site analysis
Δηλαδή δεν παλεύεται αλλιώς το "πράγμα" παρά μόνον με ό,τι μας είχε κάνει κάποτε να λιώσουμε από τρυφεράδα και τώρα πια από νοσταλγία!
Το "πράγμα" είναι αυτό που επέβαλαν να μας συμβαίνει, τουτέστιν η αναξιοπρέπεια η ευτέλεια αλλά και η ανασφάλεια που οδηγεί σε απογύμνωση τα όνειρά μας. Όμως πάντα υπάρχει τρόπος να ξαναντύσουμε τα όνειρα με κείνα τα πολύτιμα υφάσματα που τύλιξαν σώματα αγαπημένα που κινήθηκαν σ'ένα σοκάκι, σε μια συνάντηση ή απλώς στο αέναο της μνήμης που αρνείται ν'αυτοκτονήσει, της μνήμης μας:
Αυτή ήταν μια γριά που διαρκώς εκινείτο, συνήθως σιωπηλή, στα παιδικά μου χρόνια. Ερχόταν στο σπίτι της γιαγιάς (όπου ήταν το σταυροδρόμι των οικογενειακών συναντήσεων, ονειρώξεων, ενυπνίων, απαντοχών και ελπίδων) αλλά σπανίως έμπαινε μέσα. Καθόταν στην αυλή και αν έμενε βράδυ πήγαινε και κούρνιαζε σε μια παλιά αποθήκη, όπου έβαζαν το άχυρο.
Ήταν ένα παράξενο πλάσμα , κάτι σαν αερικό, που δεν ήθελε να ενοχλήσει και μόνο επιθυμούσε να περνάει να βλέπει ότι είναι καλά τα "αφεντικά" και το σόι τους, να μυρίζεται την μυρωδιά τους και να φεύγει, να προχωράει στους επόμενους που αγάπησε. Λέγοντας "αφεντικά" το θέμα δεν έχει την έννοια των μετέπειτα ταξικών κόμπλεξ αλλά αφ' ενός μια πραγματική κατάσταση καθώς ο άντρας της ήταν τσομπάνης στα κοπάδια του παππού μου και αφ' ετέρου μια απρόκλητη αποστασιοποίησή της (μάλλον οφειλόμενη σε περίσσευμα ταπεινοφροσύνης) και μια εγγενή αβρότητα που δεν της επέτρεπε να "ενοχλήσει".
Χειμώνα καλοκαίρι ήταν τυλιγμένη με ένα μαύρο πλεκτό σάλι πάνω από τα μαύρα της ρούχα, φορούσε μαύρο μαντήλι και είχε ένα μόνιμα απορημένο ύφος είτε χτυπώντας το παράθυρο και ρωτώντας "τί καν' η μάνα σ' ; " είτε αρνούμενη να δεχθεί την παραμικρή τροφή γιατί πάντα κάπου αλλού...της είχαν κάνει το τραπέζι!
Αυτή η γυναίκα πάντα με μπέρδευε και λίγο με φόβιζε με τα μεγάλα, αραιά της δόντια και το ισχνό πρόσωπο που έλεγες πως ήταν οστά καρφωμένα πάνω σε ένα διαρκές χαμόγελο....
Την έβλεπα στης γιαγιάς την οικία, μετά στο δικό μας σπίτι (να κρούει το παράθυρο της κουζίνας) και στον δρόμο να περπατάει, να περπατάει με τα λαστιχένια της παπούτσια και τις μαύρες χουλα χούπ κάλτσες της, τόσο που κάποτε σκεφτόμουν ότι μπορεί να υπάρχει μία τάξη ανθρώπων που φτιάχτηκαν για να βαδίζουν έτσι ώστε να μην μένουν άδειοι οι δρόμοι και δίχως λαό τα πανηγύρια καθώς (ξέχασα να σας πω) ετούτη έκανε τις επισκέψεις της πάντα σε συνδυασμό με κάποια θρησκευτική πανήγυρη. Δηλαδή ή πήγαινε σε πανηγύρι ή επέστρεφε από πανηγυρίζοντα ναό. Μιλάμε δε, για μακρινές εκκλησιές και μοναστήρια, με αποτέλεσμα να διανύει χιλιόμετρα ολόκληρα με στάσεις σε σπίτια γνωστών όπου διανυκτέρευε στον πιο άβολο χώρο και ποτέ μέσα στην οικία...
Από τις συζητήσεις των μεγάλων έμαθα για τις αλάδωτες νηστείες της και ακόμη πως αυτή πλην της Τετάρτης και της Παρασκευής νήστευε και την Δευτέρα ως ημέρα αφιερωμένη στους αγγέλους.
Προφανές είναι πως για να το γνωρίζει αυτό -σε κείνα τα χρόνια- αυτή μια χωριάτισσα που δεν είχε μάθει ούτε να διαβάζει, είχε τις... επαφές της στον χώρο και ίσως έτσι εξηγείται το ότι όλοι την αγαπήσαμε ενώ εκείνη δεν έκανε τίποτε γιαυτό, εκτός από το να χαμογελάει και να μας επισκέπτεται μεταξύ δύο πανηγυριών.
Κάποτε έκανε πολύ καιρό να περάσει και μάθαμε πως σε έναν από τους ατέλειωτους ποδαρόδρομους, ασυνήθιστη την πολύ κίνηση, διέσχισε έναν κεντρικό δρόμο σε λάθος στιγμή. Ήταν λίγο πιο πέρα από το σπίτι μας και -πολύ αργότερα- ο αδελφός μου, κάνοντας κάποιους συσχετισμούς αλλά κυρίως ενθυμούμενος την ημέρα που είδε ένα λαστιχένιο γοβάκι να έχει απομείνει στην διασταύρωση ενώ οι συγκεντρωμένοι μιλούσαν για μια "καημένη γριά", είπε (στο τραπέζι της Κυριακής) πως μάλλον γιαυτό δεν ερχόταν πια στο παράθυρο της κουζίνας......
Σπρώξαμε απαλά τα πιάτα από μπροστά μας σαν μυστικό μνημόσυνο σ'αυτή που μας άρεσε να έρχεται σαν το καλό μας στοιχειό και δεν θα ξαναρχόταν πια. Το κρέας με τις πατάτες έμοιαζε ξαφνικά να έχει γίνει εξαιρετικά άνοστο και ολίγον... βλάσφημο, όταν μάθαμε τα νέα για κείνη που μας έμαθε την ημέρα των Αγγέλων.
Υ.Γ. Παρεπιμπτόντως εκείνη την Κυριακή απέκτησα την βεβαιότητα ότι με ένα γοβάκι (και δη λαστιχένιο) οδεύεις με μεγαλύτερη σιγουριά στον Παράδεισο!
Το "πράγμα" είναι αυτό που επέβαλαν να μας συμβαίνει, τουτέστιν η αναξιοπρέπεια η ευτέλεια αλλά και η ανασφάλεια που οδηγεί σε απογύμνωση τα όνειρά μας. Όμως πάντα υπάρχει τρόπος να ξαναντύσουμε τα όνειρα με κείνα τα πολύτιμα υφάσματα που τύλιξαν σώματα αγαπημένα που κινήθηκαν σ'ένα σοκάκι, σε μια συνάντηση ή απλώς στο αέναο της μνήμης που αρνείται ν'αυτοκτονήσει, της μνήμης μας:
Αυτή ήταν μια γριά που διαρκώς εκινείτο, συνήθως σιωπηλή, στα παιδικά μου χρόνια. Ερχόταν στο σπίτι της γιαγιάς (όπου ήταν το σταυροδρόμι των οικογενειακών συναντήσεων, ονειρώξεων, ενυπνίων, απαντοχών και ελπίδων) αλλά σπανίως έμπαινε μέσα. Καθόταν στην αυλή και αν έμενε βράδυ πήγαινε και κούρνιαζε σε μια παλιά αποθήκη, όπου έβαζαν το άχυρο.
Ήταν ένα παράξενο πλάσμα , κάτι σαν αερικό, που δεν ήθελε να ενοχλήσει και μόνο επιθυμούσε να περνάει να βλέπει ότι είναι καλά τα "αφεντικά" και το σόι τους, να μυρίζεται την μυρωδιά τους και να φεύγει, να προχωράει στους επόμενους που αγάπησε. Λέγοντας "αφεντικά" το θέμα δεν έχει την έννοια των μετέπειτα ταξικών κόμπλεξ αλλά αφ' ενός μια πραγματική κατάσταση καθώς ο άντρας της ήταν τσομπάνης στα κοπάδια του παππού μου και αφ' ετέρου μια απρόκλητη αποστασιοποίησή της (μάλλον οφειλόμενη σε περίσσευμα ταπεινοφροσύνης) και μια εγγενή αβρότητα που δεν της επέτρεπε να "ενοχλήσει".
