Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Αγία μάρτυς Ία (Μνήμη 4 Αυγούστου & 11 Σεπτεμβρίου)



site analysis



1.  Κατά το πεντηκοστό τρίτο έτος της βασιλείας του[1], ο βασιλιάς των Περσών Σαβώριος ανέβηκε στα κάστρα και τα σύνορα των Ρωμαίων κάνοντας εκστρατεία με το στρατό του. Έφτασε δε και σ’ ένα κάστρο που λεγόταν Βιζαϊδέον[2], και κατόρθωσε να το κυριεύσει και να γίνει κάτοχός του και να καταστρέψει τα τείχη του. Όχι δε μόνον αυτό, αλλά θανάτωσε εκεί με τα ξίφη και πλήθος Ρωμαίων και συνέλαβε περίπου πενήντα χιλιάδες[3] άνδρες και γυναίκες, μαζί με τον επίσκοπο Ηλιόδωρο και τους γηραλέους πρεσβυτέρους Δόσσα και Μαρεάβη[4] και άλλους πρεσβυτέρους και διακόνους, άνδρες αγιότατους, όπως επίσης και ομάδα αγίων μοναχών και παρθένων μοναζουσών, τους οποίους πήρε όλους αιχμαλώτους.
AgiaIa2
Καθώς τους οδηγούσαν στη χώρα των Ουζαϊνών[5], έφτασαν σε σταθμό που λεγόταν Βισακέρ. Εκεί ο αγιότατος επίσκοπος Ηλιόδωρος αρρώστησε, κι επειδή έμελλε να πεθάνει, χειροτόνησε επίσκοπο στη θέση του τον θεοσεβή πρεσβύτερο Δόσσα. Επίσης και το θυσιαστήριο[6] που είχε πάρει όταν έφευγε στην αιχμαλωσία, το παρέδωσε στον οσιότατο Δόσσα για να λειτουργεί σ’ αυτό οσίως και δικαίως και αμέμπτως ενώπιον του Κυρίου. Και ο θεοφιλέστατος Ηλιόδωρος ανεπαύθη εν Κυρίω.
2. Το Ιερό λείψανό του κηδεύτηκε εκεί από τους Χριστιανούς με πολλή τιμή και δόξα. Καθώς λοιπόν προχωρούσαν στο δρόμο, φεύγοντας από τα μέρη εκείνα, συναθροίστηκαν σε κάποιο μέρος κι έψαλλαν και υμνούσαν δοξολογώντας τον άγιο Θεό, και καθημερινά εκτελούσαν αυτή τη λατρευτική διακονία. Οι μάγοι όμως πλημμύρισαν από θυμό επειδή αυτοί έψαλλαν και λάτρευαν τον Χριστό τον Θεό μας, οι καρδιές και οι ψυχές τους ταράχθηκαν φοβερά και άρχισαν να κακολογούν και να συκοφαντούν τους Χριστιανούς που λάτρευαν τον Θεό στον αρχιμάγο Αδελφέρ, ο οποίος και πρωτύτερα είχε γίνει αίτιος αιματοχυσιών πολλών Χριστιανών και αθλοφόρων Μαρτύρων του αγίου Θεού που μαρτύρησαν στην Ανατολή.
Και ο Αδελφέρ, οπλισμένος με τα όπλα του διαβόλου, παρουσιάστηκε στο βασιλιά και του είπε: «Αγαθέ βασιλιά, υπάρχει κάποιος στους αιχμαλώτους, αρχηγός των Χριστιανών, που λέγεται Δόσσας· αυτός προσελκύει πολλά πλήθη από τους αιχμαλώτους, άνδρες και γυναίκες, ομόπιστους και ομόφρονες μ’ αυτόν, και λοιδορούν την εξουσία σου και βδελύσσονται τη βασιλεία σου· αυτό το διαπράττουν καθημερινά. Τους παρήγγειλα να μη κάνουν έτσι, αλλά δεν παύουν μάλιστα περισσότερο ατιμάζουν τη βασιλική σου μεγαλειότητα και βλασφημούν όχι λίγο τους θεούς των Περσών». Όταν άκουσε αυτά ο βασιλιάς, διέταξε να αποκόψουν την κεφαλή του μακαρίου επισκόπου Δόσσα.
3. Μετά την άθληση του μακαρίου επισκόπου Δόσσα, κατηγορήθηκε η δούλη του Θεού Ία, αιχμάλωτη και αυτή, ότι έχει πολύ ζήλο για την πίστη του Σωτήρα μας Χριστού. Πράγματι, ήταν εξασκημένη με ακρίβεια στις άγιες Γραφές για τον πόθο που είχε στον Δεσπότη Χριστό· φλογιζόμενη δε από την αγάπη του Χριστού εναντιωνόταν σε κάθε αντίπαλο και εχθρό του χριστιανικού λαού, αντιπαραθέτοντας και διδάσκοντας το λόγο του Χριστού και σπέρνοντας στην ακοή τους τη διδασκαλία του Θεού. Πολλούς λοιπόν από την πλάνη της ειδωλολατρίας τους έστρεφε προς τον Χριστιανισμό. Εκείνο δε τον καιρό εγκαταστάθηκε στη χώρα των Ουζαϊνών και οδηγούσε πολλούς στον Χριστό. Η Αγία αυτή πλησίαζε συνεχώς τις γυναίκες με αγάπη και τις δίδασκε το λόγο του Θεού και τις νουθετούσε και τις ενίσχυε με λόγια από τις άγιες Γραφές. Οι γυναίκες, βλέποντας την πραότητα της αγίας Ίας και ακούγοντας τα χαριτωμένα της λόγια, τη δέχονταν με ευχαρίστηση και ανέφεραν γι’ αυτή στους άνδρες τους, διηγούμενες τις διδαχές και τους λόγους της Αγίας.
4. Όταν τις άκουσαν οι άνδρες τους, οργίστηκαν πολύ, και λέγοντας ο ένας στον άλλο τα λόγια που είπε η άγια Ία στις γυναίκες τους, πρόσθεταν ότι «Αυτή η γυναίκα με τα μάγια της αποστρέφει και αποξενώνει από εμάς τις γυναίκες μας». Με μία γνώμη λοιπόν όλοι, παρουσιάστηκαν στο βασιλιά και είπαν: «Αγαθέ βασιλιά μας, να ζεις στους αίώνες. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους, η εξουσία σου έφερε και μία γυναίκα από το γένος των Ρωμαίων, η οποία κάνει μαγείες σ’ αυτή τη χώρα που ανήκει στη βασιλεία σου, και απομακρύνει πολλές ψυχές από την προσκύνηση των θεών διότι ατιμάζει τους θεούς μας και καταφρονεί όλους τους νόμους σας».
Όταν άκουσε αυτά ο βασιλιάς, οργίστηκε πολύ και με πολύ θυμό διέταξε να έρθουν δύο αρχιμάγοι, που ο ένας ονομαζόταν Αδερσαβώρ και ο άλλος Αδελφέρ, και τους είπε: «Εκείνη την οποία καταγγέλλουν, αν μεν προσκυνεί τους θεούς και τιμά τον ήλιο και τη φωτιά και το νερό και την εξουσία μου, και αν δεν πράττει πιά τη μαγεία που διδάσκει, ας κατοικήσει στη χώρα αυτή και ας έχει τιμή από εμάς· αν όμως δεν προσκυνεί τους θεούς και τη φωτιά και το νερό όπως διατάζουν οι θεοί μας και οι νόμοι μας, να της επιβάλετε κάθε είδους τιμωρία».
5.   Μόλις έλαβαν αυτή τη διαταγή, βγήκαν και πρόσταξαν να συλληφθεί η αγία δούλη του Θεού. Όταν την έφεραν, τη δέχθηκαν με κραυγές και θόρυβο και της είπαν: «Χριστιανή είσαι;». Η Αγία αποκρίθηκε: «Χριστιανή είμαι». Και οι παράνομοι της είπαν: «Πρέπει να θανατωθείς, διότι είπες πως είσαι Χριστιανή». Η δε αγία Ία φώναξε με ιερό ζήλο και είπε: «Χριστιανή είμαι και τον ένα ζώντα Θεό υπηρετώ που δημιούργησε κάθε ύλη, από τον οποίο κατασκευάστηκαν και αυτοί που τους λέγετε θεούς σας, ο ήλιος δηλαδή και η σελήνη, η φωτιά και το νερό· όλα είναι έργα των χειρών Του».
6.   Διέταξαν τότε να γδύσουν την αμνάδα του Χριστού, κι έβαλαν σχοινιά στα χέρια και τα πόδια της και πέντε άνδρες πολύ δυνατοί τραβούσαν κάθε μέλος της, ενώ άλλοι άνδρες νέοι με σαρακηνικά μαστίγια χτυπούσαν και καταπλήγωναν το σώμα της. Η δε άγια Ία έψαλλε ωδή στον Κύριό της και υψώνοντας στον ουρανό τα μάτια Τον επεκαλείτο με παρρησία λέγοντας: «Κύριε ‘Ιησού Χριστέ, Υιέ του αληθινού Θεού, ενδυνάμωσε τη δούλη Σου σε τούτο τον αγώνα στον οποίο τώρα εισήλθα, και λύτρωσέ με από τους λύκους που με κατασπαράζουν».
7. Όταν χτυπήθηκε τόσο, ώστε να μη μπορεί να μιλήσει, διέταξαν να τη ρίξουν στη φυλακή. Και μετά από δύο μήνες διέταξαν και οδηγήθηκε μπροστά τους η άγια “Ια, και της είπαν: «Τι είχες στο νου σου τόσο καιρό στη φυλακή; Μήπως νουθέτησες τον εαυτό σου να θυσιάσεις στους θεούς και να σέβεσαι το βασιλιά και τη φωτιά και τον ήλιο, για να κατοικήσεις στη χώρα αυτή και να λάβεις από μας δωρεές και μεγάλα χαρίσματα, ώστε να τιμηθείς σύμφωνα με την απόφαση του βασιλιά των βασιλέων, η παραμένεις Χριστιανή;». Τότε η πιστότατη και αγία αποκρίθηκε και είπε: «Εγώ είχα το νου μου στο να αγωνιστώ με δύναμη στη χάρη στην οποία με κάλεσε ο Θεός και να μην ανταλλάξω τον Θεό μου τον αληθινό με τους νομιζόμενους θεούς· δεν προσκυνώ τα μάταια που σεις σέβεσθε». Μετά την ερώτησαν: «Ακόμη παραμένεις στο φρόνημα των Χριστιανών;». Αυτή αποκρίθηκε και τους είπε: «Χριστιανή είμαι και θεό αληθινό σέβομαι και προσκυνώ».
8. Όταν άκουσαν αυτά οι αρχιμάγοι, με οργή και πολύ θυμό διέταξαν να φέρουν από τον κήπο σαράντα γερά κλαδιά ροδιάς ακαθάριστα· και την τάνυσαν δώδεκα άνδρες και τη χτυπούσαν σκληρά μπροστά και πίσω. Και από το σώμα της έρρεε το αίμα στη γη, όπως και οι σάρκες της, μέχρις ότου γέμισαν αίματα αυτοί που την κρατούσαν. Βλέποντας ότι είναι όλη αρματωμένη και ότι οι σάρκες της κατέπεσαν, διέταξαν να την πάρουν σαν £να πτώμα και να τη ρίξουν στη φυλακή. Μετά έξι μήνες οι αρχιμάγοι διέταξαν να φέρουν σ’ αυτούς
Είπαν οι αρχιμάγοι: «Είναι αληθινά λοιπόν όσα ακούστηκαν για σένα, ότι διδάσκεις στη χώρα αυτή εναντίον του βασιλιά των βασιλέων;». Η Αγία αποκρίθηκε: «Αν κάτι ειπώθηκε για μένα υπέρ του Χριστού, αληθινό είναι· εγώ ασφαλώς κηρύττω τον ένα και μοναδικό Θεό στους ανθρώπους, για να μετανοήσουν και να επιστρέψουν προς Αυτόν από τα πονηρά έργα τους, καθώς διδάσκουν οι άγιες Γραφές μας». Όταν οι αρχιμάγοι άκουσαν αυτά, θύμωσαν όχι λίγο και διέταξαν τους υπηρέτες κι έφεραν μεγάλα καλάμια, που τα έσχισαν, και τα έμπηξαν σ’ όλο το σώμα της Αγίας και την έσφιξαν με λεπτά σχοινιά, μέχρις ότου οι αρθρώσεις και τα μέλη της έκαναν κρότο. Διέταξαν έπειτα να τραβήξουν ένα-ένα τα καλάμια από το σώμα της.
10. Έτσι οι σάρκες και το αίμα της έρρεαν κάτω στη γη, μέχρι που φάνηκαν τα κόκκαλα και τα εντόσθιά της. Μετά δέκα ημέρες διέταξαν να τανύσουν την Αγία και με χάλκινες βέργες κατατσάκισαν τα κόκκαλά της. Κι εκείνη την ώρα κείτονταν στο έδαφος σαν νεκρή μπροστά τους· διέταξαν τότε να φέρουν πιεστήριο (πρέσσα) και να τη βάλουν σ* αυτό, και γύρω της άνδρες έσφιγγαν για πολύ, μέχρις ότου τα μέλη της αποκόπηκαν από το σώμα κι έπεσαν κάτω.
11. Βλέποντας ότι ήταν πια άλαλη και τα μέλη της διαλύθηκαν κι έπεσαν, διέταξαν να αποκοπεί με ξίφος η κεφαλή της. Πρόσταξαν δε στους φύλακες να φρουρήσουν το λείψανο της για να μη την ενταφιάσει κανείς, μέχρις ότου τα όρνεα κατέβουν και φάγουν το σώμα της, επειδή οι Πέρσες δεν είχαν τη συνήθεια να θάβουν τους νεκρούς, για να μη μολύνεται, λέει, η γη. Μερικοί όμως Χριστιανοί έδωσαν κρυφά χρήματα κι εξαγόρασαν από τους φύλακες το λείψανο της αγίας Ίας και το κήδεψαν με τιμή, όπως έπρεπε[7]. Μαρτύρησε δε η αγία Ία στην επαρχία των Ουζαϊνών της Περσίας, στις 5 Αυγούστου[8], ενώ βασίλευε στους Πέρσες ο Σαβώριος, και σ’ εμάς βασίλευε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Σημειώσεις:
1.      Το 362.
2.     Πιο ορθά «Βηθζαβδαί». Ο Σωζόμενος το αποδίδει «Ζαβδαίον χωρίον». Ήταν οχυρό στα σύνορα Περσών-Ρωμαίων. Ο Σαβώριος προσπάθησε να το κυριεύσει μαζί με τη Νίσιβη διότι του άνοιγαν τις πύλες της Μεσοποταμίας και της Αρμενίας αντίστοιχα. Το κατόρθωσε το 360. Η απαγωγή του πληθυσμού έγινε μετά δύο χρόνια.
3.     Σύμφωνα με το συριακό κείμενο, αλλά και το ελληνικό Μηναίο, οι αιχμάλωτοι ήταν εννιά χιλιάδες.
4.     Η μνήμη τους εορτάζεται 9 Απριλίου.
5.     Χώρα των Ουζαϊνών–Βεθουζά.
6.     Προφανώς φορητό, ίσως αντιμήνσιο.
7.     Το λείψανο της αγίας Ίας μετά το διωγμό μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, σε ναό που κτίστηκε προς τιμήν της έξω από τη Χρυσή Πύλη. Ο ναός αυτός ανακαινίστηκε αργότερα από τον Ιουστινιανό (Προκόπιος, Περί κτισμάτων I, 9). Το IB’ αιώνα καταστράφηκε κατά την άλωση της Πόλης από τους Λατίνους, οπότε το λείψανο μεταφέρθηκε στη Μονή των Μαγγάνων. Σε χειρόγραφο του ΙΔ’ αιώνα σώζεται εγκώμιο της Αγίας, γραμμένο επί της βασιλείας Ανδρονίκου (1282-1328). Ο συγγραφέας του Μακάριος, Ιερομόναχος της Μονής των Μαγγάνων, μαρτυρεί ότι το λείψανο, μετά από δέκα σχεδόν αιώνες, παρέμενε άφθορο, όπως το είχε δει πολλές φορές ο ίδιος (Patrologia Orientalis 2, 1905, σελ. 462-473).
8.    Η μνήμη της εορτάζεται 4 Αυγούστου και επαναλαμβάνεται 11 Σεπτεμβρίου. Μάλλον εννοεί ομάδα τοπικών Αγίων και όχι τους γνωστούς Μάρτυρες της Σεβάστειας, προγενέστερους κατά μισό αιώνα (9 Μαρτίου 320).

Πηγή: Μέθη Χριστού, Μάρτυρες στην Περσία του Σαβωρίου (Πρωτότυπο κείμενο – Μετάφραση), Μετάφραση Δημήτριος Χρισταφακόπουλος, Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», § Μαρτύριο της αγίας μάρτυρος Ίας, Έκδοσις Ά, Θεσσαλονίκη 1989. 
πηγη.ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ

Αγία Σαλώμη η Μυροφόρος



site analysis


Σύζυγος του Ζεβεδαίου και μητέρα των αγίων Αποστόλου Ια­κώβου και Ιωάννη, η Σαλώμη, το όνομα της οποίας παραπέμπει στην ειρήνη, ήταν συγγενής της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ακολούθησε τον Κύριο καθ’ όλη την δημοσία του ζωή. Μία ημέρα, αγνοώντας ακόμη το νόημα της αποστολής του Σωτήρος και πιστεύοντας ότι είχε έλθει για να εγκαθιδρύσει μία επίγεια βασιλεία, Του ζήτησε να δώσει στους γιούς της μια θέση τιμητική. Ο Χριστός την διόρθωσε υπενθυμίζοντας σ’ αυτήν ότι όσοι επιθυμούν να μετάσχουν στην δόξα Του πρέπει πρώτα να κοινωνήσουν στο ποτήριον του Πάθους Του (βλ. Ματθ. 20, 20).
salome
Δείχνοντας μεγαλύτερο θάρρος από τους μαθητές που εγκατέλειψαν τον Κύριο, η Σαλώμη παρευρέθη από απόσταση στην Σταύρωσή Του μαζί με την Θεομήτορα και την αγία Μαρία την Μαγδαληνή (Μάρκ. 15, 40· Ιω. 19, 25), ενώ μόλις πέρασε το Σάββατο πήγε να αγοράσει αρώματα για να αλείψει το σώμα (Μάρκ. 16, 1). Καθώς οι γυναίκες αναρωτιόνταν ποιος θα μπορούσε να τις βοηθήσει να κυλήσουν την βαρειά πέτρα που έκλεινε τον τάφο, βρήκαν εκείνον ανοιχτό. Μπαίνοντας μέσα είδαν έναν λαμπροφορεμένο άγγελο που ανήγγειλε σ’ αυτές το καλό άγγελμα της Αναστάσεως. Τρέμοντας και έκτος εαυτού έφυγαν χωρίς να πουν τί­ποτε σε κανέναν, μέχρι την ώρα που η αγία Μαρία η Μαγδαληνή ήλθε μόνη στον τάφο και είδε τον ίδιο τον Κύριο αναστημένο.

(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αύγουστος, εκδ. Ίνδικτος σ. 29)

Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

Οσία Φωτεινή η Κυπρία



site analysis



fotini i kipriaΕορτάζει στις 2 Αυγούστου εκάστου έτους.

Βιογραφία
Πότε έζησε ακριβώς η Οσία Φωτεινή (γνωστή στην Κύπρο και σαν Αγία Φώτου η θαυματουργός) και ποια ήταν η καταγωγή της, δεν γνωρίζουμε. Η παράδοση μας λέει πώς γεννήθηκε στο Ριζοκάρπασο από απλοϊκούς, αλλά ευλαβείς γονείς.
Από μικρούλα η Φωτού ξεχώριζε από τις συνομήλικες της για την καλοσύνη της, το φέρσιμο της, την προθυμία της να εξυπηρετήσει τους άλλους, την αρετή της. Τα μεγάλα της φωτεινά μάτια καθρέφτιζαν τον πλούτο της καρδιάς της και σκόρπιζαν παντού την εμπιστοσύνη, τη χαρά. Στο σχολείο του χωρίου της έμαθε η Φωτού τα πρώτα γράμματα. Σαν έμαθε να διαβάζει πήρε κι άρχισε να αποστηθίζει διάφορους ψαλμούς και ύμνους της Εκκλησίας μας.
Όταν έφτασε σε ηλικία γάμου, η Αγία, έφυγε από το σπίτι της και πήγε σε μια σπηλιά για να ασκητεύσει.
Στο σπήλαιο αυτό η αγνή κι η ηρωική κόρη πέρασε όλη της τη ζωή. Μια ζωή εγκαρτέρησης και προσευχής, ζωή εγκράτειας και αφιέρωσης ολοκληρωτικής στον Ουράνιο Νυμφίο Χριστό.
Το άγιο λείψανο της που τάφηκε κι ευρέθηκε στη σπηλιά γύρω στα 1718 – 32 μ.Χ. με τη σκαλιστή επιγραφή από πάνω «Φωτεινή Παρθένος Νύμφη Χριστού», εξακολουθεί και σήμερα να προσφέρει τη θεραπεία στους αρρώστους, στους τυφλούς το φως, στους πονεμένους το ψυχικό ξεκούρασμα και τη χαρά.
Το ασκητήριο της αγίας Φωτεινής υπάρχει και σήμερα και βρίσκεται στο χωριό Άγιος Ανδρόνικος. Σ’ αυτό μπαίνει ένας από μια στενή είσοδο και καταβαίνει από μια σκάλα φτιαγμένη από εγχώριες πέτρες και που έχει 23 σκαλοπάτια. Το σπήλαιο μοιάζει με κατακόμβη, σαν κι εκείνες που χρησιμοποιούσαν οι πρώτοι χριστιανοί. Στο βάθος του σπηλαίου είναι το αγίασμα. Από το νερό αυτό παίρνουν οι άρρωστοι και πλένουν τα αρρωστημένα μέλη τους για να θεραπευτούν. Ιδιαίτερα η Αγία πιστεύεται, πως θεραπεύει τα οφθαλμικά νοσήματα. Τέλος, στα μαύρα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς το σπήλαιο της Οσίας χρησιμοποιήθηκε και ως ναός.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Καρηασέων τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάισμα καὶ τῶν ἀσθενούντων ἡ ρώσις, τῶν πεπηρωμένων ἀνάβλεψις, τῶν πρὸς σὲ πιστῶς προστρεχόντων ἐν τῷ θείῳ ναῶ σου, πανένδοξε, τᾶς ἰάσεις παράσχου τοὶς δούλοις σου πάντοτε, ἶνα εὐχαρίστως κράζωμεν, Φωτεινὴ Ὁσία νύμφη Χριστοῦ καλλιπάρθενε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι, Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ πασιν Ἰάματα.
Ιερά Λείψανα: Απότμημα του Ιερού Λειψάνου της Αγίας βρίσκεται στη Μονή Κύκκου Κύπρου.

Πηγή:  saint.gr

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Βίος Αγίας Χριστίνας της Μεγαλομάρτυρος



site analysis

Η Αγία Χριστίνα η Μεγαλομάρτυς εορτάζει στις 24 Ιουλίου



Η Αγία Χριστίνα έζησε στους χρόνους του βασιλέως Σεβήρου, περί το έτος 200 μ..Χ. στη Τύρο, πόλη της Συρίας. Οι γονείς της ήσαν πλούσιοι στο χρήμα, πάμπτωχοι όμως στην ψυχή, γιατί ήσαν ειδωλολάτρες. Ο πατέρας της ήταν στρατηλάτης. Βλέποντας όμως την υπέροχη ομορφιά της κόρης του και φοβούμενος τους κακούς ανθρώπους έκτισε ένα υψηλό πύργο όπως συνήθιζαν τότε. Μέσα σ’ αυτόν έκλεισε τη Χριστίνα με πολλές υπηρέτριες δια να την υπηρετούν και αρκετά ειδωλολατρικά, είδωλα χρυσά και αργυρά, για να προσεύχεται σ’ αυτά. Επίσης εκεί της είχε και όλα όσα χρειαζότανε για να μη βγαίνει καθόλου έξω και την βλέπουν άνθρωποι. Αυτά της έκανε ο κατά σάρκα πατέρας της, Ουρβανός ονόματι.
Ο Χρίστος την φώτισε δε με την χάρη του Παναγίου Πνεύματος και την οδήγησε στη Θεογνωσία. Ήταν πολύ συνετή. Βλέποντας την ομορφιά του ουρανού και της γης και της θάλασσας και όλα τα δημιουργήματα του Θεού συλλογιζόταν, ποιος άραγε να τα έκανε όλα αυτά. Ποθούσε να μάθει τον ποιητή και κυβερνήτη της Δημιουργίας. Και ο Καλός Θεός σαν Πανάγαθος και γνωρίζοντας την καλή της προαίρεση, της έστειλε άνθρωπο και την δίδαξε όλα, όσα λαχταρούσε να μάθει. Αφού λοιπόν φωτίσθηκε, η μακαρία, σεβότανε τον αληθινό Θεό και αφιερωνόταν σε προσευχές και νηστείες.

«Λέγομαι Χριστίνα»
Κάποια ημέρα, που ανεβήκανε οι γονείς της στον πύργο να την χαιρετήσουν, την προσκαλέσανε να προσφέρει θυσία στα είδωλα. Η Χριστίνα όμως δεν τους άκουσε καν, ούτε και φοβήθηκε τις φοβέρες τους και τις συνέπειες. Ο πατέρας της μάλιστα θύμωσε πολύ και έφυγε να σκεφθεί τις τιμωρίες, που θα της έκανε. Η μητέρα της όμως στενοχωρήθηκε πολύ και προσπαθούσε με λόγια να πείσει την Χριστίνα να προσφέρει θυσία στους θεούς. Η Αγία όμως της απάντησε:
- Μη με συμβουλεύεις, απάντησε, μητέρα μου, να προτιμήσω το σκοτάδι από το φως. Οι θεοί σας είναι δαιμόνια, ο δε. Κύριος δημιούργησε τους ουρανούς και όσα υπάρχουν πάνω στη γη. Εγώ είμαι δούλη του Χριστού. Γι αυτό πήρα τώρα και το όνομά του. Λέγομαι Χριστίνα. Επομένως δεν πείθομαι στα ψεύτικα και φαρμακερά λόγια σας, για να προσκυνήσω τα αναίσθητα ξόανα.

Άρτον Αγγέλων έφαγε
Η Αγία φόρεσε το άσπιλο φόρεμα που είχε παραγγείλει από τον πατέρα της, ένιψε τα χέρια της και το πρόσωπο και κλείστηκε στο δωμάτιό της. Έπειτα, θύμιασε τον αληθινό Θεό και προσευχήθηκε λέγοντας:
Ο Θεός ο ουράνιος, ο Δεσπότης και ποιητής του κόσμου, που καταδέχθηκες να φορέσεις σώμα ανθρώπινο και να υπομένεις πάθος εκούσιο για την σωτηρία μας, παρακαλώ την Βασιλεία σου, άκουσέ με και μη μ’ εγκαταλείπεις, γιατί αμάρτησα πολύ, προσκυνώντας εν αγνοία μου τα ακάθαρτα είδωλα. Σβήσε, σαν αγαθός και ελεήμων Θεός, τας αμαρτίας μου και στάσου κοντά μου στα μαρτύρια, που με περιμένουν, για την ομολογία μου και δώσε μου δύναμη να νικήσω τους εχθρούς μας προς Δόξαν του φοβερού και Αγίου Ονόματός Σου.
Όταν έλεγε αυτά η Αγία, ήλθε Άγγελος από τον ουρανό και της είπε:
- Χαίρε, νύμφη και συνονόματη του Δεσπότου Χριστού Χριστίνα αμόλυντη. Ο Κύριος άκουσε την δέηση σου. Λοιπόν, πάρε δύναμη και ενίσχυση στην καρδιά σου, διότι θα παρουσιασθείς με τρεις άρχοντες, για να δοξασθεί ο Θεός με σένα.
- Δώσε μου, του λέγει η Αγία, την σφραγίδα του Σωτήρος, μου, για να μη φοβηθώ τους εχθρούς του.
Ο Άγγελος έκαμε ευχή, της έδωσε την εν Χριστώ σφραγίδα, δηλαδή την σταύρωσε, την ευλόγησε και της έδωκε να φάγει ψωμί ουράνιο. Η Αγία έφαγε και ευχαρίστησε τον Κύριο.


Καταστρέφει τα είδωλα
Την νύκτα κατέστρεψε με τσεκούρι τα χρυσά και τα ασημένια είδωλα των θεών, κατέβηκε από τον πύργο, τα μοίρασε στους φτωχούς και πάλι ανέβηκε. Το πρωί ανέβηκε ο πατέρας της να προσκυνήσει τα είδωλα και δεν τα βρήκε. Με πολύ θυμό ρώτησε τις υπηρέτριες τι έγιναν και πήρε την απόκριση, ότι η κόρη του τα κομμάτιασε και τα πέταξε από το παράθυρο. Αυτός έγινε θηρίο και πρόσταξε να τις αποκεφαλίσουν και την κόρη του να την δείρουν, χωρίς λύπη, μέχρι να κουρασθούν. Στα αλήθεια την έδειραν ωσότου κουράσθηκαν. Η Αγία όμως, με την χάρι του Θεού, μάλλον δυνάμωνε και έλεγε στον πατέρα της αυτά τα λόγια:
- Γιατί πατέρα είσαι τυφλωμένος; Δεν βλέπεις, ότι εκείνοι, που με βασανίζουν έπεσαν κάτω; Ας έλθουν οι θεοί σας να τους βοηθήσουν, αν μπορούν!
Τότε ο Ουρβανός θύμωσε τόσο πολύ, ώστε την έδεσε με αλυσίδα από τον λαιμό και την φυλάκισε. Η γυναίκα του όμως, που άκουσε τα βάσανα της Αγίας, πήγε με κλάματα στη φυλακή, έπεσε στα πόδια της κόρης της και την παρακαλούσε να ξαναγυρίσει στην ειδωλολατρία. Όμως η Αγία έμενε ακλόνητη στην ομολογία της.

Σκληρά βασανιστήρια από τον πατέρα της
Όταν ο πατέρας της έμαθε, ότι είναι σταθερή στην απόφαση της, έστειλε στρατιώτες το πρωί και φέρανε την Αγία στο πραιτώριο όπου και της λέγει:
- Λυπούμαι, Χριστίνα, γιατί δεν έχω άλλο παιδί και σε παρακαλώ να προσκυνήσεις τους θεούς, γιατί αλλοιώς δεν θα σε λυπηθώ και θα σε βασανίσω τόσο πολύ, που θα λυώσω τα κρέατα σου.
- Μου δίδεις μεγάλη χαρά, του αποκρίθηκε, να μη μ' έχεις πια παιδί σου, γιατί συ με τη διαγωγή σου είσαι υιός του διαβόλου και συνήγορος των άλλων δαιμόνων.
Τότε ο πατέρας γίνηκε αιμοβόρο θηρίο και διέταξε. να την κρεμάσουν και να ξεσχίζουν τις σάρκες της. Εκείνη όμως η μακάρια χαιρόταν με τα βασανιστήρια και έλεγε:
- Σε ευχαριστώ, Θεέ μου επουράνιε, γιατί με αξίωσες να καθαρισθώ, με αυτά τα βασανιστήρια από τον ρύπο της ειδωλολατρίας.
Πολλές φορές, έπαιρνε ένα κομμάτι από τις σάρκες της, το πετούσε στο πρόσωπο του πατέρα, της, λέγοντας:
- Επεθύμησες, δύστυχε, να φας τις σάρκες του παιδιού σου. Φάγε να χορτάσεις.
Τότε ο τύραννος πρόσταζε να φέρουν ένα τροχό και την έδεσαν επάνω. Άναψαν κατόπιν από κάτω φωτιά, τις χύνανε λάδι καυτό για να την βασανίζουν χειρότερα. Η Μάρτυς όμως σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό και έλεγε:
- Κύριε, Ιησού, Χρίστε, που βοηθάς αυτούς, που σε φοβούνται, μη μ’ αφήνεις τη δούλη, σου, αλλά δείξε και τώρα το θαύμα σου, για να μη χαρούν οι ασεβείς τύραννοι! Αμέσως σκορπίστηκε η φωτιά και κατέκαψε πολλούς από τους ειδωλολάτρες. Η Αγία βγήκε από τον τροχό. Τότε την ρώτησε ο ανόητος τύραννος:
- Δεν μου λες, ποιος σ’ έμαθε αυτές τις μαγείες και δεν σε καίει η φωτιά;
Τότε η Μάρτυς τον ελεεινολόγησε και πάλι διότι δεν μπορούσε να δη την αλήθεια. Βλέποντας δε αυτός, ότι δεν μπορούσε να την νικήσει, την φυλάκισε, χωρίς να της δώσει καμιά τροφή για να πεθάνει από την πείνα. Ο Ουράνιος όμως Πατέρας, σαν φιλόστοργος, δεν την άφησε χωρίς φροντίδα, αλλά έστειλε τρεις Αγγέλους και της φέρανε τροφή σωτήρια και ακόμη γιατρέψανε και το κατακομματιασμένο σώμα της. Η δε Αγία, ευχαριστούσε τον Θεό όλη την ημέρα και προσευχόταν.

Σώζεται από τη θάλασσα
Όταν νύχτωσε, ο πατέρας της έστειλε πέντε δούλους, δέσανε μια μεγάλη πέτρα στο λαιμό της και την ρίξανε στο πέλαγος. Οι Άγιοι Άγγελοι τη δεχθήκανε και περιπατούσε με χαρά πάνω στο πέλαγος, γιατί η πέτρα λύθηκε Θαυματουργικά και βούλιαξε. Αυτή δε δόξαζε το Θεό με τούτα τα λόγια:
- Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου Παντοδύναμε, και σε παρακαλώ σήμερα να μου δώσεις και αυτή τη χάρη: να πάρω τώρα το Άγιον βάπτισμα σ’ αυτά τα νερά και να συγχωρήσουν οι αμαρτίες μου.
Μόλις τελείωσε αυτά, ακούσθηκε φωνή από τον ουρανό:
- Άκουσα την δέηση σου.
Μαζί δε με τη φωνή, παρουσιάστηκε και νεφέλη φωτεινή. Βλέπει τότε μπροστά της τον Δεσπότη Χριστό με βασιλική πορφύρα και στεφάνι. Γύρω του στέκονταν Άγιοι Άγγελοι, με ύμνους και ευωδία θυμιαμάτων εξαιρετική. Μόλις δε η Αγία αντίκρυσε τον Κύριο, φοβήθηκε και έπεσε μπρούμυτα. Ο Σωτήρ όμως την σήκωσε και είπε:
- Εγώ είμαι ο Χριστός, Χριστίνα, που φωτίζω όλους που μ’ επικαλούνται και ήλθα να σε γλυτώσω απ’ την πλάνην των ειδώλων, όπως ζήτησες.
Τότε την κατέδυσε στην θάλασσα λέγοντας:
- Σε βαπτίζω, Χριστίνα εις το όνομα του Πατρός και εις εμέ τον Υιόν Του και εις το Πνεύμα το Άγιον.
Όταν είπε αυτά ο Δεσπότης την παρέδωσε στον Αρχιστράτηγο Μιχαήλ, λέγοντας:
- Δώσε της την σφραγίδα μου, κάμε την λαμπροφόρο και οδήγησέ την στην, ξηρά.
Έτσι ο μεν Κύριος επέστρεψε στα ουράνια, η δε Αγία βρέθηκε στη πόλι της, κοντά στο πατρικό της σπίτι.


Ο τύραννος πατέρας της πεθαίνει
Όταν, λοιπόν, ξημέρωσε, την είδε να προσεύχεται ο τύραννος πατέρας της και νομίζοντας, ότι οι δούλοι του δεν την ρίξανε στη θάλασσα, θέλησε να τους θανατώσει ο κακούργος, άδικα. Εκείνοι, όμως, ομολογήσανε το θαύμα και ο πατέρας της την ρώτησε:
- Πες μου, Χριστίνα, με ποιες μαγείες νίκησες την θάλασσα;
- Δεν βλέπεις, δύστυχε, αποκρίθηκε η Χριστίνα, ότι πήρα χαρά από τον Χριστό μου και ξαναγεννήθηκα. Τότε διέταξε να την φυλακίσουν πάλι, για να την αποκεφαλίσει την άλλη ημέρα. Η Αγία, προσευχόταν όλη τη νύχτα. Ο αμετανόητος πατέρας της βασανίσθηκε όλη την νύκτα πάρα πολύ και το πρωί απέθανε. Η Χριστίνα έμεινε λίγο καιρό ήσυχη, ευχαριστώντας τον Κύριο, γιατί την γλύτωσε από τον τύραννο πατέρα της.

Την βράζουν στη πίσσα
Έπειτα από λίγες ημέρες, επήρε την θέση του πατέρα της, καινούργιος άρχοντας, που λεγόταν Δίων. Αυτός διάβασε όλα τα έγγραφα της Χριστίνας και πρόσταξε να την φέρουν στο Κριτήριο. Βλέποντας την ομορφιά του προσώπου της, άρχισε τις κολακείες και ύστερα με φοβέρες προσπάθησε να πείσει την Αγία να γυρίσει στην πλάνη των ειδώλων. Αφού όμως ο τύραννος είδε ότι η Αγία δεν αλλάζει διέταξε να την δείρουν, χωρίς λύπη. Υπέμενε όμως η Αγία με καρτερία τα βασανιστήρια κι έλεγε στον τύραννο της:
- Μ’ αυτά νομίζεις ότι θα με νικήσεις, αδύνατε; Βασάνισε με περισσότερο, γιατί αυτά μου φαίνονται παιχνίδια.
Τότε διέταξε ε τύραννος, και φέρανε μια σκάφη σιδερένια γεμάτη πίσσα, ρετσίνι και λάδι. Βάλανε δυνατή φωτιά από κάτω και βάλανε μέσα την Αγία. Τη βράζανε!!! πολλή ώρα, γυρίζοντας την με σιδερένιες σούβλες! για να ψήσουν και διαλύσουν τις σάρκες της. Η Μάρτυς υπέμενε με γαλήνη και αυτό το φοβερό μαρτύριο, ευχαριστώντας τον Κύριο διότι τη διαφύλαξε αβλαβή. Το θαύμα ήταν ολοφάνερο. Τότε πάλι ο τύραννος τη συμβούλευσε:
- Βλέπεις, Χριστίνα, ότι οι θεοί σε λυπούνται και σου ελαφρύνουν τη παίδευσιν; Αναγνώρισε την ευεργεσία των και θυσίασε σ’ αυτούς.
- Τη δύναμη του Χριστού μου, του λέγει, αποδίδεις στους σιχαμερούς θεούς σου, αφρονέστατε και αναίσθητε; Πως μπορούν να βοηθήσουν τους ζωντανούς οι τυφλοί και άλαλοι;
Τότε ο τύραννος γίνηκε τρελός από το θυμό και διέταξε να ξυρίσουνε το κεφάλι της, να την παιδέψουν γυμνή και έτσι να την περιφέρουν σ’ όλη την πόλι, για περιφρόνηση. Αφού γίνανε όλα αυτά την φυλακίσανε.
Την άλλη ημέρα την ξαναφέρανε στο κριτήριο και ο τύραννος της είπε:
- Ας πάμε στο ναό να προσκυνήσεις τον ουράνιο θεό Απόλλωνα.
- Καλά είπες, του είπε η Αγία, να προσκυνήσω το Θεό τον ουράνιο.
Ο άρχοντας χάρηκε, γιατί νόμισε, ότι θα προσκυνήσει το είδωλο... Την οδηγήσανε, λοιπόν, στο ναό με αφάνταστη τιμή. Η Αγία απευθύνθηκε στο άγαλμα του Απόλλωνα και είπε το εξής:
- Σε διατάσσω, εν ονόματι του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, να πέσεις στη γη και να γίνεις συντρίμματα.
Αμέσως άκουσε ο ψεύτικος θεός την Αγία και έπεσε σε κομμάτια. Όλοι, που βρίσκονταν εκεί, βλέποντας το εξαίσιο, αλλά και φρικτό θέαμα, δόξαζαν τον Θεό της Χριστίνας. Τρεις χιλιάδες τότε πιστέψανε σ’ Αυτόν. Ο άρχοντας έμεινε άφωνος από την λύπη του και ξεψύχησε. Άλλος δε συνάρχοντας, φυλάκισε την Αγία, έως ότου ψηφίσουν άλλον άρχοντα.

Μέσα στο αναμμένο καμίνι
Έπειτα από λίγες ημέρες γίνηκε άλλος άρχοντας ο Ιουλιανός. Αυτός, όταν έμαθε για την μάρτυρα, πρόσταξε και την φέρανε στο Κριτήριο. Μόλις παρουσιάσθηκε, άρχισε με υποσχέσεις και με φοβέρες, χωρίς να επιτύχει τίποτε. Διέταξε τότε, να κάψουν επί τρεις ημέρες κάμινο και να την ρίξουν μέσα, όπου και παρέμεινε πέντε μέρες, χρίζοντας με φροντίδα απ’ έξω την κάμινο για να μη βγαίνει καθόλου η ζέστη. Η Μάρτυς όμως έψαλλε από μέσα με τους Αγγέλους, δοξάζοντας κι ευχαριστώντας τον Θεό, με μεγάλη φωνή. Οι στρατιώτες, που την φρουρούσαν, ακούγοντας τις ψαλμωδίες, φοβήθηκαν κι αναφέρθηκαν στον τύραννο. Πρόσταξε τότε αυτός να την ανοίξουν την έκτη ημέρα και η Αγία βγήκε από αυτήν ολοζώντανη, σαν να έβγαινε από λουτρό. Τότε της λέγει ο τύραννος:
- Πες μας, Χριστίνα, και ομολόγησε τις μαντείες σου, ει δε μη σήμερα θα σε θανατώσω.
- Δεν σε φοβούμαι καθόλου, του αποκρίθηκε, λύκε άρπαγε. Κάνε με ότι θέλεις. Έχω βοηθό μου ταν ουράνιο Πατέρα μου.
Τότε διέταξε τον φροντιστή των θηρίων, ο πιο αναίσθητος και από τα θηρία, να φέρει δυο ασπίδες (δηλ. τα πιο φαρμακερά φίδια), δύο έχιδνες και δύο άλλα φοβερά φίδια Τα φοβερότερα και τα πιο φαρμακερά φίδια τα έφεραν και τα άφησαν εναντίον της Αγίας.
Λυτά, όχι μονάχα δεν την δάγκασαν, αλλά έδειξαν προς αυτήν ευσπλαχνία: δηλ. οι δυο ασπίδες έγλυφαν τα πόδια της και τα φίδια σκουπίζανε τον ιδρώτα, γιατί αγωνιζόταν η Αγία για τον Χρίστο! Ο τύραννος όμως, πιο θηριώδης και από τα θηρία, μάλωνε τον υπηρέτη των θηρίων και του έλεγε να τα ερεθίσει, εναντίον της Αγίας. Τα θηρία εξαγριώθηκαν και επετέθησαν εναντίον του φύλακα, που τον θανατώσανε. Τότε η Αγία διέταξε τα θηρία να φύγουν από την. πόλη, χωρίς να βλάψουν κανένα, ευχαρίστησε δε τον Κύριο.
- Δέσποτα, ζωοδότη, Κύριε Ιησού Χριστέ, εσύ που ανέστησες το Λάζαρο, άκουσε και την δούλη σου και ανάστησε αυτόν τον άνθρωπο, για να δοξασθεί το Πανάγιο όνομά σου και να πιστέψουν αυτοί που παρακολουθούν, ότι συ είσαι ο μόνος, που κάνει θαυμάσια.
Τότε ακούσθηκε από τους ουρανούς φωνή μεγάλη και είπε:
- Χριστίνα, ευλογημένη δούλη μου, εγώ ο Θεός σου, είμαι μαζί σου και ότι ζητήσεις θα γίνεται.
Τότε σφράγισε τον νεκρό η Αγία με το σημείον του σταυρού, λέγουσα:
- Εις το όνομα του Δεσπότου Χριστού σήκω!.
Αναστήθηκε ο νεκρός, δοξάζοντας τον Θεό και την Αγία.

Της έκοψαν τους μαστούς
Ο τυφλωμένος τύραννος, νομίζοντας μαγεία το θαύμα της Αγίας, διέταξε να κόψουν τους μαστούς της. Το μαρτύριο αυτό είναι πολύ οδυνηρό. Η Χριστίνα, όμως υπέμενε καρτερικά και σήκωσε τότε τα μάτια της στον ουρανό και έκανε τούτη την προσευχή:
- Σ’ ευχαριστώ, Δέσποτα Ιησού Χριστέ, ότι με αξίωσες να πάθω αυτά για την αγάπη σου και για να καθαρισθεί ο ρύπος της ψυχής μου και του σώματος. Γνωρίζω, ότι αύριο τελειώνω τον αγώνα μου για να λάβω το άφθαρτο στεφάνι.
Τότε την φυλάκισαν. Την επισκεφθήκανε όμως πολλές γυναίκες και την παρηγορούσαν με εκδηλώσεις συμπάθειας στους πόνους της. Η Αγία και σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές της τις δίδασκε και πολλές πιστέψανε στο Χριστό με την διδαχή της. Το πρωί της άλλης ημέρας διέταξε ο τύραννος και τη φέρανε στο μέσον και της είπε:
- Προσκύνησε τους θεούς. Αλλοιώς θα σε θανατώσω.
- Σήμερα, του είπε: συ θα χαθείς και θα πας στην αιώνια Κόλαση.
Τότε διέταξε τύραννος να κόψουν την γλώσσα της. Αυτή όμως προσευχήθηκε έτσι:
- Ευχαριστώ, Θεέ μου, άτι δεν μ’ άφησες από την κοιλιά της μητέρας μου. Ο θησαυρός κάθε αγαθότητας, επέβλεψε εις εμέ, γιατί ήλθε ο καιρός ν’ αναπαυθώ. Πρόσταξε να τελειώσω το δρόμο σ’ αυτό το στάδιο.
Τότε, ακούσθηκε φωνή από τον ουρανό να λέγει:
- Χριστίνα άμωμε, έχε θάρρος, γιατί πολλά υπέφερες για μένα. Γι’ αυτό και πολλή απόλαυση σε περιμένει. Η βασιλεία των ουρανών, έχει ανοιχθεί για σένα και οι Άγγελοι σε περιμένουν. Λοιπόν, έλα να πάρεις το στεφάνι σου, που σε περιμένει...
Όταν δε κόψανε τη γλώσσα της, την πήρε η Αγία στο δεξί της χέρι και την πέταξε στο πρόσωπο του άρχοντα, που τυφλώθηκε αμέσως. Αλλά και φωνή βγήκε από το στόμα της, λέγοντας προς τον τύραννο:
- Ιουλιανέ άπιστε, επειδή έκοψες την γλώσσα μου, που ευλογεί τον Κύριον, έχασες και συ το φως σου δίκαια, άδικε.
Τότε ο τυφλός διέταξε δύο στρατιώτες, θηρία σαν κι αυτόν, να την θανατώσουν. Και ο ένας την πλήγωσε στην καρδιά, με το τόξο του και ο άλλος στα πλευρά και έτσι τελείωσε η Αγία. Αλλά ο τύραννος, όταν πήγαινε στο σπίτι του, δέχθηκε την οργή του Θεού και πέθανε με φριχτούς πόνους. Βλέποντας όμως τα θαύματα της Αγίας ένας συγγενής της, πίστεψε και αυτός στο Χριστό και έκτισε στο όνομά της Εκκλησία, οπού και τοποθέτησε το τίμιο και σεβάσμιο λείψανό της. Η Αγία, παρέδωσε το πνεύμα της την 24ην Ιουλίου, ημέραν Πέμπτη, εις δόξαν Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος της Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος.





Στίχος
Τὴν Χριστίναν ἥνωσε Χριστῷ νυμφίῳ, Νύμφην ἄμωμον, αἷμα τοῦ μαρτυρίου. Εἰκάδι βλῆτο τετάρτῃ Χριστῖνα ὀξέσι πέλταις.

Στίχος
Kτείνουσι πέλται Xριστέ την σην Xριστίναν, Tην Xριστιανών πίστιν ουκ αρνουμένην. Eικάδι βλήτο τετάρτη Xριστίνα οξέσι πέλταις.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ'.
Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ. Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Αγρυπνία Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής


Βίος Οσίας Πελαγίας της Τηνίας



site analysis

Η Οσία Πελαγία η Τηνία εορτάζει στις 23 Ιουλίου



Η Πελαγία ήταν κόρη του παπά Νικηφόρου Νεγρεπόντη. Η μητέρα της ήταν από τον Τριπόταμο της Τήνου και άνηκε στην οικογένεια Φραγκούλη. Γεννήθηκε το 1752 μ.Χ. στο χωριό Κάμπο της
Τήνου και το κοσμικό της όνομα ήταν Λουκία. Από διάφορα έγγραφα φαίνεται ότι είχε ακόμα τρεις αδελφές. Η οικογένειά της διακρινόταν για την αγνή πίστη και την προσήλωση στα θρησκευτικά
ιδεώδη.

Λίγα χρόνια μετά τη γέννηση της Λουκίας ο πατέρας της πέθανε. Ήταν τότε 12 χρονών και έδειχνε σημάδια έντονης επιθυμίας να αφιερωθεί και να υπηρετήσει το θέλημα του Θεού. Οι δυσκολίες της
ζωής έκαναν την μητέρα της να τη στείλει στον Τριπόταμο, στην κάπως πιο ευκατάστατη αδελφή της. Εκεί η Λουκία έμεινε τρία χρόνια και συχνά επισκεπτόταν την άλλη θεία της, που ήταν μοναχή
στη Μονή Κεχροβουνίου. Ένοιωσε τότε επιτακτική την ανάγκη ν' ακολουθήσει τον μοναχικό βίο και σε ηλικία 15 χρονών μπήκε στο Μοναστήρι σαν δόκιμη, υπό την επίβλεψη της θείας της
μοναχής Πελαγίας. Όταν ήλθε η ώρα έγινε και η ίδια μοναχή με το όνομα Πελαγία.

Ως μοναχή αφοσιώθηκε με ψυχή και σώμα στην λατρεία του Θεού και στην ανακούφιση των πασχόντων. Η αγνότητα της ψυχής της, η οσιότητα της ζωής της, η αυταπάρνηση της, η μυστική
ζωή της κι ο πόθος της για λύτρωση συντέλεσαν ώστε η μοναχή Πελαγία να γίνει το «σκεύος εκλογής» για ν' αποκαλυφθεί σ' αυτήν η Παναγία για την εύρεση της Αγίας εικόνας της στον αγρό
του Δοξαρά στην πόλη της Τήνου (30 Ιανουαρίου 1823 μ.Χ.), γεγονός που έμελλε να κάμει την Τήνο ιερό νησί και να κατατάξει την Πελαγία μεταξύ των Αγίων. Το γεγονός δε αυτό συνέβη όταν
η Όσια ήταν 73 χρόνων και αρχιερέας Τήνου ήταν ο Γαβριήλ.

Η Οσία Πελαγία έκανε, με τις πρεσβείες της Παναγίας και τη χάρη του Θεού, αρκετά θαύματα πριν και μετά τον θάνατο της, ο όποιος ήλθε στις 28 Απριλίου 1834 μ.Χ. και τάφηκε στο ναό των
Ταξιαρχών του μοναστηριού.

Το 1973 μ.Χ. όμως, κτίστηκε μεγαλοπρεπής ναός στο όνομα της, όπου φυλάσσεται και προσκυνείται η αγία κάρα της σήμερα. Ανακηρύχτηκε αγία με Συνοδική Πατριαρχική Πράξη στις
11 Σεπτεμβρίου 1970 μ.Χ. και η μνήμη της ορίστηκε να τιμάται στις 23 Ιουλίου, την ήμερα δηλαδή του οράματος της.



Το όραμα της ευρέσεως

Η εύρεση της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας, έγινε ύστερα από όραμα της Αγίας Πελαγίας.

Την Κυριακή 9 Ιουλίου 1822μ.Χ. βλέπει στον ύπνο της μία μεγαλοπρεπή κυρία με φωτοστέφανο, η οποία της εξηγεί πόσο υπέφερε θαμμένη τόσα χρόνια κάτω από το χώμα. Της ζήτησε όταν
ξημερώσει να επισκεφθεί τον επίτροπο εσωτερικών υποθέσεων της Μονής και να του ανακοινώσει την επιθυμία της να αποκαλυφθεί το ερειπωμένο θαμμένο μέγαρό της στον αγρό του Αντ. Δωξαρά.

Όταν ξύπνησε κατάλαβε ότι η κυρία ήταν η Θεοτόκος και ότι το μέγαρο ήταν προφανώς ο Ναός Της. Της γεννήθηκαν όμως αμφιβολίες για το κατά πόσο μπορεί κάτι τέτοιο να συμβαίνει σε εκείνη
την άσημη ταπεινή και το πώς θα έπρεπε να υποφέρει τους χλευασμούς και τις κοροϊδίες του δύσπιστου κόσμου. Έτσι αποφάσισε να μην αναφέρει τίποτα.

Την επόμενη Κυριακή 16 Ιουλίου 1822 μ.Χ., εμφανίζεται και πάλι στον ύπνο της η ίδια Κυρία δίνοντας και πάλι την ίδια παραγγελία. Η Πελαγία δεν είχε πλέον καμία αμφιβολία ότι ήταν η
εκλεκτή από την Θεοτόκο, αλλά και πάλι την απέτρεψαν οι αμφιβολίες.

Όταν και την τρίτη Κυριακή 23 Ιουλίου 1822 μ.Χ. εμφανίζεται στον ύπνο της με στεναχωρημένο, αλλά αυστηρό ύφος ζητώντας εξηγήσεις για την αγνόηση της παραγγελίας της, η Πελαγία
αποφασίζει πλέον να προχωρήσει χωρίς να ολιγωρήσει.

Την ίδια μέρα η Πελαγία κατέφυγε στην Ηγουμένη η οποία γνωρίζοντας τον ενάρετο βίο της την πίστεψε και επισκέφθηκε τον επίτροπο. Ο επίτροπος με την σειρά του ειδοποίησε με την συνοδεία
της Πελαγίας τον Μητροπολίτη της Τήνου ο οποίος προσκαλεί τον λαό της Τήνου στον Μητροπολιτικό ναό των Ταξιαρχών, παρακαλώντας τον να συνδράμουν για τον σκοπό αυτό σε
χρήμα ή και σε εργασία.

Ο λαός πρόθυμα άρχισε τις ανασκαφές στις αρχές Σεπτεμβρίου 1822 μ.Χ. από τις οποίες αποκαλύφθηκαν ο αρχαίος ναός του Διονύσου και ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.
Ωστόσο δεν βρέθηκε κανένα ίχνος εικόνας πράγμα που επισκίασε το θετικό κλίμα και οδήγησε τον κόσμο σιγά, σιγά στην εγκατάλειψη του εγχειρήματος. Η Πανώλη θέριζε εκείνη την εποχή, πράγμα
που ο επίτροπος το θεώρησε θεία τιμωρία.

Σε συνεργασία πάλι με τον Μητροπολίτη Τήνου συγκαλούν και πάλι τον λαό της Τήνου με την ίδια έκκληση ορίζοντας επιπλέον και μια επιτροπή ελέγχου του έργου. Όσο οι εργασίες δεν έφερναν
αποτέλεσμα, ο λαός χλεύαζε και κατηγορούσε την Πελαγία ως ονειροπόλα.

Με δάκρια στα μάτια η Πελαγία ζητά την βοήθεια της Παναγίας, η οποία της αποκαλύπτει πλέον το ακριβές σημείο στο οποίο ήταν θαμμένη η εικόνα Της.

Στις 30 Ιανουαρίου 1823 μ.Χ., μετά από την υπόδειξη της εν λόγω θέσης, η αξίνα του Δημ. Βλάσση προσκρούει στο θαυματουργό εικόνισμα!



Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε
Ἀμέμτπως ἐβίωσας ἐν ἐγκράτειᾳ πολλὴ καὶ πόνοις ἀσκήσεως καὶ ἐν ἀγάπῃ θερμή, Πελαγία Θεόληπτε. Ὅθεν τὴν Θεοτόκον ἐπαλλήλως κατεῖδες, μηνύουσαν
σοὶ Εἰκόνος τὴν ἀνεύρεσιν ταύτης. Ἣν πρέσβευε, Ἁγία Μῆτερ, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σέ.

Κοντάκιον. Ἦχος α'. Χορὸς Ἀγγελικός
Ζωὴν θεοφιλῆ, διανύσασα Μῆτερ, ἀσκήσει ἀρετῶν, καὶ ἠθῶν εὐκοσμίᾳ, θεράπαινα πεφήνας, τῆς Ἁγνῆς Θεομήτορος. Ὅθεν χαίρουσα, Κεχροβουνίου ἡ Μάνδρα,
μακαρίζει σε, ὦ Πελαγία θεόφρον, τιμῶσα τὴν Κάραν σου.
ΠΗΓΗ.ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ

Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Η μοναχή Μόνικα, ο πνευματικός της Καλύμνου



site analysis


Έφερε πάντα πολύτιμο περιδέραιο την διάκριση, την σιωπή και το ακατάκριτο. Διαμάντια πιο λαμπερά και από τον φωστήρα της ημέρας. Την γνώρισα στα μέσα του ’50. Ερχότανε στην Πάτμο στον γέροντα Αμφιλόχιο όσο το γήρας της το επέτρεπε και γιόρταζε κοντά του το Πάσχα το καινό. Τα χρόνια εκείνα ήταν ο Ευαγγελισμός η πόλις Ιερουσαλήμ. Εκεί ανέβαιναν αι φυλαί, φυλαί Κυρίου να γιορτάσουν Πάσχα Κυρίου. Ήταν υψίκορμη και λιπόσαρκη σαν  δούγα παλαιού ξύλινου βαρελιού. ‘Όταν κάποτε νοσηλεύθηκε σε θεραπευτήριο των Αθηνών, οι φοιτητές ρώτησαν τον γιο της, καθηγητή της Παιδιατρικής :

-         Η μητέρα σας δεν έφαγε ποτέ μια μπριζόλα;

Ερχότανε στον ναό της Βαγγελίστρας μαζί με την αδελφή που άναπτε τις κανδήλες. Καθότανε στο στασίδι, με το μακροφούστανο και το μαντήλι μέχρι την μύτη, τόσο ήσυχα, που δεν έδειχνε μέσα στο μισοσκόταδο πως υπάρχει παρουσία ζωντανού ανθρώπου. Ήταν σαν κάποια αδελφή να κρέμασε το ράσο της στο θρονί. Είτε έμπαιναν είτε έβγαιναν από την εκκλησία, ούτε σήκωνε το κεφάλι  ούτε το έστρεφε. Ρώτησα:

-         Αυτή η γριά δεν βλέπει, δεν ακούει;

-         Και βλέπει και ακούει, αλλά συνεχώς προσεύχεται.

Μου θύμιζε την μάννα του Σαμουήλ , όταν πήγαινε στο  ναό να προσευχηθή και ο γιος του ιερέα Ηλεί την πρόσεξε και είπε στον πατέρα του: «Μια γυναίκα ίσταται στον ναό και μαίνεται».

Καθόμουνα απέναντί της .Η μόνη κίνηση που έκανε ήταν να σκουπίζη τα δάκρυά της, τα ασίγητα και αθόρυβα, με το άσπρο της μαντήλι. Περισσότερο έστρεφα την προσοχή μου στην γερόντισσα Μόνικα παρά στο τέμπλο της εκκλησιάς.

Όταν απαντούσε στις ερωτήσεις του Γέροντα, μιλούσε τόσο στοχαστικά, σαν να έβγαινε η φωνή της μέσα από τους παλαιούς αιώνες. Αν ήταν άνδρας, θα μου θύμιζε τον παλαιό των ημερών. Ο λόγος της ήταν τόσο μετρημένος σαν ρήση ευαγγελική.

Εκεί όμως που εγνώρισα τον άνθρωπο αυτόν πρόσωπο με πρόσωπο ήταν στο τέλος της δεκαετίας του ’60. Τότε έζησα από κοντά τον άνθρωπο των δακρύων και της καρδιακής προσευχής και έμαθα την ιστορία της ζωής της.

Ο σύζυγός της Γεράσιμος Ζερβός ήταν πάντα «ο πατέρας» και για την σύζυγο και για τα παιδιά. Οσάκις έλεγε «ο πατέρας μας» , αρκετό καιρό υπελάμβανα την πατέρα της, αλλ’ αργότερα εννόησα ότι επρόκειτο περί του συζύγου. Εργαζόταν στις Ινδίες, στις αγγλικές επιχειρήσεις εξορύξεως πολύτιμων μετάλλων. Σε μία από τις επισκέψεις του στον οίκο του πατρός του εγνώρισε την Άννα και ηράσθη του αληθινού κάλλους της ψυχής της. Την ζήτησε εις γάμου κοινωνίαν . Έπασχε όμως από μυοκαρδίτιδα. Του λέει:

-         Δεν μπορώ να σταθώ όρθια. Πώς θα γίνη ο γάμος;

Και υπανδρεύθη καθιστή. Τον ακολούθησε στην Ινδία και έφερε στον κόσμο πέντε παιδιά. Έπειτα από λίγα χρόνια εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα , ίσως για τις σπουδές των παιδιών. Τα δύο, την Φανή και τον Τζον, τα έχασε εφήβους από κάποια λιμώδη νόσο της εποχής εκείνης. Ο Τζον έγινε ουρανοβάμων προτού γίνη άνδρας. Δεκαέξι ετών ήταν ψάλτης αριστερός στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση. Υπέμεινε την αρρώστια με μαρτυρική υπομονή. Τα τελευταία λόγια του στην αγία μάννα του ήταν:

-         Θα λυπηθώ πολύ, όταν φορέσης μαύρα και κλάψης. Εγώ είδα τον Χριστό και μου είπε: «Έρχου γρήγορα∙ σε περιμένω».

Εκεί στην Αθήνα η κυρία Άννα εδέχετο όλη την ημέρα όχι μόνον πονεμένους, αλλά και κληρικούς. Έτσι γνωρίστηκε με τον πατέρα Σάββα και τον βοήθησε , μαζί με τον σύζυγό της, να εγκατασταθή στο νησί και σήμερα είναι ο προστάτης της Καλύμνου και των κήπων του ανατολικού Αιγαίου το εγκαλλώπισμα. Ο προϊστάμενος της Ζωής πατήρ Σεραφείμ Παπακώστας ήταν από τους πιο τακτικούς επισκέπτες. Ο γιος της ο παιδίατρος της έλεγε:

-         Μάννα ,  εσύ έχεις περισσότερους επισκέπτες από μένα.

Κάτω από το προσκέφαλό της είχε τρία βιβλία: τον Ιωάννη της Κλίμακος, τον Νείλο τον Σιναΐτη και τον αββά Ισαάκ. Αυτούς μελετούσε μέρα και νύχτα. Προτιμούσε την ανάγνωση από το κείμενο.

-         Καλύτερα – έλεγε- να διαβάσω μια σελίδα κείμενο παρά δέκα ερμηνεία. Στο κείμενο βρίσκεται το πνεύμα του Πατρός. Στην ερμηνεία έχει εξατμισθή το πνεύμα του και επικρατεί του ερμηνευτού.

Στους προσερχομένους πάντα απαντούσε από τους Πατέρες : «Αυτό μας λέγει ο αββάς Ισαάκ Ιωάννης, αυτό ο Νείλος και αυτό ο Ισαάκ». Ποτέ δεν έκλωθε δικά της λόγια. Έτσι, κανένας δεν αντέλεγε στις νουθεσίες της. Όλοι ευχαριστημένοι έφευγαν από την εξαγόρευση και την πατερική νουθεσία.

Είχε φοβερή υπομονή να ακροάζεται τους πειρασμούς , τον πόνο και την θλίψη των άλλων. Η νύφη της ερχόταν κάθε πρωί και μιλούσε επιθετικά εις βάρος του γιού της. Έπειτα από δίωρη ακρόαση αναπάντητη , της έλεγε:

-         Πήγαινε τώρα να ετοιμάσης φαγητό, γιατί τα παιδιά θα επιστρέψουν από το σχολείο.

-         Δεν στενοχωριέστε για όσα λέγει;

-         Καθόλου. Μόνον για την ψυχή της θλίβομαι.

Είχε τόση διάκριση, που ακουμπούσε στις ψυχές αυτό που μπορούσαν να βαστάξουν. Κανένας δεν έφευγε ούτε βαρυφορτωμένος ούτε ξεφόρτωτος. Το στόμα της ήτανε χρυσό. Ούτε αστεϊσμούς ούτε σαπρούς λόγους έλεγε ούτε κατάκριση εξήρχετο. Αυτά είναι τα στόματα των Αγίων.

Στην προσευχή – όπως μου ωμολόγησε η θεία μου μοναχή Θεοκτίστη και όπως και εγώ είδα και μαρτυρώ- συνεχώς έτρεχαν τα μάτια της αστείρευτη πηγή.

-         Πού , Γρηγόριέ μου –μου έλεγε η θεία μου μοναχή –βρίσκονταν τόσα δάκρυα; Εσπερινό κάναμε; Απόδειπνο διαβάζαμε; Όρθρο ψάλλαμε; Ώρες λέγαμε; Οι βρύσες των ομματιών της έτρεχαν.

Στην νοερά προσευχή η στάση της ήταν ουράνια. Μοναχός Πάτμιος, Αντίπας το όνομα, της είχε προσφέρει το επίτομο βιβλίο της Φιλοκαλίας των αγίων Πατέρων, το οποίο μελέτησε πολύ καλά.

Αλλά και ο Γεράσιμος καθόλου δεν υστερούσε στα πνευματικά της «μητέρας»- συζύγου του. Φαίνεται από πολύ νωρίς είχε συναναστραφή με πνευματικούς άνδρες. Είχε πολλά ωφεληθή και πολλά σπουδάσει. Αυτός πρέπει να βοήθησε την Άννα να προαχθή στα πνευματικά γυμνάσματα. Στον οίκο του στην Κάλυμνο είχε δωμάτιο με τους τέσσερις τοίχους γεμάτους βιβλία. Το δωμάτιο αυτό το έλεγαν «παπαδικό». Στους επισκέπτες έλεγε:

-         Περάστε να σας δείξω τα χόμπι της ζωής μου. Από ΄δω είναι τα «τσιγάρα» μου. Από ‘κει τα «ποτά» μου. Και πιο  ‘κει τα «γλυκά» μου.

Κάθε βράδυ περιήρχετο το λιμάνι μήπως βρη κάποιον άστεγο επισκέπτη του νησιού να φιλοξενήση στο σπίτι του. Αν επέστρεφε με επισκέπτη, έλεγε στην Άννα:

-         Έφερα τον Χριστό.

Αν δεν λάχαινε  κανένας άστεγος, γύριζε λυπημένος.

-         Χάσαμε , μητέρα, σήμερα.

Στο τέλος του προσεβλήθη από την επάρατο νόσο του καρκίνου. Δάγκωνε τα σίδερα του κρεβατιού να μη φανή ο πόνος του ούτε στους ανθρώπους ούτε στους Αγγέλους.



Η σύζυγός του, μετά την χηρεία, εκάρη ,μοναχή από τον γέροντα Αμφιλόχιο με το όνομα Μόνικα. Της ζήτησα κάποτε το βιβλίο του αββά Νείλου. Μου είπε:

-         Μετά την κοίμησή μου να είναι δικό σου. Τώρα όμως δεν μπορώ να το αποχωριστώ, γιατί ό όσιος Νείλος με τέρπει. Ο Σιναΐτης με οικοδομεί και όλα τα λαμπικάρει στην καρδιά μου ο Ισαάκ ο Σύρος.

Εκοιμήθη ενενήντα ετών η καρδιοπαθής και αδύνατη σαν την καλαμιά του ξηροπόταμου.

Αυτά έζησα και ενθυμούμαι και τα καταθέτω. Ξεύρω ότι είναι φτωχά και λίγα. Ας έχω την συμπάθειά της και τις πρεσβείες της μαζί μου.
 

πηγή:Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Ιερά Μονή Δοχειαρίου , Άγιον Όρος
Γραφικές Τέχνες – Εκδόσεις: «Το Παλίμψηστον