Τρίτη 25 Ιουλίου 2017

Βίος Αγίας Παρασκευής της Οσιοπαρθενομάρτυρος (26 Ιουλίου)-



site analysis






image002(889)Καταγωγή, γέννηση και ανατροφή
Κατά το α΄ μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα στην αρχαία κοσμοκράτειρα Ρώμη, ζούσε και το γεμάτο χριστιανική ευσέβεια ζεύγος του Αγάθωνα και της Πολιτείας. Αν και πλούσιοι δεν ζούσαν όπως οι σύγχρονοι τους, με διασκεδάσεις και σπατάλες. Μέριμνα τους καθημερινή ήταν η ελεημοσύνη των φτωχών, η ανακούφιση των ασθενών, η υποστήριξη χηρών και ορφανών.
Ένιωθαν όμως και μια λύπη: Δεν είχαν αποκτήσει παιδιά! Γι’ αυτό και αδιάκοπα προσεύχονταν στον Κύριο να τους χαρίσει έστω και ένα παιδί. Και για να ενισχύσουν το αίτημα τους,πολλαπλασίαζαν τις φιλανθρωπίες τους. Και, ώ του θαύματος η αρμονική και ευσεβής συζυγία τους, με τη χάρη του Θεού που εισακούει τις προσευχές των πιστών, απέκτησε τον καρπό της. Η Πολιτεία έμεινε έγκυος και έφερε στον κόσμο ένα κοριτσάκι. το όποιο, επειδή γεννήθηκε την έκτη ημέρα της εβδομάδας, ονόμασαν Παρασκευή.
Η μητέρα της Πολιτεία την κατηύθυνε σε έργα θεάρεστα, την ανέτρεφε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», της μάθαινε τα ιερά γράμματα, την οδηγούσε στην εκκλησία. Όταν δε έφθασε στην εφηβική και την πρώτη νεανική ηλικία, παρά τη σωματική ωραιότητα της, ελκύσθηκε η ψυχή της από τον παρθενικό βίο και, καθώς αναφέρουν οι βιογράφοι της «όχι μόνον τους οφθαλμούς, οι όποιοι είναι οδός τον έρωτος, εφύλαττεν από θεωρίαν ανδρών», αλλά και καθετί που θα στεκόταν εμπόδιο στην κατά Χριστόν ζωή.
Θάνατος των γονέων, διανομή της περιουσίας
Όταν η Παρασκευή έφθασε στην ηλικία των 20 χρόνων, ο Κύριος της ζωής και του θανάτου κάλεσε κοντά του τους γονείς της. Εκείνη έμεινε μόνη και κάτοχος της μεγάλης πατρικής περιουσίας. Όπως και πριν, πολλαπλασιάστηκαν οι προτάσεις γάμου εκ μέρους πολλών νέων αντρών. Η Παρασκευή όμως δεν συγκινήθηκε απ’ αυτές. Πούλησε όλη την περιουσία της και μοίρασε το αντίτιμο της στους φτωχούς, τους εμπερίστατους, τις χήρες και τα ορφανά, ένα δε μέρος το πρόσφερε «εἰς κοινόν ταμεῖον παρθένων, αἵ ὁποῖαι ἔζων ὁμού, ἀφιερωμέναι εἰς τά ἔργα τοῦ ἐλέους καί εἰς τήν διάδοσιν τοῦ Εὐαγγελίου».
Η ίδια αφιέρωσε ολοκληρωτικά τον εαυτό της στην προσευχή, την ελεημοσύνη, τη διάδοση των αληθειών της χριστιανικής πίστης. Πολλοί από τους ειδωλολάτρες που την άκουγαν προσελκύονταν στην χριστιανική πίστη, απαρνούμενοι τα είδωλα.
Αυτό όμως, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την οργή και το φθόνο των φανατικών εθνικών και των Ιουδαίων. Οι οποίοι έσπευσαν να καταγγείλουν το γεγονός στον αυτοκράτορα Αντωνίνο, λέγοντας του ότι «κάποια γυναίκα, που λέγεται Παρασκευή, κηρύττει τον Ιησού, τον Υιό της Μαρίας» και υποστηρίζει πως «αυτός είναι μόνος Θεός αληθινός.
Ενώπιον του αυτοκράτορα
Ακούγοντας την καταγγελία αυτή ο Αντωνίνος θύμωσε πολύ να συλλάβουν την Παρασκευή. Ο Αντωνίνος προσπάθησε με κολακείες και υποσχέσεις να την πείσει ν’ αρνηθεί τη χριστιανική πίστη και να προσέλθει στην εθνική θρησκεία της πολυθείας. Βρέθηκε όμως μπροστά σε μια ψυχή με ανδρείο φρόνημα και ακλόνητη πίστη στο Χριστό. Έβλεπε ότι δεν επηρεάζεται από τα λόγια του. Αλλά στα κολακευτικά του λόγια απάντησε η Παρασκευή: «Μη νομίσεις, βασιλιά, ότι με τις κολακείες αυτές ή με παρόμοιους φοβερισμούς θα αρνηθώ τον γλυκύτατο μου Ιησού Χριστό, διότι δεν υπάρχει κανένας βασανισμός, ούτε τιμωρία, ούτε παιδεμός, που να με χωρίσει από την αγάπη του».
Τα πρώτα μαρτύρια της Αγίας
Ακούγοντας αυτά ο αυτοκράτορας διέταξε τον βασανισμό της. Πύρωσαν μέσα σε δυνατή φωτιά μια σιδερένια περικεφαλαία. Όταν αυτή κοκκίνισε την τοποθέτησαν στο κεφάλι της αθλήτριας του Χριστού. Ο Κύριος όμως έκανε το θαύμα του και την προστάτεψε.
Τότε πολλοί ειδωλολάτρες που είδα το θαύμα αυτό πίστεψαν στο Χριστό και ομολόγησαν την αλλαγή τους αυτή μπροστά στο αυτοκράτορα. Ο οποίος και εξαιρετικά θυμωμένος διέταξε να τους αποκεφαλίσουν. Τη δε Παρασκευή να κλείσουν σε φυλακή.
Ο Συναξαριστής της αναφέρει ότι γύρω στα μεσάνυχτα εμφανίσθηκε μπροστά στην Αγία άγγελος Κυρίου. Κρατούσε στα χέρια του φωτεινό σταυρό, κάλαμο, σπόγγο και στεφάνι και είπε προς αυτήν: «Χαῖρε, Παρασκευή, ἀθληφόρε τοῦ Κυρίου! Μή φοβᾶσαι τά βασανιστήρια τοῦ αὐτοκράτορα. Διότι ὁ Κύριος πού καταδέχθηκε νά σταυρωθεῖ γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, θά εἶναι βοηθός καί θά σέ λυτρώσει ἀπό κάθε μελλοντική δοκιμασία σου». Αυτά της είπε ο άγγελος κι αφού την έλυσε από τα δεσμά πέταξε στους ουρανούς. Η δε Παρασκευή, γεμάτη θάρρος και γαλήνη στην καρδιά της, συνέχισε να υμνεί και να δοξολογεί τον Κύριο και Θεό της.
Την επόμενη μέρα ο αυτοκράτορας δίνει εντολή να κρεμάσουν την Παρασκευή από τα μαλλιά της σ’ ένα όρθιο ξύλο και με λαμπάδες αναμμένες να καίνε τις μασχάλες και άλλα μέλη του σώματος της. Όμως ο Ιησούς Χριστός τη διαφύλαξε σώα και αβλαβή. Εκείνη προσευχόταν, ενώ ελεεινολογούσε τους ψεύτικους θεούς των ειδωλολατρών.
images (39)
Το θαύμα που την ανέδειξε προστάτιδα των ματιών
Βλέποντας αυτά διέταξε λοιπόν να βράσουν δυνατά σε ένα μεγάλο καζάνι λάδι και πίσσα και να ρίξουν μέσα την Παρασκευή. Και πάλι όμως η παντοδύναμη πρόνοια του Θεού την λύτρωσε. Απορημένος ο αυτοκράτορας δεν πίστευε στα μάτια του. Πλησίασε λοιπόν στο καζάνι και απευθυνόμενος στην μάρτυρα του Χριστού της είπε: «Ράντισε με, με το λάδι αυτό, για να διαπιστώσω αν πραγματικά είναι καυτό, όπως και η πίσσα. Γιατί νομίζω ότι βλέπω κάτι που μοιάζει με φαντασία, αφού δεν κατακαίεσαι».
Η αγία Παρασκευή συμμορφώθηκε. και με τη χούφτα της έριξε στο πρόσωπο του λάδι και πίσσα. Αμέσως ο βασιλιάς έχασε το φως των ματιών του. Πανικοβλημένος φώναξεδυνατά: «Ἐλέησον μέ, δούλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, καί δός μοί τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καί πιστεύσω εἰς τόν Θεόν, ὄν σύ κηρύττεις». Πράγματι, η αγία Παρασκευή προσευχήθηκεστο Σωτήρα Χριστό. Ο Αντωνίνος πίστεψε, ξαναβρήκε το χαμένο φως και μαζί μ’ αυτόν αρκετοί αξιωματούχοι της Ρώμης προσχώρησαν στη χριστιανική πίστη, όπως αναφέρει η Παράδοση. Έκτοτε η μεν αγία Παρασκευή θεωρείται από τους χριστιανούς ως προστάτιδα των ματιών και των τυφλών, ο δε αυτοκράτορας διέταξε να πάψουν οι διωγμοί κατά των χριστιανών και άφησε ελεύθερη την αθλήτρια του Χριστού.
Διαδίδει τη χριστιανική πίστη σε άλλες περιοχές
Ύστερα από το γεγονός τούτο η φλογερή Ιεραπόστολος Παρασκευή επεξέτεινε τη δράση της σε άλλες περιοχές, πέρα της Ρώμης. Στο μεταξύ είχε πεθάνει ο Αντωνίνος και στο θρόνο της κοσμοκράτειρας Ρώμης ανέβηκε ο Μάρκος Αυρήλιος (161-180 μ.Χ.). Νέοι διωγμοί ξέσπασαν κατά των χριστιανών. Έτσι, όταν η Αγία μας βρέθηκε σε κάποια πόλη,στην οποία διοικητής ήταν ο Ασκληπιός, συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του για να δικαστεί, επειδή κήρυττε αντίθετη προς των ειδολολατρών πίστη.
Απαλλάσσει μια πόλη από το φοβερό δράκοντα
Ο Ασκληπιός έδωσε εντολή να μεταφέρουν την ομολογήτρια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στο μεγάλο και φοβερό δράκοντα που έμενε έξω από την πόλη και ήταν ο φόβος και ο τρόμος των κατοίκων. Σ’ αυτόν έριχναν για τροφή τους καταδίκους και τους χριστιανούς.
Όταν η Αγία πλησίασε στο σημείο που έμενε ο δράκοντας, εκείνος βρυχήθηκε άγρια και έβγαλε από τα ρουθούνια του καπνό και φλόγες από το στόμα του, σα να ήθελε να την καταπιεί. Εκείνη όμως του είπε αυστηρά: «Θηρίο πονηρό, ήρθε η ώρα του αφανισμού σου, γιατί πολλούς μέχρι τώρα κατασπάραξες χωρίς λόγο». Και μόλις έκανε το σημείο του σταυρού και φύσηξε προς τον δράκοντα, ώ του παραδόξου θαύματος! Ο τρομερός εκείνος δράκοντας σφύριξε δυνατά στριφογύρισε γύρω από τον εαυτό του και άνοιξε στα δύο!
Το μέγα τούτο θαύμα συγκλόνισε τον Ασκληπιό, τους άλλους αξιωματούχους και το πλήθος που παρακολουθούσε τα γενόμενα. Και συνετέλεσε στο να πιστέψουν στο Θεό της Αγίας Παρασκευής και αργότερα να βαπτισθούν.
Νέα μαρτύρια με εντολή του Ταρασίου
Η Αγία συνέχισε το έργο της και έφθασε σε άλλη περιοχή, διοικητής της οποίας ήταν ο Ταράσιος. Χωρίς να χάνει χρόνο άρχισε να μιλάει για τον Ιησού Χριστό και να προσελκύει κοντά του τους καλοπροαίρετους εθνικούς. Σύντομα το νέο έφτασε στ’ αυτιά και του Ταρασίου έδωσε εντολή να την συλλάβουν. Ο οποίος διέταξε να γεμίσουν ένα μεγάλο χάλκινο δοχείο με λάδι, πίσσα, και μόλυβδο. Να βάλουν από κάτω δυνατή φωτιά και όταν αρχίσει να κοχλάζει το μίγμα, να ρίξουν μέσα την αγία Παρασκευή. Πράγμα που έγινε αμέσως.
Αλλά ο Θεός έκανε και πάλι θαύμα μέγα, έστειλε τον άγγελο του και τη μεν φλόγα έσβησε τελείως, τα δε κοχλάζοντα τρία στοιχεία του μίγματος τα έκανε πιο κρύα από το νερό. Κι ενώ αρκετοί από τους παρόντες ομολογούσαν πίστη στο Θεό της Αγίας, ο σκληρόκαρδος Ταράσιος έδωσε εντολή στους στρατιώτες του να συνεχίσουν με το βασανιστήριο του τανύσματος. Την κάρφωσαν στο δάπεδο με τεντωμένα τα τέσσερα άκρα της και τοποθέτησαν επάνω στο στήθος της βαριά πλάκα!
Κι ενώ η οσιοπαρθενομάρτυς υπέμεινε και προσευχόταν, «φαίνεται προς αυτήν ο Χριστός», καθώς αναφέρει ο Συναξαριστής, δορυφορούμενος από πλήθος αγγέλων και αρχαγγέλων και της είπε: «Χαῖρε, Παρασκευή, καλιπάρθενε. Μή δειλιάσεις στά βασανιστήρια, γιατί ἡ χάρη μου θά εἶναι μαζί σου, γιά νά σέ σώζει ἀπό κάθε πειρασμό. Δεῖξε λίγη ὑπομονή ἀκόμη καί θά ἔρθεις στήν αἰώνια βασιλεία, κοντά μου». Και λέγοντας αυτά, θεράπευσε τις πληγές της και την απελευθέρωσε από τα δεσμά της.
Το επόμενο πρωί οδήγησαν και πάλι την Αγία ενώπιον του Ταρασίου. Έκπληκτος εκείνος, όταν την αντίκρυσε υγιή, απέδωσε την επούλωση των πληγών της στους θεούς των  Ρωμαίων και την κάλεσε να προσέλθει στο ναό τους, να τους προσκυνήσει και να λάβει μεγάλες δωρεές από τον ίδιο. Η Παρασκευή του απάντησε: «Δεν μου έδωσαν την υγεία οι  θεοί σου, οι ψεύτικοι και ανύπαρκτοι, αλλά ο Χριστός, ο μόνος αληθινός Θεός, στον όποιο πιστεύω και αυτόν λατρεύω». Έπειτα δέχθηκε να μεταβούν μαζί στο ναό των ειδώλων.
Τους ακολούθησαν πολλοί αξιωματούχοι και πλήθος εθνικών, νομίζοντας ότι η Παρασκευή θα πρόσφερε θυμίαμα στα είδωλα. Όμως διαψεύσθηκαν!
agia_paraskevi_637
Πέφτουν και συντρίβονται τα είδωλα
Μόλις μπήκαν στο ναό η Αγία απευθυνόμενη προς το είδωλο του Απόλλωνα, έκανε το σημείο του σταυρού. Το δαιμόνιο που βρισκόταν μέσα στο άγαλμα, φώναξε δυνατά:
«Δεν είμαι εγώ θεός, ούτε και κανένας άλλος από μας. Μόνος αληθινός Θεός είναι αυτός που κηρύττει η Παρασκευή…». Και στη στιγμή όλα τα είδωλα , που βρίσκονταν στο ναό κατέπεσαν και συντρίφτηκαν στο δάπεδο.
Αγανακτισμένοι οι ιερείς των ειδώλων όρμησαν κατά της Αγίας και σπρώχνοντας την, την έβγαλαν έξω από το ναό, ζητώντας από τον Ταράσιο να δώσει τέρμα στη ζωή της, για να μη προξενηθεί μεγαλύτερο κακό στην εθνική θρησκεία. Πράγματι, ο Ταράσιος έβγαλε αμέσως διαταγή για τον αποκεφαλισμό της.
«Ξίφει τελειούται»
Οι στρατιώτες πήραν μαζί τους την καλλιπάρθενο αθλήτρια του Χριστού Παρασκευή και την οδήγησαν έξω από την πόλη για να την αποκεφαλίσουν. Εκείνη, όταν έφτασαν στο  καθορισμένο σημείο, ζήτησε να της επιτρέψουν να προσευχηθεί στον ουράνιο Νυμφίο της. Κι ενώ προσευχόταν παραδίδεται ότι ακούστηκε φωνή μυστηριώδης από τους ουρανούς που έλεγε: «Άκουσα την προσευχή σου, Παρασκευή, και θα γίνει αυτό που ζήτησες».
Η οσιομάρτυς έσκυσε το κεφάλι της με πνευματική χαρά και αποκεφαλίστηκε από έναν στρατιώτη. Και η μεν ψυχή της ανήλθε στους ουρανούς, το δε τίμιο και αγιασμένο διά των μαρτυρίων σώμα παρέλαβαν κάποιοι από τους χριστιανούς και το έθαψαν με τιμή και ευλάβεια ο Θεός όμως, βραβεύοντας την οσιομάρτυρα αγία Παρασκευή, έδωσε και γίνονταν θαύματα σε πολλούς που προσέρχονταν στον τάφο της με πίστη και επικαλούνταν τη χάρη της.
Ταῖς αὐτῆς ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον καί σωσον ἠμᾶς!
Ἀπολυτίκιον
Τήν σπουδήν σου τή κλήσει κατάλληλον, ἐργασάμενη φερώνυμε, τήν ὁμώνυμόν σου πίστιν, εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευή Ἀθληφόρε·

ὅθεν προχέεις ἰάματα, καί πρεσβεύεις ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.το Απολυτίκιον της Αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρας Παρασκευής


Για τον παρακλητικό Κανών εις την Αγία Οσιοπαρθενομάρτυρα Παρασκευή πατήστε εδώ
***************************************************************************************************
Άφθονα είναι τα ιάματα που παρέχει η Αγία πρεσβεύοντας στο νυμφίο της Χριστό. Κυρίως όμως προστατεύει από τις παθήσεις των ματιών. Γι’ αυτό και οι οφθαλμίατροι και οπτικοί της Ελλάδας την τιμούν ως προστάτιδά τους.
******************************************************************************************************
Ο βίος της Αγίας Παρασκευής για παιδιά

******************************************************************************************************

Βίος και πολιτεία της Αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος Παρασκευής (Αγίου νέου Οσιομάρτυρος Κοσμά του Αιτωλού)

theologia
…Και πρώτον ας ειπούμεν ποία είναι η καλή γη, που έκαμε τα εκατό. Έχομεν πολλά παραδείγματα να ειπούμεν, μα ας αφήσωμε τα πολλά και ας ειπούμεν ένα. Ας πάρωμεν μίαν γυναίκα παράδειγμα, δια να μη παραπονούνται αι γυναίκες, και λέγουν πως οι άνδρες ημπορούν να κάνούν καλά και σώνονται, και αυτές είναι αδύνατες και δεν ημπορούν. Και ας πάρωμεν παράδειγμα την αγίαν Παρασκευήν.
Η αγία Παρασκευή ήταν δώδεκα χρονών κορίτσι από γένος ευγενικόν. Απέθανεν ο πατέρας της και η μητέρα της. Κάθεται η Αγία και κάνει έναν πύργον υψηλόν και δυνατόν, και έβαλε τα πράγματά της όλα μέσα. Έβαφε τα μάτια της με μαυράδι, έβανε σκουλαρίκια στα αυτιά της, έβαφε το πρόσωπό της και τα χείλη της με κοκκινάδι, έβανε γερδάνια εις τον λαιμόν της, είχε και δακτυλίδια εις τα δάκτυλά της, είχε και ένα ζωνάρι μαλαματένιο εις την μέσην της, βάνει και ένα φόρεμα ωραιότατον και παπούτσια ως μίαν πιθαμήν υψηλότερα από τα άλλα κορίτσια. Με αυτά εστολιζόταν η αγία. Είναι εδώ κανένα κορίτσι που θέλει να στολίζεται; Ας πάρει παράδειγμα να στολίζεται ωσάν την αγιαν Παρασκευήν.
Τώρα να ιδούμεν ποίος είναι ο πύργος ο υψηλός. Ο υψηλός και δυνατός πύργος είναι ο ουρανός, που εμοίρασεν δηλαδή όλα της τα πράγματα ελεημοσύνην, και τα έστειλεν με τους πτωχούς εις τον Παράδεισον. Με τι έβαφε τα μάτια της; Όχι με μαυράδι ωσάν μερικές γυναίκες ανόητες, που το βάνουν δια να φαίνονται εύμορφες εις τους άνδρας, αλλά εσηκωνόταν η Αγία κάθε αυγή, και ενθυμούμενη τις αμαρτίες των χριστιανών, έκλαιε κτυπώντας το πρόσωπόν της και βρέχοντάς το με δάκρυα. Ποία είναι τα σκουλαρίκια; Είχε τα αυτιά της ανοικτά, στέκοντας με ευλάβειαν δια να ακούη το ιερόν και άγιον Ευαγγέλιον. Με τι έβαφε τα χείλη της; Όχι με κοκκινάδι, αλλά λέγοντας το «Κύριε Ιησού Χριστέ», είχε δηλαδή στα χείλη της την ιδίαν την αλήθεια. Ποίον είναι το γερδάνι που είχεν εις τον λαιμόν της; Είναι από τις νηστείες που έκανε, και έλαμπεν ο λαιμός της ωσάν τον ηλιον. Ποία είναι τα δακτυλίδια; Είναι από τις πολλές μετάνοιες που έκαμνε και εγίνοντο κόμποι κόμποι τα δάκτυλά της. Ποίον είναι το ζωνάρι το μαλαματένιο; Είναι η παρθενία που εφύλαγεν εις όλην της την ζωήν. Ποίον είναι το φόρεμα; Είναι η εντροπή που είχεν εις του λόγου της, και ο φόβος του Θεού που την εσκέπαζε. Ποία είναι τα παπούτσια τα υψηλά; Είναι ο νους της, που τον είχεν εις τον ουρανόν, και δεν τον είχεν εις την γην να στοχάζεται τούτα τα μάταια, τα ψεύτικα, τα γήινα ωσάν τα άλλα κορίτσια. Έτσι εστολιζόταν η Αγία. Αν ίσως και είναι κανένα κορίτσι και θέλει να στολίζεται ωσάν την αγίαν Παρασκευήν, να στοχασθεί τι έκαμεν η Αγία, να κάμει και εκείνη δια να σωθεί.
Έτσι αδελφοί μου, η αγία Παρασκευή έμαθε γράμματα και έγινε σοφωτάτη, επούλησε τα πράγματά της και τα έδωκεν ελεημοσύνην, εφύλαξε παρθενίαν εις όλην της την ζωήν. Την αξίωσεν ο Θεός και έκαμε θαύματα, ιάτρευε τυφλούς και κουφούς και λεπρούς και δαιμονισμένους, και νεκρούς ανέσταινε. Δύο Εβραίοι, τέκνα του διαβόλου, βλέποντες την Αγίαν να κάνει θαύματα, την εφθόνησαν και πηγαίνοντες εις τον βασιλέα Αντωνίνον, ο οποίος ήταν από την παλαιάν Ρώμην, του λέγουν πως είναι χριστιανή. Ακούοντας ο βασιλεύς πως η αγία Παρασκευή πιστεύει εις τον Χριστόν, την κράζει ο βασιλεύς και της λέγει: Παρασκευή, αρνήσου τον Χριστόν και έλα να θυσιάσεις εις τους μεγάλους Θεούς να σε κάμω βασίλισσα. Λέγει του η Αγία: εγώ δεν είμαι τρελλή και ανόητη ωσάν εσένα να αρνηθώ τον Χριστόν μου, και να πηγαίνω με τον διάβολον, να αφήσω την Ζωήν, και να πηγαίνω εις τον θάνατον. Άμποτε εσύ να άφηνες το σκότος και να έλθεις εις το φως. Ακούετε, αδελφοί μου, ένα κορίτσι να ομιλεί με τέτοιαν παρρησίαν εμπρός εις τον βασιλέα; Όποιος έχει τον Χριστόν εις την καρδίαν του δεν φοβάται όλον τον κόσμον. Αν ίσως θέλομεν και εμείς, αδελφοί μου, να μη φοβούμεθα μήτε ανθρώπους μήτε δαίμονας, τον Θεόν να έχωμε πάντοτε εις την καρδίαν μας, και έτσι να μη φοβούμεθα τίποτε. Λέγει της αγίας ο βασιλεύς: τρεις ημέρες σου δίδω διορίαν, διότι αν ίσως και δεν έλθεις να προσκυνήσεις τα είδωλα σε τρεις ημέρες, θα σε θανατώσω, θα σε καύσω μέσα εις ένα καζάνι. Του λέγει η Αγία: Βασιλέα, εκείνο που θέλεις να κάμεις εις τρεις ημέρας, κάμε το τώρα, διατί εγώ δεν αρνούμαι τον Χριστόν μου. Τότε προστάζει ο βασιλεύς και ανάφτουνε μίαν φωτιάν μεγάλην και βάνουν ένα καζάνι γεμάτο πίσσα, θειάφι και κατράμι και βράζει καλά. Βλέποντας η Αγία το καζάνι που έβραζε εχαιρόταν, πως έμελλε να αναχωρήσει από τούτον τον ψεύτικον κόσμον δια να υπάγει εις τον Αληθινόν. Προστάζει ο βασιλεύς να βάνουν την Αγίαν μέσα εις το καζάνι δια να καεί. Έκανε τον σταυρόν της η Αγία και εμβαίνει μέσα. Καρτερεί δύο τρεις ώρες ο βασιλεύς, έβλεπε οπού δεν εκαιγόταν η Αγία. Τότε της λέγει ο βασιλεύς: Παρασκευή, διατί δεν καίεσαι; Του λέγει η Αγία: Ο Χριστός μου το εδρόσισε και δεν καίομαι. Της λέγει ο βασιλεύς: Ράντισέ με και εμένα εις το πρόσωπον να ιδώ, καίει; Επήρεν η Αγία με τα δύο της χέρια και του ρίχνει εις το πρόσωπον, και ευθύς –ω του θαύματος- ετυφλώθηκε και εγδάρθηκε το πρόσωπόν του. Φωνάζει ο βασιλεύς: Μέγας ο Θεός των χριστιανών! Πιστεύω και εγώ τον Θεόν που πιστεύεις και εσύ, Παρασκευή, μόνον έβγα γρήγορα να με βαπτίσεις. Εβγήκεν η αγία Παρασκευή και τον εβάπτισε με όλον του το βασίλειον και εκαθαρίσθη. Εβγήκεν η Αγία Παρασκευή και επήγε και εδίδαξε και ένα άλλο βασίλειον και τους εβάπτισε. Ύστερον την έπιασεν άλλος βασιλεύς και την αποκεφάλισε, και επήγεν εις τον Παράδεισον να χαίρεται πάντοτε. Αυτή η αγία έκαμε τα εκατόν και εκέρδισε πέντε στεφάνους: πρώτον στέφανον έχει να λάβει διατί εμοίρασεν όλα της τα υπάρχοντα ελεημοσύνην, δεύτερον διατί έμαθε γράμματα και έγινε σοφωτάτη, τρίτον διατί εφύλαξε παρθενίαν εις όλην της την ζωήν, τέταρτον διατί εδίδαξε δύο βασιλείς και τους έκαμε χριστιανούς, πέμπτον διατί έχυσε το αίμα της δια την αγάπην του Ιησού Χριστού. Αυτή η Αγία έκαμε τα εκατόν.
Είναι εδώ κανένας από λόγου σας που θέλει να γένη τέλειος ωσάν την αγίαν Παρασκευήν; Ας αγωνίζεται δια να σωθεί…
(Απόσπασμα ομιλίας του Αγίου νέου Ιερομάρτυρος και Ισαποστόλου Κοσμά του Αιτωλού, εις την παραβολήν του Σπορέως. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 325 και εξής…)
(Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)
(Πηγή: "Ορθόδοξη Πορεία")
-----------------------------------------------------------------------------------------------

Οσιοπαρθενομάρτυς Παρασκευή η Θαυματουργός – Ιερομ. Δημητρίου Καββαδία.

Η ιάτειρα των οφθαλμών, Αγία Οσιοπαρθενομάρτυς
Παρασκευή η θαυματουργός.
Οι γονείς της ήταν ευλαβείς χριστιανοί και κατήγοντο από την Γαλλία, περιοχή της Β.Δ. Ιταλίας. Μιλούσαν την ελληνική και λατινική γλώσσα. Είχαν ελληνικά ονόματα. Ωνομάζοντο Αγάθων και Ιππολύτη ή Πολιτεία. Συνήλθαν εις γάμου κοινωνίαν σε νεαρά ηλικία άλλ’ όμως η ένωσί τους δεν ευλογήθη από τον Θεό με την γέννησι τέκνων. Η μεγάλη τους πίστι δεν τους επέτρεπε να απελπίζωνται. Οι δακρύβρεκτες προσευχές τους πλήρεις θερμής πίστεως και υποταγής στο θείον θέλημα, ως εύοσμο θυμίαμα ανέβαιναν στον θρόνο Του κάθε στιγμή του χρόνου επί τριάντα πέντε έτη.
Για λόγους ιερού προσκυνήματος στους τάφους των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου μετέβησαν στην Ρώμη και ακολούθως εγκατεστάθησαν στην σημερινή πόλι Acireale της Σικελίας, εννέα μίλια μακριά από την Κατάνη. Εκεί επεδόθησαν στην μελέτη του νόμου του Θεού και την εξάσκησι των αρετών. Και η πίστι τους δεν άργησε να καρποφορήση…
Η ευλογία του Θεού πλημμύρισε το σπιτικό τους καθώς εγεννήθη η μονάκριβη θυγατέρα τους κατά τους χρόνους του Ρωμαίου Αυτοκράτορος Αδριανού (117-138). Επειδή εγεννήθη κατά την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής του Χριστιανικού Πάσχα που ήταν ημέρα ιερή και πένθιμη καθ’ όσον διηγείται το σταυρικό πάθος του Χριστού, της εδόθη κατά το άγιο βάπτισμα το όνομα «Παρασκευή».
Μεγάλωσε με την πρέπουσα χριστιανική αγωγή και αυξήθηκε κατά την πίστι και την αρετή. Εκ της νεαράς της ηλικίας εζήλωσε την ζωή των αφιερωμένων παρθένων. Και όταν ο Θεός εκάλεσε κοντά του τους αγαθούς γονείς της, εκείνη υπακούοντας στην εντολή του Κυρίου επώλησε τα υπάρχοντά της και εμοίρασε τον πλούτο της στα χέρια των πενήτων και των ενδεών. Αμέσως μετά κατετάγη σε αδελφότητα Κοινοβιακού Παρθενώνος της ευρύτερης περιφέρειας της Ρώμης. Η υπακοή της στην Ηγουμένη και η παραμονή της στο Κοινόβιο ήταν ένα στάδιο βαθειάς εσωτερικής προετοιμασίας για όσα έμελλαν να ακολουθήσουν.
Τα χρόνια της κυλούσαν με προσευχή και εξαγιασμό. Επειδή όμως δεν άντεχε να ζη σε μια πόλι όπου εβασίλευε το σκοτάδι της αθεΐας, η πλάνη του δωδεκαθεϊσμού και η σαρκολατρεία, σε ένα τόπο όπου υφίσταντο φρικτά μαρτύρια οι χριστιανοί, με την ευλογία της Ηγουμένης της εξήλθε του Παρθενώνος για ιεραποστολική εργασία.
Κήρυξε το Ευαγγέλιο και την νέα θρησκεία ανάμεσα σε δωδεκαθεϊστές – ειδωλολάτρες και ιουδαϊστές. Ο φλογερός της λόγος συνωδεύετο από θαύματα τα οποία ετελούσε με την ζέουσα πίστι της χάριτι Θεού για να έλκωνται οι ψυχές των ακροατών στην αλήθεια και την θεογνωσία.
Έσπειρε την ευαγγελική αλήθεια πεζοπορώντας ακούραστα σε κάθε γωνιά της Σικελίας και των Συρακουσών. Εφώτισε με την παρουσία της την Μεγάλη Ελλάδα (Magna Grecia), την Καμπανία και ανέβηκε μέχρι τα περίχωρα της Ρώμης. Η δραστηριότητά της να θηρεύη ψυχές και να τις οδηγή στον Χριστό, εκίνησε τον φθόνο του διαβόλου που εχρησιμοποίησε ως όργανό του τους μισοχρίστους Εβραίους που κατοικούσαν στην Ρώμη. Την συκοφάντησαν ότι υποκινεί εξεγέρσεις εναντίον του Ρωμαϊκού κράτους και έτσι συνελήφθη και ωδηγήθη στον τοπάρχη Αντώνιο και μετά στον αυτοκράτορα Αντωνίνο για να απολογηθή. Παρ’ όλο που ο αυτοκράτορας καθηλώθηκε από την εξαίρετη προσωπικότητά της, εν τούτοις διέταξε την φυλάκισι και τον βασανισμό της. Αφού την εκτύπησαν, της εφόρεσαν στο κεφάλι πυρακτωμένη κασίδα (περικεφαλαία). Επειδή όμως το βασανιστήριο αυτό δεν την έβλαψε παντελώς, πλήθος των παρισταμένων επίστευσαν στον Χριστό και εζήτησαν να βαπτισθούν. Η Αγία τότε προσευχήθη και ένα νέφος με βροχή τους περιέλουσε ενώ ταυτόχρονα ακούγοντο οι βαπτισματικοί λόγοι: «βαπτίζονται ούτοι πάντες εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Αμέσως ο κακοπροαίρετος αυτοκράτορας έδωσε εντολή να αποκεφαλισθούν όλοι και τα σώματά τους να πεταχθούν στον Τίβερι. Την δε Αγία που εθεράπευσε Άγγελος Κυρίου έδωσε εντολή να την βασανίσουν σκληρά. Διέταξε τους δημίους της να βράσουν σε ένα χάλκινο καζάνι πίσσα, λάδι και θειάφι και αφού την ρίξουν μέσα να σκεπάσουν το καζάνι για να βρη οδυνηρό θάνατο. Η έκπληξι όμως όλων ήταν μεγάλη καθώς διεπίστωσαν μετά την αποσφράγιση του καζανιού ότι η Αγία παρέμενε σώα και αβλαβής, γεγονός που ο αυτοκράτορας απέδωσε σε μαγεία.
Την διέταξε να του ρίξη υγρό για να δη αν καίη, πράξι που η Αγία έκανε άμεσα με τις παλάμες της. το πρόσωπό του εκάηκε και ετυφλώθη. Ταπεινά της ζήτησε να τον θεραπεύση με αντάλλαγμα την μεταστροφή του στον Χριστιανισμό. Η προσευχή της Αγίας εθεράπευσε τα μάτια του αυτοκράτορος˙ εκείνος επίστευσε στον Χριστό και εβαπτίσθη οικογενειακώς. Από διώκτης των Χριστιανών έγινε ο ένθερμος υποστηρικτής τους σταματώντας τους επί των ημερών του διωγμούς.
Μετά από το μεγάλο αυτό θαύμα η Αγία ανενόχλητη συνέχισε το έργο της με περισσότερο ζήλο. Συμπλήρωσε το έργο της στην Μεγάλη Ελλάδα και μετέβη δια θαλάσσης στο Ρωμαϊκό Δυρράχιο της Αλβανίας, την νήσο Κέρκυρα και όλη την Ήπειρο. Κατόπιν προχώρησε βορειοανατολικά προς την Μακεδονία και ακολούθως την Θράκη, Δυτική και Ανατολική, και ακολούθως ευλόγησε τα εδάφη του Βυζαντίου. Κατά την επιστροφή της στην Ελλάδα, έρχεται στην Θεσσαλία όπου ασκείται στο σπήλαιο του όρους Όσσα (νυν Ομόλιο) και αργότερα στην κοιλάδα των Τεμπών όπου συνελήφθη και εφυλακίσθη.
Επόμενος σταθμός της η Θεσσαλονίκη, η Στερεά Ελλάδα (Φθιώτιδα, Λειβαδιά, πόλι των Αθηνών και χωριά της Αττικής) και η Πελοπόννησος (Μεγαρίδα, Γεράνεια Όρη, Κορινθία). Η πλούσια αυτή δράσι της και η προσφορά της στην πατρίδα μας την καθιστά μέγα ιεραπόστολο του Ελληνισμού.
Και πάλι καλείται άνωθεν να ολοκληρώση την εργασία της στην Μεγάλη Ελλάδα. Εκεί συνελήφθη από τον ειδωλολάτρη έπαρχο Θέμιο ή Θεότιμο και εβασανίσθη ανηλεώς. Αφού απέκοψαν με την πυράγρα τους μαστούς της, την εκτύπησαν και την έριξαν στην φυλακή. Την επεσκέφθη όμως Άγγελος Κυρίου, την εθεράπευσε και με παραμυθητικούς λόγους της έδωσε το κουράγιο να συνεχίση. Βλέποντάς την υγιή ο έπαρχος, διέταξε να την ρίξουν βορά ενός ανθρωποφάγου και τρομερού δράκοντος. Όμως η Αγία με την πίστι της, την προσευχή της και το σημείο του Τιμίου Σταυρού, εξωλόθρευσε τον δράκοντα. Έτσι για άλλη μια φορά ελεύθερη συνέχισε τον δρόμο της με επόμενη στάσι την πόλι Ascoli. Βασιληάς της πόλεως ήταν ο Ασκληπιός ο οποίος ενοχληθείς από την παρουσία και το έργο της φωτισμένης ιεραποστόλου, διέταξε να συλληφθή και να φυλακισθή. Με διάφορα ταξίματα προσπαθούσε να την πείση να υποχωρήση στις θέσεις της και να αρνηθή τον Χριστό. Μάταια όμως πάσχιζε. Γι’ αυτό αφού με την εντολή του την βασάνισαν αλύπητα, την έριξαν αιμόφυρτη και ημιθανή στην φυλακή, όπου Άγγελος Κυρίου την κατέστησε υγιή. Ακολούθως ο βάναυσος Ασκληπιός έδωσε εντολή να ριφθή η μάρτυς σε ένα λέβητα όπου έβραζε πίσσα με λάδι. Η Αγία δεν δείλιασε. Προσευχόμενη κατόρθωσε το ακατόρθωτο˙ έσκασε ο λέβητας και έτσι ελευθερώθηκε. Αυτό το θαύμα έγινε αιτία για να πιστεύσουν ομαδικώς 995 άτομα που ήταν παρόντα στο μαρτύριο της Αγίας και να ζητήσουν να βαπτισθούν.
Ο βασιληάς ταπεινωμένος δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψη τον αγώνα του για την εξολόθρευσι της μοναχής. Για να διαπιστώση αν είναι μάγισσα διέταξε τους δημίους να την ρίξουν στον λάκκο ενός δράκοντα που κατεσπάρασε τους καταδίκους εις θάνατον. Αν έβγαινε αβλαβής και από αυτό το μαρτύριο, υπεσχέθη να βαπτισθή οικογενειακώς. Ατάραχη η Αγία εσημείωσε επάνω στον δράκοντα το σημείο του Τιμίου Σταυρού, τον εφύσηξε τρεις φορές και επρόφερε εξορκιστικούς λόγους. Αμέσως το ανήμερο θηρίο άφησε ένα δυνατό σφύριγμα και αφού εκόπη στα δύο, έγινε άφαντο, ο δε διάβολος που κατοικούσε μέσα του έφυγε αλαλάζοντας. Ο Ασκληπιός εγονάτισε μπροστά στην Αγία μετανιωμένος και κρατώντας την υπόσχεσί του, εβαπτίσθη «πανοικί». Πολλοί δε κάτοικοι της πόλεως κατέστρεψαν τους ειδωλικούς ναούς και στην θέσι τους ανήγειρας χριστιανικούς.
Η ιεραποστολή της Αγίας συνεχίσθηκε με επιτυχία και στην περιφέρεια του ηγεμόνος Ταρασίου ο οποίος της εζήτησε να αρνηθή την πίστι της και να θυσιάση στα είδωλα. Η αγάπη του Χριστού όμως της έδινε την δύναμι να αντισταθή στον νέο κύκλο των βασανιστηρίων της…
Αρχικά ρίχθηκε σε λάκκο με φαρμακερά φίδια και άγρια θηρία. Η Αγία σταύρωσε τον χώρο και τότε έγινε μέγας σεισμός. Άγγελοι δε έβγαλαν την Αγία χαρούμενη για να την δουν όσοι την είχαν διαβάλει και παρακολουθούσαν εκστατικοί αυτό της το μαρτύριο. Άπαντες ωμολόγησαν τον χριστιανισμό ως αληθινή θρησκεία και εζήτησαν να βαπτισθούν. Κατόπιν την εκρέμασαν από τα μαλλιά και με κοφτερά σπαθιά καταξέσχιζαν τις σάρκες της. Όταν την κατέβασαν της ξύρισαν το κεφάλι και έκαψαν το σώμα της με αναμμένα κάρβουνα.
Της απέκοψαν τους μαστούς και την διαπόμπευσαν στην πόλι. Έγδαραν το σώμα της με σιδερένια κτένια, εκρίζωσαν τα νύχια και τα δόντια της και την μαστίγωσαν με βούνευρα. Αιμόφυρτη την έριξαν στην φυλακή. Την ξάπλωσαν ύπτια, την έδεσαν και έβαλαν πάνω στο στήθος της μια βαριά πλάκα που έκοβε την ανάσα και την εγκατέλειψαν στο σκοτάδι. Κατά την διάρκεια του μεσονυκτίου της παρουσιάσθηκε ο Ιησούς Χριστός δορυφορούμενος υπό πλήθους Αρχαγγέλων και Αγγέλων, την απελευθέρωσε από την πλάκα και τα δεσμά, την εθεράπευσε, την ευλόγησε ενισχύοντάς την στο μαρτύριο και έγινε άφαντος.
Ο ηγεμόνας Ταράσιος απέδωσε το γεγονός σε παρέμβασι των ειδωλικών θεών και έτσι συνώδευσε την μάρτυρα στο ειδωλείο για να προσφέρει θυσία ευχαριστίας. Εκεί η Αγία με την προσευχή της συνέτριψε το άγαλμα του ψευδοθεού Απόλλωνος. Ο διάβολος που κατοικούσε εκεί, έφυγε τρομαγμένος προκαλώντας σεισμό και ταραχή με αποτέλεσμα να συντριβούν και όλα τα υπόλοιπα αγάλματα του ναού. Οι εξοργισμένοι ιερείς την προπηλάκισαν και εζήτησαν την θανατική της καταδίκη. Παρ’ όλα ταύτα αρκετοί από αυτούς που είδαν την συντριβή των ειδώλων, επίστευσαν στον Χριστό και εζήτησαν να βαπτισθούν.
Η συντριβή των αγαλμάτων των ψευδοθεών έπεισε τον Ταράσιο να προχωρήση στο ανοσιούργημά του. Η εντολή του, έφερε την Αγία έξω των τειχών της πόλεως, στον τόπο της εκτελέσεώς της. Η Αγία ολόχαρη, πρόφερε την τελευταία της προσευχή:
«Δέσποτα Κύριε ο Θεός ημών, ο ποιήσας τον ουρανόν και την γην, την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτή˙ ο πλάσας τον άνθρωπον κατ’ εικόνα σην και ομοίωσιν˙ επάκουσόν μου της αναξίας δούλης Σου εν τη ώρα ταύτη˙ και δος πάσι τοις δια σε εκτελούσι την μνήμην μου, ειρήνην και έλεος εν ημέρα κρίσεως˙ μηδέ άψοιτο αυτών λοιμική νόσος, μήτε θανατηφόρος όλεθρος, μήτε λιμός απευκτός ή ετέρα τις βαρεία μάστιγξ˙ αλλά πάσι τοις εν πίστει και αληθεία τω εμώ οίκω ή τω ονόματι προσκειμένοις και δοξολογίαν και αίνεσίν σοι Κύριε προσφέρουσι και δι’ εμού σωτηρίαν και έλεος αιτουμένοις, χάρισαι ο Θεός άφθονον περιουσίαν των σων αγαθών και της επουρανίου σου βασιλείας καταξίωσον˙ ότι μόνος ει αγαθός και φιλάνθρωπος και δεδοξασμένον το όνομά σου εις τους αιώνας, Αμήν».1
Η προσευχή αυτή εξηγεί την μεγάλη ιαματική δύναμι της Αγίας Παρασκευής και τον λόγο για τον οποίο κατέστη η πλέον λαοφιλής Αγία. Ο δήμιος εκτέλεσε την εντολή του Ταρασίου και απέτεμε την τιμία της κεφαλή. Τότε αντί αίματος έρρευσε γάλα. Άγγελος Κυρίου παρέλαβε την άγια ψυχή της και την ωδήγησε στους ουρανούς ενώ ταυτοχρόνως ηκούσθη ουράνια φωνή που την καλωσόριζε στην Βασιλεία των Ουρανών. Ήταν τότε 26 Ιουλίου του 143 μ. Χ. (κατ’ άλλους η 9η Νοεμβρίου).
Το σκήνωμα της Αγίας ενεταφιάσθη με μεγάλες τιμές από έναν ευλαβή χριστιανό νέο, τον Άνθιμο. Το πιθανότερο είναι ότι για να τύχη της πρεπούσης τιμής να μετεφέρθη το λείψανο από την πόλι του Ascoli όπου εμαρτύρησε η Αγία στα απέναντι ηπειρωτικά παράλια και στη θέσι Καναλλάκι Πρεβέζης εκεί όπου ευρίσκεται η παλαίφατος Ιερά Γυναικεία Κοινοβιακή Μονή Της. Στο μέρος αυτό δείχνεται από τις μοναχές ο βράχος αποτομής της κεφαλής της Αγίας καθώς και ο τάφος της. Το γεγονός αυτό υποστηρίζει την μεγάλη διάδοσι τιμής της Αγίας στην Δυτική Ελλάδα, την Ήπειρο και την Αλβανία.
Σήμερα πολλά τμήματα του τιμίου σκηνώματος της Αγίας κοσμούν πολλά μοναστήρια και ναούς της πατρίδος μας και του εξωτερικού. Για τέτοιους πολύτιμους θησαυρούς καυχώνται οι Αγιορείτικες Μονές Κουτλουμουσίου, Διονυσίου, Δοχειαρίου, Αγ. Νικολάου Βαρσών Αρκαδίας, Ασωμάτων Πετράκη, Μακρυμάλλης Ευβοίας, Αγ. Παρασκευής Κοινοπιαστών Κερκύρας, Μεταμορφώσεως Μεγάλου Μετεώρου καθώς και οι Ναοί Αγίας Τριάδος Κέας, Παναγίας Κατασυρτής Άνδρου κ.α.
Αρκετοί χειρόγραφοι κώδικες διαφόρου χρονολογήσεως διασώζουν τον βίο και το μαρτύριο με κυριότερη και παλαιότερη πηγή τον κώδικα: GR 24 Bodleian Library, Οξφόρδη, φ. 166v 173r που φέρει τίτλο: «Μηνί Νοεμβρίω Θ’ Μαρτύριον της αγίας οσιομάρτυρος Παρασκευής˙ Συγγραφή Ιωάννου πρεσβυτέρου Ευβοίας» (8ος αι.).
Στις 14 Οκτωβρίου αναφέρεται στο Μηνολόγιο της ημέρας το συγκλονιστικό θαύμα της Αγίας Παρασκευής στην νήσο Χίο την οποία έσωσε η θαυματουργός Αγία από καταποντισμό. Ιδιαιτέρως μάλιστα τιμάται στο μυροβόλο νησί με Ιερά Ακολουθία η οποία συνετέθη ειδικώς βάσει της διηγήσεως του θαύματος όπως το κατέγραψε ο Άγιος Κολλυβάς, Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος.
Προς τιμήν της Αγίας κανόνες συνέθεσαν οι βυζαντινοί μελωδοί Όσιος Θεοφάνης ο Γραπτός (+11 Οκτωβρίου), Επίσκοπος Νικαίας {σε ήχο δ’, ου η αρχή˙ «Υμνούσι την φωτοφόρον μνήμην σου, Μάρτυς πανεύφημε». Ο κανόνας αυτός δημοσιεύεται και στο εν χρήσει Μηναίο του Ιουλίου εκδόσεως της Αποστολικής Διακονίας} και Όσιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος (4 Απριλίου), Σκευοφύλαξ της Μεγάλης Εκκλησίας {σε ήχο πλ. δ’, ου η αρχή˙ «Την σκοτισθείσαν ηδοναίς˙ καρδίαν μου κάθαρον δέομαι»}. Κανόνες και έτερα υμνολογήματα συνέθεσαν και οι Ιεροδιάκονοι Βενέδικτος εκ του Ρωσσικού και Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης και αρκετοί σύγχρονοί μας υμνογράφοι.
Η εικόνα της Αγίας κατέστη πρώτη στην ζήτησι από τους χριστιανούς μετά τις εικόνες του Κυρίου και της Θεοτόκου. Κατά τα πρώτα χρόνια παρουσιαζόταν στην εικονογραφία να κρατά Σταυρό ενώ αργότερα επικράτησε να παρουσιάζεται σε προτομή βαστώντας στον κόρφο της την εικόνα του Χριστού η «Άκρα Ταπείνωσις».
Αυτό συνέβη κατά μίμησι των εικόνων της θρηνούσης Θεοτόκου στην απεικόνισι του σταυρικού πάθους του Χριστού και του πένθους από την Εκκλησία γι’ Αυτόν.
Έτσι η εικόνα αυτή της Αγίας προήλθε από την απεικόνισι της τεθλιμμένης Θεοτόκου που βαστά τον νεκρό Υιό Της και η οποία ήταν προσωποποίηση της πιο πένθιμης ημέρας των Χριστιανών που ονομαζόταν «Η Αγία και Μεγάλη Παρασκευή».
Άλλη παράστασι της Αγίας είναι η κεφαλοφόρος (τέμπλο Μονής Σινά), όπου την βλέπουμε να προσφέρη στον Ιησού Χριστό την κεφαλή της θυσία ευάρεστο.
Κατά τα νεώτερα χρόνια (δεκαετία του 1950) ο εκδοτικός οίκος Απέργη κυκλοφόρησε την εικόνα της Αγίας όπου η Αγία φέρεται να βαστά πινακίδιο με οφθαλμούς (λόγω του θαύματος της ομματώσεως του αυτοκράτορος Αντωνίνου).
Στην παράσταση αυτή ο αγιογράφος «δανείστηκε» το πινακίδιο από τα χέρια της Αγίας Παρθενομάρτυρος Λουκίας της οποίας το κατεξοχήν σύμβολο είναι το πινακίδιο με τους οφθαλμούς της που εξόρυξε ο δήμιός της χρησιμοποιώντας ξιφίδιο.
Εκ της Υμνολογίας για την Αγία Παρασκευή.
Απολυτίκιον. Ήχος α’.
Την σπουδήν σου τη κλήσει κατάλληλον, εργασαμένη φερώνυμε, την ομώνυμόν σου πίστιν εις κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευή αθληφόρε˙ όθεν προχέεις ιάματα, και πρεσβεύεις υπέρ των ψυχών ημών.
Ήχος πλ. δ’. Κοντάκιον. Τη υπερμάχω.
Τη αθληφόρω οι πιστοί το υμνητήριον, Παρασκευή δεύτε συμφώνως αναμέλψωμεν απαστράπτει γαρ τοις θαύμασιν εν τω κόσμω, απελαύνουσα της πλάνης την σκοτόμαιναν, και παρέχουσα πιστοίς την χάριν άφθονον, τοις κραυγάζουσι˙ Χαίρε μάρτυς πολύαθλε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Εκκλησίας η λαμπηδών και των ιαμάτων πολυχεύμων όντως κρουνός, χαίροις προστασία και σκέπη ουρανία, Παρασκευή θεόφρον, Πνεύματος όργανον.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ.
1. Κώδιξ 166, σελ. 354, Ι. Μονή Διονυσίου Αγίου Όρους (17ος αι).
Από το βιβλίο: «Οι Άγιες Ιάτειρες των Οφθαλμών» του Ιερομονάχου π. Δημητρίου Καββαδία. Εκδοσις Αθήναι, 2014.

ΑΓΙΑ ΩΡΑΙΟΖΗΛΗ



site analysis


 * Ἡ βα­σι­λί­δα τῶν πό­λε­ων, Κων­σταν­τι­νού­πο­λις, κον­τά στά ἄλ­λα κα­λά πού τήν στό­λι­ζαν, εἶ­χε ἀ­κό­μη ὡς στο­λί­δια της καί τούς Βί­ους τῶν ἐ­νά­ρε­των ἀν­δρῶν καί γυ­ναι­κῶν. Μά­λι­στα πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ αὐ­τούς στο­λι­ζό­ταν, πα­ρά μέ τά δι­ά­φο­ρα αἰ­σθη­τά κάλ­λη ­πού ἔ­χει, δη­λα­δή μέ τήν θέ­σι τοῦ τό­που, μέ τήν με­γα­λο­πρέ­πεια καί μέ τά τεί­χη, τά ὁ­ποῖ­α πα­ρα­μέ­νουν ἀ­πό τούς ἐ­νάν­τι­ους ἐ­χθρούς ἀ­νί­κη­τα, δι­ό­τι με­γα­λύ­τε­ρο κάλ­λος καί με­γα­λύ­τε­ρη ὠ­φέ­λεια προ­ξε­νεῖ­ται σ’ αὐ­τήν ἀ­πό τούς Βί­ους αὐ­τῶν, πα­ρά ἀ­πό τά ὅ­σα ἀ­να­φέρ­θη­καν πα­ρα­πά­νω. Καί Βί­ους ἐν­νο­ῶ, ὄ­χι μό­νον τούς γνω­στούς στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ καί γραμ­μέ­νους στά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Συ­να­ξά­ρια, ἀλ­λά καί ἐ­κεί­νους, ­πού ἔ­γι­ναν μέν γνω­στοί στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λά γιά κά­ποι­α τυ­χαί­α ἀ­μέ­λεια, δέν γρά­φτη­καν, ἀλ­λά σκε­πά­σθη­καν ἀ­πό τήν πο­λυ­και­ρί­α. Δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νοι οἱ Βί­οι τῶν Ἁ­γί­ων, πού εἶ­ναι γραμ­μέ­νοι, ὅ­ταν δι­α­βά­ζων­ται στήν Ἐκ­κλη­σί­α, πα­ρα­κι­νοῦν, ὅ­σους ἀ­κοῦν, σέ ζῆ­λο καί μί­μη­σι τῆς ἀ­ρε­τῆς καί σέ συν­τρι­βή τῆς ψυ­χῆς καί κα­τά­νυ­ξι. Οἱ Βί­οι ὅ­μως, ­πού δέν εἶ­ναι γραμ­μέ­νοι, μο­λο­νό­τι ἡ πο­λυ­και­ρί­α σκέ­πα­σε τά ὑ­πο­μνή­μα­τά τους καί τά ἐ­ξα­φά­νι­σε, ὅ­μως ἀ­πό τά θαύ­μα­τα, ­πού γί­νον­ται, ἀ­πό ὅ­σους ἁ­γί­ους ἔ­ζη­σαν σύμ­φω­να μέ τούς Βί­ους αὐ­τούς, γί­νον­ται σέ ὅ­λους φα­νε­ροί καί κα­τά­δη­λοι.
Μί­α λοι­πόν ἀ­πό τούς Ἁ­γί­ους αὐ­τούς εἶ­ναι καί ἡ καλ­λι­κέ­λα­δη ἀ­η­δό­να καί κα­θα­ρή πε­ρι­στε­ρά τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ Μάρ­τυρας, λέ­ω, Ὡ­ραι­ο­ζή­λη, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πό ποι­ά χώ­ρα κα­τα­γό­ταν καί ποι­οί ἦ­ταν οἱ γο­νεῖς της, δέν βρί­σκε­ται γραμ­μέ­νο. Τό ὅ­τι ὅ­μως γεν­νή­θη­κε ἀ­πό γο­νεῖς Ἕλ­λη­νες, πού προ­σκυ­νοῦ­σαν τά εἴ­δω­λα, αὐ­τό θά τό φα­νε­ρώ­ση ὁ λό­γος στήν συ­νέ­χεια. Δι­ό­τι ἀ­πό τά χρό­νια τῶν θε­ο­κή­ρυ­κων Ἀ­πο­στό­λων, ὅ­ταν δι­α­δό­θη­κε σέ ὅ­λη τήν οἰ­κου­μέ­νη τό κή­ρυγ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, ἀ­πό τό­τε σα­γη­νεύ­θη­κε μέ τά λο­γι­κά δί­κτυ­α τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀν­δρέ­ου τοῦ Πρω­το­κλή­του καί ἡ σε­μνό­τα­τη αὐ­τή Ὡ­ραι­ο­ζή­λη καί λυ­τρώ­θη­κε ἀ­πό τόν βυ­θό τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρεί­ας. Δι­ό­τι ἀ­πό τόν Ἀ­πό­στο­λο Ἀν­δρέ­α βα­πτί­σθη­κε αὐ­τή καί φω­τί­σθη­κε καί ἀ­φι­ε­ρώ­θη­κε σέ μί­α μι­κρή Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Ἀρ­χι­στρά­τη­γου Μι­χα­ήλ· αὐ­τή, ­σάν γῆ ἀ­γα­θή, ἀ­φοῦ δέ­χθη­κε τόν σπό­ρο τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Ἀ­πο­στό­λου, ἀ­πέ­δω­σε πο­λύ καί ἑ­κα­τον­τα­πλά­σιο τόν καρ­πό. Δι­ό­τι πα­ρα­μέ­νον­τας στόν Να­ό ἐ­κεῖ­νο τοῦ Ἀρ­χι­στρά­τη­γου, ἦ­ταν ἐρ­γά­τις τῶν τοῦ Χρι­στοῦ ἐν­το­λῶν καί φρόν­τι­ζε μέ τά κα­λά ἔρ­γα νά γί­νε­ται κή­ρυ­κας τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, λε­γό­με­νη ἰ­σα­πό­στο­λος καί τα­λαι­πω­ρού­με­νη μέ κά­θε σω­μα­τι­κή κα­κο­πά­θεια. Ὁ­πό­τε ἀ­πό αὐ­τό ἔ­τρε­χε κον­τά της με­γά­λο πλῆ­θος Ἑλ­λή­νων καί ὠ­φε­λεῖ­το μέ τίς κα­θη­με­ρι­νές της δι­δα­σκα­λί­ες, λη­σμο­νῶν­τας τήν προ­η­γού­με­νη κα­κή ζω­ή τους, ἐ­πι­στρέ­φον­τας στόν Χρι­στό καί μέ τήν χά­ρι του ἐ­ξοι­κει­ού­με­νοι. Γι’ αὐ­τό ἀ­πέ­κτη­σε ἡ Ἁ­γί­α καί ἄλ­λες δύ­ο παρ­θέ­νες, οἱ ὁ­ποῖ­ες, ἀ­φοῦ ἀ­πο­στρά­φη­καν τήν εἰ­δω­λι­κή πλά­νη, γνώ­ρι­σαν τόν Χρι­στό μέ τήν δι­δα­σκα­λί­α της ὡς Θε­ό προ­αι­ώ­νιο καί Δη­μι­ουρ­γό τοῦ παν­τός. Αὐ­τές λοι­πόν οἱ δύ­ο παρ­θέ­νες κυ­ρι­εύ­θη­καν ἀ­πό τόν πό­θο τοῦ Χρι­στοῦ μέ τήν παν­το­τι­νή ἐρ­γα­σί­α τῶν ἀ­ρε­τῶν καί μέ τήν δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ὡ­ραι­ο­ζή­λης γι­νό­με­νες πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­νά­ρε­τες, ἔ­βλε­παν σ’ αὐ­τήν, χω­ρίς νά πα­ρεκ­κλί­νουν κα­θό­λου, μέ τούς ὀ­φθαλ­μούς τοῦ νοῦ, ὡς πρω­τό­τυ­πο τῆς ἀ­ρε­τῆς καί πα­ρά­δειγ­μα καί, πυρ­πο­λού­με­νες πάν­το­τε ἀ­πό τόν θε­ϊ­κό ζῆ­λο, ἦ­σαν χα­ρού­με­νες, συ­να­γω­νι­ζό­με­νες μέ ἕ­να­ν ἀ­γα­θό καί ἀ­ξι­έ­παι­νο ἀ­γῶ­να· Ποι­ά δη­λα­δή ἀ­πό αὐ­τές νά νι­κή­ση τήν ἄλ­λη σέ ἀ­γρυ­πνί­ες, σέ νη­στεῖ­ες, σέ προ­σευ­χές καί στίς ὑ­πό­λοι­πες κα­κο­πά­θει­ες τοῦ σώ­μα­τος. Καί αὐ­τά βέ­βαι­α γί­νον­ταν μέ­χρι τά χρό­νια τοῦ ἀ­σε­βέ­στα­του βα­σι­λιᾶ Δε­κί­ου, δη­λα­δή κα­τά τό ἔ­τος 250. Δι­ό­τι τό­τε ὁ μι­σό­κα­λος Δι­ά­βο­λος καί ἐ­χθρός τῶν ἀν­θρώ­πι­νων ψυ­χῶν ἔ­λει­ω­νε ἀ­πό τόν φθό­νο του, σκε­πτό­με­νος τήν ἀ­νί­κη­τη δύ­να­μι τοῦ Χρι­στοῦ. Πῶς καί μέ­ τήν ἀ­δύ­να­τη φύ­σι τῶν γυ­ναι­κῶν ἐ­νερ­γῶταν ἡ ἀ­ρε­τή καί αὔ­ξα­νε σέ κά­θε μέ­ρος. Ἡ ἀ­ρε­τή πά­λι, κι ἄν ἀ­κό­μη γί­νε­ται σέ ἀ­πό­κρυ­φο καί πα­ρά­με­ρο μέ­ρος, κά­νει ὅ­μως φα­νε­ρό τό τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου κή­ρυγ­μα καί ὄ­χι μό­νον αὐ­τό τό με­τα­δί­δει, ἀλ­λά καί τό στε­ρε­ώ­νει στίς ψυ­χές τῶν Χρι­στια­νῶν.
Ὁ­πό­τε τί χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὁ ἀ­λι­τή­ριος Δι­ά­βο­λος; Μπῆ­κε μέ­σα στόν βα­σι­λιά Δέ­κιο καί μέ αὐ­τόν ξε­κί­νη­σε πό­λε­μο καί δι­ωγ­μό κα­τά τῶν Χρι­στια­νῶν. Δι­ό­τι αὐ­τός ὁ ἀ­σε­βέ­στα­τος μή χρη­σι­μο­ποι­ῶν­τας σω­στά τήν βα­σι­λεί­α, δέν θέ­λη­σε νά γνω­ρί­ση τόν Θε­ό, ­πού τοῦ τήν χά­ρι­σε, ἀλ­λά ἐ­πα­να­στά­τη­σε ἐ­ναν­τί­ον του, προ­σκυ­νῶν­τας θε­ούς ψευ­δώ­νυ­μους καί μά­ται­ους, ἀ­ναγ­κά­ζον­τας ἐ­πί πλέ­ον καί τούς ἀν­θρώ­πους νά τούς προ­σκυ­νοῦν αὐ­τός, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­ναί­σθη­τος καί ἀ­πό αὐ­τά τά ἀ­ναί­σθη­τα εἴ­δω­λα. Αὐ­τός λοι­πόν καί αὐ­τήν τήν μα­κά­ρια Ὡ­ραι­ο­ζή­λη, ἀ­φοῦ τήν χώ­ρι­σε ἀ­πό τίς συν­τρό­φους της δύ­ο παρ­θέ­νες, τήν πα­ρου­σία­σε στό δι­κό του δι­κα­στή­ριο καί τῆς εἶ­πε· «Ἀ­πό ποι­ά ἀ­φορ­μή, γυ­ναί­κα, τήν μέν πα­τρι­κή σου θρη­σκεί­α ἀ­θέ­τη­σες, ἐ­νῶ τόν Χρι­στό ἀ­να­κη­ρύτ­τεις ὡς Θε­ό; ἤ για­τί ἐ­ξα­πα­τᾶς τούς ἀν­θρώ­πους μέ ψευ­δεῖς καί πι­θα­νούς λό­γους καί τούς πεί­θεις νά πι­στέ­ψουν σέ ἕ­ναν θνη­τό ἄν­θρω­πο, λέ­γον­τας, ὅ­τι αὐ­τός εἶ­ναι ποι­η­τής τοῦ παν­τός;­». Σ’ αὐ­τά ἡ Ἁ­γί­α ἀ­πο­κρί­θη­κε· «Ἐ­σύ, ἀσεβέ-στατε βα­σι­λιά, ἔ­μα­θες, ὅ­τι ὁ Χρι­στός, πού κη­ρύσ­σε­ται ἀ­πό ἐ­μέ­να, σταυ­ρώ­θη­κε ὡς ἄν­θρω­πος καί πῶς δέν ἔ­μα­θες καί αὐ­τό, ὅ­τι δη­λα­δή αὐ­τός ὁ ἴ­διος ἀ­να­στή­θη­κε ­σάν Θε­ός; ἤ πῶς δέν ἄ­κου­σες, ὅ­τι αὐ­τός, ἀ­φοῦ κα­τέ­βη­κε στόν Ἄ­δη, συ­να­νέ­στη­σε ὅ­λους ὅ­σοι ἦ­ταν ἐ­κεῖ καί ὡς ἀρ­χη­γός τῆς ζω­ῆς χά­ρι­σε στούς νε­κρούς τήν αἰ­ώ­νια ζω­ή; Τό ὅ­τι πά­λι ὁ Χρι­στός, ὄν­τας Θε­ός προ­αι­ώ­νιος, θέ­λη­σε νά γί­νη ἄν­θρω­πος καί νά πά­θη καί νά σταυ­ρω­θῆ γι­ά μᾶς καί γι­ά τήν σω­τη­ρί­α τοῦ γέ­νους τῶν ἀν­θρώ­πων, αὐ­τό πε­ριτ­τό εἶ­ναι νά τό λέ­ω στά αὐ­τιά ἐ­κεί­νων, ­πού δέν δέ­χον­ται αὐ­τό τό μυ­στή­ριο. Ἀλ­λά ἐ­γώ σοῦ λέ­ω τό ἑ­ξῆς, γιά πρώ­τη καί τε­λευ­ταί­α φο­ρά, πώς ὅ,τι καί ἄν κά­νης καί μέ ὅ,τι ἄν μέ φο­βε­ρί­σης ἤ κο­λα­κεύ­σης ἤ τι­μω­ρή­σης ἤ ὑ­πο­σχε­θῆς, δέν θά μπο­ρέ­σης νά μέ με­τα­κι­νή­σης ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ μου· πο­τέ νά μή μοῦ συμ­βῆ νά ἀρ­νη­θῶ τόν Θε­ό μου!, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ δη­μι­ούρ­γη­σε ἀ­πό τό μη­δέν καί μέ ἔ­φε­ρε στήν ὕ­παρ­ξι καί κα­τέ­βη­κε ἀ­πό τούς Οὐ­ρα­νούς στήν γῆ καί «ἐ­σαρ­κώ­θη ἀ­σπό­ρως» γι­ά τήν δι­κή μου σω­τη­ρί­α. Λοι­πόν, ἐ­κεῖ­νο ­πού θέ­λεις, κά­νε, βα­σι­λιά. Νά, μπρο­στά σου βρί­σκε­ται αὐ­τό τό πή­λι­νο σῶ­μα μου καί καῖ­γε, κό­βε, σφά­ζε, τι­μώ­ρη­σέ το». Αὐ­τά λοι­πόν εἶ­πε ἡ Ἁ­γί­α.
Τό­τε ὁ τῆς βα­σι­λεί­ας καί τῆς ζω­ῆς αὐ­τῆς ἀ­νά­ξιος Δέ­κιος, ἄ­να­ψε ἀ­πό τόν θυ­μό καί προ­στά­ζει νά γδύ­σουν τήν Ἁ­γί­α καί νά τήν δέρ­νουν γιά πολ­λές ὧ­ρες. Ὅ­λοι ἔ­μει­ναν ἐκ­στα­τι­κοί βλέ­πον­τας τήν γεν­ναι­ό­τη­τα καί ὑ­πο­μο­νή τῆς τοῦ Χρι­στοῦ νύ­φης· δι­ό­τι ἔ­πα­σχε ­σάν νά πά­σχη κά­ποι­ος ἄλ­λος καί ὄ­χι αὐ­τή. Ἐ­πει­δή ὅ­μως ὁ βα­σι­λιάς συ­χνά στρε­φό­με­νος πρός τήν Ἁ­γί­α, τήν ἔ­βλε­πε ἐλ­πί­ζον­τας, ὅ­τι θά με­τα­βλη­θῆ ἀ­πό τήν πί­στι τοῦ Χρι­στοῦ, γι’ αὐ­τό, ὤ τοῦ θαύ­μα­τος!, χά­νον­τας τήν ὀ­πτι­κή δύ­να­μι τῶν ὀ­φθαλ­μῶν του, ξαφ­νι­κά τυ­φλώ­θη­κε καί φαι­νό­ταν σάν ἕ­να πε­ρι­γέ­λα­σμα στούς ὑ­πη­κό­ους του. Ἔ­τσι πρός τό πα­ρόν πρό­στα­ξε νά φυ­λα­κί­σουν τήν Ἁ­γί­α καί παίρ­νον­τας ἕ­ναν χει­ρα­γω­γό στόν δρό­μο, ση­κώ­θη­κε ἀ­πό τόν θρό­νο καί πῆ­γε στά βα­σί­λεια.
Ἀλ­λ’ ἐ­πει­δή ἡ Ἁ­γί­α φρόν­τι­ζε νά πά­η πρός τόν πο­θού­με­νό της Νυμ­φί­ο Χρι­στό, εἰ­δο­ποί­η­σε τόν ἀ­σε­βῆ βα­σι­λιά, ὅ­τι “ἐ­άν ἐ­σύ δέν χρί­σης τούς ὀ­φθαλ­μούς σου μέ τό αἷ­μα τῆς κε­φα­λῆς μου, πού θά κο­πῆ, μέ ἄλ­λον τρό­πο δέν θά λά­βης τό φῶς σου”. Ὁ­πό­τε ἀ­μέ­σως πρό­στα­ξε καί ἀ­πο­κε­φά­λι­σαν τήν Ἁ­γί­α. Στήν συ­νέ­χεια, ἀ­φοῦ ἔ­χρι­σε τούς ὀ­φθαλ­μούς του μέ τό αἷ­μα της ὁ σι­χα­με­ρός καί ἀ­κά­θαρ­τος, ἔ­λα­βε ἀ­μέ­σως τό φῶς καί ἀ­νέ­βλε­ψε. Ἔ­μει­νε ὅ­μως ἀ­χά­ρι­στος σ’ αὐ­τή τήν εὐ­ερ­γε­σί­α ὁ πα­ρά­νο­μος βα­σι­λιάς, μᾶλ­λον, φθό­νη­σε ὁ παμ­βέ­βη­λος νά μή πά­ρουν οἱ Χρι­στια­νοί τό τῆς Ἁ­γί­ας τί­μιο σῶ­μα καί μέ αὐτό ἐ­πι­στρέ­ψουν στήν πί­στι τοῦ Χρι­στοῦ πολ­λούς Ἕλ­λη­νες. Γι’ αὐ­τό πρό­στα­ξε ὁ ἀ­λι­τή­ριος νά κά­ψουν τό λεί­ψα­νο τῆς Μάρ­τυ­ρος μέ φω­τιά. Καί ἡ μέν Ἁ­γί­α, ἀ­φοῦ ἐ­πέ­τυ­χε αὐ­τό, πού πο­θοῦ­σε, χαί­ρε­ται καί εὐ­φραί­νε­ται αἰ­ώ­νια στά Οὐ­ρά­νια, συμ­βα­σι­λεύ­ον­τας μέ τόν πο­θει­νό­τα­τό της Νυμ­φί­ο Χρι­στό.  Ἡ Σύ­να­ξι καί ἑ­ορ­τή της τε­λεῖ­ται στόν μαρ­τυ­ρι­κό Να­ό της, πού εἶ­ναι κον­τά στόν σε­βά­σμιο Να­ό τῆς Ἁ­γί­ας Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Ἀ­να­στα­σί­ας, στόν ὁ­ποῖ­ο Να­ό της γί­νον­ται θε­ρα­πεῖ­ες δι­α­φό­ρων ἀ­σθε­νει­ῶν καί μαρ­τυ­ρεῖ ὁ πα­ρά­λυ­τος ἐ­κεῖ­νος, ὁ ὁ­ποῖ­ος, ἀ­φοῦ προ­σῆλ­θε στόν Να­ό τῆς Ἁ­γί­ας, ἔ­γι­νε ὑ­γι­ής.
Τό μαρ­τυ­ροῦν οἱ στεῖ­ρες γυ­ναῖ­κες, οἱ ὁ­ποῖ­ες μέ  τό λεί­ψα­νο τῆς Ἁ­γί­ας ὁ­δη­γοῦν­ται σέ τε­κνο­γο­νί­α, καί οἱ γυ­ναῖ­κες ἐ­κεῖ­νες, πού ἔ­χουν κα­τά­ξη­ρους τούς μα­στούς τους ἀ­πό γά­λα, ἐ­πι­στρέ­φουν στίς οἰ­κί­ες τους ἔ­χον­τάς τα γε­μᾶ­τα ἀ­πό γά­λα, μέ τό ὁ­ποῖ­ο χορ­ταί­νουν τά ὑ­πο­μά­ζια βρέ­φη τους. Δι­ό­τι ἔ­τσι ξέ­ρει ὁ Θε­ός νά ἀν­τι­δο­ξά­ζη ἐ­κεί­νους πού τόν δο­ξά­ζουν καί γι’ αὐ­τόν χύ­νουν τό αἷ­μα τους.


Η ΟΣΙΑ ΕΥΠΡΑΞΙΑ.



site analysis


25/7. ΟΣΙΑ ΕΥΠΡΑΞΙΑ, η αρρενόφρων.
«Θέλω δε υμάς αμέριμνους είναι. Ο άγαμος μεριμνά τα του Κυρίου, πως αρέσει τω Κυρίω» (Α΄ , Κορ. ζ΄ , 32),
 δηλώνει προτρεπτικά ο Απ. Παύλος. Η θεαρέσκεια, της όλης ζωής των αγάμων είναι μέριμνα καθημερινή. Μία μέριμνα, που αποβλέπει στην απόλυτη συστοίχηση και εναρμόνιση Θείου και ανθρωπίνου θελήματος. Μία μέριμνα όμως, που εξασφαλίζει την αμεριμνησία, που διασφαλίζει τις διαπροσωπικές σχέσεις Θεού και ανθρώπου, που οδηγεί ασφαλέστερα στη Βασιλεία του Θεού.Και οι βιωτές της Παύλειας προτροπής το βεβαιώνουν. Είναι οι αναρίθμητες μορφές των Οσίων.
Ανάμεσά τους και η Ο σ ί α Ε Υ Π Ρ ΑΞΙΑ. Πατρίδα της είναι η Κων/λη. Πατέρας της ο πλούσιος συγκλητικός, ο έμπειρος πολιτικός, ο συγγενής του Αυτοκράτορα Μ. Θεοδοσίου, ο ευσεβής Χριστιανός, ο ενάρετος άνδρας, ο Αντίγονος. Μητέρα της η πλούσια, ευγενής, θεοσεσεβής και χρηστή γυναίκα, η Ευπραξία.Το ζευγάρι ομόφρονο και ομόψυχο διαχειρίζεται θεάρεστα τον πλούτο. Σκορπίζει αφειδώλευτα και καλύπτει σημαντικά ελλείψεις φτωχών. Και η πλούσια φιλανθρωπία προκαλεί την πλούσια Θεϊκή ευλογία. Ένα χαριτωμένο κορίτσι, δώρο κι αυτό του Θεού, προξενεί ανέκφραστη χαρά και ευφροσύνη στους ευλαβείς γονείς. Ευπραξία το ονομάζει ο πατέρας για να 'ναι πιστό αντίγραφο της ενάρετης μητέρας. Στόχος τους η αντιπροσφορά στο Θεό της Ευπραξίας, ως Αγίας.
Οι ίδιοι αποφασίζουν ομόφωνα
 άσκηση τέλειας εγκράτειας, εσωτερική καλλιέργεια, φιλανθρωπική δράση.Μία οικογένεια τρισευτυχισμένη, ευλογημένη. Ο Αντίγονος, ένα χρόνο μετά και αφού ευαρέστησε τον Κύριο, προσέρχεται στη Βασιλεία Του για να ευφραίνεται αιώνια.
Η μητέρα νιώθει έντονα την απουσία του συνοδοιπόρου της, αισθάνεται ζωηρά το βάρος της θυγατρικής αποκατάστασης. Προσφεύγει στον Αυτοκράτορα και ζητεί ανθρώπινη συμπαράσταση παράλληλα με τη Θεϊκή, που ήδη είχε ζητήσει. Η απάντηση είναι θετική και η Ευπραξία, εξάχρονη μόλις, μνηστεύεται μ' έναν πλούσιο, ευγενή και ωραίο νέο. Παράλληλα δέχεται χριστιανική αγωγή από τη μητέρα της.
Η μητέρα Ευπραξία σηκώνει το σταυρό της χηρείας αγόγγυστα και άμεμπτα. Ο Διάβολος τη φθονεί και εμβάλλει πόθο λυσσώδη σ' έναν αξιωματούχο, που χρησιμοποιεί τη Βασίλισσα για μεσίτρια.
Η σεμνή Ευπραξία όμως τιμά επάξια τη μνήμη του συζύγου της και απορρίπτει την πρόταση. Προς αποφυγή δε ενοχλήσεων αναχωρεί με την κόρη της στην Αίγυπτο, όπου έχει αξιόλογο κτήμα. Εκεί απερίσπαστη επιδίδεται στη Χριστοκεντρική μόρφωση, του μονάκριβου παιδιού της. Μητέρα και κόρη σημειώνουν πρόοδο πνευματική, επιδεικνύουν δραστηριότητα φιλανθρωπική. Οι Ναοί και οι Μονές προσελκύουν τις ευεργεσίες τους. Οι παντοειδώς αναξιοπαθούντες δέχονται αμέριστη τη βοήθειά τους.
Η αγάπη προς το Θεό εκφράζεται με μία πλατιά αγάπη προς τον πλησίον. Και το ασκητήριο των 130 Ασκητριών της Θηβαΐδας τους γνωστοποιείται και ευεργετείται. Οι επισκέψεις είναι συχνές και ο θαυμασμός πολύς. Η ασκητικότητά τους φωταγωγεί. Η σιωπή τους διδάσκει. Η απλότητα τους παραδειγματΐζει. Η όλη ζωή τους μαγνητίζει.
Η κόρη Ευπραξία ποθεί τη Μοναχική Πολιτεία και το δηλώνει στην Ηγουμένη. Η μνηστεία την κρατά ασυγκίνητη, αφού ποτέ δεν είδε το μνηστήρα και τη θεωρεί διαλυμένη. Η μητέρα ακούει με ευχαρίστηση τους λόγους της 7χρονης κόρης της. Η Ευπραξία αμετάκλητα παίρνει την απόφαση να μείνει για πάντα στη Μονή. Οι αποδιώξεις της Ηγουμένης, οι εκφοβισμοί και η σκληρότητα της ασκητικής ζωής δεν την αποθαρρύνουν, αλλά εδραιώνουν τον πόθο της.
Η μητέρα της βαθιά συγκινημένη την οδηγεί μπροστά στην εικόνα του Χριστού και δέεται θερμώς και την προσφέρει οικειοθελώς. Ικετεύει για τη διαφύλαξή της. Παρακαλεί για το φωτισμό της. Αγωνιά για τον αγιασμό της. Νουθετεί την ίδια και της εμφυτεύει το φόβο του Θεού, το θεμέλιο της κατά Θεόν ζωής. Την παραδίδει τέλος στην Ηγουμένη για χειραγωγία στην ισάγγελη πολιτεία. Το Μοναχικό Σχήμα ντύνεται. Ολοκληρωτικά στον Κύριο αφιερώνεται.
Η μητέρα της μετά από μικρό χρονικό διάστημα απέρχεται προς την ποθητή Πατρίδα, αφού θεάρεστα έζησε στη γη. Ο αυτοκράτορας πληροφορείται την εκδημία της και εκδηλώνει την υποστήριξη του προς την Ευπραξία. Κι εκείνη του ανακοινώνει τη Μοναχική της ιδιότητα και του αναθέτει τη διάθεση της πατρικής περιουσίας της στην Πόλη σε φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Η Μοναχή Ευπραξία τώρα απερίσπαστα επιδίδεται σε ασκητικούς αγώνες. Διακρίνεται για την ταπεινοφροσύνη και την εγκράτεια, την αγάπη και τη λιτότητα. Εκτελεί και τα ευτελέστερα διακονήματα και σημειώνει τελεία υπακοή. Στις πειρασμικές επιθέσεις απαντάει με υπομονή και θάρρος, με επιμονή και προσευχή. Δουλαγωγεί το σώμα και ελευθερώνει την ψυχή.
Η αγιότητά της εμφανής. Η σύνεση ευδιάκριτη. Η διάκριση φανερή
. Πλήθη ανθρώπων καταφεύγουν στην Οσία για να βρουν λύση στο πρόβλημά τους, για να λάβουν κατευθυντήρια γραμμή, για να ζητήσουν τη συμβουλή της, για ν' ακούσουν τη θεόσοφη ομιλία της, για να δεχθούν τη χρηματική της ενίσχυση. Όλοι κάτι έχουν να πάρουν κι αποχωρούν ενισχυμένοι στην πίστη και στην αγάπη, στην υπομονή και στην ελπίδα.Οι άνθρωποι την ευγνωμονούν. Ο Θεός την ευλογεί. Και θαύματα αξιώνεται να κάνει για τη δόξα του Θεού.
30 μόλις χρονών κι έχει φθάσει στη θέωση. Ο Κύριος προαναγγέλλει την εκδημία της στην Ηγουμένη. Την καλεί κοντά Του για ν' απολαμβάνει τις άρρητες ομορφιές του Ουράνιου Νυμφώνα.
25 Ιουλίου! Μία ακόμη Οσία, η Ευπραξία, πλαισιώνει τον πανίερο Χορό των Οσίων.-

Οσία Ολυμπιάδα η Διακόνισσα



site analysis
Εορτάζει στις 25 Ιουλίου εκάστου έτους.


Oλυμπιάς πεσούσα πατρίδος φίλης,
Προς την άνω χαίρουσα βαίνει πατρίδα.
Βιογραφία
Η Ολυμπιάδα έζησε στα χρόνια των Πατριαρχών Νεκταρίου και Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (395 μ.Χ.). Ο πατέρας της Ακούνδος είχε το αξίωμα του κόμητος. Κατ’ άλλους όμως ονομαζόταν Σέλευκος.
Η Ολυμπιάδα είχε μεγάλη σωματική ωραιότητα, ευφυΐα, παιδεία, και πολλά πλούτη. Παντρεύτηκε τον έπαρχο Κωνσταντινούπολης Νευρίδιο, αλλά αυτός μετά από λίγο χρόνο πέθανε και έτσι η Ολυμπιάδα έμεινε χήρα σε πολύ μικρή ηλικία. Ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος προσπάθησε να την πείσει να πάρει δεύτερο άνδρα, κάποιο αξιωματούχο Ελπίδιο. Αυτή όμως, τιμώντας τη μνήμη του άντρα της και φλεγόμενη από τον πόθο να υπηρετήσει την Εκκλησία με τα πλούτη της, απέρριψε το δεύτερο γάμο. Αφοσιώθηκε λοιπόν στο μέγα αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινούπολης Ιωάννη το Χρυσόστομο και γεμάτη ενθουσιασμό έδωσε στην αρχιεπισκοπή του χιλιάδες χρυσά νομίσματα και κτήματα.
Μέσα στην Εκκλησία είχε τον τίτλο της Διακόνισσας. Ίδρυσε μάλιστα και μοναστήρι, κοντά στο ναό της αγίας Ειρήνης. Αργότερα, όταν ο Χρυσόστομος εξορίστηκε, η Ολυμπιάδα έπεσε σε βαθύ πένθος. Για να την παρηγορήσει ο μέγας ιεράρχης, της έστειλε αρκετές επιστολές (σώζονται 17).
Πέθανε εξορισμένη στη Νικομήδεια, μόλις 50 ετών, λίγο μετά από το θάνατο του ιερού Χρυσοστόμου.
Ιερά Λείψανα: Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου της Αγίας βρίσκονται στις Μονές Αγάθωνος Φθιώτιδος και Νταού Πεντέλης.
Πηγή:  saint.gr

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

Αγία Μεγαλομάρτυς Χριστίνα, π. Θεοδώρου Ζήση. --"Aνδρίζου και κραταιούσθω η καρδία σου"



site analysis


Πολλοὶ Χριστιανοί (ποὺ βλέπουν μὲ κάποιο μαγικὸ τρόπο τὴν Πίστη), νομίζουν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ μᾶς βοηθήσει, ὥστε ὅλα νὰ πᾶνε καλὰ στὴ ζωή μας· κι ἂν ἀγωνιζόμαστε τὸν ἀγώνα τῆς Πίστεως, σύντομα νὰ νικήσουμε!

Στὸν βίο τῆς ἁγίας Χριστίνας, ὅμως, βλέπουμε ὅτι ὁ Ἄγγελος ποὺ παρουσιάζεται στὴν Ἁγία, τὴν προετοιμάζει γιὰ μεγαλύτερα καὶ μακρὰς διαρκείας βασανιστήρια!

«Πρέπει, τῆς λέει, να δείξεις θάρρος ανδρικό, ανδρίζου και κραταιούσθω η καρδία σου, διότι όχι μόνον ο πατέρας σου πρόκειται να σε βασανίσει αλλά και δύο άλλοι ηγεμόνες άρχοντες μετά από τον πατέρα σου θα σε υποβάλλουν σε φριχτά βασανιστήρια. Η Χριστίνα εζήτησε την ενίσχυση του Αγίου Θεού και του Αγγέλου και έμεινε σταθερή στην Πίστη της».

Στὸ τέλος αὐτῆς τῆς ὁμιλίας (ἔγινε σὲ Μοναστήρι) ὁ π. Θεόδωρος, λέγει:

«Διότι και οι μοναχοί όλοι και οι μοναχές και εμείς πρέπει να αγαπήσουμε τον Χριστό με τόση ζέση, εις τρόπον ώστε να τα εγκαταλείψουμε όλα».

ΟΛΑ. Σήμερα, ὅμως, αὐτὸ τὸ ΟΛΑ, περιλαμβάνει πρωτευόντως, καὶ τὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς Οἰκουμενιστὲς Ποιμένες! Ὁ Μ. Φώτιος εἶναι σαφής: «Αἱρετικός ἐστιν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν δεήσει, μηδ’ ἀπατηθῆναι προσελθεῖν, κἄν ἥμερον περισαίειν δοκῇ· φύγε τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί τήν πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεως»!



  Αγία Μεγαλομάρτυς Χριστίνα
  π. Θεοδώρου Ζήση  

Η Αγία Χριστίνα, όπως μας λέει το Συναξάρι, γεννήθηκε στην Τύρο, στην πόλη και στην πατρίδα του Αποστόλου Παύλου. Και γεννήθηκε εκεί κατά τα χρόνια της βασιλείας του Σεβήρου γύρω στο 200 μ.Χ., όπου είχαν αρχίσει ήδη οι μεγάλοι διωγμοί εναντίον των Χριστιανών. Καταγόταν από πολύ πλουσίους γονείς· ο πατέρας της ήταν άρχων της Τύρου, ηγεμών της Τύρου, στρατηγός της Τύρου κι όπως σημειώνει εδώ ο Συναξαριστής, κι αυτό είναι πολύ διδακτικό, από γονείς εις μεν το γένος πλουσίους εις δε την ψυχή φτωχούς. Και ήταν φτωχοί στην ψυχή γιατί δεν είχαν τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν ήσαν Χριστιανοί, επειδή ήσαν εμπόρων θεραπευταί και των ειδώλων, ήσαν ειδωλολάτραι. Να λοιπόν η Αγία Χριστίνα, μία μοναχοκόρη, γεννιέται μέσα σ’ ένα πλούσιο περιβάλλον, πάμπλουτη η Αγία Χριστίνα και πανέμορφη, όπως θα δούμε, από γονείς ειδωλολάτρες.
Ο πατέρας της λοιπόν ο Ουρβανός, ηγεμών της πόλεως της Τύρου, 

βλέποντας πόσα προσόντα και πόσο πανέμορφη ήσαν η κόρη του και υποθέτοντας πως θα την γλιτώσει από τις ενοχλήσεις των νέων της εποχής εκείνης τις διαρκείς, αποφάσισε να την κλείσει σ’ ένα πολύ μεγάλο πύργο, πολυτελέστατο πύργο, να της δώσει εκεί
πολλούς υπηρέτες και πολλές υπηρέτριες, να εγκαταστήσει μέσα στο σπίτι αγάλματα των θεών, των ειδώλων, και να την προτρέπει εκεί να προσκυνεί αυτά τα είδωλα.
Παρά ταύτα η Χριστίνα χωρίς να έχει καμία αίσθηση Χριστιανισμού, μέσα σε ειδωλολατρικό περιβάλλον γεννήθηκε, εντούτοις όπως λέει το Συναξάρι, βλέποντας κάθε μέρα τριγύρω την ομορφιά έξω της φύσεως, την ομορφιά του κόσμου και σκεπτόμενη ότι δεν είναι δυνατόν αυτός ο κόσμος μ’ αυτή την ωραιότητα, με τα κάλλη του ουρανού, της γης και της θάλασσας να έχει δημιουργηθεί μόνος του, να τον έχουν δημιουργήσει αυτά τα είδωλα τα άξεστα και ανόητα, μόνη της σκέφτηκε ότι υπάρχει Δημιουργός, υπάρχει Θεός. Ήταν δε τόσο καλής προθέσεως ώστε, όπως λέει το Συναξάρι, την έστειλε ο Θεός άγγελο κι αυτός της δίδαξε όλα τα σχετικά με τη Χριστιανική Πίστη.
Φωτίστηκε λοιπόν η Αγία Χριστίνα από τον άγγελο και σεβόταν τον αληθινό Θεό χωρίς καν να βαπτιστεί ακόμη και επιδιδόταν σε προσευχές και σε νηστείες. Κι αντιλαμβανόμαστε τώρα ότι όταν κάποια μέρα ο πατέρας της ο ηγεμών, ο στρατηγός, ο ειδωλολάτρης μαζί με τη μητέρα της, οι δύο γεννήτορες, οι δύο γονείς ανέβηκαν στον πύργο να την δουν και να προσφέρουν θυσία στους θεούς, αντιλαμβάνεστε τι σκηνές εκτυλίχθηκαν εκεί. Η Αγία Χριστίνα αρνήθηκε να προσκυνήσει τους θεούς με συνέπεια να προκαλέσει την οργή και τον θυμό και τις απειλές του πατέρα της· η δε μητέρα της πολύ στενοχωρημένη και περίλυπη την παρεκάλεσε: σε παρακαλώ, κάνε αυτό που θέλει ο πατέρας σου, διότι όπως τον ξέρεις είναι πολύ οργίλος και θυμώδης και δε θα διστάσει ακόμη και να σε σκοτώσει, επειδή δεν προσκυνάς τους παραδοσιακούς θεούς, τους θεούς των ειδώλων.
Η Αγία Χριστίνα όμως επανειλημμένως στις άλλες παρατηρήσεις και του πατέρα της και της μητέρας της, κατ’ αρχήν τους είπε ότι, δεν σας θεωρώ πλέον ως πατέρα και ως μητέρα με αυτά τα οποία μου συνιστάτε να κάνω, να ασεβήσω προς τον αληθινό Θεό· εγώ ως πατέρα μου αναγνωρίζω μόνο τον Κύριο ημών Ιησού Χριστόν. Πολλές φορές ο πατέρας της την επίεσε, την κολάκευσε, αλλά τελικώς δεν μπόρεσε να κάμψει την Αγία Χριστίνα και να προσκυνήσει τα είδωλα και κάποια φορά λοιπόν άρχισε να την απειλεί.
Ενωρίτερα μόνον, το προηγούμενο βράδυ πριν αρχίσουν τα βασανιστήρια από τον ίδιο τον πατέρα της, ήρθε ένας άγγελος και την προειδοποίησε ότι, Χριστίνα, πρέπει να δείξεις θάρρος ανδρικό, ανδρίζου και κραταιούσθω η καρδία σου, διότι όχι μόνον ο πατέρας σου πρόκειται να σε βασανίσει αλλά και δύο άλλοι ηγεμόνες άρχοντες μετά από τον πατέρα σου θα σε υποβάλλουν σε φριχτά βασανιστήρια. Η Χριστίνα εζήτησε την ενίσχυση του Αγίου Θεού και του Αγγέλου και έμεινε σταθερή στην Πίστη της.
Το πρωί λοιπόν ανέβηκε και πάλι ο πατέρας της και την προέτρεψε να προσκυνήσει τα είδωλα· είδωλα όμως δεν υπήρχαν διότι το προηγούμενο βράδυ η Αγία Χριστίνα πήρε μια αξίνα, πήρε ένα τσεκούρι και όλα τα χρυσά και αργυρά αγάλματα που υπήρχαν μέσα στον πύργο τα έκανε κομμάτια και κατέβηκε κάτω και τα εμοίρασε στους φτωχούς. Όταν το πληροφορήθηκε αυτό ο πατέρας της εθύμωσε πάρα πολύ. Παραλίγο να έδινε εντολή να θανατώσουν και όλους τους υπηρέτας και όλες τις υπηρέτριες και εν πάση περιπτώσει διέταξε εν πρώτοις να μαστιγώσουν και να δείρουν άγρια την κόρη του τη Χριστίνα. Την εμαστίγωσαν, όπως λέει το Συναξάρι, δώδεκα άνδρες, οι οποίοι κουράστηκαν, έπεσαν κάτω κατάκοποι, ενώ η Αγία Χριστίνα παρά το μαστίγωμα έμεινε όρθια και δυνατή. Τότε λοιπόν ο Ουρβανός θύμωσε διότι η Αγία Χριστίνα δεν εκάμπτετο και την έστειλε και τη φυλάκισε. Και μέσα στη φυλακή όμως παρά τις παρακλήσεις και πάλι της μητέρας της, η οποία πήγε και της έλεγε, σε παρακαλώ, κόρη μου, είσαι το μόνο μας παιδί, σε παρακαλώ μη μου προκαλέσεις μεγαλύτερες θλίψεις γιατί δεν έχω άλλο παιδί εκτός από εσένα, εντούτοις η Αγία Χριστίνα επέμενε στην πίστη στον Χριστό.
Όταν λοιπόν και η μητέρα της κατάλαβε ότι η κόρη της είναι αμετάπειστη το μετέφερε αυτό προς τον πατέρα της, ο οποίος της είπε ότι, λυπούμαι, Χριστίνα, διότι δεν έχω άλλη επιλογή και μολονότι είσαι παιδί μου, είσαι τέκνον μου, δεν πρόκειται να σε λυπηθώ αλλά θα σου δώσω τόσες τιμωρίες έως ότου κάνω τις σάρκες σου να διαλυθούν. Και του αποκρίθηκε η Αγία Χριστίνα, σε παρακαλώ μην με ονομάζεις τέκνον σου, δεν είμαι πλέον τέκνο σου, είμαι μόνον τέκνο του Επουρανίου Πατρός. Οργίστηκε λοιπόν ο πατέρας και διέταξε να την κρεμάσουν και να της ξεσκίσουν τις σάρκες της. Την εβασάνισαν λοιπόν την Αγία Χριστίνα χωρίς οίκτο. Την άλλη μέρα αφού την εφυλάκισαν, την έβαλε ο πατέρας της πάλι σε έναν φοβερό τροχό κάτω από τον οποίο καιγόταν ένα πυρ. Πάλι η Αγία Χριστίνα δεν έπαθε τίποτε και μάλιστα αυτά τα απέδιδε ο πατέρας της πως ήταν δήθεν μάγισσα! Τι μαγείες είναι αυτές που κάνεις και δεν υποκύπτεις στα βασανιστήρια;
Τελικώς την φυλάκισε ο πατέρας της ξανά κι έδωσε εντολή να μην της δώσουν καθόλου να φάει και να πεθάνει από την πείνα. Και δεν έφθαναν όλα αυτά, αλλά ένα βράδυ έδωσε εντολή ο πατέρας της σε πέντε δούλους, οι οποίοι έδεσαν στο λαιμό της Χριστίνας μία μεγάλη πέτρα, έναν μεγάλο βράχο και την έριξαν μέσα στη θάλασσα για να πνιγεί από το βάρος του βράχου.
Ο Θεός όμως έστειλε αγίους αγγέλους, έλυσαν το σχοινί της πέτρας και κράτησαν την Αγία Χριστίνα επάνω στη θάλασσα και όχι μόνον αυτό· εξαιτίας αυτής της Πίστεως και της επιμονής της αξιώθηκε η Αγία Χριστίνα –σπάνια Χάρις– εκείνο το βράδυ, εκεί μέσα στη θάλασσα να βαπτιστεί από τον ίδιο τον Κύριό μας τον Ιησού Χριστόν. Κατέβηκε ο Σωτήρ μας, ο οποίος την σήκωσε και της λέει: Εγώ είμαι ο Χριστός, Χριστίνα, ο οποίος φωτίζω αυτούς , οι οποίοι με επικαλούνται. Ήρθα λοιπόν να σε λυτρώσω από τα είδωλα και να σε βαπτίσω, όπως μου εζήτησες. Ο ίδιος λοιπόν ο Χριστός βάπτισε την Αγία Χριστίνα μέσα στα νερά της θάλασσας, την κατέδυσε στην θάλασσα λέγοντας: Βαπτίζω σε, Χριστίνα, εις το όνομα του Πατρός, εις το όνομα το Εμόν και εις το όνομα του Αγίου Πνεύματος.
Όταν λοιπόν ξημέρωσε την άλλη μέρα ξαφνικά μπροστά στο σπίτι εμφανίστηκε, στο σπίτι του πατέρα της, τελείως αβλαβής. Και πάλι ο πατέρας της τα απέδωσε όλα αυτά σε μαντείες και σε μαγείες, την ξαναφυλάκισε και την άλλη την ημέρα είχε κατά νου να την αποκεφαλίσει, να την τελειώσει με τον αποκεφαλισμό. Δεν πρόλαβε όμως γιατί ο Θεός το βράδυ εκείνο έστειλε τον θάνατο και απέθανε πολύ κακώς ο πατέρας της Αγίας Χριστίνας.
Μετά από λίγες όμως ημέρες αναπαύσεως κατέλαβε άλλος άρχοντας το αξίωμα του πατέρα της, ο οποίος ονομαζόταν Δίων. Και επαναλήφθηκε εδώ η ίδια ιστορία, με κολακείες, με απειλές κτλ, προσπάθησε κι αυτός να πείσει την Αγία Χριστίνα να προσκυνήσει τα είδωλα. Δεν το κατόρθωσε κι αυτός, παρότι την υπέβαλε κι αυτός σε πολύ φριχτά βασανιστήρια, σε μαστίγωμα, τη μαστίγωσε κι αυτός, την έβαλε τελικώς μέσα σε μία σιδηρά σκάφη, σ’ ένα σιδηρούν κοφίνι και μέσα εκεί έριξε (…), αλλά και εκεί πάλι η Αγία Χριστίνα βγήκε αβλαβής.
Τελικώς ο δεύτερος άρχων, ο Δίων, διέταξε να ξυρίσουν το κεφάλι της και να την περιφέρουν γυμνή μέσα στην πόλη και να την διαπομπεύσουν και έτσι. Την άλλη μέρα θεώρησε ο άρχων πως αν πήγαινε την Αγία στο ναό του Απόλλωνος, μήπως εκεί θα την έπειθε να προσκυνήσει το άγαλμα του Απόλλωνος. Εκεί όμως η Αγία Χριστίνα έκανε τα εξής δύο, πολύ μεγάλα θαύματα.
Εν πρώτοις προσευχήθηκε για να δείξει πόσο δυνατός είναι ο Θεός σε σχέση με τα αδύναμα είδωλα, προσευχήθηκε και το άγαλμα του Απόλλωνος έγειρε από τη θέση του και βγήκε έξω, σαράντα μέτρα περίπου. Και όχι μόνον αυτό, όταν το είδε αυτό ο άρχων φοβήθηκε, έπεσε κάτω στο πρόσωπο της γης και είπε, πάλι μπόρεσαν οι μαγείες σου να μετατοπίσουν τον μέγα θεόν Απόλλωνα; Τώρα θα δεις, λέει η Αγία Χριστίνα, ότι όχι μόνον τον μετατόπισα, αλλά θα τον συντρίψω για να δεις ότι είναι τελείως αδύναμα τα αγάλματά σου και οι θεοί, τους οποίους προσκυνάς. Προσευχήθηκε λοιπόν και ξαφνικά το άγαλμα του Απόλλωνος έγινε συντρίμμια μπροστά στα πόδια όλων. Παρ’ όλα αυτά ο άρχων δεν επίστευσε αλλά ένιωσε τόσο πολύ μεγάλη λύπη για τη συντριβή των θεών του ώστε το ίδιο βράδυ πέθανε κι αυτός.
Και ήρθε ο τρίτος άρχων, όπως της είχε πει ο Άγγελος στο όνειρό της, ήρθε ο τρίτος άρχων, ο Ιουλιανός, ο οποίος έκαψε τρεις μέρες ένα πολύ μεγάλο καμίνι και μέσα στο καμίνι αυτό της φωτιάς έκλεισε την Αγία Χριστίνα, υπολογίζοντας ότι θα τη βγάλουν από μέσα κατακαμμένη και νεκρή. Πέρασαν λοιπόν πέντε ημέρες και την πέμπτη, την έκτη ημέρα πήγαν ν’ ανοίξουν το καμίνι. Εν τω μεταξύ ορισμένοι από τους εργάτες εκεί και τους υπηρέτες άκουγαν μέσα από το καμίνι ψαλμωδίες. Η μάρτυς έψαλλε με τους Αγίους Αγγέλους μέσα, δοξάζουσα κι ευχαριστούσα τον Θεό. Κι όταν βγήκε δε έξω, έμοιαζε σαν να βγήκε από λουτρό, από δροσιά και όχι μέσα από καμίνι.
Τότε λοιπόν πρόσταξε να την υποβάλλουν σε άλλη βάσανο· διέταξε τον θηριοδαμαστή, τον γητευτή των θηρίων κι έφεραν ερπετά, φίδια, έξι δηλητηριώδη φίδια, έξι: δύο αστρίτες, δύο έχιδνες και δύο όφεις. Κι άφησαν την Αγία σ’ ένα δωμάτιο με τα φίδια αυτά, υπολογίζοντας πως τα φίδια θα αποτελειώσουν την Αγία Χριστίνα. Εκείνα όμως δεν προξένησαν καμία βλάβη! Όταν μάλιστα πήγε αυτός, ο θηριοδαμαστής, να τα παρατηρήσει, να τα πιέσει, να δαγκάσουν, να δήξουν την Αγία Χριστίνα, αντί να δαγκάσουν την Αγία Χριστίνα εδάγκασαν τον θηριοδαμαστή, ο οποίος απέθανε αμέσως.
Και δέστε τώρα δόξα που είχε η Αγία Χριστίνα ακόμη και εν ζωή· αυτόν τον θηριοδαμαστή, ο οποίος πέθανε από τα δαγκάματα των φιδιών, παρακάλεσε η Χριστίνα και αναστήθηκε. Κύριε Ιησού Χριστέ, προσευχήθηκε, ο εγείρας εκ νεκρών τον Λάζαρο επάκουσόν μου της δούλης Σου και ανάστησον τούτον τον άνθρωπον, δια να δοξασθεί το Άγιόν Σου όνομα και να πιστέψουν οι περιεστώτες ότι Συ είσαι ο μόνος Θεός, ο ποιών θαυμάσια. Πραγματικά αναστήθηκε αυτός, ο οποίος είχε θανατωθεί από τα φίδια.
Ο τυφλωμένος όμως τύραννος από την κακία του, επειδή νόμιζε πως όλα αυτά είναι μαγείες, προσέταξε και έκοψαν τώρα τους μαστούς της Αγίας, το στήθος της Αγίας, ο άσπλαχνος και στη συνέχεια την έβαλαν πάλι μέσα φυλακή. Και εκεί μέσα στη φυλακή –προηγουμένως μου διέφυγε να σας πω και λησμόνησα- προηγουμένως όταν έγινε το θαύμα το μεγάλο εκεί και έπεσε το άγαλμα του Απόλλωνος τρεις χιλιάδες ειδωλολάτρες επίστευσαν στο Χριστό γιατί ο Χριστός είναι ο μόνος αληθινός και μόνος δυνατός Θεός. Και τώρα λοιπόν μέσα στη φυλακή που κρατούσαν την Αγία Χριστίνα, συνετέλεσε ώστε πολλές γυναίκες που βλέπαν τα θαυμάσια αυτά, να γίνουν και αυτές Χριστιανές.
Εκεί λοιπόν μέσα στη φυλακή, άλλη μέρα, έδωσε εντολή ο Ιουλιανός και απέκοψαν τη γλώσσα της Αγίας Χριστίνας και επειδή, βέβαια, και σ’ αυτό η Αγία Χριστίνα δεν υπέκυψε έδωσε τελικώς εντολή σε δύο στρατιώτες, οι οποίοι με τα ακόντιά τους την ακόντισαν, με τους πέλτες, με ακόντια, ακόντισαν ο ένας την καρδιά και ο άλλος τα πλευρά κι έτσι η Αγία Χριστίνα με αυτόν τον τρόπο ετελειώθη, με το μαρτύριο του ακοντισμού και ανήλθε στους ουρανούς.
Αγαπητοί μου, πολύ σύντομα σας παρουσίασα, είναι πολύ εκτενής ο βίος της Αγίας Χριστίνης, σας το παρουσίασα όμως, όπως λέει ο στίχος εδώ:
«Kτείνουσι πέλται Xριστέ την σην Xριστίναν, την Xριστιανών πίστιν ουκ αρνουμένην».
Οι πέλτες, τα ακόντια φόνευσαν, Χριστέ μου, την Χριστίνα, η οποία όμως δεν αρνήθηκε την Πίστη της.
Θεώρησα, λοιπόν, σημαντικό να σας παρουσιάσω σήμερα τον βίο της Αγίας Χριστίνας, από μία πλευρά επειδή κι εμείς ζούμε σε δύσκολες εποχές, όχι βέβαια σε εποχές διωγμών και σ’ εποχές μαρτυρίων σωματικών, αλλά σε πολύ δύσκολες εποχές κατά τις οποίες η Πίστις μας έχει αρχίσει και εξασθενεί, αδυνατίζει η Πίστη μας· από τους βίους των Αγίων παίρνουμε πολύ θάρρος και πολύ κουράγιο. Παίρνουμε, μάλιστα, πολύ θάρρος και πολύ κουράγιο γιατί πιστεύουμε ότι όλα αυτά, τα οποία στις ημέρες μας λέγονται για τις θρησκείες, με τους περίφημους διαθρησκειακούς διαλόγους και διαχριστιανικούς διαλόγους, από τους οποίους προσπαθούν να μας παρουσιάσουν ότι και οι άλλες θρησκείες είναι αληθινές. Μα οι Άγιοι Μάρτυρες εδώ εμαρτύρησαν μόνο για τον Χριστό! Μόνον η Πίστις η Χριστιανική είναι αληθής. Όπως έλεγε και ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός όλες αι πίστες είναι ψεύτικες. Να καυχάσθε γιατί γεννηθήκατε ανθρώποι Χριστιανοί και να ντέπεστε και να λυπάστε για τους αιρετικούς που γεννήθηκαν μέσα στο σκοτάδι.
Από τους Αγίους λοιπόν κι από την Αγία Χριστίνα, όπως και από τον Εκατόνταρχο της προηγουμένης Κυριακής κι όπως κι από τον σημερινό παραλυτικό βλέπουμε πόσο πρέπει η Πίστις μας να είναι σθένουσα. Ακούσαμε από τον άγιο Απόστολο, το πνεύματι ζέοντες (Ρωμ., 12, 11). Έχουμε χαλαρώσει οι Χριστιανοί, γίναμε χαλαροί, παρασυρόμαστε από την καθημερινότητά μας, μας παρασύρουν το ένα και το άλλο και ξεχνούμε πόσο ζεστή και θερμή πρέπει να είναι η Πίστη μας.
Από το παράδειγμα λοιπόν αυτής της πολύ μεγάλης Αγίας, της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Χριστίνης, η οποία γεννήθηκε ειδωλολάτρισσα, γεννήθηκε μέσα σ’ ένα σπίτι πλούσιο με όλες τις ανέσεις· είχε όλα τα προσόντα, ήταν πανέμορφη, θα μπορούσε να κάνει έναν απ’ τους καλυτέρους γάμους, εντούτοις τα αφήνει όλα για να ακολουθήσει το Χριστό.
Το σημαντικότερο μάλιστα, το οποίο πρέπει να τονίσουμε, μια που βρισκόμαστε εδώ σε ένα μοναστήρι, και μ’ αυτό τελειώνω, ότι, όχι μόνο αρνήθηκε τα πλούτη και τις δόξες του κόσμου, αλλά αρνήθηκε ακόμη και τους γονείς της. Φανταστείτε τι μαρτύριο εσωτερικό πέρασε η Αγία Χριστίνα όταν έβλεπε τη μητέρα της δίπλα κι έλεγε: Κόρη μου, είσαι το μονάκριβο παιδί μου. Σε παρακαλώ, κάνε το χατίρι του πατέρα σου, προσκύνησε τα είδωλα διότι αυτός θα σε σκοτώσει. Φανταστείτε πόσο σπάραζε τότε η καρδιά της μάνας και πόσο σπάραζε και η καρδιά της Αγίας Χριστίνας.
Αλλά γνωρίζουμε οι Χριστιανοί ότι ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος (Ματθ., 10, 37). Όταν οι γονείς μας μας οδηγούν και μας προτρέπουν σε ασέβεια παύουν να είναι γονείς μας. Δεν είστε γονείς μου, είπε η Αγία Χριστίνα, δεν σας αναγνωρίζω πλέον ως γονείς μου. Τους γονείς μας τους σεβόμαστε όταν μας βοηθούν στην ευσέβεια και όταν, τουλάχιστον, δεν αντιδρούν στον δρόμο τον οποίον εμείς επιλέξαμε.
Κι εδώ στο μοναστήρι έχουμε τις μοναχές, την Αγία Ηγουμένη και τη συνοδεία της, οι οποίες και αυτές όπως και η Αγία Μαρίνα την προηγουμένη Κυριακή πριν την Αγία Χριστίνα, εδιάλεξε αυτόν τον παρθενικό βίο και τον βίο τον μαρτυρικό, τον μοναχικό. Ο μοναχικός βίος είναι βίος μαρτυρίου, ένα συνεχές μαρτύριο δι’ όλης της ζωής, διότι και οι μοναχοί όλοι και οι μοναχές και εμείς πρέπει να αγαπήσουμε τον Χριστό με τόση ζέση, εις τρόπον ώστε να τα εγκαταλείψουμε όλα. Ας έχουμε λοιπόν την Χάρη όλων των Αγίων και την ευλογία όλων των Αγίων, ιδιαίτερα μάλιστα τη Χάρη της εορταζούσης σήμερα μεγάλης Αγίας, της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Χριστίνης.
Απόσπασμα από απομαγνητοφωνημένο κήρυγμα
του πρωτοπρεσβύτερου π. Θεοδώρου Ζήση