Τετάρτη 19 Ιουνίου 2019

Ήταν μια γιαγιά..



site analysis

.


Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Ήταν μια γιαγιά, που είχε αρρωστήσει βαριά και την πήγαν στο νοσοκομείο και μετά από μια βδομάδα θα την χειρουργούσαν. 
Η γιαγιά όμως διατείνονταν εκεί στο περιβάλλον της, ότι δεν θα προλάβαιναν να την χειρουργήσουν, διότι σε 3 μέρες και ώρα 5 το απόγευμα, θα πέθαινε!! 
Όσοι την άκουσαν άρχισαν να σκέφτονται: '' Η γιαγιά παλάβωσε, τρελάθηκε! Πράγματι, όταν γεράσει ο άνθρωπος, δεν ξέρει τι λέει και τι κάνει...''. 

Όμως η γιαγιά ήταν ένας πνευματικός άνθρωπος! Και πράγματι την τρίτη μέρα της νοσηλείας της, στις 5 το απόγευμα, παρέδωσε το πνεύμα!
Όταν επαληθεύτηκαν τα λόγια της γιαγιά, όλοι άρχισαν να αναζητούν, τι καλό έκανε στη ζωή της, αυτή η γιαγιά. Διαπίστωσαν ότι ήταν νηστευτής μια ολόκληρη ζωή, έφτιαχνε κρυφές ελεημοσύνες και προσευχόνταν νοερώς...
Όταν ο άνθρωπος πληροφορείται από το Θεό, ότι θα πεθάνει, αυτή η Θεϊκή δωρεά επισφραγίζει, ότι είναι για τον παράδεισο.

~Γέροντας Εφραίμ της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα, Αγίου Όρους.

Τρίτη 18 Ιουνίου 2019

Ασκητές μέσα στον κόσμο: Γιαννούλα Θάνου



site analysis
GIANNOYLA
Στήν Τρί­πο­λη, ὁ­δός Σε­ρα­γί­ου, ἀ­ριθ­μός 13, ἔ­ζη­σε μί­α εὐ­λο­γη­μέ­νη ψυ­χή, ἡ κυρα–Γι­αν­νού­λα Θά­νου ἀλ­λά πο­λύ θά ἀ­δι­κη­θῆ ἀ­πό τά λί­γα πού γρά­φονται καί πού δέν μπο­ροῦν νά ἀ­πο­δώ­σουν τήν με­γά­λη πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­σή της. Θά μπο­ροῦ­σε νά γρα­φῆ ὁ­λό­κλη­ρο συ­να­ξά­ρι, πο­λυ­σέ­λι­δος τό­μος, μέ τούς ἀ­γῶ­νες της, τά βι­ώ­μα­τά της καί τίς πνευ­μα­τι­κές νου­θε­σί­ες της, ἀλ­λά τό­τε πού ζοῦ­σε δέν σκέ­φθη­κε κα­νείς νά κρα­τή­ση ση­μει­ώ­σεις.
Ἀ­πό τά λί­γα πού ἔ­μει­ναν στήν μνή­μη κά­ποι­ου πού λί­γο τήν γνώ­ρι­σε πρίν τριά­ντα πε­ρί­που χρό­νια, δί­δε­ται μιά ἁ­μυ­δρή εἰ­κό­να αὐ­τῆς τῆς χα­ρι­τω­μέ­νης ψυ­χῆς.
Γεν­νή­θη­κε στίς 22 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1923 στό χωριό Λάβδα Τριπόλεως. Ἦταν δευτερότοκη ἀπό τέσσερα ἀδέλφια. Κα­τά τίς δι­η­γή­σεις της προ­ερ­χό­ταν ἀ­πό φτω­χή οἰ­κο­γέ­νεια ἀλ­λά ἦ­ταν πο­λύ πι­στοί οἱ γο­νεῖς της. Ἡ μά­ννα της ἰ­δι­αί­τε­ρα ἦ­ταν πο­λύ εὐ­λα­βής. Τήν εἶ­χε ὡς πρό­τυ­πο στήν ζω­ή της καί ἔ­λε­γε: «Ἐ­γώ δέν φθά­νω στήν μάν­να μου».
Ὅ­ταν ἦ­ταν μι­κρή καί μα­γεί­ρευ­αν στό σπί­τι τους κα­λό φα­γη­τό, ὁ πα­τέ­ρας της τήν ἔ­στελ­νε νύ­χτα, κρυ­φά, κα­τά τό εὐ­αγ­γε­λι­κό «ὅ­ταν ποι­ῇς ἐ­λε­η­μο­σύ­νην μή σαλ­πί­σῃς ἔ­μπρο­σθέν σου» (Ματθ. Ϛ΄, 2), νά πάη φα­γη­τό σέ φτω­χές οἰ­κο­γέ­νει­ες. Στόν δρό­μο συ­ναντοῦ­σε σκυ­λιά ἄ­γρια πού γαύ­γι­ζαν. Αἰ­σθα­νό­ταν φό­βο ὡς μι­κρή πού ἦ­ταν, ἔ­κα­νε τόν σταυ­ρό της, προ­σευ­χό­ταν καί παίρ­νοντας δύ­να­μη ἔ­λε­γε στά σκυ­λιά: «Σούτ! Σω­πᾶ­στε. Ἐ­σεῖς στήν δου­λειά σας καί ἐ­γώ στήν δου­λειά μου». Τά σκυ­λιά, ὅ­λως πα­ρα­δό­ξως, ἡ­σύ­χα­ζαν καί αὐ­τή συ­νέ­χι­ζε ἥ­συ­χη τόν δρό­μο της.
Τήν πάντρε­ψαν μέ τόν Δη­μή­τριο Θά­νο. Ἀ­πέ­κτη­σαν τρί­α παι­διά. Εἶ­χαν με­γά­λη φτώ­χεια. Ἀ­γό­ρα­σε ρα­πτο­μη­χα­νή καί ἔρ­ρα­βε. Οἰ­κο­νο­μοῦ­σε ἀρ­κε­τά καί σι­γά–σι­γά εἶ­χαν αὐ­τάρ­κεια, ἔ­κτι­σαν καί σπί­τι. Ἦ­ταν πο­λύ ἐρ­γα­τι­κή καί πο­λύ ἐ­λε­ή­μων.
Δέν ἦ­ταν τό­σο ἡ φτώ­χεια πού τήν βά­ραι­νε ἀλ­λά οἱ δυ­σκο­λί­ες πού συ­νάντη­σε στήν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ συ­ζύ­γου της. Ἡ πε­θε­ρά της ἦ­ταν κα­κό­τρο­πη καί δέν τήν συμ­πα­θοῦ­σε. Τήν κα­τη­γο­ροῦ­σε στόν ἄν­δρα της καί τοῦ ἔ­βα­ζε λό­για γι­ά νά τήν χτυ­πᾶ καί νά τήν κα­κο­με­τα­χει­ρί­ζε­ται. Πέ­ρα­σε δύ­σκο­λα μα­ζί της ἀλ­λά ἔ­κα­νε με­γά­λη ὑ­πο­μο­νή καί δέν τήν κα­τέ­κρι­νε.
Ὁ ἄν­δρας της πω­λοῦ­σε λα­χεῖ­α καί ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα ἦ­ταν στά μα­γα­ζιά στήν πλα­τεί­α. Πολ­λές φο­ρές ἐ­πέ­στρε­φε με­θυ­σμέ­νος. Τήν ἔ­βγα­ζε ἔ­ξω ἀ­πό τό σπί­τι καί ἔ­παιρ­νε τό του­φέ­κι νά τήν του­φε­κί­ση. Ἐκεῖ­νο ὅμως πού τήν πλή­γω­νε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἦταν πού βλα­σφη­μοῦ­σε. Δέν τήν ἄ­φη­νε οὔ­τε νά ἀ­νά­βη τό κα­ντή­λι. Μί­α φο­ρά βλα­σφη­μοῦ­σε καί ἡ κ. Γι­αν­νού­λα προ­σευ­χό­ταν, ἔ­κλαι­γε καί ἔ­λε­γε στήν ἁ­γί­α Πα­ρα­σκευ­ή: «Κα­λύ­τε­ρα νά τόν τυ­φλώ­σης πα­ρά νά βλα­σφη­μᾶ τόν Θε­ό». Ὅ­ταν με­τά ξύ­πνη­σε ἀ­πό τόν ὕ­πνο του ἦ­ταν τρο­μαγ­μέ­νος καί φώ­να­ξε τήν κυ­ρα– Γι­αν­νού­λα νά ἀ­νά­ψη τό καν­τή­λι. Κύ­ριος οἶ­δε τί συ­νέ­βη. Ἔ­κτο­τε στα­μά­τη­σε νά βλα­στη­μᾶ.
Ἀ­νέ­θρε­ψε τά παι­διά της μέ φό­βο Θε­οῦ, τά κρά­τη­σε ἀ­νε­πη­ρέ­α­στα ἀ­πό ὅ­λη αὐ­τή τήν κα­τά­στα­ση, ἀ­γω­νί­στη­κε καί τά ἀ­πο­κα­τέ­στη­σε.
Κάποια φο­ρά μέ τίς προ­σευ­χές της σώ­θη­κε ὁ γυιός της, ὅταν ἔπεσε σέ γκρε­μό μέ τό αὐ­το­κί­νη­τό του. Ἀ­πό δι­αί­σθη­ση, ὡς μη­τέ­ρα, κα­τά­λα­βε τόν κίν­δυ­νο, προ­σευ­χή­θη­κε καί ὁ Θε­ός τόν ἔ­σω­σε.
Ἡ κυρα–Γι­αν­νού­λα στήν Κα­το­χή ἔ­σω­σε τόν ἄν­δρα της ἀ­πό τούς Γερ­μα­νούς. Ἤ­θε­λαν νά τόν σκο­τώ­σουν. Αὐ­τή ἔ­πε­σε γο­να­τι­στή στά πό­δια τους καί μέ λό­για καί σχή­μα­τα τα­πει­νά, ἱ­κε­τευ­τι­κά ἡ σκλη­ρό­τη­τα τῶν Γερ­μα­νῶν στρα­τι­ω­τῶν με­τα­βλή­θη­κε σέ συμ­πά­θεια.
Ἦ­ταν ἄν­θρω­πος πού μό­νο τό κα­λό σκε­φτό­ταν καί τό κα­λό ἐρ­γα­ζό­ταν. Ἔ­κα­νε ἀρ­κε­τά συ­νοι­κέ­σια καί στε­φά­νω­σε πά­νω ἀ­πό δέ­κα ἀν­δρό­γυ­να. Βά­πτι­σε πολ­λά μι­κρά παι­διά. Τῆς εἶ­χε πεῖ ἡ μά­ννα της: «Ὅ­ποι­ος κά­νει (βα­πτί­σει) σα­ράντα χρι­στια­νούς σώ­ζει τήν ψυ­χή του». Καί αὐ­τή ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη πα­ρά τήν φτώ­χεια της εὕ­ρι­σκε μι­κρά πού ἦ­ταν ἐγ­κα­τα­­λειμ­μέ­να καί τσιγ­γα­νά­κια πα­ρα­πε­τα­μέ­να, τά βά­πτι­ζε, τά ἔντυ­νε καί με­τά τούς ἔ­δι­νε εὐ­λο­γί­ες (δῶρα). Ἦταν πραγματική πνευματική μητέρα ἄνευ διακρίσεων. Τά βα­φτι­στι­κά της ξε­περ­νοῦ­σαν τά τριά­ντα μέ­χρι τό ἔ­τος 1980.
Ἡ κυρα–Γι­αν­νού­λα ζοῦ­σε ἀ­θό­ρυ­βα καί τα­πει­νά. Δέν ἀ­νῆ­κε σέ συλ­λό­γους φι­λαν­θρω­πι­κούς, δέν ἤ­ξε­ρε κα­νείς τίς ἐ­λε­η­μο­σύ­νες της. Ἔ­κα­νε φα­γη­τά, γλυ­κά καί τά πή­γαι­νε σέ φτω­χές οἰ­κο­γέ­νει­ες, σέ χῆ­ρες καί ὀρ­φα­νά. Μί­α φο­ρά πῆ­γε ψω­μί σέ μιά χή­ρα γυ­ναῖ­κα καί ἐ­κεί­νη ξέ­σπα­σε σέ κλά­μα­τα καί εὐ­χα­ρι­στί­ες για­τί τά παι­διά της πει­νοῦ­σαν καί δέν εἶ­χε νά τά δώ­ση ψω­μί. Πί­στεψ­ε ὅ­τι ὁ Θε­ός φώ­τι­σε τήν κυρα–Γι­αν­νού­λα, για­τί πρίν ἀ­πό λί­γο στήν προ­σευ­χή της ἡ χή­ρα ζη­τοῦ­σε ἀ­πό τόν Θε­ό ψω­μί γι­ά τά παι­διά της.

GIANNOYLA-THANOY
Ἐ­πι­σκε­πτό­ταν τίς φυ­λα­κές καί βο­η­θοῦ­σε τούς φυ­λα­κι­σμέ­νους στίς ἀ­νάγ­κες τους. Κά­θε ἑ­βδο­μά­δα ἔ­κα­νε ἕ­να τα­ψί κέ­ϊκ, ἔ­παιρ­νε διά­φο­ρα ἄλ­λα φα­γώ­σι­μα καί πή­γαι­νε στό γη­ρο­κο­μεῖ­ο γιά νά δώ­ση χα­ρά ἀλλά καί νά κά­νη πα­ρέ­α τούς γέ­ρους. Αὐ­τό γι­νό­ταν ἀ­νελ­λι­πῶς. Τό ἴ­διο ἔ­κα­νε καί στούς τυ­φλούς. Δέν ξεκουραζόταν καθόλου. Φρόντιζε ἀσθενεῖς νά μήν τούς λείψουν τά φάρμακά τους καί ἡ ἴδια τούς ἔκανε τίς ἐνέσεις. Σπλαχνιζόταν ὅλους καί βοηθοῦσε ἰδιαίτερα τούς φυλακισμένους, τούς τυφλούς καί τούς γέρους. Μαγείρευε γιά τήν οἰκογένειά της καί ἔτρεχε στόν προφήτη Ἠλία νά καθαρίση, νά πλύνη, νά κάνη τίς ἀκολουθίες. Νέες πού εἶχαν δημιουργήσει σχέσεις μέ ἀγόρια καί δέν εἶχε καλή ἐξέλιξη ἡ σχέση τους, κατέφευγαν ἀπελπισμένες στήν κυρα–Γιαννούλα. Καλοῦσε καί τά ἀγόρια, τούς μιλοῦσε, τούς συμφιλίωνε καί τούς ἔπειθε νά παντρευτοῦν. Πόσες φορές τίς νύχτες χτυποῦσαν τήν πόρτα της στίς 2 ἤ 3 μετά τά μεσάνυχτα καί τήν καλοῦσαν νά τρέξη νά βοηθήση ἀνθρώπους ἀσθενεῖς ἤ ἑτοιμοθάνατους. Ξεπερνοῦν τούς 40 οἱ κεκοιμημένοι πού προετοίμασε ἡ κυρα–Γιαννούλα. Ποτέ δέν κλείδωνε. Τό κλειδί κρεμόταν μέσα ἀπό τό ἐξώφυλλο τοῦ παραθύρου. Ποτέ της δέν παραπονέθηκε, δέν εἶπε ὅτι κουράστηκε, δέν γόγγυξε γιά τίποτε καί γιά κανέναν. Ἦταν στήριγμα πολλῶν ἀνθρώπων. Εἶχε ταπείνωση καί διάκριση. Ἡ εὐσπλαχνία της γιά τούς ἀναξιοπαθοῦντας τήν ἔκανε νά φθάση καί σέ ἀνώτερους παράγοντες γιά νά ζητήση βοήθεια γιά νέους ἄνεργους καί οἰκογενειάρχες φτωχούς. Τά προλάβαινε ὅλα. Ἦταν πολύ ἄξια. Ἔβαζε κῆπο καί ἔδινε κηπευτικά σέ πολλούς. Τά αὐγά ἀπό τίς κότες πού εἶχε δέν τά πωλοῦσε, τά ἔδινε σέ φτωχούς. Ἔκανε χυλοπίτες τσουβάλια ὁλόκληρα καί μοίραζε σέ οἰκογένειες πού εἶχαν ἀνάγκη.
Στό χωριό πού γεννήθηκε, στό Λάβδα Θησώας μεριμνοῦσε γιά τούς πτωχούς, τούς γέρους καί τακτικά τούς ἔστελνε τρόφιμα καί ροῦχα προσεγμένα. Στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, στό πανηγύρι, πήγαινε μέ ἄλλες γυναῖκες ἀπό τήν Τρίπολη νά βοηθήση καί ἔκανε ἀρτοκλασία.
Μό­νη της ἤ μέ κά­ποι­α φί­λη της κρυ­φά καί ἀ­θό­ρυ­βα πή­γαι­νε σάν νο­σο­κό­μα κά­νοντας ἐ­νέ­σεις σέ φτω­χούς ἀρ­ρώ­στους. Βο­η­θοῦ­σε τίς γει­τό­νισ­σες στίς ἀ­νάγ­κες τους, ὅ­ταν ἀρ­ρώ­σται­ναν καί ἀ­δυ­να­τοῦ­σαν νά ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦν τό σπί­τι τους. Συμ­με­τεῖ­χε στά προ­βλή­μα­τά τους, σάν νά ἦ­ταν δι­κά της. Ἔ­κα­νε προ­σευ­χή καί εὕ­ρι­σκε πάντα λύ­σεις. Ἡ ἀ­γά­πη της οἰ­κο­νο­μοῦ­σε τά δύ­σκο­λα καί ἀ­νέ­παυ­ε τούς ἀν­θρώ­πους.
Προ­σπα­θοῦ­σε νά μήν πε­ρά­ση μέ­ρα πού νά μήν εἶ­ναι γε­μά­τη ἀ­πό κα­λω­σύ­νες, προ­σφο­ρά, θυ­σί­α καί ἀ­γά­πη. Κά­ποι­α μέ­ρα ἦ­ταν λί­γο στε­νο­χω­ρη­μέ­νη. Συ­νάντη­σε κά­ποιον γνω­στό της. Τοῦ λέ­ει: «Ἔ­λα νά σέ κε­ρά­σω. Σή­με­ρα δέν ἦρ­θε κα­νείς στό σπί­τι, δέν ἔκα­να τί­πο­τε». Ἀ­νέ­παυ­ε τόν σύ­ζυ­γό της καί τόν γυι­ό της, ἡ δέ ἀ­γά­πη της ξε­χυ­νό­ταν καί ἀγ­κά­λια­ζε τούς φτω­χούς, τούς ἀρ­ρώ­στους, τούς δυ­στυ­χι­σμέ­νους. Εἶ­χε ἔν­νοια γιά τήν οἰ­κο­γέ­νειά της ἀλ­λά καί γιά ὅλους ἐ­κεί­νους πού εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη.
Ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη ψυ­χή ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λύ τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἦ­ταν ἡ ζω­ή της. Κα­θη­με­ρι­νῶς πή­γαι­νε σέ να­ούς γιά νά προ­σευ­χη­θῆ καί νά ἀντλή­ση δύ­να­μη ἀ­πό τήν χά­ρη τῆς Πα­να­γί­ας καί τῶν Ἁγί­ων. Ἡ ἀρ­ρώ­στια τοῦ γυι­οῦ της Κωνσταντίνου τήν ἔ­κα­νε δυ­να­τή καί μέ τήν προ­σευ­χή πα­ρη­γο­ρι­ό­ταν. Κά­θε μέ­ρα δι­ά­βα­ζε τήν Πα­ρά­κλη­ση τῆς Πα­να­γί­ας. Ἐκ­κλη­σι­ά­ζε­το, ἐ­ξω­μο­λο­γεῖ­το καί κοι­νω­νοῦ­σε τα­κτι­κά. Ἡ εὐ­λά­βειά της φαί­νε­ται καί ἀ­πό τό ἑ­ξῆς: Εἶ­χε βγά­λει ἀντι­κλεί­δια ἀ­πό ὅ­λα τά ἐ­ξωκ­κλή­σια τῆς Τρι­πό­λε­ως. Σχε­δόν κά­θε μέ­ρα ἔ­παιρ­νε τό μπου­κα­λά­κι μέ τό λά­δι στό ἕ­να χέ­ρι καί στό ἄλ­λο τό κομ­πο­σχοί­νι καί πή­γαι­νε, ἄ­να­βε τά καντή­λια καί μό­νη της στήν ἐ­ρη­μιά προ­σευ­χό­ταν γι­ά πο­λ­λή ὥ­ρα.
Κάποτε πού πῆγε στόν ἅγιο Μηνᾶ ξέχασε νά πάρη τό κλειδί μαζί της. Ἔκλαιγε καί προσευχόταν καί ἔλεγε «τί νά κάνω τώρα;». Καί ξαφνικά ἄνοιξε μόνη της ἡ πόρτα.
Ἄλ­λη φο­ρά πού πῆ­γε στόν ἅγιο Δη­μή­τριο μέ τήν Μα­ρί­α Κο­λο­κο­τρώ­νη ἄ­κου­σαν ψαλ­μω­δί­ες. Νόμισαν ὅ­τι γί­νε­ται Ἑ­σπε­ρι­νός. Ἀλ­λά δέν ἦ­ταν κα­νε­ίς μέ­σα. Ἡ Μα­ρί­α ἄ­κου­σε μό­νο βή­μα­τα, ἡ κυ­ρα–Γι­αν­νο­ύ­λα εἶ­δε τόν ἅ­γιο Δη­μή­τριο.
Πῆ­γε νά ἀ­νά­ψη τά καν­τή­λια στήν Ἁ­γί­α Τρι­ά­δα καί προ­σευ­χό­με­νη νύ­χτω­σε. Ἐ­πι­στρέ­φον­τας ἔ­βλε­πε τρί­α παιδάκια νά προπορεύωνται.
Κατηφορίζοντας τά βουναλάκια μέσα στίς ἐρημιές ὅταν ἐπέστρεφε ἀπό τά ἐξωκκλήσια ἔνιωθε τήν παρουσία Ἀγγέλων καί Ἁγίων ἰδιαίτερα τοῦ ἁγίου Γεωργίου, ὥστε νά μή φοβᾶται στό σκοτάδι. Ἔλεγε: «Σήμερα μέ ἔφερε ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος γιατί ἤμουν πολύ κουρασμένη καί ἀδύναμη».
Κά­πο­τε σ᾽ ἕ­να ἐ­ρη­μοκ­κλή­σι ἄ­νοι­ξε τήν καρ­διά της καί ἐ­ξέ­χε­ε ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου τήν δέ­η­σή της, ἀ­παγ­γέλ­λο­ντας τίς θλί­ψεις της καί τά βά­σα­να τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἡ προ­σευ­χή της πα­ρα­τά­θη­κε μέ­χρι πού νύ­χτω­σε. Τό­τε εἶ­δε τόν ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο ὁ ὁ­ποῖ­ος μά­λι­στα τήν συ­νώ­δευ­σε στήν ἐ­ρη­μιά.
Τέ­τοι­ες ἁ­γι­ο­φά­νει­ες εἶ­χε πολ­λές στήν ζω­ή της, ἀλ­λά ποι­ός εἶ­χε τήν πρό­νοι­α τό­τε νά τίς ση­μει­ώ­ση; Αὐ­τά πα­ρα­μέ­νουν ἄ­γνω­στα κα­θώς καί οἱ προσω­πι­κοί της ἀ­γῶ­νες καί τά πολ­λά θαύ­μα­τα τῆς πρό­νοι­ας τοῦ Θε­οῦ στίς δυ­σκο­λί­ες της. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῆς εὐ­λά­βειάς της καί τῆς ἀ­γά­πης της γιά τήν εὐ­πρέ­πεια τῶν οἴ­κων τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι τό ἀ­κό­λου­θο. Κά­πο­τε ἑ­ώρ­τα­ζε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ ἁ­γί­ου Κων­σταν­τί­νου στό Μαν­τζα­γρᾶ. Εἶ­δε ἡ κυ­ρα–Γι­αν­νού­λα ὅ­τι ἡ εἰ­κό­να τοῦ Ἁ­γί­ου δέν ἦ­ταν στο­λι­σμέ­νη. Μέ μιά φί­λη της ἀ­πό σπί­τι σέ σπί­τι μά­ζε­ψαν λου­λού­δια καί ἔ­κα­ναν στε­φά­νι γιά τήν εἰ­κό­να. Ὅ­ταν ὅ­μως γύ­ρι­σε σπί­τι της ὁ ἄν­δρας της ἦ­ταν ἐ­ξα­γρι­ω­μέ­νος καί τήν κλεί­δω­σε ἔ­ξω. Δέν τά ἔ­χα­σε. Ἔ­κα­νε προ­σευ­χή καί κλαί­γοντας πῆ­ρε μί­α σκά­λα, ἀ­νέ­βη­κε ἀ­πό τό πα­ρά­θυ­ρο καί πῆ­γε γιά ὕ­πνο.
Χαι­ρό­ταν νά βο­η­θᾶ ἀ­πό τό ὑ­στέ­ρη­μά της Ἐκ­κλη­σί­ες καί Μο­να­στή­ρια. Ἔ­κα­νε τοι­χο­γρα­φί­α τοῦ ὁ­σί­ου Ἀρ­σε­νί­ου τοῦ Καπ­πα­δό­κου στόν προ­φή­τη Ἠ­λία­ Τρι­πό­λε­ως καί τήν εἰ­κό­να τῶν Ἀρ­χαγ­γέ­λων στό Ἐκ­κλη­σά­κι τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως, πού βρί­σκε­ται στό στρα­τό­πε­δο τῆς Ἀ­ε­ρο­πο­ρί­ας, κα­θώς ἐ­πί­σης τοι­χο­γρα­φί­ες τοῦ προ­φή­τη Ἠ­λί­α καί τῆς ἁ­γί­ας Ἀ­να­στα­σί­ας τῆς Φαρ­μα­κο­λυ­τρί­ας. Βο­η­θοῦ­σε πο­λύ τήν Ἐκ­κλη­σί­α προ­σφέ­ροντας χρή­μα­τα καί προ­σω­πι­κή ἐρ­γα­σί­α. Ἔ­κα­νε ἐ­ρά­νους γιά τήν ἀ­νέ­γερ­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ ἁ­γί­ου Ρα­φα­ήλ. Ἦ­ταν τό­τε μι­κρό Ἐκ­κλη­σά­κι καί τώ­ρα ἔ­γι­νε ἐ­νο­ρί­α πού λει­τουρ­γεῖ­ται τα­κτι­κά. Ἔρ­ρα­βε κα­λύμ­μα­τα γιά τήν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα καί πε­τρα­χή­λια, καί τά ἔ­στελ­νε σέ Ἐκ­κλη­σί­ες. Ἔ­στελ­νε σέ Μο­να­στή­ρια τρό­φι­μα, χρή­μα­τα ἀλ­λά καί ὀ­νό­μα­τα πού εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη γιά νά μνη­μο­νεύ­ωνται. Ἔκανε πολλές δωρεές σέ φτωχά προσκυνήματα, σέ ἐκ­κλη­σο­ύ­λες μι­κρῶν χω­ρι­ῶν, ὅ­που μά­θαι­νε ὅ­τι ἔ­χουν ἀ­νάγ­κες. Ἔ­στελ­νε ἱ­ε­ρά σκε­ύ­η, καμ­πά­νες, σταυ­ρο­ύς καί μό­νη της ἔρ­ρα­βε σέ μιά ρα­πτο­μη­χα­νή πα­λαι­ᾶς τε­χνο­λο­γί­ας ἀ­κό­μη καί τίς νύ­χτες κα­λύμ­μα­τα καί ἄμ­φια. Ἐ­πι­σκε­πτό­ταν φτω­χά μο­να­στή­ρια, ὅ­που ἦ­ταν δυό–τρεῖς ἡ­λι­κι­ω­μέ­νες κα­λο­γρι­ές, τίς ὁ­ποῖ­ες βο­η­θοῦ­σε. Τό σπί­τι της ἦ­ταν κο­νά­κι τῶν μο­να­χῶν ἀ­πό τά μο­να­στή­ρια τῆς πε­ρι­ο­χῆς ὅ­ταν ἔρχονταν στήν πόλη γιά ἰατρικούς λόγους ἤ γιά ὑποθέσεις τους.
Ἡ κα­λή καί προ­σε­κτι­κή ζω­ή της, ἡ πί­στη, ἡ ἀ­γά­πη, ἡ εὐ­λά­βεια καί ἡ προ­σευ­χή της τήν ἔ­κα­ναν χα­ρι­τω­μέ­νη. Τό πρό­σω­πό της ἦ­ταν γε­μᾶ­το χά­ρη καί φω­τει­νό. Ἔ­λαμ­πε ὁ­λό­κλη­ρη ἀ­πό τήν θεί­α Χά­ρι, ὅμως ἡ με­γά­λη της τα­πεί­νω­ση σκέ­πα­ζε καί ἔ­κρυ­βε τίς ἀ­ρε­τές της.
Οἱ χρι­στια­νοί τῆς Τρι­πό­λε­ως τήν ἤ­ξε­ραν καί μέ σε­βα­σμό μι­λοῦ­σαν γι­ά τήν κυρα–Γι­αν­νού­λα. Ἔ­λε­γε ἡ πρε­σβυ­τέ­ρα Ἀντι­γό­νη Δη­μη­τρί­ου Κα­κα­βού­λη: «Ἐ­μεῖς τήν κυρα–Γι­αν­νού­λα ἔ­χο­με», δη­λα­δή ὡς ὑ­πό­δειγ­μα τε­λεί­ου χρι­στια­νοῦ.
Εἶ­χε πνευ­μα­τι­κές σχέ­σεις μέ ἱ­ε­ρεῖς καί μο­να­χές, κυ­ρί­ως τίς ἀ­δελ­φές τῆς Ἱ. Μο­νῆς πά­νω Χρέ­πας.
Τό ἔ­τος 1993 ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά προ­σκυ­νή­ση τούς Ἁ­γί­ους Τό­πους. Τό ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε σ᾽ ὅ­λη της τήν ζω­ή καί τό ἀ­πε­φά­σι­σε με­τά ἀ­πό ἕ­να ζωντα­νό ὄ­νει­ρο–πρό­σκλη­ση. Ἔ­γρα­φε σέ γράμ­μα της: «Φέ­τος πῆ­γα στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα μέ ἕ­να γκρούπ ἀ­πό τήν Ἀ­θή­να. Ἦ­ταν ἕ­να με­γά­λο δῶ­ρο. Δό­ξα σοι, ὁ Θε­ός. Κλαί­ω καί εὐ­χα­ρι­στῶ τόν Κύ­ριο πού μέ ἀ­ξί­ω­σε νά προ­σκυ­νή­σω τούς Ἁ­γί­ους Τό­πους. Μέ τό μπα­στού­νι πῆ­γα καί προ­σκύ­νη­σα σέ ὅ­λα τά προ­σκυ­νή­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου».
Κά­πο­τε μί­α Σα­ρα­κο­στή τῶν Χρι­στου­γέν­νων ὁ πα­πα–Δη­μή­τρης Κα­κα­βού­λης, ἀ­πό τήν ἐ­νο­ρί­α τοῦ ἁ­γί­ου Κων­σταντί­νου καί Ἑ­λέ­νης (Μαντζα­γρᾶ), ἔ­κα­νε Σα­ραντα­λεί­τουρ­γο. Ἡ θεία Λει­τουρ­γί­α τε­λεί­ω­νε μέ τό φώ­τι­σμα. Ἡ κυρα–Γι­αν­νού­λα πή­γαι­νε μέ τά πό­δια νύ­χτα ἀ­πό τήν Τρί­πο­λη στό χω­ριό. Κρα­τοῦ­σε στό ἕ­να χέ­ρι τό πρό­σφο­ρο καί στό ἄλ­λο τό κομ­πο­σχοί­νι, λέ­γοντας τήν εὐ­χή. Στόν δρό­μο τήν συ­ναντοῦ­σαν σκυ­λιά, ξε­νύ­χτη­δες, με­θυ­σμέ­νοι. Ἔ­βρε­χε, χι­ό­νι­ζε, ἔ­κα­νε κρύ­ο ἀλ­λά αὐ­τή ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη τά ἀψη­φοῦ­σε ὅ­λα καί πή­γαι­νε νά λει­τουρ­γη­θῆ. Βο­η­θοῦ­σε στήν ἀ­κο­λου­θί­α, δι­ά­βα­ζε καί ἔ­ψαλ­λε ὅ­σα ἤ­ξε­ρε, καί μέ τό ξη­μέ­ρω­μα, ὅ­ταν τε­λεί­ω­νε ἡ θεί­α Λει­τουρ­γί­α, γύ­ρι­ζε στό σπί­τι της γι­ά νά προ­λά­βη νά ἑ­τοι­μά­ση τά ἀ­πα­ραί­τη­τα γι­ά τόν σύ­ζυ­γό της καί τόν γυι­ό της.
Μί­α τέ­τοι­α νύ­χτα πή­γαι­νε γι­ά Λει­τουρ­γί­α. Βά­δι­ζε μό­νη της μέ­σα στήν ἐ­ρη­μιά καί ξαφ­νι­κά βλέ­πει μπρο­στά της μί­α σκι­ά ἀ­πό μί­α μαυ­ρο­φό­ρα γυ­ναῖ­κα νά προ­πο­ρεύ­ε­ται. Πί­στε­ψε ὅ­τι ἦ­ταν ἡ Πα­να­γί­α. Ἐ­νι­σχύ­θη­κε καί χά­ρη­κε.
Ἔ­κα­νε προ­σευ­χή πολ­λή γι­ά ὅ­σους εἶ­χαν ἀ­νά­γκη. Συμ­με­τεῖ­χε στόν πό­νο καί στά προ­βλή­μα­τα τῶν ἀν­θρώ­πων. Σκορ­ποῦ­σε γύ­ρω της τήν θεί­α Χά­ρι καί ἔ­δι­νε πα­ρη­γο­ριά καί ἐλ­πί­δα. Ἡ πί­στη της ἦ­ταν με­γά­λη. Ἔ­λε­γε τό «Πά­τερ ἡ­μῶν…», σταύ­ρω­νε ἀσθε­νεῖς καί γί­νονταν κα­λά. Ἕ­νας ἱ­ε­ρέ­ας τῆς τό ἀ­πα­γό­ρευ­σε λέ­γοντας: «Κυρα–Γι­αν­νού­λα, τί εἶ­σαι ἐ­σύ; Ἱε­ρέ­ας εἶ­σαι; Αὐ­τά εἶ­ναι τῶν ἱ­ε­ρέ­ων˙ ἄλ­λη φο­ρά νά μήν ξα­να­σταυ­ρώ­σης!», καί στα­μά­τη­σε. Ἀλ­λά κά­πο­τε ἀρ­ρώ­στη­σε ἡ πρε­σβυ­τέ­ρα του. Τήν δι­ά­βα­σε ὁ πα­πᾶς ἀλ­λά δέν ἔ­παυ­σαν οἱ πό­νοι, σφά­δα­ζε ἀ­πό τούς πό­νους. Ἡ κυρα–Γιαν­νού­λα βλέ­ποντάς την σ᾿ αὐ­τή τήν κα­τά­στα­ση, αὐ­θόρ­μη­τα τήν σταύ­ρω­σε, προ­σευ­χή­θη­κε ἀ­πό τήν καρ­διά της καί ἀ­μέ­σως ἔγι­νε κα­λά ἡ παπαδιά. Τό­τε τῆς λέ­γει ὁ ἱε­ρέ­ας: «Κυρα– Γιαν­νού­λα, ἐσύ εἶ­σαι ἀνώ­τε­ρη ἀ­πό μέ­να˙ νά σταυ­ρώ­νης τώ­ρα ὅποι­ον θέ­λεις».
Κάποτε ἡ ἀνεψιά της Γεωργία ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητη γιατί ἡ μητέρα της ἦταν ἄρρωστη στήν Ἀμερική καί κινδύνευε νά πεθάνη. Τήν ἄλλη μέρα ἡ κυρα–Γιαννούλα τῆς εἶπε χαρούμενη νά μή στενοχωριέται γιατί εἶδε στόν ὕπνο της τήν Γερόντισσα Φιλοθέη τῆς πάνω Χρέπας καί τῆς εἶπε ἡ Παναγία νά πῆ στήν κυρα– Γιαννούλα ὅτι ἡ νύφη της δέν ἔχει τίποτα, θά γίνη καλά, ὅπως καί ἔγινε.
Ἀγα­ποῦ­σε πο­λύ τόν Θε­ό. Ὅ­λες οἱ συ­ζη­τή­σεις της πε­ρι­στρέ­φονταν γύ­ρω ἀ­πό τόν Θε­ό καί κα­τέ­λη­γαν στόν Θε­ό. Χαι­ρό­σουν νά τήν ἀκοῦς νά δι­η­γῆ­ται καί νά συμ­βου­λεύ­η. Σέ ἀνθρώπους μέ προβλήματα καί ἀδιέξοδα συνιστοῦσε ὑπομονή καί προσευχή. Σοῦ με­τέ­δι­δε μία χα­ρά καί μία ἐλ­πί­δα μέ δύ­να­μη. Ἀπέ­φευ­γε νά ἀνα­φέ­ρη τίς δυ­στυ­χί­ες πού πέ­ρα­σε γιά νά μή στε­νο­χω­ρη­θοῦν οἱ ἄλ­λοι. Ἡ θεί­α Χά­ρι ἔ­χει τήν ἰ­δι­ό­τη­τα σάν τόν μα­γνή­τη νά τρα­βᾶ κοντά της ἀν­θρώ­πους. Τήν κυρα–Γιαν­νού­λα τήν ἐ­πε­σκέ­πτονταν πολ­λοί λα­ϊ­κοί καί κλη­ρι­κοί, ἀ­κό­μη καί ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες μο­να­χοί. Ἔ­φευ­γαν ὠ­φε­λη­μένοι καί ἐ­ντυ­πω­σι­α­σμέ­νοι, τούς ἔ­δι­νε εὐ­λο­γί­ες καί τούς ἔ­βα­ζε στήν προ­σευ­χή της.
Ἐ­νῶ ζοῦ­σε καί ἀ­γω­νι­ζό­ταν σάν μο­να­χή, πο­τέ της δέν σκέ­φθη­κε νά γί­νη μο­να­χή. Με­τά τήν κοί­μη­ση τοῦ συ­ζύ­γου της, τόν ὁ­ποῖ­ο ὑ­πη­ρέ­τη­σε ἀ­γόγ­γυ­στα, τοῦ ἔ­κα­νε σα­ραντα­λεί­τουρ­γο καί τά μνη­μό­συ­να. Ὅταν κά­ποι­ος τήν πα­ρώ­τρυ­νε νά πά­ρη τό μο­να­χι­κό σχῆ­μα, ἀρ­νή­θη­κε ἀ­πό τα­πεί­νω­ση λέ­γοντας ὅ­τι δέν εἶ­ναι ἄ­ξια.
Στό τέ­λος τῆς ζω­ῆς της ἔ­με­νε μέ τήν κό­ρη της Ἑ­λέ­νη στήν Βέ­ροι­α. Ἔ­σπα­σε τό πό­δι της, ἀ­νάρ­ρω­σε καί με­τά ἔ­πα­θε ἐγ­κε­φα­λι­κό. Στίς 16 Μαρ­τί­ου τοῦ ἔ­τους 2002 ἐ­κοι­μή­θη εἰ­ρη­νι­κά καί ἐ­πο­ρεύ­θη ἡ μακαρία ψυ­χή της στόν Κύ­ριο πού ἀ­γά­πη­σε ἐξ ὅ­λης καρ­δί­ας καί ὑ­πη­ρέ­τη­σε ἐξ ὅ­λης τῆς ἰ­σχύ­ος της.
Φεύ­γοντας ἀ­πό τήν πρό­σκαι­ρη αὐτή ζω­ή δέν πα­ρέ­λει­ψε νά πε­ρά­ση νά χαι­ρε­τή­ση γνω­στό της ἀ­γα­πη­τό πρό­σω­πο. Εἶ­δε στόν ὕ­πνο του τήν ψυ­χή της νά ἀ­νε­βαί­νη βι­α­στι­κή καί χα­ρού­με­νη χω­ρίς νά γνω­ρί­ζη τήν κοί­μη­σή της.
Αἰ­ω­νί­α της ἡ μνή­μη. Ἀ­μήν.

(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)

(Πηγή ηλ. κειμένου: enromiosini.gr)

Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

Η Melanie που έγινε Μοναχή Αιμιλιανή όταν την έσωσε άγγελος στο πολύνεκρο δυστύχημα του Ξενοδοχείου Hyatt – Τι λέει η ίδια



site analysis


Η Melanie που έγινε Μοναχή Αιμιλιανή όταν την έσωσε άγγελος στο πολύνεκρο δυστύχημα του Ξενοδοχείου Hyatt- Τι λέει η ίδια
17 Ιουλίου 1981, Ξενοδοχείο Hyatt Regency στο Kansas City των ΗΠΑ. Το αίθριο του ξενοδοχείου είναι πλημμυρισμένο από περίπου 2.000 άτομα που συμμετέχουν σε ένα χορευτικό διαγωνισμό.
Η ελαττωματική σχεδίαση των συνδέσμων που συγκρατούν τις δυο διαβάσεις πεζών σε συνδυασμό με το μεγάλο φορτίο από την πολυκοσμία προκαλούν την κατάρρευση τους. 114 άτομα χάνουν τη ζωή τους και εκατοντάδες άλλα τραυματίζονται. Τραυματίας είναι και μία νεαρή γυναίκα, η Melanie Sarra Hanson, η οποία υπέστη παραλυτικό τραυματισμό στην σπονδυλική της στήλη… Η συγκεκριμένη γυναίκα είναι σήμερα γερή και δυνατή και υπηρετεί ως Αδελφή Αιμιλιανή τη Χάρη του Κυρίου σε Μοναστήρι της Ιεράς Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας.
Του Αντώνη Μακατούνη
Η αδελφή Αιμιλιανή περιγράφει το θαύμα της διάσωσής της σε παλαιότερη συνέντευξη: «Θυμάμαι ότι ήμουν ένα κουβάρι, τυλιγμένη με το πρόσωπό μου ανάμεσα στα γόνατά μου, εξήντα τόνοι από τσιμέντο και συντρίμμια ήταν πάνω μου, γύρω μου… Τα γόνατά μου είχαν χωθεί στα πλευρά μου προκαλώντας κατάγματα. Κάποια στιγμή άρχισα να μιλάω με το φύλακα – άγγελό μου: «Πού είσαι;» του φώναζα. Ένιωσα κάποιον να μου σφίγγει το δεξί μου χέρι και χωρίς να τραβηχτώ βγήκα από τα συντρίμμια! Ήμουν πλέον ξαπλωμένη ανάσκελα, ελεύθερη από οποιοδήποτε βάρος. Με κρατούσε και με καθησύχαζε πως θα γίνω καλά. Κανείς δε θυμάται ποιός ήταν! »
Δείτε το βίντεο στο οποίο εξηγεί πώς αποφάσισε να γίνει μοναχή μετά το θαύμα που βίωσε στο δυστύχημα από την κατάρρευση των διαβάσεων στο ξενοδοχείο Hyatt Regency.

Η ΑΓΙΑ ΕΥΦΗΜΙΑ ΣΤΟΝ ΛΑΚΚΟ ΜΕ ΤΑ ΘΗΡΙΑ.



site analysis


Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Διοκλητιανού, η Χαλκηδόνα διοικείτο από έναν ύπατο, τον Πρίσκο, ο οποίος αποφάσισε κάποτε να τελέσει μεγάλη γιορτή προς τιμή του Θεού Άρη και διέταξε όλους τους κατοίκους της περιοχής να λάβουν μέρος στον εορτασμό. Οι Χριστιανοί της Χαλκηδόνας αρνήθηκαν να υπακούσουν και κρύφτηκαν για ν’ αποφύγουν τις συνέπειες. Ωστόσο, οι στρατιώτες του Πρίσκου τους ανακάλυψαν και τους έσυραν μπροστά στον διοικητή τους.

Ανάμεσα στους συλληφθέντες βρισκόταν και η Αγία Ευφημία, κόρη ενός πλουσίου συγκλητικού, του Φιλόφρονος, και μιας ευσεβούς Χριστιανής, της Θεοδοσιανής. Η Ευφημία ήταν γνωστή, όχι μόνο για την ομορφιά της, αλλά και για την πίστη και ευσέβειά της προς τον Χριστό.
Μετά την σύλληψή της, ο Πρίσκος εντυπωσιάσθηκε από την ομορφιά της Αγίας, και της πρότεινε σημαντικά ανταλλάγματα για ν’ αλλαξοπιστήσει. Εξοργισμένος μάλιστα από τη σθεναρή άρνησή της, την υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια. Πρώτα την έριξε στον τροχό με τα κοφτερά μαχαίρια και μετά σε μία τεράστια φωτιά. Και τις δύο φορές η Αγία Ευφημία, χάρις στην πίστη και τις προσευχές της, βγήκε σώα και αβλαβής.
Ο τύραννος όμως δεν πτοήθηκε. Το επόμενο πρωί διέταξε να κατασκευάσουν στην μέση του σταδίου ένα μεγάλο λάκκο, τον οποίο γέμισαν νερό και έριξαν μέσα όλα τα σαρκοβόρα θηρία της θάλασσας. Η Αγία Ευφημία, καταλαβαίνοντας τι την περιμένει, ύψωσε τα χέρια της προς τον ουρανό και με δάκρυα στα μάτια είπε: «Ιησού, το φως μου, το καύχημά μου, η ζωή μου, ο βοηθός στην ασθένειά μου, διάσωσέ με, Δέσποτα Κύριε, ώστε να δοξασθή το Πανάγιό Σου Όνομα στους προσκυνούντας Σε και να αισχυνθούν οι εχθροί Σου».
Πράγματι, προς έκπληξη όλων των παρευρισκομένων, τα σαρκοβόρα θηρία, αντί να της επιτεθούν και να την κατασπαράξουν, την συγκρατούσαν, για να μη βυθιστεί σ’ εκείνον τον λασπώδη και βορβορώδη λάκκο.
Ακολούθησαν και άλλα μαρτύρια. Την έβαλαν να περπατήσει σ’ ένα λάκκο στρωμένο με μικρά σουβλιά, την έδειραν άσπλαχνα με ρόπαλα και ραβδιά, επεχείρησαν να την πριονίσουν. Όλα, όμως, αυτά δεν έβλαψαν καθόλου την Αγία.
Έξαλλος τότε ο Πρίσκος διέταξε να την ρίξουν και πάλι στα θηρία. Η Αγία άρχισε πάλι να προσεύχεται:
«Δέσποτα και Κύριε πάσης αρχής, μου έδειξες την ανίκητη δύναμή Σου, ήλεγξες την ασθένεια των δαιμόνων, την αγνωσία των τυράννων, με έκαμες δυνατότερη από τις πληγές και τα βάσανα,  λοιπόν καθώς δέχθηκες τις σφαγές και τα αίματα των Μαρτύρων που μαρτύρησαν πριν από εμένα, δέξου και την δική μου θυσία και σφαγή, που Σου προσφέρω με ψυχή συντετριμμένη και πνεύμα ταπεινώσεως, και, αφού παραλάβεις την ψυχή μου, ανάπαυσέ την εν σκηναίς Αγίων και με τους χορούς των Μαρτύρων, διότι είσαι Ευλογητός στους αιώνες των αιώνων. Αμήν».
Μόλις μπήκε στην αρένα, οι βασανιστές της απελευθέρωσαν άγριες αρκούδες και λιοντάρια για να την κατασπαράξουν. Τα θηρία όμως την πλησίασαν και άρχισαν να της γλύφουν τα πόδια. Μία μόνο αρκούδα την δάγκωσε ελαφρά στο πόδι. Πληγή ή σημάδι δεν φάνηκε, εκείνη την στιγμή όμως φωνή εξ ουρανού ακούσθηκε να την καλή στον Παράδεισο:
«Άνελθε προς τον Στεφανοδότη, συ, που αγωνίστηκες τον καλόν αγώνα και τον δρόμον ήδη ετέλεσες, για να λάβεις τους μισθούς και τα χαρίσματα των κόπων σου». Τότε η Αγία Ευφημία παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο. Ήταν 16 Σεπτεμβρίου του 303.
Αμέσως μετά έγινε μεγάλος σεισμός και οι παρευρισκόμενοι διασκορπίσθηκαν φοβισμένοι. Βρήκαν τότε την ευκαιρία οι γονείς της, πήραν το μαρτυρικό σώμα της και το έθαψαν με τα ίδια τους τα χέρια κοντά στην Χαλκηδόνα.

Πηγή: ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ
Από το βιβλίο: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων.
Εκδόσεις "Ο Άγιος Στέφανος"

ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ ΕΠΑΙΝΟΥΝ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΗ.



site analysis

Η Αγία Σεβαστιανή γεννήθηκε στην Μαρκιανούπολη (αρχαία πόλη της Βορείου Θράκης που ανήκει σήμερα στην Βουλγαρία) στα χρόνια του αυτοκράτορα Δομετιανού. Την διέβαλαν στον εκεί ηγεμόνα Σέργιο, επειδή κήρυττε τον Χριστιανισμό, κι αυτός την υπέβαλε σε πολλά και μεγάλα μαρτύρια.

Την χτύπησαν με μολύβδινα σφαιρίδια και την έκλεισαν στην φυλακή. Την έριξαν σ΄ ένα καμίνι απ’ όπου την έβγαλαν μετά από αρκετές ώρες χωρίς καθόλου να έχει βλαφθεί. Την κρέμασαν σ’ ένα ξύλο, το οποίο έμοιαζε με μάγγανο, αλλά ενώ αυτό καταξέσχιζε το σώμα της, οι πληγές της ανέδιδαν ευωδία μύρου. Μετά την έριξαν στα άγρια θηρία.
Ένα μεγάλο λιοντάρι την πλησίασε και με ανθρώπινη φωνή άρχισε να επαινεί την Αγία και να την μακαρίζει, ενώ κατηγορούσε τους άπιστους βασανιστές της. Εκείνοι τρόμαξαν μ’ αυτά που αντίκρυσαν και άκουγαν και μετά άφησαν κατά της Μάρτυρος μία τρομερή και πεινασμένη λέαινα. Κι αυτή όμως δεν πείραξε καθόλου την Αγία, αλλά την πλησίασε και άρχισε να γλύφει τις πληγές της. Ύστερα και τα δύο θηρία στάθηκαν πλάι στην Μάρτυρα: το αρσενικό δεξιά και το θηλυκό αριστερά της, με το κεφάλι κατεβασμένο, σαν σε ένδειξη σεβασμού. Τέλος, την αποκεφάλισαν και – ω του θαύματος – «αντί να ρεύση αίμα, έβλυσε γάλα». Ο ασεβής ηγεμόνας διέταξε τότε να βάλουν το σώμα της και το κεφάλι της μέσα σ’ ένα σάκο, μαζί με τριακόσιες λίτρες μολύβι, και να το ρίξουν στην θάλασσα. Άγγελος Κυρίου, όμως, έφερε πάλι πίσω το άγιο λείψανο. Μια ευσεβής κυρία της Συγκλήτου, μόλις το έμαθε, πήγε και παρέλαβε το λείψανο της Αγίας και, αφού το άλειψε πρώτα με μύρα, μετά το έθαψε.

Πηγή: ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ.
Από το βιβλίο: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων.
Εκδόσεις "Ο Άγιος Στέφανος".

Σάββατο 15 Ιουνίου 2019

ΑΓΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ-ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΚΑΙ ΘΕΜΕΛΙΩΤΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΝΤΙΒΕΕΒΟ



site analysis


Η Αγαθή Σεμιόνοβνα Μελγκούνοβα,ήταν πολύ πλούσια και κατείχε πολλά κτήματα στο Γιάροσλαβ,στο Βλαντιμίρ και στο Ριαζάν.Από νεα έμεινε χήρα και το 1760 έγινε μοναχή στη Μονή Φλορέφσκι του Κιέβου με το όνομα Αλεξάνδρα.Δεν της ήταν γραφτό να μείνει πολύ εκεί αφού είδε σε όραμα την Παναγία η οποία της είπε να φτιάξει ένα νέο μοναστήρι. 


Υπό την καθοδήγηση της Παναγίας και μετά από δεκάδες προσκυνήματα,η Αγ.Αλεξάνδρα έφτασε στον τόπο που είχε διαλέξει η Παναγία.Ήταν στο Ντιβέεβο,όχι πολύ μακρια από το Σαρώφ όπου την εποχή εκείνη βρισκόνταν μια ανδρική μονή γνωστή για τους μεγάλα πνευματικά της αναστήματα.

Υπό την καθοδήγηση των ερημιτών του Σαρώφ η Αγ.Αλεξάνδρα ξεκίνησε την ησυχαστική της ζωή σ'ένα κελί δίπλα από έναν ναό αφιερωμένο στην εικόνα της Παναγίας του Καζάν.Δώρησε όλην την περιουσία της για να χτιστούν και να ανακαινιστούν ναοί και για να βοηθηθούν χήρες τα ορφανά και οι φτωχοί.Η ίδια ζούσε από τον ιδρώτα του προσώπου της καθαρίζοντας σταύλους ή πλένοντας ρούχα.Οι κάτοικοι του Σαρώφ θυμόνταν για πολλά χρόνια την ταπεινοφροσύνη της και τη βοήθεια που πρόσφερε στα κρυφά. 
Σιγά-σιγά εκεί δημιουργήθηκε μια αδελφότητα βάση της οποίας ήταν η εκουσία φτωχεία,η χειρωνακτική εργασία,η φιλοξενία των προσκυνητών και η αδιακοπη ευχή του Ιησού,βαδίζοντας έτσι στη χνάρια της αυθεντικής ορθόδοξης μοναστικής ζωής
Από την αρχή ακόμη ερχόνταν στην Αγ.Αλεξάνδρα άνθρωποι κάθε κοινωνικής τάξης για να πάρουν συμβουλές και να πάρουν την ευλογία της.

Η Αγ.Αλεξάνδρα εκοιμήθη στις 13 Ιουνίου 1789 και είχε πει ότι εκεί θα χτιστεί ένα μεγάλο μοναστήρι ,αλλά και τις ταραχές που θα λάβουν μέρος εκεί.Δυο εβδομάδες πριν από την κοίμησή της πήρε το μεγάλο αγγελικό σχήμα.
Ο Αγ.Σεραφείμ του Σαρώφ της είχε βαθειά εκτίμηση ακόμη από όταν η αγία ζούσε.Μετά το θάνατό της είπε ότι εκείνη βρίσκεται κοντά στο θρόνο του Θεού και είπε σε μια αδελφή να μάθει στους υπόλοιπους να προσεύχονται σ'αυτήν με τον ακόλουθο τρόπο:«Μητέρα και Κυρία μου προσευχήσου για μένα στον Κύριο να με συγχωρήσει,όπως Εκείνος συγχώρεσε εσένα και να με θυμηθείς και εμένα μπροστά στο θρόνο του Θεού»

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΩΝΙΝΑ



site analysis



«Οἱ ἅγιοι κατάγονταν ἀπό τήν κώμη Καρδάμου ἤ Κροδάμων. Καί ἡ μέν ἁγία Ἀντωνίνα ζοῦσε σεμνά καί ὅσια τή ζωή της. Συνελήφθη ὅμως ἀπό τόν Φῆστο κι ἐπειδή δέν πείστηκε νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό κι οὔτε νά λατρέψει τούς δαίμονες, κλείστηκε σ’ ἕνα πορνεῖο. Ἐπί τρεῖς ἡμέρες δέν ἔφαγε τίποτε, ὁπότε ἐμφανίστηκε φῶς κατά τή νύκτα κι ἀκούστηκε βροντή πού ἄνοιξε τίς θύρες τοῦ οἰκήματος, ἐνῶ μία οὐράνια φωνή  τήν προέτρεπε νά σηκωθεῖ καί νά λάβει τροφή. Ζήτησε καί ἔφαγε, καί στή συνέχεια βγῆκε πάλι γιά νά παρασταθεῖ ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνα. Ἐπειδή καί πάλι δέν πείστηκε νά θυσιάσει στά εἴδωλα, τήν κτύπησαν, τήν τρύπησαν μέ τό σπαθί καί πάλι τήν ὁδήγησαν στό πορνικό οἴκημα. Ἐκεῖ τότε, μετά ἀπό ἀποκάλυψη ἀγγέλου, εἰσῆλθε ὁ Ἀλέξανδρος, καί λόγω τῆς ἡλικίας του (ἦταν περίπου εἰκοσιοκτώ ἐτῶν), νόμισαν ὅτι ἦλθε γιά τήν ἄσεμνη πράξη. Διέφυγε λοιπόν τῆς προσοχῆς τους καί κατάφερε νά φυγαδεύσει τήν ἁγία ἀπό τό σπίτι, καλύπτοντας τό κεφάλι της μέ τή χλαμύδα του, ἐνῶ ὁ ἴδιος παρέμεινε ἐκεῖ. Μετά ἀπό λίγο ἀποκαλύφθηκε τό τί ἔγινε - γιατί κάποιοι στρατιῶτες ἦλθαν γιά νά περιπαίξουν τήν ἁγία - ὁπότε ὁ Ἀλέξανδρος ὁδηγήθηκε πρός τόν ἡγεμόνα. Τόν κτύπησαν μέ τό σπαθί πρῶτα κι ἔπειτα, ἀφοῦ βρῆκαν καί ἔφεραν καί τήν ἁγία, ἔκοψαν τά ἄκρα τῶν ποδιῶν καί τῶν χεριῶν καί τῶν δύο, κι ἔτσι, ἀφοῦ ἄλειψαν ὅλο τό σῶμα τους μέ ὑγρή πίσσα, τούς ἔσπρωξαν καί τούς ἔριξαν σ’ ἕναν βόθρο γεμάτο φωτιά. Μέ τόν τρόπο αὐτόν δέχτηκαν τό μακάριο τέλος τους. Τελεῖται δέ ἡ σύναξη τῆς ἑορτῆς τους στήν περιοχή τοῦ Μαξιμίνου στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου βρίσκονται ἀποτεθειμένα τά τίμια λείψανά τους, τά ὁποῖα προσφέρουν πολλές θαυματουργικές ἰάσεις».
Ὁ ἅγιος Ἰωσήφ ὁ ὑμνογράφος χαρακτηρίζει ὡς μεγαλομάρτυρες (βλ. π.χ. ὠδές δ΄, στ΄, θ΄) τούς ἁγίους Ἀλέξανδρο καί Ἀντωνίνα. Διότι τά βάσανα πού πέρασαν δέν ἦταν ἁπλᾶ: πέραν ἀπό τόν ἐγκλεισμό τους στή φυλακή, ὅπως ἀναφέρει τό συναξάρι τους, κτυπήθηκαν, τρυπήθηκαν ἀπό σπαθιά, ἔχασαν τά ἄκρα τους, τούς ἄλειψαν μέ πίσσα, τούς ἔριξαν στή φωτιά. «Ἐμπυρόπισσον μόρον», δηλαδή θάνατο ἀπό πίσσα καί φωτιά, σημειώνει ὁ στίχος τοῦ συναξαρίου τους ὅτι δέχτηκε ἡ ἁγία Ἀντωνίνα. Καί τί σημειώνει ὁ ἅγιος ὑμνογράφος; Ὅτι αὐτά τά ἀντιμετώπισαν μέ δύο τρόπους: Πρῶτον· τό ὄμμα τῆς ψυχῆς τους τό εἶχαν ἀπολύτως προσηλωμένο στόν Κύριο – ποθοῦσαν μόνα τά αἰώνια καί ὄχι τά ἐπίγεια – καί δεύτερον· στήν ὅποια ἀδυναμία τους εἶχαν βοηθό τόν Κύριο, εἴτε ἄμεσα τόν Ἴδιο εἴτε τόν ἀπεσταλμένο ἀπό Αὐτόν ἄγγελό Του. «Καθώς σέ κρέμαγαν πάνω στό ξύλο, Ἀλέξανδρε, καί σέ κατάκοβαν, ὁπότε κυκλωνόσουν ἀπό σφοδρούς πόνους, ἐσύ ὕψωνες τό βλέμμα τῆς διανοίας σου πρός τόν Θεό, πού εἶναι ὁ μόνος πού μπορεῖ νά σώζει» (Τεινόμενος ἐπί ξύλου καί κατατεμνόμενος, Ἀλέξανδρε, καί σφοδραῖς ἀλγηδόσι κυκλούμενος, πρός Θεόν ἀνέτεινες σώζειν δυνάμενον τό ὄμμα τῆς διανοίας, πανεύφημε) (ὠδή ε΄). «Ἀθληταί, ἐπειδή ποθήσατε μόνα τά αἰώνια μέ τήν πίστη σας, γι’ αὐτό καί ξεπεράσατε ὅλα τά ὁρατά» (Μόνα δι’ αἰῶνος, ἀθληταί, τά διαμένοντα πίστει ποθήσαντες, πάντα παρεδράμετε τά ὁρατά) (ὠδή α΄). Καί: «Εἴχατε βοηθό σας τόν Κύριο, ὁ Ὁποῖος σᾶς ἀνακούφιζε ἀπό τά βάσανά σας» (Τόν Κύριον εἴχετε συλλήπτορα, τῶν ἀλγεινῶν ὑμᾶς ἐπικουφίζοντα) (ὠδή α΄). «Σέ παρακολουθοῦσαν ἅγιοι Ἄγγελοι μέ τίς προσταγές τοῦ Δημιουργοῦ σου» (προσταγαῖς τοῦ κτίστου σου, ὑφ’ ἁγίων ἀγγέλων θεώμενος) (ὠδή γ΄).
 Κι εἶναι χαρακτηριστικό, στό τελευταῖο, ὅτι γιά τόν ἅγιο ὑμνογράφο ἄγγελος, καί μάλιστα ἀρχάγγελος, ἀναδείχτηκε καί ὁ Ἀλέξανδρος γιά τήν ἁγία Ἀντωνίνα, πού σημαίνει ὅτι ὁ Κύριος δρᾶ συχνά μέ τούς συνανθρώπους μας, οἱ ὁποῖοι λειτουργοῦν ἀκριβῶς ὡς οἱ ἄγγελοί Του γιά τή σωτηρία μας. «Ὁ Χριστός σοῦ δωρίζει νόηση καί σύνεση, καί σέ διατηρεῖ ἄσπιλη καί ἄμωμη ἀπό τά χέρια τῶν ἐχθρῶν, ἐνῶ σοῦ στέλνει ὡς σωτήρα, Ἀντωνίνα, τόν ἱερό Ἀλέξανδρο, σάν ἕνα εἶδος θείου ἐξ ὕψους Ἀρχάγγελο» (Νόησιν καί σύνεσιν Χριστός σοι χαρίζεται, καί ἐκ χειρός τῶν δυσμενῶν, ἄσπιλον ἄμωμον τηρεῖ, καί λύτρον ἐκπέμπει σοι, τόν ἱερόν, ὦ Ἀντωνῖνα, Ἀλέξανδρον, καθάπερ θεῖον ἐξ ὕψους Ἀρχάγγελον) (ὠδή δ΄).  
Εἶναι ἀξιοσημείωτη ἡ παρατήρηση τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ ὅτι ὁ Κύριος ἐπεμβαίνει στά μαρτύρια τῶν ἁγίων μαρτύρων Του ὄχι μέ τό νά τά σταματᾶ ἤ νά θεραπεύει τά τραύματά τους, ὅπως συμβαίνει μέ ἄλλους μάρτυρες, ἀλλά μέ τό νά δυναμώνει τίς ψυχές τους προκειμένου νά τά ὑπομένουν μέχρι τέλους. «Καθώς ἤσασταν κι οἱ δύο στή φυλακή, νιώθατε ἀγαλλίαση, τήν ὥρα πού ἄστραψε φῶς γιά χάρη σας κι ἦλθε φωνή ἀπό τόν Θεό πού ’βαλε θάρρος στίς ψυχές σας» (Ἠγάλλεσθε φρουρᾶ ὁμοῦ τυγχάνοντες, φωτός ἡμῖν ἀστράψαντος, καί φωνῆς ἐπενεχθείσης ἐκ Θεοῦ, θάρσος ἐντιθείσης ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν) (ὠδή στ΄). Κι εἶναι ἀξιοσημείωτη, γιατί πολλές φορές, γιά νά μήν ποῦμε τίς περισσότερες, ὁ Κύριος δέν μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τά βάσανα καί τίς θλίψεις τῆς παρούσης ζωῆς, ἀλλά μᾶς δυναμώνει καί μᾶς δίνει ὑπομονή προκειμένου νά τά ἀντιμετωπίσουμε μέ γενναιότητα κι ἀνδρεία. Ἄλλωστε ὁ Ἴδιος εἶπε ὅτι «διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν». Κι αὐτή ἡ ὑπομονή τῶν ἁγίων μαρτύρων, ἡ σταθερότητά τους μέχρι τέλους, τούς ἔκανε τελικῶς νά μοιάζουν μέ τούς ἄυλους ἀγγέλους, (ὠδή στ΄: «ὡμοιώθητε ἀύλοις λειτουργοῖς, μάρτυρες»), κι ἀκόμη περισσότερο βέβαια νά παρίστανται μέ παρρησία καί δόξα ἐνώπιον τῆς ἁγίας Τριάδος (κάθισμα ὄρθρου: «Δυάς ἡ θαυμαστή τῶν σεπτῶν ἀθλοφόρων… ἐν δόξῃ παρίσταται τῇ Τριάδι»).
ΠΗΓΗ.ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ

Σάββατο 8 Ιουνίου 2019

Οι τέσσερις Αγίες Νεομάρτυρες Ευδοκία,Δαρεία,Μαρία και Δαρεία(+5 Αυγούστου 1919)



site analysis


Τα λείψανα των Αγίων νεομαρτύρων Ευδοκίας Δαρείας,Μαρίας και Δαρείας τα οποία βρίσκονται στον ενοριακό ναό του Σουβόροβο,σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από το μοναστήρι του Οσίου Σεραφείμ του Σάρωβ στο Ντιβέεβο.Η μνήμη τους τιμάται στις 5 Αυγούστου

Στό χωριό Πούζο -τώρα όνοµάζεται Σουβόροβο ύπάρχει ό τάφος των µαρτύρων. Τό 1919 στό χωριό πήγε απόσπασµα µπολσεβίκων. 'Εκεί έµενε µιά άγία Γερόντισσα, προικισµένη από τόν Θεό µέ προορατικό χάρισµα Ήταν ή Ευδοκία ή διά Χριστόν σαλή. Ταλαιπωρηµένη από χίλιες δυό άσθένειες, δέν µπορούσε καθόλου νά περπατήσει. 'Όλο προσευχόταν.
 Μαζί της ζούσαν κοπέλες µέ προσευχή καί νηστεία ή Δαρεία, ή Μαρία καί ή άλλη Δαρεία. Διάβαζαν τίς άκολουθίες. 'Όταν πήγαν οι στρατιωτες, τίς χτύπησαν άλύπητα καί τίς εβγαλαν στό δρόµο, γιά νά τίς εκτελέσουν. Τίς οδήγησαν στό κοιµητήριο, ενα χιλιόµετρο εξω από τό χωριό. Τή Γερόντισσα Ευδοκία τήν έσερναν, γιατί δέν µπορούσε νά περπατήσει. Τίς εβαλαν νά σκάψουν λάκκο καί τίς διέταξαν νά σταθούν στό χείλος του. 'Εκεί τίς πυροβόλησαν, έτσι πού ή καθεµία έπεφτε µέσα. Τήν Ευδοκία τήν πυροβόλησαν στό κεφάλι, µέ αποτέλεσµα τό µισό νά πεταχτεί πιό πέρα ... Στή συνέχεια ερριξαν πάνω τους τά χώµατα κι έφυγαν.

No automatic alt text available.
Κρυφά οι χριστιανοί -οταν έφυγαν οι στρατιωτες- άνοιξαν τό λάκκο, εβγαλαν τά σκηνώµατα των µαρτύρων καί τά περιποιήθηκαν. Διάβασαν κρυφά τή νεκρώσιµη ακολουθία καί τά ένταφίασαν κανονικά. Πέρυσι(σ.σ.περίπου το 1990) -µετά τόν έσπερινό της Μεταµορφώσεως- µιά γυναίκα πού τότε βρισκόταν στό σπίτι της Γερόντισσας Ευδοκίας, µας είπε ότι διέφυγε, µόλις µπήκαν οι στρατιωτες. 
Πολύ πρίν συµβεί τό γεγονός, ή Γερόντισσα Ευδοκία της είχε πει: «'Εσύ, τήν ωρα του µαρτυρίου δέν θα είσαι µαζί µας»! Καί συνέχισε: «'Όταν εµείς θα πεθάνουµε, δέν θα χτυπήσει καµπάνα». 
'Όπως κι έγινε ... 'Από φόβο οί χωριανοί δέν χτύπησαν πένθιµα τήν καµπάνα. Στό διπλανό χωριό -τήν ωρα πού γινόταν ή εκτέλεση- έβλεπαν στήν περιοχή του κοιµητηρίου τέσσερις φωτεινές στήλες πού ύψώνονταν από τή γη ίσαµε τόν ουρανό! Κατάλαβαν ότι κάτι τό συγκλονιστικό, τό ξεχωριστό συµβαίνει στό Πούζο. Άργότερα έµαθαν ... 
Πολλοί προσκυνητές πηγαίνουν συνεχώς στόν τάφο καί προσκυνούν. Φεύγοντας, παίρνουν λίγο χώµα για ευλογία. Τό χειµώνα παίρνουν χιόνι από τόν τάφο καί άφοϋ λιώσει τό πίνουν σαν άγίασµα. Μια κοπελίτσα δώδεκα ετών, πού έπασχε από ισχυρούς πονοκεφάλους, τήν πήγαν στόν τάφο των µαρτύρων.Της είπαν νά παρακαλέσει τή Γερόντισσα Ευδοκία να τήν κάνει καλά. 
Τό κορίτσι, άρχισε να κλαίει καί να παρακαλεί: 
«Θεράπευσε, γιαγιά, τό κεφαλάκι µου»! Πήραν χιόνι, τό έβαλαν στό κύπελο κι όταν πήγαν στό σπίτι, ή κοπελίτσα έκανε τό σταυρό της, τό ήπιε καί 
κοιµήθηκε. 'Όταν σηκώθηκε τό πρωί, ήταν τελείως καλά! Είπε ότι είδε τή Γερόντισσα Ευδοκία να της µιλάει γλυκά καί να της λέει: «Μή στενοχωριέσαι. Θα γίνει καλά τό κεφαλάκι σου!». Ή κοπέλα σήµερα είναι µιά χαρά. Ζεί παντρεµένη. στό Σουβόροβο.
(Μαρτυρία της μοναχής Μαργαρίτας του Ντιβέεβο.Από το βιβλίο του Μανώλη Μελινού ''Άνθη Αγίας Ρωσίας'')
Μεταφορά στο διαδύκτιο proskynitis.blogspot

ΑΓΙΑ ΚΑΛΛΙΟΠΗ:



site analysis


ΑΓΙΑ ΚΑΛΛΙΟΠΗ-8 ΙΟΥΝΙΟΥ: ΤΑ ΦΡΙΧΤΑ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ-Ο ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ ΒΙΟΣ

 Kάλλη παραβλέπουσα των ποιημάτων, Kτίστου τα κάλλη οπτάνη Kαλλιόπη.