Τρίτη 21 Απριλίου 2020

Οι αγίες Πέντε Παρθένες της Αργυρούπολης Ρεθύμνου της Τρίτης του Πάσχα



site analysis

έργο Εμμ. & Ράνιας Κιαγιαδάκη, αγία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου, Ηράκλειο
Αγίες Πέντε Παρθένες Αργυρουπόλεως Ρεθύμνης

Πέντε οσίες και θαυματουργίες 
παρθενομάρτυρες της Τρίτης του Πάσχα

Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου

Ανατολικά του χωριού Αργυρούπολη Ρεθύμνης, στο δρόμο προς τον οικισμό Κάτω Πόρος, κατεβαίνοντας σε μια πανέμορφη ρεματιά, βρίσκεται ο ναός και ο τάφος των αγίων Πέντε Παρθένων και, δίπλα, πέντε λαξευτά δωμάτια στο βράχο, όπου, κατά την παράδοση, έζησαν ως ασκήτριες οι πέντε αγίες, που τιμώνται στην περιοχή.

Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους ιερούς χώρους της ανατολικής πλευράς του νομού Ρεθύμνου και ένα από τα πλέον αγαπητά στο λαό μας ορθόδοξα προσκυνήματα, με ιστορία αιώνων, καταγεγραμμένη από δυτικοευρωπαίους περιηγητές ήδη από τον 15ο αιώνα. Ολόκληρος ο χώρος βρίσκεται στην περιοχή του ελληνορωμαϊκού νεκροταφείου της αρχαίας πόλης Λάππα, ο οποίος έχει ανασκαφεί ώς ένα βαθμό από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου με ιδιαιτέρως σημαντικά ευρήματα. Και ο ίδιος ο τάφος των πέντε οσίων, καθώς και τα πέντε λαξευτά δωμάτια, όπου η παράδοση τοποθετεί την ασκητική ζωή τους, είναι τάφοι της ελληνορωμαϊκής περιόδου, που προφανώς χρησιμοποιήθηκαν από τις αγίες μερικούς αιώνες αργότερα.

Η Λάππα ήταν αρχαία πόλη της Κρήτης, εξαιρετικά σημαντική και έδρα επισκοπής, στην οποία πιθανότατα υπαγόταν και ο οικισμός Ρίθυμνα (το σημερινό Ρέθυμνο). Καταστράφηκε από τους Άραβες τον 9ο αιώνα μ.Χ. Η σημερινή Αργυρούπολη είναι χτισμένη στον ίδιο χώρο, μεγάλης ιστορικής και αρχαιολογικής σπουδαιότητας. Από τα νερά της Αργυρούπολης (πηγές της «Αγίας Δύναμης») υδρεύεται η πόλη του Ρεθύμνου.

Κατά την προφορική μαρτυρία του μακαριστού π. Χρήστου Τζαγκαραλεξάκη († Ιούνιος 2019), εφημέριου της Αργυρούπολης μέχρι τη δεκαετία του 1980, «στην Αργυρούπολη επικρατούσε η γνώμη ότι, παλαιότερα, στη περιοχή των αγίων Πέντε Παρθένων υπήρχε ένα μεγάλο και πλούσιο μοναστήρι, που βοηθούσε όλους τους κατοίκους της περιοχής», ιδίως παραχωρώντας τους το δικαίωμα να μαζεύουν τις ελιές από τους ελαιώνες του.

Οι οσίες Πέντε Παρθένες, από τότε που διασώζει η ιστορική μνήμη και μέχρι το 2014, εορτάζονταν στο ναό τους, που επικοινωνεί με το χώρο του τάφου τους, κατά την Τρίτη της διακαινησίμου εβδομάδος (Τρίτη του Πάσχα ή «Λαμπροτρίτη»), δηλ. της εβδομάδας μετά το Πάσχα, ενώ τη Μεγάλη Τρίτη χριστιανοί από την Αργυρούπολη, ιδίως γυναίκες, καθώς και από άλλα χωριά της περιοχής, μετέβαιναν στο ναό, καθάριζαν, θύμιαζαν, άναβαν τα καντήλια και λάμβαναν από το αγίασμα που αναβλύζει από τις λάρνακες των οσίων. Από το 2015 η Ιερά Μητρόπολις Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου και η ενορία Αργυρουπόλεως μετέφεραν τον εορτασμό στο Σάββατο της διακαινησίμου, ως προσφορότερη ημέρα για το γεγονός και για να μη συμπίπτει με την εορτή των αγίων νεοφανών μαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, που εορτάζουν τη Λαμπροτρίτη.

Κατά την πανήγυρη των πέντε οσίων, οι κτηνοτρόφοι της περιοχής οδηγούν στο σημείο τα κοπάδια τους, τα οποία ευλογούνται, και, αφού αρμέξουν τα πρόβατά τους, μετά το πέρας της θείας λειτουργίας προσφέρουν το γάλα στους προσκυνητές, μαζί με ένα κομμάτι φρέσκο ανθότυρο, προσφορά των τυροκομείων της περιοχής. Γάλα αποστέλλουν και πολλοί κτηνοτρόφοι που αδυνατούν να παρευρεθούν. Ορισμένοι μάλιστα είναι τασσιμάρηδες, δηλ. έχουν τάξει (υποσχεθεί) την προσφορά του γάλακτος, προσευχόμενοι υπέρ του ποιμνίου τους, ιδίως σε περιπτώσεις ασθενειών.

 6.5.1975, Τρίτη της Διακαινησίμου
Φώτο 6.5.1975, Τρίτη της Διακαινησίμου

Τα ονόματα των οσίων Πέντε Παρθένων καταγράφονται το 1577 από τον Φραντζέσκο Μπαρότσι – ο οποίος τα αντιγράφει από αγιογραφία στο ναό τους – ως Ρωδιώνα, Θέκλα, Μαριάμνη, Ανεείμ και Μάρθα. Οι επόμενοι συγγραφείς, ώς τον 20ό αιώνα, δεν τα αναφέρουν, αλλά μιλούν για «Πέντε Αγίες Παρθένες» αόριστα και ανώνυμα. Όμως, εδώ και περίπου 130 χρόνια (όπως θα δούμε παρακάτω), οι πέντε οσίες έχουν ταυτιστεί στα τοπικά συναξάρια και λοιπά αγιολογικά κείμενα με τις πέντε οσίες παρθενομάρτυρες Θέκλα, Μαρία, Μάρθα, Ενναθά (ή Εννεείμ) και Μαριάμνα (συνηθέστερα: Μαριάμνη, κατ’ επίδρασιν της γενικής πτώσης, όπως π.χ. Αικατερίνη αντί του ορθού Αικατερίνα), που μαρτύρησαν στην Περσία το 330 ή το 346-347 μ.Χ., κατά το διωγμό των χριστιανών από τον αμείλικτο αυτοκράτορα των Περσών Σαπώρ Β' (Σαβώριο, όπως αναφέρεται στα βυζαντινά κείμενα).

Οι αγίες αυτές, που χαρακτηρίζονται «Πέντε Κανονικές Παρθένες» [«κανονικές» σημαίνει ότι ανήκαν σε «ιδιαίτερη κατηγορία μοναζουσών, οι οποίες μολονότι δεν αποχωρούσαν από την εγκόσμια πραγματικότητα, απείχαν των κοσμικών απολαύσεων και ήταν αφιερωμένες στη διακονία του Χριστού και του πλησίον» (1)], τιμώνται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 9 Ιουνίου, γι’ αυτό, εδώ και αρκετά χρόνια, ο ναός των οσίων Πέντε Παρθένων στην Αργυρούπολη λειτουργεί και την ημέρα εκείνη, με μικρότερη όμως λαμπρότητα.

Τρίτη του Πάσχα πανηγυρίζει και ο ναός των οσίων Πέντε Παρθένων που βρίσκεται στο χωριό Μύλοι Ρεθύμνης (στον παλαιό οικισμό, μέσα στο φαράγγι). Ένας τρίτος ναός αφιερωμένος στις οσίες είναι το απομακρυσμένο εξωκλήσι των «Αγίων Παρθένων» στο ακρωτήρι Σπάθα, που υπάγεται στην ενορία Ροδωπού της Ιεράς Μητροπόλεως Κισσάμου και Σελίνου (νομός Χανίων)· ο ναός αυτός, μετά από δεκαετίες ερήμωσης και ελλείψει οποιασδήποτε πληροφορίας για την ημέρα της πανήγυρής του, καθιερώθηκε τα τελευταία χρόνια να πανηγυρίζει τη μνήμη των οσίων στις 9 Ιουνίου.

Εκ πρώτης όψεως, η καθιέρωση της εορτής των οσίων Πέντε Παρθένων την Τρίτη του Πάσχα μοιάζει να οφείλεται στο ότι εκείνη την ημέρα μαρτύρησαν από τους διώκτες τους. Το ίδιο εξάλλου συμβαίνει με την καθιέρωση της εορτής, την ίδια ημέρα, των αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, οι οποίοι μαρτύρησαν στη Λέσβο το 1463. Όμως την παλαιά συνήθεια του προσκυνήματος της Μεγάλης Τρίτης έρχεται να συμπληρώσει παράδοση, που καταγράψαμε στο γειτονικό χωριό Μούντρος, ότι οι οσίες μαρτύρησαν τη Μεγάλη Τρίτηαλλά, επειδή τη Μεγάλη Εβδομάδα δεν πανηγυρίζονται άγιοι, οι χριστιανοί μετέθεσαν την εορτή τους στην Τρίτη του Πάσχα· γι’ αυτό και γυναίκες από το Μούντρος (ίσως και από άλλα χωριά της περιοχής) πήγαιναν επίσης τη Μεγάλη Τρίτη στο ναό τους, θύμιαζαν και λάμβαναν και αγίασμα.

Η ίδια παράδοση διασώζει ότι οι οσίες ήταν μικρές σε ηλικία και οι γονείς τους τις έκρυβαν για να μην τις αρπάξουν οι διώκτες τους, λόγω της ομορφιάς τους. Όμως τις πρόδωσε ο ιερέας του χωριού, τις συνέλαβαν και, αφού δεν κατόρθωσαν να τις πείσουν να αρνηθούν το Χριστό, τις έσφαξαν, οπότε οι χριστιανοί έλαβαν τα σώματά τους και τα ενταφίασαν στο γνωστό τάφο τους.

Η ιδέα ότι οι αγίες προδόθηκαν από τον ιερέα του χωριού, η οποία είναι διαδεδομένη και στην Αργυρούπολη, προφανώς οφείλεται σε επίδραση του συναξαρίου των οσίων Πέντε Κανονικών Παρθένων των εκ Περσίας, αν και δεν μπορούμε να αποκλείσουμε εντελώς το ενδεχόμενο να έχουμε κι εδώ παρόμοια περίπτωση. Τα υπόλοιπα στοιχεία δεν ταιριάζουν με το συναξάρι εκείνων, άρα προέρχονται από την παράδοση της περιοχής. Η διήγηση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την κυρίαρχη εντύπωση, ότι οι αγίες ήταν ασκήτριες, που ασκήτευαν στα πέντε λαξευτά κελιά δίπλα στον κατοπινό τάφο και το ναό τους, παραδόξως όμως ταιριάζει με την εικονογραφική παράδοση που συναντούμε στην Αργυρούπολη, όπου αγιογραφούνται όχι ως μοναχές, αλλά ως αρχοντοπούλες και μάρτυρες. Τις παραδόσεις αυτές δεν μπορούμε να τις αξιολογήσουμε ιστορικά, ούτε όμως και να τις αγνοήσουμε· ίσως στην πραγματικότητα συνδυάζονται – ίσως οι αγίες όντως κρύφτηκαν από τους γονείς τους και έζησαν ασκητικά, άγνωστο πόσο χρονικό διάστημα, στα συγκεκριμένα κελιά, που είναι στην πραγματικότητα αρχαίοι τάφοι.

Παλαιές μαρτυρίες για τις οσίες Πέντε Παρθένες

εικ. Αλεξάνδρας Κάουκι
εικ. Αλεξάνδρας Κάουκι


  • Οι παλαιότερες μαρτυρίες για τις οσίες και το ιερό προσκύνημα προέρχονται κατά χρονολογική σειρά από τους συγγραφείς Κριστόφορο Μπουοντελμόντι (1416), Φραντζέσκο Μπαρότσι (1577), Φραντζέσκο Μπαζιλικάτα (1609), Μάρκο Μποσκίνι (1651 ή 1653), Φλαμίνιο Κορνέλιους (περίπου 1750), Ρόμπερτ Πάσλεϋ (1833), Τζουζέπε Γκερόλα (1900), Παύλο Βλαστό (περίπου 1900) και Μιχαήλ Δέφνερ (1918).

Αναμφίβολα, η σημαντικότερη μαρτυρία για τις οσίες Πέντε Παρθένες είναι του Φραντζέσκο Μπαρότσι (Francesco Barozzi), λόγιου Ενετού άρχοντα του 16ου αιώνα, γεννημένου στο χωριό Άγιος Κωνσταντίνος Ρεθύμνου, κοντά στην Αργυρούπολη. Ήταν μαθηματικός με ποικίλα επιστημονικά ενδιαφέροντα, συγγραφέας πολλών βιβλίων και ιδρυτής στο Ρέθυμνο της Ακαδημίας των Vivi (Ζώντων), της πρώτης λέσχης λογίων της αναγεννησιακής εποχής στην Ελλάδα. Το 1577 εξέδωσε την Περιγραφή της Κρήτης (Descrizione dell’ Isola di Creta), όπου αναφέρει τα εξής:

«Στην περιφέρεια της πόλης του Ρεθύμνου βρίσκονται ερείπια που απλώνονται σε πάνω από πέντε μίλια έκταση· ανήκουν στην αρχαία πόλη της Λάμπης ή, σύμφωνα με άλλους συγγραφείς, της Λάππης και Λάππας. (…)

Στην ίδια κοιλάδα, υπάρχουν μέσα σε μια σπηλιά πέντε σαρκοφάγοι, η μία δίπλα στην άλλη, σμιλεμένες στην πέτρα, τρεις μακριές και δύο τετράγωνες, οι οποίες ήταν μνημεία των Λαππαίων. Εκεί, μετά την καταστροφή της πόλης την περίοδο των διωγμών, μαρτύρησαν πέντε παρθένες, η Ρωδιώνα, η Θέκλα, η Μαριάμνη, η Ανεείμ και η Μάρθα, και τα σώματά τους τοποθετήθηκαν στις πέντε αυτές σαρκοφάγους.
Από τότε και ώς σήμερα συμβαίνει ένα μεγάλο θαύμα εκεί: οι σαρκοφάγοι άλλοτε είναι γεμάτες νερό και άλλοτε άδειες, άλλοτε κάποιες από αυτές είναι γεμάτες και οι υπόλοιπες κενές, άλλοτε είναι όλες μισογεμάτες, άλλοτε μερικές γεμάτες μέχρι τη μέση, περισσότερο ή λιγότερο, και οι άλλες εντελώς πλήρεις ή εντελώς κενές· το νερό αυτό δεν είναι γνωστό από πού έρχεται, γιατί στις σαρκοφάγους δεν διακρίνεται με κανένα τρόπο από πού αυτό αναβλύζει, ούτε και στάζει η σπηλιά από την οροφή της, ούτε όμως και από πού φεύγει. Το νερό είναι γλυκό και πολύ καλό, ούτε πολύ κρύο ούτε πολύ ζεστό, αλλά μέτριας θερμοκρασίας, διαυγές, καθαρό και απαλλαγμένο από κάθε είδους δυσοσμία, ευκολοχώνευτο και υγιεινό να το πίνει κανείς. Μάλλον πρόκειται για αγίασμα, γι’ αυτό τον λόγο πολλοί ασθενείς το πίνουν με σεβασμό και γιατρεύονται. Άλλοι στέλνουν εκεί ακόμη από μακρινές περιοχές για να πάρουν νερό και αυτό διατηρείται και δεν βρομάει ποτέ. Αυτό και εγώ ο ίδιος μπορώ να το πιστοποιήσω, γιατί το μετέφερα στη Βενετία και διατηρήθηκε, ούτε και μύρισε ποτέ.
Το θαύμα αυτό εμφανίζεται κάθε εποχή του έτους, τόσο τον χειμώνα όσο και το καλοκαίρι. Μερικές φορές τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, οπότε τα ύδατα του νησιού λιγοστεύουν, το καλοκαίρι δεν βρέχει ποτέ στην Κρήτη, οι σαρκοφάγοι αυτές είναι γεμάτες νερό, ενώ στο καταχείμωνο που αυξάνονται τα νερά, εκείνες είναι άδειες και εντελώς στεγνές με σκόνη μέσα. Συμβαίνει επίσης συχνά διάφορα πρόσωπα να πηγαίνουν εκεί την ίδια μέρα και άλλοι από αυτούς να τις βρίσκουν γεμάτες και άλλοι κενές, άλλοι μισογεμάτες, άλλοι ένα μέρος τους γεμάτες και το άλλο αδειανές· άλλοι συμβαίνει να τις βρίσκουν κενές και, ενώ βρίσκονται ακόμη εκεί, να τις βλέπουν σιγά σιγά να γεμίζουν, χωρίς να μπορούν να εντοπίσουν από πού πηγάζει το νερό, και άλλοι να τις βρίσκουν γεμάτες και, ενώ παραμένουν εκεί, να τις βλέπουν να αδειάζουν σιγά σιγά και να μένουν εντελώς στεγνές, χωρίς να μπορούν να διαπιστώσουν από πού φεύγει το νερό, πράγμα αληθινά θαυμαστό και υπερφυσικό. Λόγω του θαύματος αυτού εδώ και πολλά χρόνια χτίστηκε μέσα στη σπηλιά μια μικρή εκκλησία ορθόδοξου δόγματος. Σε τοίχο της έχουν ζωγραφιστεί οι πέντε παρθένες με τα ονόματά τους. Την εκκλησία επισκέπτονται συχνά πολλοί ντόπιοι και ξένοι που πηγαίνουν εκεί για να παρακολουθήσουν τη λειτουργία, να δουν το θαύμα και να πιουν με μεγάλη ευλάβεια από το νερό εκείνο και να πάρουν μαζί τους, γεγονός αξιοπαρατήρητο και αξιομνημόνευτο» (2).

Τα ονόματα των οσίων ο Μπαρότσι τα γράφει στα ελληνικά και, στη συνέχεια, τα αποδίδει ως Rhodihona, Thecla, Mariamna, Aneim, Martha (βλ. ό.π., σελ. 234).

Εκτός των ανωτέρω, η σπουδαιότητα και η λαϊκή απήχηση του ιερού προσκυνήματος και της εορτής των οσίων Πέντε Παρθένων για την περιοχή της Αργυρούπολης, αλλά και την ευρύτερη περιοχή, καταδεικνύονται από τις πολλές αναφορές δυτικοευρωπαίων περιηγητών, που θεώρησαν απαραίτητο να αναφερθούν σ’ αυτές από το 1415, περίπου (δηλαδή γύρω στα 160 χρόνια πριν το κείμενο του Μπαρότσι), ώς τα πρώτα χρόνια μετά το 1900.

Το μαρτύριο και η εποχή των οσίων

Πέντε Παρθένες, επισκοπείο Ρεθύμνου, έργο π. Νικ. Ρουσάκη και του υιού του Νικολάου
Πέντε Παρθένες, επισκοπείο Ρεθύμνου, έργο 
π. Νικ. Ρουσάκη και του υιού του Νικολάου

Παρά τη βαθιά ριζωμένη (τον τελευταίο ενάμιση αιώνα) πεποίθηση, είμαστε υποχρεωμένοι να ομολογήσουμε ότι οι οσίες Πέντε Κανονικές Παρθένες Μάρθα, Μαρία, Ενναθά (ή Εννεείμ), Θέκλα και Μαριάμνα, που προδόθηκαν από τον αρνησίθρησκο και φιλάργυρο πνευματικό τους, βασανίστηκαν και θανατώθηκαν από τους Πέρσες το 330 ή περί το 346 μ.Χ. και εορτάζουν στις 9 Ιουνίου, δεν είναι οι οσίες Πέντε Παρθένες της Αργυρούπολης.
Πώς όμως τεκμηριώνεται αυτό; Τεκμηριώνεται από τα εξής:
α) Όλες οι αναφορές των Συναξαριστών στις οσίες Πέντε Κανονικές Παρθένες συμφωνούν ότι εκείνες έζησαν και μαρτύρησαν στην Περσία και συγκεκριμένα στο χωριό Αζά. Αντίθετα, οι οσίες Πέντε Παρθένες της Αργυρούπολης (τις οποίες, σημειωτέον, ποτέ οι Αργυρουπολιθιανοί του παλιού καιρού δεν αποκαλούσαν «Κανονικές» Παρθένες) έζησαν και μαρτύρησαν στη Λάππα, στην περιοχή όπου βρίσκονται τα ασκητήρια και ο τάφος τους.
Όπως εξηγεί ο καθηγητής αγιολογίας Εμμανουήλ Δουνδουλάκης, σχετικά με τις οσίες Πέντε Κανονικές Παρθένες: «Κύρια πηγή πληροφοριών αποτελεί το Συναξάριον της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως του 10ου αιώνος. Η μνήμη τους αποσιωπάται από τα μεταγενέστερα συναξαριακά κείμενα και, όπως διαπιστώσαμε, εμφανίζεται ξανά στο Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, όπου… ο εκεί βίος αποτελεί μετάφραση ή απόδοση του Συναξαρίου της Κωνσταντινουπόλεως. Μετά τον άγιο Νικόδημο, ο βίος τους καταχωρίζεται στα μεταγενέστερα συναξαριακά κείμενα» (3).
Για την ακρίβεια, το Συναξάριον της Κωνσταντινουπόλεως διαφέρει από το Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου κατά το ότι δεν παρέχει χρονολογία του μαρτυρίου (ενώ ο άγιος Νικόδημος γράφει 330 μ.Χ.) και ονομάζει τη μία αγία Εννεείμ, ενώ ο άγιος Νικόδημος Ενναθά.

Το μαρτύριο των οσίων Πέντε Κανονικών Παρθένων περιλαμβάνεται επίσης στη μελέτη Holy Women of the Syrian Orient, που δημοσιεύεται στο διαδίκτυο (4), στις σελ. 10-12, με πηγή τα αρχαία συριακά μαρτυρολόγια. Στη σελ. 10 το χωριό ονομάζεται Hazza και στην υποσημείωση 32, στην ίδια σελίδα, διαβάζουμε ότι απέχει περίπου 12 χιλιόμετρα από το Arbela, σημερινό Ιμρίλ. Το Ιμπρίλ (Ibril ή Ebril) βρίσκεται στο Ιράκ, στην περιοχή του Κουρδιστάν, και σίγουρα δεν έχει καμία σχέση με την Κρήτη.

β) Εκτός αυτών, το 330 μ.Χ. (οπότε όντως ο απάνθρωπος αυτοκράτορας της Περσίας Σαβώριος, δηλαδή ο Σαπώβ Β', κατέσφαζε τους χριστιανούς της δικής του επικράτειας) η Κρήτη ανήκε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, έχοντας μάλιστα αυτοκράτορα τον άγιο Κωνσταντίνο το Μέγα, που βασίλευσε από το 324 έως το 337, τερματίζοντας τους ρωμαϊκούς διωγμούς εναντίον των χριστιανών. Συνεπώς, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να έχουμε μάρτυρες στην Κρήτη αυτή την περίοδο, πόσο μάλλον μάρτυρες που θανατώθηκαν από τους Πέρσες επί κρητικού εδάφους.

γ) Ο Μπαρότσι γράφει ότι οι αγίες μαρτύρησαν «μετά την καταστροφή της πόλης την περίοδο των διωγμών». Η Λάππα καταστράφηκε από το μεγάλο σεισμό του 365 μ.Χ., αλλά τότε στην Κρήτη, όπως είπαμε, δεν ήταν περίοδος διωγμών. Στη συνέχεια άκμασε εκ νέου και τελικά καταστράφηκε από τους Άραβες το 828 μ.Χ., εποχή που φυσικά ήταν περίοδος διωγμών. Συνεπώς, η πιθανότερη εποχή, κατά την οποία πρέπει να τοποθετήσουμε το μαρτύριο των πέντε οσίων, είναι η Αραβοκρατία (περίπου 826 – 961 μ.Χ.).

δ) Τέλος, ο εορτασμός των οσίων Πέντε Παρθένων της Λάππας την Τρίτη του Πάσχα (τόσο στην Αργυρούπολη όσο και στους Μύλους) και η σιωπή σχετικά με την 9η Ιουνίου, μέχρι τον 20ό αιώνα, είναι σημαντικό τεκμήριο ότι οι οσίες μαρτύρησαν αυτή την ημέρα (ή τη Μεγάλη Τρίτη, κατά τη δεύτερη παράδοση) και δεν έχουν σχέση με τις αγίες που εορτάζονται τον Ιούνιο. Ας προσθέσουμε σε αυτό, ως τελευταίο στοιχείο, και ότι το ένα από τα πέντε ονόματα των οσίων, που αναφέρει ο Μπαρότσι, διαφέρει από των Πέντε Κανονικών Παρθένων των εκ Περσίας (το όνομα Ανεείμ προφανώς ταυτίζεται με το Εννεείμ, με το οποίο ονομάζεται η μία από τις οσίες της Περσίας στο Συναξάριον της Κωνσταντινουπόλεως).

Σπηλιά Κισσάμου
εικ. στην Σπηλιά Κισσάμου

Παρόλα αυτά, είναι ομόφωνη η πληροφορία ότι και οι οσίες Πέντε Παρθένες της Αργυρούπολης είναι μάρτυρες, γι’ αυτό άλλωστε συσχετίστηκαν με τις οσίες Πέντε Κανονικές Παρθένες της 9ης Ιουνίου. Εκτός από την ακολουθία προς τιμήν τους και το συναξάρι που περιλαμβάνεται σ’ αυτήν (τα οποία όμως επαναλαμβάνουν το συναξάρι των Περσίδων οσιοπαρθενομαρτύρων), συμφωνεί και η προφορική τοπική παράδοση, ενώ ο Φραντζέσκο Μπαζιλικάτα και ο Φλαμίνιο Κορνέλιους αναφέρουν ότι οι οσίες είναι αγιογραφημένες με σταυρό στο χέρι και κορώνα (ή στεφάνι) στο κεφάλι. Η απεικόνιση αυτή, με το σταυρό στο χέρι, επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για μάρτυρες, ενώ η «κορώνα» πιθανόν να σημαίνει τον φωτοστέφανο της αγιότητας – αν και μάλλον υπονοεί ότι οι οσίες ήταν αρχοντικής καταγωγής, όπως ορισμένες αγίες της αρχαίας εποχής που απεικονίζονται εστεμμένες, π.χ. οι αγίες μεγαλομάρτυρες Ειρήνη και Αικατερίνα.

Η υπόθεση της Αραβοκρατίας ενισχύεται από την πληροφορία του Μπαρότσι ότι το μαρτύριο συνέβη μετά την καταστροφή της πόλεως. Αυτό εξηγεί και την απώλεια επίσημων εκκλησιαστικών αναφορών, διότι οι άγιοι μάρτυρες εκείνης της ταραγμένης και σκοτεινής περιόδου – πλην ολίγων και επισφαλών αναφορών – δεν είναι ονομαστικά καταγεγραμμένοι.

Την Αραβοκρατία ως πιθανότερη περίοδο του μαρτυρίου των οσίων Πέντε Παρθένων θεωρεί και ο ερευνητής Γ. Σταματάκης στο άρθρο του «Τιμούνται λάθος αγίες στο ναό των Πέντε Παρθένων», περιοδικό Κρητικό Πανόραμα, τεύχ. 11, Σεπτ. – Οκτ. 2005, σελ. 52-53.

Οι συνθήκες της εποχής ασφαλώς προκάλεσαν και την απώλεια των ιερών λειψάνων των πέντε οσίων. Προφανώς ετάφησαν στο χώρο που από την παράδοση θεωρείται ο τάφος τους, στον οποίο κατά καιρούς αναβλύζει θαυματουργικά το αγίασμα μέχρι τις μέρες μας. Τι απέγιναν; Άγνωστο. Οι λοιποί τάφοι του ελληνορωμαϊκού νεκροταφείου περιέχουν οστά· άρα τα οστά από το συγκεκριμένο τάφο δεν ακολούθησαν κάποια «κοινή μοίρα», αλλά ιδιαίτερη. Πιθανότατα ελήφθησαν από ευσεβείς χριστιανούς για να προστατευθούν και χάθηκαν ή καταστράφηκαν στο πέρασμα των αιώνων. Αν αποκαλυφθούν στο μέλλον, όπως ευχόμαστε, ο Θεός γνωρίζει.

Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι στην ακολουθία τους, ενώ αναφέρεται αρκετές φορές ότι η Κρήτη φυλάσσει ως θησαυρό τις θαυματουργές λάρνακές τους, δεν γίνεται λόγος σε κανένα σημείο περί των λειψάνων τους.

Ο ποιμενικός χαρακτήρας της εορτής

φωτογραφία 6.5.1975, Τρίτη της Διακαινησίμου

Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα από το εξαίρετο έργο του Νίκου Ψιλάκη Λαϊκές τελετουργίες στη Κρήτη, εκδ. Καρμάνωρ, Ηράκλειο 2005, σελ. 220-221:

«Το πιο σημαντικό στοιχείο που αφορά στο μεγάλο πανηγύρι της Τρίτης του Πάσχα έχει ποιμενικό χαρακτήρα. Οι βοσκοί οδηγούν τα πρόβατά τους στην εκκλησία κατά την ώρα της λειτουργίας, τα αρμέγουν και προσφέρουν το γάλα στο εκκλησίασμα, αφού πρώτα το βράσουν.

Η ευλόγηση των προβάτων ακολουθεί το τυπικό που ισχύει στα μεγάλα κοντινά πανηγύρια του Αγίου Γεωργίου. Πιο συγκεκριμένα, ένας από τους ιερείς που συλλειτουργούν την ημέρα της γιορτής κάνει αγιασμό από το πρωί και στη συνέχεια περιμένει τους βοσκούς που καταφτάνουν κατά την ώρα της λειτουργίας. Οδηγούν τα πρόβατα σε περιφραγμένο χώρο, πίσω από το ιερό του ναού. Αρχίζουν το άρμεγμα και αμέσως μετά ένας από τους ιερείς βγαίνει από την εκκλησία και αρχίζει τη διαδικασία ευλόγησης. Σταματά στην είσοδο της μάντρας, κάποιος βοσκός κρατά την κάτω άκρη του πετραχηλιού και τα πρόβατα περνούν από κάτω. Την ώρα που περνούν, ο ιερέας τα ευλογεί και τα ραντίζει. Στο τέλος ευλογεί και το βοσκό και του προσφέρει ένα μικρό στρογγυλό άρτο, όπως συμβαίνει και στο πανηγύρι της Ασί Γωνιάς [σ.σ.: του αγίου Γεωργίου].

Όσοι βοσκοί δεν φέρνουν τα πρόβατά τους για διάφορους λόγους (είτε επειδή βρίσκονται σε πολύ μακρινή απόσταση, είτε επειδή είναι μικρό το κοπάδι και δεν θεωρούν πια τους εαυτούς τους επαγγελματίες βοσκούς), δεν παραλείπουν να τα αρμέξουν και να προσφέρουν το γάλα στο ναό των Πέντε Παρθένων.

Το γάλα που συγκεντρώνεται μεταφέρεται αμέσως σε μεγάλο καζάνι που βρίσκεται μπροστά στην είσοδο του ναού και βράζει. Μετά την απόλυση της εκκλησίας μοιράζουν από ένα ποτήρι σε όλους. Παράλληλα προσφέρουν και ένα κομμάτι φρέσκο ανθότυρο προσφορά των τυροκομείων της περιοχής. Πριν ανοίξει βιοτεχνία επεξεργασίας γάλακτος στην Αργυρούπολη, έστελνε ανθοτύρους το τυροκομείο της Ασί Γωνιάς. Πιθανότατα πίσω και απ’ αυτήν την προσφορά διατηρείται ο απόηχος του αρχαίου εθίμου των απαρχών [σ.σ.: δηλ. της προσφοράς των πρώτων καρπών στο ναό]. Τα τυροκομεία σπεύδουν να στείλουν τα προϊόντα τους στην εκκλησία για ευλογία.

Δεν γνωρίζω πώς και πότε απέκτησε ποιμενικό χαρακτήρα η εορτή των Πέντε Παρθένων, μια και η τοπική παράδοση δεν αναφέρει καμιά σχέση τους με πρόβατα και βοσκούς. Υποθέτω ότι επικράτησε λόγω των λατρευτικών ιδιαιτεροτήτων της περιοχής:

Στο δυτικό άκρο της επαρχίας Ρεθύμνου και πολύ κοντά στα αποκορωνιώτικα βουνά η τελετουργική μεταφορά κοπαδιών στις εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου αποτελούσε πάντα αδιαπραγμάτευτο έθιμο. Όπως είπαμε είδη, συνηθιζόταν παλαιότερα σε όλα τα γειτονικά χωριά (η Ασί Γωνιά βρίσκεται σε απόσταση λίγων μόνο χιλιομέτρων από την Αργυρούπολη).

Η εορτή των Παρθένων της Αργυρούπολης συμπίπτει χρονικά με τη μεταπασχαλινή περίοδο κατά την οποία εκδηλώνεται πάντα το θεαματικό ποιμενικό έθιμο.

Έχοντας ακούσει και βιώσει τις ισχυρές τοπικές παραδόσεις για θαυματουργικές ιάσεις ανθρώπων και ζώων στο σπηλαιώδη ναό των Παρθένων, οι βοσκοί καθίστανται αναμφισβήτητοι μέτοχοι της τοπικής θρησκευτικής κουλτούρας που θεωρεί αποτελεσματικότατη την προστασία την οποία παρέχει το τοπικό προσκύνημα. Επομένως, θεωρούν ότι η ευλογία της εκκλησίας, σε συνάρτηση με τη λατρευτική δυναμική των Πέντε Παρθένων, μπορεί να εξασφαλίσει προστασία και καλή παραγωγή στο κοπάδι τους».

Τα ονόματα των οσίων και η ταύτισή τους με τις 
οσίες Πέντε Κανονικές Παρθένες τις εκ Περσίας

Αγίες Πέντε Παρθένοι (αδελφότης Κουμπέ)
Αγίες Πέντε Παρθένοι (αδελφότης Κουμπέ)

Η ταύτιση των οσίων με τις Πέντε Κανονικές Παρθένες τις εκ Περσίας φαίνεται ότι καθιερώθηκε από τον συντάκτη της ασματικής ακολουθίας τους, τον Αγιορείτη μοναχό Νήφωνα, ο οποίος παρακινήθηκε για τη σύνταξή της από τον πατέρα Μάξιμο, μοναχό της ιεράς μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους και καταγόμενο από την Αργυρούπολη.

Για την ιστορία, ας αναφέρουμε ότι οι οσίες Πέντε Κανονικές Παρθένες εορτάζουν και στις 26 Σεπτεμβρίου, αλλά η ημερομηνία αυτή δεν συνδέθηκε ποτέ με τις πέντε οσίες της Αργυρούπολης.

Τα ονόματα, με τα οποία επικράτησε στην εποχή μας να κατονομάζονται οι οσίες Πέντε Παρθένες, είναι τα γνωστά των οσίων Πέντε Κανονικών Παρθένων των εκ Περσίας: Μάρθα, Μαρία, Ενναθά, Θέκλα και Μαριάμνα (Μαριάμνη). Είναι αξιοσημείωτο ότι τα ονόματα Μαριάμνη και Ενναθά και συνηθέστερα το Μάρθα, αλλά και το Θέκλα, τα συναντούμε ως βαπτιστικά ονόματα χριστιανών γυναικών από την Αργυρούπολη και τα γύρω χωριά (ενίοτε μετά από τάσσιμο των γονέων τους, λόγω επικίνδυνης εγκυμοσύνης ή κάποιου προβλήματος υγείας ή ανάπτυξης κατά τη βρεφική ηλικία τους), ενώ το Ενναθά και ως επωνυμία επιχείρησης στην περιοχή· πληροφορηθήκαμε και περιπτώσεις, από χωριά της ευρύτερης περιοχής, όπου δύο αδελφές ονομάστηκαν Θέκλα και Μάρθα, και άλλη, όπου τρεις αδελφές ονομάστηκαν Μαρία, Θέκλα και Ενναθά.

Κατά τον Φραντζέσκο Μπαρότσι, τα ονόματά των οσίων, γραμμένα στην εικόνα τους, είναι Ρωδιώνα, Θέκλα, Μαριάμνη, Ανεείμ και Μάρθα. Έχουμε λοιπόν φαινομενικά δύο διαφορετικά ονόματα και τρία όμοια. Ωστόσο η οσία Ενναθά η εκ Περσίας στο Συναξάριον ΚΠόλεως ονομάζεται Εννεείμ, ενώ οι συριακές πηγές την ονομάζουν και Αμά («μητέρα») ή Emmi. Το τελευταίο όνομα σημαίνει επίσης «δική μου» και ιδίως «μητέρα μου». Συνεπώς το όνομα Ανεείμ μάλλον αποτελεί διαφορετική (ή εσφαλμένη) γραφή του Εννεείμ.

Τα παρόμοια ονόματα εμφανώς προϋποθέτουν ότι οι πέντε Κρήσσες οσίες ή οι οικογένειές τους γνώριζαν το βίο και το μαρτύριο των πέντε οσίων Κανονικών Παρθένων των εκ Περσίας. Αν και δεν αποκλείεται να είναι βαπτιστικά ονόματα, είναι εξίσου πιθανόν, αν όχι πιθανότερο, ότι οι αγίες, γενόμενες μοναχές, κατά τη μοναχική κουρά τους έλαβαν τα ονόματα των εκ Περσίας οσίων.

Είναι πιθανόν το όνομα Ρωδιώνα να είναι «κοσμικό» και η οσία να έλαβε το όνομα Μαρία ως μοναχή. Ίσως ήταν ακόμη «δόκιμη», δηλ. προετοιμαζόταν να γίνει μοναχή και να λάβει το συγκεκριμένο μοναχικό όνομα, αλλά την πρόλαβε η επίθεση των Αράβων και το μαρτύριο.

Πάντως, το ενδεχόμενο η ταύτιση των τριών ή (κατ’ εμέ) των τεσσάρων από τα πέντε ονόματα των δύο «πεντάριθμων χορών» να είναι συμπτωματική, μάλλον πρέπει να το αποκλείσουμε· οι πέντε Κρήσσες οσίες ασφαλώς γνώριζαν (πριν το Συναξάριον της Κωνσταντινουπόλεως) την ιστορία των πέντε οσίων Κανονικών Παρθένων, τις έκαναν πρότυπό τους και ως μοναχές έλαβαν τα ονόματά τους, τουλάχιστον τα τέσσερα από τα πέντε – και τελικά τις ακολούθησαν στο μαρτύριο, αν και ασφαλώς όχι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στις λεπτομέρειες.

Ωστόσο, από την παλαιότερη απεικόνισή τους, με «κορώνα στο κεφάλι», μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, και αν ενδεχομένως έλαβαν τελικά το μοναχικό σχήμα, δεν έμειναν στην ιστορική μνήμη ως μοναχές, αλλά ως αρχόντισσες ή αρχοντοπούλες, όπως ορισμένες αγίες της αρχαίας εποχής που απεικονίζονται εστεμμένες, π.χ. οι αγίες μεγαλομάρτυρες Ειρήνη και Αικατερίνα.

Το όνομα Ενναθά, νωρίτερα από την εποχή των οσίων Πέντε Κανονικών Παρθένων, το συναντούμε στην αγία μάρτυρα Ενναθά από τη Γάζα της Παλαιστίνης, που μαρτύρησε διά πυρός μαζί με την αγία Ουαλεντίνα και τον άγιο μάρτυρα Παύλο (όχι τον απόστολο).

Το όνομα Θέκλα το συναντούμε στην αγία Θέκλα την ισαπόστολο και πρωτομάρτυρα (24 Σεπτεμβρίου), μαθήτρια και συνεργάτιδα του αγίου αποστόλου Παύλου με καταγωγή από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας. Υπάρχει και οσία παρθενομάρτυς Θέκλα εκ Περσίας, που μαρτύρησε με τις συνασκήτριές της αγίες Βαουθά και Δεναχίς (ή Δινάχ)· εορτάζονται στις 20 Νοεμβρίου.

Το όνομα Μαριάμνα ή Μαριάμνη το συναντούμε στην αγία ισαπόστολο Μαριάμνη (17 Φεβρουαρίου), αδελφή του αγίου αποστόλου Φιλίππου. Τα ονόματα Μαρία και Μάρθα τα βλέπουμε, ως γνωστόν, στις ομώνυμες αγίες αδελφές του αγίου και δικαίου Λαζάρου, στην Καινή Διαθήκη (Λουκ. 10, 38-42, Ιω. 11, 1 - 12, 3), οι οποίες εορτάζουν στις 4 Ιουνίου. Μαρία βέβαια ονομάζεται και η Θεοτόκος, αλλά οι δύο οσίες οι εκ Περσίας μάλλον έλαβαν τα δύο ονόματα συνδυαστικά προς τιμήν των αγίων αδελφών του Λαζάρου.

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι στον παρακλητικό κανόνα των οσίων της Λάππας, στην ωδή ς΄ και σε σχέση με την οσία Μαρία, γίνεται αναφορά στο Λουκ. 10, 42, που αφορά στην αγία Μαρία, την αδελφή του Λαζάρου, η οποία επέλεξε «την αγαθήν μερίδα» της μαθητείας στον Ιησού Χριστό: «Επέλεξας, ω Μαρία ένδοξε, εν τω βίω, ως ο Κύριος είπε, την αγαθήν και αγίαν μερίδα, διό τοις πάσι θεόφρων γεγένησαι…» (σελ. 27).

Η αμφισβήτηση της ιστορικότητας των οσίων Πέντε Παρθένων

φορητή εικ. στον άγιο Γεώργιο Πεταλιώτη
Οι μαρτυρίες για τα θαύματα των οσίων Πέντε Παρθένων της Αργυρούπολης αμφισβητήθηκαν ήδη από τους δυτικοευρωπαίους περιηγητές του παρελθόντος.

Όμως και η ίδια η ιστορικότητά τους αμφισβητήθηκε έντονα κατά τον 20ό αιώνα, προπαντός λόγω της διαπίστωσης ότι ο θεωρούμενος από την παράδοση ως τάφος τους και τα ασκητήριά τους είναι τάφοι της ελληνορωμαϊκής περιόδου, ευρισκόμενοι εντός ενός εκτεταμένου νεκροταφείου («νεκρόπολης»).

Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμία περίπτωση η τυχαία ανακάλυψη του αρχαίου τάφου μιας τετραμελούς οικογένειας, ασφαλώς και με παιδικά οστά, όπως φανερώνουν οι μικρές λάρνακες, να θεωρήθηκε αυθαίρετα ως τάφος πέντε χριστιανών αγίων ασκητριών και μαρτύρων, αν δεν υπήρχαν στοιχεία που οδηγούσαν σε αυτό το συμπέρασμα. Αν υποθέσουμε ότι υπήρχε πιθανότητα οι κάτοικοι της περιοχής να συνδέσουν αυθαίρετα τον τάφο με χριστιανούς αγίους, θα ήταν λογικό να τον συνδέσουν με κάποια τετραμελή οικογένεια οσίων ή μαρτύρων όπως π.χ. οι άγιοι Ξενοφών και Μαρία και οι υιοί τους Αρκάδιος και Ιωάννης ή οι άγιοι Ευστάθιος Πλακίδας και Θεοπίστη και οι υιοί τους Αγάπιος και Θεόπιστος, αντί να εμπλέξουν ως συντοπίτισσές τους πέντε αγίες από τη μακρινή Περσία, εν πολλοίς άγνωστες, πράγμα που προκάλεσε απορία και στον καθηγητή Σεμπάστιαν Μπροκ, εκδότη του συναξαρίου των εκ Περσίας αγίων (τα όμοια ονόματα μαρτυρούν σύνδεση, όπως εξηγήσαμε, έστω κι αν δεν είναι τα ίδια πρόσωπα). Κατά τη γνώμη μας, μάλιστα, αυτοί οι τάφοι δεν «ανακαλύφθηκαν τυχαία», αλλά ήταν πάντα στο φως, οι μεν διπλανοί χρησιμοποιήθηκαν από τις αγίες ως ασκητήρια, οι δε χριστιανοί τις έθαψαν στον συγκεκριμένο οικογενειακό τάφο και δεν έπαψαν ποτέ να τις θυμούνται και να τις τιμούν, χωρίς διακοπή, ήδη αμέσως μετά το μαρτύριό τους.

Ο Γ. Σταματάκης γράφει: «Το γεγονός όμως αυτό από μόνο του δεν θα ’πρεπε σε καμία περίπτωση να αποτελέσει αιτία αμφισβήτησης. Ακόμη και σήμερα χρησιμοποιούνται ως κατοικίες τάφοι που κατασκευάστηκαν πολλά χρόνια πριν. Έχουμε παραδείγματα ταφικών μνημείων ήδη από τη μινωική εποχή που χρησιμοποιήθηκαν για περισσότερα από χίλια χρόνια. Στην ίδια την Αργυρούπολη παρατηρούμε μεταγενέστερη χρήση αρχαίων κτισμάτων. (…)

Έτσι και οι πέντε παρθένες της Αργυρούπολης επέλεξαν τον αρχαίο τάφο για να κατοικήσουν αναλογιζόμενες τη ματαιότητα του κόσμου, όπως επέβαλλε ο κανόνας τους. Στον ίδιο αυτό χώρο, τοποθέτησε ο ευσεβής λαός της περιοχής τα ιερά τους σκηνώματα, μετά τη μαρτυρική τους τελείωση. Αρχικά ο τάφος αποτελούνταν από πέντε χώρους, εκ των οποίων μόνο οι τέσσερις προορίζονταν για ταφές. Ο κεντρικός χώρος προοριζόταν για τους ζωντανούς που επιθυμούσαν να προσφέρουν σπονδές, κατά την ειδωλολατρική συνήθεια, στους νεκρούς τους. Αργότερα στον κεντρικό αυτό χώρο τοποθετήθηκε ένα από τα πέντε άγια λείψανα» (5).

Στα παραπάνω, κατά τη γνώμη μας, πρέπει να συνυπολογίσουμε και τα θαύματα των οσίων (που συνέβαιναν «ου μόνον εις τους Χριστιανούς, αλλά και εις τους Οθωμανούς», κατά τον υμνογράφο τους) και την ανάβλυση του αγιάσματος στο χώρο του τάφου τους, το οποίο ενίοτε, ακόμη και σήμερα, αναβλύζει ενώπιον πάντων και σε μεγάλη ποσότητα κατά την ώρα της θείας λειτουργίας, όπως περιέγραφε τον 16ο αιώνα ο Μπαρότσι. Από την Αργυρούπολη και άλλα χωριά της περιοχής (π.χ. Ρούστικα, Άγιο Κωνσταντίνο, Μούντρος) καταγράψαμε αρκετά θαύματα και εμφανίσεις των πέντε οσίων, τα περισσότερα μάλιστα από αυτόπτες.

Οι ακολουθίες των οσίων

Διασώζονται τέσσερις ακολουθίες των αγίων, δηλ. υμνογραφικά έργα 
προς τιμήν τους, έργα καταξιωμένων και πολυγραφότατων υνογράφων:


(α) του π. Νήφωνος του Αγιορείτη, με χρονολογία, ΑΩΠΒ' (1882), που ψάλλεται στην Αργυρούπολη και περιλαμβάνεται στο βιβλίο Κρητικόν Λειμωνάριον του μακαριστού μητροπολίτη Ρεθύμνης Τίτου († 1987),

(β) του π. Κύριλλου Κογεράκη, νυν μητροπολίτη Ρόδου, που περιλαμβάνεται στο τρίτομο Κρητικόν Πανάγιον, έκδοση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κρήτης,
(γ) ο παλαιότερος παρακλητικός κανόνας τους, ποίημα του αρχιμανδρίτη π. Φιλάρετου Βιτάλη, που εκδόθηκε στη Ρόδο το 1987 με την ευλογία του τότε οικουμενικού πατριάρχη Δημήτριου, και
(δ) ο νεότερος παρακλητικός κανόνας τους, ποίημα της καθηγουμένης Ισιδώρας μοναχής Αγιεροθεΐτισσας, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο Κρητική Παρακλητική, που επιμελήθηκε ο αρχιμανδρίτης π. Χρυσόστομος Παπαδάκης και εξέδωσε η Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους.

Ο π. Νήφων εικάζουμε ότι ταυτίζεται με τον μοναχό Νήφωνα Ιβηροσκητιώτη, έναν ευσυνείδητο και πολυγραφότατο Αγιορείτη υμνογράφο του 19ου αιώνα, καταγόμενο από τη Σίφνο, που έζησε περίπου τα έτη 1830-1900 και συνέταξε δεκάδες υμνογραφικά έργα (6). Ο χαρακτηρισμός «Ιβηροσκητιώτης» οφείλεται στο ότι μόνασε στην ιερά σκήτη του Τίμιου Προδρόμου της ιεράς μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους και συγκεκριμένα στην «καλύβη» του Αγίου Παντελεήμονος, που υπάγεται στη σκήτη. Σκήτη ονομάζεται ένα μοναστήρι που δεν είναι αυτόνομο, αλλά υπάγεται σε άλλο, κεντρικό μοναστήρι, ενώ καλύβη είναι μια σχετικώς απομονωμένη κατοικία δύο ή τριών μοναχών, που τους έχει παραχωρηθεί από το μοναστήρι τους.

Η ακολουθία που συνέταξε ο π. Νήφων προορίζεται για τις 9 Ιουνίου και συνδυάζει τα τροπάρια και τον κανόνα των οσίων με άλλα, προς τιμήν του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, που εορτάζει την ίδια ημέρα.

Η σύνδεση με τις «πέντε φρόνιμες παρθένες» (Ματθ. 25, 1-13)

τοιχογραφία στον άγ. Γεώργιο Πεταλιώτη
τοιχογραφία στον άγ. Γεώργιο Πεταλιώτη

Τόσο στην υμνογραφία όσο και στην εικονογραφία των οσίων Πέντε Παρθένων παρατηρείται η συμβολική σύνδεσή τους με τις πέντε φρόνιμες παρθένες («τας πέντε φρονίμους παρθένους») από την παραβολή των δέκα παρθένων, που είπε ο Κύριος.

Η παραβολή αυτή περιλαμβάνεται στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, κεφ. 25, στίχοι 1-13 και είναι από τις πλέον συζητημένες και ερμηνευμένες από τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας. Διαβάζεται στην Εκκλησία μας τη Μεγάλη Τρίτη, ενώ αποτελεί και ένα από τα επτά ευαγγελικά αναγνώσματα της ακολουθίας του ιερού ευχελαίου (πέμπτο μάλιστα κατά σειράν)· σε συνδυασμό με την παραβολή του φρόνιμου δούλου (Ματθ. 24, 45-51, αμέσως πριν την παραβολή των δέκα παρθένων), αποτελεί την πηγή έμπνευσης του πασίγνωστου τροπαρίου της Μ. Εβδομάδας «Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται». Περιλαμβάνεται επίσης ως ευαγγελικό ανάγνωσμα σε παρακλητικούς κανόνες οσίων γυναικών, όπως της οσίας Μαρκέλλας της Χιοπολίτιδος.

Αξιοσημείωτο ότι η Μεγάλη Τρίτη είναι η ημέρα που, κατά την παράδοση, μαρτύρησαν οι οσίες Πέντε Παρθένες της Αργυρούπολης. Η ημέρα του μαρτυρίου τους δηλαδή (κατά παραχώρηση του Θεού, νομίζουμε) συνέπεσε με την ανάμνηση των πέντε φρονίμων παρθένων στη λειτουργική πράξη της Εκκλησίας – ωστόσο δεν εορτάζονταν τότε, αλλά την Τρίτη της διακαινησίμου, όπως ήδη είπαμε, στα λειτουργικά κείμενα της οποίας δεν περιλαμβάνεται αναφορά στη συγκεκριμένη παραβολή.

Σε ορισμένα τροπάρια των υμνογραφικών έργων προς τιμήν των οσίων Πέντε Παρθένων, οι οσίες παραβάλλονται υπαινικτικά με τις πέντε φρόνιμες παρθένες, καθώς γίνονται αναφορές στις λαμπάδες και τον νυμφώνα· παράδειγμα, στο δοξαστικό των στιχηρών του εσπερινού της παλαιάς ασματικής ακολουθίας τους αναφέρεται: «…Όθεν τας λαμπάδας σώας τηρήσασαι, εις τον ουράνιον Νυμφώνα συνεισήλθετε, του πρεσβεύειν πάντοτε υπέρ ημών προς Κύριον» (σελ. 5).

Εκτός αυτών, για τα βιβλικά αναγνώσματα της θείας λειτουργίας ο ευλαβής υμνογράφος παραγγέλλει: «Απόστολος· ζήτει της Αγίας Βαρβάρας, Δεκεμβρίου 4. Ευαγγέλιον· ζήτει το εις την Παραβολήν των Δέκα Παρθένων, κατά Ματθαίον, κε΄. Αυτό ευρίσκεται και εις το άγιον Ευχέλαιον» (σελ. 38, τελευταία της ακολουθίας).

Στις απεικονίσεις των οσίων Πέντε Παρθένων η σύνδεσή τους με τις πέντε παρθένες της παραβολής είναι ευθεία και σχεδόν μόνιμη· απεικονίζονται να κρατούν στο ένα χέρι αναμμένη «λαμπάδα», ως είδος λύχνου, και ενίοτε στο άλλο χέρι μικρό αγγείο (κανατάκι), που περιέχει προφανώς λάδι. Εξαιρείται η τοιχογραφία που περιγράφουν οι περιηγητές (που δεν είναι ορατή σήμερα), που παρίστανε τις αγίες στεφανωμένες (με «κορώνα») και με σταυρό στο χέρι, χωρίς λοιπόν λαμπάδα ή αγγείο.

Ο ναός των οσίων Πέντε Παρθένων στους Μύλους Ρεθύμνου

Αγ. Πέντε Παρθένες, τέμπλο

Στο χωριό Μύλοι Ρεθύμνου έχουμε μια δεύτερη εκκλησία των οσίων Πέντε Παρθένων, μέσα στο περίφημο Φαράγγι των Μύλων και συγκεκριμένα στον οικισμό Πάνω Μύλοι. Οι Πάνω και οι Κάτω Μύλοι, ζωντανοί και δραστήριοι οικισμοί βασισμένοι στους νερόμυλους, είναι χτισμένοι μέσα στο φαράγγι και ήταν ακμαίοι τουλάχιστον από τον 16ο αιώνα ώς τα μέσα του 20ού. Σήμερα έχουν εγκαταλειφθεί, ενώ ο πληθυσμός έχει μετοικήσει στο νεότερο οικισμό Νέοι Μύλοι, πάνω από το φαράγγι. Ο οικισμός των Μύλων, καθώς και το φαράγγι με τους ναΐσκους των παλαιών οικισμών, εξυπηρετείται λειτουργικά από την ενορία του κοντινού χωριού Χρωμοναστήρι.

Είναι αξιοσημείωτο ότι πρόκειται για κοινότητα με οικονομία βασισμένη στους νερόμυλους, όπως ήταν και η Αργυρούπολη. Το στοιχείο αυτό πιθανότατα δεν είναι τυχαίο. Ίσως οι αγίες εθεωρούντο τρόπον τινά, σε τοπικό επίπεδο, προστάτιδες των μύλων και των μυλωνάδων ή απλώς χριστιανοί από τις δύο κοινότητες (Μύλους και Πόλη, το παλαιό όνομα της Αργυρούπολης) σχετίζονταν ως συνάδελφοι ή συνδέονταν με συγγενικούς δεσμούς, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, ή πνευματικούς (κουμπαριές ή συντεκνιές) και μετέφεραν την τιμή των οσίων από το ένα μέρος στο άλλο.

Ο ναός των οσίων Πέντε Παρθένων είναι κοιμητηριακός (νεκροταφειακός), μικρών διαστάσεων, και εορτάζει την Τρίτη του Πάσχα. Σε αυτόν εντοπίζουμε τη δεύτερη παλαιότερη μέχρι σήμερα σωζόμενη εικόνα των πέντε οσίων, φιλοτεχνημένη το 1908 από τον ονομαστό Ρεθύμνιο αγιογράφο του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα Ιωάννη Σταθάκη.

Ο αρχαιολόγος Κώστας Γιαπιτσόγλου μας πληροφορεί: «Πρόκειται για επιμήκη μονόχωρο ναό με ένα σφενδόνιο να στηρίζει το ανατολικό τμήμα του θόλου του. Η ύπαρξη του σφενδονίου σε αυτή τη θέση μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πιθανόν ο σημερινός ναός είναι αποτέλεσμα επέκτασης και ανακαίνισης, κατά τον ύστερο 19ο αι., ενός παλαιότερου μονόχωρου ναού της Βενετοκρατίας» (7). Συνεπώς, ο αρχικός ναός ανάγεται σε εποχή προ του 1646 (έτος της οθωμανικής εισβολής στο Ρέθυμνο).

Η απεικόνιση και οι γνωστές εικόνες των οσίων Πέντε Παρθένων

Αγίες Πέντε Παρθένες εικόνα του 1881.
Αγίες Πέντε Παρθένες εικόνα του 1881.

Η παλαιά αγιογραφία των οσίων πέντε παρθενομαρτύρων, που μαρτυρούν ο Μπαρότσι, ο Μπαζιλικάτα και ο Κορνέλιους, δεν είναι σήμερα ορατή. Εφόσον επρόκειτο για τοιχογραφία (νωπογραφία), πιθανόν να βρίσκεται καλυμμένη με ασβέστη στο παλαιό τμήμα του ναού, περιμένοντας υπομονετικά την αρχαιολογική υπηρεσία να την αποκαλύψει. Δεν αποκλείεται μάλιστα να υπάρχουν τοιχογραφίες με τις πέντε οσίες και σε άλλες από τις πολλές βυζαντινές εκκλησίες της Αργυρούπολης, που η ενορία εδώ και χρόνια δίνει μάχη κατά της γραφειοκρατίας και των οικονομικών προβλημάτων, για να επιτύχει την αποκάλυψη, τη συντήρηση και την ανάδειξη που τους αξίζει.

Η παλαιότερη σήμερα γνωστή εικόνα των πέντε οσίων είναι μια φορητή εικόνα που βρίσκεται στον ιερό ναό των αγίων Χαραλάμπους και Ταξιαρχών, στην Αργυρούπολη, στο «Κατωχώρι». Οι αγίες ονομάζονται Θέκλα, Μαριάμνα, Εναθά (με ένα ν), Μαρία και Μάρθα (με αυτή τη σειρά) και παριστάνονται νέες σε ηλικία, ασκεπείς (με ακάλυπτη κεφαλή), με αρχοντικά ενδύματα και χαρακτηριστικό μανδύα ιδιαίτερου χρώματος για κάθε μία. Κατ’ επίδρασιν της παραβολής των δέκα παρθένων, κρατούν αναμμένη λαμπάδα (είδος λύχνου) και μικρό αγγείο με λάδι για την τροφοδοσία της. Στο πάνω μέρος της εικόνας, σε μικρογραφία, εικονίζεται ο Κύριος «φερόμενος επί νεφέλης» (πρβ. Ματθ. 24, 30) να τις ευλογεί. Η εικόνα – σημαντικής καλλιτεχνικής αξίας – φέρει χρονολογία ,αωπα΄ (1881), δηλ. την ίδια περίοδο με τη σύνταξη της ακολουθίας των οσίων από τον π. Νήφωνα, αλλά το όνομα του αγιογράφου είναι δυσανάγνωστο λόγω φθοράς· το πιθανότερο είναι ότι γράφει «Άγιον Όρος Άθως». Αυτό σημαίνει ότι η εικόνα αγιογραφήθηκε σε σύνδεση με την ακολουθία και προφανώς τη συνόδευσε ερχόμενη στην Κρήτη.

Η απεικόνιση των αγίων παρθενομαρτύρων ως ασκεπών παραπέμπει άραγε στην παράδοση ότι οι αγίες ήταν παιδικής ηλικίας και τις έκρυβαν οι γονείς τους, για να τις προφυλάξουν από την αρπαγή; Δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε με βεβαιότητα, αν και μάλλον πρέπει να το θεωρήσουμε πιθανόν.

Η δεύτερη παλαιότερη γνωστή απεικόνιση των αγίων Πέντε Παρθένων, με χρονολογία 1908, εντοπίζεται στο τέμπλο του ιερού ναού τους στους Μύλους Ρεθύμνου και είναι έργο του ιδιαίτερα σημαντικού Ρεθυμνίου αγιογράφου Ιωάννη Σταθάκη, που έζησε και δημιούργησε τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ού, ζωγραφίζοντας όμως στο λεγόμενο «ναζαρινό» ύφος, κατά τα πρότυπα της εποχής του.

Σήμερα υπάρχουν αρκετές αγιογραφίες που απεικονίζουν τις οσίες Πέντε Παρθένες, ιδίως σε ναούς της πόλης και του νομού Ηρακλείου, αλλά και – σπανιότερα – στο Ρέθυμνο και τα Χανιά. Γενικά, παρατηρούμε τρεις εικονογραφικούς τύπους στην απεικόνιση των οσίων Πέντε Παρθένων. Στον πρώτο απεικονίζονται ασκεπείς (με ακάλυπτη κεφαλή), με αρχοντικά ενδύματα, στον δεύτερο με καλυμμένη την κεφαλή και οσιακά ενδύματα και στον τρίτο ως μοναχές.

Τον πρώτο τύπο, τον οποίο εισάγει η εικόνα του 1881, τον βλέπουμε να κυριαρχεί στην Αργυρούπολη, αλλά εντοπίζεται και εκτός αυτής και, κατά τη γνώμη μας, είναι συνεπέστερος προς την τοπική παράδοση για τις οσίες, δεδομένου ότι στην αρχική αγιογραφία τους εμφανίζονται με «κορώνα» στο κεφάλι (όχι κεφαλομάντηλο), άρα αρχόντισσες. Πιθανόν ο αγιογράφος ήταν ενήμερος γι’ αυτή την εικόνα, ασχέτως ότι δεν φιλοτέχνησε τις κορώνες.

Το δεύτερο τύπο εισάγει ο Σταθάκης και τον ακολουθούν οι επόμενοι, είτε κατ’ επίδρασιν είτε ανεξάρτητα. Ο τύπος αυτός είναι επηρεασμένος από το βίο των οσίων Πέντε Κανονικών Παρθένων των εν Περσία και στην Αργυρούπολη – όπως και τον τρίτο τύπο – δεν τον συναντούμε. Ο Σταθάκης, που τον 19ο αιώνα αγιογράφησε εικόνες του τέμπλου του ναού του αγίου Χαραλάμπους στην Αργυρούπολη, είναι απίθανο να αγνοούσε την εικόνα του 1881. Το πιθανότερο είναι ότι συνειδητά προτίμησε να αγιογραφήσει τις οσίες όπως τις αγιογράφησε, ίσως επηρεασμένος από το συναξάρι των αγίων παρθενομαρτύρων της Περσίας.

Τον τρίτο τύπο τον βλέπουμε στην αγιογραφία των πέντε οσίων στη Σπηλιά Κισσάμου (έργο του σπουδαίου αγιογράφου Στυλιανού Καρτάκη, 1913 – 1988, αφιέρωμα της οικογένειας μιας χριστιανής με καταγωγή από τον Άγιο Κωνσταντίνο Ρεθύμνου, με οικογενειακό τάμα προς τις πέντε οσίες) και στο όμοιο σχέδιο που δημοσιεύεται στο βιβλίο του μακαριστού μητροπολίτη Τίτου Κρήτες Άγιοι, σελ. 72, ενώ στοιχεία του εντοπίζουμε και στην αγιογραφία τους στο παρεκκλήσι του επισκοπείου Ρεθύμνου.

Στις οσίες Πέντε Παρθένες είναι αφιερωμένο το Ημερολόγιο 2020 της Ιεράς Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, που αποτέλεσε πηγή για το παρόν άρθρο και μπορείτε να το διαβάσετε ολόκληρο εδώ.

Βίντεο σχετικά με τις αγίες Πέντε Παρθένες, με στιγμιότυπα από τον εορτασμό τους και την ευλογία των προβάτων, μπορείτε να παρακολουθήσετε εδώ .

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) Εμμ. Γ. Δουνδουλάκης, Κρητική Αγιολογία. Μελέτες Ορθοδόξου Αγιολογίας και Υμνολογίας, Γ΄, Επίμετρο Γενικής Αγιολογίας, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2018, σελ. 250).

(2) Francesco Barozzi, Descrittione dell’ Isola di Creta (Περιγραφή της Κρήτης) 1577/8, επιμέλεια Στέφανος Κακλαμάνης, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2004, σελ. 312-314· το ιταλικό κείμενο στις σελ. 232-234.

(3) Κρητική Αγιολογία, ό.π., σελ. 250-251.

(4) Holy Women of the Syrian Orient, Translated, with an introduction, by Sebastian P. Brock and Susan Ashbrook Harvey Los Angeles: University of California Press, 1998; 1987 (Transformation of the Classical Heritage, No 13) Sasanika Sources- 3 –. Δημοσιεύεται στον ιστότοπο https://www.sasanika.org/wp-content/uploads/PersianChristianWomenNolt.pdf.

(5) Γιώργος Σταματάκης, «Τιμούνται λάθος αγίες στο ναό των Πέντε Παρθένων», περιοδικό Κρητικό Πανόραμα, τεύχ. 11, Σεπτ. – Οκτ. 2005, σελ. 46-47.

(6) Για τον π. Νήφωνα Ιβηροσκητιώτη βλ. στην εργασία του Μοναχού Θεολόγου Ιβηρίτη «Άγνωστη υμναγιολογική παραγωγή του Αγίου Όρους από τα μέσα του 18ου αιώνα έως το 1927 μέσα από τα έργα έξι υμνογράφων», στο Η΄ Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο «Άγιον Όρος και Λογιοσύνη», Πρακτικά Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 22-24 Νοεμβρίου 2013, Αγιορείτικη Εστία, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών (Α.Π.Θ.), Ένωση Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 275 εξ. Για τον π. Νήφωνα από σελ. 293 κ.εξ. (και στο διαδίκτυο).

(7) Κώστα Δ. Γιαπιτσόγλου, Το Φαράγγι των Μύλων, Δήμος Ρεθύμνης, Ρέθυμνο 2015, σελ. 39. Το βιβλίο μας δώρισε ο π. Γεώργιος Μανουσάκης, εφημέριος Χρωμοναστηρίου.


KYΡΙΟΤΕΡΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βιτάλης Φιλάρετος, ἀρχιμανδρίτης, Κανών Παρακλητικός εἰς τάς πέντε Παρθενομάρτυρας Ἁγίας τῆς Ἀργυρουπόλεως Κρήτης, Ρόδος 1987.

Βλαστός Παῦλος, τόμος 31 τοῦ χειρόγραφου ἀρχείου του, Ἱστορικό Ἀρχεῖο Κρήτης, Χανιά, καί Γενικά Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους, Ρέθυμνο.

Barozzi Francesco, Descrittione dell’ Isola di Creta (Περιγραφή τῆς Κρήτης) 1577/8, ἐπιμέλεια Στέφανος Κακλαμάνης, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ἡράκλειο 2004.

Basilicata Francesco, Relazione di Candia, 1630. Παρατίθεται τό πρωτότυπο καί ἡ μετάφραση στό Στέργιου Γ. Σπανάκη, Μνημεῖα τῆς Κρητικῆς Ἱστορίας, Ἡράκλειο 1969.

Brock Sebastian P. and Susan Ashbrook Harvey (Translated, with an introduction), Holy Women of the Syrian Orient, Los Angeles: University of California Press, 1998; 1987 (Transformation of the Classical Heritage, No 13) Sasanika Sources- 3 –. Δημοσιεύεται στόν ἱστότοπο https://www.sasanika.org/wp-con- tent/uploads/PersianChristianWomenNolt.pdf.

Buondelmonti Cristoforo, Περιγραφή τῆς Νήσου Κρήτης. Ἕνας γύρος τῆς Κρήτης στά 1415. Μετάφραση καί εἰσαγωγή Μάρθα Ἀποσκίτη, Μικρός Ναυτίλος 1996.

Γιαπιτσόγλου Κώστας Δ., Τό Φαράγγι τῶν Μύλων, Δῆμος Ρεθύμνης, Ρέθυμνο 2015.

Gerola Giuzeppe, Monumenti Veneti nell’Isola di Creta, vol. 2, Venezia M. CM. VIII.

Δέφνερ Μιχαήλ, Ὁδοιπορικαί Ἐντυπώσεις ἀπό τήν Δυτικήν Κρήτην, Σύλλογος πρός διάδοσιν ὠφελίμων βιβλίων, Ἀθῆναι χ.χ.

Δουνδουλάκης Ἐμμ. Γ., Κρητική Ἁγιολογία.

Μελέτες Ὀρθοδόξου Ἁγιολογίας καί Ὑμνολογίας, Γ ́, Ἐπίμετρο Γενικῆς Ἁγιολογίας, Γρηγόρης, Ἀθήνα 2018.

Παπαδάκης Κωστής Ἠλ., Ἱερά Μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ Κουμπέ Ρεθύμνου καί ὁ νεότερος ἱδρυτής της Νέστωρ Ἰ. Βασσάλος ὁ Διονυσιάτης, Ρέθυμνο 2011.

Τοῦ ἴδιου, Λαϊκή πίστη καί λατρεία. Ἅγιοι θεράποντες μέ εἰδικό χάρισμα ἰαμάτων, Γρηγόρης, Ἀθήνα 2018.

Παπαδάκης Χρυσόστομος, ἀρχιμανδρίτης, Κρητική Παρακλητική, ἐκδ. Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπεδίου, τόμ. Γ ́, χ.χ.

Pashley Robert, Ταξίδια στήν Κρήτη, Α ́, μετάφραση-ἐπιμέλεια Δάφνη Γ. Γόντικα,

Δῆμος Ἡρακλείου– Βικελαία Βιβλιοθήκη, Ἡράκλειον 1991.

Peeters Ρ., Ed., Bibliotheca Hagiographica Orientalis. Brussels: Society of Bollandists, 1910. Δημοσιεύεται στό διαδίκτυο στό http://syri.ac/bho.

Propylaeum ad Acta Sanctorum – Novembris. Synaxarium ad Ecclesiae Constantinopolitanae. Bruxelis Arud Socios Bollandianos 1902, στῆλες 739-742.

Halkin Francois, Bibliotheca Hagiographica Graeca, Tome III, Societe des Bollandistes, Bruxelles 1957.

Σιλλιγαρδάκης Τίτος, Μητροπολίτης Ρεθύμνης, Κρῆτες Ἅγιοι, Ρέθυμνον 1983. Τοῦ ἴδιου (ἐπιμέλεια καί δαπάνη), Κρητικόν Λειμωνάριον περιέχον τάς ἱεράς ἀκολουθίας τῶν ἐν τῇ Νήσῳ Κρήτῃ διαλαμψάντων Ἁγίων, Ἱεραρχῶν, Ὁσίων καί Μαρτύρων, ἀπό Χριστοῦ μέχρι τῶν καθ’ ἡμᾶς Νεωτέρων Χρόνων, Ἀθήνα 1984.

Κρητικόν Πανάγιον, ἤτοι Ἀκολουθίαι Πάντων τῶν ἐν Κρήτῃ Ἁγίων, ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, Ἡράκλειο 2001, τόμ. Β ́, σελ. 297-308.

Σπανάκης Στέργιος Γ., Πόλεις καί χωριά τῆς Κρήτης στό πέρασμα τῶν αἰώνων, τόμ. Α', Ἡράκλειο 1991, τόμ. Β ́, Ἡράκλειο 1993.

Τοῦ ἴδιου, Μνημεῖα τῆς Κρητικῆς Ἱστορίας, τόμ. ΙΙΙ, Ἡράκλειο 1953.

Σταματάκης Γιῶργος, «Τιμοῦνται λάθος ἁγίες στό ναό τῶν Πέντε Παρθένων», περιοδικό Κρητικό Πανόραμα, τεῦχ. 11, Σεπτ. – Ὀκτ. 2005, σελ. 51-52.

Τρούλης Μιχάλης, Ἱερά Μητρόπολις Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου. Ἱστορία, Μνημεῖα, Θησαυροί, ἔκδοση τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεως, Ρέθυμνο 2000.

Ψιλάκης Νίκος, Λαϊκές τελετουργίες στήν Κρήτη, Καρμάνωρ, Ἡράκλειο 2005.



Οι αγίες Πέντε Παρθένες της Αργυρούπολης Ρεθύμνου
(κρητικό τραγούδι)

Πέντε Παρθένες, επισκοπείο Ρεθύμνου, έργο π. Νικ. Ρουσάκη και του υιού του Νικολάου
Κι οφέτος εξημέρωσε πάλι Μεγάλη Τρίτη.
Σαρακηνοί πατήσανε τη δοξασμένη Κρήτη!
Κι απής εγδύσαν τα χωριά κι εσφάξαν τσι παπάδες,
τσι κοπελιές εσύρανε για τα παζάρια σκλάβες.
Στη Λάμπη καταφτάξανε τα λυσσασμένα αγρίμια,
με τα πολλά τζη τα νερά και τα πολλά τ’ ασήμια.
Έκειά, ποκάτω στο χωριό, μέσα στο κοιμητήρι,
πέντε παρθένες είχανε σασμένο μαναστήρι.
Ουλημερνίς δουλεύγουνε και τσι φτωχούς βοηθούνε
κι ουληνυχτίς προσεύχουνται και του Θεού μιλούνε.
Αρπού τζι τ’ άγκριγια θεριά, βάνου τζι στη μαχαίρα,
μα κείνες κάνουν το σταυρό με τη δεξά τη χέρα.
Δεν απαρνιούνται το Χριστό, δεν προσκυνούν αφέντες,
γυναίκες είναι, μα μιλούν αντρίστικες κουβέντες!
Κι απής τσι στραγκολάρανε*, τσι κουτσοκεφαλίζου
και τ’ αχνιστά ντων αίματα τσι πέτρες κοκκινίζου.
Κι απόκειας παραιτούνε τζι και πάνε σ’ άλλους τόπους
κι οι χρισθιανοί τσι θάψανε ως είν’ πρεπό στσ’ αθρώπους.

