Σάββατο 20 Αυγούστου 2022

ΤΑ ΔΎΟ ΚΑΝΤΗΛΑΚΙΑ..

Ὅ,τι κι ἄν ἔκανε μια μάνα γιά τό παιδί της αὐτό πήγαινε στά χαμένα. Ὅσες προσπάθειες κι ἄν ἔκανε νά τό φέρει στό δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἤτανε ἄκαρπες. Ἄσπρο ἡ μάνα, μαῦρο ὁ γιός.
Κι ὅσο ἔβλεπε νά βγαίνουν ἀπ’ τά χέρια της, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, παιδιά ὑπέροχα, ἔξυπνα, χρήσιμοι ἄνθρωποι στήν κοινωνία, παιδιά περήφανα πού τήν εἴχανε δασκάλα, καί τό δικό της τό μοναδικό παιδί, πού τοῦ ἀφοσιώθηκε ὁλότελα σάν ἔμεινε χήρα, νά μήν ἀποφασίζει γιά κάτι, τῆς ἐρχότανε τρέλα.
Ἡ παρέα του ἔβαλε κατά νοῦ νά ξεθεμελιώσει καί νά ρημάξει κράτος, ἠθική, θρησκεία, πατρίδα.
Ἔλα τώρα ἐσύ μάνα, πού γαλουχήθηκες καί γαλούχησες γενεές γενεῶν μέ ὅ,τι ὡραιότερο ὑπάρχει σέ οὐρανό καί γῆ, νά συμφωνήσεις μέ τό παιδί αὐτό.
Μέρες, ἑβδομάδες, μῆνες ἔλειπε ἀπό τό σπίτι, χωρίς σημάδια ζωῆς. Κι ἡ μάνα, ἄχ, αὐτή ἡ μάνα!
Ποιός θά γράψει ποτέ τούς πόνους, τούς μόχθους, τά δάκρυα αὐτῶν τῶν μανάδων, πού δέν βλέπουν καμιά προκοπή, καμιά λαχτάρα στά παιδιά τους!
Οἱ ἄλλες πού δικαιώνονται, χορταίνουν τουλάχιστο μέ τούς ἐπαίνους καί τά συχαρίκια τῶν συγγενῶν.
Ἡ μάνα λοιπόν περίμενε. Πάντα περίμενε μιά ἀλλαγή. Ἡ προσευχή της, τό λιβάνι πού ἔκαιγε, τό καντηλάκι πού ἄναβε, ἦταν ὅλα, μά ὅλα γι’ αὐτό τό παιδί.
Ὅταν ἦρθε ὁ καιρός του νά πάει στρατιώτης, ἀναθάρρησε ἡ μάνα. Ἴσως ἐδῶ βρεῖ τόν ἑαυτό του, εἶπε.
Αὐτός ὅμως παρουσίασε πιστοποιητικό ψυχιάτρου καί πῆρε ἀναβολή.
Καί νά βλέπει η μάνα τίς ἐπιτυχίες τῶν ἄλλων παιδιῶν, τά πτυχία, τίς ὑποτροφίες καί τό δικό της παιδί χαμένο στίς ἰδέες του, τίς μηδενιστικές, τίς καταστροφικές.
Κι αὐτή ἐκεῖ, καντήλι καί θυμίαμα, λάδι καί δάκρυ. Σημάδια ἔκανε τό πάτωμα.
Κάποτε παρουσιάσθηκε στό σπίτι, γιατί πῆρε τήν ἀπόφαση νά πάει στρατιώτης. «Καλό σημάδι» εἶπε μέσα της ἡ μάνα.
Πέρασε ὅλη τήν θητεία του σέ φυλάκιο τοῦ Ἕβρου. Δέν ἦρθε νά τή δεῖ οὔτε μιά φορά. Κι ἡ μάνα δέν ἄφησε τό εἰκονοστάσι χωρίς λάδι καί δάκρυ οὔτε ἕνα βράδυ.
Κάποτε ἀπολύθηκε. Μάϊο μήνα ἦρθε ἴσια στό σπίτι.
Χαρούμενος, κεφάτος, σά νά μήν ἔλειψε οὔτε μιά μέρα.
Τῆς ζήτησε χρήματα νά πάει λίγες μέρες στή θάλασσα μέ κάτι φίλους. Τοῦ ἔδωσε ἀμέσως.
Ἔνιωθε νά παλεύει η μάνα μέ κάποιον στῆθος μέ στῆθος. Κι’ αὐτός ὁ κάποιος δέν ἦταν τό παιδί της.
Ἦταν τό πνεῦμα τοῦ κακοῦ πού ἔπρεπε νά τό νικήσει τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Πέρασαν δέκα μέρες κι ὅλη ἡ παρέα γύρισε. Γύρισαν χαρούμενοι.
Εἴπανε τά νέα τους, φάγανε, ἤπιανε καφέ καί τότε ὁ γιός τῆς τῆς φέρνει ἕνα δέμα.
– Μάνα, σοῦ ἔφερα ἕνα δῶρο. Εἶπα νά μήν ἔρθω μέ ἄδεια χέρια αὐτή τή φορά. Ἄνοιξέ το νά δοῦμε ἄν σοῦ ἀρέσει.
– Δῶρο ἀπό σένα, ἀγόρι μου, καί δέν θά μοῦ ἀρέσει; Καί μόνο πού μέ σκέφτηκες φτάνει.
– Ἄνοιξέ το, λοιπόν…
Ἡ μάνα παίρνει τό δέμα καί τό ἀνοίγει. Μόλις ἀντίκρισε τό δῶρο πάγωσε. Τά δάκρυά της αὐλάκωσαν τά μάγουλά της.
Ἦταν ἕνα πανέμορφο καντηλάκι, σπάνιας τέχνης.
– Μάνα, σ’ ἔβλεπα πρωΐ καί βράδυ νά ἀνάβεις τό καντήλι καί ἤξερα, ἤμουνα βέβαιος πώς τό ’κανες γιά μένα.
Στή σκέψη μου, στή θύμησή μου, σ’ ἔφερνα πάντα μπροστά στό καντηλάκι.
Τίποτε δέν μοῦ ξέφευγε ἀπ’ ὅσα ἔκανες, ἀπ’ ὅσα ὑπέφερες. Κάποιο μέρος ἤθελα νἄχω σ’ αὐτή σου τή λαχτάρα.
Ἄντε λοιπόν, σήκω.
Ἔλα μπράβο, βάζω τό καντηλάκι, βάζεις τό λάδι καί τό… δάκρυ!…. Μά σοῦ ’φερα ἕνα ἀκόμη ἀκόμη δῶρο. Ἄνοιξέ το!
… Πῆρε ἡ μάνα τό δεύτερο δῶρο, τό ἀνοίγει καί τί νά δεῖ! Ἕνα καντήλι!
– Κι ἄλλο παιδάκι μου; Δίδυμα ἤτανε;
– Αὐτό γιά τό σαλόνι. Φωνάξαμε τόν πατέρα Γρηγόριο νά κάνει ἁγιασμό καί βρῆκε τό σαλόνι χωρίς καντήλι.
Ξέρεις πόσο ντροπιάστηκα;
Ὁλόκληρο σαλόνι χωρίς καντήλι;
Μάνες ἀγρότισσες, μάνες νησιώτισες, μάνες πολίτισες, Βορειοηπειρώτισες. Μάνες πού τά παιδιά σας γέμισαν τήν ποδιά σας μέ πτυχία, μέ διπλώματα κι ἐσεῖς οἱ ἄλλες, πού πασχίζετε μαζί μέ μένα γιά νἄβρουν τά παιδιά σας μιά θέση στόν ἥλιο…
Καί σεῖς πού πιστεύετε, καί σεῖς πού δέν πιστεύετε, πάρτε τό λάδι καί τό δάκρυ σας κι ἐλᾶτε νά ἀνάψουμε ὅλες μαζί τό καντηλάκι πού ἔφερε ὁ γιός μου.
Ἀφῆστε ὅλους αὐτούς, πού θέλουν τάχα νά προστατέψουν τά παιδιά μας ἀπό ἀρρώστιες κι ἀρχίζουν νά διαφημίζουν στήν τηλεόραση ἀνομολόγητους τρόπους, ἐλᾶτε λέω, νά γονατίσουμε καί νά ζητήσουμε ἀπ’ τόν Θεό νά σώσει τά παιδιά μας.
Λάδι καί δάκρυ χρειάζονται τά παιδιά μας. Μέ λάδι καί δάκρυ δέν χάνονται ποτέ!
(Φανῆς Μήτσου Θεοδωρίδου «Ζωντανές Ἱστορίες»)

Σάββατο 30 Ιουλίου 2022

Μνήμη της Αγίας Θεοδότης και των τέκνων αυτής (29 Ιουλίου)


