Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

Το θαύμα μίας αμαρτωλής γυναίκας…





Μιά πονεμένη χήρα μάνα βρίσκεται σ’ ἕνα νοσοκομεῖο μέ τό δίχρονο παιδάκι της νά χαροπαλεύει ἀπό λευχαιμία. Ὁ πόνος τῆς εἶναι μεγάλος, διότι ἤδη ἔχει χάσει ἄλλα δυό παιδιά, καί τώρα ἔβλεπε νά τῆς φεύγει καί τό τελευταῖο, τρίτο βλαστάρι της.

Ὅσο περνοῦσαν οἱ ὧρες, τόσο καί πιό πολύ μεγάλωνε ἡ ἀπελπισία της.

Ἦταν ἤδη 2:00 μετά τά μεσάνυκτα, ὅταν ὅλως ἐκτάκτως πέρασε ἀπό τό θάλαμο ὁ διευθυντής τοῦ τμήματος, νά δεῖ ἕνα διπλανό κοριτσάκι ‘’ἐπί πληρωμή’’ καί ἀπό παρόρμησι πρόσεξε καί τό δίχρονο παιδάκι τῆς χαροκαμένης ἐκείνης μάνας.

Τό ἐξέτασε καί τῆς εἶπε: Λυπᾶμαι πολύ κυρία μου. Πάρε τό παιδάκι σου καί φύγε τώρα, γιά νά πεθάνη τουλάχιστον στήν ἀγκαλιά σου καί στό σπίτι σου.

Σάν τό ἄκουσε αὐτό ἡ δύστυχη μάνα ἀπό τό στόμα τοῦ γιατροῦ, μέ λυγμούς, τύλιξε τό παιδάκι της μέ μία κουβερτούλα, τό ἕσφιξε στήν ἀγκαλιά της καί ἔφυγε τρέχοντας. Βγῆκε στό δρόμο… Παντοῦ ἐπικρατοῦσε ἐρημιά καί ἡσυχία.

Τίποτα δέν κυκλοφοροῦσε.

Σέ μία στροφή τοῦ δρόμου, βλέπει ξαφνικά μπροστά τῆς μία νεαρή σχετικά γυναίκα, περίπου 30 ἐτῶν. Μόλις εἶχε τελειώσει τή <δουλειά της>, ἦταν πόρνη.

Μόλις ἔφθασε ἡ μάνα μπροστά της, τήν σταμάτησε καί τῆς ἔβαλε μέ βία τό παιδάκι τῆς μέσα στήν ἀγκαλιά της. Ταυτόχρονα, ἔπεσε στά πόδια της καί φώναξε: Σῶσε τό παιδί μου! Σῶσε τό παιδί μουουουου!!!

Τά ἔχασε αὐτή! Πόρνη ἦταν, ἁμαρτωλή ἦταν, βυθισμένη στό βοῦρκο τῆς ἀκολασίας! Τί νά κάνει; Στά πόδια τῆς μία μάνα, στά χέρια τῆς ἕνα παιδί πού ἔσβηνε. Τό εἶδε ὅτι ἔσβηνε.

Σήκωσε τά μάτια της στόν οὐρανό καί εἶπε μέ δυνατή φωνή: Τί προσευχή νά κάνω τώρα Θεέ μου; Ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλή, ἐγώ εἶμαι πόρνη! Τώρα μόλις ;τελείωσα τήν δουλειά μου.

Ἄν δέν μ’ ἀκοῦς ἐμένα –καί δέν θά μέ ἀκούσεις, βέβαια, γιατί εἶμαι ἁμαρτωλή- ἄκουσε τουλάχιστον αὐτή τή πονεμένη μάνα.

Ἐκείνη τή στιγμή ἔγινε τό θαῦμα!!! Κατέβηκε ἕνα φῶς ἀπό τόν οὐρανό καί τό παιδί ἄνοιξε τά ματάκια του, φώναξε μανούλα μου; κι ἅπλωσε τά χεράκια του ἀγκαλιάζοντας τή πόρνη, γιατί νόμισε ὅτι αὐτή ἦταν ἡ μανούλα του.

Πάρ’ τό τῆς εἶπε.

Ὁ Θεός ἔκανε τό θαῦμα Του!

Ὁ Θεός ἄκουσε τή προσευχή μίας ἁμαρτωλῆς, μίας πόρνης καί ὄχι τῆς μάνας!

Αὐτό συντάραξε τά λιμνάζοντα ‘’νερά’’ στή ψυχή τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας, ὥστε μέ συντριβή καί μετάνοια, καί μέ ἐξομολόγηση, ὁριστικά πλέον ἄλλαξε τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας μέ τή νέα ἐν Χριστῷ ζωή. Δόξα στό Ὄνομά σου, Κύριε!

π. Στεφάνου Ἀναγνωστόπουλου, Πνευματικές διαδρομές στούς μακαρισμούς

Πηγή:https://www.askitikon.eu/

Η Αγία μητέρα του Κιέβου Αλυπία και η μοιχαλίδα γυναίκα




Ή διά Χριστόν μωρία

Εξωτερικά χαρακτηριστικά της διά Χριστόν σαλότητας στη μακαρία Γερόντισσα Άλυπία αποτελούσαν το απαράμιλλο κόκκινο καπελάκι στο κεφάλι, πού φορούσε χειμώνα-καλοκαίρι και το οδυνηρά κυρτωμένο σώμα από τα βαριά «εξογκώματα».

Μπροστά της απαγορεύονταν κάθε ελευθεριότητα ή οικειότητα, επιπόλαιη συμπεριφορά ή άσεμνη ενδυμασία. Οποιαδήποτε σκιά, έστω, αδιαντροπιάς ήταν απαράδεκτη ενώπιον της.

Κάποιες φορές ήταν δυνατόν να λέει αρχικά ακατανόητα πράγματα, το νόημα των οποίων εξηγούνταν, οπωσδήποτε, αργότερα. Το προορατικό χάρισμα της εκδηλωνόταν, κυρίως, σε ένα συγκεκριμένο άτομο, και με τέτοιο τρόπο ώστε να μην φέρει κανένα άνθρωπο σε δύσκολη θέση.

Προβαίνοντας σε αποκαλύψεις προς κάποιον, ή Γερόντισσα κατέγραφε τις αμαρτίες του συνομιλητή της μέσα της. Δεν τις ανάφερε πότε και σε κανένα ούτε καν ως υπαινιγμό. Για παράδειγμα, την επισκέφθηκε μία γυναίκα, που υπέφερε από το πάθος της πορνείας.

Εκείνη την υποδέχτηκε με τα λόγια: «Ω, τί καθαρή που είναι ή φούστα σου, ή δική μου είναι βρώμικη». Ή γυναίκα φορούσε καθαρά ρούχα, αλλά τα λόγια της αφορούσαν την καθαρότητα της ψυχής.

Άλλη φορά ή Αγία Μητέρα μπορούσε να πει ότι και ή ίδια υποφέρει από παρόμοιο πάθος, αν και στην πραγματικότητα αυτό δε συνέβαινε.

Ή, να, πώς θα αποκάλυπτε ή Αγία Μητέρα κάποιον που την επισκέφθηκε και ό όποιος δεν έκανε πρωινή προσευχή:
«Είμαι τόσο κουτή έλεγε, σαν να μιλούσε για τον εαυτό της, που έπαψα να διαβάζω τις πρωινές προσευχές». Και μετά θα προσέθετε: «Έλα εδώ, να, αυτό διάβασε, και αυτό διάβασε, και αυτό, αλλά και αυτό μη το αφήσεις».

Ορίστε ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα, που διηγήθηκε μία γυναίκα:

– Κάποτε ήμουν μάρτυρας ενός πολύ ενδιαφέροντος και διδακτικού γεγονότος. Μία γνωστή μου, που συχνά έκανε απιστίες στον άντρα της, μου ζήτησε να την οδηγήσω στην Άγια Μητέρα Αλυπία.

Πολλές φορές προσπάθησα να πείσω τη γνωστή μου ότι είναι αναγκαίο να αφήσει την αμαρτία και να μετανοήσει εξομολογούμενη στην εκκλησία. Εκείνη, όμως, δεν μπορούσε να επιβληθεί στον εαυτό της.

Εκείνη, όμως, ήταν μικρότερη από τον σύζυγο της και πολύ όμορφη. Όποτε στις συμβουλές μου απαντούσε: «Πώς μπορώ να πω κάτι τέτοιο στον ιερέα;».

Και έτσι, λοιπόν, την οδήγησα στη Γερόντισσα Αλυπία. Εκείνη κάθισε κοντά της και είπε: «Ω,τί όμορφη! Και τί ωραίο φόρεμα! Άρχισε να μας φιλεύει και να μας καλομιλά.

Βρήκε ότι ή γνωστή μου έχει πολύ λεπτούς τρόπους, μαλάκωσε την καρδιά της και μετά συνέχισε, σαν να μοιραζόταν ένα μυστικό της. Ω κι εγώ στα νιάτα μου πώς ήμουν! Τέτοια ήμουν κι εγώ στα νιάτα μου! Τριγυρνούσα! Είχα πολλούς εραστές, και εσύ είσαι το ίδιο όμορφη…».

Έτσι, πολύ γρήγορα, ή Αγία Μητέρα έκανε τη γνωστή μου να ανοιχτεί σε αποκαλύψεις, χωρίς να υποπτεύεται τη διά Χριστόν σαλότητα της μακάριας. Και εγώ ξαφνιάστηκα. Πώς μπορεί να λέει κάτι τέτοιο;

Αφού ποτέ δεν τα έκανε αυτά! Μήπως αλήθεια έγιναν αυτά;Ή γυναίκα που βοηθούσε στο κελί την Αγία Μητέρα, βλέποντας τη σύγχυση μου, κούνησε το κεφάλι και, καλώντας με κοντά της, μου είπε:

«Μην το πιστεύετε. Ή Γερόντισσα επίτηδες αναφέρεται στον εαυτό της για να πετύχει τη μετάνοια της άλλης». Ώρα πολύ ή γνωστή μου σκεφτόταν, σκεφτόταν, και μετά με δάκρυα είπε: «Ναι, Αγία Μητέρα, και εγώ στα νιάτα μου έκανα τέτοια, γυρνούσα, είχα εραστή…», και άρχισε να της διηγείται τα πάντα: πόσους εραστές είχε, πώς ήταν άπιστη στον άνδρα της, για τη μοιχεία της, πώς ακόμα, βασανίζεται από τα πάθη της…

Ακούγοντας όλα αυτά τη συμβουλεύεσαι να πάει να εξομολογηθεί και να μετανοήσει, και τελικά πρόσθεσε: «Εσύ θα γίνεις μοναχή».

Τελικά ή γυναίκα αυτή εγκατέλειψε διά παντός τις ακολασίες, άρχισε να πηγαίνει τακτικά στην εκκλησία και, τελικά, κατέφυγε σε μοναστήρι. Έτσι, λοιπόν, ή Αγία Μητέρα είχε την ευλογία να έχει το χάρισμα και τη δύναμη να εκτιμά απόλυτα τον άνθρωπο και να τον οδηγεί στην απόλυτη μετάνοια.

Από το βιβλίο:Αλυπία,η Αγία μητέρα του Κιέβου η δια Χριστόν σαλή”

Πηγή:https://www.askitikon.eu/

Αργυρώ Στεφανάκη, η πολύαθλη


- π. Ευάγγελος Παπανικολάου



Η μακαρία Αργυρώ Στεφανάκη (*) γεννήθηκε στις Βάσιλιες Ηρακλείου Κρήτης στις 7 Δεκεμβρίου 1924. Οι γονείς της ήταν ευλαβείς. Ζούσαν πτωχικά αλλά όχι στερημένα. Απέκτησαν πέντε παιδιά: Την Αργυρώ, τον Αριστείδη, την Ιωάννα, την Γεωργία και ένα μικρό Βενιζελάκι, που εκοιμήθη νήπιο. Η ζωή ήταν ατάραχη. Είχαν λευτερωθή από τον Τούρκο, είχαν ενωθή με την Ελλάδα.

 

Η Αργυρώ ήταν έξυπνη, εύστροφη, όμορφη – έφερε πάντα την μακρομαλλούσα κώμη της σε πλεξίδες –, μεγαλομάτα, ευσεβής, χαρούμενη, σεμνή, και το κυριώτερο αγαπούσε την Εκκλησία και τις Ακολουθίες. Όταν έφθασε σε ηλικία γάμου, αρραβωνιάστηκε έναν παλλήκαρο από το χωριό της.

 

Αμέσως μετά τον γάμο της κηρύχτηκε ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος και ο άνδρας της έφυγε νιόπαντρος για το μέτωπο. Εκείνη σαν την Αρετούσα τον περίμενε, συμμετέχουσα σε οποιαδήποτε προσπάθεια συμπαραστάσεως στο δοκιμαζόμενο γένος, με ρούχα, δέματα κλπ.

Μετά την κατάρρευση του μετώπου, τον Μάιο του ’41 επέστρεψε και ο άνδρας της στην Κρήτη. Οι Γερμανοί κατακτητές, επειδή στην Κρήτη ξεκληρίστηκαν οι αλεξιπτωτιστές τους, φέρθηκαν στο νησί και στους κατοίκους απάνθρωπα. Έκαψαν χωριά και έκαναν εκτελέσεις. Για έναν Γερμανό σκοτωμένο εκτελούσαν δέκα αθώους Έλληνες.

 

Σε ένα μπλόκο στην Χανιόπορτα του Ηρακλείου συνέλαβαν και τον άνδρα της Αργυρώς. Όταν δε έμαθαν ότι είχε πολεμήσει στο μέτωπο, τον αποφάσισαν για θάνατο. Τότε η Αργυρώ φόρεσε τα καλά της, πήρε καλούδια για τους άλλους κρατουμένους και σαν την Ιουδήθ πήγε στο στρατόπεδο των Γερμανών και στις φυλακές και πέτυχε με την θωριά της και τον Χριστό της να εξασφαλίση άδεια, να παρηγορήση τον άνδρα της και να μεταφέρη άπειρα μηνύματα προς τους άλλους φυλακισμένους με κίνδυνο της ζωής της.

✶✶✶

Έφθασε η ώρα της εκτελέσεως· ήρθε το απόσπασμα. Οι στρατιώτες άλλοι είχαν σφαίρες και άλλοι όχι, ώστε το έγκλημα να είναι συλλογικό αλλά κανείς να μην ξέρη, εάν αυτός σκότωσε. Τους έστησαν στον τοίχο, ετοιμάστηκαν.

 

Και ξαφνικά, προβάλλει η Αργυρώ μαυρομαλλούσα, ευθυτενής, λάμπουσα με τα φορέματα του Πάσχα. Πέρασε μπροστά από τα προτεταμένα όπλα, έπιανε με το δεξί χέρι τις κάννες και τις έστρεφε προς την γη.

Έκπληκτος ο Γερμανός αξιωματικός έβλεπε το φαινόμενο. Αμέσως την κάλεσε μπροστά του. Διέκοψε την εκτέλεση.

– Ποια είσαι;

 – Είμαι η γυναίκα του τάδε.

 – Πάρε τον άντρα σου και φύγε.

 – Όχι, λέει αυτή, όλους.

 – Τον άντρα σου μόνο.

 – Όχι, όλους ή να μείνη ο άντρας μου κι εγώ μαζί με όλους.

 Ελύγισε το σίδηρο, ελύγισε και είπε:

 – Όλοι!!!


Ούτε ευχαριστώ δεν είπε· και σχολίαζε αργότερα: «Μα τι άνθρωποι ήταν οι Γερμανοί! Την ώρα που τους σκότωναν, είχαν μεγάφωνα μέσα στο στρατόπεδο που μετέδιδε μουσική από γραμμόφωνα· αυτά τα μουσικάντικά τους, αργότερα έμαθα πως τα λέγαν βάγκνερ. Θηρία οι άνθρωποι χωρίς Θεό».

Επέστρεψαν στο σπίτι τους κι έζησαν απλά και ήσυχα. Και γέννησε η δούλη του Θεού ένα τέκνο, καρπό προσευχών. Το βάπτισαν και του έδωσαν το όνομα Γεωργία.

 ✶✶✶

Για τρεις χρόνους έζησαν χωρίς πειρασμούς. Και ξαφνικά εμφανίστηκαν τα ερυθήματα και οι εκδηλώσεις της φοβερής και στ’ άκουσμα ασθένειας, της λέπρας. Φανερώθηκε η νόσος σ’ όλα τ’ αδέλφια, στην Αργυρώ, στον Αριστείδη, στην Ιωάννα και στην Γεωργία.


Στην Σπιναλόγκα: 

Το νησί του πόνου. Εξορία, απόρριψη, φόβος. Τους πέρασαν από την Πλάκα απέναντι στην Σπιναλόγκα. Όλοι οι ασθενείς-λεπροί δεν χαιρέτιζαν κανέναν. Αυτή ούτε τον άνδρα της χαιρέτησε, ούτε το παιδί· αλλά ένδακρυς και αρχοντικιά έλεγε “Δόξα σοι ο Θεός”.

Εσχίζοντο τα στήθη της, αλλά πήγε πέρα μαζί με όλα της τ’ αδέλφια κι άφησε πίσω άνδρα και παιδί. Δεν άρθρωσε «γιατί». Μόνο έλεγε: «Κύριε, δεν σου λέω τι να κάνης για μένα· κάνε ό,τι θέλεις. Εσύ μ’ έφερες στην ζωή, μέχρι τώρα με σκέπασες, με ευλόγησες· αξίωσέ με να δω φως παρακλήσεως».

 Όταν κατέβηκαν στην προκυμαία της Σπιναλόγκας, τους υποδέχτηκαν οι άλλοι λεπροί χωρίς μύτες, με πληγές στομάτων, χεριών, με βακτηρίες, με πληγές αιμοστάζουσες και πυορροούσες.


Εκεί στο καμίνι θα δοκιμάζονταν όλα. Επιστήμες και γνώσεις, οικογενειακές σχέσεις και φιλίες, αισθήματα ανθρωπιάς και τιμής, ακόμη θα δοκιμαζόταν και η πίστη τους. Τους έδωσαν ένα δίπατο σπίτι, γιατί ήταν τέσσαρες. Η αδελφή τους η Γεωργία ήταν χειρότερα. Την έβαλαν στο επάνω δώμα, να θωρή τον ήλιο.

 

Η ζωή είχε οργανωθή από τους παλαιοτέρους. Είχαν κάνει έναν σύλλογο, που πρωτοστατούσε ένας άνθρωπος του Θεού, ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης. Και προπαντός υπήρχε Εκκλησία, ο άγιος Παντελεήμων. Ποιον άλλον Άγιο θα μπορούσαν να έχουν ως προστάτη τους;

 

Η Αργυρώ από στήθους θυμόταν το άσμα που τραγουδούσαν στην Σπιναλόγκα για τα εγκαίνια της Εκκλησίας, π’ αυτή δεν τα είχε προφτάσει.

 

Στα 1901 στις 3 του Ιουνίου στην Σπιναλόγκα έγινε εγκαινισμός Αγίου τ’ αγίου Παντελεήμονα εγκαινισμός εγίνη μ’ ευλάβειαν, και με χαράν, με τάξιν και ειρήνη.  Λαμπρά επανηγύρισαν και έχαιρον από καρδίας στην Σπιναλόγκα να ιδούν να ψάλλουν Λειτουργίαν. Έχαιρον και ευφραίνοντο και εδοξολογούσαν  οι άρρωστοι οι χριστιανοί και τον Θεό υμνούσαν,  οπού μας το αξίωσεν τέτοιαν χαράν να δώμεν  στην Σπιναλόγκα Εκκλησιά και να λειτουργηθώμεν.

 

Η Εκκλησία είχε πολυελέους που έλαμπαν, εικόνες πανέμορφες, τέσσερις σειρές στασίδια. Αλλά η Εκκλησία είχε και παπά χρυσό στο όνομα και στο ήθος, τον παπα-Χρύσανθο. Αυτός έγινε Πνευματικός τους· ακόμα κι όταν αργότερα ήρθαν στον αντιλεπρικό Σταθμό της Αγίας Βαρβάρας στο Αιγάλεω, ο παπα-Χρύσανθος ερχόταν από την Σπιναλόγκα να τους δη. Αυτός έμεινε στο νησί άλλους 8 χρόνους χωρίς ποίμνιο ορατό, αλλά για να διαβάζη τους κεκοιμημένους εν Χριστώ.

Διηγείτο η Αργυρώ (*): «Πηγαίναμε στους Εσπερινούς, στους Όρθρους, στις Λειτουργίες, εξομολογούμασταν, κοινωνούσαμε. Μεγαλώναμε μέσα στην Εκκλησία. Πηγαίναμε συνέχεια. Την Μ. Εβδομάδα ασπρίζαμε τα γκρεμισμένα κατώφλια και τις φλοιές των παραθύρων. Στολίζαμε τον Επιτάφιο. Βάφαμε τ’ αυγά, κάναμε κουλούρια, καλιτσούνια, καίγαμε τον Ιούδα.

» Πονάγαμε με σουβλιές απίστευτες. Τρέχαμε στην πόρτα της Εκκλησίας – είχαμε κι άλλες Εκκλησίες. Πιάναμε κουβεντούλες με τους αγίους: “Άγιε Γιώργη μου, ξέρομε είσαι καλός άγιος, στρατιώτης άγιος. Βοήθα με να γλυτώσω, δεν μπορώ μπλιο από τους πόνους, θα πεθάνω, θα τρελλαθώ”.

» Και μέσα σ’ όλα αυτά κρατούσαμε νηστεία. Μ. Τεσσαρακοστή αλάδωτο όλη την εβδομάδα και μόνον Σαββατοκύριακο λάδι. Είχαμε κομποσχοίνια και ανά μία ώρα ο καθένας έκανε κομποσχοίνι υπέρ του κόσμου όλου και για να βρεθή το φάρμακο για την λέπρα.

» Η αδελφή μου η Γεωργία χαριτωμένη, καθαρή ψυχή, βάρυνε. Έκανε πυρετό 40° C. Των Βαΐων ξάπλωσε στο κρεβάτι.

» Την Μ. Παρασκευή πέρασε ο Επιτάφιος κάτω από το σπίτι μας. Πέρασε με κεριά ο παπα-Χρύσανθος και οι λωβιασμένοι, που κρατώντας τον πόνο τους, συντρόφευαν τον Χριστό. Λέμε στην αδελφή μου την Γεωργία:

 

– Να σε κατεβάσωμε στην πόρτα να προσκυνήσης τον Επιτάφιο; Λέγει αυτή:

 

– Όχι, αδέλφια μου, σήμερα δεν μπορώ· θα προσκυνήσω τον αφέντη Χριστό αύριο εγώ.

 

» Το βράδυ του Μ. Σαββάτου κατά τις 10:00′ η Γεωργία προσκύνησε την Ανάσταση του Χριστού. Εκοιμήθη. Την συγυρίσαμε, την στολίσαμε, κλείσαμε την πόρτα, πήγαμε στην Εκκλησία, είπαμε το “Χριστός Ανέστη”, λειτουργηθήκαμε, κοινωνήσαμε και δεν είπαμε τίποτα σε κανέναν, για να μην τους στενοχωρήσωμε στην χαρά της Αναστάσεως. Το πρωί το είπαμε. Στην “Αγάπη” την κηδεύσαμε. “Χριστός Ανέστη” λέγαμε και κλαίγαμε το 17χρονο κορίτσι μας και περιμέναμε την σειρά μας.

 

» Την Δευτέρα του Πάσχα κάναμε περιφορά (λιτανεία) σ’ όλο το νησί με δυσκολία, με εξαπτέρυγα, εικόνες, την Ανάσταση και τον παπά μας. Φτάναμε στο Εκκλησάκι του Άη-Γιώργη. Ψάλλαμε τον Εσπερινό, γυρίζαμε στον Άγιο Παντελεήμονα, φιλούσαμε τις εικόνες, το χέρι του παπα-Χρύσανθου και ύστερα κερνιόμασταν στο καφενείο.

» Τότε σκέφτηκα το παιδί μου. Ήξερα ότι ο άνδρας μου είχε μια θεία στο Ηράκλειο, καλή γυναίκα, που έμενε κοντά στην Χανιόπορτα. Επεθύμησα να δω το παιδί μου, να το σφίξω λίγο στην αγκαλιά μου. Κι επειδή δεν έκανε, μην το κολλήσω, έστω να το δω. Φούντωνε κάθε μέρα η επιθυμία. Έβλεπα την θάλασσα, την επιγραφή που έλεγε “όποιος μπήκε μην περιμένη να γυρίση πίσω”. Και είπα: “Θα το σκάσω, θα πάω να δω το παιδί μου”.

» Στ’ αδέλφια μου δεν είπα τίποτα. Παρατηρούσα την θάλασσα, πώς πάνε τα ρεύματα, αλλά μπάνιο δεν γνώριζα και φοβόμουν, ότι θα πνιγώ. Τότε είπα: “Θα πάω· ο Θεός και η Παναγία – μάννα είναι –, θα βοηθήσουν”. Κάνω τα ρούχα μου έναν μπόγο, τα βάζω στο κεφάλι μου. Είχα μελετήσει και την παλίρροια, ακόμα ήξερα τα αβαθή μέρη. Αγκαλιάζω ένα ντεποζιτάκι άδειο, γεμάτο αέρα. Λέω “αυτό θα με βοηθήση”· κάνω τον σταυρό μου και περνώ απέναντι. Ούτε το κατάλαβα.

» Βγαίνω, κρύβομαι, στεγνώνω και φορώ τα ρούχα μου κι αρχίζω σιγά-σιγά περπατώντας, όχι από την δημοσιά αλλά από μονοπάτια, νύχτα κυρίως, να προχωρώ προς το Ηράκλειο. Έφτασα. Κρύφτηκα από τους χωροφυλάκους, πέρασα την Χανιόπορτα. Σουρούπωνε. Πηγαίνω στο σπίτι της θείας του άνδρα μου. Κτυπώ, κανείς. Κάθομαι στα σκαλιά και αναμένω. Πρόβαλε η θεία μ’ άλλες δύο. Φορούσαν μαύρα.

 – Αργυρώ, μου λένε, εσύ είσαι; 

– Ναι, τους λέγω. Το παιδί;

– Αχ! καϋμένη, πέθανε και ερχόμαστε από το κοιμητήριο· αρρώστησε από πνευμονία και έφυγε. Και κλαίγαμε όλες μαζί.

» Πήγαμε στο μνήμα. Προσκύνησα και είπα: “Θεέ μου, δόξα σοι. Κάνε με ό,τι θέλεις” και κλαίγοντας πάγω στην χωροφυλακή. Τους λέγω: “Τόσκασα από την Σπιναλόγκα, ήρθα με τα πόδια αλλά δεν έχω δύναμη να ξαναγυρίσω πάλι με τα πόδια”.

» Οι άνθρωποι με έβαλαν σε αυτοκίνητο, με συνόδεψαν – ήταν ευγενείς – και με έφεραν πίσω, με έβαλαν στο καΐκι, πάω στο σπίτι μου. Κλαίμε όλοι. Δύο πεθαμένοι σ’ έναν χρόνο. Κλάψαμε, χορτάσαμε το κλάμα. Πήγαμε στην Εκκλησία μας. Ο παπα-Χρύσανθος επί σαράντα ημέρες κάθε μέρα λειτουργούσε. Για να με παρηγορήση, μας διάβαζε τα πάθη του Ιώβ και την “Θυσία του Αβραάμ” του Κορνάρου. Παρηγορηθήκαμε.

» Και τότε ήρθε καινούργιο. Ήρθε χαρτί από τον άνδρα μου για διαζύγιο. Μου έγραφε: “Αργυρώ, χωρίσαμε ζωντανοί, το παιδί μας πέθανε. Εσύ εκεί μπήκες και εγώ εδώ, γάμος δεν είναι, δος μου το διαζύγιο να προχωρήσω την ζωή μου”.

» Δόξα σοι ο Θεός, τρίτος θάνατος. “Ναι, άνδρα μου, να σε λευτερώσω· με την ευχή του Χριστού και της Παναγίας να βρης άλλη, να αναπαυθής από τους κόπους σου. Ναι, άνδρα μου, στείλε το χαρτί που θέλεις να υπογράψω”. Και το πήρε το διαζύγιο.

» Έμαθα την ημέρα του γάμου. Δεν άντεχα. Ξανά κάνω τον δρόμο που ήξερα. Ξανά μπόγο τα ρούχα, ξανά το ντεπόζιτο, ξανά η θάλασσα, ξανά το νυχτοπερπάτημα. Φθάνω στο χωριό. Κρύβομαι, ακούω τον γάμο. Το πρωί την Δευτέρα ώρα 12:00′ πηγαίνω στο σπίτι μου – που πλέον δεν είναι σπίτι μου – και κτυπώ την πόρτα. Ανοίγει μια όμορφη καλή γυναίκα. Με ρωτά:

– Τι θέλετε;

– Είμαι η Αργυρώ, λέγω. Κόκκαλο αυτή.

– Μην φοβάσαι, της λέω, ήρθα να σου πω κάτι. Αυτός, που τον παντρεύτηκες είναι καλός άνθρωπος και να τον αγαπάς και πάρε και αυτό. Και μην πης σε κανέναν τίποτα. 

» Και έδωσα έναν φάκελο με τις οικονομίες μου, δώρο για τον γάμο. Φιληθήκαμε. Πέρασα και από τους τάφους των γονιών μου και γύρισα στην Σπιναλόγκα».

Η Ιωάννα, η αδελφή της Αργυρώς, αγάπησε ένα παλληκάρι ασθενή στην Σπιναλόγκα και παντρεύτηκαν. Γέννησαν 4 παιδιά, τον Βενιζέλο, τον Δημήτρη, την Γεωργία και την μοναχή Γαβριηλία. Ο Βενιζέλος βαπτίσθηκε στην Σπιναλόγκα, στον Άγιο Παντελεήμονα από τον π. Χρύσανθο το 1951.

Το 1957 (*) ήδη είχε βρεθή το φάρμακο από τον Χάνσεν. Η Δαψώνη. Ήρθε στην Σπιναλόγκα. Αρχικά την δοκίμασαν οι πιο βαρειά ασθενείς και καλυτέρευσαν. Μετά όλοι βέβαια οι ασθενείς έπαιρναν το φάρμακο.

Δεν γίνονταν τελείως καλά, αλλά όπου σε εύρισκε η θεραπεία εκεί σε άφηνε. Οι πληγές έκλειναν, αλλά οι ουλές και οι παραμορφώσεις και οι αναισθησίες των νεύρων έμεναν. Έτσι οι μύτες έλειπαν, τα χέρια ήταν παράλυτα, η παραμόρφωση του προσώπου παρέμεινε και η δυσκινησία ήταν φοβερή.

Η Σπιναλόγκα έκλεισε, καθώς και το λεπροκομείο της Χίου, που ήταν προστάτης ο άγιος Άνθιμος. Όλοι ήρθαν στον αντιλεπρικό Σταθμό της Αγίας Βαρβάρας στο Αιγάλεω. Η ζωή τους τώρα άλλαξε. Έγκλειστοι ήταν βέβαια, αλλά γνώριζαν οι ίδιοι ότι ήταν υγιείς από την νόσο και κυρίως ότι δεν μετέδιδαν την νόσο

Οι πιο δυσκολεμένοι σωματικά έμεναν σε ένα μεγάλο κτίριο, που το έλεγαν αναρρωτήριο. Οι άλλοι οι πιο υγιείς, όπως ήταν η Αργυρώ, ο Αριστείδης, ο κ. Χαράλαμπος, έμεναν σε μικρά σπιτάκια. Κανονικά ασκητήρια, που θύμιζαν Σκήτη. Δωμάτια 4Χ3 μέτρων, κεραμιδοσκέπαστα, παράθυρα ταπεινά, τουαλέτα εξωτερική, τσιμέντο για δάπεδο, δύο κρεβάτια, ένα τραπέζι και σχεδόν πάντα μία βιβλιοθήκη.

Ναι, βιβλιοθήκη. Ήμουν 12 χρόνων, όταν πρωτοεπισκέφτηκα την Αργυρώ. Κοίταζα τα βιβλία. Διάβαζα τους τίτλους των βιβλίων. Ευεργετινός, Αμαρτωλών σωτηρία, Συναξαριστής των 12 μηνών, το Πεντηκοστάριον, Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών, Αόρατος πόλεμος, Ερωτόκριτος, Ιλιάδα, Οδύσσεια!!!

Εκεί συνέχιζαν πια τον πνευματικό αγώνα τους, ελεημένοι από τον Θεό για την νόσο τους. Γύρω δένδρα, κήποι, λουλούδια και γύρω απ’ αυτά ένας μεγάλος μανδρότοιχος, που προστάτευε τους έξω, από τους αγίους μέσα.

Τότε το 1958 ήρθε και ο άγιος Νικηφόρος, σταλμένος από τον άγιον Άνθιμο της Χίου. Εκείνος, επειδή η ασθένεια τον είχε πια ταλαιπωρήσει, είχε τυφλωθή, ήταν ανάπηρος. Του έδωσαν έναν χώρο κοντά στην Εκκλησία. Δίπλα του ήταν ένας συνεταιρισμός, που είχε μπακάλικο, απ’ όπου ψώνιζαν οι ασθενείς. Εκεί ήταν ένα τολλ στρατιωτικό σε σχήμα σταυρού. Εκεί έμενε ο άγιος Νικηφόρος, για να μπορή εύκολα να πηγαίνη στον Ναό των Αγίων Αναργύρων.

Το 1958 είχε έρθει στο Νοσοκομείο της Αγίας Βαρβάρας ο μοναχός Σωφρόνιος. Ο π. Σωφρόνιος, ήταν μοναχός από την Νότιο Κρήτη. Ενώ ήταν μοναχός, τον πήραν στρατιώτη με διάταγμα της τότε κυβερνήσεως, γιατί λόγω του αδελφοκτόνου πολέμου είχαν χαθή πολλοί άνθρωποι και το άνομο κράτος στράφηκε στα Μοναστήρια και άρπαξε νέους μοναχούς και δοκίμους, τους ξύρισε και τους έστειλε να υπηρετήσουν.

Ο π. Σωφρόνιος, ενώ υπηρετούσε στην Θεσσαλονίκη ασθένησε, διαγνώστηκε το νόσημα της λέπρας και ήλθε στον αντιλεπρικό Σταθμό της Αγίας Βαρβάρας. Τώρα πια ήταν μία αδελφότητα, ο π. Νικηφόρος, ο π. Σωφρόνιος, η μοναχή Φιλοθέη από τα Χανιά, η Μαριάμ, η Χαριτίνη η Μυτιληναία.

Η Εκκλησία, οι Άγιοι Ανάργυροι, ήταν το Κυριακό της Σκήτεως. Ακολουθίες μοναστηριακές τελούνταν ανελλιπώς. Η Αργυρώ, η Ντίνα και η Φωφώ διακονούσαν, καθάριζαν την Εκκλησία, άσπριζαν, υποδέχονταν τον κόσμο με τρόπο αρχοντικό και σιωπηλές.

Ρουφούσαν την διδασκαλία του αγίου Νικηφόρου από μακρυά ιστάμενες σαν μυροφόρες και συγχρόνως έκαναν τον κανόνα τους. Και όλες εκεί νήστευαν χωρίς να παραθεωρήσουν τίποτα.

Ιερεύς πλέον ήταν ο π. Διονύσιος, νομίζω έγγαμος εκ Ζακύνθου, όχι ασθενής αλλά συγγενής ασθενούς. Είχαν μία μεγάλη μουριά έξω από την Εκκλησία κι εκεί από κάτω έβαζαν το καλοκαίρι τον άγιο Νικηφόρο και τους μιλούσε.

Έρχονταν κόσμος πολύς, χριστιανοί, που δεν φοβούνταν, ο π. Νικόδημος ο Μπιλάλης και άλλοι από την “ΖΩΗ”, που έψαχναν κάτι άλλο βαθύτερο και που τους συγκινούσε ο αγώνας των ασθενών. Εδώ έρχονταν να παρηγορηθούν από τους ασθενείς, από τα συντρίμματα, από τα σπασμένα καλάμια, που γινόντουσαν φόρμιγκες του Θεού.

Το κύριο έργο της Αργυρώς ήταν η συμπαράσταση σε όλους τους αναγκεμένους. Ψυχορραγούσε κάποιος, η Αργυρώ, η Ντίνα και ο π. Σωφρόνιος χώριζαν το εικοσιτετράωρο σε οκτάωρα. Παραστέκονταν στον ετοιμοθάνατο, του διάβαζαν Ακολουθίες ή ησύχως παρέμεναν για να μην πεθάνη μόνος. Και μετά τον έπλεναν, τον έντυναν και διάβαζαν το Ψαλτήρι με τον π. Σωφρόνιο να πρωτοστατή.

Άλλο έργο είχαν την ευποιΐα (βοήθεια) εκατοντάδων. Πτωχοί κατέφευγαν σ’ αυτούς και αυτοί προσέφερον ο,τι είχαν: τρόφιμα, χρήματα κλπ. Ό,τι τους πήγαιναν, τα μοίραζαν.

Είχαν μία σύνταξη από το Ελληνικό Δημόσιο σαν βοήθημα, μερικοί εργάζοντο κιόλας. Οι τρεις, η Αργυρώ, η Ντίνα και ο Αριστείδης είχαν κάνει μία συμφωνία. Θα ζούσαν με την μία σύνταξη και τις δύο άλλες θα τις μοίραζαν, όπου υπήρχε ανάγκη.

Το γνωρίζω καλά, γιατί εγώ από ηλικία 13 ετών τους έγραφα τις επιταγές κάθε μήνα, ως και τα γράμματα που τους έστελναν για να τους παρηγορήσουν και τα ταχυδρομούσα.

Και το κυριώτερο έρχονταν φτωχοί απ’ έξω από την μάνδρα του νοσοκομείου. Αυτοί έφτειαχναν τσάντες με τρόφιμα. Και βάζαμε μία σκάλα στον τοίχο κι από εκεί ανεβαίναμε κι οι φτωχοί του Χριστού από κάτω έπαιρναν τις τσάντες. Ό,τι περίσσευε κάθε μέρα το δίνανε μ’ αυτόν τον τρόπο για να μην πεταχτή τίποτα.

Όλες τις μεγάλες γιορτές ετοίμαζαν δέματα και μέσα στα δέματα έβαζαν φακελλάκια με χρήματα και με το αυτοκίνητό μου πηγαίναμε στα σπίτια των θλιμμένων και πτωχών.

Κι όλα αυτά απλά, φυσικά, χωρίς να θεωρούν ότι κάνουν κάτι σπουδαίο. Όλοι είχαν μία χαρά. Η Αργυρώ με τα παραμορφωμένα χεράκια της, με το μαντήλι πάντα στο κεφάλι, προχωρούσε πρώτη!


Από το 1958 η ζωή της Αργυρώς (*) και των υπολοίπων είχε συνδεθή με τον π. Σωφρόνιο, τον μετέπειτα Ευμένιο ιερομόναχο, και τον άγιο Νικηφόρο, τον οποίον ο π. Σωφρόνιος τον διακόνησε σαν πατέρα του. Συναντιλήπτορες ήταν η Αργυρώ, η Ντίνα και άλλες πολλές ψυχές.

Η Φωφώ είδε κάποτε τον άγιο Νικηφόρο πάνω από το κρεβάτι του όρθιο να λάμπη υγιής τελείως. Το ίδιο θαυμαστό γεγονός είδε και ο μοναχός Σωφρόνιος: Όταν κάποτε άνοιξε την πόρτα χωρίς ευλογία, είδε τον άγιο Νικηφόρο σε στάση προσευχής ένα μέτρο πάνω απ’ το κρεβάτι και το κυριώτερο έλαμπε και ήταν υγιής χωρίς πληγές, χωρίς παραμορφώσεις.

Όταν ο π. Σωφρόνιος πέρασε μία μεγάλη δοκιμασία, η Αργυρώ και η Ντίνα τον συνόδευαν, τον φρόντιζαν και τον διάβαζε ο π. Χρύσανθος, ο παπάς της Σπιναλόγκα, ήδη πολιός, κάτασπρος, πνευματοφόρος· και έτσι βοήθησε ο Θεός και η Κυρία Θεοτόκος η Κουδουμανή και ελευθερώθηκε ο π. Σωφρόνιος.

Και τότε ζήτησαν όλοι για παπά τους τον π. Σωφρόνιο από τον τότε Μητροπολίτη Νικαίας κ. Γεώργιο. Έδωσε την άδεια ο Μητροπολίτης και τότε πάλι όλοι μαζί, ο Αριστείδης, ο κ. Χαράλαμπος, η Αργυρώ, η Ντίνα και ο π. Σωφρόνιος πήγαν στην Κρήτη στην Καλυβιανή – Σαρακοστή ήταν – και εχειροτονήθη ιερεύς από τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης κ. Τιμόθεο στην Ιερά Μονή Καλυβιανής.

Από τότε άλλαξε όνομα και ετέθη ο λύχνος στον λυχνοστάτη. Ο Ναός του νοσοκομείου απέκτησε νυχθήμερη Ακολουθία, θεία Λειτουργία καθημερινή, Εσπερινό, παννυχίδες.

Σε όλα οι πτωχές ψυχές, οι άτλαντες της υπομονής με προεξάρχουσα την Αργυρώ συμμετείχαν ολοκαρδίως.

 ✶✶✶


Σιγά-σιγά πλήθη άρχισαν να επισκέπτωνται τους αδελφούς του Χριστού, πολλοί χριστιανοί, που τους συμπονούσαν. Ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος και ο Νικαίας κ. Γεώργιος, ο Ραούλ Φολερώ κ.α., πολλοί μελλοντικοί ιερείς και μοναχοί ήρχοντο και ξαναήρχοντο.

Όλα ήταν απλά, ταπεινά, ανεπιτήδευτα, αληθινά. Δεν άκουγες επαίνους, αλλά ευθύτητα λόγων και συναντούσες φιλοξενία άπειρη και αισθανόσουν ευλογία.

Όσοι περνούσαν από την Εκκλησία, κατέληγαν στα σπιτάκια και σίγουρα στην Αργυρώ. Εκεί εδέχοντο νέα περιποίηση, φρούτα του κήπου, παξιμάδι, νερό, καλιτσούνια, ό,τι είχαν, έδιναν. Κυρίως άκουγαν και όταν ήταν ανάγκη, συμβούλευαν εμπόνως.

Μετά από 28 χρόνια μαθαίνει η Αργυρώ ότι το μοναδικό παιδί του άνδρα της με την νέα γυναίκα παντρεύεται. Παίρνει την αχώριστη πια φίλη της, την άλλη αγιασμένη ψυχή, την Ντίνα. Βάζουν σ’ έναν φάκελο 100.000 δραχμές. Πηγαίνουν στον γάμο, κάθονται τελευταίες, χαιρετούν, ασπάζονται την νύφη, τον γαμπρό και τότε ο άνδρας της την βλέπει μπροστά του μετά τόσους χρόνους. Ασπάζονται, δίνουν την καλή χείρα και επιστρέφουν στον αντιλεπρικό Σταθμό χαρούμενες, γαλήνιες, μελωμένες με χάρη Θεού. Η Αργυρώ και η Ντίνα, οι πολύαθλες.

 ✶✶✶

Γύρω στο 1979 εμφανίστηκε μία νέα αρρώστια, μία νέα μάστιγα, άγνωστη, τρομερή, που γέμιζε με φόβο τον κόσμο. Ο κόσμος την έλεγε AIDS και η Ιατρική σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας. Το νοσοκομείο υποδέχτηκε αρρώστους (σε δωμάτια με σιδερένια κάγκελλα).

Στην αρχή ήσαν στην απομόνωση, διότι κανείς δεν γνώριζε τον τρόπο της μετάδοσης επακριβώς. Και τότε οι πρώην «κατηραμένοι» της Σπιναλόγκας συμπόνεσαν τα «καϋμένα τα παιδιά», μαγείρευαν κάτι ωραίο και πήγαιναν έξω από τα κάγκελλα. Η Αργυρώ έκανε τις συνεννοήσεις και η Ντίνα τα ωραία νοστιμότατα φαγητά.

Ύστερα, όταν οι πόρτες άνοιξαν και τα παιδιά αυτά σεργιάνιζαν μέσα στα κηπάκια των Χανσενικών, η Αργυρώ τους υποδεχόταν, κουβέντιαζε μαζί τους, έδινε χρήματα, τα συμπονούσε, τα έκανε παιδιά της.

Και όταν μερικά απ’ αυτά τα καλόπαιδα επρόκειτο να φύγουν για την αγήρω μακαριότητα, τα βοηθούσε να εξομολογηθούν, να μεταλάβουν. Κι έπαιρνε το καράβι και συνόδευε τα ξόδια τους, στην Κρήτη κυρίως ή κι αλλού, κι ύστερα μνημόνευε τα ονόματά τους στα κομποσχοίνια της και έκανε σαρανταλείτουργα για τις ψυχές τους. Παρηγορούσε τους γονείς και μάλιστα για χρόνια πολλά.

 ✶✶✶

 

 

Τα χρόνια περνούσαν, ο κόσμος αύξανε, τόσο για τον π. Ευμένιο, και ιδίως μετά την κοίμηση του π. Πορφυρίου ο οποίος τον χαρακτήρισε σαν τον «κρυφό άγιο», όσο και για την Αργυρώ.

Όταν κάποιοι γνωστοί της αδικούνταν από συναδέλφους τους χρησιμοποιώντας πολιτικά μέσα, κατέφευγαν στην Αργυρώ και έλεγαν τον πόνο τους, τότε αυτή θυμόταν τον παλιό εαυτό της μπροστά στους Γερμανούς. Έβαζε τα καλά της, χτένιζε τις κοτσίδες της, φόραγε ένα ωραίο μαντήλι και ανέβαινε στα σκαλιά της Διοίκησης. Άστραφτε και βρόνταγε υπέρ του αδικημένου και πετύχαινε πάντα να αρθή η αδικία. Δεν ξαναθυμόταν το καλό που είχε κάνει και δεν δεχόταν εκφράσεις ευγνωμοσύνης, ούτε δώρα.

Η χαρά της ήταν τα Χριστούγεννα. Παρέλαυναν πολύτεκνοι να πουν τα κάλαντα, ιδιαίτερα η οικογένεια Παλαιάκη με τα 13 παιδιά τους. Η Αργυρώ ήταν νονά σε ένα απ’ αυτά. Άκουγε τα κάλαντα ή ψαλμωδίες και μοίραζε χρήματα.

Η Αργυρώ είναι και δική μου ευεργέτις, διότι με στήριξε στην απόφαση της ιερωσύνης, μου έδωσε την ευχή της και ήρθε στην χειροτονία μου.

Και εγώ της συμπαραστάθηκα στο τέλος της το οσιακό με την θεία Κοινωνία. Για λίγα χρόνια λόγω απώλειας μνήμης ήταν έγκλειστη, αλλά με παιδική και αγγελική συμπεριφορά.

 ✶✶

Εκοιμήθη στις 12 Ιουλίου 2014 η δούλη του Θεού Αργυρώ, η άπατρις, η χωρίς σύζυγο, η έχουσα θάψει το ένα και μοναδικό παιδί της, η ασθενής, η πολύαθλος· ανεπαύθη από τα βάσανα και τις ασθένειές της και εκατοντάδες άνθρωποι πρόστρεξαν στο λείψανό της και την οδήγησαν μέχρι τον ταπεινό τάφο της στο Γ’ Κοιμητήριο.

Μετά χρόνους τρεις κάναμε ανακομιδή των λειψάνων της. Πήγαμε πρωί με τον π. Παλλάδιο της Σκήτης του Κουτλουμουσίου – αγαπημένος της μοναχός και λίγο συγγενής – κάναμε τρισάγιο, σταυρώσαμε το μνήμα και με το φτυάρι αρχίσαμε την εκταφή μαζί με τα παιδιά του κοιμητηρίου

Και ξαφνικά!, ευωδία άρχισε να εξέρχεται από το χώμα. Αναρωτηθήκαμε μήπως εκεί πλησίον κάποιος θυμίαζε, αλλά δεν ήταν κανένας· το χωματάκι ευωδίαζε! Ήταν η ευωδία από «τα τεταπεινωμένα οστέα» της πολύπονης, της πολύπαθης, της πολύαθλης Αργυρώς.

\Μετά βρήκαμε τα λειψανάκια της με το ωραίο κεχριμπαρένιο χρώμα. Τα πλύναμε και τα πήραμε μαζί μας για παρηγορία μας και τα τοποθετήσαμε κάτω από την Αγία Τράπεζα σ’ ένα μοναστηράκι της Αττικής. Και λειτουργούμε εμείς εδώ κάτω και αυτή χαίρεται και αγάλλεται τώρα στην άνω Ιερουσαλήμ.

Αιωνία της η μνήμη. Αμήν.

ΠΗΓΗ.ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ



H τυφλή κοπέλα που μισούσε τον εαυτό της επειδή ήταν τυφλή



"Η  ΑΓΑΠΗ  ΟΥΔΕΠΟΤΕ  ΕΚΠΙΠΤΕΙ" (Η Αγάπη  
ποτέ δεν χάνει την αξία της) _ Α'Κορινθ ΙΓ'.8 

Κάποτε ήταν μια τυφλή κοπέλα μισούσε τον εαυτό της που γεννήθηκε έτσι…αν και είχε μια όσο γινόταν φυσιολογική Ζώη ήταν απόμακρη και ακόμα και οι γονείς της με το ζόρι πολλές φορές έπαιρναν και μια της λέξη.

Η κοπέλα αυτή είχε ένα φίλο … την στήριζε της συμπαραστεκόταν πάντα. Ήταν δίπλα της την άκουγε … και για εκείνη ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που μπορούσε να ανοιχτεί να πει όσα νιώθει.

“Μ αρέσει να βλέπω τον κόσμο μέσα από τα μάτια σου” του είπε σε ένα περίπατο τους που εκείνος της περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια το τι γινόταν και τι έβλεπε… Αυτό είναι το όνειρο μου να δω κάποτε τον κόσμο όπως και συ” “Σου υπόσχομαι να πραγματοποιήσω αυτή σου την επιθυμία …

Ένα χρόνο αργότερα κατάφερε να βρεθεί δότης στο εξωτερικό και η κοπέλα επί ένα μήνα μεταφέρθηκε στο εξωτερικό για την εγχείριση … με το φίλο της επικοινωνούσαν σπάνια ειδικά τις τελευταίες μέρες. Τελικά η επιστροφή της στο σπίτι άργησε ένα εξάμηνο μιας και οι γονείς της αποφάσισαν να κάνουν ένα ταξίδι στην Ευρώπη.

Όταν γύρισε ο πρώτος που αντίκρισε ήταν εκείνος … πάγωσε! “Είσαι και συ…;”

“Ναι είμαι τυφλός, είχα ένα ατύχημα δεν στο είπα από το τηλέφωνο … δεν λέγονται έτσι αυτά … τέλος πάντων” είπε και έβγαλε ένα κουτάκι από την τσέπη του …

“Είχαμε δώσει μια υπόσχεση … θα με παντρευτείς τώρα που βλέπεις”. Το κορίτσι αρνήθηκε τρομοκρατήθηκε δεν ήθελε να περάσει μια ζωή έτσι … οπότε εκείνος αποφάσισε να φύγει αφήνοντας ένα γράμμα

“Σου υποσχέθηκα να σε κάνω μια μέρα να δεις μέσα από τα μάτια μου … τελικά τα κατάφερα τήρησα την υπόσχεση μου … άσχετα αν αθέτησες την δικιά σου … Σ αγαπώ να προσέχεις τα μάτια μου”.

Το κορίτσι όσο και αν έκλαιγε όσο και αν τον έψαχνε ήταν πλέον αργά…

Ή πρεσβυτέρα είχε όγκο στο στήθος καί εγχειρί­στηκε


 

Ή πρεσβυτέρα είχε όγκο στο στήθος καί εγχειρί­στηκε. Μόλις έβγαλαν τον όγκο, δίνουν ένα κομμάτι στον πατέρα Ευάγγελο να το πάει για βιοψία καί να φέρει αμέσως τ’ αποτελέσματα.

Μετά την απάντηση της εξετάσεως, οι γιατροί δεν δίνουν ούτε έξι μήνες ζωής στην άρρωστη. Ή κόρη του παπα-Βαγγέλη λι­ποθυμά μόλις το ακούει, ό ίδιος τα χάνει.

«Ακου, λέει, γιατροί να το πουν έτσι ξαφνικά στο παιδί! Στά χέρια του όμως σφίγγει το χέρι του Αγίου Παντελεήμονα, πού έχει φέρει μαζί του, καί προσεύχεται.

Βγάζουν την πρεσβυτέρα από το χειρουργείο. Με λαχτάρα ό πατήρ Ευάγγελος ακουμπά πάνω στις γά­ζες πού σκεπάζουν το εγχειρισμένο στήθος της πρε­σβυτέρας, το χέρι του ‘Αγίου καί γονατιστός προσεύ­χεται.

Εκείνη την ώρα μπαίνει ό χειρουργός με τη μάσκα ακόμη. Βλέπει τη σκηνή καί βάζει τίς φωνές.

-Τί είναι αυτό το κόκκαλο παπά μου; Πάρτο από δω και τράβα σπίτι σου.

Ζαλισμένος ό καημένος, μα­ζεύει γρήγορα τ’ άγια λείψανα καί προσπαθεί να βρει την πόρτα. Μέσ’ τη ζάλη του, όμως, ακούει τη νοσο­κόμα να φωνάζει το γιατρό στο τηλέφωνο, πού τον ζητά επειγόντως ή γυναίκα του.

Το απόγευμα σταματά μια κούρσα έξω από το σπί­τι του ιερέα και με έκπληξη ό παπα-Βαγγέλης βλέπει να βγαίνει ό γιατρός. Πω! πω! σκέφτεται, ό γιατρός και στο σπίτι μου ακόμα με κυνηγάει! Με φρίκη, όμως, βλέπει να κατεβαίνει από τ’ αυτοκίνητο και ένας νέος παραμορφωμένος. Το στόμα του είχε πάει στ’ αυ­τί του. Αποσβολώθηκε ό παπάς.

-Πάτερ μου, του λέει ό γιατρός, εκείνο το κόκκαλο το έχεις; Με συγχωρείς, παραφέρθηκα, την ώρα πού σ’ έδιωχνα μου τηλεφώνησε ή γυναίκα μου, ότι το παιδί μας, πού έδινε εκείνη την ώρα εξετάσεις, έπα­θε ξαφνικά αυτήν την πάρεση πού βλέπεις.

Κατάλαβα ότι εγώ έφταιξα καί γι’ αυτό σε παρακαλώ πολύ διά­βασε μας μια ευχή. Τη διεύθυνση σου στο χωριό την πήρα από την πρεσβυτέρα.

-Ευχαρίστως παιδιά μου, ελάτε στο εκκλησάκι. Κράτα αγόρι μου το χέρι του Αγίου καί γονάτισε.

‘Απλώνω στο κεφάλι του νέου το πετραχήλι καί αρχίζω να διαβάζω την ευχή. Καθώς διαβάζω, ακούω θόρυβο κρακ, κρακ. Σκέφτομαι, τί συμβαίνει άραγε; Τελείωσα καί, όταν σηκώθηκε το παιδί, τί να δούμε, το στόμα του παιδιού είχε επανέλθει στην θέση του! Πατέρας καί γιος ρίχνονται πάνω μου.

-Παπούλη πώς να σ’ ευχαριστήσουμε;

-Όχι εμένα, παιδιά μου, το Θεό καί τον «Άγιο.

Από τότε για πάρα πολύ καιρό ερχόταν τακτικά να προσκυνήσουν καί να φέρουν καί το λάδι για το καντήλι του ‘Αγίου.

Όσο για την πρεσβυτέρα, είναι τώρα περισσότερα από είκοσι χρόνια πού είναι τελείως καλά χωρίς να κάνει απολύτως καμμία θεραπεία.

Μεγάλωσε τα παι­διά της καί ζει στο χωριό προσέχοντας το εκκλησάκι με τα τόσα άγια λείψανα, μια πού δεν υπάρχει πια ό πατήρ Ευάγγελος. Ό γιατρός πολλές φορές έλεγε στον παπα-Βαγγέλη: «Εμείς παπά μου πρέπει να τα κά­ψουμε τα βιβλία μας».

Από το βιβλίο «Σταχυολογήματα από την θαυμαστή ζωή του π. Ευαγγέλου Χαλκίδη εφημέριου Αγίου Βασιλείου Λαγκαδά», Eκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη».

Πηγή:http://apantaortodoxias.blogspot.com/

Η δίκη τής πόρνης...


 Μας αφηγείται ένας ιερέας του Βελιγραδίου, το ασυνήθιστο γεγονός με μία εκδιδόμενη γυναίκα στους δρόμους του Βελιγραδίου. 

Μία μέρα λίγο πριν βραδιάσει βάδιζε στους δρόμους για τη «δουλειά» της.  Καθώς περνούσε δίπλα σ’ έναν κήπο βλέπει έναν άνθρωπο να ετοιμάζεται να απαγχονιστεί.  Έδεσε το σχοινί στο κλαδί του δέντρου και με μιας το έβαλε γύρω από το λαιμό του. Ή γυναίκα σβέλτα πήδησε πάνω από την περίφραξη, τράβηξε το μικρό της μαχαίρι από την τσέπη κι έκοψε το σχοινί,  οπότε ό άνθρωπος έπεσε στο χώμα λιπόθυμος.  Του έκανε μαλάξεις ώσπου συνήλθε.  Τότε της είπε ο αυτόχειρας : -"Γιατί το ’κανες;  Εγώ δεν μπορώ να ζήσω, δεν έχω στον ήλιο μοίρα.  Εξαιτίας της φτώχειας μου, ήθελα να τελειώσω μ’ αυτή τη μίζερη ζωή". Ή γυναίκα έβγαλε όσα χρήματα είχε μαζί της και του τα έδωσε, υποσχόμενη ότι θα τον βοηθά κι άλλο ώσπου να βρει δουλειά.  Και συνέχισε ή γυναίκα τη δική της άπρεπη δουλειά και μέρος από τα κέρδη της απ’ αυτή τη δουλειά,  πήγαινε σ’ εκείνον φτωχό και του έδινε για να συντηρηθεί.  Όμως μετά από έξι βδομάδες η γυναίκα έπεσε στο κρεβάτι βαριά άρρωστη.  Ζήτησε  τον ιερέα.  Στην παρουσία του ιερέα εκείνη, ήδη ετοιμοθάνατη, άρχισε να λέει:  -"Ω, άγγελοι του Θεού, γιατί ήρθατε σ’ εμένα;  Μα δεν ξέρετε, πόσο βρώμικη και αμαρτωλή γυναίκα είμαι εγώ;». Λίγο μετά πάλι φώναξε:  -"Ώ, Κύριε Χριστέ, μα κι ΕΣΥ ήρθες σ’ εμένα την αμαρτωλή;  Για ποιο λόγο το αξιώθηκα αυτό;  Μα μόνο με το ότι έσωσα εκείνον το φτωχό απ’ το θάνατο;  Αλίμονο σ’ έμενα την ανάξια!  Ώ πόσο είναι μεγάλο το έλεος του Θεού.!" Λέγοντας αυτό άφησε την ψυχή της, και το πρόσωπό της έλαμψε σα να φωτιζόταν με κερί.  Να, τί σημαίνει να σώσεις την ψυχή ενός ανθρώπου.  Να, πως μία πράξη ελέους προς τον πλησίον σκεπάζει πολλές αμαρτίες! 


Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς...

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2021

Η Αγία Μάρτυς Αγνή (21 Ιανουαρίου)




Η Αγία Μάρτυς Αγνή ήταν κόρη ευγενών από την Ρώμη. Η Αγία συνήθιζε να φέρνει πάρα πολλές ψυχές στην αγία Ορθόδοξη πίστη. Καταγγέλθηκε για αυτό στον άρχοντα και διατάχθηκε να αρνηθεί τον Χριστό. Η αγία Μάρτυς όμως επέμενε στην ομολογία της, έτσι ο σκληρός άρχοντας θέλοντας να σπιλώσει την τιμή της αποφάσισε και την έριξε σε ένα πορνείο. Η αγία Αγνή όμως με την προσευχή της έφερε πραγματικό σεισμό στο πορνείο. Όσοι δε ακόλαστοι, τόλμησαν να την πλησιάσουν έπεσαν κάτω νεκροί. Στην συνέχεια οι διεφθαρμένες γυναίκες την έβγαλαν από το πορνείο και την παρέδωσαν στην μανία του άρχοντα. Αυτός δε όλος εμπάθεια την έρριξε στη φωτιά, όπου παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο της Δόξης, από τον οποίο έλαβε τον αμάραντο στέφανο. Ευλαβείς χριστιανοί παρέλαβαν και έθαψαν τα απανθρακωμένα τίμια λείψανά της.

