site analysis
* Ἡ βασιλίδα τῶν πόλεων, Κωνσταντινούπολις, κοντά στά ἄλλα καλά πού τήν στόλιζαν, εἶχε ἀκόμη ὡς στολίδια της καί τούς Βίους τῶν ἐνάρετων ἀνδρῶν καί γυναικῶν. Μάλιστα περισσότερο μέ αὐτούς στολιζόταν, παρά μέ τά διάφορα αἰσθητά κάλλη πού ἔχει, δηλαδή μέ τήν θέσι τοῦ τόπου, μέ τήν μεγαλοπρέπεια καί μέ τά τείχη, τά ὁποῖα παραμένουν ἀπό τούς ἐνάντιους ἐχθρούς ἀνίκητα, διότι μεγαλύτερο κάλλος καί μεγαλύτερη ὠφέλεια προξενεῖται σ’ αὐτήν ἀπό τούς Βίους αὐτῶν, παρά ἀπό τά ὅσα ἀναφέρθηκαν παραπάνω. Καί Βίους ἐννοῶ, ὄχι μόνον τούς γνωστούς στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί γραμμένους στά τῆς Ἐκκλησίας Συναξάρια, ἀλλά καί ἐκείνους, πού ἔγιναν μέν γνωστοί στήν Ἐκκλησία, ἀλλά γιά κάποια τυχαία ἀμέλεια, δέν γράφτηκαν, ἀλλά σκεπάσθηκαν ἀπό τήν πολυκαιρία. Διότι ἐκεῖνοι οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων, πού εἶναι γραμμένοι, ὅταν διαβάζωνται στήν Ἐκκλησία, παρακινοῦν, ὅσους ἀκοῦν, σέ ζῆλο καί μίμησι τῆς ἀρετῆς καί σέ συντριβή τῆς ψυχῆς καί κατάνυξι. Οἱ Βίοι ὅμως, πού δέν εἶναι γραμμένοι, μολονότι ἡ πολυκαιρία σκέπασε τά ὑπομνήματά τους καί τά ἐξαφάνισε, ὅμως ἀπό τά θαύματα, πού γίνονται, ἀπό ὅσους ἁγίους ἔζησαν σύμφωνα μέ τούς Βίους αὐτούς, γίνονται σέ ὅλους φανεροί καί κατάδηλοι.
Μία λοιπόν ἀπό τούς Ἁγίους αὐτούς εἶναι καί ἡ καλλικέλαδη ἀηδόνα καί καθαρή περιστερά τοῦ Χριστοῦ, ἡ Μάρτυρας, λέω, Ὡραιοζήλη, ἡ ὁποία ἀπό ποιά χώρα καταγόταν καί ποιοί ἦταν οἱ γονεῖς της, δέν βρίσκεται γραμμένο. Τό ὅτι ὅμως γεννήθηκε ἀπό γονεῖς Ἕλληνες, πού προσκυνοῦσαν τά εἴδωλα, αὐτό θά τό φανερώση ὁ λόγος στήν συνέχεια. Διότι ἀπό τά χρόνια τῶν θεοκήρυκων Ἀποστόλων, ὅταν διαδόθηκε σέ ὅλη τήν οἰκουμένη τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπό τότε σαγηνεύθηκε μέ τά λογικά δίκτυα τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου καί ἡ σεμνότατη αὐτή Ὡραιοζήλη καί λυτρώθηκε ἀπό τόν βυθό τῆς εἰδωλολατρείας. Διότι ἀπό τόν Ἀπόστολο Ἀνδρέα βαπτίσθηκε αὐτή καί φωτίσθηκε καί ἀφιερώθηκε σέ μία μικρή Ἐκκλησία τοῦ Ἀρχιστράτηγου Μιχαήλ· αὐτή, σάν γῆ ἀγαθή, ἀφοῦ δέχθηκε τόν σπόρο τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀποστόλου, ἀπέδωσε πολύ καί ἑκατονταπλάσιο τόν καρπό. Διότι παραμένοντας στόν Ναό ἐκεῖνο τοῦ Ἀρχιστράτηγου, ἦταν ἐργάτις τῶν τοῦ Χριστοῦ ἐντολῶν καί φρόντιζε μέ τά καλά ἔργα νά γίνεται κήρυκας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, λεγόμενη ἰσαπόστολος καί ταλαιπωρούμενη μέ κάθε σωματική κακοπάθεια. Ὁπότε ἀπό αὐτό ἔτρεχε κοντά της μεγάλο πλῆθος Ἑλλήνων καί ὠφελεῖτο μέ τίς καθημερινές της διδασκαλίες, λησμονῶντας τήν προηγούμενη κακή ζωή τους, ἐπιστρέφοντας στόν Χριστό καί μέ τήν χάρι του ἐξοικειούμενοι. Γι’ αὐτό ἀπέκτησε ἡ Ἁγία καί ἄλλες δύο παρθένες, οἱ ὁποῖες, ἀφοῦ ἀποστράφηκαν τήν εἰδωλική πλάνη, γνώρισαν τόν Χριστό μέ τήν διδασκαλία της ὡς Θεό προαιώνιο καί Δημιουργό τοῦ παντός. Αὐτές λοιπόν οἱ δύο παρθένες κυριεύθηκαν ἀπό τόν πόθο τοῦ Χριστοῦ μέ τήν παντοτινή ἐργασία τῶν ἀρετῶν καί μέ τήν διδασκαλία τῆς Ὡραιοζήλης γινόμενες περισσότερο ἐνάρετες, ἔβλεπαν σ’ αὐτήν, χωρίς νά παρεκκλίνουν καθόλου, μέ τούς ὀφθαλμούς τοῦ νοῦ, ὡς πρωτότυπο τῆς ἀρετῆς καί παράδειγμα καί, πυρπολούμενες πάντοτε ἀπό τόν θεϊκό ζῆλο, ἦσαν χαρούμενες, συναγωνιζόμενες μέ ἕναν ἀγαθό καί ἀξιέπαινο ἀγῶνα· Ποιά δηλαδή ἀπό αὐτές νά νικήση τήν ἄλλη σέ ἀγρυπνίες, σέ νηστεῖες, σέ προσευχές καί στίς ὑπόλοιπες κακοπάθειες τοῦ σώματος. Καί αὐτά βέβαια γίνονταν μέχρι τά χρόνια τοῦ ἀσεβέστατου βασιλιᾶ Δεκίου, δηλαδή κατά τό ἔτος 250. Διότι τότε ὁ μισόκαλος Διάβολος καί ἐχθρός τῶν ἀνθρώπινων ψυχῶν ἔλειωνε ἀπό τόν φθόνο του, σκεπτόμενος τήν ἀνίκητη δύναμι τοῦ Χριστοῦ. Πῶς καί μέ τήν ἀδύνατη φύσι τῶν γυναικῶν ἐνεργῶταν ἡ ἀρετή καί αὔξανε σέ κάθε μέρος. Ἡ ἀρετή πάλι, κι ἄν ἀκόμη γίνεται σέ ἀπόκρυφο καί παράμερο μέρος, κάνει ὅμως φανερό τό τοῦ Εὐαγγελίου κήρυγμα καί ὄχι μόνον αὐτό τό μεταδίδει, ἀλλά καί τό στερεώνει στίς ψυχές τῶν Χριστιανῶν. Ὁπότε τί χρησιμοποίησε ὁ ἀλιτήριος Διάβολος; Μπῆκε μέσα στόν βασιλιά Δέκιο καί μέ αὐτόν ξεκίνησε πόλεμο καί διωγμό κατά τῶν Χριστιανῶν. Διότι αὐτός ὁ ἀσεβέστατος μή χρησιμοποιῶντας σωστά τήν βασιλεία, δέν θέλησε νά γνωρίση τόν Θεό, πού τοῦ τήν χάρισε, ἀλλά ἐπαναστάτησε ἐναντίον του, προσκυνῶντας θεούς ψευδώνυμους καί μάταιους, ἀναγκάζοντας ἐπί πλέον καί τούς ἀνθρώπους νά τούς προσκυνοῦν αὐτός, ὁ ὁποῖος ἦταν περισσότερο ἀναίσθητος καί ἀπό αὐτά τά ἀναίσθητα εἴδωλα. Αὐτός λοιπόν καί αὐτήν τήν μακάρια Ὡραιοζήλη, ἀφοῦ τήν χώρισε ἀπό τίς συντρόφους της δύο παρθένες, τήν παρουσίασε στό δικό του δικαστήριο καί τῆς εἶπε· «Ἀπό ποιά ἀφορμή, γυναίκα, τήν μέν πατρική σου θρησκεία ἀθέτησες, ἐνῶ τόν Χριστό ἀνακηρύττεις ὡς Θεό; ἤ γιατί ἐξαπατᾶς τούς ἀνθρώπους μέ ψευδεῖς καί πιθανούς λόγους καί τούς πείθεις νά πιστέψουν σέ ἕναν θνητό ἄνθρωπο, λέγοντας, ὅτι αὐτός εἶναι ποιητής τοῦ παντός;». Σ’ αὐτά ἡ Ἁγία ἀποκρίθηκε· «Ἐσύ, ἀσεβέ-στατε βασιλιά, ἔμαθες, ὅτι ὁ Χριστός, πού κηρύσσεται ἀπό ἐμένα, σταυρώθηκε ὡς ἄνθρωπος καί πῶς δέν ἔμαθες καί αὐτό, ὅτι δηλαδή αὐτός ὁ ἴδιος ἀναστήθηκε σάν Θεός; ἤ πῶς δέν ἄκουσες, ὅτι αὐτός, ἀφοῦ κατέβηκε στόν Ἄδη, συνανέστησε ὅλους ὅσοι ἦταν ἐκεῖ καί ὡς ἀρχηγός τῆς ζωῆς χάρισε στούς νεκρούς τήν αἰώνια ζωή; Τό ὅτι πάλι ὁ Χριστός, ὄντας Θεός προαιώνιος, θέλησε νά γίνη ἄνθρωπος καί νά πάθη καί νά σταυρωθῆ γιά μᾶς καί γιά τήν σωτηρία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, αὐτό περιττό εἶναι νά τό λέω στά αὐτιά ἐκείνων, πού δέν δέχονται αὐτό τό μυστήριο. Ἀλλά ἐγώ σοῦ λέω τό ἑξῆς, γιά πρώτη καί τελευταία φορά, πώς ὅ,τι καί ἄν κάνης καί μέ ὅ,τι ἄν μέ φοβερίσης ἤ κολακεύσης ἤ τιμωρήσης ἤ ὑποσχεθῆς, δέν θά μπορέσης νά μέ μετακινήσης ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μου· ποτέ νά μή μοῦ συμβῆ νά ἀρνηθῶ τόν Θεό μου!, ὁ ὁποῖος μέ δημιούργησε ἀπό τό μηδέν καί μέ ἔφερε στήν ὕπαρξι καί κατέβηκε ἀπό τούς Οὐρανούς στήν γῆ καί «ἐσαρκώθη ἀσπόρως» γιά τήν δική μου σωτηρία. Λοιπόν, ἐκεῖνο πού θέλεις, κάνε, βασιλιά. Νά, μπροστά σου βρίσκεται αὐτό τό πήλινο σῶμα μου καί καῖγε, κόβε, σφάζε, τιμώρησέ το». Αὐτά λοιπόν εἶπε ἡ Ἁγία. Τότε ὁ τῆς βασιλείας καί τῆς ζωῆς αὐτῆς ἀνάξιος Δέκιος, ἄναψε ἀπό τόν θυμό καί προστάζει νά γδύσουν τήν Ἁγία καί νά τήν δέρνουν γιά πολλές ὧρες. Ὅλοι ἔμειναν ἐκστατικοί βλέποντας τήν γενναιότητα καί ὑπομονή τῆς τοῦ Χριστοῦ νύφης· διότι ἔπασχε σάν νά πάσχη κάποιος ἄλλος καί ὄχι αὐτή. Ἐπειδή ὅμως ὁ βασιλιάς συχνά στρεφόμενος πρός τήν Ἁγία, τήν ἔβλεπε ἐλπίζοντας, ὅτι θά μεταβληθῆ ἀπό τήν πίστι τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό, ὤ τοῦ θαύματος!, χάνοντας τήν ὀπτική δύναμι τῶν ὀφθαλμῶν του, ξαφνικά τυφλώθηκε καί φαινόταν σάν ἕνα περιγέλασμα στούς ὑπηκόους του. Ἔτσι πρός τό παρόν πρόσταξε νά φυλακίσουν τήν Ἁγία καί παίρνοντας ἕναν χειραγωγό στόν δρόμο, σηκώθηκε ἀπό τόν θρόνο καί πῆγε στά βασίλεια. Ἀλλ’ ἐπειδή ἡ Ἁγία φρόντιζε νά πάη πρός τόν ποθούμενό της Νυμφίο Χριστό, εἰδοποίησε τόν ἀσεβῆ βασιλιά, ὅτι “ἐάν ἐσύ δέν χρίσης τούς ὀφθαλμούς σου μέ τό αἷμα τῆς κεφαλῆς μου, πού θά κοπῆ, μέ ἄλλον τρόπο δέν θά λάβης τό φῶς σου”. Ὁπότε ἀμέσως πρόσταξε καί ἀποκεφάλισαν τήν Ἁγία. Στήν συνέχεια, ἀφοῦ ἔχρισε τούς ὀφθαλμούς του μέ τό αἷμα της ὁ σιχαμερός καί ἀκάθαρτος, ἔλαβε ἀμέσως τό φῶς καί ἀνέβλεψε. Ἔμεινε ὅμως ἀχάριστος σ’ αὐτή τήν εὐεργεσία ὁ παράνομος βασιλιάς, μᾶλλον, φθόνησε ὁ παμβέβηλος νά μή πάρουν οἱ Χριστιανοί τό τῆς Ἁγίας τίμιο σῶμα καί μέ αὐτό ἐπιστρέψουν στήν πίστι τοῦ Χριστοῦ πολλούς Ἕλληνες. Γι’ αὐτό πρόσταξε ὁ ἀλιτήριος νά κάψουν τό λείψανο τῆς Μάρτυρος μέ φωτιά. Καί ἡ μέν Ἁγία, ἀφοῦ ἐπέτυχε αὐτό, πού ποθοῦσε, χαίρεται καί εὐφραίνεται αἰώνια στά Οὐράνια, συμβασιλεύοντας μέ τόν ποθεινότατό της Νυμφίο Χριστό. Ἡ Σύναξι καί ἑορτή της τελεῖται στόν μαρτυρικό Ναό της, πού εἶναι κοντά στόν σεβάσμιο Ναό τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Ἀναστασίας, στόν ὁποῖο Ναό της γίνονται θεραπεῖες διαφόρων ἀσθενειῶν καί μαρτυρεῖ ὁ παράλυτος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ προσῆλθε στόν Ναό τῆς Ἁγίας, ἔγινε ὑγιής. Τό μαρτυροῦν οἱ στεῖρες γυναῖκες, οἱ ὁποῖες μέ τό λείψανο τῆς Ἁγίας ὁδηγοῦνται σέ τεκνογονία, καί οἱ γυναῖκες ἐκεῖνες, πού ἔχουν κατάξηρους τούς μαστούς τους ἀπό γάλα, ἐπιστρέφουν στίς οἰκίες τους ἔχοντάς τα γεμᾶτα ἀπό γάλα, μέ τό ὁποῖο χορταίνουν τά ὑπομάζια βρέφη τους. Διότι ἔτσι ξέρει ὁ Θεός νά ἀντιδοξάζη ἐκείνους πού τόν δοξάζουν καί γι’ αὐτόν χύνουν τό αἷμα τους. |