Η αγία Μαρία Σκομπτσόβα, ήταν ένα παιδί του Θεού, κι όπως όλοι οι άγιοι έτσι κι αυτή ξεπέρασε εμπόδια, έφερε στους ώμους της ένα όρος Αραράτ και κατάφερε αρνούμενη το βόλεμα της προσωπικής επιβίωσης να ζει συμπονώντας πρακτικά τους πονεμένους όπου τους συναντούσε.
Συναντήσαμε τη Μελίτα Αντωνιάδου, αγιογράφο, ζωγράφο και σκιτσογράφο, την πρώτη Ελληνίδα που ερεύνησε επί τόπου, ταξιδεύοντας στις περιοχές που έζησε και μαρτύρησε η αγία Μαρία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Μελίτα μάς αφηγήθηκε για χάρη του άρθρου στην “Ορθόδοξη Αλήθεια” πώς ξεκίνησε η έμπνευση για το ταξίδι έρευνας στα χνάρια της αγίας: «Πριν πολλά χρόνια, η κουμπάρα μου μού χάρισε ένα βιβλίο, τη βιογραφία της Μητέρας Μαρίας Σκομπτσόβα. Σαν υπότιτλο έλεγε, “Μια διά Χριστόν σαλή στους μοντέρνους καιρούς”. Ήταν το πιο όμορφο δώρο. Το διάβασα και το ξαναδιάβασα, υπογραμμίζοντας, αντιγράφοντας, αντιδωρίζοντάς το.
Επρόκειτο για μία εντελώς ξεχωριστή, έντονη, πολύπλευρη προσωπικότητα, ελεύθερη κι ασυμβίβαστη, αφοσιωμένη ολοκληρωτικά στην αγάπη για τον πλησίον. Το τέλος της ήταν ταιριαστό με τον τρόπο που έζησε: Σφράγισε τη ζωή της με το μαρτύριο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρουκ το 1945.
Ποιήτρια, ζωγράφος, αγιογράφος, δήμαρχος, σύζυγος και μητέρα τριών παιδιών, μετέπειτα μοναχή, λαμπρή θεολόγος και προστάτιδα χιλιάδων κατατρεγμένων, συγγραφέας θεατρικών έργων, ακόμη και σεναρίου ενός φίλμ. Είχε ιδιαίτερη αδυναμία στους διά Χριστόν σαλούς, γιατί, όπως έλεγε, “ο δρόμος τους είναι μεν δύσκολος, αλλά μας προσφέρει την απέραντη ευτυχία να νιώθουμε το χέρι του Θεού σε ό,τι κάνουμε”.
Γεννήθηκε στη Ρίγα και μεγάλωσε στην Ανάπα, μια παραθαλάσσια πόλη της Μαύρης θάλασσας, όπου διετέλεσε δήμαρχος, όπως παλιότερα κι ο πατέρας της, και απ’ όπου αναγκάστηκε να διαφύγει με την οικογένειά της, μέσα σε αμπάρι πλοίου, για να καταλήξει, μετά από πολλές περιπέτειες, στο Παρίσι, για να ονομαστεί αργότερα, η Αγία Μαρία του Παρισιού. Οι γονείς της, πιστοί Χριστιανοί, διαμόρφωσαν τις αξίες, τις ευαισθησίες και τους στόχους της κόρης τους, παρόλο που η τολμηρή φύση της δεν ακολούθησε απλά τα βήματά τους, αλλά τα έθεσε σε σκληρές δοκιμασίες πάλης με τον Θεό. Όπως αναφέρει γι’ αυτήν ένας σύγχρονός της, ο Μοκούλσκιι, “Δεν αναγνωρίζει τους νόμους της φύσης, δεν ξέρει τι σημαίνει κρύο, μένει χωρίς φαγητό ή χωρίς ύπνο εικοσιτετράωρα, δεν λαμβάνει υπ’ όψη της την αρρώστια ή την κούραση, αγαπάει τον κίνδυνο, δεν γνωρίζει τι σημαίνει φόβος και μισεί κάθε μορφή άνεσης, πνευματικής ή υλικής”.
Αυτή τη μαρτυρία τη διάβασα στο βιβλίο που είχα στα χέρια μου, κι έπειτα ακολουθούσε ένα ποίημα της αγίας Μαρίας:
Έψαξα για τραγουδιστές και για προφήτες
Που περιμένουν κοντά στην κλίμακα
Που ανεβάζει στους ουρανούς,
βλέπουν σημάδια του μυστηριακού τέλους,
Τραγουδούν ασύλληπτα για μας τραγούδια.
Και βρήκα ανθρώπους ανήσυχους, ορφανούς, φτωχούς,
Μεθυσμένους, απελπισμένους, άχρηστους,
Χαμένους σ’ όποιο δρόμο κι αν τράβηξαν,
Άστεγους, γυμνούς, πεινασμένους για ψωμί.
Δεν υπάρχουν προφητείες. Μόνο η ζωή
Παίζει διαρκώς το ρόλο του προφήτη.
Το τέλος πλησιάζει, οι μέρες μικραίνουν.
Πήρες τη μορφή του δούλου. Ωσαννά.
Ο βιογράφος, ο πατήρ Σεργκέι Χάκελ, είχε συλλέξει αποσπάσματα από τα γραπτά της, τα οποία μου έκαναν τόση εντύπωση, που θέλησα να μάθω περισσότερα γι’ αυτήν την υπέροχη γυναίκα - να γνωρίσω τη ζωή της και τη σκέψη της. Εκείνη, που εξήγησε με την ίδια της τη ζωή, αυτά που τόσο κρυστάλλινα έγραφε για την πραγματική φύση της Εκκλησίας, για το τι σημαίνει να μετέχει κανείς στο σώμα του Χριστού - και τι σημαίνει να το αρρωσταίνεις, περιορίζοντάς το στα στενά όρια του ηθικισμού και της τυπολατρίας, που γνωρίζει να ζυγίζει και να μετράει, αλλά όχι να ελευθερώνει και να ανασταίνεται.
“Τώρα, γράφει, έχω απόλυτη συνείδηση ότι κάθε θεωρία, οσοδήποτε σημαντική, έχει αναπόφευκτα λιγότερη αξία και είναι λιγότερο απαραίτητη από οποιαδήποτε πρακτική εργασία, όσο κι αν δεν είναι εντυπωσιακή. Αυτή είναι η πραγματική κατάσταση, τις απαιτήσεις της οποίας βιώνω πρωτίστως και με τόση ένταση”.
Στο καταστατικό της Ορθόδοξης Δράσης, μιας οργάνωσης που δημιουργήθηκε για να βοηθήσει τους Ρώσους πρόσφυγες, παράφρασε τις ίδιες σκέψεις: “Είμαστε επιφορτισμένοι με δευτερεύοντες στόχους και έχουμε την πρόθεση να ασχοληθούμε με αφοσίωση με ό,τι είναι δευτερεύον”.
Η Μελίτα Αντωνιάδου, έλαβε το βιβλίο που περιέγραφε την αγ. Μαρία Σκομπτσόβα το 2003. Η πρώτη σκέψη της ήταν ότι αφού η αγία εκοιμήθη 54 ετών, το 1945, θα πρέπει να ζούσαν ακόμη κάποιοι άνθρωποι που την γνώρισαν. Μια Λευκορωσίδα φίλη της η Γκρέτα Νικιτίνα, της έδωσε το τηλέφωνο ενός νέου στο Παρίσι, του Μπαζίλ Αρκιπώφ, ο οποίος κατάγονταν από Ρώσους εμιγκρέδες και είχε στενές σχέσεις με το ΑCER - το Ρωσικό Φοιτητικό Χριστιανικό Κίνημα ή Κίνημα της Χριστιανικής Νεολαίας, στο οποίο είχε προσχωρήσει και η Αγία Μαρία όταν εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Έτσι ο πρώτος σταθμός της έρευνάς της είναι το Παρίσι.
«Σύντομα, βρέθηκα στο Παρίσι, όπου γνώρισα τον συμπαθέστατο αυτό νέο, ο οποίος μου είπε ότι η κόρη του στενού συνεργάτη της Αγίας Μαρίας, Αγίου Δημητρίου Κλεπίνιν, η Ελένη Αρζακόφσκυ-Κλεπίνιν, είχε όλα τα αρχεία της Αγίας Μαρίας, και ζούσε στη Γερμανία σε μια φοιτητούπολη, το Τύμπινγκεν. Βρήκα το τηλέφωνό της και συμφώνησε να με συναντήσει στην πρώτη ευκαιρία. Το καλοκαίρι αποφάσισα να ταξιδέψω στη Γερμανία οδικώς, μέσω Πάτρας - Ανκόνας. Στο Βερολίνο με περίμεναν παλιοί καλοί μου φίλοι, από τα φοιτητικά μου χρόνια στην Αγγλία, που είχαν κάνει μια χαριτωμένη οικογένεια με τρία παιδιά. Ο σύζυγος, ο Γιενς, πίστευε ότι ήταν καλύτερα να κοιτάζουν οι Γερμανοί το παρελθόν τους κατάματα, ώστε να μην επαναληφθούν τα επαίσχυντα γεγονότα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, κι έτσι πήγαινε τα παιδιά του, από πολύ μικρά, να δουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το Ράβενσμπρουκ, φημιζόταν για τη σκληρότητά του - ήταν το χειρότερο γυναικείο στρατόπεδο των Ναζί. Πήγαμε στο στρατόπεδο, το οποίο είχαν αναστηλώσει τη δεκαετία του ’80, όπου εκτός από τα κτίρια που διασώζονται, τους θαλάμους όπου σε τρίπατες σανιδένιες κουκέτες στη σειρά στοιβάζονταν γύρω στις 100 κρατούμενες ανά θάλαμο, τους διαδρόμους εκτέλεσης με όπλο, τις πελώριες κυλιόμενες πέτρες που ήταν αναγκασμένες οι κρατούμενες να σύρουν 10 και 12 ώρες τη μέρα, την αυλή της ορθοστασίας, τους χώρους εργασίας, ράψιμο κλπ, τα κρεματόρια, είχε και τους φούρνους, όπου έκαιγαν τα νεκρά από τους θαλάμους αερίων σώματα. Οι φούρνοι είχαν μεγάλη ταμπέλα με τον κατασκευαστή και τα στοιχεία του, ώστε αν χρειαζόταν κανείς για δική του χρήση, να τους έβρισκε…
Τι να πει κανείς. Μπροστά στους φούρνους κάποιοι συγγενείς των θυμάτων είχαν τοποθετήσει μια πλάκα με το όνομα των δικών τους που χάθηκαν. Δεν υπήρχε τίποτα για τη Μητέρα Μαρία. Μόνο στον εκθεσιακό χώρο είχε μια μικρή βιτρίνα με εργόχειρό της, ένα κεντημένο μαντήλι κι ένα κομποσκοίνι. Η υπεύθυνη του μουσείου πρόθυμα μας φωτοτύπησε τα στοιχεία της κρατουμένης που αναζητήσαμε.
Επόμενος σταθμός, Τύμπινγκεν, να συναντήσω την Ελέν Αρζακόφσκυ-Κλεπίνιν. Παρόλη την φήμη των γερμανικών εθνικών οδών ότι είναι άψογες, χωρίς διόδια και χωρίς όριο ταχύτητας σε ορισμένα μέρη, που με έκανε να νομίσω ότι θα ταξιδέψω σύντομα από το Βορρά στο Νότο, μια ισχυρή νεροποντή έγινε αιτία να καταρρεύσει μια μεγάλη γέφυρα, με αποτέλεσμα να κολλήσουμε στη μέση του πουθενά (χιλιόμετρα ουρά τα αυτοκίνητα) για επτά ολόκληρες ώρες. Όταν κάποτε έφτασα στο σπίτι της κυρίας Ελένης, περίμενα να με υποδεχθεί μια γηραιά κυρία. Με έκπληξή μου είδα μια γυναίκα γύρω στα εξήντα, όμορφη, ευγενική, πολύ μορφωμένη και προσηνής. Δεν πέρασε πολλή ώρα και βρεθήκαμε να καθόμαστε οκλαδόν ανάμεσα σε κούτες με αρχεία από την εποχή της Λουρμέλ (το μοναστήρι στο Παρίσι που είχε ιδρύσει η Μητέρα Μαρία και στο οποίο υπηρέτησε ο π. Δημήτριος, ο πατέρας της Ελένης, τα τελευταία χρόνια πριν ξεσπάσει ο πόλεμος). Μου έδειξε το αστέρι που υποχρέωσαν οι Ναζί να φορέσουν οι Εβραίοι και τα πιστοποιητικά βάφτισης που εξέδιδε ο πατέρας της, πατήρ Δημήτριος, στους Εβραίους για να παραστήσουν τους Χριστιανούς και να γλυτώσουν τις διώξεις (αυτός ήταν και ο λόγος που συνελήφθησαν, η Μητέρα Μαρία, ο π. Δημήτριος, ο Γιούρι, γιος της μητέρας Μαρίας, και ο Ηλία Φονταμίνσκι, ένας πρώην Εβραίος και μετέπειτα βαπτισθείς, που εργαζόταν ακούραστα μαζί με τους υπόλοιπους για την ανακούφιση και προστασία κάθε είδους κατατρεγμένων που έβρισκαν καταφύγιο στο ιδιότυπο αυτό μοναστήρι στην καρδιά του Παρισιού). Είχε όσα γράμματα διασώθηκαν από τα διάφορα στρατόπεδα που εστάλησαν, του πατέρα της Ελένης, της Μητέρας Μαρίας, του Γιούρι και του Ηλία.
Ο πατήρ Δημήτριος Κλεπίνιν, γράφει σε μια επιστολή του, ότι η Χάρις του Θεού που βίωναν μέσα στο στρατόπεδο ήταν τόση που δεν θα άλλαζε με τίποτα στον κόσμο το χρόνο που πέρασε σε αυτόν τον τόπο του μαρτυρίου (και που στοίχισε σ’ αυτόν -και στην όλη παρέα- τη ζωή τους). Η Ελένη είχε ήδη παραδώσει τα θεολογικά γραπτά της Μητέρας Μαρίας να μεταφραστούν στα αγγλικά. Ο Τζιμ Φόρεστ, Αμερικανός συγγραφέας και εκδότης ενός Ορθόδοξου περιοδικού, του In Communion, θα το προλόγιζε. Με διαβεβαίωσε η Ελένη ότι τα γραπτά αυτά ήταν η πιο σημαντική της συλλογή θεολογικών πονημάτων, οπότε ανυπομονούσα να τα διαβάσω. Είχε όμως γράψει και πολλά άλλα, τα οποία άργησαν αρκετά να δουν το φως της δημοσιότητας. Η Ελέν μού είπε ότι η Μητέρα Μαρία δεν δίσταζε να στείλει άρθρα της σε όποιον της ζητούσε, έστω κι αν το περιοδικό ή η εφημερίδα δεν έχαιρε αμέμπτου φήμης. Κάποιος κάπου κάτι θα “τσίμπαγε”. Αυτή ήταν η άποψή της. Όπως δεν δίσταζε να πηγαίνει σε κακόφημες συνοικίες του Παρισιού να βοηθήσει νεαρές άκληρες απελπισμένες κοπέλες που αναζητούσαν ένα στήριγμα για να διαφύγουν από την πορνεία. Για ένα τέτοιο κορίτσι που φιλοξενούσε στο μοναστήρι, ήρθε σε διαφωνία με τη μοναχή Ευδοκία που ζούσε εκεί, και η οποία σηκώθηκε κι έφυγε κατασκανδαλισμένη.
Ανέφερα στην Ελένη ότι δεν υπάρχει μια πλάκα στο Ράβενσμπρουκ αφιερωμένη στη μνήμη της, και την άλλη χρονιά μού έγραψε με χαρά, ότι μια επιτροπή στο Παρίσι ανέλαβε την κατασκευή μιας τέτοιας πλάκας, γινόταν έρανος, και όταν θα ετοιμαζόταν θα κάνανε προσκύνημα μαζί με τον επίσκοπό τους στο Ράβενσμπρουκ. (Αυτό έπειτα καθιερώθηκε να γίνεται κάθε χρόνο, καθώς το 2004 ανακηρύχθηκε Αγία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως κι ο γιος της Γιούρι, ο π. Δημήτριος και ο Ηλίας Φονταμίνσκι).
Ξανά στο Παρίσι, επισκέφτηκα την οδό Λουρμέλ, όπου δυστυχώς δεν υπάρχει τίποτα σήμερα από το μοναστήρι της Αγίας Μαρίας (καθώς ο χώρος διατηρείτο με ενοίκιο), εκτός από μια πλάκα στην είσοδο μιας πολυκατοικίας που κτίστηκε στη θέση του, να θυμίζει τι υπήρξε κάποτε. Το τέμπλο, και εικόνες, ζωγραφισμένες ή κεντημένες από τη Μητέρα Μαρία, βρίσκονται σήμερα στον Ορθόδοξο Ναό του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ σε μια άλλη συνοικία του Παρισιού. Όταν τον επισκέφτηκα, γνώρισα την ηλικιωμένη νεωκόρο, η οποία θυμόταν καλά την αγία Μαρία, γιατί η μητέρα της υπηρετούσε στη Λουρμέλ και την έπαιρνε καθημερινά μαζί της. “Ήταν μια ατρόμητη γυναίκα”, μου είπε. “Ακούραστη, δεν υπολόγιζε καθόλου τον εαυτό της, κυκλοφορούσε μ’ ένα λερωμένο ράσο από τις δουλειές και χαμογελούσε πλατιά.
Το ίδιο πλατιά ήταν κι η αγκαλιά της, ήταν πολύ εκδηλωτική. Ψηλή και γεμάτη, ακτινοβολούσε ζεστασιά προς όλους, αλλά και δεν δίσταζε να μιλήσει αυστηρά όταν διαφωνούσε με κάτι. Δεν φρόντιζε να κρύβει τι έκανε, μιλούσε ανοιχτά για τους Ναζί και έκανε ηχηρές δηλώσεις για την αδικία εις βάρος των Εβραίων, μάλιστα θεωρούσε ότι όλοι οι Χριστιανοί όφειλαν να φορέσουν το αστέρι του Δαβίδ για συμπαράσταση, αφού ο Χριστός ήταν κι αυτός Εβραίος κι απόγονος του Δαβίδ. Αν φυλαγόταν ίσως και να γλύτωνε από την Γκεστάπο, αλλά ο θάνατος δεν ήταν αυτό που τη φόβιζε, γιατί είχε αναστημένη ψυχή”.
Δεν συγκράτησα το όνομα της νεωκόρου, αλλά δεν θα ξεχάσω τη φωτεινή της παρουσία και την οικειότητα που ένιωσα κοντά της.
Μια πολύ σημαντική συνάντηση ήταν με την Ελισαμπέτ Μπερ-Σιγκέλ. (Το οποίο κατέστη δυνατόν με την ευγενή μεσολάβηση του Μιχαήλ Σταύρου, θεολόγου στο γαλλικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι - η εύθραυστη υγεία της ανάγκαζε τους δικούς της να περιορίζουν τις συχνές επισκέψεις). Είχα την καλή τύχη να την επισκεφτώ στην ταπεινή της κατοικία, ένα μικρό διαμέρισμα σ’ ένα υποβαθμισμένο προάστιο του Παρισιού. (Όλοι οι αξιόλογοι λόγιοι Ρώσοι εμιγκρέδες που γνώρισα, όπως οι Λόσκυ, ζούσαν σε μικρά ταπεινά διαμερίσματα, γεμάτα βιβλία και φωτογραφίες, με το εκλεπτυσμένο γούστο των παλιών αρχόντων, να θυμίζει την καταγωγή τους). Η κόρη της Ναντίν, μας έφερε τσάι. Η Ελισαμπέτ, 97 χρονών, ετοίμαζε μια διάλεξη που θα έκανε στην Οξφόρδη σε λίγες μέρες. Φωτεινή και δυναμική, παρόλο το αιωνόβιο σώμα, μου μίλησε για το πώς συναντιόταν στα κρυφά με τη Μητέρα Μαρία σε διάφορα σπίτια, πώς έκρυβαν Εβραίους σε πατάρια και υπόγεια, πώς μάζευαν λεφτά για να τους φυγαδεύσουν στην Ελβετία, στην Αγγλία, πώς έφτιαχναν πλαστά χαρτιά και ταυτότητες, αλλά και για το πώς δεν μπορούσε η μητέρα Μαρία να κόψει το κάπνισμα και στην προσπάθειά της ονειρευόταν τασάκια γεμάτα αποτσίγαρα… Κι εκεί έβαλε τα γέλια. “Εμ, πώς! Ξέρεις σε τι ένταση ζούσε; Πόσες υποθέσεις περνούσαν από το χέρι της κάθε μέρα, και συγχρόνως έτρεχε να μαζέψει φαγητό καθημερινά για τα συσσίτια, να ζητιανέψει χρήματα για τις χίλιες δυο ανάγκες…
Ξέρω, ξέρω, τους ευλαβείς Χριστιανούς τούς σοκάρουν αυτά!” Και ξαναγέλασε ανάλαφρα. “Τι άνθρωπος ήταν; Ήταν άνθρωπος που δεν του άρεσαν τα ημίμετρα”, μου είπε. “Γι’ αυτό κι έλεγε: Δεν μπορεί κανείς να είναι Χριστιανός με μέτρο”.
Η Ελισαμπέτ, δέκα μέρες μετά την επίσκεψή μου κοιμήθηκε. Δεν πρόλαβε να κάνει την ομιλία της στην Οξφόρδη. Σαν πουλάκι, με ένα βιβλίο στο χέρι, εξέπνευσε στο κρεβάτι της. Είμαι ευγνώμων που την πρόλαβα στον εδώ κόσμο.
Στην Ολλανδία, στο Άλκμααρ, έμεινα λίγες μέρες στο φιλόξενο σπίτι του Τζιμ και της Νάνσυ Φόρεστ. Μόλις είχε εκδοθεί το βιβλίο με τα σημαντικά γραπτά της Αγίας Μαρίας στα αγγλικά. Ο Τζιμ μού παρεχώρησε τα δικαιώματα για την εκτενή εισαγωγή με το βίο της που είχε γράψει ο ίδιος. Ακολούθησε η δική μου μετάφραση και η έκδοσή του με τίτλο σύμφωνο με τον αντίστοιχο γαλλικό: “Η Θυσία του Αδελφού”. Σύμφωνο με την καρδιά της, με τη ζωή της, με αυτό που η ίδια δήλωνε στα κείμενά της. Όπως έγραψε: “Κανένας όγκος σκέψης δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλήξει σε μια πιο υπέροχη διατύπωση από αυτές τις δυο λέξεις, “αγαπάτε αλλήλους”, εφόσον αυτό αφορά μια άνευ όρων και μέχρι τέλους αγάπη”.
Από τα γραπτά της αγίας Μαρίας του Παρισιού παραθέτουμε ακόμα ένα απόσπασμα με τίτλο:
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΔΥΟ ΤΡΟΠΟΙ ΝΑ ΖΕΙΣ
‘Εντελώς νόμιμα και αξιοπρεπώς μπορείς να περπατάς πάνω στη γη: να μετράς, να ζυγίζεις και να προγραμματίζεις για το μέλλον. Aλλά είναι εξίσου δυνατό να περπατάς επί των υδάτων. Τότε είναι αδύνατο να μετράς και να προγραμματίζεις το μέλλον. Το μόνο πράγμα που είναι απαραίτητο είναι να πιστεύεις διαρκώς. Μια στιγμή ολιγοπιστίας κι αρχίζεις να βυθίζεσαι”
Η προφορική παράδοση τη θέλει να παίρνει τη θέση μιας μητέρας Εβραίας με παιδιά, να οδηγείται στο Ράβενσμπρουκ και να πεθάνει η ίδια στα κρεματόρια
Νιώθουμε ευγνώμονες για όσα μας παρέδωσε η Μελίτα Αντωνιάδου μαζί με το φωτογραφικό υλικό, αλλά και για την ευκαιρία να στοχαστούμε και να θαυμάσουμε πως υπάρχουν άνθρωποι που παρέδωσαν την κοσμική τους ζωή κι έγιναν άγιοι, έζησαν κοσμογονίες και μίκρυναν για να ρέει στους υπόλοιπους η θεία χάρη, να ποτιστεί ο κόσμος, να φωτίζεται η σκιά, να παρηγορείται η θλίψη των ανθρώπων.
Σοφία Χατζή
Δημοσιεύθηκε στην ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