος συγχρόνως να τους ανεβάζης, διότι δια του στρεφομένου άξονος, ο μεν ένας ρίπτεται κάτω άδειος, ενώ ο άλλος ανυψούται γεμάτος, το ίδιον συμβαίνει και με ημάς˙ όταν όλην μας την φροντίδα συγκεντρώσωμεν εις την ψυχήν, αυτή πλήρης αγαθών ανέρχεται, διότι λαχταρά τα υψηλά. Το σώμα δια της ασκήσεως γίνεται ελαφρόν και δεν υπερισχύει. Και μάρτυς αυτού είνε ο απόστολος, ο οποίος λέγει˙ «Όσον ο έξωθεν ημών άνθρωπος φθείρεται, τοσούτον ο ένδον ανακαινούται».117 
Ευρίσκεσαι εις μονήν κοινοβίου; Μη αλλάξης τόπον˙ διότι θα υποστής μεγάλην βλάβην. Όπως ακριβώς η όρνις, όταν σηκώνεται από τα αυγά τα οποία κλωσσά, τα καθιστά άχρηστα και άγονα, κατά τον ίδιον τρόπον παρθένος ή μοναχός ψυχραίνεται και νεκρούται κατά την πίστιν, όταν μεταβαίνη από τόπον εις τόπον.
Ας μη σε δελεάση η τρυφή των πλουσίων κατά κόσμον, σαν να έχη τίποτε χρήσιμον. Χάριν της ηδονής τιμούν την μαγειρικήν τέχνην˙ δια της νηστείας ο ίδιος με τα ευτελή φαγητά να φανής ανώτερος του πλούτου των τροφών εκείνων. Διότι λέγει, ότι «ο χορτάτος άνθρωπος κοροϊδεύει το μέλι».118  Μη χορτάσης άρτον και δεν θα επιθυμήσης τον οίνον.
Τρία είνε τα σπουδαιότερα μέσα του εχθρού εκ των οποίων κάθε κακία προέρχεται˙ επιθυμία, ηδονή, λύπη. Το ένα εξαρτάται από το άλλο και το ένα ακολουθεί το άλλο˙ και είνε δυνατόν να νικήση κανείς κάπως την ηδονήν, την επιθυμίαν όμως αδύνατον. Διότι η ηδονή επιτελείται δια του σώματος, ενώ το άλλο έχει την αρχήν του εις την ψυχήν˙ η δε λύπη και από τα δύο κατασκευάζεται. Μη επιτρέψης λοιπόν να τεθή εις ενέργειαν η επιθυμία και τότε και τα υπόλοιπα θα διασκορπίσης. Εάν όμως επιτρέψης να προκύψη το πρώτον, μόλις εις το δεύτερον διανεμηθή, θα ανταποδώση το ένα εις το άλλο κατά σχήμα κυκλικόν, και ουδόλως θα επιτρέψη εις την ψυχήν να ανανήψη. Διότι έχει γραφή˙ «Μη ανοίγης αυλάκι δια το νερό».119
Δεν συμφέρουν όλα εις όλους˙ «ο καθένας ας βεβαιούται δια της συνειδήσεώς του».120   Διότι εις πολλούς συμφέρει να μένουν εις κοινόβιον και εις άλλους είνε ωφέλιμον να αναχωρούν κατ’ ιδίαν. Όπως ακριβώς από τα φυτά, άλλα μεν όταν ευρεθούν εις τους υγρούς τόπους ακμάζουν, άλλα δε εις ξηρούς στερεώνονται, έτσι και από τους ανθρώπους, άλλοι μεν εις τους υψηλούς τόπους ευδοκιμούν, άλλοι δε εις χαμηλοτέρους διατηρούνται. Πολλοί λοιπόν εις την πόλιν έχοντες εις την φαντασίαν των την έρημον εσώθησαν και πολλοί, ενώ ήσαν εις τα όρη, επειδή έκαμναν, ό,τι και όσοι έζων εις τας πόλεις, εχάθησαν. Είνε δυνατόν ενώ είσαι μαζί με πολλούς κατά την διάθεσιν να μονάζης, και αντιθέτως ενώ είσαι μόνος κατά την διάθεσιν να συζής με πολλούς.
