«Χριστός, η Άκρα Ταπείνωση», φορητή εικόνα, γύρω στο 1400, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού.
Μια γυναίκα, μου λέει μια φορά [αφηγείται ο Άγιος Ιάκωβός (Τσαλίκης)]:
– «Πήγα να ανάψω τα καντήλια σε ένα ‘ξωκκλήσι και λιβάνισα».
Ξέρετε, καμμιά φορά έχουν οι γυναίκες και την περιέργεια να μπαίνουν στο άγιο Βήμα, στο Ιερό, και κοιτάζει που λέτε αυτή η γυναίκα από το Άγιο Βήμα και βλέπει ένα παλληκάρι με ξανθά μαλλιά, έναν λεβέντη με τα μαλλιά του, με συγχωρείτε, έτσι εδώ ανοιγμένα και τα γενάκια του εδώ χωρισμένα και τον βλέπει πάνω στην Αγία Τράπεζα.
-Πιδήμ’, λέει, τι κάνεις ‘δω μέσα στην Αγία Τράπεζα; στο Άγιο Βήμα; βγες, πιδήμ’, έξω.
Και της λέει εκείνο:
– Δική μου είναι η Αγία Τράπεζα και εγώ την ορίζω.
Ξαφνικά, όπως το κοίταζε η γυναίκα το παιδί, του λέει:
– Πιδήμ’, δεν μου λές; ποιος σε πλήγωσε και τα χέρια σου είναι από καρφιά και τρέχουν αίματα; βλέπω πληγές στα χέρια σου και στα πόδια σου. Εδώ στο πλευρό σου, παιδάκιμ’, λέει, στο σκότισ’ (συκώτι σου), παιδάκιμ’, στο πνευμόνι σου, ποιος σε χτύπησε, πιδήμ’, με το μαχαίρι κι πέρα; ποιος σε πλήγωσε; (του) έλεγε η γυναίκα, (ήταν) μια απλή γυναικούλα. Όμως αυτή είδε ζωντανό τον ίδιο τον θεό.
– Εσύ με πλήγωσες, της λέει, και είμαι πληγωμένος.
Έκανε τον σταυρό της η γυναίκα και έφυγε, απλή γυναίκα από χωριουδάκι. Έπειτα από παρέλευση ενός χρόνου, ήρθε στην Μονή και μου λέει:
-Έτσι και έτσι, πάτερ μου. Τι είναι αυτό το «εσύ με πλήγωσες»; Μπορείς να μου το εξηγήσης αυτό; Αυτό είναι μεγάλο, δεν θα μπορής να μου το εξηγήσης, θα πάω σε κανέναν μεγάλο».
– “Άκουσε, παιδί μου, να σου το εξηγήσω», της λέω. “’Εσύ με πλήγωσες’, είναι οι αμαρτίες οι δικές σου, οι αμαρτίες οι δικές μου, οι αμαρτίες του κόσμου, που με τις αμαρτίες μας Τον πληγώσαμε και Τον ανεβάσαμε πάνω στον Σταυρό και έχυσε το Πανάγιό Του αίμα».
Από Το Βιβλίο «Ο Γέρων Ιάκωβος, Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες» Των Εκδόσεων Ενωμένη Ρωμηοσύνη.