Αγνή η Αγία Μάρτυς ήτο από την μεγαλόπολιν Ρώμην, καταγομένη από γένος λαμπρόν. Επειδή δε είχε την ζωήν αγνήν και καθαράν, σύμφωνον δηλαδή με το όνομά της, δια τούτο εδίδασκε τας γυναίκας, όσαι ήρχοντο προς αυτήν, τον λόγον της αληθείας· ομοίως δε τας εδίδασκε και περί σωφροσύνης και καθαρότητος και τας συνεβούλευε να γνωρίζωσι τον Χριστόν Θεόν αληθινόν και αυτόν μόνον να λατρεύωσι. Ταύτα ακούσας ο της Ρώμης άρχων διέταξε και συνέλαβον την Αγίαν· παρασταθείσα δε αύτη έμπροσθέν του, διετάχθη υπ’ αυτού να θυσιάση εις τα είδωλα, διότι άλλως ήθελε βληθή εις πορνοστάσιον. Η δε Αγία απεκρίθη λέγουσα.

«Ούτε εις τους θεούς σου θυσιάζω, ούτε δια το πορνοστάσιον, δια του οποίου με φοβερίζεις, φροντίζω, διότι ελπίζω εις τον Θεόν μου, τον παντοδύναμον και γλυκύτατόν μου Ιησούν Χριστόν, ότι θέλω λυτρωθή από αυτά καθαρά με την βοήθειαν Εκείνου». Ταύτα ακούσας ο παράνομος άρχων εκάλεσε τον έχοντα τας πόρνας γυναίκας, και παρέδωκεν εις αυτόν την Αγίαν, διατάξας πρώτον να διαπομπεύση την μάρτυρα εις την πόλιν, φορούσαν εν μόνον φόρεμα. Αφού δε εκείνος τούτο εποίησεν, έφερεν αυτήν εις το εργαστήριον του σατανά (ήτοι το πορνοστάσιον) και πας τις επλησίαζεν ελευθέρως προς αυτήν δια να την ατιμάση· όλοι όμως ευθύς άμα επλησίαζον, απεναρκούντο και ημποδίζοντο, διότι η επιθυμία αυτών εψυχραίνετο τόσον, ώστε εγίνοντο ωσάν νεκροί. Τότε υπερήφανός τις, μεγάλως κομπάζων και καυχώμενος, ωνείδιζε τους άλλους και με πολλήν θρασύτητα εμβήκεν ως ίππος θηλυμανής και επλησίασεν εις την παρθένον, αλλ’ ω του θαύματος! παρευθύς ενεκρώθη και έπεσε κατά γης. Αφού δε επέρασεν ώρα πολλή, εις από τους εκεί ευρεθέντας με μεγάλην φωνήν ανεβόησε λέγων· «Μεγάλη είναι η πίστις των Χριστιανών»! Εμβάντες δε και άλλοι και βλέποντες το παράδοξον εκείνο θέαμα του νεκρού, όλοι ομού με μίαν φωνήν ανεβόησαν· «Μεγάλη είναι η του Χριστού δύναμις». Ταύτα μαθών ο παρανομώτατος εκείνος άρχων παρέστησε την Αγίαν έμπροσθέν του, και είπε προς αυτήν· «Λέγε μοι, ω πονηρόν γύναιον, με ποίον τρόπον εθανάτωσες τον νεανίσκον»; Η Αγία απεκρίθη· «Ότε συ διέταξας να με ατιμάσωσι, τότε, ενώ εφερόμην εις το πορνοστάσιον, με ηκολούθησε λευκοφόρος τις νέος, όστις εμβάς μετ’ εμού εις το εργαστήριον του διαβόλου, παρίστατο πλησίον μου και αυτός ενέκρωνε την επιθυμίαν των νέων όσων με επλησίαζον· αυτός ήτο ο θανατώσας και τούτον τον νεκρόν, τον οποίον βλέπεις, διότι ότε αυτός με επλησίασε με πολλήν υπερηφάνειαν και θρασύτητα και προτού να με πλησιάση ή να είπη κανένα λόγον αισχρόν, τον έκαμεν ο λευκοφόρος εκείνος τοιούτον καθώς τώρα τον βλέπεις». Πάλιν ο άρχων τη λέγει: «Και ποίος είναι εκείνος όστις σε εβοήθησεν»; Η Αγία απεκρίθη: «Ο Κύριος και Θεός μου έστειλε τον Άγγελόν του και με εφύλαξεν ανωτέραν από πάσαν ατιμίαν». Ο άρχων λέγει: «Και λοιπόν αν θέλης να μας πληροφορήσης, ότι λέγεις αλήθειαν, παρακάλεσον τον Θεόν σου και ανάστησον τον νεκρόν αυτόν». Τότε η Αγία, σηκώσασα τας χείρας εις τον ουρανόν, προσηυχήθη και, ω του θαύματος! ανεστήθη ο νεκρός. Το παράδοξον τούτο θαύμα βλέποντες οι ασεβείς εξεπλάγησαν άπαντες, αυτός δε ο άρχων και άλλοι πολλοί εφώναζον: «Μεγάλη είναι η πίστις των Χριστιανών και μέγας είναι ο της ευγενεστάτης ταύτης γυναικός Θεός»! Τινές δε από τους ασεβείς και ακαθάρτους εφώναζον εις τον άρχοντα· «Σήκωσον ταύτην από το μέσον, διότι όσα θαυμάσια φαίνεται ότι κάμνει, όλα τα ενεργεί δια της μαγικής τέχνης». Τότε ο άρχων διέταξε να καύσωσιν εις το πυρ την Αγίαν. Αφού λοιπόν ανήφθη η πυρά, εσφράγισε πρώτον η Αγία τον εαυτόν της με τον τύπον του Τιμίου Σταυρού και έπειτα εμβήκεν εις το μέσον της πυράς με μεγάλον θάρρος. Όθεν έχουσα την προσευχήν εις το στόμα της, ανέδραμεν η μακαρία εις τα ουράνια, προς ον επόθησε νυμφίον Χριστόν, αφήσασα το παρθενικόν σώμα της εντός του πυρός. Αφού δε η πυρά εσβέσθη, τότε τινές Χριστιανοί εσήκωσαν κρυφίως το τίμιον αυτής λείψανον και το ενεταφίασαν εντίμως δοξάζοντες τον παντοδύναμον Θεόν.

Γερόντισσα Χαριθέα: Διδαχες


Να επικαλούμαστε τον Θεό και όλα να γίνωνται με την αίσθηση της παρουσίας και της βοήθειάς Του!

Γερόντισσα Χαριθέα (1915-1999), Ηγουμένη Ιεράς Μονής Αγίου Ηρακλειδίου, Λευκωσία.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)


Η Γερόντισσα συνήθιζε να μας θυμίζη κάτι από την Αγία Γραφή, κάθε φορά που δινόταν μια αφορμή, είτε από τις πτώσεις μας, είτε επειδή ήθελε να μας επιστήση την προσοχή. Ο σκοπός της, βέβαια, ήταν πάντοτε ο ίδιος: ο εν Χριστώ σύνδεσμος μεταξύ των μελών της Αδελφότητας.

Όταν διέκρινε ότι κινδυνεύαμε να πέσουμε στην κατάκριση, μας συμβούλευε:
«Έχουμε τα φυσικά μας ιδιώματα, την δική μας αντίληψη και ας μην ξεχνούμε, ότι ο Θεός έδωσε σε άλλο πέντε τάλαντα, σε άλλο δύο και σε άλλο ένα. Αν εσύ έχης πέντε, να ξέρης ότι δεν είναι από την δύναμή σου και έτσι, με αυτό τον λογισμό, είσαι ασφαλισμένος να μην κρίνης τους άλλους.

Και εξάλλου, κάθε φορά που κρίνουμε τους αδελφούς μας, δεν τους βοηθούμε με τον τρόπο μας και, επομένως, βαδίζουμε αντίθετα από την γραμμή του Ευαγγελίου. Δεν μας αναφέρει η Γραφή, «αδελφός υπ’ αδελφού βοηθούμενος ως πόλις οχυρά»; Τι βοήθεια λοιπόν, προσφέρουμε στον αδελφό μας, όταν τον κατακρίνουμε;

Ενώ, αν κάνουμε προσευχή, τον βοηθούμε και ο Θεός βλέπει την διάθεσή μας, την αγάπη και τον βοηθά περισσότερο. Και από αυτή την κατάσταση βέβαια ωφελούμαστε.

Και από αυτή την κατάσταση βέβαια ωφελούμαστε και εμείς. Οφείλουμε να καλλιεργήσουμε τα τάλαντα που πήραμε από τον Θεό και έχουμε ευθύνη για την αξιοποίησή τους. Με την κρίση και την κατάκρισή μας στα καθημερινά γεγονότα, έστω και αν φαινομενικά έχουμε δίκαιο, ο εχθρός χαίρεται.

Να μην αφήνετε τον εχθρό να χαίρεται με τις πτώσεις σας. Είμαστε άνθρωποι και θα πέφτουμε σε λάθη και αμαρτίες. Όμως να προτιμήσης να πεθάνης, παρά να αμαρτήσης. Και όταν αμαρτήσης, όταν πέσης, να βάζης αμέσως μετάνοια, «ίνα μη χαρίσηται ο εχθρός σου επί τη πτώσει σου».
Τι λέει το ψαλτήρι; «Οι εχθροί μου αγαλλιάσονται, εάν σαλευθώ».

Πριν επιχειρήσουμε ακόμη και το πιο απλό και συνηθισμένο πράγμα, να επικαλούμαστε τον Θεό και όλα να γίνωνται με την αίσθηση της παρουσίας και της βοήθειάς Του. Έτσι, μέσα στο πνεύμα της αγάπης είναι αδύνατο να αναπτυχθή το πνεύμα της κατάκρισης.

Δεν μπορείς να κάνης τον άλλο ό,τι και όπως είσαι εσύ. Εξάλλου, αν το δούμε και λίγο πιο πνευματικά, εσύ τι νομίζεις ότι είσαι και κρίνεις τις αδελφές σου και, θέλεις να γίνουν όλες όπως είσαι εσύ; Πρέπει να προσπαθήσης, να προσέξης· και μεταξύ σας να μην έχετε απαίτηση από όλες τις αδελφές να έχουν την ίδια αντίληψη, την ίδια δύναμη και την ίδια διάθεση.

Τόσα μπόρεσε να βάλη μέσα στο δίσσάτσιν* της, όπως μας έλεγε και ο μακαριστός Γέροντάς μας Μακάριος. Όταν τύχαινε καμιά δυσκολία, πάντα μας θύμιζε ο ευλογημένος: «Θα γεμίσουμε το δισσάτσι μας, κόρη. Θα το βάλουμε στον ώμο και θα πάμε. Δεν θα πάμε με το άλογο».

Έτσι, και εμείς να αναλογιζόμαστε τα καθημερινά μας λάθη και να παρακαλούμε τον Θεό, να μας συγχωρέση και να μας αξιώση να σταθούμε ενώπιον της δόξης Του καθαροί. Κάθε νύχτα να αναλογίζεστε, αδελφές, πώς θα σταθούμε ενώπιον του Θεού, μπροστά στις τόσες ευεργεσίες Του; «Τι ανταποδώσωμεν τω Κυρίω περί πάντων, ων ανταπέδωκεν ημίν»;

Νομίζω θα είμαστε αναπολόγητοι μπροστά στην τόση αγάπη και την ανοχή που δείχνει στις καθημερινές παρεκτροπές μας. Ελπίζουμε μόνο στο μεγάλο Του έλεος και στην άμετρή Του ευσπλαγχνία και αγάπη».

* Δισάκκιν [σάκκος, δισακκίδιον]

 ------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Γερόντισσα Χαριθέα: Με το μέτρο της αγάπης είναι εύκολο να ανεχτούμε ο,τιδήποτε!

8 Ιανουαρίου 2021

Γερόντισσα Χαριθέα (1915-1999), Ηγουμένη Ιεράς Μονής Αγίου Ηρακλειδίου, Λευκωσία.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Να είστε γεμάτες χαρά· και θα είστε γεμάτες χαρά όταν δεν βάζετε μπροστά τον εαυτό σας. Στο καταρτίζεσθαι του Αποστόλου, δεν δώσαμε την πρέπουσα σημασία, ώστε ημέρα την ημέρα να καταρτίζουμε και εμείς τον εαυτό μας να γίνουμε καλύτερες, αφήνοντας τον παλαιό άνθρωπο “συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις”.

Σας ακούω καμιά φορά να λέτε, προφασιζόμενες: Σαν [ας] το κάνει αυτή, που είναι διακονία της. Πολλές φορές πέρασα από τον διάδρομο και στο τοιχαράκι είδα ένα δίσκο με κεραστικά.
Προφανώς κάποια θα κέρασε και μετά θα τα άφησε, είτε από απροσεξία είτε από αμέλεια. Όμως, τόσες αδελφές πέρασαν από τον διάδρομο από εκείνη την ώρα; Καμιά όμως δεν θέλησε να σηκώση τον δίσκο.

Όχι έτσι, αδελφές. Να έχετε την ευχή μου! Το Μοναστήρι είναι το σπίτι μας. Θέλω σας [σας θέλω] νοικοκυρές. Ο Θεός αρέσκεται να φροντίζουμε το σπίτι Του, που είναι και δικό μας σπίτι.

Πάντοτε θυμάμαι ένα στιχηρό της Παρακλητικής του βαρέος ήχου και είναι πολύ ωφέλιμο: “ώσπερ θησαυρούς, τας βασάνους προαρπάζοντες”. Οι μάρτυρες θησαυρούς έβλεπαν τα βάσανα.

Και εμείς έτσι καλούμαστε να βλέπουμε τις δουλειές μας. Να ψάχνουμε να αρπάζουμε τις ευκαιρίες, έστω και για να ξεκουράσουμε μια αδελφή.

Το Μοναστήρι είναι το σπίτι μας και πρέπει να έχη εμφάνιση· το κάθε πράγμα εν τω οικείω τόπω. Αυτά όλα όμως, θέλουν κόπο και θυσίες για να γίνουν.

Εμείς αυτά τα απλά πράγματα δεν τα κάνουμε πολλές φορές, ενώ οι μάρτυρες; Ώσπερ θησαυρούς τας βασάνους προαρπάζοντες. Έτσι πρέπει να αγωνιζόμαστε. Να έχουμε πάντοτε προ οφθαλμών μας τον αγώνα αυτών των ανθρώπων.

Και να μην ξεχνούμε ότι και αυτοί άνθρωποι σαν και εμάς ήταν, με σώμα φθαρτό και γήινο, όμως η μεγάλη τους αγάπη στο Θεό, τους έδωσε την δύναμη να αψηφήσουν κάθε πόνο πρόσκαιρο.

Να συγκρίνουμε την ζωή μας με την ζωή των Αγίων μαρτύρων. Αγωνιζόμαστε έτσι; Δίνουμε τόσο πολύ τον εαυτό μας στον Θεό; Είναι θυσία η πνευματική ζωή, μα είναι και χαρά ανεκλάλητη.

Ας παραμερισθούν οι εγωισμοί, ας υπομένουμε, ας αδικούμαστε και ας υποφέρουμε για την αγάπη του Χριστού μας.

Με το μέτρο της αγάπης είναι εύκολο να ανεχτούμε ο,τιδήποτε· και τα άγια λόγια της Γραφής, ας είναι πάντα μπροστά μας· με ένα καλό τρόπο, με μια πνευματική συνεννόηση να προλαμβάνουμε τα σκάνδαλα.

Είπα, είναι θυσία η μοναχική πολιτεία· θυσία με την κυριολεκτική της έννοια.

Απόσπασμα από το βιβλίο η “Μακαριστή Γερόντισσα Χαριθέα”, έκδοση Ιεράς Μονής Αγίου Ηρακλειδίου, Λευκωσία, Κύπρος.

πηγη.ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ

Μοναχή Μαρία Στυλιανοπούλου («Μαρία η ψηλή»)


Φέτος κλείνουν 12 χρόνια από την εις Κύριον εκδημίαν της Μοναχής Μαρίας Στυλιανοπούλου (γνωστή σε όλους ως Μαρία η ψηλή).
Ο Κύριος της ζωής και του θανάτου παρέλαβε πλησίον του την πιστήν δούλην του Μαρίαν εις την ουράνιον βασιλείαν Του προς ανάπαυσιν και ευφροσύνην αιώνιον. Καίτοι έπασχε καθ΄ όλην την διάρκεια της ζωής της από βαρυτάτην νόσον, εν τούτοις διήλθε τον επί γης μαρτυρικόν της βίον με ζήλον θαυμαστόν, με υπομονήν ιώβειον, με έργα αγάπης προς τον πλησίον, με ιεραποστολική δράσι και προσφορά. Επέτυχε με την βοήθεια του Κυρίου να ευαρεστήση στον Θεό και τους ανθρώπους. Καίτοι δεν είχε υλικά αγαθά και ασφαλή υγεία ήταν πλούσια σε πίστη και ευσέβεια, σε αρετές και έργα ευποιΐας. Ήταν απλή στους τρόπους, ταπεινή κατά την καρδιά, γεμάτη αγάπη Χριστού προς τον συνάνθρωπον και διατελούσε σε πνευματική εγρήγορσι, προσευχή, μελέτη του θείου λόγου και των πατερικών έργων. Έσπειρε εδώ στην γη με δάκρυα, και θερίζει ήδη με αγαλλίαση στους ουρανούς.
Άξιον υπογραμμίσεως είναι το γεγονός ότι ασπάστηκε και το Μοναχικό Σχήμα. Αυτή της η πράξις αποτελεί ομολογία πίστεως και αγάπης προς τον Θεόν.
Είθε και εμείς, αγαπητοί, να επιδείξουμε τον ζήλον διά την τήρησι των εντολών του Θεού, την απόκτησι των αρετών και αξιοποιήσουμε τον χρόνον της ζωής μας, όπως και η αξιομακάριστος και αείμνηστος εν Χριστώ αδελφή μας Μαρία, το «διαμάντι» του Χριστού στην εποχή μας.

Βιογραφικά στοιχεία
Στην συνέχεια μεταφέρονται λίγα στοιχεία βιογραφικά πού παρέχουν πολύτιμα διδάγματα προς όλους μας.
Η αδελφή Μαρία γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου του 1947 στην κατεχόμενη κωμόπολη της Κυθραίας. Εκ γενετής είχε όγκο στην υπόφυση του εγκεφάλου πού της έφερε τον γιγαντισμό. Κάτι σπάνιο και παράξενο για την εποχή μας. Οι θεραπείες πού έγιναν εδώ και στο εξωτερικό δεν έφεραν κανένα θετικό αποτέλεσμα, παρά μόνον ταλαιπωρίες και πόνους.
Από τα παιδικά της χρόνια υπέφερε όχι τόσο σωματικά αλλά ψυχικά, από τον χλευασμό, την κοροϊδία και τα κρυφά γέλια του κόσμου. Δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει εκτός από το περιβάλλον της. Ποτέ όμως δεν απάντησε σε κανένα, ποτέ δεν θύμωσε, μόνο μέσα της βαθειά πονούσε και έκλαιγε.
Ύστερα ήλθε η προσφυγιά για να επιδεινώσει την κατάστασή της. Έφυγε από τον τόπο πού την ήξεραν και την εκτιμούσαν, εστερήθηκε τους φίλους της και τους ανθρώπους πού την αγαπούσαν και βρέθηκε σ΄ ένα άγνωστο μέχρι τότε γι΄ αυτήν μέρος. Όμως η πολλή μεγάλη ψυχική δύνα¬μη πού είχε, η αγωνιστικότητά της, η πίστις της, η αγάπη της για τον Θεό και τον άνθρωπο, την έκαναν να τα ξεπεράση όλα, να σταθή στα πόδια της, ν΄ αγνοήση τους χλευασμούς και ν΄ αρχίση μια νέα ζωή στην προσφυγιά. Μια ζωή γεμάτη προσφορά αγάπης στον άνθρωπο, όποιο και αν ήταν το κόστος γι΄ αυτήν.
Η υγεία της κλωνίζεται σιγά-σιγά, οι πόνοι γίνονται αβάστακτοι, η μετακίνηση της δύσκολη, αλλά αυτά τα α¬γνοεί μπροστά στην σημαντική ιεραποστολική της διακο¬νία.
Ο πόνος με τον καιρό έγινε ο αχώριστος σύντροφός της. Νύκτες ολόκληρες καθόλου δεν μπορεί να ξαπλώση. Το βασανισμένο της σώμα δεν αναπαύεται. Ούτε ένα βήμα δεν μπορεί τώρα να κάνη. Κινείται μόνο με αναπηρική καρέκλα. Συμφιλιώθηκε δμως με τον πόνο. Ποτέ δεν γόγγυσε και δεν διαμαρτυρήθηκε. Την προσωπική της ξεκούραση την αψηφούσε μπροστά στην αγάπη της για τους συνανθρώπους της πού την επλησίαζαν. Όλους τους συμβούλευε και νουθετούσε με διάκριση, τους βοηθούσε με πνευματική αρχοντιά και καθοδηγούσε με λεπτότητα και μητρική αγάπη. Όταν βρισκόταν κανείς κοντά της και συνομιλούσε διεπίστωνε την ευφυΐα της, την πλατειά της αντίληψη σ΄ όλα τα θέματα, το γερό μνημονικό της και το χαριτωμένο χιούμορ της.
Τους δύο τελευταίους μαρτυρικούς μήνες πού τους πέρασε ακίνητη στο κρεβάτι του Νοσοκομείου έδειξε όλο το μεγαλείο της υπομονής, της καρτερίας και της αγάπης της στον Θεό. Δεν βαρυγγόμησε ποτέ και συνεργαζόταν άψογα με τους γιατρούς και νοσοκόμους μέχρι και τις τελευταίες της ώρες. Το σώμα της γέμισε πληγές, τα πόδια της έλιωσαν και καθόλου δεν μπορούσε να κινηθή. Τίποτε σωστά δεν λειτουργούσε στον οργανισμό της, μόνον η φωνή της και η διαύγεια του πνεύματος της έμειναν μέχρι το τέλος, για να θυμίζουν τα μεγάλα τα της πίστεως, υπομονής, προσευχής και αγάπης κατορθώματα. Και σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές είχε την φροντίδα πολλών, την δε παραμονήν της αναχωρήσεως της έδωσε εις εν Χριστώ επισκέπτην το ποσόν των 105 Κυπριακών λιρών υπέρ του μικρού ιεραποστολικού έργου τής Ορθοδόξου Κυψέλης.
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός την παρέλαβε στην Βασιλεία Του τα ξημερώματα της 20ης Ιανουαρίου του 1998, αφήνοντας πίσω της ορφανεμένες τις ψυχές πού την αγάπησαν και την πόνεσαν. Η έλλειψή της είναι αισθητή και το κενό της απουσίας της ευχόμεθα να το αναπλήρωση ο Θεός με άλλο κατάλληλο πρόσωπο πού θα παρουσίαση.
Γενικά η αδελφή Μαρία εβίωσε κατά το θέλημα του Θεού σε όλη της την ζωή. Το φωτεινό της παράδειγμα προς μίμησι και αντιγραφή μας.
Της αξιομακαρίστου αδελφής Μαρίας η μνήμη είθε να είναι αιωνία, η δε μερίς αυτής μετά των δικαίων και αγίων Αγγέλων.

Πηγή: Σ.Κ., Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ο Κύριος της ζωής και του θανάτου παρέλαβε πλησίον του την πιστήν δούλην του Μαρίαν εις την ουράνιον βασιλείαν Του προς ανάπαυσιν και ευφροσύνην αιώνιον. Καίτοι έπασχε καθ΄ όλην την διάρκεια της ζωής της από βαρυτάτην νόσον, εν τούτοις διήλθε τον επί γης μαρτυρικόν της βίον με ζήλον θαυμαστόν, με υπομονήν ιώβειον, με έργα αγάπης προς τον πλησίον, με ιεραποστολική δράσι και προσφορά. Επέτυχε με την βοήθεια του Κυρίου να ευαρεστήση στον Θεό και τους ανθρώπους. Καίτοι δεν είχε υλικά αγαθά και ασφαλή υγεία ήταν πλούσια σε πίστη και ευσέβεια, σε αρετές και έργα ευποιΐας. Ήταν απλή στους τρόπους, ταπεινή κατά την καρδιά, γεμάτη αγάπη Χριστού προς τον συνάνθρωπον και διατελούσε σε πνευματική εγρήγορσι, προσευχή, μελέτη του θείου λόγου και των πατερικών έργων. Έσπειρε εδώ στην γη με δάκρυα, και θερίζει ήδη με αγαλλίαση στους ουρανούς.

Άξιον υπογραμμίσεως είναι το γεγονός ότι ασπάστηκε και το Μοναχικό Σχήμα. Αυτή της η πράξις αποτελεί ομολογία πίστεως και αγάπης προς τον Θεόν.

Προσωπογραφία μακαριστής Μοναχής Μαρίας Στυλιανοπούλου (20/07/1947 – 20/01/1998)

Προσωπογραφία μακαριστής Μοναχής Μαρίας Στυλιανοπούλου (20/07/1947 – 20/01/1998)

Είθε και εμείς, αγαπητοί, να επιδείξουμε τον ζήλον διά την τήρησι των εντολών του Θεού, την απόκτησι των αρετών και αξιοποιήσουμε τον χρόνον της ζωής μας, όπως και η αξιομακάριστος και αείμνηστος εν Χριστώ αδελφή μας Μαρία, το «διαμάντι» του Χριστού στην εποχή μας.

 

Βιογραφικά στοιχεία

Στην συνέχεια μεταφέρονται λίγα στοιχεία βιογραφικά πού παρέχουν πολύτιμα διδάγματα προς όλους μας.

Η αδελφή Μαρία γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου του 1947 στην κατεχόμενη κωμόπολη της Κυθραίας. Εκ γενετής είχε όγκο στην υπόφυση του εγκεφάλου πού της έφερε τον γιγαντισμό. Κάτι σπάνιο και παράξενο για την εποχή μας. Οι θεραπείες πού έγιναν εδώ και στο εξωτερικό δεν έφεραν κανένα θετικό αποτέλεσμα, παρά μόνον ταλαιπωρίες και πόνους.

Από τα παιδικά της χρόνια υπέφερε όχι τόσο σωματικά αλλά ψυχικά, από τον χλευασμό, την κοροϊδία και τα κρυφά γέλια του κόσμου. Δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει εκτός από το περιβάλλον της. Ποτέ όμως δεν απάντησε σε κανένα, ποτέ δεν θύμωσε, μόνο μέσα της βαθειά πονούσε και έκλαιγε.

Ύστερα ήλθε η προσφυγιά για να επιδεινώσει την κατάστασή της. Έφυγε από τον τόπο πού την ήξεραν και την εκτιμούσαν, εστερήθηκε τους φίλους της και τους ανθρώπους πού την αγαπούσαν και βρέθηκε σ΄ ένα άγνωστο μέχρι τότε γι΄ αυτήν μέρος. Όμως η πολλή μεγάλη ψυχική δύναμη πού είχε, η αγωνιστικότητά της, η πίστις της, η αγάπη της για τον Θεό και τον άνθρωπο, την έκαναν να τα ξεπεράση όλα, να σταθή στα πόδια της, ν΄ αγνοήση τους χλευασμούς και ν΄ αρχίση μια νέα ζωή στην προσφυγιά. Μια ζωή γεμάτη προσφορά αγάπης στον άνθρωπο, όποιο και αν ήταν το κόστος γι΄ αυτήν.

Η υγεία της κλονίζεται σιγά-σιγά, οι πόνοι γίνονται αβάστακτοι, η μετακίνηση της δύσκολη, αλλά αυτά τα αγνοεί μπροστά στην σημαντική ιεραποστολική της διακονία.

Ο πόνος με τον καιρό έγινε ο αχώριστος σύντροφός της. Νύκτες ολόκληρες καθόλου δεν μπορεί να ξαπλώση. Το βασανισμένο της σώμα δεν αναπαύεται. Ούτε ένα βήμα δεν μπορεί τώρα να κάνη. Κινείται μόνο με αναπηρική καρέκλα. Συμφιλιώθηκε όμως με τον πόνο. Ποτέ δεν γόγγυσε και δεν διαμαρτυρήθηκε. Την προσωπική της ξεκούραση την αψηφούσε μπροστά στην αγάπη της για τους συνανθρώπους της πού την επλησίαζαν. Όλους τους συμβούλευε και νουθετούσε με διάκριση, τους βοηθούσε με πνευματική αρχοντιά και καθοδηγούσε με λεπτότητα και μητρική αγάπη. Όταν βρισκόταν κανείς κοντά της και συνομιλούσε διεπίστωνε την ευφυΐα της, την πλατειά της αντίληψη σ΄ όλα τα θέματα, το γερό μνημονικό της και το χαριτωμένο χιούμορ της.

Monah_i Maria Stylianopoulou (psili) 02Τους δύο τελευταίους μαρτυρικούς μήνες πού τους πέρασε ακίνητη στο κρεβάτι του Νοσοκομείου έδειξε όλο το μεγαλείο της υπομονής, της καρτερίας και της αγάπης της στον Θεό. Δεν βαρυγγόμησε ποτέ και συνεργαζόταν άψογα με τους γιατρούς και νοσοκόμους μέχρι και τις τελευταίες της ώρες. Το σώμα της γέμισε πληγές, τα πόδια της έλιωσαν και καθόλου δεν μπορούσε να κινηθή. Τίποτε σωστά δεν λειτουργούσε στον οργανισμό της, μόνον η φωνή της και η διαύγεια του πνεύματος της έμειναν μέχρι το τέλος, για να θυμίζουν τα μεγάλα τα της πίστεως, υπομονής, προσευχής και αγάπης κατορθώματα. Και σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές είχε την φροντίδα πολλών, την δε παραμονήν της αναχωρήσεως της έδωσε εις εν Χριστώ επισκέπτην το ποσόν των 105 Κυπριακών λιρών υπέρ του μικρού ιεραποστολικού έργου τής Ορθοδόξου Κυψέλης.

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός την παρέλαβε στην Βασιλεία Του τα ξημερώματα της 20ής Ιανουαρίου του 1998, αφήνοντας πίσω της ορφανεμένες τις ψυχές πού την αγάπησαν και την πόνεσαν. Η έλλειψή της είναι αισθητή και το κενό της απουσίας της ευχόμεθα να το αναπλήρωση ο Θεός με άλλο κατάλληλο πρόσωπο πού θα παρουσίαση.

Γενικά η αδελφή Μαρία εβίωσε κατά το θέλημα του Θεού σε όλη της την ζωή. Το φωτεινό της παράδειγμα προς μίμησι και αντιγραφή μας.

Της αξιομακαρίστου αδελφής Μαρίας η μνήμη είθε να είναι αιωνία, η δε μερίς αυτής μετά των δικαίων και αγίων Αγγέλων.

Πηγή: Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη

Μαρτυρία Μητροπολίτου Λεμεσού Αθανασίου

Αυτή η κοπέλα, μια αγία ψυχή, ήταν πανύψηλη, ήταν γίγαντας. Βέβαια στο τέλος καμπούριασε, περπατούσε με σίδερα, μετά με καροτσάκι. Εγώ την πρόλαβα πού περπατούσε ίσια. Είχε γιγαντισμό, ήταν παραμορφωμένη. Τα παπούτσια της, έχω ένα παπούτσι της στο μοναστήρι, ήταν 57 νούμερο, τόσο πράγμα σαν βάρκα, η παλάμη της ήταν 3 φορές μεγαλύτερη από την δική μου.

Monah_i Maria Stylianopoulou (psili) 03

Να σας πω πώς την γνωρίσαμε. Είχαμε έναν δικό μας μοναχό τον π. Νήφωνα, ο οποίος πουλούσε μήλα σε σακούλια όταν ήταν πρώτη Λυκείου και πήγε να πουλήσει μήλα. Χτύπησε την πόρτα και την άνοιξε η Μαρία, μόλις την είδε από τον φόβο του, της πέταξε τα μήλα κι όπου φύγει φύγει. Ήταν όμως η αιτία να γνωριστούν και να συνδεθούν πνευματικά και αργότερα μέσω αυτού να γνωρίσομεν και εμείς την μακαριστή Μαρία.

Αυτή η κοπέλα, ήταν μια αγία ψυχή, πραγματικά μια αγία, παρ’ όλο που ήταν ένα τέρας εξωτερικά, και το πρόσωπο της ήταν αλλοιωμένο ακόμη και τα μικρά παιδιά δεν την φοβόντουσαν. Ανέπαυε πολύ κόσμο. Ήταν δηλαδή… μια πνευματική μητέρα με όλη την σημασία της λέξεως.

Αυτή η κοπέλα ήταν μία τυπικά χριστιανή στα πρώτα χρόνια και η μητέρα της καλή χριστιανή. Όταν μεγάλωσε και μεγάλωνε και έγινε δυσθεώρητη, έγινε 2.30 μ., αφού στο Νοσοκομείο έβαλαν δύο κρεββάτια τα ένωσαν για να την χωρέσει, όταν πέθανε το φέρετρό της ήταν από εδώ μέχρι εκεί πού είναι η καρέκλα.

Την ζήτησαν στην Αμερική και πήγε, με έξοδα της Κυβερνήσεως, για εξετάσεις. Για να ερευνήσουν το φαινόμενο. Συνήλθαν εκεί οι μεγάλοι γιατροί κ.τ.λ. κι άλλος έλεγε γιγαντισμό κι άλλος διάφορες θεωρίες. Δεν μπορούσαν όμως επακριβώς να δουν τί έπαθε η Μαρία κι έγινε τόσο μεγάλο πράγμα, τόσο μεγάλος άνθρωπος. Και βέβαια της είπαν τότε πώς είχε ένα πρόβλημα. Όλο το κεφάλι της μέσα είχε όγκο, ο οποίος πίεζε τα μάτια και θα έχανε το φως της, θα τυφλωνόταν.

Οι Αμερικάνοι προσφέρθηκαν να αγοράσουν τον σκελετό της και αυτή λυπήθηκε πάρα πολύ, όταν το άκουσε, γιατί ήταν ένα φαινόμενο γι΄ αυτούς έτσι να την διατηρήσουνε για λόγους επιστημονικούς.

Σ΄ αυτήν την κατάσταση επέστρεψε στην Αθήνα μετά από την Αμερική, και μια κοπέλα της λέει εκεί, δεν πάμε να δούμε το γέρο Πορφύριο στην Πεντέλη; Η Μαρία δεν είχε ιδέα από γέροντες κι απ΄ αυτά τα πράγματα, και της λέει: τί να μου πει κι αυτός ο γέρος! Με πήγαν στην Αμερική και με είδαν τόσοι επιστήμονες, τί να μου πει κι αυτός ο γέρος! Έλα πάμε, είναι και τυφλός και δεν μιλάει και καλά. Η Μαρία είπε, είναι και τυφλός και δεν ακούει και καλά… Η Μαρία, ήταν σε μια κατάσταση απελπισίας, τέλος πάντων από δώ από κει την έπεισαν να πάει.

Πήγε λοιπόν, και μαζί της πήγε η μητέρα της πού ζει ακόμα (σημείωση πλέον έχει κοιμηθεί), η κ. Κωνσταντία, μια μοναχή κι η κοπέλα εκείνη πού πήγε κι άλλοι δύο άνθρωποι.

Πήγαν στο κελί του γέροντα, ήταν τυφλός ο γέροντας Πορφύριος κι όταν μπήκαν μέσα της λέει: γιατί σου έλεγε η φίλη σου να έρθεις και δεν ερχόσουν και της είπε ακριβώς τί έλεγε η Μαρία. Αύτη ντράπηκε και της λέει τί έπαθες; Λέει, γέροντα θα χάσω το φως μου κι έκλαιγε. Της λέει, όχι παιδί μου το φως σου, τα κόκκαλά σου θα σπάζουν… Του λέει, όχι γέροντα, τα κόκκαλά μου είναι γερά, δεν έχουν τίποτα τα οστά μου, το φως μου θα χάσω. Της άπαντα όχι το φως σου, τα οστά σου. Αυτή το επαναλαμβάνει τρίτη φορά, γέροντα το φως μου.

– Όχι το φως σου, τα οστά σου θα συντρίβουν. Αυτή δεν καταλάβαινε.

Της λέει ο γέροντας, γονάτισε. Γονάτισε όπως μπόρεσε κι ο γέροντας έβαλε τα χέρια του πάνω στο κεφάλι της κι άρχισε να προσεύχεται. Και μου έλεγε η Μαρία, αισθανόταν μέσα το κεφάλι της να βράζει ολόκληρο, οπότε της λέει ο γέροντας: δεν θα χάσεις το φως σου, τα οστά σου θα βγουν, θα τρίβονται τα οστά σου. Αύτη δεν πίστεψε. Λέει ο π. Πορφύριος, από που το έπαθες αυτό, σου είπαν οι γιατροί; Του απάντησε: γέροντα οι γιατροί δεν βρήκαν την αιτία, είπαν γιγαντισμός είναι, δεν βρήκαν την αιτία.

Λέει στην μητέρα της: εσύ θυμάσαι πού ήσουν έγκυος στην Μαρία; Η Μαρία ήταν 43 ετών τότε, λέει η μητέρα της ε! θυμούμαι. Της λέει θυμάσαι, όταν ήσουν δύο μηνών πού έκανες πολλούς εμετούς; Θυμάμαι αμυδρά γέροντα. Θυμάσαι πού σε πήγε ο άντρας σου σε έναν γιατρό; πού να θυμάμαι τώρα τον γιατρό; και αρχίζει ο γέροντας να της περιγράφει: θυμήσου που κατεβαίνατε με λεωφορείο από το χωριό σας, κατεβαίνατε σε μια πλατεία και της περιγράφει την πλατεία πριν από 42 χρόνια, σε πήρε ο άντρας σου και σε πήγε στον τάδε δρόμο κι άρχισε να της διηγείται τον δρόμο κι η Κωνσταντία άρχισε να θυμάται τον δρόμο εκείνο, σε πήγε σ΄ έναν τόπο πού η πόρτα ήταν πράσινη, στο ιατρείο του ανθρώπου εκείνου. Μπήκες μέσα και του είπες ότι κάνεις πολλούς εμετούς από την εγκυμοσύνη και σου έδωσε ένα φακελάκι με χάπια, με 15 χάπια μέσα, τα θυμάσαι; λέει θυμάμαι γέροντα. Λέει ο Γέροντας τα χάπια εκείνα ήταν χάπια επιληψίας, έκανε λάθος ο γιατρός, τα ήπιες και παραμορφώθηκε το έμβρυο γι΄ αυτό κι έγινε έτσι η κόρη σου. Και πραγματικά, το έστειλαν το μήνυμα αυτό στην Αμερική, κι ήταν πραγματικώς επιστημονικά. Αυτή όμως μετά τελικά τί έγινε; Σταμάτησε να χάνει το φως της κι άρχισε να τρίβονται τα κόκκαλά της. Μια φορά ήμουν παρών εγώ, πού ένα κόκκαλο από την πλάτη της τρύπησε το δέρμα της και βγήκε έξω, συντρίβονταν τα κόκκαλά, διαλύονταν τα κόκκαλά, όπως ακριβώς της είχε πει ο π. Πορφύριος. Ο γέροντας, όταν βγήκε η Μαρία έξω, είπε: αυτή είναι μια αγία, και περιέγραψε την Μαρία.

 

Επικήδειος Λόγος εις την κηδείαν της Μοναχής Μαρίας († 20 Ιανουαρίου 1998)

Αρχιμανδρίτου Εφραίμ, Καθηγουμένου Ιεράς Μεγίστης Μονής του Βατοπαιδίου

Αγαπητή μας Μαρία,

Σου απευθύνομαι πρόσωπον προς πρόσωπον, διότι γνωρίζω ότι η ψυχή σου, το πνεύμα σου είναι παρούσα σ΄ αυτή την πνευματική συνάθροιση που οι πνευματικοί μας αδελφοί συνοιθρήσθησαν για να σου απονέμουν τον τελευταίο ασπασμό.

Gerontas Iosif Vatopaidinos & Monah_i Maria Stylianopoulou (psili) 04Ο τελευταίος ασπασμός, αγαπητή μας εν Χριστώ αδελφή Μαρία, απονέμεται μόνο στο πολύαθλο σώμα σου, διότι η ψυχή σου είναι ζώσα και ευρίσκεται μαζί με το Χριστό και τους αγίους και περιμένει την κοινή ανάσταση για να αναστηθεί και αυτό και συνδοξασθεί συν πάσι τοις αγίοις.

Αγαπητή μας Μαρία,

Αν και ζούσες στον κόσμο εν τούτοις δεν ήσουν εκ του κόσμου, αλλά κατόρθωσες -το και δυσκατόρθωτον- να μεταθέσεις το πολίτευμά σου στον ουρανό και να αγαπήσεις εξ όλης σου της ψυχής τον Κύριο μας και να τον κάνεις νυμφίον σου και πατέρα και μητέρα και αδελφόν και φίλον και ο Οποίος σε ηξίωσε της απροσμετρήτου δωρεάς του μεγάλου και αγγελικού σχήματος διά των χειρών του σεβαστού Γέροντός μας Ιωσήφ. Συνεδέθημεν πνευματικώς και ο σεβαστός Γέροντας Ιωσήφ είναι κοινός μας πατέρας. Ως εκ τούτου είσαι και σύ μέλος της αγιορείτικης αδελφότητάς μας και θα εξακολουθήσεις να παραμένεις εις τον μέλλοντα αιώνα.

Κατά την συμμετοχήν σου στο μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως πάντοτε άφηνες να εκχυθεί ο πόθος σου τον οποίον είχες για τον Χριστόν. Η φιλόθεος ψυχή σου πάντοτε επτερύγιζε στους ουρανούς, καίτοι έζης εν μέσω γενεάς σκολιάς και διεστραμμένης. Δεν παρεσύρθης από τα ωραία του κόσμου, τον πλούτον, τας ηδονάς, την ματαίαν δόξαν… Ο Κύριός μας σου επεφύλαξε φρικτόν μαρτύριον καθ’ όλην την ενταύθα ζωήν σου. Ποτέ δεν γόγγυσες, ποτέ δεν μεμψιμοίρησες, αλλά όλα σου τα δεινά, τα μετέθετες στον Θεόν και τα έκανες συνάλλαγμα προς εξαγοράν της βασιλείας των ουρανών. Και τώρα ιδού, η ώρα του θερισμού έφθασε, ευφράνθητι Μαρία και σκίρτησον εις τας αγκάλας του Νυμφίου Σου Χριστού, του οποίου το κάλλος ηράσθης. Δράμε ωσεί έλαφος προς τας πηγάς των υδάτων για να τρυγήσεις τους καρπούς των μαρτυρικών σου σωματικών πόνων και κόπων, των αέναων προσευχών σου, της αγάπης πού σαν γνησία μητέρα επεδείκνυες προς όλους τους πάσχοντας και θλιβομένους. Μαρτυρούν οι ίδιοι οι εν Χριστώ αδελφοί σου, γι΄ αυτό και ευρίσκονται πέριξ του πολυάθλου σου σκήνους για να δώσουν τον τελευταίο ασπασμό, σαν άλλην συμμαρτυρία για να εισέλθεις μετά παρρησίας εις το ενδότερον του καταπετάσματος «ένθα πρόδρομος υπέρ ημών εισήλθεν Ιησούς αιωνίαν λύτρωσιν ευράμενος». Κατατρύφησον του Κυρίου Μαρία και χοροβάτησον ωσεί αμνός εις τα όσα ωραία σου ητοίμασεν ο Δεσπότης Χριστός, ως αντάμειψιν της σταυροφόρου ζωής σου, τα οποία «ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη», διότι έγνω ο Κύριος ότι τον ηγάπησες πολύ.

Εκεί στην αιώνιον σου δόξαν πέριξ του θρόνου του Θεού μέμνησο και ημών των ταπεινών αδελφών σου, που ακόμη ευρισκόμεθα στο στάδιο του αγώνος και ο φόβος είναι εναργής και το τέλος αβέβαιον, ίνα και ημείς καταντήσωμεν εις άνδρα τέλειον εις μέτρον του πληρώματος του Χριστού και ομοθυμαδόν εν εκείνη τη ημέρα ακούσωμεν το «Ευ δούλε αγαθέ και πιστέ· επ’ ολίγα ης πιστός επί πολλών σε καταστήσω· είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου», καθώς και συ σήμερον το ακούεις. Γένοιτο. Αμήν.

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

.Λίγα λόγια αγάπης για το βίο 

και την προσωπικότητα της αδελφής 

Μαρίας Μοναχής.


μοναχού Νήφωνος βατοπαιδινού

Όταν ο Ιησούς μας συνάντησε τον εκ γενετής τυφλόν «ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες· ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος η οι γονείς αυτού ίνα τυφλός γεννηθή; απεκρίθη ο Ιησούς· ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε oι γονείς αυτού, αλλ΄ ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ».
Τα λόγια αυτά του Κυρίου μας εκπληρώνονται και στην αγαπητήν μας αδελφήν Μαρίαν, η οποία πέρασε από αυτήν την γήν σαν ένα άστρον λαμπρόν και έζησε μεταξύ μας διά να φανερωθούν διά της μεγάλης της υπομονής και καρτερίας και της αγογγύστου συνεχούς άρσεως του μεγάλου σταυρού της, τα έργα πού η δύναμις και η αγαθότης του Θεού εργάζεται.
Η αδελφή Μαρία υπήρξε όντως ψηλή. Όπως στο σώ¬μα έτσι και στην ψυχή. Το ότι έπασχε, το ότι πονούσε συ¬νεχώς, το ότι υπέμεινε δοξολογώντας τον Θεόν, αυτό όλοι το βλέπαμε και θαυμάζαμε. Χωρίς να μπορεί κανείς να φανταστή το μέγεθος και την δυνατότητα των πόνων και της θλίψεώς της.
Τα έργα όμως της αγάπης της, την έγνοιά της για κάθε ένα πού έπασχε σωματικά ή πνευματικά, την μέριμνα της για κάθε ένα μοναστηράκι πού γνώρισε, την ελεημοσύνη της, την ταπείνωσί της, την ιεραποστολή της, την πνευματική βοήθεια πού έδιδε στους ανθρώπους πού την πλησίαζαν, κάθε τάξεως και αξιώματος, αλλά πιο πολύ τον πόθο της για πνευματική προκοπή, την αγωνία της μήπως δεν βαδίζη σωστά τον δρόμο της σωτηρίας! Τους με κόπο πνευματικούς της αγώνες, την μεγάλη αγάπη της για τον Χριστό μας και τις πνευματικές αντιλήψεις πού είχε απ΄ Αυτόν, αυτά λίγοι τα γνωρίζουν και νομίζω λίγα γνωρίζουν. Τα πολλά τα γνωρίζει ο δωρεοδότης Χριστός μας, πού μέχρι τέλους της έδωσε την δύναμι να είναι ένα φωτεινό παράδειγμα για όλους μας, στην συνέχισι του αγώνος μας για την σωτηρία της αθανάτου ψυχής μας, μέσα στους δύσκο¬λους και αποκαλυπτικούς καιρούς πού ζούμε.
Επειδή είχα την ιδιαίτερη ευλογία… από τον Κύριο μας, να είμαι μέσα σ΄ αυτούς τους λίγους πού γνώρισαν λίγο περισσότερο και λίγο ενωρίτερα την αδελφή μας Μαρία, και μετά την προτροπή του αγαπητών εν Χριστώ αδελφών να γράψωμε κάτι εις μνημόσυνον αιώνιον, θεώρησα ότι θα ή¬ταν άδικο για τους αγωνιζόμενους αδελφούς μας να κρύψω αυτά πού γνωρίζω για τις προαναφερθείσες αρετές της α¬δελφής μας Μαρίας, ιδίως τώρα πού δεν υπάρχει ο κίνδυ¬νος να την βλάψωμε πνευματικά, εφ΄ όσον αναπαύεται πλέ¬ον στας αιωνίους μονάς και απολαμβάνει τον μισθόν των κόπων της.
Δεν θα πω τίποτε δικό μου. Αργότερα ίσως μας βοηθήση ο Θεός να γράψωμε κάτι περισσότερο. Απλώς θα στα¬χυολογήσω πολύ λίγα από τις επιστολές της πού δείχνουν το μεγαλείο της ψυχής της και τον τρόπο πού αντιμετώπιζε την άρσι του σταυρού της, κατόπιν βέβαια και της ευλογίας του Γέροντός μου.

Το μεγάλο της μαρτύριο και η δοξολογία της προς τον Θεό.
1. Από την Βοστώνη όπου είχε πάει για θεραπεία σε μία πολύ δύσκολη κατάστασι η οποία ίσως οδηγούσε σε πολύωρη εγχείρησι γράφει στις 3.10.1985 «Από την ημέρα πού πήρα την απόφασι να ΄ρθώ για θεραπεία, πιστεύω ότι θα με βοηθήσουν οι άγιοι. Υπόσχομαι ότι δεν θα γογγύσω και δεν θα παύσω να δοξάζω τον Κύριόν μας και την μανούλλα μας».
2. «Πέρσι έτσι καιρό χαροπάλευα και μόνο οι προσευ¬χές των πατέρων με σώσαν. Βέβαια ο θάνατος είναι μαζί μας και δεν μας φοβίζει, αλλά να ετοιμαστούμε.
…Τώρα τελευταία έχω πολύ άσχημες αναλύσεις. Ο γιατρός μου λέει: «Ο Θεός μεθ’ ημών». Τα άφησα όλα στον Κύριο γι΄ αυτό και ζω και μιλώ. Η ψυχή μου είναι βαριά, γεμάτη πόνο και θλίψι, μα την κλείνω ερμητικά με την δύναμι της προσευχής. Από τον αγώνα πού κάνετε εσείς (οι μοναχοί) παίρνω κουράγιο και γίνομαι και ΄γώ άλλος άνθρωπος» (9.10.1986).
3. «…Τώρα πού σου γράφω είμαι στο στρώμα, υποφέρω τρομερά από τα έντερά μου. Είναι Θεοφάνεια και ΄γώ είμαι στο στρώμα. Σκέφτεσαι πόσο αμαρτωλή είμαι να στερηθώ την λειτουργία αυτή. Οι πόνοι μου είναι τρομεροί. Εύχομαι νάναι κάτι πού περνά. Δόξα τω Θεώ» (6.1.1987).
4. «Τα δικά μου νέα περί υγείας όχι καλά. Μετακινού¬νται τα οστά ψηλά στην πλάτη μου και κάτω αριστερά και σκύβω πιο πολύ με φρικτούς πόνους. Δόξα σοι ο Θεός, ας γίνη το θέλημά Του και τον ευχαριστώ πού με θυμήθηκε γιατί είμαι πολλή ανεπρόκοπη στα πνευματικά μου καθήκο¬ντα» (1990).
5. «Εγώ με τις αμαρτίες μου, πού φαίνεται να είναι πολλές και δεν θα μετανόησα σωστά, βασανίζομαι και υποφέ¬ρω τα μέγιστα. Από την κορτιζόνη πού παίρνω αφαιρείται όλον το ασβέστιον και τα οστά μένουν κούφια και η αυξη¬τική ορμόνη πιέζει τα οστά και σπάζουν και εξαρθρώνο¬νται και μετακινούνται και η Μαρία η ψηλή έχει γίνει η Μαρία η καμπούρα. Οι πόνοι μου είναι πολλοί και η ψυχι¬κή οδύνη, πού δεν μπορώ να κινηθώ να κάνω τα απαραίτη-τα πνευματικά, είναι μεγάλη. Μόνο με το αναπηρικό βοή¬θημα κινούμαι. Μόνη μου καθόλου. Να θέλω να πάρω το πιάτο μου στο τραπέζι είναι αδύνατο. Δόξα σοι ο Θεός πά¬ντων ένεκεν» (10.10.1991).
6. Για την κουρά μου ήτο κάτι πού δεν το φαντάζομαι να σου το περιγράψω. Καιγόμουν ολόκληρη και η καρδιά μου νόμιζα θα σπάση. Από χαρά; από συγκίνησα; Δεν μπορώ να το περιγράψω. Ο γέροντάς μας σε κατάστασι όχι γήϊνη, δεν θα το ξεχάσω. Σαν να βρισκόμασταν στα ουράνια. Δοξασμένο το όνομα του Κυρίου. Νοιώθω όμως φόβο για το ότι πήρα το σχήμα, ότι είμαι ανάξια (όντως είμαι) μήπως δεν κρατήσω τις υποσχέσεις. Ο Θεός να με ελεήση.
Ένα πολύ μικρό δείγμα του μεγαλείου της αδελφής Μαρίας πού η πρόνοια του Θεού την αξίωσε λίγα χρόνια πριν την κοίμησΐ της να λάβη το μέγα και αγγελικό σχήμα όπως ποθούσε (17.8.1993).
7. «Ο κόσμος αρωστά μια μέρα, ένα μήνα, ένα χρόνο. Εγώ υποφέρω σε όλη μου τη ζωή. Οι αμαρτίες μου πολλές και η μετάνοια ολίγη, γι΄ αυτό υποφέρω…» (1994).
8. «Περνώ δυσκολίες με κάτι πόνους πού με πιάνουν στην κεφαλή και επηρεάζουν και την ψυχή μου και είναι ανυπόφοροι. Ζητώ από όλους τους αγίους βοήθεια. Βάζω αγίασμα του αγίου Νεκταρίου και συνέρχομαι κάπως και λαδάκι του αγίου Ραφαήλ. Πάτερ Νήφωνα, νοιώθω τόσο αμαρτωλή πού αηδειάζω τον εαυτό μου. Κάνω εξομολόγησι μα δεν κλαίω για τις αμαρτίες μου το ζώον, και ούτε πού πηγαίνω να κοινωνήσω κλαίω. Όμως προσεύχομαι πολύ και ετοιμάζομαι για την Θεία Κοινωνία, και αν δεν νοιώσω μέσα μου κάτι ωραίο και άκρα γαλήνη δεν κοινωνώ. Ο Θεός να με ελεήση την αμαρτωλή!».
9. «Ευλογείτε και καλόν στάδιον. Είθε όλοι μας να ανεβαίνουμε λιγάκι Γολγοθά και να νοιώσουμε τα άγια πάθη και την ανάστασι» (Μεγάλη Σαρακοστή 1997).
10. «Η ζωή αυτή δεν έχει καμμία σημασία. Κρατήσου όπως τον ναυαγό να περάσωμε την πρόσκαιρη προσφυγιά, για να περάσουμε στην αιωνιότητα».
11. «Η χάρις του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά πού γιόρταζε χθες νάναι βοήθειά σου. Πολύ αγαπώ και ευλαβούμαι τον άγιο Γρηγόριο και τον γιορτάζω και πολύ αγαπώ το μοναστήρι του στα Κουφάλια. Τώρα για να το βοη¬θήσω τους είπα να μου στείλουν δύο κιβώτια λαμπάδες για την Ανάστασι να τις πουλήσω. Από εδώ πού βρίσκομαι θέ¬λω να διακονώ. Με το τηλέφωνο και τους πολυπληθείς φίλους κάνω πολλές δουλειές. Έχω πολλά μοναστηράκια στη σειρά πού τα βοηθώ. Δόξα σοι ο Θεός».

Μικρό δείγμα του πνευματικού της αγώνα και τί πίστευε για τον εαυτό της.

12. «Εγώ προσπαθώ όσο μπορώ να υπακούσω στον πνευματικό μου και στις συμβουλές των βιβλίων πού διαβάζω από τους διάφορους γέροντες και από τις Πράξεις των Αποστόλων και φυσικά από το Ευαγγέλιον, αν και κακώς δεν διαβάζω πολύ συχνά το Ευαγγέλιον. Αφού είμαι ένα ζώον, όσο προσπαθώ τόσον πίπτω. Πάντως από τότε πού με ήξερες άλλαξα η χαμένη αρκετά προς το καλόν. Έτσι νομίζω. Έπαψα την αργολογίαν, τόσο πού αρωστώ όταν ακούω άλλους να κουτσομπολεύουν και κακολογούν κάποιους. Κλαίει η ψυχή μου γι΄ αυτό και οικτίρω τον εαυτόν μου. Γι΄ αυτό μένω στο σπίτι, οι συναναστροφές μου είναι πονε¬μένοι άνθρωποι πού τους βοηθώ και μιλώ για τον Κύριον» (1986).
Σιγά – σιγά με βοήθησε ο Κύριος μας και πήγα και προσκύνησα τον ναόν του. Την Αποκαθήλωσι, τον Πανάγιο ν Τάφον όπου με έπιασαν τα κλάματα και συγκίνησι μεγάλη. Το τί ένοιωσα και νοιώθω μέσα μου δεν περιγράφε¬ται. Μετά πήγαμε στον Γολγοθά του Κυρίου. Εκεί ακούμπισα και ζήτησα την βοήθεια του Χριστού μας και έκλα¬ψα πολύ. Ζήτησα να με βοηθήση να περάσω τον μικρόν μου Γολγοθά αγόγγυστα. (από Ιεροσόλυμα το 1987).
13. Εγώ με την μάμα μου ζούμε όπως τις Μοναχές, για κανένα δεν έχομε να πούμε τίποτε, όλους τους βοηθάμε… (1989).
14. …Το πρωί πού σηκώνομαι κάνω το μεσονυκτικό και μετά τον εξάψαλμο και ότι άλλο μπορώ και την νοερά προσευχή… Το βράδυ προοιμϊακό, εσπερινό, απόδειπνο και χαιρετισμούς. Μετάνοιες σωστές δεν μπορώ να κάνω. Κά¬νω μισές, όπως βολεύομαι. Την παράκλησι της Παναγίας, κάποτε και του αγίου Ραφαήλ, πού προσπαθώ να την κάνω κάθε μέρα, αλλά τώρα παίρνω βαριά χάπια για την γκράουθ χόρμαν και δεν μπορώ όπως παλιά. Όμως προσπαθώ.
15. «Ο Θεός με κτυπά με χίλια δυο να χάσω τον εγωϊσμό μου…».
16. «Έκλαψα από συγκίνησι στον Κύριο, πού με θυμάται ακόμα την χαμένη και αμαρτωλή. Από τα αμαρτήματά μου και τις παρακοές μου, ντρέπομαι να κοιτάξω την εικόνα του Κυρίου μας στα μάτια…».
17. «Εμείς εδώ ζούμε την καλήν ζωήν, την καλοπέρασιν και η ψυχή μας είναι κατάμαυρη και δεν έχει χαραμάδα να περάση αχτίνα φωτός. Ο Θεός να μας βοηθήση να νικήσουμε την ακηδία και έλθουμε πιο κοντά στον Χριστό μας. Δεν θέλω να πικραίνω τον Κύριο μας, ό,τι μπορώ το κάνω, όμως προσπαθώ να κάνω περισσότερα…».

Ένα πλήθος νέων ανθρώπων εύρισκαν παρηγοριά κοντά της και εναπέθεταν τα προβλήματά τους και έφευγαν χαρούμενοι και αναπαυμένοι. Αναδείχτηκε σε μια σύγχρονη Αμμά εφ΄ όσον σ΄ αυτήν άνοιγαν την καρδιά τους κληρικοί, μοναχοί, ηγούμενοι, γερόντισσες, επίσκοποι και πολιτικοί άρχοντες.
Η αδελφή Μαρία ήτο πόλος έλξεως και το προσφυγικό σπιτάκι της στη Λεμεσό κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τις κουρασμένες ψυχές. Πολλά παιδιά έπαιρναν την ευχή και συμβουλή της πριν αναχωρήσουν για το μοναχισμό και πολλές χριστιανικές οικογένειες δημιουργήθηκαν με τη συμβουλή της.
Η Κύπρος είναι πιο φτωχή με την απουσία της αδελ¬φής Μαρίας, αλλά και πιο πλούσια εφ΄ όσον κοντά στο πλήθος των αγίων και μαρτύρων της προσετέθη ακόμη μία μαρτυρική ψυχή. Οι τελευταίοι μαρτυρικοί μήνες πού πέρασε μέσα στην εντατική μονάδα του νοσοκομείου Λεμεσού την καθάρισαν ακόμη περισσότερο όπως το χρυσάφι μέσα στο καμίνι. Φαίνεται ήθελε να την λαμπικάρη ο Θεός, όπως χαρακτηριστικά έλεγε.
Ο πόνος μας είναι μεγάλος για τον χωρισμό, αλλά και η παρηγοριά μας εξ ίσου μεγάλη, διότι γνωρίζομε ότι θα πρεσβεύη η αξιομακάριστος και αείμνηστος εν Χριστώ αδελφή μας Μαρία, και για μας εκεί πού βρίσκεται.

ΠΗΓΗ.ΔΙΑΚΟΝΗΜΑ