Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Περί της παρθένου Ποταμιαίνης (από το Λαυ­σα­ϊ­κόν)



site analysis


ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΠΟΤΑΜΙΑΙΝΗΣ
Αυ­τός ο αβ­βάς ‘­Ισίδωρος ο ξε­νο­δό­χος όταν συ­ναν­τή­θη­κ­ε με τον Μέ­γα Αν­τώ­νιο, του εί­χε διηγηθεί και τα πιο κά­τω: «Στον και­ρό του Μα­ξι­μί­νου ­του τυ­ράν­νου, ήταν μια πο­λύ ό­μορ­φη κό­ρη που ­λε­γό­ταν Πο­ταμι­αίνη. Αυ­τή ή­ταν δου­λεύ­τρα σ’ έ­να ­πα­ρά­νο­μο και α­σελγή άρ­χον­τα ο ο­ποί­ος την πίεζε ­να κά­νει το κα­κό θέλημα του, και της έ­τα­ζε να της ­δώ­σει πολ­λά χρήμα­τα. Η κό­ρη όμως δεν ήθε­λε ού­τε να α­κού­σει τέ­τοι­α ά­τι­μη κου­βέν­τα. Ε­κεί­νος­ δε ο α­σελγής, που δεν άν­τε­χε τον πει­ρα­σμό και την ­κα­τα­φρό­νη­ση της κό­ρης, πήγε στον η­γε­μό­να και ­την κα­τάγ­γει­λε ότι είναι χρι­στια­νή, πως υβρί­ζει ­τους θε­ούς και τους βα­σι­λιά­δες δίνοντάς του και πολ­λά λε­φτά να την πεί­σει να κά­νει το θέλη­μά του χω­ρίς να την τι­μω­ρή­σει. Αν όμως δεν ­πεί­θε­ται να την βα­σα­νί­σει με πι­κρές τι­μω­ρί­ες μέ­χρι να πε­θά­νει.
Έ­φε­ραν λοι­πόν την Πο­τα­μια­ίνη ε­νώ­πιον του κρι­τη­ρί­ου και ο τύ­ραν­νος με κο­λα­κευ­τι­κά λό­για προ­σπά­θη­σε, αλ­λά δεν κα­τά­φε­ρε να την πεί­σει να κά­νει το θέ­λη­μά του. Άρ­χι­σε τό­τε με δι­ά­φο­ρα τι­μω­ρη­τι­κά όρ­γα­να να τη βα­σα­νί­ζει χω­ρίς να πε­τυ­χαί­νει τί­πο­τα. Δι­έ­τα­ξε να την βά­λουν σε πυ­ρω­μέ­νο χάλ­κω­μα γε­μά­το πίσ­σα. Ε­νώ έ­βρα­ζαν την πίσ­σα της λέ­γει ο τύ­ραν­νος- πή­γαι­νε να κά­νεις το θέ­λη­μα του α­φέν­τη σου η θα σε ρί­ξω μέ­σα στο κα­ζά­νι με την πίσ­σα. Τό­τε η­ κό­ρη του λέ­γει Δεν εί­δα α­δι­κό­τε­ρον δι­κα­στή α­πό ε­σέ­να, ού­τε θα βρε­θεί, ε­πει­δή με α­ναγ­κά­ζεις στην α­σέλ­γεια.
Θύμωσε ο δι­κα­στής και δι­έ­τα­ξε να την ρί­ξουν ο­λό­γυ­μνη μέ­σα στην πίσ­σα. Τό­τε η κό­ρη φώ­να­ξε. σε ορ­κί­ζω στο κε­φά­λι του βα­σι­λέ­α, να μη μου βγά­λουν τα ρού­χα, και μό­νη μου θα κα­τε­βώ σι­γά σι­γά μέ­σα στην πίσ­σα, για να γνω­ρί­σεις τη δύ­να­μη που μου χα­ρί­ζει ο Χρι­στός τον Ο­ποί­ον ε­σύ δε γνώ­ρι­σες. Την ά­φη­σε ο τύ­ραν­νος και αυ­τή κα­τέ­βη­κε μέ­σα στο χάλ­κω­μα με τη καυ­τή πίσ­σα και ό­ταν έ­φτα­σε η πίσ­σα μέ­χρι το λαι­μό της, πα­ρέ­δω­σε το πνεύ­μα της στο Θε­ό.
Πολ­λοί α­κό­μη άν­δρες και γυ­ναί­κες μαρ­τύ­ρη­σαν τό­τε στην Α­λε­ξάν­δρεια και πή­ραν του μαρ­τυ­ρί­ου το στε­φά­νι.
Από το βιβλίο του π. Χαράλαμπου Νεοφύτου “Βιαστές της βασιλείας του Θεού”, που ευγενικά μας διέθεσε.
Υπάρ­χουν βι­βλί­α γνω­στά σε πολ­λούς και άλ­λα σε λί­γους και με­ρι­κά σε ε­λά­χι­στους. Ένα α­πό τα λί­γο γνω­στά βι­βλί­α εί­ναι και το «Λαυ­σα­ϊ­κό», αρ­χαί­ο βι­βλί­ο του πέμ­πτου αι­ώ­να μ.Χ. Το βι­βλί­ο γρά­φτη­κε α­πό τον επί­σκο­πο Η­ρα­κλεί­δη, ό­πως δεί­χνει και το δείγ­μα σε­λί­δας που πα­ρα­θέ­του­με πιο πά­νω. Ο συγ­γρα­φέ­ας του βι­βλί­ου έ­ζη­σε 30 χρό­νια μο­να­χός και 20 χρό­νια επί­σκο­πος.
Το πε­ρι­ε­χό­με­νο του βι­βλί­ου εί­ναι μια συλ­λο­γή βι­ο­γρα­φι­ών των α­σκη­τών, αν­δρών και γυ­ναι­κών, που έ­ζη­σαν στις ά­γο­νες έ­ρή­μους της Αιγύπτου και της Πα­λαι­στί­νης και γρά­φτη­καν για το θα­λα­μη­πό­λο του αυ­το­κρά­το­ρα Θε­ο­δο­σί­ου, το Λαύ­σον τον Πραι­πό­σι­το, α­πό τον ο­ποί­ο πή­ρε και η συγ­γρα­φή, το ό­νο­μα «Λαυ­σα­ϊ­κό»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου