Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

Η Αγία Ευφροσύνη



site analysis
Η Αγία Ευφροσύνη εορτάζει στις 25 Σεπτεμβρίου

Zoom in (real dimensions: 302 x 414)Εικόνα


Θυγάτηρ Παφνουτίου του Αιγυπτίου

Η Οσία Ευφροσύνη έζησε στα χρόνια του Θεοδοσίου του μικρού [περί το 410 μ.Χ.), ήταν μοναχοκόρη και πολύ πλούσια. Ο πατέρας της Παφνούτιος ήταν ο πλουσιότερος της 
Αλεξάνδρειας και μαζί με τη σύζυγο του διακρίνονταν για τη θερμή πίστη τους στο Θεό.
Δώδεκα χρονών η Ευφροσύνη έμεινε ορφανή από μητέρα, και ο πατέρας της αφοσιώθηκε ακόμα πιο φιλόστοργα στην επιμέλεια της κόρης του. Όταν η Ευφροσύνη έφθασε 
στο 18ο έτος της ηλικίας της, ο πατέρας της θέλησε να την παντρέψει με ένα νέο υψηλής κοινωνικής τάξης.
Όμως την ψυχή της Ευφροσύνης είχε καταλάβει ο θείος έρωτας. Ο γάμος και οι κοσμικότητες θα της ήταν εμπόδιο να αφιερωθεί συστηματικά στην ελεημοσύνη και στην υπηρεσία 
του πλησίον.

Η Ευφροσύνη πραγματοποιεί το θέλημα της
Κάποιες μέρες πού απουσίαζε ο πατέρας της, κατά θεία Πρόνοια ήλθε στην Αλεξάνδρεια ένας Πνευματικός ενάρετος από κάποια σκήτη. Αυτόν τον κάλεσε η Ευφροσύνη για να 
εξομολογηθεί. Με την εξομολόγηση είπε και όλον της τον πόθο, να απαρνηθεί τον κόσμο, για την αγάπη του Κυρίου.
Τον ερώτησε ακόμη, και τί πρέπει να κάμει σ’ αυτήν την περίσταση. Ο Καλόγηρος της απάντησε:
- Ξέρεις, κόρη μου, ότι ο Κύριος λέγει στο ιερό Ευαγγέλιο: ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, ουκ εστί μου άξιος. Αφού λοιπόν ο φιλόστοργος αυτός Δεσπότης άναψε στην  καρδιά σου τον ιερόν αυτόν και σωτήριον έρωτα, να σπεύσης όσο μπορείς γρηγορότερα. Άρον τον σταυρόν και ακολούθησε. Αυτόν, πριν ψυχρανθή ο πόθος σου. Μη αφήσης να φθείρη την παρθενία σου φθαρτός άνθρωπος. Νυμφεύσου τον ουράνιο Βασιλέα, για να αγάλλεσαι με αυτόν ζωήν αιώνιον.

Η Ευφροσύνη γίνεται Μοναχή
Όταν άκουσε τα θεια αυτά λόγια η Ευφροσύνη, χάρηκε πάρα πολύ, και τον παρακάλεσε να την αξιώσει να γίνει Μοναχή. Αμέσως ο Πνευματικός εξετέλεσε την επιθυμία της. 
Διάβασε την ανάλογη ευχή, την κούρεψε και της φόρεσε το Αγγελικό Σχήμα, με δεήσεις προς τον Θεό να την αξιώσει να τελειώσει τον πόθο της.
Όταν τελείωσε την τελετή αυτή ο Πνευματικός, έφυγε για το ασκητήριό του.
Όταν έμεινε μόνη η Ευφροσύνη σκεπτόταν πώς να κάμη, πού να πάει να κρυφθή να μην την εύρουν οι συγγενείς της και την εμποδίσουν. Συλλογίζονταν αν έμπαινε σε Μοναστήρι γυναικών, ήταν ενδεχόμενο να την εύρουν οι συγγενείς της. Γι αυτό, απέβαβαλε τη Μοναχική στολή, έβγαλε μαζί και τον χιτώνα και τη γυναικεία νοοτροπία, και ντύνεται ανδρικά. 
Κατόπιν με προφύλαξη ξεφεύγει από την προσοχή των υπηρετών της και αφήνει σπίτι λαμπρό, χρυσάφι και ασήμι άφθονο, μαργαριτάρια και λοιπά χρυσαφικά. Απαρνιέται πατέρα,μνηστήρα, συγγενείς. Περιφρονεί τις απολαύσεις του κόσμου, και παίρνει τον Σταυρό τον γλυκύτατο του Χριστού και πηγαίνει σε κείνο το ίδιο το Μοναστήρι, από το όποιο την ίδια μέρα έφυγε ο πατέρας της ο Παφνούτιος.

Παρουσιάζεται σαν άνδρας στον Ηγούμενο
Όταν παρουσιάσθηκε στον Ηγούμενο, εκείνος τη ρώτησε κατά την τάξη, από πού είναι και τί ζητούσε. Εκείνη αποκρίθηκε:
Σμάραγδος, ονομάζομαι, Δέσποτα, και είμαι ευνούχος στο παλάτι του Θεοδοσίου. Επειδή δε βαρέθηκα το θόρυβο και τη σύγχυση του βίου, άκουσα δε και την καλή φήμη και τις αρετές της αγιοσύνη σας, ήλθα να σας παρακαλέσω να με δεχτείτε στη συνοδεία σας.
Δέχτηκαν τον Σμάραγδο στο Μοναστήρι και τον έστειλαν να γίνει υποτακτικός σε έναν γέροντα. Όμως ο σατανάς που φθονούσε προσπαθούσε να νικήσει την Ευφροσύνη.
Αφού όμως είδε, ότι δεν μπορεί να μείωση τον τόνο της αρετής της, προκαλούσε τους άλλους Μοναχούς με έρωτα του κάλλους της, πού όταν την έβλεπαν σκανδαλίζονταν. Τόσο δε επάθαιναν, πού αναγκάσθηκαν να το πουν στον ηγούμενο.

Ο Σμάραγδος απομονώνεται
Όταν έμαθε αυτά ο Ηγούμενος, διέταξε το Σμάραγδο να ησυχάσει σε ένα κελί αναχωρητικό. Δεν του επέτρεψε να πάει αλλού, ούτε να δέχεται κανένα στο κελί του, ούτε να συνομιλεί με κανένα. Να διαβάζει μόνος του την ακολουθία του, και ο Αγάπιος να του φέρνει ότι χρειάζεται. Βιβλία για να αναπτύσσεται πνευματικά και τρόφιμα για τη συντήρηση του.
Η μακαρία χάρηκε υπερβολικά, όταν βρέθηκε μόνη και απαλλάχθηκε από κάθε ενόχληση. Με τον τρόπο αυτό αύξανε και ο ζήλος της προς τον Κύριο. Πρόσθεσε νηστεία στη νηστεία και με αγρύπνιες και προσευχές αγωνιζόταν περισσότερο ώστε να θαυμάζει ο Αγάπιος και να τα διηγείται στην αδελφότητα με κάθε λεπτομέρεια.

Επιστρέφει ο πατέρας και αναζητεί την κόρη του
Όταν γύρισε ο Παφνούτιος από το Μοναστήρι στο σπίτι του, και δεν βρήκε την θυγατέρα του, άρχισε να ρωτά τους δούλους του και τις θεραπαινίδες της μήπως επήγε σε κανένα από τους συγγενείς τους. Άρχισε να θρηνεί ο πατέρας της αλλά και ο μνηστήρας της θρηνούσε περισσότερο ακόμη.
Μη υποφέροντας τη λύπη του ο Παφνούτιος, έρχεται στον αγιώτατο Ηγούμενο του Μοναστηρίου ρκείνου για να του αναγγείλει τη συμφορά του. Είχε την ελπίδα, ότι αφού με τις προσευχές του χάρισε ο Θεός την Ευφροσύνη, έτσι πάλι με τις προσευχές του μπορούσε να του φανερώσει τι έγινε.

Ο ηγούμενος προσεύχεται με όλους τους Μοναχούς
Ο Ηγούμενος δάκρυσε. Σπλαχνίστηκε το φίλο του και κάλεσε όλη την αδελφότητα για να μάθουν τη θλίψι του φίλου των. Προτείνει λοιπόν να νηστέψουν όλη την εβδομάδα και να προσεύχονται όλοι, έως ότου αποκαλύψει ο Κύριος σε κανένα από αυτούς, σε ποιόν τόπο βρίσκεται η Ευφροσύνη. Οι μοναχοί έκαμαν, όπως τους είπε ο ηγούμενος. Αλλά κανένα όνειρο δεν είδαν, διότι η Όσια δεόταν και αυτή να μην την φανερώσει ο Κύριος. Γι αυτό επέτρεψε ο ελεήμων και φιλεύσπλαχνος Κύριος, να βασανίζεται ο Παφνούτιος μάλλον και να πένθη κλαίγοντας, παρά να τον παρηγορήσει, και να λυπήσει την ψυχή εκείνη, η οποία τον αγάπησε και για την αγάπη του θυσίασε την πατρική αγάπη και κάθε κοσμική απόλαυση.
Λέγει λοιπόν ο Ηγούμενος στον Παφνούτιο:
Μη λυπάσαι, τέκνον μου, μήτε να οδύρεσαι ανόητα και άσκοπα, καθώς οι άπιστοι, πού δεν έχουν άλλη ελπίδα, παρά μόνο της παρούσης ζωής. Πίστεψέ με, πού είμαι γέροντας, ότι η θυγατέρα σου σε καλό και θεάρεστο δρόμο πήγε. Γιατί, αν δεν ήταν άσφαλισμένη για το καλό της, δεν θα μάς καταφρονούσε ο Κύριος, άλλά θα μάς έδειχνε τί έγινε. Λοιπόν για να μη εμπόδιση τη σωτηρία της την σκεπάζει. Παρηγορήθηκε κάπως με τα λόγια αυτά ο Παφνούτιος και σε λίγο έφυγε. Άλλα και πάλιν ερχόταν πολλές φορές στη Μονή, για να βλέπει τους αγίους Πατέρες και να παίρνει μικρή παρηγοριά από τα λόγια τους.
Zoom in (real dimensions: 304 x 431)Εικόνα


Βλέπει την κόρη του
Κάποια μέρα, πού είχε πάει πάλι στο Μοναστήρι ο Παφνούτιος, του λέγει ο ηγούμενος:
Θέλεις να δεις ένα αδελφό πού έχουμε, πολύ νεαρό, αλλά πολύ θαυμάσιο στην αρετή. Ονομάζεται Σμάραγδος και είναι από αρχοντικό γένος. Παράτησε πλούτο και δόξα του κόσμου, και τόσο αγωνίζεται για τις εντολές του Κυρίου, ώστε δεν είναι άλλος όμοιός του.
Χάρηκε ο Παφνούτιος, όταν άκουσε αυτά, και αφού τον οδήγησε ο Αγάπιος πήγε στο κελί της Ευφροσύνης. Τί απροσδόκητη χαρά για την Ευφροσύνη να δη ξαφνικά τον πατέρα της μπροστά της! Τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα και έτρεχαν ποταμηδόν. Αλλ' αυτός δεν την γνώρισε. Τόση κακοπάθεια είχε από τη νηστεία, τις αγρυπνίες και τις γονυκλισίες και τις ορθοστασίες και τους κόπους! Τέλος έπαυσε να κλαίει η Ευφροσύνη. Έκαμε αμέσως ευχή κατά την συνήθεια και ύστερα λέγει στον Παφνούτιον:
Πίστεψέ με, άνθρωπε, άνθρωπε αν ήταν η θυγατέρα σου στον δρόμο της απώλειας, δεν θα περιφρονούσε ο ελεήμων Θεός τις ευχές και τις ελεημοσύνες και τα δάκρυά σου. Δε θα περιφρονούσε τις δεήσεις, πού κάνουμε εμείς οι αμαρτωλοί μαζί με τον καθηγούμενο μας, όλη την ημέρα, από αγάπη προς σένα. Αλλά πιστεύω στον Θεό, ότι διάλεξε την αγαθή μερίδα. Αφού είπε αυτά τον άφησε να φύγει. Φεύγοντας ο Παφνούτιος επήγε στον Ηγούμενο και του λέγει:
Σε ευχαριστώ Άγιε Πάτερ, τόσο ευχαριστήθηκα με τα λόγια του Όσιου Σμάραγδου, πού μου φάνηκε πώς είδα το ίδιο το κορίτσι μου.

Πεθαίνει η Ευφροσύνη
Τριάντα οκτώ χρόνια έμεινε αγνώριστη η Ευφροσύνη στο Μοναστήρι και τότε αρρώστησε. Κατά θείαν πρόνοιαν έτυχε να είναι εκεί ο Παφνούτιος. Όταν είδε το Σμάραγδο άρρωστο, άρχισε να κλαίει πικρά και να λέγει:
Αλλοίμονο σε μένα τον άθλιο! Ποιος θα με παρηγορήσει στα γηρατειά μου; Τριάντα οκτώ χρόνια είναι πού έχασα το παιδί μου, και μόνο συ, πάτερ Σμάραγδε, με παρηγόρησες. Συ μου έδωσες θάρρος και ελπίδα. Τώρα ούτε εκείνο βλέπω, ούτε εσένα έχω πλέον, πού ήσουνα η παρηγοριά της λύπης μου. Τώρα απελπίστηκα και δεν πιστεύω πλέον να δω την θυγατέρα μου.
Τότε εκείνη του λέγει:
Γιατί θλίβεσαι τόσο και βασανίζεσαι; Μην χάνεις την ελπίδα σου. Κάμε υπομονή, υπόμενε άλλες τρεις ημέρες, και να δεις του Θεού τα θαυμάσια.
Έμεινε λοιπόν ο Παφνούτιος, νομίζοντας, ότι ο Κύριος αποκάλυψε στο Σμάραγδο αυτό, πού ποθούσε, και γι' αυτό του είπε να μείνει τρεις ήμερες. Όταν έφθασε η τελευταία ημέρα της Όσιας κάλεσε τον Παφνούτιο και του λέγει:
Επειδή ο Παντοδύναμος Θεός οικονόμησε τα δικά μου όπως ήθελε, και με αξίωσε να τελειώσω την καλή μου πρόθεση, θέλω να σου αποκαλύψω τώρα πού φεύγω για την αιώνια αγαλλίαση, και να σε απαλλάξω από τη φροντίδα. Μάθε λοιπόν, ότι εγώ είμαι η θυγατέρα σου. Για να μη με εμποδίσρις, άλλαξα σχήμα, και με βοήθησε ο Θεός να μη με αναγνωρίσεις. Και πάλι τώρα σε έφερε κοντά μου, για να με δεις και παρηγορηθείς και να ενταφιάσεις το σώμα μου. Όταν ήλθα εδώ στη Μονή, υποσχέθηκα στον ηγούμενο επειδή είχα πλούτη πολλά, να τα αφιερώσω στη Μονή, αν μπορέσω ως το τέλος να υποφέρω και να μείνω εδώ. Ο Κύριος με αξίωσε. Λοιπόν σε παρακαλώ, ξεπλήρωσε εσύ την υπόσχεση αυτή. Δώσε στους Πατέρες όσα ήθελες να δώσεις σε μένα. Είναι πολύ ενάρετοι άνθρωποι.
Αφού είπε αυτά, παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού.

Ο Παφνούτιος συντρίβεται
Ο πατέρας της Ευφροσύνης έμεινε κατάπληκτος, για το απροσδόκητο τέλος της κόρης του. Έπεσε στη Γή σαν νεκρός άφωνος και άλαλος. Δεν ήξερε εάν έπρεπε να ευρανθεί που την βρήκε ή να θρηνήσει για τον θάνατο της. Αλλά τους θρήνους διαδέχεται η χαρά πού μετατρέπει σε ευχαρίστηση τα δάκρυα.

Ένα θαύμα στον ένταφιασμό της
Ο Αγάπιος από τα λόγια του Παφνούτιου κατάλαβε, ότι ο Σμάραγδος ήταν η θυγατέρα του Παφνούτιου, και έτρεξε και το ανήγγειλε στον Ηγούμενο και σε όλη την αδελφότητα. 
Έτρεξαν αμέσως όλοι και συναγωνίζονταν ποιος να πλησιάσει πιο μπροστά το άγιο λείψανο, για να το ασπασθεί με ευλάβεια. Ένας ασκητής, πού είχε το ένα μάτι τυφλό, όταν ασπάστηκε την Αγία ώ του θαύματος! Βρέθηκε με δυο μάτια γερά. Από το μεγάλο αυτό θαύμα κατάλαβαν πόση χάρη επήρε από τον Κύριο. Αμέσως αύξησαν την ευλάβεια προς αυτήν και δοξολόγησαν τον Κύριο.
Κατόπιν ενταφίασαν με τιμή το ιερότατο λείψανο και κατά την ταφή, έλαμψε το πρόσωπο της Άγιας, σαν ήλιος.

Ο Παφνούτιος μένει για πάντα στο Μοναστήρι
Μετά την ταφή της Αγίας, ο Παφνούτιος δεν έφυγε. Έμεινε για πάντα στη Μονή. Διαμοίρασε όλα τους τα υπάρχοντα στους φτωχούς, σε σχολεία σε Εκκλησίες και κατοίκησε στη Μονή αφού έγινε Μοναχός. Κατοικία του ήταν το κελί της Ευφροσύνης και κοιμόταν στην ίδια ψάθα, πού κοιμόταν και κείνη. Έζησε σαν Μοναχός δέκα έτη με μεγάλη αρετή και ευσέβεια.
Όταν πέθανε τον ενταφίασαν στο μνημείο της Ευφροσύνης, εις δόξαν του Πατρός και του Υιού και του Άγιου Πνεύματος. Αμήν.


Zoom in (real dimensions: 291 x 394)Εικόνα


Στίχος
Εικάδα Ευφροσύνη κατά πέμπτην πότμον υπέστη.
Το θήλυ κρύπτεις ανδρικώς, Ευφροσύνη, και κρυπτά τον βλέποντα Δεσπότην βλέπεις.

Ἀπολυτίκιον
Ἐν τῇ ἀσκήσει τὸ θῆλυ ἐκάλυψας, ἐν τῇ κοιμήσει τοὺς πάντας ἐξέπληξας, Εὐφροσύνη ἀνύσασα ἀνδρικῶς, νεᾶνις οὖσα λαμπρά, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς 
τῶν κινδύνων ἀπαλλάττεις τοὺς τιμῶντάς σε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς παρθένος φρόνιμη καὶ ἀδιάφθορος, κοτηγγυήθης ὁσίως τῷ Ζωοδότῃ Χριστῷ, καὶ προσκαίρων τὴν χλιδὴν ἐμφρόνως ἔλιπες, ὅθεν ἐν μέσω τῶν ἀνδρῶν, 
ὡς ἀμόλυντος ἀμνάς, ἐξέλαμψας Εὐφροσύνη, καὶ τοῦ Βελίαρ τὰ κέντρα, τὴ πολιτεία σου ἀπήμβλυνας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα• λαβοῦσα γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, 
παρέρχεται γάρ• ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ• διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Εὐφροσύνη τὸ πνεῦμά σου.

Κοντάκιον Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῆς ἄνω ζωῆς, τυχεῖν ἐπιποθήσασα, τὴν κάτω τρυφήν, σπουδαίως καταλέλοιπας, καὶ σαυτὴν ἀνέμιξας, ἀνάμεσον ἀνδρῶν παναοίδιμε• διὰ Χριστὸν γὰρ 
τὸν νυμφίον σου, μνηστῆρος προσκαίρου κατεφρόνησας.

Κοντάκιον Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον
Εὐφροσύνης πρόξενος, βιοτῆ σου, τοῖς ἐν κόσμω γέγονε, προτυπωθεῖσα ἐναργώς, τή φερωνύμω σου πανσεμνέ, προσηγορία, Εὐφροσύνη ἔνδοξε.

Ὁ Οἶκος
Ἐν εὐφροσύνῃ καὶ θυμηδίᾳ, τάς ψυχὰς εὐφρανθέντες, ἀναστῶμεν σπουδῇ ἀκοῦσαι λόγον παράδοξον• ὑπερβαίνει γὰρ ἔννοιαν πᾶσαν τὸ διήγημα τοῦτο 
καὶ καταπλήττει, ὅτι γυνὴ ἐν μέσῳ ἀνδρῶν καταμένουσα, ἐνίκησε τὸν Βελίαρ, καὶ τὸ πῦρ κατεπάτησε τῶν ἡδονῶν, καὶ οὐκ ἐφλέχθη τὸ σύνολον• τὸν Χριστὸν γὰρ ποθοῦσα ἡ ἄσπιλος, μνηστῆρος προσκαίρου κατεφρόνησε.

Μεγαλυνάριον.
Μνήστορα λιποῦσα τὸν γεηρόν, φαιδρῶς ἐνυμφεύθης, τῷ ὡραίῳ κάλλει Χριστῷ, δι’ ἀμέμπτου βίου, Ὁσία Εὐφροσύνη, δι’ οὗ ἀεὶ εὐφραίνεις, τοὺς σὲ γεραίροντας.
ΠΗΓΗ.xristianos.gr

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΑΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΕΚΛΑ (24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ)



site analysis





«Η αγία Θέκλα καταγόταν από την πόλη του Ικονίου, η μητέρα της λεγόταν Θεόκλεια και ανήκε σε ευγενές και ένδοξο γένος. Κατηχήθηκε τον λόγο της πίστεως από τον μεγάλο απόστολο Παύλο, τον οποίο άκουσε να διδάσκει στο σπίτι του Ονησιφόρου. Όταν έγινε χριστιανή, ήταν δεκαοκτώ ετών και είχε μνηστευθεί τον Θάμυρη. Αφού περιφρόνησε τη φωτιά, στην οποία την έβαλαν, όπως και τη μητέρα της και τον μνηστήρα της, ακολούθησε τον Παύλο. Μετά από αυτά βρέθηκε στην Αντιόχεια, κι εκεί λόγω της πίστεώς της ρίχθηκε από τον Αλέξανδρο στα θηρία και σε ταύρους, προκειμένου να την κομματιάσουν. Από όλα όμως σώθηκε με τη χάρη του Θεού, οπότε άρχισε να περιέρχεται διάφορες πόλεις κηρύσσοντας το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, με αποτέλεσμα να φέρει στη χριστιανική πίστη πολλούς ανθρώπους. Ύστερα επανήλθε στην πατρίδα της, όπου αποσύρθηκε σε κάποια από τα βουνά της και ασκήτεψε μόνη της. Επιτέλεσε πολλά θαύματα στους ανθρώπους που την επισκέπτονταν, μέχρις ότου τελείωσε τη ζωή της, μπαίνοντας μέσα σ’  ένα βράχο που άνοιξε με τη δύναμη του Θεού για χάρη της. Όλος ο χρόνος της ζωής της  ήταν ενενήντα έτη».

Δεν είναι μόνον οι άνδρες που μπορεί να καυχώνται για τον πρώτο εν μάρτυσι, τον άγιο Στέφανο. Είναι και οι γυναίκες που αντιστοίχως έχουν την πρώτη μεταξύ των γυναικών μάρτυρα, την αγία Θέκλα, μεγαλομάρτυρα επίσης και ισαπόστολο. Η αγία αυτή κατέχει ιδιαίτερη θέση μεταξύ των αγίων και των μαρτύρων, όχι μόνον ως «σύναθλος Στεφάνου», αλλά και ως «συνόμιλος Παύλου». Διότι κ α ι από τον απόστολο Παύλο μεταστράφηκε και έγινε χριστιανή,  αλλά κ α ι τον ακολούθησε σε πολλές από τις περιοδείες του, δείχνοντας τέτοιο ανδρείο φρόνημα, ιδίως σ’  αυτά που υπέστη, που έκανε, κατά τον υμνογράφο,  την προμήτορα Εύα, η οποία υποτάχτηκε στα κελεύσματα του διαβόλου, να χαίρεται, γιατί βρέθηκε γυναίκα να υποτάσσει τον πονηρό. «Εύα χαίρει, καθορώσα γυναιξί τον όφιν υποπίπτοντα».

Ο υμνογράφος ιδιαιτέρως επιμένει στο γεγονός ότι η αγία, νεότατη στην ηλικία, ευθύς ως έγινε χριστιανή, άφησε τον μνηστήρα της, για να γίνει ακόλουθος του Παύλου και ευαγγελίστρια Χριστού. Η μεταστροφή της αυτή, από έγγαμος που επρόκειτο να γίνει, τελικώς να αφιερωθεί ως άγαμη στον Χριστό, δεν οφείλετο βεβαίως σε μία υποβάθμιση του γάμου. Κάτι τέτοιο δεν είναι χριστιανικό, αφού ο γάμος και η κατά Χριστόν παρθενία θεωρούνται χαρίσματα εκ Θεού και ισάξιοι δρόμοι μέσα στην Εκκλησία, που ορθά ασκούμενοι εκβάλλουν στη βασιλεία του Θεού. Άλλωστε ο Θάμυρης ο μνηστήρας της ήταν ειδωλολάτρης και η σχέση τους είχε ξεκινήσει πριν γίνει η αγία χριστιανή, συνεπώς δεν μπορούμε να μιλάμε για γάμο, κατά τον τρόπο τον χριστιανικό. Η αγία απλώς, μπροστά στο νέο που ανοίχτηκε ενώπιόν της, τον Χριστό και τη Βασιλεία Του, θέλχτηκε από την αγάπη προς Εκείνον τόσο, που θεώρησε ότι δεν είναι δυνατόν να συνεχίζει να ζει όπως και πριν. Μπροστά στο δίλημμα: μαζί με τον μνηστήρα της σε μία ζωή ειδωλολατρική ή μαζί με τον Χριστό ως χριστιανή, χωρίς δισταγμό προτίμησε το δεύτερο. Διότι κατενόησε ότι η αγάπη προς τον Χριστό ήταν πάνω από όλα. «Ο φιλών…τι υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» είπε ο Κύριος. Τα πράγματα θα ήταν ασφαλώς διαφορετικά, αν και ο Θάμυρης ήταν χριστιανός. Τότε θα συναγωνίζονταν μάλλον για την απόκτηση της βασιλείας του Θεού. Ως ειδωλολάτρης όμως ο μνηστήρας δεν είχε πολλά περιθώρια να «επιβιώσει» πια στη σχέση αυτή. Ο υμνογράφος το επισημαίνει: «Μνηστευθείσαν Θαμύριδι, ο νυμφαγωγός σε Παύλος ηρμόσατο, τω νυμφίω ως αμώμητον, τω επουρανίω Θέκλα πάνσοφε». Δηλαδή, Θέκλα πάνσοφε, ο νυμφαγωγός Παύλος ένωσε εσένα, που ήσουν μνηστευμένη με τον Θάμυρη, σαν αγνή νύμφη με τον επουράνιο νυμφίο (Χριστό). Ποιος μπορεί να συγκριθεί με τον Χριστό και με την αγάπη Εκείνου; Η αγάπη προς τον Χριστό έκανε πια τη Θέκλα να θεωρεί παραλήρημα τα όποια λόγια που έλεγε ο Θάμυρης: «Θαμύριδος τα ρήματα, ώσπερ λήρον Μάρτυς εμυκτήρισας».

Αυτή η αγάπη προς τον Χριστό, ο πόθος της αγίας προς τον Δημιουργό της είναι εκείνο που επίσης διαπιστώνει ο υμνογράφος. Αν η αγία Θέκλα νίκησε τον ανθρώπινο έρωτα – νόμιμο κάτω από άλλες συνθήκες βεβαίως – αν νίκησε το φίλτρο προς τη μητέρα της, αν νίκησε όλες τις ηδονές που υπόσχεται η νεανική ηλικία, ήταν γιατί ακριβώς η καρδιά της κυριαρχήθηκε από τον νυμφίο της Χριστό. Όπως το σημειώνει και ο ποιητής: «ο πόθος του Ποιητού, των κτισμάτων ενίκα τους έρωτας». Κι είναι τούτο ό,τι επισημαίνουμε γενικώς στους αγίους μας: μπορούν να υπερβαίνουν όλα τα εμπόδια, μπορούν και φαίνονται υπεράνθρωποι και ήρωες, γιατί η αγάπη του Χριστού τους συνέχει. Σαν τον απόστολο Παύλο μπορούν και εκείνοι να λένε: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη, στενοχώρια, κίνδυνος, μαχαίρι; Ούτε θάνατος ούτε κάποια κτίση μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη Εκείνου». Αυτήν την αγάπη του Χριστού πρέπει να έχει και κάθε χριστιανός, αν θέλει να ζει ως χριστιανός. Και για να την αποκτήσει, πρέπει πρώτα από όλα να νιώσει την έλλειψή της στη ζωή του και να την ζητήσει από Εκείνον που τη χορηγεί: τον ίδιο τον Κύριο. Το πρόβλημα είναι ότι δεν την ζητάμε. Και δεν τη ζητάμε, γιατί δεν νιώθουμε την έλλειψή της. Και δεν νιώθουμε την έλλειψή της, γιατί άλλες αγάπες, του κόσμου τούτου, κατακλύζουν την ύπαρξή μας. Αγάπες όμως φθαρτές, που το μόνο που προσφέρουν είναι η θλίψη και ο θάνατος.

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Η αγία Θεοδώρα από την Σύχλα (17ος-18ος αιών)



site analysis



[el]image1
Η αγία Θεοδώρα από την Σύχλα
(17ος-18ος αιών)
Α) Η ζωή της
Η Οσία Θεοδώρα της Σύχλας είναι η σπουδαιότερη αγίας μοναχή ανάμεσα στις άλλες, που έζησαν στα ρουμανικά μοναστήρια. Γεννήθηκε στο χωριό Βινατόρι της επαρχίας Νεάμτς το πρώτο ήμισυ του 17ου αιώνος. Ο πατήρ Στέφανος Γιώλντεα ήταν φύλακας του φρουρίου Νεάμτς. Μετά τον θάνατο της αδελφής της Μαργαρίτας, η Θεοδώρα παντρεύθηκε ένα νεαρό από το Ισμαήλ (πόλις της Ρουμανίας). Μα επειδή δεν έκαναν παιδιά, επήγαν και οι δύο σε μοναστήρια. Η μακαρία Θεοδώρα εφόρεσε το μοναχικό ένδυμα στην σκήτη Βαρζαρέστ της επαρχίας Ρίμνικ Σαράτ, ενώ ο σύζυγός της Ελευθέριος στην σκήτη Μάρε Ποϊάνα (Μεγάλο Ξέφωτο). Επειδή καταστράφηκε η σκήτη από τους τούρκους, η Θεοδώρα έγινε ησυχάστρια στα βουνά του Μπουζάου. Κατόπιν, αναχωρώντας για την περιοχή του Νεάμτς, ησύχασε μόνη της επί 30 χρόνια μέσα σε μια σπηλιά του βουνού Σύχλα, όπως η Οσία Μαρία η Αιγυπτία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ευαρεστώντας τον Θεό, μετώκισε απ’ αυτή την ζωή τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνος και ενταφιάσθηκε στην σπηλιά. Στα χρόνια 1828-1834, τα Λείψανα της αγίας Θεοδώρας μετεφέρθησαν στο μοναστήρι Πετσέρσκα του Κιέβου, όπου και ευρίσκονται μέχρι σήμερα.
Β) Έργα και λόγοι διδασκαλίας
1) Αυτό το μακάριο βλαστάρι του Ρουμανικού μοναχισμού, ήταν από βρεφικής ηλικίας επίλεκτο και φυτεύθηκε στον Οίκο του Θεού. Αν και ήταν συνδεδεμένη με άνδρα η μακαρία Θεοδώρα, δεν εύρισκε ανάπαυσι στην ψυχή της, έως ότου έγινε νύμφη του Χριστού. Εγκατέλειψε τα μάταια και, φορώντας το ένδυμα της μετανοίας, ασκήτευσε σε μια από τις σκήτες, που είναι στην κοιλάδα του Μπουζάου.
2) Εδώ προώδευσε πάρα πολύ η οσία Θεοδώρα στην σιωπή, την προσευχή και την υπακοή. Σε λίγα χρόνια έφθασε στα μέτρα των παλαιών αγίων, αφού αξιώθηκε να λάβη την καρδιακή προσευχή και να γνωρίζη το πλήθος των μεθοδειών του νοητού εχθρού. Για όλα αυτά οι μοναχές την αγάπησαν και ωφελούντο από την ταπείνωσι, την άσκησι και τον ζήλο της.
3) Όταν εισέβαλαν οι τούρκοι στην κοιλάδα του Μπουζάου, η οσία Θεοδώρα κρύφθηκε στα όρη με την πνευματική της Μητέρα, την Μεγαλόσχημη μοναχή Παϊσία. Εκεί αγωνίσθηκαν μερικά χρόνια με νηστεία και αγρυπνία, υπομένοντας με ανδρικό φρόνημα την πείνα, το ψύχος και άλλους, αγνώστους σ’ εμάς, πειρασμους του διαβόλου. Αλλά αντιπαλαίοντας η μακαρία με την φλογερή προσευχή της, τα υπέμενε όλα, αφού γευόταν τις μυστικές παρηγοριές του Αγίου Πνεύματος.
4) Σαν εκοιμήθη στο όρος η πνευματική της Μητέρα μεταξύ των ετών 1670-1675, η οσία Θεοδώρα έλαβε πληροφορία από τον Θεό για τα βουνά του Νεάμτς. Εδώ, αφού επροσκύνησε την θαυματουργό Εικόνα της Μητέρας του Κυρίου που ήταν στην μεγάλη Λαύρα, επήγε να συμβουλευθή τον ηγούμενο της σκήτης Συχαστρίας, ιερομόναχο μεγαλόσχημο Βαρσανούφιο. Αυτός πληροφορήθηκε στην καρδιά του ότι η Θεοδώρα επιθυμεί την ερημική ζωή και εγνώρισε από το Άγιο Πνεύμα την αρετή της. Πρώτα της μετέδωσε το Άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού. Κατόπιν, δίνοντάς της για πνευματικό οδηγό τον Πνευματικό Παύλο, της είπε: «Πήγαινε στην έρημο για ένα χρόνο, στα δάση των βουνών της Σύχλας. Εάν ημπορέσης με την Χάρι του Θεού να υπομείνης τις δυσκολίες και τους φοβερούς πειρασμούς του διαβόλου, μείνε εκεί μέχρι του θανάτου σου. Εάν όμως δεν ημπορέσης να υπομείνης, να επιστρέψης σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι και εκεί να εργάζεσαι με ταπείνωσι την σωτηρία της ψυχής σου».
5) Αναζητώντας ο όσιος Παύλος ένα ερημικό κελλί για την μακαρία Θεοδώρα και μη ευρίσκοντας, συνάντησε ένα γέροντα ησυχαστή, που ασκήτευε κάτω από κάτι βράχους της Σύχλας. Αυτός, έχοντας το προορατικό χάρισμα, είπε στη Θεοδώρα:
― Αγωνίσου, μοναχή Θεοδώρα στο κελλί μου, διότι εγώ θα πάω σ’ άλλο ερημικώτερο καλυβόσπιτο. Ως εκ τούτου, αφού εγκατέστησε ο ιερομόναχος και μεγαλόσχημος Παύλος την οσία Θεοδώρα στα βουνά της Σύχλας και την ευλόγησε, επέστρεψε πάλι στην σκήτη.
6) Σ’ αυτό το κελλί αγωνίσθηκε η οσία Θεοδώρα περίπου 30 χρόνια, δοξάζοντας ακατάπαυστα τον Θεό και υπερνικώντας με υπομονή και ταπείνωσι όλες τις παγίδες του εχθρού. Επειδή ενισχύετο με την άνωθεν δύναμι, δεν κατέβηκε πλέον από το βουνό, ούτε ανθρώπινη βοήθεια δέχθηκε από κανέναν. Μόνο ο μακάριος Παύλος, ο Πνευματικός της, ανέβαινε μόνος του από καιρό σε καιρό στο κελλί της με τα Άχραντα Μυστήρια και έτσι πάντοτε αγωνίσθηκε σ’ όλη την ζωή της. Μ’ αυτή την αγγελική πολιτεία τόσο πολύ προώδευσε η οσία, ώστε έκανε αγρυπνίες όλες τις νύκτες με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, μέχρι να έλθουν τα χαράματα και το πρόσωπό της έλαμπε. Ύστερα αναπαυόταν δύο ώρες και πάλι άρχιζε. Τροφή ελάμβανε μόνο μια φορά κάθε δεύτερη ημέρα, λίγο παξιμάδι με χόρτα του δάσους, φτέρη και ξυνήθρα (λάπαθο), το οποίο μέχρι τώρα ονομάζεται «Το λάπαθο της αγίας Θεοδώρας». Νερό συγκέντρωνε από το βρόχινο, μέσα σ’ ένα κοίλωμα ενός βράχου, που μέχρι σήμερα ονομάζεται «Το πηγάδι της οσίας Θεοδώρας». Και ένα παράδοξο θαύμα είναι ότι, το νερό δεν τελειώνει ουδέποτε απ’ αυτό το κοίλωμα του βράχου.
Αργότερα όταν εκοιμήθη ο όσιος Παύλος, η μακαρία Θεοδώρα απέμεινε μόνη της, έχοντας μόνο την πρόνοια του Θεού.
7) Κάποτε, όταν εισέβαλαν οι τούρκοι μέσα στα χωριά και τα μοναστήρια της περιοχής Νεάμτς, τα δάση εγέμισαν από χωρικούς και μοναχούς. Τότε έφθασαν και μερικές μοναχές στο κελλί της οσίας Θεοδώρας. Η μακαρία Θεοδώρα τους είπε:
― Μείνετε εσείς στο κελλί μου, διότι εγώ έχω άλλο τόπο πιο κατάλληλο για καταφύγιο. Από εκείνη την στιγμή μετέβη σε μια άλλη κοντινή σπηλιά και συνέχισε μόνη της την άσκηση, άγνωστη απ’ όλους. Την νύκτα αναπαυόταν λίγο επάνω σε μια πέτρινη πλάκα, η οποία φαίνεται μέχρι σήμερα.
8) Κάποτε μια συμμορία από τούρκους περιπλανιόταν στα βουνά της Σύχλας για σατανικές δουλειές και έφθασαν και στην σπηλιά της οσίας Θεοδώρας. Τότε ώρμησαν κατ’ επάνω της για να την εξοντώσουν. Μα η αγία έπεσε στα γόνατα, εσήκωσε τα χέρια της προς τον Θεό και είπε: Λύτρωσέ με Κύριε, από τα χέρια των φονευτών μου! Εκείνη την στιγμή άνοιξε θαυματουργικά ο τοίχος της σπηλιάς. Αμέσως η νύμφη του Χριστού έφυγε από εκεί, κρύφθηκε στα δάση και έτσι εγλύτωσε από τον θάνατο.
9) Ξεχασμένη απ’ όλους τους ανθρώπους, ως τα γεράματά της χωρίς καμμιά συντροφιά, άφησε όλη την ελπίδα της μόνο στον Θεό. Αφού εγκατέλειψε το κελλί η οσία Θεοδώρα, αγωνίσθηκε στην σπηλιά σαν ένας ενσώματος άγγελος. Τώρα πλέον ούτε κρύο ούτε πείνα αισθάνεται καθόλου, ούτε ο διάβολος πλέον την ταλαιπωρεί. Προσεύχεται αδιάκοπα στον Θεό με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, μέχρι ν’ αρπαγή με τον νου σ’ αυτά τα ουράνια μυστήρια, ενώ με το σώμα υψώνεται επάνω από το έδαφος. Τότε φωτίζεται το πρόσωπό της, ενώ από το στόμα εξέρχεται και ανεβαίνει υψηλά μια φλόγα πυρός, όπως στους μεγάλους αγίους. Διότι είχε φθάσει η μακαρία με την προσευχή πολύ υψηλά, σε έκστασι, και γλυκαινόταν το πρόσωπό της με μια απερίγραπτη θεϊκή Χάρι.
10) Τα ενδύματα της αγίας Θεοδώρας είχαν φθάσει τώρα να είναι μερικά κουρέλια, με τα οποία μετά δυσκολίας εσκέπαζε το αδύνατο από την πολλή άσκησι σώμα της. Ακόμη και η τροφή τελείωσε. Γι’ αυτό ανέλαβαν τα πουλιά του ουρανού, κατόπιν εντολής του Δημιουργού των, να της φέρνουν καθημερινά ψίχουλα και φλούδες από ψωμί που τα έπαιρναν από την τράπεζα της σκήτης Συχαστρίας. Η μακαρία Θεοδώρα προσευχόταν ακατάπαυστα για τον κόσμο και χαιρόταν διότι σε λίγο θα αποδημούσε από το θνητό σώμα της.
Σαράντα ημέρες πριν από το μακάριο τέλος της, προσευχήθηκε στον Θεό να της αποστείλη ένα ιερέα, για να μεταλάβη τα Πανάχραντα Μυστήρια. Και ο Κύριος δεν άφησε απαρατήρητη την ψυχική της επιθυμία.
11) Κάποια φορά παρετήρησε ο ηγούμενος της Συχαστρίας κοπάδια από πουλιά να φέρνουν ψίχουλα στο ράμφος των και να πετούν προς το βουνό της Σύχλας. Συλλογίστηκε λοιπόν κατ’ ιδίαν μήπως εκεί ζη κανένας άγιος ησυχαστής. Γι’ αυτό έστειλε δύο αδελφούς να παρακολουθήσουν πού πηγαίνουν αυτά τα πουλιά. Εβάδιζαν πλέον οι αδελφοί αυτοί στην περιοχή εκείνη και, περιπλανώμενοι την νύκτα μέσα στο δάσος, προσεύχονταν και περίμεναν να φωτίση. Κατόπιν, παρατηρώντας μπροστά των μια στήλη φωτός να υψώνεται στον ουρανό, την επλησίασαν και είδαν μια γυναίκα να λάμπη σαν ήλιος στο πρόσωπο, να προσεύχεται με τα χέρια υψωμένα και να μη στηρίζεται στο έδαφος. Ήταν η αγία Θεοδώρα.
― Σ’ ευχαριστώ, Κύριε που με άκουσες! Είπε η μακαρία. Μετά επρόσθεσε: Μη φοβάσθε, αδελφοί, διότι είμαι μια ταπεινή δούλη του Θεού. Αλλά, σας παρακαλώ, να μου ρίξετε ένα επανωφόριο να σκεπασθώ διότι είμαι στο σώμα γυμνή. Αφού κατόπιν τους εκάλεσε να πλησιάσουν, τους διηγήθηκε τη ζωή της, το τέλος της που πλησίαζε, και τους έδωσε την εξής εντολή:
― Κατεβήτε στην σκήτη και πέστε στον ηγούμενο να στείλη τον Πνευματικό Αντώνιο και τον ιεροδιάκονο Λαυρέντιο εδώ, με το σώμα και το Αίμα του Χριστού.
― Πώς να πάμε με τέτοια νύκτα στην σκήτη, απάντησαν οι αδελφοί, αφού δεν γνωρίζουμε τον δρόμο;
― Πηγαίνετε με το φως που βλέπετε μπροστά σας και αμέσως θα φθάσετε.
12) Τα χαράματα της επομένης ημέρας έφθασαν στην Σύχλα ο Πνευματικός Αντώνιος με τον διάκονο Λαυρέντιο και τους δύο αδελφούς και ευρήκαν την αγία Θεοδώρα μπροστά στην σπηλιά της, κάτω από τους κλώνους ενός ελάτου. Στην αρχή η οσία τους αφηγήθηκε την ζωή της, κατόπιν απήγγειλε το «Πιστεύω», μετέλαβε τα Θεία Μυστήρια και, ζητώντας ευλογία από τον ιερέα, είπε: «Δόξα σοι ο Θεός, πάντων ένεκεν». Την ίδια στιγμή η αγία Θεοδώρα παρέδωσε την μακαρία ψυχή της στην αγκαλιά του Χριστού, ενώ το σώμα της ευωδίασε. Κηδεύθηκε και τοποθετήθηκε τιμητικώς από τους πατέρας στην σπηλιά, όπου ασκήτευσε.
13) Η είδησις για την ζωή και τον θάνατο της αγίας Θεοδώρας της Σύχλας διαδόθηκε γρήγορα σ’ όλα τα μοναστήρια, στα χωριά της Μολδαβίας, μέχρι ακόμη και το άλλο μέρος των συνόρων. Γι’ αυτό έτρεχαν στην σπηλιά της πιστοί από τα χωριά, προ παντός ασθενείς, και εθεραπεύοντο από τις διάφορες αρρώστειές των. Διότι το σώμα της δοξάσθηκε με αφθαρσία, ανέβλυσε ευωδία και έκανε θαύματα. Μερικοί προσκυνούσαν τα Λείψανά της, άλλοι ασθενείς άγγιζαν το φέρετρό της, ενώ πολλοί πλένονταν με νερό από το πηγάδι της και ελάμβαναν βοήθεια και παρηγοριά.
14) Το άγιο σώμα της οσίας Θεοδώρας της Σύχλας έμεινε στην σπηλιά επί εκατό χρόνια, αφού απήλαυσε μια βαθειά ευλάβεια και τιμή, περισσότερο απ’ όλους τους άλλους πατέρας. Μα ως θνητό και κρίμασιν οις οίδε Κύριος, το σώμα αποσυνετέθη. Στα χρόνια 1828-1834 τα άγια Λείψανά της μετεφέρθηκαν στο Κίεβο και τοποθετήθηκαν στις κατακόμβες του μοναστηριού Πετσέρσκα με το όνομα σε μια επιγραφή «Η αγία Θεοδώρα των Καρπαθίων», όπου και υπάρχουν μέχρι σήμερα. Η ψυχή της όμως τώρα προσεύχεται πάντοτε μπροστά στην Παναγία Τριάδα για όλο τον κόσμο.
Οσιωτάτη Μήτηρ ημών Θεοδώρα, πρέσβευε τω Κυρίω υπέρ ημών!
Ρουμανικό Γεροντικό
Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”
Θεσσαλονίκη

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Λόγος ἐπικήδειος στὴ μητέρα του, κ. Μηλιὰ Μασοῦρα (Ἱερὸς ναὸς Ἁγίου Ἐλευθερίου, Συνοικισμὸς Λατσιῶν, 06.09.2014) -(Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου)



site analysis


Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Πατέρες καὶ ἀδελφοί μου,
Ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος με την κεκοιμημένη μητέρα του Μηλιά







Μεταβαίνει σήμερον «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν» ὁ πλέον δικός μας ἄνθρωπος: ἡ μάνα μας! Γιὰ τὸν καθένα ἡ μάνα εἶναι «μάννα» καί, βεβαίως, καὶ ἡ Μηλιὰ γιὰ μένα. Ἡ Μηλιὰ τοῦ Θεοχάρη Ἀκρίτα, τῆς Μυροφόρας τοῦ Πρωτόπαπα καὶ τῶν Πρωτοπαπάδων. Ἡ Μηλιὰ ὕστερα τοῦ Νικόλα τοῦ Μασοῦρα, τοῦ ἀλετράρη, ποὺ τὴ νυμφεύθηκε μετὰ τὴν πρόωρη χηρεία του.
Πρὶν πῶ ὁτιδήποτε γιὰ τὴ μάνα μας, πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπόψη μας, ὅτι ἡ Μηλιὰ ἦταν κόρη τῆς Μυροφόρας, ποὺ προαναφέραμε, τῆς γνωστῆς ὡςΘεοχάραινας τῆς Κάτω Ζώδειας. Καὶ τοῦτο, γιατί ἡ γιαγιά μου Μυροφόρα ἄφησε μνήμη ὁσίας γυναικός. Καί, ὅπως ἡ ἴδια εἶπε στὴν ἀδελφή της Μάρθα (σήμερα 99 ἐτῶν!), σὲ μεταθανάτια ὁλοφώτεινη ἐμφάνισή της σ᾽αυτήν· «Ὁ Χριστὸς μὲ κατέταξε μὲ τὶς παρθένες, κι ἃς ἔκαμα τέσσερα παιδιά. Ἡ παρθενία δὲν εἶναι αὐτό, ποὺ νομίζετε! Ἔγκειται στὸν νού!  Κι ἐγὼ πρόσεχα τὸν νού μου ἀπὸ τὰ 33 μου χρόνια, ὁπόταν ἔχασα τὸν ἄνδρα μου.»

Ἡ μάνα μου, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ εἰσῆλθε στὸ σπίτι τοῦ μακαριστοῦ πατέρα μας, ἔμελλε νὰ γίνει μητέρα, μητέρα τῶν δύο ὀρφανῶν παιδιῶν του, τοῦ Ἀνδρέα μας καὶ τοῦ Μιχάλη μας. Μιὰ λεπτομέρεια, τὴν ὁποία εἶναι καλὰ νὰ τὴν ἔχουν ὑπόψη τους οἱ σύγχρονες γυναῖκες τῆς Κύπρου. Ἡ μάνα μου δὲν εἶχε μόνο νὰ ἀναθρέψει τὰ παιδιὰ τοῦ πατέρα μου ἀπὸ τὸν πρῶτο του γάμο καὶ τὸν πενθερό του. Στὸ σπίτι μέσα βρῆκε καὶ τὴν πενθερὰ τοῦ πατέρα μου ἀπὸ τὸν πρῶτο του γάμο καὶ τὸν πενθερό του. Ὅταν τὰ πενθερικὰ τοῦ πατέρα μου εἶδαν πόσο καλὸς ἄνθρωπος, πόσο καλὴ χριστιανὴ ἦταν ἡ Μηλιά, ἄνκαι εἶχαν κόρες, εἶπαν, καλύτερα στὴν Μηλιὰ νὰ μείνουμε· καὶ ἔτσι τοὺς γηροκόμησε καὶ αὐτούς. Ὅταν κάποτε πῆγα νὰ ἐξομολογηθῶ, νέος διάκος τότε, στὸν Γέροντα τοῦ Σταυροβουνίου, π. Ἀθανάσιο, μὲ ρώτησε: «Ἀπὸ ποῦ εἶσαι, γυιέ μου;» «Ἀπὸ τὴν Πάνω Ζώδεια», τοῦ ἀπάντησα. «Ἀπὸ τὴν Πάνω Ζώδεια», μοῦ εἶπε τότε, «γνώρισα μιὰ γυναίκα, ποὺ ἔκανε κάτι τὸ σπάνιο: μεγάλωσε, ὄχι μόνο τὰ δικά της παιδιά, ἀλλὰ καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ ἄνδρα της ἀπὸ τὸν πρῶτο του γάμο καὶ γηροκόμησε καὶ τὰ πενθερικά της!» Χαμογέλασα, καὶ τοῦ λέω· «Ἡ μάνα μου εἶναι αὐτή, Γέροντα!» «Εἶσαι εὐλογημένος, ποὺ ἔχεις αὐτὴ τὴ μάνα», μοῦ εἶπε. «Πρόσεχε, γιατί εὐλογημένες μάνες, σημαίνει εὐλογημένες ὑποχρεώσεις.»
Μεγαλώσαμε κι ἐμεῖς ἀπὸ αὐτὴ τὴ γυναίκα. Αἰσθάνομαι, ὅτι ἡ μεγαλύτερη προίκα, ποὺ ἔδωσε στὰ παιδιά της, στὰ ἐγγόνια της, στὰ δισέγγονα καὶ στὰ τρισέγγονά της, εἶναι ἡ πίστη. Μᾶς ἔδωσε πίστη βαθιά, ποὺ νὰ μὴν στερεύει ποτὲ ἐνώπιον ὁποιασδήποτε δυσκολίας. Καὶ δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη δυσκολία ἀπὸ τὸν θάνατο! Καὶ τὸν γεύτηκε ἡ Μηλιὰ τὸν θάνατο ἀπὸ τὰ παιδικά της χρόνια μέχρι τὰ ὕστερά της, ὅταν πρῶτα, στὰ ἑφτὰ τῆς χρόνια, κήδευσε τὸν πατέρα της, στὰ πενήντα της τὸν ἄνδρα της Νικόλα, ὕστερα τὸν γυιό της Πέτρο, 24 ἐτῶν, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τουρκικῆς εἰσβολῆς, καὶ κατόπιν τὸν πλέον ἀγαπημένο της «γυιό», ποὺ γι᾽ αὐτὴν δὲν ἦταν κατὰ σάρκα γυιός της, τὸν ἀγαπημένο μας γαμπρὸ Ἀνδρέα. Ἀλλά, μάνα, σημαίνει νὰ ἔχεις παιδιά, τὰ ὁποῖα ἀντέχουν αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ ἑτοιμάζονται γιὰ τὴν αἰώνια ζωή· δὲν τὴν ἀπολυτοποίουν αὐτὴ τὴ ζωή, ἀλλὰ τὴν ἐξασκοῦν ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ. Αὐτὸ ἔζησε, αὐτὸ μᾶς μετέδωσε ἡ μάνα μας.
Θὰ ἤθελα, ὡς εὐχαριστία γιὰ τὴν παρουσία σας, ἅγιοι ἀρχιερεῖς, ἅγιοι πατέρες καὶ ἀδελφοί μου, νὰ σᾶς πῶ μερικὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς μάνας μας, γιὰ νὰ δοῦμε αὐτό, ποὺ ὁ ἅγιος Γέροντάς μας π. Συμεών, Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου, μᾶς περιέγραψε προηγουμένως στὸν λόγο του, ὡς λαϊκὴ εὐσέβεια. «Ἔχεις λαόν; ´Εχεις Θεόν!»
Ὅταν τῆς εἶπα κάποτε, «Μάνα, ἡ Στέλλα ἀγάπησε τὸν Ἀνδρέα καὶ παντρεύτηκαν, ὁ Χάρης ἀγάπησε τὴν Εὐδοκία καὶ παντρεύτηκαν», τότε ἐκείνη μοῦ λέει· «Ἀγάπησες κι ἐσὺ καμμιάν, γυιέ μου; Πές μου το, καὶ εἶναι καλὸ πράμα!» Τῆς λέω· «Ἀγάπησα τὴν πιὸ ὄμορφη, τὴν Ἐκκλησία!» «Μά, θὰ γίνεις μοναχός;» Τῆς λέω, «Ναί». Δὲν μοῦ ἔφερε καμμιὰ ἀντίδραση κοσμική. Ἡ ἀντίδρασή της ἦταν πνευματικοῦ χαρακτήρα. Μοῦ εἶπε μόνο· «Ξέρεις, ἐσὺ ὁ ἐνθουσιώδης, τί σημαίνει μοναχός; Καὶ μάλιστα καλὸς μονάχος;»
Τὴν ἐρωτῶ· «Ἐσὺ ξέρεις;» Μοῦ λέει· «Ξέρω, ὅτι ὁ καλὸς μοναχός, γυιέ μου, μέχρι νὰ πεθάνει εἶναι τσακωμένος μὲ τὸ κορμί του. Εἶσαι διατεθειμένος γι᾽ αὐτὸ τὸν καβγὰ ἢ τελικὰ θὰ μᾶς προσβάλεις;» Θυμήθηκα τότε τὸν ὁρισμὸ τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, περὶ τοῦ τί ἐστὶ μοναχός· «Μοναχὸς ἐστι, βία φύσεως διηνεκὴς καὶ φυλακὴ αἰσθήσεων ἀνελλιπὴς» (Κλῖμάξ, Λόγος Α´, ι´). Ἡ Μηλιὰ ἀπὸ ποῦ τὸ ἔμαθε αὐτό; Ποιὰ ἄνωθεν σοφία τὴ φώτιζε; Ἀπὸ τότε δὲν τὴν ξαναφώναξα μάνα. Τὴ φώναζα, εἴτε γερόντισσα, εἴτε σκέτα, Μηλιά. Αἰσθανόμουν, ὅτι δὲν μοῦ ἀνήκει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ποὺ κουβαλοῦσε τὴ σοφία ἀρχαίων χρόνων. Θὰ μοῦ πεῖτε, μέχρι ποὺ φτάνουν αὐτοὶ οἱ χρόνοι; Μέχρι τοὺς πρώτους χρόνους τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἐποχὴ τῶν ἁγίων ἀποστόλων! Διότι, ἂν δοῦμε ποιὰ εἶναι ἡ πρώτη λαϊκὴ εὐσέβεια, εἶναι ἡ λαϊκὴ εὐσέβεια αὐτῶν τῶν ἁπλοϊκῶν καὶ ἀγραμμάτων ψαράδων τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἀπὸ τότε οἱ ἄνθρωποι τὴ διαδέχονται, τὴν παραλαμβάνουν καὶ τὴν παραδίδουν ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά. Ἂν ἑνωθεῖ καὶ μὲ τὴν ἱερωσύνη αὐτό, γίνεται καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή. Χάριτι Θεοῦ, σ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἀναξίους συνέβη! Ἀλλά, τί κουβαλοῦμε στὰ κηρύγματά μας, στὴν ἐπικοινωνία μας μὲ τὸν λαό; Ὅλοι μας, ἅγιοι ἀρχιερεῖς, κουβαλοῦμε τὴ σχέση τοῦ πατέρα μας καὶ τῆς μάνας μας μὲ τὸν Θεό. Ἂν βρήκαμε καὶ κανένα καλὸ ἅγιο Γέροντα στὴ νεανική μας ζωή, τότε κουβαλοῦμε καὶ τὴ σχέση αὐτοῦ μὲ τὸν Θεὸ τὸν Τριαδικό· αὐτὸ μεταδίδουμε! Ἄρα, πόσα πολλὰ ὀφείλω, σκεφτεῖτε, σὲ ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο; Ἀργότερα, εἶπα στὴ μάνα μου· «Νὰ μοῦ δώσεις τὴν εὐχή σου, νὰ πάω νὰ γίνω μοναχός!» «Ἅ!», μοῦ λέει, «δὲν θὰ σοῦ δώσω τὴν εὐχή μου νὰ γίνεις μοναχός, ἐὰν δὲν δῶ πρῶτα τὸν δάσκαλό σου.» Τὸν Γέροντά μας, ἐννοοῦσε! Ὅταν τὴν πῆγα στὸν π. Συμεὼν καὶ τὸν πρωτοεῖδε, μοῦ εἶπε, πρὶν ἀκόμα τῆς μιλήσει· «Ὁ δάσκαλός σου εἶναι τοῦτος ὁ παστὸς (=αδύνατος);» «Ναί», τῆς λέω. Μοῦ λέει τότε· «Νὰ ἔχεις τὴν εὐχή μου, γυιέ μου. Τουλάχιστον ξέρεις νὰ διαλέγεις δασκάλους!» Τί ἔκαμε νομίζετε κατόπιν, ὡς πρώτη της κίνηση; Ἐγκατέλειψε τὸν καλὸ τῆς ἐδῶ Πνευματικό, τὸν π. Σωτήριο ἀπὸ τὴν Ἄσσια, καὶ ἔκαμε Πνευματικό της τὸν π. Συμεών. Τῆς εἶπα τότε· «Γιατί ἔκαμες Πνευματικὸ τὸν π. Συμεών;» «Γιὰ νὰ σὲ κατηγορῶ», μοῦ λέει, «καὶ νὰ βοηθήσω ἔτσι αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ νὰ σὲ καταλάβει μιὰν ὥρα γρηγορότερα, γιὰ νὰ συνεργαζόμαστε μαζί του γιὰ τὴ σωτηρία σου.» Τέτοιος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Μηλιά! Σπάνια μᾶς ἐπαινοῦσε! Πολὺ πιὸ σπάνια μᾶς χάιδευε! Παρόλο τοῦτο, ὅλοι μας, καὶ παιδιά της καὶ ἐγγόνια της καὶ δισέγγονα καὶ τρισέγγονά της καὶ ὅλοι ὅσοι τὴν πλησίαζαν, αἰσθανόμαστε τὴν πνευματικὴ ἀγάπη της, νὰ χαϊδεύει τὴν καρδιά μας καὶ ὅλο μας τὸ εἶναι. Ἡ μάνα μας δὲν ἦταν ἄνθρωπος τοῦ γλυκοῦ λόγου. Ἐνίοτε αὐτὸς γινόταν καὶ πικρός. Ὅταν κάποτε τῆς εἶπα· «Μάνα, ὅλοι μοῦ λένε ὅτι εἶμαι ἀπότομος! Ὁ πατέρας μου ἦταν γλυκύς, ἐσὺ δὲν εἶσαι ἀπότομη. Ἀπὸ ποιὸν πῆρα;» Δαχτυλόδειξε τότε μὲ μιὰ μεγαλοπρέπεια τὸν ἑαυτό της καὶ εἶπε· «Ἀπὸ μένα πῆρες!» «Μά, δὲν εἶσαι ἀπότομη!» Μοῦ λέει· «Ἤμουν, γυιέ μου, μέχρι τὰ πενήντα μου! Μετὰ μὲ ἐπισκέφθηκε ὁ θάνατος, καὶ κατάλαβα, ὅτι τὸ νὰ ἐπιβάλλω τὴ γνώμη μου μὲ τὸ ἔξυπνο μυαλό μου, ποὺ κληρονόμησα ἀπὸ τὴ γενιὰ τῶν Ἀκριτῶν, δὲν εἶναι εὐλογημένο ἀπὸ τὸν Θεό. Καλύτερα νὰ τοὺς φωτίζει ὁ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους, παρὰ νὰ τοὺς ἐπιβάλλουμε ἐμεῖς τὴν ἄποψή μας.» Τέτοιος ἄνθρωπος ἦταν ἡ μάνα μας!
Νὰ σᾶς πῶ ἀκόμη γιὰ τὶς ἐπισκέψεις, ποὺ εἶχε ἀπὸ ἁγίους σὲ δύσκολες ὧρες τῶν παιδιῶν της: Ὅταν ἦταν νὰ γεννήσει ἐμένα, εἶδε τὸν ἀπόστολο Ἀνδρέα. Ὅταν θὰ γινόμουν μοναχός, τὴν ἔπεισε γιὰ τὴν ἐπιλογή μου ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας, ποὺ συνομίλησε μαζί της. Ὅταν κινδύνευσε ὁ ἀδελφός μου Χάρης μὲ δύσκολη ἀσθένεια, κι ἐμεῖς τῆς κρύβαμε τὴν ἀσθένειά του, τῆς τὴν ἀποκάλυψε ἕνας ἅγιος! Μοῦ εἶπε μιὰ μέρα· «Δεσπότη, μὰ ὁ ἅγιος Νικήτας ἦταν ξανθός;» Τῆς λέω, «Ναί. Ἦταν Γότθος. Ἡ πατρίδα του ἦταν ἐκεῖ, ποὺ σήμερα εἶναι ἡ Ρουμανία. Ἀλλά, γιατί μὲ ἐρωτᾶς;» «Τὸν εἶδα», μοῦ λέει «ὅταν πῆγα νὰ προσκυνήσω ἕνα ἀπόγευμα, καὶ μοῦ εἶπε· ‘’Να μὴν στεναχωριέσαι γιὰ τὸν Χάρη! Αὐτὴ ἡ ἀσθένεια οὐ πρὸς θάνατον, ἀλλὰ παιδαγωγία Χριστοῦ’’. Τί σημαίνει ὅμως αὐτὸ τὸ τελευταῖο;» «Εἶναι γιὰ νὰ τὸν φέρει κοντά του ὁ Χριστός, μάνα.» Τότε ἀναφώνησε· «Δόξα σοι, ὁ Θεός! Νὰ μᾶς δώσει ὅ,τι δοκιμασία θέλει! Φτάνει νὰ εἴμαστε κοντὰ στὸν Χριστό!» Καὶ τῆς λέω· «Γιατί, μάνα, νὰ νιώθουμε τόσην ἀγάπη, ὅταν εἴμαστε κοντὰ στὸν Χριστό;» «Εἶσαι Δεσπότης, γυιέ μου, καὶ μ᾽ ἐρωτᾶς ἐμένα; Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος· τὰ ἄλλα ὅλα εἶναι προσωρινά!» Νὰ ἀναφέρω ἀκόμη γιὰ τὴν αἴσθηση τῶν ἁγίων Μυστηρίων, ποὺ εἶχε, ὅταν συμμετεῖχε σ᾽ αὐτά. Πόση σοβαρότητα καὶ εὐλάβεια αἰσθανόταν ἀπέναντι στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας!
Καὶ ἕνα τελευταῖο: Μὲ εἶδε μιὰ φορὰ νὰ γογγύζω καὶ νὰ ἔχω θυμό, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ μιὰ περιπετειώδη Σύνοδο, ποὺ εἴχαμε. Καί, τί νομίζετε μοῦ εἶπε, ὅταν μὲ εἶδε στὴ Μητρόπολη ἐκνευρισμένο; «Μά, εἶσαι ἐκνευρισμένος;» Τῆς λέω, «Ναί, ἀπὸ ὁρισμένα διατρέξαντα στὴ Σύνοδο, ποὺ εἴχαμε.» «Δὲν μοῦ λές, παιδί μου, ὅταν εἶσαι ἐπάνω στὸν θρόνο καὶ σὲ θυμιατίζουν δύο διάκοι κι ἐσὺ καμαρώνεις, σοῦ ἀρέσει;» Τῆς λέω, «Ναί, μοῦ ἀρέσει!» «Κι ὅταν σὲ μνημονεύουν συνεχῶς στὸν ναὸ καὶ λένε· ‘‘υπὲρ τοῦ πατρὸς καὶ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν Νεοφύτου’’, κι ἐσὺ εὐλογὰς καμαρωτός, σοῦ ἀρέσει;» Τῆς λέω, «Μοῦ ἀρέσει.» «Κι ὅταν προσκυνὰ τὸ χέρι σου ὁ λαός, σοῦ ἀρέσει;» Τῆς λέω καὶ πάλιν, «Ναί, μοῦ ἀρέσει!» «Ἔ, λοιπόν! Τὰ καλὰ δεχούμενα, τὰ κακὰ οὐχί; Αὐτὸ σὲ μάθαμε;»
Πρὶν τέσσερα χρόνια, ἀντιλήφθηκα ὅτι ἡ μνήμη τῆς μάνας μας ἄρχισε νὰ ἀδυνατίζει. Τὴ ρώτησα· «Ἔζησες πολλοὺς πόνους στὴ ζωή σου. Ποιὸς ἦταν ὁ πιὸ μεγάλος πόνος;» Μοῦ ἀπάντησε· «Ὅταν κατέβασα τὸν γυιό μου τὸν Πέτρο στὸν τάφο. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος πόνος ἡ μάνα νὰ θάβει τὸ σπλάχνο της!» Ἀμέσως ὅμως μετά, γιὰ νὰ μὴν τὴ νικήσει ἡ θλίψη, πρόσθεσε μὲ βιασύνη• «Ἀλλά, δόξα σοι, ὁ Θεός· δόξα σοι, ὁ Θεός! Ὁ Θεὸς ξέρει τὸ γιατί!» Ὕστερα, τῆς ζήτησα νὰ μοῦ δώσει μιὰ νουθεσία, δίκην παρακαταθήκης, τί νὰ προσέξω στὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου μου. Καὶ μοῦ ἀπάντησε· «Ὁ Θεὸς σὲ ἀνέβασε πολὺ ψηλά. Πρόσεχε, νὰ μὴ ‘‘γείρει’’ ὁ νούς σου!» Ἐννοοῦσε, νὰ μὴν μὲ κυριεύσει ἡ ὑπερηφάνεια. Ὅλος ὁ ἀγώνας τῆς μάνας μας ἦταν νὰ μᾶς μάθει τὴν ταπείνωση, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός!
Ὡς ἐπιστέγασμα τῶν πτωχῶν μου τούτων λόγων γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς μάνας μου, ἐπιτρέψετέ μου νὰ καταθέσω κάτι, ποὺ μοῦ εἶπε πρὶν λίγο ἕνας παλαιὸς γνωστός μας δάσκαλος, ποὺ γνώριζε καὶ τὴ Μηλιά: «Ἡ μάνα σοῦ ἦταν ἡ μοῦσα σου, ποὺ σὲ ἐνέπνεε. Φρόντισε νὰ συνεχιστεῖ τοῦτο τὸ ὡραῖο ποὺ νιώθαμε κοντά της καὶ κοντά σου. Νὰ εἶσαι σὲ συνεχὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ πνεῦμα της, γιὰ νὰ συνεχισθεῖ αὐτὴ ἡ ἔμπνευση!»
Αὐτά, ἀγαπητοί μου πατέρες καὶ ἀδελφοί, ὡς δεῖγμα εὐχαριστίας γιὰ τὴ δική σας παρουσία, καὶ ἐξαιρέτως τὴ δική σας, ἅγιοι ἀρχιερεῖς καὶ ἀγαπητὲ ἀρχιεπίσκοπε τῶν Μαρωνιτῶν. Αὐτὰ καὶ γιὰ σᾶς, λαὲ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἤρθατε νὰ δεῖτε ἕνα κομμάτι τῆς δικῆς σας ψυχῆς νὰ φεύγει, ἕνα κομμάτι ποὺ φαίνεται ὅτι φεύγει ἀπὸ τὴ σύγχρονη Κύπρο, καὶ μένει ἡ Κύπρος ἡ μοντέρνα, ἡ μεταλλαγμένη, ποὺ ἀναζητᾶ τὸ καινούργιο νόημα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Κοντὰ στὴ μάνα μας μάθαμε, ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ ζωὴ ἔχει νόημα καὶ ἡ ἄλλη ζωὴ ἔχει νόημα καὶ ὁ θάνατος ἔχει νόημα· εἶναι ὁ προθάλαμος τῆς Ἀναστάσεως! Αὐτὰ μάθαμε κοντὰ στὴ μάνα μας. Εὔχομαι ὅλη ἡ Κύπρος νὰ εἶναι κοντὰ σὲ τέτοιους ἀνθρώπους. Δόξα τῷ Θέῷ, κάθε γενιὰ ἔχει τέτοιους ἀνθρώπους! Τὸ ζητούμενο, νὰ μπορέσουμε νὰ μαθητεύσουμε καὶ νὰ μεταδώσουμε αὐτὴ τὴ μαθητεία καὶ στὰ τέκνα καὶ στὰ ἔκγονά μας.
Παρακαλῶ, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί μου, ἀρχιερεῖς καὶ πατέρες, νὰ μνημονεύετε τακτικὰ στὶς προσευχὲς καὶ τὶς Λειτουργίες σας τὴν δούλη τοῦ Θεοῦ Μηλιά. Εὐχαριστοῦμε ἀπὸ καρδιᾶς!
Τῆς δούλης τοῦ Θεοῦ Μηλιάς, εἴη αἰωνία ἡ μνήμη! Ἀμήν!
ΠΗΓΗ.ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΜΟΡΦΟΥ

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Μοναχή Θεοκλήτη Μνήσθητι Κύριε



Η αδελφή Θεοκλήτη από την αδελφότητα της μονής του Αγίου Παύλου. Κοιμήθηκε στις 18/8/2014 και κατά την διάρκεια της νοσηλείας της συνέβαιναν πολλά θαυμαστά στο νοσοκομείο της Λάρισας που νοσηλευόταν και η κοίμησή της ήταν επίσης θαυμαστή.
ήταν αμερικανίδα, καμία σχέση με την ορθοδοξία, ένα ταξίδι ήρθε Ελλάδα και έμεινε. Σε ένα χρόνο έγινε μεγαλόσχημη και πνεύμα Θεού και περίσσευμα Αγάπης.
 
Ας γίνει παράδειγμα για όλους μας 

Μοναχή Χριστοδούλη, η έγκλειστος



site analysis


 
Zoom in (real dimensions: 800 x 533)Εικόνα
ΠΗΓΗ.xristianos.gr

Την γνώρισα στα ύστερνά της. Το εργόχειρό της ήταν ιεροράπτρια. Δεν ήτανε σπουδαία στο εργόχειρό της, αλλ’ η φτωχολογιά εκεί κατέφευγε. Σ’ όλους τους μαθητές της Πατμιάδος Σχολής αυτή έρραβε τα ρασάκια. Με τα λίγα έσοδά της συντηρείτο, γιατί το μοναστήρι ήταν ιδιόρρυθμο και δεν εκάλυπτε τις ανάγκες των αδελφών της Μονής.
Κάθε φορά που πήγαινα στην γυναικεία Μονή, η Χριστοδούλη πίσω από την πύλη περίμενε κάποιον να βρη να αγγαρεύση είτε για λίγο ψωμί είτε για διάφορα τρόφιμα. Έβαζα κακό λογισμό: «Μα πέντε βήματα είναι ο φούρνος και το μαγαζί και περιμένει εμένα να της ψωνίσω;». Κάθε φορά έδινε και φιλοδώρημα. Προσπαθούσα να το αποφύγω. Λίγες φορές το πέτυχα . Επιμένοντας πως είναι ευλογία της Παναγίας , με έκαμπτε να το πάρω.
Η Χριστοδούλη ήταν ασκητικός άνθρωπος. Η στρωμνή της ήταν καταγής , στοιβές πατικωμένες , με προσκέφαλο μια πέτρα. Μια παλιοκουβέρτα τα σκέπαζε όλα. Λιτό ήταν και το φαγητό της.
Σαν κοιμήθηκε λύθηκε η απορία μου, γιατί η Χριστοδούλη μ’ έστελνε σε θελήματα. Μίλησε ο πατήρ Παύλος Νικηταράς και ελάλησε τα εξής:
- Η γερόντισσα Χριστοδούλη εισήλθε στο μοναστήρι της Παναγίας πριν από εξήντα χρόνια και σήμερα εξέρχεται για πρώτη και τελευταία φορά , βασταζόμενη υπό τεσσάρων, για το κοιμητήριο της Μονής.
Εξήκοντα χρόνια στο μοναστήρι, δίπλα στο σπίτι της, και ποτέ δεν εξήλθε της πύλης! Δοξασμένος ο Θεός. Υπάρχουν και σήμερα καλόγριες σαν του παλιού καιρού. Αν βάλουμε κανόνα στον εαυτό μας , και τον πιο σκληρό, και τον κρατήσουμε μυστικά και από τους Αγγέλους, ο Κύριος θα βοηθήση να τον εκτελέσουμε μέχρι το τέλος. Όταν τον έβαζε η απαλή κόρη, άραγε να μη σκέφθηκε πως κάποτε θα αρρωστήσουν οι γείτονες γονείς της και θα πρέπει να τους παρασταθή, ή ακόμα και οι στενοί της συγγενείς; Θα γιορτάση το μοναστήρι τον Θεολόγο και τον Όσιο∙ δεν θα δημιουργηθή μέσα της ο πόθος να προσκυνήση; Αν αρρωστήση βαριά, δεν θα πρέπει να ταξιδέψη εκτός νησιού για γιατρούς και θεραπείες; Όλα τα νίκησε ο κανόνας της άσκησης , και θεία και ανθρώπινα και ανάγκες, και έμεινε έγκλειστος ,του Θεού συνεργούντος , εξήντα χρόνια! 
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Ιερά Μονή Δοχειαρίου , Άγιον Όρος
Γραφικές Τέχνες – Εκδόσεις: «Το Παλίμ
ψηστον

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

Βίος της Αγίας Μάρτυρος Σουσανίκης της εκ Γεωργίας



site analysis

 


Η αποστασία του βασιλιά.
Η ευσεβής Σουσανίκη έζησε τον 5ο αιώνα. Ήταν κόρη ενός Αρμένιου στρατηγού, του Βαρδάν, και γυναίκα του ηγεμόνα της Κάρτλης Βαρσκέν, γιου του Αρσουσά, με τον οποίο είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά, τρεις γιους και μία θυγατέρα.
Ο Βαρσκέν, μολονότι βαπτισμένος χριστιανός, ήταν πολύ ασεβής. Η Σουσανίκη θλιβόταν για την ασέβεια του συζύγου της, αλλά σήκωνε υπομονετικά το σταυρό της με αδιάλειπτη προσευχή.
Τελικά ο Βαρσκέν αλλαξοπίστησε. Το 466 πήγε στο βασιλιά της Περσίας Φερούζ Μουρντανάχ (459-484), από τον οποίο ήταν τότε εξαρτημένη η Κάρτλη, και, θέλοντας να κερδίσει την εύνοιά του, αρνήθηκε τον Χριστό κι έγινε πυρολάτρης, όπως οι Πέρσες.
Ο Φερούζ, γεμάτος χαρά, πρόσφερε πλούσια δώρα στον Βαρσκέν και τον κατευόδωσε για την πατρίδα του. Κι εκείνος, φτάνοντας στην περιοχή της Ερέτης, στα σύνορα της Κάρτλης, έστειλε κάποιον υπηρέτη του με γρήγορο άλογο, για να ειδοποιήσει τους υπηκόους του, που θα του έκαναν επίσημη υποδοχή.
Εγκατάλειψη του αποστάτη.
Ο καβαλάρης έφτασε στην Τσουρτάβη, ζήτησε ακρόαση από την αρχόντισσα Σουσανίκη και, αφού τη χαιρέτησε, της ανάγγειλε την επιστροφή του συζύγου της.
-Αν παραμένει στην πίστη του, είπε εκείνη, τότε με το καλό να έρθει. Αν όχι, τότε δεν θέλω ούτε να τον δω ούτε ν’ ακούσω γι’ αυτόν.
Προαισθανόταν η αρχόντισσα κάτι δυσάρεστο, γι’ αυτό ζήτησε επίμονα από τον υπηρέτη να της φανερώσει την αλήθεια. Όταν άκουσε ότι ο Βαρσκέν αλλαξοπίστησε, ταράχτηκε και είπε με δάκρυα:
-Πόσο αξιολύπητος είναι! Αρνήθηκε το Χριστό, τον αληθινό Θεό, και πήγε με τους απίστους!
Ύστερα σηκώθηκε, πήρε τους γιους και την κόρη της κι έτρεξε στην εκκλησία. Έβαλε τα παιδιά να σταθούν μπροστά στο ιερό και άρχισε να προσεύχεται:
-Κύριε και Θεέ μου! Εσύ μου έδωσες αυτά τα παιδιά. Εσύ φύλαξέ τα στην αγία πίστη. Μην τα στερήσεις από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, για να μην τα απομακρύνουν από την ποίμνη Σου.
Τελειώνοντας, έστειλε τα παιδιά στο παλάτι, ενώ η ίδια μπήκε σ’ ένα κελλάκι, κοντά στο ναό, και βυθίστηκε σε βαρύ πένθος.
Την ώρα εκείνη ο επίσκοπος του παλατιού Φώτιος απουσίαζε στο σπίτι κάποιου πιστού μαζί με τον πρεσβύτερο Ιάκωβο, μετέπειτα επίσκοπο Τσουρτάβης, πνευματικό της αγίας Σουσανίκης και βιογράφο της. Ο διάκος του επισκόπου έτρεξε ως εκεί και τους διηγήθηκε τα καθέκαστα – ότι ο ηγεμόνας ερχόταν και ότι η γυναίκα του εγκατέλειψε το παλάτι.
«Λυπηθήκαμε πολύ», σημειώνει ο π. Ιάκωβος. «Άφησα τον επίσκοπο και πήγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα στο κελλάκι, όπου είχε κλειστεί η Σουσανίκη. Τη βρήκα πικραμένη.
»-Αρχόντισσά μου, της είπα, έχεις μπροστά σου σκληρό αγώνα. Θα παλέψεις με τις πανουργίες του εχθρού, για να φυλάξεις την πίστη σου. Οπλίσου, λοιπόν, με θάρρος και υπομονή.
»-Γνωρίζω πως με περιμένει μεγάλη δοκιμασία, είπε η αγία. Είμαι όμως έτοιμη για όλα.
»-Η θλίψη σου είναι θλίψη μας και η χαρά σου χαρά μας. Τί σκέφτεσαι σχετικά με το μαρτύριο;…
Από το βιβλίο: Οι Αγιοι της Γεωργίας. Έκδοσις: Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωροπός Αττικής. 2004.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.-ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΟΡΕΙΑ

Βίος Οσίας Κασσιανής της Υμνογράφου



site analysis


Η Οσίας Κασσιανή η Υμνογράφος εορτάζει στις 7 ΣεπτεμβρίουZoom in (real dimensions: 460 x 650)Εικόνα

Πρόλογος
«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή....» Ποιος Χριστιανός δεν έχει ακούσει το θαυμάσιο και κατανυκτικό αυτό τροπάριο της Κασιανής και το όνομα της μεγάλης αυτής υμνωδού και μελωδού της Εκκλησίας μας; Όλοι μας περιμένουμε το βράδυ της Μ. Τρίτης (Όρθρος της Μ. Τετάρτης) για να ακούσουμε τον υπέροχο αυτόν ύμνο της μετανοημένης ψυχής, πού παρακαλεί τον Κύριο να την συγχώρηση!
«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή....» Και περιπεσούσα γυνή δεν είναι η ίδια η υμνογράφος, όπως νομίζουν μερικοί, αλλά η κάθε ψυχή, πού μετανοεί και αναζητεί τον αιώνιο Νυμφίο της Ιησού Χριστό. 

Βίος και πολιτεία της Υμνωδού Κασσιανής
Αηδόνι της εκκλησιαστικής υμνογραφίας η Κασιανή, γεννήθηκε στο Βυζάντιο, πιθανόν στα περίχωρα της Κωνσταντινουπόλεως, από αρχοντική οικογένεια και έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Θεοφίλου του εικονομάχου και των διαδόχων του (9ος - 10ος αιώνας), σε μια ταραγμένη για το Βυζάντιο εποχή. Δεν είναι γνωστός ο ακριβής τόπος και χρόνος της γεννήσεως της, αλλά μόνον κατά προσέγγισιν. Βέβαιον είναι μόνον το ζήτημα της προελεύσεώς της από πλούσια και αριστοκρατική οικογένεια, εκ των ευπατριδών, όπως αναφέρουν οι ιστορικές πηγές. Ήταν δηλαδή κόρη, και μάλλον μοναχοκόρη, πλούσιας και αριστοκρατικής οικογενείας γι’ αυτό και είχε τους πόρους να τύχη καλής παιδείας και να μορφωθεί πολύ καλά.

Άλλες πηγές αναφέρουν ότι ήταν ορφανή κόρη, πιθανόν να είχε χάσει τον έναν ή και τους δύο γονείς της, και ότι ο πατέρας της ήταν αυλικός και πλούσιος πολύ, αλλά δεν είχε παιδί. Καημός των γονιών της Κασιανής ήταν να αποκτήσουν απόγονο, ένα δικό τους παιδί. Και επειδή ήταν θεοσεβείς, παρακαλούσαν τον Θεό και την μεγάλη Μητέρα των Χριστιανών την Παναγία Θεοτόκο, να τους χαρίσει ένα τέκνο.

Πρέπει να πούμε ότι το όνομά της γράφεται με πολλές παραλλαγές και συνήθως με δύο σίγμα. Το σωστό είναι με ένα σίγμα, διότι προέρχεται από την Εικασία η Κασία η Ικασία, όπως το αναφέρουν διάφορα χειρόγραφα της εποχής της.

Η Κασιανή μεγάλωνε και γινόταν μια ωραία κοπέλα, πού είχε στην καρδιά της δύο πολύ μεγάλους πόθους. Πρώτον την αγάπη προς τον Θεό και την λατρεία του και δεύτερον την αγάπη προς την ποίηση και την αξιοποίηση του πηγαίου λογοτεχνικού ταλέντου της.

Πως έχασε την βασιλείαν του κόσμου
Το έτος 830 μ.Χ. η βασιλομήτωρ (ήταν μητριά του) του αυτοκράτορα Θεοφίλου, κάλεσε στο τρικλίνιο των ανακτόρων δώδεκα καλλίστους παρθένους, δώδεκα ωραιότατα κορίτσια, για να διαλέξει ο Θεόφιλος την μέλλουσα σύζυγο του. Ανάμεσα σε αυτές τις δώδεκα εκλεκτές και πανέμορφες κοπέλες ήταν και η Κασιανή, πού ξεχώριζε από όλες για την ομορφιά της και την προσωπικότητά της. Ήταν εξαίρετη από κάθε άποψη και η όλη εμφάνιση της έδειχνε αρχοντιά και μεγαλείο σπάνιο. Έμοιαζε με άγγελο στην ομορφιά και με βασίλισσα στην εμφάνιση. Επόμενο λοιπόν ήταν να γοητευτεί ο Θεόφιλος από την Κασιανή, σχεδόν συγκλονίστηκε, αλλά συγκράτησε τον εαυτόν του για να μην εκδηλώσει την προτίμηση του άκαιρα.

Όταν τελείωσε την εξέταση των δέκα πρώτων νεανίδων, έμειναν ακόμη δύο, η Κασιανή και η Θεοδώρα από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας. Θέλησε όμως να δοκιμάσει τον χαρακτήρα και την εξυπνάδα της Κασιανής πριν από την εκλογή της ως συζύγου του. Με αργά βήματα πλησίασε την Κασιανή και αφού έδειξε να θαυμάζει την εκθαμβωτική ομορφιά της, την κοίταξε στα μάτια και της είπε την φράση:
— Ὡς ἄρα διά γυναικός ἐρρύη τά φαῦλα.
Δηλαδή, όπως λέγεται, όλα τα κακά, πού βρήκαν το ανθρώπινο γένος, πηγάζουν από την γυναίκα, και εννοούσε την πρώτη γυναίκα, την Εύα.

Τότε η Κασιανή, «μετ’ αἰδοῦς ἀντέφησε», λένε οι χρονικογράφοι, δηλαδή με σεμνότητα του ανταπάντησε:
— Ἀλλά καί διά γυναικός πηγάζει τά κρείτονα.
Δηλαδή, και από την γυναίκα επίσης πηγάζουν και όλα τα αγαθά, εννοώντας την Παναγία Θεοτόκο, η οποία με την γέννηση του Θεανθρώπου έγινε πηγή των αγαθών της συγχωρήσεως και της σωτηρίας του γένους των ανθρώπων.

Η γενναία αυτή απόκριση της Κασιανής, πού είναι και μια ομολογία πίστεως στην κορυφαία μορφή της Θεοτόκου Μαρίας, συγκλόνισε αρνητικά τον Θεόφιλο. Θεώρησε προσβλητική την απάντηση της Κασιανής, πού τόλμησε να διαφωνήσει μαζί του και να τον διορθώσει, λέγοντας την αλήθεια κατά πρόσωπον, χωρίς κανένα φόβο για τις συνέπειες. Άρα, δεν ταίριαζε για βασίλισσα. Έτσι προσέφερε το μήλο της προτιμήσεώς του στην Θεοδώρα, της Παφλαγονίας της Μικράς Ασίας.
Zoom in (real dimensions: 200 x 292)Εικόνα

Πως κέρδισε την βασιλείαν των ουρανών
Κατά βάθος η Κασιανή δεν έχασε. Κέρδισε. Βγήκε νικήτρια από αυτήν την αναμέτρηση της με τον αυτοκράτορα Θεόφιλο. Διότι μπορεί να απώλεσε την βασιλεία του κόσμου τούτου, άλλα κέρδισε την αιώνια βασιλεία του Θεού, την βασιλεία των ουρανών.

Δεν ένοιωσε η ψυχή της ότι έχασε. Μάλλον ελευθερώθηκε. Μάλλον χάρηκε. Διότι νίκησε την μεγάλη νίκη της ζωής. Γιατί βρήκε οριστικά τον αληθινό Κύριο της υπάρξεως της, τον Νυμφίο της ψυχής της. Και χωρίς δεύτερη σκέψη αναχώρησε εκ του κόσμου. Διότι ο κόσμος χαίρεται να ζει μέσα στην υποκρισία και την πονηρία.

Έχτισε ένα Μοναστήρι και αφού εκάρη Μοναχή, άρχισε την κατά Θεό άσκηση και ασχολείτο με τα πνευματικά θέματα, ζώντας μόνον για τον Κύριο, σε όλον της τον Βίο μέχρι της τελευταίας της πνοής.

Η ωραία ψυχή της Κασιανής, αλλά και η ζωή της ολόκληρη αφιερώνεται στην ασκητική ζωή και λατρεύει τον Θεό εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος της. Ο κόσμος γι’ αυτήν έγινε παρελθόν και η ζωή της μια διαρκής αιωνιότητα. Ζει την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, μελετά την Άγια Γραφή συνεχώς και τούς Βίους των Αγίων, συνθέτει ύμνους αγάπης και μετανοίας προς τον Κύριο του ελέους και ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως για τις παραστρατημένες γυναίκες, για τις χήρες, για τα ορφανά και για κάθε δυστυχισμένη ύπαρξη. Η αγάπη της δεν είναι τυπική , αλλά ουσιαστική. Με έργα, όχι με λόγια. Μοιράζει τα πλούτη της στους φτωχούς και τούς ασθενείς. Μέρα και νύχτα αγωνίζεται τον καλόν αγώνα της σωτηρίας. Δεν σταματά ούτε λεπτό.

Η Κασιανή μας άφησε υποδείγματα βίου, με το έργον και την ζωή της. Και μάλιστα πολλά πρότυπα βίου. Από αυτά θα επιλέξουμε τρία, τα σημαντικότερα, πού μπορούν να θεωρηθούν και ως η καίρια πνευματική προσφορά της. Έκτος λοιπόν από το πολύτιμο έργον των ποιητικών υμνογραφιών της, πού δεν μπορεί ο καθένας μας να το φτάσει, διότι προαπαιτεί το Θεοδώρητο τάλαντο, πρώτον και κύριο είναι το πρότυπο του θάρρους της καλής ομολογίας της πίστεώς μας.

Δεύτερον πρότυπο ζωής και υπόδειγμα για όλους μας είναι η ολοκληρωτική αφιέρωση της στον Κύριο, με την επιλογή του ασκητικού βίου.

Τρίτον πρότυπο και παράδειγμα βίου είναι η αδιάκοπη προσπάθειά της υπέρ της Εκκλησίας και των ανθρώπων. Διότι η Κασιανή δεν απεσύρθη από την κοσμική ζωή στην ησυχία και την απομόνωση για να ζήση ήσυχα και ξεκούραστα, αλλά για να παλέψει και να αγωνιστεί με κάθε τρόπο τον καλόν αγώνα και να νικήσει και τον κόσμο και τούς κοσμοκράτορες, πού πολεμούν εναντίον των ανθρώπων και της σωτηρίας τους.

Για το ζήτημα της αγιοποιήσεως της Κασιανής δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες και κάθε άλλο συμπέρασμα είναι αυθαίρετο. Καταφεύγουμε στα όσα γράφει ένας γνωστός αγιολόγος, πού έχει κάνει σχετικές έρευνες και κατέθεσε γραπτώς την γνώμη του. Πρόκειται για τον Μητροπολίτη πρώην Λεοντοπόλεως Σωφρόνιο.

Με λίγα λόγια ο Μητροπολίτης Σωφρόνιος λέγει ότι δεν υπάρχει καμία επίσημη ανακήρυξης της Κασιανής ως Άγιας της Εκκλησίας, κατά την κανονική τάξη, αλλά μόνον οι Κάσιοι, για λόγους συναισθηματικούς και λόγω τού ονόματος της νήσου και της Κασιανής, ως δήθεν παραγόμενο από την Κάσο, θέλησαν να την συνδέσουν με το μικρόν αυτό νησί. Δεν υπάρχουν όμως σχετικές μαρτυρίες, όχι μόνον ότι γεννήθηκε ή εκοιμήθη στην Κάσον, αλλά ούτε καν εάν επεσκέφθηκε η υμνογράφος το νησί αυτό. Συνεπώς δεν υπάρχει θέμα αγιοποιήσεως της Κασιανής. Άλλωστε πλήθος Αγίων παραμένουν έξω από το επίσημο Αγιολόγιο της Εκκλησίας, το όποιον θεοφώτιστος το προστατεύει και το διατηρεί για να μην αλλοιωθεί και εισαχθούν σ’ αυτό αλλότρια στοιχεία στερούμενα των προϋποθέσεων της αγιότητος, όπως είναι η μυροβλυσία η θαυματοποιία η αφθαρσία των ιερών λειψάνων κ.λ.π.

Τροπάρια
— «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή...»
— «Κύματι θαλάσσης τόν κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον.»
— «Αὐγούστου μοναχήσαντος ἐπί τῆς γής....»
Και πλήθος άλλα τροπάρια, δοξαστικά και ύμνους, όπως σημειώνουν οι Βυζαντινές πηγές: πολλά ίδια συγγράμματα αυτής καταλυπούσα. Διότι έκτος από τα γνωστά υμνογραφήματά της υπάρχουν και άλλα, πού μένουν χειρόγραφα σε μοναστηριακές βιβλιοθήκες και παραμένουν ανέκδοτα.

Το Τροπάριο της Κασιανής που το Βράδυ της Μεγάλης Τρίτης (Ορθός της Μεγάλης Τετάρτης)
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.

ΠΗΓΗ.xristianos.gr

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

Mια ηρωίδα, σύμβολο



site analysis




​Ο Τολιόπουλος, το ανθρωπόμορφο τέρας, ο ταγματάρχης των γερμανοτσολιάδων, της είχε πει ότι θα την πήγαιναν στη φυλακή, για να συνεχιστεί την επομένη η πολύωρη νυχτερινή ανάκριση…

Οι γερμανοτσολιάδες, που τη συνόδευαν όμως, όταν έφτασαν μπροστά στη φυλακή, ξαφνικά άλλαξαν πορεία. Τότε η Μαρία με ήρεμη φωνή τους είπε: «Σας παρακαλώ από εδώ είναι η φυλακή, γιατί με πηγαίνετε προς τα εκεί»!  Αλλά, όταν είδε να τη σπρώχνουν, να τη σβαρνίζουν και να τη βρίζουν τότε κατάλαβε ότι την ξεγέλασαν και την παγίδεψαν. Στο μεταξύ το εκτελεστικό απόσπασμα με βάση το δολοφονικό σχέδιο του σατανικού Τολιόπουλου είχε προπορευτεί. Και όταν η Μαρία το αντίκρυσε, κατάλαβε ότι χανόταν και η τελευταία ελπίδα και πως έφτασε το τέλος της. Σταμάτησε στύλωσε τα πόδια της κι έβγαλε λυπητερές φωνές. Κραυγάζοντας απελπισμένα: «Θέλω να ιδώ τον κύριο Τολιόπουλο»!
Στο μεταξύ καταφτάνει ο ανθυπολοχαγός Αποστολίδης, αφρίζοντας από θυμό και κραυγάζοντας: «Μωρή στάσου αυτού και θα σου φέρω τον κύριο Τολιόπουλο»! Και με μιας έδωσε διαταγή στο απόσπασμα: «Επί σκοπόν, πυρ»!«Μαννούλα»! κραύγασε η Μαρία και σωριάστηκε νεκρή. Και ο ταγματαλήτης ανθυπολοχαγός  της έδωσε τη χαριστική βολή»…
Και βέβαια πρόκειται για τη μεγάλη ηρωίδα της εθνικής αντίστασης, τη  Μαρία ΔΗΜΑΔΗ, στην οποία τα παλικάρια των ταγμάτων αλητείας  επιφύλαξαν στις 31 Αυγούστου 1944, πριν από 70 χρόνια, έναν τόσο «ρομαντικό» επίλογο της ζωής της! Όπως μας τον περιγράφει στο βιβλίο του Φίλιππα Γελαδόπουλου «Ντοκουμέντα, Μαρία Δημάδη» ο αρχιφύλακας των φυλακών Αγίας Τριάδας Αγρινίου, Ευάγγελος Κουκούλης, ο οποίος ήταν  αυτόπτης μάρτυρας.
Η Μαρία γεννήθηκε στα 1907 στο Αγρίνιο, όπου ο πατέρας της, ήταν μεγαλογιατρός και της έδωσε την καλύτερη δυνατή για την εποχή εκείνη μόρφωση. Αλλά η κατοχή την έφερε κοντά στο λαό, για τα δεινοπαθήματα του οποίου υπέφερε κυριολεκτικά kαι ήθελε γι’ αυτό να κάνει ο, τι ήταν δυνατόν προκειμένου να τον ανακουφίσει. Αρχικά στράφηκε στον «καλό κόσμο» του περιβάλλοντός της. Αλλά συνάντησε τη γνωστή σε όλες, σχεδόν, τις εποχές αδιαφορία των βολεμένων. Γεγονός, που την έκανε να νιώσει για όλους αυτούς ντροπή και αηδία. Και δεν δίστασε να προσχωρήσει στο ΕΑΜ. Παρά τις έντονες αντιδράσεις του περιβάλλοντός της, που της τόνιζαν  ότι ο χώρος του ΕΑΜ ήταν, κατά κύριο λόγο, κομμουνιστικός. Ωστόσο η Μαρία, μη δίνοντας καμιά σημασία στους μεγαλοαστικούς καθωσπρεπισμούς, πήρε αποφασιστικά θέση ανάμεσα σ’ αυτούς που αγωνίζονταν και θυσιάζονταν για την πατρίδα και το λαό της!...
Αρχικά συμμετείχε στην φιλανθρωπική οργάνωση Εθνική Αλληλεγγύη, που ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1941) και η οποία προσπαθούσε, κάτω απ’ τις αντίξοες συνθήκες, να επουλώσει τις ανάγκες του λαού, αλλά και των ανταρτών. Όμως η Μαρία ήθελε να κάνει κάτι πολύ περισσότερο. Και η ευκαιρία της δόθηκε. Γνώριζε γερμανικά και γαλλικά. Και οι Γερμανοί, με δεδομένη την πλούσια και αρχοντική προέλευσή  της, θέλησαν να την προσεταιριστούν. Και γι αυτό επανειλημμένα ζήτησαν τη συνεργασία της με την ιδιότητα της μεταφράστριας.
Αλλά πώς θα μπορούσε να συμβιβαστεί με την απέχθεια, που αισθανόταν γι’ αυτούς, όταν από το άλλο μέρος ήδη είχε ενταχθεί στο ΕΑΜ! Κι όμως βρήκε τη δύναμη να υπερνικήσει και τις εσωτερικές της αναστολές αλλά και τις εξωτερικές της δεσμεύσεις. Δεδομένου ότι τελικά δεν είχε άλλη επιλογή, αφού την επιστράτευσαν. Μάλιστα θεώρησε την εξέλιξη αυτή ευκαιρία, προκειμένου να προσφέρει όσο το δυνατόν μεγαλύτερες υπηρεσίες στην πατρίδα. Προσποιήθηκε, λοιπόν, τη θαυμάστρια του Χίτλερ και του Γ.΄ Ράιχ και προσαρμόστηκε στο τόσο αποκρουστικό γι’ αυτήν  περιβάλλον της κομαντατούρας (γερμανικού φρουραρχείου). Με αποτέλεσμα να κερδίσει την απόλυτη εμπιστοσύνη των Γερμανών. Έτσι ώστε να μπορεί κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες να παρακολουθεί, μέσα απ’ τα έγγραφά και τις συζητήσεις τις οποιεσδήποτε κινήσεις τους. Γεγονός, που έδωσε τη δυνατότητα στο ΕΑΜ να δημιουργήσει δίκτυο πληροφοριών (Φλεβάρης του 1942) και να στήνει ενέδρες στους Γερμανούς, με άκρως οδυνηρά γι’ αυτούς αποτελέσματα.
Έτσι, λοιπόν, είχαν τα πράγματα, μέχρις ότου στις αρχές του 1944 ήρθαν στο Αγρίνιο οι ταγματασφαλίτες. Αυτοί, δηλαδή, που επαγρυπνούσαν, όχι φυσικά για την ασφάλεια των Ελλήνων, αλλά των Γερμανών και των δικών τους συμφερόντων. Όπως, πάνω κάτω,  κάνουν και οι τωρινοί ταγματαλήτες του 4ουράιχ. Οι ταγματασφαλίτες, λοιπόν, εστίασαν την αιτία των αλλεπάλληλων γερμανικών αποτυχιών στη Μαρία Δημάδη. Και περίμεναν να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία, για να τη βγάλουν απ’ τη μέση και να της κλείσουν το στόμα». Δεδομένου ότι, εκτός απ’ τα μυστικά των Γερμανών, ήξερε πολλά και για τα δικά τους κακουργήματα, τα οποία θα έρχονταν στο φως, εφόσον η κατάσταση άλλαζε. Το σκοπό των γερμανοτσολιάδων είχε πληροφορηθεί  και το ΕΑΜ, το οποίο έστειλε επανειλημμένα μηνύματα στη Μαρία να φύγει, για να πάει στον τομέα των ανταρτών, αλλά εκείνη στερεότυπα απαντούσε: «Δεν κινδυνεύω. Κάνω το χρέος μου στο λαό»!
Και είχε το αποτέλεσμα, που έχουν οι περισσότεροι απ’ αυτούς, που κάνουν το χρέος τους. Που, τελικά δολοφονούνται και  σταυρώνονται απ’ τους προδότες και τους σταυρωτές της πατρίδας και του λαού!...
Για να γίνει έτσι η Μαρία Δημάδη η μεγάλη ηρωίδα της εθνικής αντίστασης. Σύμβολο της πατρίδας μας, που και σήμερα σύρεται στο εκτελεστικό απόσπασμα απ’ τη συμμορία των τοκογλύφων και δολοφονείται απ’ τους ταγματαλήτες του 4ου ράιχ…

παπα-Ηλίας


Η ιστορία της Κυράς της Ρήνειας.: Η γυναίκα που ζούσε μόνη της επί 54 χρόνια σε ακατοίκητο νησί απέναντι απ' τη Μύκονο



site analysis


Η ιστορία της Κυράς της Ρήνειας. Δεν εγκατέλειψε ποτέ το νησί της, ακόμα και όταν χρειάστηκε να μείνει μόνη.

Η Κατερίνα Σαντοριναίου (1915-1990) είναι γνωστή με το προσωνύμιο «Κυρά της Ρήνειας» ή «Διαφεντού της Μεγάλης Δήλου». Η Ρήνεια είναι ένα μικρό νησί κοντά στη Μύκονο και σχεδόν «κολλημένο» με τη Δήλο. Στο παρελθόν είχε πλούσια ιστορία και συνέδεσε το όνομα της με τη γειτονική Δήλο. Οι παλιοί Μυκονιάτες ακόμα ταυτίζουν τα δύο νησιά και τα αποκαλούν με την ονομασία «Δήλες».

Η γυναίκα που δεν εγκατέλειψε ποτέ το νησί
Η Κατερίνα Σαντοριναίου πέρασε όλη της ζωή στη Ρήνεια. Τα πρώτα χρόνια ζούσε με τον σύζυγό της και μεγάλωσαν εκεί τα εφτά παιδιά τους. Συντροφιά της οικογένειας ήταν οι καλλιεργητές και οι βοσκοί που επισκέπτονταν το νησί αυθημερόν και το βράδυ επέστρεφαν στη Μύκονο. Φυσικά αν τους το επέτρεπε ο καιρός. Τις ημέρες που το καΐκι κατάφερνε να δέσει στη Ρήνεια, η Κατερίνα κατέβαινε στο λιμανάκι να πάρει κάποιες προμήθειες, αλλά και να υποδεχτεί τους λιγοστούς επισκέπτες.
Με χαρά τους ξεναγούσε στο νησί της και δεν ήταν λίγες οι φορές που τους φιλοξενούσε στο σπίτι της. Εκτός από φύλακας και ξεναγός, η γυναίκα φρόντιζε και τις πέντε εκκλησίες του νησιού. Άναβε τα καντήλια, καθάριζε τους χώρους και τις αυλές και περιποιούνταν τους κήπους. Όταν ο σύζυγός της έφυγε από τη ζωή και τα παιδιά της εγκατέλειψαν το νησί, η ίδια δε θέλησε να φύγει. Έμεινε μόνη της στην έρημη Ρήνεια με μόνη συντροφιά τα δύο σκυλιά της. Τον πρώτο καιρό συνέχισε τις παλιές της δραστηριότητες.

Όταν τα κατάφερνε μάλιστα, παρήγαγε και δικό της τυρί. Με το πέρασμα του χρόνου απέκτησε και το μοναδικό τηλέφωνο του νησιού, που ήταν για εκείνη σημαντική συντροφιά, ιδιαίτερα τα χειμωνιάτικα βράδια με κακοκαιρία που κανείς δεν μπορούσε να προσεγγίσει τη Ρήνεια. Όσο κι αν οι βοσκοί και οι καλλιεργητές που επισκέπτονταν το νησί την παρότρυναν να το εγκαταλείψει, εκείνη αρνιόταν πεισματικά.
Η Κατερίνα Σαντοριναίου έμεινε τελικά στην αγαπημένη της Ρήνεια για 54 συνεχή χρόνια, μέχρι που έφυγε από τη ζωή τον Απρίλιο του 1990. Ετάφη στη Μύκονο με την παραδοσιακή της φορεσιά την οποία επίσης αρνούνταν να εγκαταλείψει. Ένας από τους γιους της φροντίζει μέχρι σήμερα την περιουσία της οικογένειας στο νησί, καθώς και το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου.

Η ιστορία της Ρήνειας
Το 530 π.Χ. ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης κατέλαβε τη Ρήνεια και τη «δώρισε» στη Δήλο, που ήταν το ιερό νησί του Απόλλωνα. Μάλιστα, σύμφωνα με τη μυθολογία ο τύραννος έδεσε τα δύο νησιά μεταξύ τους με μια αλυσίδα γι’ αυτό βρίσκονται τόσο κοντά το ένα με το άλλο. Στις μέρες μας χρησιμοποιείται σαν χώρος βοσκής ζώων από τη Μύκονο. Τα τελευταία χρόνια τα μικρό νησί έχει συζητηθεί πολύ λόγω καταγγελιών για παράνομη ανοικοδόμηση, ωστόσο παραμένει μέχρι σήμερα ακατοίκητο.

Η Ρήνεια είναι σχεδόν κολλημένη με τη Δήλο γι αυτό και τα δύο νησιά ονομάζονταν παλιά Δήλες.

πηγή : Μηχανή του Χρόνου