Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Η Νεομάρτυς Νίνα Κουζνέτσοβα (†1938)



site analysis


 «Το μυστήριο τούτο μέγα εστί»· ο τρόπος που ο άνθρωπος επιλέγει την πνευματική του πορεία, πως ανακαλύπτει η ψυχή τους δρόμους προς τα ποτάμια με ζωντανό νερό, που εκβάλλουν στην αιώνια ζωή, και πως αφού γευτεί τα καθαρά νάματα, δεν επιθυμεί πλέον να επιστρέψει στις απατηλές χαρές αυτού του κόσμου. Μόνο εδώ, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δίπλα στο Σταυρό του Χριστού, κάτω από τη Σκέπη της Θεομήτορος, η ψυχή αποκτά την αληθινή ειρήνη, την πραγματική επίγνωση όλων των αξιών και αρετών, όταν αυτή μπορεί να κρίνει όλο τον κόσμο, χωρίς να τον κατακρίνει. «Ψυχικός δε άνθρωπος ου δέχεται τα του Πνεύματος του Θεού· μωρία γαρ αυτώ εστί, και ου δύναται γνώναι, ότι πνευματικώς ανακρίνεται. Ο δε πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται» (Α΄ Κορ. 2, 14-15).
Η βόρεια Ρωσία δεν κατακτήθηκε και δεν εδραιώθηκε με την ανδρεία των μαχητών της, αλλά με την ευλογημένη δύναμη των αθλητών της πίστεως, μοναχών και ασκητών. Μαζί με τους μοναχούς· αθλητές σε αυτή τη γη έλαμψαν οι άμεμπτοι (ευλογημένοι) άγιοι ιερείς, όπως ο Λεωνίντ Ουστνεντούμσκιϊ, τα λείψανα του οποίου επαναπαύονται (φυλάσσονται) στην πόλη Λάλσκ, καθώς και οι κοσμικοί αθλητές της πίστεως, όπως ο άγιος Προκόπιϊ στο Βελίκιϊ Ουστιούγκ. Η πραγματική και η αληθινή ιστορία της Ρωσίας είναι η ιστορία των πνευματικών αθλητών της, χωρίς των οποίων η ιστορία της θα ήταν δίχως περιεχόμενο – ασήμαντη και κενή, όμοια με ένα ξέφραχτο αμπέλι από όπου περνάνε διάφοροι λαοί, που στερούνται τη δική τους ιστορία.
Στον 20ο αιώνα οι περισσότεροι μάρτυρες, προτού να στεφτούν με τα στεφάνια των μαρτύρων, ήταν μεγάλοι αθλητές της πίστεως, άλλοι νηστευτές, άλλοι σαλοί διά τον Χριστόν, άλλοι πλανόβιοι, και άλλοι διακρίνονταν με τα έργα της ελεημοσύνης.
Η μάρτυς Νίνα γεννήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1887 στο χωριό Λαλσκ -είναι πόλη και ανήκει στην περιφέρεια Κίροβσκαγια (Βιάτσκαγια)- της περιοχής Ουστιούγκ του νομού Βολογκόντσκ, από μια ευσεβή οικογένεια ενός αστυφύλακα του Αλεξέϊ Κουζνετσόβ και της συζύγου του Άννας.
Η Νίνα ήταν μοναχοκόρη και οι γονείς της την αγαπούσαν υπερβολικά. Ονειρεύονταν να την παντρέψουν, αλλά η Νίνα από τα παιδικά της ακόμα χρόνια αγάπησε υπερβολικά την προσευχή, τα μοναστήρια και τα πνευματικά βιβλία. Εκείνη την εποχή υπήρχαν πολλές εκκλησίες στην περιοχή. Το χωριό Λαλσκ αριθμούσε οκτώ ναούς, αν και ήταν μικρό χωριό με κατοίκους που δεν ξεπερνούσαν τα χίλια άτομα. Ο πατέρας, αφού διέκρινε την κλήση της κόρης του στα πνευματικά, θεώρησε παράλογο να επιμένει στην επιλογή του οικογενειακού βίου για την κόρη του και να της φέρει εμπόδια στις πνευματικές της αναζητήσεις. Της παραχώρησε τη σιταποθήκη για κελί, όπου ο ίδιος κατασκεύασε ράφια και έψαχνε στα μοναστήρια και στα εκκλησιαστικά βιβλιοπωλεία πνευματικά βιβλία. Με αυτό τον τρόπο η Νίνα απέκτησε μια πλούσια βιβλιοθήκη. Δεν υπήρχε γι’ αυτή μεγαλύτερη παρηγοριά παρά το διάβασμα των πνευματικών βιβλίων. Προσευχόταν πολύ, ήξερε απ’ έξω πολλές προσευχές και όλο το Ψαλτήριο. Μέσα από την αδιάλειπτη προσευχή, η ψυχή της αναπτυσσόταν και στερέωνε στην καθαρότητα και στις αρετές, κατευθυνόταν προς την τελειότητα. Τότε άρχισε να δέχεται, σύμφωνα με την Ευαγγελική εντολή, τους πλανόβιους και τους άστεγους. Οι γονείς της συμβιβάσθηκαν με την επιλογή της κόρης τους, αφού και μόνοι τους διέκριναν ότι πλησίασε η εποχή των διωγμών. Για ποιά ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, αφού ξεκίνησαν παντού να καταδιώκουν, να βασανίζουν και να σκοτώνουν τους Χριστιανούς;
Το 1932 οι αρχές είχαν συλλάβει τον Αλέξιο και την Άννα. Και οι δυο τους ήταν ήδη προχωρημένης ηλικίας. Δεν άντεξαν τις δυσχέρειες της φυλάκισης και σε λίγο πέθαναν. Οι αρχές είχαν σκοπό να φυλακίσουν και τη Νίνα, αλλά την ώρα της σύλληψης των γονέων η Νίνα έπαθε κρίση η οποία την είχε παραλύσει και την αφήσανε σπίτι. Μέχρι το τέλος της ζωής της περπατούσε με δυσκολία και το δεξί της χέρι έμεινε σχεδόν εξ ολοκλήρου παράλυτο. Όταν ήθελε να κάνει το σταυρό, πάντα υποβοηθούσε τον εαυτό της με το αριστερό χέρι. Λόγω βαριάς ασθένειας, δεν της κατασχέθηκε το σπίτι και η περιουσία της, την οποία η Νίνα διαχειρίστηκε με το καλύτερο δυνατόν τρόπο. Το σπίτι ήταν μεγάλο, πεντάτοιχο, με μια ευρύχωρη κουζίνα, όπου στο ειδικό χώρο που προεξείχε του δαπέδου χωρούσαν είκοσι άτομα, και πάνω στην πέτρινη ρωσική σόμπα υπήρχε θέση για άλλα πέντε. Το σπίτι είχε και ένα μεγάλο δωμάτιο, το όποιο έσφυζε από κόσμο, ιδίως από γυναίκες, που είχαν φυλακίσει τους συζύγους τους και τους είχαν κατασχέσει όλη την περιουσία. Όλος αυτός ο κόσμος έβρισκε καταφύγιο και φαγητό στο σπίτι της Νίνας.
Όταν στις αρχές της επανάστασης κλείσανε το μοναστήρι Κοριαζεμσκιϊ, η αδελφότητά του μετακόμισε στο Λαλσκ, όπου ίδρυσε ένα μοναστήρι με δώδεκα μοναχούς. Κάτω από το ναό, σε ένα χώρο τον οποίο παλιά χρησιμοποιούσαν ως αποθήκη, έχτισαν μια παραδοσιακή πέτρινη σόμπα, άνοιξαν δύο παράθυρα, διαίρεσαν σε δύο χώρους την αποθήκη με ένα διαχωριστικό και έτσι δημιούργησαν δύο κελιά. Εδώ ζούσαν οι μοναχοί, αλλά λειτουργούσαν στην εκκλησία του Λαλσκ, διατηρώντας στην προσωπική και εκκλησιαστική ζωή τους το κοινοβιακό τυπικό και την καλογερική ευλάβεια. Ως καθηγούμενος του μοναστηρίου ορίστηκε ο π. Πάβελ (Χοτέμοβ). Ήταν από την φυλή των Ζαριαίων, από ένα μακρινό χωριό κοντά στο Ούστ-Σισόλσκ (τώρα είναι η πόλη Σικτιβκάρ). Τα γράμματα διδάχθηκε από ένα δάσκαλο-ευεργέτη, ο οποίος δίδασκε στην πόλη, αλλά κάθε καλοκαίρι, επιστρέφοντας στο πατρικό του σπίτι, περνούσε από το χωριό όπου ζούσε το αγόρι με τους γονείς του. Ο δάσκαλος του εξηγούσε το μάθημα, του έδινε την ύλη για όλο το καλοκαίρι και έφευγε. Όταν επέστρεφε, τον έλεγχε, έκανε τις παρατηρήσεις του και του έδινε νέα ύλη – και έτσι με αυτό τον τρόπο το αγόρι μάθαινε γράμματα. Ο πάτερ Πάβελ διαφύλαξε σε όλη του τη ζωή την ευγνωμοσύνη προς τον δάσκαλό του και τον μνημόνευε σε κάθε λειτουργία. Αλλά πιο πολύ ευγνωμοσύνη έτρεφε ο πάτερ σε αυτούς τους ανθρώπους οι όποιοι του παρακίνησαν το ενδιαφέρον για πνευματικά, τον έκαναν να αγαπήσει τον Χριστό και το μοναχικό βίο. Ήταν ακόμα έφηβος, όταν μια φορά οι συγχωριανές γυναίκες, σκοπεύοντας να κάνουν, οδοιπορικώς, ένα προσκύνημα στο Κίεβο, πρότειναν στους γονείς του να τον πάρουν μαζί τους. Προετοιμάστηκε τόσο γρήγορα, ώστε ξέχασε να πάρει μαζί του το γούνινο καπέλο, και το ταξίδι κράτησε ένα ολόκληρο χρόνο. Ακριβώς τότε, δίπλα στα λείψανα των αγίων στα σπήλαια του μοναστηρίου Κίεβο-Πετσόρσκιϊ, είχε ανακαλύψει για τον εαυτό του το τι είναι η σωτήρια μοναστική οδός. «Προσεύχομαι κάθε μέρα για εκείνες τις γυναίκες που μ’ έφεραν στο Κίεβο», έλεγε ο πάτερ Πάβελ.
«Εάν δεν ευδοκούσε ο Θεός τότε να πάω στο Κίεβο, δε θα γινόμουν μοναχός, δεν θα σωζόμουν». «Και τώρα, πάτερ, σώζεσαι;», τον ρωτούσε ο υποτακτικός του Αντρέϊ Μελέντιεβ (αργότερα, αρχιμανδρίτης Μοντέστ, υπηρετούσε στο Βελίκιϊ Ουστιούγκ, κοιμήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του  ’80). «Γιατί να μη σωθώ; Οι δαίμονες θα με σέρνουν στον Άδη, εγώ όμως θα απλώσω τα χέρια μου και θα τους πω: «Εγώ είμαι Χριστιανός! Εσείς τί δουλειά έχετε μ’ εμένα;».
Ο πάτερ Πάβελ ήταν μεγάλος αθλητής της πίστεως. Ήξερε απ’ έξω πάνω από εξακόσια ονόματα ανθρώπων, τους οποίους μνημόνευε κάθε φορά στη λειτουργία. Για να έχει δυνατότητα να τους μνημονεύει όλους ανεξαίρετα, ερχόταν στο ναό μερικές ώρες πριν τον Όρθρο, έκανε την προσκομιδή και προσευχόταν για τον καθένα ξεχωριστά. Όταν τον ρωτούσαν «Τί είναι το μοναστήρι;», απαντούσε: «Το μοναστήρι είναι το «Δέκατον Έβδομον Κάθισμα» -το «Κάθισμα Δέκατον Έβδομον» του Ψαλτηρίου συμπεριλαμβάνει τον ψαλμό 118 – και λάχανο τουρσί κάθε μέρα» και με την απλότητα που τον διέκρινε, επεσήμανε στον ερωτήσαντα τα πιο ουσιώδη, την προσευχή και τη νηστεία. Ο ίδιος νήστευε πολύ σκληρά. Τύχαινε να του φέρουν σπιτικά μπισκότα ή και νόστιμες «βατρούσκι»  (είδος ζυμαρικού με γέμιση). Ο πάτερ τα κοιτούσε, τα ψαχούλευε και έλεγε γελώντας: «Πω! Πω! Αυτά είναι πολύ καλά, είναι κρίμα να τα φάει κανείς». Και έφευγε. Οι «βατρούσκι» έμεναν απείραχτες μέχρι να ξεραθούν. Όταν τα περιμάζευε η Νίνα, αυτά ήταν ήδη σκληρά σαν παξιμάδια, τα μούσκευε στο νερό και τα έτρωγε. Αυτή ήταν η τροφή της αθλήτριας της πίστεως στη διάρκεια πολλών ετών.
Όταν κλείσανε οι αρχές και αυτό το μοναστήρι στο χωριό Λαλσκ, μερικοί από την αδελφότητα, μεταξύ των οποίων ήταν και οι Ηγούμενοι Πάβελ και Νήφων, βρήκαν καταφύγιο στο σπίτι της μακάριας Νίνας.
Το τυπικό της αθλήσεως της μακάριας αυτής ψυχής ήταν πολύ αυστηρό. Κοιμόταν τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο και στις 2 η ώρα τα μεσάνυχτα πάντα σηκωνόταν να προσευχηθεί μαζί με τους μοναχούς.
Ποτέ της δεν έπινε τσάι, ούτε γάλα, δεν έτρωγε ζάχαρη και τίποτα εύγευστο. Όλη της η καθημερινή τροφή ήταν από τα μουσκεμένα στο νερό παξιμάδια, παρότι στην τραπεζαρία το σαμοβάρι ποτέ δεν έλειπε από το τραπέζι, το ένα που έβραζε διαδεχόταν το άλλο, και γύρο από το τραπέζι καθόταν ο κόσμος, έπινε τσάι, έτρωγε το μεσημεριανό του φαγητό, και η αυλή έσφυζε από άλογα, γιατί και οι περαστικοί κάνανε στάση στο σπίτι της. Δεν πλήρωναν τίποτα για τη διαμονή, και ούτε έμπαιναν στον κόπο να ψάχνουν στέκι. Το σπίτι της μακάριας Νίνας, της κόρης ενός αστυφύλακα, ο καθένας θα μπορούσε να το επιδείξει. Στο σπίτι της όλα ήταν απλοϊκά, συνδεδεμένα με την ορθόδοξη παράδοση, και όχι με το νεόφερτο σοβιετικό τρόπο. Ο κάθε άνθρωπος μπορούσε να βρει εδώ στέγη και κάποια τροφή. Όποιος είχε περίσσευμα από ψωμί, αλεύρι ή και μπληγούρι, φεύγοντας, το άφηνε για τους άλλους. Οι φιλοξενούμενοι ως συνήθως καθόταν γύρω από το τραπέζι, η Νίνα όμως ποτέ δεν καθόταν μαζί τους, αλλά σε μια γωνιά μπροστά στη σόμπα και δίπλα στο διαχωριστικό πάνω σε ένα κατεργασμένο κούτσουρο. Ποτέ της δεν κοιμόταν στο κρεβάτι, αλλά κάτω από το νιπτήρα σε μια γωνιά της ιζμπά (Ρωσικό χωριατόσπιτο), τραβώντας με τα σακατεμένα της χέρια το πάπλωμα για να σκεπάσει το κεφάλι της, διπλωνόταν σαν την κουλούρα και κοιμόταν. Στην εκκλησία ήταν παρούσα στην κάθε λειτουργία, βολεύονταν κάπου και έκανε πως προσπιόταν ότι κοιμόταν. Εάν όμως τύχαινε να σκοντάφτει κανείς στην ανάγνωση των κειμένων, αμέσως προσέθετε τις επόμενες προτάσεις, καθότι ήξερε όλη τη λειτουργία απ’ έξω.
Η όραση του πάτερ Πάβελ δεν ήταν καθόλου καλή, και αυτός γνωρίζοντας πως η μακάρια γνώριζε τέλεια όλα τα κείμενα της λειτουργίας, καθώς και το εκκλησιαστικό τυπικό, τύχαινε να ανοίγει την πόρτα του Ιερού και να ρωτάει από εκεί: «Νίνκα (υποκοριστικό της Νίνας στα ρωσικά), πια περικοπή από τις Πράξεις των Αποστόλων και το Ευαγγέλιο πρέπει να διαβαστούν;» Η Νίνα απαντούσε αμέσως και ποτέ δεν έτυχε να κάνει λάθος.
Εκείνη την εποχή τα καθήκοντα του ψάλτη στον κλήρο εκτελούσε ο υποτακτικός Αντρέϊ Μελέντιεβ. Τους περισσότερους ψάλτες που έψαλλαν στις εκκλησίες οι αρχές, άλλους είχαν ξυλοφορτώσει μέχρι θανάτου, άλλους εξορίσει, και κάποιοι δραπέτευσαν μόνοι τους ή και κρύφθηκαν. Έμειναν μόνο οι γερόντισσες και οι ηλικιωμένες σύζυγοι των εμπόρων, και κάποιες άλλες υπερήλικες, τις οποίες μάζευε όλες ο ψάλτης και έψελνε μαζί τους. Και καθώς έψελνε μαζί τους, ξεχνούσε έγκαιρα να εντοπίζει την περικοπή από τις Πράξεις των Αποστόλων, ενώ πλησίαζε η ώρα να την απαγγείλει. Η μακαρία καθόταν στον κλήρο με μάτια κλειστά, κάνοντας πως κοιμόταν, και εκείνη τη στιγμή έλεγε: «Άνοιξε την περικοπή τάδε….», «Μη με ενοχλείς Νίνκα», απαντούσε ο υποτακτικός, αλλά ο ίδιος έψαχνε βιαστικά (ευσπεσμένα) την περικοπή. Τον πρώτο καιρό δεν εμπιστευόταν σε αυτά που ορθώς του υπαγόρευε η Νίνα, μετέπειτα όμως, πείστηκε πολλές φορές και δεν έλεγχε πλέον τα λεγόμενα της.
Κατά τη δεκαετία του 1930 από τους μοναχούς-ιερομόναχους έμεινε μόνο ο Ηγούμενος Πάβελ (Χοτέμοβ), και οι ενορίτες άρχισαν να ανησυχούν εάν θα μπορούσε ο Γέροντας να λειτουργεί κάθε μέρα, καθώς η προχωρημένη ηλικία του τον έκανε όλο και πιο ανήμπορο. Ο πάτερ Πάβελ ήθελε να καλέσει ένα ιερομόναχο για να λειτουργήσει στην εκκλησία τους, ο οποίος μόλις αποφυλακίστηκε, αλλά η επίτροπος του ναού φοβήθηκε να μη γινόταν η πρόσληψη ενός φυλακισμένου αφορμή για να κλείσει εξ ολοκλήρου η εκκλησία, και έφερε αντίρρηση. Τότε καλέσανε τον πρωθιερέα Λεονίντ Ιστόμιν, ο οποίος ιερουργούσε στην εκκλησία του χωρίου Οπάρινο. Καταγόταν από το Βελίκιϊ Ουστιούγκ και πριν την επανάσταση ήταν δασάρχης Μετά όμως την επανάσταση, την εποχή των πιο σκληρών διωγμών εναντίον της Εκκλησίας, εξέφρασε την επιθυμία να γίνει ιερέας και χειροτονήθηκε.
Στενοχωρήθηκαν πολύ ο πάτερ Πάβελ και η μακάρια Νίνα, γιατί θα ερχόταν στην ενορία τους ένας κοσμικός ιερέας, ο οποίος θα μπορούσε να παραβιάσει το κοινοβιακό τυπικό που τηρούσαν. Θα οριζόταν ως πρωθιερέας – πως θα μπορούσε να δείξει κανείς ανυπακοή, εάν θα ζητούσε αυτός την συντόμευση της λειτουργίας; Ο Αντρέϊ Μελέντιεβ είπε στην μακαρία: «Νίνουσκα (υποκοριστικό –χαϊδευτικό- της Νίνας στα ρωσικά), έλα να συμφωνήσουμε ως εξής: δεν θα ενδώσουμε, μέχρι να το απαγορεύσει ο ίδιος. Και εάν έχουμε απαγορευτικό, θα διαφωνήσουμε λίγο, θα του πούμε: «Πάτερ, κατ’ αρχάς αυτός είναι καθεδρικός ναός, και κατά δεύτερον, η πόλη είχε μοναστήρι, ο κόσμος εδώ δεν είναι ανίδεος, ξέρει από λειτουργία. Να γιατί κρατάμε το εκκλησιαστικό τυπικό, για να μη μας εκκοσμικεύσουν οι άνθρωποι. Εάν όμως θα ευλογήσετε αυτό που νομίζετε σωστό, αυτό θα ευλογηθεί». Εξ αρχής όμως καταλήξανε να μην προειδοποιήσουν τον ιερέα, ούτε να θέσουν ερωτήσεις. Ο πάτερ Λεονίντ, κάνοντας τις πρώτες λειτουργίες, δεν είπε τίποτα, και έτσι διατηρήθηκε στο ναό ο τρόπος τέλεσης της λειτουργίας με πλήρες μοναστηριακό τυπικό.
Με τις προσευχές και την προστασία της μακάριας Νίνας ο καθεδρικός ναός στο Λάλσκ έμεινε ανοιχτός γιά πολύ ακόμα καιρό, παρά τις πολλές προσπάθειες των αρχών να σταματήσει η λειτουργία του. Στις αρχές όμως της δεκαετίας του 1930 οι αρχές κατάφεραν να τον κλείσουν. Η μακαρία όμως άρχισε να στέλνει τολμηρά γράμματα στη Μόσχα, στο Κρεμλίνο. Συγκέντρωσε και έστειλε οδοιπόρους με τα αιτήματα, και έδειξε τόση αποφασιστικότητα, εμμονή και επιμονή, ώστε οι αρχές υποχώρησαν και επέστρεψαν τον ναό στους Ορθοδόξους.
Στις αρχές του 1937 οι συνεργάτες του Λαϊκού Επιτροπάτου των Εσωτερικών Υποθέσεων είχαν συλλάβει τον πρωθιερέα Λεονίντ Ιστόμιν, τον ψάλτη Αντρέϊ Μελέντιεβ, την Επίτροπο, τις γυναίκες που έψελναν, καθώς και πολλούς ενορίτες του καθεδρικού ναού του Λαλσκ και τους άλλους ιερείς των κοντινών ενοριών, οι οποίοι ακόμα ήταν ελεύθεροι. Όλοι τους μεταφέρθηκαν στο Βελίκιϊ Ουστιούγκ και φυλακίστηκαν στο ναό του Αρχιστράτηγου Μιχαήλ, τον όποιο οι άθεοι μετέτρεψαν σε φυλακή. Τους Ορθοδόξους τους τοποθέτησαν σε ένα μικρό κελί πάνω από το ιερό, εκεί έβαλαν και τους ιερείς και τους διακόνους από το Λαλσκ. Στις μεγάλες γιορτές, τις αγρυπνίες τις κάνανε ξαπλωμένοι: οι ιερείς δε σηκωνόταν από το σανιδοκρέβατο, εκφωνούσαν μισόφωνα τους ήχους. Δύο χρόνια έμεινε στη φυλακή και στο στρατόπεδο μαζί με τους ενορίτες του ο πάτερ Λεονίντ Ιστόμιν, και ύστερα τον είχαν στείλει μαζί με τους άλλους ιερείς στις υλοτομίες στην Καρέλια. Οι συνθήκες ήταν τόσο άθλιες, ώστε οι φυλακισμένοι πέθαιναν σε κάθε στρατόπεδο. Εδώ είχε κοιμηθεί ο πάτερ Λεονίντ.
Στις 31 Οκτωβρίου 1937 οι συνεργάτες του Λαϊκού Επιτροπάτου των Εσωτερικών Υποθέσεων είχαν συλλάβει τη μακαρία Νίνα, αλλά αδυνατούσαν να συλλέξουν καταγγελίες εναντίον της. Την κράτησαν στη φυλακή του Λαλσκ δύο εβδομάδες, χωρίς να τη ρωτάνε κάτι και χωρίς να την καταγγείλουν. Οι αρχές ανάγκαζαν πολλούς ανθρώπους να ψευδομαρτυρήσουν εναντίον της, αλλά συγκατατέθηκε μόνο ένας, ο αντιπρόεδρος του σοβιέτ (όργανο εξουσίας και διοίκησης στα τότε σοβιετικά χωριά και πόλεις (σ.μ.), του χωριού Λαλσκ. Κατέθεσε ότι η μακαρία Νίνα είναι μια δραστήρια εκκλησιαζόμενη, η οποία όχι μόνο αντιτάσσεται στο κλείσιμο των ναών, αλλά φροντίζει ακαταπόνητα (ακούραστα) για την ίδρυση νέων. «Το καλοκαίρι του 1936, όταν το σοβιέτ του χωριού σκόπευε να κλείσει το ναό του Λαλσκ, -κατήγγειλε αυτός- η Κουζνετσόβα είχε οργανώσει μια εκστρατεία, η οποία παρεμπόδισε την υλοποίηση αυτών των μέτρων. Μάζευε υπογραφές και οργάνωνε συνελεύσεις των πιστών, παραχωρώντας γι΄ αυτό το σκοπό τη στέγη της. Τον Αύγουστο του 1937 το σοβιέτ του χωριού άρχισε να συγκεντρώνει υπογραφές των κατοίκων του Λαλσκ, όσοι ήταν υπέρ του κλεισίματος του ναού, αλλά η Κουζνετσόβα πάλι συγκέντρωσε κόσμο στο σπίτι της και ανέτρεψε το αποτέλεσμα, που επιδίωκαν οι σοβιετικές αρχές. Όταν συνελήφθηκε ο ψάλτης Μελέντιεβ, η Κουζνετσόβα άρχισε αμέσως να φροντίζει για την απελευθέρωσή του, τον πήρε υπό την προστασία της».
Βάσει αυτής της καταγγελίας, στα μέσα του Νοεμβρίου 1937, η μακαρία Νίνα κατηγορήθηκε και ανακρίθηκε.
-Τα ανακριτικά όργανα διαθέτουν πληροφορία, ότι εσείς στη διάρκεια ετών παραχωρούσατε το σπίτι σας για συγκεντρώσεις των εκκλησιαζόμενων, είναι έτσι;
-Μάλιστα. Μέχρι τώρα στο σπίτι μου διαμένει ο ιερέας Πάβελ Φιόντοροβιτς Χοτέμοβ, εξίσου το σπίτι μου επισκέπτονταν και άλλοι πιστοί που τους απασχολούσαν τα θέματα της εκκλησίας και της διακονίας εις αυτήν.
-Τα ανακριτικά όργανα γνωρίζουν, ότι για το ζήτημα της επαναλειτουργίας του ναού στο Λαλσκ, είπατε: Αυτή η εξουσία των σοβιέτ δε θα κρατήσει για πολύ, θα ξεσπάσει πάλι ο πόλεμος και όλα θα επανέλθουν στα παλιά». Είναι έτσι;
- Όχι, δεν το είπα αυτό.
Η μακαρία Νίνα δεν παραδεχόταν ότι ήταν ένοχη απέναντι στην εξουσία των σοβιέτ. Μα τι να την έκαναν αυτήν την ανάπηρη, ανήμπορη, η συντήρηση της οποίας προκαλούσε πρόβλημα για τις αρχές, και καθότι ήταν και δημοφιλής μέσα στον κόσμο, πήραν την απόφαση της επομένης της ανάκρισης να τη στείλουν στις φυλακές της πόλης Κοτλάς.
Στις 27 Νοεμβρίου 1937 η «τρόϊκα» των συνεργατών του Λαϊκού Επιτροπάτου των Εσωτερικών Υποθέσεων καταδίκασε την μακαρία Νίνα για οκτώ χρόνια φυλάκισης στο στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων.
Την μακαρία Νίνα την μετέφεραν στην μια από τις φυλακές της περιφέρειας Αρχάγκελσκ, αλλά εδώ δεν παρέμεινε για πολύ η ομολογήτρια της πίστεως η αγία Νίνα Κουζνετσόβα. Στις 14 Μαΐου 1938 η μακαρία Νίνα κοιμήθηκε εν Κυρίω.

(Το  μαρτυρολόγιο αυτό είναι από τον Συναξαριστή ομολογητών και νεομαρτύρων του 20ου αιώνος στην Ρωσία).


Πηγή: Τετραμηνιαίο Τεύχος Ορθοδόξου Πνευματικής Οικοδομής Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου – Ο ασκητής και ιεραπόστολος (1884-1980), Τεύχος 25, Θεσσαλονίκη, Ιανουάριος-Απρίλιος 2009.

Η Ρωσίδα Νεομάρτυς Λυδία και οι στρατιώτες Κύριλλος και Αλέξιος.



site analysis


 
Η Λυδία, κόρη ενός ιερέως της πόλεως Ούφα, γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου του 1901. Από παιδί ήταν ευαίσθητη, στοργική και αγαπητή από όλους. Φοβόταν την αμαρτία και κάθε τι που δεν το επέτρεπε ο νόμος του Θεού. Μόλις τελείωσε το παρθεναγωγείο στα δεκαεννιά της χρόνια, παντρεύτηκε και αμέσως έχασε τον άνδρα της στον εμφύλιο πόλεμο με την αναχώρηση του Λευκού (τσαρικού) Στρατού.
Ο πατέρας της, από τις πρώτες αρχές του σχίσματος των «Ανακαινιστών» που οργανώθηκε από τους Μπολσεβίκους το 1922, προσχώρησε σ’ αυτό. Η θυγατέρα του τότε γονάτισε μπροστά στα πόδια τού πατέρα της και είπε: «Δώσε μου την ευχή σου, πατέρα, να σ’ αφήσω, για να μη σε δεσμεύω στη σωτηρία της ψυχής σου». Ο γέρων ιε­ρέας ήξερε καλά την κόρη του, όπως ήξερε καλά και το εσφαλμένο της κινήσεώς του. Δάκρυσε και, δίνοντας την ευλογία του στη Λυδία να ζήσει μόνη της, της είπε προφητικά: «Κοίταξε, κόρη μου, όταν κερδίσεις το στεφάνι σου, να πεις στον Κύριο ότι παρόλο που φάνηκα πολύ αδύνατος για αγώνα, ωστόσο δεν σε εμπόδισα, αλλά σου έδωσα την ευχή μου», «θα το πω, πατέρα», του είπε εκείνη φιλώντάς του το χέρι και προβλέποντας έτσι κι αυτή προφητικά το μέλλον.
Η Λυδία πέτυχε να διοριστεί στην δασονομική υπηρεσία και το 1926 μετατέθηκε στην κολλεκτίβα υλοτομίας της περιοχής, όπου δούλευε κοντά στους πιο χαμηλόμισθους εργάτες. Εδώ ήρθε αμέσως σ’ επαφή με απλούς ανθρώπους του ρώσικου λαού, τους όποιους αγαπούσε πολύ και οι οποίοι ανταποκρίθηκαν με τον ίδιο τρόπο. Οι ξυλοκόποι και οι οδηγοί, που είχαν σκληρυνθεί από τη δουλειά μέσα σε δύσκολες συνθήκες, αφηγούνταν με κατάπληξη ότι στο γραφείο του Τμήματος Υλοτομίας, όπου ερχόταν σε επαφή μαζί τους η Λυδία, τους διαπερνούσε ένα γνώριμο αλλά τώρα μισοξεχασμένο αίσθημα, παρόμοιο μ’ εκείνο που είχαν νιώσει κάποτε, όταν πριν την επανάσταση είχαν πάει να υποδεχθούν την περίφημη εικόνα της Παναγίας από το χωριό Μπογκορόντσκογιε της περιφερείας της Ούφα. Στο γραφείο δεν ακούγονταν πια άσχημες κουβέντες, βρισιές και καυγάδες. Τα πάθη είχαν εκλείψει και οι άνθρωποι έγιναν ευγενικότεροι μεταξύ τους.
Αυτό ήταν καταπληκτικό και έγινε αντιληπτό απ’ όλους, των κομματικών οργάνων μη εξαιρουμένων. Παρακολούθησαν τη Λυδία, αλλά δεν ανακάλυψαν τίποτε ύποπτο. Δεν πήγαινε καθόλου στις εκκλησίες που είχαν νομιμοποιηθεί από τους Μπολσεβί­κους και συμμετείχε αραιά και προσεκτικά σε ακολουθίες της μυστικής εκκλησίας «των κατακομβών».
Η Γκε-Πε-Ου (σοβιετική μυστική αστυνομία την περίοδο 1922-34) ήξερε ότι υπήρχαν μέλη της μυστικής εκκλησίας στην περιφέρεια, δεν έβρισκε όμως τον τρόπο να τα ανακαλύψει και να τα συλλάβει. Με σκοπό να ανακαλύψει όσους δεν είχαν ακόμη συλληφθεί η Γκε-Πε-Ου ξαφνικά επανέφερε από την εξορία τον επίσκοπο Ανδρέα που ήταν πολύ σεβαστός στον λαό, αλλά και σ’ όλους τους παράγοντες της μυστικής εκκλησίας. Σύμφωνα όμως με οδηγίες που είχε στείλει πρωτύτερα, ο επίσκοπος έγινε φανερά δεκτός μόνο από μία εκκλησία της Ούφα, παρόλο που μυστικά ήρθε να τον δει ολόκληρη η περιφέρεια. Η Γκε-Πε-Ου πεπεισμένη για την αποτυχία του σχεδίου της συνέλαβε πάλι τον επίσκοπο Ανδρέα και τον εξόρισε.
Η Λυδία συνελήφθη στις 9 Ιουλίου 1928. Οι μυστικές υπηρεσίες για αρκετό καιρό αναζητούσαν μία δακτυλογράφο που εφοδίαζε τους εργάτες της δασονομικής υπηρεσίας με δακτυλογραφημένα φυλλάδια, που περιείχαν βίους αγίων, προσευχές, ακολουθίες και συμβουλές αρχαίων και συγχρόνων Ιεραρχών της Εκκλησίας. Παρατήρησαν ότι στην γραφομηχανή αυτής της δακτυλογράφου το κάτω μέρος του «κ» ήταν σπασμένο. Έτσι αποκαλύφθηκε η Λυδία.
Η Γκε-Πε-Ου κατάλαβε ότι είχε πέσει στα χέρια της το κλειδί, για να ανακαλύψει ολόκληρη τη μυστική εκκλησία.


Δέκα μέρες αδιάκοπης ανακρίσεως δεν κατάφεραν να κλονίσουν την μάρτυρα. Πολύ απλά αρνήθηκε να πει οτιδήποτε. Στις 20 Ιουλίου ο ανακριτής, έχοντας χάσει την υπομονή του, παρέδωσε τη Λυδία στο «ειδικό τμήμα» για ανάκριση.
Αυτό το «ειδικό τμήμα» εργαζόταν σ’ ένα γωνιακό δωμάτιο στο υπόγειο της Γκε-Πε-Ου. Ένας φρουρός στεκόταν μόνιμα στον διάδρομο του υπογείου. Εκείνη την ημέρα φρουρός ήταν ο Κύριλλος Ατάεβ, ένας εικοσιτριάχρονος φαντάρος. Είδε την Λυδία καθώς την έφερναν στο υπόγειο. Η προηγούμενη δεκαήμερη ανάκριση είχε εξαντλήσει τη μάρτυρα και δεν μπορούσε να κατέβη τα σκαλιά. Ο στρατιώτης Ατάεβ, σε πρόσταγμα των προϊσταμένων του, την κράτησε και την οδήγησε κάτω στον ανακριτικό θάλαμο. «Ο Χριστός να σε σώσει» είπε η Λυδία ευχαριστώντας τον φρουρό, καθώς αντιλήφθηκε μια σπίθα συμπαθείας γι’ αυτήν στη λεπτή ευγένεια των δυνατών χεριών του φρουρού του Ερυθρού Στρατού.
Και ο Χριστός έσωσε τον Ατάεβ! Τα λόγια της μάρτυρος και τα γεμάτα πόνο και αμηχανία μάτια της μίλησαν στην καρδιά του. Δεν μπορούσε πια ν’ ακούει με αδιαφορία τις αδιάκοπες κραυγές και τα κλάματά της, όπως είχε προηγουμένως ακούσει όμοιες κραυγές από άλλους ανακρινόμενους και βασανιζόμενους.
Η Λυδία βασανίστηκε πολύ ώρα. Οι βασανιστές της Γκε-Πε-Ου δρούσαν συνήθως με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αφήνουν κανένα ιδιαίτερα ευδιάκριτο σημάδι στο σώμα του βασανιζόμενου. Όμως στην ανάκριση της Λυδίας καμία προσοχή δεν δόθηκε σ’ αυτό. Οι κραυγές και τα κλάματα της Λυδίας συνεχίστηκαν σχεδόν χωρίς διακοπή για πάνω από μιάμιση ώρα.
«Μα δεν πονάς; Τσιρίζεις και κλαις. Αυτό δεν σημαίνει ότι σε πονάει;» ρώτησαν εξαντλημένοι οι βασανιστές σε ένα από τα διαλείμματα.
«Πονάει! Ω Κύριε, πόσο πονάει!» απάντησε η Λυδία μ’ ένα σπασμένο βογγητό.
«Τότε γιατί δεν μιλάς; θα σε πονέσει περισσότερο!» είπαν με φανερή αμηχανία οι βασανιστές.
«Δεν μπορώ να μιλήσω… Δεν μπορώ… Δεν θα το επιτρέψει αυτό…», βόγκηξε η Λυ­δία.
«Ποιός δεν θα το επιτρέψει;»
«Ο Θεός δεν θα το επιτρέψει!».
Τότε οι βασανιστές επινόησαν κάτι καινούργιο για τη μάρτυρα: την ηθική κακοποίηση. Ήταν τέσσερεις. Κοιτάχθηκαν μεταξύ τους. Χρειαζόταν ένας άλλος. Φώναξαν τον φρουρό να τους βοηθήσει.
Μόλις ο Ατάεβ μπήκε στο δωμάτιο, είδε τη Λυδία, κατάλαβε τον τρόπο του παραπέρα βασανισμού της και τον δικό του ρόλο σ’ αυτόν και μέσα του έγινε ένα θαύμα παρόμοιο με την απροσδόκητη μεταστροφή των αρχαίων βασανιστών. Η ψυχή του Ατάεβ είχε σιχαθεί την σατανική αποτροπαιότητα και ένας ιερός ενθουσιασμός τον κατέλαβε. Χωρίς καθόλου να συνειδητοποιήσει το τι έκανε, ο φρουρός του Ερυθρού Στρατού σκότωσε επί τόπου με το πιστόλι του τους δύο βασανιστές που στέκονταν μπροστά του. Πριν κιόλας αντηχήσει ο δεύτερος πυροβολισμός, ο άνδρας της Γκε-Πε-Ου που στεκόταν από πίσω, χτύπησε τον Κύριλλο στο κεφάλι με τη λαβή του πιστολιού του. Ο Ατάεβ είχε ακόμη αρκετή δύναμη, ώστε να γυρίσει και να αρπάξει τον αντίπαλό του από το λαιμό, αλλά ένας πυροβολισμός από τον τέταρτο τον έριξε στο πάτωμα.
Ο Κύριλλος έπεσε με το κεφάλι προς το μέρος της Λυδίας, που ήταν δεμένη και τεντωμένη με λουριά. Ο Κύριος του έδωσε την ευκαιρία ν’ ακούσει για μία ακόμη φορά λόγια ελπίδας από το στόμα της μάρτυρος. Κοιτώντας την Λυδία κατ’ ευθείαν στα μάτια και με το αίμα να τρέχει από το σώμα του, ο Κύριλλος πρόφερε ασθμαίνοντας τις λέξεις που δήλωναν την ένωσή του με τον Θεό.
«Αγία, πάρε με μαζί σου!» «θα σε πάρω», χαμογέλασε ολόλαμπρη η Λυδία.
Με το άκουσμα και τη σημασία αυτής της συνομιλίας ήταν σαν να ανοίχτηκε ξαφνικά μια πόρτα για το υπερπέραν μπροστά στα μάτια των δύο ανδρών της Γκε-Πε-Ου που επέζησαν. Ο τρόμος τους συσκότισε τη συνείδηση. Με υστερικές κραυγές άρχισαν να πυροβολούν τα δυο ανυπεράσπιστα θύματα, που είχαν απειλήσει την ασφάλεια της κοσμοθεωρίας τους, μέχρι που άδειασαν και τα δύο πιστόλια τους. Αυτοί που ήρθαν τρέχοντας στο άκουσμα των πυροβολισμών, τους απομάκρυναν, ενώ εκείνοι ούρλιαζαν υστερικά. Αλλά και οι ίδιοι το έβαλαν γρήγορα στα πόδια κυριευμένοι από έναν ακατανόητο τρόμο.
Ο ένας από αυτούς τους δύο άνδρες της Γκε-Πε-Ου περιήλθε σε κατάσταση τελείας παραφροσύνης. Ο άλλος σύντομα πέθανε από νευρικό κλονισμό. Πριν από το θάνατό του αυτός ο δεύτερος τα διηγήθηκε όλα στο φίλο του λοχία Αλεξέι Ικόνικοφ, ο οποίος επέστρεψε στο Χριστό και γνωστοποίησε το γεγονός στην Εκκλησία. Λόγω δε του ότι διέδιδε παντού με ζήλο αυτό το γεγονός, βρήκε μαρτυρικό θάνατο και ο ίδιος.
Και οι τρεις, Λυδία, Κύριλλος και Αλέξιος, έχουν καθιερωθεί ως άγιοι στη συνείδηση της ρωσικής μυστικής εκκλησίας «των κατακομβών». Με τις πρεσβείες τους είθε ο Κύριος να ελεήσει τον χριστιανικό λαό της Ρωσίας!

(«Αγιορειτική Μαρτυρία», τευχ. 3, σ. 145-147)

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Συνέντευξη μὲ τὴν μοναχὴ Φωτεινὴ ,μία ἐρημίτισσα τῶν καιρῶν μας



site analysis

(Ἡ μοναχὴ Φωτεινὴ ζεῖ στὸ δάσος τοῦ Νέαμτς κοντὰ στὴ σπηλιὰ τῆς Ἅγ. Θεοδώρας τῆς Σίχλα σὲ μία καλύβα ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια. Τὸ κατὰ κόσμο ὄνομά της ἦταν Φλοαρέα Μπουζίνκου, ἦταν παντρεμένη, χώρισε καὶ ἔχει ἕνα παιδί. Ἔγραψε καὶ δημοσίευσε ποιήματα καὶ διηγήματα, ἐργάστηκε, ἀλλὰ πάντα ἀκολουθοῦσε τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὰ προβλήματα καὶ τὶς στενοχώριες της ψάχνοντάς Τον στὰ μοναστήρια, στὶς ἀκολουθίες καὶ στὸ λόγο τῶν πνευματικῶν. Ἔγινε μοναχὴ ὅταν ἡ Ἅγ. Θεοδώρα τῆς Σίχλα τὴν θεράπευσε ἀπὸ τὸν καρκίνο κατὰ τρόπο θαυμαστὸ. Ἐδῶ στὰ βουνὰ τῆς Σίχλα βρῆκε τὴ πολυπόθητη γι’ αὐτὴ ἡσυχία σὲ μία καλύβα. Σίγουρα ἐδῶ στὴν ἐρημιὰ οἱ πειρασμοὶ καὶ οἱ δοκιμασίες εἶναι μεγάλες καὶ γι’ αὐτὸ μᾶς μιλάει ἡ ἀδελφὴ Φωτεινὴ μὲ πολὺ ταπεινοφροσύνη)

-Πῶς εἶναι νὰ ζεῖ κανεὶς στὴν ἔρημο ἀδερφὴ Φωτεινὴ σὲ σχέση μὲ τὴ ζωὴ στὸ κόσμο; Ἐπειδὴ λένε γιὰ αὐτοὺς ποὺ διαλέγουν νὰ ζήσουν στὴν ἐρημιὰ ὅτι εἶναι τρελοὶ(μοναχὴ Φωτεινή ) – Σᾶς λέγω σίγουρα ὅτι ἂν γεννιόμουν ξανὰ κατευθείαν στὴν ἡσυχία θὰ πήγαινα. Ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ «ἡσυχίας» καὶ «κόσμου», ἀκόμη καὶ μεταξὺ μοναστηριοῦ καὶ τῆς ἡσυχίας τῆς ἐρήμου. Σίγουρα οἱ πειρασμοὶ εἶναι πιὸ μεγάλοι στὴν ἔρημο ἀλλὰ ἡ χαρὰ ποὺ δίνει ὁ Κύριος δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τίποτα ἐγκόσμιο. Ἂν ἀπὸ τὴ ἔρημο χρειαστεῖ νὰ βγεῖς στὸν κόσμο (ὅπως καμιὰ φορὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ κάνω ἐγὼ ) αἰσθάνεσαι ὅτι μπαίνεις στοὺς «τρελλοὺς» ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι λένε γιὰ αὐτοὺς ποὺ ἀποτραβιοῦνται στὴν ἐρημιά….ἀλλὰ δὲ θέλω νὰ προσβάλω κανέναν.
-Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἐδῶ σὲ αὐτὴ τὴ καλύβα εἶστε στὸ προθάλαμο τοῦ Παραδείσου;
-Ἐγὼ χαίρομαι γιὰ ὅ,τι μοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς ἐπειδὴ αἰσθάνομαι ὅτι μὲ ἀγαπάει ἡ Παναγία, ἀλλιῶς δὲ θὰ ἄντεχα στοὺς πειρασμοὺς τῆς ἐρήμου χωρὶς τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας, τῶν Ἁγίων καὶ τοῦ Χριστοῦ ….ἐπειδὴ ὁ ἐχθρὸς εἶναι πεισματώδης καὶ ἐπιθετικὸς ἰδίως πρὸς ἐκείνους ποὺ φέρουν τὸ ζυγὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀποτραβήχτηκαν στὴν ἡσυχία
-Μοναχὴ Φωτεινὴ γνωρίζω μοναχοὺς καὶ μοναχὲς ποὺ θέλουν νὰ φύγουν ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ νὰ πᾶνε στὴ ἔρημο σὲ μιὰ μικρὴ καλύβα στὸ δάσος, νὰ εἶναι μὲ τὸ Χριστὸ, μόνοι, αὐτοὶ καὶ ὁ Χριστός, ὅσο καὶ νὰ ὑπέφερουν. Σὲ αὐτοὺς θὰ ἤθελα ἀπὸ τὴ πεῖρα σας νὰ πεῖτε τί πειρασμοὶ τοὺς περιμένουν
-Ναί, μπορῶ νὰ πῶ, ἀφοῦ σίγουρα πολλοὶ μοναχοὶ εἶναι ἤδη οἰκεῖοι μὲ τὶς παγίδες καὶ τὶς πονηρίες τοῦ ἐχθροῦ. Ἀλλὰ δὲ ξέρω νὰ δώσω συμβουλὲς· ἡ ἁγιοσύνη τους πρέπει νὰ δώσει σὲ μένα. Ἂν αἰσθάνονται λοιπὸν αὐτὴ τὴν ἀνάγκη, ἀφοῦ ἔχουν μείνει στὸ μοναστήρι τουλάχιστον 10 χρόνια (σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες) θὰ πρέπει νὰ ἔχουν πρῶτα ἀπὸ ὅλα τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ τους.
-Μετὰ τὸ 1989 κυρίως βγαίνουν στὸ δάσος κάποιοι ἄνθρωποι ποὺ δὲ τὰ πᾶνε καλὰ μὲ τοὺς νόμους καὶ ἂν δοῦν κάποιο μοναχὸ σὲ κάποιο καλυβάκι τὸν ληστεύουν. Αὐτοὶ δὲ ξέρουν τί εἶναι ἐρημίτης, μοναχὸς, ὅτι διάλεξε νὰ ζήσει στὴ φτώχεια καὶ ὅτι δὲν ἔχουν τί νὰ κλέψουν.
-Ἦρθαν καὶ σὲ μένα δὲ πολυβρῆκαν κάτι νὰ κλέψουν, ἀλλὰ εἶχα μία ὑποτακτικὴ ἡ ὁποία φοβήθηκε καὶ ἔφυγε, δὲν ἄντεξε. Ἤ τὴ νύχτα ὅταν κάνεις τὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου συμβαίνει νὰ αἰσθάνεσαι τὸν διάβολο νὰ περνάει ἀπὸ κοντά σου καὶ νὰ ἀφήνει μιὰ μυρωδιὰ ψοφιμιοῦ, κάτι τρομερὸ καὶ νὰ χρειάζεται νὰ ἀνοίξεις τὴ πόρτα καὶ τὸ παράθυρο τῆς καλύβας γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ συνεχίσεις τὴ προσευχὴ
-Ἐμφανίζεται αὐτὴ ἡ μυρωδιὰ χωρὶς νὰ ὑπάρχει ἡ «πηγὴ» αὐτῆς τῆς μυρωδιᾶς;
-Ναὶ σίγουρα στὸ δάσος δὲν ὑπάρχουν τέτοιες μυρωδιές. Ἀλλὰ εἶναι καλὸ αὐτὸ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει στὸ σατανὰ νὰ σὲ πειράξει γιὰ νὰ Τὸν πλησιάσεις πιὸ πολύ, ἐπειδὴ ἴσως δὲν ἔκανες ὅλο τὸ κανόνα καὶ γιὰ αὐτὸ ἔχεις πειρασμοὺς, ὅπως ἐγὼ ἡ ἀνάξια, ὅπου δὲν προσεύχομαι ὅσο πρέπει καὶ στενοχωρῶ τὸ Θεό. Ἄλλη φορὰ ἐνῶ προσευχόμουν ἦρθε κάποιος καὶ μοῦ ξερίζωσε ὑδρορροὲς ἀπὸ τὸ τοῖχο τῆς καλύβας (ἂν καὶ ἔξω δὲν ἦταν κανεὶς), ἐγὼ τὰ ἔβαλα στὴ θέση τους καὶ συνέχισα τὴ προσευχή, ἀλλὰ ἔχασα ἀρκετὸ χρόνο γιὰ τὴν ἐπιδιόρθωση. Συνέχισα νὰ διαβάζω τὸ ψαλτήρι καὶ πάλι ἄκουσα τὶς ὑδρορροὲς νὰ πέφτουν…τὶς ἐπιδιόρθωσα καὶ συνέχισα τὴ προσευχή μου.
Τί εἶναι πιὸ δύσκολο στὴν ἔρημο ἀδερφὴ Φωτεινή;
-Αὐτὸ ποὺ εἶναι δύσκολο εἶναι ἡ πάλη μὲ τοὺς λογισμοὺς. Εἶναι δύσκολη αὐτὴ ἡ πάλη ἐπειδὴ ὁ ἐχθρός σοῦ δίνει σκέψεις ὅπου οὔτε ποὺ ὑποπτεύεσαι πὼς μπορεῖ νὰ γεννήσει τὸ μυαλό σου. Γιὰ παράδειγμα : «τί γυρεύεις ἐδῶ ;», «γιατί ἦρθες ἐδῶ;», «ἄλλη δουλειὰ δὲν ἔχεις;», «δὲν μποροῦσες νὰ μείνεις στὸν κόσμο;»
Γιὰ αὐτὸ εἶναι καλὸ νὰ μὴν ἐπισκέπτονται συγγενεῖς ἐπειδὴ τὸν ἀναστατώνουν, ἴσως κάποια μοναχὴ ἢ μοναχὸς γιὰ νὰ φέρει λίγο φαγητό. Εἶναι καλὸ ὅμως τὸν ἐρημίτη νὰ μὴν τὸν ἐπισκέπτεται κόσμος. Ἐμένα ὁ πνευματικός μου δὲ μοῦ ἐπιτρέπει νὰ δέχομαι κόσμο καὶ ἄλλωστε γιατί νὰ ἔρθει κάποιος σὲ ἐμένα, τί συμβουλὲς νὰ τοῦ δώσω… ἐγὼ εἶμαι ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος… προσεύχομαι γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, ὅπως κάνει ἡ ἐκκλησία μας.
http://anemonpnoi-magdalini.blogspot.com

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Η ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΘΕΟΦΑΝΙΑ.



site analysis



Η ηγουμένη ενός από τα πλέον γνωστά μοναστήρια της Κορινθίας , του μοναστηριού Άγιος Αθανάσιος Πουλίτσας ή Μαηθανάσης που εορτάζει στις 2 Μαΐου ,μιλάει αποκλειστικά στη sfedona .gr για την επισκεψιμότητα του μοναστηριού, τον γνωστό γέροντα της μονής.
Πηγή.Απαντα Ορθοδοξίας

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Η αγία Αριάδνη (η και Μαρία ονομαζομένη) η εν Φρυγία – 18 Σεπτεμβρίου



site analysis



Αγία Αριάδνη. Μηνολόγιον Βασιλείου Β΄, φ. 48 (11ος αι.)
Αγία Αριάδνη. Μηνολόγιον Βασιλείου Β΄, φ. 48 (11ος αι.)
Η αγία Αριάδνη έζησε κατά τους χρόνους των βασιλέων Αδριανού (117-138) και Αντωνίνου (138-161). Δούλη κάποιου Τερτύλου, πρώτου πολίτου της Πρυμνησού της Φρυγίας Σαλουταρίας, αρνήθηκε να ακολουθήση την οικογένεια του κυρίου της στον ναό των ειδώλων, για να συνεορτάση μαζί τους τα γενέθλια του υιού του. Επειδή ομολόγηση πως ήταν χριστιανή, την εκτύπησαν σκληρά και την έρριξαν στην φυλακή, όπου έμεινε τελείως άσιτη. Αργότερα στρατιώτες του ηγεμόνος την κρέμασαν και της ξέσχιζαν τα πλευρά. Όταν την άφησαν ελεύθερη, βρήκε ευκαιρία και έφυγε στο όρος, αλλά οι στρατιώτες την κατεδίωξαν με ξίφη. Μπροστά στον κίνδυνο να συλληφθή πάλι, η μάρτυς παρεκάλεσε τον Θεό να ανοίξη μία πέτρα και να την δεχθή στην ρωγμή της. Εκεί μέσα η Αριάδνη ευχαριστώντας τον Θεό παρέδωσε το πνεύμα της. Τους διώκτες της θανάτωσαν με δόρατα άγγελοι Κυρίου.
Πηγή (κειμένου και φωτογραφίας): “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος πρώτος, σ. 197-198).

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Οι αγίες μάρτυρες και καλλίνικες παρθένες Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη, και η μητέρα τους Σοφία (17 Σεπτεμβρίου)



site analysis


Η αγία Σοφία με τις θυγατέρες της. Έργο του Karp Zolotaryov, 1685.
Οι τρεις αυτές αδελφές, Πίστις, Ελπίς και Αγάπη, ζούσαν σε κάποια πόλι της Ιταλίας την εποχή του Αδριανού (117-138). Γόνοι περιφανούς οικογενείας, ανατράφηκαν από την χήρα μητέρα τους Σοφία με πίστι, ελπίδα και αγάπη, όπως δήλωναν και τα ονόματά τους. Όταν κάποτε παρέμειναν στην Ρώμη, η φήμη του ενάρετου βίου τους διέτρεξε την πόλι και ο αυτοκράτωρ έστειλε στρατιώτες να του τις παρουσιάσουν. Η σταθερότητα των τριών αδελφών στην πίστι, ασυνήθιστη για την ηλικία τους, κατέπληξε τον Αδριανό και, πιστεύοντας πως η αμοιβαία συμπαράσταση τούς έδιδε την δύναμι να του αντιστέκωνται, σκέφθηκε να τις εξετάση χωριστά.
Κράτησε λοιπόν μόνον την Πίστι, που ήταν δώδεκα ετών, και την προέτρεπε να θυσιάση στην θεά Άρτεμι. Επειδή η μάρτυς τον εμυκτήρισε και περιγέλασε το άψυχο ξόανο, διέταξε να την γυμνώσουν και να την ραβδίσουν δυνατά. Έπειτα της έκοψαν τους μαστούς, από τους οποίους αντί αίματος έρρευσε γάλα.Φιλονεικώντας με το θαύμα ο τύραννος πρόσταξε να την ξαπλώσουν επάνω σε πυρακτωμένη εσχάρα. Θεία επέμβασις όμως εκμηδένισε την θερμότητά της, και πεισμωμένος ο Αδριανός έρριξε την μάρτυρα σε τηγάνι με βραστή πίσσα και άσφαλτο. Όταν η Πίστις στάθηκε στο μέσον του καυτού μίγματος, η καυστικότης του μεταβλήθηκε σε δροσιά. Βλέποντας ο Αδριανός ότι καμία τιμωρία δεν την έβλαπτε, διέταξε να την αποκεφαλίσουν. Με έκδηλη χαρά για την απόφασι του θανάτου της η Πίστις ασπάσθηκε την μητέρα και τις αδελφές της, και έκλινε τον αυχένα για να λάβη τον δια ξίφους θάνατο.
Την άλλη ημέρα ο ασεβής τύραννος υποσχέθηκε στην δεκαετή Ελπίδα πως θα την αφήση ελεύθερη, αν προσκύνηση την θεά Άρτεμι. Η Ελπίς τού αποκρίθηκε ότι δεν ήταν μόνον ομογάλακτη αλλά και ομόφρων αδελφή με την Πίστι. Τότε ο Αδριανός σταμάτησε την ανάκρισι ως περιττή και διέταξε να την γυμνώσουν, να την μαστιγώσουν και αυτήν με ωμά βούνευρα και να την ρίξουν μέσα σε αναμμένο καμίνι. Όρθια η μάρτυς στο μέσον των φλογών ευχαριστούσε τον Θεό που την διεφύλαττε αβλαβή. Κατόπιν, καθώς ξέσχιζαν τις σάρκες της με σιδερένια νύχια, η Ελπίς με πρόσωπο καταυγασμένο από υπερφυσική χάρι έλεγε στον τύραννο ότι και πάλι θα τον νικήση με την δύναμι του Χριστού. Ο Αδριανός με οργή διέταξε να την ρίξουν μέσα σε χάλκινο λέβητα γεμάτον από κοχλάζουσα πίσσα και ρητίνη. Όταν όμως είδε ότι το μεν χάλκωμα έλειωσε, το δε καυτό μίγμα χύθηκε έξω και έκαυσε πολλούς απίστους, ενώ η Ελπίς δεν έπαθε τίποτε, απεφάσισε και γι’ αυτήν τον δια ξίφους θάνατο. Εφοδιασμένη με την ευχή της μητέρας της η Ελπίς παρότρυνε στον αγώνα την Αγάπη, κατεφίλησε το μαρτυρικό λείψανο της Πίστεως και έκλινε τον αυχένα, για να προσφέρη την τιμία κεφαλή της στον Χριστό.
Αισιόδοξος ο δικαστής για την εννεαετή Αγάπη, με κολακευτικούς λόγους άρχισε να την προτρέπη στην ασέβεια, αλλά αυτή με πολλή παρρησία τον σταμάτησε και τού είπε: «Μη σε πλανά η μικρή μου ηλικία και νομίζης ότι εύκολα θα την εξαπάτησης με τις κολακείες σου. Δεν θα αργήση η πείρα να σε διδάξη ότι κι εγώ είμαι καρπός της ίδιας ρίζας». Παρωξυμμένος από την ελευθεροστομία της, ο τύραννος την παρέδωσε να την κρεμάσουν και να την τανύσουν με λουριά, ώσπου να εξαρθρωθούν τα μέλη της. Έπειτα της είπε, αν θέλη να γλυτώση από την πυρακτωμένη κάμινο που της είχε ετοιμάσει, να πη μόνον «μεγάλη η θεά Άρτεμις». Σε απάντησι η Αγάπη έτρεξε και πήδησε μόνη της μέσα στις φλόγες. Ευθύς τότε η φωτιά διασκορπίσθηκε και έκαψε πολλούς από τους παρευρισκομένους. Οι στρατιώτες, που έστειλε ο Αδριανός να την συλλάβουν, έβλεπαν λευκοφόρους νέους να ψάλλουν μαζί της και δεν τόλμησαν να την πειράξουν. Όταν η μάρτυς εξήλθε άθικτη μέσα από το καμίνι, διετρύπησαν το σώμα της με τρυπάνια και τέλος την απεκεφάλισαν.
Η Σοφία ενεταφίασε μεγαλοπρεπώς τα μαρτυρικά σώματα των τριών θυγατέρων της και ύστερα από τρεις ημέρες, καθώς είχε προσπέσει στον τάφο τους και τις παρακαλούσε να δεχθούν και αυτήν σύσκηνο στα ιερά σκηνώματα που κατοικούσαν, παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο, για να προστεθή μαζί τους στον χορό των αγίων.
Πηγή: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος πρώτος – Σεπτέμβριος, σ. 185-187)

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

Αγία Ευφημία η Μεγαλομάρτυς εκ Χαλκηδόνας της Μικράς Ασίας (16 Σεπτεμβρίου)



site analysis



Η Αγία Ευφημία καταγόταν από την Χαλκηδόνα της Μικράς Ασίας και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Ήταν κόρη του πλούσιου Συγκλητικού Φιλόφρονα και της ευσεβούς Θεοδοσιανής. Η Αγία παιδαγωγήθηκε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», γι’ αυτό και αγάπησε από μικρή τις διδαχές και την μετά ζήλου ομολο­γία του Χριστού.
O ανθύπατος της περιοχής Πρίσκος, έχοντας στην αυλή του τον Απελ­ιανό, φιλόσοφο και ιερέα του θεού Άρη, οργάνωσε με απόφαση και εντολή του Διοκλητιανού, διωγμό κατά των Χριστιανών στην Χαλκηδόνα. Κατά την εορτή του θεού Άρη, ζήτησε από όλους τους κατοίκους να προσέλθουν στην εορτή και να θυσιάσουν στον βωμό. Όσοι δεν θα πήγαιναν θα τιμωρούνταν με φοβερά βασανιστήρια. Οι χριστιανοί σε ομά­δες κρύβονταν, άλλοι σε σπίτια και άλλοι σε ερημι­κές περιοχές. Η Αγία Ευφημία ηγούνταν μιας τέτοιας ομάδας, στηρίζοντας τους πιστούς με τους φλογερούς λόγους της.
Συνέλαβαν όμως την Αγία Ευφημία, μαζί με τα σαράντα εννέα μέλη της ομάδας της. Στην πρόσκληση του Πρί­σκου να θυσιάσουν στο είδωλο του Άρη, η Αγία και η ομάδα της αρνήθηκαν με τόλμη και παρρη­σία. Ο Πρίσκος, από την απάντηση τους θύμωσε και έδωσε εντολή να τους φυλακίσουν και να τους δέρνουν για είκοσι ημέρες. Μετά τις είκοσι ημέρες, δοκίμασε και πάλι να πείσει τους μάρτυρες να θυσιάσουν. Μετά την δεύτερη άρνησή τους, έβαλε να τους δείρουν τόσο, ώστε οι στρατιώτες που τους βασάνιζαν κουράστηκαν. Τότε ο Πρίσκος έκλεισε τους υπόλοιπους μάρτυρες στην φυλακή και την Αγία Ευφημία προσπάθησε να την πεί­σει με κολακείες να θυσιάσει.
Η Αγία Ευφημία αρνήθηκε και πάλι, ομολογώντας την πίστη της στον Χριστό και βγάζοντας πύρινους λόγους για την Χριστιανική Πίστη. Τότε οι στρατιώτες την έβαλαν στον τροχό κατακόβοντας όλο το σώμα της. Κατά το μαρτύριό της η Αγία προσεύχονταν διαρκώς. Μετά το πέρας της προσευχής της θαυμα­τουργικά λύθηκε από τον τροχό και αποκαταστάθηκε τέλειο και υγιές το σώμα της.
Στην συνέχεια θέλησαν να την ρίξουν σε πυρακτωμένο καμίνι. Οι στρατιώτες, Σωσθένης και Βίκτωρ, αρνήθηκαν να το κάνουν, γιατί έβλεπαν να βρίσκονται στο πλευρό της Αγίας δύο φοβεροί άν­δρες, οι οποίοι απειλούσαν ότι θα διασκορπίσουν το πυρ. Οι Σωσθένης και Βίκτωρ βλέποντας όλα αυτά πίστεψαν στον Χρι­στό και τελικά μαρτύρησαν. Προσευχόμενη η Αγία ρίχτηκε στο καμίνι. Η φλόγα δεν άγγιξε καθόλου την Αγία, αλλά σκορπίσθηκε έξω από το καμίνι και έκαψε πολλούς από τους στρατιώτες.
Ο Πρίσκος υπέβαλε την Αγία σε νέα μαρτύ­ρια. Χτυπούσαν την Αγία με μεγάλες πέτρες και αιχμηρά σίδερα, με αποτέλεσμα να κατακόψουν και να καταξεσχίσουν το σώμα της. Και πάλι θαυματουργικά αποκαταστά­θηκε. Μετά την ρίξανε σε μια μεγάλη δε­ξαμενή, όπου υπήρχαν σαρκοβόρα θηρία. Τα θηρία όχι μόνον δεν την βλάψανε, αλ­λά παίζανε μαζί της. Έπειτα την έβαλαν σε ένα λάκκο με σουβλιά. Και από εκεί βγήκε αβλαβής. Ο Πρίσκος επιχείρησε να την πριονίσει και να την κάψει, αλλά τα δόντια του πριονιού στράβωσαν και η φωτιά σβήστηκε και έτσι δεν έπαθε τίποτα. Τέλος, ρίχτηκε στα θηρία, τα οποία πήγαν κοντά της προσκυνώντας την. Η Αγία Ευφημία παρακαλούσε τον Χριστό να την αναπαύσει κοντά Του. Μία αρκούδα τότε την δάγκωσε και αμέσως παράδωσε την Αγία ψυχή της στον Κύριο το 303 μ. Χ.
Οι γονείς της και άλλοι ευσεβείς Χριστιανοί, έθαψαν το πάνσεπτο σώμα της Αγίας Ευφημίας με μεγάλες τιμές στην Χαλκηδόνα. O Κύριος τίμησε την καλλίνικο παρθένο και μάρτυρα Ευφημία με την δωρεά της αφθαρσίας του πολύαθλου και παρθενικού της σώματος.
Ένα από τα πολλά θαύματα που έκανε η Αγία Ευφημία είναι και ακόλουθο που συνετέλεσε καθοριστικά στην ορθή διδασκαλία της Χριστιανική Πίστης. Στην Χαλκηδόνα συνήλθαν οι 630 θεοφόροι Πατέρες, το έ­τος 451 μ. Χ. συγκροτήσαντες την 4η Οικου­μενική Σύνοδο. Η Σύνοδος, καταδίκαζε τον αιρετικό Ευτυχή, που κήρυττε ότι ο Χριστός έχει μόνο μία φύση και μία ενέργεια, αυτή της Θεότητας. Οι Άγιοι Πατέρες δογμάτισαν την πίστη της Εκκλησίας, ότι ο Χριστός έχει δύο τέλειες φύσεις, θελήσεις και ενέργειες, την θεία και την ανθρώπινη, σε μία Υπόσταση. Αυτές οι δύο φύσεις είναι άτρεπτες, ασύγχυτες, αναλλοίωτες και αδιαίρετες. Οι Ορθόδοξοι Πατέρες συνέταξαν Τόμο, ο ο­ποίος περιείχε την αληθινή πίστη. Επίσης οι αιρετικοί Μονοφυσίτες συνέταξαν και αυτοί Τόμο, που περιείχε τα πιστεύω τους. Τότε ομό­φωνα ορθόδοξοι και αιρετικοί αποφάσισαν να τε­θούν και τα δύο κείμενα στο στήθος της Αγίας Ευφημίας. Άνοιξαν την λειψανοθήκη, τα τοποθέτησαν στην Αγία Ευφημία και την σφράγισαν πάλι. Όταν άνοιξαν την λειψανοθήκη, βρήκαν τον Τόμο των Ορθόδοξων Πατέρων στα χέρια της Αγίας και τον Τόμο των Μονοφυσιτών στα πόδια της. Έτσι η Αγία Ευφημία με το εξαίσιο αυτό θαύμα, «επικύρωσε» και «υπέγραψε» τον ορθόδοξο Τόμο και ανάδειξε το Χριστολογικό δόγμα περί των δύο φύσεων του Χρι­στού. Η μνήμη της εορτάζεται από την Εκκλησία μας στις 16 Σεπτεμβρίου.
Αγία Μεγαλομάρτυς και Παρθενομάρτυς Ευφημία
«Τω θείω έρωτι λαμπρώς αθλήσασα, εις οσμήν έδραμες Χριστού, πανεύφημε, οια νεάνις παγκαλής και Μάρτυς πεποικιλμένη, όθεν εισελήλυθας εις παστάδα ουράνιον, κόσμω διανέμουσα ιαμάτων χαρίσματα και σώζουσα τους σοι εκβοώντας, χαίροις θεόφρον Ευφημία»

Η Αγία Μάρτυς Λουντμίλλα (ή Λουτμίλλα) η Βασίλισσα της Τσεχίας 16 Σεπτεμβρίου,



site analysis


Όταν ο άγιος Μεθόδιος με τον αδελφό του άγιο Κύριλλο ξεκίνησαν από το Βυζάντιο νά μεταφέρουν το χριστιανισμό στους Σλάβους, ανάμεσα στους πρώτους πού δέκτηκαν το μήνυμα του Ευαγγελίου ήταν η πριγκίπισσα Λουντμίλλα (=Αγάπη) και ο σύζυγός της πρίγκιπας των Τσέχων Μποριβόης. Κατηχήθηκαν και δέκτηκαν την ορθόδοξη πίστη από τον ίδιο τον άγιο Μεθόδιο, το φωτιστή των Σλάβων.
Το πριγκιπικό ζεύγος εκοσμείτο με πολλές αρετές, αλλά ιδιαίτερα από μια θερμή πίστη κι ένα ένθεο ζήλο για μετάδοση της Ορθοδοξίας στους υπηκόους των. Με τη φροντίδα τους κτίστηκαν πολλοί ναοί σε ολόκληρη τη Τσεχία, και φρόντισαν νά τους στελεχώσουν με ευλαβείς κληρικούς.
Ο πρίγκιπας Μποριβόης απέθανε στα τριανταέξι του χρόνια, κι έτσι η Λουντμίλλα απέμεινε χήρα με τρία αγόρια και μια κόρη.
Η νεαρή χήρα υποτάχθηκε στό θέλημα του Θεού, εγκατέλειψε κάθε κοσμική δραστηριότητα, μοίρασε την περιουσία της στους φτωχούς και αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στο Θεό.
Ο γυιός της Βρατισλάβ ανέβηκε στο θρόνο της Τσεχίας ¬και κυβέρνησε τη χώρα από τη θέση αυτή για 33 ολόκληρα χρόνια. Τον διαδέχθηκε στο θρόνο ο γυιός του Βενσεσλάς. Αυτόν τον είχε αναθρέφει η γιαγιά του Λουντμίλλα με ιδιαίτερη προσοχή, «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Καλλιέργησε στην ψυχή του η αγία γιαγιά του κάθε χριστιανική αρετή και τον προετοίμασε νά γίνει ο προστάτης της Ορθοδοξίας στη χώρα, συνεχιστής του έργου του παππού του πρίγκιπα Μποριβόη. Πράγματι ο Βενσεσλάς δικαίωσε τις προσδοκίες της γιαγιάς του, αναδείκτηκε πραγματικά ιεραπόστολος, γι΄ αυτό και η Εκκλησία τον κατέταξε στο αγιολόγιό της και τιμά την μνήμη του στις 28 Σεπτεμβρίου.
Όσο καλός και πράος ήταν ο Βενσεσλάς, τόσο σκληρή και κακιά ήταν η βασίλισσα σύζυγός του. Αυτή ζήλευε για την αγιότητά της και μισούσε θανάσιμα τη γιαγιά πλέον Λουντμίλλα. Αυτή, θέλοντας νά δώσει τόπο στην οργή και για νά μήν προκαλεί με την παρουσία της την νύμφη της, απομακρύνθηκε από το παλάτι και κατέφυγε στην πόλη Τσετίν. Όμως, η νύμφη της και βασίλισσα μή αντέχοντας νά ακούει νά μιλούν για την αγιότητα της Λουντμίλλας, έστειλε ανθρώπους της και αφού της πέρασαν σχοινί στο λαιμό, την στραγγάλισαν. Έτσι η αγία Λουντμίλλα έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου στις 16 Σεπτεμβρίου του έτους 917.
Τα λείψανα της βρίσκονται στο ναό του αγίου Γεωργίου στην Πράγα, αποτελούν πηγή απείρων θαυμάτων και δέχονται την ευλάβεια και την τιμή πλήθους πιστών.

πηγή:
 Μηνιαία Έκδοση Εκκλησίας Αγίου Δημητρίου Παραλιμνίου «Παρά την Λίμνην», περίοδος β΄, έτος κ΄, αρ. 9, Σεπτέμβριος 2010-vatopaidi.wordpress.com

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Ἡ Ὁσία Θεοδώρα ἡ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ



site analysis












































































Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Ζήνωνος (474 – 490) καὶ ἦταν συνεζευγμένη μὲ εὐσεβὰ ἄνδρα, τὸν Παφνούτιο. Ἡ ζωὴ τῆς Θεοδώρας ἦταν τίμια, ἐνάρετη καὶ ἀφοσιωμένη στὸν σύζυγό της. Ὅμως, ὁ μισόκαλος διάβολος, σὲ κάποια στιγμὴ ἀδυναμίας τῆς Θεοδώρας, τὴν ἔσπρωξε κρυφὰ στὴν μοιχεία.Κανεὶς δὲν τὴν εἶδε. Κανεὶς δὲν τὸ ἔμαθε. Μποροῦσε, ἑπομένως, νὰ συνεχίσει ἁρμονικὰ τὴν ζωή της μὲ τὸν σύζυγό της. Ὅταν, ὅμως, ἄκουσε τὰ λόγια του Εὐαγγελίου, μὲ τὰ ὁποία ὁ Κύριος διδάσκει ὅτι «οὐκ ἐστὶ κρυπτόν, ὁ οὐ φανερὸν γενήσεται», δὲν ὑπάρχει, δηλαδή, κρυφό, τὸ ὁποῖο δὲν θὰ γίνει φανερὸ στὸ μέλλον, σκέφθηκε τὸ βάθος τῆς ἁμαρτίας της καὶ ἔκλαψε πικρά.Ντύθηκε ἔπειτα ἀνδρικά, πῆγε σὲ μοναστῆρι καὶ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Θεόδωρος. Ἐκεῖ, μέρα – νύκτα μετανοοῦσε καὶ ἔκλαιγε τὴν ἁμαρτία της.Μετὰ ἀπὸ δυὸ χρόνια, συκοφαντήθηκε ὅτι πόρνευσε μὲ γυναῖκα, ὅταν ἔφεραν ἕνα νεογέννητο μωράκι ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ. Τότε ἡ Θεοδώρα πῆρε τὸ βρέφος καὶ γιὰ ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια, ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστῆρι μὲ διάφορες κακουχίες, τὸ ἀνέθρεψε σὰν δικό της.Ὅταν ἐπανῆλθε στὸ μοναστῆρι, τὸ ταλαιπωρημένο σῶμά της μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ξεψύχησε. Τότε οἱ μοναχοί, ὅταν διαπίστωσαν τὸ φῦλο της, θαύμασαν καὶ ὅλοι μαζὶ δόξασαν τὸ Θεό.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δῶρον ἔνθεον, ἡγιασμένον, Θεῷ ἤνεγκας, τὴν βιοτήν σου, Θεοδώρα Ὁσία πανεύφημε· τῆς μετανοίας τὸ πῦρ γὰρ ἐμφαίνουσα, μέσον ἀνδρῶν φιλοσόφως διέλαμψας· ὅθεν πρέσβευε, ἀπαύστως τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορός Ἀγγελικός.
Τὴν νύκτα τῶν παθῶν, ἐκφυγοῦσα θεόφρον, προσῆλθες νοητῶς, τῷ Ἡλίῳ τῆς δόξης, ἀσκήσει νεκρώσασα, τῆς σαρκὸς τὰ σκιρτήματα· ὅθεν γέγονας, ὑπογραμμὸς Μοναζόντων, καὶ ἀνόρθωσις, τῶν πεπτωκότων ἐν βίῳ, Θεοδώρα πάνσεμνε.
Μεγαλυνάριον.Τίς σου τῆς ἀσκήσεως τὸ στερρόν, καὶ τῆς μετανοίας, ἀνυμνήσει, τὸ καρτερόν; Σὺ γὰρ Θεοδώρα, ὑπερφυέσι πόνοις, τὸν παλαμναῖον ὄφιν, κατετραυμάτισας























ΒΙΟΣ ΑΓΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΤΗΣ ΕΝ ΒΑΣΤΑ



site analysis



Κάθε χρόνο στις 11 Σεπτεμβρίου εορτάζουμε και τιμούμε την μνήμη της Οσιοπαρθενομάρτυρος Θεοδώρας της εν Βάστα. Η Αγία αυτή είναι γνωστή πλέον όχι μόνο στην πατρίδα μας αλλά και πέραν αυτής.
Ποιος είναι όμως ο δρόμος που βάδισε και έφθασε στην αγιότητα;
Θα αναφέρουμε με συντομία όσα είναι γνωστά για την ζωή και την πολιτεία της, με βάση τα ιερά συναξάρια της Εκκλησίας μας, με σκοπό ο καθένας μας να τη «ζηλέψει» και να της ομοιάσει.
Η Αγία καταγόταν από την Αγιοτόκο και Ηρωοτόκο Πελοπόννησο γι΄αυτό και από κάποιους ονομάζεται Αγία Θεοδώρα η «Πελοποννησία». Ως προς την καταγωγή της πιθανότερες περιοχές φαίνεται να είναι η Αρκαδία και η Μεσσηνία.
Έζησε κατά τον 9ο αιώνα δηλαδή στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι γονείς της υπήρξαν άνθρωποι πτωχοί και άσημοι αλλά αγαπούσαν τον Θεό και μετέδωσαν στα παιδιά τους την πίστη στον Χριστό. Από μικρή ηλικία η Θεοδώρα, σε σχέση με τα άλλα της αδέλφια, είχε  μία ιδιαίτερη αγάπη και κλίση προς τα θεία. Αγαπούσε τον Θεό σε τέτοιο βαθμό που επεθύμησε να αφιερώσει όλη της τη ζωή σ΄Αυτόν. Αποκτούσε μέρα με τη μέρα αυτό που οι Άγιοι Πατέρες ονομάζουν «Έρωτα Χριστού».
Μεγαλώνοντας αποφασίζει να εγκαταβιώσει σε μοναστήρι και εκεί να καλλιεργήσει τον έρωτά της για τον Χριστό. Το παράδοξο όμως είναι ότι δεν προτίμησε ένα γυναικείο μοναστήρι αλλά ένα ανδρικό! Παρουσιάστηκε στη Μονή της «Παναΐτσας», μία Μονή που βρίσκεται στα όρια των Νομών Αρκαδίας – Μεσσηνίας, ως άνδρας με το όνομα «Θεόδωρος». Δεν μπορούμε με σιγουριά να υποστηρίξουμε για ποιό λόγο το έκανε αυτό. Πιθανόν ήθελε να εξαφανιστεί εντελώς από τους γνωστούς της.
Στην ανδρώα Μονή που εγκαταβίωσε δεν άργησε να καταστεί παράδειγμα υπομονής, υπακοής και ταπείνωσης. Οι αρετές αυτές την οδηγούσαν σταδιακά σε μεγάλη πνευματική πρόοδο που αναγνωριζόταν  από τον Ηγούμενο και τους συμμοναστές της. Οι Πατέρες της Μονής, θαυμάζοντας την προσωπικότητα και τα χαρίσματα που τον διέκριναν, του εμπιστεύτηκαν τις εξωτερικές εργασίες της Μονής. Πράγματι, στο διακόνημα αυτό βρίσκονται πάντα μοναχοί ή μοναχές με εμπειρία στην πνευματική ζωή.  
Την ίδια χρονική περίοδο συνέβη στην ευρύτερη περιοχή της Πελοποννήσου φοβερός λιμός, έτσι που ο κόσμος και η Μονή κινδύνευσαν από ασιτία. Όλοι οι Πατέρες έστρεψαν τα βλέμματά τους στον «Θεόδωρο» ως τον μοναδικό που μπορούσε να βοηθήσει σ΄αυτήν την τόσο δύσκολη κατάσταση. Πράγματι, ο «Θεόδωρος» επισκέφτηκε πολλά σπίτια Χριστιανών προκειμένου να τους στηρίξει και αν ήταν δυνατόν να εξοικονομήσει κάτι και για την μοναστική αδελφότητα.
Συνέβη όμως κάτι φοβερό! Μία γυναίκα ξεστόμισε εναντίον του μία βαριά κατηγορία. «Ο καλόγερος, είπε, με άφησε έγκυο!». Η είδηση αυτή διαδόθηκε γρήγορα! Μία δεινή συκοφαντία είχε ήδη στηθεί. Οι γονείς της εγκυμονούσας γυναίκας θυμωμένοι ανέβηκαν στο Μοναστήρι και βίαια πρόσταξαν τον «Θεόδωρο» να τους ακολουθήσει. Ο «μοναχός» αν και αρνήθηκε την κατηγορία δεν αρνήθηκε να τους ακολουθήσει. Στη συνέχεια τον δίκασαν με συνοπτικές διαδικασίες και τον έκριναν ένοχο. Έλαβε την εσχάτη των ποινών, «θάνατον δια αποκεφαλισμού». Αν και μπορούσε με την αποκάλυψη του σώματός του να αποδείξει την αθωότητά του, προτίμησε να «σηκώσει» το βάρος της συκοφαντίας! Ως τόπος του μαρτυρίου ορίστηκε το χωριό Βάστα στην περιοχή της Αρκαδίας. Ο δήμιος τον οδήγησε μέχρι εκεί ενώ ο «Θεόδωρος» ακολουθούσε «ως αμνός άφωνος». Μετά από λίγη ώρα η ψυχή της «Αγίας Θεοδώρας» φτερούγισε προς τον ουρανό, στην ετοιμασμένη θέση των οσιοπαρθενομαρτύρων της Εκκλησίας μας.
Ο δήμιος και οι συνεργάτες του, που αποκεφάλισαν τη μάρτυρα, διέκριναν το σώμα της γυμνό και μεταμεληθέντες ζήτησαν συγχώρεση από τον Θεό.
Το θαυμαστό γεγονός έγινε γνωστό παντού! Ο Ηγούμενος και οι συμμοναστές θρηνολογώντας έφθασαν στον τόπο του μαρτυρίου και δοξάζοντας τον Θεό ενεταφίασαν το σώμα της στην Ιερά Μονή τους ή κατά την γνώμη άλλων στον ίδιο τόπο του μαρτυρίου της.
Πριν τον αποκεφαλισμό της, η Αγία ζήτησε από τον Θεό τα μαλλιά της να γίνουν δένδρα και το αίμα της ποτάμι. Πράγματι, στη στέγη του ιδρυθέντος ναού που βρίσκεται στη Βάστα της Αρκαδίας ανεφύησαν δένδρα, τα οποία παραδόξως στέκονται στη στέγη και ομολογούν ότι «όπου ο Θεός βούλεται νικάται φύσεως τάξις».

Ο Ιερός Χρυσόστομος ο μεγάλος αυτός πατέρας της Εκκλησίας μας λέγει: «εορτή αγίου, μίμηση αγίου». Ας προσπαθήσουμε με τη βοήθεια του Θεού μας και τις πρεσβείες της Αγίας να της ομοιάσουμε και να γίνουμε άγιοι διότι αυτός είναι ο Κύριος σκοπός της ζωής όλων μας.
Ο Κύριος μας προτρέπει: «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμι» (Α’  Πέτρου 1, 16).

* * *

Ο βίος της οσιομάρτυρος αγίας Θεοδώρας που περιγράψαμε δίνει σε μας μερικά μηνύματα που αξίζουν να σημειωθούν.
Α) Κατ΄αρχήν διδασκόμαστε ότι η αγιότητα δεν είναι μία στάσιμη κατάσταση, αλλά ένας συνεχής αγώνας να καθαρίσει ο άνθρωπος την καρδιά του από τα πάθη και να ενωθεί με τον Θεό. Είναι αλήθεια ότι ο Παντοδύναμος Θεός όλα τα μπορεί, αλλά είναι κάτι το οποίο δεν το μπορεί. Ποιο είναι αυτό; Να ενωθεί με ακάθαρτο! Ο αγώνας μας λοιπόν, είναι η κάθαρση της καρδίας μας από τα πάθη και η συνέχιση της πνευματικής μας ζωής στα στάδια της ελάμψεως και της θεώσεως.
Β) Επίσης, βλέπουμε παίρνοντας αφορμή από τον βίο της αγίας Θεοδώρας, ότι η αγιότητα δεν σχετίζεται με την ηλικία ή το επάγγελμα ή την κοινωνική κατάσταση του πιστού. Το παράδειγμα της προστάτιδάς μας αγίας αποδεικνύει αυτήν την αλήθεια. Ήταν νεαρό κορίτσι, όταν την τράβηξαν στην ερημιά που βρίσκεται σήμερα το ιερό μας προσκύνημα για να την αποκεφαλίσουν. Αλλά ενώ ήταν μικρή στην ηλικία, έδειξε θάρρος ανδρός. Τι την ενίσχυε; Η Χάρις του Θεού, αυτή είναι που ενίσχυσε εκείνη και τον καθένα από εμάς στον αγώνα της ζωής μας. Αυτή σου δίνει δύναμη και υπομονή. Αλλά όχι μόνο η ηλικία αλλά και το επάγγελμα που ασκεί καθένας δεν είναι ανασταλτικός παράγοντας για να φθάσει στην αγιότητα. Για παράδειγμα, σήμερα εορτάζει και ένας άλλος άγιος, ο άγιος Ευφρόσυνος που ήταν μάγειρας στο επάγγελμα. Από όλα σχεδόν τα επαγγέλματα έχουμε περιπτώσεις πιστών που έφθασαν στην αγιότητα. Ούτε πάλι αν κάποιος  είναι πλούσιος ή φτωχός δεν εμποδίζεται να γίνει άγιος. Η αγία Θεοδώρα προερχόταν από φτωχούς και άσημους γονείς, αλλά γνωρίζουμε από τους συναξαριστές της Εκκλησίας μας, ότι και βασιλείς ακόμα προτίμησαν το μοναχικό κελλί και το τριμμένο ράσο στο Άγιον Όρος και παράτησαν το στέμμα και την τρυφηλή ζωή. Όπως και να είναι λοιπόν ο καθένας μας, κληρικός ή άσημος μπορεί να γίνει άγιος. Από την οποιαδήποτε θέση του μέσα στην κοινωνία, όποια θέση και αν είναι αυτή μπορεί να ενωθεί με τον Θεό.
Γ) Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η αγιότητα δεν σχετίζεται με την καλοπέραση. Η ζωή του χριστιανού είναι ασκητική ζωή έστω και αν ζει στο κέντρο των Αθηνών, όπως ο μακαριστός αγιασμένος γέροντας Πορφύριος. Η ζωή των χριστιανών είναι ζωή θυσιών και συνάμα ζωή απέραντης αγάπης. Η αγιότητα είναι δρόμος ανηφορικός, οδός στενή  και τεθλιμμένη αλλά ταυτόχρονα δρόμος με μεγάλες και γλυκές πνευματικές χαρές. Η πνευματική ζωή που οδηγεί στην αγιότητα είναι στίβος πνευματικός που περιλαμβάνει μικρά ή μεγαλύτερα εμπόδια και δυσκολίες. Είναι αυτά που καθημερινά ο καθένας αντιμετωπίζει στη ζωή του.
Όσο δύσκολος όμως και να είναι αυτός ο δρόμος είναι γλυκύς και αποτελεί τον απώτερο, ανώτερο και ουσιαστικότερο σκοπό της ζωής μας. Ο πόθος μας πάνω απ΄όλα πρέπει να είναι η αγιότητα.
Ας προσπαθήσουμε να γίνουμε άγιοι, μιμούμενοι τον βίο της αγίας Θεοδώρας που τόσο στον ιερό αυτό τόπο που μαρτύρησε, όσο και σε κάθε σημείο της γης και αν βρεθεί και την επικαλεσθεί ο καθένας μας, η αγία θα βρεθεί κοντά του, ως βοηθός και προστάτης του. Ας ακούσουμε τη φωνή του ιερού Χρυσοστόμου από τον 4ο αιώνα ακόμη, που μας προτρέπει λέγοντας «εορτή αγίου, μίμησις αγίου». Ας δίνει η αγία μας την ευλογία της σε καθένα πιστό που έρχεται και προσκυνά την εικόνα της και βαδίζει στα ματωμένα χώματα του τόπου που μαρτύρησε!

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2011

Η Αγία ένδοξος, θεόστεπτος και Ισαπόστολος Βασίλισσα Πουλχερία η Παρθένος



site analysis

Αυτή η αγιωτάτη και Ισαπόστολος Βασίλισσα ήταν εγγονή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου, κόρη του αυτοκράτορα Αρκαδίου και αδελφή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του λεγομένου Μικρού.
Ήταν σοφώτατη και ευσεβέστατη και υποσχέθηκε στο Θεό την δια βίου παρθενία και γι’αυτό αναφέρεται ως Πουλχερία η Παρθένος.
Ανέλαβε τη μόρφωση και διαπαιδαγώγηση στην ευσέβεια του μικροτέρου αδελφού της μέχρι της ενηλικιώσεώς του, αλλά και αργότερα υπήρξε το δεξί χέρι του και ο πραγματικός κυβερνήτης της Αυτοκρατορίας.
Πολύ υπερασπιζόταν την Ορθοδοξία και βοήθησε την Εκκλησία. Οι Πατριάρχες και ο λοιπός κλήρος και ο λαός την σέβονταν και την τιμούσαν πολύ. Τιμήθηκε όσο ελάχιστοι άλλοι βασιλείς για την ευλάβεια, τη σύνεση, τις πολλές αρετές και τις αμέτρητες αγαθοεργίες της. Με ειλικρινή και άπειρο σεβασμό αναφέρονταν σε αυτήν και την επευφημούσαν ως νέα Αγία Ελένη.
Το 450 απεβίωσε ο αδελφός της αυτοκράτορας Θεοδόσιος και η διακυβέρνηση του Κράτους απέμεινε σε αυτήν. Κατανόησε ότι η διακυβέρνηση χρειαζόταν στιβαρώτερα χέρια και, καθ’ υπόδειξη και της Συγκλήτου, έλαβε σύζυγο τον ευλαβέστατο και ενάρετο συγκλητικό Μαρκιανό τον οποίο κατέστησε βασιλέα, υπό τον όρο ότι θα φυλάξει ως τέλους την παρθενία της.
Το 451, μαζί με το Μαρκιανό, ο οποίος συγκαταλέγεται επίσης μεταξύ των Αγίων, συνεκάλεσαν την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία αναθεμάτισε τον Ευτυχή και το Διόσκορο και γενικά τον μονοφυσιτισμό.
Τιμήθηκε ακόμη και εν ζωή ως αγία από όλους τους Επισκόπους και τους Πατριάρχες και ιδιαίτερα από τόν άγιο Λέοντα Πάπα Ρώμης. Είναι εκ των ευλαβεστέρων Βασιλισσών οι οποίες τίμησαν την Εκκλησία. Προς αυτήν απηύθυνε ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας θεολογικώτατες επιστολές του, με τις οποίες αποδεικνύει την δυσσέβεια της αίρεσης του Νεστορίου.
Αυτή πρώτη θέσπισε δια νόμου το «περί του Ελληνιστί διατίθεσθαι» , να χρησιμοποιείται δηλ. η Ελληνική ως επίσημη γλώσσα του Κράτους, ενώ πριν χρησιμοποιόταν η Λατινική.
Η Αγία Πουλχερία επί Πατριαρχείας Αγίου Πρόκλου, συνήργησε στην επαναφορά του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και των αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.
Πολλά είναι τα ευαγή ιδρύματα, οι Σχολές, τα Νοσοκομεία, οι Ναοί και οι Μονές, τα οποία οικοδόμησε και πλούτισε ποικιλοτρόπως με προσόδους, προνόμια και άλλα αγαθά, ώστε να μένουν εις δόξαν Θεού και μνημόσυνό της.
Αυτή υπήρξε και η πρώτη κτιτόρισσα της Μονής του Εσφιγμένου, γι’αυτό και δικαίως και πρεπόντως δοξάζεται σε αυτήν αιωνίως.
Το όνομά της φέρει και ένα από τα πολυτιμότερα κειμήλια της Μονής, ο πολυτιμότατος και ανεκτίμητος ομώνυμος Σταυρός.
Η Αγία απήλθε προς Κύριον την 10η Σεπτεμβρίου του έτους 453.