Πολλά είνε τα όπλα του διαβόλου. Με την πτωχείαν δεν εκλόνισε ψυχήν; Τον πλούτον παρουσιάζει ως δόλωμα. Με ύβρεις και ονειδισμούς δεν ηδυνήθη; Προβάλλει επαίνους και δόξαν. Ενικήθη δια της υγείας; Θα κάμη άρρωστον το σώμα. Διότι αφού δεν ηδυνήθη να εξαπατήση με την ηδονήν, προσπαθεί να κάμη την ψυχήν να παρεκτραπή παρά την επιθυμίαν και την θέλησίν της με τους ακουσίους πόνους. Επιφέρει νόσους και μάλιστα πολύ βαρείας και ζητεί να θολώση την αγάπην προς τον Θεόν εκείνων οι οποίοι δι’ αυτών έδειξαν αμέλειαν. Αλλά και αν ακόμη κατατεμαχίζεται το σώμα, και καταφλέγεται από σφοδροτάτους πυρετούς, ακόμη δε καταπιέζεται και από αθεράπευτον και ακατάσχετον δίψαν, εάν μεν, επειδή είσαι αμαρτωλός, υφίστασαι αυτά, θυμήσου την μέλλουσαν κόλασιν και το αιώνιον πυρ και τας τιμωρίας του δικαστού και δεν θα αδιαφορήσης δι’ όσα συμβαίνουν. Να χαίρης, διότι σε επεσκέφθη ο Κύριος και να έχης εις την γλώσσάν σου το ωραίον εκείνο ρητόν˙ «Με επαίδευσε πολύ ο Κύριος»,121 αλλά δεν με παρέδωσεν εις τον θάνατον της αμαρτίας. Ήσουν σίδηρος, αλλά θα αποβάλης τώρα με την φωτιάν την σκωρίαν˙ εάν δε, ενώ είσαι δίκαιος, είσαι ασθενής, από τα μεγάλα εις τα μεγαλύτερα σημειώνεις πρόοδον. Είσαι χρυσός, αλλά δια της φωτιάς να γίνης γνησιώτερος. Σου εδόθη άγγελος σατάν εις την σάρκα, να αγάλλεσαι, να βλέπης με ποίον έχεις γίνει όμοιος˙ διότι έγινες άξιος της ιδίας δωρεάς με τον Παύλον.122   Με τον πυρετόν δοκιμάζεσαι, με το ρίγος εξασκείσαι˙ αλλά λέγει η Γραφή˙ «Επεράσαμεν ανάμεσα από φωτιάν και νερό».123  Λοιπόν, σου έχει ετοιμασθή η αναψυχή. Σου έτυχε το πρώτον, περίμενε το δεύτερον. Όταν πάσχης, φώναξε τα λόγια του αγίου Δαυίδ˙ λέγει ότι «είμαι ταπεινωμένος και πτωχός και πονεμένος».124   Θα γίνης τέλειος με την τριάδα των θλίψεων. Διότι λέγει˙ «Με επλάτυνες με την θλίψιν».125  Με αυτάς τας ασκήσεις ας γυμνάσωμεν τας ψυχάς μας, ας διακρίνωμεν προ οφθαλμών τον εχθρόν.
Ας μη λυπούμεθα επειδή λόγω της ασθενείας και της πληγής του σώματος δεν δυνάμεθα να σταθούμεν εις την προσευχήν ή να ψάλλωμεν με φωνήν˙ όλα αυτά συνέβησαν δια να καταπολεμήσωμεν τας επιθυμίας. Διότι και η νηστεία και η χαμευνία έχουν θεσπισθή δια την καταπολέμησιν των αισχίστων ηδονών. Εάν λοιπόν αυτάς η αρρώστεια τας ηλάττωσεν, ο πόνος είνε άνευ σημασίας. Αλλά τι τον ονομάζω περιττόν μόνον; Είνε το ίδιον, όπως δε δυνατώτερον και πιο δραστήριον φάρμακον εξαλείφονται τα ολέθρια συμπτώματα της νόσου. Και αυτή είνε η σπουδαία άσκησις, το να δείχνωμεν υπομονήν εις τας νόσους, και να αναπέμπωμεν ευχαριστηρίους ύμνους εις τον αγαθόν. Εχάσαμεν τους οφθαλμούς μας; Ας μη το φέρωμεν βαρέως˙ διότι απεβάλαμεν τα όργανα της απληστίας, όμως με τους εσωτερικούς οφθαλμούς βλέπομεν ως εις καθρέπτην την δόξαν του Κυρίου. Δεν ακούομεν, ας ευχαριστήσωμεν τον Θεόν που εχάσαμεν εντελώς την ματαίαν ακοήν. Έχουν πληγωθή αι χείρες μας; Αλλά τας εσωτερικάς μας χείρας έχομεν ετοίμους δια τον πόλεμον εναντίον του εχθρού. Ασθένεια κατέλαβεν όλον το σώμα; Άλλ’ η υγεία του έσω ανθρώπου αυξάνει περισσότερον.
