Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

Γιά σένα, Μάνα



site analysis



Γιά σένα, Μάνα

·                    Μιά μάνα πονεμένη τό πρόσωπο τοῡ Εὐαγγελίου. Μιά μάναΧαναναία, δηλαδή, άλλοδαπή, μά πού ἦταν μύριες φορές ἀνώτερη ἀπό κάθε Ίουδαία, ἀλλά καί ἀπό κάθε χριστιανή σήμερα. Μιά μάνα, πού δεν τήν λύγισε  πόνος ἀπό τό δρᾶμα τῆς κόρης της. Μιά μάνα, πούκατέφυγε στό Χρι­στό καί βρῆκε τή λύση. Μιά μάνα, πού δοκιμάστηκε ἡπίστις της, καί πῆρε ἄριστα. Δοκιμάστη­κε ἡ ὑπομονή της καί πῆρε άριστα. Δοκιμάστηκε ή ταπείνωσίς της καί πῆρε άριστα. Μιά μάνα, πού ό κόσμος τήν περιφρόνησε, μά ό Χριστός τήν καλοδέχτηκε. Μιά μάνα, πού βραβεύτηκε ἀπό τό Χρι­στό μέ τό άνώτερο μετάλλιο, πού μόνο σε τρεῖς τό ἔχει δώσει ό Κύριος. Τό χρυσό μετάλλιο της πίστεως. Μιά μάνα, πού ἐγκωμιάστηκε ἀπό τόν Χριστό: «Γύναι, μάνα, μεγάλη σου ἡ πίστις».

·                    ’Αξίζει, ή μάνα αὐτή νά γίνη ἀφορμή γιά ἕνα ἐγκώμιο στή μάνα, στήν κάθε μάνα, στήν ἀληθινή μάνα, στή δική μου καί τή δική σας μάνα, στή μάνα πού βρίσκεται σήμερα ἐδῶ, καί μπορεῖ νά εἶναι ἡ μάνα μιᾶς μάνας, δηλαδή, σεβαστή γιαγιά.
·                    Γιά σένα, μάνα, πού εἶσαι τό γλυκύτερο πρόσωπο στόν κόσμο.
·                    Γιά σένα, Χαναναία μάνα, πού πίσω ἀπό τά σύνορα τοῦ ’Ισραήλ ζοῦσες, σάν νάσουν πίσω ἀπό τόν ἥλιο. Ἡ ζωή σου ἦταν ἕνας πόνος ἀβάσταχτος γιά τήν ἀρρώστια στό κορίτσι σου.
·                    Γιά σένα, μάνα, ἦρθε ὁ Χριστός, γεννημένος ἀπό τήν πιόἅγια Μάνα. ’Από ὅλο τόν κόσμο, νοιάστη­κε γιά μιά μάνα. Νοιάζεται γιά κάθε μάνα, πού τήν καρδιά της ρομφαία, μαχαίρι κοφτερό ξεσχίζει.
·                    Γιά σένα, μάνα, πού κραυγάζεις καί φωνάζεις, γιατί μόνη σου σέρνεις τό θλιβερό χορό τοῦ πόνου. Ἡ προσευχή σου γίνεται κραυγή, πού κάθε ψυχή σπαράζει. Γιά σένα ἔρχεται ὁ Χριστός. Ή καρδιά Του σπλαχνική γιά σένα μάνα, ἔστω κι ἄν παριστάνει στήν ἀρχή νά σέ ξεπερνᾶ ἀδιάφορα. Δέν εἶναι ἀδιάφορος. Θέλει σέ ὅλα νά σοῦ βάληἄριστα.
·                    Γιά σένα, μάνα, πού ἔχεις παιδιά καί ἀγωνίες· γιά σένα εἶναι ό Χριστός. Νἆτος, σέ πλησιάζει. Μή χάσης τήν εὐκαιρία. Φώναξέ Τον, ὅπως ἐκείνη φώναξε: «Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱέ Δαβίδ». Γιά δές τό κορίτσι μου. Δυνάμεις τοῦ κακοῦ τό κρατοῦν αἰχμάλωτο. Τοῡ ἅρπαξε ὁ Σατανάς ὑγεία καί ἐλευθερία! Φώναξε δυνατά:  «Ἡ θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται». Κάνε καλά τό παιδί μου\
·                    Γιά σένα, μάνα, πού νόμιζες πώς ὁ Θεός σέ ξέχασε. Βλέπεις Χαναναία μάνα, σάν νά συννεφιά- ζη... Σάν νά μή σοῡ δίνη σημασία κι ό Χριστός. Γιά σένα ὅμως ψήνεται τό θαῡμα. Μήν ἀποκάμης μοναχή. Δέν μπορεῖ· τό βλέμμα Του ὁ Χριστός σέ σένα τελικά θά ρίξη.
·                    Γιά σένα, μάνα, εἶναι κάποτε ή ἀπονιά τοΰ κόσμου. Σάν τότε. Δέν τή λυπήθηκαν τή Χαναναία μάνα. Τόσο σκληροί οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμα κι αὐτοί πού τριγυρίζουν τό Χριστό, κι αὐτοί πού τάχα ἀνήκουνε στήν Ἐκκλησία. Ἐσύ φωνάζεις στό Χριστό νά σ’ ἐλεήση, κι αὐτοί ζητοῡν ἀπ’ τό Χρι­στό νά σέ δίωξη, γιατί τούς ἐνοχλούν οἱ κραυγές σου! Ὁ πόνος σου τούς ἐνοχλεῑ. Τό τραυματισμέ­νο σου κορίτσι τό διώχνουν. Κόσμε σκληρέ, στόν μητρικό τόν πόνο...
·                    Γιά σένα, μάνα, εἶναι ὁ Χριστός. Ἅγια κάνεις καί φωνάζεις·«Κύριε, βοήθει μοι». Γιά σένα, μάνα, εἶναι ἡ ἄσκησις τοῦ Χριστοῦ. Σέ δοκιμάζει, μάνα. Σκυλάκι σε λέει, γιά νά δῆ τί θά πῆς. Καί σύ ἔξυπνα Τοῦ δίνεις τήν ἀπόκρισι: Σκυλάκι σου εἶμαι, μά θά γαυγίζω στήν αὐλή σου. Δέν θέλω πολλά. Δόσ’ τα ἀλλοῦ τά πολλά. Λίγα ψίχουλα ἀπ’ τό τραπέζι Σου μοῦ φτάνουν. Μιά ματιά σου στοργική θά μοῦ γιάνη τόν πόνο. Μιά σταγόνα ἀπ’ τήν φροντίδα Σου θά σώση τό παιδί μου.
·                    Γιά σένα, μάνα, καλή μου μάνα, πού μᾶς γέννησες καί μᾶς μεγάλωσες, χωρίς λογισμούς, χωρίς νά πῆς «πώς θά τά ζησω;». Γιά σένα, μάνα, εἶναι τό Εὐαγγέλιο σήμερα.  Γιά τήν ἁγία μάνα!
Γι’ αὐτήν, πού δέν προσέχει τά σκυλάκια, ἀλλ’ ἀγαπάει τά παιδάκια.
Γι’ αὐτήν, πού ἀφήνει τήν ὕπαρξί της ὁλότελα στά χέρια τοῡ Θεοῡ.
Σ’ αυτήν, πού καί στίς μέρες μας κλείνει τ’ αὐτιά της στίς σειρῆνες τοῡκόσμου, ἀλλά δέν κλείνει τή μητρική της ὕπαρξι στήν παιδοποιΐα. Σέ σένα, πού ξέρεις τό θάλαμο τῶν τοκετῶν καί ποτέ δέν παρέδωσες σπλάχνο σου στό σφαγεῖο τῶν ἐκτρώσεων.
·                    Σέ σένα, πού ξέρεις ν’ άγαπᾶς καί τά μάτια σου κοιτάζουν τ’ ἀθῶα μάτια τοῦ παιδιοῦ. Σ’ αὐτή τή μάνα, τή χριστιανή, πού σηκώνει τό σταυρό, σ’ αὐτή τή μάνα, δίνει σήμερα τό βραβεῖο  Χριστός: «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! Γενηθήτω σοι ὡς θέλεις».
·                    Γιά σένα, μάνα, πού κι ἄν σέ πληγώνουν, ἐσύ μέ γλύκατούς κοιτᾶς. Γιά σένα, πού κάτι θέλεις καί ζητᾶς, νά! Σήμερα ό Χριστός τή μάνα πρόσεξε, τή Χαναναία. «Ὅ,τι θέλεις». Τί θέλεις, μάνα; Μήν ἀποκάμης. Πές τοῦ Χριστού τί θέλεις! Πέσ’ Του μέ πίστι, μέ κραυγή. Μ’ἐλπίδα καί μέ δάκρυ.
·                    Κόσμε! Ὅ,τι κι ἄν εἶσαι, τή μάνα νά προσεχής. Αὐτή γεννᾶ.Αὐτή γαλουχεῖ. Αὐτή ξαγρυπνᾶ. Αὐτή ἀγαπᾶ. Αὐτή θυσιάζεται. Αὐτή σώζει τόν κόσμο.
·                    Γιά κοίτα, μάνα, τό Χριστό. Γ ιά σένα, μάνα, τό δικό μας«ευχαριστώ». Γ ιά σένα ή τιμή, καλή κι αγιασμένη μανα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου