Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Η ΑΓΙΑ ΜΥΡΟΦΟΡΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ



site analysis



«Η αγία καταγόταν από τα Μάγδαλα στα όρια της Συρίας. Προσήλθε στον Χριστό και θεραπεύτηκε με τη χάρη Του από επτά δαιμόνια που την ενοχλούσαν. Τον ακολούθησε έκτοτε μέχρι το Πάθος Του κι έγινε Μυροφόρος, ενώ αξιώθηκε να δει πρώτη την Ανάσταση του Κυρίου, μαζί με την Παναγία Μητέρα Του, καθώς άκουσε γι’ αυτήν  από άγγελο Κυρίου, και πάλι το πρωί από δύο αγγέλους «εν λευκοίς καθεζομένους». Και πάλι είδε τον Κύριο, νομίζοντάς Τον για κηπουρό, και άκουσε από Αυτόν «μη μου άπτου», μη μ’  αγγίζεις. Μετά λοιπόν τη θεία και αγία Ανάληψη, πήγε στην Έφεσο προς τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και απόστολο, όπου εκεί οσίως κοιμήθηκε και ετάφη δίπλα στην είσοδο του σπηλαίου, στο οποίο οι άγιοι μακάριοι επτά παίδες είχαν κοιμηθεί. Ύστερα, επί Λέοντος του μακαριστού Βασιλιά, το λείψανό της ανακομίστηκε στη μονή του Αγίου Λαζάρου που ιδρύθηκε από τον Λέοντα, στην οποία ετησίως τελείται και η σύναξή της».

Προκαλεί συγκίνηση σε κάθε χριστιανό πιστό η μνήμη της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, η οποία αναδείχτηκε μυροφόρος και ισαπόστολος. Και τούτο γιατί εκτός του ότι έζησε την παρουσία του Κυρίου εν πνεύματι, όπως άλλωστε και όλοι οι άγιοι – παρουσία βεβαίως που είναι η ανώτερη δυνατή, αφού ζει κανείς τον Χριστό με τον τρόπο αυτό ως μέλος Του, δηλαδή στα όρια της ύπαρξής του – αυτή αξιώθηκε να Τον ζήσει και κατά την ιστορική Του παρουσία επί της γης, να Τον δει, να Τον ακούσει, να Τον παρατηρήσει, να Τον ψηλαφήσει και με τις σωματικές της αισθήσεις. Ό,τι συνέβη με άλλα λόγια με τους αποστόλους, οι οποίοι μάλιστα βαπτίστηκαν κατά την Πεντηκοστή με το άγιον Πνεύμα, το ίδιο συνέβη και με την αγία Μαγδαληνή, η οποία είχε πέραν αυτών και την εξαιρετική ευλογία να είναι φίλη και «αδελφή» με την ίδια την Παναγία μας. Αν η γνωριμία μας με έναν άγιο μάς κάνει να νιώθουμε ιδιαιτέρως ευλογημένοι και τιμημένοι, πόσο περισσότερο τούτο πρέπει να συμβαίνει και με την αγία Μαγδαληνή;
Γι’  αυτό και ο Κύριος, βλέποντας την ολοκάρδια ανταπόκρισή της στην προσφορά καταρχάς της χάρης Του, με την οποία την θεράπευσε από επτά ενοχλητικά δαιμόνια – ανταπόκριση που εκφράστηκε με την πιστή έκτοτε ακολουθία Του, ακόμη και μετά τον θάνατό Του – την τίμησε με το να γίνει η πρώτη, μαζί με την Παναγία Μητέρα Του, που δέχτηκε το μήνυμα της Ανάστασης, κι η πρώτη, στη συνέχεια, η οποία ευαγγελίστηκε το χαρμόσυνο τούτο γεγονός στους φοβισμένους και δυσπίστους μαθητές Του. Οι ύμνοι της Εκκλησίας τονίζουν πολλαπλώς αυτήν την τιμή της από τον Χριστό, όπως για παράδειγμα το δοξαστικό του εσπερινού της εορτής της, που λέει: «Πρώτη κατιδούσα την θείαν ανάστασιν, Μαρία η Μαγδαληνή,…πρώτη και ευαγγελίστρια εδείχθης…». Κι αλλού, στον όρθρο: «Γεγηθυία τον τάφον του Λυτρωτού έφθασας, πρώτη κατιδούσα την θείαν Κόρη Ανάστασιν. Ευαγγελίστρια, όθεν, εδείχθης βοώσα: ο Χριστός εγήγερται, χείρας κροτήσατε». Με χαρά έφτασες τον τάφο του Λυτρωτή, κι είδες πρώτη, Κόρη, τη θεία Ανάσταση. Γι’  αυτό αναδείχτηκες ευαγγελίστρια, φωνάζοντας δυνατά: ο Χριστός αναστήθηκε, κτυπήστε παλαμάκια.
Έτσι, η αγία Μαγδαληνή, έμεινε στην ιστορία και στη μνήμη της Εκκλησίας, μεταξύ των άλλων, και ως άγγελος των καλών ειδήσεων, ως εκείνη δηλαδή που μετέστρεψε την αθυμία των μαθητών σε ευθυμία – «την αθυμίαν αποθέμενοι, την ευθυμίαν αναλάβετε» - ως εκείνη που τα λόγια της υπήρξαν δροσιά κι αναψυχή στους μαθητές, που καίγονταν από τον καύσωνα της αθυμίας – «ρημάτων σου δροσισμώ, της αθυμίας τον καύσωνα εξήρας των μαθητών» - κάτι που βεβαίως συνέχισε με τη διδασκαλία και τη ζωή της, μέχρι την αγία τελευτή της. Και άφησε ισχυρό παράδειγμα και σε μας, να ξέρουμε ότι ο μόνος τρόπος για να φέρνουμε στους θλιμμένους συνανθρώπους μας την ευθυμία  και να τους δροσίζουμε, ευρισκομένους μέσα στο οποιοδήποτε καμίνι των θλίψεων και των δοκιμασιών τους, είναι να ζούμε οι ίδιοι την ανάσταση του Χριστού με την καλή ζωή μας και αυτήν την αναστημένη ζωή μας να την καταθέτουμε ως μαρτυρία σ’ αυτούς.

ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑ



site analysis



«Η αγία Χριστίνα καταγόταν από την πόλη της Τύρου κι ήταν κόρη ενός στρατηλάτη ονόματι Ουρβανού. Αυτός έβαλε την κόρη του σε πύργο υψηλό, της έδωσε εντολή να ζει εκεί και να  προσφέρει  θυσία στους ειδωλολατρικούς θεούς που εκείνος λάτρευε, κατασκευασμένους από χρυσάφι, ασήμι και άλλα υλικά. Η Χριστίνα όμως τα έκανε κομμάτια και ό,τι πολύτιμο υπήρχε ως υλικό το έδωσε στους φτωχούς. Γι’  αυτόν τον λόγο ο πατέρας της άρχισε να την υποβάλλει σε πολλές τιμωρίες και την έβαλε σε φυλακή, χωρίς να της δίνει τροφή. Η αγία όμως τρεφόταν από αγγέλους, οι οποίοι την θεράπευσαν και από τις πληγές της. Έπειτα ρίχνεται στη θάλασσα, όπου δέχεται το θείο βάπτισμα από τον ίδιο τον Κύριο, και οδηγείται στην ξηρά από θείο άγγελο. Όταν μαθεύτηκε ότι ζει, κλείνεται πάλι στη φυλακή, κατ’ εντολή του πατέρα της, ο οποίος το ίδιο βράδυ πέθανε με άσχημο τρόπο. Στη θέση του πατέρα της έρχεται ο στρατηγός Δίων, ο οποίος αρχίζει να εξετάζει τη μάρτυρα, ο αλιτήριος. Αυτή δε, επειδή κήρυξε τον Χριστό, τιμωρείται σκληρότατα. Μέσα στα μαρτύρια ευρισκόμενη, τέλεσε διάφορα θαύματα, γεγονός που οδήγησε στην πίστη τρεις χιλιάδες από τους στρατιώτες. Μετά τον Δίωνα, ανέλαβε την εξουσία κάποιος Ιουλιανός, ο οποίος ρίχνει την αγία σε κάμινο του πυρός, κι αφού εκείνη έμεινε άφλεκτος, την καταδικάζει να ριχτεί σε δηλητηριώδη φίδια και διατάζει  έπειτα να της κόψουν τους μαστούς, από τους οποίους χύθηκε αντί αίμα γάλα. Στη συνέχεια της κόψανε τη γλώσσα, και τελευταίο από όλα, αφού κτυπήθηκε από στρατιώτες με πέτρες, παρέδωσε το πνεύμα της στον Θεό».

Τρία σημεία από το συναξάρι της αγίας είναι εξόχως σημαντικά, προκειμένου να τα σχολιάσουμε:
(1) Λέγεται – και όχι άδικα – ότι ανώτερη αγάπη στον κόσμο τούτο από τη γονεϊκή δεν υπάρχει. Οι γονείς είναι εκείνοι, σχεδόν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, που είναι έτοιμοι και τη ζωή τους να δώσουν για χάρη των παιδιών τους. Διότι νιώθουν ότι τα παιδιά τους αποτελούν κομμάτι του εαυτού τους: η ζωή των παιδιών τους ήδη εκ κοιλίας μητρός ζυμώθηκε μ’  εκείνους. Κι όμως: στην περίπτωση της αγίας Χριστίνας – δυστυχώς όχι μόνον αυτής – τούτο καταλύεται. Ο ίδιος ο πατέρας της γίνεται ο δήμιός της, εκείνος που θέλει να την καταστρέψει. Αιτία: ο φανατισμός του, που τον κάνει να είναι δέσμιος των ειδώλων, δηλαδή των διαφόρων δαιμονίων, και που γι’ αυτό απαιτεί και η κόρη του να τον ακολουθεί στις δικές του δοξασίες. Εκ διαμέτρου αντίθετη τοποθέτηση από τη χριστιανική, η οποία κάνει τον άνθρωπο να αγαπά με απόλυτο τρόπο τον Θεό, για να μπορεί όμως αυτός στη συνέχεια να αγαπά με απόλυτο πάλι τρόπο και τον συνάνθρωπό του, που σημαίνει και να σέβεται καθ’  οιονδήποτε τρόπο την ελευθερία του.
(2) Η αγία άρχισε να διώκεται για την πίστη της στον Χριστό, ενόσω ακόμη δεν είχε γίνει πλήρως χριστιανή, δηλαδή όταν ακόμη δεν είχε βαπτισθεί. Η χάρη του Θεού όμως ενεργούσε πλούσια σε αυτήν, έστω και με εξωτερικό τρόπο. Διότι το βάπτισμα προσφέρει ακριβώς αυτό: συνδέει τον καλοπροαίρετο και ενεργούμενο εξωτερικά από τη χάρη του Θεού άνθρωπο με τον Χριστό, τον κάνει μέλος Του και συνεπώς ο Χριστός δρα μέσα από το κέντρο της καρδιάς του, εκεί που πριν δρούσε το πονηρό. Σ’  έναν τέτοιον άνθρωπο όμως, σαν την αγία Χριστίνα, ο Θεός βρίσκει τρόπους να συνδεθεί με αυτόν, πέραν των «κανονικών και νομίμων». Και τι γίνεται; Μέσα στη θάλασσα ευρισκόμενη η αγία, από την κακία των διωκτών της, έχει τον ίδιο τον Δημιουργό και Σωτήρα της Χριστό να τελεί το άγιο βάπτισμά της, προκειμένου να την κάνει μέλος Του. «Το Πνεύμα όπου θέλει πνει», ενώ θαυμάζει κανείς την «υπακοή» και του ίδιου του Χριστού μας σε ό,τι ο Ίδιος έχει νομοθετήσει. «Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται».
(3) Στο μαρτύριο της εκτομής των μαστών της, διαπιστώνεται το παραδοξότατο: αντί αίματος εκχέεται γάλα. Πέραν από την παρατηρούμενη ενέργεια του Θεού, που κάνει ένα θαύμα – προφανώς για να ενισχύσει τους καλοπροαίρετους θεατές του μαρτυρίου της, ώστε να μεταστραφούν ή ν’ αυξηθούν στην πίστη – μπορούμε να επιχειρήσουμε και μίαν ακόμη εξήγηση: αφενός το γάλα αυτό, από μία παρθένο, μπορεί να θεωρηθεί ως σύμβολο της διδασκαλίας που ασκούσε η αγία στους ειδωλολάτρες, κατά το «γάλα υμάς επότισα» που έλεγε στους αρχαρίους στην πίστη ο απόστολος Παύλος, αφετέρου φανερώνει την κυοφορία, μέσα της, της χάριτος του Θεού, που την κάνει και αυτήν μία μικρή «Παναγία», κατά τους λόγους του Κυρίου, που είπε ότι αυτοί που τηρούν το άγιο θέλημά του Πατέρα Του «μήτηρ και αδελφός και αδελφή Του εισίν».

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ



site analysis



«Η Αγία Άννα, η γιαγιά κατά σάρκα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ήταν από τη φυλή του Λευί, κόρη του ιερέα Ματθάν και της γυναίκας του Μαρίας. Ο Ματθάν ιεράτευε επί της βασιλείας Κλεοπάτρας και Σαπώρου ή Σαβωρίου, βασιλιά των Περσών, και της βασιλείας Ηρώδου του Αντιπάτρου. Ο Ματθάν είχε τρεις κόρες, τη Μαρία, τη Σοβή και την Άννα. Παντρεύτηκε η πρώτη στη Βηθλεέμ και γέννησε τη Σαλώμη, τη μαία. Παντρεύτηκε η δεύτερη, κι αυτή στη Βηθλεέμ, και γέννησε την Ελισάβετ (τη μητέρα του Ιωάννη του Προδρόμου). Παντρεύτηκε δε και η Τρίτη, η Άννα, στη γη της Γαλιλαίας, και γέννησε Μαρία τη Θεοτόκο, που σημαίνει ότι η Σαλώμη, η Ελισάβετ και η αγία Μαρία η Θεοτόκος, ήσαν κόρες τριών αδελφών και μεταξύ τους πρωτεξαδέλφες. Αυτή λοιπόν η Άννα, αφού γέννησε τη σωτηρία όλου του κόσμου, την Παναγία, και την απογαλάκτισε, την ανάθεσε στον Ναό, ως άμωμο δώρο στον παντοκράτορα Θεό, και έζησε το υπόλοιπο της ζωής της, μέχρις ότου εξεδήμησε εν ειρήνη προς τον Κύριο, με νηστείες και ευεργεσίες προς αυτούς που είχαν ανάγκη. Τελείται δε η αυτής Σύναξις εν τω Δευτέρω».

Όλη η ακολουθία της ημέρας, εσπερινού και όρθρου, υπέρλαμπρη και φωτοφόρος, είναι γεμάτη από ωραιότατα εγκώμια προς την Αγία Άννα, στα οποία καλείται να μετάσχει «εν κυμβάλοις ψαλμικοίς», κατά το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού, «πάσα η κτίσις». «Μετ’  εγκωμίων εκτελείται η ένδοξος μνήμη σου…Άννα θεόκλητε». Ο εγκωμιασμός όμως δεν είναι μόνον για την αγία Άννα. Μετέχει σ’ αυτόν και ο σύζυγός της, ο δίκαιος Ιωακείμ, γιατί αυτός είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο ήλιος, που ενώθηκε με τη σελήνη, την αγία Άννα, για να προέλθει η ακτίνα της Παρθενίας, η Παναγία Μαριάμ, η κόρη τους. «Ήλιος ώσπερ τη σελήνη τη Άννη ενούμενος, ο κλεινός Ιωακείμ, της παρθενίας ακτίνα γεννά». «Ω, μακαρία δυάς, υμείς πάντων γεννητόρων υπερήρθητε…» Μακάρια δυάδα, που ξεπεράσατε όλους τους γονείς. Αιτία βεβαίως για τον πλούτο των εγκωμίων  είναι αυτό που ο καθένας κατανοεί: από τον Ιωακείμ και την Άννα, γεννήθηκε η Παναγία, η οποία έφερε στον κόσμο, μέσα στο βάθος του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία αυτού, τον ίδιο τον Θεό εν σαρκί, τον Κύριο Ιησού Χριστό. «Δια της Παναγίας, της Θεότητος αυγή επέλαμψε». Με την Παναγία έλαμψε στον κόσμο το φως της Θεότητος. Και βεβαίως έτσι τιμώνται ο παππούς και η γιαγιά κατά σάρκα του Κυρίου μας. «Μνήμην τελούντες Δικαίων, των Προπατόρων Χριστού…».
Η αιτιολόγηση αυτή της φωτοφόρου εορτής της Κοιμήσεως της αγίας Άννης δεν συνιστά μία απλή αναφορά της όλης εορτής. Αποτελεί το κέντρο, την αδιάκοπα ανακυκλούμενη έννοια, τόσο που θα έλεγε κανείς ότι όλη η ακολουθία δεν κάνει τίποτε άλλο, από το να προβάλλει τον ερχομό του Χριστού διά της Παναγίας Μητέρας Του, και αυτό να το παρουσιάζει με διαφορετικές λέξεις και πολλαπλά λογοτεχνικά σχήματα, με εικόνες και  με προτυπώσεις ακόμη από την Παλαιά Διαθήκη. Σαν να έχουμε το πολυτιμότερο διαμάντι στον κόσμο, και να το προβάλλουμε με όλων των ειδών τα φώτα και τους χρωματισμούς. «Οι εξ ακάρπων λαγόνων, ράβδον αγίαν την Θεοτόκον βλαστήσαντες, εξ ης η σωτηρία τω κόσμω ανέτειλε, Χριστός ο Θεός». «Της μητρός του Δεσπότου και Ποιητού, μήτηρ γέγονας Άννα πανευκλεής…»  Έτσι η κοίμηση της αγίας Άννης, και μαζί με αυτήν του αγίου Ιωακείμ, λειτουργεί παραπεμπτικά και αναγωγικά: δι’  αυτών  τιμάται και εγκωμιάζεται ο Κύριος Ιησούς Χριστός. «Μνήμην Δικαίων τελούντες, σε ανυμνούμεν, Χριστέ». Κι είναι φυσικό: αν ένας άνθρωπος έχει κάποια αξία είναι γιατί ο ίδιος ο Θεός τον έχει χαριτώσει και τον έχει υπερυψώσει. Κι αν αυτό ισχύει για όλους τους αγίους, πόσο μάλλον για τους κατά σάρκα προπάτορές Του, τον παππού Του και τη γιαγιά Του;
Η τιμή ασφαλώς για την αγία Άννα και τον άγιο Ιωακείμ δεν είναι μία εύνοια του Θεού χωρίς λόγο. Για να χαριτωθούν με αυτόν τον τρόπο – να γεννήσουν το καλύτερο άνθος της ανθρωπότητας, την Παναγία Θεοτόκο – συνήργησαν και οι ίδιοι, με την αγιασμένη ζωή τους, γεγονός που προβάλλει εξίσου πολλαπλώς η ακολουθία της ημέρας. «…Η νοητή χελιδών (η Αννα)…αμέμπτως εν σωφροσύνη βιωσαμένη καλώς». Με σωφροσύνη και με άμεμπτο τρόπο έζησε η αγία Άννα. «Τας νόμου εντολάς, θεαρέστως τηρούσα, μητέρας Ισραήλ, υπερήρας απάσας…αγιόλεκτε Άννα, προμήτορ Κυρίου». Τήρησες τις εντολές του νόμου του Θεού, με θεάρεστο τρόπο, αγιόλεκτε Άννα, και ξεπέρασες όλες τις μητέρες του Ισραήλ. Με την προϋπόθεση αυτή, να τηρεί δηλαδή πάντοτε το θέλημα του Θεού, αναδείχτηκε η Άννα σ’ αυτό το υψηλό σημείο, να γίνει Μητέρα της Μητέρας του Θεού, γι’  αυτό και οι ύμνοι στη συνέχεια δεν παύουν να μιλούν για το τελικό αποτέλεσμα: να μετατεθεί στους κόλπους του Θεού και να είναι συνόμιλος των αγγέλων. Ο Χριστός «σε  μεταθέμενος προς τα επουράνια, μετά δόξης, Άννα ένδοξε». «Σήμερον εκ της προσκαίρου μεταστάσα ζωής, εν τοις επουρανίοις μετά χαράς την πορείαν ποιουμένη αγάλλεται». Το ένδοξο τέλος της αγίας Άννης, τηρουμένων των αναλογιών, περιμένει βεβαίως και εμάς, εφόσον αγωνιζόμαστε στη ζωή αυτή να τηρούμε τις άγιες εντολές του Χριστού. Ο Θεός μας, μη ξεχνάμε, δεν είναι προσωπολήπτης.  
ΠΗΓΗ.ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ.

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ



site analysis



«Η αγία Παρασκευή (2ος μ.Χ. αι.) έζησε επί της βασιλείας Αντωνίνου του Πίου, καταγόταν από τη Ρώμη και είχε χριστιανούς γονείς, τον Αγάθωνα και την Πολιτεία, οι οποίοι μετά από πολλή προσευχή γέννησαν την αγία, στην οποία έδωσαν το όνομα Παρασκευή, γιατί γεννήθηκε την ομώνυμη ημέρα της εβδομάδας. Από πολλή μικρή αφιερώθηκε στον Θεό, με τη βοήθεια ιδιαιτέρως της μητέρας της, έμαθε τα ιερά γράμματα, μελετούσε διαρκώς τις άγιες Γραφές και πάντοτε περνούσε τον καιρό της στην προσευχή και στην Εκκλησία. Μετά τον θάνατο των γονιών της, μοίρασε τα υπάρχοντά της στους πτωχούς, ντύθηκε το μοναχικό σχήμα κι άρχισε να κηρύσσει το όνομα του αληθινού Θεού και Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ελκύοντας στη θεογνωσία πολλούς από τους ειδωλολάτρες, γι’ αυτό και κάποιοι Ιουδαίοι την διέβαλαν στον βασιλιά, λέγοντας ότι κάποια γυναίκα, ονόματι Παρασκευή, κηρύσσει τον Ιησού τον υιό της Μαρίας, τον οποίο οι πατέρες μας  σταύρωσαν. Ο βασιλιάς διέταξε να την φέρουν ενώπιόν του για να την ανακρίνει, κι αφού της έταξε πολλά αγαθά αν θυσιάσει στους θεούς του, γεγονός το οποίο αμέσως αρνήθηκε η αγία, ομολογώντας την πίστη της στον αληθινό Θεό, εκείνος την έριξε σε διάφορα μαρτύρια, από τα οποία διαφυλάχθηκε απολύτως σώα με τη χάρη του Θεού, μεταστρέφοντας έτσι πολλούς από τους παρευρισκομένους. Διατάσσει έπειτα να την βάλουν σε χαλκό λέβητα, γεμάτο λάδι και πίσσα, πυρακτωμένο σφοδρά, στον οποίο η αγία φαινόταν σε όλους ότι δροσίζεται, κάτι που προκάλεσε την έκπληξη του βασιλιά, ο οποίος  της ζήτησε να του ρίξει επάνω του λίγο από το μείγμα, για να δει αν όντως είναι καυτό ή όχι. Μόλις η αγία έριξε με τις παλάμες της πάνω στο πρόσωπό του, αμέσως αυτός κάηκε και τυφλώθηκε. Άρχισε να ζητά δυνατά τη βοήθεια της αγίας, υποσχόμενος ότι θα πιστεύσει στον Θεό που εκείνη κήρυσσε. Η αγία προσευχήθηκε και ο βασιλιάς ανέβλεψε, οπότε και ο βασιλιάς και όλοι οι υπ’ αυτόν βαπτίστηκαν στο όνομα της αγίας Τριάδος. Η αγία συνέχισε να περιοδεύει σε διάφορα μέρη, να κηρύσσει και να κάνει διάφορα θαύματα με τη βοήθεια του Θεού, μεταστρέφοντας έτσι ακόμη περισσότερους στην πίστη, οπότε μετά από πολλά μαρτύρια που υπέστη για την πίστη της, της κόψανε το κεφάλι και το πνεύμα της μετέβη στις αιώνιες μονές».

Η αγία Παρασκευή αποτελεί μία ιδιάζουσα περίπτωση αγίας, διότι εκτός των πνευματικών και ασκητικών αγώνων της για τον διαρκή αγιασμό της, και μάλιστα εκ νεότητος -  τον οποίο αγιασμό επιβεβαίωσε και με το μαρτυρικό τέλος της -  διακρίθηκε και για το χάρισμα της ιεραποστολής: να περιοδεύει διδάσκοντας και καθοδηγώντας τους πιστούς. Δηλαδή, θα λέγαμε ότι εκτός από αγία και παρθένος και μάρτυς, ήταν και ισαπόστολος και γερόντισσα, αμμάς που λέμε,  κάτι ανάλογο με την αγία Μαρία τη Μαγδαληνή, την αγία Θέκλα, την αγία Φιλοθέη στα νεώτερα χρόνια. Γι’  αυτό και είμαστε βέβαιοι ότι πραγματοποιείται και στην αγία Παρασκευή ο λόγος του Κυρίου που είπε ότι «ο ποιήσας και διδάξας μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των Ουρανών». Η σήμερον εορταζομένη αγία είναι πράγματι μεγάλη, που απολαμβάνει στους αιώνες των αιώνων πλούσια τη χάρη του Θεού, ευφραινομένη με τον νυμφίο της Χριστό.
Ο άγιος υμνογράφος της ακολουθίας της, μέσα ιδίως από το απολυτίκιό της, μας διευκρινίζει το περιεχόμενο του αγώνα της για αγιασμό: με ζήλο προσπαθούσε καθημερινά να ζει ό,τι το όνομά της φανέρωνε: το σταυρό του Χριστού που προβάλλει η ημέρα της Παρασκευής,  δηλαδή την αγάπη της προς Εκείνον και προς τους συνανθρώπους της. «Την σπουδήν σου τη κλήσει κατάλληλον εργασαμένη, φερώνυμε, την ομώνυμόν σου πίστιν εις κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευή, αθληφόρε». Κι όχι μόνον η σπουδή της, ο ζήλος της ήταν σύμφωνος με το όνομά της, δηλαδή ζήλος για αγάπη, κατά το πρότυπο του Χριστού που σταυρώθηκε για τους ανθρώπους, αλλά αδιάκοπα ζούσε αυτήν την εσταυρωμένη αγάπη, όπως ζει κανείς κατά φυσικό τρόπο μέσα στο σπίτι του: έκανε κατοικία της τον σταυρό του Χριστού. Νομίζουμε ότι δεν υπάρχει πιο όμορφη εικόνα από αυτήν που χρησιμοποιεί ο υμνογράφος, για να δηλώσει το περιεχόμενο του πνευματικού αγώνα της αγίας, αποδίδοντας στην πραγματικότητα με άλλες λέξεις αυτό που έλεγε ο απόστολος Παύλος για τον δικό του αγώνα: «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Η αγία λοιπόν ζούσε την εσταυρωμένη αγάπη, τον ίδιο τον Χριστό δηλαδή,  κι όλη η ζωή της, με  τη θαυμαστή ιεροποστολική της διάσταση, ερμηνεύεται από τη δυναμική αυτή του σταυρού.
Η αγία Παρασκευή αποτελεί την απάντηση και για όλα τα είδη σπουδής και ζήλου που υφίστανται. Από ζήλο Θεού διακατεχόταν και η αγία. Όχι όμως από αυτόν που τον χαρακτηρίζει ο απόστολος ως «ου κατ’ επίγνωσιν». Διότι δεν σώζει το γεγονός ότι κάποιος έχει θερμότητα στην καρδιά για να επιτελέσει ένα έργο, έστω μεγάλο και σπουδαίο και για χάρη ακόμη του Θεού. Μπορεί να υφίσταται ο ζήλος και να λειτουργεί προς καταστροφή των ανθρώπων. Διότι απουσιάζει η αγάπη, άρα η παρουσία του Θεού. Κι όταν απουσιάζει ο Θεός, τότε τι απομένει; Ο εγωισμός του ανθρώπου και οι πονηρές δυνάμεις που τον διακατέχουν και τον καθοδηγούν. Η ανθρώπινη ιστορία είναι γεμάτη, δυστυχώς, από τέτοιες περιπτώσεις «ζηλωτών», οι οποίοι δεν κατανόησαν το αυτονόητο: ότι αν κάτι σώζει τον άνθρωπο, αν μία προσφορά είναι πράγματι προσφορά, είναι όταν λειτουργεί μέσα στο θέλημα του Θεού, την αγάπη. Η αγία Παρασκευή μάς ανοίγει τά «μάτια» -  ως η αγία της θεραπείας των ματιών,  άλλωστε -  και σ’ αυτό. Της είμαστε ευγνώμονες και την παρακαλούμε να πρεσβεύει πάντοτε για όλους. Και μάλιστα για εμάς, που την έχουμε «Γερόντισσά» μας.
ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ.ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ.

Βίος και μαρτύρια της Αγίας Μαρίνας



site analysis


....«Ελθέ εις τας άνω μονάς του Παραδείσου, Μαρίνα Θεόνυμφε, να απολαύσης της αφθαρσίας τον στέφανον εις τα αγαπητά του Θεού σκηνώματα, να χαίρεσαι με τους αγίους χορεύουσα και ανεπαυομένη αιώνια»....

Μέσα εις το Πάνθεον των μαρτύρων και των ηρώων της Χριστιανικής μας Πίστεως, μίαν εξέχουσαν θέσιν κατέχει η μεγαλομάρτυς Αγία Μαρίνα, η οποία σαν ένα ολοφώτεινο αστέρι στολίζει το ουράνιο στερέωμα, και σαν ένα βαρύτατο διαμάντι πλουτίζει το νοητό στέμμα της αγίας μας Εκκλησίας.

Τέτοιοι ήρωες ποτέ δεν πεθαίνουν, δεν σβύνει η δόξα τους. Δεν μαραίνεται ποτέ το ψυχικό μεγαλείο τους. Ζουν μέσα στις ψυχές των χριστιανών με το φωτεινό παράδειγμά τους, με τους πειρασμούς και τας νίκας των, με τους αγώνας και τα υπερθαύματα τρόπαιά των, με την αήττητον και φλογεράν πίστιν των που μετακινεί όρη και συμπνίγει πάθη και καταισχύνει δαίμονας και κατατροπώνει εχθρούς.

Ζούν δια να προκαλούν τον θαυμασμόν, να συγκινούν και διδάσκουν, να διεγείρουν έθνη και λαούς εις έπαινον και δόξαν και λατρείαν του Βασιλέως του Χριστού. Θέλομεν αποδείξεις ζωντανές και χειροπιαστές της αλήθειας αυτής; Ιδού η πανένδοξος μνήμη της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Μαρίνης. Χρόνια περνούν και χρόνια έρχονται. Χιλιάδες χρόνια.

Και ενώ «ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα» η Αγία Μαρίνα ίσταται αθάνατος εις την ενθύμησι των πιστών πανθαύμαστος και πολυΰμνητος αθλητής. Γενεαί την ψάλλουν. Ναοί κτίζονται και εορταί λαμπρύνονται. Πανηγύρεις στήνονται εις τιμήν και έπαινός της.

Βιογραφία της Αγίας

Η μακαρία αυτή κόρη και καλλιπάρθενος μάρτυς γεννήθηκε εις την Αντιόχεια της Πισιδείας το έτος 270 μ.χ. από γονείς περιφανείς μεν αλλ΄ειδωλολάτρας.

Ο πατήρ της ήτο ιερεύς, ειδωλολάτρης, το όνομα Αιδέσιος. Η Μαρίνα ήτο μονάκριβη κόρη των γονέων της.

Ολίγον μετά την γέννησίν της πέθανε η μητέρα της, και ο πατήρ της έδωσε το βρέφος σε μία ξένη γυναίκα, η οποία καθόταν έξω από την πόλη, για να το θηλάζει. Εις τον τόπον αυτόν, κατά θείαν οικονομίαν, ευρίσκοντο και Χριστιανοί.

Οταν μεγάλωσε λίγο και άρχισε να ομιλή άκουσε κάποιους  να συζητούν περί της πίστεως του Χριστού και επειδή έτυχε εκ φύσεως να είναι αγαθής ψυχής και καλής προαιρέσεως κόρη, ακόμη δε και συνετή και φρόνιμη, εδέχθη τον σωτήριο λόγο εις την καρδιά της ευθύς όταν άκουσε, ότι ο Χριστός είναι αγαθός Θεός, αιώνιος και πολυεύσπλαχνος και έγινε άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο, ότι εσταυρώθη από αγάπη προς τον άνθρωπο και ανεστήθη ενδόξως και ανέβηκε εις τους ουρανούς και εκάθισε εις τα δεξιά του Θεού και Πατρός.

Αυτά και άλλα παρόμοια ακούον το χαριτωμένο και ωραιότατον κοράσιον, ερίζωσε στην ψυχή της ο σπόρος της πίστεως ως κόκκος σινάπεως και με την συνεργείαν της Θείας Χάριτος εν καιρώ απέδωσε τον καρπόν.

Οσο μεγάλωνε η κόρη σωματικώς, τόσο επλουτίζετο και η γνώσις και η φρόνησις της και εφλόγιζε ο πόθος του Χριστού στην καρδιά της και καθημερινώς προσευχόταν εις Αυτόν να την αξιώση να γίνη κοινωνός των Μαρτύρων εις όλους δε ωμολόγει ότι είναι Χριστιανή, και τα είδωλα κετέκρινε. Γι’ αυτό και ο πατέρας της, ο αναιδής Αιδέσιος, την μίσησε και δεν ήθελε ούτε στο πρόσωπο να την δη και την αποκλήρωσε από την περιουσία του.

Οσο ο σαρκικός πατέρας της την απεστρέφετο, τόσο ο Ουράνιος πατέρας της την περιέβαλλε με την αγάπην του και με θεία Χάρι την ενίσχυε εις τους αγώνας της ζωής και εις τα μαρτύριά της τα οποία επηκολούθησαν ενωρίτατα.

Τα μαρτύρια της Αγίας

Η Μαρίνα ήτο ηλικίας μόλις 15 ετών. Εις την Ανατολήν την εποχή εκείνη έπαρχος ήτο κάποιος Ολύβριος, άγριος και θηριόγνωμος άνθρωπος. Συνέβη ούτος να μεταβή από τα μέρη της Ασίας εις την Αντιόχειαν, και κατά τύχην είδε στο δρόμο την ωραία κόρη Μαρίνα, η οποία πήγαινε εις το πατρικό της ποίμνιον.

Τόση εντύπωση του έκαμε η ομορφιά της, ώστε κατελήφθη από δυνατό σαρκικό έρωτα και έβαλε στο νου του να την κάμη γυναίκα του, ο ασεβής και διατάζει να του την φέρουν εις το κριτήριον. Και καθώς την οδηγούσαν προσηύχετο εις τον δρόμον να της δώση ο Κύριος σοφίαν και δύναμιν να φυλάξη ως τέλος την ευσέειαν, να νικήση τα κολαστήρια, να στεφανωθή με τους αγίους μάρτυρας.

Οταν έφθασαν εις το παλάτι, την ρώτησε ο άρχων το όνομά της και ποιόν Θεό πίστευε. Η δε απαντούσε άφοβα, Μαρίνα με λένε, είμαι ελευθέρων γονέων τέκνον και εύχομαι να γίνω δούλη του Θεού και Σωτήρος μου Ιησού Χριστού. Ολοι οι εκεί παρευρισκόμενοι εθαύμασαν τόσο την ομορφιά της κόρης όσο και το μεγάλο θάρρος της.

Πλην όμως την εφυλάκισαν εως την άλλη μέρα γιατί είχαν μία επίσημη εορτή την άλλη μέρα και επρόκειτο να έλθουν όλοι οι κάτοικοι να προσφέρουν θυσία. Και τότε έφεραν και την Μαρίνα με την ελπίδα ότι θα θυσίαζε και αυτή εις τους ψεύτικους Θεούς όταν θάβλεπε όλους τους άλλους. Αλλά άδικα και ανόητα εσκέφθηκαν.

Εκείνη δεν εκινήθη από την θέσι της ούτε με τις κολακείες του άρχοντος, ούτε με τις παχυλές υποσχέσεις του ότι θα τις χάριζε μεγάλα πλούτη, αλλά ούτε τις απειλές φοβήθηκε ότι θα την βασανίση με χίλια βασανιστήρια. Αντιθέτως του απήντησε με μεγάλο θάρρος.


«Μην ελπίζης άδικα, Ηγεμών, ότι μπορώ να φοβηθώ τα μαρτύρια. Καμμία θλίψις ή συμφορά ή ξίφος ή πυρ ή βίαιος θάνατος θα μπορεί να με χωρίσει από τον Χριστό μου. Ούτε η λάμψις του χρυσού και του πλούτου μπορούν να με δελεάσουν, γιατί όλα αυτά είναι φθαρτά και πρόσκαιρα, η δε ψυχή είναι αθάνατος και ποθεί τα αιώνια.

Γι’ αυτό εμείς οι χριστιανοί καταφρονούμεν τας απολαύσεις του κόσμου αυτού ως προσκαίρους και υπομένουμε τα λυπηρά και οδυνηρά της μιας ημέρας, για να κερδίσουμε την αθάνατο ζωή και την αιώνιο απόλαυσι. Και αν νομίζης ότι ψεύδομαι, εδώ είμαι, δοκίμασέ με, για να γνωρίσης και συ την αλήθεια από τα έργα.

Δείρε με σφάξε με, κάψε με, πνίξε με, τυράννισε μέ, με χίλια βασανιστήρια και όσο χειρότερα με βασανίζεις, τόσο με δοξάζει ο Χριστός στην μέλλουσα ζωή».

Αυτά και άλλα πολλά αφού άκουσε ο τύραννος, θέριεψε η άγρια καρδιά του από το θυμό, αλλά κρατήθηκε για λίγο ακόμη με την ελπίδα μήπως την δελεάση σαν γυναίκα απλή και απονήρευτη, και εξακολούθησε να την κολακεύη λέγων: Μαρίνα, σε παρακαλώ προσκύνησε τους Θεούς για να γλιτώσης από τα δεινά κολαστήρια και σου υπόσχομαι να σε πάρω για γυναίκα μου, να δοξασθής πιο πολύ από όλες τις γυναίκες της πόλεως και να έχεις πάσαν απόλαυσιν. Αυτά και άλλα παρόμοια εφλυάρει ο αφρονέστατος.

‘Επειτα όταν είδε ότι τον ενέπαιζε η αγία και κατεφρόνει τα λόγια του, δεν μπόρεσε πια να κρύψη την εσωτερική του αγριότητα και διατάζει τους στρατιώτας  να την γυμνώσουν και να την δείρουν άσπλαχνα με αγκαθωτά ραβδιά σκληρά, τόσο σκληρά την έδειραν που η γη όλη κοκκίνησε από τα αίματα που έτρεχαν από την σάρκα της που την κατεξέσχιζαν.

Η Μάρτυς υπέφερε ανδρείως τους πόνους και ούτε εστένεξε ούτε δάκρυσε ούτε καν σκυθρώπασε καθόλου. Στεκόταν στερεά και αήττητος κυττάζουσα προς τον ουρανόν, και νοερώς επεκαλείτο την δύναμι και την βοήθεια του Θεού.

Αφού την έδειραν πολλή ώρα, διέταξε ο άρχων ο απάνθρωπος να την φυλακίσουν πάλι όχι από λύπη αλλά για να τη πεθάνη τόσο γρήγορα και να την ξαναβασανίση πάλι. Και πράγματι την έρριξαν σε ένα σκοτεινό τόπο. Και ύστερα από μερικές μέρες την ξανάφεραν εις το κριτήριον και αφού την κρέμασαν, ξέσχισαν τα πλευρά της με σιδερένια νύχια.

Τόσο δεν την καταξέσχισαν, ώστε παραμορφώθηκε το σώμα της , και όχι μόνο ο λαός λυπήθηκε και συμπόνεσε και έκλαψε γι’ αυτήν, αλλά και αυτό ο θηριώδης Αρχων γύρισε το πρόσωπό του απ’ αυτήν γιατί δεν υπέφερε να βλέπη την ασχημία και την παραμόρφωσι της πρώην ωραιοτάτης και παγκάλου κόρης.

Την ξαναφυλάκισαν στον ίδιο σκοτεινό τόπο και την άφησαν χωρίς τροφή και χωρίς περιποίησι. Αλλ’ όμως όσο και αν το σώμα της παραμορφώθηκε και κουρελιάστηκε, η ψυχή της ανεκαινίσθη και λαμπροτέρα έγινε και ευχαριστούσε τον Κύριον με την προσευχή της που την αξίωσε να βασανιστή για την αγάπη του.

H δράσις του Σατανά

Οταν είδε ο φθονερός διάβολος ότι ο υπηρέτης του, ο άρχων της πόλεως, δεν κατώρθωσε να νικήσει μία τρυφερή κόρη και να την αναγκάση να προσκυνήση τους Δαίμονας, θέλησε να δοκιμάσει ο ίδιος μήπως την νικήση. Μεταμορφώθηκε σε σχήμα μεγάλου και φοβερού δράκοντος και παρουσιάστηκε μπροστά της.

‘Εβγαζε φωτιά και φλόγες από το στόμα και τα μάτια του, τα δόντια του άσπρα και η γλώσσα κόκκινη σαν αίμα, σφύριζε δυνατά και έκαμνε κινήσεις και σχήματα φοβερώτατα για να τρομάξει τους πάντας.

Η Αγία όμως δεν φοβήθηκε και δεν έπαυσε την προσευχήν από την οποίαν προσπαθούσε να την εμποδίση ο μισόκαλος και παμπόνηρος διάβολος. Και όταν είδε ότι δεν δειλίασε, αλλά προσηύχετο άφοβα, έτρεξε επάνω της και αφού πλάτυνε το στόμα του και την κοιλία του άρχισε να την καταπίνη.

Η Αγία όταν είδε ότι την κατάπιε εως την μέση προς στιγμήν ετρόμαξε, ευθύς όμως επικαλουμένη το όνομα του Σωτήρος Χριστού έκαμε σταυρό με το δεξί της χέρι στα σπλάχνα του Δράκοντος και ο σταυρός έσχισε την κοιλιά του σαν σπαθί δίστομο.

Και ο μεν δράκων αφού σχίστηκε στη μέση, έγινε άφαντος, η δε Μάρτυς έμεινε αβλαβής και έχαιρε ψάλλουσα προς τον Θεό δοξολογίας και νικητήρια. Αλλά ο δαίμων δεν ησύχασε και δεν έπαυσε τας μηχανουργίας του και θέλησε να δοκιμάση και με άλλο τρόπο να πολεμήσει την μάρτυρα.

Μετασχηματίσθηκε σε άνθρωπο ο μισάνθρωπος, έγινε μαύρος σαν Αιθίοπας και τέλος παρουσιάσθηκε σαν μαύρος σκύλος.

Η Μάρτυς άρπαξε αυτόν από τις τρίχες και με ένα σφυρί, πεταμένο κάπου εκεί, που βρήκε, τον κτύπησε στο κεφάλι και στην ράχι όπου τελείως τον αχρήστευσε.

Εως εδώ ήσαν τα μαρτύρια της Αγίας από το Σατανά τα οποία επέτρεψεν ο Κύριος να δοκιμάση δια να αποδειχθή το μεγαλείον της Αγίας και η μοχθηρότης αλλά και το ανίσχυρον του Διαβόλου.
Νέα μαρτύρια και τα αποτελέσματα των μαρτυρίων της

Αφού λοιπόν νίκησε τον Σατανά η πάνσεμνος κόρη, ερρίφθη και πάλιν εις την φυλακήν. Τότε ήλθαν εις την Αγίαν ουρανόθεν τα νικητήρια και ευαγγέλια σωτήρια και χαρμόσυνα, δηλ. Εφάνη Φως Μέγα και έλαμψε όλο το δεσμωτήριο, το οποίο φως εξήρχετο από ένα σταυρό όστις έφθανε από την γην εως τον ουρανό, επάνω δε από τον σταυρό πετούσε μιά άσπρη περιστερά καθαρά και αγνή.

Αυτά μου φαίνεται ότι εφανέρωναν το μυστήριον της Αγίας Τριάδος, το μεν φως εσήμαινε την δόξαν του Πατρός, ο σταυρός τον εσταυρωμένο Χριστό και η περιστερά το Πνεύμα το Αγιον, η οποία περιστερά κατέβηκε εως πλησίον της Αγίας και της λέγει:

«Χαίρε Μαρίνα η λογική περιστερά του Θεού, ότι ενίκησας τον πονηρόν, και τον εχθρόν κατήσχυνας, Χαίρε δούλη πιστή και αγαθή του Κυρίου Σου, τον οποίον επόθησας εξ όλης της καρδίας σου, και εμίσησας πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον. Χαίρε και ευφραίνου ότι έφθασεν η ημέρα να λάβης της νίκης τον στέφανον και να εισέλθης αξιοχρέως εστολισμένη με τας φρονίμους παρθένους εις τον Νυμφώνα του Νυμφίου και Βασιλέως σου.»

Με τα λόγια αυτά που ακούστηκαν από τον ουρανό, ανεκαινίσθη το σαρκίο της με την δροσιά του Αγίου Πνεύματος, και όλες οι πληγές της τελείως εθεραπεύθησαν, ώστε κανένα σημάδι δεν της έμεινε στο σώμα της.

Η δε Αγία μέσα στη φυλακή διαρκώς προσηύχετο και ευχαριστούσε τον Παντοδύναμο Θεό. Την επομένην ο ‘Επαρχος καθίσας εις τον θρόνο του μπροστά σ’ όλο το λαό της πόλεως διέταξε και έφεραν εκεί την Μάρτυρα, την οποία όταν είδε τελείως υγιή και χαρούμενη στο πρόσωπον, εθαύμασε και της λέγει:

«Βλέπεις Μαρίνα, πως οι μεγάλοι Θεοί έχουν την φροντίδα σου και σπλαγχνισθέντες εις το κάλλος σου σε γιάτρευσαν; πρέπει και συ να μη φανής αχάριστη στους ευεργέτας σου, αλλά να τους δώσης αξίαν αντάμειψιν να γίνης ιέρειά των, να θυσιάζης εις αυτούς μαζί με τον πατέρα σου».

Η αγία του απαντά: Εμένα δεν με γιάτρευσαν οι αναίσθητοι θεοί σου και ανίσχυροι, αλλά ο αληθής και ο μόνος Θεός, ‘Οστις θεραπεύει ψυχάς και σώματα, τον οποίον θέλω λατρεύει πάντοτε. Τούτον πρέπει να γνωρίσης και συ, και Αυτόν μόνον να προσκυνής ως αθάνατον, και να μισήσης των ειδώλων την πλάνην και την ματαιότητα.

Τότε διατάζει να την γυμνώσουν και να την κρεμάσουν εις το ξύλον να κατακάψουν με αναμμένας λαμπάδας το στήθος και τας πλευράς της. ‘Αντεξε θαρραλέα επί πολλή ώρα τους πόνους και τας αλγηδόνας ενώ την κατέκαιαν και προσευχόνταν με την καρδία της ευχαριστούσα τον Κύριον. Υστερα από αυτό έφεραν, διαταγή του απάνθρωπου Αρχοντος, εις το μέσον ένα μεγάλο λέβητα και τον γέμισαν νερό.

Ξεκρέμασαν από το ξύλον, της έδεσαν γερά τα χέρια και την βούτηξαν εις τον λέβητα κατακέφαλα για να την πνίξουν μεσ’ το νερό. Αλλά εις μάτην εκοπίασαν οι ανόητοι διότι όταν την βύθισαν μέσα στον λέβητα, εφώναξε λέγουσα:

«Κύριε Ιησού Χριστέ, όστις έλυσας τα δεσμά του θανάτου και τους νεκρούς εξανέστησας, Εσύ Παντοδύναμε, επίβλεψον εις την δούλη Σου, και τους δεσμούς μου διάρρηξον, και ας μου γίνη το ύδωρ τούτο εις ζωήν αιώνιον και αναπλήρωσιν τουεπιθυμούμενου μοι βαπτίσματος, ίνα εκδυθώ τον παλαιόν άνθρωπον τον φθειρόμενον και ενδυθώ τον νέον και αθάνατον».

Και ενώ έτσι προσηύχετο η Αγία, αμέσως μεγάλος σεισμός έγινε και φάνηκε πάλι η πρώτη περιστερά επάνω από το νερό και στο στόμα της βαστούσε στέφανο, και καθισμένη επάνω εις τον φωτοφανή σταυρόν που εσχηματίσθηκε την ώρα αυτήν γύρω από την αγία ηκούσθη να λέγη εις επήκοον πάντων:

«Ελθέ εις τας άνω μονάς του Παραδείσου, Μαρίνα Θεόνυμφε, να απολαύσης της αφθαρσίας τον στέφανον εις τα αγαπητά του Θεού σκηνώματα, να χαίρεσαι με τους αγίους χορεύουσα και ανεπαυομένη αιώνια».

Αυτήν την θεία φωνή ακούσαντες όλοι οι παριστάμενοι κάτοικοι της πόλεως έφριξαν και επίστευαν ευθύς εις τον Χριστόν, άνδρες και γυναίκες, μαζί πλήθος αμέτρητον και εφώναξαν μεγαλοφώνως, ότι ήσαν έτοιμοι να λάβουν δια τον Χριστόν, τον αληθινό Θεό, θάνατον.

Δεκαπέντε χιλιάδες Μάρτυρες

Μόλις άκουσε ο Επαρχος ότι πολύς κόσμος ωμολογούσε τον Χριστό, Θεό και βασιλέα και βλασφημούσον και έβριζαν του βασιλείς και τους ψεύτικους Θεούς, διέταξε να θανατώσουν όσους πίστευσαν.

‘Ολοι αυτοί που πίστευσαν στον Χριστό έτρεχαν στην σφαγή σαν πρόβατα άκακα, και σκότωσαν άνδρες δέκα πέντε χιλιάδες (15.000), εκτός τις γυναίκες που δεν τις μέτρησαν. Και οι μάρτυρες αυτοί βαπτίσθηκαν με το άγιο αίμα τους, χωρίς να χρειαστούν άλλο βάπτισμα γενόμενοι θυσία στο Θεό πήγαν πανευτυχείς και τρισμακάριοι εις την αιώνιον βασιλείαν.

Ο δε αιμοβόρος και απάνθρωπος άρχων Ολύμβριος φοβούμενος μήπως πιστεύσουν και οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλεως αφήνοντας την Αγία ακόμη ζωντανή, έδωκε την διαταγή του να την σκοτώσουν με το ξίφος, και όταν την πήραν οι δήμιοι και την ωδήγησαν εις τον τόπον της εκτελέσεως η Αγία παρακάλεσε τον δήμιον που θα την σκότωνε, να της επιτρέψη λίγη ώρα να μιλήση προς τον συγκεντρωμένο πλήθος ολίγα λόγια, να κάμη και την τελευταία προσευχή της και κατόπι ο δήμιος να εκτελέση το καθήκον του. Πράγματι τις έκαμε την χάρι και η Μαρίνα στραφίσα προς το πλήθος είπε:

«Παρακαλώ σας, αδελφοί και φίλοι μου, ως αναξία δούλη του Υψίστου, ακούσατε προσεκτικά την μικρά  μου παραίνεσιν. Ξεύρετε ότι ένας είναι μόνον ο αληθινός Θεός εν Πατρί και Υιώ και αγίω Πνεύματι θεωρούμενος και προσκυνούμενος και όστις πιστεύει εις Αυτόν μόνον σώζεται. Λοιπόν υπερβαίνοντας πάσαν την κτίσιν των ορωμένων και νοουμένων, υψώσατε τον νούν, και γνωρίσατε τον Πατέρα των φώτων, και τον μονογενή Υιόν και Λόγον αυτού, τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν, και το Πανάγιον Πνεύμα. Οτι αυτά τα τρία πρόσωπα είναι ένας Θεός ακατάληπτος και ουδείς σώζεται εις άλλο όνομα».


            Τελευταία προσευχή και αποκεφαλισμός της Αγίας

Αφού μίλησε η μάρτυς προς το πλήθος, σήκωσε κατόπιν τα μάτια της στον ουρανό και έκαμε την προσευχή της:

«Αναρχε, αθάνατε άχρονε, ακατάληπτε και ανεξιχνίαστε Κύριε, Θεέ των όλων και Δημιουργέ πάσης Κτίσεως, προνοητά και Σωτήρ όλων, όπου εις Σε ελπίζουσι, ευχαριστώ Σοι, όπου με έφερες εις την ώραν ταύτην και ήγγισα εις τον στέφανον της δικαιοσύνης Σου.

Υμνώ και ευλογώ την αναρίθμητον ευσπλαχνίαν και φιλανθρωπίαν Σου, όπου ηθέλησας να με συντάξης με τους εκλεκτούς δούλους Σου. Επίβλεψον και τώρα επ’ εμέ την ταπεινήν, Δέσποτα Θεέ, Κύριε του ελέους, Παντοκράτωρ και παντοδύναμε, επάκουσον της προσευχής μου και πλήρωσον μου τα αιτήματα εις έπαινον.

Και τιμήν και δόξαν του υπεραγίου και προσκυνητού Σου ονόματος, χάρισαι την άφεσιν των αμαρτιών όλων εκείνων, όπου θέλουν οικοδομήσει Εκκλησίαν εις το όνομα της δούλης Σου, να λειτουργούν εις αυτήν προσευχόμενοι, ή γράφουσι το μαρτύριον της αθλήσέως μου, και το αναγινώσκουσι μετά πίστεως, μνημονεύοντες το όνομα της δούλης σου, και καρποφορούσιτο κατά δύναμιν όλων αυτών, λέγω όσοι θεραπεύουσι το οικητήριον του σώματός μου, όπου εμαρτύρησα δι’ αγάπην Σου, συγχώρησον τας αμαρτίας κατά το μέτρον της πίστεως αυτών και μη εγγίση χείρ κολαστήριος, ούτε πείνα, ουδέ θανατικόν ή άλλη βλάβη ψυχής ή σώματος.

Και όσοι με θέλουν εορτάσει δοξολογούντες μετά πίστεως και Σου ζητήσουν σωτηρίαν και έλεος διά μέσου μου, χάρισαι τους εις τούτον τον κόσμο τα αγαθά Σου, να πορεύωνται προς αυτάρκειαν και αξίωσον αυτούς και της επουρανίου Βασιλείας Σου. Οτι Συ ει μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος, και των αγαθών δοτήρ εις τους αιώνας, Αμήν.».

Και ενώ προσηύχετο τοιουτρόπως η Μάρτυς, έγινε πάλιν σεισμός και έπεσαν κατά γης πολλοί άνθρωποι, ομοίως και ο δήμιος όπου έμελλε να την θανατώση, έπεσεν έντρομος.

Ο δε Κύριος Ιησούς, της παραστάθηκε νοητώς με πλήθος Αγίων Αγγέλων και της λέγει «Εχε θάρρος Μαρίνα και μη φοβάσαι, τις προσευχές σου άκουσα και όλα όσα ζήτησες τα έκαμα, και θα τα αποτελειώσω κατά καιρόν όπως ζήτησες και τώρα ήλθα να αναλάβω την ψυχήν σου εις τα ουράνια μακαρία εσύ, που για τους αμαρτωλούς παρεκάλεσες, έμενες ενώπιον μου αγνή, και βρήκες χάριν από μένα. Γι’ αυτό πολύς θα είναι ο μισθός σου εις τα ουράνια» .

Τότε η μακαρία ενεπλήσθη χαράς μεγάλης και αγαλλιάσεως, και λέγει εις τον δήμιον. Τελείωσε τώρα και εσύ επάνω μου ότι σε διέταξαν. Αυτός δε έτρεμε και δεν τολμούσε να σηκώση το ξίφος.

Αλλά αυτή τον εθάρρυνε και μετά βίας τον κατέπεισε, και έκοψε την αγία κεφαλή στις 17 Ιουλίου μηνός. Και το μεν Αγιον λείψανον παρέλαβον κρυφίως οι χριστιανοί και το έθαψαν αυτό τιμίως και ευσεβώς ως έπρεπε, η δε μακαρία Αυτής ψυχή απήλθε εις την ουράνιον δόξαν και μακαριότητα, ης γένοιτο πάντα ημάς επιτυχείν. Αμήν.

ΠΗΓΗ.ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΘΗΣΕΙΟΥ

Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

Οι Άγιοι Κήρυκος και Ιουλίτττα. Ένας τρίχρονος αθλητής της πίστεως και η καλλιμάρτυς του Χριστού θαρραλέα μητέρα του +15 Ιουλίου



site analysis


















Μέσα στην πνευματική πανδαισία του αγιολογίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας διακρίθηκαν πολυάριθμες μορφές μαρτύρων, που προέρχονται από όλες τις κοινωνικές τάξεις και ηλικίες και θυσιάστηκαν για την αγάπη του Χριστού. Ανάμεσα σ’ αυτές ξεχωριστή θέση κατέχει μία θαρραλέα μητέρα με το τρίχρονο παιδί της. Ο λόγος για τους τιμώμενους στις 15 Ιουλίου Αγίους ενδόξους και αθλοφόρους μάρτυρεςΚήρυκο και Ιουλίττα, που πρόσφεραν το αγνό και πολύτιμο αίμα τους για τον Ιησού Χριστό και τη σωτηριώδη διδασκαλία Του. 

Οι καλλίνικοι μάρτυρες και γενναίοι αθλητές της πίστεως, Κήρυκος και Ιουλίττα, έζησαν τον 4ο μ. Χ. αιώνα στο Ικόνιο της Μ. Ασίας. Η ένδοξη καλλιμάρτυς του Χριστού Ιουλίττα ήταν γόνος ευγενούς οικογένειας και οι γονείς της διακρίνονταν για την ευσέβεια και τις πολλές αρετές τους. Γι’ αυτό και γαλουχήθηκε με
τα νάματα της χριστιανικής πίστεως και διακρίθηκε για το ήθος, τη σεμνότητα και το αγωνιστικό της φρόνημα. Όταν η Ιουλίττα ενηλικιώθηκε, ήλθε εις γάμου κοινωνία με τις ευλογίες της Εκκλησίας και τις ευχές των ευσεβών και ενάρετων γονέων της. Μετά τον γάμο απόκτησε ένα χαριτωμένο αγόρι, τον Κήρυκο, και έτσι η ευτυχία της ολοκληρώθηκε. 
Τη χαρά διαδέχθηκε όμως η λύπη και την ευτυχία ο πόνος, γιατί ο σύζυγός της αρρώστησε βαριά και μετά από μικρό χρονικό διάστημα εγκατέλειψε την επίγεια ζωή και αναχώρησε για την αιωνιότητα. Έτσι η Ιουλίττα επωμίζεται σε πολύ νεαρή ηλικία τον σταυρό της χηρείας. Αντλεί όμως δύναμη από τον Αναστάντα Κύριο και η πίστη της στερεώνεται και ενισχύεται ακόμη περισσότερο, παρόλο που αντιμετωπίζει δυσκολίες, θλίψεις, εμπόδια και προκλήσεις. Στρέφει τις ελπίδες της στο μονάκριβο παιδί της και του μεταλαμπαδεύει την άσβεστη φλόγα της αγάπης στον Χριστό. Απορρίπτει την ιδέα του δεύτερου γάμου και αποφασίζει να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στον Κύριο και στην κατά Θεό ανατροφή του παιδιού της. Προσεύχεται αδιάλειπτα στον Ουράνιο Πατέρα, μελετά τακτικά την Αγία Γραφή, συμμετέχει ενεργά στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και αποδεικνύει έμπρακτα την αγάπη της προς τον πλησίον και τον πάσχοντα συνάνθρωπο. Γι’ αυτό και επισκέπτεται χήρες και ορφανά, φτωχούς και ασθενείς και προσφέρει πλουσιοπάροχα τις πολύτιμες υπηρεσίες της. Επιθυμεί να οδηγήσει όλους τους ανθρώπους στην αλήθεια του Ευαγγελίου του Χριστού και να τους οικοδομήσει πνευματικά, ενώ ο διακαής πόθος της είναι και ο τρίχρονος γιος της, ο Κήρυκος, να τιμήσει και να δοξάσει το όνομα του Χριστού. 

Την εποχή όμως αυτή ο σκληρός αυτοκράτορας Διοκλητιανός εξαπολύει διωγμούς με σκληρά βασανιστήρια εναντίον των χριστιανών. Αναρίθμητα είναι τα ονόματα των μαρτύρων, που βασανίζονται ανελέητα και χάνουν τη ζωή τους. Στο στόχαστρο των διωκτών της χριστιανικής πίστεως βρίσκεται και η Ιουλίττα. Προσεύχεται στον Θεό για να στερεωθεί ακόμη περισσότερο στην πίστη της και αποφασίζει να εγκαταλείψει την πατρίδα της, παίρνοντας μαζί της τον τρίχρονο Κήρυκο και δύο υπηρέτριες, που διδάχθηκαν την χριστιανική αλήθεια από αυτή. 

Φτάνουν στη Σελεύκεια της Συρίας, αλλά η κατάσταση εκεί είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη και πολλοί χριστιανοί φονεύονται. Γι’ αυτό και αναχωρεί για την Ταρσό της Κιλικίας, αλλά και εκεί δεν κατορθώνει να διαφύγει την προσοχή των διωκτών. Συλλαμβάνεται μαζί με το παιδί της και οδηγείται ενώπιον του σκληρόκαρδου ειδωλολάτρη επάρχου Αλεξάνδρου, ο οποίος προσπαθεί με υποσχέσεις και κολακευτικά λόγια να την πείσει να αρνηθεί τον Χριστό και να προσκυνήσει τα ψεύτικα είδωλα. Η Ιουλίττα παραμένει όμως σταθερή και αμετάβλητη. Απορρίπτει περιφρονητικά τις υποσχέσεις και ομολογεί ευθαρσώς την πίστη της στον αληθινό Θεό. Αναμένει με αγωνία το μαρτύριο και ενθαρρύνεται από την αδιάλειπτη προσευχή της. Στρέφει τα μάτια της στον ουρανό και ατενίζει την αιωνιότητα με ελπίδα. Ο τύραννος Αλέξανδρος, βλέποντας την ακλόνητη πίστη και την άκαμπτη θέληση της Αγίας, που του δήλωσε με παρρησία: «Ποτέ δεν πρόκειται να αρνηθώ την πίστη μου, έστω και αν με αποκεφαλίσεις, με κάψεις στη φωτιά ή με παραδώσεις ως τροφή στα θηρία», κυριεύτηκε τόσο πολύ από θυμό και αγανάκτηση, ώστε διέταξε να αποσπάσουν με τη βία τον μικρό Κήρυκο από τη στοργική αγκαλιά της. Στη συνέχεια άρχισαν να τη μαστιγώνουν ανελέητα, αλλά η ένδοξη μάρτυς του Χριστού Ιουλίττα υπομένει αγόγγυστα το μαστίγωμα και αντλεί δύναμη από τον αρχηγό της πίστεώς μας, τον Ιησού Χριστό, που σταυρώθηκε για μας. 

Ο τρίχρονος Κήρυκος κλαίει διαρκώς και ζητάει απεγνωσμένα τη μητέρα του, την οποία βλέπει να μαστιγώνεται αλύπητα. Ο έπαρχος παίρνει τότε στα χέρια το παιδί και προσπαθεί να το ηρεμήσει. Του λέει να αφήσει τη μητέρα του και να ζήσει ευτυχισμένο μαζί του, αφού θα του προσφέρει πολλά δώρα και θα το κάνει κληρονόμο της περιουσίας του. Το ευλογημένο νήπιο ομολογεί με παρρησία τη χριστιανική του ταυτότητα και απαντά στον έπαρχο: «Εγώ τον Χριστό μου αγαπώ», ενώ στην προσπάθειά του να γλιτώσει από αυτόν, δίνει μία κλωτσιά στην κοιλιά του ειδωλολάτρη επάρχου. Τότε εκείνος εξαγριώθηκε τόσο πολύ, ώστε πέταξε το παιδί με μανία και αγριότητα στα μαρμάρινα σκαλοπάτια, με αποτέλεσμα να συντριβεί το μικρό σώμα και το κεφάλι του νηπίου. Το αγνό αίμα του γέμισε τα σκαλοπάτια, αλλά αγίασε τη μαρτυρική γη της Ταρσού, ενώ η ψυχή του μικρόσωμου αθλητή της πίστεως γέμισε τον ουρανό με άφθαστη αγαλλίαση. Η θαρραλέα μητέρα παρακολουθεί με πόνο και θλίψη τα γεγονότα, αλλά ευφραίνεται, γιατί ο μονάκριβος γιος της αξιώθηκε του μαρτυρίου και από εδώ και στο εξής θα χαίρεται μέσα στην ομορφιά του Παραδείσου. Μετά τον ακαριαίο θάνατο του Κηρύκου η καλλιμάρτυς του Χριστού Ιουλίττα υποβάλλεται σε νέα βασανιστήρια, αλλά και πάλι υπομένει καρτερικά και προσεύχεται για τη συγχώρηση των βασανιστών της. Η επιμονή της στην αγάπη του Χριστού εξοργίζει τόσο πολύ τον ειδωλολάτρη έπαρχο, ώστε αποφασίζει να την οδηγήσει στον τόπο της εκτελέσεως και να την αποκεφαλίσει. Της έβαλαν μάλιστα και χαλινάρι στο στόμα και την οδήγησαν με τη βία στον τόπο, όπου θα αποκεφαλιζόταν. Η Αγία ζητά από τους δημίους της πριν το επίγειο τέλος της να προσευχηθεί στον Πανάγαθο Θεό, ο οποίος την αξίωσε και εκείνη και τον γιο της να εισέλθουν με τον στέφανο του μαρτυρίου στην αιώνια χαρά του Παραδείσου και να συναριθμηθούν στη χορεία των ενδόξων μαρτύρων της πίστεως μας. 

Μετά τον αποκεφαλισμό της το ιερό λείψανο της Αγίας ρίχθηκε στον τόπο, όπου βρισκόταν το λείψανο και του τρίχρονου γιου της, του Κηρύκου. Την επόμενη νύχτα οι δύο υπηρέτριες ήρθαν και παρέλαβαν κρυφά τα ιερά λείψανα και τα τοποθέτησαν σε σπήλαιο έξω από την πόλη της Ταρσού. Μετά τους διωγμούς η μία υπηρέτρια αποκάλυψε τα ιερά λείψανα των ενδόξων μαρτύρων Κηρύκου και Ιουλίττης, τα οποία σήμερα είναι τεθησαυρισμένα σε διάφορες ιερές μονές, όπως στην ιερά μονή Γρηγορίου του Αγίου Όρους, όπου φυλάσσεται η κάρα του Αγίου Κηρύκου και στην ιερά μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους, όπου φυλάσσεται τμήμα της αριστερής χειρός και του δεξιού ποδός του τρίχρονου νηπίου. 

Το όνομα του Αγίου Κηρύκου φέρουν η πρωτεύουσα του ακριτικού νησιού της Ικαρίας, που κοσμείται με ομώνυμο περικαλλή ιερό ναό και χωριό της Ζακύνθου, όπου στις 15 Ιουλίου, την ημέρα δηλαδή της μνήμης των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης, τελείται παραδοσιακό πανηγύρι στην πλατεία του χωριού. Το 1968 ιδρύθηκε επίσης στην περιοχή του Σιδηροκάστρου Σερρών ιερά μονή επ’ ονόματι των δύο ενδόξων και αθλοφόρων Αγίων, οι οποίοι προσφέρουν σε όλους εμάς ένα λαμπρό και φωτεινό παράδειγμα φλογερής πίστης, καρτερικής υπομονής και αγωνιστικού φρονήματος. 

Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος 
Εκπαιδευτικός 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

Ζουμή Γεωργίου, Πρωτοπρεσβυτέρου, Βίος και Ακολουθία των Αγίων μαρτύρων Κηρύκου και Ιουλίττης, Έδεσσα 2002.
 http://syndesmosklchi.blogspot.gr
 http://armenisths.blogspot.gr

Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

Αγία Γολινδούχ:Ο Θεός φανερώνεται σε όλους



site analysis




Αγία Γολινδούχ-3 (453x640)
Σήμερα, 13 Ιουλίου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη μιας Περσίδας αγίας, φανερώνοντας ότι η αγάπη του Θεού δε γνωρίζει σύνορα ή προσωπικές πεποιθήσεις και ότι το Άγιο Πνεύμα πνέει όπου θέλει.

Η αγία Γολινδούχ γεννήθηκε στην Περσία από πυρολατρική (ειδωλολατρική) οικογένεια, στα τέλη του 6ου αιώνα. Ο σύζυγός της ήταν επίσης ειδωλολάτρης κληρικός και μέλος της αυλής του Βασιλιά Χοσρόη και είχε μαζί του 2 παιδιά. Η Γολινδούχ ήταν και αυτή ευσεβής ειδωλολάτρισσα.


Ένα βράδυ είδε στον ύπνο της ένα παράξενο όνειρο. Ένας νέος με λαμπρή στολή τής έδειξε τον τόπο, όπου βασανίζονται οι ψυχές των ασεβών, και κατόπιν τον τόπο που γαληνεύουν οι ψυχές των πιστών του Ιησού. Μόλις ξύπνησε, ζήτησε να μάθει περισσότερα για το Χριστό και μετά από λίγο καιρό βαπτίσθηκε χριστιανή, παίρνοντας το όνομα Μαρία.

Μόλις ο σύζυγός της ανακάλυψε ότι τιμά μυστικά τη χριστιανική πίστη, την κατήγγειλε στον ίδιο το βασιλιά. Μετά από δεινά βασανιστήρια, την έριξαν στο “φρούριο της λήθης”, μια φρικτή φυλακή, στην οποία όσοι έμπαιναν, τους ξεχνούσε ο έξω κόσμος. Η Αγία έμεινε εκεί για 18 ολόκληρα χρόνια, χωρίς να βαρυγκομήσει. Όταν διαπίστωσαν πως παρέμεινε ακμαία στο φρόνημα, την έβγαλαν και την υπέβαλαν σε νέα βάσανα (μαρτύρια, ρίψη σε λάκκο με φίδι, εγκλεισμό σε πορνείο). Ο Θεός όμως την βοήθησε και βγήκε σώα από όλες αυτές τις δοκιμασίες.

Τότε καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ αποκεφαλισμού. Ένας άγγελος την έσωσε και από αυτό το μαρτύριο, προς μεγάλη της λύπη όμως, γιατί ήθελε να δώσει το αίμα της για το Χριστό. Ο άγγελος τότε της έκοψε λίγο το λαιμό και ανέβλυσε αίμα που πότισε τα ρούχα της. Αργότερα, αυτά τα ρούχα προξένησαν πλήθος ιάσεων.

Η Αγία έφυγε από την Περσία και ήρθε να ζήσει στη Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) επικράτεια, στα Ιεροσόλυμα (κατ’ άλλους, στην Ιεράπολη της Φρυγίας). Εκεί προσέλκυσε πολλούς στη χριστιανική πίστη (σύμφωνα δε με μία παράδοση, ακόμη και όλους τους οικείους της), κυρίως γιατί εντυπωσίαζε με τα στίγματα του Ιησού που έφερε στο σώμα της. Μαρτυρείται ακόμη ότι μόλις ήρθε στους χριστιανικούς τόπους να ζήσει, την προσέγγισαν Μονοφυσίτες, αλλά τους απέφυγε χάρη σε θεία πληροφόρηση.

Προς το τέλος της ζωής της έκανε υπακοή στο θέλημα του Πατριάρχη Ιεροσολύμων, να μεταβεί στη Βασιλεύουσα για να προσευχηθεί υπέρ του αυτοκράτορα (Μαυρικίου). Καθ’ οδόν όμως παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο, την ώρα που προσευχόταν, στο Ναό του Αγ. Σεργίου.





πηγή http://www.pemptousia.gr


ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

Αγία Γολινδούχ η μετονομασθείσα Μαρία....



site analysis




Αγία Γολινδούχ η μετονομασθείσα Μαρία


13 Ιουλίου


Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ο αγία Γολινδούχ καταγόταν από τήν Περσία καί έζησε στά τέλη τού 6ου καί τίς αρχές τού 7ου αιώνα μ. Χ. Ήταν ειδωλολάτρις, αλλά δέν τήν ικανοποιούσε η «ακανθώδης θρησκεία τών ειδώλων» καί αναζητούσε τόν αληθινό Θεό. Τήν αναζήτησε, όμως, πρώτος Εκείνος, τήν επισκέφθηκε καί τήν «ήλκυσε» πρός τόν εαυτό Του. Η Γολινδούχ είδε ουράνια οπτασία, η οποία ήταν καθοριστική γιά τήν ζωή της. Ο ιερός Συναξαριστής δέν μάς δίνει περισσότερες πληροφορίες σχετικά μέ τό τί είδε καί τί άκουσε, αλλά αυτό πού έχει σημασία είναι τό ότι μετά τήν ουράνια οπτασία, η Γολινδούχ ήλθε σέ επικοινωνία μέ τούς ποιμένας τής Εκκλησίας, κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε καί μετονομάσθηκε σέ Μαρία.

Ο ειδωλολάτρης σύζυγός της, ο οποίος ήταν φανατισμένος, όταν κατάλαβε ότι η σύζυγός του έγινε Χριστιανή, κατελήφθη από οργή καί μίσος καί τήν κατήγγειλε στόν βασιλέα Χοσρόη. Εκείνος διέταξε καί τήν έκλεισαν μέσα σέ κάποιο φρούριο, τό οποίο ονομαζόταν «φρούριο τής λήθης», ίσως γιατί όποιος φυλακιζόταν μέσα σέ αυτό εθεωρείτο ζωντανός νεκρός καί μέ τό πέρασμα τού καιρού οι άνθρωποι τόν ξεχνούσαν. Ο Θεός, όμως, άλλα εκέλευσε γιά τήν Αγία Γολινδούχ-Μαρία, ενάντια στίς βουλές τών διωκτών της. Δηλαδή, επέτρεψε νά παραμείνη κλεισμένη η Αγία στό φρούριο αυτό γιά 18 ολόκληρα χρόνια, αλλά στήν συνέχεια ευδόκησε νά λάβη καί πάλι τήν ελευθερία της.

Όλα αυτά τά χρόνια υπέστη πολλά καί φρικτά βασανιστήρια, αλλά μέ τήν Χάρη τού Θεού παρέμεινε αβλαβής. Μετά τήν απελευθέρωσή της εγκαταβίωσε σέ γυναικείο Μοναστήρι στά Ιεροσόλυμα, όπου έζησε μέ υποδειγματική άσκηση καί υπακοή. Μέ τήν άδεια καί ευλογία τού Πατριάρχη Ιεροσολύμων ξεκίνησε γιά τήν Κωνσταντινούπολη, «ίνα ευχηθή υπέρ τών Βασιλέων». Καθ’ οδόν, όμως, καί ενώ προσευχόταν στόν ιερό Ναό τού αγίου Σεργίου, παρέδωσε τήν αγία ψυχή της «εις χείρας Θεού ζώντος».

Τόν βίο καί τήν πολιτεία τής αγίας Γολινδούχ, τής μετονομασθείσης Μαρίας, σύμφωνα μέ τόν Πατμιακό Κώδικα 266, διέσωσε ο Πρεσβύτερος τής Μεγάλης τού Χριστού Εκκλησίας Ευστράτιος, ο οποίος συνέγραψε καί τόν βίο τού αγίου Ευτυχίου.

Ο βίος καί η πολιτεία της μάς δίνουν τήν αφορμή νά τονίσουμε τά ακόλουθα:

Πρώτον. Η Ορθοδοξία δέν περιορίζεται σέ έθνη, κράτη καί φυλές, αλλά είναι οικουμενική. Περιλαμβάνει στούς κόλπους της ανθρώπους από όλον τόν κόσμο, επειδή σέ όλα τά πλάτη καί μήκη τής γής υπάρχουν άνθρωποι καλοπροαίρετοι, οι οποίοι είναι έτοιμοι νά δεχθούν τόν «σπόρο» καί νά καρποφορήσουν «εν υπομονή». Ο Τριαδικός Θεός, ο οποίος εργάζεται συνεχώς γιά τήν σωτηρία όλων τών ανθρώπων, δέν κάνει διακρίσεις, επειδή «ουκ έστι προσωπολήπτης ο Θεός, αλλ εν παντί έθνει ο φοβούμενος αυτόν καί εργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτός αυτώ εστι». (Πρ. ι', 34-35).

Όταν υπάρχουν άνθρωποι καλοπροαίρετοι, όπως ο Κορνήλιος, ο οποίος αναφέρεται στό δέκατο κεφάλαιο τών «Πράξεων τών Αποστόλων», οι οποίοι αναζητούν τήν αλήθεια, καί η αλήθεια είναι ενυπόστατη, δηλαδή είναι ο Χριστός –«εγώ ειμί η αλήθεια»- τότε ο Θεός θά οικονομήση έτσι τά πράγματα, ούτως ώστε νά συνδεθούν μέ πνευματικούς ποιμένες, φορείς τής Ορθοδόξου Παραδόσεως, όπως ο Κορνήλιος μέ τόν Απόστολο Πέτρο, οι οποίοι θά τούς μυήσουν στό μυστήριο τής πίστεως. Δηλαδή θά τούς κατηχήσουν, ούτως ώστε στήν συνέχεια μέ τό Βάπτισμα νά ενταχθούν στούς κόλπους τής Εκκλησίας, καί μέ τό Χρίσμα νά λάβουν τό Άγιο Πνεύμα.


Οι Ορθόδοξοι Ιεραπόστολοι επιτελούν καί σήμερα σπουδαίο καί σημαντικό έργο σέ πολλά μέρη τής γής καί χρειάζονται τήν συμπαράσταση καί τήν βοήθεια όλων, μέ κάθε τρόπο καί μέσο, επειδή ο λόγος τού Ευαγγελίου πρέπει νά ακούγεται συνεχώς «εις πάντα τά έθνη», μέχρι τήν συντέλεια τών αιώνων.

Δεύτερον. Ο φανατισμός είναι ασθένεια, η οποία δημιουργεί πολλά προβλήματα στίς ανθρώπινες κοινωνίες. Τόν συναντά κανείς σέ εμπαθείς ανθρώπους, οι οποίοι δουλεύουν στά πάθη μέ τήν θέλησή τους καί δέν έχουν τήν διάθεση νά απαλλαγούν από αυτά. Επίσης, ο φανατισμός καλλιεργείται σέ διάφορες ανθρωποκεντρικές ομάδες καί οργανώσεις, οι οποίες επιθυμούν μέ αυτόν τόν τρόπο νά δημιουργούν οπαδούς καί παράλληλα νά τούς συγκρατούν καί νά τούς αυξάνουν, γιά νά τούς χρησιμοποιούν ως ασπίδα καί ξίφος απέναντι στούς αντιπάλους τους. Αντίθετα, η Εκκλησία, η οποία δέν είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, δηλαδή δέν είναι ανακάλυψη τού ανθρώπου, αλλά αποκάλυψη τού Θεού στόν κόσμο, δέν καλλιεργεί τόν φανατισμό, επειδή δέν ενδιαφέρεται νά αποκτήση οπαδούς.

Η Εκκλησία, πού είναι τό Θεανθρώπινο Σώμα τού Χριστού, είναι πνευματικό Θεραπευτήριο, τό οποίο βοηθά τόν άνθρωπο νά θαραπευθή από τά πάθη καί νά γίνη αληθινός άνθρωπος. Καί όπως τά Νοσοκομεία καί οι ιατροί δέν θεωρούν τούς ασθενείς ως εχθρούς, έτσι καί η Εκκλησία δέν θεωρεί κανέναν ως εχθρό της, αλλά αγαπά όλους ανεξαιρέτως τούς ανθρώπους χωρίς φυλετικές ή άλλες διακρίσεις. Όταν, κατά καιρούς, παρατηρήται τό φαινόμενο τού φανατισμού σέ κάποια άρρωστα μέλη της, τότε η Εκκλησία προσπαθεί νά τά απαλλάξη από τήν ασθένειά τους, μέ τόν τρόπο ζωής πού διαθέτει καί εμπνέει. Μάλιστα, σέ περίπτωση «γάγγραινας» δέν διστάζει νά προβή σέ αποκοπή τών σάπιων μελών, προκειμένου νά διασφαλισθή η υγεία καί η ακεραιότητα τών υπολοίπων.

Ο λόγος τής Εκκλησίας δέν είναι ανθρώπινος λόγος, ο οποίος αδυνατεί νά αγγίξη εσωτερικά τόν άνθρωπο, νά τόν αναγεννήση πνευματικά καί νά τόν παρηγορήση αληθινά, αλλά είναι «ρήματα ζωής αιωνίου». Είναι η αλήθεια, η οποία ελευθερώνει από τήν τυραννία τού διαβόλου, αλλά καί θεραπεύει «από παντός μολυσμού σαρκός καί πνεύματος», από κάθε αθένεια, επομένως καί από τήν ασθένεια τού φανατισμού. Τά υγιή καί πραγματικά μέλη τής Εκκλησίας είναι οι Άγιοι, οι οποίοι είναι ξένοι πρός κάθε έννοια φανατισμού, αφού τά χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα είναι η βαθειά ταπείνωση, η πραότητα, η διάκριση, η υπομονή καί η ανιδιοτελής αγάπη.

Η αγία Γολινδούχ-Μαρία διδάσκει διαχρονικά μέ τόν βίο καί τήν πολιτεία της, μεταξύ τών άλλων, ότι η συναδέλφωση τών λαών δέν είναι κάτι τό ανέφικτο. Η κολυμβήθρα είναι η πνευματική μήτρα τής Εκκλησίας, η οποία γεννά ή μάλλον αναγεννά τούς ανθρώπους καί τούς κάνει αληθινούς αδελφούς.


http://www.parembasis.g