Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Συζήτηση με μια δόκιμη μοναχή



site analysis


   Σχεδόν πάντοτε όποτε είχα την τύχη να συμμετέχω σε προσκυνηματική εκδρομή σε μοναστήρια, έφευγα με την αίσθηση ότι ήταν μια πολύ σύντομη επίσκεψη και δεν είχα δει τίποτε από τον τρόπο ζωής στο μοναστήρι.

    Είχα βέβαια την ευκαιρία να προσκυνήσω στην Εκκλησία, να ανάψω ένα κεράκι, να ακούσω κάτι για την ιστορία του μοναστηριού. Συχνά είχα επίσης την ευκαιρία να παρακολουθήσω κάποια κατανυκτική ακολουθία στο ναό, να απολαύσω το φιλόξενο κέρασμα στο καθαρό και περιποιημένο αρχονταρίκι, να απολαύσω την γαλήνια ατμόσφαιρα του μοναστηριού -οπότε δεν την διαταράσσαμε εμείς οι επισκέπτες- και να πάρω την ευχή της γερόντισσας.

    Δεν είχα, όμως, την ευκαιρία να συναντηθώ πραγματικά με τις μοναχές και να έχω μια εκ βαθέων συνομιλία μαζί τους. Τα πρόσωπά τους μου φαίνονταν πολύ απόμακρα, έτσι όπως ήσαν κουκουλωμένες με τις μαντίλες και τα ράσα τους. Τις φανταζόμουν παραιτημένες από την «πραγματική ζωή», αυστηρές και άκαμπτες στα μυαλά, ψυχαναγκαστικές με την καθαριότητα και με την ακριβή τήρηση του τυπικού κάποιων μακροσκελών, ανιαρών ακολουθιών.

    Μέχρι τώρα τελευταία, που πληροφορήθηκα ότι μια καλή μου φίλη και συνάδελφος είχε πάει να γίνει καλόγρια. Παραξενεύθηκα ιδιαίτερα, γιατί δεν την ήξερα φιλομόναχη. Αναρωτήθηκα τι την έπιασε ξαφνικά, και πρέπει να ομολογήσω ότι αρχικά στενοχωρήθηκα και ανησύχησα γι’ αυτήν. Κάτι σοβαρό θα πρέπει να της συνέβη, είπα με το νου μου. Περίεργο, μια χαρά την έβλεπα τελευταία. Αποφάσισα να της τηλεφωνήσω στο μοναστήρι. Την άκουσα ιδιαίτερα καλά, ενθουσιασμένη με τη ζωή της εκεί και αποφασισμένη να συνεχίσει.

    -Καλά, βρε παιδί μου, της λέω, αλλά πως και πήρες μια τέτοια απόφαση, έτσι ξαφνικά;

    -Κι εγώ δεν ξέρω καλά-καλά, μου λέει. Έλα όμως, καμιά φορά να τα πούμε από κοντά. Θα χαρώ πολύ να σε δω.

    Και πήγα. Και έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω κάτι, έστω και λίγο, από τη ζωή των μοναζουσών.

    Κάθισα για λίγο μόνη μου στην αυλή του μοναστηριού, περιμένοντας τη φίλη μου. Μέσα σ’ αυτά τα λίγα λεπτά μου δόθηκε η ευκαιρία να ηρεμήσω λίγο, απολαμβάνοντας την ομορφιά και τη γαλήνη που απέπνεε ο χώρος. Σε λίγο ήρθε και η φίλη μου, η οποία με υποδέχθηκε πολύ εγκάρδια. Και εγώ επίσης, παρ’ όλο που είχα πάει με πολλές επιφυλάξεις, χάρηκα πολύ που την είδα.

    Παραθέτω εδώ κάποια κομμάτια από τη συνομιλία μας, αποφεύγοντας βέβαια να αναφέρω πολύ προσωπικά στοιχεία.

    -Σε βλέπω πολύ καλά. Πολύ ήρεμη, χαρούμενη και φωτεινή. Για πες μου λοιπόν, τι είναι αυτό που βρίσκεις εδώ και έχεις πάρει τέτοια απόφαση;

    -Χωρίς καλά-καλά κι να καταλαβαίνω γιατί, μου λέει, από τις πρώτες μέρες που ήρθα εδώ σαν φιλοξενούμενη, αισθάνθηκα σαν στο σπίτι μου. Συνάντησα πρόσχαρα, καλοσυνάτα πρόσωπα, και με συγκίνησε το κλίμα σύμπνοιας και αγάπης, που υπάρχει ανάμεσα στις αδελφές. Με δέχθηκαν και μένα με πολλή αγάπη. Ένιωσα ότι βρέθηκα μέσα σε μια αγαπημένη οικογένεια. Έκτοτε είχα την ευκαιρία να έρχομαι εδώ ξανά και ξανά, σαν ένα μέλος της οικογένειας, που έλειπε για καιρό και τώρα επιστρέφει.

    -Κάτι σαν «διορθωτική συναισθηματική εμπειρία», είπα εγώ, κολλημένη, όπως πάντα στις ψυχολογικές ερμηνείες μου. Ήσουνα μοναχοπαίδι και τώρα χαίρεσαι που απόκτησες αδελφές. Σου δίνεται λοιπόν εδώ μια ευκαιρία να διορθώσεις ίσως κάποια τραύματα και ελλείψεις από το παρελθόν σου.

    -Πράγματι, μου δίνεται μια ευκαιρία, όχι για επιστροφή στην παλιά παιδική μου ηλικία, αλλά για μια αρχή προς μια καινούργια ζωή. Αυτό όχι μόνο χάρη στις σχέσεις μου με τις αδελφές. Ακόμη πιο σημαντική για μένα είναι η σχέση μου με τη γερόντισσα, που λειτουργεί για μένα ως «αρκετά καλή μητέρα», για να χρησιμοποιήσω κι εγώ ψυχολογικούς όρους. Μια μητέρα, που με αποδέχεται όπως είμαι, αλλά ταυτόχρονα με ωθεί να προχωρήσω. Από τις πρώτες μέρες, που έμεινα στο μοναστήρι με συγκίνησε η απλότητά της, η αμεσότητά της, η ταπεινοφροσύνη της. Δεν άρχισε να μου μιλάει για βαθυστόχαστες πνευματικές έννοιες, όπως περίμενα όταν πρωτοήρθα. Είναι η ίδια πολύ προσγειωμένη και αυτό με βοηθάει πολύ στο να πατάω και με τα δυο μου πόδια στη γη, ενώ ταυτόχρονα δίνει στο νου μου και στην καρδιά μου φτερά.

    Υπάρχει επίσης εδώ μια πολύ συγκεκριμένη δομή και σαφή όρια, τα οποία η γερόντισσα φρόντισε να μου τα ξεκαθαρίσει από την αρχή, που ήρθα να μείνω σαν δόκιμη.

    Όλα αυτά, όπως ξέρουμε από την ψυχολογία, είναι σημαντικές προϋποθέσεις για μια ψυχολογική ωρίμανση. Με αυτή την έννοια θα έλεγα ότι το μοναστήρι λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά, κάτι δηλαδή σαν ψυχοθεραπευτική κοινότητα.

    Αυτό ήταν που αρχικά με τράβηξε και με έκανε να έρχομαι εδώ ξανά και ξανά. Αυτό, όμως, που σταδιακά ανακαλύπτω είναι κάτι περισσότερο. Και αυτό είναι το άνοιγμα της καρδιάς στη σχέση με τον Χριστό. Μπροστά σ’ αυτό, το ψυχοθεραπευτικό κομμάτι φαίνεται κάτι σαν παραπροϊόν, κάτι που δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς αυτή τη σχέση με τον Χριστό. Αυτό είναι τελικά που μας κρατά εδώ, αυτό που μας ενώνει.

    -Από την ψυχολογία ξέρουμε αρκετά για τη δημιουργία σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Ποια είναι, όμως τα στοιχεία εκείνα, που βοηθούν στη δόμηση μιας σχέσης με τον Θεό;

    -Ο Χριστός μας έδωσε μια ιδανική μορφή αυτής της σχέσης με τα λόγια· «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Ολόκληρη η ζωή του μοναστηριού είναι προσανατολισμένη προς αυτό το ιδανικό.

    -Πως εκδηλώνεται αυτό μέσα στην καθημερινή ζωή σας στο μοναστήρι; Πως περνάει μια συνηθισμένη, καθημερινή μέρα στο μοναστήρι;

    -Ξυπνάμε νωρίς το πρωί, με το χτύπημα του τάλαντου, και ξεκινάμε τον κανόνα μας, δηλαδή την καθημερινή μας πρωινή προσευχή. Μετά πηγαίνουμε στην Εκκλησία, για να προσευχηθούμε όλες μαζί κατά την πρωινή ακολουθία. Στη συνέχεια έχουμε λίγο χρόνο για ησυχία και για πρόγευμα, και μετά ξεκινάμε τα διακονήματά μας.

    -Τι είναι τα διακονήματα;

    -Είναι οι καθημερινές μας εργασίες, τις οποίες αναθέτει στην κάθε μία η γερόντισσα. Αυτό για μένα τουλάχιστον είναι σημαντικό, γιατί δεν έχω να προγραμματίσω και να οργανώσω εγώ τις καθημερινές μου δραστηριότητες, δεν έχω να μεριμνήσω εγώ για το τι είναι σημαντικό να κάνω μέσα στη μέρα μου και τι όχι. Αυτό κάνει τα πράγματα πιο ήρεμα και πιο απλά. Αυτό ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακας το περιγράφει πολύ ωραία ως· «να οδοιπορείς ξέγνοιαστα σαν να κοιμάσαι». Αυτό επίσης με βοηθάει στο να με κρατά σε κάποια εγρήγορση και να με βγάζει από την οκνηρία και την αναβλητικότητα στην οποία συχνά έχω την τάση να πέφτω.

    Όσο μπορούμε κάνουμε τα διακονήματά μας με ησυχία, αποφεύγοντας τις άσκοπες συζητήσεις. Συχνά κατά την ώρα των διακονημάτων λέμε και τους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Όλα αυτά βοηθούν στο να εξακολουθούμε να βρισκόμαστε εσωτερικά σε προσευχή σε όλη τη διάρκεια της ημέρας. Παρ’ όλα αυτά δεν λείπουν και το χιούμορ, και οι φιλοφρονήσεις, και η έμπρακτη η με λόγια συμπαράσταση της μιας προς την άλλη.

    -Και μετά πως συνεχίζεται η μέρα σας;

    -Το μεσημέρι χτυπάει το καμπανάκι για φαγητό και τρώμε όλες μαζί, επίσης σιωπηλά. Αν και πρέπει να ομολογήσω ότι συνήθως το φαγητό είναι πολύ νόστιμο, οπότε η σιωπή αυτή διακόπτεται συχνά από διάφορα θετικά σχόλια. Πάντως, κάνουμε μια καθορισμένη προσευχή πριν και μετά το φαγητό, και επίσης κατά την διάρκεια του φαγητού συνήθως κάποια από τις αδελφές αναλαμβάνει να διαβάσει κάτι, ώστε εκτός από την υλική τροφή να λαμβάνουμε και πνευματική τροφή, που μας ενδυναμώνει στο να συνεχίσουμε το δρόμο μας.

    Στη συνέχεια, για κάποια ώρα αποσυρόμαστε στα κελιά μας. Το απόγευμα, μετά τον εσπερινό, συνεχίζουμε τα διακονήματά μας μέχρι το βράδι, οπότε έπειτα από ένα -ελαφρύ συνήθως- φαγητό, μαζευόμαστε πάλι όλες μαζί για να κάνουμε το απόδειπνο. Μετά το απόδειπνο παίρνουμε την ευχή της γερόντισσας, βάζοντας μετάνοια και φιλώντας το χέρι της, ζητώντας μια-μια με τη σειρά μας συγχώρεση από την γερόντισσα και τις αδελφές για ότι στραβό μπορεί εν γνώσει ή εν αγνοία μας να έχουμε κάνει κατά τη διάρκεια της ημέρας. Αυτό μας βοηθάει να ταπεινωνόμαστε και να πάμε μετά στα κελιά μας συμφιλιωμένες, αδελφωμένες και με μια αίσθηση εσωτερικής γαλήνης. Είναι ένα σημαντικό και πολύτιμο για μένα δώρο να αποσύρομαι τη νύχτα μόνη στο κελί μου, περιβαλλόμενη, όμως, από την αίσθηση ότι αποτελώ αναπόσπαστο μέρος ενός όλου.

    -Μένετε δηλαδή όλη τη μέρα κλεισμένες στο μοναστήρι; δεν βγαίνετε καθόλου έξω, δεν κατεβαίνετε στην πόλη;

    -Συνήθως όχι, εκτός αν υπάρχει λόγος και πάλι τότε παίρνουμε την ευλογία της γερόντισσας γι’ αυτό.

    -Δεν είναι πολύ περιοριστικό αυτό;

    -Θα σου απαντήσω με μια ιστορία από το γεροντικό. Όταν ο αββάς Σεραπίων ρώτησε μια έγκλειστη Ρωμαία ασκήτρια· «Τι κάθεσαι εδώ;» εκείνη του απάντησε· «Δεν κάθομαι, αλλά οδεύω» (Λαυσαϊκή Ιστορία, πε΄). Αυτή η πορεία προς τα μέσα δίνει μια αίσθηση εσωτερικής ελευθερίας, ενώ όσο και να ταξιδεύει κανείς εξωτερικά δεν παύει να παραμένει δέσμιος του χώρου και του χρόνου.

    Από αυτή την αυλή μπορεί να έχουμε μια ωραία θέα προς την πόλη, προς την θάλασσα, προς τον ανοιχτό ορίζοντα. Όμως, πολύ ευρύτεροι και συναρπαστικότεροι είναι οι ορίζοντες που ανοίγονται μέσα μας.

    -Ωραία, έστω λοιπόν ότι εσείς «τη βρίσκετε» έτσι με αυτό τον τρόπο ζωής. Πως, όμως, βοηθάτε τον κόσμο με αυτόν τον τρόπο; Πως εκφράζετε την αγάπη προς τον πλησίον;

    -Ένας τρόπος ζωής με εσωτερική προσευχή, ειρήνη και αγάπη μεταξύ μας, είναι από μόνος του μια προσφορά προς τον κόσμο. Σε μια ομιλία του ο π. Λουδοβίκος Νικόλαος έλεγε μεταξύ άλλων τα εξής·

    «Ένας ασκητής, ερημίτης, ένας άνθρωπος άγιος, που βρίσκεται κάπου κρυμμένος, αυτός ο άνθρωπος, με την παρουσία του και μόνο, προξενεί μια αλλαγή στα πεπρωμένα της ανθρωπότητας. Κάνει τον κόσμο διαφορετικό. Κάνει τον Θεό να βλέπει τον κόσμο αλλιώς. Αυτός ο ένας, που είναι κρυμμένος κάπου. Όπως και ο κακός, ακόμα και αν δεν φαίνεται πουθενά, αν είναι άρρωστος και η αρρώστια του δεν τον αφήνει να σηκωθεί από το κρεβάτι, και εκεί ζει μόνος με την κακία του, έ αυτός ο άνθρωπος κάνει κακό στον κόσμο. Έχει ένα κακό ρεύμα, το οποίο ξαπλώνει παντού. ‘ Ο θρους’ που λέει η γραφή. Ένα ρεύμα. Ένας άνθρωπος που αγαπάει, έχει ένα ρεύμα που μας κάνει να τον αγαπούμε. Σκορπάει κάτι. Ένας άνθρωπος, που είναι κακός, ακόμα και αν δεν κάνει τίποτα, σκορπάει ένα ρεύμα κακίας. Μπορεί να είναι στην Αυστραλία ο ένας και ο άλλος στην Ελλάδα, και να τον μισείς κι ο ίδιος να νιώθει κακία για σένα».

    Αλλά και πέρα από αυτό, εκφράζουμε και με έμπρακτο τρόπο την προσφορά μας η μία προς την άλλη και προς το μοναστήρι γενικότερα, αλλά και προς τους επισκέπτες οι οποίοι έρχονται να ξαποστάσουν για λίγο εδώ, βρίσκοντας ένα λιμάνι για ανεφοδιασμό, για να μπορέσουν μετά ξανά ν’ ανοίξουν τα πανιά τους και ν’ αντιμετωπίσουν πάλι την τρικυμία της ζωής.

    Παρέμεινα λίγες μέρες και είχα την ευκαιρία να ζήσω κι εγώ από κοντά αυτή την καθημερινή ζωή στο μοναστήρι, που με περιέγραψε η φίλη μου. Και πρέπει να ομολογήσω ότι αυτό με έβγαλε από τις προκαταλήψεις μου για την μοναστική ζωή. Με έκανε να διαπιστώσω ότι πράγματι αυτό το «κλείσιμο στο μοναστήρι» αυτή η «φυγή από τον κόσμο», αποτελούν ταυτόχρονα ένα άνοιγμα σ’ ένα διαφορετικό κόσμο. Αυτό που ονόμαζα «παραίτηση από την πραγματική ζωή» εμφανίζεται τώρα σε μένα σαν ένας διαφορετικός τρόπος ζωής, που οδηγεί σε μια άλλη, μεστή νοήματος πραγματικότητα.

Μαρία Ζηρά, Ψυχολόγος

 

Περιοδικό «Ενοριακά Νέα» Αγίου Γεωργίου,

 

Διονύσου Αττικής, Μάιος 2009 αρ.123

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου