Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ: ΜΙΑ ΚΑΛΟΓΡΑΙΑ ΤΗΣ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ



site analysis



ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ εντός των οικισμών της Χαλκιδικής ζούσαν γυναίκες, οι οποίες είχαν το μοναχικό σχήμα και ήταν εξαρτόμενες από τις Μονές του Αγίου ΄Ορους. Πρόκειται για μία ιδιάζουσα περίπτωση μοναχικής ζωής, η οποία φαίνεται να έχει την αφετηρία της στην επίδραση, που επέφερε ο αγιορειτικός μοναχισμός στις περιοχές, με τις οποίες σχετίστηκε.
Στο Νεοχώρι Χαλκιδικής υπήρξαν δύο τέτοιες γυναικείες προσωπικότητες, οι οποίες είχαν όμως τη δική τους βιοτή. Κρίθηκε σκόπιμο να δημοσιευθεί η περίπτωση της μία εκ των δύο, της αρχαιότερης, η οποία θεωρείται άκρως ενδιαφέρουσα από πολλές απόψεις.
Η παρακάτω δημοσίευση έγινε στο περιοδικό ΠΑΓΧΑΛΚΙΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ, τεύχος 26 (Ιαν.-Μάρτ. 2016), 29-30.
ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ- ΜΙΑ ΚΑΛΟΓΡΑΙΑ ΤΗΣ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ01ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ- ΜΙΑ ΚΑΛΟΓΡΑΙΑ ΤΗΣ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ02

Πηγή: psifides-istorias.blogspot.gr-ΔΙΑΚΟΝΗΜΑ

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

Ἡ Ὁσία Θεοδώρα ἡ βασίλισσα Ἄρτης



site analysis


Αγία Θεοδώρα




Ἡ Ἁγία Θεοδώρα γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 1210 πιθανότατα στὴν Θεσσαλονίκη καὶ ὑπῆρξε γόνος τῆς μεγάλης καὶ ἀρχοντικῆς βυζαντινῆς οἰκογένειας Πετραλείφα (νορμανδικῆς καταγωγῆς), ἡ ὁποία ἐγκατεστημένη ἀρχικὰ στὸ Διδυμότειχο προσέφερε πολλὲς καὶ σημαντικὲς ὑπηρεσίες στὴν αὐτοκρατορία καὶ τιμήθηκε μὲ ὑψηλὰ ἀξιώματα. Ὁ πατέρας της Ἰωάννης εἶχε τὸν τίτλο τοῦ σεβαστοκράτορος καὶ ἦταν διοικητὴς Θεσσαλίας καὶ Μακεδονίας.
Κοντὰ στοὺς εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους γονεῖς της ἀνατράφηκε «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» ἀντλώντας ἀπὸ τὴν ζωή τους τὸ πρῶτο φωτεινὸ παράδειγμα ἐνάρετης ζωῆς, παράδειγμα ποὺ θὰ χαραχθεῖ ἀνεξίτηλα καὶ στὴν δική τους ζωή.
Ὁ πατέρας της πέθανε γρήγορα ἀφήνοντας τὴ Θεοδώρα σὲ μικρὴ ἀκόμα ἡλικία, ὀρφανή. Τὴν προστασία τῆς οἰκογένειας ἀνέλαβε ὁ Δούκας τῆς Ἠπείρου Θεόδωρος (θεῖος της), ὁ ὁποῖος τὴν ἐποχὴ αὐτὴ εἶχε καταλάβει τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἐπέκτεινε τὸ κράτος του μέχρι τὴν Ἀδριανούπολη.
Ἡ Θεοδώρα ἔζησε καὶ μεγάλωσε στὰ Σέρβια τῆς Κοζάνης, μία σημαντικὴ πόλη μὲ στρατηγικὴ θέση τὴν ἐποχὴ αὐτή. Ἀνατρέφεται μαζὶ μὲ τὰ ἀδέλφια της ἀπὸ τὴν εὐσεβὴ μητέρα της Ἑλένη καὶ μαθαίνει καλὰ γιὰ τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος παρὰ ἡ ἁγιότητα καὶ ἡ «κατὰ Θεὸν ὁμοίωσις». Γνωρίζει καὶ πιστεύει ὅτι τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς σύντομης ζωῆς μας κρύβεται στὴν ἐπιτυχία τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Διδάσκεται ἀπὸ τὴν ἀγαθὴ μητέρα της ὅτι τὰ ἀληθινὰ κοσμήματα ποὺ πρέπει νὰ στολίζουν τὴν γυναῖκα, εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ πραότητα, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἀληθινὴ πίστη, ποὺ μὲ τὸν δικό της ἀγώνα καὶ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ μποροῦν νὰ πραγματοποιηθοῦν καὶ νὰ φανερωθοῦν καὶ στὴ δική τους ζωή.
Ἡ πνευματικὴ καλλιέργεια καὶ ὡριμότητα τῆς νεαρῆς Θεοδώρας, καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ κάλλος της ἐντυπωσιάζουν τὸν Μιχαὴλ Β’, ποὺ στὸν δρόμο του γιὰ τὴν Ἄρτα τὴν συναντᾶ στὰ Σέρβια, ἐνῷ βρισκόταν ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ θείου της Θεοδώρου.
Τὴν ζητὰ ἀμέσως σὲ γάμο, ὁ ὁποῖος καὶ τελεῖται μὲ κάθε μεγαλοπρέπεια καὶ ἐπισημότητα στὰ Σέρβια τὸ ἔτος 1230. Μὲ λαμπρὴ καὶ μεγάλη συνοδεία, φτάνουν στὴν Ἄρτα, τὴν πρωτεύουσα τοῦ κράτους τῆς Ἠπείρου, στὴν ὁποία ὁ Μιχαὴλ Β’ ἀνακηρύσσεται μετὰ ἀπὸ λίγο Δεσπότης.
Ὁ Μιχαήλ, ἰσχυρὴ προσωπικότητα, πνεῦμα ἀνήσυχο καὶ φιλόδοξο, ἀρχίζει νὰ φροντίζει γιὰ τὴν ἑδραίωση καὶ ἐξάπλωση τοῦ κράτους του. Ἡ νεαρὰ δούκισσα Θεοδώρα ἀναδεικνύεται πρώτη κυρία τοῦ Δεσποτάτου. Στὴν μεγάλη αὐτὴ καὶ ἔνδοξη θέση ποὺ ἀνέβηκε ἡ Θεοδώρα, δὲν παρασύρθηκε ἀπὸ τὴν δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀξιώματός της, οὔτε, παρὰ τὴ νεότητά της, τράπηκε σὲ ὑλιστικὲς ἀπολαύσεις καὶ τρυφηλὴ ζωή. Καὶ ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ βιογράφος της Ἰὼβ μοναχός, τώρα πιὸ πολὺ κατάλαβε ὅτι πρέπει νὰ φροντίζει νὰ ζεῖ μὲ πιὸ πολλὴ ἀρετὴ καὶ σωφροσύνη, μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ ἀγάπη, μὲ ἀοργησία καὶ συμπάθεια, μὲ ἐλεημοσύνη καὶ πραότητα καὶ γενικά, ὁλόψυχα νὰ δίδεται καὶ νὰ ὑπηρετεῖ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
Μὲ τὴν ζωὴ αὐτὴ ἡ Θεοδώρα ἀναδείχθηκε ἀληθινὰ κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, λύχνος φωτεινὸς ἐπάνω στὴν λυχνία ποὺ φωτίζει καὶ καθοδηγεῖ καὶ τὴν ζωὴ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων στὸν Χριστό.
Λίγες ἦταν οἱ εὐτυχισμένες στιγμὲς τοῦ ζευγαριοῦ. Ὁ μισόκαλος διάβολος φθονώντας τὴν εὐτυχία τους καὶ τὴν ἀρετὴ τῆς Θεοδώρας καὶ μὴν μπορώντας νὰ ὑποτάξει τὴν ἴδια, ρίχνει τὰ φαρμακερὰ βέλη του ἐναντίων της μὲ ἄλλον τρόπο: «θηλυμανίας τὸν ἄνδρα καταμαλάξας , πειρασμὸν τῇ μακαρίᾳ ἐγείρει δεινώτατον». Ὁ Μιχαὴλ παρασύρεται σὲ πορνεία καὶ ἀκολασία ἀπὸ μία Ἀρτινὴ ἀρχόντισσα, τὴν Γαγγρινή. Αὐτὴ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ διαβόλου κατορθώνει νὰ σκλαβώσει ψυχικὰ τὸν Μιχαὴλ καὶ νὰ βάλει μίσος ἄσπονδο στὴν καρδιά του, ἐναντίων τῆς καλῆς καὶ Ἁγίας συζύγου του. Μὲ τὴν ἐντολή του πρὸς ὅλους ἀπαγορεύει κάθε βοήθεια καὶ συμπαράσταση πρὸς τὴν Ἁγία καὶ ὁρίζει αὐστηρὰ νὰ μὴν κάνουν λόγο γι’ αὐτὴν στὰ ἀνάκτορα, οὔτε τὸ ὄνομά της κὰν νὰ προφέρουν στὰ χείλη τους.
Σὲ αὐτὲς τὶς δύσκολες στιγμὲς τῆς ζωῆς της, φάνηκαν οἱ καρποὶ τῆς ἀληθινῆς πνευματικῆς καλλιέργειας τῆς Θεοδώρας. Ὅπως μέσα στὴν δόξα καὶ τὴν καλοπέραση τοῦ παλατιοῦ δὲν παρασύρθηκε καὶ δὲν ἀλλοιώθηκε, ἔτσι καὶ τώρα μέσα στὴν φουρτουνιασμένη συζυγικὴ ζωὴ ἡ Θεοδώρα δὲν κάμφθηκε καὶ δὲν λιποψύχησε, ἀλλὰ φάνηκε πιὸ πολὺ ὁ ἀδαμάντινος χαρακτήρας της καὶ ἡ ἀκεραιότητα τῆς πίστεώς της.
Στὴν αὐθαιρεσία τοῦ ἄνδρα της ἀντέταξε τὴν ὑπομονὴ καὶ τὸ ταπεινό της φρόνημα. Παρὰ τὶς συκοφαντίες καὶ τὸν διωγμό της ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα, λαμπρύνθηκε μὲ τὴν σιωπὴ καὶ τὴν ἑκούσια μόνωσή της.
Χωρὶς καμιὰ ἀνθρώπινη βοήθεια, ὁπλισμένη ὅμως μὲ τὴν ἀκαταίσχυντη ἐλπίδα στὸν Θεό, ἐγκαταλείπει – ἔγκυο ἤδη – τὰ ἀνάκτορα. Πέντε χρόνια μαζὶ μὲ τὸν πρωτότοκο υἱό της, τὸ Νικηφόρο, ποὺ γεννήθηκε στὴν ἐξορία, ταλαιπωρεῖται στὸ κρύο καὶ στὴν ζέστη, στὴν πείνα καὶ τὴ δίψα, στὴν ἐγκατάλειψη καὶ τὴν μοναξιά. Ἄγνωστη, πικραμένη καὶ κακοντυμένη περνοῦσε λόφους καὶ γκρεμοὺς ἀποφεύγοντας τὴν μανία τοῦ ἄνδρα της.
Στὴν μεγάλη αὐτὴ δοκιμασία βρίσκει λίγη παρηγοριὰ κοντὰ στὸν ἱερέα τῆς Πρένιστας. Μία μέρα ποὺ μάζευε λάχανα, γιὰ νὰ φάει αὐτὴ καὶ τὸ μικρό της παιδί, τὴν συναντᾶ ὁ ἱερέας καὶ μετὰ ἀπὸ ἐπίμονη προσπάθεια νὰ μάθει ποιὰ εἶναι, ἡ Θεοδώρα τοῦ φανερώνεται. Ἔτσι γιὰ λίγο διάστημα βρίσκει προστασία στὸ σπίτι τοῦ καλοῦ αὐτοῦ ἱερέως.
Ἡ ἀλήθεια ὅμως καὶ ἡ ἀρετὴ ὅσο καὶ ἂν σπιλώνονται, ὅσο καὶ ἂν παραθεωροῦνται, δὲν ἀργοῦν νὰ φανοῦν. Οἱ εὐγενεῖς ἄρχοντες τῆς Ἄρτας ἀγανακτισμένοι ἀπὸ τὴν ἔκλυτη ζωὴ τοῦ Δούκα Μιχαὴλ καὶ τὴν ἀλαζονεία τῆς πόρνης Γαγγρινῆς ἀντιδροῦν δυναμικά: διώχνουν τὴν Γαγγρινὴ ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ ἀπαιτοῦν ἀπὸ τὸν βασιλέα νὰ ἀλλάξει ζωή.
Ὁ Μιχαὴλ συγκλονίζεται, «ἔρχεται εἰς ἐαυτόν» καὶ ἀμέσως στέλνει ἔμπιστους ἀνθρώπους νὰ βροῦν καὶ νὰ φέρουν πίσω τὴν Θεοδώρα.
Πράγματι μὲ πολλὴ μετάνοια καὶ ἀγάπη, μὲ ἐπισημότητα καὶ λαμπρότητα ὑποδέχεται τὴ νόμιμη καὶ μόνη κυρία καὶ βασίλισσα στὰ ἀνάκτορα καὶ στὴ ζωή του.
Ὁ Μιχαήλ, σὲ ἀνάμνηση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ καὶ σὲ ἔνδειξη τῆς μετάνοιάς του, ἀνεγείρει τὴν σεβάσμια καὶ περικαλλὴ μονὴ τῆς Κάτω Παναγιᾶς. Στὴ βόρεια καμάρα ἐξωτερικὰ ὑπάρχει χαραγμένη ἡ ἐπιγραφὴ τῆς μετάνοιάς του, τὴν ὁποίας τὸ πανομοιότυπο καὶ τὴ μεταγραφὴ ἔδωσε ὁ Ἀναστάσιος Ὀρλάνδος:
«Πύλας ἡμῖν ἄνοιξον, ὦ Θ(ε)οῦ μ(ῆ)τερ, τῆς μετανοίας, τοῦ φωτὸς οὖσα πύλη.
Δ(εσπότῃ) Μ(ιχαήλ) π(αράσχου) Ρ(ύσιν) ἁμαρτημάτων».
Κατὰ τὴν παράδοση καὶ σὲ ἀνάμνηση τοῦ ἴδιου γεγονότος κτίζει, ἐπίσης, τὴ μονὴ Παντανάσσης, κοντὰ στὴν Φιλιππιάδα καὶ τὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος στὸ Γαλαξείδι, ὅπως ἀναφέρεται στὸ «Χρονικὸν τοῦ Γαλαξειδίου».
Μὲ τὴν ἴδια διάθεση ὁ Μιχαὴλ χαρίζει προνόμια καὶ ἀπαλλάσσει ἀπὸ φορολογία ναοὺς καὶ μονὲς τοῦ κράτους του καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς βασιλείας του. Ἔτσι π.χ. μὲ χρυσόβουλλο τοῦ Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1346 ἀπαλλάσσει«πάσης ἀγγαρείας καὶ παραγγαρείας» τοὺς 32 πρεσβυτέρους τῆς πόλεως τῆς Κερκύρας καὶ μὲ ἄλλο χρυσόβουλλο τοῦ Φεβρουαρίου τοῦ ἴδιου ἔτους, δίνει προνόμια στοὺς 33 πρεσβυτέρους τῶν ἀγρῶν τῆς νήσου. Μὲ χρυσόβουλλο ἐπίσης, ἀποκαθιστᾶ τὴ νόμιμη δικαιοδοσία τοῦ Κωνσταντίνου Μαλιασηνοῦ τὸ μοναστήρι τοῦ κυρ-Ἱλαρίωνος, ποὺ βρισκόταν στὴν χώρα τοῦ Ἁλμυροῦ κάτω ἀπὸ «τὸ Ρωμαιοβόρον φῦλον τῶν Λατίνων».
Ἀποστέλλει πλούσια δῶρα σὲ πολλὲς μονὲς καὶ ἐκτὸς τοῦ κράτους του, ὅπως π.χ. στὶς Ἁγιορείτικες μονὲς τοῦ Δοχειαρίου καὶ τοῦ Ἁγίου Παύλου. Ἡ πόλη καὶ τὸ κράτος λαμπρύνονται μὲ ἔργα πίστεως καὶ φιλανθρωπίας γιὰ χάρη τοῦ ἀγαπητοῦ λαοῦ τῆς Θεοδώρας. Ἄλλα τέσσερα παιδιὰ ἔρχονται στὴν ζωή: ὁ Ἰωάννης, ὁ Δημήτριος (Μιχαήλ), ἡ Ἑλένη καὶ ἡ Ἄννα.
Δυναμωμένη ἀπὸ τὴ δοκιμασία καὶ ἐνισχυμένη ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ Θεοδώρα γίνεται ὁδηγὸς ψυχικῆς σωτηρίας τοῦ ἄνδρα της καὶ μετέχει ἐνεργὰ πλέον στὴν διακυβέρνηση τοῦ κράτους, βοηθώντας τον στὰ πολλὰ καὶ ποικίλα ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ κυρίως προβλήματα τοῦ Δεσποτάτου καὶ βάζοντας τὴν προσωπική της σφραγίδα στὴν πολιτική του. Συμπαραστέκεται στὰ ἔργα εἰρήνης, ἀλλὰ καὶ ἀκολουθεῖ τὶς πολεμικὲς περιπέτειες καὶ ἀποτυχίες τοῦ συζύγου της. Τὸ ἔτος 1234 ἐνισχύουν τὴν παιδεία τοῦ Δεσποτάτου μὲ τὴν ἵδρυση ἀνώτερης σχολῆς. Τὸ 1259 – 60, μὲ τὴν ἧττα τῶν στρατευμάτων τοῦ Μιχαὴλ Β’ στὴν μάχη τῆς Πελαγονίας, καταφεύγουν στὴν Βόνιτσα, Λευκάδα καὶ Κεφαλονιά, διωγμένοι ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας, Μιχαὴλ Η’ Παλαιολόγου (1259 – 1282).
Πρῶτο μέλημα τῆς Ἁγίας ἦταν ἡ διαφύλαξη τῆς ἐδαφικῆς, κυρίως ὅμως τῆς πνευματικῆς ἀκεραιότητας καὶ ὑποστάσεως τοῦ κράτους. Ἔτσι μεγάλη της φροντίδα στάθηκε ἡ διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ποὺ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἀπειλεῖτο ἀπὸ τὸν παπισμὸ καὶ τὴν λατινικὴ προπαγάνδα, ἡ ὁποία εἶχε ὡς στόχο τὴν «ἕνωση» τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ Ἁγία ἀντιτάχθηκε σ’ αὐτὴ τὴν προοπτική. Τὸ Δεσποτάτο, ποὺ ἀπὸ τὸ 1204 εἶχε δεχθεῖ ὡς πρόσφυγες σημαντικὲς προσωπικότητες ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ εἶχε κρατήσει αὐστηρὴ ὀρθόδοξη πολιτικὴ ἐπὶ Θεοδώρου Δούκα καὶ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης Ἰωάννου Ἀπόκαυκου, ἔγινε τελικὰ καταφύγιο ὅλων τῶν ζηλωτῶν Ὀρθοδόξων τῆς πρώην ἑνιαίας Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν φιλενωτικὴ πολιτικὴ τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νίκαιας – καὶ ἀργότερα τῆς ἐπανακτημένης Κωνσταντινουπόλεως – ἡ πολιτικὴ τοῦ Δεσποτάτου παρέμεινε καθαρὰ καὶ αὐστηρὰ Ὀρθόδοξη. Ὅταν δὲ τὸ ἔτος 1275 γίνεται Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ὁ ἑνωτικὸς Ἰωάννης ΙΑ’ Βέκκος (1275 – 1282), πολλοὶ ὀρθόδοξοι κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ βρίσκουν προστασία στὸ Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου. Σὰν ἀντιστάθμισμα τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 1276 καὶ τῆς καταδίκης ὅλων τῶν ἀνθενωτικῶν, τὸ ἔτος 1277 γίνεται Σύνοδος στὶς Νέες Πάτρες (σημερινὴ Ὑπάτη), ὅπου καταδικάζονται καὶ ἀφορίζονται ὅλοι οἱ ἑνωτικοὶ καὶ ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Βέκκος.
Γιὰ τὸν ἴδιο σκοπὸ – τὴν διαφύλαξη δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδοξίας – ἡ Ἁγία προχωρεῖ μὲ ὀξυδέρκεια, πέρα βέβαια καὶ ἀπὸ τὶς ποικίλες πολιτικὲς σκοπιμότητες ποὺ ὑπεισέρχονται σὲ ἀνάλογες περιπτώσεις, στὸν γάμο τῶν δύο θυγατέρων της. Ἔτσι τὴν Ἄννα τὴν νυμφεύει μὲ τὸν πρίγκιπα τῆς Ἀχαΐας Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο (1258) καὶ τὴν Ἑλένη μὲ τὸν Μεμφρέδο, βασιλέα τῆς Σικελίας καὶ φανατικὸ ἐχθρὸ τοῦ Πάπα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ Θεοδώρα προσπαθεῖ νὰ θέσει φραγμὸ στὰ σχέδια τῶν παπικῶν γιὰ ὑποταγὴ τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς συγγενικοὺς δεσμοὺς ποὺ ἔγιναν, νὰ ὑποχωρήσουν οἱ κατακτητικὲς διαθέσεις τῶν Δυτικῶν ἐναντίων τοῦ κράτους τῆς Ἠπείρου.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε ὅτι ἡ Ἑλένη μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της, τὸ ἔτος 1266, δέχθηκε ὅλο τὸ μίσος τοῦ Πάπα Κλήμεντος Δ’ (1265 – 1268). Φυλακίζεται αὐτὴ καὶ τὰ παιδιά της γιὰ ἀρκετὰ χρόνια στὸ ὑγροσκότεινο καὶ ἀπομονωμένο φρούριο τῆς Βουκερίας. Ἡ Ἑλένη παραμορφωμένη ἀπὸ τὶς κακουχίες – διατηρώντας ὅμως τὴν εὐγένεια καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς Βυζαντινῆς ἀρχόντισσας, ἔτσι ὅπως ἀκριβῶς τὰ διδάχθηκε καὶ τὰ παρέλαβε ἀπὸ τὴν Ἁγία της μητέρα – βγαίνει ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ πεθαίνει σὲ ἡλικία περίπου τριάντα ἐτῶν.
Οἱ προσπάθειες ποὺ ἔγιναν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή της ἀπὸ τοὺς γονεῖς της Μιχαὴλ Β’ καὶ Θεοδώρα, ἀπέτυχαν. Μία τελευταία προσπάθεια ποὺ ἐπιχειρήθηκε, νὰ δοθεῖ δηλαδὴ ὡς σύζυγος στὸν υἱὸ τοῦ Φερδινάνδου Γ’ τῆς Ἱσπανίας, τὸν Ἐρρίκο, βρῆκε τὴν Ἑλένη ἀντίθετη, καθὼς δὲν ἐπιθυμοῦσε οὔτε νὰ προδώσει τὴν μνήμη τοῦ συζύγου της παίρνοντας σύζυγο κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους του, οὔτε μὲ τὴν συγκατάθεσή της σὲ τέτοιον γάμο νὰ ἐνισχύσει τὰ μεγαλεπήβολα σχέδια τοῦ ἀνίερου συνασπισμοῦ Πάπα καὶ Καρόλου τοῦ Ἀνδεγαυοῦ ἐναντίων τῶν Ἑλληνικῶν χωρῶν καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Δεύτερος σημαντικὸς στόχος τῆς Ἁγίας ἦταν ἡ εἰρήνη μεταξὺ τῶν Ἑλληνικῶν κρατῶν τῆς ἐποχῆς (Φραγκοκρατία) καὶ ἡ συνεργασία τους – πέρα ἀπὸ τὶς ἀτομικὲς φιλοδοξίες τῶν ἡγεμόνων καὶ τὴν κοντόφθαλμη πολιτική τους – γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν ἀνασύσταση τῆς αὐτοκρατορίας τῶν Ρωμαίων. Τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ στάθηκε δύσκολο, ἂν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν, ὅτι τὰ δύο σημαντικὰ κράτη, τὸ Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου καὶ ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νίκαιας, βρίσκονταν πάντοτε σὲ ἀντιζηλία, ἐχθρότητα, προστριβὲς καὶ πόλεμο μεταξύ τους.
Ἔτσι, τὸ ἔτος 1249, ταξιδεύει στὴ Νίκαια μὲ τὸν υἱό της Νικηφόρο, τὸν ὁποῖο μνηστεύει μὲ τὴν Μαρία, ἐγγονὴ τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας Ἰωάννου Γ’ Βατάτζη (1222 – 1254). Μετὰ ἀπὸ κάποιες περιπέτειες καὶ ὑπαναχωρήσεις ἡ Ἁγία Θεοδώρα ταξιδεύει πάλι μέχρι τὸν Ἕβρο καὶ τελικὰ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1256 γίνονται μὲ λαμπρότητα στὴ Θεσσαλονίκη οἱ γάμοι τοῦ Νικηφόρου καὶ τῆς Μαρίας ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀρσένιο Αὐτωρειανὸ (1255 – 1260). Μία ἄλλη πληροφορία ἀναφέρει ὅτι ἡ Θεοδώρα μὲ τὸν υἱό της Νικηφόρο ἔρχονται στὸ Βολερό, «εἰς τὴν χώραν τοῦ Λετζᾶ», (νότια τῆς Ἀδριανουπόλεως), ὅπου συναντῶνται μὲ τὸν αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας Θεόδωρο Β’ Λάσκαρι (1254 – 1258) τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1256 – 7.
Ἐκεῖ ἔμειναν τρεῖς μέρες καὶ ἀφοῦ ἑόρτασαν τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ – πιθανότατα στὸν περίλαμπρο ναὸ τῆς Παναγίας Κοσμοσώτειρας Φερρῶν (Ἕβρου) – ξεκίνησαν γιὰ τὴν Θεσσαλονίκη, ὅπου ἔγιναν οἱ γάμοι τοῦ Νικηφόρου καὶ τῆς Μαρίας ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος ἦλθε γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀπὸ τὴ Νίκαια.
Μέσα ὅμως σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα καὶ μετὰ τὸν ἐρχομό τους στὴν Ἄρτα, ἡ Μαρία πέθανε.
Μία νέα προσπάθεια εἰρήνης καὶ συμφιλιώσεως μὲ τὴν ἀνορθωμένη πλέον Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία γίνεται καρποφόρα, ὅταν ὁ Νικηφόρος νυμφεύεται τὴν ἀνεψιὰ τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η’ Παλαιολόγου (1259 – 1282), Ἄννα. Ἡ Ἄννα Παλαιολογίνα εἶναι ἡ τρίτη θυγατέρα τοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ καὶ τῆς Εἰρήνης ἢ Εὐλογίας, τῆς ἀγαπημένης ἀδελφῆς τοῦ Μιχαὴλ Η’. Στὶς ἀρχὲς τοῦ ἔτους 1265 ὁ αὐτοκράτορας στέλνει τὴν ἀνεψιά του μὲ λαμπρὴ συνοδεία στὴν Ἄρτα, ὅπου τὸ ἴδιο ἔτος γίνονται καὶ οἱ γάμοι.
Πέρα ὅμως ἀπὸ αὐτό, πολλὲς ἦταν οἱ ἐνέργειες τῆς Ἁγίας γιὰ τὴν εἰρήνη τῆς περιοχῆς καὶ τὴν εἰρηνικὴ συνύπαρξη τῶν Ἑλληνικῶν κρατῶν. Ἀνάλωσε τὴν ζωή της στὴν προσπάθεια νὰ ξεπεραστοῦν τὰ ἐμπόδια γιὰ τὴν ἀνασύσταση τῆς αὐτοκρατορίας. Γι’ αὐτὸ δίκαια ὀνομάσθηκε ἡ Θεοδώρα «Εἰρηνοποιὸς Ἁγία».
Μετὰ ἀπὸ σαράντα περίπου χρόνια ἔγγαμου βίου, ὁ Δεσπότης Μιχαὴλ Β’, «καλῶς καὶ θεοφιλῶς βιώσας», κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ.
Ἡ Θεοδώρα ἀμέσως ἔτρεξε στὸ μοναστήρι. Δέκα περίπου χρόνια ζεῖ ὡς μοναχὴ στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου (σημερινὴ μονὴ Ἁγίας Θεοδώρας). Ἡ ζωή της ἀσκητικὴ καὶ τὸ πολίτευμά της ἀγγελικό. Γιὰ τὸ διάστημα αὐτὸ τοῦ βίου της γράφει ὁ βιογράφος της, ὅτι ζοῦσε σηκώνοντας τὸ βάρος τῶν πόνων καὶ τῆς ἀσκήσεως, αὐξάνοντας τοὺς καρποὺς τῶν ἀρετῶν της, παραμένοντας νύχτα καὶ ἡμέρα στὴν ἀδιάλειπτη νοερὰ προσευχὴ καὶ συνομιλία μὲ τὸν Θεὸ μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους, ἐξαγνίζοντας τὸ σῶμα της μὲ νηστεία καὶ ὑπηρετώντας μὲ προθυμία τὶς ἀδελφὲς μοναχές. Ἦταν ὁ προστάτης τῶν ἀδικουμένων καὶ τὸ στήριγμα τῶν χηρῶν καὶ ὀρφανῶν, βοηθοῦσε τοὺς πτωχούς, παρηγοροῦσε τοὺς θλιβομένους. Φροντίζει γιὰ τὴν ἀνέγερση νέων ναῶν καὶ μοναστηριῶν καὶ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ζωὴ τῶν μοναχῶν. Ἔχει μεγάλη εὐλάβεια στοὺς Ὁσίους ἀσκητὲς τῆς περιοχῆς πρὸς τοὺς ὁποίους τρέφει ἰδιαίτερη τιμή, ὅπως φανερώνεται στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ Ἐρημίτου († 15 Μαΐου). Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ἀσκήτεψε τὴν ἐποχὴ αὐτὴ σὲ ἕνα σπήλαιο στὴν περιοχὴ τῶν σημερινῶν Χαλκιόπουλων. Ὅταν ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο περὶ τὰ ἔτη 1281 – 2 μ.Χ., ἡ βασίλισσα μοναχὴ μὲ ὅλη τὴν Σύγκλητο πῆγε στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ἁγίου, προσκύνησε τὸ ἁγιασμένο του λείψανο καὶ μὲ ἐντολή της κτίσθηκε στὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου, λαμπρὸς ναΐσκος καὶ λάρνακα πρὸς τιμήν του.
Ὁ ναὸς καὶ ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου σώζονται μέχρι σήμερα ἐντυπωσιάζοντας μὲ τὶς θαυμασίας τέχνης ἁγιογραφίες του (τέλη 13ου αἰῶνος μ.Χ.) καὶ τὶς λόγιες ἐπιγραφές του, προερχόμενες πιθανότατα ἀπὸ λόγιους ἀνθρώπους τοῦ κύκλου τῆς Ἁγίας Θεοδώρας καὶ τῶν ἀνακτόρων.
Ἔφθασε ὅμως καὶ γιὰ τὴν Ἁγία Θεοδώρα τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀπολαύσεως τῆς ἄνω ζωῆς. Στὴν Ὁσία ἀποκαλύπτεται ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου της, ὅπως συμβαίνει σὲ πολλοὺς Ἁγίους. Θερμὰ παρακαλεῖ τὴν Κυρία Θεοτόκο καὶ τὸν μεγαλομάρτυρα Ἅγιο Γεώργιο νὰ μεσιτεύουν πρὸς τὸν Κύριο νὰ τῆς δοθεῖ παράταση ζωῆς ἕξι μηνῶν «πρὸς τὴν τοῦ ναοῦ τελείαν ἀπάρτισιν». Ἔτσι κι ἔγινε.
Καὶ ὅταν ἔφθασε πλέον ἡ ὥρα νὰ παραδώσει τὴν Ἁγία της ψυχὴ στὸν Κύριο, συγκεντρώνει τὶς ἀδελφὲς μοναχές. Γιὰ τελευταία φορὰ τὶς συμβουλεύει μὲ ἀγάπη καὶ τὶς καθοδηγεῖ πῶς νὰ ζοῦν καὶ νὰ ἀγωνίζονται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, αὐτὴ ποὺ ἦταν τὸ ζωντανὸ παράδειγμα μιᾶς ἄλλης βιοτῆς. Προσεύχεται γιὰ τὴν σωτηρία τους καὶ δίνοντας τὶς τελευταῖες ἐντολές της «χαίρουσα, τὸ πνεῦμα εἰς χεῖρας Θεοῦ παρέθετο» σὲ ἡλικία περίπου 70 ἐτῶν. Δὲν γνωρίζουμε δυστυχῶς τὸν χρόνο τοῦ θανάτου τῆς Ἁγίας, τοποθετεῖται ὅμως στὸ χρονικὸ διάστημα ἀπὸ τὸ 1281 – 1285 μ.Χ.
Τὸ ἅγιο καὶ χαριτόβρυτο σῶμα της ἐνταφιάσθηκε στὸ νάρθηκα τοῦ καθολικοῦ της μονῆς της, ὅπου μέχρι σήμερα βρίσκεται σὲ εὐλογία ὅλων τῶν πιστῶν ὁ σεπτός της τάφος.
ἈπολυτίκιονἮχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.Βασιλείου ἀξίας παριδοῦσα τὴν εὔκλειαν, ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ ἀσκήσει ἐβίωσας, καὶ θείων ἐπληρώθης δωρεῶν, Ὁσία Θεοδώρα ἀληθῶς. Διὰ τοῦτό σε ἡ Ἄρτα χαρμονικῶς, γεραίρει ἀνακράζουσα· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.Βασιλικὴν τιμὴν καὶ δόξαν καταλέλοιπας, καὶ ἐν ἀσκήσει τὴν ζωὴν διήνυσας, Θεοδώρα παμμακάριστε, γέρας τῆς Ἄρτης καὶ διάδημα· διό σου τῇ σεπτῇ θήκῃ προσπίπτοντες, ἁγιασμὸν ἐκ ταύτης κομιζόμεθα, ὑμνοῦντες Χριστὸν τὸν σὲ δοξάσαντα.
Μεγαλυνάριον.Χαίροις βασιλίδων ἡ καλλονή, χαίροις τῶν Ἀρταίων, ἐγκαλώπισμα ἱερόν· χαίροις δωρημάτων, ταμεῖον οὐρανίων, Ὁσία Θεοδώρα, ἀξιοθαύμαστε.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Γυναίκα Ρωμηά και οι Μικρασιάτικες Σαρακοστές της.



site analysis


Γυναίκα Ρωμηά και οι Μικρασιάτικες Σαρακοστές της
Σοφία Ντρέκου

Μικρασιάτικες Σαρακοστές της Γυναίκας Ρωμηάς

Θυμάμαι την μητέρα μου που μου 'λεγε για την γιαγιά της, πρώτη γενιά προσφύγων από την Προύσσα της Μ. Ασίας. Το σπίτι με μεγάλη αυλή που έπρεπε την περίοδο της σαρακοστής να το ασπρίσουν. Κήπος μεγάλος σαν περιβόλι, με ότι δέντρο θέλεις μέσα. Ροδιές, Συκιές, Κυδωνιές, Μουριές... Η πρόγιαγιά με την βράκα και το τσεμπέρι, έτρωγε μόνο μεσημέρι (έκανε ενάτες την σαρακοστή). Το φαγητό της λίγο ψωμί κι ένα κρεμμυδάκι που έκοβε από τον κήπο. Όλο το βράδυ, μου λέγε η μητέρα μου, ακούγαμε έναν θόρυβο: ντουκ-ντουκ-ντουκ... κοιτούσαμε από την κλειδαρότρυπα και βλέπαμε την γιαγιά να κάνει αμέτρητες μετάνοιες μπροστά στο εικόνισμα... Να πέφτει, να σηκώνεται... ο θεός να την αναπαύσει! Διήγηση Μικρασιάτη.

Γυναίκα Ρωμηά του Μητρ. Ιεροθέου Βλάχου

Ευχή: «Ήταν μια απλή γυναίκα του λαού, αλλά η λειτουργικότητά της ήταν αρκετά μεγάλη. Λειτουργούσε στην κοινωνία σαν τα ζωντανά και υγιή πνευμόνια. Ανέπνεε η ίδια και βοηθούσε και άλλους να αναπνέουν. Ήταν απλή γυναίκα του λαού, αλλά η σοφία της ήταν μεγάλη. Είχε σοφία πέρα από την ανθρώπινη γνώση.

Η σοφία της ήταν καρπός της άγνωστης γνώσης. Ο βίος της ήταν απαύγασμα της πονεμένης Ρωμηοσύνης. Η ζωή της ήταν ένας πόνος και μια χαρά, ένας σταυρός και μία ανάσταση. Μπορεί να πει κανείς ότι ήταν σάρκωση του μαρτυρικού μας Γένους…

Είχε μητρική καρδιά. Η καρδιά της χτυπούσε για όλους, όχι απλώς για να συντήρηση την βιολογική ζωή, αλλά για να στηρίξει τον κόσμο. Μπορεί να πει κανείς ότι ήταν μια μάνα της ανθρωπότητας. Αγαπούσε και την Παναγία, γιατί την καταλάβαινε. 


Ώρες ολόκληρες προσευχόταν για όλο τον κόσμο. Δεν ξεχώριζε εχθρούς και φίλους, συγγενείς και αγνώστους. Γι’ αυτήν όλοι ήταν γνωστοί. Προσευχόταν για τον Πατριάρχη, για τους επισκόπους, τους ιερείς, τους μοναχούς, τους ιεραποστόλους και όλο τον κόσμο.

Προσευχόταν περισσότερο για τους νεκρούς. Έτσι ένοιωθε πραγματικά την ενότητα του κόσμου, χωρίς ρομαντισμούς και ψευδαισθήσεις. Η προσευχή της ξεχείλιζε με κλάματα, με δάκρυα. Είχε καρδιά ευαίσθητη. Διάβαζε και κουβέντιαζε με την καρδιά. 

Είχε μια πολύ μεγάλη ευαισθησία. Και αυτό δεν ήταν απλώς μια γυναικεία ευαισθησία, αλλά συνδυασμένο με ανδρεία και γενναιότητα αποτελούσε μια αρμονία και ισορροπία. 


Πίστευε στην μεγάλη αγάπη του Θεού και μπορούσε εύκολα να παρηγορήσει τον κάθε πονεμένο. Αυτή που πέρασε τόσους πόνους, γνώριζε τρόπους παρηγοριάς. Και η αγάπη της προς την Παναγία ήταν καρπός αυτής της ευαίσθητης και στοργικής καρδιάς.


Δεν ήξερε τί θα πει «δικαίωμα». Γνώριζε καλά το καθήκον, το καθήκον της αγάπης και της αρχοντιάς. Η ζωή της ήταν δόσιμο ολοκληρωτικό. Προσφορά. 



Αγαπούσε και κουραζόταν. Ήξερε να αγαπά και ήξερε να το εκφράζει. Και οι μικρές της αδυναμίες ντυνόταν με ωραία φορεσιά. Γι’ αυτό φαινόταν και αυτές ωραίες. 

Πώς να ξεχάσεις την θυσία και την προσφορά; Πώς να λησμονήσεις την απλόχερη αρχοντιά; Ζούσε μέσα ατό Φως του Θεού, στο φως της αγάπης και της ελπίδας, της υπομονής και της καρτερίας, του πόνου και της χαράς. 

Ακατάπαυστη προσευχή της ήταν το όνομα του Χριστού. Μέσα της κυκλοφορούσαν όλοι οι χυμοί της Παράδοσης, της Ορθόδοξης Παράδοσης, Έπινε γάλα όχι από κουτιά, αλλά από τον ζωντανό μαστό της Εκκλησίας». 

Σοφία Ντρέκου/Αέναη επΑνάσταση

ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΗΡΩΙΔΕΣ ΠΟΥ ΘΥΣΙΑΣΤΗΚΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ !



site analysis



   Η 60χρονη μάνα  Λουκία Τοπάλη και  η  38χρονη  κόρη  της Σοφία  Τοπάλη κρεμασμένες  στο  ίδιο  δέντρο . Η 40χρονη  Καλλιόπη  Μαράτου – Χρήστου από το  Αργοστόλι δολοφονημένη στο  3ο χιλιόμετρο του  δρόμου από  Θεσσαλονίκη προς  το Κιλκίς . Η δεκαεξάχρονη  Άννα Θωμάκου – Παυλάκου πυροβολήθηκε απ’ τους  Ναζί και  έπεσε  σε  πηγάδι για  να  σωθεί και  να  εκτελεστεί λίγους μήνες  αργότερα στο  Χαϊδάρι . Η Μαργαρίτα  Δημοπούλου και  η  22χρονη Καίτη  Βαϊδου εκτελέστηκαν επίσης  στο  Χαϊδάρι . Η 18χρονη Ήβη  Αθανασιάδου δολοφονήθηκε  την  ώρα που  έγραφε  συνθήματα στους  τοίχους . Η 25χρονη Αλίκη  Χεμίκογλου έπεσε  χτυπημένη από  τα μανιασμένα  φλογοβόλα  των Γερμανών .
Ο  μακρύς  κατάλογος
   Η 31χρονη Αγγελική Ρογκάκου εκτελέστηκε μαζί  με  21  συναγωνιστές της . Μα είναι  μακρύς  ο  κατάλογος των  “ ηρωίδων ‘που  παραμένουν  άγνωστες και  περιμένουν  να  στηθεί το  “ Ηρώο  της Ελληνίδας “ που τους υποσχέθηκε  η Ελληνική  Πολιτεία .
   Δεν  καταγράφεται στα  διεθνή  χρονικά  της  Αντίστασης ανάλογη  περίπτωση και  δεν ανιχνεύονται  στη  διεθνή  βιβλιογραφία τα  στοιχεία  ηρωισμού με  τα  οποία τροφοδότησαν  την  Ιστορία οι  Ελληνίδες όπου  κι’ αν  βρέθηκαν . Έπιασαν το  νήμα από  εκεί  που  το  είχαν  αφήσει η Μπουμπουλίνα , η Τζαβέλαινα και  το  έσυραν μέχρι  την  ημέρα  της  απελευθέρωσης , αφήνοντας πίσω  τους τα  ίχνη  της  Ελληνικής  ψυχής .
   Εκατοντάδες ρίχτηκαν στις  φυλακές , βασανίστηκαν και  υπέφεραν , Δεκάδες έμειναν ανάπηρες , περισσότερες  μεταφέρθηκαν σε  στρατόπεδα συγκέντρωσης και  χιλιάδες  ήταν εκείνες οι  οποίες  στήριξαν  τις  αντιστασιακές  Οργανώσεις . Οι  περισσότερες  μετά  τον  πόλεμο επέστρεψαν  στην  καθημερινότητα και τις  οικογένειές  τους χωρίς  να  αναζητήσουν  δάφνες .
   Και  έμειναν οι  ιστορικοί  Έλληνες  και  ξένοι , να  αναρωτιούνται τι  μπορεί  να  έκρυβε στην  ψυχή  τους η  καταγόμενη  από  τα  Κρώρα  Θηβών 22χρονη Καίτη  Βαϊδου , όταν  στεκόταν  μπροστά στους  Γερμανούς στρατοδίκες που  την  καταδίκασαν σε  θάνατο ή όταν την  εκτελούσαν τον Αύγουστο  του  1944 .
   Ήξερε τόσα πολλά κι’ όμως δεν  μίλησε . Δεν  μαρτύρησε . Έστησε το  κορμί  της για να της  πάρουν τη  ζωή  οι  άνανδροι . Τι  αισθανόταν η Ζαν  ντ΄Αρκ της  Γαλλικής  Αντίστασης , όπως αποκαλούσε ο  Τύπος  την Ελένη  Βαλλιάνου ( 1909 – 1944 ) ; Γόνος πλούσιας  Ελληνικής οικογένειας , θυσίασε τη  ζωή  της για να  συλληφθεί από  την  Γκεστάπο και  να  εκτελεσθεί . Ηρωίδα της  Γαλλίας , ένας  δρόμος στις Κάννες  φέρει  το  όνομά  της ( rue Helene Vagliano ) .
        H   Oλλανδέζα
  Προφανώς , αισθανόταν το ίδιο  και  η Ολλανδέζα  Lucie van Schelle , σύζυγος  του Παναγιώτη  Τοπάλη , γνωστή  ως  Λουκία στα Λεχώνια Βόλου , όπου  είχαν εγκατασταθεί σε  ένα  απέραντο  κτήμα .
   Ο άνδρας  της είχε  φύγει απ’ τη  ζωή  πριν από  τον  πόλεμο και  εκείνη έμεινε με  την  κόρη  της  Σοφία ( γεν 1906 ) . Στα  χρόνια  της  Κατοχής μετέβαλαν  το  σπίτι τους σε  καταφύγιο μαχητών του  Εθνικού  αγώνα . Γνωρίζοντας ξένες  γλώσσες έγραφαν  στον  τύπο της  Αντίστασης και  σε  εφημερίδες του εξωτερικού , διέθεταν  χρηματικά  ποσά , οργάνωναν  συσσίτια και  παντοιοτρόπως βοηθούσαν όσους  πολεμούσαν  τον  κατακτητή .
   Κάτω  από περίεργες  συνθήκες συνελήφθησαν από  τους  Γκεσταπίτες και  υπέφεραν αφάνταστα μαρτύρια  για  να  ομολογήσουν .
   “ Έπραξα  το  καθήκον  μου “ είπε  η  Σοφία  λίγο πριν την  κρεμάσουν στο  ίδιο δέντρο  με  την  μάνα  της  και  μία  ακόμα  Ελληνίδα , τη  Φιλίτσα  Καλαβρού , 40  ετών . Τρεις όμορφες και  γενναίες  ψυχές άφησαν  την  τελευταία  τους  πνοή  σε  ένα  δέντρο…
   Ακολούθησε  πλιάτσικο από  τους  Γερμανούς και τους  ελάχιστους  Έλληνες  προδότες συνεργάτες  τους . Συλλογές  έργων τέχνης , αμέτρητα  ασημικά και  πορσελάνες , κοσμήματα , πολύτιμες  πέτρες και  χιλιάδες  λίρες ήταν τα  αργύρια  της  προδοσίας  τους .
Η “ τυχερή “ ράφτρα και  η ( εκ  Παρισίων ) κόρη  γνωστού γιατρού .
  Αλλά και η  φτωχή  ράφτρα Νίκη  Χωμενίδου στην  Αθήνα  είχε μετατρέψει το  σπίτι  της  στην οδό Ρόδου σε  μόνιμο  καταφύγιο  Βρετανών . Ανήκε  στη  ομάδα της  Λέλας  Καραγιάννη , έδρασε με  ευφυία και  δυναμισμό και  οι  περιπέτειές  της ξεκίνησαν  από  το  1941 .
   Μπαινόβγαινε  στις  φυλακές , αλλά  συνέχισε τη  δράση  της μέχρι  που  στάλθηκε ως  επικίνδυνη στις  Ιταλικές  φύλακές Trani . Κατόρθωσε  ωστόσο να  επιζήσει και  πολλά χρόνια  αργότερα  να τιμηθεί απ’ τη  Βρετανική  Κυβέρνηση . Δεν κατόρθωσε  όμως  να  γλιτώσει η  γεννημένη στο  Παρίσι Εθνομάρτυρας Αλίκη Χεμίκογλου , κόρη  του  γνωστού στη  Αθηναϊκή κοινωνία ,  γιατρού Γ.Χεμίκογλου .
   Ο πόλεμος τη  βρήκε στην  Αθήνα , φόρεσε  τη  στολή  της  νοσοκόμας και  βρέθηκε  στο μέτωπο . Όταν έβγαλε  τη  στολή  της νοσοκόμας , μπήκε στην  Αντίσταση , σημείωσε  μεγάλες  επιτυχίες στον  τομέα  της  κατασκοπίας , αλλά  οι  Γερμανοί βρέθηκαν  στα  ίχνη  της λίγο  προτού φύγει για  τη  Μέση Ανατολή . Πρωτάκουστα μαρτύρια  στις εγκαταστάσεις των SS ( Μέρλιν  6 ) . Της  ξερίζωσαν  τα  μαλλιά , τη  στεφάνωσαν  με  σίδερο που  έσφιγγε , τη  μαστίγωσαν και  διοχέτευσαν ηλεκτρικό ρεύμα στα ευαίσθητα  σημεία  του  σώματός  της . Κι’ όμως , σακατεμένη την πήγαν να “ ψυχαγωγήσει “ Γερμανούς  στρατιώτες , απ’ όπου  απέδρασε . Βρίσκει  καταφύγιο  στο  χωριό  Χρυσό της  Άμφισσας , σε  ένα χαμόσπιτο όπου προσπαθούσε  να  περάσει τη  νύχτα . Εκεί  την  “ εντόπισαν και την  έκαψαν  με  φλογοβόλα οι  Γερμανοί  τον  χειμώνα  του  1943 .
1
΄  Από  αριστερά , Ακριβή Νικολετοπούλου , Άννα Θωμάκου – Παυλάκου και Ελένη Βαλλιάνου .
2
Η 60 χρονη  Λουκία Τοπάλη και  η  38χρονη  κόρη  της  Σοφία Τοπάλη , κρεμασμένες στο  ίδιο  δέντρο .

“ Αυτός  είναι ωραιότερος  θάνατος “
 Την  τύχη της  Χεμίκογλου ακολούθησε και  η καταγόμενη  απ’ την  Αμαλιάδα Ηλείας και γεννημένη το  1912 ηρωίδα  Ακριβή Νικολετοπούλου . Εργάστηκε  στην  παρανομία , βοήθησε  στην  έκδοση εφημερίδας , εισήλθε στη  μυστική υπηρεσία  των  Άγγλων και μεθόδευσε την εγκατάσταση  πομπού  στα  Ζαρουχλαίίκα . Ότα  άρχισε να κινεί  υποψίες , ήρθε στην  Αθήνα και  έδρασε  με  το  ψευδώνυμο  Έφη . Συνελήφθη στο  ξενοδοχείο των “ Ξένων “ ( οδός  Αιόλου ), υπέστη  φρικτά  βασανιστήρια , καταδικάστηκε  σε  θάνατο και  εκτελέστηκε στις  8  Σεπτεμβρίου 1944 . Στο  τελευταίο γράμμα προς  τους  γονείς  της έγραφε : “ Είμαι  ευχαριστημένη γιατί  πεθαίνω  σαν  Ελληνίδα . Ό  ωραιότερος  και τιμιότερος  θάνατος “ !  Έναν  όμορφο  θάνατο για  την  πατρίδα  ήθελαν  οι Ελληνίδες , που  περιμένουν να  γραφτεί η  ιστορία τους και  να  ανεγερθεί  το “ ηρώο “ τους .
Πηγή : Κυριακάτικη  Δημοκρατία – γράφει ο Ελευθέριος Σκιαδάς .
ΠΗΓΗ.http://www.lidoriki.com/

Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

Η Οσία Θεοκτίστη του Βορονέζ η δια Χριστόν σαλή



site analysis


 Η Αγία Θεοκτίστη αναφέρεται επιγραμματικά στους Ρωσικούς συναξαριστές χωρίς άλλο υπόμνημα.Καταγόνταν από την ρωσική πόλη Βορονέζ ά έζησε και ασκήτεψε σε αυτήν και έφερε το επίθετο Μιχαήλοβνα.
  Έζησε τον 20ο αιώνα και αναφέρεται ως νεομάρτυρας,κάτι από το οποίο μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ίσως να έπεσε θύμα του κομμουνιστικού αθεϊστικού καθεστώτος.
  Σίγουρα η αγία ευαέστησε τον Κύριο,με την δύσκολη άσκηση της δια Χριστόν σαλότητας και κατάφερε να εισπράξει το αντίτιμο της άσκησης αυτής στις ουράνιες σκηνές όπου και κατετάγη από τον ίδιο τον Κύριό μας.
   Η Αγία Ρωσική Εκκλησία τιμά και εορτάζει την μνήμη της στις 22 Φεβρουαρίου/4 Μαρτίου ημέρα κατά την οποία παρέδωσε την ψυχή της το έτος 1936

Από το βιβλίο του Ίκαρου Πετρίδη:Εμπάιζοντες''ημείς μωροί δια Χριστόν...''
ΠΗΓΗ.ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Μια άγνωστη “αγία” μέσα στον κόσμο



site analysis

Μια άγνωστη “αγία” μέσα στον κόσμο


-
…επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με… (Ευαγγελιστής Ματθαίος κε΄ 31-46).
-Το περασμένο καλοκαίρι περίμενα το τραίνο στον σταθμό ενός μικρού χωριού.
Εκεί που καθόμουνα, βλέπω μια γερόντισσα χωρική που ήταν κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές. Την πλησιάζω.
Το πρόσωπό της – αν και γερασμένο –έλαμπε με μια μυστική λάμψη, όπως συμβαίνει στους πνευματικούς ανθρώπους. Και την ρωτάω:
-Ποιόν περιμένεις, αδελφή;
-Ε, ε, όποιον μου στείλει ο Χριστός.

Στην συνέχεια του διαλόγου που είχαμε, κατάλαβα ότι συνέβαινε το εξής:
Κάθε μέρα η γριούλα αυτή ερχόταν στον σταθμό, για να δει, αν υπάρχει κάποιος φτωχός ταξιδιώτης, που θα είχε ανάγκη στέγης και τροφής. Και, όταν έβρισκε κάποιον, τον δεχόταν με χαρά. Και τον φιλοξενούσε στο σπίτι της, σαν να τον είχε στείλει ο Χριστός. (Το σπίτι της απείχε από τον σταθμό ένα χιλιόμετρο μακρυά).
Ακόμη κατάλαβα ότι καθημερινά διάβαζε την Αγία Γραφή και πήγαινε στις ακολουθίες της Εκκλησίας. Επίσης νήστευε και αγωνιζόταν να εφαρμόζει όλες τις εντολές του Θεού.
Δεν ήταν λοιπόν αυτή μία μικρή αγία;
Στο τέλος της συζητήσεως πήγα να την επαινέσω για την προθυμία της, να ασκεί σε τέτοιο βαθμό την ευαγγελική αρετή της φιλοξενίας. Δεν με άφησε όμως να τελειώσω. Και μου είπε τα εξής λόγια:
– Μήπως και εμείς, πάτερ μου, δεν είμαστε δικοί του φιλοξενούμενοι σ’ αυτόν τον κόσμο, κάθε ημέρα και σε όλη μας την ζωή;
Και έλαμψε περισσότερο το πρόσωπό της.
Ω ελεήμονες και χρυσές ψυχές του λαού μας! Πολλές φορές ντρέπομαι όταν με αποκαλείτε διδάσκαλο του Θεού. Αντίθετα δεν θα ντρεπόμουν ποτέ, αν με αποκαλούσατε μαθητή του λαού μας!
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Η μνήμη της Αγίας Ανατολής στην Ανατολή Ιωαννίνων



site analysis


Δρ Χαραλάμπης Μπούσιας. 

Χριστός, η εξ ύψους Ανατολή

και η Αγία Μάρτυς Ανατολή

Η ανατολή του ήλιου προμηνύει μία ημέρα καινούργια, γεμάτη φως, ζωή, χαρά, συγκινήσεις, χρόνο αφιερωμένο στον Θεό μας, χρόνο μετανοίας. Όταν το βράδυ γείρουμε στο κρεββάτι να κοιμηθούμε προσδοκούμε να έλθει η επόμενη ημέρα καλύτερη από την προηγούμενη που να ικανοποιήσει τις ζωτικές μας ανάγκες και τις πνευματικές μας αναζητήσεις. Τα πρωϊνά κοιτώντας προς την ανατολή βλέπουμε τον ήλιο να ανατέλλει λαμπρός και το φως του μας γεμίζει αισιοδοξία και ζωντάνια.
Με κατάνυξη, λοιπόν, προσευχόμαστε λέγοντας: «Κύριε, τον νουν μου φώτισον και την καρδίαν και τα χείλη μου άνοιξον εις το υμνείν Σε». Βλέποντας τον ήλιο να ανατέλλει παρακαλούμε τον Θεό μας, τον νοητό Ήλιο, να μας φωτίσει τον νουν, ώστε να διέλθουμε το μήκος της ημέρας «σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς» (Τιτ. β΄ 12), όπως μας παροτρύνει και ο Απόστολος Παύλος. Βλέπουμε τον ήλιο να ανατέλλει και θαυμάζουμε το μεγαλείο της δημιουργίας.

Τον βλέπουμε μέσα στη ροδόχροη αυγή, τότε που όλη η πλάση γύρω μας παίρνει ένα χρώμα μοναδικό, ουράνιο, παραδεισένιο, γι’ αυτό και εξυμνείται από όλους μας, που πολλές φορές κοπιάζουμε να επισκεφθούμε διάφορα ψηλώματα για να θαυμάσουμε τον ήλιο που αναδύεται μέσα από τα πελάγη η τα μακρυνά βουνά ντυμένος με την βασιλική του πορφύρα.

Όταν, όμως, ο ήλιος ανέβει ψηλά στον ορίζοντα αδυνατούμε να τον κοιτάξουμε, γιατί το φως του θα μας τυφλώσει, όπως δεν ηδυνήθησαν να δουν και τον νοητό Ήλιο, τον Χριστό μας, οι πρόκριτοι των μαθητών στο Θαβώρ, όταν το πρόσωπον Αυτού «έλαμψεν ως Ήλιος τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως» (Ματθ. ιζ΄ 2) ώστε έπεσαν χαμαί.

Ο Χριστός μας είναι «η εξ ύψους ανατολή». Μας το τονίζει το Απολυτίκιο της μεγάλης γιορτής των Χριστουγέννων, όπου αναφέρεται: «Κύριε, Σε γινώσκει εξ ύψους Ανατολή». Ο Χριστός μας με την ενανθρώπησή Του ήλθε να φανερώσει το φως της βασιλείας του Θεού στη γη ώστε αυτό να γίνει προσιτό στον άνθρωπο.

Όπως η αυγή που προέρχεται από το φως του ήλιου αποτελεί το φυσικό σύμβολο η το προοίμιο της μετά από λίγο φανερώσεώς του, έτσι και το άκτιστο φως του Θεού Λόγου, του νοητού Ηλίου, που φανερώνεται στην Εκκλησία αποτελεί το φυσικό σύμβολο της βασιλείας του Θεού.

Ο ίδιος ο Χριστός μας είναι «το φως το αληθινόν», αφού «Φως Χριστού φαίνει πάσι», είναι το αιώνιο, το άδυτο, το ατελεύτητο φως, το άκτιστο φως, το οποίο φωτίζει τα αναγεννημένα και αναστημένα σύμπαντα. Το ομολογούμε στην πρωϊνή μας προσευχή λέγοντας: «Χριστέ, το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιαζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον».

Μας το είπε άλλωστε και ο ίδιος ο Κύριος: «Εγώ ειμι το φως του κόσμου» (Ιωάν. η΄ 12). Φως είναι ο Χριστός μας, αλλά φως είναι και ο ουράνιος Πατέρας Του, φως και το Πανάγιό Του Πνεύμα, συμφώνως με το Εξαποστειλάριο της Κυριακής της Πεντηκοστής: «Φως ο Πατήρ, φως ο Λόγος, φως και το Άγιον Πνεύμα». Ο Ευαγγελιστής της αγάπης διακηρύσσει ότι: «Ο Θεός φως εστι και σκοτία εν αυτώ ουκ έστιν ουδεμία» (Α΄ Ιωάν. α΄ 5).

Επειδή, όμως, «Θεόν ουδείς εώρακεν πώποτε» (Ιωάν. α΄ 18), αφού είναι αδύνατο να τον δούμε λόγω της φωτεινότητός Του που προκαλεί τύφλωση, τον βλέπουμε μόνο στην χρυσαυγή, την πανεύμορφη ανατολή, και τον βλέπουμε καθημερινώς με τους νοητούς φωστήρές Του, τους Αγίους μας. Αυτούς που μπορεί μεν «αστήρ αστέρος να διαφέρη εν δόξη» (Α΄ Κορ. ιε΄ 41), αλλά όλοι φωτίζουν τον έναστρο της πίστεως ουρανό.

Ένα τέτοιο αστέρι, που φωτίζει είκοσι αιώνες τώρα το στερέωμα της Εκκλησίας μας είναι η Αγία Ανατολή, η αδελφή της Αγίας Φωτεινής, και των Αγίων Φωτούς, Φωτίδος, Παρασκευής, Κυριακής Φωτεινού και Ιωσή.

Φως υπέρλαμπρο η Αγία Φωτεινή, χρυσαυγή πορφυρόχροη η Αγία Ανατολή. Ανέτειλε στη Συχέμ της Σαμαρείας, εκεί όπου ο προπάτωρ Ιακώβ είχε ανορύξει φρέαρ για τις βιοτικές του ανάγκες. Εκεί όπου ο Χριστός μας, το Φως του κόσμου, η Ζωή και η Ανάσταση, το Ύδωρ το ζων, είπε στην Αγία Φωτεινή, με μεταφορική σημασία, αυτός που διψά «ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ιωάν. ζ΄ 37).

Ο φωτισμός της Αγίας Φωτεινής ανέτειλε και τον φωτισμό όλης της οικογενείας της και φυσικά της αδελφής της Αγίας Ανατολής. Και αυτή μαζί με τις άλλες έδιωξαν αμέσως το ζοφερό σκοτάδι της αγνωσίας και φωτίσθηκαν με το άδυτο φως της χάριτος του Χριστού μας, που από το σκοτάδι τις είλκυσε στο φως, από το έρεβος στη χρυσοστόλιστη και πανευφρόσυνη αυγή της θεογνωσίας.

Έγινε φωτεινό μετέωρο που φωτίζει στους αιώνες κάθε ζοφωμένη από τις θλίψεις και την αγνωσία ψυχή και της υποδεικνύει το δρόμο της αλλαγής τρόπου ζωής και σωτηρίας.

Όταν οι γλωσσοπυρσόμορφες φλόγες του Παρακλήτου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής καταύγασαν τους Αγίους Αποστόλους οδήγησαν και την Αγία Ανατολή με τη συνοδεία της εις «πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν. ιστ΄ 13).


Έγινε μέλος τίμιο της Εκκλησίας μας, η οποία αποτελεί ένα ταμείο ηθών χρηστότητος, ένα ασταμάτητο εργαστήριο αγιότητος, ακολουθώντας την προτροπή του Φωτοδότου Χριστού μας: «Άγιοι γίγνεσθε, ότι εγώ Άγιός ειμι»(Α’ Πετρ. α΄ 16).


Έτσι η Εκκλησία μας παίρνει χώμα και βγάζει χρυσάφι· παίρνει ύλη και βγάζει πνεύμα· παίρνει καρδιές βουτηγμένες στο βούρκο και τις καθαρίζει· παίρνει φθαρτότητα και παράγει αφθαρσία· παίρνει χοϊκούς πολίτες και τους κάνει ουρανοπολίτες· παίρνει στρατιώτες από τη γήϊνη στρατιά, τη στρατευόμενη Εκκλησία, και τους κάνει στρατιώτες της θριαμβεύουσας στους ουρανούς πανηγύρεως. Αυτή είναι η Εκκλησία μας με τη λυτρωτική της πορεία μέσα στο πέρασμα των αιώνων.


Με το φως της Πεντηκοστής η Αγία Ανατολή ξεκίνησε την ιεραποστολική της δράση για να φωτίσει τους λαούς που κάθονταν «εν χώρα και σκιά θανάτου» (Ματθ. δ΄ 16). Αυτούς που περίμεναν να ανατείλει μέγα και δυνατό πνευματικό φως από τον ουρανό, για να διαλύσει το πυκνό σκοτάδι της αγνωσίας και του θανάτου.
Φώτιζε και προχωρούσε μαζί με την ευλογημένη της οικογένεια. Φώτισε Συρία, Φοινίκη, Παλαιστίνη, Αίγυπτο και Καρχηδόνα, για να καταντήσει στην Ρώμη, όπου μαρτύρησε για το Φως, τον Χριστό μας. Έδωσε τη μαρτυρία και μαρτύρησε «περί του Φωτός» ( Ιωάν. α΄ 7).

Ανέτειλε, λοιπόν, η Αγία Ανατολή στην ανατολή, για να δύσει στη δύση, με αποκεφαλισμό για το Φως, τον Χριστό μας.

Σήμερα στην ευλογημένη Ανατολή των Ιωαννίνων, το προάστιο με τους ανατολίτες πρόσφυγες, τους Μικρασιάτες και τους Ποντίους, γιορτάζουμε για πρώτη φορά τη μνήμη της Αγίας Ανατολής.


Η αδελφή αυτή της Αγίας Φωτεινής για πρώτη φορά τιμάται ιδιαίτερα στην ευλογημένη Ήπειρό μας και φωτίζει με τις ακτίνες των πρεσβειών της προς τον Φωτοδότη Χριστό μας τις καρδιές μας, για να πορευθούμε στο δρόμο της αρετής και να συναγαλλόμαστε μαζί στην ατελεύτητη μακαριότητα, στα υπέρφωτα δώματα του Παραδείσου.
ΠΗΓΗ.ΠΕΜΤΟΥΣΙΑ

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

ΓΙΑΤΙ Η ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΦΕΡΝΕΙ ΧΑΡΑ; από τους λόγους του αγίου Παϊσίου



site analysis















– «Ζαλούρα είναι τα παιδιά», μου είπε μια γυναίκα τα πού τα είχε όλα. 
Βαριέται να έχη παιδιά! Όταν μια μάνα σκέφτεται έτσι, είναι ένα άχρηστο πράγμα, γιατί οι μανάδες κανονικά έχουν αγάπη. 
Μπορεί μιά κοπέλα, πρίν κάνη οικογένεια, νά την ξυπνά ή μάνα της στις δέκα ή ώρα το πρωί. Από την στιγμή όμως που θα γίνη μάνα καί θά εχη νά ταΐζη το παιδί της, νά το πλένη, νά το καθαρίζη, δεν κοιμάται ούτε την νύχτα, γιατί παίρνει μπρος ή μηχανή. Όταν ο άνθρωπος έχη θυσία, δεν γκρινιάζει, δεν βαριέται· χαίρεται. Όλη ή βάση εκεί είναι, να ύπάρχη πνεύμα θυσίας. 
Αυτή η γυναίκα αν έλεγε: «Θεέ μου, πώς να Σε ευχαριστήσω; Δεν μου έδωσες μόνον παιδιά άλλα καί πολλά αγαθά… Πόσοι άνθρωποι δεν έχουν τίποτε καί εγώ έχω τόσα σπίτια, έχω καί aπό τον πατέρα μου περιουσία, o άνδρας μου παίρνει μεγάλο μισθό, βγάζω καί δυο μισθούς aπό τά ενοίκια, καi δεν ταλαιπωρούμαι! Πώς νά Σε ευχαριστήσω, Θεέ μου; Δεν τα άξιζα εγώ αυτά τα πράγματα», aν σκεφτόταν έτσι, θά έφευγε με τήν δοξολογία ή κακομοιριά. Και μόνο δηλαδή αν ευχαριστούσε τον Θεό μέρα-νύχτα, θα ήταν αρκετό. .
 – Η θυσία, Γέροντα, δίνει χαρά. 
– Ω, χαρά! Αυτήν τήν χαρά της θυσίας δεν τήν γεύονται σήμερα οι άνθρωποι, γι’αυτό είναι βασανισμένοι. Δεν έχουν ιδανικά μέσα τους· βαριούνται που ζουν. Η λεβεντιά, η αυταπάρνηση, είναι η κινητήρια δύναμη στον άνθρωπο. Αν δεν υπάρχει αυτή ή δύναμη, ο άνθρωπος είναι βασανισμένος.