***

Στον τόπο π’ ασκητεύγανε, έκειά ’ναι και θαμμένες
κι απ’ το Δεσπότη το Χριστό περίσσα δοξασμένες.
Το μνήμα που τσι βάλανε αγίασμα σειρώνει
και δεν εξεχαστήκανε, αν είν’ και τόσοι χρόνοι.
Έκειά ’ναι μέγας πλάτανος, γίγαντας εις το ψήλος,
και ρυάκι με πολύ νερό, που ’ναι τ’ αθρώπου φίλος.
Δεν εορτάζομ’ εορτές τη Μεγαλοβδόμαδα
και σκιας την Τρίτη τση Λαμπρής κάνομε τη σκολάδα.
Τη Λαμπροτρίτη πάντα των η μνήμη ντωνε βγαίνει,
μα το Σαββάτο τση Λαμπρής εδά ’ναι παωμένη.
Χαίρετ’ η Αργυρούπολη κι ούλα τα γυρωχώρια
και γίνεται συμμάζωξη τω χρισθιανώ πανώργια!
Φέρνουν τα πρόβατα οι βοσκοί, στέκουν και τα βλογούνε,
τυρί και γάλα των οζώ τσι χρισθιανούς κερνούνε.
Κι οι Μύλοι τσί ’χουν εκκλησά, στου φαραγγιού τα κλίτη,
και τσ’ εορτάζει σάμ’ εδά εις τση Λαμπρής την Τρίτη.
Στα Ροδωπού, στην Κίσσαμο, με σταυραετούς και πρίνους,
είν’ και μια τρίτη εκκλησία ’πό τσι καιρούς εκείνους.
Κι είναι γραμμένο στο χαρτί, που δεν αλλάσσει γνώμη,
το πως εκάνανε καλό και των Τουρκών ακόμη [1].
Έτσά τσι παρακάλεσα κι εγώ σα μ’ ήβρε ζόρες
κι εκατατάξανε* γιαμιάς ανεμικές και μπόρες!
Πέντε Παρθένες του Χριστού, βλέπετε* το χωριό σας,
την Κρήτη και το Ρέθεμνος να ’χετε στο μυαλό σας.
Κι ούλους που σάσε σέβουνται κι εύχουνται στ’ όνομά σας,
σαν τα πουλιά τση πέρδικας να ’χετε στα φτερά σας.
Κι όποιοι δε σάσε σέβουνται, για δε σάσε κατένε,
κι εκείνοι την αγάπη σας σαν τα κοπέλια θένε.
Κι ούλους τσ’ αγίους τ’ ουρανού κάμετε μια μ-πατούλια*,
να μάσε δώσουνε κι εμάς ετά* κια δυο κηπούλια…


[1] «Εις την Κρήτην υπάρχει ο Ναός αυτών και αι λάρνακες, θαύματα εκβλύζουσαι καθ’ εκάστην, ου μόνον εις τους Χριστιανούς, αλλά και εις τους Οθωμανούς», από την εισαγωγή στην «ακολουθία» των αγίων Πέντε Παρθένων (δηλ. στην υμνογραφία της εορτής τους), έργο του Αγιορείτη υμνογράφου μοναχού π. Νήφωνα, 1882.

Γλωσσάρι
στραγκολέρνω = βασανίζω, ταλαιπωρώ
κατατάσσουν = τακτοποιούνται, καταλαγιάζουν
βλέπετε = να προσέχετε
πατούλια = συντροφιά, ομάδα
ετά = «αυτού», εκεί όπου βρίσκεστε εσείς

Υμνμογραφία


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ ́.: Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ. Νήφωνος Μοναχοῦ Ἁγιορείτου.

Ὁσιομάρτυρες Χριστοῦ καὶ Παρθένοι, αἱ τὰς λαμπάδας συντηρήσασαι σώας· καὶ τῷ Νυμφίῳ πᾶσαι παριστάμεναι, τοῦτον ἱκετεύσατε, ὑπὲρ πάντων αἱ πέντε, τῶν ὑμῶν τελούντων νῦν, τὴν σεβάσμιον μνήμην· Κρήτη καὶ γὰρ κομπάζει ἐφ’ ὑμᾶς, ἀεὶ πλουτοῦσα ὑμῶν τὰ θαυμάσια.

Ἕτερον. Ἦχος γ ́. Θείας πίστεως. Κυρίλλου ἀρχιερέως.

Τὴν φιλάργυρον, συμφώνως γνώμην, ἀπωθήσασαι, τοῦ ψευδωνύμου, ἱερέως Παρθένοι πεντάριθμοι, ἀσκητικῆς πολιτείας τὸν δίαυλον, μαρτυρικῇ τελευτῇ ἐσφραγίσατε, καὶ εἰσήλθετε, νυμφῶνα ζωῆς εἰς ἄφθαρτον, ἡμῖν τὸν Λυτρωτὴν ἐξιλεούμεναι.

Ἕτερον. Ἦχος α ́. Τῆς ἐρήμου πολίτης. Εὐαγγέλου ἱερέως.

Τῶν ἁγίων Παρθένων τὴν πεντάδα τιμήσωμεν, Μάρθαν Μαριάμνην Μαρίαν, Ἐνναθᾶν Θέκλαν λέγοντες· παρθένοι τοῦ Νυμφίου Ἰησοῦ, εὑροῦσαι ὡς παστάδα μυστικήν, τὴν
οὐράνιον καὶ θείαν ὄντως ζωήν, ἐν ᾗ αὐτῷ ἡρμόσθητε, σπεύσατε συντηρῆσαι καὶ ἡμῖν,
φλόγα ψυχῆς λιταῖς ὑμῶν, ἵνα ἐν ἐγρηγόρσει καὶ ἡμεῖς, τύχωμεν χάριτος.

Ἕτερον. Ἦχος δ ́. Ταχύ προκατάλαβε Φιλαρέτου ἱερομονάχου. Χορείαν πεντάριθμον ἀνευφημοῦμεν πιστῶς· παρθένους καὶ μάρτυρας ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς Κρήτης καυχήματα, Μάρθαν τε καὶ Μαρίαν, Μαριάμνην καὶ Θέκλαν, ἅπαντες μετὰ πόθου Ἐνναθᾶν νῦν τιμῶμεν, αἰτούμενοι τυχεῖν ἱλασμοῦ αὐτῶν ταῖς δεήσεσιν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ ́. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τὴν θεοσύλλεκτον χορείαν τὴν πεντάριθμον, Κανονικῶν τε τῶν Παρθένων εὐφημήσωμεν, Μαριάμνην τὴν ἀοίδιμον σὺν τῇ Θέκλῃ, καὶ σὺν ταύταις Ἐνναθὰν Μαρίαν Μάρθαν τε, ἅς ἐν κόλποις γῆ Κρητῶν κατέχει χαίρουσα· πλεῖστα θαύματα, καθ’ ἑκάστην λαμβάνουσα.

Μεγαλυνάρια.

Τοὺς προσερχομένους πανευλαβῶς, πεντάριθμοι Κόραι, τῷ ἁγίῳ ὑμῶν ναῷ, ἐκ νόσων παντοίων, κινδύνων πολυτρόπων, καὶ πάσης ἐπηρείας, ἐχθροῦ λυτρώσασθε. Ἔχει Ἀργυρούπολις θησαυρόν, τῆς Ῥεθύμνης Κρήτης, τὸν περίκλυτον ἱερὸν ναὸν τῶν παρθένων καὶ τοῦ Χριστοῦ μαρτύρων, τὸν βρύοντα ἰάσεις πᾶσι τοῖς κάμνουσιν.

Παρασκευή 10 Απριλίου 2020

Η ιστορία της αμαρτωλής του Βελιγραδίου.....



site analysis



Μάς αφηγείται σήμερα ένας ιερέας του Βελιγραδιού τό ασυνήθιστο γεγονός μέ μία εκδιδόμενη γυναίκα στους δρόμους του Βελιγραδιού.

Μία μέρα λίγο πριν βραδιάσει βάδιζε στους δρόμους γιά τή «δουλειά» της. Καθώς περνούσε δίπλα σ’ έναν κήπο βλέπει έναν άνθρωπο να ετοιμάζεται να απαγχονιστεί. Έδεσε τό σχοινί στο κλαδί του δέντρου καί μέ μιας τό έβαλε γύρω από τό λαιμό του.

Ή γυναίκα σβέλτα πήδησε πάνω από την περίφραξη, τράβηξε τό μικρό της μαχαίρι από την τσέπη κι έκοψε τό σχοινί, οπότε ό άνθρωπος έπεσε στο χώμα λιπόθυμος. Του έκανε μαλάξεις ώσπου συνήλθε. Τότε της είπε ό αυτόχειρας: «Γιατί τό ’κανες; Εγώ δεν μπορώ να ζήσω, δεν έχω στον ήλιο μοίρα. Εξαιτίας της φτώχιας μου, ήθελα να τελειώσω μ’ αυτή τή μίζερη ζωή». Ή γυναίκα έβγαλε όσα χρήματα είχε μαζί της καί του τά έδωσε, υποσχόμενη ότι θα τόν βοηθά κι άλλο ώσπου να βρει δουλειά. Καί συνέχισε ή γυναίκα τή δική της άπρεπη δουλειά καί μέρος από τά κέρδη της άπ’ αυτή τή δουλειά, πήγαινε σ’ εκείνον φτωχό καί του έδινε γιά να συντηρηθεί. Όμως μετά από έξι βδομάδες ή γυναίκα έπεσε στο κρεβάτι βαριά άρρωστη. Της κάλεσαν τόν ιερέα. Στήν παρουσία του ιερέα εκείνη, ήδη ετοιμοθάνατη, άρχισε να λέει: «Ω, άγγελοι του Θεού, γιατί ήρθατε σ’ εμένα; Μα δεν ξέρετε, πόσο βρώμικη καί αμαρτωλή γυναίκα είμαι εγώ;».

Λίγο μετά πάλι φώναξε: «Ώ, Κύριε Χριστέ, μα κι ΕΣΥ ήρθες σ’ εμέ να την αμαρτωλή; Γιά ποιο λόγο τό αξιώθηκα αυτό; Μα μόνο με τό ότι έσωσα εκείνον τό φτωχό άπ’ τό θάνατο; Αλίμονο σ’ έμενα την ανάξια! Ώ πόσο είναι μεγάλο το έλεος του Θεού!». Λέγοντας αυτό άφησε την ψυχή της, καί τό πρόσωπό της έλαμψε σα να φωτιζόταν μέ κερί. Να, τί σημαίνει να σώσεις την ψυχή ενός ανθρώπου. Να, πως μία πράξη ελέους προς τόν πλησίον σκεπάζει πολλές αμαρτίες!

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ . ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΡΟΕΣ

Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

+Μετακομιδή των ιερών λειψάνων της Αγίας Μόνικας εις Ρώμη.



site analysis
Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο


Εορτάζει στις 9 Απριλίου.
Η Αγία Μόνικα, μητέρα του ιερού Αυγουστίνου (τιμάται 15 Ιουνίου), γεννήθηκε το 332 μ.Χ. στην πόλη Ταγάστη της βόρειας Αφρικής από γονείς Χριστιανούς, ευσεβείς και φιλόθεους.
Νυμφεύθηκε τον εθνικό διοικητή Πατρίκιο, ο οποίος είχε εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα από την Αγία. Αισθανόταν ενοχλημένος από την αδιάλειπτη προσευχή της, έβρισκε την φιλανθρωπική της διάθεση υπερβολική, αδυνατούσε να κατανοήσει την διάθεσή της να επισκέπτεται τους πάσχοντες και τους ασθενείς.
Η Αγία Μόνικα αντιμετώπιζε όλη αυτήν την κατάσταση με προσευχή και αγωνιζόταν να αναθρέψει τους δύο υιούς της και τη θυγατέρα της με παιδεία και νουθεσία Κυρίου, παρά το γεγονός ότι ο σύζυγός της δεν συμφωνούσε στην βάπτιση των παιδιών του.
Η Αγία δεν αντιστεκόταν στη βίαιη ιδιοσυγκρασία και τις ηθικές παρεκτροπές του Πατρικίου. Γνώριζε ότι αυτά που είναι αδύνατα για τους ανθρώπους, είναι δυνατά από τον Θεό.
Γι' αυτό ήταν πολύ διακριτική και υπομονετική. Η προσευχή της Αγίας εισακούσθηκε και ο Θεός φώτισε την καρδιά του Πατρικίου και μετά από δεκαέξι χρόνια βαπτίσθηκε Χριστιανός, για να κοιμηθεί με ειρήνη το 371 μ.Χ. Λίγα χρόνια αργότερα, την νύχτα του Πάσχα στις 25 Απριλίου του 387 μ.Χ., ο Αυγουστίνος βαπτίσθηκε από τον Άγιο Αμβρόσιο, Επίσκοπο Μεδιολάνων και η Αγία ήταν παρούσα στην βάπτιση του υιού της.
Γράφει για την στάση της μητέρας του Μόνικας ο ιερός Αυγουστίνος στις «Εξομολογήσεις» του: «Η μητέρα μου έχυνε για εμένα περισσότερα δάκρυα από όσα χύνουν οι μητέρες επάνω στα νεκρά τέκνα τους.
Με την θέρμη της πίστης, η οποία της χάριζε η μεγάλη της ευσέβεια, με έβλεπε ηθικώς νεκρό.
Και Συ Κύριε εισάκουσες την δέησή της και δεν περιφρόνησες τα δάκρυά της, με τα οποία πότισε το έδαφος, παντού όπου προσευχόταν.
Οι πόνοι της να με αναγεννήσει διά του Πνεύματος ήταν σκληρότεροι από αυτούς τους οποίου υπέφερε να με γεννήσει διά της σαρκός».
Η Αγία Μόνικα, αισθανόμενη ότι είχε αγωνισθεί για την πίστη του Χριστού, επέστρεψε στην Αφρική και κοιμήθηκε με ειρήνη, μετά από σύντομη ασθένεια, στην πόλη Όστια.
Πράγματι είχε εκπληρώσει τον ιερό σκοπό της και την μαρτυρία της υπέρ του Χριστού. Ενταφιάσθηκε στην Όστια και το ιερό λείψανό της μετακομίσθηκε μετά από λίγα χρόνια στη Ρώμη, στις 9 Απριλίου.

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Η χήρα.



site analysis



Έξω από ένα χωριό των Τρικάλων, ζούσε μια χήρα γυναίκα, που γνώριζε, ότι καμμία από τις γυναίκες των γύρω χωριών, δεν καταδέχονταν να φτιάχνει πρόσφορα για την Εκκλησία. 
Εκείνη όμως, παρά την φτώχεια της, έφτιαχνε 10-12 πρόσφορα κάθε Κυριακή και τα μοίραζε στους ναούς της περιοχής! 
Μια μέρα, της εμφανίζεται η Παναγία στον ύπνο της και της βάζει ένα χρυσό δαχτυλίδι στο χέρι της και της λέει: 
- Αυτό το χέρι, που κάνει αυτή τη δουλειά, αξίζει αυτό το βραβείο! 
Η χήρα όταν ξύπνησε, είδε στο χέρι της, το χρυσό δαχτυλίδι! Συγκινημένη και συγκλονισμένη, ευχαριστούσε την Παναγία μας.
Μεγάλη ευλογία είναι όσες φτιάχνουν πρόσφορα για την Εκκλησία!
Δημήτριος Παναγόπουλος ο Ιεροκήρυξ

Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

Κόψε μου κλήση !



site analysis

Πριν από λίγο καιρό έχασε το δεκαεξάχρονο παιδί της. Από τότε κάθε μέρα πηγαίνει στον τάφο του.
Αλλάζει το φιτίλι από το καντηλάκι, προσθέτει λάδι, ανάβει το θυμιατό κι ύστερα κάθεται στο κάτω μέρος του μνήματος, σιμά στη φωτογραφία του. Τον ρωτά αν κοιμήθηκε καλά το βράδυ, αν κρύωνε, αν πόνεσε κάπου. Του λέει και τα δικά της. Και βουβά θρηνεί τον άδικο χαμό του.

Σήμερα της έτυχε αναπάντεχη συνάντηση. Ένα περιπολικό της έκλεισε το δρόμο προς το κοιμητήριο κι ο νεαρός αστυνομικός, φορώντας μάσκα και γάντια βγήκε από το αυτοκίνητο, την πλησίασε κι όταν έφτασε στα δυο μέτρα της είπε: 
"Δείξτε μου το χαρτί με την υπεύθυνη δήλωση και την ταυτότητά σας"
Το χαρτί; 
Ω ... ναι! Το χαρτί!
Είχε τελείως ξεχάσει την απαγόρευση κυκλοφορίας.
Είχε βγει από το μυαλό της πως ολάκερος ο πλανήτης είχε μπει σε μια πρωτόγνωρη φάση.

Κόμπιασε.
"Δεν έχω χαρτί" ψέλλισε.
"Έχετε στείλει τουλάχιστον SMS;" ρώτησε κάπως πιο μαλακά το παλικάρι.

Τον κοίταξε ίσια στα μάτια. Τον ζύγισε. Ήταν στο ύψος του δικού της του παιδιού. Μόνο στα χρόνια ήταν μεγαλύτερος. 

"Άκου παιδί μου" του είπε ήσυχα.
"Κάθε μέρα πάω ν' ανταμώσω στο μνήμα το παιδί μου.
Συγχώρα με...
Δεν είχα μυαλό να στείλω μήνυμα ούτε να συμπληρώσω χαρτί.
Μα εσύ, κάνε το καθήκον σου.
Κόψε μου κλήση.
Έχασα τα πάντα ...
Δε θα μου λείψουν τα 150€, το παιδί μου, μού λείπει"
Γύρισε απότομα ο αστυνομικός και μπήκε στο περιπολικό.
"Όλα εντάξει;"  τον ρώτησε ο οδηγός.
"Όλα" είπε εκείνος χωρίς να τον κοιτάξει.

"Να προσέχετε παιδιά μου!" φώναξε η μαυροφορεμένη από μακριά.
Μα, το περιπολικό είχε χαθεί στη στροφή του δρόμου.
Μόνο οι πασχαλιές και οι κάλες την άκουσαν κι έγειραν τα πέταλά τους ως κάτω τη γη.
(βασισμένο σε αληθινό περιστατικό)
Υπ.
ΠΗΓΗ.ΑΜΦΟΤΕΡΟΔΕΞΙΟΣ

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Αγία Θεοδώρα Θεσσαλονίκης η Μυροβλύτισσα



site analysis


Αποτέλεσμα εικόνας για Αγία Θεοδώρα Θεσσαλονίκης η Μυροβλύτισσα

ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Η ΜΥΡΟΒΛΥΤΙΣΣΑ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
       Στα αγιολόγια της Εκκλησίας μας υπάρχουν άγιοι οι οποίοι αγίασαν ομού με μέλη των βιολογικών τους οικογενειών. Μια τέτοια αγία είναι και η οσία Θεοδώρα η εν Θεσσαλονίκη, η οποία μόνασε και αγίασε με την κόρη της Θεοπίστη. Οι δύο αυτές οσιακές μορφές λαμπρύνουν το πλούσιο αγιολογικό μωσαϊκό της Εκκλησίας των Θεσσαλονικέων.
       Η αγία Θεοδώρα γεννήθηκε στην Αίγινα το 812 από ευσεβείς γονείς. Ο πατέρας της ήταν πρεσβύτερος. Δυστυχώς η μητέρα της πέθανε, λίγο μετά τον τοκετό της, γι’ αυτό αναγκάστηκε ο πατέρας της να τη δώσει για ανατροφή σε μια ευλαβή ανάδοχό του και εκείνος ασπάσθηκε, μετά τη χηρεία του, το μοναχικό βίο. Η Θεοδώρα ανατράφηκε με ευλάβεια, από την ευσεβή ανάδοχο κόρη, απέκτησε φόβο Θεού και στολίστηκε με σπάνιες αρετές. Επίσης ήταν στολισμένη και με σπάνιο σωματικό κάλλος.
     Όταν μεγάλωσε, η ευσεβής θετή μητέρα της την αρραβώνιασε με έναν νέο, περιζήτητο στο νησί. Όμως ένα τρομερό γεγονός της άλλαξε τη ζωή. Βάρβαροι Σαρακηνοί πειρατές εισέβαλλαν στην Αίγινα και λεηλάτησαν τους κατοίκους, σκοτώνοντας πολλούς. Μεταξύ αυτών και τον αδελφό. Έτσι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Θεσσαλονίκη, με τον μνηστήρα της, όπου θα ήταν πιο ασφαλείς.

      Μετά από καιρό, όταν έφτασε σε ηλικία γάμου, παντρεύτηκαν και έφεραν στον κόσμο μια κόρη, τη Θεοπίστη και στη συνέχεια άλλα δύο παιδιά τα οποία πέθαναν σε βρεφική ηλικία. Ο χαμός των παιδιών τους τους γέμισε θλίψη, αλλά η ευσεβής Θεοδώρα δεν καταβλήθηκε. Έχοντας μεγάλη πίστη και ηρωικό φρόνημα, στήριζε το σύζυγό της. Μάλιστα του πρότεινε να αφιερώσουν την τότε εξάχρονη κόρη τους, την στο Θεό. Όντως την αφιέρωσαν στην Ιερά Μονή Αγίου Λουκά.
      Ύστερα από καιρό ένα άλλο δυσάρεστο πλήγμα δέχτηκε η Θεοδώρα. Ο σύζυγός της ασθένησε και πέθανε. Όντας 25 ετών, πήρε την απόφαση να ενδυθεί το μοναχικό σχήμα. Πήγε στην Ιερά Μονή Αγίου Στεφάνου, στην πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου ήταν ηγουμένη μια συγγένισσά της, ονόματι Άννα, ζητώντας την να την δεχτεί στη Μονή. Η ηγουμένη ήταν εγνωσμένης αγιότητας και είχε αναδειχθεί ομολογητής και είχε βασανισθεί, ως υπέρμαχος των Ιερών Εικόνων (βρισκόμαστε στην εποχή της εικονομαχίας). Όταν αντίκρισε τη νεαρή χήρα εξέφρασε τους δισταγμούς της, φοβούμενη πως κάποια στιγμή θα μετάνιωνε για την απόφασή της και θα εγκατέλειπε το μοναχικό βίο. Αλλά, μπροστά στις θερμές παρακλήσεις της Θεοδώρας ενέδωσε, τη δέχτηκε και την ενέταξε στην αδελφότητα της Μονής, υποβάλλοντάς την σε διάφορες δοκιμασίες για να πεισθεί για την ακλόνητη απόφασή της.
      Η Θεοδώρα επέδειξε πρωτοφανή ζήλο και υπακοή. Εκτελούσε με προθυμία κάθε διακόνημα, όσο ταπεινό και κοπιαστικό ήταν. Καλλιεργούσε σχέσεις αγάπης με την υπόλοιπη αδελφότητα και καταγίνονταν στον προσωπικό πνευματικό της αγώνα. Νήστευε, αγρυπνούσε, μελετούσε πνευματικά και ψυχωφελή βιβλία και συμμετείχε στα Ιερά Μυστήρια με ευλάβεια και ταπείνωση. Εξομολογούνταν ανελλιπώς για να αποκρούει τους πειρασμούς του διαβόλου, ο οποίος  πάσχισε, με δόλιους λογισμούς να την αποσπάσει από τον πνευματικό της αγώνα και να την απομακρύνει από τη Μονή, να την επαναφέρει ξανά στον κόσμο. Όμως εκείνη έμεινε εδραία στην απόφασή της. Είχε αποκτήσει σε μεγάλο βαθμό την αρετή της ταπεινοφροσύνης, θεωρώντας τον εαυτό της ως τον πλέον αμαρτωλό άνθρωπο του κόσμου. Συχνά εξέφραζε την γνώμη της ότι ήταν η πιο άχρηστη μοναχή στη Μονή. Στοχαζόταν τις τιμωρίες της κολάσεως και έκλαιε πικρά για τα δεινά που την περίμεναν!
      Μετά από χρόνια, όταν είχε κοιμηθεί η ηγουμένη της Μονής Αγίου Λουκά, η οποία είχε δεχθεί την κόρη της Θεοπίστη και εκείνη πήρε την απόφαση να πάει να
μονάσει μαζί με τη μητέρα της τη Θεοδώρα. Έτσι ζήτησε να τη δεχτούν στη Μονή Αγίου Στεφάνου. Η ηγουμένη τη δέχτηκε και μάλιστα την έβαλε να συγκατοικεί στο ίδιο κελί με την κατά σάρκα μητέρα της.     
       Μητέρα και κόρη, ως πνευματικές αδελφές πια, μοιραζόταν την προσευχή και την άσκηση και ζούσαν αγγελικό βίο. Αλλά ο διάβολος, ο οποίος μισεί θανάσιμα τους ανθρώπους που προκόβουν πνευματικά, θέλησε να τις προσβάλει, ξύπνησε μέσα στην ψυχή της Θεοδώρας το μητρικό ένστικτο, το οποίο επισκίασε την πνευματική τους σχέση. Αυτό το παρατήρησε η ηγουμένη και ανησύχησε. Μάλιστα κάποια μέρα βρήκε τη Θεοδώρα να φροντίζει τα ενδύματα της κόρης της, τη ρώτησε: «Θεοδώρα, τίνος είναι το κορίτσι αυτό;».  Την επέπληξε και της υπενθύμισε το λόγο του Κυρίου πως «ό φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ έμέ ουκ έστι μον άξιος και ό φιλών υίόν η θυγατέρα υπέρ έμέ ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ.10,37). Για να τις προφυλάξει τις χώρισε και τους απαγόρευσε να έχουν καμιά συναναστροφή. Εκείνες υπάκουσαν και για δεκαπέντε χρόνια δεν αντάλλαξαν κουβέντα, αν και συζούσαν στην ίδια Μονή, εργάζονταν και γευμάτιζαν μαζί.
      Αργότερα η Θεοδώρα ασθένησε βαριά και η ηγουμένη Άννα, κατόπιν παρακλήσεων των άλλων μοναζουσών, έδωσε την άδεια στην Θεοπίστη να συνομιλήσει μαζί της. Διαπίστωσαν πως πλέον είχε εκλείψει εντελώς η συγγενική σχέση τους και έβλεπε η μια την άλλη ως αδελφή εν Χριστώ, σαν τις άλλες μοναχές της αδελφότητας.
       Η Θεοδώρα είχε φθάσει ήδη στο πεντηκοστό έκτο έτος της ηλικίας της και είχε ωριμάσει πνευματικά σε μεγάλο σημείο. Επίσης και η ηγουμένη Άννα είχε  φθάσει σε προχωρημένη ηλικία και έπασχε από γεροντική άνοια, μη μπορώντας πια να ασκήσει τη διακονία της ηγουμένης στη Μονή. Τότε ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης όρισε ως ηγουμένη της Μονής την Θεοπίστη. Η κατά σάρκα μητέρα της αξιώθηκε να γίνει υποτακτικός της κόρης της. Αυτό το δέχτηκε με μεγάλη χαρά και εκτελούσε με υπακοή και αγόγγυστα τις εντολές της. Μάλιστα η νέα ηγουμένη της ανέθεσε το δύσκολο διακόνημα, να γηροκομεί την άρρωστη πρώην ηγουμένη Άννα και να υπομένει με καρτερία και ηρεμία τις δυστροπίες της.
       Μετά από δεκαεννέα χρόνια και όντας η Θεοδώρα εβδομήντα πέντε χρονών, απαλλάχτηκε από όλα τα διακονήματά της. Αυτό όμως τη στεναχώρησε και γι’ αυτό εξακολουθούσε κρυφά να υπηρετεί τιε αδελφές. Κοιμήθηκε ειρηνικά το 892, αφού κάλεσε όλη την αδελφότητα να την αποχαιρετίσει και να ζητήσει συγχώρεση. Η ψυχή της φτερούγισε στον ουρανό και το γερασμένο και ρυτιδιασμένο πρόσωπό της έλαμψε σαν τον ήλιο και το δωμάτιο πληρώθηκε από ουράνια ευωδία. Το λάδι από το κανδήλι του τάφου της μεταβλήθηκε σε μύρο και ξεχείλιζε, χαρίζοντας ιάματα σε πλήθος ασθενών, όσοι χρίονταν από αυτό. Γι’ αυτό και της δόθηκε η προσωνυμία «Μυροβλύτισσα». Η περιώνυμη Θεσσαλονίκη αξιώθηκε να έχει δύο αγίους μυροβλύτες, τον Δημήτριο και τη ΘεοδώραΤο 893 έκαναν την εκταφή βρήκαν το ιερό σκήνωμά της άφθορο να ευωδιάζει. Το εναπέθεσαν σε πολύτιμη λάρνακα και μετονόμασαν την Ιερά Μονή Αγίου Στεφάνου, σε Ιερά Μονή Αγίας Θεοδώρας της Μυροβλύτισσας, η οποία έμελλε να καταστεί σημαντικό πνευματικό κέντρο. Σήμερα λειτουργεί ως ανδρική Μονή και στεγάζει το Κέντρο Αγιολογικών Μελετών της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. 
     Στα 1430, όταν οι αλλόθρησκοι Οθωμανοί κυρίευσαν τη Θεσσαλονίκη, άνοιξαν τη λάρνακα της αγίας και κομμάτιασαν το σκήνωμά της. Οι Χριστιανοί μπόρεσαν να συναρμολογήσουν τα κομμάτια, προς προσκύνηση και αγιασμό των πιστών.
    Η μνήμη της τιμάται στις 5 Απριλίου και στις 3 Αυγούστου, ημέρα μετακομιδής του Ιερού Λειψάνου της και στις 29 Αυγούστου η μνήμη της αγίας Θεοπίστης.  

Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Η ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ



site analysis









Τὸν Βίο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας συνέγραψε ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων († 11 Μαρτίου), ὁ ὁποῖος συνέγραψε διάφορα ἀσκητικὰ καὶ ὑμνογραφικὰ κείμενα ποὺ διαποτίζονται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ τῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως. Ἡ Ὁσία Μαρία γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Ἀπὸ τὰ δώδεκα χρόνια της πέρασε στὴν Αἴγυπτο μία ζωὴ ἀσωτίας, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν μικρὴ αὐτὴ ἡλικία διέφθειρε τὴν παρθενία της καὶ εἶχε ἀσυγκράτητο καὶ ἀχόρταγο τὸ πάθος τῆς σαρκικῆς μείξεως. Ζώντας αὐτὴν τὴν ζωὴ δὲν εἰσέπραττε χρήματα, ἀλλὰ ἁπλῶς ἱκανοποιοῦσε τὸ πάθος της. Ἡ ἴδια ἐξαγορεύθηκε στὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ὅτι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεώς τινος, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας δηλαδὴ τὸ ἔργο της δωρεάν, «ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον».




Καὶ ὅπως τοῦ ἀπεκάλυψε, εἶχε ἀκόρεστη ἐπιθυμία καὶ ἀκατάσχετο ἔρωτα νὰ κυλιέται στὸ βόρβορο ποὺ ἦταν ἡ ζωή της καὶ σκεπτόταν ἔτσι ντροπιάζοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση. Λόγω τῆς ἄσωτης ζωῆς καὶ τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας ποὺ εἶχε, κάποια φορὰ ἀκολούθησε τοὺς προσκυνητὲς ποὺ πήγαιναν στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν Τίμιο Σταυρό. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε, ὄχι γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν Τίμιο Σταυρό, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἔχει πολλοὺς ἐραστὲς ποὺ θὰ ἦταν ἕτοιμοι νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ πάθος της. Περιγράφει δὲ καὶ ἡ ἴδια ρεαλιστικὰ καὶ τὸν τρόπο ποὺ ἐπιβιβάστηκε στὸ πλοιάριο. Καί, ὅπως ἡ ἴδια ἀποκάλυψε, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ της δὲν ὑπῆρχε εἶδος ἀσέλγειας ἀπὸ ὅσα λέγονται καὶ δὲν λέγονται, τοῦ ὁποίου δὲν ἔγινε διδάσκαλος σὲ ἐκείνους τοὺς ταλαίπωρους ταξιδιῶτες. Καὶ ἡ ἴδια ἐξέφρασε τὴν ἀπορία της γιὰ τὸ πῶς ἡ θάλασσα ὑπέφερε τὶς ἀσωτίες της καὶ γιατί ἡ γῆ δὲν ἄνοιξε τὸ στόμα της καὶ δὲν τὴν κατέβασε στὸν ἅδη, ἐπειδὴ εἶχε παγιδεύσει τόσες ψυχές.



Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ αὐτοῦ δὲν ἀρκέστηκε στὸ ὅτι διέφθειρε τοὺς νέους, ἀλλὰ διέφθειρε καὶ πολλοὺς ἄλλους ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ τοὺς ξένους ἐπισκέπτες. Καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ποὺ πῆγε κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, περιφερόταν στοὺς δρόμους «ψυχὰς νέων ἀγρεύουσα». Αἰσθάνθηκε ὅμως, βαθιὰ μετάνοια ἀπὸ ἕνα θαυματουργικὸ γεγονός. Ἐνῷ εἰσερχόταν στὸ ναὸ γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸ Ξύλο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, κάποια δύναμη τὴν ἐμπόδισε νὰ προχωρήσει. Στὴν συνέχεια στάθηκε μπροστὰ σὲ μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἔδειξε μεγάλη μετάνοια καὶ ζήτησε τὴν καθοδήγηση καὶ βοήθεια τῆς Παναγίας. Μὲ τὴν βοήθεια τῆς Θεοτόκου εἰσῆλθε ἀνεμπόδιστα αὐτὴ τὴν φορὰ στὸν ἱερὸ ναὸ καὶ προσκύνησε τὸν Τίμιο Σταυρό. Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὴν Παναγία, ἄκουσε φωνὴ ποὺ τὴν προέτρεπε νὰ πορευθεῖ στὴν ἔρημο, πέραν τοῦ Ἰορδάνου. Ἀμέσως ζήτησε τὴν συνδρομὴ καὶ τὴν προστασία τῆς Θεοτόκου καὶ πῆρε τὸν δρόμο της πρὸς τὴν ἔρημο, ἀφοῦ προηγουμένως πέρασε ἀπὸ τὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Βαπτιστοῦ στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ καὶ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.




Στὴν ἔρημο ἔζησε σαράντα ἑπτὰ χρόνια, χωρὶς ποτὲ νὰ συναντήσει ἄνθρωπο. Κατὰ τὰ πρῶτα δεκαεπτὰ χρόνια στὴν ἔρημο, πάλεψε πολὺ σκληρὰ γιὰ νὰ νικήσει τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐπιθυμίες της, οὐσιαστικὰ γιὰ νὰ νικήσει τὸν διάβολο ποὺ τὴν πολεμοῦσε μὲ τὶς ἀναμνήσεις τῆς προηγούμενης ζωῆς. Ἡ Ὁσία ζοῦσε δεκαεπτὰ χρόνια στὴν ἔρημο «θηρσὶν ἀνημέροις ταῖς ἀλόγοις ἐπιθυμίαις πυκτεύουσα». Εἶχε πολλὲς ἐπιθυμίες φαγητῶν, ποτῶν καὶ «πορνικῶν ᾀσμάτων» καὶ πολλοὺς λογισμοὺς ποὺ τὴν ὠθοῦσαν πρὸς τὴν πορνεία. Ὅμως, ὅταν ἐρχόταν κάποιος λογισμὸς μέσα της, ἔπεφτε στὴν γῆ, τὴν ἔβρεχε μὲ δάκρυα καὶ δὲν σηκωνόταν ἀπὸ τὴ γῆ «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντας μοι ἐδίωξεν». Συνεχῶς προσευχόταν στὴν Παναγία, τὴν ὁποία εἶχε ἐγγυήτρια τῆς ζωῆς τῆς μετανοίας ποὺ ἔκανε. Τὸ ἱμάτιό της σχίσθηκε καὶ καταστράφηκε καὶ ἔκτοτε παρέμεινε γυμνή.




Καιγόταν ἀπὸ τὸν καύσωνα καὶ ἔτρεμε ἀπὸ τὸν παγετὸ καὶ «ὡς πολλάκις με χαμαὶ πεσοῦσαν ἄπνουν μεῖναι σχεδὸν καὶ ἀκίνητον». Ὕστερα ἀπὸ σκληρὸ ἀγῶνα, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν συνεχὴ προστασία τῆς Παναγίας, ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐπιθυμίες, ὁπότε μεταμορφώθηκε τὸ λογιστικὸ καὶ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς της, καθὼς ἐπίσης ἐθεώθηκε καὶ τὸ σῶμα της. Λόγω τῆς μεγάλης πνευματικῆς της καταστάσεως στὴν ὁποία ἔφθασε ἡ Ὁσία Μαρία, ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ διορατικὸ χάρισμα. Ἦταν γυμνὴ ἀλλὰ τὸ σῶμα της ὑπερέβη τὶς ἀνάγκες τῆς φύσεως. Λέγει ἡ ἴδια: «Γυνὴ γὰρ εἰμί, καὶ γυμνή, καθάπερ ὁρᾷς, καὶ τὴν αἰσχύνην τοῦ σώματός μου ἀπερικάλυπτον ἔχουσα». Τὸ σῶμα τρεφόταν μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ: «Τρέφομαι γὰρ καὶ σκέπτομαι τῷ ῥήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τὰ σύμπαντα».




Στὴ περίπτωσή της, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις Ἁγίων, παρατηροῦμε ὅτι ἀναστέλλονται οἱ ἐνέργειες τοῦ σώματος. Αὐτὴ ἡ ἀναστολὴ τῶν σωματικῶν ἐνεργειῶν ὀφειλόταν στὸ ὅτι ἡ ψυχή της δεχόταν τὴν ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὴ ἡ θεία ἐνέργεια διαπορθμευόταν καὶ στὸ σῶμα της: «Ἀρκεῖν εἰποῦσα τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, ὥστε συντηρεῖν τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀμίαντον». Ἐκείνη τὴν περίοδο ἀσκήτευε σὲ ἕνα μοναστήρι ὁ Ἱερομόναχος Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς († 4 Ἀπριλίου), ποὺ ἦταν κεκοσμημένος μὲ ἁγιότητα βίου. Ἔβλεπε θεία ὁράματα, καθὼς τοῦ εἶχε δοθεῖ τὸ χάρισμα τῶν θείων ἐλλάμψεων, λόγω τοῦ ὅτι ζοῦσε μέχρι τὰ πενήντα τρία του χρόνια μὲ μεγάλη ἄσκηση καὶ ἦταν φημισμένος στὴν περιοχή του. Τότε, ὅμως, εἰσῆλθε μέσα του ἕνας λογισμὸς κάποιας πνευματικῆς ὑπεροψίας, γιὰ τὸ ἂν δηλαδὴ ὑπῆρχε ἄλλος μοναχὸς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ὠφελήσει ἢ νὰ τοῦ διδάξει κάποιο καινούργιο εἶδος ἀσκήσεως. Ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὸν διδάξει καὶ νὰ τὸν διορθώσει, τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει στὴν τελειότητα. Καὶ στὴν συνέχεια τοῦ ὑπέδειξε νὰ πορευθεῖ σὲ ἕνα μοναστήρι ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸν Ἰορδάνη ποταμό.




Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ὑπάκουσε στὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ πῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ποὺ τοῦ ὑποδείχθηκε. Ἐκεῖ συνάντησε τὸν ἡγούμενο καὶ τοὺς μοναχούς, καὶ διέκρινε ὅτι ἀκτινοβολοῦσαν τὴ Χάρη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ζώντας ἔντονη μοναχικὴ ζωὴ μὲ ἀκτημοσύνη, μὲ μεγάλη ἄσκηση καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή. Στὸ μοναστήρι αὐτὸ ὑπῆρχε ἕνας κανόνας. Σύμφωνα μὲ αὐτόν, τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἀφοῦ οἱ μοναχοὶ κοινωνοῦσαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν καὶ ἀσπάζονταν μεταξύ τους, καὶ ἔπειτα ἐλάμβαναν ὁ καθένας τους μερικὲς τροφὲς καὶ ἔφευγαν στὴν ἔρημο πέραν τοῦ Ἰορδάνου, γιὰ νὰ ἀγωνισθοῦν κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς τὸν ἀγῶνα τῆς ἀσκήσεως. Ἐπέστρεφαν δὲ στὸ μοναστήρι τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὰ Πάθη, τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Εἶχαν ὡς κανόνα νὰ μὴν συναντᾶ κανεὶς τὸν ἄλλο ἀδελφὸ στὴν ἔρημο καὶ νὰ μὴν τὸν ἐρωτᾶ, ὅταν ἐπέστρεφαν, γιὰ τὸ εἶδος τῆς ἀσκήσεως ποὺ ἔκανε τὴν περίοδο αὐτή.




Αὐτὸν τὸν κανόνα ἐφάρμοσε καὶ ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς. Ἀφοῦ ἔλαβε ἐλάχιστες τροφές, βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ πορεύθηκε στὴν ἔρημο, ἔχοντας τὴν ἐπιθυμία νὰ εἰσέλθει ὅσο μποροῦσε πιὸ βαθειὰ σὲ αὐτή, μὲ τὴν ἐλπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ἀσκητὴ ποὺ θὰ τὸν βοηθοῦσε νὰ φθάσει σὲ αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε. Πορευόταν προσευχόμενος καὶ τρώγοντας ἐλάχιστα. Κοιμόταν δὲ ὅπου εὑρισκόταν. Εἶχε περπατήσει μία πορεία εἴκοσι ἡμερῶν ὅταν, κάποια στιγμὴ ποὺ κάθισε νὰ ξεκουραστεῖ καὶ ἔψελνε, εἶδε στὸ βάθος μία σκιὰ ποὺ ἔμοιαζε μὲ ἀνθρώπινο σῶμα. Στὴν ἀρχὴ θεώρησε ὅτι ἦταν δαιμονικὸ φάντασμα, ἀλλὰ ἔπειτα διαπίστωσε ὅτι ἦταν ἄνθρωπος. Αὐτὸ τὸ ὂν ποὺ ἔβλεπε ἦταν γυμνό, εἶχε μαῦρο σῶμα –τὸ σῶμα αὐτὸ προερχόταν ἀπὸ τὶς ἡλιακὲς ἀκτῖνες– καὶ εἶχε στὸ κεφάλι του λίγες ἄσπρες τρίχες, ποὺ δὲν ἔφθαναν πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν λαιμό.




Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἔβλεπε τὴν Ὁσία Μαρία, τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν. Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἀσκοῦσε τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ μάλιστα ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς τὴν εἶδε ὅταν ἐκείνη ὕψωσε τὰ μάτια της στὸν οὐρανὸ καὶ ἅπλωσε τὰ χέρια της καὶ «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίζουσα· φωνὴ δὲ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο ἔναρθρος». Καὶ σὲ κάποια στιγμή, ἐνῷ ἐκεῖνος καθόταν σύντρομος, «ὁρᾷ αὐτὴν ὑψωθεῖσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω προσεύχεσθαι». Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς προσπάθησε νὰ πλησιάσει, γιὰ νὰ διαπιστώσει τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε, ἀλλὰ τὸ ἀνθρώπινο ἐκεῖνο ὂν ἀπομακρυνόταν. Ἔτρεχε ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ἔτρεχε καὶ ἐκεῖνο. Καὶ ὁ Ἀββᾶς κραύγαζε μὲ δάκρυα πρὸς αὐτὸ ὥστε νὰ σταματήσει, γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐλογία του. Ἐκεῖνο ὅμως δὲν ἀνταποκρινόταν. Μόλις ἔφθασε ὁ Ἀββᾶς σὲ κάποιο χείμαρρο καὶ ἀπόκαμε, ἐκεῖνο τὸ ἀνθρώπινο ὂν ἀφοῦ τὸν ἀποκάλεσε μὲ τὸ μικρό του ὄνομα, πρᾶγμα ποὺ προκάλεσε μεγάλη ἐντύπωση στὸν Ἀββᾶ, τοῦ εἴπε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γυρίσει καὶ νὰ τὸν δεῖ κατὰ πρόσωπο, γιατί εἶναι γυναῖκα γυμνὴ καὶ ἔχει ἀκάλυπτα τὰ μέλη τοῦ σώματός της.




Τὸν παρακάλεσε, ἂν θέλει, νὰ τῆς δώσει τὴν εὐχή του καὶ νὰ τῆς ρίξει ἕνα κουρέλι ἀπὸ τὰ ροῦχα του, γιὰ νὰ καλύψει τὸ γυμνὸ σῶμα της. Ὁ Ἀββᾶς ἔκανε ὅτι τοῦ εἶπε καὶ τότε ἐκείνη στράφηκε πρὸς αὐτόν. Ὁ Ἀββᾶς ἀμέσως γονάτισε γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐχή της, ἐνῷ τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ἐκείνη. Καὶ παρέμειναν καὶ οἱ δυὸ γονατιστοὶ «ἕκαστος ἐξαιτῶν εὐλογῆσαι τὸν ἕτερον». Ἐπειδὴ ὁ Ἀββᾶς ἀναρωτιόταν μήπως ἔβλεπε μπροστά του κάποιο ἄυλο πνεῦμα, ἐκείνη διακρίνοντας τοὺς λογισμούς του, τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή, ποὺ ἔχει περιτειχισθεῖ ἀπὸ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ εἶναι χῶμα καὶ στάχτη καὶ ὄχι ἄυλο πνεῦμα. Ἡ Ὁσία Μαρία κατὰ τὴν συνάντηση αὐτή, ἀφοῦ ἀποκάλυψε ὅλη τὴν ζωή της, ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ νὰ ἔλθει κατὰ τὴν Μεγάλη Πέμπτη τῆς ἑπόμενης χρονιᾶς, σὲ ἕναν ὁρισμένο τόπο στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, κοντὰ σὲ μία κατοικημένη περιοχή, γιὰ νὰ τὴν κοινωνήσει, ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια μεγάλης μετάνοιας ποὺ μεταμόρφωσε τὴν ὕπαρξή της. «Καὶ νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτῳ τῷ ἔρωτι», τοῦ εἶπε, δηλαδὴ εἶχε ἀκατάσχετο ἔρωτα νὰ κοινωνήσει τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.




Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι χωρὶς νὰ πεῖ σὲ κανένα τί ἀκριβῶς συνάντησε, σύμφωνα ἄλλωστε καὶ μὲ τὸν κανόνα ποὺ ὑπῆρχε σὲ ἐκείνη τὴν ἱερὰ μονή. Ὅμως, συνεχῶς παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ δεῖ καὶ πάλι «τὸ ποθούμενον πρόσωπον» τὴν ἑπόμενη χρονιὰ καὶ μάλιστα ἦταν στεναχωρημένος γιατί δὲν περνοῦσε ὁ χρόνος, καθὼς ἤθελε ὅλος αὐτὸς ὁ χρόνος νὰ ἦταν μία ἡμέρα. Τὸ ἑπόμενο ἔτος ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἀπὸ κάποια ἀρρώστια δὲν μπόρεσε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ μοναστήρι στὴν ἔρημο, ὅπως ἔκαναν οἱ ἄλλοι πατέρες στὴν ἀρχὴ τῆς Σαρακοστῆς καὶ ἔτσι παρέμεινε στὸ μοναστήρι. Καὶ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, ὅταν εἶχαν ἐπιστρέψει οἱ ἄλλοι πατέρες τῆς Μονῆς, ἐκεῖνος ἑτοιμάσθηκε νὰ πορευθεῖ στὸν τόπο ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδείξει ἡ Ὁσία, γιὰ νὰ τὴν κοινωνήσει. Τὴν Μεγάλη Πέμπτη πῆρε μαζί του σὲ ἕνα μικρὸ ποτήρι τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πῆρε μερικὰ σύκα καὶ χουρμάδες καὶ λίγη βρεγμένη φακὴ καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι γιὰ νὰ συναντήσει τὴν Ὁσία Μαρία.




Ἐπειδὴ ὅμως ἐκείνη ἀργοποροῦσε νὰ ἔλθει στὸν καθορισμένο τόπο, ὁ Ἀββᾶς προσευχόταν στὸν Θεὸ μὲ δάκρυα νὰ μὴν τοῦ στερήσει λόγω τῶν ἁμαρτιῶν του τὴν εὐκαιρία νὰ τὴ δεῖ ἐκ νέου. Μετὰ τὴν θερμὴ προσευχὴ τὴν εἶδε ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, νὰ κάνει τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, νὰ πατᾶ πάνω στὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ «περιπατοῦσαν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐπάνω καὶ πρὸς ἐκεῖνον βαδίζουσαν». Στὴν συνέχεια ἡ Ὁσία τὸν παρακάλεσε νὰ πεῖ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ τὸ «Πάτερ ἡμῶν». Ἀκολούθως ἀσπάσθηκε τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ καὶ κοινώνησε τῶν ζωοποιῶν Μυστηρίων. Ἔπειτα ὕψωσε τὰ χέρια της στὸν οὐρανό, ἀναστέναξε μὲ δάκρυα καὶ εἶπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλην σου, ὦ Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου». Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ τὸν παρακάλεσε νὰ ἔλθει καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος στὸ χείμαρρο ποὺ τὴν εἶχε συναντήσει τὴν πρώτη φορά, ζήτησε τὴν προσευχή του. Ὁ Ἀββᾶς ἄγγιξε τὰ πόδια τῆς Ὁσίας, ζήτησε καὶ αὐτὸς τὴν προσευχή της καὶ τὴν ἄφησε νὰ φύγει «στένων καὶ ὀδυρόμενος», διότι τολμοῦσε «κρατῆσαι τὴν ἀκράτητον». Ἐκείνη ἔφυγε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἦλθε, πατώντας δηλαδὴ πάνω στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ.




Τὸ ἑπόμενο ἔτος, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν παράκληση τῆς Ὁσίας, ὁ Ἀββᾶς βιαζόταν νὰ φθάσει «πρὸς ἐκεῖνο τὸ παράδοξο θέαμα». Ἀφοῦ βάδισε πολλὲς ἡμέρες καὶ ἔφθασε στὸν τόπο ἐκεῖνο, ἔψαχνε «ὡς θηρευτὴς ἐμπειρότατος» νὰ δεῖ «τὸ γλυκύτατο θήραμα», τὴν Ὁσία τοῦ Θεοῦ. Ὅμως δὲν τὴν ἔβλεπε πουθενά. Τότε ἄρχισε νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ κατανυκτικά: «Δεῖξόν μοι, Δέσποτα, τὸν θησαυρόν σου τὸν ἄσυλον, ὃν ἐν τῇδε τῇ ἐρήμῳ κατέκρυψας· δεῖξόν μοι, δέομαι, τὸν ἐν σώματι ἄγγελον, οὗ οὐκ ἔστιν ὁ κόσμος ἀπάξιος». Γιὰ τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ἡ Ὁσία Μαρία ἦταν ἄθικτος θησαυρός, ἄγγελος μέσα σὲ σῶμα, ποὺ ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἄξιος νὰ τὸν ἔχει. Καὶ προσευχόμενος μὲ τὰ λόγια αὐτὰ εἶδε «κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ τὰς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ πρὸς ἀνατολὰς ὁρῶσαν κειμένην τῷ σχήματι».




Βρῆκε δὲ καὶ δική της γραφὴ ποὺ ἔλεγε: «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δὲ τῇ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Τὴν βρῆκε δηλαδὴ νεκρή, κείμενη στὴν γῆ, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα καὶ βλέποντας πρὸς τὴν ἀνατολή. Συγχρόνως βρῆκε καὶ γραφὴ ποὺ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὴν ἐνταφιάσει. Ἡ Ὁσία κοιμήθηκε τὴν ἴδια ἡμέρα ποὺ κοινώνησε, ἀφοῦ εἶχε διασχίσει σὲ μία ὥρα ἀπόσταση τὴν ὁποία διήνυσε τὸ ἑπόμενο ἔτος ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς σὲ εἴκοσι ἡμέρες. Γράφει ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος: «καὶ ἥνπερ ὤδευσεν ὁδὸν Ζωσιμᾶς διὰ εἴκοσι ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρίαν διέδραμεν, καὶ εὐθὺς πρὸς τὸν Θεὸν ἐξεδήμησεν». Τὸ σῶμα της εἶχε ἀποκτήσει ἄλλες ἰδιότητες, εἶχε μεταμορφωθεῖ.




Στὴν συνέχεια ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ἀφοῦ ἔκλαψε πολὺ καὶ εἶπε ψαλμοὺς κατάλληλους γιὰ τὴν περίσταση, «ἐποίησεν εὐχὴν ἐπιτάφιον». Καὶ μετὰ μὲ μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τὸ σῶμα τοῖς δάκρυσι» ἐπιμελήθηκε τὰ τῆς ταφῆς. Ἐπειδή, ὅμως, ἡ γῆ ἦταν σκληρὴ καὶ ὁ ἴδιος ἦταν προχωρημένης ἡλικίας, γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν σκάψει καὶ βρισκόταν σὲ ἀπορία. Τότε «ὁρᾷ λέοντα μέγαν τῷ λειψάνῳ τῆς Ὁσίας παρεστῶτα καὶ τὰ ἴχνη αὐτῆς ἀναλείχοντα», δηλαδὴ εἶδε ἕνα λιοντάρι νὰ στέκεται δίπλα στὸ λείψανο τῆς Ὁσίας καὶ νὰ γλείφει τὰ ἴχνη της. Ὁ Ἀββᾶς τρόμαξε, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ λιοντάρι «οὐχὶ τοῦτον τοῖς κινήμασι μόνον ἀσπαζόμενον, ἀλλὰ καὶ προθέσει», δηλαδὴ τὸ ἴδιο τὸ λιοντάρι καλόπιανε τὸν Ἀββᾶ καὶ τὸν παρακινοῦσε καὶ μὲ τὶς κινήσεις του καὶ μὲ τὶς προθέσεις του, νὰ προχωρήσει στὸν ἐνταφιασμό της. Λαμβάνοντας ὁ Ἀββᾶς θάρρος ἀπὸ τὸ ἥμερο τοῦ λιονταριοῦ, τὸ παρακάλεσε νὰ σκάψει αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸν λάκκο, γιὰ νὰ ἐνταφιασθεῖ τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς Ὁσίας Μαρίας, ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἀδυνατοῦσε. Τὸ λιοντάρι ὑπάκουσε.




«Εὐθὺς δὲ ἅμα τῷ σώματι θαπτόμενο», δηλαδὴ μὲ τὰ μπροστινά του πόδια ἔσκαψε τὸ λάκκο, ὅσο ἔπρεπε, γιὰ νὰ ἐνταφιασθεῖ τὸ σκήνωμα τῆς Ὁσίας Μαρίας. Ὁ ἐνταφιασμὸς τῆς Ὁσίας ἔγινε προσευχομένου τοῦ Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ καὶ τοῦ λιονταριοῦ «παρεστῶτος». Μετὰ τὸν ἐνταφιασμὸ ἔφυγαν καὶ οἱ δύο, «ὁ μὲν λέων ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆς ἐρήμου ὡς πρόβατον ὑπεχώρησε. Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν, εὐλογῶν καὶ αἰνῶν τὸν Θεὸν ἡμῶν». Καὶ ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, καταλήγει ὅτι ἔγραψε αὐτὸ τὸ βίο «κατὰ δύναμιν» καὶ «τῆς ἀληθείας μηδὲν προτιμῆσαι θέλων». Ὁ βίος τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, δείχνει πῶς μία πόρνη μπορεῖ νὰ γίνει κατὰ Χάριν θεός, πῶς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει ἄγγελος ἐν σώματι καὶ πῶς ἡ κατὰ Χριστὸν ἐλπίδα μπορεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὴν ὑπὸ τοῦ διαβόλου προερχόμενη ἀπόγνωση.




Στὸ πρόσωπο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας βλέπουμε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀναζητᾶ τὴν ἡδονὴ καὶ κυνηγᾶ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἱκανοποίησή τους, ἀλλὰ ὅμως μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ ἐξαγιασθεῖ τόσο πολύ, ὥστε νὰ φθάσει στὸ σημεῖο νὰ τὴν κυνηγοῦν οἱ Ἅγιοι γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία της καὶ νὰ ἀσπασθοῦν τὸ τετιμημένο της σῶμα, καθὼς ἐπίσης νὰ τὴ σέβονται καὶ τὰ ἄγρια ζῶα. Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία μὲ τὴν μετάνοιά της, τὴν βαθιά της ταπείνωση, τὴν ὑπέρβαση ἐν Χάριτι τοῦ θνητοῦ καὶ παθητοῦ σώματός της, ἀφ’ ἐνὸς μὲν προσφέρει μία παρηγοριὰ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ταπεινώνει ἐκείνους ποὺ ὑπερηφανεύονται γιὰ τὰ ἀσκητικά τους κατορθώματα. Δὲν ἡμέρωσε μόνο τὰ ἄγρια θηρία ποὺ ὑπῆρχαν μέσα της, δηλαδὴ τὰ ἄλογα πάθη, ἀλλὰ ὑπερέβη ὅλα τὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ἡμέρωσε ἀκόμη καὶ τὰ ἄγρια θηρία τῆς κτίσεως.

Πηγή: www.imaik.gr

Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ ὁ πλοῦτος τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ φυλάσσεται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Μὲ τὴν ἀποκαλυπτικὴ θεολογία καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ζωῇ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μεταμορφωθεῖ ὁλοκληρωτικά. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας καὶ τὴν Ε’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.


ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ: Η ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
       Η περίοδος του Τριωδίου και ιδιαίτερα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, είναι για την Αγία μας Εκκλησία η ιερότερη χρονική διάρκεια του ενιαυτού. Είναι το νοητό στάδιο όπου ο κάθε πιστός καλείται να δώσει τον προσωπικό του αγώνα για την ψυχοσωματική του κάθαρση από τους ρίπους της αμαρτίας. Να βιώσει την ορθόδοξη πνευματικότητα, η οποία ταυτίζεται με την ανάκτηση της αυθεντικής του φύσεως, από τη φθορά και την αμαρτία, «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ.4,13). Η προπαρασκευή μας για τον εορτασμό του Πάσχα είναι ταυτόσημη με την πνευματική μας προαγωγή και ωρίμανση, ώστε να καταστούμε «σύμμορφοι της εικόνος του Υιού (του Θεού)» (Ρωμ.8,29).   Ολόκληρο το πνευματικό κλίμα, οι ιερές ακολουθίες, τα τιμώμενα πρόσωπα και οι μνήμες γεγονότων είναι ένα συνεχές και κραυγαλέο κάλεσμα να έρθουμε «εις εαυτόν» (Λουκ.15,17).
     Την ιερή αυτή περίοδο προβάλλονται ιδιαιτέρως ορισμένα ιερά πρόσωπα της Εκκλησίας μας, τα οποία διέπρεψαν στην αρετή, ως ζωντανά παραδείγματα για τους πιστούς. Ένα τέτοιο από αυτά τα ιερά πρόσωπα είναι και η αγία Μαρία την Αιγυπτία, η οποία κατέστη συνώνυμη με τη συντριβή και τη μετάνοια και που τιμάται την Ε΄ Κυριακή των Νηστειών.

Προβάλλεται από την Εκκλησία μας ως λαμπρό παράδειγμα μεταστροφής αμαρτωλού ανθρώπου, αφού με την αποφασιστική της μετάνοια και τον πνευματικό της αγώνα έφτασε σε μεγάλα ύψη αγιότητας. Προβάλλεται ως πρότυπο στους πιστούς για να καταλάβουν ότι το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι τόσο η αμαρτία, όσο μεγάλη και αν είναι, αλλά η εμμονή στην αμαρτία, η αμετανοησία, την οποία η Εκκλησία μας χαρακτηρίζει ως βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος (Μάρκ.3,29)!        
      Το ιερό συναξάρι της αναφέρει πως έζησε τον 6ο μ.Χ αιώνα. Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια  της Αιγύπτου και ασκούσε το επαίσχυντο επάγγελμα της πορνείας από τα δώδεκα κιόλας χρόνια της. Ήταν δε τόσο πωρωμένη στην αμαρτία ώστε ο επαγγελματισμός είχε δευτερεύουσα σημασία. Ασκούσε την πορνεία κυρίως για ηδονιστική απόλαυση, σε τέτοια ηθική κατάπτωση είχε περιέλθει!
      Αναζητούσε συνεχώς πορνικούς πελάτες στα μεγάλα λιμάνια και τις πολυπληθείς πόλεις. Κάποτε πληροφορήθηκε πως στην Ιερουσαλήμ συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος. Σκέφτηκε πως αν μετέβαινε εκεί θα έβρισκε πελάτες. Έτσι αποφάσισε να ταξιδέψει στην Παλαιστίνη. Βρήκε κάποιο πλοίο, πλήρωσε το ναύλο με το κορμί της και έφτασε στην Ιερουσαλήμ και οδηγήθηκε στον πανίερο ναό της Αναστάσεως. Επιχείρησε να εισέλθει στον ιερό αυτό χώρο, μήπως και έβρισκε εκεί εραστές. Μέχρι εκεί είχε φτάσει ο πορνικός της παραλογισμός.
       Όμως μια αόρατη δύναμη την εμπόδιζε να εισέλθει στο ναό. Όσο και αν προσπαθούσε δε μπορούσε να μπει. Τέσσερις φορές απωθήθηκε μυστηριωδώς. Απόρησε και άρχισε για πρώτη φορά στη ζωή της να προβληματίζεται. Μια μυστική φωνή ακούστηκε στην ψυχή της, η οποία ξύπνησε τη ναρκωμένη από την αμαρτία συνείδησή της. Κατάλαβε πως αυτό που επιχειρούσε ήταν φρικτή ιεροσυλία και ανείπωτη ασέβεια. Προσπαθούσε να βεβηλώσει τον άγιο τόπο, που σταυρώθηκε, τάφηκε και ανέστη ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Καυτά δάκρυα μετάνοιας άρχισαν να κυλούν από τα λάγνα μάτια της.  Είναι ολοφάνερο πως εκεί την οδήγησε η θεία πρόνοια να σωθεί, διότι η ψυχή της, παρ’ όλη την πώρωσή της, ήταν δεκτική στη μετάνοια και τη σωτηρία. Εν ριπή οφθαλμού άλλαξε γνώμη. Ήθελε να εισέλθει στο ναό, όχι πια να συναντήσει πορνικούς εραστές, αλλά για να συναντήσει το Νυμφίο της ταλαίπωρης και βασανισμένης ψυχής της, το Σωτήρα Χριστό. Παρακαλούσε να παραμερισθεί το αόρατο εμπόδιο και να μπει, να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου. Έτσι και έγινε. Ο Θεός της επέτρεψε να μπει και να προσκυνήσει.
      Αυτή ήταν μια νέα αφετηρία για τη ζωή της. Έφυγε ευθείς για την έρημο της Ιουδαίας. Πέταξε τα προκλητικά πολυτελή ενδύματα και ντύθηκε τραχύ ασκητικό σάκο. Απαρνήθηκε τις απολαύσεις της ζωής και ακολούθησε το βίο της άσκησης. Κατόρθωσε να ανέλθει σε ύψη αγιότητας. Το πρώην αμαρτωλό σαρκίο της έγινε πλέον θεοφόρο σκήνωμα, κατοικητήριο του Θεού.
         Ο διάβολος μεταχειρίζεται μύριους τρόπους να παρασύρει και να κρατήσει τους αμαρτωλούς στην αμαρτία. Ο πιο ύπουλος τρόπος και η πιο δόλια παγίδα είναι η μη συνειδητοποίηση της αμαρτωλότητας από τους «πεποιθότας εφ’ εαυτοίς ότι εισί δίκαιοι» (Λουκ. 18, 9).  Ο πονηρός προκαλεί πνευματική αφασία στον αμαρτωλό, ώστε να μην έχει τη συναίσθηση της αμαρτίας και κατά συνέπεια να μην αισθάνεται την ανάγκη της μετάνοιας. Εκτός από τα φτηνά δέλεαρ του κόσμου για να μας παρασύρει στην αμαρτία, μεταχειρίζεται και τον δοκιμασμένο τρόπο της απογοήτευσης, υποβάλλοντας στον αμαρτωλό ότι η αμαρτία του είναι τόσο μεγάλη που δεν παίρνει μετάνοια. Η Εκκλησία μας όμως διατρανώνει το κάλεσμά Της σε κάθε άνθρωπο, με το στόμα του ιερού Χρυσοστόμου, πως «Όσον σπινθήρ προς πέλαγος, τοσούτον κακία προς την του Θεού φιλανθρωπίαν» ( Ε.Π. Migne 49, 336-337).
        Η μετάνοια αποτελεί κορυφαίο κεφάλαιο της χριστιανικής μας πίστεως, διότι μέσα στην Εκκλησία έχει  τη δυνατότητα ο πιστός να μετανοήσει και να επανέρθει στην «κατά φύσιν» ζωή του. Αποτελεί κατά τους Πατέρες τη διαρκή ανανέωση του χαρίσματος, που λαμβάνει ο νεοφώτιστος κατά το άγιο Βάπτισμα, να ανήκει ψυχοσωματικά στο μυστικό σώμα του Χριστού και να έχει τη δυνατότητα της σωτηρίας δια του Χριστού. Είναι η θεία διαδικασία η οποία μεταμορφώνει οντολογικά τον άνθρωπο σε νέα ύπαρξη.
        Αναφέρονται άπειρα παραδείγματα από την ιστορία της Εκκλησίας μας όπου άνθρωποι απόλυτα αμαρτωλοί, μεταφέροντας στο είναι τους φρικτά εγκλήματα και βορβόρους ηθικών παρεκτροπών, μεταβλήθηκαν σε  χαρισματικές και αγίες προσωπικότητες, προκαλώντας συχνά τα ειρωνικά σχόλια των εκτός της Εκκλησίας επικροτών Της. Όμως αυτή είναι η αποστολή της Εκκλησίας στον κόσμο, να ανασέρνει από τους δυσώδεις βόθρους της αμαρτίας πεσόντα ανθρώπινα πρόσωπα, να τα καθαρίζει από τους ψυχοσωματικούς των ρίπους και να τα καθιστά φωτεινές προσωπικότητες, αντάξιες της αξίας τους ως εικόνες του Θεού!  Αυτό είναι το άφθαστο μεγαλείο της ειλικρινούς μετάνοιας. Αυτή είναι η αήττητη δύναμη, η οποία απορρέει από την προσωπική συντριβή και τη μεταστροφή και η οποία εξυψώνει τον άνθρωπο στη σφαίρα της θεώσεως. 
     Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως οι κρουνοί του θείου ελέους και της φιλανθρωπίας είναι ακένωτοι. Φτάνει να πάρουμε τη μεγάλη και συνάμα σωτήρια απόφαση να ανορθωθούμε από το βρώμικο δεσμωτήριο της αμαρτίας, όπου βρισκόμαστε δεμένοι, επειδή το θέλουμε εμείς! Το κλειδί των χειροπεδών μας το κρατάμε εμείς, όπως κρατάμε και το κλειδί της Βασιλείας του Θεού, που είναι η μετάνοιά μας! Ο μετανοών ληστής, ο πρώτος ένοικος του Παραδείσου, μπήκε σ’ αυτόν, «βαλών κλείδα το μνήσθητί μου»!  Η άγια Μαρία η Αιγυπτία είναι ζωντανό παράδειγμα ειλικρινούς μετάνοιας, η οποία δείχνει το δρόμο της μεταμέλειας σε κάθε πιστό. Αποδεικνύει περίτρανα πως ο κάθε άνθρωπος, όσο αμαρτωλός και αν είναι, είναι καλεσμένος για σωτηρία, φτάνει να μετανοήσει ειλικρινά. Αυτό είναι το μεγαλείο και η ειδοποιός διαφορά του Χριστιανισμού από τα άλλα θρησκεύματα. Γι’ αυτό και η σεπτή και αγία μορφή της αγίας Μαρίας προβάλλεται και τιμάται αυτή την κατ’ εξοχήν  περίοδο της μετάνοιας από την Εκκλησία μας. 

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Ύμνος στην οσία Μαρία την Αιγυπτία του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς



site analysis

 


Η οσία Μαρία η Αιγυπτία, 
υπόδειγμα μετανοίας.

Εορτάζει την 1η Απριλίου 
και την Ε' Κυριακή των Νηστειών

Τον βίο της θαυμαστής όσιας έγραψε 
ο άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης 
Ιεροσολύμων (560 -11 Μαρτίου 638 μ.Χ.)

Κάποτε, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ένας ιερομόναχος, ο Γέρων Ζωσιμάς, αποσύρθηκε μέσα στην έρημο πέραν του Ιορδάνου. Οδοιπορούσε επί είκοσι ημέρες, χωρίς να δει ψυχή, όταν, ξαφνικά, μια ανθρώπινη φιγούρα με ζαρωμένο γυμνό σώμα και κατάλευκα σαν χιόνι μαλλιά πέρασε φευγαλέα από μπροστά του κι έγινε άφαντη. Ο Γέροντας έτρεχε ξοπίσω της για αρκετή ώρα, μέχρι που η φιγούρα στάθηκε σε ένα ρυάκι και τον κάλεσε με το όνομά του: «Αββά Ζωσιμά», του είπε, «συγχώρεσέ με χάριν του Κυρίου· δεν μπορώ να εμφανιστώ σε σένα, διότι είμαι μια γυναίκα γυμνή».

Ο Ζωσιμάς της πέταξε το εξώρασό του κι εκείνη τυλίχτηκε μ’ αυτό και εμφανίστηκε μπροστά του. Στο άκουσμα του ονόματός του, από το στόμα της άγνωστης γυναίκας, ο Γέροντας φοβήθηκε. Ύστερα από παρατεταμένη επιμονή του, η γυναίκα διηγήθηκε την ιστορία της.

Γεννήθηκε στην Αίγυπτο και σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών άρχισε να ζει ακόλαστο βίο στην Αλεξάνδρεια επί δεκαεπτά χρόνια ακολουθούσε διεστραμμένο τρόπο ζωής. Η Μαρία, οιστρηλατημένη απ’ το σαρκικό πάθος της πορνείας, ακολούθησε κάποιους νέους και επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο με προορισμό τα Ιεροσόλυμα. Φθάνοντας στην Αγία Πόλη, θέλησε να επισκεφθεί την εκκλησία για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό. Όμως μια αόρατη δύναμη την εμπόδιζε να εισέλθει στον Ναό της Αναστάσεως. Έντρομη, τότε, στήλωσε το βλέμμα της στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου στον νάρθηκα και προσευχήθηκε θερμά να της επιτραπεί να ασπαστεί τον Τίμιο Σταυρό, ομολογώντας την αμαρτωλότητά της και εμπιστευό­μενη τα βήματά της στην Πανάχραντο Θεοτόκο.

Τότε πράγματι, της επετράπη η είσοδος μέσα στην εκκλησία. Αφού προσκύνησε τον Σταυρό, επέστρεψε στον νάρθηκα γονάτισε μπροστά στην εικόνα και ευχαρίστησε θερμά τη Θεοτόκο. Την ίδια στιγμή άκουσε μια φωνή να της λέει: «Εάν περάσεις τον Ιορδάνη, θα βρεις την αληθινή ειρήνη!». Η Μαρία βγήκε και, αφού αγόρασε τρία καρβέλια ψωμί, ξεκίνησε για τον Ιορδάνη ποταμό.

Την επομένη μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων στο μοναστήρι του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή και πέρασε τον Ιορδάνη πόταμο. Παρέμεινε σαράντα οκτώ χρόνια στην έρημο ολομόναχη, υπομένοντας αγόγγυστα πολλές δοκιμασίες, με ακρότατη άσκηση, «πυκτεύουσα», παλεύοντας με τα άλογα πάθη της και τους εμπαθείς λογισμούς σαν με άγρια θηρία. Τρεφόταν μόνο με αγριόχορτα.

Αφού τελείωσε την αφήγησή της, στάθηκε όρθια σε στάση προσευχής· τότε ο Ζωσιμάς την είδε να αιωρείται πάνω από το έδαφος. Η Μαρία τον παρακάλεσε να έλθει ξανά τον επόμενο χρόνο να της φέρει τη Θεία Ευχαριστία· εκεί, στις όχθες του Ιορδάνη, θα ερχόταν να τον συναντήσει για να κοινωνήσει.

ο άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης ΙεροσολύμωνΠράγματι, ένα χρόνο αργότερα, ο αββάς Ζωσιμάς κατέφθασε με τη Θεία Κοινωνία στις όχθες του Ιορδάνη· ήταν ήδη βράδυ. Έμεινε να αναρωτιέται πώς εκείνη θα διέσχιζε τον Ιορδάνη ποταμό; Τότε, μέσα στο φεγγαρόφωτο διέκρινε τη μορφή της να πλησιάζει το ποτάμι, να κάνει το σημείο του Σταυρού επάνω του και κατόπιν να βαδίζει επάνω στο νερό σαν να ήταν ξηρά! Αφού την κοινώνησε, η οσία τον παρακάλεσε να ξανάρθει μετά από ένα χρόνο στην ίδια εκείνη πηγή όπου συναντήθηκαν την πρώτη φορά.

Ο καιρός πέρασε, ο αββάς επέστρεψε σ’ εκείνο το σημείο και ανακάλυψε εκεί το άψυχο σώμα της. Πάνω απ’ το κεφάλι της ήταν γραμμένο στην άμμο:
«Αββά Ζωσιμά, θάψε εδώ το σώμα της ταπεινής Μαρίας, απόδος χουν εις χουν. Απεβίωσα την 1η Απριλίου, το ίδιο βράδυ του σωτηρίου μαρτυρίου του Χριστού, αφού κοινώνησα των Αχράντων Μυστηρίων». 
Από την επιγραφή αυτή πληροφορήθηκε για πρώτη φορά ο Ζωσιμάς το όνομα της οσίας και ερμήνευσε το άλλο φοβερό θαύμα που είχε συντελεστεί: το γεγονός ότι τον προηγούμενο χρόνο, όταν της μετέδωσε τη Θεία Κοινωνία, εκείνη είχε φθάσει μέσα σε λίγες ώρες το ίδιο βράδυ στο σημείο συνάντησής τους, ενώ εκείνος πεζοπορούσε είκοσι ημέρες για να μεταβεί εκεί. Ο άγιος Ζωσιμάς* έθαψε το σώμα της μεγάλης αυτής οσίας, της Μαρίας της Αιγύπτιας. Επιστρέφοντας στο μοναστήρι του, διηγήθηκε όλο τον βίο της και τα θαύματα στα οποία ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυς.

Έτσι δοξάζει ο Κύριός μας τους μετανοημένους αμαρτωλούς. Η οσία Μαρία μνημονεύεται επίσης την Ε' Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η Εκκλησία την έχει ως υπόδειγμα μετανοίας για τους πιστούς, τις ημέρες αυτές της αγίας Νηστείας. Αναπαύθηκε περί το έτος 530 μ.Χ..

Ύμνος στην οσία Μαρία την Αιγυπτία

Η Μαρία, πρότυπο μετανοίας και αυτομεμψίας, 
έκρυβε τον εαυτό της από το πρόσωπο των ανθρώπων:

Οίμοι, εμέ την αμαρτωλή, τη σκοτισμένη από τα πάθη!
Θεριά είναι τα πάθη, κατασπαράξουν την καρδιά μας· 
έρποντας σαν φίδια φωλιάζουν μέσα μας.

Οίμοι, εμέ την αμαρτωλή,
την καταποθείσα από τα πάθη!

Εκουσίως έπαθες, Χριστέ μου,
για να σώσεις τους αμαρτωλούς. 
Μη βδελύξεις εμέ την ακάθαρτη!

Εισάκουσε την κραυγή της Μαρίας, Κύριε,
της πιο αχρείας αμαρτωλής!

Ο Κύριος έδειξε την ευσπλαχνία Του. 
θεράπευσε τη Μαρία· τη σκοτισμένη ψυχή της 
Εκείνος σαν χιόνι τη λευκανε. 
Ευχαριστώ Σε Πανάγαθε, παμπόθητε Κύριε!

Συ κατελάμπρυνες ένα σκεύος ακάθαρτο.
με χρυσάφι το κατακόσμησες·

Συ το υπερχείλισες με την Χάρη Σου.
Ιδού το έλεος το αληθινό!
Σοι δόξα πρέπει. Κύριε!

Η Μαρία διέλαμψε διά του Πνεύματος 
περισωσμένη δύναμιν, ως άγγελος Θεού. 
χάρις στη Δύναμή Σου, Χριστέ, 
χάρις στο Έλεός Σου. Πάναγνε!

Τί είναι αυτή η ευωδία που απλώνεται στη φοβερή έρημο,
σαν πυρίπνου θυμίαμα σε μυροδοχείο;

Η Μαρία ευωδιάζει, η αγιότητα της μυροβλύζει!

Απόσπασμα από το βιβλίο του 
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, 
«Πρόλογος της Αχρίδος» 
Απρίλιος, εκδόσεις Ἀθως. 
ΠΗΓΗ- Αέναη επΑνάσταση