Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Η Αγία Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ της Ρωσίας

Νεομάρτυς επί Κουμουνισμού

«Καμία γυναίκα δεν υπήρξε πιο ευγενής,
καμία δεν έχει αφήσει τόσο έντονη τη σφραγίδα
της προσωπικότητάς της πάνω στις ποτισμένες
με αίμα σελίδες της ρωσικής ιστορίας».
Μεγάλος δούκας Αλέξανδρος Μιχαήλοβιτς

Η Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ γεννήθηκε την 1η Νοεμβρίου του 1864 (το δεύτερο από τα επτά παιδιά που αριθμούσε η δουκική οικογένεια), κόρη του Μεγάλου δούκα Λουδοβίκου IV της Δαρμστάτης (πρωτεύουσα της Έσσης) και της πριγκίπισσας Άλις, θυγατέρας της βασίλισσας Βικτωρίας της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας. Μέσα στην οικογένεια την ονόμαζαν «Έλλα».
Η πριγκίπισσα Άλις ήταν μητέρα και σύζυγος γεμάτη φροντίδα και τρυφερότητα. Δεν ενέπνευσε στα παιδιά της μόνο αισθήματα για τη μουσική και την τέχνη αλλά έθεσε και σταθερά χριστιανικά θεμέλια. Ωστόσο, η τόσο στενά δεμένη δουκική οικογένεια, το 1878 εξαιτίας κάποιας επιδημίας, είχε την τραγική απώλεια μητέρας και ενός παιδιού με αποτέλεσμα το βάρος της ευθύνης να πέσει στις δύο μεγαλύτερες αδελφές Βικτωρία και Ελισάβετ. Έτσι, οι ημέρες της ξένοιαστης παιδικής ηλικίας τελείωσαν απότομα για την Ελισάβετ.
Η πριγκίπισσα Ελισάβετ γινόταν μια ασυνήθιστα όμορφη νεαρή γυναίκα, ψηλή και λεπτή, με χαριτωμένα χαρακτηριστικά. Παρουσίαζε μια πλήρη απουσία εγωϊσμού, προσπαθώντας πάντοτε να ικανοποιήσει και να βοηθήσει τους άλλους, συχνά εις βάρος της. Ποτέ δεν έκρινε, ποτέ δεν κατηγορούσε τους άλλους. Από τα κύρια χαρακτηριστικά της ήταν η βαθιά θρησκευτικότητα και η ανιδιοτελής αγάπη για τους άλλους.
Το 1881, όταν οι δύο αδελφές, Βικτώρια και Ελισάβετ άρχισαν να κάνουν τις πρώτες τους κοινωνικές εμφανίσεις, ο κόσμος έλεγε ότι ήταν οι πιο επιθυμητές νύφες από όλους τους Γερμανικούς οίκους των ευγενών. Αλλά η καρδιά της πριγκίπισσας Ελισάβετ ανήκε αληθινά στο Μεγάλο δούκα Σέργιο. Από τα πρώτα νεανικά της χρόνια τον συμπάθησε, όταν συναντήθηκαν κατά την διάρκεια των μακρών του επισκέψεων στο Γιούγκενχαϊμ με τη μητέρα του. Ο Μεγάλος δούκας γεννήθηκε το 1857 και ήταν ο 5ος γιος του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου ΙΙ. Ψηλός και ξανθός, με λεπτά χαρακτηριστικά και γκριζοπράσινα μάτια, ο Σέργιος, όμοια με τα περισσότερα μέλη του οίκου των Ρομανώφ, ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος. Χωρίς την ελάχιστη επίδειξη βοηθούσε πολλούς που είχαν ανάγκη.
Έφτασε, λοιπόν, η στιγμή η Ελισάβετ νά ετοιμαστεί για το μακρινό ταξίδι στη Ρωσία και τον αναπόφευκτο χωρισμό απο τους αγαπημένους της. Ολόκληρη η δουκική οικογένεια την συνόδευσε στη Ρωσία για το γάμο. Το ταξίδι πραγματοποιήθηκε με ασυνήθιστη μεγαλοπρέπεια. Όλοι θαύμαζαν την ομορφιά, τη χάρη και τη γοητεία της. Η θριαμβευτική είσοδος της πριγκίπισσας Ελισάβετ στην πρωτεύουσα, την Αγία Πετρούπολη, έλαβε χώρα την παραμονή της ημέρας του γάμου της.
Η γαμήλια τελετή, έγινε σύμφωνα με την ορθόδοξη ιεροτελεστία στο παρεκκλήσιο των χειμερινών Ανακτόρων. Μετά από την τελετή αυτή έγινε μια προτεσταντική ακολουθία σε μια από τις αίθουσες υποδοχής των Ανακτόρων (η πριγκίπισσα Ελισάβετ δεν ήταν υποχρεωμένη να μεταστραφεί στην Ορθοδοξία προκειμένου να παντρευτεί ένα Ρώσο Μεγάλο δούκα˙ παρέμενε Λουθηρανή προς το παρόν). Οι νεόνυμφοι πήγαν για το μήνα του μέλιτος στο Ιλυίνσκοϊε, στο κτήμα του Μεγάλου δούκα. Η Ελισάβετ συνόδευε το σύζυγό της, όπου κι αν πήγαινε, παραμένοντας όρθια μαζί του σ’ όλη τη διάρκεια των μακρών εκκλησιαστικών ακολουθιών. Ο Μεγάλος δούκας ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος και όταν γονάτιζε μπροστά στις εικόνες και με σεβασμό τις ασπαζόταν, η Μεγάλη δούκισσα, ως προτεστάντις, δεν ήξερε πως θα έπρεπε να ενεργήσει, αλλά επιθυμώντας να δείξει σεβασμό για ό,τι ήταν ιερό, γονάτιζε με μια χαμηλή ευγενική υπόκλιση μπροστά στις εικόνες. Όταν ο σύζυγος της ασπαζόταν το σταυρό και το χέρι του ιερέα αυτή ακολουθούσε το παράδειγμά του.
Επιστρέφοντας στην Αγία Πετρούπολη, η Ελισάβετ έγινε δεκτή από την αυτοκρατορική οικογένεια με πολύ ζεστασιά καθώς όλοι είχαν θαμπωθεί από την ομορφιά, την ευγένεια, την λεπτότητα και την πνευματικότητά της. Παρά την ευρύτερη, όμως κοινωνική της επιτυχία, τις ατελείωτες εξόδους και υποδοχές η Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ δοκίμαζε μια νοσταλγία για τη μόνωση και την ησυχία. Όποτε μπορούσε, συνήθιζε να κάνει μοναχικούς περιπάτους στα πάρκα το Τσάρσκογιε Σέλο, της Γκατσίνα ή του Πέτερχοφ και ν’ αναζητά έναν παράμερο τόπο όπου μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα μπορούσε ν’ ατενίζει την ομορφιά της φύσης και ν’ ανυψώνει το νου στο Δημιουργό της.
Από την αρχή του έγγαμου βίου της η Ελισάβετ ένοιωσε να την ελκύει η ορθόδοξη πίστη του συζύγου της. Είναι αλήθεια ότι κατά καιρούς συνέχιζε να παρακολουθεί τις προτεσταντικές ακολουθίες και είχε πολύωρες συζητήσεις με τον πάστορα, αλλά κατά κάποιο τρόπο δεν ένοιωθε στη Ρωσία, όπως όταν ήταν στη Δαρμστάτη. Ο προτεσταντισμός δεν μπορούσε να ικανοποιήσει πια την πνευματική της αναζήτηση. Στους ορθόδοξους ναούς, όπου παρευρισκόταν με το σύζυγό τηςένοιωθε ένα τρυφερό συναίσθημα που της έδινε έμπνευση για προσευχή. Δεν άντεχε να βλέπει την ευτυχία, που αισθανόταν ο Σέργιος, έπειτα από τη θεία Μετάληψη, και ήθελε τόσο πολύ να πλησιάσει κι αυτή στο Άγιο Ποτήριο, να λάβει τη θεία Ευχαριστία και να μοιραστεί αυτή τη χαρά με τον αγαπημένο της. Ο Σέργιος πάλι, παρόλη την έντονη θρησκευτικότητα και την αγάπη του για την ορθοδοξία δεν επέτρεψε ποτέ στη σύζυγό του ν’ αντιληφθεί, είτε με λόγια είτε με οποιαδήποτε νύξη, πόσο θα ήθελε να ενστερνιστεί κι αυτή την ορθόδοξη πίστη. Όσο για τη Μεγάλη δούκισσα, ζήτησε από το σύζυγό της να της προμηθεύσει βιβλία για την πίστη, σχολιασμούς και μια ορθόδοξη κατήχηση. Μόνη της μελετούσε και σύγκρινε, ώσπου μετά από αλλεπάληλες αμφιβολίες και συγκρούσεις (ορισμένοι συγγενείς της ποτέ δεν μπόρεσαν να καταλάβουν αυτή τη μεταστροφή της), η Ελισάβετ ανέφερε στο σύζυγό της την απόφασή της να μεταστραφεί στην Ορθοδοξία. Στη μεταστροφή της αυτή κράτησε το όνομά της Ελισάβετ, διαλέγοντας ως προστάτιδα τη Δικαία Ελισάβετ τη μητέρα του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού.
Η ζωή της τώρα άρχισε να κυλά με πολύ πιο έντονες φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Οι ιδιωτικές της αυτές προσπάθειες ήταν γνωστές μόνο σε λίγους και παρόλες τις κοινωνικές υποχρεώσεις της (ο Σέργιος είχε αναλάβει το αξίωμα του Γενικού Διοικητή της Μόσχας), συνέχιζε με αμείωτο ενδιαφέρον και κόπο να βοηθά τους φτωχούς, τους αρρώστους και όσους είχαν την ανάγκη της. Συζητούσε τις δραστηριότητές της αυτές με το Σέργιο, που πάντοτε της συμπαραστεκόταν και την ενθάρρυνε στη φιλανθρωπική της δράση. Ωστόσο, το 1891, δύο θάνατοι - του πατέρα της και της νεαρής νύφης της, της Μεγάλης δούκισσας Αλεξάνδρας - είχαν μεγάλη επίπτωση στην υγεία της. Της προκάλεσαν όχι μόνο πνευματικό πόνο αλλά και σωματικό μαρτύριο˙συνεχείς πονοκέφαλοι, πόνοι από ρευματικά και ένα σωρό άλλες ταλαιπωρίες υπέσκαψαν την όχι και τόσο δυνατή κράση της. Μόνο αργότερα ο γάμος της μικρότερης αδελφής της Άλις με το διάδοχο του ρωσικού θρόνου Νικόλαο ΙΙ, της έδωσε κάποια χαρά και μετρίασε τον πόνο της από τα συνεχή προβλήματα, που ολοένα παρουσιαζόταν.
Τα χρόνια κυλούσαν καθώς σκοτεινά σύννεφα καταιγίδας συγκεντρώνονταν πάνω από τη Ρωσία. Τα επαναστατικά συναισθήματα ήταν εξαπλωμένα παντού, όχι μόνο ανάμεσα στους διανοούμενους και τους εργάτες αλλά και στις μάζες των χωρικών. Απεργίες φούντωναν στην Πετρούπολη, τη Μόσχα και άλλες ρωσικές πόλεις. Υπουργοί, κυβερνήτες, αρχηγοί και αξιωματικοί της αστυνομίας δολοφονούνταν σε όλη τη χώρα. Η επαναστατική τρομοκρατία ρίζωνε, μεγάλωνε και απλωνόταν. Η Ελισάβετ είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί τρομερά για το σύζυγό της. Γνώριζε ότι ήταν στη μαύρη λίστα εκείνων που ήταν σημειωμένοι για «ξεκαθάρισμα». Παρά το γεγονός ότι ο Μεγάλος Δούκας είχε παραιτηθεί από Γενικός Διοικητής, οι αρχηγοί των τρομοκρατών δεν εγκατέλειψαν το σχέδιο τους να τον δολοφονήσουν.
Οι χειρότεροι φόβοι της Ελισάβετ δεν άργησαν να πραγματοποιηθούν : στις 18 Φεβρουαρίου 1905, ο Μεγάλος δούκας είχε γίνει θρύψαλα από τη βόμβα ενός τρομοκράτη έχοντας την ίδια τύχη με τον πατέρα του (Αλέξανδρο ΙΙ). Ο Ιβάν Καλιάεφ εκσφενδόνισε τη βόμβα του, η οποία χτύπησε το Σέργιο στο στήθος και εξερράγη. Όλως παραδόξως το πρόσωπο του Μεγάλου δούκα παρέμεινε άθικτο. Η Ελισάβετ δεν άργησε να φτάσει στον τόπο του ατυχήματος. Σιωπηλή, με τα μάτια της στεγνά, έγειρε πάνω από τα λείψανα του συζύγου της. Συγκλονισμένη, όπως ήταν, φαινόταν να μή βλέπει τους ανθρώπους γύρω της ούτε να αισθάνεται τίποτε παρά μια ανάγκη, που την έσπρωχνε να μαζέψει βιαστικά ό,τι απέμεινε από τον σύζυγό της. Η Μεγάλη δούκισσα γονατισμένη πάνω στο χιόνι, μάζευε τα σκόρπια υπολείμματα του σώματος του συζύγου της και με τη βοήθεια των στρατιωτών τα φόρτωνε στο φορείο : δεν υπήρχαν πολλά - ένας μικρός σωρός. Το φορείο μεταφέρθηκε στο παρεκκλήσιο της Μονής του Τσιουντώφ και τοποθετήθηκε μπροστά στον άμβωνα. Την επόμενη μέρα τα λείψανα του Μεγάλου δούκα τοποθετήθηκαν σ’ ένα φέρετρο. Η Μεγάλη δούκισσα έλαβε τη θεία Κοινωνία καθώς στεκόταν κοντά στο φέρετρο του συζύγου της, ενώ τελούνταν συνεχώς ακολουθίες για την ανάπαυση της ψυχής του. Η Ελισάβετ δύσκολα απομακρυνόταν από το φέρετρο, γονατισμένη σε προσευχή ή όρθια δίπλα του σιωπηλα, συχνά αγρυπνώντας μόνη μέσα στη σκοτεινή εκκλησία.
Στον τόπο της δολοφονίας του Μεγάλου δούκα, ανεγέρθηκε ένας πελώριος σταυρός κατά παράκληση της Μεγάλης δούκισσας[1]. Ένοιωθε ότι η επιγραφή που είχε διαλέξει θα ικανοποιούσε το σύζυγό της : «Πάτερ ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Μετά από δύο μέρες και ενώ προσευχόταν για το σύζυγό της, η Ελισάβετ αισθάνθηκε ξαφνικά ότι ο Μεγάλος δούκας ήθελε να πάει η Ελισάβετ να επισκεφθεί το δολοφόνο του και να του πει, ότι τον συγχώρεσε. Τρεις μέρες μετά τον τραγικό θάνατο του συζύγου της, πήγε στη φυλακή, όπου κρατούνταν ο Καλιάεφ. Δεν αισθανόταν κανένα μίσος για τον άνθρωπο, του οποίου το χέρι είχε διαλύσει την ευτυχία της˙ η Ελισάβετ ήθελε να μετανιώσει ο Καλιάεφ για το έγκλημα του και να ζητήσει τη συγχώρηση από το Θεό.
Είπε στον τρομοκράτη, ότι του είχε φέρει τη συγχώρηση του Μεγάλου δούκα. Του μίλησε για τη βαρύτητα του αμαρτήματός του και του ζήτησε να μετανοήσει˙ έφερε την Αγία Γραφή και ικέτευσε τον Καλιάεφ να τη διαβάσει. Αυτός αρνήθηκε. «Εάν μετανοήσεις», είπε η Μεγάλη δούκισσα, «θα ζητήσω από τον αυτοκράτορα να σε συγχωρήσει. Εγώ η ίδια σε έχω ήδη συγχωρήσει». Αλλά ο Καλιάεφ δεν ένοιωθε καθόλου τύψεις. Παρόλ’ αυτά η Μεγάλη δούκισσα άφησε την Αγία Γραφή και μια μικρή εικόνα πάνω στο τραπέζι του κελιού, ελπίζοντας ότι θ’ άλλαζε γνώμη και θα στρεφόταν στο Θεό. Παρά την άρνηση του Καλιάεφ, η Μεγάλη δούκισσα έκανε έγγραφη αίτηση στον τσάρο να τον συγχωρήσει. Αν και ο τσάρος δέχτηκε ο Καλιάεφ, όμως, αρνήθηκε και έτσι εκτελέστηκε το Μάϊο του 1905.
Ο θάνατος του Μεγάλου δούκα βύθισε την Ελισάβετ σε μια όλο και περισσότερο εντεινόμενη διάθεση ευσέβειας. Έτσι, παρόλη την λύπη της, ένας νέος σκοπός μπήκε στη ζωή της. Μια νέα επιθυμία να αφιερωθεί στην προσευχή, στην εργασία και τη φιλανθρωπία. Έτσι, πούλησε ότι πολύτιμο είχε από κοσμήματα ή άλλα αντικείμενα μ’ ένα μόνο σκοπό : την ανοικοδόμηση μιας γυναικείας μονής αφιερωμένης στις Αγίες Μαρία και Μάρθα, καθώς και την δημιουργία κλινικής και ορφανοτροφείου και άλλων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων.
Η Ελισάβετ θέλησε να δώσει αυτό το όνομα στη Μονή, γιατί η Μάρθα είναι σύμβολο της ενεργούς υπηρεσίας στον Κύριο μας, ενώ η Μαρία συμβολίζει μια πνευματική απορρόφηση στα θεία Μυστήρια. Επομένως, η Μεγάλη δούκισσα ήθελε να τα συνδιάσει και τα δύο. Χωρίς χρονοτριβή αγόρασε το οικόπεδο και με ατελείωτο μόχθο επιδόθηκε στην οργάνωση της μονής της. Έκανε πολλές επισκέψεις στη μονή Ζωσιμά για να συζητήσει το έργο της με τους εκεί Γέροντες˙ έγραψε σε μοναστήρια και βιβλιοθήκες θρησκευτικών βιβλίων και μελέτησε τυπικά αρχαίων μονών . Μια γυναικεία μονή που θά συνδύαζε φιλανθρωπία, εργασία και προσευχή ήταν χωρίς προηγούμενο στη Ρωσία. Ήταν, επομένως, φυσικό η ιδέα να συναντήσει κάποιο σκεπτικισμό από τη μεριά ορισμένων μελών της Ιεράς Συνόδου και η Ελισάβετ έπρεπε επανειλημμένως να επεξεργαστεί το τυπικό για να το κάνει αποδεκτό απ’ αυτούς.
Η γυναικεία μονή άνοιξε τις πόρτες της τη 10η Φεβρουαρίου του 1909 με βάση ένα προσωρινό θέσπισμα. Η Ιερά Σύνοδος κράτησε το όνομα «Γυναικεία Μονή του Ελέους Μάρθας και Μαρίας», ως το επίσημο όνομά της. Η μονή άνοιξε με έξι αδελφές˙ μέσα σ’ ένα χρόνο ο αριθμός τους είχε αυξηθεί στις τριάντα ενώ η κοινότητα συνέχιζε να μεγαλώνει. Μετά την επικύρωση των τελικών θεσπισμάτων από την Ιερά Σύνοδο την 9η Απριλίου 1910 η εκκλησία της μονής έγινε ο τόπος ενός σημαντικού γεγονότος : δεκαεπτά γυναίκες, οδηγούμενες από τη Μεγάλη δούκισσα εκάρησαν μοναχές, ως Σταυροφόρες Αδελφές της αγάπης και τουελέους. Ταυτοχρόνως η Ελισάβετ ανέβηκε στο βαθμό της ηγουμένης.
Στη μονή της η Μεγάλη δούκισσα ζούσε τη ζωή μιας αληθινής ασκήτριας. Κοιμόταν σε ξύλινο κρεβάτι χωρίς στρώμα˙ το μαξιλάρι ήταν σκληρό. Συχνά κοιμόταν όχι περισσότερο από τρεις ώρες, ξυπνώντας τα μεσάνυχτα για να προσευχηθεί στο παρεκκλήσιό της και να κάνει τους γύρους των θαλάμων του νοσοκομείου. Όταν ένας ασθενής βαριά άρρωστος τιναζόταν από τον πόνο και ζητούσε βοήθεια, έμενε στο πλευρό του μέχρι την αυγή. Νήστευε αυστηρά, έτρωγε πάντα με μέτρο και με κάθε τρόπο προσπαθούσε ν’ ακολουθεί τη ζωή μιας μοναχής-ασκήτριας. Εκπαιδεύοντας τις αδελφές της μονής, η Μεγάλη δούκισσα, δίδασκε σ’ αυτές την προσευχή και την πρακτική ιατρική και τα πνευματικά εφόδια, που χρειαζόταν προκειμένου να προετοιμάσουν τους μελλοθάνατους ασθενείς για την ενδεχόμενη μετάβασή τους στην αιώνια ζωή. Η ίδια, η Ελισάβετ, μάλιστα, κατόρθωνε πάντα να είναι παρούσα στο πλευρό ενός ασθενούς που πέθαινε και όταν πλησίαζε το τέλος του, προσευχόταν για το ταξίδι της ψυχής στον άλλο κόσμο.
Η φιλανθρωπική δραστηριότητα της Μεγάλης δούκισσας επεκτεινόταν πολύ πέρα από τους τοίχους της μονής της˙ έδινε βοήθεια με ευχαρίστηση οποτεδήποτε και οπουδήποτε χρειαζόταν. Δεν έδινε μόνο βοήθεια όταν της ζητούσαν, αλλά αναζητούσε η ίδια όσους βρίσκονταν στην έσχατη ανάγκη, ιδιαίτερα τα εγκαταλελειμμένα ορφανά. Πρόσεχε, επίσης, τις ανάγκες των φτωχών κληρικών και πρόθυμα ανταποκρινόταν στους κληρικούς των χωριών των οποίων οι φτωχές ενορίες δεν είχαν την οικονομική άνεση να διορθώσουν μια παλιά εκκλησία, να χτίσουν μια καινούργια, ή να ιδρύσουν ένα ορφανοτροφείο.
Στη Μονή, η Μεγάλη δούκισσα άνοιξε ένα ορφανοτροφείο για κορίτσια. Το 1913 δεκαοχτώ τέτοια κορίτσια προετοιμάζονταν για την τελική είσοδό τους στη μονή. Αν, όταν μεγάλωναν, δεν αισθάνονταν ότι αυτή ήταν η κλήση τους, η εκπαίδευση που θα είχαν λάβει θα τους έδινε τη δυνατότητα να βρουν την κατάλληλη απασχόληση στο κόσμο. Η ανακούφιση από τον αναλφαβητισμό, ιδιαίτερα μεταξύ των γυναικών, ήταν ακόμα μια από τις φροντίδες της Μεγάλης δούκισσας. Οργάνωσε κατηχητικό στη μονή για ημιαναλφάβητα και αναλφάβητα κορίτσια και εργάτριες εργοστασίων. Το 1913 κάπου 75 γυναίκες παρακολουθούσαν αυτά τα μαθήματα. Ωστόσο, η βιβλιοθήκη της Μονής ήταν υπερήφανη για τους 2000 τόμους της. Τα βιβλία δανείζονταν δωρεάν και υπήρχαν πάνω από εκατό εξωτερικοί συνδρομητές, που έκαναν χρήση αυτής της υπηρεσίας. Οι φτωχοί σιτίζονταν στις κουζίνες της Μονής, όπου πάνω από 300 γεύματα σερβίρονταν καθημερινά. Το 1913 οι κουζίνες σέρβιραν 139.443 γεύματα. Εκτός της μονής η Μεγάλη δούκισσα οργάνωσε επίσης ένα ίδρυμα για τη φυματική γυναίκα, στο οποίο ήταν πολύ αφοσιωμένη. Μια ακόμη, όμως, φροντίδα της ήταν η λεγόμενη «Συνεισφορά για τα παιδιά». Ενήλικες και παιδιά συγκεντρώνονταν τις Κυριακές στο Παλάτι του Νικολάου για να βοηθήσουν με την εργασία τους τα φτωχά παιδιά. Στην πορεία του έτους 1913 περισσότερα από 1.800 παιδιά ντύθηκαν χάρη στις προσπάθειες αυτής της ομάδας.
Η Μεγάλη δούκισσα δεν παραμελούσε και την πνευματική ανατροφή των Μοσχοβιτών, και γι’ αυτό οργάνωνε πολλές διαλέξεις για το λαό. Κάθε Κυριακή, σε όλη τη διάρκεια των χειμερινών μηνών, γίνονταν εποικοδομητικές ομιλίες στον Καθεδρικό ναό της Αγίας Σκέπης μετά τον Εσπερινό. Έπειτα από την ομιλία, έψαλλαν όλοι μαζί τη βραδινή προσευχή.
Οι αρχιεπίσκοποι, οι επίσκοποι και άλλοι ιεράρχες έρχονταν στη μονή για να κάνουν ομιλίες. Οι ομιλίες αυτές ήταν τόσο δημοφιλείς που άνθρωποι όλων των κοινωνικών στρωμάτων και επαγγελμάτων συγκεντρώνονταν γύρω από το ναό πολλή ώρα προτού να ανοίξει για τις ακολουθίες.
Αν δεν γινόταν η Επανάσταση, δε χωράει αμφιβολία ότι όλη αυτή η δραστηριότητα που ξεκίνησε από τη Μεγάλη δούκισσα θα είχε συνεχιστεί, και ότι και άλλα ιδρύματα, θα είχαν αναφυεί σε όλη τη Ρωσία με πρότυπο τη μονή του Ελέους Μάρθας και Μαρίας, για το καλό του ρωσικού λαού.
Ωστόσο, τον Αύγουστο του 1914, ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γερμανία. Αλλά παρά τίς προσωρινές επιτυχίες της Ρωσίας το 1915 έφερε τη μια καταστροφική ήττα μετά την άλλη και τα ρωσικά στρατεύματα υποχώρησαν από τη Γαλικία και την Πολωνία. Οι αναταραχές σ’ όλη τη χώρα ήταν μεγάλες. Οι αγορές και τα καταστήματα τροφίμων γρήγορα άρχισαν να αδειάζουν από προμήθειες. Η μονή έπρεπε παρ’ όλα αυτά να συνεχίσει να φροντίζει τους αρρώστους και τα ορφανά και να τρέφει τους φτωχούς. Στο μεταξύ τα ρωσικά στρατεύματα συνέχιζαν να υφίστανται ήττες στο μέτωπο. Η Ρωσία πλησίαζε στην καταστροφή. «Προδοσία» ήταν η λέξη που ακουγόταν παντού. Απίστευτες ιστορίες για την αυτοκρατορική οικογένεια και ιδιαίτερα την αυτοκράτειρα απλώνονταν αστραπιαία σ’ όλες τις πόλεις. Οι εργατικές απεργίες στην πρωτεύουσα εμπόδιζαν τώρα την παραγωγή στα εργοστάσια που δούλευαν για να βοηθούν τις πολεμικές επιχειρήσεις. Στους δρόμους της πόλης ξεσπούσαν αψιμαχίες ανάμεσα σε εργάτες και στρατιώτες.
Ο αυτοκράτορας έφυγε βιαστικά από το αρχηγείο του με τρένο για την Πετρούπολη, αλλά τον σταμάτησαν απροσδόκητα σ’ ένα σιδηροδρομικό σταθμό με το παράξενο όνομα «Ντνό» (άβυσσος), μια μακάβρια συγκυρία η οποία εκ των υστέρων προοιώνιζε την πτώση της ισχυρής Ρωσίας στον πυθμένα μιας σκοτεινής αβύσσου.
Ωστόσο, έφθασαν τηλεγραφήματα από τους διοικητές διαφόρων μετώπων, που συνιστούσαν στον αυτοκράτορα να παραιτηθεί. Τα τηλεγραφήματα αυτά παρουσιάσθηκαν από το στρατηγό Ρούζκυ στον τσάρο 2/15η Μαρτίου, κατά τις τρεις η ώρα. Αφού άκουσε την αναφορά του στρατηγού, ο τσάρος πήρε την απόφαση να παραιτηθεί. Αν και είχε στη διάθεση του ένα στρατό δεκαπέντε εκατομμυρίων ανδρών, ο τσάρος Νικόλαος υπέγραψε την πράξη της παραίτησης. Ήταν ολομόναχος˙ δεν υπήρχε κανείς για να τον σταματήσει προτού κάνει αυτό το μοιραίο βήμα. Ο ηγούμενος Σεραφείμ περιγράφει την τελευταία του συνάντηση με τη Μεγάλη δούκισσα, την άνοιξη του 1917, έπειτα από την παραίτηση του τσάρου. Έμεινε έκπληκτος με την εμφάνισή της, είχε αλλάξει πάρα πολύ. Αδυνατισμένη και εξαντλημένη, η ψυχή της βρισκόταν σε οδύνη και δεν μπορούσε να μιλά δίχως να κλαίει. Έβλεπε την άβυσσο μέσα στην οποία έπεφτε η Ρωσία και έκλαιγε πικρά για τη χώρα και το λαό της, στον οποίο είχε αφιερώσει τη ζωή της και είχε υπηρετήσει με τόση ανιδιοτέλεια. Όταν μίλησε για την αυτοκρατορική οικογένεια δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Αλλά έβλεπε επίσης ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού και έτσι έπρεπε να το δεχθεί. Έβλεπε τον πόνο της αυτοκρατορικής οικογένειας ως το δρόμο τους για το μαρτύριο.
Κατά κάποιο τρόπο, η εργασία στη μονή συνεχιζόταν. Η Μεγάλη δούκισσα περνούσε πολύ χρόνο καθισμένη στο προσκέφαλο πολλών αρρώστων γυναικών που η κατάστασή τους ήταν κρίσιμη. Έξω από τη μονή, η Μόσχα βρισκόταν σε αναστάτωση και χάος. Σπίτια λεηλατούνταν και καίγονταν, πλήθη κουρέληδων τριγύριζαν μέσα στους δρόμους, ενώ ο αριθμός τους αυξανόταν από τους φυλακισμένους που είχαν απελευθερωθεί και από ψυχασθενείς που είχαν διαφύγει, αλλά η Ελισάβετ δε φοβόταν κανένα. Πάντα προσπαθούσε να βρίσκει θετικά στοιχεία σε όλους, ακόμη και σε εγκληματίες, πιστεύοντας ότι το καλό στην ψυχή ενός ανθρώπου μπορεί να υπερνικήσει τις κακές του τάσεις.
Τον Αύγουστο του 1917 έμαθε ότι ο Κερένσκι είχε εξορίσει τον αυτοκράτορα, την αυτοκράτειρα και τα παιδιά τους στο Τομπόλσκ, γκρεμίζοντας έτσι κάθε ελπίδα για την Ελισάβετ ότι θα τους ξαναδεί. Συνειδητοποίησε επίσης ότι δεν επρόκειτο να γίνει καμία «απελευθέρωση» της πρώην κυβερνώσας οικογένειας. Τους έστειλε γράμματα, αυτοί όμως έλαβαν μόνο ένα. Οι τελευταίες εβδομάδες πριν την πτώση της Προσωρινής Κυβέρνησης βρήκαν τη μονή της Μάρθας και της Μαρίας να γίνεται δημοφιλές κέντρο - όχι τόσο πολύ για τροφές ή ιατρική βοήθεια, αλλά εξαιτίας της Μεγάλης δούκισσας, στην οποία προσέτρεχαν πολλοί άνθρωποι, φορτωμένοι με βάσανα και πόνο, για να ανοίξουν την καρδιά τους. Δεχόταν τους πάντες, τους άκουγε, τους μιλούσε από τις Γραφές, τους έδινε ηθική υποστήριξη. Οι άνθρωποι έφευγαν ενδυναμωμένοι και ειρηνικοί. Αλλά η κατάσταση στη χώρα συνέχισε να χειροτερεύει. Την 7η Νοεμβρίου, 1917, η Προσωρινή Κυβέρνηση έπεσε. Στην κορυφή της γιγαντιαίας πολιτείας στεκόταν τώρα ο Λένιν και οι συνεργάτες του.
Εκτός από την αυτοκρατορική οικογένεια, οι Σοβιετικοί είχαν ήδη συλλάβει πολλούς άλλους Ρομανώφ. Επειδή ήξερε ότι η Μεγάλη δούκισσα την αγαπούσαν και τη σέβονταν, φοβόταν ότι, στην περίπτωση της σύλληψης και εκτέλεσής της, θα ξεσπούσαν ταραχές στη Μόσχα κατά του Μπολσεβικού καθεστώτος. Αλλά με μια σειρά από κόλπα και απάτη αποφάσισε να την εξαφανίσει στα γρήγορα από την πόλη, σε κάποιο τόπο όπου θα ήταν σχετικά άγνωστη.
Η Ελισάβετ ένοιωθε ότι το τέλος πλησίαζε γρήγορα. Η μόνη της επιθυμία ήταν να διατηρήσει τη δύναμη του πνεύματος και να παραμείνει, μέχρι τέλους, πιστή στο Χριστό. Πράγματι, τη συνέλαβαν και την απομάκρυναν από τη Μόσχα προτού οι κάτοικοι προλάβουν να συνειδητοποιήσουν τι είχε συμβεί την τρίτη ημέρα του Πάσχα, του 1918, την ημέρα της εορτής της Εικόνας της Θεομήτορος των Ιβήρων, στην οποία η Μεγάλη δούκισσα είχε μεγάλη αφοσίωση. Την ίδια εκείνη ημέρα, η Αγιότης του, ο πατριάρχης Τύχων, είχε έρθει στη μονή για να τελέσει τη Θεία Λειτουργία. Η ηγουμένη στην προσπάθεια της να φαίνεται χαρούμενη, ένοιωθε έναν ενστικτώδη πόνο. Μισή ώρα αργότερα, μετά την αναχώρηση του πατριάρχη, έφθασε ένα όχημα με ένα κομισάριο και στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού, οι οποίοι διέταξαν την Ελισάβετ να τους ακολουθήσει.
Η Μητέρα ηγουμένη ευχαρίστησε τρυφερά τις αδελφές της για όλους τους κόπους τους και ζήτησε από τον πατέρα Μητροφάνη να μήν εγκαταλείψει τη μονή και να συνεχίσει να τελεί τις ακολουθίες για όσο καιρό θα μπορούσε. Οι Μπολσεβίκοι επέτρεψαν μόνο σε δύο αδελφές να συνοδεύσουν την ηγουμένη τους : τη Βαρβάρα Γιακόβλεβνα και τήν Αικατερίνα Γιανίσεβα. Λίγο πριν μπει στο όχημα των Τσεκά, στράφηκε και ευλόγησε τις αδελφές μ’ ένα μεγάλο σημείο του σταυρού. Αμέσως την άρπαξαν και εξαφανίστηκαν. Για πάντα.
Μόλις ο πατριάρχης Τύχων έμαθε τί είχε συμβεί, με τη βοήθεια κάποιων εκκλησιαστικών οργανισμών που οι Μπολσεβίκοι ακόμη αναγνώριζαν, άρχισε τις προσπάθειες να πετύχει την απελευθέρωσή της αλλά μάταια. Η Ελισάβετ και οι δύο υποτακτικές της βρίσκονταν πάνω σ’ ένα τρένο και πήγαιναν εξόριστες στο Πέρμ.
Το μακρινό ταξίδι της Μεγάλης δούκισσας από τη Μόσχα στο Πέρμ αποδείχθηκε ότι ήταν ένα πραγματικό μαρτύριο. Δεν της έδωσαν ούτε ένα ποτήρι ζεστό νερό να πιεί, αλλά αγόρασε η ίδια ένα ποτήρι στο σταθμό, ενώ οι συνεπιβάτες της δάνεισαν μια τσαγιέρα.
Φθάνοντας στο Πέρμ, η Ελισάβετ και οι δύο συντρόφισσες της μπήκαν σ’ ένα μοναστήρι. Οι μοναχές λυπήθηκαν ειλικρινά για την ευγενή φυλακισμένη τους και προσπάθησαν να απαλύνουν τις δυσκολίες της. Της επέτρεψαν να παρακολουθεί τις ακολουθίες στην εκκλησία της μονής - πράγμα που γι’ αυτήν ήταν μεγάλη παρηγοριά. Καθ’ οδόν από το Περμ για την Αλαπαγιέφσκη, η Μεγάλη δούκισσα και οι αδελφές πέρασαν λίγες μέρες στο Αικατερινβούργ. Την άνοιξη του 1918 οι Μπολσεβίκοι έφεραν μια καινούργια ομάδα φυλακισμένων στο Αικατερινβούργ : το Μεγάλο δούκα Σέργιο Μιχαήλοβιτς και το γραμματέα του, Φ.Μ.Ρεμέζ˙ τρείς γιούς του Μεγάλου δούκα Κωνσταντίνου Κωνσταντίνοβιτς - τον Ιωάννη, τον Κωνσταντίνο και τον Ιγκόρ˙ και τον πρίγκιπα Βλαντιμίρ Παλέϋ. Τους έβαλαν όλους σ’ ένα δωμάτιο κάποιου βρώμικου πανδοχείου και όχι μόνο τους μεταχειρίζονταν με εξαιρετική σκληρότητα, αλλά ήταν και υποσιτιζόμενοι.
Όλοι αυτοί οι φυλακισμένοι - με εξαίρεση μόνο την άμεση αυτοκρατορική οικογένεια μεταφέρθηκαν μαζί με τη Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ, στην Αλαπαγιέφσκη την 20η Μαΐου του 1918, όπου τους έβαλαν να μείνουν στη Σχολή Ναπόλναγια στα περίχωρα της πόλης. Την 21η Ιουνίου έγινε μια δραστική αλλαγή για τους φυλακισμένους. Τα χρήματά τους και τα προσωπικά τους αντικείμενα κατασχέθηκαν. Κάθε άσκηση εκτός του περίφρακτου χώρου του σχολικού κτιρίου απαγορεύθηκε. Τέλος στερήθηκαν και τη μόνη τους παρηγοριά : τις εκκλησιαστικές ακολουθίες.
Οι φυλακισμένοι γνώριζαν πια τί τους περίμενε και συνειδητά προετοιμάζονταν γι’ αυτό, ζητώντας από τον Κύριο να δυναμώνει το πνεύμα τους και νά μην επιτρέψει να βεβηλωθούν τα γήϊνα λείψανά τους από τους κομουνιστές, αλλά να βρούν ανάπαυση με την πρέπουσα ταφή σύμφωνα με τα μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Σύντομα υποχρέωσαν όλο το υπηρετικό προσωπικό να φύγει από τη Σχολή με εξαίρεση το Φιόντορ Ρεμέζ, ο οποίος έμεινε με το Μεγάλο δούκα Σέργιο, και την αδελφή Βαρβάρα, η οποία παρέμεινε με την Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ. Το μεσημέρι της 17ης Ιουλίου, ο αξιωματικός των Τσεκά και λίγοι κομουνιστές εργάτες ήρθαν στη Σχολή. Πήραν από τους φυλακισμένους ό,τι χρήματα τους είχαν απομείνει και ανήγγειλαν ότι εκείνη τη νύχτα θα τους μετέφεραν στον επάνω περίβολο του εργοστασίου Σινιατσικένσκυ.
Το απεχθές έγκλημα της Αλαπαγιέφσκης διεπράχθη τη νύχτα της 17ης προς 18η του Ιουλίου, κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας προς τιμήν του Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ και ημέρα κατά την οποία γιόρταζε ο σύζυγος της Ελισάβετ, Μεγάλος δούκας Σέργιος. Ξύπνησαν τους φυλακισμένους και τους μετέφεραν πάνω σε κάρρα από ένα δρόμο που οδηγούσε στο χωριό Σινιάτσικα. Κατά μήκος αυτού του δρόμου, κάπου δεκαοκτώ χιλιόμετρα από την Αλαπαγιέφσκη, υπήρχε ένα εγκαταλελειμμένο ορυχείο μετάλλου μ’ ένα λάκκο, βάθους εξήντα μέτρων, που είχαν διαλέξει οι οπαδοί των Τσεκά για το κτηνώδες τους σχέδιο.
Βρίζοντας, φωνάζοντας και χτυπώντας τους φυλακισμένους, οι εκτελεστές - ντόπιοι Μπολσεβίκοι - έριχναν τα θύματά τους σ’ αυτό το ορυχείο. Χωρίς να το γνωρίζουν, ένας χωρικός της περιοχής ήταν μυστικός μάρτυρας όλων όσων συνέβησαν. Η Μεγάλη δούκισσα ήταν η πρώτη που την έριξαν μέσα στη σκοτεινιά του ορυχείου που έχασκε. Ο χωρικός είδε ότι αυτή προσευχόταν φωναχτά και έκανε το σταυρό της, ενώ επαναλάμβανε : «Ἄφες αὐτοῖς, Κύριε, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Τους ἄλλους - που όλοι τους ήταν ζωντανοί ακόμα - τους εκσφενδόνισαν κάτω μετά από αυτήν. Αλλά ακριβώς προτού να τους σπρώξουν μέσα στο λάκκο, ο Μεγάλος δούκας Σέργιος είχε αρχίσει να παλεύει και αμέσως πυροβολήθηκε στο κεφάλι˙ ήταν νεκρός προτού το σώμα του φθάσει στον πάτο.
Τότε οι Τσεκά εκσφενδόνισαν χειροβομβίδες κάτω στο φρέαρ. Ο σκοπός τους ήταν να καλύψουν το λάκκο με χώμα για να προσποιηθούν ότι έγινε έκρηξη και να συγκαλύψουν το έγκλημα, αλλά μόνο ένα θύμα, ο Φιόντορ Ρεμέζ πέθανε από τις χειροβομβίδες˙ οι άλλοι πέθαναν με φρικτούς πόνους που προκαλούσαν η δίψα, η πείνα και τα τραύματα.
Η ίδια η Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ δεν έπεσε στον πάτο του λάκκου. Σε δεκαπέντε περίπου μέτρα βάθος, η πτώση της διακόπηκε από κορμούς ξύλων που προεξείχαν. Ο δούκας Ιωάννης έπεσε πάνω στην ίδια προεξοχή τραυματίζοντας το κεφάλι του. Η Μεγάλη δούκισσα, υποφέροντας η ίδια από τραύματα στο κεφάλι, προσέχοντας να μην πέσει, κατόρθωσε μέσα στο κατάμαυρο σκοτάδι να δέσει την πληγή του χρησιμοποιώντας το μοναχικό κάλυμα της κεφαλής της. Ανακουφίζοντας τον πόνο του άλλου, εκπλήρωσε το τελευταίο της έργο του ελέους πάνω στη γη. Αγαπούσε ιδιαίτερα το δούκα Ιωάννη - έμοιαζαν στο πνεύμα, ζούσαν και οι δύο για την αιωνιότητα - και ταίριαζε να είναι μαζί και στο θάνατο.
Ο χωρικός της περιοχής κατέθεσε ότι είχε ακούσει φωνές να βγαίνουν από το ορυχείο, που έψαλλαν το Χερουβικό Ύμνο από τη Θεία Λειτουργία. Την ψαλμωδία κατηύθυνε η Μεγάλη δούκισσα, που συνέχιζε να ψάλλει ύμνους και να λέει λόγους παρηγορίας στους άλλους μέχρι η ψυχή της ν’ αφήσει το σώμα της για να ανεβεί ψηλά, όπου χαιρετίσθηκε από άλλες, παραδείσιες μελωδίες, ενώ πάνω από το κεφάλι της έλαμπε το στέμμα της μάρτυρος.
Μέσα στο ίδιο εικοσιτετράωρο, η αυτοκρατορική οικογένεια εκτελέστηκε χωρίς πολλές διατυπώσεις στο υπόγειο του σπιτιού-φυλακής τους το Αικατερινβούργ και τα σώματά τους τα μετέφεραν σ’ ένα εγκαταλελειμμένο φρέαρ ορυχείου για να απαλλαγούν απ’ αυτά.
Όταν τον Οκτώβριο ο Λευκός Στρατός κατέλαβε την Αλαπαγιέφσκη ανακάλυψε τα πτώματα. Η Μεγάλη δούκισσα ήταν σοβαρά μωλωπισμένη : υπήρχε ένας μώλωπας στο μέγεθος παλάμης ενός ενήλικα στον αριστερό της κρόταφο˙ οι υποδόριοι ιστοί, οι μύες και ο κρανιακός θόλος είχαν επίσης μωλωπισθεί˙ τα οστά του κρανίου ήταν άθικτα. Δίπλα στη μάρτυρα βρίσκονταν δύο χειροβομβίδες που δεν είχαν εκραγεί˙ ο Παντοδύναμος δεν επέτρεψε το σώμα της εκλεκτής Του να κομματιαστεί. Στο στήθος της βρέθηκε μια εικόνα του Σωτήρος. Δεν ξέρουμε σίγουρα ποιός «τύπος» εικόνας ήταν, αλλά πολύ πιθανόν να ήταν η εικόνα με την οποία την είχε ευλογήσει ο τσάρος Αλέξανδρος ΙΙΙ, όταν έγινε Ορθόδοξη˙ σκεπασμένη με πολύτιμους λίθους, έφερε την επιγραφή : «Κυριακή τῶν Βαΐων, 13 Απριλίου 1891», την ημερομηνία της μεταστροφής της. Την είχε κρύψει αυτή την εικόνα πάνω της για να μην την ανακαλύψουν οι πράκτορες των Τσεκά, και χωρίς αμφιβολία την κρατούσε σφιχτά κατά τη διάρκεια της μακράς επιθανάτιας αγωνίας. Τα δάκτυλα του δεξιού της χεριού, ακριβώς όπως και της μοναχής Βαρβάρας και του δούκα Ιωάννη, ήταν κλεισμένα μαζί σαν να ήταν έτοιμα να κάνουν το σημείο του σταυρού, ή ίσως να τον είχαν ήδη κάνει προτού ο θάνατος να φέρει την ακαμψία στα απλωμένα χέρια τους.
Μετά από τη νεκροψία που έγινε από έμπειρους ιατρούς, έπλυναν τα σώματα με ευλάβεια, τα έντυσαν με λευκά σάβανα που ήταν καλυμμένα με επίστρωση κεριού και τα τοποθέτησαν σε απλά ξύλινα φέρετρα στο παρεκκλήσιο του κοιμητηρίου στην Αλαπαγιέφσκη. Εκεί, έγινε η νεκρώσιμη ακολουθία και οι Ψαλμοί διαβάζονταν συνεχώς στους νεκρούς.
Μετά από μια ολονύκτια αγρυπνία στις 18 Οκτωβρίου, που αφιερώθηκε στους μάρτυρες, με τον αργό ρυθμικό χτύπο από τις καμπάνες και τον εθνικό Ύμνο που έπαιζε μια στρατιωτική μπάντα, τα φέρετρα μεταφέρθηκαν στην κρύπτη του καθεδρικού, στα αριστερά της Αγίας Τράπεζας. Οι μάρτυρες όμως της Αλαπαγιέφσκης δεν επρόκειτο να βρούν την αιώνια ανάπαυση εδώ. Ο Κόκκινος Στρατός εξαπέλυε επιθέσεις, και έγινε επομένως επιτακτική η ανάγκη να μεταφερθούν τα λείψανα σε ασφαλέστερο μέρος.
Ο πατήρ Σεραφείμ τοποθέτησε τα οκτώ φέρετρα πάνω σ’ ένα φορτηγό τρένο την 1η Ιουλίου, 1919˙ προορισμός τους : η Τσίτα με τη σιδηροδρομική γραμμή του Ανατολικού Σιβηριανού. Έπειτα από ένα απίστευτα δυσχερές ταξίδι με το ίδιο φορτηγό αυτοκίνητο στο οποίο βρισκόταν τα φέρετρα, έφθασαν τελικά τον Αύγουστο και με τη βοήθεια Ρώσων και Ιαπώνων αξιωματικών, ο πατήρ Σεραφείμ μετέφερε τα φέρετρα στη μονή της Αγίας Σκέπης.
Εδώ, τα φέρετρα ανοίχτηκαν. Το σώμα της αγίας Νεομάρτυρος Ελισάβετ δεν έφερε σημεία αποσύνθεσης. Οι μοναχές έπλυναν τα σώματα της Μεγάλης δούκισσας και της μοναχής Βαρβάρας και τα έντυσαν με μοναχικά ενδύματα. Μυστικά, για να μη μάθουν οι κομουνιστές τί συμβαίνει, ο πατήρ Σεραφείμ και οι δύο δόκιμοι μοναχοί του, έσκαψαν ένα μεγάλο, όχι πολύ βαθύ τάφο στο δάπεδο ενός από τα μοναχικά κελλιά, τοποθέτησαν αυτά τα οκτώ φέρετρα δίπλα-δίπλα, και τα σκέπασαν με ένα στρώμα από χώμα. Ο πατήρ Σεραφείμ τότε ζούσε σ’ αυτό το κελλί ο ίδιος, ένα είδος «φρουρού-προστάτη» των αγίων λειψάνων.
Πράγματι, σύμφωνα και με τη μαρτυρία της πρώην Μητέρας Βαρβάρας, ηγουμένης της Μονής Γεθσημανή στην Ιερουσαλήμ, η Αγία Ελισάβετ εμφανίστηκε στον πατέρα Σεραφείμ αρκετές φορές καθώς αυτός συνόδευε τα λείψανα των Μαρτύρων της Αλαπαγιέφσκης. Αλλά οι απειλές μιας επικείμενης προέλασης του Κόκκινου Στρατού σ’ αυτή την περιοχή δημιούργησαν την ανάγκη να μεταφέρουν και πάλι τα ιερά σώματα για να εμποδίσουν την κατάσχεση και τη βεβήλωσή τους. Αυτή τη φορά, όμως, θα τα μετέφεραν έξω από τη μητρική γη. Την 26η Φεβρουαρίου 1920, μέσα στο φοβερό παγετό του χειμώνα, έγινε η αναχώρησή τους.
Με μυστικότητα, τελικά, τα φέρετρα έφθασαν τον Απρίλιο στο Πεκίνο, όπου τα υποδέχτηκε ο αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, όπου τα τοποθέτησαν προσωρινά σε μια από τις κρύπτες του κοιμητηρίου της ιεραποστολής. Η πριγκίπισσα Βικτωρία, όμως, κανόνισε ώστε τα δύο φέρετρα (της Μεγάλης δούκισσας και της αδελφής Βαρβάρας), να φύγουν από το Πεκίνο για το λιμάνι του Τιεντσίν και από εκεί να μεταφερθούν με πλοίο στη Σανγκάη και έπειτα στο Πόρτ Σάϊντ στην Αίγυπτο, όπου έφθασαν τον Ιανουάριο του 1921. Και όπως, είχε προγραμματισθεί, τα φέρετρα τα προϋπάντησαν στην Ιερουσαλήμ Ρώσοι και Έλληνες κληρικοί καθώς και Βρετανοί αξιωματούχοι, ο λαός του τόπου και Ρώσοι προσκυνητές που είχαν αποκλεισθεί παραμένοντας στους Αγίους Τόπους εξ αιτίας της Κομμουνιστικής Επανάστασης. Ο πατριάρχης Δαμιανός, βοηθούμενος από πολυάριθμους κληρικούς, τέλεσε την επίσημη επικήδεια ακολουθία. Ο Παλαιολόγος μαρτυρεί ότι δίπλα στο φέρετρο της Μεγάλης δούκισσας Ελισάβετ, στα πόδια της, τοποθετήθηκε μία μικρή λειψανοθήκη που περιείχε τον καρπό του χεριού του συζύγου της, του Μεγάλου δούκα Σεργίου.
Το 1981 , η Σύνοδος των αρχιεπισκόπων και επισκόπων της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Εξωτερικού όρισε όλοι οι μάρτυρες και ομολογητές της Ορθοδόξου Πίστεως, που είχαν υποφέρει στα χέρια των αθέων στη Ρωσία, να γραφούν στο ημερολόγιο των αγίων.
Η αγιοκατάταξη αυτή έγινε την 1η Νοεμβρίου 1981, στο Συνοδικό Καθεδρικό ναό της Παναγίας του Συμβόλου, στην πόλη της Νέας Υόρκης, που είναι έδρα του πρώτου ιεράρχη της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Εξωτερικού.
Αρκετούς μήνες πρίν από αυτό το γεγονός, οι τάφοι της Μεγάλης δούκισσας Ελισάβετ και της υποτακτικής της, στην Ιερουσαλήμ, ανοίχτηκαν και εξετάστηκαν από μία ειδική εκκλησιαστική επιτροπή. Όταν, μάλιστα, ανοίχτηκε το φέρετρο της Μεγάλης δούκισσας Ελισάβετ το δωμάτιο ξαφνικά πλημμύρισε από ευωδία, που κάποιος αυτόπτης μάρτυς περιέγραψε ως «ένα δυνατό άρωμα, από κάτι ανάμεσα στο μέλι και το γιασεμί». Τα λείψανα, ωστόσο, των δύο μαρτύρων ήταν μερικώς άφθαρτα. Τα πόδια και τα πέλματα της αγίας Ελισάβετ ήταν άθικτα, το ίδιο και ο εγκέφαλός της μέσα στο κρανίο. Το κεφάλι της αγίας Βαρβάρας ήταν καλά διατηρημένο. Και τα δύο ήταν ντυμένα με μαύρα ράσα, και το πρόσωπο της αγίας Ελισάβετ ήταν σκεπασμένο με ένα πέπλο. Ένας μεγάλος μοναχικός σταυρός, βρισκόταν πάνω στο στήθος της. Στο χέρι της κρατούσε κομποσχοίνι, και ένας απλός μεταλλικός σταυρός ήταν περασμένος στο λαιμό της. Επίσης υπήρχαν μερικές μεταλλικές εικόνες μέσα στο φέρετρο.
Πάντως, ο σημερινός Ορθόδοξος προσκυνητής στην Ιερουσαλήμ θα γονατίσει φυσικά μπροστά στον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου και σε άλλους αγίου τόπους. Αλλά τώρα μπορεί επίσης να πάει και στην εκκλησία της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής και να γονατίσει μπροστά στους τάφους των Αγίων Ελισάβετ και Βαρβάρας. Εδώ τα κεριά και οι ακοίμητες λαμπάδες καίουν συνεχώς και μέσα από το ευωδιαστό θυμίαμα, θα ακούσει τον αντίλαλο του ύμνου : Ἅγιες Νεομάρτυρες Μεγάλη δούκισσα Ἐλισάβετ και Μοναχή Βαρβάρα πρεσβεύσατε τῷ Θεῷ ὑπέρ ἡμῶν!

«Είναι ευκολώτερο το αδύναμο άχυρο να αντισταθεί
στη δυνατή φωτιά,
παρά η φύση της αμαρτίας να αντισταθεί
στη δύναμη της αγάπης.
Εμείς πρέπει να καλλιεργήσουμε αυτή την αγάπη
στις ψυχές μας,
για να μπορέσουμε να συγκαταριθμηθούμε
μαζί με όλους τους αγίους,
γιατί αυτοί ήταν σε όλα ευάρεστοι στο Θεό
μέσω της αγάπης τους προς τον πλησίον»

Αγία Ελισάβετ



[1] Όταν οι Μπολσεβίκοι πήραν την εξουσία, ο Λένιν, περνώντας από ‘κεί, είδε το σταυρό. Τότε ζήτησε ένα σχοινί, έκανε μια θηλειά, την έριξε πάνω στο σταυρό, και με τη βοήθεια των συντρόφων του, τράβηξε το σταυρό κάτω και τον κατέστρεψε.

῾Η ῾Αγία Μαρία ἡ Βιθυνὴ*


Επὶ τῇ μνήμῃ τῶν ῾Αγίων Εὐγενίου καὶ τῆς θυγατέρας του Μαρίας: 12 Φεβρ

῾Ο Βίος τοῦ Εὐγενίου καὶ τῆς θυγατέρας του Μαρίας

— ῾Αγίου Συμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ
(ΣΤʹ αἰὼν)
ΗΤΑΝ κάποιος ἄνθρωπος στὴ Βιθυνία, ποὺ λεγόταν Εὐγένιος. Αὐτὸς εἶχε γυναίκα, ἡ ὁποία γέννησε μιὰ μοναχοκόρη καὶ τὴν ὀνόμασε Μαρία. ᾿Επειδὴ ὅμως πέθανε ἡ μητέρα της, τὴν ἀνέθρεψε ὁ πατέρας της μὲ πολὺ συστηματικὴ διδασκαλία καὶ ἁγία ζωή. Κι ὅταν μεγάλωσε ἡ νέα, τῆς εἶπε ὁ πατέρας της:
«Παιδί μου, νά, ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μου τ᾿ ἀφήνω στὰ χέρια σου, κι ἐγὼ σηκώνομαι καὶ φεύγω στὸ μοναστήρι νὰ σώσω τὴν ψυχή μου».
Καὶ ἡ κόρη ἀπάντησε καὶ εἶπε: «Πατέρα, σὺ θέλεις νὰ σώσεις τὴν ψυχή σου, καὶ τὴ δική μου νὰ τὴν ἀφήσεις νὰ χαθεῖ; Δὲν ξέρεις ὅτι λέει ὁ Κύριος· ῾Ο βοσκὸς ὁ καλὸς τὴ ζωή του θυσιάζει γιὰ τὰ πρόβατάτου, καὶ πάλι λέγει· Αὐτὸς ποὺ σώζει ψυχὴ θὰ εἶναι ὅπως αὐτὸς ποὺ τὴ δημιούργησε»;
Αὐτὰ ἀφοῦ ἄκουσε ὁ πατέρας της τῆς λέει, ἐπειδὴ τὴν ἔβλεπε νὰ
ὀδύρεται καὶ νὰ κλαίει: «Παιδί μου, τί μπορῶ νὰ σοῦ κάνω, ἀφοῦ ἐγὼ ἐπιθυμῶ νὰ μπῶ σὲ μοναστήρι καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν μαζί μου νὰ εἶσαι; Γιατὶ ὁ διάβολος ἐνοχλεῖ μὲ σᾶς τὶς γυναῖκες καὶ ταράζει τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ».
Κι αὐτὴ εἶπε· «῎Οχι, πατέρα, δὲν θὰ μπῶ στὸ μοναστήρι ὅπως σὺ νο-
μίζεις, ἀλλὰ ἀφοῦ κόψω τὰ μαλλιά μου καὶ ντυθῶ ἀνδρικά,
ἔτσι θὰ ἔλθω μαζί σου».
* * *
ΚΑΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ἀφοῦ μοίρασε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔκοψε τὰ μαλλιά της τὴν ἔντυσε ἀνδρικά, τὴν ὀνόμασε Μαρίνο καὶ τῆς παρήγγειλε λέγοντας:«Πρόσεχε, παιδί μου, πῶς νὰ φυλάγεις τὸν ἑαυτό σου,
γιατὶ πρόκειται νὰ περνᾶς ἀνάμεσα ἀπὸ φωτιά· φύλαξε λοιπὸν τὸν ἑαυτό σου ἁγνὸ χάριν τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἐκπληρώσουμε τὴν ὑπόσχεσή μας».Κι ἀφοῦ τὴν πῆρε μπῆκε σὲ κοινόβιο καὶ μέρα μὲ τὴ μέρα προόδευε ἡ κόρη σὲ κάθε ἀρετὴ καὶ σὲ πολλὴ ἄσκηση. ῞Ολοι λοιπὸν οἱ ἀδελφοὶ τὴ θεωροῦσαν ὅτι εἶναι εὐνοῦχος, ἐπειδὴ δὲν εἶχε γένεια καὶ εἶχε λεπτὴ φωνή, ἐνῶ ἄλλοι ὑπέθεταν ὅτι αὐτὸ συνέβαινε ἀπὸ πολλὴ ἐγκράτεια, γιατὶ ἔτρωγε κάθε δύο μέρες. Συνέβη νὰ πεθάνει ὁ πατέρας της καὶ πρόσθεσε στὴν ἄσκηση καὶ τὴν ὑπακοή, ὥστε καὶ χάρισμα νὰ πάρει ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐναντίον τῶν δαιμόνων· σ᾿ ὁποιονδήποτε δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς ἀρρώστους ἀκουμποῦσε τὰ χέρια της εὐθὺς ἀμέσως θεραπευόταν. Τὸ κοινόβιο εἶχε μαζί μ᾿ αὐτὴν σαράντα πνευματικοὺς ἄνδρες καὶ κάθε μήνα τέσσερις ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τοὺς ἔστελναν ἔξω γιὰ τὶς ὑποθέσεις τοῦ Μοναστηριοῦ, ἐπειδὴ εἶχαν αὐτοὶ καὶ ἄλλων ἀναχωρητῶν τὴ φροντίδα. Στὰ μέσα τοῦ δρόμου ὑπῆρχε πανδοχεῖο καὶ ἐπειδὴ ἦταν μακρὺς ὁ δρόμος πηγαινοερχόμενοι οἱ ἀδελφοὶ ἐκεῖ ἀναπαύονταν.Αὐτοὺς τοὺς περιποιόταν ὁ ξενοδόχος καὶ τοὺς φιλοξενοῦσε μὲ ἰδιαίτερη φροντίδα.
ΚΑΠΟΙΑ μέρα λοιπὸν ὁ ἡγούμενος κάλεσε κοντά του τὸν ἀββᾶ Μαρίνο καὶ τοῦ λέγει:«᾿Αδελφέ, γνωρίζω καλὰ ὅλη σου τὴ ζωὴ καὶ τὴ μεγάλη σου ὑπακοή, ὅτι δηλαδὴ εἶσαι τέλειος σὲ ὅλα. ᾿Αποφάσισε λοιπὸν νὰ βγεῖς στὴ διακονία τοῦ μοναστηριοῦ, ἐπειδὴ οἱ ἀδελφοὶ λυποῦνται ποὺ δὲν βγαίνεις. ᾿Εὰν τὸ κάνεις αὐτό, μεγαλύτερο μισθὸ θὰ ἀποκομίσεις ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Θεό». Καὶ ὁ Μαρίνος ἀφοῦ ἄκουσε αὐτὰ ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ λέει:«Δῶσε τὴν εὐχή σου, πάτερ, καὶ ὅπου κι ἄν μὲ διατάξεις,ἐγὼ πηγαίνω». Κι ὅταν λοιπὸν κάποια μέρα βγῆκε ὁ ἀββᾶς Μαρίνος μὲ τοὺς ἄλλους τρεῖς ἀδελφοὺς γιὰ δουλειὰ τοῦ μοναστηριοῦ καὶ σταμάτησαν νὰ ξεκουρασθοῦν στὸ πανδοχεῖο, συνέβη κάποιος στρατιώτης νὰ διαφθείρει τὴν κόρη τοῦ πανδοχέα, ὥστε αὐτὴ νὰ συλλάβει. Εἶπε σ᾿ αὐτὴν ὁ στρατιώτης ὅτι: «῎Αν γίνει γνωστὸ στὸν πατέρα σου, πὲς ὅτι· ῾Ο νεώτερος, ὁ μοναχὸς τοῦ κοινοβίου, ὁ ὄμορφος, ὁ λεγόμενος Μαρίνος, ἐκεῖνος κοιμήθηκε μαζί μου». Κι ἀφοῦ τῆς ἔδωσε τὴν πληρωμὴ γιὰ τὴν ἀτίμωση, πῆρε τὸ δρόμο καὶ ἔφυγε. ᾿Επειδὴ ὅμως ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες τὸ ἀντιλήφθηκε ὁ πατέρας της, ζήτησε νὰ μάθει λέγοντας: «᾿Απὸ ποῦ σοῦ ἔγινε αὐτό;». Καὶ αὐτὴ ἔρριξε τὸ φταίξιμο πάνω στὸν Μαρίνο.
Ο ΠΑΝΔΟΧΕΑΣ λοιπὸν ἀφοῦ τὴν πῆρε, φθάνει στὸ μοναστήρι κρά-
ζοντας καὶ λέγοντας: «Ποῦ εἶναι ὁ πλάνος ἐκεῖνος, ποὺ τὸν λένε χριστιανό;».
Καὶ μόλις τὸν συνάντησε ὁ ἀποκρισάριος τοῦ εἶπε: «Τί φωνάζεις ἀδελφέ;».
Κι αὐτὸς ἀπάντησε:«Φωνάζω, γιατὶ κακιὰ ἡ ὥρα ποὺ σᾶς συνάντησα καὶ νὰ
μὴν μοῦ συμβεῖ ποτὲ πιὰ νὰ δῶ μοναχοὺς καὶ ὅσα ἔχουν σχέση μ᾿ αὐτούς».
Τὰ ἴδια ὅμως ἔλεγε καὶ στὸν ἡγούμενο, ὅτι: «Τὸ κορίτσι μου, πάτερ, τὸ ὁποῖο εἶχα μονάκριβο καὶ ποὺ σ᾿ αὐτὸ περίμενα ὅτι μποροῦν ν᾿ ἀναπαυθοῦν τὰ γηρατιά μου, νὰ τὶ μοῦ τὸ ᾿κανε ὁ Μαρίνος, ποὺ τὸν λέτε χριστιανό».
Κι ὁ ἡγούμενος τοῦ λέει:«᾿Αδελφέ, τί νὰ σοῦ κάνω, ἀφοῦ αὐτὸς δὲν εἶναι ἐδῶ;
῞Οταν ὅμως ἐπιστρέψει ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία, δὲν μοῦ μένει τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ τὸν διώξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι».
Κι ἀφοῦ ἔφτασε ὁ ἀββᾶς Μαρίνος μὲ τοὺς ἄλλους τρεῖς ἀδελφούς,
λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ ἡγούμενος: «Αὐτὴ εἶναι ἡ διαγωγή σου καὶ ἡ ἄσκηση, ὅτι δηλαδὴ ἐνῶ κατέλυσες στὸ πανδοχεῖο διέφθειρες τὴν κόρη τοῦ πανδοχέ-
α καὶ ἦρθε ἐκεῖνος ἐδῶ καὶ μᾶς ἔκανε θέατρο μπροστὰ στοὺς
λαϊκούς;». Αὐτὰ ἀφοῦ ἄκουσε ὁ Μαρίνος πέφτει κάτω λέγοντας:
«Συγχώρεσέ με, πάτερ, γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου, γιατὶ ὡς
ἄνθρωπος πλανήθηκα».
῾Ο ἡγούμενος ὀργίστηκε καὶ τὸν ἔβγαλε ἀμέσως ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι.
ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ βγῆκε ἔξω καὶ καθόταν στὸ ὕπαιθρο ὑπομένοντας τὸ
κρύο μὲ γενναιότητα καὶ τὴ ζέστη. Αὐτοὶ λοιπὸν ποὺ ἔμπαιναν καὶ
ἔβγαιναν τὸν ρωτοῦσαν· «Γιατί κάθεσαι ἐδῶ;».Καὶ τοὺς ἔλεγε· «Γιατὶ ἐπόρνευσα καὶ γι᾿ αὐτὸ μ᾿ ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι».
Κι ὅταν ἔφτασε ἡ ὥρα τοῦ τοκετοῦ τῆς θυγατέρας τοῦ πανδοχέα,
γέννησε ἡ κόρη του ἀγόρι καὶ ἀφοῦ τὸ πῆρε στὰ χέρια του ὁ πανδοχέ-
ας φθάνει στὸ μοναστήρι. Βρῆκε τὸν Μαρίνο νὰ κάθεται ἔξω ἀπὸ τὸν
πυλώνα, τοῦ ᾿ριξε στὰ πόδια του τὸ παιδὶ καὶ λέει· «Νὰ τὸ παιδὶ τῆς
ἁμαρτίας σου. Πάρτο».
Καὶ ἀμέσως ἔφυγε. Κι ἀφοῦ λοιπὸν πῆρε ὁ Μαρίνος τὸ παιδὶ λυπό-
ταν γι᾿ αὐτὸ λέγοντας:
«Καλὰ ἐγὼ τὶς ἁμαρτίες μου πληρώνω, ἀλλὰ γιατί καὶ αὐτὸ τὸ ἀξιολύπητο παιδὶ μαζί μου νὰ πεθαίνει;».
῎Αρχισε λοιπὸν νὰ ζητάει καὶ νὰ παίρνει γάλα ἀπὸ τοὺς βοσκοὺς καὶ
νὰ τὸ ἀνατρέφει σὰν πατέρας. Καὶ δὲν τοῦ ᾿φτανε ὁ περισπασμὸς τὸν
ὁποῖο εἶχε, ἀλλὰ τὸ παιδὶ κλαίγοντας καὶ θρηνώντας τοῦ χαλοῦσε καὶ
τὰ ροῦχα του.Μετὰ τρία χρόνια, ἐπειδὴ εἶδαν οἱ ἀδελφοὶ τὴν τόσο μεγάλη θλίψη καὶ τὴν ὑπομονή του, ἀφοῦ παρουσιάστηκαν στὸν ἡγούμενο λένε:
«᾿Αρκετὰ τιμωρήθηκε, ἀφοῦ μπροστὰ σὲ ὅλους ὁμολογεῖ
τὸ σφάλμα του».
Καὶ ἐπειδή, ὁ ἡγούμενος μὲ κανένα τρόπο δὲν πειθόταν νὰ τὸν δεχθεῖ, τοῦ λένε οἱ ἀδελφοί:
«᾿Εὰν δὲν τὸν δεχθεῖς κι ἐμεῖς φεύγουμε ἀπὸ τὸ μοναστή-
ρι· πῶς ἆραγε μποροῦμε νὰ ζητοῦμε συγγνώμη γιὰ τὶς ἁ-
μαρτίες μας τὶς καθημερινές, τὴν ὥρα ποὺ αὐτὸς κάθεται
τρία χρόνια στὸ ὕπαιθρο;».
ΤΟΤΕ τὸν δέχτηκε ὁ ἡγούμενος λέγοντας:«Νά, σὲ δέχομαι ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης τῶν ἀδελφῶν, παρόλο ποὺ εἶσαι ὁ τελευταῖος ἀπ᾿ ὅλους».
Κι αὐτὸς ἔβαλε μετάνοια λέγοντας: «Μοῦ εἶναι πολὺ, πάτερ, νὰ μπῶ κάτω ἀπὸ τὴ στέγη σας».
Καὶ ὁ ἡγούμενος τὸν ἔβαλε στὶς πιὸ ἐξευτελιστικὲς ἐργασίες τοῦ
μοναστηριοῦ καὶ τὶς ἔκανε αὐτὲς μὲ προθυμία ζώντας μὲ πολὺ κούρα-
ση, ἐνῶ εἶχε καὶ τὸ παιδὶ πίσω του νὰ φωνάζει δυνατὰ καὶ νὰ ζητάει
φαγητὸ καὶ ὅσα χρειάζονται τὰ νήπια νὰ τρῶν. ᾿Αφοῦ λοιπὸν μεγάλω-
σε τὸ παιδὶ καὶ ἀνατράφηκε μὲ πολλὴ ἀρετὴ ἀξιώθηκε νὰ πάρει καὶ τὸ
μοναχικὸ σχῆμα.
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ρώτησε ὁ ἡγούμενος τοὺς ἀδελφούς:«Ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφὸς Μαρίνος; Γιατὶ μέχρι σήμερα πέρα mσαν τρεῖς μέρες καὶ δὲν τὸν εἶδα στὶς ἀκολουθίες ἀφοῦ πάντοτε πρὶν ἀπ᾿ ὅλους ἐρχόταν σ᾿ αὐτὲς - μπῆτε στὸ κελλί του μήπως ἀπὸ κάποια ἀρρώστια βρίσκεται πεσμένος».
᾿Αφοῦ σηκώθηκαν λοιπὸν καὶ πῆγαν, τὸν βρῆκαν νὰ ἔχει πεθάνει καὶ
ἀνακοίνωσαν στὸν ἡγούμενος ὅτι ὁ ἀββᾶς Μαρίνος πέθανε καὶ αὐτὸς
εἶπε: «῏Αραγε πῶς ἔφυγε ἡ ἄθλια ψυχή του; Ποιά ἀπολογία
μπόρεσε νὰ δώσει;».
Καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν κηδέψουν. Καὶ μόλις πῆγαν νὰ τὸν πλύνουν
ἀνακάλυψαν ὅτι ἦταν γυναίκα καὶ ὅλοι ἀνέκραξαν τὸ «Κύριε ἐλέησον».
Καὶ ὁ ἡγούμενος ρωτοῦσε νὰ μάθει: «Τί ἔχετε πάθει;».
Κι αὐτοὶ εἶπαν· «῾Ο ἀδελφὸς Μαρίνος εἶναι γυναίκα».
Τότε ἀφοῦ μπῆκε μέσα, πέφτει κάτω μὲ τὸ πρόσωπο στὸ ἔδαφος
κλαίοντας καὶ λέγοντας:
«᾿Εδῶ θὰ πεθάνω μπροστὰ στὰ ἅγια του πόδια, ἕωςὅτου ἀκούσω συγχώρηση».
Καὶ ἦλθε φωνὴ σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔλεγε: «᾿Εὰν αὐτὸ τὸ ἤξερες καὶ τὸ ἔκανες, δὲν θὰ σοῦ συγχωριόταν ἡ ἁμαρτία· ἐπειδὴ ὅμως τὸ ἔκανες χωρὶς νὰ τὸ γνω-
ρίζεις, θὰ σοῦ συγχωρεθεῖ».
ΑΦΟΥ σηκώθηκε εἰδοποιεῖ τὸν πανδοχέα κι ὅταν ἐκεῖνος μπῆκε τοῦλέει:
«Νά, ὁ Μαρίνος πέθανε».
Κι αὐτὸς λέει:
«῾Ο Θεὸς νὰ τὸν συγχωρήσει, γιατὶ ρήμαξε τὸ σπίτι μου».
Λέει σ᾿ αὐτὸν ὁ ἡγούμενος:
«Μετανόησε,ἀδελφέ, γιατὶ ἁμάρτησες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μένα μὲ παρέσυρες μὲ τὰ λόγια σου, γιατὶ ὁ Μαρίνοςεἶναι γυναίκα».
Καὶ ἀφοῦ τὸ κατάλαβε ὁ πανδοχέας τἄχασε καὶ δόξασε τὸν Θεό. Καὶ
νὰ σὲ λίγη ὥρα φθάνει ἡ θυγατέρα του γεμάτη τύψεις καὶ λέγει τὴν
ἀλήθεια ὅτι: «῾Ο στρατιώτης μὲ ἀτίμασε καὶ μὲ μόλυνε» καὶ ἀμέσως
θεραπεύθηκε.
Καὶ ἀφοῦ πῆραν οἱ ἀδελφοὶ τὸ λείψανο τῆς ὁσίας Μαρίας, τὸ ἄλειψαν μὲ μύρα καὶ τὸ τοποθέτησαν σὲ τόπο ἱερὸ προσφέροντας τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ταφή, ἀνυμνώντας τὸν Χριστὸ τὸν σωτήρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, αὐτὸν ποὺ πάντοτε δοξάζει ὅσους τὸν δοξάζουν. Σ᾿ αὐτὸν ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ᾿Αμήν.
_
(*) Δημητρίου Γ. Τσάμη, Μητερικόν, Τόμος Αʹ, ἐκδόσεις ᾿Αδελφότητος «῾Η ῾Αγία Μακρί-
να», Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 314-319.

Ή όσια Συγκλητική



Ή όσια Συγκλητική έζησε στον καιρό του Μεγάλου Αθανασίου. ΟΊ γονείς της ήταν πλούσιοι, αλλά και πολύ ευσεβείς. Τα χέρια τους ήταν πάντοτε ανοιχτά προς τους φτωχούς, και ή μόνη ευχαρίστηση τους ήταν να μένουν στην αγάπη του Θεού και να υπηρετούν στην αγάπη των ανθρώπων. Τα πατρικά πλούτη έφερναν διακεκριμένους γαμπρούς στο σπίτι τους για την ωραία κόρη τους. Ή Συγκλητική όμως, παρακάλεσε τους γονείς της να μη επιμένουν να παντρευτεί. Διότι ήθελε να αφιερωθεί στην αγάπη του πλησίον. Πράγματι, οί ευσεβείς γονείς σεβάστηκαν την απόφαση της κόρης τους. Έτσι λοιπόν ή Συγκλητική αφιέρωσε τη ζωή της για την ανακούφιση των ασθενών, των λυπημένων, των ορφανών και των φτωχών. Ευχαρίστηση της ήταν να βλέπει το γέλιο, εκεί οπού δέσποζε πριν ό σπαραγμός, και να σφουγγίζει τα δάκρυα, για να επανέρχεται στα μάτια ή ακτινοβολία της γαλήνης και της αγαλλίασης. Ό πολύς κόπος όμως, στην Ιερή αυτή διακονία, έκαναν το σώμα της Συγκλητικής ασθενικό. 'Αλλ' ή όσια, στη δοκιμασία αύτη υπήρξε καρτερική, χωρίς ποτέ να γογγύσει προς τον Θεό. Τελικά πέθανε 80 χρονών με τη συνείδηση αναπαυμένη, και τις ευχές χιλιάδων, τους οποίους βοήθησε, αλλά και υπό την ευλογία του στεφανοδότη Χριστού.

Απολυτίκιον.
Ηχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.


Σοφία και χάριτι, κεκοσμημένη σεμνή, ακλόνητος έμεινας, ως ό Ίώβ ό κλεινός, εχθρού έπιθέαεσιν όθεν Συγκλητική σε, ή ουράνιος δόξα, δέδεκται μετά τέλος, ως παρθένον φρονίμην εν η των μεμνημένων σου αεί μνημόνευε

Ὁσίας Συγκλητικῆς
Διδαχές

Παιδιά μου, ὅλοι ξέρομε, πῶς θά σωθοῦμε, ἀλλά χάνομε τήν σωτηρία μας ἀπό τήν πνευματική μας ἀμέλεια. Πρέπει λοιπόν, ἀρχικά, νά τηροῦμε μέ ἀκρίβεια τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου» «καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματθ. 22, 37-39). Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ νόμου καί τό πλήρωμα τῆς χάριτος. Λίγα λόγια, ἀλλά μέ πολλή καί μεγάλη δύναμι. Ὅλες οἱ ἀρετές ἐξαρτῶνται ἀπ᾽ αὐτή, γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἀπ. Παῦλος ὀνομάζει τήν ἀ γ ά π η τέλος τοῦ νόμου. Αὐτή εἶναι ἑπομένως ἡ σωτηρία μας, ἡ διπλῆ ἀγάπη, ἡ ἀρχή καί τό τέλος κάθε καλοῦ ἔργου τῶν ἀνθρώπων.
Ὑπάρχει λύπη ὠφέλιμη καί λύπη καταστρεπτική. Γνωρίσματα τῆς καλῆς λύπης εἶναι ἡ θλῖψι γιά τά δικά μας ἁμαρτήματα, ἡ λύπη γιά τήν ἄγνοια, πού ἔχουν οἱ ἀδελφοί μας καί ὁ φόβος μήπως χάσουμε τήν ἀγαθή προαίρεσι καί δέν φθάσουμε στόν σκοπό τῆς σωτηρίας. Ἐνῶ τῆς ἄλλης, πού δημιουργεῖ ὁ ἐχθρός, εἶναι ἡ παράλογη καί ὑπερβολική θλῖψι, πού οἱ πατέρες τήν ὀνομάζουν ἀκηδία. Τό πνεῦμα αὐτό τῆς ἀκηδίας καί τῆς λύπης, πρέπει νά τό διώχνουμε μέ τήν προσευχή καί τήν ψαλμωδία.
Ἄς προσέχῃ, λοιπόν, ὅποιος νομίζει πώς στέκεται, γιά νά μή πέσῃ. Γιατί αὐτός πού ἔπεσε, ἔχει μία μόνο φροντίδα, νά σηκωθῆ, ἐκεῖνος ὅμως, πού στέκεται, ἄς προσέχῃ νά μή πέσῃ, γιατί οἱ πτώσεις εἶναι διάφορες. Αὐτοί πού ἔπεσαν ἔχουν στερηθῆ τή θεία χάρι κι ὅταν σηκώθηκαν, ἡ ζημιά τους δέν ἦταν μικρή. Αὐτός πού στέκεται, ἄς μήν ἐξευτελίζη τόν ἄλλον πού ἔπεσε, μήπως πάθῃ κι αὐτός τά ἴδια καί βρεθῆ σέ χειρότερο βάραθρο. Εἶναι πολύ φυσικό, ἡ φωνή πού ἔρχεται ἀπό βαθύ πηγάδι καί καλεῖ σέ βοήθεια, νά μήν ἀκουσθῆ, ὅπως λέει καί ὁ ψαλμωδός: «Μή καταπιέτω με βυθός, μηδέ συσχέτω ἐπ᾽ ἐμέ φρέαρ τό στόμα αὐτοῦ» (Ψαλμ. 68,16). Ὁ πρῶτος πού ἔπεσε, ἔμεινε (μέσα στό πηγάδι), σύ ὅμως πρόσεχε τόν ἑαυτό σου, μήπως, ὅταν πέσῃς, δέν μπορέσης νά σηκωθῆς καί γίνης τροφή στά θηρία. Ἐκεῖνος, πού πέφτει δέν μπορεῖ νά κλείσῃ τήν πόρτα στόν πονηρό. Ἀλλά σύ μή νυστάξῃς καθόλου καί ψάλλε πάντοτε τό θεῖο ρητό: «Φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον» (Ψαλμ. 22,4). Τέλος νά ἀγρυπνῆς συνέχεια, γιατί ὁ διάβολος σάν λέοντας ὠρύεται κοντά σου.
Τό πόσο καλή καί σωστική εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, φαίνεται καί ἀπό τό ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τήν ἐνδύθηκε γιά νά οἰκονομήση τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ μάλιστα εἶπε: «Μάθετε ἀπ᾽ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. 11,29). Πρόσεχε ποιός εἶναι αὐτός, πού μιλεῖ καί γίνε τέλειος μαθητής Του. Ἡ ἀρχή καί τό τέλος στά καλά ἔργα ἄς εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, ἐννοῶ τό ταπεινό φρόνημα καί ὄχι μόνο τά σχήματα λόγου. Ὅταν ἡ ψυχή σκέπτεται ταπεινά, ταπεινές θά εἶναι καί οἱ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις. Ἔχεις ἐφαρμόσει ὅλες τίς ἀρετές; Ὁ Κύριος τό ξέρει, ἀλλά ὁ Ἴδιος μᾶς λέει, ν᾽ ἀρχίζουμε πάλι ἀπό τήν ταπείνωση, λέγοντας, «ὅταν πάντα ποήσητε, εἴπατε. Δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν» (Λουκ. 17,10).
Ἡ ταπεινοφροσύνη ἀποκτᾶται μέ ὀνειδισμούς, μέ ὕβρεις καί πόνους, σέ σημεῖο πού νά σέ ποῦν τρελλό καί ἀνόητο, πτωχό, ἀδύνατο καί τιποτένιο, ἀπρόκοπτο σέ καλά ἔργα, ἀνίκανο νά μιλᾶς, ἀνυπόληπτο, ἐξουθενωμένο. Αὐτά εἶναι τά νεῦρα τῆς ταπεινοφροσύνης. Κι ὁ Κύριος τά ἴδια ἄκουσε καί ἔπαθε. Καί Σαμαρείτη τόν εἶπαν καί δαιμονισμένο. Πῆρε τήν μορφή δούλου, μαστιγώθηκε καί γέμισε στό σῶμα Του πληγές.
Πρέπει λοιπόν κι ἐμεῖς νά μιμούμεθα τίς πράξεις τῆς ταπεινοφροσύνης. Εἶναι μερικοί, πού μέ ἐξωτερικά σχήματα ὑποκρίνονται τόν ταπεινό ἀπό φιλοδοξία, ἀλλά φανερώνονται ἀπό τά ἀποτελέσματα. Ὅταν τύχη νά ὑβριστοῦν ἐλαφρά, δέν ὑπομένουν, χύνοντας ἀμέσως τό δηλητήριό τους, σάν τά δηλητηριώδη φίδια.
Ἡ ὀργή λοιπόν εἶναι μικρό ἁμάρτημα. Τό πιό βαρύ ὅμως ἁμάρτημα ἀπ᾽ ὅλα εἶναι ἡ μνησικακία. Γιατί ὁ θυμός διαλύεται σάν τόν καπνό, πού θολώνει γιά λίγο τήν ψυχή, ἡ μνησικακία ὅμως σάν μόνιμη κατάσταση ἐξαγριώνει τήν ψυχή περισσότερο κι ἀπό θηρίο. Καί ὁ σκύλος, ὅταν χτυπήση κάποιο μέ μανία, μέ λίγη τροφή μαλακώνει, ὅπως καί τά ἄλλα θηρία, πού πραΰνονται μέ τήν ἀγάπη. Ἐκεῖνος ὅμως, πού κυριεύεται ἀπό μνησικακία, οὔτε μέ παρακλήσεις ἀλλάζει, οὔτε μέ τροφή μαλακώνει, οὔτε μέ τόν χρόνο, πού μεταβάλλει τά πάντα, μπορεῖ νά θεραπευθῆ. Οἱ μνησίκακοι εἶναι οἱ πιό ἀσεβεῖς καί παράνομοι ἀπ᾽ ὅλους, γιατί δέν ὑπακούουν στά λόγια τοῦ Χριστοῦ πού λέει, «Ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου καί οὔτω προσάγαγε τό δῶρον» (Ματθ. 5,24) καί «μή ἐπιδυέτω ὁ ἥλιος ἐπί τῷ παροργισμῷ ὑμῶν» (Ἐφεσ. 4,26).
Πρέπει λοιπόν νά προσέχουμε τήν μνησικακία. Ἀπ᾽ αὐτή γεννῶνται πολλά κακά, ὅπως ὁ φθόνος, ἡ λύπη καί ἡ καταλαλιά. Ἡ ζημιά πού κάνουν, ἄν καί φαίνεται μικρή, ὅπως τά λεπτά βέλη τοῦ ἐχθροῦ, εἶναι θανατηφόρα. Πολλές φορές τά τραύματα, πού προξενεῖ ἕνα δίκοπο μαχαίρι, ἤ ἕνα μεγάλο ξίφος, πού εἶναι ἡ πορνεία, ἡ πλεονεξία καί ὁ φθόνος, μποροῦν νά θεραπευθοῦν μέ τό σωτήριο φάρμακο τῆς μετανοίας. Ἡ ὑπερηφάνεια ὅμως, ἡ μνησικακία καί ἡ κατάκρισι, ἐπειδή θεωροῦνται μικρά βέλη, ξεφεύγουν ἀπό τήν προσοχή καί πληγώνουν τήν ψυχή θανατηφόρα, στά πιό σπουδαῖα μέρη. Κι αὐτά τήν φονεύουν, ὄχι τόσο μέ τίς μεγάλες πληγές, πού ἄνοιξαν, ὅσο μέ τήν ἀμέλεια, στήν ὁποία ρίχνουν τούς πληγωμένους. Γιατί, ἐπειδή περιφρόνησαν τήν καταλαλιά καί τά ἄλλα, σάν ἀσήμαντα, σιγά σιγά ἀπό τά ἴδια νικήθηκαν.
Στ᾽ ἀλήθεια ἡ κατάκρισι εἶναι βαρύ καί φοβερό ἁμάρτημα. Κι ὅμως εἶναι τροφή καί ἀνάπαυσι γιά πολλούς ἀνθρώπους. Σύ μή δεχθῆς ποτέ ν᾽ ἀκούσης κάτι σέ βάρος ἄλλου. Μή κάνεις τήν ψυχή σου δοχεῖο ἀπό ξένες κακίες. Κράτησε τήν ψυχή σου ἁπλῆ, γιατί ἄν δεχθῆς τήν ἀκαθαρσία τῶν κακῶν λόγων, μέ τίς σκέψεις θά φέρης ἐμπόδια στήν προσευχητική σου διάθεσι καί θά μισήσης χωρίς αἰτία, ὅσους συναντᾶς. Ἀφοῦ πρῶτα ἡ ἀκοή σου θά ἔχη μολυνθῆ μέ τίς κακολογίες, ὅλους θά τούς κοιτᾶς μέ ἀγένεια, ὅπως παθαίνει ὁ ὀφθαλμός, ὅταν κοιτάξη στό ἔγχρωμο δυνατό φῶς καί δέν μπορεῖ νά δῆ καθαρά τό σχῆμα αὐτῶν, πού βλέπει.
Γι αὐτό πρέπει νά προσέχουμε πολύ τήν γλῶσσα καί τήν ἀκοή μας. Νά μή λέμε τίποτα ἀλλά καί νά μήν ἀκοῦμε, μέ ἐμπάθεια· γιατί ἔχει γραφῆ, «Μή ἀκοήν ματαίαν παραδέξασθαι» (Ἐξ. 23,1) καί «τόν καταλαλοῦντα λάθρα τῷ πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» (Ψαλμ. 100,5). Καί στό ψαλτήρι, «ὅπως λαλήσῃ τό στόμα μου τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ 16,4). Ἐμεῖς συνήθως μιλᾶμε, χωρίς νά ξέρουμε. Πρέπει λοιπόν νά μήν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη σέ ὅσα λέγονται, οὔτε νά κατακρίνουμε ὅσους κατακρίνουν, ἀλλά σύμφωνα μέ τήν Γραφή νά ἐφαρμόζουμε τό «Ἐγώ δέ ὡσεί κωφός οὐκ ἤκουον καί ὡσεί ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τό στόμα μου» (Ψαλμ. 37,14).
Σέ καμμιά περίπτωσι δέν κάνει νά χαιρώμαστε στήν δυστυχία κάποιου ἀνθρώπου, ὅσο ἁμαρτωλός κι ἄν εἶναι. Μερικοί μάλιστα, ὅταν βλέπουν κάποιο νά μαστιγώνεται ἤ νά φυλακίζεται ἀπό ἄγνοια, λένε «Ὁ στρώσας κακῶς ταλαιπωρήσει ἐν τῷ δεινῶ», δηλ. ὅποιος δέν στρώσει καλά, θά κοιμηθῆ καί ἄσχημα. Σύ λοιπόν, πού ἔχεις τακτοποιήσει καλά τά θέματά σου, νομίζεις πώς θά ἀναπαυθῆς στήν ζωή σου; Καί τί θά ποῦμε γι᾽ αὐτό, πού λέει ἡ Γραφή, «ἕν συνάντημα τῷ δικαίῳ καί τῷ ἁμαρτωλῷ»; Ἡ ζωή μας πάνω στή γῆ εἶναι ἴδια, ἄσχετα ἄν ἡ πολιτεία μας εἶναι διαφορετική.
Ὅπως δέν κάνει νά μισοῦμε τούς ἐχθρούς μας, τό ἴδιο δέν κάνει νά περιφρονοῦμε καί νά ἐξευτελίζουμε τούς ραθύμους στήν ἀρετή. Μερικοί γιά (νά δικαιολογήσουν) τούς ἑαυτούς τους χρησιμοποιοῦν τό Γραφικό,«Μετά ὁσίου ὅσιος ἔσῃ» καί «μετά στρεβλοῦ συνδιαστρέψεις» (Ψαλμ. 17, 26-27) καί λένε ὅτι πρέπει ν᾽ ἀποφεύγουμε τούς ἁμαρτωλούς γιά νά μή διαστραφοῦμε. Ἀλλά ἐξ ἀγνοίας πράττουν τά ἀντίθετα. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἐδῶ δέν παραγγέλλει τήν ἀποφυγή, γιά νά μή γίνουμε στρεβλοί, ἀλλά τήν προσπάθεια (πού πρέπει νά δείξουμε) γιά τήν διόρθωσί τους. Τό «συνδιαστρέψεις» θά πῆ νά στρέψης τόν κακό (ἄνθρωπο) στόν ἑαυτό σου, στήν ἀρετή, ἀπό ἀριστερά στά δεξιά.
Εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο νά προσπαθῆ νά διδάσκη, ὅποιος δέν μπόρεσε νά ζήση ἔμπρακτα τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὅπως αὐτός πού ἔχει παλαιό σπίτι καί ἑτοιμόρροπο, ὅταν φιλοξενήση ξένους, κινδυνεύει νά τούς βλάψη μέ τήν πτώση τοῦ οἰκήματος, τό ἴδιο κι αὐτοί, ἐπειδή δέν ἔκτισαν σταθερά τό πνευματικό τους οἰκοδόμημα, θά ὁδηγήσουν στήν καταστροφή ὅσους τούς πλησιάζουν νά ὠφεληθοῦν μαζί μέ τούς ἑαυτούς τους. Γιατί, ἐνῶ μέ τά λόγια τους τούς κάλεσαν στήν σωτηρία, μέ τό κακό τους παράδειγμα τούς σκανδάλισαν πολύ. Τά καλά καί θεωρητικά λόγια μοιάζουν μέ εἰκόνα ζωγραφικῆς, πού ἔχει γίνει ἀπό χρώματα, ἕτοιμα νά διαλυθοῦν σέ λίγο χρόνο ἀπό τούς ἀνέμους καί τίς σταγόνες τῆς βροχῆς. Τήν πρακτική ὅμως διδασκαλία οὕτε ὁλόκληρος αἰώνας δέν θά μπορέση νά διαλύση. Γιατί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, λαξεύοντας τά πιό σκληρά μέρη τῆς ψυχῆς, χαρίζει στούς πιστούς τήν αἰώνια μορφή τοῦ Χριστοῦ.

Μ Ἀθανασίου: Βίος τῆς Ὁσίας Συγκλητικῆς

Γερόντισσα Ταϊσία Σαλόπιβα:.......... πνευματικό παιδί του Αγίου Ιωάννου της Κροστάνδης



῾Η ῾Οσιωτάτη Καθηγουμένη τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς τοῦ Λεουσένι
(1840 - 1915)

Σύντομος Βίος

Η ΗΓΟΥΜΕΝΗ Ταϊσία, κατὰ κόσμον Μαρία Σαλόπιβα, κατήγετο ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ μεγάλου Ρώσου ποιητοῦ ᾿Αλεξάνδρου Πούσκιν (1799-1837).

Γεννήθηκε τὸ 1840 στὴν ᾿Επαρχία Νόβγκοροντ καὶ ἐσπούδασε στὸ ᾿ΙνστιτοῦτοΠαυλόβσκυ τῆς Πετρουπόλεως, μία Σχολὴ γιὰ κορίτσια ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς.Τὸ ἔτος 1862, ἕνα χρόνο μετὰ τὴν ἀποφοίτησί της, ἄρχισε τὴν μοναστική τηςζωὴ στὴν πόλι Τιχβὶν τῆς ᾿Επαρχίας Νόβγκοροντ, στὴν γυναικεία Μονὴ τῶνΕἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Εἶναι γνωστό, ὅτι στὴν ἀντίστοιχη ἀνδρι- κὴ Μονὴ τοῦ Τιχβίν, ἡ ὁποία ὠνομάζετο καὶ «Μεγάλο Μοναστήρι», ἐφυλάσσετο καὶ ἡ περίφημη θαυματουργὴ Εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Τιχβίν, τῆς ὁποίας ἡ Σύναξις τελεῖται τὴν 26η ᾿Ιουνίου.

Τὸν πρῶτο χρόνο τῆς δοκιμασία της στὴν Μονὴ ρασοφορέθηκε καὶ τὸ 1870 ἔλαβε τὸ Μικρὸ Σχῆμα καὶ ὠνομάσθηκε ᾿Αρκαδία. Τὸ 1872 μετώκησε στὴν Μονὴ τῆς Παναγίας Φοβερᾶς Προστασίας στὸ Σβέριν καὶ τὸ 1878 στὴν Μονὴ τῆς Παναγίας Φανερωμένης στὸ Σβάνσκυ τῆς ᾿Επισκοπῆς Νόβγκοροντ, ὅπου καὶ ἐκάρη Μεγαλόσχημος Μοναχὴ τὸν ἑπόμενο χρόνο, λαβοῦσα τὸ ὄνομα Ταϊσία.

Τἣν 19.3.1881 διωρίσθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη ᾿Ισίδωρο ἐπὶ κεφαλῆς τῆς νεοπαγοῦς Μοναστικῆς Κοινότητος τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Προδρόμου στὸ Λεουσένι τῆς περιοχῆς Μποροβιτσί. Η ᾿Αδελφότητα ἐκείνη ἀντιμετώπιζε τότε πολλὰ καὶ δύσκολα προβλήματα, ἀλλὰ μὲ τὶς ἐνέργειες καὶ τὴν καθοδήγησι τῆς Γεροντίσσης Ταϊσίας, ἡ πρώην ἄγνωστη καὶ πτωχὴ μοναστικὴ Κοινότης τοῦ Λεουσένι ἀνωρθώθηκε καὶ τὸ 1885 ἀναγνωρίσθηκε ἐπισήμως ὡς Κοινόβιο ἀπὸ τὴν ῾Ιερὰ Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἐνσυνεχείᾳ ἀνεδείχθη σὲ ἕνα Μοναστήρι πρώτης τάξεως, διάσημο γιὰ τὴν μοναχική του πειθαρχία καὶ τὴν παραδειγματική του ὀργάνωσι.

Στὴν Μονὴ Λεουσένι, ἡ ὁποία μὲ τὸν καιρὸ ἐξελίχθηκε σὲ σπουδαῖο κέντρο ἐκκλησιαστικῆς διαπαιδαγωγήσεως, ἀλλὰ καὶ μορφώσεως, ἀφοῦ περιελάμβανε καὶ Σχολεῖα, ἡ Μητέρα Ταϊσία παρέμεινε ὡς ῾Ηγουμένη μέχρι τῆς ἡμέρας τῆς κοιμήσεώς της, 2ας ᾿Ιανουαρίου 1915, ἡμέρα κοιμήσεως καὶ τοῦ ῾Αγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ.

Τὸ ἱερὸ σκήνωμά της ἐτάφη στὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία σήμερα ἔχει κατακλυσθῆ ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ φράγματος τοῦ ποταμοῦ Βόλγα· ἔτσι, τὸ εὐλογημένο Λείψανο τῆς Μητέρας Ταϊσίας εὑρίσκεται σήμερα στὸν βυθό αὐτῆς τῆς τεχνιτῆς λίμνης.

῾Η χαρισματικὴ ῾Ηγουμένη Ταϊσία ἦταν πνευματικὴ θυγατέρα πρῶτα τοῦ ῾Οσιωτάτου ᾿Αρχιμανδρίτου Λαυρεντίου τῆς Μονῆς ᾿Ιβήρων τοῦ Βαλντάϊ (1808-1876, + 2 ᾿Ιουλίου) καὶ ἀργότερα τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κρονστάνδης (+20.12.1908), τοῦ μεγάλου αὐτοῦ φωστῆρος τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας, τὸν ὁποῖο συχνὰσυνώδευε στὰ ταξίδια καὶ προσκυνή-ματά του γιὰ νὰ ἱδρύη μὲ τὴν εὐλογίατου μοναστηριακὰ Μετόχια.
῾Υπῆρξε μία ἀπὸ τὶς περιφημότερες Μοναχές, γνωστὴ σὲ ὁλόκληρη τὴν ἐπικράτεια τῆς Ρωσίας γιὰ τὴν ἀρετή, τὴν μόρφωσι καὶ τὰ σπάνια διοικητικά της χαρίσματα.

῞Ιδρυσε γιὰ τὰ ὀρφανὰ τῶν Κληρικῶν ἕνα μοναστηριακὸ Σχολεῖο, τὸ ὁποῖο μὲ τὸν καιρὸ ἀναβαθμίσθηκε σὲ ᾿Εκκλησιαστικὸ Κολλέγιο Θηλέων, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ Μοναστήρι τοῦ Λεουσένι νὰ καταστῆ φυτώριο πνευματικῆς μορφώσεως καὶ διαφωτισμοῦ στὶς βόρειες περιοχὲς τῆς ᾿Επισκοπῆς τοῦ Νόβγκοροντ.


Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τριακονταετοῦς ἡγουμενείας της εἶχε τόσοἐνεργὸ καὶ σημαντικὴ συμμετοχὴ στὴν ἵδρυσι καὶ ὀργάνωσι πολλῶν νέων γυναικείων Μονῶν στὴν Βόρεια Ρωσία, ὥστε δὲν ὑπῆρξε κυριο λεκτικὰ οὔτε ἕνα νεοϊδρυμένο Μοναστήρι, τὸ ὁποῖο νὰ μὴν ὠργανώθηκε μὲ τὴν ἐνεργὸ συμμετοχὴ τῆς ῾Ηγουμένης Ταϊσίας.

Γιὰ τὸ Μοναστήρι της τοῦ Λεουσένι ἔκτισε τρία μεγάλα Μετόχια: στὸ Τσερεπόβιτς, στὴν Πετρούπολι καὶ στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα τοῦ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κρονστάνδης, στὸν ποταμὸ Σοῦρα τοῦΑρχαγγέλου.

῞Ιδρυσε ἐπίσης καὶ ἐστερέωσε τὸ Μοναστήρι τοῦ Βοροντσὼφ στὴν᾿Επισκοπὴ τοῦ Πσκώφ, καθὼς καὶ τὸ Μετόχι της στὴν Πετρούπολι.᾿Επίσης, μαζὶ μὲ τὸν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τῆς Κρονστάνδης, ἦταν μία ἀπὸ τοὺς ἱδρυτὲς τῆς Μονῆς τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Θεολόγου στὸ νησὶ Καρπόβκα τῆς Πετρουπόλεως, ὅπου σήμερα ὑπάρχει ὁ θαυματόβρυτος τάφος τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κρονστάνδης.

῾Η ῾Ιερὰ Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας (τὸ 1889), καθὼς καὶ ὁ Τσάρος τῆς Ρωσίας (τὸ 1892), τῆς ἀπένειμαν τὸν ἐπιστήθιο Σταυρὸ καὶ τὸν χρυσὸ ἀδαμαντοκόλλητο Σταυρὸ ἀντιστοίχως, γιὰ τὴν μεγάλη
της προσφορὰ στὸν Μοναχισμὸ τῆς Ρωσίας καὶ στὴν Ρωσικὴ ᾿Εκκλησία γενικώτερα.

Κατὰ τὰ ἔτη 1910, 1911 καὶ 1913 ἔλαβε διάφορα δῶρα προσωπικὰ ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Νικόλαο Βʹ καὶ τὴν Αὐτοκράτειρα ᾿Αλεξάνδρα, τοὺς μετέπειτα Βασιλομάρτυρας (+4/17. 6. 1918).

῾Η Μητέρα Ταϊσία ὑπῆρξε ἐπίσης ἄριστη παιδαγωγὸς καὶ ταλαντοῦχος συγγραφεύς.
Τὰ ἐκδοθέντα ἔργα της εἶναι τὰ ἑξῆς:

1. Κανὼν εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου.
2. Χαιρετισμοὶ (᾿Ακάθιστος) εἰς τὸν ῞Αγιον Συμεὼν τὸν Θεοδόχο.
3. Συνομιλίες μὲ τὸν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τῆς Κρονστάνδης.
4. ῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κρονστάνδης ὡς Ποιμένας.
5. ῾Η Γυναικεία Μοναστικὴ Κοινότητα τοῦ Σοῦρα (ποίημα).
6. Ποιήματα (τόμοι τρεῖς).
7. Αὐτοβιογραφία.
8. ῾Η ζωὴ τῆς διὰ Χριστὸν Σαλῆς Γερόντισσας Εὐδοκίας Ροντιόνοβα.
9. Γράμματα σὲ μία ᾿Αρχάρια Μοναχὴ
(Αʹ- ΙΔʹ).
10. Λόγος κατὰ τὴν ρασοφορία Μοναζουσῶν τῆς Μονῆς τοῦ Σοῦρα
στὸν ᾿Αρχάγγελο.

• Στὰ ἑλληνικά, ἔχουμε τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία, νὰ κυκλοφοροῦν
σὲ δύο τόμους ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Τὸ ῞Αγιον ῎Ορος» στὴν Θεσσαλονίκη,
τὰ ὑπ᾿ ἀριθ. 3 καὶ 7 μαζὶ (πραγματικὸ ἐντρύφημα!), καθὼς καὶ μερικὰ
Ποιήματα, ὑπ᾿ ἀριθ. 6 (1992)· ἐπίσης, τὰ ὑπ᾿ ἀριθ. 9 καὶ 10 μαζὶ
(1993).


...Διδασκαλία περί προσευχής.

῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος διαιρεῖ τὴν προσευχὴ σὲ τρία στάδια καὶ λέγει:«᾿Αρχὴ μὲν προσευχῆς, προσβολαὶ μονολογίστως διωκόμεναι ἐκ προοιμίων αὐτῶν· μεσότης δέ, τὸ ἐν τοῖς λεγομένοις καὶ νοουμένοις εἶναι τὴν διάνοιαν· τὸ δὲ ταύτης τέλειον, ἁρπαγὴ πρὸς Κύριον»1.«᾿Αρχὴ τῆς προσευχῆς εἶναι νὰ διώκωνται οἱ ἐχθρικὲςπροσβολὲς στὴν ἀρχή τους μ᾿ ἕναν ἀποφασιστικὸ λόγο.Μέσον τὸ νὰ παραμένη ὁ νοῦς στὰ λόγια καὶ στὰ νοήματατῆς προσευχῆς. Καὶ τέλος τὸ νὰ ἁρπαγῆ ὁ νοῦς πρὸςτὸν Κύριο».Σ᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο στάδιο φθάνουν κατὰ κανόνα μόνον ὅσοιἔχουν τελειοποιηθῆ στὴν μοναχικὴ ζωή, ἀλλὰ ὁ Κύριος μὲ τὸ μεγάλο του ἔλεος ἀξιώνει μερικοὺς νὰ πάρουν μιὰ γεύση αὐτῆς τῆς καταστάσεως, ἔστω κι᾿ ἂν δὲν ἔχουν προχωρήσει πολὺ στὴν προσευχή,σὰν ἀνταμοιβὴ τῶν προσπαθειῶν ποὺ καταβάλλουν.Θὰ σοῦ ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα2.

῎Ημουν ἀκόμη ἀρχάρια, Δόκιμη, καὶ ἡ Γερόντισσά μου, ἡ Μητέρα Γλαφύρα, μ᾿ ἔστειλε σὲ μιὰν ἄλλη Γερόντισσα, τὴν Μοναχὴ Θεοκτίστη.

῏Ηταν μετὰ τὸν ῾Εσπερινό, ὅταν οἱ περισσότερες Μοναχὲς πηγαίνουν στὴν Τράπεζα.
῞Οταν ἔφθασα στὴν πόρτα τοῦ Κελλιοῦ εἶπα, σύμφωνα μὲ τὸ τυπικό, τὴν μονολόγιστη εὐχὴ καὶ ἄνοιξα τὴν πόρτα δίχως νὰ περιμένω ἀπάντηση. Πέρασα τὸ κατώφλι καὶ εἶδα τὴν ἀκόλουθη σκηνή.
Στὴν πιὸ ἀπόμερη γωνιὰ τοῦ Κελλιοῦ καὶ μπροστὰ στὶς Εἰκόνες ἦταν γονατισμένη ἡ Γερόντισσα Θεοκτίστη μὲ τὰ χέρια της ὑψωμένα σὲ δέηση καὶ τὰ μάτια της προσηλωμένα στοὺς ῾Αγίους.Προφανῶς δὲν εἶχε καταλάβει ὅτι μπῆκα, ἂν καὶ εἶχα εἰπεῖ τὴν εὐχὴ μεγαλόφωνα καὶ ἡ πόρτα ἔτριξε δυνατά. ῏Ηταν ἐντελῶς μόνη της στὸ Κελλί. Εγὼ στάθηκα μὲ ἀμηχανία στὸ κατώφλι, μὴ τολμώντας νὰ προχωρήσω καὶ μὴ ξέροντας τί νὰ κάνω. ᾿Εὰν ἔμενα στὸ Κελλὶ ὑπῆρχε φόβος νὰ φέρω τὴν Γερόντισσα σὲ δύσκολη θέση, ὅταν θὰ συνερχόταν καὶ ἔβλεπε ὅτι ὑπῆρχε κάποια μάρτυρας τῆς ὑψηλῆς προσευχῆς της, κι᾿ ἂν ἔφευγα θὰ ἔτριζε πάλι ἡ πόρτα. ῞Υστερα δὲν ἤθελα καὶ νὰ φύγω.

Στὸν διάδρομο ἄρχισαν ν᾿ ἀκούγωνται οἱ χαρούμενες φωνὲς τῶν ᾿Αδελφῶν, ποὺ εἶχαν πιὰ τελειώσει τὸ γεῦμα τους στὴν Τράπεζα καὶ πήγαιναν στὰ Κελλιά τους κι᾿ ἑτοιμάσθηκα νὰ προλάβω τὶς δύο Δόκιμες τῆς Γερόντισσας, ποὺ θὰ ἔπρεπε τώρα νὰ ἐπιστρέφουν. ᾿Εκεῖνες ὅμως δὲν ἦλθαν, πρᾶγμα ποὺ μὲ εὐχαρίστησε πολύ.

Δὲν ξέρω πόσην ὥρα ἔμεινα ἔτσι στὸ κατώφλι ἀναποφάσιστη καὶ ἔκθαμβη μ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔβλεπα. ῎Ισως νὰ ἦταν μιὰ ὁλόκληρη ὥρα, ἴσως καὶ παραπάνω.

…῾Η Γερόντισσα δὲν ἄλλαξε θέση, δὲν κινήθηκε καθόλου, μόνο οἱ σποραδικοὶ λυγμοί της καὶ κάποια σιγανὰ καὶ ἀκαθόριστα ἐπιφωνήματα μαρτυροῦσαν ὅτι ἦταν σὲ ἐγρήγορση. Τέλος κατέβασε τὰ χέρια της κι᾿ ἔσκυψε τὸ κεφάλι της στὸ πάτωμα. ῎Εμεινε σ᾿ αὐτὴν τὴν στάση λίγα λεπτὰ καὶ μετὰ σηκώθηκε καὶ φύσηξε τὴν μύτη της στὸ μαντήλι της.

Κατάλαβα τότε ὅτι ἡ Γερόντισσα εἶχε συνέλθει ἀπὸ τὴν ἔκσταση κι᾿ ἐπειδὴ δὲν ἤθελα νὰ καταλάβη ὅτι ἤμουν ἐκεῖ καὶ τὴν στενοχωρήσω, μισάνοιξα τὴν πόρτα καὶ εἶπα πάλι δυνατὰ τὴν εὐχή, κάνοντας
πὼς ἔμπαινα μόλις ἐκείνη τὴν στιγμή.

«᾿Αμήν», ἀπάντησε κι᾿ ἔτρεξε γρήγορα καὶ κρύφτηκε πίσω ἀπὸ ἕνα χώρισμα στὴν γωνία τοῦ κελλιοῦ της. Μετὰ βγῆκε ἀργὰ-ἀργὰ τρίβοντας τὰ μάτια της καὶ μουρμούρισε πὼς ἔστειλε κάπου τὶς δόκιμές της κι᾿ αὐτὴν τὴν πῆρε λίγο ὁ ὕπνος.

᾿Εγὼ ἔβαλα μετάνοια συγκρατώντας μὲ δυσκολία τὰ δάκρυά μου καὶ τῆς εἶπα τὸν λόγο, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχα ἔλθει, ἀλλὰ ἐκείνη φαινόταν σὰν νὰ μὴν ἄκουγε τὰ λόγια μου καὶ πράγματι δὲν μποροῦσε νὰ τ᾿ ἀκούση, γιατὶ μὲ τὴν ψυχή της βρισκόταν σ᾿ ἕναν ἄλλο καλύτερο τόπο, ποὺ δὲν ἀνήκει σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Μὲ κοίταξε λοιπὸν μὲ ἀπορία καὶ στὸ τέλος εἶπε: «Μήπωςβρίσκεσαι ἐδῶ ἀπὸ ὥρα;».

᾿Επανέλαβα τότε τὸ ψέμα μου ὅτι μόλις εἶχα μπῆ τώρα ποὺ εἶπα τὴν εὐχὴ κι᾿ ἔτριξε ἡ πόρτα, ἀλλὰ προφανῶς μὲ πρόδιδε ἡ ὄψη μου, γιατὶ τὰ δάκρυά μου ἤθελαν νὰ τρέξουν ποτάμι, καθὼς ἔβλεπα τὴν ἤρεμη καὶ ἀγγελικὴ ἔκφραση, ποὺ ἦταν ἀποτυπωμένη στὸ πρόσωπο τῆς Γερόντισσας. ᾿Εξακολούθησα ὅμως νὰ ἐπιμένω στὸ ψέμα μου, γιατὶ δὲν ἤθελα νὰ ταράξω τὴν Μοναχή.

Αὐτὴ παρέμενε σιωπηλή, ὅσην ὥρα μιλοῦσα ἐγώ, μὰ φαινόταν νὰ σκέφτεται ἄλλα καὶ ὄχι ὅ,τι τῆς ἔλεγα. Εν τῷ μεταξὺ μὲ ἀπασχολοῦσε καὶ μένα ἡ σκέψη τί θὰ ἔλεγα στὴν Γερόντισσά μου, ποὺ μ᾿ ἔστειλε γιὰ νὰ δικαιολογήσω τὴν καθυστέρησή μου. ῾Η Μητέρα Θεοκτίστη καθόταν ἀκόμη σιωπηλὴ μὲ τὸ βλέμμα καρ- φωμένο κατ᾿ εὐθεῖαν μπροστά· τὰ δάκρυα ἔτρεχαν ἀσταμάτηταἀπὸ τὰ μάτια της, μὰ δὲν ἔκανε τὸν κόπο νὰ τὰ σκουπίση· ἦτανφανερὸ ὅτι οὔτε κἂν τὰ πρόσεχε καὶ βρισκόταν σὲ μιὰ κατάσταση μετέωρη, λυπημένη ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὴν ἔκσταση.



Τέλος μὲ ξαναρώτησε: «Βρίσκεσαι πολλὴν ὥρα ἐδῶ;».Αὐτὴν τὴν φορὰ δὲν εἶχα τὴν δύναμη νὰ εἰπῶ τίποτε, μόνο τῆςἔβαλα ἐδαφιαία μετάνοια. Δὲν μπορῶ κι᾿ ἐγὼ νὰ καταλάβω πῶςβρῆκα τὸ θάρρος νὰ τὴν ρωτήσω: «Μητέρα, τί σοῦ συνέβη;».᾿Εκείνη ἔστρεψε τὸ βλέμμα της μὲ μιὰ ἐρωτηματικὴ ἔκφραση καὶμὲ κοίταξε καλά· μετὰ εἶπε μὲ καλωσύνη: «Τίποτε δὲν μοῦ συνέβη,παιδί μου, μὰ νά, ἦταν σὰν νὰ πέταξα καὶ νὰ πῆγα κάπου, σὰν νὰ εἶδα κάτι», κι᾿ ἄρχισε πάλι νὰ κλαίη.

Μετὰ ἀφοῦ σώπασε γιὰ λίγο συνέχισε: «῞Ενα πρᾶγμα ἔχω νὰ εἰπῶ, ῾῾Δόξα σοι, Κύριε᾿᾿...» κι᾿ ἔκανε τὸν σταυρό της. Μετὰ μὲ ρώτησε γιὰ τὰ δικά μου καὶ μὲ παρηγόρησε λέγοντάς μου νὰ μὴ στενοχωριέμαι γιὰ τὶς θλίψεις τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Τέλος μὲ κατευόδωσε: «Πήγαινε τώρα στὸ καλὸ καὶ πὲς στὴν Γερόντισσά σου ὅτι ἐγὼ σὲ κράτησα».

῾Η Γερόντισσα Θεοκτίστη προερχόταν ἀπὸ τὴν τάξη τῶν ἁπλῶν χωρικῶν καὶ ἦταν ὀλογιγράμματη, ἴσως καὶ τελείως ἀγράμματη.Γιὰ πολλὰ χρόνια τὸ διακόνημά της ἦταν ἡ πολὺ δύσκολη δουλειὰ τῆς συλλογῆς εἰσφορῶν· πήγαινε δηλαδὴ στὰ χωριὰ καὶ στὶς πόλεις καὶ μάζευε χρήματα γιὰ τὸ Μοναστήρι.

῞Οταν πιὰ γέρασε καὶ τὴν ἐγκατέλειψαν οἱ δυνάμεις της, ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸ διακόνημα καὶ πήγαινε μόνο στὶς ᾿Ακολουθίες στὴν ᾿Εκκλησία, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες Γερόντισσες.
῾Η ζωή της στὸ κελλί, ἂν κρίνω ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα, ἦταν σὰν ὅλων τῶν ἄλλων μοναζουσῶν, ἀλλὰ ἡ ἐσωτερικὴ διάθεση τῆς ψυχῆς της ἦταν γνωστὴ μόνον σ᾿ ᾿Εκεῖνον ποὺ «ἐτάζει καρδίας».

Θὰ σοῦ διηγηθῶ τώρα ἕνα ἄλλο περιστατικὸ3 σχετικὰ πάλι μὲ τὴν προσευχὴ ποὺ ἀνυψώνει πάνω ἀπὸ τὰ γήϊνα αὐτοὺς ποὺ προσπαθοῦν σ᾿ αὐτήν.
Στὸ Μοναστήρι μας ὑπῆρχε μιὰ Μοναχή, σχετικὰ νέα, ἀλλὰ πολὺ εὐάρεστη στὸν Θεὸ γιὰ τὴν πνευματική της πρόοδο. Αὐτὴ ἔμενε μαζὶ μὲ δύο νεαρὲς Δόκιμες.



Αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ διηγηθῶ συνέβη κάποιο Σάββατο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.᾿Εκείνη λοιπὸν τὴν ἡμέρα, μετὰ ἀπὸ τὸ δεῖπνο ἔφυγαν καὶ οἱ δύο Δόκιμες γιὰ νὰ πᾶνε κάπου καὶ ἡ Μοναχὴ θέλησε νὰ ἐκμεταλλευθῆ ὴν μοναξιὰ καὶ νὰ προσευχηθῆ.Καὶ νὰ τὶ μοῦ εἶπε κατὰ λέξη:«Θυμοῦμαι ὅτι ἄρχισα νὰ ἀπαγγέλω ἀπ᾿ ἔξω τοὺς Χαιρετισμοὺς στὸν Γλυκύτατο ᾿Ιησοῦ, ποὺ τὴν παρουσία Του ἔνοιωθα ἀκόμη στὴνκαρδιά μου, ἀφοῦ ἐκείνη τὴν ἡμέρα εἶχα κοινωνήσει.Εἶπα ἕνα Οἶκο καὶ μετὰ ἕναν ἄλλο κι᾿ ἄρχισα νὰ νοιώθω ὅτι ἡ ψυχή μου ὅλο καὶ περισσότερο συγκινιόταν καὶ θερμαινόταν ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο. ῞Υστερα σιγὰ-σιγὰ ἄρχισα νὰ τρέμω ὁλόκληρη στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα καὶ νὰ κλαίω μὲ ἄφθονα δάκρυα.Οἱ φυσικές μου δυνάμεις μὲ ἐγκατέλειψαν καὶ γιὰ νὰ μὴν πέσω, γονάτισα κι᾿ ἔβαλα μετάνοια μπροστὰ στὶς ἅγιες Εἰκόνες, ἐνῶ συνέχιζα ἀπὸ μέσα μου νὰ λέω τὸν ᾿Ακάθιστο. Φαίνεται ὅτι τὸν εἶπα μέχρι τὴν μέση, γιατὶ δὲν θυμοῦμαι νὰ συνέχισα.

Τὸ κάθε τὶ γύρω μου στὸ Κελλί, τὸ πάτωμα ποὺ ἤμουν γονατισμένη καὶ ὅλα τὰ ἀντικείμενα σὰν νὰ ἐξαφανίσθηκαν· μπροστά μου παρουσιάσθηκε μιὰ ἄλλη σκηνὴ κι᾿ ἔβλεπα κάπου μακρυὰ τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ᾿Ιησοῦ μας ποὺ καθόταν ἐκεῖ. Τὸν περιτριγύριζαν ἕνα πλῆθος ὄντα ποὺ δὲν θυμοῦμαι, ἐὰν ἦταν ἄνθρωποι ἢ ῎Αγγελοι καὶ ποὺ ὅλα ἔψαλλαν μ᾿ ἕναν ἐξαίσιο μελωδικὸ τρόπο, ἐνῶ ἐγὼ στεκόμουν ἐκεῖ πίσω τους καὶ εὐφραινόμουν. Δὲν θυμοῦμαι τίποτ᾿ ἄλλο νὰ σοῦ εἰπῶ κι᾿ οὔτε ξέρω ἂν τὸ ὅραμα κράτησε πολύ, παρὰ μόνο ὅ,τι μοῦ εἶπαν κατόπιν οἱ διακονήτριές μου, πὼς δηλαδὴ ὅταν ἦλθαν στὸ Κελλί μου καὶ μὲ εἶδαν πεσμένη μπροστὰ στὶς Εἰκόνες, νόμισαν στὴν ἀρχὴ πὼς προσευχόμουν, ἀλλὰ κατόπιν, βλέποντας ὅτι περνοῦσε ἡ ὥρα καὶ δὲν σηκωνόμουν, νόμισαν πὼς κοιμόμουν κι᾿ ἄρχισαν νὰ μὲ φωνάζουν, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα, ὁπότε μ᾿ ἄφησαν ἢσυχη.

῞Οταν συνῆλθα ἀπὸ τὴν θαυμάσια αὐτὴ ἔκσταση καὶ τὸ ὅραμα, τὸ Κελλί μου ἦταν πάλι ἄδειο καὶ χάρηκα πολὺ γι᾿ αὐτό.Τὸ πάτωμα, στὸ σημεῖο ποὺ ἀκουμποῦσε τὸ μέτωπό μου, ἦτανκατάβρεχτο μὲ δάκρυα σὰν νὰ εἶχε χυθῆ νερό.Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὰ μέλη μου δὲν εἶχαν νεκρωθῆ, τὰ δάκρυα ὅμως οὔτε τὰ ἔνοιωσα, οὔτε τὰ συνειδητοποίησα καὶ γιὰ νὰ μιλήσω πιὸ καθαρά, δὲν ἤξερα καθόλου τί μοῦ συνέβαινε.῾Η γλυκύτητα ποὺ γέμισε τὴν καρδιά μου αὐτὲς τὶς πανάγιες στιγμές, παρέμεινε γιὰ πολὺ μέσα στὴν ψυχή μου σὰν μάρτυρας τῆς οὐράνιας ἐπισκέψεώς μου».

Βλέπεις, ᾿Αδελφή, τί παραδείγματα ὑψηλῆς καὶ συγκεντρωμένης προσευχῆς ἔχομε ἀπὸ σύγχρονες Μοναχές;Ποιός μᾶς ἐμποδίζει λοιπὸν ἀπὸ τὰ νὰ ἐπιτύχωμε κι᾿ ἐμεῖς αὐτὸτὸ ὕψος;Στὰ βιβλία τῶν ῾Αγίων Πατέρων ὑπάρχουν βέβαια πολλὰ παρόμοια παραδείγματα, ἐγὼ ὅμως σοῦ ἔφερα σκόπιμα παραδείγματα ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν μοναζουσῶν τῆς ἐποχῆς μας, γιατί, ὅταν διαβάζωμε κι᾿ ἀκοῦμε διηγήσεις γιὰ τὰ μεγάλα κατορθώματα τῶν ῾Αγίων, λέμε συχνὰ γιὰ νὰ δικαιολογήσωμε τὴν δική μας ἀμέλεια: «Τότε ὑπῆρχαν ῞Αγιοι.Αὐτὸ ἔγινε ἐκείνη τὴν ἐποχή, τώρα ὅμως οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδύνατοι καὶ οἱ καιροὶ ἄλλαξαν!».

Νὰ λοιπόν, μάθε ἀπὸ τὴν δική μου πεῖρα ὅτι ἀκόμη καὶ τώρα ὑπάρχουν ἀληθινοὶ ἀγωνιστές.Οὔτε ὁ χρόνος, οὔτε ὁ τόπος κάνει ἅγιο τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἡ ἐλεύθερη βούληση καὶ ἡ σταθερὴ ἀπόφασή του.
Νὰ προσεύχεσαι ἀδιαλείπτως καὶ ὁ Θεὸς δὲν θὰ σοῦ στερήση τὴν εὐλογία Του.
ΠΗΓΗ.Πνευματικα θησαυρισματα(.dosambr.wordpress.com )

Συνέντευξη με την μοναχή Φωτεινή-Μια ερημίτισσα των καιρών μας


Η μοναχή Φωτεινή ζει στο δάσος του Νέαμτς κοντά στη σπηλιά της Αγ. Θεοδώρας της Σίχλα εδώ σε μια καλύβα εδώ και πολλά χρόνια . Το κατά κόσμο όνομα της ήταν Φλοαρέα Μπουζίνκου ήταν παντρεμένη χώρισε και έχει ένα παιδί. .Έγραψε και δημοσίευσε ποιήματα και διηγήματα ,εργάστηκε αλλά πάντα ακολουθούσε το δρόμο του Θεού, ανεξάρτητα από τα προβλήματα και τις στενοχώριες της ψάχνοντας Τον στα μοναστήρια ,στις ακολουθίες και στο λόγο των πνευματικών. Έγινε μοναχή όταν η Αγ. Θεοδώρα της Σίχλα την θεράπευσε από τον καρκίνο κατά τρόπο θαυμαστό Εδώ στα βουνά της Σίχλα βρήκε τη πολυπόθητη γι' αυτή ησυχία σε μια καλύβα. Σίγουρα εδώ στην ερημιά οι πειρασμοί και οι δοκιμασίες είναι μεγάλες και για αυτό μας μιλάει η αδελφή Φωτεινή με πολύ ταπεινοφροσύνη


-Πως είναι να ζει κανείς στην έρημο αδερφή Φωτεινή σε σχέση με τη ζωή στο κόσμο; Επειδή λένε για αυτούς που διαλέγουν να ζήσουν στην ερημιά ότι είναι τρελοί

(μοναχή Φωτεινή ) – Σας λέγω σίγουρα ότι αν γεννιόμουν ξανά κατευθείαν στην ησυχία θα πήγαινα . Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ «ησυχίας» και «κόσμου», ακόμη και μεταξύ μοναστηριού και της ησυχίας της ερήμου. Σίγουρα οι πειρασμοί είναι πιο μεγάλοι στην έρημο αλλά η χαρά που δίνει ο Κύριος δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα εγκόσμιο. Αν από τη έρημο χρειαστεί να βγεις στον κόσμο (όπως καμιά φορά είναι ανάγκη να κάνω εγώ ) αισθάνεσαι ότι μπαίνεις στους «τρελούς»όπως και οι άλλοι λένε για αυτούς που αποτραβιόνται στην ερημιά….αλλά δε θέλω να προσβάλω κανέναν.

-Μπορούμε να πούμε ότι εδώ σε αυτή τη καλύβα είστε στο προθάλαμο του Παραδείσου;

-Εγώ χαίρομαι για ότι μου έδωσε ο Θεός επειδή αισθάνομαι ότι με αγαπάει η Παναγία, αλλιώς δε θα άντεχα στους πειρασμούς της ερήμου χωρίς τη βοήθεια της Παναγίας των Αγίων και του Χριστού ….επειδή ο εχθρός είναι πεισματώδης και επιθετικός ιδίως προς εκείνους που φέρουν το ζυγό του Χριστού και αποτραβήχτηκαν στην ησυχία

-Μοναχή Φωτεινή γνωρίζω μοναχούς και μοναχές που θέλουν να φύγουν από το μοναστήρι και να πάνε στη έρημο σε μια μικρή καλύβα στο δάσος, να είναι με το Χριστό ,μόνοι αυτοί και ο Χριστός, όσο και να υπέφερουν. Σε αυτούς θα ήθελα από τη πείρα σας να πείτε τι πειρασμοί τους περιμένουν



-Ναι, μπορώ να πω, αφού σίγουρα πολλοί μοναχοί είναι ήδη οικείοι με τις παγίδες και τις πονηριές του εχθρού. Αλλά δε ξέρω να δώσω συμβουλές η αγιοσύνη τους πρέπει να δώσει σε μένα. Αν αισθάνονται λοιπόν αυτή την ανάγκη, αφού έχουν μείνει στο μοναστήρι τουλάχιστον 10 χρόνια (συμφωνά με τους κανόνες) θα πρέπει να έχουν πρώτα από όλα την ευλογία του πνευματικού τους.

-Μετά το 1989 κυρίως βγαίνουν στο δάσος κάποιοι άνθρωποι που δε τα πάνε καλά με τους νόμους και αν δουν κάποιο μοναχό σε κάποιο καλυβάκι τον ληστεύουν. Αυτοί δε ξέρουν τι είναι ερημίτης ,μοναχός ,ότι διάλεξε να ζήσει στη φτώχεια και ότι δεν έχουν τι να κλέψουν.

-Ηρθαν και σε μένα δε πολυβρήκαν κάτι να κλέψουν, αλλά είχα μια υποτακτική ή οποία φοβήθηκε και έφυγε ,δεν άντεξε.


Ή τη νύχτα όταν κάνεις την ακολουθία του όρθρου συμβαίνει να αισθάνεσαι τον διάβολο να περνάει από κοντά σου και να αφήνει μια μυρωδιά ψοφιμιού, κάτι τρομερό και να χρειάζεται να ανοίξεις τη πόρτα και το παράθυρο της καλύβας για να μπορείς να συνεχίσεις τη προσευχή

-Εμφανίζεται αυτή η μυρωδιά χωρίς να υπάρχει η «πηγή» αυτής της μυρωδιάς;

-Ναι σίγουρα στο δάσος δεν υπάρχουν τέτοιες μυρωδιές. Αλλά είναι καλό αυτό επειδή ο Θεός επιτρέπει στο σατανά να σε πειράξει για να Τον πλησιάσεις πιο πολύ, επειδή ίσως δεν έκανες όλο το κανόνα και για αυτό έχεις πειρασμούς ,όπως εγώ η ανάξια όπου δεν προσεύχομαι όσο πρέπει και στενοχωρώ το Θεό. Άλλη φορά ενώ προσευχόμουν ήρθε κάποιος και μου ξερίζωσε υδρορροές από το τοίχο της καλύβας (αν και έξω δεν ήταν κανείς εγώ τα έβαλα στη θέση τους και συνέχισα τη προσευχή, αλλά έχασα αρκετό χρόνο για την επιδιόρθωση. Συνέχισα να διαβάζω το ψαλτήρι και πάλι άκουσα τις υδρορροές να πέφτουν…τις επιδιόρθωσα και συνέχισα τη προσευχή μου.



-Τι είναι πιο δύσκολο στην έρημο αδερφή Φωτεινή;

-Αυτό που είναι δύσκολο είναι η πάλη με τους λογισμούς . Είναι δύσκολη αυτή η πάλη επειδή ο εχθρός σου δίνει σκέψεις όπου ούτε που υποπτεύεσαι πως μπορεί να γεννήσει το μυαλό σου. Για παράδειγμα : «τι γυρεύεις εδώ ;», «γιατί ήρθες εδώ;», «άλλη δουλειά δεν έχεις;»,»δεν μπορούσες να μείνεις στον κόσμο;»

Για αυτό είναι καλό να μην επισκέπτονται συγγενείς επειδή τον αναστατώνουν, ίσως κάποια μοναχή ή μοναχός για να φέρει λίγο φαγητό. Είναι καλό όμως τον ερημίτη να μην τον επισκέπτεται κόσμος .Εμένα ο πνευματικός μου δε μου επιτρέπει να δέχομαι κόσμο και άλλωστε γιατί να έρθει κάποιος σε εμένα , τι συμβουλές να του δώσω …εγώ είμαι ένας απλός άνθρωπος …προσεύχομαι για όλο τον κόσμο όπως κάνει η εκκλησία μας.


μετάφραση-www.proskynitis.blogspot.com



πηγή-περιοδικό LUMEA MONAHILOR

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Γερόντισσα Ξένη τῆς Αἰγίνης (1867-1923)


Εἶναι γνωστὴ σὲ ὅλους τοὺς Ἕλληνες ἡ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου στὴν Αἴγινα. Πρόκειται γιὰ τὸ μοναστήρι ποὺ ἵδρυσε ὁ Ἅγιος τοῦ 20ου αἰῶνα μὲ δέκα νέες ποὺ τὸν ἀκολούθησαν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὲς ξεχώριζε ἡ Χρυσάνθη Στρογγυλοῦ, μία τυφλὴ Κρητικοπούλα.
Γεννήθηκε τὸ 1867 στὰ Χανιὰ τῆς Κρήτης, ὅταν ἔβραζε ἡ κρητικὴ ἐπανάσταση γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό. Σὲ ἡλικία ἐννέα μηνῶν ἔχασε τὸ φῶς της ἀπὸ μηνιγγίτιδα. Οἱ γονεῖς τῆς Νικόλαος καὶ Μαρία, εὐσεβεῖς ἄνθρωποι τὴν φώτισαν μὲ τὸ χριστιανικὸ φῶς. Ἔτσι ὅταν ἡ τυφλὴ Χρυσάνθη ᾖρθε στὴν Ἀθήνα, φιλοξενήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς οἰκογένειες καὶ χάρη στὴν πνευματική της καλλιέργεια ἀγαπήθηκε ἀπ᾿ ὅλους. Πήγαινε τακτικὰ στὴν Ἐκκλησία, στοὺς Ταξιάρχες, στὸ Πολύγωνο. Φοροῦσε καλογερικά. Ἐκεῖ τὴ συναντοῦσε ἡ Αἰκατερίνα Ματθοπούλου, εὐσεβὴς καὶ εὔπορη. Ἦταν νύφη τοῦ π. Εὐσεβίου Ματθοπούλου. Ἐκεῖ σύχναζε ἡ εὐσεβὴς κόρη ὅπου καὶ ἐγνώρισε τὸν Ἅγιο Νεκτάριο, ποὺ εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὸν σπίτι τῆς κ. Ματθοπούλου μετὰ ἀπὸ ἕνα μνημόσυνο. Ἀπὸ τότε ἡ κ. Χρυσάνθη μὲ μιὰ ὁμάδα καλῶν κοριτσιῶν εἶχαν γιὰ πνευματικὸ τοὺς πατέρα τὸν Ἅγιο Νεκτάριο. Οἱ πνευματικὲς συναντήσεις αὐτὲς γίνονταν στὸ σπίτι τῆς νύφης τοῦ π. Εὐσεβίου Ματθόπουλου. Τὶς ἀφοσιωμένες αὐτὲς καρδιὲς τὶς πυρπολοῦσε ὁ πόθος τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως στὸ Θεό. Τὸ 1904 ὁ Σεβ. Νεκτάριος διάλεξε ἕνα μέρος στὴ θέση Ξάντος στὴν Αἴγινα ὅπου ὑπῆρχε ἄλλοτε ἡ Μονὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Ἐκεῖ ἀποφάσισαν νὰ μείνουν ὁ Ἅγιος με τὶς 10 νέες.
Μὲ τὴν πνευματικὴ διαύγεια ποὺ διέκρινε τὸν Ἅγιο, ὅρισε γιὰ ἡγουμένη τὴν τυφλὴ Χρυσάνθη ποὺ μετονομάστηκε Ξένη μοναχή.
Ὑπάρχουν προφορικὲς μαρτυρίες πιστῶν Αἰγινητῶν, ὅπου καταδεικνύεται ὁ θαυμαστὸς βίος, τὸ προφητικὸ καὶ προορατικὸ χάρισμα τῆς γερόντισσας, ὅπως καὶ ἡ ἐκ μέρους τῶν συμμοναζουσῶν της βαθιὰ ἐμπιστοσύνη καὶ ἀφοσίωση ὡς πρὸς τὴν ὁσία. Οἱ ἐνθυμήσεις ποὺ ἔχουν διασωθεῖ εἶναι ἀπολύτως χαρακτηριστικές, παραθέτουμε ἐνδεικτικὰ ὁρισμένες ἀπὸ αὐτές:
«Ἦταν ἡ πρώτη ἡγουμένη τοῦ Μοναστηρίου» ἔλεγε ἡ Εὐαγγελία Μπέση. «Ἁγία γυναῖκα. Ἦταν προικισμένη μὲ πολλὲς ἀρετές. Ἐφάρμοζε κατὰ γράμμα τὶς συμβουλὲς τοῦ Σεβασμιότατου καὶ βοηθοῦσε καὶ τὶς ἀδελφὲς νὰ τὶς ἐφαρμόσουν καὶ αὐτές. Τὴν σέβονταν ὅλες. Εἶχε καὶ θαυμάσιο ποιητικὸ τάλαντο. Ἦταν θρησκευτικὴ ποιήτρια. Ἔγραφε ὕμνους στὸ Χριστό, στὴν Παναγία, στοὺς Ἁγίους. Ὑπέροχη ψυχή. Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ».
Παρεμφερεῖς εἶναι καὶ οἱ ἐνθυμήσεις τοῦ Σωτηρίου Οἰκονόμου, μαθητοῦ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου στὴν Ριζάρειο Σχολή, διηγεῖται μὲ ἔμφαση: «Ἁγία ψυχή! Μάλιστα ἀπορῶ πῶς δὲν τὴν ἀνακήρυξαν καὶ αὐτὴν ἁγία».
Ἡ Πετρούλα Βότση-Γιαννακοπούλου ἀφηγήθηκε προσωπική της ἐμπειρία: «Ἦταν Ἅγιος ἄνθρωπος! Χαριτωμένος. Εἶχε καὶ χάρισμα προορατικό. Ἐκεῖ ποὺ εἶναι σήμερα τὸ ἐξομολογητήριο, ἦταν παλιὰ πορτίτσα μισή - μισὴ πάνω μισὴ κάτω. - Καλημέρα Γερόντισσα, τῆς ἔλεγα. -Καλῶς τὴν Πετρούλα, ἀποκρινόταν καλοσυνάτα. Ὅποιος καὶ ἂν τὴν πλησίαζε, δίχως φυσικὰ νὰ βλέπει, οὔτε μία ἀκτῖνα φῶς, ἐπικοινωνοῦσε μαζί του σὰν νὰ ἔβλεπε κανονικά. Λέτε καὶ δὲν ἦταν τυφλή. Εἶχε χάρισμα...».
Ἰδιαιτέρως σημαντικὴ εἶναι καὶ ἡ μαρτυρία τῆς ἀνιψιᾶς της, Μαρίας Στρογγυλοῦ: «Ὅταν προσευχόταν, νόμιζες πῶς δὲν πατοῦσε στὴ γῆ! Ὅτι βρισκόταν στὸν οὐρανό!»
Ἡ Αἰγηνίτισσα μοναχὴ Νεκταρία ἔλεγε γι᾿ αὐτή: «Ἦταν ἁγία γυναῖκα! Εὐωδιάζουν τὰ ὀστᾶ της! Πολλὰ βράδια στὸ ἀπόδειπνο -ἀφοῦ εἶχε κοιμηθεῖ ὁ Ἅγιος- ἔβλεπε ἕνα Γεροντάκι μὲ τὸ σκουφάκι του τὸ μαῦρο καὶ περιφερόταν γύρω-γύρω, τὴν ὥρα τῆς ἀκολουθίας. Δὲν ἔβλεπε καθόλου. Ἀλλὰ τὰ πάντα «ἔβλεπε». Ὅταν ἔμπαινε στὸ Ναὸ ἔλεγε: -Γιατί παιδιά μου ἔχουν σκόνη οἱ Εἰκόνες αὐτές; Μιὰ μέρα μοῦ εἶπε: -Γιατί Ζηνοβία φορᾷς τόσο κοντὸ φουστανάκι, ἀφοῦ θὰ γίνεις μοναχή;»
Τὸν Ἅγιο τὸν ξενύχτησαν πολλοὶ στὸ Μοναστήρι. Ἡ Γερόντισσα Ξένη γύριζε γύρω-γύρω καὶ παρηγοροῦσε τὸν κόσμο ποὺ ἔκλαιγε. Τὸ ἀπόγευμα πρὶν κοιμηθῇ ὁ Δεσπότης, οἱ καλόγριες πῆραν τηλεγράφημα ποὺ ἔλεγε ὅτι πάει καλύτερα στὸ Ἀρεταίειο. Χάρηκαν. Ἡ Ξένη ὅμως δὲν χάρηκε. Τὸν εἶχε δεῖ στὴν αὐλὴ τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ τῆς εἶπε: -Ἦρθα νὰ σᾶς χαιρετίσω. Ἀναχωρῶ! Ὕστερα ἀπὸ λίγη ὥρα μάθαμε τὰ μαντάτα. Ὁ Δεσπότης κοιμήθηκε.
Στὶς ἑκατὸν τριάντα ἕξι σῳζόμενες ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, οἱ ἑκατὸν δέκα περίπου ἀποστέλλονται πρὸς τὴν «ὁσιωτάτην ἐν Κυρίῳ ἀγαπητὴν ὁσίαν Ξένην». Ἡ ὁσία παρὰ τὴν ἀσθενικήν της κράση ἐβίαζε τόσον ἐαυτὴν προσευχομένη καὶ νηστεύουσα, ὥστε ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος νὰ αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ τῆς ὑπενθυμίζῃ ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐκθέτῃ τὴν ὑγεία της σὲ κίνδυνο. Ἄλλοτε πάλι, τῆς ἔγραφε «νὰ ὀλιγοστεύσῃ τὰ κομβοσκοίνια». Ἐκείνη, βεβαίως, πειθαρχοῦσε, διότι ἦτο ἄνθρωπος ὑπακοῆς, ἐγνώριζε, ἐξ ἄλλου, καλῶς τί θὰ ἀπαντοῦσε ὁ ἅγιος ὅταν ὁποιαδήποτε μοναχὴ παρήκουε τὶς νουθεσίες του: «Φυλάξατε τὰς συνθήκας τοῦ ἁγίου σχήματος καὶ τοὺς νόμους Του».
Ἡ ἴδια εἶχε μεγάλη εὐαισθησία καὶ φόβο Θεοῦ προκειμένου νὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ποτὲ δὲν μεταλάμβανε ἂν δὲν ἔπαιρνε τὴν εὐλογία τοῦ ἁγίου. Εἶχε βαθιὰ ταπείνωση. Ἀρκεῖ νὰ μνημονευθεῖ ὅτι ὅταν τῆς ἔδιναν καινούργιο ράσο δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸ φοράῃ καινούργιο, γι᾿ αὐτὸ ἔκοβε ὁρισμένα τεμάχια καὶ τοποθετοῦσε στὴν θέση τοῦ μπαλώματα, ὥστε νὰ φαίνεται παλαιό. Εἶχε διαυγῆ διάκριση καὶ θεάρεστη ὑπομονή. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος, πεπεισμένος διὰ τὴν πνευματική της σοφία καὶ σύνεση, τῆς ἔγραφε νὰ γνωρίσῃ τὶς ἀδελφὲς «ὅτι ὀφείλουσιν ἅπασαι νὰ ἐξαγορεύονται τοὺς λογισμούς των εἰς αὐτήν», ἄλλοτε πάλι, τῆς ἔγραφε: «ἐπιθυμῶ οὐδεμία τῶν ἀδελφῶν πλήν σου νὰ διατάσσῃ».
Ἀσκούμενη καὶ ἁγιαζομένη τοιουτοτρόπως, κατέστη ἔμπειρος εἰς τοὺς ὅρους τοῦ μοναχικοῦ πολιτεύματος. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ μία ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου, ὁ ὁποῖος τῆς ἔγραφε γιὰ μία ἀδερφή: «Ὑπομιμνήσκω αὐτὴ τοὺς ὅρους τοῦ μοναχικοῦ πολιτεύματος. Πρῶτον: Αὐταπάρνησις. Ταύτη ἕπεται ἡ ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος καὶ ἡ ὑποταγή. Δεύτερον: Ὑπομονὴ καὶ ταπείνωσις καὶ τὰ παρεπόμενα ταῖς ἀρεταῖς ταύταις. Καὶ τρίτον: Προσοχὴ καὶ διάκρισις» καὶ ἐν συνεχείᾳ τῆς παραγγέλει: «Περὶ αὐτῶν καὶ περὶ τῶν λοιπῶν τοῦ πολιτεύματος ὅρων νὰ τὴν διδάξεις σύ». Ἡ θεία Ἡγουμένη Ξένη - ἔχουσα ὑπόψη της τὸ «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν» – ἐβίαζε τὸν ἐαυτόν της (ὅπως τὴν καθοδηγοῦσε ὁ ἅγιος) μετὰ συνέσεως ἐν πᾶσι», «ὥστε ἡ πίστις, ἡ ἐλπὶς καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν ἔβαινον κάθ᾿ ἑκάστην τελειούμεναι». Ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου πατέρα της. Ἀγωνιζόταν νὰ δουλεύει γιὰ τὸ Θεὸ καὶ νὰ ἔχει τὸ νοῦ της στὸ Θεό, καὶ αὐτὰ προσπαθοῦσε νὰ ἐμπνεύσει καὶ στὶς ψυχὲς τῶν μοναζουσῶν τῆς ἀδελφότητος, συνιστώντας σὲ αὐτὲς τὴν προσευχή, καὶ τὴν προσοχή. Μάλιστα, γιὰ νὰ μὴν τὸ ξεχνοῦν τὶς παρακινοῦσε κάθε μέρα νὰ γράφουν στὴν παλάμη τοὺς προσοχὴ καὶ προσευχή. Ἐπαναπαυόμενος ὁ ἅγιος ἀπὸ τὴν ἁγιότητά της, τῆς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ σταυρώσει μὲ ἅγιο λείψανο μία ἀδερφή. Στὴ σκέψη της καὶ στὴ γνώμη της, ὁ ἅγιος ἔδινε πολὺ σημασία, γι᾿ αὐτὸ τῆς ἀνέθεσε ἐν λευκῷ καὶ κατὰ τὴν κρίση της τὸ πρόγραμμα τῆς Μονῆς. Ἀκόμη καὶ τὸ κελλί του τὸ ἔκτισε τελικὰ ἐκεῖ ποὺ εἶχε τὴν γνώμη της νὰ κτισθεῖ.
Αὐτὰ εἶναι στὴν πνευματικὴ σφαῖρα συντελούμενα θαύματα, μιὰ ἀγράμματος, στερούμενη καὶ τοῦ φυσικοῦ φωτὸς τῶν ματιῶν, κατορθώνει νὰ διοικεῖ μοναστικὴ ἀδελφότητα καὶ νὰ προάγει αὐτὴ πνευματικῶς.
Ἡ μοναχὴ Ξένη «εἶχε μία πηγαία ποιητικὴ φλέβα, μιὰ εὐαίσθητη ψυχὴ ποὺ τὴν λέπτυναν ἀκόμη περισσότερο ὁ πόνος καὶ ἡ πίστη. Αἰσθανόταν τὴν ἀνάγκη νὰ ἐκφράζει σὲ στίχους τὰ συναισθήματα ποὺ τὴν πλημμύριζαν, τὴν ἀγάπη της γιὰ τὸ Χριστό, τὴν Παναγία, τὸ δέος μπροστὰ στὴν φοβερὴ Δευτέρα Παρουσία, τὸ φόβο γιὰ τὶς ἁμαρτίες της καὶ τὸν κρυμμένο πόνο, γιὰ τὸ βαθὺ σκοτάδι ποὺ τὴν ἔζωνε. Οἱ στίχοι ποὺ ἡ τύφλωσή της τῆς ἐμπνέει τρέμουν ἀπὸ στεναγμό, ἀλλὰ δονοῦνται ἀπὸ ἁπαλὴ πίστη καὶ ἁπαλύνουν μὲ τὴν παρηγοριὰ ποὺ ἡ ὁλόψυχη ἀφοσίωση στὸ Θεὸ μπορεῖ νὰ δώσει».

Ἐξομολόγηση τῆς τυφλῆς

Ἄνθρωποι, λυπηθεῖτε με γιὰ τὴν κατάστασή μου,
καὶ δεηθεῖτε τοῦ Θεοῦ νὰ σώσει τὴν ψυχή μου.
Πιστεύσατε μὲ ἀδελφοί, ἀλήθεια τὸ λέγω,
Σὲ μένα ἐπερίσσευσε τὸ ὄνομα τῶν ἔργων.
Ἂν θέλετε νὰ μάθετε ποία ἡ ἀρετή μου,
Λέγω, γυμνὴ παντὸς καλοῦ ὑπάρχει ἡ ψυχή μου.
Ἐστερημένη ἀρετῶν καὶ κατακεκριμένη,
καὶ πάσης ἀγαθότητος ἐγκαταλελειμένη.
Ἔχω πτωχείαν ἄπειρον, πληγᾶς καὶ ἀσθενείας
Καὶ κινδυνεύω νὰ χαθῶ εἰς βάθος ἀπωλείας.
Ἔχω δεινὴν ἀμέλειαν, μεγάλην ὀκνηρίαν,
Θυμὸν ὑπερηφάνειαν, σκληρότητα, κακία.
Εἶμαι ψυχρὰ στὴν ἀρετήν, θερμὴ εἰς τὴν κακία,
Ἑτοίμη εἰς τοὺς γέλωτας καὶ τὴν πολυλογία.
Ἀντὶ τῆς κατανύξεως ἔχω ἀναισθησία,
Ἀντὶ νὰ κλαίω πάντοτε γελῶ ἡ τρισαθλία.
Ἀλλὰ ὑπάρχει κάτι τί, καὶ ὅλα τὰ καλύπτει.
Ὡς πότε θὰ ἐξαπατῶ τὸν κόσμο ἡ ἀθλία,
Μὲ τὰς ψευδεῖς μου ἀρετὰς καὶ τὴν ὑποκρισία;
Ὅταν ὁ κόσμος μὲ ἐπαινεῖ, χαίρω καὶ καμαρώνω
Καὶ ὅταν μὲ ἐλέγχουσι, λυποῦμαι καὶ θυμώνω.
Ὅσοι μὲ ἐγνωρίσατε πρέπει νὰ λυπεῖσθε,
καὶ δάκρυα νὰ χύνετε, ὅταν θὰ μὲ ἐνθυμεῖσθε.
Παρακαλεῖτε τὸν Θεὸν νὰ μὲ διαφωτίσει
Καὶ δι᾿ εὐχῶν σας ἀδελφοί, ἐλπίζω νὰ μὲ σώσῃ,
Καὶ ἐκ τῆς δεινῆς κακίας μου νὰ μὲ ἐλευθερώσει.
Αὐτὴ εἶναι ἡ τυφλὴ Ἡγουμένη ποιήτρια Ξένη. Εἶχε βαθιὰ ταπείνωση, διαυγῆ διάκριση καὶ θεάρεστη ὑπομονή. Ὁ Θεὸς τῆς χάρισε καὶ ποιητικὸ τάλαντο. Δὲν εἶναι βέβαια κάποια ξακουστὴ ποιήτρια. Τὰ ἁπλὰ ποιήματά της ὅμως δροσερὰ ἀγριολούλουδα, κομμένα ἀπὸ τὸν καλλιεργημένο ἀγρὸ τῆς ποιητικῆς της φύσης, συνθέτουν μία ὡραία ἀνθοδέσμη, ποὺ θὰ διατηρεῖ αἰώνια τὴν εὐωδία της, ἀφοῦ ἀναφέρονται στὸν αἰώνιο καὶ Ἀμάραντο Ρόδο, τὴν Παναγία Μητέρα του.
Μᾶς θυμίζουν τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Μέγας Ἀντώνιος στὸν τυφλὸ Θεολόγο τῆς Ἀλεξάνδρειας Δίδυμο: «Μὴν σὲ ταράσσει ποὺ δὲν ἔχεις τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμούς, αὐτοὺς ποὺ ἔχουν καὶ οἱ μῦγες καὶ τὰ κουνούπια. Χαῖρε διότι ἔχεις ὀφθαλμούς, μὲ τοὺς ὁποίους καὶ οἱ ἄγγελοι βλέπουν, μὲ τοὺς ὁποίους βλέπουμε τὸ Θεὸ καὶ τὸ δικό του φῶς.»
Μερικὰ ποιητικὰ θησαυρίσματα σὰν τῆς τυφλῆς αὐτῆς κόρης, μποροῦν νὰ δώσουν μία ἀφορμὴ γιὰ βαθύτερες σκέψεις καὶ ἀναζητήσεις. Εἶναι ἕνας μακρινὸς ἀπόηχος τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου καὶ τοῦ Καισαρίου Δαπόντε. Μιὰ ζωντανὴ συνέχεια τοῦ θρησκευτικοῦ δημοτικοῦ στίχου. Καὶ εἶναι πολὺ συγκινητικὸ ὅτι καὶ στὴ ἐποχή μας ἔχουμε τέτοια λουλούδια ἀπὸ τὴν μοναχικὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ τέτοια γυναικεῖα ἀναστήματα, πλάι στὸν ἅγιο τοῦ αἰῶνα μας.
Κοιμήθηκε τὴν 1η Νοεμβρίου τοῦ 1923.

Μακρίνα Μοναχή


https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgiikoKo_qkHHCPIehCVA2KYbmZR9tOylYwsoyfYQ5KdNqcYizeQ-Ky-okrHtuj89ebKkj4l-DwyHV5ylxdXU0L8eT3NAPBx4B86j-CzOU2mls54yiwmaHLK3u49AUuChqHEUVo_mawGi8/s1600/%25CE%259C%25CE%2591%25CE%259A%25CE%25A1%25CE%2599%25CE%259D%25CE%2591+%25CE%259C%25CE%259F%25CE%259D%25CE%2591%25CE%25A7%25CE%2597.jpg
Η Γερόντισσα Μακρίνα, προηγουμένη της Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας) από την Ιερά Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας.

Η Γερόντισσα Μακρίνα, κατά κόσμον Μαρίκα Τσιροπούλα, γεννήθηκε στην Λειβαδιά το 1917. Πολύ ευκατάστατη η οικογένειά της και η ίδια ζούσε μια κοσμική ζωή μέχρι τα 35 της περίπου χρόνια, όταν η Χάρη του Θεού την επισκέφθηκε. Από τότε με την καθοδήγηση των διακριτικών πνευματικών πατέρων π. Δανιήλ και π. Γρηγεντίου άλλαξε τρόπο ζωής και έγινε ενεργό μέλος της Εκκλησίας και της ενορίας.

Η ψυχή της, όμως, “πυρακτουμένη θεϊκώ έρωτι” ζητούσε κάτι βαθύτερο. Έτσι “ως πρόβατον Θεοδιψητικόν” εγκατέλειψε τον κόσμο και ενώθηκε με τις γνωστές της Μοναχές και την Γερόντισσα Ανθούσα της Μονής Ευαγγελιστρίας. Μετά, όμως, από 7 χρόνια, με την ευλογία και την συγκατάθεση της Γερόντισσας και του τότε Μητροπολίτου κυρού Νικοδήμου, έκανε πράξη τον λογισμό της, πήρε την απόφαση να ριχθή στον σκληρό αγώνα της μοναξιάς και του μόχθου, να εγκατασταθή στην δύσβατη, απρόσιτη, έρημη και ερειπωμένη τότε Μονή Πελαγίας για να την ανακαινίση, μα περισσότερο να ανάβη το κανδήλι της Παναγίας. Φοβερό το τόλμημα, οικτρές οι συνθήκες, ερείπια παντού, όμως, δεν κλονίσθηκε, δεν δειλίασε, δεν λύγισε. Αντίθετα με θάρρος, με ακράδαντη πίστη και με απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό και με την πεποίθηση ότι ήταν δικό Του θέλημα, οπλισμένη παράλληλα με σωματική και πνευματική ανδρεία και υπομονή και με μια εσωτερική δύναμη πού, όπως πολλές φορές η ίδια διαβεβαίωνε, την ενίσχυε σε όλες τις δυσκολίες και αντιξοότητες, ανέλαβε να φέρη εις πέρας το δύσκολο αυτό έργο.


Η αγάπη της για τον Θεό και τον συνάνθρωπο ήταν πηγαία. Με ειλικρινή, άδολη αγάπη και αβραμιαία φιλοξενία δεχόταν όλους. Συμμετείχε στα προβλήματα και τις στενοχώριες τους, προσευχόταν για αυτούς, τους συμβούλευε, τους καθοδηγούσε.

Η προσευχή της ήταν απλή, ζωντανή. Ζούσε έντονα την παρουσία του Θεού και των αγίων και όλα τα ερμήνευε ως θαύματα. Ο Θεός την ενίσχυε ποικιλοτρόπως, άκουγε ψαλμωδίες, φωνούλες, τιτιβίσματα πουλιών. Με δάκρυα θερμά φώναζε πολλές φορές “Κύριέ μου μη με εγκαταλείψης”.

Όταν πλησίαζε τα 70 της χρόνια και αρκετές ασθένειες είχαν κάνει την εμφάνισή τους, οι δε δυνάμεις της είχαν αρχίσει να την εγκαταλείπουν, ενέτεινε τις προσευχές της και παρακαλούσε με δάκρυα την Κυρία Θεοτόκο να φροντίση να στείλη αδελφότητα να συνεχίση το έργο της “και να μην ερημώση το Μοναστηράκι της” που τόσο αγάπησε. Τότε ήταν, καθώς έλεγε η ίδια, που την επισκέφθηκε ο π. Πορφύριος και της προείπε ότι ο Θεός θα της πάρη όλες τις αρρώστιες και ότι “θα ρθούν πολλές και καλές μοναχές· εσύ να είσαι καλή μαζί τους”. Και πράγματι, όταν το 1987 με την μεσολάβηση του Σεβ. Μητροπολίτη Θηβών κ. Ιερωνύμου εμφανίσθηκε η νέα αδελφότητα, την δέχθηκε ολόψυχα, παραιτήθηκε από Ηγουμένη και με σεβασμό υποτάχθηκε στην καινούρια, την Γερόντισσα Φωτεινή, ενσωματώθηκε και έζησε μαζί τους επί 17 χρόνια σαν μια οικογένεια παρά την διαφορά της ηλικίας και το γεγονός ότι είχε μείνει μόνη της για 19 ολόκληρα χρόνια. Όχι μόνο ήταν υποδειγματικά προοδευτική, καλή και συνεργάσιμη αλλά ενστερνίσθηκε και ό,τι η νέα αδελφότητα αγαπούσε (τον πνευματικό, τους Γεροντάδες, τους αγίους).

Φιλακόλουθη, όπως ήταν, δεν παρέλειπε να κατεβαίνη στον Ναό ακόμη και με χιόνια, παγετούς, πυρετό. Αγαπούσε πολύ να διαβάζη το ψαλτήρι και τους κανόνες. Χαιρόταν να βλέπη να γίνωνται έργα και μάλιστα αυτά που βοηθούσαν στην καλύτερη διαβίωση των αδελφών (όπως ηλεκτροδότηση, καινούρια πτέρυγα, καλοριφέρ, αγιογράφηση του Καθολικού, εκδόσεις των βιβλίων, κεντήματα).

Αγαπούσε πολύ την άσκηση όχι μόνο στην τροφή και στην ενδυμασία αλλά και το σωματικό κόπο γιατί αυτά βοηθούσαν στην ταπείνωση. Και αν καμιά φορά γινόταν κάποια παρεξήγηση, άλλαζε αμέσως λογισμό, και πρώτη έτρεχε να βάλη μετάνοια. Είχε δε χύσει πολλά δάκρυα για εκείνο το αυθόρμητο εγκάρδιο χαρακτηριστικό της γέλιο. Ζώντας, βέβαια, μέσα στην ορθόδοξη μοναχική παράδοση δεν ιδιοποιήθηκε καθόλου το έργο της αλλά, όπως διαβεβαίωνε και πίστευε η ίδια, το απέδιδε εξ ολοκλήρου στην δύναμη και βοήθεια του Θεού. Ισχύει εδώ το του ψαλμωδού: “Κατατρύφησον του Κυρίου και δώσει σοι τα αιτήματα της καρδίας σου”.

Πλήρης, λοιπόν, ημερών, 87 ετών, και γεμάτη εσωτερικά, μετά από μια δύσκολη τρίμηνη κατάκλιση, όπου αποκαλύφθηκε η όλη της εσωτερική εργασία και καλλιέργεια, εν μέσω όλης της αδελφότητος, έφυγε οσιακά, αθόρυβα. Ετάφη στον άγιο Αλέξιο, όπου πριν 5 χρόνια η ίδια είχε ετοιμάσει τον τάφο της.

Στον επικήδειο λόγο του ο Σεβ. Μητροπολίτης Θηβών κ. Ιερώνυμος μεταξύ των άλλων είπε: “...Σήμερα φεύγει από κοντά μας η Γερόντισσα Μακρίνα δικαιωμένη. Γιατί αυτά που ήθελε, αυτά για τα οποία αγωνίσθηκε, ο Θεός της τα χάρισε. Λένε πολλοί ότι τα έσχατα του ανθρώπου τον χαρακτηρίζουν. Και τα έσχατα της Γερόντισσας Μακρίνας ήταν ευλογημένα. Μια ομάδα αγγέλων πλάι της την υπηρετούσαν, την διακονούσαν. Όχι ένα ή δύο παιδιά να υπηρετήσουν την μητέρα, αλλά 5-6-7 παιδιά να είναι συνέχεια στην υπηρεσία της και την διακονία της. Έτσι, λοιπόν, φεύγει πλήρως αναπαυμένη, χαρούμενη, αφού είδε να ολοκληρώνωνται τα οράματά της, πολλές φορές δε μου έλεγε στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις μας "Δόξα τω Θεώ για όλα αυτά τα οποία με αξίωσε να κάνω, να δω και να ζήσω".

Να ευχηθούμε από την χώρα των ζώντων στην οποία αναπαύεται να εύχεται για όλους μας, για τους κατά σάρκα και πνεύμα συγγενείς, για όσους είχαν συνδεθή μαζί της, για τους προσκυνητές του Μοναστηριού, αλλά ιδιαίτερα για την αδελφότητα, “τις κόρες της” όπως έλεγε, να τις ευλογή ο Θεός, να τις δίνη δύναμη και κουράγιο στην δύσκολη αυτήν εποχή, ώστε να την μνημονεύουν, να προσεύχωνται γι’ αυτήν και εκείνη γι’ αυτές ώστε να ολοκληρώνεται αυτό που είπε ο Κύριος ότι δηλαδή όλοι μας είμαστε μια οικογένεια και δεν έχουμε εδώ πόλη αλλά την μέλλουσα επιζητούμε.

Η μνήμη της αδελφής Μακρίνας Μοναχής να είναι αιωνία”.

Μ.Σ.
ΠΗΓΗ.ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ -ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ-ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

ΜΟΝΑΧΗ ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ ΔΕΒΕΝΤΖΗ. ΑΔΕΛΦΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΜΠΑΣΙΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ. Η ΟΥΡΑΝΙΑ ΦΩΝΗ ΠΟΥ ΑΚΟΥΣΕ....

....


Η κατά κόσμον Παναγιώτα, θυγατέρα των ευσεβών Φωτίου και Διαμάντως Δερβεντζή γεννήθηκε εις το χωρίον Μπάσι του νομού Κορινθίας γύρω στα 1900 (τότε τα κορίτσια δεν αναγράφοντα στα μητρώα).
Στην τρυφερά ηλικία των 8 ετών έχασε τον πατέρα της και αναγκάστηκε όπως και τα αδέλφια της Πάτρα, Κατίνα, Αλέκος και Φώτης να ξενιτευτεί για να αντιμετώπιση μόνη της τη ζωή. Έτσι Βρέθηκε στο σπίτι κάποιων ευλαβών ομογενών στην Αίγυπτο, οι όποιοι την προσέλαβαν ως οικιακή Βοηθά. Οι άνθρωποι αυτοί καθώς είδαν τον απλό και σεμνό χαρακτήρα της και την εργατικότητα, προθυμία και ειλικρίνεια της την ξετίμησαν και την είχαν σαν παιδί τους. Της φέρθηκαν καλά χωρίς να την εκμεταλλεύονται ή να την στενοχωρούν. Τούς μισθούς της δε, τούς κατέθεταν ακέραιους σε Τράπεζα του Καΐρου.
Στα 30 της χρόνια αξιώθηκε να πραγματοποίηση ένα άγιο και ευσεβή πόθο της: να προσκυνήσει εις τα θεοβάδιστα μέρη της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ. Στην Ιερουσαλήμ οραματίστηκε 3 άνδρες πού της έδωσαν εντολή να επιστρέψει στο χωριό της στην Ελλάδα και να κτίση ένα ναό προς τιμήν τους. Εκείνη με την απλότητα πού διέθετε, θεώρησε ότι ήταν οι 3 Ιεράρχες και φρόντισε να προμηθευθεί σύντομα κάποια εικόνα τους. Όμως οι μορφές της εικόνας δεν έμοιαζαν με εκείνες πού οραματίστηκε. Τις μορφές ανεγνώρισε στο εικόνισμα της Αγίας Τριάδος πού της έδωσε ό πνευματικός της.
Με την ευλογία του αγίου εκείνου ανδρός και την αμέριστη συμπαράσταση ιών αφεντικών της, έθεσε σε εφαρμογή το θεάρεστο έργο της.
Έγραψε στ' αδέλφια της Αλέκο και Κατίνα και τους ανέθεσε να αναλάβουν το έργο άνεργέσεως του ναού της Αγίας Τριάδος δίπλα στο ναΐσκο της Αγίας Κυριακής στην γενέτειρά της στο Μπάσι. Με χρήματα από την προσωπική της εργασία λοιπόν και χάρις στις ανύσταχτες της ενέργειες αναγκάστηκε και ήταν ολιγογράμματος, έθεμελιώθη το έτος 1936 ό ιερός ναός της Αγίας Τριάδος. Με τους μισθούς της επίσης αγοράστηκε και ικανή έκταση γύρω από το ναό με σκοπό την μελλοντική ίδρυση Μονής.
Το 1946 έρχεται οριστικά στην Ελλάδα και έγκαταβιώνει στο μοναδικό τότε κελλάκι πού βρίσκεται στα ΒΑ τού ναού. Με τη συμπαράσταση του πρώτου εξαδέλφου της Παναγιώτου Σκούρα ιερέως και διδασκάλου κείρεται μοναχή υπό τού τότε Μητροπολίτου Κορινθίας και κατόπιν Αρχιεπισκόπου Αμερικής Μιχαήλ στον ιερό ναό Παμμεγίστων Ταξιαρχών Γκούρας Κορινθίας το έτος 1949 λαμβάνουσα το όνομα Πρίσκιλλα.
Με τις σύντονες προσπάθειές της και την συμπαράσταση των Μπασιωτών μετέβαλε σύντομα τον αγριεμένο τόπο σε οίκον Θεού, σε συγκροτημένο μοναστήρι πού το στόλιζαν οι δίδυμες εκκλησίες τής Αγίας Τριάδος και τής Αγίας Κυριακής.
Με τη συντροφιά των Αγίων και τής προσευχής ζούσε ευτυχισμένη στο ερημητήριο της από το όποιο έξήρχετο· μόνο για να λειτουργηθεί και να κοινωνήσει στις πλησιόχωρες ενορίες και πάντοτε πεζή. Πεζή έξαλλου επεσκέφθη και την Ιερά Μητρόπολη τρεις φορές όταν χρειάστηκε να μεταβεί εκεί για υποθέσεις του μοναστηρίου της. Και αυτό γιατί θεωρούσε κάθε άνεση ανεπίτρεπτη για τις μοναχές.
Στο ταπεινό αλλά ευλογημένο μοναστηράκι της έζησε και αρκετές δύσκολες στιγμές ιδίως κατά τη διάρκεια τού δεύτερου αντάρτικου (1946- 1949). Τότε οι αντάρτες χρησιμοποιούσαν τις εκκλησίες για κατάλυμα και άναβαν φωτιά για να ζεσταθούν με τα ξύλα από την ξυλεία πού προοριζόταν για την επένδυση των κελιών. Κάποια φορά ξέχασαν αναμμένη τη φωτιά και έτσι κατεκάη ή επίπλωση τού ναού χωρίς όμως να καταστραφούν οι εικόνες τού τέμπλου.
Ή απλοϊκή Γερόντισσα έκτοτε υπέφερε από φοβίες. Κάποια νύχτα όταν μετά τον κανόνα της έγειρε να κοιμηθεί, άκουσε μια ουράνια φωνή να τής υπαγορεύει μία προσευχούλα την οποία αποστήθισε και ή οποία έκτοτε έγινε ή παρηγοριά της μέσα στην ερημιά.
Ή προσευχή εκείνη έλεγε τα έξης:
«Βρίσκομαι στην ερημιά, κι έχω απέναντι μου υψηλά Βουνά, κι έχω τον Θεό Πατέρα, τον Ιησού παρηγοριά. Τα πουλάκια πού πετούνε, δω και εκείνες μες τα κλαδιά τσίου - τσίου τα καημένα, πώς πετούν χαριτωμένα τί ευχάριστο για μένα, πού δεν βλέπω άλλον κανένα! Με το βλέμμα ιλαρό τα υποδέχομαι και γώ και μαζί συνομιλώ. 'Ω Ποιητά μου, Λυτρωτά μου, δώσε θάρρος στην καρδιά μου να ξεχνώ την ερημιά μου, στα ιερά καθή κοντα μου, στην καλή την Παναγιά μου, πούχω πάντα συντροφιά μου, στην καλή μου Παναγιά, συντροφιά μου και ελπίδα».
Ή αείμνηστος Γερόντισσα ήταν καλοσυνάτη και ευγενής με όλους, αποφεύγοντας κάθε κοσμικότητα στην συμπεριφορά της. Διακρίθηκε για την ακλόνητο πίστη και την ευσέβεια της, τη βαθειά ταπείνωση, την πραότητα και την συγχωρητικότητά της ως επίσης και την εντιμότητα της, χάρισμα σπάνιο και το όποιο την καθιέρωσε στην συνείδηση των Μπασιωτών σαν πνευματική τους Μητέρα.
Το στόμα της δεν εξέφρασε ποτέ άπρεπη ή πικρό λόγο, ή δε διδαχή της κινούσε τον τυχόντα συνομιλητή της εις μετάνοια και διόρθωση. Το κομποσκοίνι και η ευχή ήταν αχώριστοι σύντροφοι της.
Η δίαιτα της ήταν λιτότατη και λιγοστή. Το κελάκι της απλό και απέριττο πρόδιδε την πνευματική εργασία που ετελείτο εκεί σε όποιον εισερχόταν σε αυτό.
Διάθετε και το ιαματικό χάρισμα το οποίο πλουσιοπάροχα της χορήγησε η Θεία Χάρις για την αγία βιωτή της και την καθαρή προσευχή της. Έτσι εξελίχθηκε σε μάνα κάθε πονεμένου ο οποίος την πλησίασε και ο οποίος έφευγε χαρούμενος με τη
βεβαίωση ότι θα ενεργήσει για ιό πρόβλημα του ή ταπεινή προσευχή της αγίας εκείνης γυναικός.
Αξιώθηκε να απόκτηση και μία υποτακτική, την αδελφή Θωμαϊδα ή οποία με αυταπάρνηση την εξυπηρέτησε όταν γύρω στα ογδόντα της χρόνια έσπασε το πόδι της. Δοξάζοντας το ύπερύμνητον όνομα της Αγίας Τριάδος και αδιαλείπτως προσευχόμενη έκοιμήθη στις 22 Αυγούστου 1984.
Τις πληροφορίες μας έδωσε το πνευματικόν τέκνον της Γεροντίσσης, ό εκείνες Κιάτου Κορινθίας καταγόμενος Θεολόγος Γεώργιος Μαγκιρίδης, ό οποίος σαν παιδί έπεσκέπτετο τακτικά την Γερόντισσα και ρουφούσε αχόρταγα τη διδαχή της.


ΒΙΒΛΙΟΓ. ΜΟΝΑΖΟΥΣΩΝ ΣΥΝΑΞΙΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