Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

ΑΓΙΑ ΕΛΕΝΗ η Ισαπόστολος- η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου



site analysis


_1_(10~1









Κάποια αλήθεια λέει, πως πίσω από κάθε πραγματικά μεγάλο άνδρα στέκει μια πραγματικά μεγάλη μητέρα.  Σ’ αυτή και το ψυχικό της μεγαλείο χρωστά ο κόσμος τις ξεχωριστές εκείνες μορφές, που τον ανέβασαν και τον δόξασαν.  Απόδειξη τρανή της αλήθειας αυτής είναι και το παράδειγμα των δύο θεοστέπτων βασιλέων και ισαποστόλων, των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.  Τη μνήμη τους τιμά και γιορτάζει η Εκκλησία μας κάθε χρόνο την 21η Μαΐου.
Μια σύντομη κι ευλαβική αναδρομή της σκέψης μας στη ζωή και το έργο της αγίας Ελένης, της εξαίρετης αυτής μητέρας και φλογερής χριστιανής και ισαποστόλου, πολλά θα έχει να μας διδάξει.
Η υπέροχη αυτή γυναίκα γεννήθηκε στη Δρεπάνη της Βιθυνίας της Μ. Ασίας γύρω στο 248 μ.Χ. από γονείς άσημους και φτωχούς. Της επαρχίας αυτής όχι μονάχα η πρωτεύουσα Νίκαια, αλλά και πολλές άλλες πόλεις ήσαν Ελληνικότατες. Γι’ αυτό και το όνομα Ελένη που δόθηκε στην κόρη ήταν αποτέλεσμα όχι μιας ελληνίζουσας παραλαβής, αλλά μιας Ελληνικής συνείδησης. Από τα παιδικά της χρόνια η Ελένη διακρινόταν για την εξαιρετική της εξυπνάδα κι ομορφιά. Από νωρίς δε οι σπάνιες χριστιανικές αρετές της την ξεχώριζαν από τις συνομήλικες του καιρού της και την προέβαλλαν στον κύκλο της παντού.
Γύρω στο 270, όταν η κόρη ήταν ηλικίας 22 περίπου χρόνων, πέρασε από τη Δρεπάνη και κατέλυσε στο εκεί ξενοδοχείο του πατέρα της ένας αξιωματικός των πραιτωριανών, που λεγόταν Κωνστάντιος Χλωρός. Το προσωνύμιο Χλωρός του δόθηκε γιατί το πρόσωπο του ήταν πολύ χλωμό. Ο Κωνστάντιος ήταν γόνος μεγάλης και αριστοκρατικής οικογένειας και άνθρωπος πολύ ευγενής. Κάποια μέρα εκεί που βρισκόταν στην αυλή του ξενοδοχείου, είδε τη σεμνή κόρη κι η ευγένειά της μαζί με άλλα χαρίσματα της τράβηξαν έντονα την προσοχή του. Η εντύπωση του υπήρξε τέτοια, που, χωρίς να χάσει καιρό έσπευσε να παραμερίσει την ασημότητα της καταγωγής της – πράγμα αντίθετο με τα τότε Ρωμαϊκά έθιμα – και να την ζητήσει για σύζυγό του. Ένα χρόνο ύστερα από τους γάμους (272 μ.Χ.), το ευτυχισμένο ζευγάρι αποκτούσε, ως ευλογημένο καρπό της ένωσης του, ένα χαριτωμένο αγόρι, τον Κωνσταντίνο, τον αργότερα ιδρυτή της Βυζαντινής μας αυτοκρατορίας και κραταιό προστάτη του χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας.
Ο Κωνστάντιος την εγκαταλείπει
Η ευτυχία δυστυχώς του νεαρού ζεύγους κι ιδιαίτερα της Ελένης δεν κράτησε για πολύ. Η γρήγορη άνοδος του Χλωρού στο ύπατο αξίωμα του Καίσαρα από τον Διοκλητιανό κι η ανάθεση σ’ αυτόν του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, τον έσπρωξε νωρίς να εγκαταλείψει την πιστή κι ενάρετη σύντροφό του Ελένη, για να παντρευτεί γυναίκα της κοινωνικής του τάξεως.
Η πράξη αυτή του Χλωρού φαίνεται σ’ εμάς αληθινά παράδοξη. Κι είναι παράδοξη. Στην πράξη όμως αυτήν καλούμαστε να θαυμάσουμε το ψυχικό μεγαλείο της αγίας, μαζί και την ταπείνωση και την αυτοθυσία της.
Για ποιους  λόγους αποφασίστηκε ο χωρισμός κι έγινε η διάζευξη με τη συναίνεση της μεγάλης κι ανώτερης εκείνης γυναίκας, της αγίας Ελένης;  Θυσιάστηκε η χριστιανή μητέρα για το καλό των αδελφών του Χριστού, των χριστιανών και την άνοδο του παιδιού της.
.1. Ο διορισμός του Χλωρού σε Καίσαρα, που εξ αιτίας της χριστιανής συζύγου του Ελένης διέκειτο κάπως ευνοϊκά προς την πίστη αυτή, θα εξασφάλιζε στους χριστιανούς κάποια ελευθερία ζωής και λατρείας. Κι αυτό το βλέπουμε στην περίπτωση του μεγάλου διωγμού, που ο Διοκλητιανός εκίνησε ενάντια στους χριστιανούς της αυτοκρατορίας του. Οι πιστοί στη μεγάλη επαρχία του Χλωρού δεν καταδιώχθηκαν.
2. Η ανάδειξη του Κωνσταντίνου του Χλωρού στο αξίωμα του Καίσαρος του άνοιξε τον δρόμο και στο αξίωμα του Αυγούστου αυτοκράτορας. Κι η ανάδειξη αυτή θα είχε υψίστη σημασία για τους χριστιανούς και την Εκκλησία τους.
3. Με την άνοδο ταυ Χλωρού ανοιγόταν ο δρόμος και για τον γιο του, τον νεαρό  Κωνσταντίνο.
Από τη στιγμή εκείνη η μαρτυρική μάνα παραμερίστηκε από το προσκήνιο της ζωής. Για δεκατρία τόσα χρόνια η Ελένη ζούσε μόνη με συντροφιά την πίστη της στον Σωτήρα Χριστό και στήριγμα της την προσευχή. Πολύ συχνά οι πρωινές ώρες την έβρισκαν γονατιστή κι άγρυπνη να προσεύχεται με δάκρυα στα μάτια για το παιδί της, τον Κωνσταντίνο.
Ο Κωνσταντίνος στέφεται αυτοκράτορας
200px-Byzantinischer_Mosaizist_um_1000_002Το 306 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος διαδέχτηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο της Δύσεως τον πατέρα του Κωνστάντιο Χλωρό. Μια από τις πρώτες ενέργειες του νεαρού αυτοκράτορα, ήταν να καλέσει κοντά του την αγαπημένη του μητέρα, να την ανακηρύξει Αυγούστα, δηλαδή αυτοκράτειρα, και να την έχει κοντά του συνεργάτιδα, στο μεγαλόπνοο και πολύπλευρο έργο του. Η αγάπη, μα κι η αφοσίωσή του σ’ αυτή, υπήρξε απεριόριστη και παραδειγματική. Σ’ όλες τις δύσκολες, μα κι όμορφες στιγμές της ζωής του, την είχε δίπλα του και την συμβουλευόταν. Για να την τιμήσει, έκοψε νομίσματα με τ’ όνομα και τη μορφή της. Κι ακόμη την πόλη που γεννήθηκε η αγία του μητέρα, τη Δρεπάνη της Βιθυνίας, προς τιμή της τη μετονόμασε σε Ελενόπολη. Για να την ευχαριστήσει δε, φρόντισε σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας του να στηθούν ποικίλα ιδρύματα για την εξυπηρέτηση και ανακούφιση του λαού. Πολλοί λένε πως κι αυτό το θησαυροφυλάκιο της μεγάλης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τους αφάνταστους πόρους δεν δίστασε ο φιλόστοργος γιος να το αναθέσει ανεξέλεγκτα στα χέρια της άξιας μάνας του.
Η μεγάλη τιμή του στοργικού Κωνσταντίνου προς την άγια του Μητέρα εκδηλώθηκε λαμπρή και λίγα χρόνια μετά τον θάνατό της. Όταν το 330 κτίστηκε η Κωνσταντινούπολη, εκεί στη μεγάλη πλατεία που ονομαζόταν Φόρος, υψώθηκαν δύο στήλες στο όνομα της Ελένης και του Κωνσταντίνου και ανάμεσα τους τοποθετήθηκε ένας σταυρός, που έφερε αυτή την επιγραφή: «Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού πατρός, Αμήν».
Η ίδια, παρά το απότομο ανέβασμά της, δεν περηφανεύτηκε. Έμεινε σ’ όλη τη ζωή της η απλή, η ταπεινή και απέριττη χριστιανή.
Με τους μακροχρόνιους διωγμούς ενάντια στους χριστιανούς οι πιο πολλοί ναοί που υπήρχαν είχαν μισογκρεμισθεί κι απογυμνωθεί από τα απαραίτητα στοιχεία για τη θεία λατρεία. Οι χριστιανοί που έβγαιναν από «τα σπήλαια και τις οπές της γης», τις κατακόμβες, χρειαζόντουσαν κάποιους χώρους, για να λατρεύσουν τον Θεό.
Με τη δική της συνδρομή και φροντίδα και με τα άφθονα χρήματα που προσφέρει, αρκετοί ναοί αρχίζουν να κτίζονται σε πλείστα όσα μέρη. Παρά την ηλικία της δεν διστάζει να αναλάβει και κουραστικά ταξίδια σε μακρινά τμήματα της απέραντης αυτοκρατορίας, για να ελέγξει και παρακολουθήσει τα έργα, που γίνονται. Οι χριστιανοί στο πρόσωπο της υποδέχονται, όχι απλώς την «Αυγούστα», αλλά τη μητέρα, την προστάτιδα της χριστιανικής πίστεως. Σε λίγα χρόνια με την άγρυπνη φροντίδα της περίλαμπροι ναοί υψώθηκαν όχι μονάχα σε πόλεις, μα και σε απόμερα χωριά.
Ο ιστορικός Ευσέβιος γράφει σχετικά:«Ελένη Αυγούστα Θεώ τω Σωτήρι αυτής, Θεοφιλούς βασιλέως θεοφιλής μήτηρ, ευσεβούς τεκμήρια διαθέσεως ίδρυσε».
Eύρεση του Τιμίου Σταυρού
αγία ΕλένηΕκείνο όμως που ιδιαίτερα τίμησε την αγία, είναι η περί τα τέλη της ζωής της (326 μ.Χ.) μετάβασή της στους τόπους όπου έζησε ο Κύριος, κι η ανεύρεση εκεί του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, επάνω στον οποίο υψώθηκε ο Λυτρωτής μας.
Το μέρος που πετάχθηκε ο Τίμιος Σταυρός αναγνωρίσθηκε με τη βοήθεια ενός λουλουδιού του γνωστού μας βασιλικού .Εκεί έβαλε κι έσκαψαν η αγία. Κι οι κόποι της βραβεύθηκαν πολύ γρήγορα. Κάποια μέρα οι εργάτες ανέσυραν από τα χώματα το ιερό σύμβολο μαζί με τους σταυρούς των δύο ληστών. Τον γνήσιο Σταυρό τον διέκριναν από ένα θαύμα που έγινε με τη δύναμή Του. Μια νεκρή αναστήθηκε μόλις το ευλογημένο τούτο Ξύλο άγγιξε το κορμί της. Τότε η αγία πλημμυρισμένη από ανεκλάλητη χαρά κι αγαλλίαση κάλεσε τον επίσκοπο της Άγιας Πόλεως και ύψωσε τον Τίμιο Σταυρό, ενώ τα πλήθη των πιστών που συνέρρευσαν εκεί, με ευλάβεια μοναδική έψαλαν το «Κύριε ελέησον».
Θεία εύνοια και προς αυτήν και προς τον γιο της θεώρησε η αγία την αποκάλυψη αυτή. Γι’ αυτό κι έσπευσε να χρηματοδοτήσει το κτίσιμο εκεί του ναού της Αναστάσεως, ενός άλλου ναού επάνω από το Σπήλαιο της Γεννήσεως του Σωτήρος μας στη Βηθλεέμ και άλλων επάνω στο Όρος της Αναλήψεως και στο ορός Θαβώρ.
Με τεμάχια από τον πολύτιμο θησαυρό της, τον Τίμιο Σταυρό φτιαγμένα σε μικρότερους σταυρούς και τους αγιασμένους ήλους και το ακάνθινο στεφάνι, ξεκίνησε ένα πρωί η μακαρία Ελένη με το βασιλικό της καράβι για την επιστροφή στον γιο της.
Στην Κύπρο- Σταυροβούνι
blessing-cross-saints-konst_ceb1ceb3-cebacf89cf83cf84ceb1cebdcf84ceafcebdcebfcf85-ceb5cebbceadcebdceb7cf82-1Θαλασσοταραχή δυνατή παρά την προσπάθεια και τον αγώνα του πληρώματος οδήγησε το καράβι στα νότια παράλια της Κύπρου και το ανάγκασε ύστερα από πολλές δυσκολίες να προσορμισθεί σ’ ένα μικρό όρμο.
Στον ύπνο της τον ταραγμένο, ένα όνειρο παράδοξο την ξύπνησε τρομαγμένη. Ένας όμορφος νέος, ένας νέος με αγγελική μορφή, ήρθε και στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι της και της είπε:
– Σεβαστή βασίλισσα, είμαι σταλμένος από τον Πανάγαθο Θεό να σου ειπώ το θέλημά Του. Όπως εκεί στα Ιεροσόλυμα έκτισες ναούς για να δοξάζεται και να υμνείται, έτσι κι εδώ, σε τούτο το νησί το ευλογημένο, πρέπει να κάμεις το ίδιο. Να κτίσεις κι εδώ ιερό ναό, τον οποίο μάλιστα να προικίσεις με το τίμιο Ξύλο του Σταυρού, για να προσκυνείται και να δοξάζεται τους αιώνες ο σεβάσμιος Σταυρός του Κυρίου από τους κατοίκους αυτού του τόπου. Εδώ θα ζουν χριστιανοί μέχρι τη συντέλεια του κόσμου.
Ήταν τόσο ζωντανό το όνειρο, που η βασίλισσα τινάχτηκε πάνω από το κρεβάτι της τρομαγμένη.Με θαυμαστή γρηγοράδα για την ηλικία της κατέβηκε από το στρώμα της κι έτρεξε στο μπαούλο μέσα στο όποιο είχε φυλάξει το Τίμιο ξύλο. Το άνοιξε με ευλάβεια και προσοχή και κοιτάζει να βρει και να πάρει το Άγιο Ξύλο. Τίποτα όμως δεν βρίσκει. Στις φωνές της τρέχουν κι οι υπηρέτες της και ψάχνουν κι αυτοί. Άκαρπες οι προσπάθειες όλων.
Πέρασε αρκετή ώρα. Ξαφνικά λαχανιασμένος μπήκε στη σκηνή ένας υπηρέτης και κατασυγκινημένος απευθύνεται στην «Αυγούστα» και λέει: Κυρά Βασίλισσα, πέρα μακριά στην κορυφή ενός βουνού, φαίνεται μια παράξενη χρυσοκόκκινη φλόγα, που όσο πάει μεγαλώνει και λάμπει γύρω. Περίεργη η Βασίλισσα βγαίνει από τη σκηνή της και κοιτάζει προς τη μυτερή κορυφή του βουνού και βλέπει κι αυτή την παράξενη λάμψη. Είχε δίκαιο ο υπηρέτης. Σωστά μίλησε. Χωρίς να χάσει καιρό η βασίλισσα, καλεί τον υπηρέτη κοντά της και τον διατάζει με συντροφιά κάποιου άλλου, να πάν να εξετάσουν ποιο πράγμα ήταν εκείνο, που έδινε την ασυνήθιστη και παράξενη λάμψη.
Μετά από ώρες γύρισαν οι υπηρέτες έχοντας στα χέρια τον χαμένο θησαυρό της βασίλισσας, το Τίμιο Ξύλο.Το βρήκαν, της είπαν, μέσα σε μια φλόγα, που σαν πύρινη στήλη ανέβαινε πάνω από πενήντα μέτρα υψηλά, χωρίς ξύλα η άλλη πηγή φωτιάς.
Συγκινημένη η ευσεβέστατη άνασσα για όσα άκουε και όσα έγιναν κατάλαβε αμέσως ποιο ήταν το θέλημα του Θεού. Έπρεπε εκεί στο βουνό να κτισθεί ο ναός και να προικοδοτηθεί με το τίμιο Ξύλο, για να θυμούνται όλοι το θαύμα του Εσταυρωμένου.
Χωρίς να χάσει καιρό σηκώνεται και με αρκετούς από τη συνοδεία της ξεκινά για το Σταυροβούνι.
Ύστερα από πολλούς κόπους και κινδύνους, η αγία με τη συνοδεία της μπόρεσαν να φτάσουν μέχρι την κορυφή. Εκεί, σαν η βασίλισσα είδε τα είδωλα στημένα και ρώτησε κι έμαθε, πως εκεί ήταν ο ναός της ψευδοθεάς Αφροδίτης. Υπάρχει και η γνώμη ότι o ειδωλολατρικός ναός ήταν αφιερωμένος στη λατρεία του μεγάλου Θεού Δία. , λέγεται ότι είπε:
— Εδώ επάνω στο βωμό της θεάς του έρωτα, θα κτίσω το βωμό και τον ναό του αληθινού θεού, του Θεού της αγάπης.
Έτσι κτίστηκε το Σταυροβούνι. Και σήμερα ακόμη στη νότια πλευρά της μονής βρίσκεται κάποιο κτίσμα που θεωρείται σαν πιθανό απομεινάριο του αρχαίου ειδωλολατρικού ναού.
Κατά το κτίσιμο του μοναστηριού λέγεται, πως σ’ αυτό βοηθούσε κι η ίδια η βασίλισσα. Ο πόθος της αγίας να δει το γρηγορώτερο εκεί υψωμένο τον ναό του αληθινού Θεού και Σωτήρος των ανθρώπων και τον Τίμιο Σταυρό, να στολίζει περίλαμπρα τον ιερό εκείνο χώρο, την έκαμε να τρέχει επάνω κάτω και να βοηθά.
Σε λίγο καιρό το εκκλησάκι ήταν έτοιμο.Σ’ αυτό η ευσεβής βασίλισσα έβαλε εκεί ένα κομμάτι από τον Τίμιο Σταυρό .Και στα μέρη αυτά επίσης η βασίλισσα αφήκε τεμάχια από τον Τίμιο Σταυρό, ένα τεμάχιο από τον άγιο Κάνναβο – το σχοινί με το οποίον εδέθησαν τα άγια χέρια του Κυρίου και που βρίσκεται τώρα στο Όμοδος — και τμήμα από ένα αγιασμένο ήλο (καρφί).
Σαν τέλειωσε το έργο της η ευλαβέστατη αυτή γυναίκα, γονάτισε, δοξολόγησε τον Κύριο για τη βοήθειά Του και προχώρησε προς το καράβι για να φύγει.
Ο Τίμιος Σταυρός που ύψωσε εκεί στο μοναστήρι του Σταυρού και που έχει στη μέση ένα κομμάτι από τον πραγματικό Σταυρό του Κυρίου παρουσιάζει το έξης θαυμαστό: Είναι αιωρούμενος. Δεν στηρίζεται δηλαδή στη γη. Πολλοί πιστοί αναφέρουν, πως πολλές φορές νόμισαν ότι έβλεπαν τον Σταυρό να κρέμεται από τον Ουρανό. Γι’ αυτό και το όνομα Θεοκρέμαστος .Αυτό το θαύμα πολλοί ευλαβείς χωρικοί από τα περίχωρα το είδαν. Είδαν δηλαδή «τον Σταυρόν υψούμενον εν μέσω λαμπρού και ακτίστου φωτός άνωθεν της Μονής και του Όρους».
Σταυροβουνι
Επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη
Το 327, ο Μέγας Κωνσταντίνος, δέχθηκε την επιστροφή της αγίας του Μητέρας. Την ημέρα του ερχομού της, βγήκε σε προϋπάντησή της. Και σαν πλησίασε, έτρεξε κοντά της κι έπεσε κάτω και με ευλάβεια πολλή πήρε στα χέρια του και με χαρά προσκύνησε το Τίμιο Ξύλο και τη θήκη που περιείχε τους Ήλους (τα καρφιά), που είχαν εμπηχθεί στα άγια χέρια και πόδια του Κυρίου μας. Μετά κάλεσε κοντά του τον πατριάρχη Μακάριο και του τα παρέδωσε για να τα προσκυνούν οι πιστοί.
Το μεγαλύτερο μέρος του Τιμίου Σταυρού βρίσκεται σήμερα στο Άγιο Όρος, στη Μονή του Ξηροποτάμου. Από τους τέσσερις Ήλους, τους δύο τους τοποθέτησαν στο βασιλικό Στέμμα. Κι αυτό έφερε πάντα μαζί του ο Κωνσταντίνος και το φορούσε με την περικεφαλαία του.
Το έργο της η Ελένη δεν το περιόρισε μονάχα στο κτίσιμο εκκλησιών. Ιδιαίτερη φροντίδα επέδειξε η μεγάλη αυτή γυναίκα και για τα έργα της χριστιανικής φιλανθρωπίας και αγάπης.Και τούτο, γιατί τον κάθε χριστιανό τον έβλεπε σαν ένα έμψυχο ναό του Θεού. Και σ’ αυτό προσέφερε ό,τι ημπορούσε. Χρήματα, βοήθεια, προστασία.
Έτσι έζησε η αγία, μέχρι τη στιγμή που ο θάνατός της έκλεισε τα μάτια (329 μ.Χ.).
Απέθανε σε ηλικία 80-81 ετών και εκηδεύθη βασιλικά, όπως της άξιζε.Το λείψανό της το μετέφεραν αργότερα στην Κωνσταντινούπολη και το έθαψαν στο ναό των Αγίων Αποστόλων. Τον ναό αυτό άρχισε να κτίζει ο Μ. Κωνσταντίνος και τον αποτελείωσε ο γιος του Κωνστάντιος.
Το όνομα της αγίας μαζί με το όνομα του παιδιού της θα το αναφέρουν με σεβασμό οι γενεές των ανθρώπων.
Τη μνήμη και των δύο συνεορτάζει η Εκκλησία μας  την 21η Μαΐου και τους ονομάζει ισαποστόλους.
Ισαπόστολος ο γιος. Ισαπόστολος και η μητέρα. Και πολύ δίκαια.
1ον. Γιατί ό,τι έκαμε ο γιος για τον χριστιανισμό, αυτό οφείλεται στην υπέροχή του μητέρα, την αγία Ελένη. Αυτή τον προπαρασκεύασε με την αγάπη και τη διαπαιδαγώγηση που του έδωκε.
2ον. Αγία υπήρξε η ίδια. Αγιασμένη ζωή έζησε. Παρά τις τιμές που απολάμβανε σαν αυτοκρατόρισσα δεν παρασύρθηκε απ’ αυτές. Δεν περηφανεύτηκε από τις δόξες και τα μεγαλεία. Έμεινε πάντα η ταπεινή, η απλή, η καλόκαρδη, η πονετική, η πιστή. Πόθος της ένας. Πως να αρέσει στον Θεό και να κερδίσει τη βασιλεία Του. Τον Παράδεισο. Και το πέτυχε.
***Το παράδειγμά της, ας γίνει για τον καθένα μας ένας οδοδείχτης. Από ανθρώπους έχει ανάγκη κι η εποχή μας, για να ορθοποδήσει. Από ανθρώπους καλοσύνης κι αρετής. Τους ανθρώπους όμως αυτούς θα μας τους δώσουν και σήμερα μόνο οι αληθινές χριστιανές μητέρες. Οι μητέρες του πνευματικού βάθους και ύψους της αγίας Ελένης.
***Ας μιμηθούν οι γυναίκες την πίστη της. Την υπομονή της. Την πλατιά καρδιά της. Την κοινωνική δράση της. Την αρετή κι αγιοσύνη της. Το επιβάλλει η αποστολή τους. Το θέλει η αγία. Το απαιτεί ο Χριστός.
Απολυτίκιο Ήχος πλ. δ’
Του Σταυρού Σου τον τύπον εν ουρανώ θεασάμενος και ως ο Παύλος την κλήσιν ουκ εξ ανθρώπων δεξάμενος, ο εν βασιλεύσιν Απόστολος Σου, Κύριε, Βασιλεύουσαν πάλιν τη χειρί Σου παρέθετα ην περίσωζε δια παντός εν ειρήνη, πρεσβείαις της Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.
Εξήγηση : Ο Μέγας κι άγιος Κωνσταντίνος, Κύριε, που είναι βασιλιάς, μα και απόστολος δικός Σου, σαν είδε στον ουρανό το σημείο του Σταυρού Σου και κλήθηκε έτσι όχι από ανθρώπους να γίνει χριστιανός, αλλά, όπως κι ο απόστολος Παύλος από Σένα τον ίδιο, έσπευσε να παραδώσει στην προστασία Σου την πρωτεύουσα του κράτους του, την τρανή Κωνσταντινούπολη. Αυτήν (την πόλη) φύλαγε την πάντοτε ειρηνική, Φιλάνθρωπε Χριστέ, με τις παρακλήσεις της Παναγίας Σου Μητέρας, της Θεοτόκου.
Κοντάκιο Ήχος γ’
Κωνσταντίνος σήμερον, συν τη μητρί τη Ελένη, τον Σταυρόν εκφαίνουσι, το πανσεβάσμιον ξύλον, πάντων μεν των Ιουδαίων αισχύνην όντα, όπλον δε Πιστών ανάκτων κατ’ εναντίον δι’ ημάς γαρ ανεδείχθη σημείον μέγα και εν πολέμοις φρικτόν.
Εξήγηση: Σήμερα ο Κωνσταντίνος μαζί με τη μητέρα του την αγία Ελένη μας παρουσιάζουν για προσκύνηση τον Τίμιο Σταυρό, που είναι το πανσεβάσμιο Ξύλο της πίστεώς μας. Μας παρουσιάζουν τον τίμιο Σταυρό, γιατί τούτο το πανσεβάσμιο Ξύλο είναι από τότε σύμβολο εντροπής για τους Ιουδαίους και όλους τους άπιστους και βλάσφημους αρνητές. Αντίθετα δε για τους πιστούς κι ευλαβείς βασιλιάδες και στρατηγούς, μα και για όλους τους χριστιανούς, είναι όπλο παντοδύναμο, όπλο ειρήνης και τρόπαιο αήττητο ενάντια στους ασεβείς και αντίχριστους πολεμίους και εχθρούς.
Μεγαλυνάριο
Τους της ευσέβειας θείους πυρσούς, και των Αποστόλων, θιασώτας και μιμητός, συν τω Κωνσταντίνω, Ελένην την Αγίαν, ως βασιλέων δόξαν, ανευφημήσωμεν.
ceacceb3ceb9cebfceb9-cebacf89cebdcf83cf84ceb1cebdcf84ceafcebdcebfcf82-cebaceb1ceb9-ceb5cebbceadcebdceb7
Συντόμευση του άρθρου: http://www.pigizois.net/kiprioi_agioi/eleni_i_isapostolos.htm

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

ΔΙΚΑΙΑ ΑΒΙΓΑΙΑ (ΑΒΕΓΑΗΛ) ΣΥΖΥΓΟΣ ΔΑΫΙΔ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΑΝΑΚΤΟΣ.



site analysis


Η Αβιγαία ήταν η δεύτερη σύζυγος του Δαβίδ (Α' Βασιλειών 25,42. 27,3. 30,5. Β' Βασιλειών 2,2. Α' Παραλειπομένων 3,1). Πριν απ' αυτόν ήταν σύζυγος του Νάβαλ, ενός πλούσιου, σκληρού και κακού ανθρώπου (Α' Βασιλειών 25,3. 25,14. 27,3. 30,5. Β' Βασιλειών 2,2). Η Αβιγαία ήταν πολύ συνετή και ωραιότατη στην εμφάνιση (Α' Βασιλειών 25,3). Γιος του Δαβίδ και της Αβιγαίας ήταν ο δεύτερος γιος του, ο Δαλουΐα ή Δαμνιήλ (Δανιήλ, Χιλεάβ) (Β' Βασιλειών 3,3. Α' Παραλειπομένων 3,1). Καταγόταν από την Κάρμηλο (Α' Βασιλειών 25,2-3. 27,3. 30,5. Β' Βασιλειών 2,2. 3,3. Α' Παραλειπομένων 3,1).

Tον καιρό που ο Σαούλ καταδίωκε το Δαβίδ, εκείνος κατέφυγε στην έρημο Μαάν. Εκεί ζούσε κάποιος, που είχε τα κοπάδια του στο βουνό Κάρμηλο. Το όνομα του ήταν Νάβαλ και ήταν πάρα πολύ πλούσιος με τρεις χιλιάδες πρόβατα και χίλια γίδια. Η γυναίκα του η Αβιγαία ήταν πολύ συνετή και ωραιότατη στην εμφάνιση. Ο ίδιος ήταν σκληρός και κακός άνθρωπος, αναιδής και κτηνώδης (Α' Βασιλειών 25,1-3).

Ο Δαβίδ έμαθε ότι ο Νάβαλ είχε πάει στον Κάρμηλο να κουρέψει τα πρόβατά του. Έστειλε λοιπόν δέκα ανθρώπους να πάνε ειρηνικά στο Νάβαλ και να του ζητήσουν τρόφιμα. Εκείνος αρνήθηκε να προσφέρει βοήθεια στο Δαβίδ, μιλώντας με πολύ σκληρά και περιφρονητικά λόγια γι' αυτόν. Όταν οι απεσταλμένοι του Δαβίδ του ανήγγειλαν τα λόγια του Νάβαλ, ο Δαβίδ πήρε μαζί του 400 άνδρες και ξεκίνησε για να τιμωρήσει το Νάβαλ, ενώ τους υπόλοιπους 200 τους άφησε να προσέχουν τα πράγματα (Α' Βασιλειών 25,4-13).

Στο μεταξύ ένας από τους νεαρούς δούλους του Νάβαλ πήγε στην Αβιγαία, τη γυναίκα του αφεντικού, και της ανέφερε τα γεγονότα. Της τόνισε την καλοσύνη του Δαβίδ και την κακία του αφεντικού του.
Η Αβιγαία χωρίς να πει τίποτα στον άντρα της, πήρε 200 καρβέλια ψωμί, 2 ασκιά κρασί, πέντε πρόβατα σφαγμένα, πάνω από 100 κιλά κοπανισμένο κριθάρι, 5 περίπου κιλά ξερή σταφίδα και 200 αρμαθιές ξερά σύκα και τα φόρτωσε στα γαϊδούρια για να τα δώσει στο Δαβίδ (Α' Βασιλειών 25,14-19).
Ενώ η Αβιγαία πήγαινε καβάλα στο γαϊδούρι της, ο Δαβίδ και οι άνδρες του έρχονταν προς το μέρος της και συναντήθηκαν. Μόλις είδε το Δαβίδ, κατέβηκε βιαστικά από το γαϊδούρι, έσκυψε το κεφάλι της μπροστά του και τον προσκύνησε ως το έδαφος. Η Αβιγαία έπεσε στα πόδια του και ζήτησε συγχώρεση για τη συμπεριφορά του συζύγου της. Αναγνώρισε στο πρόσωπο του Δαβίδ το μελλοντικό βασιλιά του Ισραήλ και του ζήτησε επειδή έχει την εύνοια του Θεού να μη βαρύνει τη συνείδησή του χύνοντας αίμα αθώων ανθρώπων (Α' Βασιλειών 25,20-31).
Ο Δαβίδ δέχτηκε τα δώρα που του πρόσφερε η Αβιγαία και την καθησύχασε ότι δεν πρόκειται να πράξει κάποιο κακό πάνω στην οικογένειά της και στους δούλους της (Α' Βασιλειών 25,32-35). Όταν η Αβιγαία γύρισε στον Νάβαλ, εκείνος είχε φαγοπότι στο σπίτι του και ήταν τύφλα στο μεθύσι. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν ο Νάβαλ είχε πια ξεμεθύσει, η Αβιγαία του διηγήθηκε όλα όσα συνέβησαν. Τότε ο Νάβαλ έπαθε συμφόρηση από την καρδιά του και παρέλυσε. Μετά από δέκα περίπου μέρες πέθανε (Α' Βασιλειών 25,36-38).
Όταν έμαθε ο Δαβίδ ότι ο Νάβαλ πέθανε, δοξολόγησε τον Κύριο που εκδικήθηκε την προσβολή που του έκανε ο Νάβαλ και τον εμπόδισε να κάνει στο σπίτι του κάποιο κακό. Μετά έστειλε ανθρώπους στο όρος Κάρμηλο να προτείνουν στην Αβιγαία να γίνει γυναίκα του. Εκείνη πήγε στο Δαβίδ κι έπεσε με το πρόσωπο καταγής και αποδέχτηκε την πρόταση. Μετά η Αβιγαία ετοιμάστηκε, πήρε τις πέντε υπηρέτριές της, ανέβηκε στο γαϊδούρι της και ακολούθησε τους ανθρώπους του Δαβίδ και έγινε γυναίκα του (Α' Βασιλειών 25,39-42).

Όταν ο Δαβίδ με τους 600 άντρες του, για να γλιτώσουν από την καταδίωξη του Σαούλ, κατέφυγαν στους Φιλισταίους, πήραν μαζί τους και τις οικογένειές τους και εγκαταστάθηκαν στη Σικελάγ (Σεκελάκ). Έτσι ο Δαβίδ είχε μαζί του και τις δύο γυναίκες του, την Αβιγαία και την Αχινοάμ (Α' Βασιλειών 27,1-3).
Τον επόμενο χρόνο που ο Δαβίδ με τους άντρες του ακολούθησαν τους Φιλισταίους σε πόλεμο με τους Ισραηλίτες, οι Αμαληκίτες βρήκαν την ευκαιρία και επιτέθηκαν στη Σικελάγ. Πυρπόλησαν την πόλη, αιχμαλώτισαν άνδρες και γυναίκες, και τους πήραν μαζί τους. Όταν, μετά από τρεις ημέρες, ήρθε ο Δαβίδ και οι άνδρες του στην πόλη, τη βρήκαν πυρπολημένη και είδαν ότι οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους είχαν απαχθεί. Τότε άρχισαν όλοι τους να κλαίνε με γοερές κραυγές, ώσπου εξαντλήθηκαν από το κλάμα. Αιχμαλωτίστηκαν επίσης και οι δύο γυναίκες του Δαβίδ, η Αχινόομ και η Αβιγαία (Α' Βασιλειών 30,1-8).
Ο Δαβίδ με τους άντρες του καταδίωξαν τους Αμαληκίτες, και με τη βοήθεια ενός νεαρού Αιγυπτίου, τους πρόλαβε και τους πολέμησε με επιτυχία. Κανείς απ' αυτούς δε σώθηκε κι έτσι ο Δαβίδ ελευθέρωσε τις δύο γυναίκες του και όλες τις οικογένειες των στρατιωτών του. Ακόμη πήρε πίσω όλα όσα είχαν αρπάξει οι Αμαληκίτες, αλλά και όλα τα ζώα των Αμαληκιτών (Α' Βασιλειών 30,9-20).

Μετά το θάνατο του Σαούλ, ο Δαβίδ μαζί με τις δυο γυναίκες του, την Αχινόομ και την Αβιγαία, και τους άνδρες του με τις οικογένειες τους, εγκαταστάθηκαν, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, στη Χεβρών και στις γύρω πόλεις. Εκεί ο Δαβίδ χρίστηκε βασιλιάς της φυλής Ιούδα (Β' Βασιλειών 2,1-3. 3,2). Από την Αβιγαία ο Δαβίδ απέκτησε στη Χεβρών τον δεύτερο γιο του, τον Δαλουΐα (Χιλεάβ) (Β' 

Μάνα του Πόντου



site analysis



.
στην πρόγιαγιά μου  που ήρθε από την Πατρίδα, χήρα με τρία μικρά παιδιά, και σε όλες τις γυναίκες του Πόντου που πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς.
με αφορμή την ημέρα μνήμης της  γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου(19 Μαΐου)
μάνα του Πόντου
.
Με την καρδιά κομμάτια,
με στερεμένο το δάκρυ
πήρες το δρόμο του ξεριζωμού,
που άλλοι αποφάσισαν για εσάς…
.
Εσείς παλέψατε, αγωνιστήκατε αντρίκια για τα μέρη σας.
Βγήκατε αντάρτες στα βουνά,ολόκληρες οικογένειες, μάνες με μωρά στην αγκαλιά
και ατρόμητα ελληνόπουλα
πολεμήσατε τον δυνάστη
για να ανασάνετε αέρα λευτεριάς…
.
Ολοκαυτώματα και ηρωισμοί,
Ζάλογγα και θυσίες
για την Πατρίδα και τα ιδανικά της Φυλής…
 .
Όμως, άλλα τα σχέδια των μεγάλων….
.
Πόσα να κουβαλήσεις, πόσα βάρη να σηκώσεις;…
Δυο παιδιά στα χέρια και ένα στην πλάτη, τι άλλο να πάρεις μαζί σου;…
(τα παιδιά να γλυτώσουν, να ζήσει η ελπίδα…)
Η Πίστη η βαθεία αρκεί για όλα, αναπληρώνει τα πάντα…
.
Το χώμα του τόπου σου του λατρεμένου έμεινε εκεί , μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της ψυχής σου.
Μαζί με τον άντρα σου, που το μαχαίρι του τούρκου θέρισε,
μαζί με τους προγόνους σου…
.
Πόσα να αντέξει μια καρδιά;…
Κι όμως, σκούπισες τα μάτια με το μαύρο μαντήλι του πόνου 
έσφιξες την καρδιά σου, να μαζέψεις τα κομμάτια της
και έριξες και πάλι ρίζα στην μάνα Ελλάδα.
.
Τα παιδιά μεγάλωσαν, τράνεψαν
με τραγούδια του τόπου μας και με τη γλώσσα που μοιάζει με την αρχαία μας.
Μέσα τους μπολιασμένη η αγάπη η άσβεστη για τα μέρη τους,
η ίδια αγάπη και λαχτάρα που μετέδωσαν στα παιδιά τους και στα παιδιά των παιδιών τους…
από γενιά σε γενιά δεν σβήνει η ελπίδα του γυρισμού.
.
Από τη δική σου ρίζα ένα βλαστάρι και εγώ, πώς να αποκοπώ απ΄τον δικό σου κορμό; …
Την Πατρίδα μου έχασα, αλλά θα την ξαναβρώ.
Ζει στην ψυχή μου και στα όνειρά μου,
ριζώνει και στην καρδιά των δικών μου παιδιών.
Μέχρι να ΄ρθει η ώρα η ευλογημένη της επιστροφής…
.
Γιαγιά Δέσποινα, πώς να πω ότι δεν αντέχω, ότι δεν έχω κουράγιο να παλέψω;…
Το παράδειγμά σου βοά, κράζει ότι όλα μπορεί να τα αντέξει ο άνθρωπος, αρκεί να έχει μέσα του Χριστό και ψυχή…
Σε θυμάμαι πάντα και σε μνημονεύω, και ας σε γνώρισα μόνο μέσα από αφηγήσεις του πατέρα μου.
Ας εύχεσαι πάντα για εμάς, τις σύγχρονες Ελληνίδες, γιαγιά, μάνα του Πόντου…

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

«Σᾶς τό λέω νά τό ξέρετε. Δέν ὑπάρχει ταπείνωσις; Δέν ὑπάρχει Χριστός» - Γερόντισσα Μακρίνα



site analysis



Γερόντισσα Μακρίνα
19 Ἰουλίου 1990

Νά προσέχουμε τή μνησικακία, γιατί μᾶς χωρίζει ἀπό τήν Χαρή τοῦ Θεοῦ.«Ἀγαπήσης Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καί τόν πλησίον σου ὡς τόν ἑαυτόν σου».Ὅταν φεύγη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ψυχή μας καί μᾶς πλησιάζουν τά πάθη, τό μῖσος ἤ ἡ μνησικακία, ἀμέσως νά τά ξερριζώνουμε. Ἀμέσως νά πέφτουμε μπρούμυτα, εἴτε εἴμαστε στήν ἐκκλησία εἴτε στήν Τράπεζα καί νά λέμε: «Εὐλόγησον, συγχωρῆστε με, ἡμάρτησα, ἔχω ἐκεῖνο τό πάθος, βοηθῆστε με ψυχικῶς, νά μοῦ εὔχεσθε νά μοῦ φύγη αὐτό τό πάθος πού διατηρεῖται ἀκόμη στήν ψυχή μου». Καί νά δῆς πῶς ὁ Θεός θά ἐνεργήση μέσα στήν καρδιά μας. Ὅταν ὅμως δέν συναισθανώμαστε τό κάθε πάθος καί δέν τό ἀποφεύγουμε, ριζώνει μέσα στήν ψυχή μας τόσο πολύ, σέ βαθμό πού νά μᾶς χωρίζη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.Τί κρῖμα νά στερούμαστε τόν Χριστό γιατί δέν ἔχουμε ταπείνωσι, γιατί δέν μποροῦμε νά ταπεινωθοῦμε! «Γιατί μοῦ τὄκανε, καί πῶς μοῦ τὄπε, καί γιατί μοῦ τὄπε». Τό «γιατί» καί τό «πῶς» ποτέ δέν τελειώνουν. Σᾶς τό λέω νά τό ξέρετε. Δέν ὑπάρχει ταπείνωσις; Δέν ὑπάρχει Χριστός. Γι᾿ αὐτό λοιπόν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἐργάζεται ὅσο τό δυνατόν πνευματικῶς, νά ἀγωνίζεται γιά τή σωτηρία, του, νά βλέπη τά πάθη του, τά ἐλαττώματά του. Νά βλέπη ποῦ λυπεῖ τόν Θεό. Ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἕνα Θεό, δέν ἔχουμε νά κάνουμε οὔτε μέ τόν ἄλφα οὔτε μέ τόν βῆτα οὔτε μέ τή Γερόντισσα.Τό θέμα τῆς ὑπακοῆς εἶναι ἡ βάσις στόν μοναχό. Δέν ἔχει ὑπακοή ὁ μοναχός; Δέν ἔχει τίποτε μέσα στήν ψυχή του. Καί νά προσέχουμε, διότι δημιουργοῦμε τεῖχος ἐδῶ, τεῖχος ἐκεῖ, καί ὕστερα κλείνει τό μέρος ἐκεῖνο τῆς ψυχῆς καί μένουμε σέ ἕνα σκοτάδι καί δέν ὑπάρχει οὔτε μία χαραμάδα, γιά νά μπῆ ὁ ἥλιος μέσα μας, νἀρθῆ ὁ θεῖος φωτισμός.
Νά ἔχουμε τήν καλωσύνη, νά προπορευώμαστε στήν ἀγάπη, νά προπορευώμαστε στήν εὐσπλαγχνία, νά προπορευώμαστε σ᾿ ἐκεῖνο πού θέλει ὁ Θεός. Νά μή ὑπάρχη ἡ φιλαυτία. Νά μή θέλουμε νά προστατέψουμε τόν ἑαυτό μας καί στόν ἀδελφό νά μή δίνουμε σημασία. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλο εὐσπλαχνία, εἶναι ὅλο συγχωρητικότητα καί ὅλο συμπόνια. Ὅταν θά ἀγαποῦμε, θά συμπεριφερώμεθα καί ἀνάλογα, δέν θά θέλουμε νά ποῦμε γιά τόν ἄλλο κακό, θά πονᾶμε γι᾿ τόν ἄλλο καί δέν θά θέλουμε νά τόν προσβάλουμε, νά τοῦ ποῦμε «λόγια», θά αἰσθανώμαστε συμπάθεια, γιά τόν ἄλλο. Νά προσέχουμε νά μή προσβάλουμε, νά μή πικράνουμε τόν ἄλλο, νά ἔχουμε εὐγενική συμπεριφορά, νά ἀγαπᾶμε τόν πλησίον, νά μή κρίνουμε καί κατακρίνουμε κανένα. Ἡ κατάκρισις εἶναι τό μεγαλύτερο καί φοβερώτερο ἁμάρτημα.
Ἄν δέν ἀγωνιζώμαστε καλῶς, θά εἴμαστε σάν ἐκεῖνα τά ξεροβούνια καί τά χωράφια πού εἶναι χέρσα καί δέν φυτρώνει χορταράκι, τίποτε. Ἔτσι ἀκριβῶς θά εἶναι και ἡ ψυχή μας. Δέν θά φυτρώνει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, καί θά βρισκώμαστε συνέχεια σ᾿ αὐτή τήν κατάστασι, τήν τυφλή. Θά ὑπάρχη μία τύφλωσι, σάν μία ὁμίχλη θά εἶναι μέσα στήν ψυχή μας, μέ ἀποτέλεσμα νά μή τρέχη ὁ καταρράκτης (τῶν δακρύων), γιά νά καθαρισθῆ καί νά βλέπουμε κατά Θεόν τά πράγματα.
Ὅταν λείπη ἡ προσευχή, θά ἔρθη δυσφορία, θά ἔρθη ἀθυμία, ὀκνηρία, νά μή μποροῦμε νά σηκώσουμε τό χέρι μας, νά μή μποροῦμε νά σηκώσουμε τό πόδι μας, νά μή μποροῦμε νά σηκώσουμε τόν νοῦ μας, τίποτε δέν θά μποροῦμε νά κάνουμε. Ἐνῶ ἡ προσευχή ὅλα τά συμπληρώνει· διά τῆς προσευχῆς ὅλα τά καλά γίνονται. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχη προσευχή, λαβαίνει καί δυνάμεις σωματικές· καί ὅταν δέν ἔχη προσευχή, χαυνώνεται, καί τό σῶμα δέν μπορεῖ νά κουνηθῆ, δέν ἔχει διάθεσι, δέν ἔχει ὄρεξι. Ἀθυμεῖ καί βαριέται, δέν μπορεῖ νά κουνήση τά χέρια του, νά κουνήση τά πόδια του, τή μία δουλειά βαριέται νά τήν κάνη, τήν ἄλλη ἀθυμεῖ καί οὕτω καθ᾿ ἑξῆς. Ὅταν ἔχη προσευχή, ὅλα αὐτά φεύγουν,ἐνῶ ἀντιθέτως ὅταν δέν ἔχη τήν προσευχή, ὅλα τά αἰσθάνεται ὅπως ἐγώ· θέλει, δηλαδή, νά πλαγιάζη, νά κάθεται, ν᾿ ἀποφεύγη τόν κόπο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κοπιάζη, ἐκεῖ μέσα στόν κόπο θά βρῆ τόν Θεό! Κοπίασες; Θ᾿ ἀπολαύσης! Ἅμα δέν δουλεύσης, δέν σέ πληρώνει τό ἀφεντικό, ἰδίως ὅταν εἶναι ἐργολαβία. Εἶναι μερικοί ἐργαζόμενοι πού δέν τούς ἐνδιαφέρει, ὅσα πᾶνε καί ὅσα ἔρθουν, μερικοί ὅμως βιάζουν τόν ἑαυτό τους, ἔρχεται τό Σάββατο καί παίρνουν χρηματα μπόλικα στά χέρια τους. Οἱ ἄλλοι οἱ καημένοι πού θέλουν νά σαχλαμαρίζουν, νά γελοῦν, νά μιλοῦν, ἔρχεται τό Σάββατο καί λίγα πράγματα παίρνουν καί ὕστερα στενοχωροῦνται. Ἔτσι εἶναι καί ὁ Θεός. Ὅταν ἐμεῖς κάνουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐργαζώμαστε καί προσπαθοῦμε νά κοπιάσουμε πιό πολύ, νά ἱδρώσουμε, νά ἀγωνισθοῦμε, νά κάνουμε πιό πολλές μετανίτσες, πιό πολύ ἀγῶνα, νά εἴμαστε πιό πολύ ἔγκλειστοι, νά ἔχουμε πιό πολύ ἀγάπη στόν Θεό· ὅλα αὐτά τά κάνουμε ἐπί πλέον τῶν καθηκόντων μας, τά βάζουμε στήν «ἄκρη» κι ἅμα θἀρθῆ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, τά παίρνουμε καί φεύγουμε, παίρνουμε καί τό εἰσιτήριό μας καί δρόμο· χαρά καί ἀγαλλίασι! Ὅποιος κοπιάζει, ἐκεῖνος ἀπολαμβάνει, ὅποιος δέν κοπιάζει, δέν ἔχει τίποτε! Γι᾿ αὐτό λοιπόν νά κοπιάζουμε, νά ἀγωνιζώμαστε, νά μή φοβώμαστε οὔτε τόν πειρασμό οὔτε τήν ἐργασία.
Μιά φορά, θυμᾶμαι, ἀνέβαινα ἕνα ἀνήφορο καί εἶχα τριάντα κιλά στήν πλάτη μου. Ἤμασταν στίς Σταγιάτες τότε. Λοιπόν, εἶχα βάρος στόν ὦμο, εἶχα καί στά χέρια. Ἦταν καταμεσήμερο, ζέστη, καί νά ἀνεβαίνης τόν ἀνήφορο. Ἀλλά ἔλεγα μέ τό νοῦ μου ὅτι τώρα ὁ Χριστός ἀνεβαίνει μέ τόν Σταυρό. Πῶς ἀνέβηκε ὁ Χριστός τόν Γολγοθᾶ; Ἔτσι καί ᾿ γώ θά ἀνέβω. Καί ᾿ κείνη τήν ὥρα πού ἀνέβαινα μέ κόπο καί μόχθο καί δέν μποροῦσα καί εἶχε γίνει τό πρόσωπό μου σάν τό μαῦρο τό πανί, αἰσθάνθηκα δυό χέρια νά μοῦ σηκώνουν τό βάρο ἀπό τό πίσω μέρος. Πῶς μέ σπρώχνετε καμμιά φορά στόν ἀνήφορο γιά νά ἀνέβω; Ἔτσι ἀνέβηκα, τόσο εὔκολα, οὔτε νά ἱδρώσω οὔτε τίποτε, καί μετά αἰσθάνθηκα τόσο ἐλαφρωμένη! Μετά ἄφησα τό βάρος αὐτό καί πῆγα κι ἔκανα τετρακόσιες μετάνοιες. Πλημμύρισα ἀπό χαρά. Τί ἦταν αὐτό; Ἦταν μιά ξεκούρασι καί μιά πληρωμή ἀπό τόν Θεό· τό αἰσθάνθηκα στήν καρδιά μου. Δέν μπορῶ νά τό ξεχάσω, αὐτό μοῦ ἔμεινε μέσα στήν ψυχή μου. Γι᾿ αὐτό λοιπόν, τώρα πού ἔχετε δυνάμεις, κάντε ὅ,τι μπορεῖτε· ὅλα τά γράφει ὁ Θεός, ὅλα τά γράφει, καί τήν τριχίτσα, τίποτε δέν πηγαίνει χαμένο, τίποτε. Ὅπως τά εἶδε ἡ νονά τῆς ἀδελφῆς Εὐπραξίας· καί ἕνα κουβαράκι μικρούτσικο πού εἶχε δώσει γιά νά καρυκώσουν τίς φτέρνες ἀπό τίς κάλτσες ἑνός μικροῦ παιδιοῦ, καί ᾿ κεῖνο τό ἐλάχιστο βρέθηκε στόν οὐρανό. Καί εἶπε: «Μπά, κι αὐτό βρέθηκε;». «Ναί, βρέθηκε. Εἶδες πού δέν πάει τίποτε χαμένο;», τῆς εἶπε ὁ Ἀγγελός της. Καί τά σπιρτάκια πού εἶχε δώσει, ὅ,τι εἶχε δώσει τά εἶδε ὅλα, ἕνα σωρό. Πῆγε τίποτε χαμένο; Ὅλα τά εἶχε ἀποθηκευμένα ὁ Χριστός. Ἔτσι καί τά βήματα πού κάνει κανείς, ὅταν κοπιάζη, ὅλα, ὅλα καταγάφονται.
Τί ὡραῖα ὅταν ὑπάρχουν δυνάμεις! Νά σηκώνεται κανείς νά συγυρίζη, νά σκουπίζη καί νά βολεύη καί ὅλα νά τά φτιάχνη! Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ θά τοῦ δίνη πολλή δύναμι καί πολλή χαρά στήν ψυχή του, ὅταν θά ἐργάζεται τόν Χριστό. Κι ὅ,τι τρώη πάλι, γιά νά μή τό στερήση ὁ Θεός, νά τό σταυρώνη. Νά σταυρώνουμε καί ἐμεῖς τό φαγητό καί νά λέμε«δόξα σοι ὁ Θεός», διότι εἶναι εὐλογημένο· καί ἔτσι ὅλα θά εἶναι εὐλογημένα. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἐνισχύει καί δυναμώνει τόν ἄνθρωπο καί ἔρχεται πνευματική χαρά καί ἀγαλλίασι μέσα στήν ψυχή του. Ὅσο κοπιάζει κανείς, τόσο ὁ Θεός τόν ἀνταμείβει. Οἱ μετάνοιες πού θά κάνουμε, τά σταυρωτά πού θά κάνουμε, πού θά σταθοῦμε ὄρθιες στίς Ἀκολουθίες, ὅλα γράφονται. Τήν ὥρα πού μιλᾶμε, πού συζητᾶμε, τήν ὥρα πού ἀναφέρουμε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι συνέχεια μπροστά μας, «πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν». Ὅλα τά βλέπει, καί τά καλά τά σημειώνει καί τά κακά τά σημειώνει, ὅλα. Εἴδατε ἐκεῖνος ὁ μοναχός πού ἦταν πολύ ἄρρωστος; Ἦταν κάποτε ἕνας Δεσπότης καί ἕνας μοναχός καί πῆγαν νά ζήσουν στήν ἔρημο σάν ἀσκητάδες. Κάποια μέρα λέει ὁ Δεσπότης: «Θά πάω γιά ἐξυπηρέτησι στήν τάδε πόλι καί ἐσύ μεῖνε ἐδῶ πέρα, κάνε τήν προσευχή σου καί θά ἐπιστρέψω». Στό διάστημα αὐτό προσέβαλε μιά σοβαρή ἀρρώστια τόν ὑποτακτικό καί ὅπου στεκόταν εἶχε τό κομποσχοινάκι του καί ἄκουγε, «Γέροντα, πρόφθασον, ὁ ὑποτακτικός σου εἶναι πολύ ἄρρωστος, τελειώνει, εἶναι πολύ βαρειά ἄρρωστος». «Μπα, λέει, τί φωνή εἶναι αὐτή; Θά ἐπιστρέψω». Φθάνοντας βλέπει τόν ὑποτακτικό του καί τοῦ λέει:
«Πῶς μέ εἰδοποιοῦσες;»
«Νά, μεταχειρίστηκα τό κομποσχοινάκι μου σάν τηλέφωνο καί ἔλεγα, Γέροντα, πρόφθασον».
«Ἀκουγα τή φωνούλα σου. Τώρα ἐγώ θά φύγω».
Μετά τόν ἔκανε μοναχό, τόν χειροτόνησε καί κοιμήθηκε. Εἴδατε πῶς πληροφορεῖ ὁ Θεός; Ὁ Γέροντάς μας ὅ,τι κάνουμε τό βλέπει. Προχθές τόν εἶδα στόν ὕπνο μου πολύ ζωντανό. Εἶχα μία στενοχώρια. Ἔβλεπα ὅτι ἤμουν σ᾿ ἕνα βράχο καί καθόμουν καί τραβοῦσα κομποσχοινάκι. Ἐκείνη τήν ὥρα εἶδα τόν Γέροντα νά ἔρεται καί μοῦ λέει:
«Τί κάνεις, Γερόντισσα, ἐδῶ;».
«Νά, τραβῶ κομποσχοινάκι, καί σκέπτομαι τί “μέλλει γενέσθαι”, πῶς θά σωθοῦμε, τί θά γίνουμε; Ἀσθενική εἶμαι, δέν μπορῶ νά μιλήσω, δέν μπορῶ νά κάνω ὅπως παλαιότερα τά καθήκοντά μου, πού τά γευόμουν. Τώρα δέν ἔχω σωματικές δυνάμεις, αἰσθάνομαι κουρασμένη, θέλω μία ἐνίσχυσι, νά μέ βοηθήση ἕνας ἄνθρωπος».
«Δός μου τά χέρια σου», μοῦ εἶπε. Μοῦ ἔδωσε τά χέρια του, τοῦ ἔδωσα καί ᾿ γώ τά δικά μου καί μέ σήκωνε, μέ σήκωνε… Μόλις ξύπνησα αἰσθάνθηκα μία ξεκούρασι. Ὁ νοῦς του σκέφτηκα θά εἶναι ἐδῶ πέρα καί μᾶς εὔχεται. Σήκωσε καί ἀπό ἐμένα ὅλο τό φορτίο πού αἰσθανόμουν. Γιατί πότε κοιμᾶμαι, πότε ξυπνάω, δέν ἔχω ὕπνο νά ξεκουρασθῆ τό σῶμα μου καί αἰσθάνομαι πολύ κουρασμένη. Ὅταν κάνουμε προσευχή, φωτίζει ὁ Θεός τούς Προεστῶτες σέ ποιά πνευματική κατάστασι βρίσκόμαστε καί ἔτσι, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δέν μᾶς ἀφήνει, μᾶς ἐνισχύει.
Ἐμεῖς θά κάνουμε αὐτό πού θέλει ὁ Θεός, γιά νά μή μᾶς βρῆ ἀπροετοίμαστους, ὅταν θά ἔρθη ἡ ὥρα ἡ εὐλογημένη. Ὅπως λένε τώρα, ἅμα χειριστοῦν αὐτά τά ἀέρια, τίποτε δέν θά μείνη ὄρθιο. Τόσο πολύ! Ἐδῶ ἀπό τό Τσερνομπίλ ἔφθασε, δέν θά φθάση καί ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ; Ἄντε, δέν θά ἀφήση ὁ Θεός, τόσοι πιστοί προσεύχονται. Νεφέλη θά στείλη ὁ Θεός καί θά προστατεύση. Ἐκείνους πού θέλει νά πάρη, θά τούς πάρη, τούς ἄλλους θά τούς ἀφήση. Θά προστατεύση ὁ Θεός, δέν θά ἀφήση, γιατί χιλιάδες ἄνθρωποι προσεύχονται. Μιά φορά, θυμᾶμαι, ἦταν ἕνας πού προσευχόταν γιά τούς πολιτικούς. Πήγαινε κάθε μέρα στήν ἐκκλησία καί ἄναβε ἀπό ἕνα κερί γιά ὅσους ἦταν ὑπουργοί, βουλευταί καί γονάτιζε στήν Παναγία μπροστά καί προσευχόταν νά διορθωθοῦν τά πράγματα, νά γίνουν καλύτερα. Μετά δακρύων προσευχόταν, μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι· κάθε μέρα ἄναβε κεριά. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἔτσι τόν φώτισε αὐτόν. Ἄλλους πάλι ἀλλιῶς. Ὁ π. Μάρκελλος (*)  πάει στήν ἔρημο καί βρίσκει Πατέρες πού προσεύχονται γιά τόν κόσμο· καί λέει ὅτι ὑπάρχουν καί ἀόρατοι ἀσκηταί πού κάνουν προσευχή. Ἔτσι εἶναι…
 Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

ΕΚΔΟΣΕΙΣ:«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
Ἀπό τό βιβλίο:«Λόγια καρδιᾶς»
Ἱ.Μ.Παναγίας Ὁδηγήτριας Πορταριᾶς Βόλου.
(*)Μοναχός τῆς Ἱ. Μ. Καρακάλλου Ἁγίου Ὄρους, κοιμηθείς τό 2006.

Πέμπτη 12 Μαΐου 2016

ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΜΑΡΙΑ . ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΜΑΘΗΤΗ



site analysis

. Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ. ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΤΟΥ ΛΟΒΤΣΑΝΣΚ. ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ.






Αθήνα

Την άλλη μέρα, το πρωί, έφτασα στην Αθήνα. Εκεί πήγα στην Ρωσική Εκκλησία. Την προσοχή μου τράβηξε ή τοιχογραφία του Αγίου Ιωάννη του θεολόγου, στον όποιο προσευχήθηκα πολύ. Καθώς έβγαινα από τον ναό γνώρισα την σύζυγο του νεωκόρου. Εκείνη ήταν Ρωσίδα, ενώ ο ίδιος ήταν Έλληνας. Αφού έμαθε ότι είχα έρθει στην Αθήνα την προηγούμενη ημέρα.
μου είπε: «Έχω ένα εξοχικό σπίτι στο όποιο δεν κατοικεί κανείς αυτήν την εποχή. Εάν θέλετε μπορείτε να μείνετε εκεί». Την ευχαρίστησα, πήρα τα κλειδιά και αναχώρησα δοξολογώντας τον Θεό.


Το σπίτι είχε ένα μικρά κήπο με πηγάδι και απείχε πέντε χιλιόμετρα από την Ρωσική Εκκλησία. Εγκαταστά­θηκα εκεί, και το γεγονός αυτά χαροποίησε την νοικοκυρά, διότι με την παρουσία μου φυλασσόταν το σπίτι. Πρώτη μου μέριμνα ήταν να απευθυνθώ στο Ρωσικά Προξενείο, ώστε να μου εκδώσουν την ειδική άδεια, για να μπορέσω να ταξιδέψω στήν Ρώμη. Το διαβατήριό μου είχε ελλιπείς πληροφορίες, και αυτό θα δημιουργούσε πρόβλημα στήν έκδοση, καθώς απουσίαζε ή γαλλική άδεια. Λίγες ημέρες αργότερα, όμως, με κάλεσαν στο Προξενείο λέγοντάς μου: «Τί συμφορά! Ό γραμματέας μας αποδείχτηκε απατεώ­νας. Έκλεψε όλα μας τα αρχεία στα όποια περιλαμβανόταν και το διαβατήριό σας, και δραπέτευσε στήν Αμερική.


Αλλά μην ανησυχείτε, πείτε μας τα στοιχεία σας και θα σάς εκδώσουμε καινούριο».Στήν Αθήνα έζησα πέντε μήνες, μέχρι να παραλάβω την άδεια για την Ρώμη. Κάθε πρωί προσευχόμουν μέχρι την ανατολή του ήλιου, την όποια αγαπούσα ιδιαίτερα, διότι κάνοντας βόλτες βυθιζόμουν στις σκέψεις μου. Κατόπιν πήγαινα στήν Εκκλησία και γυρνώντας από εκεί προσπαθούσα να εμβαθύνω στα βιώματα πού είχα αντλήσει μέσα σ’ αυτήν.

Στο σπίτι, τρώγοντας λίγα φρούτα και ψωμί, με­λετούσα και εργαζόμουν στον κήπο. Όταν πια τελείωνα, πήγαινα στήν πόλη και τα περίχωρα για να επισκεφτώ τα αξιοθέατα. Μου άρεσε πολύ ή τέχνη την σπούδασα για πολλά χρόνια και κάποτε θέλησα να ασχοληθώ εντατικά μαζί της. Ή παραμονή μου στήν Άθήνα μου έδωσε την ευκαιρία να την απολύσω ξανά. Ωστόσο, τώρα πια ολη την αγάπη πού είχα στήν καρδιά μου την είχε κερδίσει ή Εκκλησία. Ατένιζα τα αριστουργήματα και μπορούσα να τα εκτιμήσω, μα είχαν γίνει ξένα για εμένα. Στήν Ρωσική Εκκλησία ήταν ένας Αρχιερέας, ονόματι Σέργιος.

 Δεν μου ενέπνεε εμπιστοσύνη, και πράγματι αργότερα επιβεβαιώθηκα, διότι εγκατέλειψε την Εκκλησία και ασπάστηκε τον καθολικισμό. Μία φορά στήν εξομολό­γηση, οι ερωτήσεις του μου προκάλεσαν δυσφορία, και μη θέλοντας να απαντήσω τον απέφυγα διπλωματικά. Όμως, με βασάνιζε ή συνείδησή μου ότι είπα ψέματα στήν εξομο­λόγηση, γι’ αυτά αποφάσισα με την πρώτη ευκαιρία να ελευθερωθώ από την αμαρτία αυτή, στήν επόμενη εξομο­λόγησή μου.


ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΜΑΡΙΑ . ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΜΑΘΗΤΗ.ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΤΟΥ ΛΟΒΤΣΑΝΣΚ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ  ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ ΑΡΟΑΝΙΑΣ
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Η αγία μάρτυς Γλυκερία -και οι πονηρές ενέργειες των μάγων



site analysis


Η αγία μάρτυς Γλυκερία και ο άγιος Λαοδίκιος, ο δεσμοφύλακας

Κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του Αντωνίνου του Ευσεβούς (138) ζούσε στην Τραϊανούπολη μία νέα χριστιανή, θυγατέρα ενός υψη­λόβαθμου Ρωμαίου αξιωματικού, αφιερωμένη στην στερέωση των ντό­πιων χριστιανών στην πίστη. Ανήμερα μιας ειδωλολατρικής εορτής, σφρά­γισε το μέτωπό της με το σημείο του Σταυρού και προχώρησε προς τον διοικητή Σαβίνο που παρευρισκόταν στον ναό, ομολογώντας αβίαστα ότι ήταν δούλη του Χριστού. Ο Σαβίνος την διέταξε να θυσιάσει στους θε­ούς, εκείνη κατευθύνθηκε προς τα είδωλα και με την επίκληση του ονό­ματος του Σωτήρος κατακρήμνισε το άγαλμα του Διός και εν συνεχεία το συνέτριψε.
Οι ειδωλολάτρες όρμησαν κατεπάνω της με λύσσα και επι­χείρησαν να την λιθοβολήσουν, αλλά οιπέτρες δεν μπορούσαν να την πλήξουν. Την κρέμασαν τότε από τα μαλλιά και της ξέσχισαν την σάρκα με σιδερένια νύχια, κατόπιν δε την έρριξαν στην φυλακή και την άφη­σαν δίχως τροφή και νερό επί πολλές ημέρες. Άγγελος Κυρίου όμως της έφερνε τροφή και ενδυνάμωνε μέσα της την ελπίδα των μελλόντων αγαθών. Έτσι, όταν ο διοικητής την κάλεσε πάλι να παρουσιασθεί, με κατάπληξη την είδε να εμφανίζεται μπροστά του χαίροντας άκρας υγείας και λάμποντας από την παρρησία της προς τον Θεό.
Ο Σαβίνος έπρεπε να μεταβεί στην Ηράκλεια της Θράκης και πήρε μαζί του την Γλυκερία. Έγινε δεκτή με σεβασμό από τον επίσκοπο Δομίτιο και τους χριστιανούς που είχαν πληροφορηθεί τον ανδρείο αγώνα της. Παρουσιάσθηκε ξανά στο δικαστήριο, καταδικάσθηκε να καεί ζων­τανή, όμως ουράνια δρόσος έπεσε και έσβησε την κάμινο στην οποία την είχαν ρίξει. Ο δικαστής τότε έδωσε εντολή να γδάρουν το δέρμα της κε­φαλής της και την οδήγησαν πίσω στην φυλακή εν αναμονή νέων βασανισμών. Και αυτή την φορά, άγγελος ήλθε να την συνδράμει. Μπρο­στά σε παρόμοια θεϊκά σημεία, ο δεσμοφύλακας Λαοδίκιος μεταστράφηκε και σύντομα καταδικάσθηκε σε αποκεφαλισμό.
Τέλος, η αγία παρεδόθη στα θηρία. Ένα λεοντάρι χύμηξε με μανία κα­τεπάνω της, αλλά αίφνης έκοψε την ορμή του και ήλθε να γλείψει τρυ­φερά τα πόδια της. Ένα άλλο λεοντάρι όρμηξε και με μια ελαφριά δαγκωματιά, δίχως να της προκαλέσει το παραμικρό τραύμα, επέτρεψε στην Γλυκερία να συναντήσει μέσα σε αγαλλίαση τον επουράνιο Νυμφίο της.
Ο δικαστής βρήκε λίγο αργότερα άθλιο θάνατο, ενώ ο επίσκοπος πήγε να ενταφιάσει το σκήνωμα της ανδρείας αθλήτριας του Χριστού, όχι μα­κριά από την πόλη. Στον τόπο εκείνο ανηγέρθη αργότερα μέγας και πε­ρίλαμπρος ναός, όπου ετιμάτο η αγία Γλυκερία από όλους τους κατοί­κους της Ηράκλειας, της οποίας έγινε πολιούχος. Το λείψανό της κατόπιν μεταφέρθηκε στην Λήμνο. Από την κάρα της, που παρέμεινε στην Ηρά­κλεια, εξακολούθησε να αναβλύζει τίμιο μύρο, το οποίο ως πηγή ζώσα θεράπευε πλήθος προσκυνητών.
(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Μάιος, εκδ. Ίνδικτος, σ. 153-154)
από την Πεμπτουσία εικόνa από saint.gr
Κάντε κλικ για να δείτε την εικόνα σε πλήρες μέγεθοςη εικόνα χρησιμοποιείται με άδεια από www.eikonografos.com.

Για το μύρο που ανέβλυζε από τον τάφο της αγίας και τους μάγους 

 Περί του λειψάνου της Aγίας Γλυκερίας ταύτης γράφει ο Δοσίθεος, σελ. 519 της Δωδεκαβίβλου, ότι εις την Hράκλειαν ευρίσκετο μία χαλκίνη λεκάνη, η οποία εδέχετο τα θεόρρυτα μύρα, άπερ ανέβρυον από του τάφου της Aγίας ταύτης Γλυκερίας, διά μέσου των οποίων εγίνοντο πολλά θαύματα, ως ιστορεί ο Θεοφύλακτος. Eχρησίμευε δε, η χαλκίνη λεκάνη εκείνη διά να γίνεται εν αυτή ο αγιασμός επάνω εις τον τάφον της Mάρτυρος. O δε τότε Hρακλείας, ευρών εις Kωνσταντινούπολιν μίαν λεκάνην χρυσήν και θαυμαστήν, ηγόρασεν αυτήν, και εδιώρισε να γίνεται εν αυτή ο αγιασμός επάνω εις τον τάφον της Mάρτυρος αντί της χαλκίνης. Όθεν πλέον δεν εγίνοντο θαύματα.
Διά δε τα δάκρυα και τας προσευχάς του Hρακλείας, απεκαλύφθη αυτώ, ότι η χρυσή εκείνη λεκάνη ήτον ακάθαρτος. Διά τούτο έφερεν αυτήν εις τον τότε Πατριάρχην Άγιον Iωάννην τον Nηστευτήν. Kαι εξετάσας εκείνος εύρεν, ότι ένας άρχων σοφός και μάγος Παυλίνος ονόματι, έχυσεν αίματα μέσα εις την λεκάνην εκείνην τρόπω θυσίας, και εγοήτευε με την επίκλησιν των δαιμόνων ως ειδωλολάτρης. Όθεν αναφέρεται τω βασιλεί Mαυρικίω το δράμα. Kαι ο μεν Nηστευτής, διϊσχυρίζετο από Γραφικά ρητά, ότι να δοθή αυτώ παιδεία νομική και κατά κανόνα. O δε Mαυρίκιος, επαλούκωσεν αυτόν. Tους δε υιούς του απεκεφάλισεν, ως συγκοινωνούς όντας της μαγείας του πατρός των. (Όρα ω αναγνώστα, πόσην πικράν τιμωρίαν λαμβάνουν οι μάγοι και γόητες.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005).