Σήμερα τιμούμε τη μνήμη της αγίας Θεοδότης και των τριών υιών της, που αναδείχθηκαν παράδειγμα αγίας οικογένειας και έγιναν υποδείγματα ηρωισμού και ακλόνητης πίστης.
Η Αγία Θεοδότη, που καταγόταν από τη Νίκαια, έζησε κατά τους χρόνους της εικονομαχίας και πέρασε μια ζωή δύσκολη, αφού είχε χάσει το σύζυγό της και απέμεινε απροστάτευτη χήρα με τρία ορφανά αγόρια. Ανέθρεψε τα παιδιά της με χριστιανική παιδεία και τα δίδαξε να σέβονται και να είναι αφοσιωμένα στην ορθόδοξη παράδοση, κάτι που για την εποχή εκείνη του πολέμου κατά των ιερών εικόνων, ήταν δύσκολο και επικίνδυνο.
Τόσο η ίδια, όσο και οι τρεις γιοι της, αγωνίστηκαν με σθένος κατά των εικονομάχων, με αποτέλεσμα να συλληφθούν και να οδηγηθούν στο μαρτύριο. Έτσι, με την αγωνιστικότητα και σταθερότητα στο ορθόδοξο φρόνημα απέκτησαν επάξια τους στεφάνους της βασιλείας του Θεού, παραμένοντας στο αγιολόγιο της Εκκλησίας και στη συνείδηση των πιστών Χριστιανών.
Του Επισκόπου Μεσαορίας Γρηγορίου

Η Αγία Χρυσή της Εορδαίας και οι εμφανίσεις της Αγίας Παρασκευής

– Ό,τι πει η Αγία Παρασκευή, θα σας το πω! 

 Στην περιοχή της Εορδαίας τον εικοστό μόλις αιώνα, στις ημέρες μας, διέλαμψε η οσία κτητόρισσα του Μοναστηριού της Αγίας Παρασκευής, Χρυσή, η ταπεινή και απλοϊκή χήρα από το χωριό Παλαιοχώρι-Φούφα, η γνωστότερη στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας «Μπάμπω-Ρύσσω», δηλαδή «Γιαγιά-Χαρίσω». 
Αυτή γεννήθηκε το 1877 και το επώνυμό της ήταν Πέτρου-Κύπτη. Ήταν πτωχή μα τίμια γυναίκα που την αξίωσε ο Θεός μετά από γάμου κοινωνία να αποκτήσει τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια, το Σταύρο, τον Τρύφωνα και το Θεόδωρο καθώς και μια κόρη, την Ελένη.

Υπάκουη στην Άγια Παρασκευή

  Αυτή την ενάρετη Χρυσή με τη σταθερή προσήλωση στις έλληνορθόδοξες παραδόσεις διάλεξε στήν ηλικία των πενηνταέξη της χρόνων ή Αγία Όσιομάρτυς Παρασκευή, για νά την καταστήσει πιστή τις θεραπαινίδα.

 Αυτήν έπέλεξε ή θαυματουργή Αγία, για νά φανερώσει τον κρυμμένο στη γη πνευματικό θησαυρό του παλιού Μοναστηριού της με τήν πήλινη εικόνα της και αλλα τιμαλφή άντικείμενα. Χίλια εξακόσια χρόνια, όπως, τής είπε, αυτά κρύβονταν θαμμένα στους λαγάνες τής γης, στη θέση «Βακούφικα», εκεί πού οι ποιμένες έβοσκαν τα ποίμνιά τους ανάμεσα στά χωριά Φούφα και Μηλοχώρι.

  Ό πανδαμάτορας χρόνος, οί φυσικες καταστροφές καί οί επιδρομές ληστών είχαν μετατρέψει τό Μοναστήρι τής Άγιας Παρασκευής σέ έρείπια και αυτά ήταν χωσμένα μεσα στή γή από τήν επισώρευση ογκολίθων καί χωμάτων. Όταν τελείωσε τις αποκαλύψεις, προς την Γερόντισσα Χρυσή ή Αγία Παρασκευή την προσέταξε να βοηθήσει στην εύρεση αυτού τού θησαυρού ή ταπεινή Γερόντισσα έσκυψε το κεφάλι, όπως ή Παναγία μας εμπρός στον Αρχάγγελο Γαβριήλ, και της ειπε «Γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου» (Λουκ. Α ΜΗ).

  Αξίζει εδώ νά σημειωθεί ότι ό δεύτερος γιοςτης Χρυσής, ό Τρύφωνας, είχε τυφλωθεί, άλλά ή μητέρα του πίστευε ακράδαντα στό Θεό, ότι θά θεραπευτεί. Πήγε, λοιπόν, στη στη θέση «Βακούφικα», εκεί πού σήμερα είναι κτισμένο τό Μοναστήρι τής Αγίας Παρασκευής, καί όπου υπήρχε άπό παλιά άγιασμα αγνώστου ως τότε Αγίου καί γέμισε ένα κανατακι. Τό έφερε στο καλύβι της καί είπε στη νύφη της, τή γυναίκα του Σταύρου, ότι επειδή εκείνη θά ήταν στην Εκκλησία λόγω Κυριακής, να ρίξει στον Τρύφωνα, για να πλυθεί από το νερό πού έφερε, όταν εκείνος ξυπνήσει.

Όταν πράγματι ξύπνησε αύτός και τού έριξε ή νύφη του νερό, για να πλυθεί, αμέσως άρχισε να φωνάζει:
– Βλέπω, βλέπω!

Το ίδιο βράδυ παρουσιάσθηκε ή Αγία Παρασκευή στον ύπνο τής Γερόντισσας Χρυσής και τής είπε:
-Εγώ θεράπευσα το γιό σου, τον Τρύφωνα. Γι` αυτό θέλω νά πας στον Πρόεδρο τού χωριού σου , νά σού δώσει εργάτες, νά σκάψεις και νά βρεις τά θεμέλεια τής Εκκλησίας μου, πού είναι θαμμένη στη γή.

Υποχρεωμένη καθώς ήταν ή Γερόντισσα στη γιάτρισσα τού γιου της, πήγε τό επόμενο πρωί με φόβο και σεβασμό, και επισκέφτηκε τον Ιερέα τού χωριού π. Ευάγγελο, καθώς και τόν Πρόεδρο τού Παλαιοχωρίου – Φούφα Θωμά Κ. και τούς εξιστόρησε την επίσκεψη.

Για τίς αποκαλύψεις της Αγίας Παρασκευής

  Πηγε και στους δύο, για νά τούς πιέσει μαζί να άναλάβουν πρωτοβουλία, νά καλέσουν τούς κατοίκους τού χωριού σε παγγενιά, ώστε νά πραγματοποιήσουν αυτά πού τής περιέγραψε η Αγία. Με δόση, όμως, πειθώ και αν προσπάθησε ή πτωχή και πονεμένη χήρα νά τούς περιγράψει αυτά πού τής είπε ή Αγία Παρασκευή αυτοι δεν πίστεψαν. Μάλιστα ό Πρόεδρος την ειρωνεύθηκε λέγοντας:

-Γιατί δεν φανερώθηκε σ εμένα ή Αγία που έχω οικονομική επιφάνεια μεγάλη και εξουσία, αλλά παρουσιάσθηκε σ’ εσένα την άσημη και πτωχή; ’Έκανε λάθος επιλογή. Άμα θέλει ή Αγία ας έλθει σ εμένα!

 Μετά άπο αύτή την άρνηση ή Γερόντισσα επέστρεψε στήν καλύβη της ντροπιασμένη και ταραγμένη. Φοβόταν μήπως την περάσουν τρελή ή φαντασιόπληκτη!

 Τό επόμενο βράδυ ή Αγία Παρασκευή ξαναεπισκέφθηκε τή Γερόντισσα.
Άνοιξε τά παραθυρόφυλλα και της παρουσιάσθηκε. Εκείνη με συντριβή έσκυψε και έβαλε με ταπείνωσή κεφάλι της ανάμεσα στα πόδια της Αγίας περιμένοντας νέες της οδηγίες. Ή Αγία με επιτακτικό τρόπο της ζήτησε να ξαναπάει στον Πρόεδρο του Φούφα, ό όποιος και πάλι την ειρωνεύτηκε.
 Ξανά, γιά τρίτη φορά, παρουσιάστηκε ή Αγία Παρασκευή στη Γερόντισσα και την προσέταξε αυτή τή φορά νά πάει στον Πρόεδρο του Μηλοχωρίου, τό Μπάρμπα-Ζάχο Μπαλαχτζή. Ύπακούοντας ή Γερόντισσα πήγε του εξιστόρησε
αυτά που είχε ζήσει τις τελευταίες ήμερες και τον πήγε στήν περιοχή που της είχε υποδείξει ή Αγία με λεπτομέρειες εκείνος, παρακινούμενος άπό θεία έμπνευση, υποσχέθηκε να την βοηθήσει, γιά να αποκαλυφθούν τάιερά αντικείμενα άπό τό κατεστραμμένο Μοναστήρι.

Εκπλήρωση επιθυμίας – Ανακάλυψη του μοναστηριού και της εικόνας

Η Γερόντισσα τούς είπε ότι εάν δεν βρεθεί τίποτα και τους κουράσει χωρίς αποτέλεσμα, δεχόταν να την αποκεφαλίσουν και να τη θάψουν στο μέρος της ανασκαφής. Ορισμένοι ετοίμαζαν ξύλα, για να την κτυπήσουν για τα μυθεύματα και τις φαντασιώσεις της

 Η Γερόντισσα Χρυσή μαζί με τον Πρόεδρο του Μηλοχωρίου, το Μπάρμπα-Ζάχο Μπαλαχτζή πήγαν πρώτα στο Μητροπολίτη Πτολεμαΐδος Ιωακείμ και μετά στην αστυνομία. Από τον πρώτο εξασφάλισαν την ευλογία για τις ενέργειές τους και από τη δεύτερη την άδεια ανασκαφής. Την επόμενη αμέσως ημέρα χωρίς χρονοτριβή μαζί με άλλους Μηλοχωρίτες μετέβησαν στο σημείο που είχε υποδείξει η Αγία Παρασκευή και άρχισαν να σκάβουν. Με λεπτομέρεια η Αγία είχε υποδείξει την ακριβή οριοθέτηση του παλιού Καθολικού του Μοναστηριού με τα ιερά αντικείμενα κοντά σε μια ανθισμένη τριανταφυλλιά, ανάμεσα στα βάτα. Η περιοχή βρίσκεται στους πρόποδες βουνού που από πίσω του βρίσκεται η Κλεισούρα με το Μοναστήρι της Παναγίας μας, στο οποίο ασκήτεψε η γειτόνισσα Οσία Σοφία.

 Η έκταση τού Μοναστηριού και τού Αγιάσματος ήταν ιδιοκτησία ενός Οθωμανού πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών. Αυτός είχε πραγματικά τιμωρηθεί από την Αγία για ασέβεια του, γιατί είχε περιφράξει τό άγιασμα ώστε να μήν πηγαίνουν οί Χριστιανοί καί του χαλούν τον κήπο. Τότε παρουσιάσθηκε ή Αγία Παρασκευή καί τον απείλησε ότι θά τον τιμωρησει αν δεν ανοίξει τό άγιασμα γιά τούς Χριστιανούς, πράγμα τό οποίο έγινε. Τότε εκείνος αναγκάστηκε νά ανοίξει γιά τούς Χριστιανούς τό άγιασμα.

 Στις άρχές ή τά μέσα Ιουνίου του 1932 σύσσωμοι οι κάτοικοι τού Μηλοχωριου μαζί μέ τόν Ιερέα τους π. Παναγιώτη Παπαδόπουλο, ό όποιος προπορευόταν, και μέ τους νέους πού κρατούσαν εξαπτέρυγα, λαμπάδες θυμιατά, ανηφόρισαν το δρόμο προς τον Αγιασμένο λόφο. Ή Γερόντισσα Χρυσή πήγαινε πρώτη σκυφτή και αμίλητη, άλλά νοερά προσευχόμενη, και έδειχνε τον δρόμο, μέχρι πού

Έφτασαν στά διακριτικά σημεία πού της είχε υποδείξει ή Αγία, την τριανταφυλλιά ανάμεσα στα βάτα. Εκεί χάραζε μόνη της τά όρια της η ανασκαφής μέ τό δεξί της πόδι μπροστά στις σταυροκοπούμενες γυναίκες και τούς προσευχομένους γέροντες. Δεν έλλειπαν, βέβαια, και κάποιοι υλιστές και ορθολογιστές, οι όποιοι ειρωνεύονταν και διασκέδαζαν σέ βάρος της δυστυχισμένης, καθώς έλεγαν, Χαρίσως. Ορισμένοι, μάλιστα, ετοίμαζαν και ξύλα, γιά να την κτυπήσουν γιά τά μυθεύματα και τις φαντασιώσεις της.

Ξαφνικά, ω του θαύματος, σκάβοντας με τη σκαπάνη σε βάθος ενάμισυ έως δύο μέτρων αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια παλαιού Ναού με δύο εισόδους. Μέσα σ’ αυτόν τον Ναό βρέθηκε μια πλάκα κεραμικού που σχημάτιζε με την αγγειοπλαστική τέχνη το περίγραμμα της μορφής της Αγίας Παρασκευής, δύο ασημένια βυζαντινά νομίσματα και δεκαπέντε πήλινα αγγεία. Από αυτά έχει διασωθεί μόνο μέρος της κεραμικής πλάκας χωρίς τη μορφή της Αγίας.

Μετά από το ιστορικό αυτό γεγονός για τους πιστούς της Δυτικής Μακεδονίας κλήρος και λαός κατάλαβαν ότι δίπλα τους είχαν έναν άνθρωπο του Θεού, μια θεραπαινίδα της Αγίας Παρασκευής και όχι μόνο δεν την ειρωνεύονταν και δεν την περιγελούσαν, αλλά και την τιμούσαν ιδιαιτέρως.

 Ή Γερόντισσα Χρυσή φάνταζε στα μάτια τους ώς ιερή καί αγία φυσιογνωμία καί θαύμαζαν την πίστη της. Πήρα πρότυπο όλων καί πρόσωπο σεβαστό, πού είχε τή δύναμη να παρακαλεί τό Θεό, για όλους τούς ασθενείς καί ανήμπορους. Καί ως πρότυπο έπρεπε όχι μόνο να είναι παράδειγμα προς μίμηση, άλλά να ομιλεί προσευχητικά με τον Θεό μας και να ομιλεί στους άλλους για το Θεό.

 Γιά να ομιλεί συνεχώς στο Θεό μας πήρε τη μεγάλη απόφαση να του δοθεί ολοκληρωτικά να εγκαταλείψει τά εγκόσμια και να αφοσιωθεί στη διακονία του Ναού της Αγίας Παρασκευής, ώς γνήσια θεραπαινίς της. Με πρωτοβουλία της Γερόντισσας και συνδρομές των ευσεβών κατοίκων της περιοχής κτίστηκε νέος Ναός της Αγίας Όσιομάρτυρος Παρασκευής πάνω στά θεμέλια του παλαιού καί πέντε-έξη δωμάτια, γιά τη ίδια και γιά τους προσκυνητές
 
Τα θαύματα και οι ιάσεις που γίνονταν έκτοτε στον τόπο αυτό, αλλά και η ασκητική και οσιακή πολιτεία της Γερόντισσας Χρυσής έγιναν γνωστά στα χωριά της Φλώρινας, της Καστοριάς, της Κοζάνης. Σε όλη τη Δυτική Μακεδονία ξαπλώθηκε η φήμη του Μοναστηριού της Αγίας Παρασκευής και της θεραπαινίδος και κτητόρισσάς του, της Οσίας Χρυσής. Ακόμη και στην Αττική και στην Πελοπόννησο μέχρι τη Βουλγαρία, την Τουρκία και την ηρωοτόκο μας Κύπρο, μιλούσαν γι’ αυτό και θαύμαζαν την παρρησία της Γερόντισσας προς το Θεό και την Αγία Παρασκευή.

Με τα νάματα του αγιάσματος της Αγίας Παρασκευής και τις ικεσίες της Οσίας Χρυσής καθημερινά γίνονταν και εξακολουθούν να επιτελούνται πολλά θαύματα. Τυφλοί αναβλέπουν, χωλοί περιπατούν, τρελοί σωφρονίζονται, παράλυτοι εγείρονται και νόσοι ανίατοι διώκονται.


Άλλες θαυμαστές θεραπείες

Από ολική τύφλωση θεραπεύθηκε και ή γριά του Μηλοχωρίου, ή κ. Αγάπη Κ. Κούση. Η κ. Βασιλική Σταύρου από την Καστοριά με παράλυτα χέρια, καθώς κατέβαινε από τό βουνό, γιά νά έλθει στο Προσκύνημα, έδειξε την Εκκλησία με τό παράλυτο χέρι, πού από εκείνη την στιγμή θεραπεύθηκε. Μάλιστα ώς ευχαριστήριο έστειλε στο Μοναστήρι μια φορητή αγιογραφημένη εικόνα της Αγίας Παρασκευής.
Ένα άλλο άλαλο κορίτσι από την Καστοριά το έφεραν στην Όσια. Εκείνη τό σταύρωσε, προσευχήθηκε και βρήκε τη λαλιά του. Ό πατέρας της πού ήταν στην Αμερική από ευγνωμοσύνη τότε έστειλε έμβασμα για τό χτίσιμο τού Μοναστηριού.

Ομιλούσε μέ την Αγία Παρασκευή

 Η ασκητική Γερόντισσα Χρυσή, όταν δυσκολευόταν τά τελευταία χρόνια της ζωής της νά μετακινηθεί, συχνά έλεγε στους οικείους της: Ήλθε ή Αγία Παρασκευή! Πρέπει νά μέ πατε στο Ναό, όπου μέ περιμένει.

 Οί δύο αφανείς και ταπεινές ασκήτριες, ή Σοφία της Κλεισούρας και ή Χρυσή της Εορδαίας, γνωρίζονταν, αφού τά Μοναστήρια τους είναι πολύ κοντά τό ένα στο άλλο και τά χωρίζει ένα βουνό. Στις γιορτές των Μοναστηριών ο αντάλλασαν επισκέψεις γιά προσκύνημα. Οί ντόπιοι λέγουν ότι ή χάρη της Όσιας Χρυσής μετά την κοίμησή της επισκίασε την Όσια Σοφία της Κλεισούρας.

 Ή δυνατότητα της Όσιας Χρυσής να γνωρίζει τα μύχια των καρδιών των προσκυνητών περιγράφεται από πολλούς έξ αυτών. Όταν κάποιος έβαζε κακό λογισμό γι’ αυτήν, ή Όσια τόν άφηνε μπροστά στην εικόνα της Αγίας Παρασκευής, ενώ εκείνη αποσυρόταν. Όμως τόζητούμενο από τον πιστό δεν εύρισκε την πραγμάτωσή του από την Αγία Παρασκευή, γιατί τούς βάραινε ό κακός λογισμός γιά τή θεραπαινίδα της. Γιά να γινόταν θαύμα έπρεπε πρώτα νά ζητήσουν συγγνώμη από την Όσια, τότε μόνο άκουγε τά αιτήματα τους ή Αγία Παρασκευή καί άνταποκρινόταν με την μαρτυρική της παρρησία στον Κύριό μας.

Όταν πήγαιναν άνύπανδρα κορίτσια και τήν παρακαλούσαν νά προσευχηθεί, γιά να αποκατασταθούν, εκείνη απαντούσε:
– Ό,τι πει ή Αγία Παρασκευή, θα σάς τό πώ!
Καί πράγματι πολλά κορίτσια βρήκαν το σύντροφό τους καί δημιούργησαν ευλογημένες οικογένειες. Ή Όσια μεσίτευε στήν Παναγία μας, στήν Αγία Παρασκευή, στον “Άγιο Γεώργιο Σε πολλούς άλλους Αγίους, πού δεν της χαλούσαν χατίρι.

Προορατικό χάρισμα
Γιά την καθαρότητα τού βίου της, άλλά και ασκητικά της κατορθώματα απέκτησε πλούσια την Χάρη τού Παναγίου Πνεύματος. Είχε προικισθεί με το χάρισμα της διορατικότητας. Έβλεπε την τραγωδία πού θα ενέσκηπτε τού εμφυλίου πολέμου και θρηνούσε. Έκλαιγε, γιατί η απιστία και ό εγωισμός θα έφερναν συμφορές στον τόπο, όπως πράγματι συνέβη, αφού μόνο στη Φουφά καταμετρήθηκαν είκοσι δύο θύματα.

Ποιο χέρι να φιλήσουμε;
Η Α. Β. διηγήθηκε ότι, όταν ήταν σε ηλικία δώδεκα ετών ερχόταν από την Κλεισούρα με τή μητέρα της, τον αδελφό της, πού τότε υπηρετούσε στρατιώτης, καί ένα συστρατιώτη φίλο του. Όταν έφθασαν ψηλά στο βουνό, στο σημείο πού γίνεται ορατό τό εκκλησάκι της αγίας Παρασκευής, ή μητέρα της είπε στά παιδιά:
-Όταν φθάσουμε στήν Αγία Παρασκευή, να φιλήσετε τό χέρι της Μπάμπω.
Τότε ο αδελφός της είπε στη μητέρα του: Ποιό χέρι νά φιλήσουμε; Αυτό πού είναι άπλυτο και μαύρο και βρωμά;
Η μητέρα τους τότε τον μάλωσε.
Όταν έφθασαν στήν Εκκλησία ή Μπάμπω, καθόταν κάτω από μια ακακία. Ή μητέρα προχώρησε και φίλησε με σεβασμό τό χέρι της, καθώς και εκείνη ή κοπέλα. Τότε τα δύο παλικάρια έσκυψαν και αυτά νά φιλήσουν τό χέρι της. Ή Γερόντισσα, όμως, τό τράβηξε και τους είπε:
Τό χέρι πού βρωμά θέλετε νά φιλήσετε; Η μητέρα ξαφνιασμένη ρώτησε τή Μπάμπω:
– Πώς τό ξεύρεις αυτό πού είπες;
Και εκείνη άπήντησε:
-Έγώ δεν ήμουν εκεί έπάνω πού τό συζητάτε, άλλα ή Αγία Παρασκευή πού ήταν μού το είπε!

Άφησαν τό ψαλίδι στην κοιλιά κατά την εγχείρηση

Ό Δ. Π. διηγήθηκε τό έξης περιστατικό:
Μετά τό συμμοριτοπόλεμο ή μητέρα μου και δυο άλλες γυναίκες ήρθαν στην Αγία Παρασκευή. Αφού κοιμήθηκαν μέσα στο Ναό ή μία η νεώτερη, βογγούσε από τούς πόνους. Προτού αναχωρήσουν τό πρωί ήλθε ή Μπάμπω και λέγει στήν κοπέλα πού ύπέφερε:
– Μήν στεναχωρείσαι, κορίτσι μου! Δεν έχεις τίποτα. Να πας να πεις στο γιατρό πού σου έκανε εγχείρηση, να βγάλει τό ψαλίδι πού έχασε στο σώμα σου!
Και εκείνη απάντησε:
– Πού ξεύρεις ότι έκανα εγχείρηση!
Γιά να άπαντήσει ή Μπάμπω:
– Ή Αγία Παρασκευή μου τό είπε!

Οί κακοί λογισμοί καί ή θεραπεία
Μια κυρία επισκέφτηκε στο Μοναστήρι με τό αόμματο παιδί της. Έβλεπε όλους να πηγαίνουν να φιλήσουν το χέρι της Γερόντισσας Χρυσής, άλλα εκείνη την πλησίαζε από απόσταση λόγω του μελαμψού της δέρματος. Ή Όσια Χρυσή με τό διορατικό χάρισμα κόντεψε και της είπε:
– ’Έκανες κακούς λογισμούς για εμένα και ή Αγία Παρασκευή δεν θα κάνει τό θαύμα στο παιδί σου!
Εκείνη συντετριμμένη από την αποκάλυψη αυτή της Όσιας έπεσε στα πόδια της και την εκλιπαρούσε να τή συγχωρήσει, και να προσευχηθεί για τό παιδί της. Ή εύσυμπάθητη Γερόντισσα τότε προσευχήθηκε θερμά και άμέσως τό παιδί θεραπεύθηκε.

Η κοίμηση της
 Το θέρος του έτους 1932, στις 26 Ιουλίου, στη μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος Παρασκευής, πραγματοποιήθηκε μεγάλο θρησκευτικό πανηγύρι στο Μηλοχώρι. Το επόμενο έτος, το 1933, αποκαταστάθηκε πάνω στα ερείπια των θεμελίων ο παλιός Ναός του με μέριμνα της Οσίας Χρυσής.
Η ταπεινή, βασανισμένη αλλά και αγιασμένη Γερόντισσα Χρυσή έλαμψε με τις αρετές της, με τα θαύματά της, με την παρρησία της ιδιαίτερα προς την Αγία Παρασκευή. Εύχρηστο σκεύος του Παναγίου Πνεύματος και ποταμός αστείρευτος χαρίτων και θαυμασίων.

Πριν αναχωρήσει για τα ουράνια σκηνώματα η Γερόντισσα Χρυσή αρρώστησε και οι δικοί της την πήραν από το Μοναστήρι πάνω σε ένα κάρο, για να την μεταφέρουν στο πατρικό της σπίτι και να πεθάνει εκεί. Τότε άστραψε ο καθαρός ουρανός και ακούσθηκαν ψαλμωδίες αγγελικές. Η Οσία έβλεπε πολλούς Αγίους να την προσμένουν και συνομιλούσε μαζί τους λέγοντας:
-Θα έλθω κοντά σας!

Στην Αγία Παρασκευή ιδιαίτερα είπε:
-Τελείωσα το έργο μου και θα έλθω κοντά σου. Λαχταρώ να βρεθούμε μαζί!

Κοιμήθηκε σε ηλικία 82 ετών, την Κυριακή του Πάσχα του 1959, που το έτος εκείνο ήταν στις 3 Μαΐου, μόλις ακούσθηκε ο χαρμόσυνος παιάνας της πίστεώς μας, το «Χριστός Ανέστη»!

Οι πιστοί του χωρίου της ήλθαν με την αναστάσιμη λαμπάδα καί το κόκκινο αυγό να σπασθούν το τίμιο σκήνωμά της. Τότε οι οικείοι της άνοιξαν την κασέλα καί πήραν τά ρούχα πού είχε ετοιμάσει από καιρό ή Γερόντισσα γιά την κηδεία της, αφού ή μνήμη τού θανάτου την συνείχε συνεχώς, καί την έντυσαν γιά να τή θάψουν. Από πριν είχε υποδείξει ή Όσια το ακριβές μέρος πού ήθελε να ταφεί καί συγκεκριμένα πίσω από το Ιερό Βήμα τού Ναού. Τή θέση αυτή της την είχε υποδείξει ή Αγία Παρασκευή.
Οι οικείοι της, όμως, την έθαψαν σε άλλο σημείο, πιο πέρα από αυτό πού ή ίδια είχε ζητήσει να ταφεί. Δυστυχώς σε εκείνο τό σημείο περνούσε τό υπόγειο ρεύμα του αγιάσματος καί τό λείψανο της Όσιας βρεχόταν συνεχώς.
Μετά από τρία χρόνια τρία κορίτσια από τη Πλάστη είδαν την Όσια Χρυσή να τούς λέει επιτακτικά και επίμονα στον ύπνο τους:
Να με βγάλετε από εκεί, γιατί τό κεφάλι μου είναι μέσα στο νερό. Δεν αντέχω άλλο!

Τά ανέφεραν αυτά στη Στεριανή, τή νύφη της, Όσιας, πού είχε παντρευθεί τό γιό της Σταύρο, άλλά δεν τό έστερξαν να τό πράξουν αμέσως οι υπεύθυνοι τότε του Μοναστηριού.
Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια, γιά να ανακομίσουν τά πάνσεπτα της Γερόντισσας λείψανα, και αυτά σχεδόν λιωμένα από την υγρασία.

Τό σκήνωμα της Όσιας Χρυσής έμεινε μέσα στόν τάφο τριανταενιά ολόκληρα χρόνια. Οι προσκυνητές τού Μοναστηριού πρώτα άσπάζονταν τον τάφο της Όσιας, πού την τιμούσαν ώς τοπική Αγία καί μετά κατευθύνονταν στο Καθολικό. Ή ανακομιδή τών χαριτοβρύτων λείψανων της έγινε στις 17 Ιουνίου του έτους 1998 από τον νύν Καθηγούμενο, Γέροντα Μάξιμο Καραβά πού τον πλαισίωναν οι Αρχιμανδρίτες π. Νικηφόρος Μανάδης και π. Παισιος Παδόπουλος καθώς και οι Μοναχοί, π. Δαμασκηνός και π. Ευδόκιμος.

Από τότε τό Μοναστήρι κατέχει ώς πολύτομο θησαυρό την Αγία Κάρα της Όσιας και τα πανσεπτα λείψανά της, καθώς και τή μανδήλα της, άνεκτίμητα κειμήλια πού άναδίδουν ολα άρρητη ευωδία και παρέχουν στούς πιστούς τα ιάματα. Αξιοσημείωτο είναι τό γεγονός ότι ενώ τά λείψανα έλιωσαν τόσα χρόνια μέσα στήνυγρασία τού τάφου ή μανδήλα της Όσιας παρέμεινε άθικτη και εύωδιάζουσα.
Η ανακομιδή των χαριτοβρύτων λειψάνων της έγινε στις 17 Ιουνίου του έτους 1998. Από τότε το Μοναστήρι κατέχει ως πολύτιμο θησαυρό την Αγία Κάρα της Οσίας και τα πάνσεπτα λείψανά της καθώς και τη μανδήλα της, ανεκτίμητα κειμήλια που αναδίδουν όλα άρρητη ευωδία και παρέχουν στους πιστούς τα ιάματα. Αποθησαυρίζονται μέσα στο Ιερό Βήμα του Καθολικού της Αγίας Παρασκευής, στο οποίο φυλάσσεται και η εφέστια εικόνα της Οσιομάρτυρος.
Η μνήμη της Οσίας τιμάται την Πέμπτη της Διακαινησίμου και ιδιαιτέρως στις 17 Ιουνίου, ημέρα της ανακομιδής των ιερών της λειψάνων με ύμνους και ψαλμούς και ωδές πνευματικές, καθώς προτρέπει τους Χριστιανούς ο Απόστολος Παύλος (Εφεσ. ε 18).

Η νεώτερη ιστορία του Μοναστηριού

 Μετά τό ξανακτίσιμο του Μοναστηριού τής Αγίας Παρασκευής από την Όσία Χρυσή οι κάτοικοι της περιοχής μαζί με τούς Ιερείς άγωνίσθηκαν γιά την κατασκευή κτιρίων και βοηθητικών χώρων, ώστε οι προσκυνητές νά μην δυσκολεύονται κατά την παραμονή τους εκεί. Με ενέργειες τού Μητροπολίτη Φλωρίνης Βασιλείου το προσκύνημα αυτό τού Μηλοχωρίου αναγνωρίσθηκε ως Ιερά Μονή τό 1966 (ΦΕΚ 233/20 Απριλίου 1966).
Τό νέο μεγαλοπρεπές Καθολικό κτίσθηκε έπΐ ήγουμενίας τού Αρχιμανδρίτη Δαμιανού Μαυρίδη (Ιούλιος 1967-Μάΐος 1970). Στο υπόγειο τού Ιερού Βήματος σώζεται ως κατακόμβη μέρος τού προϋπάρχοντος ναύδρίου, αύτού πού άναπαλαιώθηκε από την κτιτόρισσα, Όσια Χρυσή. Τά εγκαίνια τού νέου Καθολικού έγιναν στις 26 Σεπτεμβρίου τού 1969 από τό φλογερό αγωνιστή, τον Μητροπολίτη Φλωρίνης, Αυγουστίνο Καντιώτη.

Την πρώτην Αύγούστου τού 1973 εγκαταστάθηκε Ηγούμενος τού Μοναστηριού ό μέχρι σήμερα Αρχιμανδρίτης, Γέροντας Μάξιμος Καραβάς, ό όποιος με τό ανύσταχτο ενδιαφέρον του τό άλλαζε εντελώς κτιριακά και πνευματικά. Σήμερα στον περίβολο τού μοναστηριακού συγκροτήματος λειτουργούν έκτος τού καθολικού τέσσερα παρεκκλήσια, τού Αγίου Ιγνατίου, τού Θεοφόρου, της Ζωοδόχου Πηγής, του Αγίου Νεκταρίου τού θαυματουργού και της
κατακόμβης. Έκτος Μονής και σε απόσταση διακοσίων μέτρων βρίσκεται τό Παρεκκλήσι της Αγίας Μεγάλομάρτυρος Κυριακής.

Τα χαριτόβρυτα λείψανα της Όσιας Χρυσής άποθησαυρίζονται μέσα στο Ιερό Βήμα του Καθολικού της Αγίας Παρασκευής, στο όποιο φυλάσσεται και ή εφέστια εικόνα της Οσιαμάρτυρος. Σε ειδική περίτεχνη λειψανοθήκη έχει τοποθετηθεί ή τιμία κάρα της Όσιας, οι άλλη ξυλόγλυπτη το δεξί της χέρι άσημοδεμίνο και τα υπόλοιπα διασωθέντα λείψανά της . Τέλος σε άλλο κιβώτιο φιλντισένιο φυλάσσεται ή μανδήλα της Όσιας και όλα εκτίθενται πρός προσκύνηση και άγιασμό των πιστών προσκυνητών. Ή μνήμη της Όσιας τιμάται την Πέμπτη της Διακαινησίμου και ιδιαιτέρως στις 17 Ιουνίου, ήμέρα της άνακομιδής των ιερών της λειψάνων μέ ύμνους και ψαλμούς και ωδές πνευματικές, καθώς προτρέπει τούς Χριστιανούς ό Απόστολος Παύλος (Εφεσ. ε” 18).
Μέ τις πρεσβείες της Όσιας Χρυσής, τις εύλογίες και τό ενδιαφέρον τού Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φλωρίνης, Πρεσπών και Έορδαίας κ. Θεοκλήτου και τις φροντίδες τού Καθηγουμένου και ανακαινιστή τού Μοναστηριού, Γέροντος Μαξίμου, αυτό συνεχίζει τή μεγάλη προσφορά του στήν εύαίσθητη αύτή περιοχή και ώς άλλη κολυμβήθρα Σιλωάμ παρέχει τά ιάματα σε ολους, όσοι μέ πίστη σπεύδουν να προσκυνήσουν την Αγία Παρασκευή και την θεραπαινίδα της Όσια Χρυσή.
Έρευνα, συγκέντρωση, επεξεργασία και παράθεση choratouaxoritou

http://apantaortodoxias.blogspot.gr/search?q=%CE%B1%CE%B3%CE%AF%CE%B1+%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%BA%CE%B5%CF%85%CE%AE
http://www.ouraniaminimata.gr/%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%AE%CF%81%CE%B9%CE%B1/%CE%B9-%CE%BC-%CE%B1%CE%B3-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%BA%CE%B5%CF%85%CE%AE%CF%82-%CF%80%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%B5%CE%BC%CE%B1%CF%8A%CE%B4%CE%B1%CF%82/
https://www.pemptousia.gr/2017/06/i-osia-gerontissa-chrisi-tis-eordeas/
http://miteriko.blogspot.gr/2017/05/1877-1959.html

Η αγία μάρτυς Ιουλία πολιούχος της Κορσικής

 Αποτέλεσμα εικόνας για Virgin Martyr Julia of Carthage
Η αγία Ιουλία καταγόταν από την Καρχηδόνα, συνελήφθη σε μια περσική εισβολή (1) και πουλήθηκε σκλάβα σε έναν σύριο έμπορο, τον Ευσέβιο που ήταν ειδωλολάτρης. Προσπάθησε επανειλημμένα να την κάνει να αρνηθεί τον Χριστό, αλλά η δούλη του Κυρίου, άψογη στις οικιακές υπηρεσίες της, παρέμενε ακλόνητη σε θέματα πίστεως.

 Μία μέρα ο Ευσέβιος ναύλωσε καράβι και απέπλευσε με την Ιουλία για την Γαλατία. Φθάνοντας στον κάβο Κορσική, έπιασαν σκάλα και ο Ευσέβιος πήγε σε μια παγανιστική εορτή, ενώ η Ιουλία έμεινε στο καράβι κλαίγοντας για αυτές τις άλογες ακολασίες. Μαθαίνοντας για την παρουσία της χριστιανής σκλάβας ο διοικητής του τόπου, Φήλιξ, πρότεινε στον Ευσέβιο να του την παραχωρήσει με αντάλλαγμα τέσσερις από τους καλύτερους σκλάβους του. 

Ο τελευταίος αρνήθηκε και ο Φήλιξ τον μέθυσε και την ώρα που κοιμόταν έστειλε να του βρουν την Ιουλία στο καράβι και της πρότεινε να της δώσει την ελευθερία της αν θυσίαζε στους θεούς. Εκείνη όμως αποκρίθηκε: «Είμαι ελεύθερη όσο υπηρετώ τον Ιησού Χριστό, και ποτέ δεν θα εξαγόραζα την ελευθερία με τίμημα μια δειλή αποστασία!»
Αποτέλεσμα εικόνας για Julie de Corse
 Ο διοικητής τότε την παρέδωσε στα βασανιστήρια και κατόπιν διέταξε να κρεμάσουν στον σταυρό το κατασχισμένο από τις μαστιγιές σώμα της με τα στήθη της ξεριζωμένα. 


Η Ιουλία έδειξε τότε μεγάλη χαρά να μετέχει ακόμη βαθύτερα στο πάθος του Χριστού και, όταν εξέπνευσε, η ψυχή της πέταξε με την μορφή λευκής περιστεράς. Άγγελοι φανερώθηκαν τότε σε μοναχούς που ζούσαν στην νήσο Μαργαρίτα (Γοργόνα) λέγοντάς τους να πάρουν το σκήνωμα της αγίας και να το θάψουν με τιμή. 
Σχετική εικόνα
Ναός της Αγίας Ιουλίας στην Νοντσα της Κορσικής,τόπος μαρτυρίου της 
Αποτέλεσμα εικόνας για Giulia di Corsica nonza
Έφεραν το τίμιο λείψανο στην μονή τους, από όπου μεταφέρθηκε στην Μπρέσια με διαταγή του Λομβαρδού βασιλιά Δεζιδέριου το 763. 
Τιμάται ως πολιούχος της Κορσικής και του Λιβόρνου.Η μνήμη της τιμάται στις 16/29 Ιουλίου
(1) Το 616 ή κατά την βανδαλική εισβολή του 439.

Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Ιούλιος, εκδ. Ίνδικτος

Η Όσια Ματρώνα Ανεμνιάσεβσκαγια (του Ανεμνιάσεβο) (1864-1936)




Η Ματρώνα Μπελιακόβα γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1864 στο χωριό Ανεμνιάσευο της περιφέριας του Κασίμοβ του νομού της Ριαζάν σε μια φτωχή πολύτεκνη οικογένεια. Όταν η Ματρώνα έγινε 7 χρονών, πέρασε ευλογιά. Μετά απ’ αυτήν την αρρώστια το κορίτσι έχασε την όρασή της. Οι γονείς έδερναν συχνά την τυφλή τους κόρη. Μετά από αυτά τα σκληρά κτυπήματα το κοριτσάκι έχασε και την ικανότητα να κουνιέται.
Από τα απομνημονεύματα της Οσίας Ματρώνας:
- Μια μέρα, όταν ήμουνα 10 χρονών, φρόντιζα ως συνήθως την μικρή μου αδερφή, και η μάνα έφυγε για το ποτάμι. Άθελά μου, μου έπεσε η αδερφούλα απ’ τα χέρια. Τρόμαξα πολύ και άρχισα να κλαίω. Εκείνη τη στιγμή γύρισε η μάνα. Με άρπαξε και άρχισε να με δέρνει. Με έδερνε, έδερνε, έδερνε ώστε με έπιασε αδυναμία και ξαφνικά είδα μπροστά μου την Παναγία. Το είπα στη μάνα μου, αυτή όμως πάλι άρχισε να με δέρνει...
Μετά απ’ αυτό με δυσκολία πήγα πίσω από τη σόμπα και έμεινα εκεί ξαπλωμένη ως το πρωί. Το πρωί με φωνάζουν να φάω κρέπες, εγώ όμως δεν μπορώ να σηκωθώ: τα πόδια δεν περπατάνε, τα χέρια σαν τσακισμένα και το σώμα πονάει. Από εκείνη την ημέρα δεν μπορούσα να περπατάω πια, ούτε να κάθομαι, ήμουνα μόνο ξαπλωμένη...
Η μάρτυς έμεινε στο πατρικό της σπίτι μέχρι 17 χρονών. Όλο αυτό τον καιρό περνούσε με υπομονή τις θλίψεις και προσβολές, βρίσκοντας παρηγοριά στην προσευχή. Οι κάτοικοι του χωριού Ανεμνιάσεβο έδειχναν μεγάλο σεβασμό σ’ αυτήν.
Μια φορά ένας χωριάτης ζήτησε τη βοήθεια από τη Ματρώνα:
- Ματριώσα, είσαι ξαπλωμένη εδώ και μερικά χρόνια, λοιπόν σε χρειάζεται ο Θεός. Έχω πόνο στην πλάτη και δεν μπορώ να πριονίζω. Άγγιξε την πλάτη μου, ίσως θα περάσει ο πόνος. Δεν ξέρω τι να κάνω, έκαμνα θεραπεία, αλλά οι γιατροί δεν μπορούν να βοηθήσουν.
Η Ματρώνα ικανοποίησε την παράκλησή του και ο πόνος έφυγε.
Μετά απ’ αυτήν τη θαυμαστή ίαση το νέο για την εκλεκτή του Θεού μαθεύτηκε σ’όλη την περιοχή. Στην όσια Ματρώνα ερχόταν για να ζητήσουν τη βοήθειά της όχι μόνο οι συγχωριανοί της, αλλά και κάτοικοι άλλων χωριών.
Όταν πέθαναν οι γονείς της, η Ματρώνα έπασχε από πολλές θλίψεις που της δημιουργούσαν τα αδέρφια της. Κάποια στιγμή ο ανιψιός της Οσίας Ματρώνας – ο Ματθαίος, την πρότεινε για να μείνει στο σπίτι του. Η όσια δέχτηκε αυτήν την πρόταση πολύ ευχαρίστως. Στο σπίτι του ανιψιού της η Όσια Ματρώνα βρισκόταν στο δικό της μικρό δωματιάκι στο μικρό παιδικό κρεβατάκι. Κάθε καλοκαίρι, όταν στο σπίτι είχε πολύ ζέστη την έβαζαν συνήθως στο κατώφλι και έτσι έμεινε εκεί ως το χειμώνα.

Η Όσια Ματρώνα θυμόταν:
- Μια φορά τον Οκτώβρη ήμουνα ξαπλωμένη στο κατώφλι. Τη νύχτα έβρεχε πολύ. Το νερό περνούσε τη στέγη και έτρεχε επάνω μου και έγινα μούσκεμα. Το πρωί ήταν παγωνιά και εγώ κρύωσα τόσο πολύ, που όλα τα ρούχα μου πάγωσαν.
Η Ματρώνα ήταν εμφανισιακά τόσο μικρή, που φαινόταν σαν 10 χρονών παιδί.
Όσοι την γνώριζαν προσωπικά, έλεγαν, ότι η όσια στάριτσα (γερόντισσα) ήξερε απ’ έξω πολλές προσευχές, ακάθιστους και ψαλμούς. Η φωνή της στάριτσας ήταν πολύ καθαρή και ηχηρή.
Όταν ένας επισκέπτης την ρώτησε μια φορά, πώς χωρίς να βλέπει ξέρει απ΄ έξω ολόκληρους ακάθιστους, η Ματρώνα απάντησε: «Κάπου κάπου έρχεται κάποιος καλός άνθρωπος, μου διαβάζει κάτι και εγώ το θυμάμαι με τη βοήθεια του Θεού».
Κάθε μήνα η όσια Ματρώνα καλούσε τον παπά της ενορίας. Η ημέρα της Θείας Κοινωνίας ήταν για αυτήν η πιο χαρούμενη μέρα.
Είναι γνωστό, ότι η όσια Ματρώνα όταν έγινε 17, δεν έτρωγε κρέας τις Δευτέρες, Τετάρτες και Παρασκευές. Πάντα κρατούσε την αυστηρή νηστεία και στις εκκλησιαστικές νηστείες έτρωγε πολύ λίγο.
Η όσια Ματρώνα σεβόταν πολύ την Ιερουσαλήμ, τα μοναστήρια Ντιβέεβο και Σαρώβ. Θεωρούσε, ότι αυτά τα μέρη έχουν την ευλογία του Θεού.
Η στάριτσα προέβλεπε όλες τις πνευματικές αδυναμίες των ανθρώπων, που ερχόταν σ’ αυτήν. Τους κατεύθυνε, στηλίτευε. Τους αποκάλυπτε αμαρτίες και ελαττώματα, αλλά ταυτόχρονα παρηγορούσε τους ανθρώπους στις δύσκολες στιγμές της ζωής τους. Από τις προσευχές της Οσίας Ματρώνας οι άνθρωποι γιατρευόταν από τις βαριές αρρώστιες.

Η ίαση της Άννας:
Η 19 χρονών Άννα, η οποία μπήκε στο κόμμα παρά τη θέληση των γονιών της, ξαφνικά παρέλυσαν ένα πόδι και ένα χέρι. Έξι εβδομάδες η κοπέλα ήταν ξαπλωμένη στο σπίτι της, ακίνητη. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να τη βοηθήσουν. Η μάνα πήγε την κόρη της στη στάριτσα. Όταν η όσια Ματρώνα άλειψε την κοπέλα με λάδι από την καντήλα της, η Άννα άρχισε να γίνεται σιγά-σιγά καλά. Άρχισε να περπατάει, αλλά η απόλυτη ανάρρωση έγινε μόνο μετά από την επίσκεψη του μοναστηριού Ντιβέεβο, που πήγαν μάνα και κόρη με την ευλογία της στάριτσας. Ύστερα απ’αυτό το γεγονός η Άννα έγινε πολύ πιστή.

Από τα απομνημονεύματα του επισκόπου της πόλεως Καλούγα Στεφάνου:
- Τα χρόνια της δεκαετίας 30-40 με έκλεισαν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Εκείνα τα χρόνια ήμουνα γιατρός και μου ανάθεσαν στο στρατόπεδο να διαχειριστώ το ιατρείο. Οι περισσότεροι κρατούμενοι βρισκόταν σε τόσο δύσκολη κατάσταση, ώστε η καρδιά μου δεν άντεχε. Μερικούς απ’ αυτούς απελευθέρωνα από τη δουλειά για να τους βοηθήσω κάπως και τους πιο αδύναμους τους έστελνα στο νοσοκομείο.

Μια μέρα η νοσοκόμα, που δούλευε μαζί μου (και αυτή ήταν κρατούμενη στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως) μου είπε:
- Γιατρέ, έχω μάθει, ότι σας κατάγγειλαν. Λένε, ότι είστε πολύ καλόψυχος σχετικά με τους κρατούμενους και απειλείστε με παράταση της παραμονής σας στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως για άλλα 15 χρόνια.
Η νοσοκόμα ήταν σοβαρός άνθρωπος, πληροφορημένος για το τι γινόταν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως, γι΄ αυτό μόλις άκουσα αυτό που είπε, με έπιασε φόβος. Με καταδίκασαν για 3 χρόνια, τα οποία κόντευαν να τελειώσουν, και ξαφνικά άλλα 15 χρόνια! Δεν κοιμήθηκα εκείνη τη νύχτα και όταν ήρθα στο ιατρείο το πρωί ,η νοσοκόμα κούνησε το κεφάλι της με στεναχώρια, όταν είδε το πρόσωπό μου ξάγρυπνο και μαραζωμένο.
Μετά τη δουλειά η νοσοκόμα μου είπε διστακτικά:
- Γιατρέ, θέλω να σας δώσω μια συμβουλή, αλλά φοβάμαι, ότι θα με γελοιοποιήσετε.
- Πείτε μου, της είπα.
- Σ’ αυτήν την πόλη, από την οποία προέρχομαι, μένει μια γυναίκα, την λένε Ματρώνουσκα. Ο Θεός της έδωσε την ιδιαίτερη δύναμη της προσευχής. Αν αρχίζει να προσεύχεται για κάποιον, αυτός σώζεται. Πολλοί άνθρωποι απευθύνονται σ’ αυτήν, δεν αρνιέται τη βοήθεια σε κανέναν, να την παρακαλέσετε και εσείς.
Γέλασα θλιμμένα.
- Μέχρι να φτάσει το γράμμα μου σ’ αυτήν, θα προλάβουν να με καταδικάσουν για 15 χρόνια.
- Δεν χρειάζεται να της γράψετε, να την φωνάξετε μόνο... – είπε η νοσοκόμα ντροπαλά.
- Να την φωνάξω; Απο δω; Μα μένει σε απόσταση εκατό χιλιομέτρων από μας!
- Το ήξερα, ότι θα με γελοιοποιήσετε. Αυτή ακούει όμως από παντού, και εσάς θα σας ακούσει. Μπορείτε να κάνετε έτσι: το βράδυ, όταν θα βγείτε για βόλτα, να μείνετε λίγο πίσω από τους άλλους και να φωνάξετε δυνατά τρεις φορές: «Ματρώνουσκα, βοήθησέ με, έπαθα συμφορά!» Θα σας ακούσει και θα βοηθήσει.
Όλα αυτά μου φαινόταν περίεργα, και όμως όταν βγήκαμε για βραδινή βόλτα, έκανα έτσι, όπως μου είπε η βοηθός μου.
Πέρασε μια μέρα, μια βδομάδα, ένας μήνας. Κανένας δεν με καλούσε. Εν τω μεταξύ ανάμεσα στη διοίκηση του στρατοπέδου συγκεντρώσεως έγιναν αλλαγές: έναν απόλυσαν, άλλον διόρισαν.
Πέρασε ακόμα μισός χρόνος και ήρθε η μέρα της απελευθέρωσής μου. Παίρνοντας τα έγγραφα από το φρουραρχείο, τους παρακάλεσα να μου γράψουν το διορισμό σ’ αυτήν την πόλη, που έμεινε η Ματρώνουσκα, διότι έδωσα υπόσχεση πριν ζητήσω τη βοήθειά της, αν θα με βοηθήσει, θα λέω γι’ αυτήν έναν καλό λόγο κάθε μέρα όταν προσεύχομαι, και όταν θα βγω από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως, το πρώτο που θα κάνω είναι να πάω σ’ αυτήν να την ευχαριστήσω.
Βάζοντας τα έγγραφα στην τσέπη μου, άκουσα, ότι δύο νέοι που απελευθερώθηκαν μαζί μου πηγαίνουν σ’ εκένη την πόλη. Πήγα μαζί τους.
Στο δρόμο άρχισα να τους ρωτάω αν γνωρίζουν τη Ματρώνουσκα.
- Την γνωρίζουμε πολύ καλά. Όλοι την γνωρίζουν στην πόλη και σ’ όλη την περιοχή. Θα μπορούσαμε να σας πάμε σ’ αυτήν, αλλά δεν μένουμε στην πόλη, μένουμε στο χωριό και θέλουμε πολύ να φτάσουμε σπίτι πιο γρήγορα. Εσείς μπορείτε να κάνετε το εξής: όταν θα φτάσετε, ρωτήστε τον πρώτο άνθρωπο που θα δείτε, που μένει η Ματρώνουσκα, και θα σας δείξει.
Μόλις έφτασα, έκανα έτσι όπως μου είπαν: ρώτησα το πρώτο αγόρι, που συνάντησα στο δρόμο.
- Να ακολουθήσετε αυτόν το δρόμο -μου είπε- μετά να στρίψετε δίπλα στο ταχυδρομείο στην πάροδο, εκεί στο τρίτο σπίτι αριστερά μένει η Ματρώνουσκα.
Πλησίασα το σπίτι της με ανησυχία και μόλις ήθελα να χτυπήσω την πόρτα, πρόσεξα ότι δεν ήταν κλειδωμένη και την άνοιξα. Εβρισκόμενος στο κατώφλι, κοίταξα μέσα στο δωμάτιο, που ήταν σχεδόν άδειο. Στη μέση στεκόταν ένα τραπέζι και πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα σχετικά μεγάλο κιβώτιο.
- Μπορώ να μπω; – ρώτησα δυνατά.
- Μπες, Σεργιούλη,- ακούστηκε μια φωνή από το κιβώτιο.
Τρόμαξα από το αναπάντεχο και πήγα αναποφάσιστα στη φωνή. Όταν κοίταξα μέσα στο κιβώτιο, είδα εκεί μια μικρή τυφλή γυναίκα, που ήταν ξαπλωμένη ακίνητη. Το πρόσωπό της ήταν πολύ φωτεινό και τρυφερό. Την χαιρέτησα και ρώτησα:
- Από που ξέρετε το όνομά μου;
- Πως μπορώ να μην το ξέρω! – ήχησε η αδύναμη, αλλά πολύ καθαρή φωνή της. – Με φώναξες και προσευχόμουνα για σένα, γι’ αυτό το ξέρω. Κάθισε να σε φιλοξενήσω!

Πολλές ώρες πέρασα στη Ματρώνουσκα. Μου είπε, όταν ήταν μικρή, αρρώστησε βαριά και μετά απ’ αυτήν την αρρώστια σταμάτησε να μεγαλώνει και να κουνιέται. Η οικογένειά της ήταν φτωχή. Η μητέρα της πηγαίνοντας για δουλειά την έβαζε στο κιβώτιο και έτσι την άφηνε στην εκκλησία ως αργά το βράδυ. Βρίσκοντας στο κιβώτιο το κορίτσι άκουγε όλες τις ακολουθίες της εκκλησίας και τα Θεία Κηρύγματα. Οι ενορίτες λυπόνταν το κορίτσι και της έφερναν πότε ένα νόστιμο κομμάτι φαγητού, πότε κάτι απ’ τα ρούχα. Κάποιοι απλά την χάιδευαν ή την έβαζαν πιο άνετα. Ο παπάς και αυτός λυπόταν το κοριτσάκι και ασχολόταν μαζί της. Έτσι μεγάλωνε σε ατμόσφαιρα μεγάλης πνευματικότητας και προσευχής.

Μετά μιλούσαμε με τη Ματρώνουσκα για το σκοπό της ζωής, για την πίστη, για τον Θεό. Ακούγοντάς την, έμενα κατάπληκτος από τις σοφές της γνώμες, από τις γνώσεις για τους Άγιους Πατέρες, από την εκβάθυνσή της και τελικά κατάλαβα, ότι μπροστά μου δεν είναι μια απλή άρρωστη γυναίκα, αλλά ένας μεγάλος άνθρωπος μπροστά στον Θεό.
Για τον εαυτό της η Ματρώνουσκα είπε, ότι σύντομα θα την πάνε στη Μόσχα και με παρακάλεσε:
- Όταν θα έρθει ο καιρός που θα βρεθείς μπροστά στην Αγία Τράπεζα, λέγε έναν καλό λόγο και για μένα.
Δεν ήθελα να φύγω από τη Ματρώνουσκα και έδωσα λόγο στον εαυτό μου, ότι θα την επισκεφτώ ξανά όσο πιο γρήγορα γίνεται, αλλά δεν έτυχε να την ξαναδώ. Σε λίγο καιρό την πήγαν στη Μόσχα και την έβαλαν φυλακή, όπου πέθανε. Ήταν πάνω από 70 χρονών.

Από τον βίο της Οσίας Ματρώνας του Ανεμνιάσεβο:
«Το καλοκαίρι το 1935 στο Μπέλκοβο κίνησαν την αγωγή κατά «των παππάδων Πραβδολιούμποβ», η οποία ξεκίνησε από την καταγγελία ενός κατοίκου της πόλεως Κασίμοβ κατά του παππά Νικολάι Πραβδολιούμποβ σχετικά με το χειρόγραφο βιβλίο (για την όσια Ματρώνα). Την ύλη για το βιβλίο την μάζεψε και την έγραψε μαζί με τον αδερφό του για την έκδοσή του. Συνέλαβαν 10 άτομα (αν και έπρεπε να συλληφθούν 12). Μια γυναίκα πέθανε, μόλις έλαβε την κλήτευση για να παρουσιαστεί στο τμήμα της NKVD του Κασίμοβ. Έπρεπε να συλληφθεί και η όσια Ματρώνα, η οποία ήταν στη λίστα. Όλους τους έστειλαν στην Ριαζάν και στη Μόσχα, φοβόταν μόνο να αγγίξουν την Ματρώνα.
Τελικά έγινε η συνέλευση των μελών του κολχόζ και αποφάσισαν να «εξαιρέσουν» την Ματρώνα Γριγόριεβνα Μπελιακόβα ως «βλαβερό στοιχείο».
Έστειλαν το αυτοκίνητο για να πάρει την Ματρώνα. Πλησίασαν το σπίτι της κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ο πρόεδρος του χωριού, προσπαθώντας να ξεχάσει το φόβο, σήκωσε την Ματρώνα μαζί με το ξύλινό της κρεβατάκι. Η Ματρώνα άρχισε να φωνάζει με ψιλή φωνούλα. Ο λαός κοκάλωσε. Ο πρόεδρος την πήγε στην είσοδο. Εβρισκόμενος στην πόρτα είπε:
- Αχ, τι ελαφριά είναι.
Η Ματρώνα του απάντησε:
- Και τα δικά σου τα παιδιά θα γίνουν και αυτά τόσο ελαφριά».

Κάποια χρόνια πριν ο πρωθιερέας του ναού της Αγίας Τριάδας στο συνοικισμό Γκούς-Ζελέζνι ο πατήρ Σεραφείμ ήταν στην κηδεία ενός από τους γιους του πρόεδρου. Ο γιος ήταν πολύ κοντός. Όλα τα παιδιά του προέδρου σταμάτησαν να μεγαλώνουν μετά από τη σύλληψη της Οσίας Ματρώνας.
Το αυτοκίνητο χάλασε δύο φορές στο δρόμο για την πόλη Κασίμοβ, δίπλα στο Άνικοβ και Λοσίνιν. Κάθε φορά κάποιος κρατούσε στα χέρια του την όσια Ματρώνα μέχρι να φτιάξουν το αυτοκίνητο. Από το Κασίμοβ την Ματρώνα γρήγορα την πήγαν στην Ριαζάν και μετά στη Μόσχα.

Ο πρόεδρος, ο οποίος «εξαίρεσε» την όσια Ματρώνα, κάποια χρόνια μετά απ’ αυτό ψυχορραγούσε. Τότε ήταν καλοκαίρι. Όλα τα παράθυρα του σπιτιού του ήταν ανοιχτά λόγω ζέστης. Φώναζε απ’ τον πόνο τόσο δυνατά, που τον άκουγαν σχεδόν σε όλο το χωριό. Οι άνθρωποι έλεγαν:
- Δεν είναι το ίδιο, όπως να σηκώσεις τη Ματρώνα!..
Ο Πρόεδρος όμως κάλεσε τον παπά και εξομολόγησε τις αμαρτίες του ειλικρινά και θερμά.
Πέθανε αφού ήρθε σε ειρήνη με την εκκλησία.

Η κάτοικος του Μπέλκοβο θυμόταν:
- Δεν φύλαξαν τέτοιο μεγάλο θησαυρό, πέταξε σαν πουλί...
Στη Μόσχα η όσια Ματρώνα έμεινε σχεδόν ένα χρόνο.
Πιθανόν την έκλεισαν στη φυλακή Μπουτίρσκαγια. Όμως έμεινε εκεί λίγο καιρό, επειδή έγινε «αντικείμενο λατρείας» όλων των φυλακισμένων χωρίς εξαίρεση, οι οποίοι άρχισαν να προσεύχονται και να ψάλλουν ακάθιστους. Έπρεπε να την βάλουν κάπου. Φοβόταν να την σκοτώσουν, ούτε ήθελαν να την στείλουν στο στρατόπεδο.

Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή. Η μητέρα του ανακριτή, ο οποίος ασχολιόταν με την αγωγή της Οσίας Ματρώνας, ήταν απελπιστικά άρρωστη. Η Ματρώνα την ιάτρεψε και ο ανακριτής κατάφερε να ελευθερώσει την Ματρώνα ως άρρωστη. Την έβαλε σένα γεροκομείο για τους ανάπηρους και χρόνιους ασθενείς.

Υπάρχουν τα αποδεικτικά στοιχεία, ότι η όσια Ματρώνα πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στις 16/29 Ιουλίου το 1936 στο γεροκομείο για τους χρόνιους ασθενείς στη Μόσχα, δίπλα στην εκκλησία της Γενέσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Η Αγία Όσια Ματρώνα αναγνωρίστηκε ως Αγία στην πόλη Κασίμοβ του επισκοπάτου Ριαζάν στις 9/22 Απριλίου το 1999. Η μνήμη της τιμάται στις 16/29 Ιουλίου
Όσια Ματρώνα του Ανεμνιάσεβο προσευχήσου στον Θεό για μας!