 . Απόσπασμα από τις σελίδες 193 -194 του βιβλίου: ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ, ΛΟΓΟΙ Β΄,ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ , ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧAΣΤΗΡΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ» ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ από το κεφάλαιο: “Η θυσία φέρνει την χαρά” και την παράγραφο:«Στην εποχή μας σπανίζει ή θυσία »

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Η αγία Κυράννα



site analysis

Η Αγία Κυράννα: Η ηρωική Νεομάρτυς του Χριστού

 


Του Λάμπρου Κ. Σκόντζου Θεολόγου – Καθηγητού

Η χορεία των Νεομαρτύρων λαμπρύνει και αυτή με το δικό της τρόπο το αγιολόγιο τη Εκκλησίας μας. Χιλιάδες άνδρες και γυναίκες, γέροντες, νέοι, ακόμα και μικρά έδωσαν την ομολογία της πίστεώς τους στο Χριστό και την επισφράγισαν με το αίμα τους και τη ζωή τους. 
Η αγία Νεομάρτυς Κυράννα είναι μια από αυτούς. Έζησε σε χρόνους χαλεπούς για την Εκκλησία και το Γένος μας, στα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας, όπου οι βάρβαροι ασιάτες ασκούσαν εξουσία ζωής και θανάτου στους υποδούλους Χριστιανούς και εφάρμοζαν το «νόμο της σπάθας»! 

Γεννήθηκε στην Αβυσσάκα της Θεσσαλονίκης, τη σημερινή Όσσα Λαγκαδά. Είχε προικιστεί από το Θεό με θαυμαστή εξωτερική ομορφιά και σπάνιο ψυχικό μεγαλείο. Διακρίνονταν από όλα τα άλλα κορίτσια του χωριού για τη σεμνότητά της και την σωφροσύνη της. 
Όλοι την αγαπούσαν και τη σέβονταν, εκτός από το μισόκαλο διάβολο, ο οποίος φθόνησε την αγνότητά της. Επειδή δε μπόρεσε να παρασύρει την ίδια σε αισχρούς λογισμούς και αμαρτωλές επιλογές, έγειρε σε κάποιο τοπικό τούρκο διοικητή αστυνομικού τμήματος και εισπράκτορα των φόρων, γενίτσαρο, σφοδρό ερωτικό πάθος για τη σεμνή και όμορφη Χριστιανή νέα.
Προσπαθούσε με διάφορες κολακείες να την κατακτήσει. Τις έταζε χρήματα, κοσμήματα, φορέματα και αξιώματα, χωρίς αποτέλεσμα. Μεταχειρίστηκε κατόπιν απειλές για σκληρά και απάνθρωπα
βασανιστήρια, ακόμα και το θάνατο, μα εκείνη έμεινε αμετάπειστη και απωθούσε τον έκφυλο τούρκο. 
Όσο η Κυράννα αρνιόταν τις ανήθικες προτάσεις του γενίτσαρου, τόσο μεγάλωνε το αμαρτωλό του πάθος για εκείνη. Απογοητευμένος όμως από την άρνηση της κόρης, γεννήθηκε μέσα του φοβερό μίσος για εκείνη, το οποίο έφτανε ως την καταστροφή της.
Έβαλε άλλους γενίτσαρους, την οποία συνέλαβαν και την οδήγησαν στη Θεσσαλονίκη να δικαστεί, ότι δήθεν αθέτησε την υπόσχεσή της να τον παντρευτεί και να αλλαξοπιστήσει.
Την ακολούθησαν και οι γονείς της με δάκρυα και προσευχές για το άδικο πάθος του παιδιού τους. Οι ανακριτές την μεταχειρίστηκαν κατ’ αρχήν με την προσφιλή τους τακτική, των κολακειών και κατόπιν τις φοβέρες και τις απειλές.
Όμως η Κυράννα έμεινε ηρωικά τολμηρή και ατάραχη μπροστά τους. Ομολόγησε με θάρρος πως είναι Χριστιανή, ότι έχει ως νυμφίο της το Χριστό, στον οποίο ανήκει το σώμα και η ψυχή της. Για την αγάπη Του ήταν διατεθειμένη να χύσει το αίμα της και να δώσει τη ζωή της.
Πως οι κολακείες τους, πολλώ δε μάλλον τα βασανιστήρια, δε θα στέκονταν εμπόδιο για την αγάπη της για το Χριστό, τον αληθινό Θεό.
Μετά τη θαρραλέα ομολογία της σώπασε έσκυψε το κεφάλι της και με σεμνότητα άρχισε να προσεύχεται νοερά στον Κύριο, να την ενδυναμώσει στη μεγάλη δοκιμασία που πρόσμενε. 
Οι τούρκοι ανακριτές βλέποντας τον ηρωισμό και την αμετακίνητη γνώμη της, ένοιωσαν ντροπιασμένοι και έγιναν θηρία από το θυμό τους. Την έριξαν στο πιο σκοτεινό και υγρό κελί της φυλακής.
Ο ερωτύλος γενίτσαρος έλαβε την άδεια από τον διευθυντή της φυλακής να μπαίνει ότι ώρα ήθελε στο κελί της για να τη βασανίζει. Μαζί του έμπαιναν και άλλοι γενίτσαροι, οι οποίοι ξεσπούσαν επάνω της με ιδιαίτερη αγριότητα.
Την έδερναν, την κλωτσούσαν, την κρεμούσαν από τα πλούσια μαλλιά της για ώρες στο ταβάνι του κελιού, μέχρι λιποθυμίας. Το βράδυ ο δεσμοφύλακας την κρεμούσε από τις μασχάλες όλη τη νύχτα, στο χειμωνιάτικο κρύο ώστε να μη μπορεί να κοιμηθεί.
Όμως εκείνη, όχι μόνο υπέμεινε, με πρωτοφανή καρτερία το μαρτύριο, αλλά φαινόταν να το αντιμετωπίζει με χαρά και ικανοποίηση για χάρη του Χριστού!
Αλλά στην ίδια φυλακή υπήρχαν και άλλοι κρατούμενοι Χριστιανοί, άνδρες και γυναίκες, και μαζί τους και κάποιες τουρκάλες, οι οποίοι έβλεπαν το μαρτύριο της Κυράννας και ήλεγξαν τον απάνθρωπο δεσμοφύλακα, ότι δε φοβάται το Θεό και βασανίζει μια αθώα.
Αλλά εκείνος έγινε αγριότερος και τα βασανιστήρια συνεχίστηκαν για μια εβδομάδα. 
Την επομένη ημέρα ο δεσμοφύλακας έγινε πιο επιθετικός και άγριος. Άρπαξε την Κυράννα, την κρέμασε με αλυσίδες και άρχισε να τη χτυπά αλύπητα με μια σανίδα. Οι άλλοι φυλακισμένοι άρχισαν να φωνάζουν και να διαμαρτύρονται, μαζί τους και οι τουρκάλες κρατούμενες. Ο δεσμοφύλακας άρχισε να τρέμει ολόκληρος και έπεσε στο έδαφος μπρούμυτα να κλαίει γοερά. 
Όμως την ίδια στιγμή η αγία ξεψύχησε, παραδίδοντας την ψυχή της στο Χριστό, τον Οποίο τόσο αγάπησε και Του χάρισε τη ζωή της, όπως ήταν κρεμασμένη, χωρίς να το καταλάβει κανείς.
Σιμά τα χαράματα ένα εκτυφλωτικό φως κατέβηκε από τη στέγη της φυλακής και έλουσε το σώμα της αγίας, φωτίζοντας όλη τη φυλακή. Οι φυλακισμένοι ξύπνησαν έντρομοι και άρχισαν να φωνάζουν και να προσεύχονται!
Οι τουρκάλες και κάποιοι Εβραίοι κρατούμενοι φώναζαν πως «το κρίμα της φτωχής Ρωμιάς θα μας κάψει»! έφτασε και ο δεσμοφύλακας, ο οποίος τρέμοντας κατέβασε το σώμα της από την κρεμάλα και διαπίστωσε το θάνατό της. Το φως άρχισε να ελαττώνεται και μια υπερκόσμια ευωδία πλημμύρησε τη φυλακή.
Ο φύλακας σκέπασε το τίμιο λείψανο με σεβασμό και δόξασε το Θεό, που τον αξίωσε να δει τέτοια θαυμαστά γεγονότα. Προφανώς μετάνιωσε και έγινε Χριστιανός, πιθανότατα «κρυπτοχριστιανός». 
Όταν ξημέρωσε διαδόθηκε σε όλη τη Θεσσαλονίκη η τελείωση της αγίας και η έκλαμψη του θαυμαστού φωτός.
Οι τούρκοι ένιωσαν ντροπιασμένοι και έδωσαν την άδεια στους Ρωμιούς να παραλάβουν το σώμα της αγίας και να το ενταφιάσουν με τις δικές τους συνήθειες. Το έθαψαν έξω από τη Θεσσαλονίκη, αφού μοίρασαν για ευλογία και αγιασμό, σε τεμάχια, τα ματωμένα ενδύματά της.
Ήταν 28 Φεβρουαρίου του 1751. Την ημέρα αυτή η Εκκλησία μας τιμά την ιερή της μνήμη. Ιδού λοιπόν και ο ηρωισμός των αγίων γυναικών της