Εφ’ όσον ευρισκόμεθα εις το κοινόβιον, ας προτιμήσωμεν την υπακοήν περισσότερον από την άσκησιν˙ διότι η μεν μία διδάσκει την υπερηφάνειαν, ενώ η άλλη την ταπεινοφροσύνην υπόσχεται. Και ο εχθρός όμως εμπνέει επιτεταμένην άσκησιν. Διότι και οι μαθηταί του αυτό κάμνουν. Πώς λοιπόν θα διακρίνωμεν την θείαν και βασιλικήν άσκησιν από την τυραννικήν και δαιμονώδη; Από την συμμετρίαν βεβαίως. Δηλαδή, όλος ο χρόνος της ζωής σου ας είνε ένας κανών νηστείας. Μη νηστεύσης 4 ή 5 ημέρας και την άλλην καταλύσης την δύναμιν της νηστείας με πλήθος φαγητά. Αυτό είνε ευχάριστον εις τον εχθρόν. Παντού η έλλειψις μέτρου είνε καταστρεπτική. Μη εξαντλήσης τα όπλα σου αμέσως και έτσι γυμνή πλέον ευκόλως αιχμαλωτισθής. Τα όπλα μας είνε το σώμα, η ψυχή δε είνε ο στρατιώτης˙ φρόντιζε και δια τα δύο δια τας ανάγκας σου. Όταν είσαι νέος και υγιής, νήστευε. Θα έλθη βεβαίως το γήρας μαζί με την αδυναμίαν. Όσον καιρόν διαθέτεις δυνάμεις, αποταμίευε τροφάς, δια να τας εύρης, όταν δεν θα δύνασαι. Νήστευε με διάκρισιν και ακρίβειαν. Πρόσεξε μήπως ο εχθρός παρεισδύση εκμεταλλευόμενος την νηστείαν. Νομίζω ότι δι’ αυτό ο Σωτήρ έχει ειπή˙  Να είσθε καλοί τραπεζίται126˙  δηλαδή να γνωρίζετε με ακρίβειαν την βασιλικήν σφραγίδα. Διότι υπάρχουν και νόθοι σφραγίδες˙ και η μέν φύσις του Χριστού παραμένει η ιδία, διαφέρει όμως η σφραγίδα. Χρυσός βεβαίως είνε η νηστεία, η εγκράτεια, η ελεημοσύνη˙ αλλά και οι Έλληνες τοποθετούν εις αυτά την τυραννικήν των εικόνα και όλοι οι αιρετικοί καυχώνται δι’ αυτών. Χρειάζεται λοιπόν να προσέχωμεν και να τους αποφεύγωμεν ως παραχαράκτας. Πρόσεξε μήπως, χωρίς να έχης εξασκηθή, πέσης εις τα δίκτυά των και ζημιωθής. Να δέχεσαι, λοιπόν με ασφάλειαν τον σταυρόν του Χριστού, ο οποίος είνε χαραγμένος εις τας αρετάς, που σημαίνει να έχης ορθήν πίστιν συνοδευομένην από σεμνάς πράξεις.
Πρέπει ημείς να κυβερνώμεν την ψυχήν μας με κάθε διάκρισιν και όταν είμεθα εις το κοινόβιον, να μη ζητούμεν τα ιδικά μας, ούτε να ακολουθούμεν την ιδικήν μας γνώμην, αλλά να πειθαρχούμεν εις την πνευματικήν μας μητέρα. Εις την εξορίαν παρεδώσαμεν τον εαυτόν μας˙ δηλαδή εξήλθαμεν από τα όρια του κόσμου˙ έχομεν εξορισθή λοιπόν˙ ας μη ζητήσωμεν τα ίδια. Εκεί είχαμεν την δόξαν, εδώ τον ονειδισμόν˙ εκεί αφθονίαν τροφών, εδώ και του άρτου ακόμη έλλειψιν. Εις τον κόσμον υπάρχουν αυτοί οι οποίοι πίπτουν εις σφάλματα και χωρίς να το θέλουν φυλακίζονται˙ και ημείς λοιπόν ας φυλακίσωμεν τον εαυτόν μας δια τας αμαρτίας μας, δια να αποτρέψη την μέλλουσαν τιμωρίαν η εκουσία διάθεσίς μας.
Νηστεύεις; Μη προφασίζεσαι ασθένειαν. Διότι και αυτοί οι οποίοι δεν νηστεύουν περιέπεσαν εις τας ιδίας ασθενείας. Έκαμες αρχήν του καλού; Μη ανακόψης την πορείαν σου, επειδή ο εχθρός σου παρεμβάλλει εμπόδια, διότι αυτός μεν την υπομονήν σου κατατροπώνεται. Και αυτοί οι οποίοι ξεκινούν δια να πλεύσουν, πρώτον μεν συναντούν ευνοϊκόν άνεμον και απλώνουν τα πανιά˙ αμέσως μετά αντίθετος άνεμος τους απαντά˙ οι ναυτικοί όμως, επειδή ενέσκηψεν άνεμος δυνατός, δεν πετούν το φορτίον από το πλοίον, αλλά αφού δι’ ολίγον αράξουν εις λιμένα ή και αφού πολεμήσουν την ζάλην των κυμάτων, συνεχίζουν το ταξείδι των˙ έτσι και ημείς όταν αντίθετος άνεμος μας επιτεθή, αφού υψώσωμεν αντί ιστίων τον σταυρόν, χωρίς φόβον θα συνεχίσωμεν το ταξείδι μας.
Αυτά είνε τα διδάγματα της σεμνής και παναρέτου Συγκλητικής και είνε έργον μάλλον πάρα λόγια˙ και άλλα πολλά και σπουδαία εδίδαξε δια να ωφελήση τους ακροατάς και αυτούς οι οποίοι την έβλεπαν. Τόσον πλήθος αγαθών ανεβλάστησεν απ’ αυτήν, ώστε ανθρωπίνη γλώσσα δεν θα ηδύνατο να τα εκφράση.
Ο μισόκαλος όμως διάβολος μη δυνάμενος να ανεχθή την τόσο μεγάλην αφθονίαν των καλών, έλυωνε και εσυλλογίζετο πώς θα δυνηθή να αμαυρώση την εμφάνισιν της αρετής. Και ζητεί λοιπόν εις ένα τελευταίον αγώνα την γενναιοτάτην παρθένον˙ και με τόσην έχθραν την πολεμεί, ώστε δεν έκαμεν έναρξιν των πληγών από τα εξωτερικά μέλη, αλλά ήγγισε τα εσωτερικά και της επέφερε βαθύν πόνον, ώστε να μη δύναται να την παρηγορήση άνθρωπος του κόσμου.
Και πρώτον μεν πλήττει ένα όργανον απαραίτητον δια την ζωήν, τον πνεύμονα, και ολίγον κατ’ ολίγον αυξάνει τον πόνον με νόσους θανατηφόρους. Ηδύνατο βεβαίως να ζητήση εντός ολίγου να επιφέρη ταχέως τον θάνατόν της˙ άλλ’ ενήργησεν όπως ακριβώς αιμοβόρος δήμιος, και δια πληγών πολλών και εντός μεγάλου χρονικού διαστήματος δεικνύει την κακίαν του. Ολίγον κατ’ ολίγον έφθειρε τον πνεύμονα με τα πτύσματα τα οποία εξήρχοντο και έτσι τον αφήρεσεν. Επι πλέον είχε και συνεχείς πυρετούς, οι οποίοι κατέτρωγαν το σώμα ως λίμα.
Διήγε δε το 80ον έτος της ηλικίας της, όταν ο διάβολος μετέφερεν εις αυτήν το μαρτύριον του Ιώβ˙ και τότε ακόμη εχρησιμοποίει αυτάς τας μάστιγας, άλλ’ επί του παρόντος περιορίζει τον χρόνον, με το να καταστήση περισσότερον οδυνηρούς τους πόνους. Ο μακάριος Ιώβ 35 χρόνια έκαμε μέσα εις τον πόνον˙ εδώ ο εχθρός, σαν να πρόκηται περί των απαρχών, ήρπασε το ένα δέκατον από εκείνον τον πειρασμόν και επροξένησε πληγάς εις το ιερόν της σώμα. Διότι επί τριάμισυ έτη επολέμησε τον εχθρόν δια των ενδόξων αυτών πόνων. Εις την περίπτωσιν του Ιώβ ο διάβολος ήρχισε τα τραύματα από τα έξω, εις αυτήν όμως από τα εσωτερικά προσάγει τας τιμωρίας. Διότι ήγγισε τα εσωτερικά της μέλη και της επροξένησε μεγαλυτέρους και βαρυτέρους πόνους. Νομίζω ότι και οι γενναιότεροι μάρτυρες δεν υπέστησαν τόσον φρικτόν μαρτύριον όσον η αοίδιμος Συγκλητική. Διότι εις εκείνους επετίθετο εκ των έξω ο αλητήριος. Και ξίφος και πυρ έστω και αν προέβαλεν ενώπιόν των, ήσαν πιο ελαφρά από τους πειρασμούς που είχεν εκείνη. Διότι αντί πυρωμένης καμίνου έκαιε τα σπλάγχνα της, αυξάνων ολίγων κατ’ ολίγον το πυρ από μέσα, και ως μία  κατέτρωγε το σώμα της εντός μακρού χρονικού διαστήματος. Και αληθώς δυνάμεθα να είπωμεν ότι αυτό είναι βαρύ και απάνθρωπον. Διότι και αυτοί ακόμη οι οποίοι έχουν αναλάβει την δικαστικήν εξουσίαν, όταν θελήσουν να επιβάλουν βαρυτέρας ποινάς εις τους ενόχους, με χαμηλήν φωτιάν τους καίουν˙ κατά τον ίδιον τρόπον λοιπόν και ο εχθρός προξενώντας τον πυρετόν σαν να έκαιεν εσωτερικώς ολίγον κατ’ ολίγον, την ετιμώρει ακαταπαύστως νύκτα και ημέραν.
Και αυτή γενναίως υπέμεινε την πληγήν και δεν έχανε το θάρρος της, αλλά πάλιν εμάχετο η μακαρία κατά του εχθρού. Και πάλιν εθεράπευε με την αγαθήν της διδασκαλίαν όσους ετραυματίζοντο υπ’ αυτού και απέσπα ψυχάς χωρίς τραύματα ως από το στόμα αιμοβόρου λέοντος. Εθεράπευε δε τους τραυματίας με τα σωτήρια του Κυρίου φάρμακα. Με δε τους διετήρει απροσβλήτους από τον εχθρόν, διότι με το να τους υποδεικνύη τας δολεράς παγίδας του διαβόλου, τους ηλευθέρωνεν από την αμαρτίαν.
Έλεγε δε η θαυμασία εκείνη ψυχή ότι δεν πρέπει να είνε άνευ μεριμνών ποτέ όσαι αφιερώθησαν εις τον Θεόν. Διότι κυρίως εναντίον αυτών επιτίθεται ο εχθρός. Ακόμη και όταν αυταί ησυχάζουν, αυτός ωρύεται, και όταν νικάται, λυπείται, και ενώ δι’ ολίγον αποχωρεί, κατασκοπεύει και αν τας καταλάβη δι’ ολίγον ο ύπνος, ενώ ευρίσκονται εις αυτήν την κατάστασιν, επιτίθεται, και δια μέσου αυτών τα οποία νομίζει κανείς ότι παρέχουν το αμέριμνον, δι’ αυτών των ιδίων εφορμά˙ διότι όπως ακριβώς είνε αδύνατον και αυτοί οι πάρα πολύ φαύλοι να μη έχουν έστω και ένα σπινθήρα καλού, έτσι υπάρχει και η κακία εις τους αγαθούς. Και από αυτούς οι οποίοι πολεμούν δύναται να υπάρχη ένα μέρος εις το αντίπαλον στρατόπεδον, το οποίον να διάκηται ευμενώς. Πολλές φορές ένας άνθρωπος συμβαίνει να περικυκλούται από κάθε τι το αισχρόν και να κυλίεται εις παντός είδους ακολασίαν, άλλ’ όμως να είνε ελεήμων˙ και άνθρωποι σπουδαίοι πολλές φορές, ενώ βιούν την σωφροσύνην, την νηστείαν, την επίπονον άσκησιν, είνε πάρα ταύτα φιλάργυροι και κατακρίνουν.
Δεν πρέπει, λοιπόν, να αδιαφορώμεν δια τα μικρά, επειδή τάχα δεν δύνανται να μας βλάψουν. Διότι και το νερό με το πέρασμα του χρόνου διαλύει την πέτραν. Τα σπουδαιότερα λοιπόν από τα καλά των ανθρώπων με την βοήθειαν της θείας χάριτος αποκτώνται˙αυτά δε τα οποία φαίνονται μικρά έχομεν μάθει να τα αποβάλλωμεν μόνοι μας. Αυτός λοιπόν ο οποίος αντιμετώπισε τα μεγάλα με την βοήθειαν της χάριτος, αλλά τα μικρά περιεφρόνησε, θα υποστή μεγάλην ζημίαν. Διότι ο Κύριός μας, ως γνήσιος πατήρ, μόλις τα παιδιά του ορμούν δια να βαδίσουν, τους δίδει την χείρά του και μας γλυτώνει από οποιονδήποτε μεγάλον κίνδυνον˙ εις τα μικρά όμως επιτρέπει να κινούμεθα μόνοι μας, θέλων να φανή η ελευθέρα βούλησίς μας, όπως ακριβώς κινούμεθα μόνοι μας με τα πόδια μας. Διότι αυτός ο οποίος εις τα μικρά ευκόλως γίνεται αιχμάλωτος του εχθρού, πώς θα δυνηθή τα μεγαλύτερα να διαφυλάξη;
Πάλιν, επειδή την έβλεπεν ο μισόκαλος να υπερισχύη έναντι αυτού, ελυπείτο. Και όταν είδε να συντρίβεται η τυραννία του, επινοεί κάποιαν άλλην μέθοδον κακήν και πλήττει τα φωνητικά της όργανα, δια να παύση ο προφορικός λόγος, επειδή είχε την εντύπωσιν ότι δι’ αυτού του τρόπου θα στερηθούν των θείων λόγων όσαι την επλησίαζον. Αλλά μολονότι και την ωφέλιμον ακοήν της εστέρησε, της εδώρησε το κέρδος εις το σπουδαιότερον θέμα˙ διότι αυταί όταν την έβλεπον να υπομένη τα παθήματα ενισχύετο το φρόνημά των. Τα τραύματα του σώματος εκείνης εθεράπευον τας πληγωμένας ψυχάς˙ και ήτο δυνατόν να θεωρήση κανείς ως προφυλακήν και φάρμακον την αντοχήν και υπομονήν της μακαρίας.
Να ποίαν πρόφασιν εχρησιμοποίησεν ο εχθρός δια να την πλήξη˙ προξενεί πόνον εις ένα δόντι, σαπίζει αμέσως το ούλον και εκπίπτει το κόκκαλον˙ η σήψις προχωρεί εις όλην την σιαγόνα και φθείρει τα γειτονικά σημεία και εις 40 ημέρας το οστούν της σιαγόνας υφίσταται τερηδόνα και μετά από δύο μήνας διάτρησιν. Εμελάνιασαν όλαι αι γύρω περιοχαί. Το δε κόκκαλον και αυτό αφού εφθάρη, ολίγον κατ’ ολίγον κατετρώγετο˙ σήψις δε και βαρυτάτη δυσωδία επεκράτει εις όλον το σώμα, ώστε αυταί αι οποίαι την υπηρέτουν υπέφερον περισσότερον απ’ αυτήν. Και τον περισσότερον χρόνον ήσαν μακράν αυτής, επειδή δεν ηδύναντο να ανθέξουν την δυσάρεστην οσμήν, όταν όμως η ανάγκη το επέβαλλεν, αφού έκαιον θυμιάματα, πολλαί μαζί προσήρχοντο και αμέσως πάλιν ανεχώρουν λόγω της δυσαρέστου οσμής. Η δε μακαρία έβλεπε τον αντίπαλον προ οφθαλμών και δεν επέτρεπε καθόλου να της προσφέρη άνθρωπος βοήθειαν, δεικνύοντας και εδώ την ανδρείαν της. Αυταί δε αι οποίαι την επλησίαζον την παρεκάλουν τουλάχιστον να αλείφουν το μέρος εκείνο με αρώματα, διότι δεν ηνείχοντο την δυσωδίαν, αλλά δεν επείθετο. Διότι ενόμιζεν ότι συμμαχώντας με τα έξω έχανε τον ένδοξον αγώνα. Και αι σύντροφοί της προσεκάλεσαν κάποιον ιατρόν, δια να την πείση, έστω αυτός, εάν δύναται, να δεχθή κάποιαν θεραπείαν. Αυτή όμως πάλιν δεν εδέχετο και έλεγε˙ Διατί μου προβάλλετε εμπόδια εις την αγαθήν ταύτην πάλην; Διατί ζητείτε αυτό το οποίον κρύπτεται; Διατί ασχολείσθε τόσον πολύ μ’ αυτό το οποίον έγινε, χωρίς να βλέπετε αυτόν ο οποίος το έκαμε; Και της λέγει ο ιατρός, ο οποίος ήτο παρών˙ Δεν σου προσφέρομεν φάρμακον δια να θεραπευθής ή να ανακουφισθής ολίγον,  αλλά δια να θάψωμεν, όπως συνηθίζομεν, το μέρος του σώματος το οποίον εφθάρη και ενεκρώθη, δια να μη μολύνη και τους παρόντας. Αυτό το οποίον προσφέρουν εις τους νεκρούς, αυτό κάμνομεν και ημείς τώρα˙ θα αναμείξω αλόην και σμύρναν και μυρσίνην με οίνον και θα σου το δώσω. Αυτή δε εδέχθη την συμβουλήν και υπεχώρησε, μάλλον επειδή ελυπήθη τας συντρόφους της˙ μ’ αυτό το φάρμακον η υπερβολική δυσωδία περιωρίσθη.
Ποίος δεν έφριξεν, όταν είδε την τόσον μεγάλην πληγήν; Ποίος δεν ωφελήθη, όταν είδε την υπομονήν της μακαρίας και εσκέφθη την πτώσιν του εχθρού εις το πρόσωπόν της; Έστησε την πληγήν εκεί όπου ανέβλυζεν η πηγή των λόγων, η σωτήριος και γλυκυτάτη και η υπερβολική του κακία διεσκόρπισε κάθε παρηγορίαν. Σαν θηρίον αιμοβόρον κάθε προσπάθειαν εκείνων οι οποίοι θα επλησίαζον το θήραμα απεμάκρυνε, δια να κατασπαράξη το θύμα, το οποίον συνέλαβε και ενώ εζήτει τροφήν έγινε τροφή. Εδελεάσθη από την αδυναμίαν του σώματος ως με άγκιστρον˙ έβλεπε γυναίκα και την περιεφρόνει˙ ηγνόει το ανδρείόν της φρόνημα. Όταν ησθένησαν τα μέλη της, έλαβε γνώσιν˙ διότι είχε τυφλωθή, χωρίς να δύναται να κατοπτεύση τον ισχυρότατον λογισμόν της. Τρεις μήνας ηγωνίσθη και εις αυτόν τον αγώνα εθριάμβευσε. Με θεϊκήν δύναμιν εκρατείτο το σώμα εις την ζωήν. Διότι όσα συνετέλουν δια την διατήρησιν εις την ζωήν είχον μειωθή. Έμενεν άσιτος, διότι πώς ηδύνατο να λαμβάνη τροφήν, αφού τόση σήψις και δυσωδία επεκράτει; Εφυγαδεύθη και ο ύπνος απ’ αυτήν, διότι διεκόπτετο από τους πόνους.
Όταν δε επλησίασε το τέλος της νίκης και του στεφάνου, έβλεπε οπτασίας και εμφανίσεις αγγέλων και προτροπάς παρθένων αγίων δια να ανέλθη και λάμψεις ανεκφράστου φωτός και παραδείσου χώρον και μετά, αφού τα είδε, σαν να συνήλθε, συνεβούλευεν όσαν ήσαν πλησίον της να υπομένουν τας θλίψεις και να μη παραμελούν το παρόν. Είπε δε εις αυτάς ότι μετά τρεις ημέρας θα αποθάνη. Όχι μόνον αυτό, αλλά και την ώραν της αναχωρήσεώς της από εδώ έκαμε γνωστήν. Και μόλις συνεπληρώθη ο χρόνος, απεδήμησεν εις Κύριον η μακαρία Συγκλητική, και έλαβεν ως βραβείον των αγώνων της απ’ αυτόν την βασιλείαν των ουρανών, προς δόξαν και έπαινον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εις τον οποίον και εις τον Πατέρα και εις το πανάγιον Πνεύμα ανήκει η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.    Περί της Θέκλης ουδέν αναφέρει η Καινή Διαθήκη. Τα απόκρυφα την παρουσιάζουν μαθήτριαν του αποστόλου Παύλου και συνεργάτιδα εις τας περιοδείας του και ότι μετά τον θάνατον αυτού εμόνασεν ιδρύσασα μονήν εις την Σελεύκειαν, εις το σπήλαιον της οποίας εμόνασεν ο Γρηγόριος Θεολόγος.
2.    Πρβλ. ψαλμ. 44.
3.    Έξ. 15, 1.
4.    Ψαλμ. 33, 9.
5.    Γαλ. 3, 27.
6.    Άσμα 2, 16.
7.    Β’. Κορ. 4, 16.
8.    Εκάρη δηλαδή μοναχή.
9.    Ψαλμ. 23, 1.
10. Πρβλ. Μθ. 7, 24-25.
11. Μθ. 6, 3.
12. Πρβλ. Εφ. 6, 16-17.
13. Πρβλ. Εβρ. 6, 18-19.
14. Ψαλμ. 90,13.
15. Λκ. 10, 19.
16. Μθ. 25, 21.
17. Πρβλ. Εφ. 6, 12.
18. Μθ. 10, 26.
19. Πρμ. 22, 22.
20. Μθ. 10, 8.
21. Πρβλ. Μθ. 24, 24 ε.
22. Μθ. 22, 37˙ 39.
23. Πρβλ. Α’ Τιμ. 1, 5.
24. Πρβλ. Μθ. 13, 8-9˙ 23. Ούτως ερμηνεύουν το χωρίον οι ασκητικοί πατέρες, καθώς και άλλα τινά, εξ επιδράσεως των περί του μοναχικού βίου διδασκαλιών και δοξασιών των.
25. Φιλ. 3, 14.
26. Λκ. 17, 10.
27. Πρμ. 4, 25.
28. Μθ. 24, 42.
29. Εκκλ. 1, 18.
30. Εκκλ. 10,4.
31. Σοφία Σολομ. 6,6.
32.  Ιώβ 40, 16. Δια την έννοιαν του χωρίου, βλέπε σελ. 24.
33. Μθ. 7, 15.
34. Μθ. 10,16.
35. Α’ Πέτρ. 5, 8.
36. Αββ. 1, 16.
37. Υπαινίσσεται την γνωστήν παναρχαίαν παροιμίαν˙ «πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται».
38. Μθ. 19, 21.
39. Ψαλμ. 144, 15.
40. Ψαλμ. 72, 22.
41. Μθ. 6, 26.
42. Ψαλμ. 115, 1.
43. Πρβλ. Α’ Τιμ. 6, 10.
44. Λκ. 8, 18.
45. Μθ. 5, 12.
46. Ψαλμ. 4, 2.
47. Ψαλμ. 68, 21.
48. Ησαίας 1, 5.
49. Εκκλ. 2, 14.
50. Μθ. 9, 17.
51. Ψαλμ. 68, 3.
52. Ψαλμ. 90, 13.
53. Α’ Κορ. 10, 12.
54. Πρβλ. Ψαλμ. 68.
55. Ψαλμ. 68, 16.
56. Ψαλμ. 12, 4.
57. Ψαλμ. 50, 6.
58. Ψαλμ. 6, 3˙ 9, 14.
59. Ψαλμ. 110, 1.
60. Ησαία 14, 13.
61. Ψαλμ. 21, 7.