Χειμώνα καλοκαίρι ήταν τυλιγμένη με ένα μαύρο πλεκτό σάλι πάνω από τα μαύρα της ρούχα, φορούσε μαύρο μαντήλι και είχε ένα μόνιμα απορημένο ύφος είτε χτυπώντας το παράθυρο και ρωτώντας "τί καν' η μάνα σ' ; " είτε αρνούμενη να δεχθεί την παραμικρή τροφή γιατί πάντα κάπου αλλού...της είχαν κάνει το τραπέζι!
Αυτή η γυναίκα πάντα με μπέρδευε και λίγο με φόβιζε με τα μεγάλα, αραιά της δόντια και το ισχνό πρόσωπο που έλεγες πως ήταν οστά καρφωμένα πάνω σε ένα διαρκές χαμόγελο....
Την έβλεπα στης γιαγιάς την οικία, μετά στο δικό μας σπίτι (να κρούει το παράθυρο της κουζίνας) και στον δρόμο να περπατάει, να περπατάει με τα λαστιχένια της παπούτσια και τις μαύρες χουλα χούπ κάλτσες της, τόσο που κάποτε σκεφτόμουν ότι μπορεί να υπάρχει μία τάξη ανθρώπων που φτιάχτηκαν για να βαδίζουν έτσι ώστε να μην μένουν άδειοι οι δρόμοι και δίχως λαό τα πανηγύρια καθώς (ξέχασα να σας πω) ετούτη έκανε τις επισκέψεις της πάντα σε συνδυασμό με κάποια θρησκευτική πανήγυρη. Δηλαδή ή πήγαινε σε πανηγύρι ή επέστρεφε από πανηγυρίζοντα ναό. Μιλάμε δε, για μακρινές εκκλησιές και μοναστήρια, με αποτέλεσμα να διανύει χιλιόμετρα ολόκληρα με στάσεις σε σπίτια γνωστών όπου διανυκτέρευε στον πιο άβολο χώρο και ποτέ μέσα στην οικία...
Από τις συζητήσεις των μεγάλων έμαθα για τις αλάδωτες νηστείες της και ακόμη πως αυτή πλην της Τετάρτης και της Παρασκευής νήστευε και την Δευτέρα ως ημέρα αφιερωμένη στους αγγέλους.
Προφανές είναι πως για να το γνωρίζει αυτό -σε κείνα τα χρόνια- αυτή μια χωριάτισσα που δεν είχε μάθει ούτε να διαβάζει, είχε τις... επαφές της στον χώρο και ίσως έτσι εξηγείται το ότι όλοι την αγαπήσαμε ενώ εκείνη δεν έκανε τίποτε γιαυτό, εκτός από το να χαμογελάει και να μας επισκέπτεται μεταξύ δύο πανηγυριών.
Κάποτε έκανε πολύ καιρό να περάσει και μάθαμε πως σε έναν από τους ατέλειωτους ποδαρόδρομους, ασυνήθιστη την πολύ κίνηση, διέσχισε έναν κεντρικό δρόμο σε λάθος στιγμή. Ήταν λίγο πιο πέρα από το σπίτι μας και -πολύ αργότερα- ο αδελφός μου, κάνοντας κάποιους συσχετισμούς αλλά κυρίως ενθυμούμενος την ημέρα που είδε ένα λαστιχένιο γοβάκι να έχει απομείνει στην διασταύρωση ενώ οι συγκεντρωμένοι μιλούσαν για μια "καημένη γριά", είπε (στο τραπέζι της Κυριακής) πως μάλλον γιαυτό δεν ερχόταν πια στο παράθυρο της κουζίνας......
Σπρώξαμε απαλά τα πιάτα από μπροστά μας σαν μυστικό μνημόσυνο σ'αυτή που μας άρεσε να έρχεται σαν το καλό μας στοιχειό και δεν θα ξαναρχόταν πια. Το κρέας με τις πατάτες έμοιαζε ξαφνικά να έχει γίνει εξαιρετικά άνοστο και ολίγον... βλάσφημο, όταν μάθαμε τα νέα για κείνη που μας έμαθε την ημέρα των Αγγέλων.
Υ.Γ. Παρεπιμπτόντως εκείνη την Κυριακή απέκτησα την βεβαιότητα ότι με ένα γοβάκι (και δη λαστιχένιο) οδεύεις με μεγαλύτερη σιγουριά στον Παράδεισο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου