Αναστασία η Αγία Οσιομάρτυς του Χριστού η σήμερον εορταζομένη ήτο από την μεγαλόδοξον Ρώμην, έζη δε κατά τους χρόνους Δεκίου του βασιλέως και των διαδόχων αυτού Γάλλου και Βαλεριανού εν έτει σνστ΄ (256). Είναι δε και άλλη Μάρτυς Αναστασία η επιλεγομένη Φαρμακολύτρια, καταγομένη και αυτή από την Ρώμην, ακμάσασα κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού, αλλά τα μεν περί αυτής ας ίδη πας τις εις την κβ΄ (22αν) του Δεκεμβρίου μηνός, ότε επιτελείται η μνήμη αυτής· ενταύθα δε να διηγηθώμεν τα περί της σήμερον εορταζομένης, ήτις τον Χριστόν εκ βρέφους ποθήσασα, ήρε τον ζυγόν αυτού τον χρηστόν και γλυκύτατον και εβάστασε το ελαφρόν αυτού φορτίον, ήτοι της μοναδικής πολιτείας, ύστερον δε ηξιώθη του Μαρτυρίου και υπέμεινε γενναίως και ανδρειότατα υπέρ της αγάπης του ουρανίου Νυμφίου αυτής διάφορα και πάνδεινα κολαστήρια· όθεν και υπ’ αυτού εδοξάσθη μεγάλως με τριπλούν στέφανον· ένα μεν δια την παρθενίαν αυτής, άλλον της ασκήσεως και έτερον τον του Μαρτυρίου, περί του οποίου θα διηγηθώμεν επιμελώς προς όφελος των αναγιγνωσκόντων.
Αύτη η αξιέπαινος κόρη και της του Θεού και Σωτήρος ημών Χριστού Αναστάσεως επώνυμος απηρνήθη πατέρα, μητέρα και συγγενείς, εμίσησε πλούτον και δόξαν και πάσαν σωματικήν ηδυπάθειαν και εγκατέλιπεν άπαντα τα ρευστά και πρόσκαιρα αγαθά, δια να απολαύση τα αεί και πάντοτε διαμένοντα. Απήλθε λοιπόν εις το Μοναστήριον, όταν ήτο ετών είκοσι, και την εκούρευσεν ενάρετός τις και εγγράμματος Μοναχή, ονόματι Σοφία, ήτις εδίδασκεν αυτήν και ενουθέτει επιμελώς εις την μοναδικήν πολιτείαν. Η δε νεάνις, συνετή και εύτακτος, ωφελείτο διηνεκώς από τας νουθεσίας της διδασκάλου και εδείκνυε πολλήν αρετήν. Η δε Σοφία εδόξαζε τον Κύριον, βλέπουσα την πνευματικήν αυτής θυγατέρα να προκόπτη εις τον ένθεον έρωτα. Ο εχθρός όμως εφθόνει της κόρης την γενναιότητα και της έδωκεν εις την σάρκα μεγάλον και σφοδρότατον πόλεμον, ίνα την αναγκάση, εάν δυνηθή, να μισήση την μοναδικήν πολιτείαν ή καν να γίνη αμελής εις την άσκησιν. Αλλ’ η Αγία ποσώς δεν ώκνει εις τους πνευματικούς αγώνας, μάλιστα και προθυμοτέρα εγίνετο, όσον δε έβλεπε τον εχθρόν και επίβουλον, ότι την επολέμει δυνατά, τοσούτον και αυτή ανδρείως αντηγωνίζετο και ούτω κατά κράτος ενίκα και κατήσχυνε τον πειράζοντα. Βλέπων δε ο μισόκαλος ότι με τον τρόπον τούτον δεν ηδυνήθη να νικήση, επεχείρησε και άλλην επιβουλήν ο τρισάθλιος, ήτοι εφανέρωσεν αυτήν εις τους υπηρέτας της ασεβείας και διακόνους του, οίτινες είχον τον καιρόν εκείνον πόθον πολύν και επιμέλειαν να βασανίζωσι τους Χριστιανούς με διάφορα κολαστήρια. Δραμόντες λοιπόν ούτοι ανήγγειλαν προς τον ηγεμόνα Πρόβον, ότι η Αναστασία ούτε τους θεούς αυτών προσεκύνει, ούτε τους βασιλείς εσέβετο, αλλά εκήρυττε τον Χριστόν Θεόν αληθή και Ποιητήν πάσης της κτίσεως.
Συνάξας λοιπόν ο Πρόβος πολυάνθρωπον θέατρον, προστάσσει να φέρωσιν εκεί την μακαρίαν, οι δε υπηρέται απήλθον ευθύς με μεγάλην ορμήν εις το Μοναστήριον και θραύσαντες τας θύρας εισήλθον μετά αναισχυντίας, ζητούντες την Αναστασίαν εξ ονόματος. Η δε διδάσκαλος αυτής Σοφία, ιδούσα την μανίαν των στρατιωτών, εγνώρισε την αιτίαν και τους παρεκάλεσε να αναμείνωσιν ολίγην ώραν. Λαβούσα δε την Αναστασίαν μετά δακρύων, απήλθον κρυφίως εις το θυσιαστήριον και λέγει προς αυτήν τοιαύτα έμπροσθεν της ιεράς Εικόνος του Δεσπότου Χριστού: «Εγώ, ηγαπημένη μου θύγατερ, από την ώραν, κατά την οποίαν σε ανεδέχθην, δεν ημέλησα ουδόλως να σε διδάσκω εις την κατά Θεόν πολιτείαν, και τώρα έφθασες εις ηλικίαν του πληρώματος του Χριστού. Ύπαγε λοιπόν προς αυτόν αγαλλιωμένη, διότι με αυτόν σε νυμφεύω σήμερον, εις αυτόν σε προσάγω και εις αυτόν σε παραδίδω να σε δεχθή δια νύμφην του άφθορον. Ιδού και Νυμφών ευπρεπής, και ο καλών αψευδής, και παρίστανται οι Άγιοι Άγγελοι να σε οδηγήσωσιν ως νύμφην Χριστού εις τους ουρανίους θαλάμους, να αγάλλησαι και να συνευφραίνησαι μετ’ αυτού πάντοτε, εις την ευφροσύνην εκείνην την ανεκλάλητον. Βάδισον την στενήν του Μαρτυρίου και τεθλιμμένην οδόν, ότι δι’ αυτής υπάγει εις την ευρυχωρίαν και την αιώνιον αναψυχήν η ψυχή σου· επειδή πρέπον είναι και δίκαιον όχι μόνον βασανιστήρια πάνδεινα να υπομείνωμεν δια την αγάπην του Χριστού, αλλά και αυτόν τον θάνατον να λάβωμεν αγαλλιώμενοι, διότι, εάν αυτός ο Κύριός μας και Δεσπότης απέθανε δι’ ημάς, πως να μη μιμηθώμεν και ημείς προθύμως τον εκείνου δια την σωτηρίαν μας θάνατον; Μάλιστα, ηγαπημένη μου θύγατερ, δεν λογίζεται θάνατος το να αποθάνης δια τον Χριστόν, αλλά ευφροσύνη, χαρά, ηδονή, λαμπρότης και αγαλλίασις, φως του φωτός τούτου γλυκύτερόν τε και ωραιότερον και διάβασις και μετάστασις από τα φθαρτά και πρόσκαιρα εις τα άφθαρτα και αιώνια, από τα λυπηρά και παμμόχθηρα, εις τα χρηστότερα και χαρμόσυνα. Τώρα υπάγεις, φιλτάτη μου, εις τα βέβαια και μόνιμα, τα διηνεκή και μηδέποτε λήγοντα, να συνευφραίνησαι μετά των φρονίμων Παρθένων εις εκείνην την άρρητον ηδονήν και άφραστον αγαλλίασιν, την αεί και πάντοτε διαμένουσαν. Μη δειλιάσης λοιπόν το αυστηρόν των τυράννων και το δριμύ των κολάσεων, διότι ο Δεσπότης Χριστός, ο Νυμφίος σου, θέλει σου παρασταθή δια να ελαφρύνη τους πόνους σου. Αν δε σε αφήση και ολίγον να κακοπαθήσης, δια να φανή η υπομονή σου και η δοκιμή της πίστεώς σου και δια να θαυμάσωσιν οι ορώντες την ανδρείαν και προθυμίαν σου, πάλιν δεν θέλει σε εγκαταλείψει έως τέλους· αλλ’ όταν αδυνατίσης, τότε θέλει σβεσθή η δριμύτης των πληγών και των πόνων σου και θέλει σου ανατείλει φως και παράκλησις, δόξα δε Κυρίου θέλει σε κυκλώσει». Ταύτα και έτερα πλείονα είπεν η πάνσοφος Σοφία προς την παρθένον.
Αύτη δε της απεκρίθη λέγουσα· «Ποίησον δέησιν, μήτερ μου, και ικεσίαν προς τον Δεσπότην μας, να μου στείλη εξ ύψους δύναμιν και βοήθειαν, να μη δειλιάσω την των τυράννων ωμότητα, ότι το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σάρξ ασθενής, και χωρίς της θείας βοηθείας δεν κατορθούται το αγαθόν. Εύξαι λοιπόν θερμώς υπέρ εμού, μήτερ μου, και θέλω σπουδάσει, κραταιουμένη από την δύναμιν του Θεού και από τας ευχάς σου, να φυλάξω πάσας τας εντολάς απαρασαλεύτους».
Ταύτα είπεν η παρθένος προς την διδάσκαλον, παρευθύς δε έδραμον οι στρατιώται και την ήρπασαν ως αρνίον από την μητέρα του και δένοντες αυτήν με σίδηρα, την επήγαν εις το κριτήριον χαίρουσαν· βλέποντες δε οι στρατιώται τοσαύτην ευκοσμίαν και ωραιότητα εθαύμαζον. Ο δε Πρόβος καθήσας εις το κριτήριον ηρώτησε την Αγίαν πως ωνομάζετο. Η δε απεκρίνατο: «Αναστασία καλούμαι, διότι ο Κύριος με ανέστησε, δια να καταισχύνω σήμερον σε και τον πατέρα σου τον διάβολον». Ταύτην την τραχείαν απόκρισιν ακούσας ο Πρόβος ηβουλήθη να καταμαλάξη με κολακείας το αυστηρόν αυτής και απότομον, μη γινώσκων ο ανόητος ότι η κόρη είχεν εις την πίστιν την ψυχήν στερεωτέραν αδάμαντος. Έλεγε λοιπόν προς αυτήν: «Άκουσόν μου, θύγατερ, επειδή σε συμβουλεύω προς το συμφέρον σου, και θυσίασον εις τους μεγάλους θεούς, να σε νυμφεύσω με πλουσιώτατον άρχοντα, να σου δώσω χρυσίον πολύ, αργύριον, ιμάτια λαμπρά, υπηρετών και αιχμαλώτων πληθύν, να γίνης εις μίαν στιγμήν ευγενής και περίδοξος.
Γνώρισον λοιπόν το συμφέρον σου και πράξον άξια της ωραιότητος και της ψυχικής ευγενείας σου. Μη θελήσης να δοκιμάσης τον θυμόν μου και να μάθης πόσον μέγα κακόν είναι η ασέβεια, διότι εγώ (οι θεοί το γνωρίζουσι) σε λυπούμαι δια το κάλλος σου και ως να ήμην κατά σάρκα πατήρ σου φροντίζω δια το όφελός σου και σε συμβουλεύω το συμφέρον σου· εάν όμως δεν μου ακούσης, είναι ανάγκη να δοκιμάσης τον θυμόν μου και την αγριότητά μου, όπως είδες τώρα την ευμένειαν και ημερότητά μου και τότε θα μετανοήσης ανωφελώς». Ταύτα η Μάρτυς ακούσασα, ενεθυμήθη των μητρικών παραινέσεων της σοφής διδασκάλου Σοφίας και απεκρίθη ταπεινώς λέγουσα· «Δι’ εμέ, ω δικαστά, Νυμφίος, πλούτος και ζωή, είναι ο γλυκύτατος Χριστός, ο Δεσπότης μου, ο δε δι’ αυτόν θάνατος είναι δι’ εμέ και της ζωής τιμιώτερος. Δια τον Χριστόν μου πάντα τα ηδέα και απολαυστικά της γης κατεφρόνησα. Χρυσόν, άργυρον, λίθους πολυτίμους και τα λοιπά, τα οποία τιμώσιν οι φιλόσαρκοι, ως πηλόν λογίζομαι· πυρ δε και ξίφος και σίδηρον, μελών στέρησιν, πληγάς τε και μάστιγας και ει τι άλλο νομίζετε δια τιμωρίαν, εγώ τα έχω δια ηδονήν και αγαλλίασιν, αποβλέπουσα εις τον Δεσπότην Χριστόν και Σωτήρα μου. Όχι δε μόνον να πάθω τοιαύτα δεινά δι’ αγάπην του, αλλά και να αποθάνω μυριάκις επιθυμώ δι’ αυτόν. Μη υποκρίνεσαι λοιπόν ότι λυπείσαι την καλλονήν μου, η οποία μαραίνεται ως τα άνθη του αγρού, αλλά ποίησον παν ό,τι είναι εις την εξουσίαν σου, δια να μη παρέρχεται ο καιρός ματαίως, διότι εγώ ξυλίνους ή λιθίνους θεούς δεν θέλω προσκυνήσει ποτέ». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών εθυμώθη και προστάσσει πρώτον μεν να την δείρωσιν ανηλεώς εις το πρόσωπον, έπειτα δε να την γυμνώσωσι δια να την βλέπη όλον το θέατρον προς αισχύνην της. Εγλυμνωσαν λοιπόν εκείνο το πάγκαλον σώμα και εις τους Αγγέλους αιδέσιμον και το παρέστησαν ενώπιον πάντων χωρίς τινος σκεπάσματος δια να καταφρονηθή υπό πάντων. Τότε της λέγει ο άρχων: «Ούτω σου πρέπει δια την υπερηφάνειάν σου να διαπομπεύεσαι ενώπιον τοσούτων οφθαλμών ανδρών· αλλά καν τώρα ζήτησον την ευμένειαν των θεών και μη θελήσης να ίδης προώρως μαραινόμενον τοσούτον κάλλος και να απολεσθής αθλιώτατα, διότι, εάν δεν ποιήσης το θέλημά μου, ουδείς δύναται να σε λυτρώση από τας χείρας μου, αλλά θέλω σε κατακόψει εις λεπτά τεμάχια και θέλω σε ρίψει να σε φάγωσι τα άγρια θηρία».
Η δε Αγία απεκρίνατο· «Εγώ, ω ηγεμών, την γύμνωσιν ταύτην του σώματος δεν την έχω δι’ αισχύνην, αλλά δια καλλωπισμόν και μάλιστα λαμπρότατόν τε και ευπρεπέστατον· διότι, εκδυθείσα τον παλαιόν άνθρωπον, επιθυμώ να ενδυθώ τον νέον με δικαιοσύνην και αλήθειαν· όθεν είμαι έτοιμος να λάβω και αυτόν τον θάνατον, με τον οποίον με εφοβέρισας, διότι έχω αυτόν πολλά ποθεινότατον. Εάν δε και τα μέλη μου κατακόψης, ωμότατε δικαστά, και εκριζώσης την γλώσσαν, τους οδόντας και τους όνυχας, τότε μάλλον θα με ευεργετήσης περισσότερον. Όλην εμαυτήν χρεωστώ εις τον Δημιουργόν και Σωτήρα μου και τούτον ποθώ να δοξασθή εις όλα τα μέλη μου, έτι δε να παραστήσω αυτά εις αυτόν κεκαλλωπισμένα με τον στολισμόν της ομολογίας». Αυτά και έτερα όμοια είπεν η Αγία, δια να θυμωθή ο δικαστής, να μη την λυπηθή και την αφήση ατιμώρητον και στερηθή των στεφάνων της αθλήσεως. Θαυμάσας λοιπόν ο άρχων και όλον το θέατρον τοσαύτην παρρησίαν μιας παρθένου, αφήκε τας κολακείας και επιχειρίζεται τας τιμωρίας και δεινά κολαστήρια. Όθεν προστάσσει να καρφώσωσιν εις την γην τάσσαρας πασσάλους επάνω εις τους οποίους την ετάνυσαν και την εκρέμασαν αντιστρόφως και κάτωθεν μεν είχον πυρ με έλαιον, πίσσαν, θείον και άλλα όμοια, με τα οποία κατεφλέγοντο το στήθος, η κοιλία και τα σπλάγχνα της, άνωθεν δε την έδερον εις την ράχιν με ράβδους οι άσπλαγχνοι. Ούτω λοιπόν έπασχεν η αείμνηστος βασανιζομένη ώραν πολλήν, ήτο δε η ράχις και όλα τα νώτα της καταξεσχισμένα από τους ραβδισμούς· έμπροσθεν δε κατεφλέγοντο αι σάρκες, αι φλέβες και το αίμα, είχε δε τόσην οδύνην και πόνους, ώστε είναι αδύνατον να τα περιγράψη τις, αλλά και μόνον εις το άκουσμα τοιούτων βασάνων δειλιά και θαυμάζει πας άνθρωπος. Αλλ’ η Μάρτυς (ω ψυχής γενναίας όντως δια Χριστόν και αναγκων της φύσεως υψηλοτέρας!) με την ευχήν μόνην, ώσπερ με δρόσον τινά, έσβυνε την σφοδρότητα του πυρός ενθυμουμένη τα παλαιά του Θεού θαυμάσια, επειδή είχεν πολλήν σύνεσιν και σοφίαν των θείων Γραφών και ούτως ελάφρυνε τας οδύνας της. Το δε άγριον και απάνθρωπον εκείνο θηρίον, ο βασιλεύς, ιδόν ότι δεν εδειλίασε τοσαύτας βασάνους, προστάσσει να την δέσωσιν εις τροχόν· και ευθύς εγένετο έργον ο λόγος του, γυρίζων δε ο τροχός δια τινος μηχανής συνέτριψε τα οστά της Αγίας, τα νεύρα και οι αρμοί ετανύοντο και όλη, φεύ! Η πλάσις του σώματος μετετοπίσθη από την φυσικήν αρμονίαν και έμεινεν ελεεινόν θέαμα. Η δε Μάρτυς πάλιν επεκαλείτο εκείνον, όστις ηδύνατο να την βοηθήση εν καιρώ θλίψεως και να την λυτρώση από τας χείρας των εχθρών, ταύτα λέγουσα· «Θεέ θεών, ο Κύριος των δυνάμεων, ο Θεός της σωτηρίας μου, η υπομονή, η καταφυγή μου και δύναμις, η ελπίς της ψυχής μου και σωτηρία μου, μη μακρύνου απ’ εμού, ότι εξέλιπεν εις οδύνην η ζωή μου, εκολλήθη εις γην η γαστήρ μου «και τα οστά μου ωσεί φρύγιον συνεφρύγησαν» (Ψαλμ. ρα:4) και δος μοι βοήθειαν εν ώρα θλίψεως «ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν (Ψαλμ. ιζ: 33). Ταύτα προσευξαμένης της Αγίας, ω ταχείας επισκοπής! Ω οξυτάτης λυτρώσεως! Ευθύς ευρέθη αύτη ελευθερωμένη εξ εκείνου του χαλεπού μηχανήματος και ίστατο έμπροσθεν του δικαστού υγιής εις όλον το σώμα άνευ ουδενός σημείου πληγής ή καύματος πυρός εις τας σάρκας της. Αλλ’ αυτός ο τετυφλωμένος δεν ηδυνήθη να αισθανθή την θαυματουργίαν της θείας δυνάμεως, μεμεθυσμένος από την ας΄ρβειαν και μανίαν και σκότος περικείμενος· όθεν εκρέμασε πάλιν αυτήν εις το ξύλον και με όνυχας σιδηρούς την κατέσχιζαν.
Η δε Αγία προσηύχετο και ευθύς ήλθεν εξ ύψους βοήθεια, ητόνησαν οι δήμιοι και αύτη ίστατο ουδέ ποσώς οδυνωμένη. Απορών δε ο ηγεμών ηγείρετο πολλάκις από τον θρόνον του με πολλήν οργήν και θυμόν, μη γνωρίζων τι να πράξη. Ο διάβολος όμως, όστις του ωμίλει κρυφίως, του ενεθύμισε να κόψη τους μαστούς της Αγίας. Αύτη η τιμωρία είναι χαλεπή και δριμυτάτη, ακροαταί, διότι εις το μέρος αυτό είναι μάλιστα καθιδρυμένη και ερριζωμένη η καρδία. Αλλά η Μάρτυς, έχουσα μεγαλύτερον πάθος εις την καρδίαν δια τον έρωτα του Χριστού, κατεφρόνησε του μικρού και ελάσσονος. Ο δε τύραννος, ιδών ότι και ταύτην την χαλεπωτάτην βάσανον υπέμεινεν η Οσία, ηγωνίζετο ο αλιτήριος να νικήση την υπερβολήν της καρτερίας με την υπερβολήν των κολάσεων· όθεν ανέσπασεν αυτής όλους τους οδόντας και τους όνυχας. Η δε Αγία, ως να μη ησθάνετο πόνον τινά, ηυχαρίστει θερμότερον τον Κύριον, διότι ηξιώθη να γίνη συγκοινωνός αυτού εις τα Πάθη, ενύβριζε δε και τους θεούς του τυράννου, σκότος αυτούς και πλάνους και δαίμονας και απώλειαν ψυχής ονομάζουσα. Ταύτα μη υποφέρων να ακούη ο δικαστής (επειδή εις τους ασθενείς οφθαλμούς είναι μισητόν το φως το γλυκύτατον) κελεύει να ανασπάσωσι την γλώσσαν της Αγίας από την φάρυγγα. Η δε Μάρτυς ουδόλως εδειλίασε την τιμωρίαν ταύτην, μόνον εζήτησεν ολίγην διορίαν δια να αποδώση την πρέπουσαν προσευχήν με το όργανον της φωνής και να δοξάση τον Κύριον. Ευχαριστήσασα λοιπόν τον Θεόν εποίησε δέησιν εις αυτόν όπως την αξιώση να επιστέψη με ένδοξον τέλος το Μαρτύριόν της και όσοι ασθενείς την επικαλεσθώσιν εις βοήθειαν, να τους δίδη την θεραπείαν ως ιατρός παντοδύναμος.
Ταύτα της Αγίας προσευξαμένης, ήλθε φωνή ουρανόθεν μαρτυρούσα την αποδοχήν των αιτημάτων της, ήτοι ότι θα γίνη το θέλημά της καθώς εζήτησε. Τότε η Μάρτυς ακούσασα την θείαν φωνήν εχάρη και λέγει εις τον δήμιον να τελέση το προσταττόμενον, εκείνος δε έκοψεν, οίμοι! με σίδηρον την θεολόγον εκείνην γλώσσαν, την φθεγγομένην τα θεία λόγια. Έτρεχον λοιπόν τα αίματα και εκοκκίνισαν τα ιμάτια της αμώμου νύμφης του Χριστού, ήτις από τον πόνον ολιγοψυχήσασα εζήτησεν ύδωρ και της το έδωκεν ευσεβής τις και ενάρετος Χριστιανός ονόματι Κύριλλος, όστις δια την μικράν αυτήν καλωσύνην του ψυχρού ποτηρίου απολαμβάνει αντιμισθίαν παρά Θεού τον στέφανον της αθλήσεως. Διότι μανθάνων ο Πρόβος, ότι ελυπήθη την Αγίαν και της έδωκεν ύδωρ, προσέταξε να κόψωσι τας κεφαλάς και των δύο και ούτως ετέλεσαν τον δρόμον του Μαρτυρίου αμφότεροι. Έμεινε δε ερριμμένον ημέρας τινάς το λείψανον της Οσίας χωρίς ουδόλως να εγγίση εις αυτό πετεινόν ή θηρίον από θείαν νεύσιν και βούλησιν. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και θείος Άγγελος ουρανόθεν καταπέμπεται να αποδώση εις την διδάσκαλον αυτής Σοφίαν το άγιον λείψανον, η οποία προσηύχετο από την ώραν που έλαβον από τας αγκάλας της την Αναστασίαν και εδέετο προς τον Κύριον να την ενδυναμώνη έως τέλους, να μη νικηθή από κολακείας ή να δειλιάση τα κολαστήρια και ζημιωθή των στεφάνων. Ούτω λοιπόν προσευχομένη της Σοφίας μετά θερμών δακρύων και εξ όλης ψυχής, εφάνη εις αυτήν Άγιος Άγγελος, αφού ετελείωσεν η Αγία και απήλθεν εις τον ουράνιον θάλαμον να αγάλλεται αιώνια, όστις αναγγέλλει εις αυτήν το ποθούμενον τέλος της Οσιομάρτυρος Αναστασίας, το ευκταιότατον μήνυμα και ήδιστον και γλυκύτατον εις αυτήν άκουσμα· έτι δε και οδηγός αυτής γίνεται και της έδωκε το ποθεινότατον εις αυτήν και σεβάσμιον της Μάρτυρος λείψανον, εις το οποίον περιχυθείσα η μακαρία Σοφία και καταφιλούσα αυτό με θερμά δάκρυα και πολλήν αγαλλίασιν, έλεγε ταύτα:
«Ποθεινόν μου και πολυέραστον τέκνον, το οποίον ανέθρεψα καλώς με κόπον πολύν, με ησυχίαν και άσκησιν, ευχαριστώ σοι, ότι δεν κατεφρόνησας τας επαγγελίας, δεν ηστόχησας τας νομοθεσίας, ουδέ παρείδες τας εντολάς, αλλά εφύλαξας τας υποσχέσεις και παρέστης εις Χριστόν τον Νυμφίον σου περιβεβλημένη παρθενίας ιμάτιον, πεποικιλμένη με του Μαρτυρίου τα στίγματα και εστολισμένη με στέφανον εκ λίθων τιμίων, τώρα δε κατοικείς εις τόπον σκηνής θαυμαστής, εις τον οίκον της δόξης Κυρίου και συν Αγγέλοις ευφραίνεσαι. Δια τούτο παρακαλώ σε, φιλτάτη μου θύγατερ και πνευματική μητέρα μου, γενού μοι της προσκαίρου ταύτης ζωής καλή γηροτρόφος και μεσίτις άμα και πρέσβυς προς τον Δεσπότην μας να με αξιώση της ουρανίου Βασιλείας του». Αυτά και έτερα λέγουσα η φιλόπαις και φιλόθεος Σοφία ενηγκαλίζετο και καταφίλει το τίμιον λείψανον, αλλά δεν ηδύνατο να το εγείρη δια το γήρας· όθεν, ενώ εσυλλογίζετο περί τούτου, εφάνησαν αίφνης δύο άνδρες εις το είδος και τον τρόπον αιδέσιμοι, οίτινες ήγειραν το σεβάσμιον εκείνο και ιερλωτατον λείψανον και το επήγαν μετά της Σοφίας εις την Ρώμην και το απέθεσαν εντός αυτής λαμπρώς και εντίμως εις δόξαν Θεού Πατρός και Κυρίου Ιησού Χριστού, μεθ’ ου τιμή και κράτος, συν Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.