Τρίτη 25 Ιουλίου 2017

ΑΓΙΑ ΩΡΑΙΟΖΗΛΗ



site analysis


 * Ἡ βα­σι­λί­δα τῶν πό­λε­ων, Κων­σταν­τι­νού­πο­λις, κον­τά στά ἄλ­λα κα­λά πού τήν στό­λι­ζαν, εἶ­χε ἀ­κό­μη ὡς στο­λί­δια της καί τούς Βί­ους τῶν ἐ­νά­ρε­των ἀν­δρῶν καί γυ­ναι­κῶν. Μά­λι­στα πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ αὐ­τούς στο­λι­ζό­ταν, πα­ρά μέ τά δι­ά­φο­ρα αἰ­σθη­τά κάλ­λη ­πού ἔ­χει, δη­λα­δή μέ τήν θέ­σι τοῦ τό­που, μέ τήν με­γα­λο­πρέ­πεια καί μέ τά τεί­χη, τά ὁ­ποῖ­α πα­ρα­μέ­νουν ἀ­πό τούς ἐ­νάν­τι­ους ἐ­χθρούς ἀ­νί­κη­τα, δι­ό­τι με­γα­λύ­τε­ρο κάλ­λος καί με­γα­λύ­τε­ρη ὠ­φέ­λεια προ­ξε­νεῖ­ται σ’ αὐ­τήν ἀ­πό τούς Βί­ους αὐ­τῶν, πα­ρά ἀ­πό τά ὅ­σα ἀ­να­φέρ­θη­καν πα­ρα­πά­νω. Καί Βί­ους ἐν­νο­ῶ, ὄ­χι μό­νον τούς γνω­στούς στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ καί γραμ­μέ­νους στά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Συ­να­ξά­ρια, ἀλ­λά καί ἐ­κεί­νους, ­πού ἔ­γι­ναν μέν γνω­στοί στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λά γιά κά­ποι­α τυ­χαί­α ἀ­μέ­λεια, δέν γρά­φτη­καν, ἀλ­λά σκε­πά­σθη­καν ἀ­πό τήν πο­λυ­και­ρί­α. Δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νοι οἱ Βί­οι τῶν Ἁ­γί­ων, πού εἶ­ναι γραμ­μέ­νοι, ὅ­ταν δι­α­βά­ζων­ται στήν Ἐκ­κλη­σί­α, πα­ρα­κι­νοῦν, ὅ­σους ἀ­κοῦν, σέ ζῆ­λο καί μί­μη­σι τῆς ἀ­ρε­τῆς καί σέ συν­τρι­βή τῆς ψυ­χῆς καί κα­τά­νυ­ξι. Οἱ Βί­οι ὅ­μως, ­πού δέν εἶ­ναι γραμ­μέ­νοι, μο­λο­νό­τι ἡ πο­λυ­και­ρί­α σκέ­πα­σε τά ὑ­πο­μνή­μα­τά τους καί τά ἐ­ξα­φά­νι­σε, ὅ­μως ἀ­πό τά θαύ­μα­τα, ­πού γί­νον­ται, ἀ­πό ὅ­σους ἁ­γί­ους ἔ­ζη­σαν σύμ­φω­να μέ τούς Βί­ους αὐ­τούς, γί­νον­ται σέ ὅ­λους φα­νε­ροί καί κα­τά­δη­λοι.
Μί­α λοι­πόν ἀ­πό τούς Ἁ­γί­ους αὐ­τούς εἶ­ναι καί ἡ καλ­λι­κέ­λα­δη ἀ­η­δό­να καί κα­θα­ρή πε­ρι­στε­ρά τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ Μάρ­τυρας, λέ­ω, Ὡ­ραι­ο­ζή­λη, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πό ποι­ά χώ­ρα κα­τα­γό­ταν καί ποι­οί ἦ­ταν οἱ γο­νεῖς της, δέν βρί­σκε­ται γραμ­μέ­νο. Τό ὅ­τι ὅ­μως γεν­νή­θη­κε ἀ­πό γο­νεῖς Ἕλ­λη­νες, πού προ­σκυ­νοῦ­σαν τά εἴ­δω­λα, αὐ­τό θά τό φα­νε­ρώ­ση ὁ λό­γος στήν συ­νέ­χεια. Δι­ό­τι ἀ­πό τά χρό­νια τῶν θε­ο­κή­ρυ­κων Ἀ­πο­στό­λων, ὅ­ταν δι­α­δό­θη­κε σέ ὅ­λη τήν οἰ­κου­μέ­νη τό κή­ρυγ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, ἀ­πό τό­τε σα­γη­νεύ­θη­κε μέ τά λο­γι­κά δί­κτυ­α τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀν­δρέ­ου τοῦ Πρω­το­κλή­του καί ἡ σε­μνό­τα­τη αὐ­τή Ὡ­ραι­ο­ζή­λη καί λυ­τρώ­θη­κε ἀ­πό τόν βυ­θό τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρεί­ας. Δι­ό­τι ἀ­πό τόν Ἀ­πό­στο­λο Ἀν­δρέ­α βα­πτί­σθη­κε αὐ­τή καί φω­τί­σθη­κε καί ἀ­φι­ε­ρώ­θη­κε σέ μί­α μι­κρή Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Ἀρ­χι­στρά­τη­γου Μι­χα­ήλ· αὐ­τή, ­σάν γῆ ἀ­γα­θή, ἀ­φοῦ δέ­χθη­κε τόν σπό­ρο τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Ἀ­πο­στό­λου, ἀ­πέ­δω­σε πο­λύ καί ἑ­κα­τον­τα­πλά­σιο τόν καρ­πό. Δι­ό­τι πα­ρα­μέ­νον­τας στόν Να­ό ἐ­κεῖ­νο τοῦ Ἀρ­χι­στρά­τη­γου, ἦ­ταν ἐρ­γά­τις τῶν τοῦ Χρι­στοῦ ἐν­το­λῶν καί φρόν­τι­ζε μέ τά κα­λά ἔρ­γα νά γί­νε­ται κή­ρυ­κας τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, λε­γό­με­νη ἰ­σα­πό­στο­λος καί τα­λαι­πω­ρού­με­νη μέ κά­θε σω­μα­τι­κή κα­κο­πά­θεια. Ὁ­πό­τε ἀ­πό αὐ­τό ἔ­τρε­χε κον­τά της με­γά­λο πλῆ­θος Ἑλ­λή­νων καί ὠ­φε­λεῖ­το μέ τίς κα­θη­με­ρι­νές της δι­δα­σκα­λί­ες, λη­σμο­νῶν­τας τήν προ­η­γού­με­νη κα­κή ζω­ή τους, ἐ­πι­στρέ­φον­τας στόν Χρι­στό καί μέ τήν χά­ρι του ἐ­ξοι­κει­ού­με­νοι. Γι’ αὐ­τό ἀ­πέ­κτη­σε ἡ Ἁ­γί­α καί ἄλ­λες δύ­ο παρ­θέ­νες, οἱ ὁ­ποῖ­ες, ἀ­φοῦ ἀ­πο­στρά­φη­καν τήν εἰ­δω­λι­κή πλά­νη, γνώ­ρι­σαν τόν Χρι­στό μέ τήν δι­δα­σκα­λί­α της ὡς Θε­ό προ­αι­ώ­νιο καί Δη­μι­ουρ­γό τοῦ παν­τός. Αὐ­τές λοι­πόν οἱ δύ­ο παρ­θέ­νες κυ­ρι­εύ­θη­καν ἀ­πό τόν πό­θο τοῦ Χρι­στοῦ μέ τήν παν­το­τι­νή ἐρ­γα­σί­α τῶν ἀ­ρε­τῶν καί μέ τήν δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ὡ­ραι­ο­ζή­λης γι­νό­με­νες πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­νά­ρε­τες, ἔ­βλε­παν σ’ αὐ­τήν, χω­ρίς νά πα­ρεκ­κλί­νουν κα­θό­λου, μέ τούς ὀ­φθαλ­μούς τοῦ νοῦ, ὡς πρω­τό­τυ­πο τῆς ἀ­ρε­τῆς καί πα­ρά­δειγ­μα καί, πυρ­πο­λού­με­νες πάν­το­τε ἀ­πό τόν θε­ϊ­κό ζῆ­λο, ἦ­σαν χα­ρού­με­νες, συ­να­γω­νι­ζό­με­νες μέ ἕ­να­ν ἀ­γα­θό καί ἀ­ξι­έ­παι­νο ἀ­γῶ­να· Ποι­ά δη­λα­δή ἀ­πό αὐ­τές νά νι­κή­ση τήν ἄλ­λη σέ ἀ­γρυ­πνί­ες, σέ νη­στεῖ­ες, σέ προ­σευ­χές καί στίς ὑ­πό­λοι­πες κα­κο­πά­θει­ες τοῦ σώ­μα­τος. Καί αὐ­τά βέ­βαι­α γί­νον­ταν μέ­χρι τά χρό­νια τοῦ ἀ­σε­βέ­στα­του βα­σι­λιᾶ Δε­κί­ου, δη­λα­δή κα­τά τό ἔ­τος 250. Δι­ό­τι τό­τε ὁ μι­σό­κα­λος Δι­ά­βο­λος καί ἐ­χθρός τῶν ἀν­θρώ­πι­νων ψυ­χῶν ἔ­λει­ω­νε ἀ­πό τόν φθό­νο του, σκε­πτό­με­νος τήν ἀ­νί­κη­τη δύ­να­μι τοῦ Χρι­στοῦ. Πῶς καί μέ­ τήν ἀ­δύ­να­τη φύ­σι τῶν γυ­ναι­κῶν ἐ­νερ­γῶταν ἡ ἀ­ρε­τή καί αὔ­ξα­νε σέ κά­θε μέ­ρος. Ἡ ἀ­ρε­τή πά­λι, κι ἄν ἀ­κό­μη γί­νε­ται σέ ἀ­πό­κρυ­φο καί πα­ρά­με­ρο μέ­ρος, κά­νει ὅ­μως φα­νε­ρό τό τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου κή­ρυγ­μα καί ὄ­χι μό­νον αὐ­τό τό με­τα­δί­δει, ἀλ­λά καί τό στε­ρε­ώ­νει στίς ψυ­χές τῶν Χρι­στια­νῶν.
Ὁ­πό­τε τί χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὁ ἀ­λι­τή­ριος Δι­ά­βο­λος; Μπῆ­κε μέ­σα στόν βα­σι­λιά Δέ­κιο καί μέ αὐ­τόν ξε­κί­νη­σε πό­λε­μο καί δι­ωγ­μό κα­τά τῶν Χρι­στια­νῶν. Δι­ό­τι αὐ­τός ὁ ἀ­σε­βέ­στα­τος μή χρη­σι­μο­ποι­ῶν­τας σω­στά τήν βα­σι­λεί­α, δέν θέ­λη­σε νά γνω­ρί­ση τόν Θε­ό, ­πού τοῦ τήν χά­ρι­σε, ἀλ­λά ἐ­πα­να­στά­τη­σε ἐ­ναν­τί­ον του, προ­σκυ­νῶν­τας θε­ούς ψευ­δώ­νυ­μους καί μά­ται­ους, ἀ­ναγ­κά­ζον­τας ἐ­πί πλέ­ον καί τούς ἀν­θρώ­πους νά τούς προ­σκυ­νοῦν αὐ­τός, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­ναί­σθη­τος καί ἀ­πό αὐ­τά τά ἀ­ναί­σθη­τα εἴ­δω­λα. Αὐ­τός λοι­πόν καί αὐ­τήν τήν μα­κά­ρια Ὡ­ραι­ο­ζή­λη, ἀ­φοῦ τήν χώ­ρι­σε ἀ­πό τίς συν­τρό­φους της δύ­ο παρ­θέ­νες, τήν πα­ρου­σία­σε στό δι­κό του δι­κα­στή­ριο καί τῆς εἶ­πε· «Ἀ­πό ποι­ά ἀ­φορ­μή, γυ­ναί­κα, τήν μέν πα­τρι­κή σου θρη­σκεί­α ἀ­θέ­τη­σες, ἐ­νῶ τόν Χρι­στό ἀ­να­κη­ρύτ­τεις ὡς Θε­ό; ἤ για­τί ἐ­ξα­πα­τᾶς τούς ἀν­θρώ­πους μέ ψευ­δεῖς καί πι­θα­νούς λό­γους καί τούς πεί­θεις νά πι­στέ­ψουν σέ ἕ­ναν θνη­τό ἄν­θρω­πο, λέ­γον­τας, ὅ­τι αὐ­τός εἶ­ναι ποι­η­τής τοῦ παν­τός;­». Σ’ αὐ­τά ἡ Ἁ­γί­α ἀ­πο­κρί­θη­κε· «Ἐ­σύ, ἀσεβέ-στατε βα­σι­λιά, ἔ­μα­θες, ὅ­τι ὁ Χρι­στός, πού κη­ρύσ­σε­ται ἀ­πό ἐ­μέ­να, σταυ­ρώ­θη­κε ὡς ἄν­θρω­πος καί πῶς δέν ἔ­μα­θες καί αὐ­τό, ὅ­τι δη­λα­δή αὐ­τός ὁ ἴ­διος ἀ­να­στή­θη­κε ­σάν Θε­ός; ἤ πῶς δέν ἄ­κου­σες, ὅ­τι αὐ­τός, ἀ­φοῦ κα­τέ­βη­κε στόν Ἄ­δη, συ­να­νέ­στη­σε ὅ­λους ὅ­σοι ἦ­ταν ἐ­κεῖ καί ὡς ἀρ­χη­γός τῆς ζω­ῆς χά­ρι­σε στούς νε­κρούς τήν αἰ­ώ­νια ζω­ή; Τό ὅ­τι πά­λι ὁ Χρι­στός, ὄν­τας Θε­ός προ­αι­ώ­νιος, θέ­λη­σε νά γί­νη ἄν­θρω­πος καί νά πά­θη καί νά σταυ­ρω­θῆ γι­ά μᾶς καί γι­ά τήν σω­τη­ρί­α τοῦ γέ­νους τῶν ἀν­θρώ­πων, αὐ­τό πε­ριτ­τό εἶ­ναι νά τό λέ­ω στά αὐ­τιά ἐ­κεί­νων, ­πού δέν δέ­χον­ται αὐ­τό τό μυ­στή­ριο. Ἀλ­λά ἐ­γώ σοῦ λέ­ω τό ἑ­ξῆς, γιά πρώ­τη καί τε­λευ­ταί­α φο­ρά, πώς ὅ,τι καί ἄν κά­νης καί μέ ὅ,τι ἄν μέ φο­βε­ρί­σης ἤ κο­λα­κεύ­σης ἤ τι­μω­ρή­σης ἤ ὑ­πο­σχε­θῆς, δέν θά μπο­ρέ­σης νά μέ με­τα­κι­νή­σης ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ μου· πο­τέ νά μή μοῦ συμ­βῆ νά ἀρ­νη­θῶ τόν Θε­ό μου!, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ δη­μι­ούρ­γη­σε ἀ­πό τό μη­δέν καί μέ ἔ­φε­ρε στήν ὕ­παρ­ξι καί κα­τέ­βη­κε ἀ­πό τούς Οὐ­ρα­νούς στήν γῆ καί «ἐ­σαρ­κώ­θη ἀ­σπό­ρως» γι­ά τήν δι­κή μου σω­τη­ρί­α. Λοι­πόν, ἐ­κεῖ­νο ­πού θέ­λεις, κά­νε, βα­σι­λιά. Νά, μπρο­στά σου βρί­σκε­ται αὐ­τό τό πή­λι­νο σῶ­μα μου καί καῖ­γε, κό­βε, σφά­ζε, τι­μώ­ρη­σέ το». Αὐ­τά λοι­πόν εἶ­πε ἡ Ἁ­γί­α.
Τό­τε ὁ τῆς βα­σι­λεί­ας καί τῆς ζω­ῆς αὐ­τῆς ἀ­νά­ξιος Δέ­κιος, ἄ­να­ψε ἀ­πό τόν θυ­μό καί προ­στά­ζει νά γδύ­σουν τήν Ἁ­γί­α καί νά τήν δέρ­νουν γιά πολ­λές ὧ­ρες. Ὅ­λοι ἔ­μει­ναν ἐκ­στα­τι­κοί βλέ­πον­τας τήν γεν­ναι­ό­τη­τα καί ὑ­πο­μο­νή τῆς τοῦ Χρι­στοῦ νύ­φης· δι­ό­τι ἔ­πα­σχε ­σάν νά πά­σχη κά­ποι­ος ἄλ­λος καί ὄ­χι αὐ­τή. Ἐ­πει­δή ὅ­μως ὁ βα­σι­λιάς συ­χνά στρε­φό­με­νος πρός τήν Ἁ­γί­α, τήν ἔ­βλε­πε ἐλ­πί­ζον­τας, ὅ­τι θά με­τα­βλη­θῆ ἀ­πό τήν πί­στι τοῦ Χρι­στοῦ, γι’ αὐ­τό, ὤ τοῦ θαύ­μα­τος!, χά­νον­τας τήν ὀ­πτι­κή δύ­να­μι τῶν ὀ­φθαλ­μῶν του, ξαφ­νι­κά τυ­φλώ­θη­κε καί φαι­νό­ταν σάν ἕ­να πε­ρι­γέ­λα­σμα στούς ὑ­πη­κό­ους του. Ἔ­τσι πρός τό πα­ρόν πρό­στα­ξε νά φυ­λα­κί­σουν τήν Ἁ­γί­α καί παίρ­νον­τας ἕ­ναν χει­ρα­γω­γό στόν δρό­μο, ση­κώ­θη­κε ἀ­πό τόν θρό­νο καί πῆ­γε στά βα­σί­λεια.
Ἀλ­λ’ ἐ­πει­δή ἡ Ἁ­γί­α φρόν­τι­ζε νά πά­η πρός τόν πο­θού­με­νό της Νυμ­φί­ο Χρι­στό, εἰ­δο­ποί­η­σε τόν ἀ­σε­βῆ βα­σι­λιά, ὅ­τι “ἐ­άν ἐ­σύ δέν χρί­σης τούς ὀ­φθαλ­μούς σου μέ τό αἷ­μα τῆς κε­φα­λῆς μου, πού θά κο­πῆ, μέ ἄλ­λον τρό­πο δέν θά λά­βης τό φῶς σου”. Ὁ­πό­τε ἀ­μέ­σως πρό­στα­ξε καί ἀ­πο­κε­φά­λι­σαν τήν Ἁ­γί­α. Στήν συ­νέ­χεια, ἀ­φοῦ ἔ­χρι­σε τούς ὀ­φθαλ­μούς του μέ τό αἷ­μα της ὁ σι­χα­με­ρός καί ἀ­κά­θαρ­τος, ἔ­λα­βε ἀ­μέ­σως τό φῶς καί ἀ­νέ­βλε­ψε. Ἔ­μει­νε ὅ­μως ἀ­χά­ρι­στος σ’ αὐ­τή τήν εὐ­ερ­γε­σί­α ὁ πα­ρά­νο­μος βα­σι­λιάς, μᾶλ­λον, φθό­νη­σε ὁ παμ­βέ­βη­λος νά μή πά­ρουν οἱ Χρι­στια­νοί τό τῆς Ἁ­γί­ας τί­μιο σῶ­μα καί μέ αὐτό ἐ­πι­στρέ­ψουν στήν πί­στι τοῦ Χρι­στοῦ πολ­λούς Ἕλ­λη­νες. Γι’ αὐ­τό πρό­στα­ξε ὁ ἀ­λι­τή­ριος νά κά­ψουν τό λεί­ψα­νο τῆς Μάρ­τυ­ρος μέ φω­τιά. Καί ἡ μέν Ἁ­γί­α, ἀ­φοῦ ἐ­πέ­τυ­χε αὐ­τό, πού πο­θοῦ­σε, χαί­ρε­ται καί εὐ­φραί­νε­ται αἰ­ώ­νια στά Οὐ­ρά­νια, συμ­βα­σι­λεύ­ον­τας μέ τόν πο­θει­νό­τα­τό της Νυμ­φί­ο Χρι­στό.  Ἡ Σύ­να­ξι καί ἑ­ορ­τή της τε­λεῖ­ται στόν μαρ­τυ­ρι­κό Να­ό της, πού εἶ­ναι κον­τά στόν σε­βά­σμιο Να­ό τῆς Ἁ­γί­ας Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Ἀ­να­στα­σί­ας, στόν ὁ­ποῖ­ο Να­ό της γί­νον­ται θε­ρα­πεῖ­ες δι­α­φό­ρων ἀ­σθε­νει­ῶν καί μαρ­τυ­ρεῖ ὁ πα­ρά­λυ­τος ἐ­κεῖ­νος, ὁ ὁ­ποῖ­ος, ἀ­φοῦ προ­σῆλ­θε στόν Να­ό τῆς Ἁ­γί­ας, ἔ­γι­νε ὑ­γι­ής.
Τό μαρ­τυ­ροῦν οἱ στεῖ­ρες γυ­ναῖ­κες, οἱ ὁ­ποῖ­ες μέ  τό λεί­ψα­νο τῆς Ἁ­γί­ας ὁ­δη­γοῦν­ται σέ τε­κνο­γο­νί­α, καί οἱ γυ­ναῖ­κες ἐ­κεῖ­νες, πού ἔ­χουν κα­τά­ξη­ρους τούς μα­στούς τους ἀ­πό γά­λα, ἐ­πι­στρέ­φουν στίς οἰ­κί­ες τους ἔ­χον­τάς τα γε­μᾶ­τα ἀ­πό γά­λα, μέ τό ὁ­ποῖ­ο χορ­ταί­νουν τά ὑ­πο­μά­ζια βρέ­φη τους. Δι­ό­τι ἔ­τσι ξέ­ρει ὁ Θε­ός νά ἀν­τι­δο­ξά­ζη ἐ­κεί­νους πού τόν δο­ξά­ζουν καί γι’ αὐ­τόν χύ­νουν τό αἷ­μα τους.


Η ΟΣΙΑ ΕΥΠΡΑΞΙΑ.



site analysis


25/7. ΟΣΙΑ ΕΥΠΡΑΞΙΑ, η αρρενόφρων.
«Θέλω δε υμάς αμέριμνους είναι. Ο άγαμος μεριμνά τα του Κυρίου, πως αρέσει τω Κυρίω» (Α΄ , Κορ. ζ΄ , 32),
 δηλώνει προτρεπτικά ο Απ. Παύλος. Η θεαρέσκεια, της όλης ζωής των αγάμων είναι μέριμνα καθημερινή. Μία μέριμνα, που αποβλέπει στην απόλυτη συστοίχηση και εναρμόνιση Θείου και ανθρωπίνου θελήματος. Μία μέριμνα όμως, που εξασφαλίζει την αμεριμνησία, που διασφαλίζει τις διαπροσωπικές σχέσεις Θεού και ανθρώπου, που οδηγεί ασφαλέστερα στη Βασιλεία του Θεού.Και οι βιωτές της Παύλειας προτροπής το βεβαιώνουν. Είναι οι αναρίθμητες μορφές των Οσίων.
Ανάμεσά τους και η Ο σ ί α Ε Υ Π Ρ ΑΞΙΑ. Πατρίδα της είναι η Κων/λη. Πατέρας της ο πλούσιος συγκλητικός, ο έμπειρος πολιτικός, ο συγγενής του Αυτοκράτορα Μ. Θεοδοσίου, ο ευσεβής Χριστιανός, ο ενάρετος άνδρας, ο Αντίγονος. Μητέρα της η πλούσια, ευγενής, θεοσεσεβής και χρηστή γυναίκα, η Ευπραξία.Το ζευγάρι ομόφρονο και ομόψυχο διαχειρίζεται θεάρεστα τον πλούτο. Σκορπίζει αφειδώλευτα και καλύπτει σημαντικά ελλείψεις φτωχών. Και η πλούσια φιλανθρωπία προκαλεί την πλούσια Θεϊκή ευλογία. Ένα χαριτωμένο κορίτσι, δώρο κι αυτό του Θεού, προξενεί ανέκφραστη χαρά και ευφροσύνη στους ευλαβείς γονείς. Ευπραξία το ονομάζει ο πατέρας για να 'ναι πιστό αντίγραφο της ενάρετης μητέρας. Στόχος τους η αντιπροσφορά στο Θεό της Ευπραξίας, ως Αγίας.
Οι ίδιοι αποφασίζουν ομόφωνα
 άσκηση τέλειας εγκράτειας, εσωτερική καλλιέργεια, φιλανθρωπική δράση.Μία οικογένεια τρισευτυχισμένη, ευλογημένη. Ο Αντίγονος, ένα χρόνο μετά και αφού ευαρέστησε τον Κύριο, προσέρχεται στη Βασιλεία Του για να ευφραίνεται αιώνια.
Η μητέρα νιώθει έντονα την απουσία του συνοδοιπόρου της, αισθάνεται ζωηρά το βάρος της θυγατρικής αποκατάστασης. Προσφεύγει στον Αυτοκράτορα και ζητεί ανθρώπινη συμπαράσταση παράλληλα με τη Θεϊκή, που ήδη είχε ζητήσει. Η απάντηση είναι θετική και η Ευπραξία, εξάχρονη μόλις, μνηστεύεται μ' έναν πλούσιο, ευγενή και ωραίο νέο. Παράλληλα δέχεται χριστιανική αγωγή από τη μητέρα της.
Η μητέρα Ευπραξία σηκώνει το σταυρό της χηρείας αγόγγυστα και άμεμπτα. Ο Διάβολος τη φθονεί και εμβάλλει πόθο λυσσώδη σ' έναν αξιωματούχο, που χρησιμοποιεί τη Βασίλισσα για μεσίτρια.
Η σεμνή Ευπραξία όμως τιμά επάξια τη μνήμη του συζύγου της και απορρίπτει την πρόταση. Προς αποφυγή δε ενοχλήσεων αναχωρεί με την κόρη της στην Αίγυπτο, όπου έχει αξιόλογο κτήμα. Εκεί απερίσπαστη επιδίδεται στη Χριστοκεντρική μόρφωση, του μονάκριβου παιδιού της. Μητέρα και κόρη σημειώνουν πρόοδο πνευματική, επιδεικνύουν δραστηριότητα φιλανθρωπική. Οι Ναοί και οι Μονές προσελκύουν τις ευεργεσίες τους. Οι παντοειδώς αναξιοπαθούντες δέχονται αμέριστη τη βοήθειά τους.
Η αγάπη προς το Θεό εκφράζεται με μία πλατιά αγάπη προς τον πλησίον. Και το ασκητήριο των 130 Ασκητριών της Θηβαΐδας τους γνωστοποιείται και ευεργετείται. Οι επισκέψεις είναι συχνές και ο θαυμασμός πολύς. Η ασκητικότητά τους φωταγωγεί. Η σιωπή τους διδάσκει. Η απλότητα τους παραδειγματΐζει. Η όλη ζωή τους μαγνητίζει.
Η κόρη Ευπραξία ποθεί τη Μοναχική Πολιτεία και το δηλώνει στην Ηγουμένη. Η μνηστεία την κρατά ασυγκίνητη, αφού ποτέ δεν είδε το μνηστήρα και τη θεωρεί διαλυμένη. Η μητέρα ακούει με ευχαρίστηση τους λόγους της 7χρονης κόρης της. Η Ευπραξία αμετάκλητα παίρνει την απόφαση να μείνει για πάντα στη Μονή. Οι αποδιώξεις της Ηγουμένης, οι εκφοβισμοί και η σκληρότητα της ασκητικής ζωής δεν την αποθαρρύνουν, αλλά εδραιώνουν τον πόθο της.
Η μητέρα της βαθιά συγκινημένη την οδηγεί μπροστά στην εικόνα του Χριστού και δέεται θερμώς και την προσφέρει οικειοθελώς. Ικετεύει για τη διαφύλαξή της. Παρακαλεί για το φωτισμό της. Αγωνιά για τον αγιασμό της. Νουθετεί την ίδια και της εμφυτεύει το φόβο του Θεού, το θεμέλιο της κατά Θεόν ζωής. Την παραδίδει τέλος στην Ηγουμένη για χειραγωγία στην ισάγγελη πολιτεία. Το Μοναχικό Σχήμα ντύνεται. Ολοκληρωτικά στον Κύριο αφιερώνεται.
Η μητέρα της μετά από μικρό χρονικό διάστημα απέρχεται προς την ποθητή Πατρίδα, αφού θεάρεστα έζησε στη γη. Ο αυτοκράτορας πληροφορείται την εκδημία της και εκδηλώνει την υποστήριξη του προς την Ευπραξία. Κι εκείνη του ανακοινώνει τη Μοναχική της ιδιότητα και του αναθέτει τη διάθεση της πατρικής περιουσίας της στην Πόλη σε φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Η Μοναχή Ευπραξία τώρα απερίσπαστα επιδίδεται σε ασκητικούς αγώνες. Διακρίνεται για την ταπεινοφροσύνη και την εγκράτεια, την αγάπη και τη λιτότητα. Εκτελεί και τα ευτελέστερα διακονήματα και σημειώνει τελεία υπακοή. Στις πειρασμικές επιθέσεις απαντάει με υπομονή και θάρρος, με επιμονή και προσευχή. Δουλαγωγεί το σώμα και ελευθερώνει την ψυχή.
Η αγιότητά της εμφανής. Η σύνεση ευδιάκριτη. Η διάκριση φανερή
. Πλήθη ανθρώπων καταφεύγουν στην Οσία για να βρουν λύση στο πρόβλημά τους, για να λάβουν κατευθυντήρια γραμμή, για να ζητήσουν τη συμβουλή της, για ν' ακούσουν τη θεόσοφη ομιλία της, για να δεχθούν τη χρηματική της ενίσχυση. Όλοι κάτι έχουν να πάρουν κι αποχωρούν ενισχυμένοι στην πίστη και στην αγάπη, στην υπομονή και στην ελπίδα.Οι άνθρωποι την ευγνωμονούν. Ο Θεός την ευλογεί. Και θαύματα αξιώνεται να κάνει για τη δόξα του Θεού.
30 μόλις χρονών κι έχει φθάσει στη θέωση. Ο Κύριος προαναγγέλλει την εκδημία της στην Ηγουμένη. Την καλεί κοντά Του για ν' απολαμβάνει τις άρρητες ομορφιές του Ουράνιου Νυμφώνα.
25 Ιουλίου! Μία ακόμη Οσία, η Ευπραξία, πλαισιώνει τον πανίερο Χορό των Οσίων.-

Οσία Ολυμπιάδα η Διακόνισσα



site analysis
Εορτάζει στις 25 Ιουλίου εκάστου έτους.


Oλυμπιάς πεσούσα πατρίδος φίλης,
Προς την άνω χαίρουσα βαίνει πατρίδα.
Βιογραφία
Η Ολυμπιάδα έζησε στα χρόνια των Πατριαρχών Νεκταρίου και Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (395 μ.Χ.). Ο πατέρας της Ακούνδος είχε το αξίωμα του κόμητος. Κατ’ άλλους όμως ονομαζόταν Σέλευκος.
Η Ολυμπιάδα είχε μεγάλη σωματική ωραιότητα, ευφυΐα, παιδεία, και πολλά πλούτη. Παντρεύτηκε τον έπαρχο Κωνσταντινούπολης Νευρίδιο, αλλά αυτός μετά από λίγο χρόνο πέθανε και έτσι η Ολυμπιάδα έμεινε χήρα σε πολύ μικρή ηλικία. Ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος προσπάθησε να την πείσει να πάρει δεύτερο άνδρα, κάποιο αξιωματούχο Ελπίδιο. Αυτή όμως, τιμώντας τη μνήμη του άντρα της και φλεγόμενη από τον πόθο να υπηρετήσει την Εκκλησία με τα πλούτη της, απέρριψε το δεύτερο γάμο. Αφοσιώθηκε λοιπόν στο μέγα αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινούπολης Ιωάννη το Χρυσόστομο και γεμάτη ενθουσιασμό έδωσε στην αρχιεπισκοπή του χιλιάδες χρυσά νομίσματα και κτήματα.
Μέσα στην Εκκλησία είχε τον τίτλο της Διακόνισσας. Ίδρυσε μάλιστα και μοναστήρι, κοντά στο ναό της αγίας Ειρήνης. Αργότερα, όταν ο Χρυσόστομος εξορίστηκε, η Ολυμπιάδα έπεσε σε βαθύ πένθος. Για να την παρηγορήσει ο μέγας ιεράρχης, της έστειλε αρκετές επιστολές (σώζονται 17).
Πέθανε εξορισμένη στη Νικομήδεια, μόλις 50 ετών, λίγο μετά από το θάνατο του ιερού Χρυσοστόμου.
Ιερά Λείψανα: Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου της Αγίας βρίσκονται στις Μονές Αγάθωνος Φθιώτιδος και Νταού Πεντέλης.
Πηγή:  saint.gr

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

Αγία Μεγαλομάρτυς Χριστίνα, π. Θεοδώρου Ζήση. --"Aνδρίζου και κραταιούσθω η καρδία σου"



site analysis


Πολλοὶ Χριστιανοί (ποὺ βλέπουν μὲ κάποιο μαγικὸ τρόπο τὴν Πίστη), νομίζουν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ μᾶς βοηθήσει, ὥστε ὅλα νὰ πᾶνε καλὰ στὴ ζωή μας· κι ἂν ἀγωνιζόμαστε τὸν ἀγώνα τῆς Πίστεως, σύντομα νὰ νικήσουμε!

Στὸν βίο τῆς ἁγίας Χριστίνας, ὅμως, βλέπουμε ὅτι ὁ Ἄγγελος ποὺ παρουσιάζεται στὴν Ἁγία, τὴν προετοιμάζει γιὰ μεγαλύτερα καὶ μακρὰς διαρκείας βασανιστήρια!

«Πρέπει, τῆς λέει, να δείξεις θάρρος ανδρικό, ανδρίζου και κραταιούσθω η καρδία σου, διότι όχι μόνον ο πατέρας σου πρόκειται να σε βασανίσει αλλά και δύο άλλοι ηγεμόνες άρχοντες μετά από τον πατέρα σου θα σε υποβάλλουν σε φριχτά βασανιστήρια. Η Χριστίνα εζήτησε την ενίσχυση του Αγίου Θεού και του Αγγέλου και έμεινε σταθερή στην Πίστη της».

Στὸ τέλος αὐτῆς τῆς ὁμιλίας (ἔγινε σὲ Μοναστήρι) ὁ π. Θεόδωρος, λέγει:

«Διότι και οι μοναχοί όλοι και οι μοναχές και εμείς πρέπει να αγαπήσουμε τον Χριστό με τόση ζέση, εις τρόπον ώστε να τα εγκαταλείψουμε όλα».

ΟΛΑ. Σήμερα, ὅμως, αὐτὸ τὸ ΟΛΑ, περιλαμβάνει πρωτευόντως, καὶ τὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς Οἰκουμενιστὲς Ποιμένες! Ὁ Μ. Φώτιος εἶναι σαφής: «Αἱρετικός ἐστιν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν δεήσει, μηδ’ ἀπατηθῆναι προσελθεῖν, κἄν ἥμερον περισαίειν δοκῇ· φύγε τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί τήν πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεως»!



  Αγία Μεγαλομάρτυς Χριστίνα
  π. Θεοδώρου Ζήση  

Η Αγία Χριστίνα, όπως μας λέει το Συναξάρι, γεννήθηκε στην Τύρο, στην πόλη και στην πατρίδα του Αποστόλου Παύλου. Και γεννήθηκε εκεί κατά τα χρόνια της βασιλείας του Σεβήρου γύρω στο 200 μ.Χ., όπου είχαν αρχίσει ήδη οι μεγάλοι διωγμοί εναντίον των Χριστιανών. Καταγόταν από πολύ πλουσίους γονείς· ο πατέρας της ήταν άρχων της Τύρου, ηγεμών της Τύρου, στρατηγός της Τύρου κι όπως σημειώνει εδώ ο Συναξαριστής, κι αυτό είναι πολύ διδακτικό, από γονείς εις μεν το γένος πλουσίους εις δε την ψυχή φτωχούς. Και ήταν φτωχοί στην ψυχή γιατί δεν είχαν τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν ήσαν Χριστιανοί, επειδή ήσαν εμπόρων θεραπευταί και των ειδώλων, ήσαν ειδωλολάτραι. Να λοιπόν η Αγία Χριστίνα, μία μοναχοκόρη, γεννιέται μέσα σ’ ένα πλούσιο περιβάλλον, πάμπλουτη η Αγία Χριστίνα και πανέμορφη, όπως θα δούμε, από γονείς ειδωλολάτρες.
Ο πατέρας της λοιπόν ο Ουρβανός, ηγεμών της πόλεως της Τύρου, 

βλέποντας πόσα προσόντα και πόσο πανέμορφη ήσαν η κόρη του και υποθέτοντας πως θα την γλιτώσει από τις ενοχλήσεις των νέων της εποχής εκείνης τις διαρκείς, αποφάσισε να την κλείσει σ’ ένα πολύ μεγάλο πύργο, πολυτελέστατο πύργο, να της δώσει εκεί
πολλούς υπηρέτες και πολλές υπηρέτριες, να εγκαταστήσει μέσα στο σπίτι αγάλματα των θεών, των ειδώλων, και να την προτρέπει εκεί να προσκυνεί αυτά τα είδωλα.
Παρά ταύτα η Χριστίνα χωρίς να έχει καμία αίσθηση Χριστιανισμού, μέσα σε ειδωλολατρικό περιβάλλον γεννήθηκε, εντούτοις όπως λέει το Συναξάρι, βλέποντας κάθε μέρα τριγύρω την ομορφιά έξω της φύσεως, την ομορφιά του κόσμου και σκεπτόμενη ότι δεν είναι δυνατόν αυτός ο κόσμος μ’ αυτή την ωραιότητα, με τα κάλλη του ουρανού, της γης και της θάλασσας να έχει δημιουργηθεί μόνος του, να τον έχουν δημιουργήσει αυτά τα είδωλα τα άξεστα και ανόητα, μόνη της σκέφτηκε ότι υπάρχει Δημιουργός, υπάρχει Θεός. Ήταν δε τόσο καλής προθέσεως ώστε, όπως λέει το Συναξάρι, την έστειλε ο Θεός άγγελο κι αυτός της δίδαξε όλα τα σχετικά με τη Χριστιανική Πίστη.
Φωτίστηκε λοιπόν η Αγία Χριστίνα από τον άγγελο και σεβόταν τον αληθινό Θεό χωρίς καν να βαπτιστεί ακόμη και επιδιδόταν σε προσευχές και σε νηστείες. Κι αντιλαμβανόμαστε τώρα ότι όταν κάποια μέρα ο πατέρας της ο ηγεμών, ο στρατηγός, ο ειδωλολάτρης μαζί με τη μητέρα της, οι δύο γεννήτορες, οι δύο γονείς ανέβηκαν στον πύργο να την δουν και να προσφέρουν θυσία στους θεούς, αντιλαμβάνεστε τι σκηνές εκτυλίχθηκαν εκεί. Η Αγία Χριστίνα αρνήθηκε να προσκυνήσει τους θεούς με συνέπεια να προκαλέσει την οργή και τον θυμό και τις απειλές του πατέρα της· η δε μητέρα της πολύ στενοχωρημένη και περίλυπη την παρεκάλεσε: σε παρακαλώ, κάνε αυτό που θέλει ο πατέρας σου, διότι όπως τον ξέρεις είναι πολύ οργίλος και θυμώδης και δε θα διστάσει ακόμη και να σε σκοτώσει, επειδή δεν προσκυνάς τους παραδοσιακούς θεούς, τους θεούς των ειδώλων.
Η Αγία Χριστίνα όμως επανειλημμένως στις άλλες παρατηρήσεις και του πατέρα της και της μητέρας της, κατ’ αρχήν τους είπε ότι, δεν σας θεωρώ πλέον ως πατέρα και ως μητέρα με αυτά τα οποία μου συνιστάτε να κάνω, να ασεβήσω προς τον αληθινό Θεό· εγώ ως πατέρα μου αναγνωρίζω μόνο τον Κύριο ημών Ιησού Χριστόν. Πολλές φορές ο πατέρας της την επίεσε, την κολάκευσε, αλλά τελικώς δεν μπόρεσε να κάμψει την Αγία Χριστίνα και να προσκυνήσει τα είδωλα και κάποια φορά λοιπόν άρχισε να την απειλεί.
Ενωρίτερα μόνον, το προηγούμενο βράδυ πριν αρχίσουν τα βασανιστήρια από τον ίδιο τον πατέρα της, ήρθε ένας άγγελος και την προειδοποίησε ότι, Χριστίνα, πρέπει να δείξεις θάρρος ανδρικό, ανδρίζου και κραταιούσθω η καρδία σου, διότι όχι μόνον ο πατέρας σου πρόκειται να σε βασανίσει αλλά και δύο άλλοι ηγεμόνες άρχοντες μετά από τον πατέρα σου θα σε υποβάλλουν σε φριχτά βασανιστήρια. Η Χριστίνα εζήτησε την ενίσχυση του Αγίου Θεού και του Αγγέλου και έμεινε σταθερή στην Πίστη της.
Το πρωί λοιπόν ανέβηκε και πάλι ο πατέρας της και την προέτρεψε να προσκυνήσει τα είδωλα· είδωλα όμως δεν υπήρχαν διότι το προηγούμενο βράδυ η Αγία Χριστίνα πήρε μια αξίνα, πήρε ένα τσεκούρι και όλα τα χρυσά και αργυρά αγάλματα που υπήρχαν μέσα στον πύργο τα έκανε κομμάτια και κατέβηκε κάτω και τα εμοίρασε στους φτωχούς. Όταν το πληροφορήθηκε αυτό ο πατέρας της εθύμωσε πάρα πολύ. Παραλίγο να έδινε εντολή να θανατώσουν και όλους τους υπηρέτας και όλες τις υπηρέτριες και εν πάση περιπτώσει διέταξε εν πρώτοις να μαστιγώσουν και να δείρουν άγρια την κόρη του τη Χριστίνα. Την εμαστίγωσαν, όπως λέει το Συναξάρι, δώδεκα άνδρες, οι οποίοι κουράστηκαν, έπεσαν κάτω κατάκοποι, ενώ η Αγία Χριστίνα παρά το μαστίγωμα έμεινε όρθια και δυνατή. Τότε λοιπόν ο Ουρβανός θύμωσε διότι η Αγία Χριστίνα δεν εκάμπτετο και την έστειλε και τη φυλάκισε. Και μέσα στη φυλακή όμως παρά τις παρακλήσεις και πάλι της μητέρας της, η οποία πήγε και της έλεγε, σε παρακαλώ, κόρη μου, είσαι το μόνο μας παιδί, σε παρακαλώ μη μου προκαλέσεις μεγαλύτερες θλίψεις γιατί δεν έχω άλλο παιδί εκτός από εσένα, εντούτοις η Αγία Χριστίνα επέμενε στην πίστη στον Χριστό.
Όταν λοιπόν και η μητέρα της κατάλαβε ότι η κόρη της είναι αμετάπειστη το μετέφερε αυτό προς τον πατέρα της, ο οποίος της είπε ότι, λυπούμαι, Χριστίνα, διότι δεν έχω άλλη επιλογή και μολονότι είσαι παιδί μου, είσαι τέκνον μου, δεν πρόκειται να σε λυπηθώ αλλά θα σου δώσω τόσες τιμωρίες έως ότου κάνω τις σάρκες σου να διαλυθούν. Και του αποκρίθηκε η Αγία Χριστίνα, σε παρακαλώ μην με ονομάζεις τέκνον σου, δεν είμαι πλέον τέκνο σου, είμαι μόνον τέκνο του Επουρανίου Πατρός. Οργίστηκε λοιπόν ο πατέρας και διέταξε να την κρεμάσουν και να της ξεσκίσουν τις σάρκες της. Την εβασάνισαν λοιπόν την Αγία Χριστίνα χωρίς οίκτο. Την άλλη μέρα αφού την εφυλάκισαν, την έβαλε ο πατέρας της πάλι σε έναν φοβερό τροχό κάτω από τον οποίο καιγόταν ένα πυρ. Πάλι η Αγία Χριστίνα δεν έπαθε τίποτε και μάλιστα αυτά τα απέδιδε ο πατέρας της πως ήταν δήθεν μάγισσα! Τι μαγείες είναι αυτές που κάνεις και δεν υποκύπτεις στα βασανιστήρια;
Τελικώς την φυλάκισε ο πατέρας της ξανά κι έδωσε εντολή να μην της δώσουν καθόλου να φάει και να πεθάνει από την πείνα. Και δεν έφθαναν όλα αυτά, αλλά ένα βράδυ έδωσε εντολή ο πατέρας της σε πέντε δούλους, οι οποίοι έδεσαν στο λαιμό της Χριστίνας μία μεγάλη πέτρα, έναν μεγάλο βράχο και την έριξαν μέσα στη θάλασσα για να πνιγεί από το βάρος του βράχου.
Ο Θεός όμως έστειλε αγίους αγγέλους, έλυσαν το σχοινί της πέτρας και κράτησαν την Αγία Χριστίνα επάνω στη θάλασσα και όχι μόνον αυτό· εξαιτίας αυτής της Πίστεως και της επιμονής της αξιώθηκε η Αγία Χριστίνα –σπάνια Χάρις– εκείνο το βράδυ, εκεί μέσα στη θάλασσα να βαπτιστεί από τον ίδιο τον Κύριό μας τον Ιησού Χριστόν. Κατέβηκε ο Σωτήρ μας, ο οποίος την σήκωσε και της λέει: Εγώ είμαι ο Χριστός, Χριστίνα, ο οποίος φωτίζω αυτούς , οι οποίοι με επικαλούνται. Ήρθα λοιπόν να σε λυτρώσω από τα είδωλα και να σε βαπτίσω, όπως μου εζήτησες. Ο ίδιος λοιπόν ο Χριστός βάπτισε την Αγία Χριστίνα μέσα στα νερά της θάλασσας, την κατέδυσε στην θάλασσα λέγοντας: Βαπτίζω σε, Χριστίνα, εις το όνομα του Πατρός, εις το όνομα το Εμόν και εις το όνομα του Αγίου Πνεύματος.
Όταν λοιπόν ξημέρωσε την άλλη μέρα ξαφνικά μπροστά στο σπίτι εμφανίστηκε, στο σπίτι του πατέρα της, τελείως αβλαβής. Και πάλι ο πατέρας της τα απέδωσε όλα αυτά σε μαντείες και σε μαγείες, την ξαναφυλάκισε και την άλλη την ημέρα είχε κατά νου να την αποκεφαλίσει, να την τελειώσει με τον αποκεφαλισμό. Δεν πρόλαβε όμως γιατί ο Θεός το βράδυ εκείνο έστειλε τον θάνατο και απέθανε πολύ κακώς ο πατέρας της Αγίας Χριστίνας.
Μετά από λίγες όμως ημέρες αναπαύσεως κατέλαβε άλλος άρχοντας το αξίωμα του πατέρα της, ο οποίος ονομαζόταν Δίων. Και επαναλήφθηκε εδώ η ίδια ιστορία, με κολακείες, με απειλές κτλ, προσπάθησε κι αυτός να πείσει την Αγία Χριστίνα να προσκυνήσει τα είδωλα. Δεν το κατόρθωσε κι αυτός, παρότι την υπέβαλε κι αυτός σε πολύ φριχτά βασανιστήρια, σε μαστίγωμα, τη μαστίγωσε κι αυτός, την έβαλε τελικώς μέσα σε μία σιδηρά σκάφη, σ’ ένα σιδηρούν κοφίνι και μέσα εκεί έριξε (…), αλλά και εκεί πάλι η Αγία Χριστίνα βγήκε αβλαβής.
Τελικώς ο δεύτερος άρχων, ο Δίων, διέταξε να ξυρίσουν το κεφάλι της και να την περιφέρουν γυμνή μέσα στην πόλη και να την διαπομπεύσουν και έτσι. Την άλλη μέρα θεώρησε ο άρχων πως αν πήγαινε την Αγία στο ναό του Απόλλωνος, μήπως εκεί θα την έπειθε να προσκυνήσει το άγαλμα του Απόλλωνος. Εκεί όμως η Αγία Χριστίνα έκανε τα εξής δύο, πολύ μεγάλα θαύματα.
Εν πρώτοις προσευχήθηκε για να δείξει πόσο δυνατός είναι ο Θεός σε σχέση με τα αδύναμα είδωλα, προσευχήθηκε και το άγαλμα του Απόλλωνος έγειρε από τη θέση του και βγήκε έξω, σαράντα μέτρα περίπου. Και όχι μόνον αυτό, όταν το είδε αυτό ο άρχων φοβήθηκε, έπεσε κάτω στο πρόσωπο της γης και είπε, πάλι μπόρεσαν οι μαγείες σου να μετατοπίσουν τον μέγα θεόν Απόλλωνα; Τώρα θα δεις, λέει η Αγία Χριστίνα, ότι όχι μόνον τον μετατόπισα, αλλά θα τον συντρίψω για να δεις ότι είναι τελείως αδύναμα τα αγάλματά σου και οι θεοί, τους οποίους προσκυνάς. Προσευχήθηκε λοιπόν και ξαφνικά το άγαλμα του Απόλλωνος έγινε συντρίμμια μπροστά στα πόδια όλων. Παρ’ όλα αυτά ο άρχων δεν επίστευσε αλλά ένιωσε τόσο πολύ μεγάλη λύπη για τη συντριβή των θεών του ώστε το ίδιο βράδυ πέθανε κι αυτός.
Και ήρθε ο τρίτος άρχων, όπως της είχε πει ο Άγγελος στο όνειρό της, ήρθε ο τρίτος άρχων, ο Ιουλιανός, ο οποίος έκαψε τρεις μέρες ένα πολύ μεγάλο καμίνι και μέσα στο καμίνι αυτό της φωτιάς έκλεισε την Αγία Χριστίνα, υπολογίζοντας ότι θα τη βγάλουν από μέσα κατακαμμένη και νεκρή. Πέρασαν λοιπόν πέντε ημέρες και την πέμπτη, την έκτη ημέρα πήγαν ν’ ανοίξουν το καμίνι. Εν τω μεταξύ ορισμένοι από τους εργάτες εκεί και τους υπηρέτες άκουγαν μέσα από το καμίνι ψαλμωδίες. Η μάρτυς έψαλλε με τους Αγίους Αγγέλους μέσα, δοξάζουσα κι ευχαριστούσα τον Θεό. Κι όταν βγήκε δε έξω, έμοιαζε σαν να βγήκε από λουτρό, από δροσιά και όχι μέσα από καμίνι.
Τότε λοιπόν πρόσταξε να την υποβάλλουν σε άλλη βάσανο· διέταξε τον θηριοδαμαστή, τον γητευτή των θηρίων κι έφεραν ερπετά, φίδια, έξι δηλητηριώδη φίδια, έξι: δύο αστρίτες, δύο έχιδνες και δύο όφεις. Κι άφησαν την Αγία σ’ ένα δωμάτιο με τα φίδια αυτά, υπολογίζοντας πως τα φίδια θα αποτελειώσουν την Αγία Χριστίνα. Εκείνα όμως δεν προξένησαν καμία βλάβη! Όταν μάλιστα πήγε αυτός, ο θηριοδαμαστής, να τα παρατηρήσει, να τα πιέσει, να δαγκάσουν, να δήξουν την Αγία Χριστίνα, αντί να δαγκάσουν την Αγία Χριστίνα εδάγκασαν τον θηριοδαμαστή, ο οποίος απέθανε αμέσως.
Και δέστε τώρα δόξα που είχε η Αγία Χριστίνα ακόμη και εν ζωή· αυτόν τον θηριοδαμαστή, ο οποίος πέθανε από τα δαγκάματα των φιδιών, παρακάλεσε η Χριστίνα και αναστήθηκε. Κύριε Ιησού Χριστέ, προσευχήθηκε, ο εγείρας εκ νεκρών τον Λάζαρο επάκουσόν μου της δούλης Σου και ανάστησον τούτον τον άνθρωπον, δια να δοξασθεί το Άγιόν Σου όνομα και να πιστέψουν οι περιεστώτες ότι Συ είσαι ο μόνος Θεός, ο ποιών θαυμάσια. Πραγματικά αναστήθηκε αυτός, ο οποίος είχε θανατωθεί από τα φίδια.
Ο τυφλωμένος όμως τύραννος από την κακία του, επειδή νόμιζε πως όλα αυτά είναι μαγείες, προσέταξε και έκοψαν τώρα τους μαστούς της Αγίας, το στήθος της Αγίας, ο άσπλαχνος και στη συνέχεια την έβαλαν πάλι μέσα φυλακή. Και εκεί μέσα στη φυλακή –προηγουμένως μου διέφυγε να σας πω και λησμόνησα- προηγουμένως όταν έγινε το θαύμα το μεγάλο εκεί και έπεσε το άγαλμα του Απόλλωνος τρεις χιλιάδες ειδωλολάτρες επίστευσαν στο Χριστό γιατί ο Χριστός είναι ο μόνος αληθινός και μόνος δυνατός Θεός. Και τώρα λοιπόν μέσα στη φυλακή που κρατούσαν την Αγία Χριστίνα, συνετέλεσε ώστε πολλές γυναίκες που βλέπαν τα θαυμάσια αυτά, να γίνουν και αυτές Χριστιανές.
Εκεί λοιπόν μέσα στη φυλακή, άλλη μέρα, έδωσε εντολή ο Ιουλιανός και απέκοψαν τη γλώσσα της Αγίας Χριστίνας και επειδή, βέβαια, και σ’ αυτό η Αγία Χριστίνα δεν υπέκυψε έδωσε τελικώς εντολή σε δύο στρατιώτες, οι οποίοι με τα ακόντιά τους την ακόντισαν, με τους πέλτες, με ακόντια, ακόντισαν ο ένας την καρδιά και ο άλλος τα πλευρά κι έτσι η Αγία Χριστίνα με αυτόν τον τρόπο ετελειώθη, με το μαρτύριο του ακοντισμού και ανήλθε στους ουρανούς.
Αγαπητοί μου, πολύ σύντομα σας παρουσίασα, είναι πολύ εκτενής ο βίος της Αγίας Χριστίνης, σας το παρουσίασα όμως, όπως λέει ο στίχος εδώ:
«Kτείνουσι πέλται Xριστέ την σην Xριστίναν, την Xριστιανών πίστιν ουκ αρνουμένην».
Οι πέλτες, τα ακόντια φόνευσαν, Χριστέ μου, την Χριστίνα, η οποία όμως δεν αρνήθηκε την Πίστη της.
Θεώρησα, λοιπόν, σημαντικό να σας παρουσιάσω σήμερα τον βίο της Αγίας Χριστίνας, από μία πλευρά επειδή κι εμείς ζούμε σε δύσκολες εποχές, όχι βέβαια σε εποχές διωγμών και σ’ εποχές μαρτυρίων σωματικών, αλλά σε πολύ δύσκολες εποχές κατά τις οποίες η Πίστις μας έχει αρχίσει και εξασθενεί, αδυνατίζει η Πίστη μας· από τους βίους των Αγίων παίρνουμε πολύ θάρρος και πολύ κουράγιο. Παίρνουμε, μάλιστα, πολύ θάρρος και πολύ κουράγιο γιατί πιστεύουμε ότι όλα αυτά, τα οποία στις ημέρες μας λέγονται για τις θρησκείες, με τους περίφημους διαθρησκειακούς διαλόγους και διαχριστιανικούς διαλόγους, από τους οποίους προσπαθούν να μας παρουσιάσουν ότι και οι άλλες θρησκείες είναι αληθινές. Μα οι Άγιοι Μάρτυρες εδώ εμαρτύρησαν μόνο για τον Χριστό! Μόνον η Πίστις η Χριστιανική είναι αληθής. Όπως έλεγε και ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός όλες αι πίστες είναι ψεύτικες. Να καυχάσθε γιατί γεννηθήκατε ανθρώποι Χριστιανοί και να ντέπεστε και να λυπάστε για τους αιρετικούς που γεννήθηκαν μέσα στο σκοτάδι.
Από τους Αγίους λοιπόν κι από την Αγία Χριστίνα, όπως και από τον Εκατόνταρχο της προηγουμένης Κυριακής κι όπως κι από τον σημερινό παραλυτικό βλέπουμε πόσο πρέπει η Πίστις μας να είναι σθένουσα. Ακούσαμε από τον άγιο Απόστολο, το πνεύματι ζέοντες (Ρωμ., 12, 11). Έχουμε χαλαρώσει οι Χριστιανοί, γίναμε χαλαροί, παρασυρόμαστε από την καθημερινότητά μας, μας παρασύρουν το ένα και το άλλο και ξεχνούμε πόσο ζεστή και θερμή πρέπει να είναι η Πίστη μας.
Από το παράδειγμα λοιπόν αυτής της πολύ μεγάλης Αγίας, της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Χριστίνης, η οποία γεννήθηκε ειδωλολάτρισσα, γεννήθηκε μέσα σ’ ένα σπίτι πλούσιο με όλες τις ανέσεις· είχε όλα τα προσόντα, ήταν πανέμορφη, θα μπορούσε να κάνει έναν απ’ τους καλυτέρους γάμους, εντούτοις τα αφήνει όλα για να ακολουθήσει το Χριστό.
Το σημαντικότερο μάλιστα, το οποίο πρέπει να τονίσουμε, μια που βρισκόμαστε εδώ σε ένα μοναστήρι, και μ’ αυτό τελειώνω, ότι, όχι μόνο αρνήθηκε τα πλούτη και τις δόξες του κόσμου, αλλά αρνήθηκε ακόμη και τους γονείς της. Φανταστείτε τι μαρτύριο εσωτερικό πέρασε η Αγία Χριστίνα όταν έβλεπε τη μητέρα της δίπλα κι έλεγε: Κόρη μου, είσαι το μονάκριβο παιδί μου. Σε παρακαλώ, κάνε το χατίρι του πατέρα σου, προσκύνησε τα είδωλα διότι αυτός θα σε σκοτώσει. Φανταστείτε πόσο σπάραζε τότε η καρδιά της μάνας και πόσο σπάραζε και η καρδιά της Αγίας Χριστίνας.
Αλλά γνωρίζουμε οι Χριστιανοί ότι ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος (Ματθ., 10, 37). Όταν οι γονείς μας μας οδηγούν και μας προτρέπουν σε ασέβεια παύουν να είναι γονείς μας. Δεν είστε γονείς μου, είπε η Αγία Χριστίνα, δεν σας αναγνωρίζω πλέον ως γονείς μου. Τους γονείς μας τους σεβόμαστε όταν μας βοηθούν στην ευσέβεια και όταν, τουλάχιστον, δεν αντιδρούν στον δρόμο τον οποίον εμείς επιλέξαμε.
Κι εδώ στο μοναστήρι έχουμε τις μοναχές, την Αγία Ηγουμένη και τη συνοδεία της, οι οποίες και αυτές όπως και η Αγία Μαρίνα την προηγουμένη Κυριακή πριν την Αγία Χριστίνα, εδιάλεξε αυτόν τον παρθενικό βίο και τον βίο τον μαρτυρικό, τον μοναχικό. Ο μοναχικός βίος είναι βίος μαρτυρίου, ένα συνεχές μαρτύριο δι’ όλης της ζωής, διότι και οι μοναχοί όλοι και οι μοναχές και εμείς πρέπει να αγαπήσουμε τον Χριστό με τόση ζέση, εις τρόπον ώστε να τα εγκαταλείψουμε όλα. Ας έχουμε λοιπόν την Χάρη όλων των Αγίων και την ευλογία όλων των Αγίων, ιδιαίτερα μάλιστα τη Χάρη της εορταζούσης σήμερα μεγάλης Αγίας, της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Χριστίνης.
Απόσπασμα από απομαγνητοφωνημένο κήρυγμα
του πρωτοπρεσβύτερου π. Θεοδώρου Ζήση

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017

Η ΡΩΣΙΔΑ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΛΥΔΙΑ και οι στρατιώτες Κύριλλος και Αλέξιος (20 Ιουλίου 1928)



site analysis



μια συγκινητική ιστορία με πολλά μηνύματα, ειδικά για νέους…
«ένεκά σου θανατούμεθα όλην την ημέραν
ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής»
(Ρωμ. η’ 36)
Η Λυδία, κόρη ενός ιερέως της πόλεως Ούφα1, γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου του 1901. Από παιδί ήταν ευαίσθητη, στοργική και αγαπητή από όλους. Φοβόταν την αμαρτία και κάθε τι που δεν το επέτρεπε ο νόμος του Θεού. Μόλις τελείωσε το παρθεναγωγείο στα δεκαεννιά της χρόνια, παντρεύτηκε και αμέσως έχασε τον άνδρα της στον εμφύλιο πόλεμο με την αναχώρησι του Λευκού (τσαρικού) Στρατού.
Ο πατέρας της, από τις πρώτες αρχές του σχίσματος των «Ανακαινιστών»2 που οργανώθηκε από τους Μπολσεβίκους το 1922, προσχώρησε σ’ αυτό. Η θυγατέρα του τότε γονάτισε μπροστά στα πόδια του πατέρα της και είπε: «Δώσε μου την ευχή σου, πατέρα, να σ’ αφήσω, για να μη σε δεσμεύω στη σωτηρία της ψυχής σου». Ο γέρων ιερέας ήξερε καλά την κόρη του, όπως ήξερε καλά και το εσφαλμένο της κινήσεώς του. Δάκρυσε και, δίδοντας την ευλογία του στη Λυδία να ζήση μόνη της, της είπε προφητικά: «Κοίταξε, κόρη μου, όταν κερδίσης το στεφάνι σου, να πης στον Κύριο ότι παρόλο που φάνηκα πολύ αδύνατος για αγώνα, ωστόσο δεν σε εμπόδισα, αλλά σου έδωσα την ευχή μου». «Θα το πω, πατέρα», του είπε εκείνη φιλώντας του το χέρι και προβλέποντας έτσι κι αυτή προφητικά το μέλλον.
Η Λυδία πέτυχε να διοριστή στην δασονομική υπηρεσία και το 1926 μετατέθηκε στην κολλεκτίβα υλοτομίας της περιοχής, όπου δούλευε κοντά στους πιο χαμηλόμισθους εργάτες. Εδώ ήρθε αμέσως σ’ επαφή με απλούς ανθρώπους του ρωσικού λαού, τους οποίους αγαπούσε πολύ και οι οποίοι ανταποκρίθηκαν με τον ίδιο τρόπο. Οι ξυλοκόποι και οι οδηγοί, που είχαν σκληρυνθή από τη δουλειά μέσα σε δύσκολες συνθήκες, αφηγούνταν με κατάπληξι ότι στο γραφείο του Τμήματος Υλοτομίας, όπου ερχόταν σε επαφή μαζί τους η Λυδία, τους διαπερνούσε ένα γνώριμο αλλά τώρα μισοξεχασμένο αίσθημα, παρόμοιο μ’ εκείνο που είχαν νιώσει κάποτε, όταν πριν την επανάστασι είχαν πάει να υποδεχθούν την περίφημη εικόνα της Παναγίας από το χωριό Μπογκορόντσκογιε της περιφερείας της Ούφα. Στο γραφείο δεν ακούγονταν πια άσχημες κουβέντες, βρισιές και καυγάδες. Τα πάθη είχαν εκλείψει και οι άνθρωποι έγιναν ευγενικώτεροι μεταξύ τους.
Αυτό ήταν καταπληκτικό και έγινε αντιληπτό απ’ όλους, των κομματικών οργάνων μη εξαιρουμένων. Παρακολούθησαν τη Λυδία, αλλά δεν ανακάλυψαν τίποτε ύποπτο. Δεν πήγαινε καθόλου στις εκκλησίες που είχαν νομιμοποιηθή από τους Μπολσεβίκους και συμμετείχε αραιά και προσεκτικά σε ακολουθίες της μυστικής εκκλησίας «των κατακομβών».
Η Γκε-Πε-Ου3 ήξερε ότι υπήρχαν μέλη της μυστικής εκκλησίας στην περιφέρεια, δεν έβρισκε όμως τον τρόπο να τα ανακα­λύψη και να τα συλλάβη. Με σκοπό να ανακαλύψη όσους δεν είχαν ακόμη συλληφθή η Γκε-Πε-Ου ξαφνικά επανέφερε από την εξορία τον επίσκοπο Ανδρέα που ήταν πολύ σεβαστός στον λαό, αλλά και σ’ όλους τους παράγοντες της μυστικής εκκλησίας. Σύμφωνα όμως με οδηγίες που είχε στείλει πρωτύτερα, ο επίσκοπος έγινε φανερά δεκτός μόνο από μία εκκλησία της Ούφα, παρόλο που μυστικά ήρθε να τον δη ολόκληρη η περιφέρεια. Η Γκε-Πε-Ου πεπεισμένη για την αποτυχία του σχεδίου της συνέλαβε πάλι τον επίσκοπο Ανδρέα και τον εξώρισε.
Η Ρωσίδα Νεομάρτυς Λυδία
Η Λυδία συνελήφθη στις 9 Ιουλίου 1928. Οι μυστικές υπηρεσίες για αρκετό καιρό αναζητούσαν μία δακτυλογράφο που εφοδίαζε τους εργάτες της δασονομικής υπηρεσίας με δακτυλογραφημένα φυλλάδια, που περιείχαν βίους αγίων, προσευχές, ακολουθίες και συμβουλές αρχαίων και συγχρόνων ιεραρχών της Εκκλησίας. Παρατήρησαν ότι στην γραφομηχανή αυτής της δακτυλογράφου το κάτω μέρος του «κ» ήταν σπασμένο. Έτσι αποκαλύφθηκε η Λυδία.
Η Γκε-Πε-Ου κατάλαβε ότι είχε πέσει στα χέρια της το κλειδί, για να ανακαλύψη ολόκληρη την μυστική εκκλησία. Δέκα μέρες αδιάκοπης ανακρίσεως δεν κατάφεραν να κλονίσουν την μάρτυρα. Πολύ απλά αρνήθηκε να πη οτιδήποτε. Στις 20 Ιουλίου ο ανακριτής, έχοντας χάσει την υπομονή του, παρέδωσε τη Λυδία στο «ειδικό τμήμα» για ανάκρισι.
Αυτό το «ειδικό τμήμα» εργαζόταν σ’ ένα γωνιακό δωμάτιο στο υπόγειο της Γκε-Πε-Ου. Ένας φρουρός στεκόταν μόνιμα στον διάδρομο του υπογείου. Εκείνη την ημέρα φρουρός ήταν ο Κύριλλος Ατάεβ, ένας εικοσιτριάχρονος φαντάρος. Είδε την Λυδία καθώς την έφερναν στο υπόγειο. Η προηγούμενη δεκαήμερη ανάκρισι είχε εξαντλήσει την μάρτυρα και δεν μπορούσε να κατέβη τα σκαλιά. Ο στρατιώτης Ατάεβ, σε πρόσταγμα των προϊσταμένων του, την κράτησε και την ωδήγησε κάτω στον ανακριτικό θάλαμο. «Ο Χριστός να σε σώση» είπε η Λυδία ευχαριστώντας τον φρουρό, καθώς αντιλήφθηκε μια σπίθα συμπαθείας γι’ αυτήν στη λεπτή ευγένεια των δυνατών χεριών του φρουρού του Ερυθρού Στρατού.
Και ο Χριστός έσωσε τον Ατάεβ! Τα λόγια της μάρτυρος και τα γεμάτα πόνο και αμηχανία μάτια της μίλησαν στην καρδιά του. Δεν μπορούσε πια ν’ ακούη με αδιαφορία τις αδιάκοπες κραυγές και τα κλάματά της, όπως είχε προηγουμένως ακούσει όμοιες κραυγές από άλλους ανακρινομένους και βασανιζομένους.
Η Λυδία βασανίστηκε πολύ ώρα. Οι βασανιστές της Γκε-Πε-Ου δρούσαν συνήθως με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αφήνουν κανένα ιδιαίτερα ευδιάκριτο σημάδι στο σώμα του βασανιζομένου. Όμως στην ανάκρι­σι της Λυδίας καμμία προσοχή δεν δόθηκε σ’ αυτό. Οι κραυγές και τα κλάματα της Λυδίας συνεχίστηκαν σχεδόν χωρίς διακοπή για πάνω από μιάμιση ώρα.
«Μα δεν πονάς; Τσιρίζεις και κλαις. Αυτό δεν σημαίνει ότι σε πονάει;» ρώτησαν εξαντλημένοι οι βασανιστές σε ένα από τα διαλείμματα.
«Πονάει! Ω Κύριε, πόσο πονάει!» απάντησε η Λυδία μ’ ένα σπασμένο βογγητό.
«Τότε γιατί δεν μιλάς; Θα σε πονέση περισσότερο!» είπαν με φανερή αμηχανία οι βασανιστές.
«Δεν μπορώ να μιλήσω… Δεν μπορώ… Δεν θα το επιτρέψη αυτό…», βόγγηξε η Λυδία.
«Ποιος δεν θα το επιτρέψη;»
«Ο Θεός δεν θα το επιτρέψη!».
Τότε οι βασανιστές επινόησαν κάτι καινούργιο για τη μάρτυρα: την ηθική κακοποίησι. Ήταν τέσσερεις. Κοιτάχθηκαν μεταξύ τους. Χρειαζόταν ένας άλλος. Φώναξαν τον φρουρό να τους βοηθήση.
Μόλις ο Ατάεβ μπήκε στο δωμάτιο, είδε τη Λυδία, κατάλαβε τον τρόπο του παραπέρα βασανισμού της και τον δικό του ρόλο σ’ αυτόν και μέσα του έγινε ένα θαύμα παρόμοιο με την απροσδόκητη μεταστροφή των αρχαίων βασανιστών. Η ψυχή του Ατάεβ είχε σιχαθή την σατανική αποτροπαιότητα και ένας ιερός ενθουσιασμός τον κατέλαβε. Χωρίς καθόλου να συνειδητοποίηση το τι έκανε, ο φρουρός του Ερυθρού Στρατού σκότωσε επί τόπου με το πιστόλι του τους δύο βασανιστές που στέκονταν μπροστά του. Πριν κιόλας αντηχήση ο δεύτερος πυροβολισμός, ο άνδρας της Γκε-Πε-Ου που στεκόταν από πίσω, χτύπησε τον Κύριλλο στο κεφάλι με την λαβή του πιστολιού του. Ο Ατάεβ είχε ακόμη αρκετή δύναμι, ώστε να γυρίση και να αρπάξη τον αντίπαλό του από τον λαιμό, αλλά ένας πυροβολισμός από τον τέταρτο τον έρριξε στο πάτωμα.
Ο Κύριλλος έπεσε με το κεφάλι προς το μέρος της Λυδίας, που ήταν δεμένη και τεντωμένη με λουριά. Ο Κύριος του έδωσε την ευκαιρία ν’ ακούση για μία ακόμη φορά λόγια ελπίδας από το στόμα της μάρτυρος. Κοιτώντας την Λυδία κατ’ ευθείαν στα μάτια και με το αίμα να τρέχη από το σώμα του, ο Κύριλλος πρόφερε ασθμαίνοντας τις λέξεις που δήλωναν την ένωσι του με τον Θεό.
«Αγία, πάρε με μαζί σου!» «Θα σε πάρω», χαμογέλασε ολόλαμπη η Λυδία.
Με το άκουσμα και την σημασία αυτής της συνομιλίας ήταν σαν να ανοίχτηκε ξαφνικά μια πόρτα για το υπερπέραν μπροστά στα μάτια των δύο ανδρών της Γκε-Πε-Ου που επέζησαν. Ο τρόμος τους συσκότισε την συνείδησι. Με υστερικές κραυγές άρχισαν να πυροβολούν τα δύο ανυπεράσπιστα θύματα, που είχαν απειλήσει την ασφάλεια της κοσμοθεωρίας τους, μέχρι που άδειασαν και τα δύο πιστόλια τους. Αυτοί που ήρθαν τρέχοντας στο άκουσμα των πυροβολισμών, τους απομάκρυναν, ενώ εκείνοι ούρλιαζαν υστερικά. Αλλά και οι ίδιοι το έβαλαν γρήγορα στα πόδια κυριευμένοι από έναν ακατανόητο τρόμο.
Ο ένας από αυτούς τους δύο άνδρες της Γκε-Πε-Ου περιήλθε σε κατάστασι τελείας παραφροσύνης. Ο άλλος σύντομα πέθανε από νευρικό κλονισμό. Πριν από τον θάνατό του αυτός ο δεύτερος τα διηγήθηκε όλα στον φίλο του λοχία Αλεξέι Ικόνικοφ, ο οποίος επέστρεψε στον Χριστό και γνωστοποίησε το γεγονός στην Εκκλησία. Λόγω δε του ότι διέδιδε παντού με ζήλο αυτό το γεγονός, βρήκε μαρτυρικό θάνατο και ο ίδιος.
Και οι τρεις, Λυδία, Κύριλλος και Αλέξιος, έχουν καθιερωθή ως άγιοι στη συ­νείδησι της ρωσικής μυστικής εκκλησίας «των κατακομβών». Με τις πρεσβείες τους είθε ο Κύριος να ελεήση τον χριστιανικό λαό της Ρωσίας!
1. Πόλις της δυτικής Σιβηρίας στην βιομηχανική περιοχή των Ουραλίων και στις όχθες ομωνύμου ποταμού
2. Εκκλησιαστικό νεωτεριστικό κίνημα, που για ένα διάστημα πέτυχε να αναγνωρισθή σαν η επίσημη ρωσική εκκλησία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και άλλες αυτοκέφαλες εκκλησίες
3. G.P.U., αρχικά της σοβιετικές μυστικής αστυνομίας την περίοδο 1922-34
ΠΗΓΗ:   “ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ”ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ 1989

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΗΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΜΑΚΡΙΝΗΣ



site analysis


Ιδιαιτέρως στέκεται κανείς με προσοχή σ’ έναν ύμνο από την τρίτη ωδή του κανόνα της οσίας Μακρίνας, ο οποίος σε λίγες γραμμές μάς δείχνει το πώς έφτασε η οσία σε μεγάλο πνευματικό ύψος, αλλά αποκαλύπτει ταυτόχρονα, με συνεσκιασμένο βεβαίως τρόπο, τη σοφία και το παιδαγωγικό ήθος της μητέρας της, Εμμέλειας. ῾Αγιωσύνης, απαλών εξ ονύχων, επόθησας, οφθαλμοίς τε μητρικοίς τετηρημένη, διέμεινας, Μακρίνα, πανάφθορος και παναμώμητος». Δηλαδή: Πόθησες από μικρό παιδάκι την αγιωσύνη, και αφού σε πρόσεξαν οι μητρικοί οφθαλμοί, διατηρήθηκες πανάφθορη και πάναγνη, Μακρίνα. Όχι απλώς η οσία υπήρξε άφθορη και αγνή, αλλά παν-άφθορη και παν-αμώμητη. Δηλαδή ο υμνογράφος φθάνει σε σημείο υπερβολής, αφού μόνον για την Παναγία, τη μητέρα του Κυρίου μας, λέγονται τέτοιες εκφράσεις. Ο υμνογράφος προφανώς λαμβάνει υπόψη του όχι μόνο την αγιασμένη ζωή της, αλλά και το γεγονός ότι υπήρξε κόρη μίας αγίας γυναίκας, της αγίας Εμμέλειας, εγγονή μίας εξίσου αγίας, της αγίας Μακρίνας, της γιαγιάς, μαθήτριας του αγίου Γρηγορίου του Νεοκαισαρείας του θαυματουργού, και αδελφή μεγάλων αγίων και Πατέρων της Εκκλησίας, όπως του Μ. Βασιλείου και του αγ. Γρηγορίου Νύσσης. Ποιος δεν θα σκεφτόταν ότι ευρισκομένη η αγία σε ένα τέτοιο περιβάλλον, με τέτοια μεγάλα αναστήματα – για τα οποία μάλιστα, όσον αφορά στα αδέλφια της, συνέβαλε και η ίδια αποφασιστικά στην ανατροφή τους – δεν θα βοηθείτο και η ίδια στον περαιτέρω αγιασμό της;
     Ο ύμνος όμως μας καθοδηγεί στην κατανόηση της πνευματικής της ανέλιξης: (1) Η οσία έφτασε σε τέτοιο ύψος αγιότητας και αγνότητας, λόγω καταρχάς του πόθου της για την αγιωσύνη, και μάλιστα «εξ απαλών ονύχων». Από μικρό παιδί ο νους και η καρδιά της ήταν στραμμένα προς τον Θεό. Η μητέρα της φρόντισε ιδιαιτέρως γι’ αυτό, ήδη από την εγκυμοσύνη της. Σαν να έριξε την πρωτοκόρη της, ευρισκομένη ακόμη σε εμβρυϊκή κατάσταση, στα χέρια του Χριστού. Κι είναι τούτο μία εικόνα που μας δείχνει ο υμνογράφος: «επ’ αυτώ (τω Χριστώ)γαρ από γαστρός, επερρίφης άμωμε». Με την αγία Μακρίνα φαίνεται πολύ καθαρά το πόση σημασία έχει η εκ νεότητος στροφή προς τον Θεό και πόσο ρόλο παίζει η μητέρα στη δημιουργία ενός «περιβάλλοντος», πριν ακόμη έλθει στον κόσμο το παιδί της. Ό,τι έλεγε και ο όσιος γέροντας Πορφύριος, ο οποίος τόνιζε ιδιαιτέρως το ρόλο ακριβώς της μητέρας, που την καλούσε να προσεύχεται, να είναι ήρεμη, να μελετά τον λόγο του Θεού, ήδη από την εγκυμοσύνη της, προς χάρη ακριβώς του εμβρύου παιδιού της. «Το νιώθουν τα παιδάκια», έλεγε. «Τα ασφαλίζετε έτσι με τη χάρη του Θεού».
     (2) Εκείνο όμως που είναι εξίσου ή και περισσότερο από το παραπάνω σημαντικό, είναι η φράση του υμνογράφου «οφθαλμοίς τε μητρικοίς τετηρημένη». Η οσία Μακρίνα βεβαίως πόθησε, και για τους λόγους που είπαμε, την αγιωσύνη, τον ίδιο δηλαδή τον Χριστό ως νυμφίο της ψυχής της, αλλά και η μητέρα της Εμμέλεια, δεν έπαυσε να τη φροντίζει και να την παρακολουθεί διακριτικά και με αγάπη. Η επισήμανση του υμνογράφου είναι σαφής: η μητέρα δεν αφέθηκε στη χάρη μόνο του Θεού ή και στην καλή «πάστα» του παιδιού της. Προφανώς γνωρίζοντας την ανθρώπινη φύση και ξέροντας τους κινδύνους που υπάρχουν στην ανάπτυξη ενός παιδιού, λόγω και της πονηρίας του «αρχεκάκου διαβόλου» - άλλωστε «επί τα πονηρά έγκειται η διάνοια του ανθρώπου επιμελώς» κατά τη Γραφή – είχε την έγνοια της κόρης της. Την παρακολουθούσε, όχι όμως με τρόπο αδιάκριτο και παρεμβατικό, ώστε να δημιουργήσει αντίδραση και γογγυσμό στο παιδί της, αλλα με διάκριση και με αγάπη. Πώς το λέει ο υμνογράφος; «μητρικοίς οφθαλμοίς», δηλαδή με μάτια γεμάτα από αγάπη, όπως είναι τα μάτια μίας στοργικής μητέρας. Υποκλινόμαστε στο σημείο αυτό όχι στην οσία Μακρίνα, αλλά στη αγία Εμμέλεια, και καταλαβαίνουμε έτσι πολύ καλά, το πώς μία οικογένεια έφτασε στο σημείο να αναδείξει όχι ένα ή δύο, αλλά πολλούς αγίους. Διότι ακριβώς είχε και μία τέτοια μάνα!

Η αγία Μακρίνα η Φιλόσοφος και η Παγκόσμια Ημέρα για τη Μόρφωση των Γυναικών (19 Ιουλίου)



site analysis

Τετάρτη, 19 Ιουλίου 2017



Εικ: Η αγία Μακρίνα κρατάει την εικόνα των αδελφών (& μαθητών) της αγίων Βασιλείου, Γρηγορίου και Πέτρου Σεβαστείας
Η αγία Μακρίνα η Φιλόσοφος είναι η μεγάλη αδελφή και δασκάλα του αγίου Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης (δηλ. επισκόπου της πόλης Νύσσα της Μικρά Ασίας) και των άλλων έξι ή επτά αδελφών τους. Ο άγιος Γρηγόριος έγραψε γι’ αυτήν το έργο του «Τα Μακρίνεια», όπου καταγράφει τη συζήτησή του με την αδελφή του για το θάνατο και την αθανασία της ψυχής, που έγινε την τελευταία μέρα της επίγειας ζωής της. Ο διάλογος αυτός είναι ανάλογης αξίας με τον τελευταίο διάλογο του Σωκράτη με τους μαθητές του, που καταγράφει ο Πλάτωνας.
Ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος Νύσσης (όπως και φίλος τους, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος) είναι από τους σημαντικότερους Πατέρες της Εκκλησίας και από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους του 4ου αιώνα μ.Χ., αντίστοιχοι με τους μεγάλους Έλληνες φιλοσόφους της κλασικής αρχαιότητας.
Η αγία Μακρίνα, όπως και οι αδελφοί της, πρόσφερε στους φτωχούς το μερίδιό της από τη μεγάλη περιουσία που κληρονόμησε από τους γονείς της (εκτός από τον τόπο όπου ίδρυσε το θρυλικό μοναστήρι της) και μαζί με τη μητέρα της, την αγία Εμμέλεια, απελευθέρωσαν τους δούλους της οικογένειας και έζησαν μαζί τους ως ίσοι. Επίσης, η αγία ίδρυσε ένα μοναστήρι (από τα αρχαιότερα μοναστήρια της Ορθοδοξίας) και έζησε εκεί με μια κοινότητα μοναζουσών, δηλαδή γυναικών μοναχών. Σε αυτό το μοναστήρι έγινε ο διάλογος με τον άγιο Γρηγόριο.
Όλα αυτά μας λένε ότι η ημέρα της μνήμης της αγίας Μακρίνας (19 Ιουλίου) θα μπορούσε να καθιερωθεί ως παγκόσμια ημέρα αφιερωμένη στη μόρφωση των Γυναικών.
Όμως σε τι είδους μόρφωση αναφέρομαι; Όχι στη σκέτη επαγγελματική εκπαίδευση, που μετατρέπει τις γυναίκες σε γρανάζια του καπιταλισμού, εξαρτήματα ενός απάνθρωπου συστήματος που τις εκμεταλλεύεται εμποδίζοντάς τις ουσιαστικά να ζήσουν σαν άνθρωποι και πολλές φορές ακόμη και να κάνουν οικογένεια.
Ούτε σε μια μονομερή επιστημονική μόρφωση, που προσφέρει στους ανθρώπους άφθονη γνώση του σύμπαντος ή της κοινωνίας, αλλά τους αφήνει στην άγνοια του Θεού. Αυτή η μονομερής μόρφωση δεν έχει κάνει τον κόσμο παράδεισο – μάλλον τον έχει κάνει να μοιάζει ακόμη περισσότερο με κόλαση…

Τα παραπάνω θα μπορούσε να τα λέει κι ένας Ινδιάνος, συγκρίνοντας τη σοφία του λαού του με τη ξερή, κατακτητική και στερημένη ηθικής μόρφωση του λευκού ανθρώπου. Ακριβώς ανάλογη είναι και η σοφία του δικού μας πολιτισμού, η οποία μάλιστα συνδυάζει και τη θεωρητική παιδεία και την ηθική σοφία και τη σύνδεση με το συνάνθρωπο, τη φύση και όλα τα πλάσματα του κόσμου: είναι η πολιτισμική κληρονομιά του λαού μας, που πηγάζει από τις πηγές της ορθόδοξης πνευματικότητας.
Αναφέρομαι στη μόρφωση που συνδυάζει τη γνώση του κόσμου με τη γνώση του Θεού: στη μόρφωση στη μόρφωση της αγίας Μακρίνας, της αγίας Αικατερίνης, της αγίας Φιλοθέης της Αθηναίας, της αγίας Ελισάβετ της Ρωσίας, της αγίας Μαρίας Σκόμπτσοβα, της σύγχρονης γερόντισσας Γαβριηλίας, των σύγχρονων γυναικών συγγραφέων Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη, Μυρσίνης ΒιγγοπούλουΙωάννας ΣκαρλάτουΜαρίας Δημητριάδου και πολλών άλλων (αναζητήστε τις στο Διαδίκτυο αν θέλετε).
Αυτή η μόρφωση δεν είναι απλός αλφαβητισμός, αλλά ολόκληρος πολιτισμός – πολιτισμός που αλλάζει προς το καλύτερο την κοινωνία και όλο τον κόσμο…
Για την αγία Μακρίνα
Μια γυναίκα, που το όνομα της και το έργο έμειναν πολύ σεβαστά στην ιστορία της Εκκλησίας, είναι η οσία Μακρίνα, της όποιας την ιερή μνήμη εορτάζομε σήμερα. Η οσία Μακρίνα είναι αδελφή του Μεγάλου Βασιλείου και πρωτότοκη σε μια οικογένεια με εννέα παιδιά, που έδωκε στην Εκκλησία τρεις επισκόπους. Πατρίδα της είναι η Καππαδοκία, μια επαρχία με πλούσια και μεγάλη εκκλησιαστική παράδοση, πατρίδα πολλών αγίων και μεγάλων ιεραρχών. Η οικογένεια της οσίας Μακρίνας ήταν από τις πιο ξεχωριστές οικογένειες της Καππαδοκίας, με προγόνους αγίους μάρτυρες στα χρόνια των διωγμών και με διδάσκαλο τον άγιο Γρηγόριο το θαυματουργό.
Ο άγιος Γρηγόριος ο επίσκοπος Νύσσης, αδελφός της οσίας Μακρίνας, έγραψε το βίο της, αλλά και ο άλλος αδελφός της, ο Μέγας Βασίλειος, μας δίνει πληροφορίες, ώστε να γνωρίζουμε πολλά και με ακρίβεια για την οσία του Θεου. Αρχίζοντας τη βιογραφία της αδελφής του, ο άγιος Γρηγόριος γράφει· «Αυτά που γράφω είναι αξιόπιστα, γιατί δεν τα διάβασα, αλλά μου τα δίδαξε η πείρα, και σε όσα με ακρίβεια έχω να σας πω δεν θα επικαλεσθώ ξένη μαρτυρία». Η Μακρίνα λοιπόν ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας και ανατράφηκε από τους γονείς της με πολλή επιμέλεια· «και της ψαλμωδουμένης γραφής ουδ’ ο,τιούν ηγνόει», εκτος δηλαδή από τα άλλα, ήξερε και όλο το Ψαλτήριο.
Ο πατέρας της σε μικρή ακόμα ηλικία την αρραβώνιασε με κάποιον καλό νέο, αλλά ο νέος αυτός πέθανε πριν να έλθει ο καιρός για το γάμο. Αυτό ήταν αρκετό· η Μακρίνα, σαν και να είχε γίνει ο γάμος, έμεινε πιστή στη γνώμη του πατέρα της κι αφοσιώθηκε να βοηθήσει τη μητέρα της στην ανατροφή των αδελφών της. Όλα τα αδέλφια στο σπίτι τη σέβονταν σαν δεύτερη μητέρα τους, και είν’ αύτη που κατόρθωσε να πείσει το Μέγα Βασίλειο να αφήσει τη δικηγορική και να γίνει μοναχός. Όταν μάλιστα πέθανε ο πατέρας της, η Μακρίνα ανέλαβε να αναθρέψει και διδάξει τον ένατο αδελφό της Πέτρο, τον έπειτα επίσκοπο Σεβάστειας· «επί πάσαν την υψηλοτέραν ήγαγε παίδευσιν». 

Αλλά η οσία Μακρίνα δεν υπήρξε μόνο για την οικογένεια της «του βίου διδάσκαλος» και «μετά την μητέρα μήτηρ», αλλά και μεγάλη οσία και μοναχή. Όταν μεγάλωσαν οι αδελφοί της και πήραν ο καθένας το δρόμο του, η Μακρίνα αποτραβήχθηκε στα οικογενειακά τους κτήματα στον Πόντο κι εκεί ίδρυσε μεγάλο και υποδειγματικό γυναικείο κοινόβιο μοναστήρι. Να τι γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο επίσκοπος Νύσσης για το φροντιστήριο αυτό της αρετής, όπως το χαρακτηρίζει· «Χορός ην περί αυτήν παρθένων πολύς, ας αυτή διά των πνευματικών ωδίνων γεννήσασα, και εις τελείωσιν διά πάσης επιμελείας προάγουσα, την των αγγέλων εμιμείτο ζωήν εν ανθρωπίνω σώματι». Άγιες γυναίκες, που έδωσαν το βίο τους για να κερδίσουν τη ζωή.
Η οσία Μακρίνα πέθανε ένα χρόνο μετά το θάνατο του αδελφού της Μεγάλου Βασιλείου, δηλαδή το 380. Ο άγιος Γρηγόριος, που βρέθηκε παρών στο θάνατο της και της έκλεισε τα μάτια, μας περιγράφει συγκινητικά τις τελευταίες στιγμές της. Μας απομνημονεύει και την προσευχή της οσίας πριν παραδώσει το πνεύμα, μια προσευχή γεμάτη πίστη και ελπίδα, που αρχίζει με αυτά τα λόγια· «Συ έλυσας ημίν, Κύριε, του θανάτου τον φόβον· συ ζωής αληθινής αρχήν ημίν εποίησας το τέλος της ενταύθα ζωής». Η οσία Μακρίνα, με την προσδοκία της αναστάσεως, έκαμε το πέρασμα «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Προσευχότανε με πολύ σιγανή φωνή κι έκανε το σταυρό της· «επετίθει την σφραγίδα τοις οφθαλμοίς και τω στόματι και τη καρδία». Αμήν. 

 

(+ Μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου Δ. Ψαριανού, Εικόνες έμψυχοι, Εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 418-420). 

πηγή

ΤΡΕΛΟ-ΓΙΑΝΝΗΣ