62. Γεν. 18, 27.
63. Ησαία 64, 6.
64. Α’ Βασσιλ. 15, 22.
65. Πρβλ. Α’ Πέτρ. 5,5.
66. Πρβλ. Δαν. (Ύμνος 3 παίδων 64).
67. Μθ. 11, 29.
68. Λκ. 17, 10.
69. Εβρ. 12, 29.
70. Λκ. 12, 49.
71. Α’ Κορ. 13, 1.
72. Ιακ. 1, 20.
73. Μθ. 5, 24.
74. Εφ. 4, 26.
75. Μθ. 6, 34.
76. Ψαλμ. 51, 3.
77. Ψαλμ. 51, 3.
78. Ψαλμ. 51, 4.
79. Ψαλμ. 51, 7.
80. Εξ. 23, 1.
81. Ψαλμ. 100, 5.
82. Ψαλμ. 16, 4.
83. Ψαλμ. 37, 14.
84. Εκκλ. 9, 2.
85. Μθ. 5, 46.
86. Πρβλ. Μθ. 11, 12. Την ερμηνείαν αυτού βλέπε εις Σ. Σάκκον, Περί της μεταφράσεως της Κ. Διαθήκης, Αθήναι 1970, σ. 24.
87. Ψαλμ. 17, 26.
88. Ψαλμ. 17, 27.
89. Μθ. 5, 11-12.
90. Πρβλ. Ρωμ. 2, 29˙ 4, 11.
91. Μθ. 19, 27.
92. Πράξ. 3, 6.
93. Ψαλμ. 140, 5.
94. Πρβλ. Γεν. 18, 1 ε.
95. Ρωμ. 12, 19˙ Πρβλ. Δευτ. 32,35.
96. Γεν. 3, 23.
97. Μθ. 6, 34.
98. Γαλ. 6, 14.
99. Μθ. 5, 7.
100.       Πρβλ. Μθ. 5, 28.
101.       Ψαλμ. 13, 1.
102.       Ψαλμ. 72, 8.
103.       Πρβλ. Ψαλμ. 140, 4.
104.       Μθ. 1, 18.
105.       Εις το πρώτον κεφάλαιον του κατά Ματθαίον ευαγγελίου χρησιμοποιούνται τα ουσιαστικά γένεσις (εκ του γίγνεσθαι) με ένα ν, «Βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού…» (1,1), όπερ σημαίνει ιστορία του Ιησού Χριστού, και γέννησις (εκ του γεννάν) με δύο νν, «Του δε Ιησού Χριστού η γέννησις ούτως ην…» (1, 18), όπερ σημαίνει απλώς την γέννησιν. Οι αιρετικοί εκβιάζοντες την γραφήν του ευαγγελίου εχρησιμοποίουν και εις το δεύτερον χωρίον (1, 18) το γένεσις με ένα ν. Αλλά και εις την περίπτωσιν αυτήν ουδέν επετύγχανον, διότι δεν πρόκειται περί της αχρόνου γεννήσεως του Υιού εκ του Πατρός, αλλά περί της εν χρόνω γεννήσεως του Ιησού εκ της Μαρίας. Εις την δευτέραν περίπτωσιν και αν ακόμη προτιμηθή η εσφαλμένη γραφή γένεσις το ορθόδοξον δόγμα δεν προσβάλλεται, διότι εις την περίπτωσιν αυτήν το γίγνεσθαι σημαίνει γεννάν. Πρβλ. «Δαρείου και Παρυσάτιδος γίγνονται παίδες δύο» (Ξενοφώντος, Κύρου Ανάβασις 1).
106.       Ησαία 45, 7.
107.       Εβρ. 12, 7.
108.       Ιερ. 10, 23.
109.       Ψαλμ. 8, 3.
110.       Λκ. 18, 16.
111.       Μθ. 18, 3.
112.       Πρβλ. Α’ Βασσιλ. 18, 3 ε.
113.       Ψαλμ. 36, 24.
114.       Ψαλμ. 83, 8.
115.       Πρβλ. Εφ. 6, 14.
116.       Πρβλ. Α’ Κορ. 14, 15- 19.
117.       Β’. Κορ. 4, 16.
118.       Πρμ. 27, 7.
119.       Σοφία Σειράχ 25, 25.
120.       Ρωμ. 14, 5.
121.       Ψαλμ. 117, 18.
122.       Πρβλ. Β’ Κορ. 12, 7.
123.       Ψαλμ. 65, 12.
124.       Ψαλμ. 68, 30.
125.       Ψαλμ. 4, 2.
126.       Θεωρείται εν εκ των αγράφων λογίων του Ιησού. Βλ. Α. Resch, Agrapha. Ausserkanonische Schriftragmente, Darmstardt 1967, αριθμ 87, σελ. 112.


Η/Υ επιμέλεια: Ελένης Χρήστου, Σοφίας Μερκούρη.