Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Η ΑΓΙΑ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΜΑΡΙΑ Η ΜΕΘΥΜΟΠΟΥΛΑ.



site analysis
ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ: 1η ΜΑΪΟΥ.
η εικόνα δεν εμφανίζεται

Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κάτω Φουρνὴ τοῦ Μεραμβέλλου Ἡρακλείου. Ἔζησε στὰ δύσκολα καὶ πικρὰ χρόνια τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς. Ὅμως ἡ βαρυχειμωνιὰ τῆς δουλείας δὲν τὴνἔπνιγε,γιατὶ ἄφηνε τὴν ψυχή της νὰ γλυκαίνεται ἀπὸ τὰ οὐράνια λόγια τοῦ Χριστοῦ ποὺ στάλαζαν μέσα της οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς της.Πόσο σημαντικὰ ἦταν ἐκεῖνα τὰ πρῶτα χρόνια.9

Στὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες ἦταν ἐπιμελὴς καὶ πρόθυμη, στὸ νοικοκυριὸ ἀκριβὴς καὶ πρώτη, στὰ πνευματικὰ ἄριστη…Μελετοῦσε τὴν Ἁγία Γραφή, τοὺς Βίους τῶν ἁγίων, εκκλησιαζόταν τακτικά, προσευχόταν μὲ πίστη, ὑπάκουε στοὺς γονεῖς της. Ὅλοι τὴν ἀγαποῦσαν. Ἀλλὰ καὶ ἕνας τήν… φθονοῦσε. Ὁ ἐχθρὸς διάβολος, ποὺ προσπάθησε νὰ τὴν αἰχμαλωτίσει στὰ δίχτυα του. Μάταια ὅμως.

Στὴν περιοχὴ ποὺ ζοῦσε ἡ Μαρία, ἐπόπτευε τὴν τάξη ἕνας χωροφύλακας Τουρκαλβανός, ποὺ τὴν ἔβλεπε καὶ τὴν ἀγάπησε μὲ πονηρὸ πάθος. Καὶ ἄρχισε τὶς ἐνοχλήσεις. Πρῶτα μὲ περιποιητικὰ λόγια καὶ κολακεῖες καὶ ἔπειτα μὲ χαμόγελα καὶ ὑποσχέσεις. Ἡ πιστή μαθήτρια του Χριστού, η Μαρία, ἀντιστάθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μὲ γενναία περιφρόνηση. «Δὲν εἶναι δυνατόν», ἔλεγε μέσα της, «νὰ παραδώσω τὸ σῶμα μου καὶ τὴν ψυχή μου σὲ χέρια ἄπιστου ἀνθρώπου». Καὶ προσευχόταν μὲ πίστη νὰ τὴν ἀσφαλίσει ὁ Κύριος.

Ὁ πονηρὸς Τουρκαλβανὸς διαπιστώνοντας ὅτι οἱ προσπάθειές του ναυαγοῦσαν ὀργίσθηκε. Ἡ συμπάθειά του πρὸς τὴν πανέμορφη κόρη μετατράπηκε σε μίσος. Καὶ ἀπό τὸ μίσος του οδηγήθηκε στὴν ἀπόφαση νὰ την ἐξοντώσει. Ἔτσι δυστυχῶς λειτουργοῦν οἱ ἄνομοι ἄνθρωποι.

Ἡ Μαρία ἀσχολοῦνταν με τη σηροτροφία. Ἔτρεφε μεταξοσκώληκες καὶ ἔγνεθε τὸ μετάξι τους . Τὴν ἄνοιξη καὶ καλοκαίρι κάθε μέρα συνέλεγε ἀπὸ τὶς μουριὲς τὰ δροσερότερα φύλλα καὶ τὰ ἅπλωνε στὶς ξύλινες κασέλες. Εκεῖνα τὰ μικρὰ ὁλόχιονα σκουλήκια ἀκατάπαυστα ἔτρωγαν καὶ μεγάλωναν, γιὰ νὰ δώσουν τὸ μεταξένιο κουκούλι τους .

Ἦταν κάποια ὥρα ποὺ ἀνέμελα εἶχε σκαρφαλώσει σὲ μουριὰ και ἔκοβε καὶ συνέλεγε ένα-ένα τὰ μουρόφυλλα. Ξαφνικὰ ἀκούστηκε θόρυβος. Ἦταν τὰ βήματα ἀνθρώπου ποὺ βιαστικὰ καὶ νευρικὰ προχωροῦσε καὶ παραμέριζε τὶς ψηλὲς ἀγριοπρασινάδες.

Καὶ νά, μπροστά της ὁ Τουρκαλβανός, ὁ χωροφύλακας, μὲ ὑπηρεσιακό του ὅπλο καὶ τὸ δάχτυλο στὴ σκανδάλη. Εἶχε ἔρθει γιὰ νὰ σκοτώσει τὸ πιὸ ἁγνὸ λουλούδι. Σημάδεψε καλὰ τὸ θύμα του καὶ πυροβόλησε. Ἡ σφαί ρα βρῆκε τὴν ἁγνὴ κόρη στὴν καρδιά.

Αἱμόφυρτη,νεκρὴ ἔπεσε ἀπὸ τὸ δένδρο ἡ Μαρία. Το ἔγκλημα εἶχε ὁλοκληρωθεῖ.

Ο Ἀγαρηνὸς ἔφευγε πίσω ἱκανοποιημένος καὶ οἱ ἄγγελοι κατέφθαναν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ να παραλάβουν τὴν πανέμορφη ψυχὴ τῆς νεομάρτυρος Μαρίας, γιὰ νὰ τὴν παραδώσουν μὲ χαρὰ στὰ χέρια τοῦ Νυμφίου της.

Στὴ γῆ τῆς ἁγιοτόκου καὶ λεβεντογέννας Κρήτης πόση εὐλογία ἔφερε τὸ μαρτυρικὸ σῶμα τῆς ἄφθορης καὶ ἁγνῆς καὶ πιστῆς κόρης, τῆς Μαρίας τῆς Μεθυμοπούλας. Ἦταν τὸ ἔτος1826.

Δύο αἰῶνες πέρασαν ἀπὸ τότε καὶ ὅμως ἡ μνήμη τῆς ἁγίας Μαρίας δὲν ἔσβησε. Εἶναι δυνατὴ καὶ ἐμπνέει δυνατὰ τοὺς πιστοὺς νέους ὄχι μόνο τῆς Κρήτης ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς Ἑλλάδος σὲ ζωὴ δοσμένη στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀλήθεια Του.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸν καθικέτευε, ὑπὲρ ἡμῶν ἐκτενῶς, Φουρνῆς ἐγκαλλώπισμα, καὶ Νεοάθλων τερπνόν, Μαρία λευκάνθεμον· ἔρωτα γὰρ ἀπίστου, ἀρνηθεῖσα ἐδέχθης, βλῆμα θανατηφόρον, ἐξ αὐτοῦ ὡς στρουθίον, καὶ πτέρυγας πρὸς τὸν Κτίστην, ψυχῆς σου ἐπέτασας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Εὐσεβούντων οἱ δῆμοι, ἐγκωμιάσωμεν, Μεθυμοπούλαν Μαρίαν, τὴν ἐκ Φουρνῆς ἐκτενῶς, ὡς ἀμνάδα τοῦ Παντάνακτος πανάσπιλον, κράζοντες· πρέσβευε Χριστῷ, Νεομάρτυς θαυμαστή, ὡς ὄρνις ἐπὶ μωρέας, ὑπὸ στυγνῆς ἡ τρωθεῖσα, χειρὸς σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς Τριάδος τὴν πίστιν, καλῶς ἐτήρησας, καὶ δι’ αἱμάτων σου ταύτην, καλλιγραφοῦσα πιστῶς, τάς ἐνέδρας τοῦ ἐχθροῦ, πάσας διέφυγες· ὅθεν ἠγώνισαι στεῤῥῶς, ὡς παρθένος εὐκλεής, ὦ νεομάρτυς Μαρία • διό σε πάντες τιμῶμεν, τὰς σὰς πρεσβείας ἐξαιτούμενοι.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Στεῤῥῶν ἀμνάδων τοῦ Χριστοῦ τὴν καλλιπάρθενον, τὴν ἐκ Κρήτης ὥσπερ ἄνθος εὐωδέστατον, ἑξανθήσασαν Μαρίαν τὴν ἀθληφόρον, μελῳδίαις καταστέψωμεν καὶ ᾂσμασιν, ὡς παρθένων νεανίδων κῆπον ἥδιστον, ἀνακράζοντες· χαίροις Μάρτυς νεόαθλε.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὴν ὀφρὺν ἐπάτησας, τοῦ ἀρχεκάκου, νεομάρτυς δράκοντος, ῥωσθεῖσα χάριτι Θεοῦ, καὶ ἠνδραγάθησας ἄριστα, Μαρία νέον, τῆς πίστεως σέμνωμα.

Ὁ Οἶκος
Ἄνθος τερπνὸν ἁγνείας, ἀνεδείχθης Μαρία, καὶ πίστεως νεόδρεπτον κρίνον, ἐν Φουρνῇ τὸ βλαστῆσαν καλῶς, καὶ ὀδμαῖς ἡδῦναν εὐσεβεῖς ἅπαντας, ἀνδρείας καὶ συνέσεως, βοῶντάς σοι σεμνῶς τοιαῦτα·

Χαῖρε δοχεῖον τῆς παρθενίας·
χαῖρε πυξίον στεῤῥοψυχίας.
Χαῖρε γυναικῶν ἀλκιφρόνων ὑπόδειγμα·
χαῖρε εὐκλεῶν νεανίδων θησαύρσιμα.
Χαῖρε καύχημα τῆς πίστεως καὶ σεμνότητος κανῶν·
χαῖρε ἔρεισμα ἁγνότητος καὶ σοφίας λαμπηδών.
Χαῖρε ὅτι κατεπάτησας τοῦ ἀλάστορος ὀφρύν·
χαῖρε ὅτι πᾶσιν ἔδειξας εὐψυχίαν ἀνδρικήν.
Χαῖρε χαρὰ Φουρνῇς καὶ ὠράϊσμα·
χαῖρε φθορὰ ἀπίστων καὶ σύντριμμα.
Χαῖρε ἀμνὰς ἐκλεκτὴ τοῦ Κυρίου·
χαῖρε ψεκὰς μυστικοῦ θείου μύρου.
Χαίροις Μάρτυς νεοᾶθλε.

Μεγαλυνάριον
Φεύγουσα τὸν ἔρωτα μιαροῦ, ἀλλοπίστου θῦμα, τῷ Νυμφίῳ σου καὶ Θεῷ ἄμωμον προσήχθης Μαρία Νεομάρτυς, αὐτῷ τὴν σὴν ἁγνείαν, προῖκα προσφέρουσα.



Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΥΠΟΜΟΝΗ



site analysis

 (13 ΜΑΡΤΙΟΥ)





«Η Αγία Υπομονή ήταν η βασίλισσα του Βυζαντίου Αυγούστα Ελένη – Δραγάση Παλαιολόγου. Ήταν κόρη του αυτοκράτορα των Σλάβων Κωνσταντίνου Δραγάση. Έγινε αυτοκράτειρα του Βυζαντίου ως σύζυγος του Εμμανουήλ Β’ του Παλαιολόγου. Είχε 6 παιδιά και ως αυτοκράτειρα, κατά τον φιλόσοφο Γεώργιο Πλήθων Γεμιστό, διακρινόταν για τη σωφροσύνη της και την δικαιοσύνη της. Ήταν η μητέρα του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ο αυτοκράτορας σύζυγός της έγινε αργότερα μοναχός με το όνομα Ματθαίος και μετά το θάνατό του έγινε και η ίδια μοναχή στο μοναστήρι της Κυρά - Μάρθας. Ήταν μια μοναχή σαν όλες τις άλλες και, ακόμη και αν ήταν αυτοκράτειρα, έκανε όλα τα διακονήματα στο μοναστήρι.

Η Αγία Υπομονή βοήθησε να ιδρυθεί ένας οίκος ευγηρίας, με το όνομα ‘Η ελπίδα των απελπισμένων’, στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη (του τιμίου Προδρόμου) της Πέτρας όπου φυλασσόταν το σκήνωμά του Αγίου Παταπίου.

Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης συνέβη κατά τη στιγμή που εκείνη και ο σύζυγός της είχαν εξοριστεί (1390 – 1392). Η Αγία Υπομονή πέθανε στις 13 Μαρτίου του 1450, 3 χρόνια πριν η Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα του Βυζαντίου, πέσει στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων, έπειτα από μακρά πολιορκία. Στην πτώση της Κωνσταντινούπολης ο αυτοκράτορας υιός της, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, πέθανε στη μάχη. Η Αγία Υπομονή ετάφη στη μονή του Παντοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ετάφησαν ο αυτοκράτορας σύζυγός της και 3 από τα παιδιά τους (εκ των οποίων τα 2 ήταν μοναχοί).

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453, ο Αγγελής Νοταράς, συγγενής του αυτοκράτορα (ανιψιός της Αγίας Υπομονής) μετέφερε στο βουνό Γεράνεια στη Νότια Ελλάδα (κοντά στην Αθήνα) και έκρυψε το λείψανο του Αγίου Παταπίου σε μια σπηλιά, κοντά στην πόλη Θέρμαι (το σημερινό Λουτράκι) που ήταν ήδη ασκητήριο μοναχών από τον 11ο αιώνα μ.Χ. Στο σπήλαιο αυτό βρέθηκε Βυζαντινή αγιογραφία της Αγίας Υπομονής και η αγία κάρα της. Στο σπήλαιο αυτό χτίστηκε το 1952 από τον γέροντα Νεκτάριο Μαρμαρινό το μοναστήρι του Αγίου Παταπίου, όπου και φυλάσσεται η σεπτή κάρα της Αγίας Υπομονής».

(Πηγή: Βικιπαίδεια)

Είναι αξιοθαύμαστη η περίπτωση της πριγκιποπούλας, μετέπειτα  αυτοκράτειρας κι ύστερα μητέρας αυτοκράτορα, που έγινε μοναχή, της Ελένης Δραγάση και μετέπειτα Υπομονής. Διότι ασφαλώς δεν είναι εύκολο να αφήσει κανείς τις τιμές και τις δόξες, έστω και σε περίοδο παρακμής, για να εγκλειστεί σε μοναστήρι, ζώντας ως «κοινός» θνητός, με επιτέλεση και των πιο δύσκολων και «χαμηλών» διακονημάτων. Αυτό δείχνει μία ιδιαίτερη ταπείνωση, που αποτελεί την προϋπόθεση για να δεχτεί κανείς πλούσια τη χάρη του Θεού.  Το ακόμη θαυμαστότερο όμως  είναι ότι όχι μόνον έγινε μοναχή, αλλά έφτασε και σε μέτρα αγιότητας τέτοια, που η Εκκλησία μας τα διαπίστωσε, ώστε να διακηρύξει και  την οσιότητά της. Τα θαύματα για παράδειγμα που έχουν καταγραφεί από τις επεμβάσεις της, παλαιότερα και νεώτερα, είναι πολλά, σαν την περίπτωση εκείνου του οδηγού ταξί, που σαν σήμερα πριν λίγα μόλις χρόνια, μεταφέροντας στο Λουτράκι από την Αθήνα μία απλή καλόγρια και αποκαλύπτοντας το πρόβλημά του – καρκίνο στο δέρμα – δέχτηκε την ευλογία της που λειτούργησε άμεσα ως θεραπεία από το νόσημά του. Κι όταν μετά από μία μικρή στάση την αναζήτησε, αυτή είχε εξαφανιστεί, δεν την είχε δει κανείς, όπου ρώτησε εκεί γύρω που σταμάτησε, την αναγνώρισε δε λίγο αργότερα στο ιατρείο που προσήλθε, γιατί ο ιατρός είχε αναρτημένη την αγία εικόνα της.


Το παράδοξο όμως της ζωής της: από αυτοκράτειρα να γίνει απλή και ταπεινή καλόγρια και μάλιστα να αγιάσει, αίρεται και κατανοείται, όταν δει κανείς την όλη πορεία της απαρχής. Η Ελένη οσία Υπομονή ζούσε με αίσθηση της παρουσίας του Θεού, με φροντίδα επιτέλεσης των αγίων εντολών Του, με ταπείνωση και κυρίως με αγάπη προς τους συνανθρώπους της, θα έλεγε κανείς, από γεννησιμιού της. Είτε στα ανάκτορα είτε στο μοναστήρι, είτε μικρή κοπέλα είτε σύζυγος αυτοκράτορα, την ίδια ζωή στην ουσία ζούσε, κάτι που περίτρανα αποδεικνύει ότι ο καλοπροαίρετος άνθρωπος, ο άνθρωπος που αγαπά αληθινά τον Χριστό δεν επηρεάζεται από τις εξωτερικές συνθήκες της ζωής, αλλά από αυτό που έχει θέσει ως στέρεο στόχο της ζωής του. Με άλλα λόγια η οσία Υπομονή είναι μία επιπλέον περίπτωση πραγματικού αγίου ανθρώπου, που μπορούσε να λέει ό,τι και ο απόστολος Παύλος: «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω», όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να είμαι με τον Χριστό. Κι ίσως εκείνο που μας κάνει να μένουμε περισσότερο έκθαμβοι στην περίπτωσή της είναι το γεγονός ότι ζούσε οσίως και σωφρόνως κι όσο ακόμη ήταν στις μεγάλες θέσεις και δεν είχε κλειστεί στο μοναστήρι. Σαν να μην την ακουμπούσε τίποτε επίγειο, σαν να ήταν ένα είδος περιστεριού που περιίπτατο υπεράνω της συγχύσεως του κόσμου τούτου. Και πράγματι μεταξύ των άλλων έτσι την αντιμετωπίζει ο υμνογράφος της. Μας καλεί «να την εγκωμιάσουμε, αυτήν που ήταν ένδοξη βασίλισσα, γιατί σαν περιστέρι ευλαβικό πέταξε πάνω από τον κόσμο της σύγχυσης προς τις σκηνές του ουρανού κι έζησε με αληθινή αγάπη, με άσκηση, με ταπείνωση» («Την κλεινήν βασιλίδα εγκωμιάσωμεν, Υπομονήν την οσίαν, περιστεράν ευλαβή εκ του κόσμου πετασθείσαν της συγχύσεως προς τας σκηνάς του ουρανού, εν αγάπη ακλινεί, ασκήσει και ταπεινώσει») (απολυτίκιο της οσίας).


Έχουμε σημειώσει και πάλι ότι τη χάρη ενός αγίου και γενικώς ενός ανθρώπου απλού την βλέπουμε φανερά από το τι μας προκαλεί στην προσέγγισή του. Ένας άγιος πάντοτε μας ανεβάζει πνευματικά, μας κάνει να βλέπουμε τον αληθινό σκοπό της ζωής, μας δίνει ώθηση να αποκαλυφθεί ο καλύτερος εαυτός μας. Με τον άγιο δηλαδή βγαίνει το γέλιο της ψυχής μας, γινόμαστε όντως άνθρωποι. Αυτό με ένα λόγο που έχει ο άγιος, τη χάρη του Θεού, αυτό και μεταγγίζει. Πώς το λέει ο ίδιος ο Κύριος; «Το δένδρον εκ του καρπού γινώσκεται». Αυτό ακριβώς συνέβαινε και με την οσία Υπομονή. Η προσέγγισή της από κάθε άνθρωπο οδηγούσε στην εν Θεώ αύξηση του ανθρώπου, στη φανέρωση του χαρισματικού εαυτού του. Και δεν είναι λόγια που τα λέμε εμείς σήμερα εγκωμιαστικά. Είναι η εμπειρία της εποχής, καταγεγραμμένη από ανθρώπους που την ήξεραν και μάλιστα αγίους. Ας ακούσουμε για παράδειγμα τι λέει ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση της Πόλης, Γεννάδιος ο Σχολάριος, σε συγκεκριμένο λόγο του «Επί τη κοιμήσει της μητρός του Βασιλέως Κωνσταντίνου ΙΑ΄ αγίας Υπομονής» :

 «Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσαν όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγεν κατάπληκτος από την ιδικήν της σοφίαν. Όταν την συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά την συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινομένης προς την αρετήν εκείνης. Όταν την συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εις την ιδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Όταν την συναντούσε κάποιος νομοθέτης, εγινόταν προσεκτικώτερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ότι έχει ενώπιόν του έμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένοιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξιν από την υπομονήν, την σύνεσιν και την ισχυρότητα του χαρακτήρος της. Όταν την επλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονώτερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν την συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεσιν, και, γνωρίζοντας την ταπείνωσιν εις το πρόσωπόν της, μετανοούσε. Όταν την εγνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερον ζήλον. Κάθε πονεμένος με τη συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολικήν του φιλαυτίαν. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθεν εις επικοινωνίαν μαζί της και να μην έγινε καλύτερος».



Κι ακόμη: «Ο σύγχρονός της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου του Ευγενικού, αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής συνοψίζει:  «Ως προς δε την αοίδιμον εκείνην Δέσποιναν Μητέρα σου, τα πάντα εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος και όλα μαζί ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν».
Η «Αγία Δέσποινα»,όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. «Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής»
 (Ι. Μητρόπολις Μονεμβασίας και Σπάρτης).

Το μόνο που ίσως αυθόρμητα έρχεται και σε εμάς να κάνουμε μπροστά στην οσία Υπομονή είναι να τη μεγαλύνουμε όπως και η Εκκλησία μας: «Είθε να χαίρεις, Υπομονή, συ που αναδείχτηκες πρότυπο υπομονής, στήλη της σωφροσύνης, στέρεο τείχος των αρετών και ταμείο της αγάπης, συ που είσαι η ένδοξη κορυφή των ένθεων βασιλισσών» («Χαίροις εκμαγείον υπονονής, στήλη σωφροσύνης, αδιάσειστον αρετών τείχος και ταμείον, Υπομονή, αγάπης, ενθέων βασιλίδων κέρας περίδοξον»).

Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Γυναίκες καπετάνισσες στο αντάρτικο του Πόντου



site analysis


Η Σοφία Καζεπίδου
εικονα: Karakapan
Η θρυλική Σοφία Καζεπίδου, από το χωριό Ολουχλού του Καράπουναρ της Πάφρας, ήταν μια φιλήσυχη νοικοκυρά έως το 1915, τότε που οι ορδές των Τούρκων έγιναν απειλή για τον τόπο της. Από το 1915 βρίσκεται στο βουνό, κοντά στον φυγόστρατο άντρα της, τον Νικόλα, ο οποίος σκοτώθηκε στις 18 Απριλίου του 1917, στη μάχη της Ματεωμένης Σπηλιάς του Οτ Καγιά, στο βουνό Νεπίν.
Μετά τον θάνατο του άντρα της, ανέλαβε την εκδίκησή του και για τον σκοπό αυτό δημιούργησε στο βουνό δική της ομάδα από γυναίκες και άντρες, που είχαν σκοπό τους να μπαίνουν στα τουρκικά χωριά και να κάνουν σε βάρος των Τούρκων,  αντίποινα, σε ότι έκαναν και αυτοί στους Έλληνες, δηλαδή πυρπολισμούς χωριών, συλλήψεις, θανατώσεις, φυλακίσεις, εξορίες κ. τ. λ.
Το χωριό της, το Ολουχλού, ήταν θρησκευόμενο, είχε βγάλει πολλούς ιερείς, που λειτουργούσαν σε χωριά της περιοχής Πάφρας, Σαμψούντας, Γάβζας και Βεζίρ Κιοπρού. Η Σοφία είχε μεγαλώσει μέσα στο κλίμα αυτό και είχε γαλουχηθεί με τα νάματα της χριστιανοσύνης, αλλά βρέθηκε, άθελά της, μέσα στη λαίλαπα αυτή του πολέμου 1915-1922.
Ένιωθε πως δεν τη χωρούσε πλέον ο τόπος που τόσο πολύ αγάπησε, με τους φιλήσυχους και προοδευτικούς του κατοίκους, γιαυτό και πήρε την απόφαση να ακολουθήσει τον άντρα της στα βουνά, όταν αυτός, από ανάγκη, κατέφυγε σε αυτά για προστασία, επειδή ήταν φυγόστρατος. Από τις πρώτες μέρες που βρέθηκε στο βουνό, έπρεπε και αυτή να ακολουθήσει τη μοίρα των τόσων άλλων Ελλήνων και Ελληνίδων, που για την ίδια αιτία κατέφυγαν στο βουνό.
Οι επιζήσαντες Παφραίοι πρόσφυγες, που ήρθαν στην Ελλάδα το 1924, διηγούνται ένα θλιβερό περιστατικό, που συνέβη στην Κυρά Σοφία Καζεπίδου, την καπετάνισσα, όταν πολεμούσε τους Τούρκους στη μάχη της Γιαλάς, στην τοποθεσία Τρεις Βρύσες.

Ένα εχθρικό βόλι τη βρήκε στο κεφάλι, ενώ είχε δεμένο στην πλάτη της το δύο χρόνων κοριτσάκι της, την Ιφιγένεια, που την ώρα της μάχης δεν μπορούσε να την αφήσει πουθενά, όπως, εξάλλου, γινόταν στις περισσότερες περιπτώσεις. Όταν οι γυναίκες έμπαιναν στη μάχη, είχαν δεμένα τα παιδιά τους στην πλάτη τους για περισσότερη ασφάλεια, παρά να τα έχουν δίπλα τους.
Οι Τούρκοι, στις 27 Ιουνίου 1917, αφού εξουδετέρωσαν την άμυνα των ανταρτών, προχώρησαν πιο ψηλά, προς τα λημέρια των ανταρτών, που είχαν στο μεταξύ απομακρυνθεί από την επικίνδυνη περιοχή και όταν, μετά από δύο μέρες, οι Τούρκοι έφυγαν και πήγαν στις έδρες των μονάδων τους, οι αντάρτες πήγαν στον τόπο της μάχης, στις Τρεις Βρύσες, για να θάψουν τους νεκρούς συμπολεμιστές τους και να περιθάλψουν, αν έβρισκαν, τους τραυματίες. Εκεί βρήκαν τη Σοφία νεκρή και το κοριτσάκι της, την Ιφιγένεια, δεμένη ακόμη στην πλάτη της μητέρας της ζωντανή. Δεμένη όπως ήταν, έγλυφε το ματωμένο κεφάλι της μητέρας της, από ανθρώπινο ένστικτο για επιβίωση. Με το αίμα αυτό επέζησε αυτές τις δύο μέρες.
Την Ιφιγένεια υιοθέτησε ένα αντρόγυνο ανταρτών, που δεν είχε παιδιά.
Ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν, αρχικά στο χωριό Νυμφόπετρα Λαγκαδά, και στη συνέχεια στην Κάτω Τούμπα.
Ο θετός της πατέρας, ο μπαρμπα Κυριάκος έδωσε όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται πιο πάνω.
.

Γιώργος Αντωνιάδης
Οικονομολόγος- Συγγραφέας

Πηγή: Santeos το διαβάσαμε στο Αβέρωφ

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΡΟΛΟ ΤΗΣ..



site analysis




Με ξεχωριστή χαρά θα προσπαθήοω να ρίξω μερικές ακτίνες φωτός στη μορφή της πρεσβυτέρας (αλλά και στις νέες κοπέλες που πρόκειται να γίνουν πρεσβυτέρες) για την μεγάλη αποστολή πού έχει στην ορθόδοξη Εκκλησία μας. Σ' αυτήν την ηρωική προσωπικότητα οφείλονται πολλά για την υπομονή, την σιωπή, την γλυκιά της παρουσία.


Ή ολοκληρωμένη αυτή γυναίκα, με την χάρη του Θεού, για την μεγάλη τιμή πού της έκανε να είναι δίπλα στον ιερέα σύζυγο της, είναι μια παρουσία προσφοράς, αφοσίωσης, αγάπης και ζεστασιάς. Είναι γεγονός ότι και εσένα καλούσε ό Θεός, στην αποδοχή μιας μεγάλης τιμής, να γίνεις σύζυγος και συνεργάτης του αντιπροσώπου Του πάνω στη γη.


"Αλλά, ας δούμε την δική μας συμπεριφορά στο θεϊκό αυτό κάλεσμα. Ξέρεις ότι πρέπει να είσαι ισχυρή, να σε χαρακτηρίζει παντού και πάντοτε ή ειλικρίνεια και διαφάνεια, να έχεις επίγνωση και συναίσθηση ότι πρέπει να κινείσαι μέσα στα πλαίσια της μετριοφροσύνης και της ταπεινοφροσύνης. Δεν χαρίζεσαι στον εαυτό σου.

Πόσο δύσκολο αγώνισμα, πόση ενδοσκόπηση και προσευχή, πόση αντίσταση, πόση προσπάθεια για να μπορείς να οπλιστείς για την κατάκτηση της τελειότητας. Πόσο, αλήθεια, είναι σκληρός ό αγώνας. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή παραδομένη άνευ όρων στην αγάπη, στη θυσία.


Ή προσφορά σου σου δίνει μια εξαίσια χαρά. Έχεις την δύναμη να κυβερνήσεις τη ζωή σου, προσφέρεσαι χωρίς αντάλλαγμα, θυσιάζεσαι άγόγγυστα και πορεύεσαι αψηφώντας το εγώ σου. Πολλές φορές ό κόσμος γύρω σου σε κοιτάζει καχύποπτα και εχθρικά, γιατί δεν δέχεται ότι υπάρχουν και ψυχές με τόση ακεραιότητα.

Σέ πολλές κρίσιμες στιγμές στη ζωή σου, που χάνεις το έδαφος κάτω από τα πόδια σου, πού ό πόνος καταλύει το είναι σου, την ϋπαρξή σου ολόκληρη, εσύ βρίσκεις την δύναμη να σταθείς και να συνεχίσεις την ιερότητα της δημιουργικής σου αποστολής. Είναι αλήθεια ότι έχεις επίγνωση της καταστάσεως σου, το γνώθι σ'αύτόν και πάντα χίλια συναισθήματα θα εκφράζουν οι κινήσεις σου. Και μέσα στον ενθουσιασμό, τη χαρά και το πάθος, πού θα χτυπάει οτήν καρδιά σου, θα έρχονται χτυπήματα λύπης, απελπισίας, στεναγμού ψυχής, αγωνία στην πορεία σου.


'Αλλά εσύ αναγνωρίζεις ότι ή οδύνη φέρνει τη χαρά. "Εχεις ανοιχτά τα παράθυρα ατό φως. "Ολες οι πράξεις σου μετρημένες και ζυγισμένες, προσεκτική και συνετή ή συμπεριφορά σου, άριστοι οί τρόποι σου, ευγενική και σαγηνευτική, οι εκδηλώσεις σου ειλικρινείς, οι σκέψεις σου και οί ιδέες σου μετριοπαθείς και λογικές, απαλλαγμένες από ακρότητες και φανατισμό.

Είναι αλήθεια ότι δεν μπορείς να κάνεις την ζωή σου όπως τη θέλεις. Πρέπει να συνειδητοποιήσεις την πραγματική σου αξία. Τίποτα και κανένας στον κόσμο δεν υπάρχει χωρίς σκοπό, και έσΰ έχεις σκοπό. Τα πράγματα, όμως, δεν είναι τόσο εύκολα, ό δρόμος είναι πολύς, ή πορεία σου μεγάλη, το τέρμα μακριά, οι ανάγκες είναι τόσες πολλές, οι δοκιμασίες τόσο συχνές, οι απαιτήσεις υπερβολικές και οί θλίψεις τόσο βαριές.


"Ολοι και όλα βιάζονται και τρέχουν μέσα στο σπίτι σου και στην ενορία σου, και εσύ πρέπει να είσαι το παράδειγμα καταπληκτικής υπομονής, για την ικανοποίηση όλων των απαιτήσεων. "Ομως ή πίστη σου, ή καρτερία σου, ή αντοχή σου, το θάρρος σου, ή δύναμη σου θα δοκιμάζονται συχνά. Γι' αυτό ή ζωή σου, ιδιαίτερα σήμερα, έχει ανάγκη την υπομονή. Να ξέρεις ότι είσαι απαραίτητη δίπλα στον Ιερέα σύζυγο σου, στην ενορία σου.


Ή ενορία είναι για σένα ή μεγάλη σου οικογένεια. Ή καθημερινή επαφή με τους ενορίτες στις μεγάλες πόλεις είναι λίγο δύσκολη, αλλά έσΰ πρέπει να έχεις την δυνατότητα της προσέγγισης. Σέ έχει ανάγκη ό πολυβασανισμένος άνθρωπος. Ή διακριτική παρουσία, ή συμμετοχή σου στις στιγμές της χαράς και της λύπης θα είναι ειλικρινής και πηγαία. Ή παρουσία, ή δική σου και του ιερέως συζύγου σου, είναι πολλές φορές αναγκαία. Σέ καταλαβαίνω, όμως, σε τούτη τη μεγάλη αποστολή, πού καλείσαι να ενισχύσεις εσύ, και να πραγματοποιήσεις το δύσκολο έργο της ενορίας σου.


Ό ιερεύς σύζυγος οου και εσύ, ανακαλύπτετε ότι τον περισσότερο χρόνο είστε χαμένοι μέσα στη δίνη οικογενειακών υποχρεώσεων και φροντίδων. Ό βασικός σκοπός του ιερέως συζύγου σου, όμως, πρέπει να ξέρεις ότι είναι το θυσιαστήριο. Δεν πρέπει να ξεχνάς ότι είναι άνθρωπος με αδυναμίες, με κούραση, με αποτυχίες, πού ίσως καμιά φορά να έχει χάσει και το ζήλο του πρώτου καιρού. Εσύ πολλές φορές με τη στοργή σου θα του αναπτερώνεις την ελπίδα και θα του θυμίζεις την χάρη πού έχει λάβει, για τον δρόμο της αγάπης και της θυσίας. Εσύ θα είσαι ή ψυχή του ιερέως, αλλά θα κρατάς και την απόσταση πού σε χωρίζει από το "Αγιον Βήμα.


Να είσαι ευσεβής, να παίρνεις αντίδωρο και να του φιλάς το χέρι, να μην ερημώνεις το στασίδι σου στις θείες λειτουργίες, να φεύγεις τελευταία, γιατί είσαι σημαντική και απαραίτητη για να δώσεις κουράγιο και θάρρος ατούς ανθρώπους πού σε χρειάζονται.

Πόσα σπίτια κρύβουν μεγάλο πόνο; Εσύ με την παρουσία σου δώσε κουράγιο ελπίδας, γίνε ελπιδοφόρα ακτίνα φωτός. Χαρούμενη στην καρδιά και στην όψη θα μεταδίδεις το μήνυμα της αισιοδοξίας και της χαράς, πού τόσο έχει ανάγκη ό σύγχρονος κόσμος.


Κι εσύ, ή σημερινή πρεσβυτέρα, μην λησμονείς ότι είσαι ή δημιουργός της ευτυχίας της οικογένειας σου και είναι καθήκον και προνόμιο, κατ' εξοχήν δικό σου, ή κοινωνική όραση μέσα στην ενορία σου. Στάθμισε καλώς την μεγάλη σου αποστολή και περιφρούρησε τον εαυτό σου από κάθε ηθικό κίνδυνο. Προσπάθησε να ζήσεις την ελευθερία της Εκκλησίας, για να μπορείς να ανταποκριθείς στον σπουδαίο προορισμό σου.

Είναι χαρά να είσαι συνεχώς συνοδοιπόρος του Θεού, να έχεις τη χάρη της κυριαρχίας Του, να είσαι και συ μια από τις καρδιές πού θέλει να αναγεννήσει και να ενώσει μαζί Του.


Εμείς, όλες πιστές στην αποστολή μας θα συνεχίσουμε το έργο μας. Και πρέπει να το συνεχίσουμε, γιατί είναι δικό μας. Όλες το μπορούμε, αν το θελήσουμε. Ως πρεσβυτέρα έχεις ευθύνη να δίνεις από τον πλούτο της καρδιάς σου τη φροντίδα σου μέσα στην ενορία. Ή πόρτα του σπιτιού σου να είναι ανοιχτή για να μπορούν να σε βρουν οί κουρασμένοι, οί αδικημένοι, οι όλιγόπιστοι, οί ηλικιωμένοι, οί άρρωστοι.

Να είσαι κοντά, αλλά και σε απόσταση. "Εχε ελπίδα και πίστη, κάνε προσευχή για να αντέξεις. Ή προσευχή είναι ή ανάσα της ψυχής.


"Ας παρακαλέσουμε τον Κύριο με ταπείνωση και με θερμή καρδιά να φωτίσει τις καρδιές μας, να μας χαρίσει ανόθευτη ορθόδοξη πνευματική ζωή, πού θα καταξιώνει την υψηλή αποστολή μας.

Κύριε μας, Ίησοϋ, αξίωσε μας κάθε μέρα να ακουμπάμε το δικό μας σταυρό στο δικό Σου Σταυρό, να ενώνουμε τον πόνο μας με το δικό Σου Πάθος κι έτσι να βρίσκουμε πάντα τον δρόμο μας.

Κύριε του ελέους να μην σβήνει το καντήλι της Πίστεως, ή λαμπάδα της ελπίδος, το θυμίαμα της αγάπης, για να μπορούμε να ζοϋμε την αληθινή ζωή μας.


Τέλος, Ολη μας την ελπίδα να την στηρίζουμε στην Υψηλότερα των Ουρανών, στην Μεσίτρια των χριστιανών, σε εκείνη πού βαστάζει τον Βαστάζοντα πάντα.



Πρεσβυτέρας Βασιλική Πολύζου - περιοδικο ''Εφημέριος''Οκτώβριος 2000

ΔΙΚΑΙΗ ΔΕΒΒΩΡΑ Η ΚΡΙΤΗΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ ΚΑΙ ΠΡΟΦΗΤΙΣΣΑ



site analysis
. ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ.

Η Δεββώρα ήταν προφήτισσα και Κριτής του λαού Ισραήλ. Ήταν σύζυγος του Λαφιδώθ (Κριταί 4,4). Κατοικούσε στα όρια του όρους Εφραίμ, μεταξύ Ραμά και Βαιθήλ. Εκεί κάτω από έναν φοίνικα έκρινε και δίκαζε τις διαφορές που είχε ο λαός μεταξύ του (Κριταί 4,5). Σε μια εποχή σύγχυσης και απόγνωσης του λαού υπήρξε "μητέρα για το Ισραήλ" (Κριταί 5,7). Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των χρονολογιών της Παλαιάς Διαθήκης ο Δεββώρα και ο Βαράκ θα πρέπει να κυβέρνησαν τους Ισραηλίτες περίπου το 1261-1222 π.Χ. για 40 χρόνια (Κριταί 5,31).

Όταν πέθανε ο Αώδ, οι Ισραηλίτες δυσαρέστησαν πάλι με τις πράξεις τους τον Κύριο. Και ο Κύριος τους παρέδωσε στον Ιαβίν, έναν Χαναναίο βασιλιά, που βασίλευε στην Ασώρ. Αρχηγός του στρατού των Χαναναίων ήταν ο Σισάρα (Σίσερα), που κατοικούσε στην Αρισώθ, που βρισκόταν στην περιοχή που ονομαζόταν Χώρα των Εθνών. Αυτός είχε εννιακόσιες σιδερένιες άμαξες και καταπίεζε σκληρά τους Ισραηλίτες είκοσι ολόκληρα χρόνια. Έτσι οι Ισραηλίτες επικαλέστηκαν τον Κύριο να τους ελευθερώσει (Κριταί 4,1-3).

Εκείνο τον καιρό Κριτής του Ισραήλ ήταν η προφήτισσα Δεββώρα, γυναίκα του Λαφιδώθ. Αυτή καθόταν συνήθως κάτω από έναν φοίνικα, που αργότερα ονομάστηκε «Φοίνικας της Δεββώρας», μεταξύ των πόλεων Ραμά και Βαιθήλ, στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ, και οι Ισραηλίτες πήγαιναν σ' αυτήν για να κρίνει και να δικάζει τις υποθέσεις τους. Μια μέρα η Δεββώρα έστειλε και κάλεσε το Βαράκ, γιο του Αβινεέμ (Αβινωάμ), από την Κάδης της φυλής Νεφθαλί, και του έδωσε την εντολή να πάρει μαζί του δέκα χιλιάδες άντρες από τις φυλές Νεφθαλί και Ζαβουλών και να πάει στο όρος Θαβώρ, και να επιτεθεί στον Σισάρα, αρχιστράτηγο του Ιαβίν.

Ο Βαράκ αρνήθηκε να πάει χωρίς τη Δεββώρα, η οποία τελικά τον συνόδευσε στη μάχη. Έτσι ο Βαράκ συγκέντρωσε στην Κάδης δέκα χιλιάδες άντρες από τις φυλές Ζαβουλών και Νεφθαλί και μαζί με τη Δεββώρα, ανέβηκαν στο όρος Θαβώρ (Κριταί 4,4-10). Στον ύμνο της Δεββώρας και του Βαράκ αναφέρεται, ότι εκτός από τις φυλές Ζαβουλών και Νεφθαλί, ακολούθησαν κι άλλοι το Βαράκ, όπως οι Ισραηλίτες από την φυλή Εφραίμ που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή των Αμαληκιτών, καθώς επίσης και από τη φυλή Βενιαμίν και η πατριά του Μαχίρ από τη φυλή Μανασσή, οι οποίοι χρησίμευσαν για την ανακάλυψη των εχθρών. Από τη φυλή Ζαβουλών ακολούθησαν όσοι μπορούσαν να γράψουν, για να ιστορήσουν τα γεγονότα. Από τη φυλή Ισσάχαρ ακολούθησαν οι αρχηγοί. Οι υπόλοιπες φυλές δεν έλαβαν μέρος για διάφορους λόγους (Κριταί 5,13-18).

Όταν ανάγγειλαν στον Σισάρα ότι ο Βαράκ, ανέβαινε στο όρος Θαβώρ, αυτός συγκέντρωσε τις εννιακόσιες σιδερένιες άμαξές του, και όλο το στρατό του, και αναχώρησε από την Αρισώθ στρατοπεδεύοντας στον ποταμό Κισών.

Τότε η Δεββώρα είπε στο Βαράκ, ότι ο Κύριος θα του παραδώσει τον Σισάρα. Ο Βαράκ κατέβηκε από το όρος Θαβώρ με τις δέκα χιλιάδες άντρες πίσω του. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν κοντά στη Θαναάχ και στα νερά της Μαγεδδώ. Στο μεταξύ ο Κύριος προκάλεσε σύγχυση στο στρατό του Σισάρα, όταν αντίκρυσε το στρατό του Βαράκ. Ο Σισάρα είχε τρομάξει τόσο, ώστε κατέβηκε από το αμάξι του κι έφυγε πεζός. Αλλά ο Βαράκ καταδίωξε τις άμαξες και το στρατό των εχθρών ως την Αρισώθ. Ακόμη κι όταν τ' άλογα περιεπλάκησαν μεταξύ τους, οι στρατιώτες του Σισάρα έσπευσαν να σωθούν πεζοί. Ο σταρτός του Βαράκ κατέσφαξε όλους τους στρατιώτες του Σισάρα. Δεν έμεινε ούτε ένας ζωντανός. Ο ποταμός Κισών γέμισε από τα πτώματα του στρατού του (Κριταί 4,11-16. 5,19-22).

Ο Σισάρα κατέφυγε τρέχοντας στη σκηνή της Ιαήλ, της γυναίκας του Χαβέρ του Κιναίου, ενός Ισραηλίτη που εκείνο τον καιρό είχε φιλικές σχέσεις με τον Ιαβίν, βασιλιά της Ασώρ. Η Ιαήλ έκρυψε το Σισάρα στη σκηνή της κάτω από ένα σκέπασμα. Ο Σισάρα αφού ξεδίψασε, αποκαμωμένος καθώς ήταν κοιμήθηκε βαθιά. Τότε η Ιαήλ πήρε έναν πάσσαλο από τη σκηνή κι ένα σφυρί, πλησίασε αθόρυβα κι έμπηξε το παλούκι στο μηνίγγι του, έτσι που καρφώθηκε στη γη και ο Σισάρα πέθανε. Τότε έφτασε και ο Βαράκ που καταδίωκε το Σισάρα. Η Ιαήλ τον καλοδέχτηκε και του έδειξε το Σισάρα που ήταν νεκρός μέσα στη σκηνή της (Κριταί 4,17-22).

Από την ημέρα εκείνη οι Ισραηλίτες εξαπέλυαν όλο και πιο ορμητικές επιθέσεις εναντίον του Ιαβίν, ωσότου τον εξουδετέρωσαν (Κριταί 4,23-24). Και η χώρα ησύχασε για σαράντα χρόνια (Κριταί 5,31). Μετά τη μάχη η Δεββώρα και ο Βαράκ τραγούδησαν έναν ύμνο, ο οποίος αναφέρεται στο 5ο κεφάλαιο του βιβλίου των Κριτών (Κριταί 5,1-30). Τα γεγονότα που αφορούν τη Δεββώρα και το Βαράκ αναφέρονται στο 4ο και 5ο κεφάλαιο του βιβλίου των Κριτών. Στον ύμνο της Δεββώρας και του Βαράκ αναφέρεται ότι οι άνθρωποι φοβόντουσαν να πορευτούν από τους μεγάλους δρόμους και πορευόντουσαν από άλλα μονοπάτια, εξαιτίας ληστών. Δεν υπήρχαν ισχυροί άνδρες μεταξύ των Ισραηλιτών, οι οποίοι είχαν παραστρατήσει στην ειδωλολατρεία. Οι πόλεις αντιμάχονταν η μια την άλλη, εξαιτίας των αρχόντων. Οι Ισραηλίτες δεν οπλοφορούσαν (Κριταί 5,6-8).

Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη της Δεββώρας την Κυριακή προ του Χριστού Γεννήσεως (Κυριακή των Προπατόρων) μεταξύ 18 και 24 Δεκεμβρίου εκάστου έτους.

Στο βιβλίο των Ψαλμών ο ποιητής απευθύνεται στον Θεό και του ζητάει να πράξει εναντίον των εχθρών των Ισραηλιτών, όπως έπραξε ενάντια στους Μαδιανίτες και στους αρχηγούς τους Ωρήβ και Ζηβ και στους βασιλιάδες τους Ζεβεέ και Σαλμανά, καθώς και ενάντια στο Χαναναίο στρατηγό Σισάρα και το βασιλιά Ιαβείν στην Αενδώρ, κοντά στο χείμαρρο Κεισών (Ψαλμοί 82,10-12).

ΔΙΚΑΙΗ ΡΕΒΕΚΚΑ. ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ.



site analysis


Η Ρεβέκκα ήταν κόρη του Βαθουήλ (Βεθουήλ) (Γένεση 22,23). Το όνομα της μητέρας της δεν αναφέρεται. Παππούς της ήταν ο Ναχώρ και γιαγιά της η Μελχά. Ήταν αδερφή του Λάβαν, γυναίκα του Ισαάκ (Γένεση 25,20) και μητέρα του Ιακώβ και του Ησαύ.
Η Ρεβέκκα αναφέρεται για πρώτη φορά στη γενεαλογία του Ναχώρ, αδερφού του Αβραάμ (Γένεση 22,20-24). Η αγαπημένη τροφός της Ρεβέκκας ήταν η Δεβώρα, η οποία την συνόδευσε στην Χαναάν (Γένεση 35,8).

Η Ρεβέκκα βρισκόταν στη Χαρράν, την πόλη του Ναχώρ, όταν ο Αβραάμ έστειλε το δούλο του Ελιέζερ να βρει νύφη για τον Ισαάκ. Ο Ελιέζερ αφού πήρε διάφορα δώρα, έφυγε για τη Μεσοποταμία, στην πόλη όπου κατοικούσε ο Ναχώρ, ο αδερφός του Αβραάμ.
Όταν έφτασε έξω από την πόλη, προς το βράδυ, άφησε τις καμήλες να ξεκουραστούν κοντά στο πηγάδι, όπου πήγαιναν οι γυναίκες για να πάρουν νερό. Κατόπιν προσευχήθηκε στον Κύριο να τον βοηθήσει στην εκλογή. Η κόρη που θα του έδινε νερό και θα πότιζε τις καμήλες του, αυτή θα ήταν η εκλεκτή που θα προόριζε ο Κύριος για τον Ισαάκ.

Δεν είχε ακόμα τελειώσει την προσευχή του, και να η Ρεβέκκα, η κόρη του Βαθουήλ, γιου της Μελχά και του Ναχώρ, ερχόταν με μια στάμνα στον ώμο. Η κόρη ήταν πολύ όμορφη στην εμφάνιση και κανένας άντρας δεν την είχε αγγίξει. Κατέβηκε στην πηγή, γέμισε τη στάμνα της και ξανανέβηκε. Τότε έτρεξε ο δούλος να την συναντήσει και της είπε: «Άφησε με να πιω λίγο νερό απ' το σταμνί σου». Εκείνη απάντησε: «Πιες, κύριε μου». Και πρόθυμα κατέβασε το σταμνί που κρατούσε και του έδωσε να πιει. Όταν πια είχε πιει αρκετά, του είπε: «θα φέρω νερό και για τις καμήλες σου να πιουν, να ξεδιψάσουν». Έτρεξε και πήγε πίσω στην πηγή να πάρει νερό για όλες τις καμήλες.
Όταν ποτίστηκαν οι καμήλες, ο δούλος πήρε ένα χρυσό κρίκο για τη μύτη, βάρους μισού σίκλου, και δυο βραχιόλια για τα χέρια της κοπέλας, βάρους δέκα σίκλων χρυσού. Και τη ρώτησε, "Πες μου, ποιανού κόρη είσ' εσύ; Υπάρχει χώρος στο σπίτι του πατέρα σου για να διανυκτερεύσω απόψε;»
Εκείνη απάντησε: «Εγώ είμαι κόρη του Βαθουήλ, του γιου που η Μελχά γέννησε στο Ναχώρ. Στο σπίτι μας υπάρχει και χορτάρι και άφθονο άχυρο. Υπάρχει ακόμα και χώρος για να περάσετε τη νύχτα».
Τότε ο άνθρωπος έπεσε στη γη και προσκύνησε τον Κύριο: «Ας είν' ευλογημένος ο Κύριος, ο Θεός του κυρίου μου του Αβραάμ, που δεν έπαψε να δείχνει την αγάπη του και την πιστότητα του στον κύριο μου. Κι εμένα ο Κύριος με οδήγησε κατευθείαν στο σπίτι του αδερφού του κυρίου μου».

Η Ρεβέκκα έτρεξε στο σπίτι της και ανάγγειλε όλα αυτά τα συμβάντα. Η Ρεβέκκα είχε έναν αδερφό, που ονομαζόταν Λάβαν. Μόλις αυτός άκουσε τα λόγια που της είχε πει ο άνθρωπος, έτρεξε να τον συναντήσει έξω από την πόλη κοντά στην πηγή, όπου στεκόταν ακόμη μαζί με τις καμήλες και περίμενε. Τον προσκάλεσε στο σπίτι και τον περιποιήθηκε.
Ο δούλος του Αβραάμ τους διηγήθηκε όλη την ιστορία, τι του είπε ο κύριός του, πως ξεκίνησε από τη Χαναάν, πως έφτασε στη Μεσοποταμία και τι επακολούθησε στην πηγή με τη Ρεβέκκα. Κατόπιν τους είπε αν δέχονται η Ρεβέκκα να παντρευτεί με τον Ισαάκ.
Ο Λάβαν και ο Βαθουήλ αποκρίθηκαν: «Από τον Κύριο προέρχεται αυτό το πράγμα! Εμείς δεν μπορούμε να σου πούμε ούτε ναι ούτε όχι. Να η Ρεβέκκα, είναι στη διάθεση σου. Πάρ' την και πήγαινε, κι ας γίνει σύζυγος του γιου του κυρίου σου, όπως το είπε ο Κύριος».
Όταν ο δούλος του Αβραάμ άκουσε αυτά τα λόγια, έπεσε στη γη και προσκύνησε τον Κύριο. Έπειτα έκανε πλούσια δώρα στη Ρεβέκκα, στον αδερφό της και στη μητέρα της.

Το πρωί, όταν σηκώθηκαν, ετοιμάστηκαν για το μακρύ ταξίδι. Οι γονείς και τα αδέρφια της Ρεβέκκας αφού της ευχήθηκαν και την ευλόγησαν, την άφησαν να φύγει. Κατόπιν ο δούλος του Αβραάμ,  πήρε τη Ρεβέκκα και τις δούλες της και ξεκίνησαν όλοι μαζί για τη Χαναάν.
Στο μεταξύ ο Ισαάκ είχε εγκατασταθεί στα νότια της Χαναάν. Ένα βράδυ κοίταξε μακριά και είδε κάτι καμήλες που πλησίαζαν. Όταν η Ρεβέκκα είδε τον Ισαάκ, ρώτησε το δούλο: «Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που έρχεται να μας συναντήσει;» Ο δούλος απάντησε: «Είναι ο κύριος μου». Τότε εκείνη πήρε το πέπλο και σκεπάστηκε. Ο δούλος διηγήθηκε στον Ισαάκ όλα όσα είχε γίνει. Τότε ο Ισαάκ οδήγησε τη Ρεβέκκα στη σκηνή της μητέρας του της Σάρρας, και την πήρε για γυναίκα του (Γένεση κεφ. 24).

Η Ρεβέκκα όμως ήταν στείρα και ο Ισαάκ προσευχήθηκε στον Κύριο γι' αυτό. Ο Κύριος άκουσε την προσευχή του και η Ρεβέκκα έμεινε έγκυος με δίδυμα στην κοιλιά της. Αυτός που βγήκε πρώτος ήταν εντελώς κόκκινος και τριχωτός σαν μανδύας, και τον ονόμασαν Ησαύ. Μετά βγήκε ο αδερφός του, που με το χέρι του κρατούσε τη φτέρνα του Ησαύ, και τον ονόμασαν Ιακώβ.
Ο Ησαύ έγινε εξαίρετος κυνηγός, άνθρωπος της υπαίθρου, ενώ ο Ιακώβ ήταν ήσυχος άνθρωπος, που του άρεσε να μένει στη σκηνή. Ο Ισαάκ αγαπούσε τον Ησαύ, γιατί του άρεσαν τα φαγητά του κυνηγιού ενώ η Ρεβέκκα αγαπούσε τον Ιακώβ (Γένεση 25,20-28).

Εκείνη την εποχή στη χώρα έπεσε πείνα. Ο Ισαάκ και η Ρεβέκκα πήγαν και εγκαταστάθηκαν στα Γέραρα. Όταν οι άνθρωποι του τόπου τον ρωτούσαν για τη γυναίκα του, ο Ισαάκ έλεγε ότι ήταν αδερφή του, γιατί φοβόταν μήπως, αν έλεγε πως ήταν γυναίκα του, τον σκότωναν επειδή η Ρεβέκκα ήταν όμορφη. Όταν ο Αβιμέλεχ, ο βασιλιάς του τόπου, έμαθε την αλήθεια, έδωσε σε όλο το λαό τη διαταγή, πως όποιος πειράξει τον Ισαάκ και τη γυναίκα του θα θανατωθεί.
Επειδή οι κάτοικοι του τόπου φθόνησαν τον Ισαάκ για τα αγαθά του, Αβιμέλεχ ζήτησε τότε από τον Ισαάκ να φύγει από την περιοχή τους. Έτσι ο Ισαάκ και η Ρεβέκκα έφυγαν από 'κει και εγκαταστάθηκαν κοντά στην κοιλάδα των Γεράρων (Γένεση 26,1-25).

Έτσι τα χρόνια είχαν περάσει και ο Ισαάκ είχε πια γεράσει. Τα μάτια του είχαν εξασθενήσει τόσο που δεν έβλεπε καθόλου. Μια μέρα κάλεσε τον Ησαύ, το μεγαλύτερο γιο του να πάει στην εξοχή και να του φέρει κυνήγι, να του ετοιμάσει ένα νόστιμο φαγητό, όπως του αρέσει, και  να τον ευλογήσει πριν πεθάνει.

Η Ρεβέκκα άκουσε αυτά που έλεγε ο Ισαάκ στο γιο του τον Ησαύ. Όταν λοιπόν αυτός βγήκε στην εξοχή να κυνηγήσει και να φέρει το κυνήγι στον πατέρα του, εκείνη είπε στο γιο της τον Ιακώβ: «Πήγαινε στο κοπάδι και φέρε δυο καλά κατσικάκια. Εγώ θα τα μαγειρέψω για τον πατέρα σου πολύ νόστιμα, όπως του αρέσουν. Εσύ θα του τα πας, και θα τα φάει, για να σε ευλογήσει πριν πεθάνει».
Ο Ιακώβ της είπε: «Ναι, αλλά ο αδερφός μου ο Ησαύ είναι τριχωτός, ενώ εγώ δεν είμαι. Ίσως ο πατέρας μου με ψηλαφίσει και καταλάβει ότι τον κοροϊδεύω, έτσι θα προκαλέσω κατάρα εναντίον μου αντί για ευλογία».
Αλλά η μητέρα του του είπε: «Η κατάρα πάνω μου, παιδί μου! Μόνο άκουσε αυτά που σου λέω και πήγαινε να μου φέρεις τα κατσίκια».
Ο Ιακώβ πήγε, τα πήρε και τα έφερε στη μητέρα του. Εκείνη του έκανε ένα πολύ νόστιμο φαγητό, όπως το ήθελε ο πατέρας του. Μετά πήρε από τα ρούχα του Ησαύ, του μεγαλύτερου γιου της, τα πιο καλά που υπήρχαν στο σπίτι και έντυσε τον Ιακώβ. Με το δέρμα των κατσικιών κάλυψε τα χέρια του και τον άτριχο λαιμό του και του έβαλε στα χέρια το νόστιμο φαγητό, που είχε ετοιμάσει, καθώς και το ψωμί.

Ο Ιακώβ τα πήγε στον πατέρα του και κατάφερε να του πάρει την ευλογία. Μόλις ο Ισαάκ τέλειωσε την ευλογία του προς τον Ιακώβ, γύρισε ο αδερφός του ο Ησαύ από το κυνήγι. Ετοίμασε κι αυτός ένα νόστιμο φαγητό και το πήγε στον πατέρα του. Ο Ισαάκ παρόλο που κατάλαβε την απάτη, δεν πήρε πίσω την ευλογία που έδωσε στον Ιακώβ.
Έτσι ο Ησαύ μίσησε τον Ιακώβ και η Ρεβέκκα προκειμένου να γλιτώσει τον Ιακώβ από την οργή του αδερφού του, τον έστειλε στη Χαρράν, στον αδελφό της το Λάβαν στη Μεσοποταμία, μέχρι να ξεθυμάνει ο θυμός του (Γένεση 27,1-46 και 28,1-9).

Η Ρεβέκκα από τότε δεν ξαναείδε τον Ιακώβ. Μετά από 20 χρόνια που ο Ιακώβ επέστρεψε στη Χαναάν, βρήκε τη μητέρα του νεκρή στον οικογενειακό τάφο, που ήταν μέσα σε σπηλιά στον αγρό Μαχπελά (Γένεση 49,31). Η Ρεβέκκα εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως Αγία την Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως (Κυριακή των Προπατόρων.

Πηγή:http://users.sch.gr/aiasgr/Agiologia/Palaia_Diathikh/Dikaioi/Dikaih_Rebekka.htm
1
Προσθήκη σχολίου…

ΑΓΙΑ ΚΟΡΗ. ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ: 50 ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΑΣΧΑ.



site analysis

η εικόνα δεν εμφανίζεται

Πρέπει εξ’ αρχής να αναφέρουμε ότι η Αγία Κόρη δεν αναγνωρίστηκε από την επίσημη εκκλησία Αγία , διότι δεν υπάρχουν πλήρη αποδεικτικά στοιχεία. Ούτε Ιερά λείψανά της έχουμε, ούτε και το όνομά της δεν γνωρίζουμε. Αναγνωρίστηκε όμως στη συνείδηση των ευλαβών Χριστιανών, οι οποίοι και μαρτυρούν πληθώρα θαυμάτων.

Για τη ζωή της Αγίας Κόρης, δυστυχώς, λίγα στοιχεία υπάρχουν. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς την προέλευσή της, αλλά ούτε και το όνομά της (γι’αυτό και ονομάστηκε Κόρη, δηλαδή κορίτσι ). Με την Αγία ασχολήθηκε ο θεολόγος – συγγραφέας κ. Λάζαρος Τσακιρίδης ο οποίος συγκέντρωσε σε βιβλίο όλες τις προφορικές παραδόσεις γύρω από την Αγία.

Οι διάφορες παραδόσεις αλληλοσυγκρούονται στις λεπτομέρειες, αλλά ο πυρύνας τους είναι ο ίδιος. Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι η Αγία Κόρη έζησε την εποχή της Τουρκοκρατίας και μάλιστα επί της εποχής του τυράνου της Ηπείρου Αλή πασά (1788 – 1822 μ.Χ.). Ήταν κοπέλα εξαιρετικής καλλονής. Η σωματική της ωραιότητα όμως συμβάδιζε με την ωραιότητα της ψυχής της. Στολίδια της ήταν η σεμνότητα, η ευσέβεια και η εγκράτεια.

Αν και σε πολύ νεαρή ηλικία, είχε ώριμη σκέψη. Αντιστάθηκε σε όλες τις ηδονές που γλυκά και ύπουλα έρχονται να καταστρέψουν τις νεανικές ψυχές. Είναι πολύ πιθανό μάλιστα να είχε αποφασίσει να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό.

Κατά πάσα πιθανότητα καταγόταν από ένα χωριό των Ιωαννίνων. Σύμφωνα με την παράδοση, ένας σπιούνος του Αλή πασά είδε την Αγία Κόρη, έμεινε έκπληκτος από την ομορφιά της και την πρόδωσε στον Αλή πασά. Αυτός διέταξε με μεγάλη μυστικότητα ένα απόσπασμα να κυκλώσει το σπίτι της, να τη συλλάβουν και να τη μεταφέρουν στο χαρέμι του. Ο Θεός όμως δεν άφησε τη νεανική αυτή ψυχή αβοήθητη.

Μέσα στο απόσπασμα που στάλθηκε να συλλάβει την Κόρη, υπήρχε και ένας Έλληνας ο οποίος αντέδρασε εσωτερικά για την άτιμη αυτή πράξη του Αλή, διότι γνώριζε την αρετή της Κόρης. Τα μεσάνυχτα έφυγε διακριτικά από το απόσπασμα και πήγε στο χωριό, όπου βρήκε την αγνή Κόρη και της είπε πως, αν θέλει να σωθεί από τους Τούρκους, οι οποίοι έρχονται να τη συλλάβουν, πρέπει αμέσως να φύγει. Αυτή πήρε τότε μια εικόνα της Παναγίας βρεφοκρατούσας και έφυγε.

Μετά από πολλές κακουχίες, αγωνίες και βάσανα έφτασε στον Όλυμπο και βρήκε καταφύγιο στην παλιά Βροντού. Δεν γνωρίζουμε αν σε όλο το δύσκολο ταξίδι της ήταν μόνη της. Είναι σίγουρο πως μεταξύ μερικών χωριών της Ηπείρου και της Βροντούς υπήρχε επικοινωνία, διότι πολλοί Ηπειρώτες έρχονταν και δούλευαν ως υλοτόμοι. Πάντως στην παλιά Βροντού δεν θα πρέπει να έμεινε για μεγάλο διάστημα, διότι δεν μπορούσε να έχει ασφάλεια. Η Κόρη επιμελώς έκρυβε το όνομά και την καταγωγή της, αλλά είναι πιθανό να την αντιλήφθηκαν Τούρκοι απεσταλμένοι του Αλή και τότε η Αγία κατέφυγε στο τελευταίο της καταφύγιο, τη γνωστή σήμερα χαράδρα, όπου επιδόθηκε στην προσευχή.

Κατά το διάστημα της παραμονής της στη χαράδρα ανακάλυψε κάποια σπηλιά όπου και κρυβόταν. Τρεφόταν με κράνα και ρίζες, αλλά είναι πολύ πιθανό να την πλησίασαν αρκετές φορές κτηνοτρόφοι και να της πρόσφεραν τροφή. Η Αγία βέβαια δεν αποκάλυπτε την καταγωγή της ούτε και το όνομά της.

Υπάρχει μια πληροφορία ότι ο τότε ηγούμενος της Ιεράς Μονής Πέτρας Ολύμπου έβλεπε ένα φωτεινό Σταυρό πάνω από το σημείο της σπηλιάς. Ξεκίνησε με μοναχούς να επισκεφθούν το σημείο και μόλις έφθασαν τον κατέβασαν με σχοινιά. Τότε προχώρησε προς το σημείο που έλαμπε ο Σταυρός και αντίκρυσε την άγνωστη Κόρη, καταβεβλημένη και σκελετωμένη από τις κακουχίες. Ο ηγούμενος συγκινημένος τη ρώτησε πως βρέθηκε εκεί. Αυτή εξασθενημένη, ζήτησε να μεταλάβει. Τη στιγμή που κοινωνούσε ακούστηκε μια βοή. Άνοιξε ο βράχος και βγήκε Αγίασμα. Αυτό το περιστατικό μας θυμίζει το ανάλογο με την Οσία Μαρία την Αιγυπτία την οποία κοινώνησε ο Αββάς Ζωσιμάς.

Μετά από καιρό κτηνοτρόφοι βρήκαν νεκρό και σκελετωμένο το κορμί της μέσα στη ρεματιά. Λέγεται μάλιστα πως ο τόπος όλος ευωδίαζε. Οι κάτοικοι την έθαψαν στον ίδιο τόπο με ευλάβεια και σεβασμό. Μάλιστα έκτισαν και προσκυνητάρι και επισκέπτονταν πολύ συχνα τον τόπο, όπου προσκυνούσαν και άναβαν κεριά.

Με τον καιρό έγινε προσκύνημα και η Κόρη αναγνωρίστηκε Αγία στη συνείδηση των πιστών. Μάλιστα το νερό που ανέβλυζε κάτω από το προσκυνητάρι έγινε Αγίασμα το οποίο θεράπευε και θεραπεύει διάφορες ψυχικές και σωματικές ασθένειες. Οι ηλικιωμένοι θυμούνται πως, πριν το 1940 μ.Χ., υπήρχε στο προσκυνητάρι και το εικόνισμα που, όπως αναφέραμε, έφερε μαζί της η Αγία Κόρη.

Παλαιότερα υπήρχαν και κάποιες ευλαβικές συνήθειες των προσκυνητών. Όταν επισκέπονταν το προσκυνητάρι ήταν αμίλητοι. Επίσης δεν ξαναπήγαιναν την ίδια μέρα. Μάλιστα επειδή η Αγία Κόρη ήταν παρθένος, ποτέ δεν πήγαιναν κοντά στο προσκυνητάρι ταυτόχρονα άνδρας και γυναίκα, λόγω σεβασμού.

Στη Βροντού από παλια οι κάτοικοι τραγουδούσαν και απέδιδαν στην Αγία Κόρη και το εξής τραγούδι:
Τούρκος τη ζητεί κόρη Ζαγοριανή.
Τούρκος την ζητεί κι αυτή δεν θέλει.
Όταν το έμαθε, αρχίνσε να κλαίει.
Μάνα μου σφάξε με, Τούρκο δεν παίρνω.
Πέρδικα γίνομαι, στα δάση μπαίνω.
Λουλούδι γίνομαι, στη γη φυτρώνω.

Από τα πολλά θαύματα που αποδίδονται στην Αγία Κόρη, παραθέτουμε τρία:
α) Μια γυναίκα κωφάλαλη από την Κόρινθο, το 1960 μ.Χ., χωρίς να γνωρίζει τίποτα για την Αγία Κόρη, ονειρεύτηκε ότι στον Όλυμπο υπάρχει αγίασμα θαυματουργό. Ρωτώντας, το ανακάλυψε και, αφού με πολλή ευλάβεια προσευχήθηκε, πλύθηκε έπειτα με το αγίασμα. Σε λίγο άκουσε κελαιδίσματα πουλιών και άρχισε να φωνάζει: “τί ακούω; τί ακούω;” όταν έφυγε πέρασε από το χωριό Βροντού. Ήρθε μέσα στο καφενείο του χωριού και ομολόγησε το θαύμα. Το άκουσαν μερικοί κάτοικοι από την ίδια και διαδόθηκε.

β) Μια γυναίκα από την Αθήνα με παραλυσία στο σβέρκο και συγκύπτουσα στην κεφαλή, αφού προηγουμένως γύρισε πολλούς γιατρούς χωρίς θεραπεία, πληροφορήθηκε για την Αγία Κόρη. Την επισκέφθηκε γεμάτη πίστη και λαχτάρα. Τη χειραγωγούσαν, ενώ κατέβαινε τα σκαλοπάτια για το αγίασμα. Την ώρα που πλενόταν με το αγίασμα θεραπεύτηκε.

γ) Ο κ. Τσορματζίδης Παναγιώτης από την Κατερίνη, το 1962 - 63 μ.Χ., είδε το μικρό παιδί του Γεώργιο να προσβάλλεται από μια μόλυνση στο πρόσωπο το οποίο γέμισε σπυριά. Τότε μια παρέα πήγαν στην Αγία Κόρη και λειτουργήθηκαν. Μετά τη Λειτουργία ο πατέρας έπλυνε το παιδί αρκετές φορές στο αγίασμα. Έμειναν όλη την ημέρα στην Αγία Κόρη και το βράδυ γύρισαν στο σπίτι τους. Την επομένη είδαν με έκπληξη ότι όλες οι πληγές του παιδιού έφυγαν. Κάποια στίγματα που έμειναν στο πρόσωπό του, έφυγαν τις επόμενες μέρες. Το παιδί αυτό σήμερα είναι μοναχός.

Σημείωση: Στις μέρες μας η πανήγυρη γίνεται την ημέρα της Αγίας Τριάδας.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θῦμα εὐπρόσδεκτον τὴν παρθενίαν τὴν σήν, Χριστῷ προσενήνοχας ἀνδρειοτάτῃ ψυχῇ, μισοῦσα τὰ πρόσκαιρα· ὅθεν Ἁγία Κόρη, ἀναβλύζεις ἰάσεις, πᾶσι τοῖς προσιοῦσι, τῷ ἁγίῳ σου τάφῳ, καὶ πίνουσιν ἐν πίστει, ἐκ τοῦ σοῦ ἁγιάσματος.

Μεγαλυνάριον
Χαῖρε Ἁγία Κόρη Νύμφη Χριστοῦ, χαῖρε τοῦ Ὀλύμπου καὶ Ἰωαννίνων θεῖος βλαστός, χαῖρε ἡ τὰς νόσους, καὶ ὄμματα θεραπεύεις, καὶ πάσης βλάβης σώζεις, ῳς καλλιπάρθενος.
6/5/16



Η ΑΓΙΑ ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΣ ΑΡΤΕΜΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ.



site analysis
 


Η Αγία Παρθενομάρτυς Αρτεμία μαρτύρησε το 309 στη Ρώμη, την πόλη των Μαρτύρων, μαζί με πολλούς Χριστιανούς. Πρίν 6 χρόνια είχε μαρτυρήσει η μητέρα της βασίλισσα Αγία Αλεξάνδρα η σύζυγος του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (+303). Η Αγία Αρτεμία ήταν η κόρη του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, και έπασχε από δαιμόνιο. Μαθαίνοντας ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός ότι ο κρατούμενος για την Χριστιανική του Πίστη Άγιος Κυριακός ο Διάκονος μπορούσε να θεραπεύσει τις αδυναμίες και τα δαιμόνια, ο αυτοκράτορας τον κάλεσε στο άρρωστο κορίτσι και ο Άγιος Κυριακός ο Διάκονος την θεράπευσε με την προσευχή του. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη θεραπεία της κόρης του, ο αυτοκράτορας απελευθέρωσε τον Διάκονο Κυριακό, τον Σμάραγδο και τον Λάργο. Σύντομα ο αυτοκράτορας έστειλε τον Άγιο Κυριακό στην Περσία για να θεραπεύσει την κόρη του Πέρση αυτοκράτορα. Μετά την επιστροφή του στη Ρώμη, ο Άγιος Κυριακός συνελήφθη με τις διαταγές του αυτοκράτορα Γαλέριου, το γαμπρό του Διοκλητιανού ο οποίος είχε παραιτήθεί και αποσυρθεί από αυτοκράτορας. Ο Γαλέριος ήταν πολύ ενοχλημένος με τον προκάτοχό του, επειδή η κόρη του Αρτεμία είχε μεταστραφεί στον Χριστιανισμό. Έδωσε εντολή να συρθεί ο Άγιος Κυριακός πίσω από άρμα του γυμνός, στούς δρόμους της Ρώμης και έτσι όπως ήταν ματωμένος και με αλυσσίδες να γελοιοποιηθεί από τα πλήθη. Ο Άγιος Μάρκελλος Α´ Επίσκοπος Ρώμης, κατήγγειλε δημοσίως τον αυτοκράτορα για την σκληρότητά προς τους αθώους Χριστιανούς. Ο αυτοκράτορας διέταξε να κτυπήσουν τον Άγιο Επίσκοπο με ράβδους και άλλα μαρτύρια. Οι Άγιοι Κυριακός, Σμάραγδος, Λάργος και ένας άλλος κρατούμενος ο Κρεσκεντιανός πέθαναν από φρικτά βασανιστήρια. Την ίδια στιγμή η κόρη του αυτοκράτορα Αρτεμία και άλλοι 21 κρατούμενοι είχαν επίσης εκτελεστεί μαζί με τον Άγιο Κυριακό. Ο Άγιος Ιερομάρτυς Μάρκελλος Επίσκοπος Ρώμης περιορίσθηκε και κλείσθηκε από τον αυτοκράτορα Μαξέντιο σε Χριστιανικό ναό, τόν οποίο είχαν ἱδρύσει οἱ παρθένες Πρίσκιλλα καί Λουκίνη (Λουκία), και ο οποίος μετατράπηκε σε σταύλο. ᾿Εκεί πέθανε από τις  κακουχίες και τα βάσανα μακριά από τήν Επισκοπική έδρα του στην οποία έμεινε για ένα μόλις χρόνο. ᾿Ενταφιάσθηκε στις Κατακόμβες της Αγίας Πρισκίλλης. Οι συμμάρτυρες της Αγίας Παρθενομάρτυρος Αρτεμίας κόρης του αυτοκράτορα Διοκλητιανού είναι τουλάχιστον 22 Μάρτυρες. Μερικοί από αυτούς είναι οι εξής: Άγιοι Μάρκελλος Ἐπίσκοπος Ρώμης, Σισίνος Διάκονος, Κυριακός Διάκονος, ἱερομάρτυρες στή Ρώμη. Άγιοι Σμάραγδος, Λάργος, Ἀπρονιανός, Παππίας, Μαῦρος, Κρεσκεντιανός, μάρτυρες στή Ρώμη.
Πρίσκιλλα και Λουκίνη, μάρτυρες στή Ρώμη. Μαρτύρησαν το 309 στη Ρώμη και η μνήμη τους είναι στις 7 & 16 Ιουνίου.